Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Μεταμοντέρνος Θουκυδίδης

Το μοντέρνο των αρχών του αιώνα μας ήθελε νέα μορφή σε ό­λα τα είδη τέχνης και επιστήμης, που να ανταπο­κρίνεται στο εκάστοτε σύγχρονο κοινό. Aπέκλειε κάθε σχέση με το παρελθόν και τις επιδράσεις του. Το δε αντιμοντέρνο βρίσκει την παραπάνω τάση χαοτική και συχνά αντιφατική ή συμπληρωματική και γι’ αυτό επιστρέφει σε παραδοσιακές δοκιμασμένες μορφές και μεθόδους. Το μεταμοντέρνο, α­ντίθετα, δεν αντιτίθεται στο μοντέρνο, το υπερβαί­νει. Ξεπερνάει δηλαδή σκόπιμα, και κάποτε άκριτα, και το παραδοσιακό και το μοντέρνο. Στην ποί­ηση φτάνει να συγγενεύει προς την αυτόματη γρα­φή του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού, ενώ στην κριτική καταργεί όλες τις σχολές και είναι α­νοιχτό σε όλες τις εκδοχές.
 
Αυτό άλλωστε είναι και η βασική σημασία τού μετά - και όλων των «μεταϊσμών». Οφείλεται στην ανακατάταξη και επανεξέταση όλων των υπαρχό­ντων σχημάτων και τρόπων, που συνεπάγεται το «τέλος» όλων των πραγμάτων. Και θα έχετε βέβαια προσέξει ότι, εν όψει του τέλους του 20ου αιώνα και της δεύτερης μεταχριστιανικής χιλιετίας, όλοι μι­λούσαν και έγραφαν για το «τέλος» όλων των πραγ­μάτων, σαν να ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος κανενός πράγματος, υπάρχει αέναη ροή, αλλαγή και αντικατάσταση ή αλληλοδιαδο­χή. Γι’ αυτό το «τέλος» (και πρώτο αυτό το παρεξηγημένο του Φουκουγιάμα για την Ιστορία) πρέ­πει να γράφεται με εισαγωγικά και το «μετά» να εν­νοείται εντός εισαγωγικών.
 
Ο Θουκυδίδης για τους θεωρητικούς, τους κλασι­κιστές και τους κριτικούς, που εξέφραζαν το μο­ντερνισμό το 1920, είχε σημασία όχι τόσο για την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου όσο για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τους μεταμοντέρ­νους του 1990-2000 έχει σημασία για όλες τις εποχές, για όλους τους λαούς, για όλες τις συγκρούσεις. Καθώς ενδιαφέρεται να ισορροπήσει τους λόγους με τα έργα, να ανεύρει τις αληθείς αιτίες των γεγονό­των, να αναγάγει το «τόδε τι) στο «καθ’ όλου», ο Θουκυδίδης καταφέρνει αβίαστα να κάνει το έργο του όντως «κτήμα ες αεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν», με νηφαλιότητα αλλά και έ­νωση, με αντικειμενικότητα αλλά και για λόγους προσωπικών παθημάτων και ταξικής αλληλεγ­γύης - π.χ. Κλέων και Νικίας, αντίστοιχα) συγ­γνωστή μεροληπτικότητα, με ορθολογισμό αλλά και προφητική ενόραση («γιγvόμενα μεν και αιεί εσόμενα, έως αν η αυτή φύσις ανθρώπων ή, 3.82.2), με συγκεκριμένη ιστορικότητα αλλά και φιλοσοφι­κή υπεριστορικότητα (με τη σημασία που έδωσε στον όρο ο Λουί Αλτουσέρ, δηλαδή αυτού που ξε­περνάει τα συγκεκριμένα δεδομένα τόπου, χρόνου, συνθηκών) είναι ο μόνος ιστορικός της γης, που α­πέρριψε έμπρακτα τον αφορισμό του Αριστοτέλη ό­τι η ποίηση (δηλαδή εν προκειμένω η τραγωδία) είν­αι πιο φιλοσοφική από την Ιστοριογραφία.
 
Οι μεταμοντέρνοι της εποχής μας δίνουν στον Θουκυδίδη ό,τι μπορούν «ο καθείς και τα όπλα του») και παίρνουν απ’ αυτόν ό,τι θέλουν. 'Ενας κα­λός θουκυδιδιστής ισχυρίζεται ότι ο Θουκυδίδης είναι τόσο επiκαιρος, σύγχρονος και έγκυρος σή­μερα, όσο ήταν σε όλες τις άλλες εποχές και σε ό­λους τους άλλους λαούς, που πέρασαν, εννοείται, και περνούν από τις ίδιες φάσεις πολιτισμού με τους 'Ελληνες. Θεωρεί δυνατόν και μπορεί να το αποδείξει ότι αν του διαβάσεις μια οποιαδήποτε πολιτικοστρατιωτικού περιεχομένου είδηση, οπουδή­ποτε της γης, θα σου δώσει μια ακριβή παραπομπή στο έργο του Θουκυδίδη. Και αυτό θα το κάνει ή «από μνήμης» («εκ πολλής συνουσίας περί το πράγμα» κατά τον Πλάτωνα) ή χτυπώντας στον η­λεκτρονικό υπολογιστή («Ίβυκος» του David Packard, TLG της McDonald και του Theodore Brunner, CD-ROM, cdu) τη λέξη - κλειδί της εί­δησης, π.χ. μια από τις τρεις σταθερές τού ιστορι­κού γίγνεσθαι: δέος (φόβος), τιμή (γόητρο, φιλότιμο, πολεμική αρετή), ωφελίη (συμφέρον, κέρδος, ωφέλεια οικονομική ή πολιτική) ή μια οποιαδή­ποτε άλλη λέξη - κλειδί, π.χ. τιμωρία ή εισβολή. Έχουμε εννέα περιπτώσεις στον Θουκυδίδη συνο­λικά, και με το ίδιο περίπου – προσχηματικό ή πραγματικό - σκεπτικό (μικρός λαός υποφέρει από εισβολή ή καταπίεση από ισχυρότερο γείτονα και ζητάει βοήθεια συμμαχικής ή «ουδέτερης υπερδύναμης, η οποία αναλαμβάνει να «αποκαταστήσει την τάξη» ή να επιβάλει το status quo: Επiδαμνος, Ποτίδαια, Κέρκυρα, Μέγαρα Πλαταιές, Πύλος, Αμφiπολις, Σικελία. Πρβλ. μόνο από το δεύτερο μισό του αιώνα μας: Iνδοκίνα, Κορέα, Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη, Αφγανιστάν, Κουβέϊτ – Ιράκ, Λίβανος, Κύπρος, Κόσοβο κ.λπ.)
 
    Το κακό με τους μεταμοντέρνους είναι ότι δεν αρκούνται στις καταχρήσεις, παρερμηνείες και υπεραπλουστεύσεις ή ανεπίτρεπτες γενικεύσεις του παρελθόντος (π.χ. Θουκυδίδης και Μακιαβέλι με βάση τον πολιτικό κυνισμό του διαλόγου και της σφαγής της Μήλου ή το γνωστό δόγμα Κλάουζεβιτς ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, ή τα ανάλογα δόγματα του Μάο Τσε Τουνγκ και του Χένρι Κίσινγκερ), αλλά πολλοi χαλάνε καταστρέφουν και διαστρέφουν συνειδητά την πραγματικότητα. Μία πλειάδα αιρετικών, εικονοκλαστών, αδiστακτων δομιστών, αποδομιστών σημειολόγων και... τερατολόγων γράφουν άρθρα ή ολόκληρα βιβλία - κάποτε πολύ ελκυστικά αλλά αβάσιμα - με θέματα όπως Μερολnψiες στον Θουκυδίδn ή Θουκυδiδnς ο έvτεχvος [πολεμικός] ανταποκριτής ή ο Μυθιστορικός Θουκυδiδης ή Θουκυδίδnς ο ανηθικολόγος, Ο άθεος Θουκυδίδης και άλλα συναρπαστικά, υποκειμενικά, ατεκμηρίωτα φληναφήματα.
 
Εις μάτην πασχίζουν οι λiγοι γεροί ελληνιστές που απέμειναν πια στον κόσμο και οι ακόμη λιγό­τεροι θουκυδιδιστές, όπως η Zακλiν ντε Ρομιγί, ο Γκομέ (Gomme), ο Άντριους (Andrewes), ο Ντόβερ (Dover), ο Κόνορ (Connor), ο Σταλ (Stahl), οTzov Φίνλεϊ (John Finley), ο Στράσμπεργκερ(Strassburger), ο Ότο Λούσνατ (Οtto Luschnat) και σε απόσταση λίγοι Ιταλοί, Iσπανοί και Έλλη­νες, να τους αναχαιτίσουν και να τους κάνουν να διαβάζουν πρώτα καλά τα ίδια τα κείμενα και να μην ενδιαφέρονται πρωτίστως για τις θεωρητικές προκατασκευές τους και τις μεθοδολογικές μετα­μοντέρνες αυθαιρεσίες.
 
Σε μερικά μάλιστα πανεπιστημιακά κέντρα σπου­δών, όπως το Χάρβαρντ ή το Κορνέλ, ασκείται και σκόπιμη ανθελληνική μεταμοντέρνα κριτική των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Πλάτω­να, του Αριστοτέλη και του Θουκυδίδη. Eίναι το ί­διο «τέμενος της γνώσης», απ’ όπου εκπορεύονται, εν ονόματι της πανεπιστημιακής μεταμοντέρνας ε­λευθερίας, οι ανιστόρητες θεωρίες για τη Μαύρη Αθηνά, τον κίτρινο Σωκράτη, τα πράσινα άλογα και τις γαλάζιες... τυρόπιτες.
 
Έτσι η μεταμοντέρνα ερμηνευτική προσέγγιση του Θουκυδίδη στις μέρες μας, όχι μόνο οδηγεί σε αθώα ή ύποπτα λάθη, αλλά και σε κατάχρηση και καπηλεία των πραγματικών διδαγμάτων του Θουκυδίδη: σε ανώτατες Σχολές Πολέμου στην Αμερι­κή (ιδιαίτερα του Ναυτικού - μέγα γάρ το της θαλάττης κράτος) διδάσκεται Θουκυδίδης σε μετάφραση και μερικοί ενθαρρύνονται να μάθουν και αρχαία ελληνικά, ώστε ως άλλο Ευαγγέλιο του Πο­λέμου, προηγούμενο και ανώτερο του Κλάουζεβιτς, να χαρούν το κείμενο στο πρωτότυπο. Έτσι, ενώ φαίνεται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιώνεται και τιμάται ο Θουκυδίδης, στην πραγματικότητα δικαιώνεται η πολιτική της βίας και της επιβολής του ισχυρού επί του ασθενούς των ιδίων που την ασκούν και επικαλούνται και την έγκυρη, αιωνίως επίκαιρη και αενάως σύγχρονη γνώμη του Θουκυδiδη.
 
Ούτως ή άλλως, πάντως, η μεταμοντέρνα επίδρα­ση του Θουκυδίδη όχι μόνο στα γράμματα αλλά και την πολιτική είναι τεράστια. Ακόμη και όταν δεν α­ναφέρεται το όνομά του και τα συγκεκριμένα κεφά­λαια του έργου του, που χρησιμοποιεί κάποιος τωρι­νός ή χθεσινός συγγραφέας, προκαλεί φαινόμενα ανεπαίσθητης, πιθανότατα, αντιγραφής, και σαν την κρυπτομνησία («χαμένο στου μυαλού τ’ αυλά­κια» κατά τον Σεφέρη), που αποκαλύφθηκε στο 20ό κεφάλαιο από το Για ποιον xτυπάει η καμπάvα [α­φορμή ο Τζον Ντον (John Donne)] του Έρνεστ Χε­μινγουέι (Ernest Hemingway), βασισμένο, με σκανδαλώδεις ομοιότητες, στο 4. 47-49 του Θουκυδί­δη από τον Εμφύλιο Πόλεμο της Κέρκυρας.
 
Τέλος, αδιαφιλονίκητα καλή δουλειά έχει γiνει στη μεταμοντέρνα ερμηνεία του Θουκυδίδη από μερικούς στρουκτουραλιστές, που εντόπισαν τη σταθερή κυκλική σύνθεση (ring composition) στο έργο του Θουκυδίδη (ιδιαίτερα στη λεγόμενη «Αρχαιολογία» του 1ου βιβλίου l-2l, στα μέσα του 2ου βιβλίου, και σε ολόκληρα τα λεγόμενα «Σικε­λικά», βιβλία 6 και 7).
 
Με εξαiρεοη ίσως τους τρεις τραγικούς (για λό­γους κυρίως θεατρικής διακειμενικότητας και συγκριτολογίας) και τους μεγάλους της φιλοσοφίας και της επιστήμης, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, αντίστοιχα, κανένας άλλος συγγραφέας δεν άσκησε με­γαλύτερη και γονιμότερη, αν και σε πολλά εσφαλ­μένη, επίδραση στη μεταμοντέρνα κριτική σκέψη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου