Για τους αρχαίους πολιτισμούς, υπήρχε η πεποίθηση ότι ο ορατός ήλιος ήταν μάλλον μια αντανάκλαση, παρά η ίδια η πηγή της ηλιακής δύναμης. Η αντανάκλαση ενός αόρατου πνευματικού ήλιου, πηγής της ζωής, του φωτός της ψυχής και της αλήθειας, ο παντεπόπτης οφθαλμός του Διός και της Αδράστειας.
Για την Ελληνική κοσμοαντίληψη ο ηλιακός δίσκος συνδεόταν τόσο με τον Δία-πατέρα όσο και με τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο – ο οποίος συχνά ταυτίζεται μαζί του όπως αναφέρει και ο Πλούταρχος (Κισσεός Απόλλων, Βακχείος μάντης – Δελφικά), ενώ στην Αττική Φλύα λατρευόταν ο Απόλλων Διονυσόδοτος.
Ο Απόλλων φωτίζει το νου ενώ ο Διόνυσος την καρδιά, και εδώ έγκειται η δημιουργική συνύπαρξή τους καθώς και ο αρμονικός συγκερασμός λογικής και συναισθήματος που διαμορφώνουν μια υγιή συνείδηση. Στην Ησιόδειο κοσμογονία πατέρας του ήλιου είναι ο Υπερίων, αλλά στο δωδεκάθεο ο Απόλλων είχε πατέρα του τον Δία όπως και ο Διόνυσος.
Σύμφωνα με την μυσταγωγική και μυθαγωγική διδασκαλία της αρχαιότητας, υπάρχουν τρεις ήλιοι σε κάθε ηλιακό σύστημα που αναλογούν στα τρία κέντρα ζωής, δηλαδή σε νου, ψυχή και σώμα. Τους ονόμαζαν τριπλό φως ή τριπλό Λόγο.
Πνευματικό ήλιο,
Ψυχικό ήλιο και,
Φυσικό ήλιο.
Στην ιεραρχική δομή του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουλιανού προηγείται ο υπέρτατος ήλιος που ταυτίζεται με την Ιδέα του Σύμπαντος, το νοητό σύμπαν στο οποίο υπάγονται οι ανώτερες αρχές και τα γενεσιουργά αίτια εκδήλωσης ολόκληρης της δημιουργίας. Κατόπιν ακολουθεί ο νοερός ήλιος, η γόνιμη πηγή του νοερού φωτός, ενώ ο φυσικός ήλιος αποτελεί την ορατή αντανάκλαση του αιώνιου κόσμου των Ιδεών. Έχουμε δηλαδή την τρισήλιο θεότητα ή, κατά το αρχαιοελληνικό σύστημα:
Tον Υπερίωνα-Δία,
τον Απόλλωνα-Φοίβο και,
τον Διόνυσο,
οι οποίοι αποτελούν τους επικεφαλής των τριών κόσμων του Ιάμβλιχου.
Γενικότερα σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς, υπήρχε η πεποίθηση ότι ο ορατός ήλιος είναι μάλλον μια αντανάκλαση, παρά η ίδια η πηγή της ηλιακής δύναμης. Η αντανάκλαση ενός αόρατου πνευματικού ήλιου, πηγής της ζωής, του φωτός της ψυχής και της αλήθειας, ο παντεπόπτης οφθαλμός του Διός και της Αδράστειας. Αναφέρει σχετικά ο Πλάτων (Επινομίς):
«Όλα όσα βρίσκονται στον ουρανό είναι ζωντανά όντα, έχουν αποτελέσει το θεϊκό γένος των άστρων και έχουν το καλύτερο σώμα και την πιο τέλεια ψυχή. Κάποιος θεός είναι η αιτία και δεν γίνεται διαφορετικά».
Ο Πυθαγόρας αποκαλούσε Υπεριονίδη τον νοητό ήλιο που έχει το είναι του πάνω από όλα, και όχι τον φυσικό ήλιο. Αλλά και την Μονάδα αποκαλούσε Υπεριονίδα, διότι «υπερείναι πάντων τη ουσία».
Οι Πυθαγόρειοι δίδασκαν ότι όλα τα ουράνια σώματα περιστρέφονται αρμονικά γύρω από ένα πύρινο αόρατο κέντρο που το ονόμαζαν κεντρικό ή κοσμικό πυρ, πηγή της δύναμης και της ζωής του κόσμου, αλλά δεν το ταύτιζαν με το φυσικό σώμα του ήλιου, τον οποίο θεωρούσαν απλώς ως ένα ουράνιο σώμα. Επίσης, η αρχαία φυσική των Ερμητικών παρέδιδε ότι:
«ο εμπύρειος κόσμος αποτελείται από εν δράσει δυνάμεις όλου του σύμπαντος και εκτείνεται από τον κεντρικό ήλιο έως τους άλλους ήλιους, οι οποίοι, μαζί με τον δικό μας, όλοι βρίσκονται μέσα στην ίδια σφαίρα έλξης. Επί όλων αυτών ο κεντρικός ήλιος ασκεί εποπτεία.»
«Ο ήλιος είναι πύρινος», έλεγε ο Ιπποκράτης, «αλλά στο πυρ που κυριαρχεί σε όλα και κυβερνά τα πάντα βρίσκεται η ψυχή και ο νους». Παρόμοια ο Δημόκριτος ανέφερε ότι «ο θεός είναι νους που βρίσκεται σε σφαιροειδές πυρ και αυτός είναι η ψυχή του κόσμου», και ο Πλάτων (Νόμοι 5 - Ι):
«Όλοι βλέπουν το σώμα του ήλιου αλλά κανένας δεν διακρίνει την ψυχή του. Υπάρχουν όμως ελπίδες ότι αυτό που είναι απρόσιτο στις αισθήσεις μας μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο με το νου. Και έτσι, ας προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τον ήλιο. Άσχετα αν η ψυχή βρίσκεται μέσα στον ήλιο και τον χρησιμοποιεί σαν άρμα ή τον σπρώχνει από έξω, ή έχει κάποιον άλλο τρόπο, καθένας μας πρέπει να θεωρεί αυτή την ψυχή θεό.»
Για αυτό τον λόγο, τόσο οι αρχαίοι πολιτισμοί, τιμούσαν την ώρα της ανατολής και χαιρετούσαν τον ήλιο με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, οι Πυθαγόρειοι «εγείρονταν πριν ανατείλει ο ήλιος και παρατηρούσαν, μόλις ανατείλει, να προσευχηθούν» (Ιάμβλιχος). Επίσης ο Σωκράτης, μετά το τέλος του Συμποσίου, «έμεινε όρθιος μέχρι που χάραξε η αυγή και ανέτειλε ο ήλιος. Έπειτα, αφού προσευχήθηκε στον ήλιο, απομακρύνθηκε» (Πλάτων, Συμπόσιο).
Συνοψίζοντας αν καταφέρει κάποιος να τη θέλησή του με το πνευματικό ή Απολλώνιο ερεβοκτόνο φως, κυριαρχώντας απόλυτα στο εγώ του (Απολλώνια κυριαρχία) και επιτυγχάνοντας την καθαρή ζωτικότητα (Διόνυσος), με απώτερο σκοπό να προσεγγίσει την εσωτερική αρμονία και τη γνώση του θείου (Ζευς). Το κέντρο εκείνο, με το οποίο ταυτίζεται όποιος επιτύχει την αυτογνωσία.
Για την Ελληνική κοσμοαντίληψη ο ηλιακός δίσκος συνδεόταν τόσο με τον Δία-πατέρα όσο και με τον Απόλλωνα και τον Διόνυσο – ο οποίος συχνά ταυτίζεται μαζί του όπως αναφέρει και ο Πλούταρχος (Κισσεός Απόλλων, Βακχείος μάντης – Δελφικά), ενώ στην Αττική Φλύα λατρευόταν ο Απόλλων Διονυσόδοτος.
Ο Απόλλων φωτίζει το νου ενώ ο Διόνυσος την καρδιά, και εδώ έγκειται η δημιουργική συνύπαρξή τους καθώς και ο αρμονικός συγκερασμός λογικής και συναισθήματος που διαμορφώνουν μια υγιή συνείδηση. Στην Ησιόδειο κοσμογονία πατέρας του ήλιου είναι ο Υπερίων, αλλά στο δωδεκάθεο ο Απόλλων είχε πατέρα του τον Δία όπως και ο Διόνυσος.
Σύμφωνα με την μυσταγωγική και μυθαγωγική διδασκαλία της αρχαιότητας, υπάρχουν τρεις ήλιοι σε κάθε ηλιακό σύστημα που αναλογούν στα τρία κέντρα ζωής, δηλαδή σε νου, ψυχή και σώμα. Τους ονόμαζαν τριπλό φως ή τριπλό Λόγο.
Πνευματικό ήλιο,
Ψυχικό ήλιο και,
Φυσικό ήλιο.
Στην ιεραρχική δομή του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουλιανού προηγείται ο υπέρτατος ήλιος που ταυτίζεται με την Ιδέα του Σύμπαντος, το νοητό σύμπαν στο οποίο υπάγονται οι ανώτερες αρχές και τα γενεσιουργά αίτια εκδήλωσης ολόκληρης της δημιουργίας. Κατόπιν ακολουθεί ο νοερός ήλιος, η γόνιμη πηγή του νοερού φωτός, ενώ ο φυσικός ήλιος αποτελεί την ορατή αντανάκλαση του αιώνιου κόσμου των Ιδεών. Έχουμε δηλαδή την τρισήλιο θεότητα ή, κατά το αρχαιοελληνικό σύστημα:
Tον Υπερίωνα-Δία,
τον Απόλλωνα-Φοίβο και,
τον Διόνυσο,
οι οποίοι αποτελούν τους επικεφαλής των τριών κόσμων του Ιάμβλιχου.
Γενικότερα σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς, υπήρχε η πεποίθηση ότι ο ορατός ήλιος είναι μάλλον μια αντανάκλαση, παρά η ίδια η πηγή της ηλιακής δύναμης. Η αντανάκλαση ενός αόρατου πνευματικού ήλιου, πηγής της ζωής, του φωτός της ψυχής και της αλήθειας, ο παντεπόπτης οφθαλμός του Διός και της Αδράστειας. Αναφέρει σχετικά ο Πλάτων (Επινομίς):
«Όλα όσα βρίσκονται στον ουρανό είναι ζωντανά όντα, έχουν αποτελέσει το θεϊκό γένος των άστρων και έχουν το καλύτερο σώμα και την πιο τέλεια ψυχή. Κάποιος θεός είναι η αιτία και δεν γίνεται διαφορετικά».
Ο Πυθαγόρας αποκαλούσε Υπεριονίδη τον νοητό ήλιο που έχει το είναι του πάνω από όλα, και όχι τον φυσικό ήλιο. Αλλά και την Μονάδα αποκαλούσε Υπεριονίδα, διότι «υπερείναι πάντων τη ουσία».
Οι Πυθαγόρειοι δίδασκαν ότι όλα τα ουράνια σώματα περιστρέφονται αρμονικά γύρω από ένα πύρινο αόρατο κέντρο που το ονόμαζαν κεντρικό ή κοσμικό πυρ, πηγή της δύναμης και της ζωής του κόσμου, αλλά δεν το ταύτιζαν με το φυσικό σώμα του ήλιου, τον οποίο θεωρούσαν απλώς ως ένα ουράνιο σώμα. Επίσης, η αρχαία φυσική των Ερμητικών παρέδιδε ότι:
«ο εμπύρειος κόσμος αποτελείται από εν δράσει δυνάμεις όλου του σύμπαντος και εκτείνεται από τον κεντρικό ήλιο έως τους άλλους ήλιους, οι οποίοι, μαζί με τον δικό μας, όλοι βρίσκονται μέσα στην ίδια σφαίρα έλξης. Επί όλων αυτών ο κεντρικός ήλιος ασκεί εποπτεία.»
«Ο ήλιος είναι πύρινος», έλεγε ο Ιπποκράτης, «αλλά στο πυρ που κυριαρχεί σε όλα και κυβερνά τα πάντα βρίσκεται η ψυχή και ο νους». Παρόμοια ο Δημόκριτος ανέφερε ότι «ο θεός είναι νους που βρίσκεται σε σφαιροειδές πυρ και αυτός είναι η ψυχή του κόσμου», και ο Πλάτων (Νόμοι 5 - Ι):
«Όλοι βλέπουν το σώμα του ήλιου αλλά κανένας δεν διακρίνει την ψυχή του. Υπάρχουν όμως ελπίδες ότι αυτό που είναι απρόσιτο στις αισθήσεις μας μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο με το νου. Και έτσι, ας προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τον ήλιο. Άσχετα αν η ψυχή βρίσκεται μέσα στον ήλιο και τον χρησιμοποιεί σαν άρμα ή τον σπρώχνει από έξω, ή έχει κάποιον άλλο τρόπο, καθένας μας πρέπει να θεωρεί αυτή την ψυχή θεό.»
Για αυτό τον λόγο, τόσο οι αρχαίοι πολιτισμοί, τιμούσαν την ώρα της ανατολής και χαιρετούσαν τον ήλιο με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, οι Πυθαγόρειοι «εγείρονταν πριν ανατείλει ο ήλιος και παρατηρούσαν, μόλις ανατείλει, να προσευχηθούν» (Ιάμβλιχος). Επίσης ο Σωκράτης, μετά το τέλος του Συμποσίου, «έμεινε όρθιος μέχρι που χάραξε η αυγή και ανέτειλε ο ήλιος. Έπειτα, αφού προσευχήθηκε στον ήλιο, απομακρύνθηκε» (Πλάτων, Συμπόσιο).
Συνοψίζοντας αν καταφέρει κάποιος να τη θέλησή του με το πνευματικό ή Απολλώνιο ερεβοκτόνο φως, κυριαρχώντας απόλυτα στο εγώ του (Απολλώνια κυριαρχία) και επιτυγχάνοντας την καθαρή ζωτικότητα (Διόνυσος), με απώτερο σκοπό να προσεγγίσει την εσωτερική αρμονία και τη γνώση του θείου (Ζευς). Το κέντρο εκείνο, με το οποίο ταυτίζεται όποιος επιτύχει την αυτογνωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου