ΔΑ. ἀλλ᾽ ἐπεὶ δέος παλαιὸν σοὶ φρενῶν ἀνθίσταται,
τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομ᾽, εὐγενὲς γύναι,
705 κλαυμάτων λήξασα τῶνδε καὶ γόων σαφές τί μοι
λέξον. ἀνθρώπεια δ᾽ ἄν τοι πήματ᾽ ἂν τύχοι βροτοῖς.
πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ᾽ ἐκ χέρσου κακὰ
γίγνεται θνητοῖς, ὁ μάσσων βίοτος ἢν ταθῇ πρόσω.
ΒΑ. ὦ βροτῶν πάντων ὑπερσχὼν ὄλβον εὐτυχεῖ πότμῳ,
710 ὡς ἕως τ᾽ ἔλευσσες αὐγὰς ἡλίου ζηλωτὸς ὢν
βίοτον εὐαίωνα Πέρσαις ὡς θεὸς διήγαγες,
νῦν τέ σε ζηλῶ θανόντα, πρὶν κακῶν ἰδεῖν βάθος.
πάντα γάρ, Δαρεῖ᾽, ἀκούσῃ μῦθον ἐν βραχεῖ χρόνῳ·
διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ᾽, ὡς εἰπεῖν ἔπος.
715 ΔΑ. τίνι τρόπῳ; λοιμοῦ τις ἦλθε σκηπτός, ἢ στάσις πόλει;
ΒΑ. οὐδαμῶς· ἀλλ᾽ ἀμφ᾽ Ἀθήνας πᾶς κατέφθαρται στρατός.
ΔΑ. τίς δ᾽ ἐμῶν ἐκεῖσε παίδων ἐστρατηλάτει; φράσον.
ΒΑ. θούριος Ξέρξης, κενώσας πᾶσαν ἠπείρου πλάκα.
ΔΑ. πεζὸς ἢ ναύτης δὲ πεῖραν τήνδ᾽ ἐμώρανεν τάλας;
720 ΒΑ. ἀμφότερα· διπλοῦν μέτωπον ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν.
ΔΑ. πῶς δὲ καὶ στρατὸς τοσόσδε πεζὸς ἤνυσεν περᾶν;
ΒΑ. μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν, ὥστ᾽ ἔχειν πόρον.
ΔΑ. καὶ τόδ᾽ ἐξέπραξεν, ὥστε Βόσπορον κλῇσαι μέγαν;
ΒΑ. ὧδ᾽ ἔχει· γνώμης δέ πού τις δαιμόνων ξυνήψατο.
725 ΔΑ. φεῦ, μέγας τις ἦλθε δαίμων, ὥστε μὴ φρονεῖν καλῶς.
ΒΑ. ὡς ἰδεῖν τέλος πάρεστιν οἷον ἤνυσεν κακόν.
ΔΑ. καὶ τί δὴ πράξασιν αὐτοῖς ὧδ᾽ ἐπιστενάζετε;
ΒΑ. ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς πεζὸν ὤλεσε στρατόν.
ΔΑ. ὧδε παμπήδην δὲ λαὸς πᾶς κατέφθαρται δορί;
730 ΒΑ. πρὸς τάδ᾽ ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾶν κενανδρίαν στένει—
ΔΑ. ὦ πόποι κεδνῆς ἀρωγῆς κἀπικουρίας στρατοῦ.
ΒΑ. Βακτρίων δ᾽ ἔρρει πανώλης δῆμος † οὐδέ τις γέρων.
ΔΑ. ὦ μέλεος, οἵαν ἄρ᾽ ἥβην ξυμμάχων ἀπώλεσεν.
ΒΑ. μονάδα δὲ Ξέρξην ἔρημόν φασιν οὐ πολλῶν μέτα—
735 ΔΑ. πῶς τε δὴ καὶ ποῖ τελευτᾶν; ἔστι τις σωτηρία;
ΒΑ. ἄσμενον μολεῖν γέφυραν γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν.
ΔΑ. καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῦτ᾽ ἐτήτυμον;
ΒΑ. ναί· λόγος κρατεῖ σαφηνὴς τοῦτό γ᾽· οὐκ ἔνι στάσις.
***
ΔΑΡΕΙΟΣ
Μ᾽ αφού ο αρχαίος εσένα φόβος σου αντιστέκει της ψυχής,
γηραλέα συντρόφισσά μου, εσύ γυναίκα αρχοντικιά,
άφησ᾽ πια τα κλάματά σου και τους στεναγμούς σου αυτούς
κι έλα πε μου μιαν αλήθεια· στους ανθρώπους συμφορές
πάντοτε μπορεί να τύχουν και τους βρίσκουνε πολλά
κι απ᾽ τη θάλασσα βγαλμένα κι από τη στεριά κακά,
όσο θα μακρύνει ο δρόμος της ζωής των και πιο μπρος.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω εσύ, που όλους τους ανθρώπους πέρασες στην ευτυχία
710 με την άφταστή σου μοίρα, γιατί κι όσο ήσουν στο φως,
ζηλευτός μέσα στους Πέρσες, τη ζωή σου ωσάν θεός
πέρασες μακαρισμένα· μα και τώρα πιο πολύ
σε ζηλεύω, που πριν τέτοιας συμφοράς άβυσσο ιδείς,
πέθανες, Δαρείε· γιατ᾽ άκου με δυο λόγια να στα πω.
πάει και πάει η δύναμη όλη των Περσών, μπορείς να πεις.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Με ποιό τρόπο; έπεσε αρρώστεια, ή από εμφύλιο σπαραγμό;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όχι· μα όλος στην Αθήνα κοντά χάθηκε ο στρατός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και ποιός, πε μου, από τους γιους μου τον οδήγαε κατά κει;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ο πολεμόχαρος ο Ξέρξης, που άδειασ᾽ όλη μας τη γη.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και πεζός, ή με καράβια ρίχτηκε στην τρέλα αυτή;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
720 Και τα δυο μαζί· διπλό ήταν μέτωπο διπλού στρατού.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και τη θάλασσα πώς τόσος πεζός πέρασε στρατός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τον πορθμό έζεψε της Έλλης να ᾽χει στράτα να διαβεί.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Έφτασε ως αυτού, να κλείσει το μεγάλο Βόσπορο;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Έτσι ᾽ναι· το νου του κάποιος βέβαια θ᾽ άγγιξε θεός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Φοβερός θεός, οϊμένα, που του πήρε τα μυαλά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και μπορείς να δεις τί τέλος που του φύλαγε κακό.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Τί έπαθαν λοιπόν που τόσο να στενάζετε γι᾽ αυτούς;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ο χαμός του στόλου αιτία να χαθεί ήταν κι ο στρατός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κι έτσι τέλεια απ᾽ το κοντάρι πάει ολάκερος λαός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
730 Τόσο, που άδεια απ᾽ άντρες όλα κλαίουν τα Σούσα και θρηνούν.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κρίμας ο στρατός μας, η άξια βοήθεια μας κι απαντοχή!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κι όλοι οι Βάκτριοι παν χαθήκαν και δε θα ᾽χει γέρους πια.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Α, ο ταλαίπωρος, τί νιότη πὄφτειρε συμμαχική!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μόνος κ᾽ έρμος, λένε, ο Ξέρξης μ᾽ όχι και πολλούς μαζί –
ΔΑΡΕΙΟΣ
Πώς και πού έχει καταντήσει; να ᾽χει τάχα και σωθεί;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Με χαρά είδε τα γιοφύρια που έζεβαν τις δυο στεριές.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κι είν᾽ αλήθεια, να ᾽χει φτάσει στην Ασία εδώ γερός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ναι, όλοι το ᾽χουν αυτό βέβαιο και κανείς δε λέει αλλιώς.
τῶν ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομ᾽, εὐγενὲς γύναι,
705 κλαυμάτων λήξασα τῶνδε καὶ γόων σαφές τί μοι
λέξον. ἀνθρώπεια δ᾽ ἄν τοι πήματ᾽ ἂν τύχοι βροτοῖς.
πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ θαλάσσης, πολλὰ δ᾽ ἐκ χέρσου κακὰ
γίγνεται θνητοῖς, ὁ μάσσων βίοτος ἢν ταθῇ πρόσω.
ΒΑ. ὦ βροτῶν πάντων ὑπερσχὼν ὄλβον εὐτυχεῖ πότμῳ,
710 ὡς ἕως τ᾽ ἔλευσσες αὐγὰς ἡλίου ζηλωτὸς ὢν
βίοτον εὐαίωνα Πέρσαις ὡς θεὸς διήγαγες,
νῦν τέ σε ζηλῶ θανόντα, πρὶν κακῶν ἰδεῖν βάθος.
πάντα γάρ, Δαρεῖ᾽, ἀκούσῃ μῦθον ἐν βραχεῖ χρόνῳ·
διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ᾽, ὡς εἰπεῖν ἔπος.
715 ΔΑ. τίνι τρόπῳ; λοιμοῦ τις ἦλθε σκηπτός, ἢ στάσις πόλει;
ΒΑ. οὐδαμῶς· ἀλλ᾽ ἀμφ᾽ Ἀθήνας πᾶς κατέφθαρται στρατός.
ΔΑ. τίς δ᾽ ἐμῶν ἐκεῖσε παίδων ἐστρατηλάτει; φράσον.
ΒΑ. θούριος Ξέρξης, κενώσας πᾶσαν ἠπείρου πλάκα.
ΔΑ. πεζὸς ἢ ναύτης δὲ πεῖραν τήνδ᾽ ἐμώρανεν τάλας;
720 ΒΑ. ἀμφότερα· διπλοῦν μέτωπον ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν.
ΔΑ. πῶς δὲ καὶ στρατὸς τοσόσδε πεζὸς ἤνυσεν περᾶν;
ΒΑ. μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν, ὥστ᾽ ἔχειν πόρον.
ΔΑ. καὶ τόδ᾽ ἐξέπραξεν, ὥστε Βόσπορον κλῇσαι μέγαν;
ΒΑ. ὧδ᾽ ἔχει· γνώμης δέ πού τις δαιμόνων ξυνήψατο.
725 ΔΑ. φεῦ, μέγας τις ἦλθε δαίμων, ὥστε μὴ φρονεῖν καλῶς.
ΒΑ. ὡς ἰδεῖν τέλος πάρεστιν οἷον ἤνυσεν κακόν.
ΔΑ. καὶ τί δὴ πράξασιν αὐτοῖς ὧδ᾽ ἐπιστενάζετε;
ΒΑ. ναυτικὸς στρατὸς κακωθεὶς πεζὸν ὤλεσε στρατόν.
ΔΑ. ὧδε παμπήδην δὲ λαὸς πᾶς κατέφθαρται δορί;
730 ΒΑ. πρὸς τάδ᾽ ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾶν κενανδρίαν στένει—
ΔΑ. ὦ πόποι κεδνῆς ἀρωγῆς κἀπικουρίας στρατοῦ.
ΒΑ. Βακτρίων δ᾽ ἔρρει πανώλης δῆμος † οὐδέ τις γέρων.
ΔΑ. ὦ μέλεος, οἵαν ἄρ᾽ ἥβην ξυμμάχων ἀπώλεσεν.
ΒΑ. μονάδα δὲ Ξέρξην ἔρημόν φασιν οὐ πολλῶν μέτα—
735 ΔΑ. πῶς τε δὴ καὶ ποῖ τελευτᾶν; ἔστι τις σωτηρία;
ΒΑ. ἄσμενον μολεῖν γέφυραν γαῖν δυοῖν ζευκτηρίαν.
ΔΑ. καὶ πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι τήνδε, τοῦτ᾽ ἐτήτυμον;
ΒΑ. ναί· λόγος κρατεῖ σαφηνὴς τοῦτό γ᾽· οὐκ ἔνι στάσις.
***
ΔΑΡΕΙΟΣ
Μ᾽ αφού ο αρχαίος εσένα φόβος σου αντιστέκει της ψυχής,
γηραλέα συντρόφισσά μου, εσύ γυναίκα αρχοντικιά,
άφησ᾽ πια τα κλάματά σου και τους στεναγμούς σου αυτούς
κι έλα πε μου μιαν αλήθεια· στους ανθρώπους συμφορές
πάντοτε μπορεί να τύχουν και τους βρίσκουνε πολλά
κι απ᾽ τη θάλασσα βγαλμένα κι από τη στεριά κακά,
όσο θα μακρύνει ο δρόμος της ζωής των και πιο μπρος.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω εσύ, που όλους τους ανθρώπους πέρασες στην ευτυχία
710 με την άφταστή σου μοίρα, γιατί κι όσο ήσουν στο φως,
ζηλευτός μέσα στους Πέρσες, τη ζωή σου ωσάν θεός
πέρασες μακαρισμένα· μα και τώρα πιο πολύ
σε ζηλεύω, που πριν τέτοιας συμφοράς άβυσσο ιδείς,
πέθανες, Δαρείε· γιατ᾽ άκου με δυο λόγια να στα πω.
πάει και πάει η δύναμη όλη των Περσών, μπορείς να πεις.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Με ποιό τρόπο; έπεσε αρρώστεια, ή από εμφύλιο σπαραγμό;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όχι· μα όλος στην Αθήνα κοντά χάθηκε ο στρατός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και ποιός, πε μου, από τους γιους μου τον οδήγαε κατά κει;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ο πολεμόχαρος ο Ξέρξης, που άδειασ᾽ όλη μας τη γη.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και πεζός, ή με καράβια ρίχτηκε στην τρέλα αυτή;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
720 Και τα δυο μαζί· διπλό ήταν μέτωπο διπλού στρατού.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και τη θάλασσα πώς τόσος πεζός πέρασε στρατός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τον πορθμό έζεψε της Έλλης να ᾽χει στράτα να διαβεί.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Έφτασε ως αυτού, να κλείσει το μεγάλο Βόσπορο;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Έτσι ᾽ναι· το νου του κάποιος βέβαια θ᾽ άγγιξε θεός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Φοβερός θεός, οϊμένα, που του πήρε τα μυαλά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και μπορείς να δεις τί τέλος που του φύλαγε κακό.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Τί έπαθαν λοιπόν που τόσο να στενάζετε γι᾽ αυτούς;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ο χαμός του στόλου αιτία να χαθεί ήταν κι ο στρατός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κι έτσι τέλεια απ᾽ το κοντάρι πάει ολάκερος λαός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
730 Τόσο, που άδεια απ᾽ άντρες όλα κλαίουν τα Σούσα και θρηνούν.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κρίμας ο στρατός μας, η άξια βοήθεια μας κι απαντοχή!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κι όλοι οι Βάκτριοι παν χαθήκαν και δε θα ᾽χει γέρους πια.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Α, ο ταλαίπωρος, τί νιότη πὄφτειρε συμμαχική!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μόνος κ᾽ έρμος, λένε, ο Ξέρξης μ᾽ όχι και πολλούς μαζί –
ΔΑΡΕΙΟΣ
Πώς και πού έχει καταντήσει; να ᾽χει τάχα και σωθεί;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Με χαρά είδε τα γιοφύρια που έζεβαν τις δυο στεριές.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κι είν᾽ αλήθεια, να ᾽χει φτάσει στην Ασία εδώ γερός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ναι, όλοι το ᾽χουν αυτό βέβαιο και κανείς δε λέει αλλιώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου