Ἐξιστορώντας τά Κερκυραϊκά ὁ Θουκυδίδης στό τρίτο βιβλίο τῆς ἱστορίας του, γράφει μεταξύ ἄλλων καί τά παρακάτω[1]: ... Καί ἔπεσαν πολλές καί μεγάλες συμφορές ἀπό τούς ἐμφύλιους πολέμους στίς πόλεις, συμφορές πού συμβαίνουν καί θά συμβαίνουν πάντοτε, ὅσο ἡ ἀνθρώπινη φύση θά παραμένει ἴδια, καί πού μπορεΐ νά εἶναι ἠπιότερες καί μέ διαφορετική μορφή, ἀνάλογα μέ τίς ἀλλαγές τῶν περιστάσεων. Γιατί σέ καιρό εἰρήνης καί εὐημερίας, καί οἱ πόλεις καί τά ἄτομα ἔχουν καλύτερες διαθέσεις, ἀφοῦ δέν ἀναγκάζονται νά κάνουν πράγματα πού δέν τά θέλουν. Ὁ πόλεμος ὁμως, ἀπομακρύνοντας τήν καθημερινή εὐημερία, γίνεται βίαιος δάσκαλος καί ἐξομοιώνει τίς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων μέ τίς συνθῆκες πού τούς περιβάλλουν. Ἔπεσαν λοιπόν σέ ἐμφύλιους πολέμους οἱ πόλεις, καί, ὅσες τυχόν καθυστέρησαν, ἐπειδή μάθαιναν τά ὅσα γίνονταν ἀλλοῦ προηγουμένως, προσπαθοῦσαν νά φανοῦν ἀνώτερες σέ ἐφευρετικότητα, τόσο στήν πονηριά τῶν ἐνεργειῶν τους, ὅσο καί στούς πρωτοφανεῖς τρόπους τιμωρίας. Καί τή συνηθισμένη σημασία τῶν λέξεων τήν ἄλλαξαν μέ ἄλλη πού τούς συνέφερε. Ἡ ἀσυλλόγιστη τόλμη θεωρήθηκε ἀνδρεία ἀπό ἀγάπη γιά τούς συντρόφους, ἡ προνοητική διστακτικότητα εὔσχημη δειλία, ἡ σωφροσύνη πρόσχημα ἀνανδρίας καί ἡ σύνεση γιά τό κάθε τί θεωρήθηκε πλήρης ἀδράνεια. Καί ἄν κάπου δίνονταν ὅρκοι γιά ἐπικύρωση συμφωνίας, οἱ ὅρκοι ἴσχυαν μόνον ἐφόσον κάποιος ἀπ’ αὐτούς πού ὁρκίστηκαν δέν εἶχε ἀπό πουθενά δύναμη. Ἀλλά μέ τήν πρώτη εὐκαιρία, ἐκεῖϊνος πού πρῶτος ἀποκτοῦσε θάρρος, ἄν ἔβλεπε τόν ἀντίπαλό του ἀπροφύλακτο, ἔπαιρνε ἐκδίκηση μέ περισσότερη εὐχαρίστηση γιατί ἐκμεταλλευόταν τήν πίστη τοῦ ἀντιπάλου του στόν ὁρκο, παρά ἄν τόν τιμωροῦσε φανερά. Καί αὐτό γιατί σκεφτόταν καί ὅτι ἐξασφαλιζόταν ἀπό ἕναν ἐχθρό, ἀλλά καί ὅτι θά τόν θεωροῦσαν ἔξυπνο ἀφοῦ ἐπιβλήθηκε στόν ἀντίπαλό του μέ ἀπάτη. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι προτιμοῦν νά εἶναι κακοί καί νά ὀνομάζονται ἐπιτήδειοι, παρά νά εἶναι ἐνάρετοι καί νά θεωροῦνται ἀνόητοι, γιατί γιά τό δεύτερο ντρέπονται ἐνῶ γιά τό πρῶτο περηφανεύονται. Καί αἰτία γιά ὅλα αὐτά ἡ δίψα τῆς ἐξουσίας τήν ὁποία γεννᾶ ἡ πλεονεξία καί ἡ φιλοδοξία.
Διαβάζουμε τίς πιό πάνω γραμμές καί μᾶς κυριεύει θλίψη καί ἀπαισιοδοξία, καθώς ὑστερ’ ἀπό δυόμισι χιλιάδες χρόνια πείρας, προόδου καί παιδείας διαπιστώνουμε πώς τά ὅσα γράφει ὁ Θουκυδίδης σκιαγραφοῦν τό πορτρέτο ὄχι μόνο τῶν ἄνθρωπών της ἐποχῆς του ἀλλά καί τῆς ἐποχῆς μας. Καί σήμερα -ἴσως περισσότερο παρά ποτέ - ἡ κοινωνική, ἡ οἰκονομική καί ἡ πολιτική μας ζωή εἶναι στενά δεμένες μέ τή φιλοπρωτία, τήν πλεονεξία καί τή φιλοδοξία, καί μολονότι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι καταδικάζουν τούς πολέμους, οἱ τελευταῖοι συνεχίζονται μέ ἀμείωτη ἔνταση καί ἀγριότητα ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση στό πέρασμα τῶν αἰώνων κατά βάση παραμένει ἴδια.
«Πιστεύω», ἔγραψε ὁ Νήλ, «ὅτι σκοπός τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας. Ἡ μόρφωση ἔπρεπε νά εἶναι μιά προετοιμασία γιά τή ζωή. Ἀλλά ἡ παιδεία μας ἀπέτυχε σ’ αὐτή τήν περιοχή. Ἡ ἀγωγή μας, τόσο ἡ πολιτική ὅσο καί ἡ οἰκονομική, δέ μᾶς ὁδηγοῦν παρά στόν πόλεμο. Ἡ ἰατρική μας δέ μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν ἀρρώστια. Ἡ θρησκεία μας δέν κατάργησε τήν ἐκμετάλλευση καί τήν κλοπή. Παρά τίς ἀνθρωπιστικές μας διακηρύξεις, ἡ κοινή γνώμη παραδέχεται ἀκόμη τό βάρβαρο σπόρ τοῦ κυνηγιοῦ. Οἱ πρόοδοι τοῦ αἰώνα μας δέν εἶναι παρά πρόοδοι μηχανικῆς - ραδιόφωνο, τηλεόραση, ἠλεκτρονική, ἀεροπλάνα. Νέοι παγκόσμιοι πόλεμοι μᾶς ἀπειλοῦν, γιατί ἡ συνείδηση τοῦ κόσμου διατηρεῖται ἀκόμα πρωτόγονη.
Ἄν θέλουμε νά ἐλέγξουμε τήν παιδεία μας, ἄς θέσουμε μερικές ἐνοχλητικές ἐρώτησεις: Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔχει περισσότερες ἀρρώστιες ἀπό τά ζῶα; Γιατί μισεῖ καί φθείρεται σέ πολέμους, ἐνῶ τά ζῶα δέν τό κάνουν; Γιατί ὁ καρκίνος ἐξαπλώνεται; Γιατί τόσες αὐτοκτονίες; Γιατί τόσα σεξουαλικά ἐγκλήματα; Γιατί ἡ ἐκδικητικότητα καί ἡ ἐμπάθεια; Πρός τί ἡ ἐπιβιώση τῶν θρησκειῶν, πού ἀπό καιρό ξέχασαν τήν ἀποστολή τῆς ἀγάπης, τῆς ἔλπιδας καί τῆς ἐλεημοσύνης;
Πόσα γιατί σ’ ἕναν κομπάζοντα πολιτισμό, πού ὁμως αἰσθάνεται θριαμβευτής…»
Εἶναι φανερό ὅτι σκοπός τῆς ζωῆς μας θά ἔπρεπε νά εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας καί ἡ ἀγωγή μας θά ὄφειλε νά ἀποβλέπει σέ μιά προετοιμασία γιά τή ζωή. Ὡστόσο, ἀντί γι’ αὐτά, κύρια συμπτώματα τῆς ἐποχῆς μας ἀποτελοϋν ἡ λατρεία γιά τά πρωτεῖα καί τό κυνήγι τῆς ἐπιτυχίας, καί φαίνεται πώς σ’ αὐτά κυρίως πολλοί ἀπό ἐμᾶς βρίσκουμε τή δικαίωση τῆς ὕπαρξής μας. Ἀρχίζοντας «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων», μεταφέρουμε στά μαθητικά θρανία καί ἀργότερα στήν κοινωνία τῶν μεγάλων ἕνα μόνιμο ἄγχος μέ ἀποτέλεσμα, τόσο στά ἄτομα ὅσο καί στά κράτη, νά ἐπικρατεῖϊ ἕνας συνεχής ἀνταγωνισμός γιά τόν πλοῦτο, τή δόξα καί τή δύναμη, καί πολλαπλασιάζοντας ἐπ’ ἄπειρον τίς ἀπαιτήσεις καί τίς ἀνάγκες μας νά νιώθουμε συχνά δυστυχεῖς, ὄχι γιατί ἡ ζωή μας καί ἡ θέση μας στό κοινωνικό σύνολο δέν εἶναι καλή, ἀλλά διότι κάποιος ἄλλος εἶναι καλύτερός μας.
«Ὅσο περισσότερο προβληματίζομαι πάνω στούς μεγάλους πολέμους τῆς Ἱστορίας», γράφει ὁ Ἀμερικανός γερουσιαστής Fulbright, «τόσο περισσότερο τείνω νά δεχθῶ τήν ἄποψη ὅτι τά αἴτια πού τούς ἀποδίδονται - ἐδάφη, ἀγορές, πλουτοπαραγωγικοί πόροι, ἡ ὑποστήριξη ἤ ἡ διαιώνιση ὑψηλῶν ἀρχῶν- δέν ἦταν καθόλου τά βασικά αἴτια πού τούς προκάλεσαν, ἀλλά αἰτίες ἤ προφάσεις γιά ὁρισμένες ἀνεξιχνίαστες ὁρμές της ἀνθρώπινης φύσεως. Δεδομένου ὅτι δέν ὑπάρχει ξεκαθαρισμένη καί ἀκριβής γνώση τοῦ ποιά εἶναι αὐτά τά κίνητρα, ἀναφέρομαι σ’ αὐτά μέ τόν ὅρο “ἀλαζονεία τῆς δυνάμεως”, ἐννοώντας τήν ψυχολογική ἀνάγκη πού φαίνεται νά ἔχουν τά ἔθνη ν’ ἀποδείξουν ὅτι εἶναι μεγαλύτερα, καλύτερα ἤ δυνατότερα ἀπό ἄλλα ἔθνη. Στήν ἀντίληψη αὐτή γίνεται σιωπηρά δεκτή ἡ ὑπόθεση, ἀκόμη καί ἀπό ἔθνη πού εἶναι συνήθως φιλειρηνικά, ὅτι ἡ βία ἀποτελεϊ τήν τελική ἀπόδειξη ἀνωτερότητας, ὅτι, ὅταν ἕνα ἔθνος δείχνει ὅτι ἔχει ἰσχυρότερο στρατό, ἀποδεικνύει ταυτόχρονα ὅτι ἔχει καλύτερο λαό, καλύτερους θεσμούς, καλύτερες ἀρχές καί γενικά ἕναν καλύτερο πολιτισμό»[2].
Ἀντίθετα μέ τό Marx καί τό Freud, οἱ ὁποιοι τά ἀϊτια τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης τά βρῆκαν στίς οἰκονομικές σχέσεις ὁ πρῶτος καί στή γενετήσια ὁρμή ὁ δεύτερος, ὁ Bertrand Russell, μεγάλος φιλόσοφος καί ὑπέρμαχος τῆς εἰρήνης, στό περίφημο βιβλίο τοῦ Power θεωρεῖ κλειδί στήν πορεία τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας τή δύναμη καί τή δίψα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γι’ αὐτήν. Καθώς παρατηρεῖ χαρακτηριστικά ὁ Russell, ἀπό τόν Ξέρξη - καί ὄχι μόνο ἀπό τόν Ξέρξη - δέν ἔλειπαν οὔτε τά τρόφιμα οὔτε τά ροῦχα οὔτε οἱ γυναῖκες, ὅταν ἐπιχείρησε τήν ἐκστρατεία του ἐναντίον τῆς Ἑλλάδας. Ἡ ἐπιθυμία γιά ὑλικά ἀγαθά ἔχει τέλος, ἄν ἀποχωριστεῖ ἀπό τή δύναμη καί τή δόξα, γι’ αὐτό καί μπορεῖ νά ἱκανοποιηθεῖ. Οἱ πραγματικά ἀκριβές καί ἀνικανοποίητες ἐπιθυμίες δέν ὑπαγορεύονται ἀπό τήν ἀγάπη γιά τά ὑλικά ἀγαθά, καί, ὅταν ἐξασφαλιστεῖ ἕνας ἱκανοποιητικός βαθμός ἀπό αὐτά - συνεχίζει ὁ Russell - τότε καί ἄτομα καί κοινότητες στρέφονται στήν ἀναζήτηση τῆς δύναμης μᾶλλον παρά τοῦ πλούτου, ἡ ἀναζητοῦν τόν πλοῦτο ὡς μέσο δύναμης καί ἐπιδιώκουν τήν αὔξηση του προκειμένου νά αὐξήσουν τή δύναμή τους. Πάντως, τό βασικό τους κίνητρο δέν εἶναι οἰκονομικό[3].
Βέβαια, ὅταν γίνεται λόγος γιά δύναμη, ἐννοοῦμε κυρίως τή δύναμη πού ἀσκεῖται ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο. Ὡστόσο, δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι στά νεότερα χρόνια οἱ τεράστιες ἀνακαλύψεις πού ἄλλαξαν τόν κόσμο ὀφείλονται σέ αὐξημένη δύναμη πού χρησιμοποίησε ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω στήν ὕλη καί στή φύση, προφανῶς μέ τή βοήθεια τῆς ἐπιστήμης. Καί ἐπειδή καί ἡ δύναμη πού ἀσκεῖϊται ἐπάνω στή φύση ἔχει ἄλλοτε ἄμεση καί ἄλλοτε ἔμμεση ἐπίδραση στά ἀνθρώπινα ὄντα, ὁ Russell μέ πολλή ὀξυδέρκεια ἀλλά καί σαφήνεια ἐπεσήμανε: «Στά παλιά χρόνια, οἱ ἄνθρωποι πουλοῦσαν τόν ἑαυτό τους στό διάβολο γιά ν’ ἀποκτήσουν μαγικές δυνάμεις. Σήμερα ἀποκτοῦν τίς δυνάμεις αὐτές ἀπό τήν ἐπιστήμη καί βρίσκουν τούς ἑαυτούς τους ἀναγκασμένους νά γίνουν διάβολοι. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα γιά τόν κόσμο, ἐκτός ἄν σταθεῖ δυνατόν νά δαμαστεῖ ἡ δύναμη καί νά μπεῖ στήν ὑπηρεσία ὄχι αὐτῆς ἤ τῆς ἄλλης ὁμάδας φανατικῶν τυράννων, ἀλλά στήν ὑπηρεσία ὅλης της ἀνθρώπινης ράτσας, τοῦ λευκοῦ καί τοῦ κίτρινου καί τοῦ μαύρου, τοῦ φασίστα καί τοῦ κομμουνιστῆ καί τοῦ δημοκράτη. Διότι ἡ ἐπιστήμη ἔχει κάνει τοῦτο ἀναπόφευκτο, ὅτι ὁλοι πρέπει νά ζήσουμε ἤ ὁλοι πρέπει νά πεθάνουμε»[4].
Διάφορες εἶναι οἱ μορφές ὑπό τίς ὁποῖες ἐμφανίζεται ἡ δύναμη, ὅπως ἡ δύναμη τῶν ὅπλων, ἡ πολιτική δύναμη, ὁ πλοῦτος πού ἀποβλέπει σέ δύναμη, ὁ προσηλυτισμός συνειδήσεων κ.α., καί διαφορετικοί εἶναι κάθε φορᾶ οἱ ἀνθρώπινοι χαρακτῆρες πού τήν ἐπιδιώκουν. Κάποιοι π.χ. προτιμοῦν νά εἶναι ριψοκίνδυνοι ἀλλά ἡγέτες, ἐνῶ ἄλλοι ἱκανοποιοῦνται μέ δεύτερο ρόλο ἀλλά λιγότερες σκοτοῦρες καί περισσότερη ἀσφάλεια. Ἀκόμη, πολλοί ζητοῦν περισσότερη δόξα παρά δύναμη, πολλοί ἄλλοι τό ἀντίθετο. Καί ὅλοι αὐτοί, μπαίνοντας μέσα σ’ ἕνα φαῦλο κύκλο, καίγονται ἀπό τό ἀσίγαστο πάθος ν’ ἀποκτήσουν αὐτά πού δέν ἔχουν ἡ νά διατηρήσουν - ἀκόμη καί νά αὐξήσουν - αὐτά πού ἔχουν. Γιατί ὁ φόβος τῆς ἀπώλειας συγκλονίζει ὅσο καί ὁ πόθος τῆς ἀπόκτησης. Οἱ ἄνθρωποι δέν πιστεύουν πώς ἔχουν ἐξασφαλισμένα τά κεκτημένα παρά ἀποκτώντας κι ἄλλα, τά ὁποῖα αὐξάνουν τή δύναμή τους καί τούς δημιουργοῦν ἕνα αἴσθημα ἀσφάλειας, συγχρόνως ὅμως τούς ὁδηγοῦν στήν ἀλαζονεία, στήν κατάχρηση καί σέ σύγκρουση μέ τούς συνανθρώπους τους.
Ὁ Θουκυδίδης, καθώς εἴδαμε στήν «Ἀρχαιολογία» του, ἀνέδειξε τό βασικό ρόλο τῆς δύναμης στήν ἐξέλιξη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἐξιστορώντας ὅμως τά Κερκυραϊκά μίλησε μέ διαχρονικό κύρος καί γιά τήν παθολογία αὐτῆς τῆς δύναμης, ἰδιαίτερα σέ καιρό πολέμου. Ἀλλά ὁ Θουκυδίδης, βέβαια, δέν εἶναι ὁ μοναδικός. Καί ὁ Πλάτων στήν «Πολιτεία» του ἐπισημαίνει τήν τάση πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά ὑπερβαίνει τά ὅρια τοῦ ἀπαραίτητου καί νά ρίχνεται στήν ἱκανοποίηση μιᾶς ὑπέρμετρης πλεονεξίας, πολλαπλασιάζοντας ἐπ’ ἄπειρον τίς ἀνάγκες του[5], ἐνῶ στό δέκατο βιβλίο τοῦ ἴδιου ἔργου παραθέτει τό μύθο τοῦ Ἠρός τοῦ Ἀρμενίου, ἑνός γενναίου πολεμιστῆ πού σκοτώθηκε στή μάχη καί κατέβηκε στόν Ἅδη. Ἐκεῖ, σύμφωνα μέ τό μύθο, τοῦ εἶπαν νά ἀκούει καί νά βλέπει ὅ,τι διαδραματιζόταν, γιά νά τά διηγηθεῖ ἀργότερα στούς ζωντανούς. Κατά τή διήγησή του λοιπόν, μόλις οἱ ψυχές ἔφτασαν στόν Ἅδη, παρουσιάστηκαν στή Λάχεση, κόρη τῆς Ἀνάγκης καί μιά ἀπό τίς τρεῖς Μοῖρες, καί ἕνας προφήτης, παίρνοντας ἀπό τά γόνατα τῆς Λάχεσης κλήρους καί παραδείγματα ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀνήγγειλε πώς οἱ ψυχές θά ἄρχιζαν μιά νέα ζωή σέ σώματα θνητά. Ὅμως τώρα θά διάλεγαν οἱ ψυχές τήν τύχη τους καί ὄχι ἡ τύχη τίς ψυχές. Ἡ ψυχή πού θά κληρωνόταν πρώτη, θά διάλεγε τή ζωή πού θά ἀκολουθοῦσε, καί ἡ ἐκλογή της θά ἦταν ἀμετάκλητη. Κάθε μιά ψυχή θά ἦταν ὑπεύθυνη γιά τήν ἐκλογή της καί ὁ θεός θά ἦταν ἀνεύθυνος.
Φυσικά, ὑπῆρχαν διάφορα παραδείγματα ζωῆς, ὅπου τά πλούτη, ἡ φτώχεια, οἱ ἀρρώστιες, ἡ ὑγεία ἦταν μοιρασμένα. Ἡ ψυχή, λοιπόν, πού κληρώθηκε πρώτη, ὅρμησε καί παρασυρόμενη ἀπό ἀπερισκεψία καί ἀπληστία ὅτι μέσα στή μοίρα τῆς ἦταν νά καταφάγει τά ἴδια τά παιδιά της, καθώς καί ἄλλες συμφορές. Ὅταν ὅμως πρόσεξε καλύτερα καί εἶδε τί τήν περίμενε, ἄρχισε νά χτυπιέται καί νά κλαίει. Καί γιά τίς συμφορές της τώρα κατάκρινε τήν τύχη καί τούς θεούς καί κάθε ἄλλον ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό της...[6]
Θά κλείσουμε τήν ἑνότητα αὐτή μέ Πλούταρχο, ὁ ὁποῖος στό δοκίμιό του «περί εὐθυμίας» καυτηριάζει τή νοοτροπία τῶν πλουσίων καί δυνατῶν νά μήν ἀρκοῦνται στά πλούτη καί στή δύναμή τους, ἀλλά νά ἔχουν τήν ἀπαίτηση καί οἱ ἴδιοι νά θεωροῦνται λόγιοι καί μέ ποιητικές ἱκανότητες, ἀλλά καί νά πρωτεύουν καί τά σκυλιά τους καί τά ἄλογά τους καί τά κοκόρια τους!...
Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει:
«Οὐ γάρ πλούσιοι μόνον ὁμοῦ καί λόγιοι καί ἰσχυροί καί συμποτικοί καί ἡδεῖς εἶναι καί φίλοι βασιλέων καί πόλεων ἄρχοντες ἀξιοῦσιν ἀλλ’ εἰ μή καί κύνας ἕξουσι πρωτεύοντας ἀρετῇ καί ἵππους καί ὄρτυγας καί ἀλεκτρυόονας, ἀθυμοῦσι. Διονύσιος ὁ πρεσβύτερος οὐκ ἡγάπα μέγιστος ὤν τῶν τότε τυράννων, ἀλλ’ ὅτι Φιλοξένου του ποιητοῦ μή βέλτιον ᾖδε μηδέ πε- ριῆν ἐν τῷ διαλέγεσθαι Πλάτωνος, ὀργισθείς και παροξυνθείς, τόν μέν εἰς τάς λατομίας ἐνέβαλε, τόν δ’ ἀπέδοτο πέμψας εἰς Αἴγιναν »[7].
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, μέ τήν κριτική ματιά τοῦ Λόγου καί τή βαθιά σοφία τους, φαίνεται πώς ἀντιλήφθηκαν στίς σωστές τους διαστάσεις τίς μεγάλες δυνατότητες ἀπό τή μιά, ἀλλά καί τίς μεγάλες ἀδυναμίες καί τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄλλη. Κατάλαβαν πώς ὁ ἄνθρωπος, τό μοναδικό λογικό ὄν, εἶναι ἰσχυρός καί σημαντικός, συγχρόνως ὅμως εἶναι καί θνητός καί ἀδύναμος, ἱκανός γιά τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα ἀλλά καί γιά τά χειρότερα ἐγκλήματα. Εἶδαν πώς ὁ μεγάλος πλοῦτος καί ἡ δύναμη κατά κανόνα δημιουργοῦν τήν ὕβριν, τήν ἀλαζονική συμπεριφορά - κάτι δηλαδή ἀνάλογο μέ τό σημερινό «σέ σκοτώνω καί σέ πληρώνω» - ἡ ὁποία ὅμως φυσικά ἔχει ὡς ἐπακόλουθο τήν τίσιν, τήν τιμωρία.
Βέβαια, θά μποροῦσε κάποιος νά μᾶς πεῖ ὅτι ὁ Μέγας ’Ἀλέξανδρος π.χ. ἔγινε «Μέγας» ἐπειδή ξεπέρασε τά ἀνθρωπινά ὅρια καί δέν ἀκολούθησε τήν ἡθική του μέτρου, ἡ ὁποία εἶναι δυνατόν νά ὁδηγήσει πολλούς στή μετριότητα. Θά παρατηρήσουμε, ὡστόσο, καί ἐμεῖς μέ τή σειρά μας ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, «τοῦ θεοῦ μέ τήν ἀνθρώπινη τύχη», ἀποδείχτηκε δυστυχῶς πόσο δραστικά δηλητήρια μποροῦν νά εἶναι ἡ ὑπερβολική δύναμη καί φιλοδοξία. Γιατί, ἀγαπώντας τή δόξα περισσότερο καί ἀπό τήν ἴδια του τή ζωή, κατά τόν Πλούταρχο[8], ἀπό τήν ὑψηλή ὅσο καί μοναχική θέση του ἀπόλυτου μονάρχη, πού τοῦ πρόσφερε ἡ τρομερή του δύναμη, ἀναγκάστηκε νά βάψει τά χέρια του στό αἷμα τῶν ἀνθρώπων πού ἀγαποῦσε, αὐτός ὁ τόσο δυνατός καί πλούσιος σέ ἐκπληκτικές ἰδιότητες ὀργανισμός, πού δέ νικήθηκε ἀπό κανένα, νικήθηκε ὁμως ἀπό τόν ἑαυτό του.
Μάλιστα, σύμφωνα μέ τά ὅσα ἔχουν ἐκτεθεΐ ἕως τώρα, φαίνονται κάπως ἀμφίβολες γιά τήν ἀνθρωπότητα οἱ ὠφέλειες πού ἀπορρέουν ἀπό τό «αἰέν ἀριστεύειν καί ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων», πού ἄλλωστε εἶναι λόγια πατέρα πρός τό γιό του[9] καί δύσκολα θά μποροῦσαν ν’ ἀποτελέσουν καθολικό σύνθημα γιά εἰρηνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων. Ἀσφαλῶς, ἡ ἅμιλλα μέσα σέ ὁρισμένα πλαίσια καί γιά ὁρισμένους τομεῖς εἶναι εὐπρόσδεκτη καί χρήσιμη, δυστυχῶς ὅμως οἱ ἄνθρωποι, ἄν τήν ἄρχισουν, οὔτε ξέρουν οὔτε μποροῦν - καί ἴσως πολλοί δέ θέλουν - νά τή σταματήσουν, ἔστω κι ἄν αὐτή ἐκτραχυνθεῖΐ καί ἐξελιχθεῖ σέ ἄγριο ἀνταγωνισμό, γιατί τούς προσφέρει τή γεύση τῆς ἐπιτυχίας, ἱκανοποιώντας συγχρόνως τίς φιλοδοξίες τους ἡ καί τή ματαιοδοξία τους.
Ὅλα αὐτά φαίνεται πώς τά γνώριζαν καλά οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, γι’ αὐτό ὡς ἀπόσταγμα τῆς σοφίας τους καί ὁδηγό στή ζωή τούς χάραξαν στήν προμετωπίδα τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν τά γνωμικά «μηδέν ἄγαν» (=τίποτε τό ὑπερβολικό), «μέτρον ἄριστον», «γνώθι σαυτόν», τά ὁποῖα ἐπηρέασαν βαθιά τους ποιητές καί τούς συγγραφεῖς τους. Ἔτσι, ὁ τραγικός ποιητής Εὐριπίδης[10] φρονεῖ πώς οἱ πλούσιοι, μέ τήν ἀπληστία τους νά θέλουν ὅλο καί περισσότερα, τελικά εἶναι ἀνώφελοι στήν πόλη, ἐνῶ ὁ Σόλων, νομοθέτης τῆς Ἀθήνας καί ἕνας ἀπό τους Ἑπτά Σοφούς, διακηρύσσει πώς οἱ δυνατοί εἶναι αὐτόι πού καταστρέφουν τίς πόλεις:
Ἐκ νεφέλης πέλεται χιόνος μένος ἠδέ χαλάζης,βροντή δ ’ ἐκ λαμπρᾶς γίγνεται ἀστεροπῆς·ἀνδρῶν δ ’ ἐκ μεγάλων πόλις ὄλλυται[11].
Ἀκόμη, ὁ ρήτορας Λυσίας διατείνεται ὅτι ἡ ὕβρις εἶναι γνώρισμα τῶν πλουσίων, τῶν νέων καί τῶν σωματικά ρωμαλέων, γιατί τά πλούτη, τά νιάτα καί ἡ σωματική ρώμη εἶναι δυνάμεις, τῶν ὁποίων οἱ κάτοχοι κάνουν συχνά κακή χρήση καί καταχρηση[12]. Ἄλλα καί ὁ Διόδωρος Σικελιώτης, τονίζοντας ὅτι «ἔμφυτόν ἐστι τό πλεονεκτεῖν τοῖς μειζόνων ὀρεγομένοις καί τάς ἐπιθυμίας ἔχειν ἀτερματίστους», μνημονεύει τόν περί ἐξοστρακισμοῦϋ νόμο τῶν Ἀθηναίων, μέ τόν ὁποῖο ἀπομάκρυναν ἀπό τήν πόλη προληπτικά τους ἐπικίνδυνα δυνατούς, καί αὐτό τό ἔκαναν ὄχι γιά νά ἐπιβάλουν τιμωρία γιά ἀδικήματα πού διαπράχθηκαν, ἀλλά γιά νά μή δοθεῖ ἡ δυνατότητα στούς ἰσχυρούς νά βλάψουν τήν πατρίδα τους[13].
Οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας πίστευαν πώς ἡ δύναμη διαφθείρει καί ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία διαφθείρει ἀπόλυτα, καί αὐτό φάνηκε πολύ καλά στά πρόσωπα τῶν τυράννων, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν σύμβολα ὑπέρμετρης καί ἀνεξέλεγκτης δύναμης. Ὁ Ἡρόδοτος[14] μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Περίανδρος, μόλις ἔγινε τύραννός της Κορίνθου, ἔστειλε κάποιον ἔμπιστό του στό Θρασύβουλο, ἔμπειρο καί μακρόβιο τύραννο της Μιλήτου, γιά νά ρωτήσει πῶς καί ὁ ἴδιος θά τυραννεύσει στήν Κόρινθο μέ ἐπιτυχία καί ἀσφάλεια. Ὁ Θρασύβουλος δέχτηκε τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Περιάνδρου, τόν πῆγε ἔξω ἀπό τήν πόλη καί, μπαίνοντας μέσα σ’ ἕνα χωράφι σπαρμένο μέ σιτάρι, χτυποῦσε καί «ἀποκεφάλιζε» μέ τό ραβδί τοῦ τά πιό καλοθρεμμένα στάχυα πού προεξεῖχαν, ἐνῶ συζητοῦσε μέ τόν ἄνθρωπο τοῦ Περιανδρου διάφορα «περί ἀνέμων καί ὑδάτων». Ὕστερα τόν ξεπροβόδισε χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτε περισσότερο. Ὅταν ὁμως ὁ Περίανδρός πληροφορήθηκε τά καθέκαστα, κατάλαβε - ἴσως γιατί καί ὁ ἴδιος εἶχε «φλέβα» τυράννου - πώς ὁ Θρασύβουλος τόν συμβούλευε, ἄν ἤθελε νά μακροημερεύσει ὡς τύραννος στήν Κόρινθο, θά ἔπρεπε νά βγάζει ἀπό τή μέση τους καλύτερους πολίτες. Καί ὕστερ’ ἀπ’ αὐτό, καταλήγει ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Περίανδρος «πᾶσαν κακότητα ἐξέφαινε ἐς τούς πολιήτας».
Κατά τά χρόνια της εἰσβολῆς τῶν Περσῶν στήν Ἑλλάδα, διηγεῖται καί πάλι ὁ Ἡρόδοτος[15], οἱ Ἕλληνες, τρομαγμένοι ἀπό τό φοβερό κίνδυνο πού τούς ἀπειλοῦσε, ζήτησαν τή βοήθεια τοῦ Γέλωνα, τυράννου τῶν Συρακουσῶν, ἐπειδή διέθετε ἀξιόλογη ναυτική δύναμη. Ὁ Γέλων ἔκανε στήν ἀρχή μιά ἐπίδειξη τῆς δύναμής του καί ὕστερα δήλωσε πώς θά βοηθοῦσε ὑπό τόν ὄρο νά τόν δεχτοῦν ὡς ἀρχηγό στόν πόλεμο κατά τῶν Περσῶν. Οἱ Σπαρτιάτες ὅμως ὑπῆρξαν κατηγορηματικοί στήν ἄρνησή τους. Καί ὅταν ὁ Γέλων, ὑποχωρώντας στήν ἀρχική του ἀπαίτηση, ζήτησε τήν ἡγεμονία μόνο τῆς ξηρᾶς, ἄν οἱ Σπαρτιάτες προτιμοῦσαν ἐκεινη της θάλασσας, ἤ μόνο τή θαλάσσια ἄν οἱ τελευταῖοι ἤθελαν τήν ἡγεμονία τῆς ξηρᾶς, συνάντησε τώρα τή διπλή ἄρνηση Σπαρτιατῶν καί Ἀθηναίων: Ἐμεῖς ἤρθαμε νά ζητήσουμε στρατό, ὄχι ἀρχηγό, θά ποῦν οἱ Ἀθηναῖοι. Ἔτσι, μολονότι ἡ Ἑλλάδα βρισκόταν «ἐπί ἀκμῆς ξυροῦ», ὁ δυνατός τύραννος ἀρνήθηκε νά βοηθήσει, ἀλλά, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, καί οἱ Σπαρτιάτες καί Ἀθηναῖοι προτίμησαν νά φύγουν ἄπρακτοι παρά νά χάσουν τήν ἀρχηγία…
Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης[16] μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν Διονύσιος ὁ πρεσβύτερος, ἄν καί θεωροῦνταν ἀπό τούς πιό εὐτυχισμένους δυνάστες, ὅμως ἀπό φόβο ἀναγκαζόταν νά φορεῖ κάτω ἀπό τό χιτώνα του σιδερένιο θώρακα καί τόσο δυσπιστοῦσε πρός ὅλους, ὥστε συνήθως δέν ἔκοβε τά μαλλιά του, γιά νά μήν ἐκθέσει τό κεφάλι του στά ἐργαλεῖα του κουρέα. Καί ἄν ποτέ ἦταν ἀναγκασμένος νά κόψει τά μαλλιά του, ἔκαιγε τίς τρίχες, θεωρώντας τή δυσπιστία ἀσφάλεια γιά τήν τυραννίδα του.
Τέλος, ὁ Ξενοφών[17], στό ἔργο τοῦ «Ἴερων», μέ ἀρκετά γλαφυρό τρόπο μᾶς δίνει κάποια στιγμιότυπα ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῶν τυράννων, οἱ ὁποῖοι, μολονότι θεωροῦνται εὐτυχεῖς, παρ’ ὅλα αὐτά δέν εἶναι: Καί δέν εἶναι εὐτυχεῖς, γιατί πουθενά δέ νιώθουν ἀσφαλεῖς - οὔτε καν στό σπίτι τους - γιατί ἐξοντώνουν τούς ἰκανότερους πολίτες θεωρώντας τους ἐπίφοβους γιά τήν τυραννίδα τους, κι ἀκόμη, γιατί κατ’ ἀνάγκη συναναστρέφονται τούς κόλακες, τούς δουλοπρεπεῖς καί γενικά τους χειρότερους πολίτες, ἀφοῦ ἡδη ἔχουν βγάλει ἀπό τή μέση τους καλύτερους. Καί ὅλα αὐτά τά ὑπομένουν ἀπό ἀγάπη γιά τήν ἐξουσία...
Μολονότι οἱ δυνατοί ἔχουν μεγαλύτερη εὐχέρεια ἀπό τους ἀδύναμους γιά νά δείξουν μεγαλοψυχία, καί θά περίμενε κανείς ἀπ’ αὐτούς, μιά καί ἔχουν μεγαλύτερη φυσική δύναμη, νά δείξουν καί μεγαλύτερη ἠθική, ὡστόσο ἡ κοινωνική Ἱστορία τοῦ ἄνθρωπου διδάσκει ὅτι αὐτός στήν πορεία του γνώρισε πολλή ἀδικία μέ τή μορφή τῆς πλεονεξίας. Ὁ δυνατός πάντοτε εἶχε τήν ἀπαίτηση νά παίρνει «τή μερίδα τοῦ λέοντος» ἀπό τά ἀγαθά πού ἀπκτήθηκαν μέ τό μόχθο τῶν συνανθρώπων του, καί ἀπό τά πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα δέν ὑπάρχει κείμενο τῆς λαϊκῆς λογοτεχνίας στό ὁποῖο δέν ἀκούγεται ἡ πονεμένη κραυγή διαμαρτυρίας τῶν ἀδύναμων, πού πάσχουν ἀπό τήν πλεονεξία τῶν δυνατῶν, καί στό ὁποῖο δέν ἐκφράζεται ἡ ἀσίγαστη δίψα γιά δικαιοσύνη. Καί γεννιέται τό ἐρώτημα: Ὁ δυνατός, εἴτε εἶναι ἄτομο εἴτε κράτος, ἐνεργεῖ ἀπολύτως αὐθαίρετα καταπατώντας κάθε ἔννοια ἠθικῆς καί δικαίου, ἤ ἐμφανίζεται καλυμμένος κάτω ἀπό ἕνα μανδύα δικαιοσύνης, ἔστω καί ὑποκειμενικῆς, σέ μιά προσπάθεια νά δικαιολογήσει τίς πράξεις του στούς ἄλλους ἀλλά καί στόν ἑαυτό του;
Ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη ἡθικά θέματα, πού συζητήθηκαν ἀπό τούς σοφιστές κατά τόν 5ο π.Χ. αἰώνα στήν ἀρχαία Ἀθήνα, ἦταν ἡ σχέση ἀνάμεσα στό φυσικό νόμο καί στό νόμο τῆς πόλης, ἀνάμεσα στό φυσικό καί θετό δίκαιο. Οἱ σοφιστές, μέ εὐστροφία καί ὀξύνοια πρέπει νά ποῦμε, τά ξεχώρισαν μεταξύ τους καί ὑποστήριξαν ὅτι ὁ φυσικός νόμος εἶναι σύμμαχος τοῦ ἀτόμου, ἐνῶ ὁ νόμος τῆς πόλης εἶναι βίαιος τύραννος[18]. Ἄς παρακολουθήσουμε τίς σκέψεις τους:
Ἡ φύση καί ὁ νόμος, λένε, εἶναι πράγματα ἀντίθετα μεταξύ τους· καί γιά μέν τή φύση εἶναι ντροπή νά ἀδικεῖσαι, γιά τό νόμο, ἀντίθετα, εἶναι ντροπή νά ἀδικεῖς. Ἄλλά τους νόμους τούς ἔκαναν οἱ πολλοί καί ἀδύναμοι, γιά τό συμφέρον τους βέβαια, γιά νά προστατέψουν τήν ἀδυναμία τους. Ὅμως ἡ ἴδια ἡ φύση τό δηλώνει πώς ὁ δυνατός πρέπει νά ἔχει περισσότερα ἀπό τόν ἀδύναμο. Ἔτσι, κρίνεται δίκαιο ὁ δυνατός νά ἐξουσιάζει τόν ἀδύναμο καί νά πλεονεκτεῖ σέ σχέση μ’ αὐτόν. Ἄλλωστε αὐτό τό δίκαιο χρησιμοποιώντας ὁ Ξέρξης ἔκανε ἐκστρατεία ἐνάντια στήν Ἑλλάδα, ὅπως καί ὁ πατέρας του Δαρεῖος ἐναντίον τῶν Σκυθῶν. Αὐτοί λοιπόν οἱ δύο ἐνήργησαν σύμφωνα μέ τό φυσικό δίκαιο καί τό νόμο τῆς φύσης, καί ὄχι σύμφωνα μέ τούς νόμους πού βάζουμε ἐμεῖς. Γιατί ἐμεῖς, παίρνοντας τούς καλύτερους καί τούς πιό ρωμαλέους πολίτες καί ἐξαπατώντας τους ἀπό τή νεανική τους ἡλικία, τούς ὑποδουλώνουμε λέγοντάς τους πώς δίκαιο καί ὡραῖο εἶναι νά ἔχουν τά ἴσα μέ τούς ἄλλους. Ἄν ὁμως κάποιος ἀπ’ αὐτούς συμβεῖ νά ἔχει φύση ἱκανή, γκρεμίζει ἀπό πάνω του ὅλα αὐτά πού τοῦ φορτώσαμε, ξεφεύγει καί καταπατώντας τούς παρά τή φύση νόμους μᾶς γίνεται ἀπό δοῦλος ἀφεντικό μας· καί ἔτσι θριαμβεύει τό φυσικό δίκαιο[19].
Ἐξάλλου, οἱ γονεῖς καί οἱ κηδεμόνες, ὅταν συμβουλεύουν τούς νέους νά εἶναι δίκαιοι, δέν παινεύουν τήν ἴδια τή δικαιοσύνη ἀλλά τό καλό ὄνομα πού θ’ ἀποκτήσουν οἱ νέοι ἀσκώντας την. Δηλαδή, μοναδικός λόγος γιά ἐκεῖνον πού ὑπηρετεῖ τή δικαιοσύνη δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ δικαιοσύνη ἀλλά ἡ ἐπιτυχία στή ζωή[20].
Κανείς δέν εἶναι δίκαιος ἐπειδή τό θέλει[21]. Καί ἄν δίναμε ἐξουσία στόν δίκαιο καί στόν ἄδικο νά κάνουν ὅ,τι θέλουν, γρήγορα θά βλέπαμε τόν δίκαιο νά παίρνει τόν ἴδιο δρόμο μέ τόν ἄδικο.
Ἀλλά καί στίς διάφορες πόλεις οἱ ἑκάστοτε ἄρχοντες κάνουν νόμους πού τούς συμφέρουν: Στήν δημοκρατία δημοκρατικούς, στήν τυραννία τυραννικούς καί στά ἄλλα πολιτεύματα ἀνάλογους. Καί ἀφοῦ τούς κάνουν, λένε ὅτι αὐτό εἶναι τό δίκαιο γιά τούς ὑπηκόους - δηλαδή τό δικό τους συμφέρον - καί αὐτόν πού τό παραβαίνει τόν τιμωροῦν, γιατί τάχα εἶναι παράνομος καί ἄδικος. Δίκαιο, λοιπόν, σ’ ὅλες τίς πόλεις εἶναι «τό τῆς καθεστηκυίας ἀρχῆς συμφέρον» καί ἕνας πού σκέφτεται σωστά ἀναγνωρίζει ὅτι παντοῦ ἐπικρατεῖ τό ἴδιο δίκαιο, «τό τοῦ κρείττονος συμφέρον »[22] (=τό συμφέρον τοῦ δυνατότερου). Ἄλλωστε αὐτό τό δίκαιο χρησιμοποιώντας οἱ μεγάλες πόλεις βαδίζουν ἐνάντια στίς μικρές[23].
Οἱ πιό πάνω ἀπόψεις τῶν σοφιστῶν, ἄν δέν εἶναι ὀρθές, εἶναι ὁπωσδήποτε χρήσιμες, γιατί ἄν δέν ἀπαντοῦν μέ ὀρθότητα στό ἐρώτημα τί πρέπει νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι, φανερώνουν ὡστόσο μέ παρρησία τί συνηθίζουν αὐτοί νά κάνουν, ὁπως εὔκολα μποροῦμε νά διαπιστώσουμε:
Στό συνέδριο τῆς Σπάρτης, λίγο πρίν ξεσπάσει ὁ Πελοποννησιακός πόλεμος, οἱ πρέσβεις τῶν Ἀθηναίων ὁμολογοῦν ὅτι ἡ ἀθηναϊκή ἡγεμονία ὀφείλεται σέ ἐλατήρια φόβου, κέρδους καί φιλοδοξίας καί προβάλλουν τή δικαιολογία ὅτι ἀνέκαθεν ὑπῆρχε ὁ νόμος τῆς φύσης, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὁ ἀδύναμος πρέπει νά ὑποτάσσεται στό δυνατό[24]. ’Ἐπίσης, ὁ Συρακούσιος Ἑρμοκράτης, ἐχθρός τῶν Ἀθηναίων, δηλώνει ὅτι συγχωρεῖ τούς Ἀθηναίους γιά τήν πλεονεξία τους, γιατί εἶναι στή φύση τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξουσιάζει ἐκείνους πού ὑποχωρούν[25]. Ἐντύπωση ὁμως προκαλεῖ καί ἡ ἄποψη τοῦ Διοδότου στό δίλημμα ἄν ἔπρεπε ἡ ὄχι νά θανατωθοῦν οἱ Μυτιληναΐοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποστατήσει ἀπό τήν ἀθηναϊκή συμμαχία: Ἀποκλείοντας κάθε ἀνάμειξη τῆς δικαιοσύνης, τήν καταδίκη ἡ τήν ἀθώωση τῶν Μυτιληναίων ὁ Διόδοτος τήν ἐξαρτᾶ ἀποκλειστικά καί μόνον ἀπό τό τί συμφέρει τούς Ἀθηναίους. Τούς συμφέρει νά θανατωθοῦν οἱ Μυτιληναῖοι; Θά θανατωθοῦν, εἴτε ἀδίκησαν εἴτε ὄχι. Δέν συμφέρει στήν Ἀθήνα ὁ θάνατός τους; Θά ζήσουν...[26]
Τέλος, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ περίφημος διάλογος τῶν Ἀθηναίων μέ τούς κατοίκους τῆς Μήλου. Οἱ Ἀθηναῖοι ζητοῦν τήν ὑποταγή τῶν Μηλίων καί οἱ ἀπόψεις τους σκιαγραφοῦν μιάν ἀλαζονική δύναμη πού δέ γνωρίζει φραγμούς, δέν κάνει διάκριση ἀνάμεσα σέ δίκαιο καί ἄδικο καί ὡς βάση στή συζήτηση δέ θέτει τό δίκαιο ἀλλά τό συμφέρον. Γιά τό δίκαιο, θά ποῦν οἱ Ἀθηναῖοι, μπορεῖ νά γίνει διάλογος μόνο μεταξύ ἴσων καί ἐκεῖνοι εἶναι δυνατότεροι. Τόσο δυνατότεροι, ὥστε οὔτε τή φιλία τῶν Μηλίων χρειάζονται οὔτε τό μίσος τους φοβοῦνται. Οἱ θεοί, πιστεύουν, εἶναι μέ τό μέρος τους καί θά τούς εὐνοήσουν[27]. Ἄλλωστε, κατά τή γνώμη τους, δεν κάνουν τίποτε τό ἄτοπο· ἁπλῶς χρησιμοποιοῦν καί αὐτοί τό φυσικό νόμο, ὅπως τόν ἔχουν βρεῖ, ἕνα νόμο πού ἀναγνωρίζουν θεοί καί ἄνθρωποι: Ὅτι ὁ δυνατός πρέπει νά ἐξουσιάζει ὁπου μπορεῖ. Ἑπομένως, οἱ Μήλιοι θά ἔπρεπε νά φανοῦν λογικοί καί νά ὑποταχθοῦν, ἄν δέν ἡθελαν νά καταστραφούν[28]...
«Αὐτή, πού οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ὀνομάζουν εἰρήνη», διακήρυξε μέ ἀπαισιοδοξία ὁ Πλάτων, «εἶναι μόνο ὄνομα. Στήν πραγματικότητα, ὑπάρχει πάντοτε ἕνας ἀκήρυκτος πόλεμος ἀνάμεσα σ’ ὅλες τίς πόλεις σύμφωνα μέ τή φύση»[29]. Καί πράγματι, ἡ πείρα πού ἀποκόμισε ὁ ἄνθρωπος στό διάστημα πού πέρασε, δέν ἀφήνει περιθώρια διαφωνίας. Ἔχει πλέον ἀποδειχθεῖ πώς ἡ ἀγάπη γιά τήν εἰρήνη δέν μπορεῖ ν’ ἀποτελέσει δύναμη ἱκανή γιά τήν παγίωσή της στόν κόσμο, γιατί ὑπάρχουν ἄλλα πού γιά χάρη τους ἤ ἐξαιτίας τους ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάσει τήν εἰρήνη. Τό ἰδανικό τοῦ Πλάτωνα γιά τό βασιλιά-φιλόσοφο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὑπάρχει ἐλπίδα νά σταματήσουν τά ἀνθρώπινα δεινά μόνο ἄν οἱ φιλόσοφοι κυβερνήσουν ἤ οἱ κυβερνῆτες φιλοσοφήσουν[30], σήμερα φαντάζει σάν οὐτοπία. Ὡστόσο, ἡ ἱστορία δυστυχῶς δείχνει ὅτι τή θέση τοῦ βασιλιά-φιλόσοφου παίρνει συχνά κάποιος μωροφιλόδοξος μέ «ὑπεροψία καί μέθη». Καί αὐτός, ἄλλοτε αἰσθάνεται σάν παντοδύναμος θεός -καί φυσικά ὄχι θεός τῆς ἀγάπης - ἄλλοτε πάλι, ἐξομοιώνοντας τή δύναμή του μέ τήν ἀρετή καί πιστεύοντας πώς εἶναι ὁ ἐκλεκτός τοῦ θεοῦ, ἀναλαμβάνει τήν «ὑποχρέωση» νά γίνει κοινωνικός ἀναμορφωτής καί σωτήρας τῆς ἀνθρωπότητας, φυσικά μέ τή βία. Γιατί, βέβαια, «δέν εἶναι δυνατόν ὁ Κύριος νά σέ διαλέγει γιά ἐντολοδόχο Του καί ὕστερα νά σοῦ ἀρνεῖϊται τό ξίφος μέ τό ὁποῖο θά ἐκτελέσεις τή θέλησή Του»[31]. Προφανῶς, ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα. Ἡ μέχρι τώρα πορεία τοῦ ἀνθρώπου δείχνει δυστυχῶς ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα πλήρωσε βαρύ φόρο αἵματος στούς ἐπιδόξους «σωτῆρες» της, καθώς αὐτοί, ἔχοντας τόν οἶστρο τῆς «ἀποστολῆς» καί κινούμενοι σ’ ἕνα δικό τους πλαίσιο δικαιοσύνης καί ἠθικῆς, προσπάθησαν νά φέρουν στούς συνανθρώπους τους τή «σωτηρία» μέ τή βία, χτυπώντας τους καί ὑποτάσσοντάς τους, πάντοτε βέβαια γιά τό καλό τους. Καί ἡ ἱστορία συνεχίζεται...
Πρίν ἀπό μερικά χρόνια, τό 1961, ἕνας Ἰσραηλινός ἔγραψε στόν Ἄγγλο φιλόσοφο Bertrand Russell, πού ἀγωνιζόταν γιά τήν εἰρήνη, ὅτι γιά νά διασφαλιστεῖ ἡ παγκόσμια εἰρήνη, θά ἔπρεπε νά ἀφοπλιστοῦν ὅλα τά κράτη ἐκτός ἀπό τό Ἰσραήλ. Τό Ἰσραήλ θά ἀναλάμβανε νά ἐπτηρεῖ τήν εἰρήνη μέ βάσεις ἀτομικῶν ὁπλων καί μέ στρατιωτικές δυνάμεις δικές του. Μιά καί φαίνεται πώς δέν μπορεΐ νά ἐπιτευχθεΐ παγκόσμια εἰρήνη ἄν δέν ὑπάρχει κάποια δύναμη ἐπιτήρησης, ὁ ρόλος αὐτός, κατά τή γνώμη τοῦ Ἰσραηλινοῦ «φιλειρηνιστῆ», θά ἔπρεπε ν’ ἀνατεθεῖ στούς Ἰσραηλινούς πού ἀποδείχτηκαν φίλοι της εἰρήνης.
Ό Russell ἀπάντησε πώς διαφωνοῦσε ριζικά μέ τήν ἀντίληψη ὅτι ἕνας ξεχωριστός λαός ἔχει τόν προορισμό νά δίνει λύση στά δεινά τῶν ἀνθρώπων ἤ νά ἐπιτηρεΐ τή συμπεριφορά τους, καί ὅτι ἡ ἀκλόνητη πίστη του πῶς μιά τέτοια πεποίθηση μποροῦσε ν’ ἀποβεῖ ὀλέθρια γιά τήν ἀνθρωπότητα τόν ἔκανε ν’ ἀντιταχθεῖ μέ πάθος στό ναζισμό, ἀπό τήν ἐποχή πού αὐτός πρωτοεμφανίστηκε.
Ὡστόσο, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀφέλεια ἤ τό θράσος τοῦ Ἰσραηλινοΰ καί τή βαθιά διορατικότητα τοῦ Ἄγγλου σοφοῦ - καί πέρα ἀπό κάθε πολιτική συμπάθεια ἡ ἀντιπάθεια - τό πιό πάνω περιστατικό δείχνει κάτι βαθύτερο: Ἐπισημαίνει τόν κίνδυνο πού ὑπάρχει, καθώς τά θύματα ἀρχίζουν νά μιμοῦνται τίς μεθόδους τῶν θυτῶν. Θά περίμενε κανείς πώς ἕνας λαός πού ἔχει ὑποστεῖ τόση ἀδικία ἀπό τό ναζισμό - ἐπειδή ὁ τελευταῖος πίστευε ὅτι ὡς ἐκπρόσωπος τῆς πιό ἐκλεκτῆς ράτσας μποροῦσε νά συνετίσει τούς ἄλλους λαούς - ποτέ δέ θά ἔφτανε στό σημεῖο νά θεωρεῖ καί ὁ ἴδιος πῶς εἶναι ἄξιος γιά τήν κηδεμονία τῆς εἰρήνης καί τοῦ κόσμου. Ἡ πραγματικότητα ὁμως δυστυχῶς δείχνει πόσο εὔκολα προσβάλλονται καί τά θύματα ἀπό τήν ἀρρώστια τῶν θυτῶν...
«Γνώθι σαυτόν», «Μηδέν ἄγαν», «Μέτρον ἄριστον»,
ἀκούγονται παρήγορα στήν ἀμηχανία μας οἱ σοφές ρήσεις τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ ὁποιος μεταβάλλοντας τό μύθο σέ καθρέφτη τοῦ κόσμου δίδαξε στήν ἀνθρωπότητα τήν τραγωδία καί, ἐπισημαίνοντας τήν «ὕβριν» μέ τά ἐπακόλουθά της, προσπάθησε νά καθορίσει τά θεμιτά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα ὀφείλει νά κινεῖται ὁ ἄνθρωπος.
Ὡς ἄνθρωποι ἔχουμε ἀδυναμίες καί ὁρμές πού πρέπει νά τίς γνωρίσουμε καί νά τίς τιθασεύσουμε, δίνοντας σ’ αὐτές ἡμερότερες διεξόδους. Γιατί μόνον ἔτσι ὑπάρχει ἐλπίδα νά προστατεύσουμε ἐμᾶς ἀπό τούς ἑαυτούς μας, πρίν φτάσουμε σέ σημεῖο πού οὔτε πλέον τά ἐλαττώματά μας θά εἶναι ἀνεκτά ἀλλά οὔτε καί ἡ θεραπεία τούς δυνατή.
-------------------------
[1] Θούκ. 3,82, 2 κ.ἑ.
[2] Βλ. J. W. Fulbright, Ἡ ἀλαζονεία τῆς δυνάμεως (μέτ. Θ. Παπαμάργαρη, Ἀθήνα 1970, σ. 17
[3] Β. Russell, Power, London 1971 (ἕκτη ἔκδ.λ σ. 7 καί 9.
[4] Βλ. Β. Russell, Power, ὅ.π.. σ. 24
[5] Πλάτ., Πολιτ. 2, 372e κ. ε.
[6] Πλάτ., Πολιτ. 10, 617d κ.ε.
[7] Πλούτ., Περί Εὐθυμ. 12.
[8] Πλούτ., Ἀλεξ. 5 καί 15 καί 42.
[9] Ὁμηρ., Ἰλιαδ. Ζ208, Λ784.
[10] Εὐριπ., Ἰκετ. 238-245.
[11] Βλ. Ε. Diehl, Anthologia Lyrica Graeca, τόμ. I, Lipsiae 10 (9).
[12] Λυσ. Ὑπέρ Ἀδυν. 16.
[13] «...ὅπως τοῖς δυναμένοις παρανομεῖν ἐξουσία μή γένηται κατά της πατρίδος ἐξαμαρτεῖν»(Διόδ. Σικελ. 19, 1, 3).
[14] Ἡροδ. 5,92ζ1 κ.ἑ.
[15] Ἡροδ. 7,158,1 κ.ε.
[16] Διόδ. Σικελ. 14, 2, 2 καί 20, 63, 3.
[17] Ξενοφ., Ἱερων 1, 8 κ.ε. Βλ. ὅμως καί Τ. Βουρνᾶ, Ξενοφῶντος Ἱερων, Ἀθήνα 1973, σ. 7 κ.ε., ὅπου ὁ συγγραφέας παραθέτει καί ἄλλες μαρτυρίες γιά τούς τυράννους καί τήν τυραννία.
[18] Πλάτ., Πρωταγ. 337D.
[19] Πλάτ., Γόργ. 482e-484a.
[20] Πλάτ., Πολιτ. 2, 362e.
[21] Πλάτ., Πολιτ. 2, 360c.
[22] Πλάτ., Πολιτ. 1, 338e-339a.
[23] Πλάτ., Γοργ. 488c.
[24] Θούκ. 1,76,2.
[25] Θούκ. 4, 61,5.
[26] Θούκ. 3,44,1.
[27] Ἀλήθεια, ποιός καταχτητής δέν πιστεύει πῶς ὁ θεός θά εὐλογήσει τά δικά του ὅπλα; Ό Fulbright σημειώνει ὅτι κατά τόν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο οἱ Γερμανοί στρατιῶτες φοροῦσαν ζωστῆρες, πού στήν πόρπη τούς εἶχαν γραμμένο «μεθ’ ἡμῶν ὁ Κύριος». (Βλ. J. W. Fulbright, δ.π., σ.16).
[28] Θούκ. 5,87, κ.ε.
[29] Ἥν γάρ καλοῦσιν οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων εἰρήνην, τοῦτ’ εἶναι μόνον ὄνομα, τῷ δ’ ἔργῳ πάσαις πρός πάσας τάς πόλεις ἀεί πόλεμον ἀκήρυκτον κατά φύσιν εἶναι. (Πλάτ., Νόμ. 1,626α).
[30] Ἐάν μή ἤ οἱ φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἤ οἱ βασιλεῖς τέ νῦν λεγόμενοι καί δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τέ καί ἱκανῶς, καί τοῦτο εἰς ταὐτόν ξυμπέςῃ. δύναμις τέ πολιτική καί φιλοσοφία ... οὐκ ἐστιν κακῶν ἀνάπαυλα. (Πλάτ., Πολιτ. 473c).
[31] J. W. Fulbright, δ.π., σ. 15-16.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου