Πολλές φορές, το δύσκολο δεν είναι να βρούμε την αγάπη μέσα σε μια σχέση, αλλά να μπορέσουμε να την αντέξουμε και να την αποδεχτούμε. Η εμπειρία μιας ρομαντικής σχέσης, εκτός από ενθουσιασμό και συναισθήματα ευφορίας, μπορεί να πυροδοτήσει φόβους και άγχη που σχετίζονται με την εγγύτητα. Ξαφνικά, το να φανούμε ευάλωτοι απέναντι σε κάποιον από τον οποίον προσδοκούμε να καλύψει τις συναισθηματικές μας ανάγκες, φαντάζει επικίνδυνο, καθώς ξυπνάνε μέσα μας βαθύτερες φοβίες που σχετίζονται με την απόρριψη ή την απώλεια: νιώθουμε τότε τις ψυχικές μας άμυνες να απειλούνται.
Στις μέρες μας, φαινομενικά είμαστε πιο αυτάρκεις και δε φαίνεται να απειλείται η συνέχεια του είδους μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε χρειαζόμαστε πια τους άλλους. Κάθε άλλο: η ανάγκη για σύνδεση φαίνεται πιο σημαντική από ποτέ, καθώς η μοναξιά ταυτίζεται με τη μειωμένη ποιότητα ζωής στο σύγχρονο άνθρωπο. Εξάλλου, στη ζωή, οι σχέσεις είναι αυτές που μας προσδίδουν υπαρξιακό νόημα και είτε ενισχύουν είτε καταβαραθρώνουν την αυτοεικόνα μας. Πλέον, γνωρίζουμε καλά ότι βρέφη που στερούνται την αγκαλιά, το χάδι και τη σωματική επαφή έχουν αρκετά λιγότερες πιθανότητες μιας ομαλής ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης.
Στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, η πραγματική εγγύτητα ξεπερνά τα όρια της επιφανειακής επικοινωνίας και απαιτεί από μας να αφήσουμε άφοβα αυτούς που μας ενδιαφέρουν να δουν τις αδυναμίες, τα ελαττώματά και την ευάλωτη πλευρά μας. Αν με κάποιον τρόπο μάθατε ότι το να συνδέεστε στενά με άλλους ανθρώπους είναι επικίνδυνο, άθελα σας θα αποφεύγετε πάση θυσία την εγγύτητα και τη σύναψη πιο σταθερών και ουσιαστικών σχέσεων, ανεξάρτητα από το πόσο μόνος/μόνη μπορεί να αισθάνεστε κατά βάθος.
Ωστόσο, για ορισμένα παιδιά αυτή η διαδικασία διαταράσσεται εξαιτίας της συναισθηματικής ή σωματικής κακοποίησης, της φυσικής ή συναισθηματικής εγκατάλειψης και παραμέλησης από την πλευρά του φροντιστή. Συχνά, μάλιστα, δεν χρειάζεται καν να μεσολαβήσουν τόσο έντονα τραυματικές εμπειρίες. Για παράδειγμα, μια μητέρα που υποφέρει από κατάθλιψη ή ένας πατέρας πολύ απορροφημένος στα προβλήματά του δεν είναι πάντα σε θέση να κατανοήσει τις ανάγκες του παιδιού. Ακόμη κι αν οι γονείς εκκινούνται από τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί κι οι ίδιοι να βιώσουν περιόδους άγχους κατά τις οποίες τους είναι αδύνατον να ανταποκριθούν επιτυχώς στις προκλήσεις που απαιτεί η ανατροφή ενός παιδιού και ο συναισθηματικός συντονισμός μαζί του.
Ως εκ τούτου, η διατάραξη του ασφαλούς δεσμού ενός βρέφους με τον φροντιστή του και η μη επαρκής κάλυψη των βασικών συναισθηματικών του αναγκών θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στα διαδοχικά στάδια της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού το οποίο με τη σειρά του "θα μαζέψει τα πόδια για να ταιριάξουν με το πάπλωμα" και θα υιοθετήσει δίκην ανταντακλαστικού συγκεκριμένες πεποιθήσεις, μοτίβα συμπεριφορών και ψυχικές άμυνες προκειμένου αφενός να προστατευτεί το ίδιο από περαιτέρω ματαιώσεις και αφετέρου να διατηρήσει ακέραιη και σταθερή την ενδοβεβλημένη ιδανική εικόνα των γονιών από τους οποίους εξαρτάται. Για να περιγράψει και να αναλύσει τα μοτίβα αυτά των αμυντικών σκέψεων και συμπεριφορών ο Αμερικανός ψυχολόγος Δρ. Jeffrey Young υπήρξε από τους πρώτους που ανέπτυξε διεξοδικά την έννοια του Πρώιμου Δυσλειτουργικού Σχήματος (Early Maladaptive Schema).
Ως εκ τούτου, όταν πυροδοτείται το σχήμα της εγκατάλειψης/αστάθειας, μπορεί να αισθάνεστε μη ασφαλείς, μόνος/η χωρίς την ύπαρξη κάποιου ικανού να σας παρέχει υποστήριξη ή προστασία. Ως απάντηση στο σχήμα, είτε αποφεύγετε τις σχέσεις, είτε επιλέγετε μη διαθέσιμους συντρόφους, είτε προσκολλάστε τόσο έντονα στον/τη σύντροφό σας, ώστε σταδιακά να τον/την απομακρύνεται από κοντά σας ή, τέλος, φροντίζετε να εγκαταλείψετε εσείς πρώτοι τη σχέση, προκειμένου να μη βιώσετε οι ίδιοι το οδυνηρό φάσμα της εγκατάλειψης. Οποιαδήποτε επόμενη σχέση μετατρέπεται έτσι σε επίφοβη προοπτική, ενώ κυριαρχεί η σκέψη ότι θα καταλήξετε για πάντα μόνος/η.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της ελαττωματικότητας/ντροπής: αισθάνεστε ανεπαρκείς, εγγενώς κακοί ή χωρίς κάποια ιδιαίτερη αξία, ακόμη κι αν δεν μπορείτε να εντοπίσετε την ακριβή πηγή της προσωπικής σας ανεπάρκειας. Πρόκειται περισσότερο για την αίσθηση ότι μειονεκτείτε εν γένει σε ένα βαθύ ψυχικό επίπεδο και ότι διαφέρετε απ’ όλους τους άλλους, παρά για μια ρεαλιστική και πραγματική ανεπάρκεια. Για να διαχειριστείτε το σχήμα, είτε αποφεύγετε να εκφράσετε τις πραγματικές σκέψεις και συναισθήματά σας προκειμένου να μην εκτεθείτε, είτε δεν αφήνετε τους άλλους να έρθουν κοντά σας φοβούμενοι ότι θα ανακαλύψουν τα ελαττώματά σας και θα δουν πόσο λίγο αξίζετε, είτε εσείς οι ίδιοι απορρίπτετε και ασκείτε κριτική στους άλλους υιοθετώντας μια στάση ανωτερότητας και υπεροψίας, μεταμφιέζοντας έτσι το προσωπικό αίσθημα ανεπάρκειας, μειονεξίας και εσωτερικής αδυναμίας.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της καχυποψίας/κακοποίησης: αισθάνεστε ότι οι άλλοι είναι το πιθανότερο να σας πουν ψέματα, να σας παραπλανήσουν για τα πραγματικά υποκρυπτόμενα κίνητρά τους και να σας εξαπατήσουν, να σας κοροϊδέψουν, να σας μειώσουν για να εξυψωθούν οι ίδιοι καταδεικνύοντας τα ελαττώματά σας, να σας χειριστούν ή να σας χρησιμοποιήσουν για να επιτύχουν τους δικούς τους σκοπούς αδιαφορώντας πλήρως για το δικό σας καλό. Ως απάντηση, είτε αποφεύγετε να εκφράσετε την εαυλωτότητά σας και να εμπιστευτείτε τους άλλους, είτε επιλέγετε ανθρώπους που όντως σας χρησιμοποιούν είτε απομακρύνετε τους γύρω σας βλάπτοντάς τους προκειμένου να «προλάβετε» το κακό που θα σας έκαναν εκείνοι πρώτα.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της συναισθηματικής στέρησης: πείθεστε ότι οι ανάγκες σας για συναισθηματική στήριξη, κατανόηση και προσοχή δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ επαρκώς από τους άλλους. Ως απάντηση, είτε αποφεύγετε εντελώς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, είτε επιλέγετε ανθρώπους που δεν είναι σε θέση να σας ακούσουν ή να σας στηρίξουν, είτε απομακρύνετε τους γύρω σας με αέναες και ολοένα κλιμακούμενες απαιτήσεις.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της εξάρτησης/ανικανότητας: είστε κατά βάθος πεπεισμένοι ότι χωρίς τη στήριξη και τη συνεχή παρουσία των άλλων δεν θα μπορέσετε να τα καταφέρετε στην καθημερινότητά σας. Η απουσία τους σας κάνει να αισθάνεστε χαμένοι μέσα σ’ ένα ανώνυμο, επικίνδυνο πλήθος, αναζητώντας από κάπου να πιαστείτε. Ως απάντηση, είτε προσπερνάτε τις νέες προκλήσεις, είτε ζητάτε από τους άλλους να πάρουν αποφάσεις για εσάς είτε αποφεύγετε τελείως τις σχέσεις αντιδρώντας με μια ψευδαίσθηση αυτονομίας σαν να μην είχατε ποτέ κανέναν ανάγκη.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της υπερεµπλοκής/μη αναπτυγµένου εαυτού: συνδέεστε τόσο έντονα με έναν ή περισσότερους ανθρώπους στη ζωή σας και προσπαθείτε να είστε συνέχεια μαζί του με αποτέλεσμα να μην έχετε κοινωνική ζωή ή δικά σας ενδιαφέροντα. Ως απάντηση στο σχήμα, είτε ζείτε μέσα από τη ζωή του/της συντρόφου σας ή δεν μπορείτε να αποχωριστείτε ακόμη τους γονείς σας, είτε παραμένετε ανεξάρτητοι και μακριά από σχέσεις εξαιτίας του φόβου ότι θα χάσετε τον εαυτό σας μέσα στη σχέση, είτε προσπαθείτε να βρεθείτε στον αντίποδα όλων εκείνων που σας τρομάζουν επιδιώκοντας μια ψευδεπίγραφη ανεξαρτησία.
Η εγγύτητα ως βιολογική και κοινωνική ανάγκη
Τι είναι, όμως, η εγγύτητα; Η εγγύτητα είναι μια θεμελιώδης βιολογική ανάγκη του ανθρώπου να προσεγγίζει τους άλλους και να τους γνωρίζει. Από την άποψη της εξελικτικής ψυχολογίας και της βιολογίας, η τάση μας για σύνδεση υπήρξε πάντοτε τόσο καθοριστικής σημασίας, ώστε χωρίς τη διαμόρφωση δεσμών, τη δυνατότητα να δενόμαστε συναισθηματικά και τη συγκρότηση ομάδων, η φυσική μας επιβίωση θα ήταν αδύνατη.Στις μέρες μας, φαινομενικά είμαστε πιο αυτάρκεις και δε φαίνεται να απειλείται η συνέχεια του είδους μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε χρειαζόμαστε πια τους άλλους. Κάθε άλλο: η ανάγκη για σύνδεση φαίνεται πιο σημαντική από ποτέ, καθώς η μοναξιά ταυτίζεται με τη μειωμένη ποιότητα ζωής στο σύγχρονο άνθρωπο. Εξάλλου, στη ζωή, οι σχέσεις είναι αυτές που μας προσδίδουν υπαρξιακό νόημα και είτε ενισχύουν είτε καταβαραθρώνουν την αυτοεικόνα μας. Πλέον, γνωρίζουμε καλά ότι βρέφη που στερούνται την αγκαλιά, το χάδι και τη σωματική επαφή έχουν αρκετά λιγότερες πιθανότητες μιας ομαλής ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης.
Στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, η πραγματική εγγύτητα ξεπερνά τα όρια της επιφανειακής επικοινωνίας και απαιτεί από μας να αφήσουμε άφοβα αυτούς που μας ενδιαφέρουν να δουν τις αδυναμίες, τα ελαττώματά και την ευάλωτη πλευρά μας. Αν με κάποιον τρόπο μάθατε ότι το να συνδέεστε στενά με άλλους ανθρώπους είναι επικίνδυνο, άθελα σας θα αποφεύγετε πάση θυσία την εγγύτητα και τη σύναψη πιο σταθερών και ουσιαστικών σχέσεων, ανεξάρτητα από το πόσο μόνος/μόνη μπορεί να αισθάνεστε κατά βάθος.
Γιατί οι σχέσεις και η εγγύτητα μπορεί να μου προκαλούν φόβο;
Ο φόβος και η αποφυγή της εγγύτητας ξεκινά στην παιδική ηλικία και αποτελεί απόρροια ορισμένων αναπτυξιακών αποτυχιών στην φυσιολογική ψυχοκοινωνική εξέλιξη του παιδιού. Σύμφωνα με τη Θεωρία του Δεσμού (Attachment Theory), οι αποτυχίες αυτές συνδέονται με το είδος του δεσμού που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παιδί και τον φροντιστή του. Πιο συγκεκριμένα, αποτελούν συνάρτηση του βαθμού ανάπτυξης του αισθήματος εμπιστοσύνης που θα επιτύχει το παιδί να καλλιεργήσει με το ανθρώπινο περιβάλλον του. Το είδος αυτού του δεσμού αρχίζει να διαμορφώνεται ήδη από τη γέννηση του βρέφους. Η επαρκής φροντίδα και προστασία το καθιστούν ικανό στην ηλικία περίπου των τριών ετών αφενός να είναι σε θέση να αποχωριστεί τους γονείς για μικρά διαστήματα, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, και αφετέρου να έχει την αίσθηση ότι ο κόσμος αποτελεί ένα ασφαλές περιβάλλον το οποίο μπορεί να εξερευνήσει.Ωστόσο, για ορισμένα παιδιά αυτή η διαδικασία διαταράσσεται εξαιτίας της συναισθηματικής ή σωματικής κακοποίησης, της φυσικής ή συναισθηματικής εγκατάλειψης και παραμέλησης από την πλευρά του φροντιστή. Συχνά, μάλιστα, δεν χρειάζεται καν να μεσολαβήσουν τόσο έντονα τραυματικές εμπειρίες. Για παράδειγμα, μια μητέρα που υποφέρει από κατάθλιψη ή ένας πατέρας πολύ απορροφημένος στα προβλήματά του δεν είναι πάντα σε θέση να κατανοήσει τις ανάγκες του παιδιού. Ακόμη κι αν οι γονείς εκκινούνται από τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί κι οι ίδιοι να βιώσουν περιόδους άγχους κατά τις οποίες τους είναι αδύνατον να ανταποκριθούν επιτυχώς στις προκλήσεις που απαιτεί η ανατροφή ενός παιδιού και ο συναισθηματικός συντονισμός μαζί του.
Ως εκ τούτου, η διατάραξη του ασφαλούς δεσμού ενός βρέφους με τον φροντιστή του και η μη επαρκής κάλυψη των βασικών συναισθηματικών του αναγκών θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στα διαδοχικά στάδια της ψυχικής ανάπτυξης του παιδιού το οποίο με τη σειρά του "θα μαζέψει τα πόδια για να ταιριάξουν με το πάπλωμα" και θα υιοθετήσει δίκην ανταντακλαστικού συγκεκριμένες πεποιθήσεις, μοτίβα συμπεριφορών και ψυχικές άμυνες προκειμένου αφενός να προστατευτεί το ίδιο από περαιτέρω ματαιώσεις και αφετέρου να διατηρήσει ακέραιη και σταθερή την ενδοβεβλημένη ιδανική εικόνα των γονιών από τους οποίους εξαρτάται. Για να περιγράψει και να αναλύσει τα μοτίβα αυτά των αμυντικών σκέψεων και συμπεριφορών ο Αμερικανός ψυχολόγος Δρ. Jeffrey Young υπήρξε από τους πρώτους που ανέπτυξε διεξοδικά την έννοια του Πρώιμου Δυσλειτουργικού Σχήματος (Early Maladaptive Schema).
Μορφές δυσλειτουργικών σχημάτων βάσει των εσωτερικών μας αναπαραστάσεων
Σύμφωνα με τη Θεραπεία Σχημάτων (Schema Therapy), ένα Πρώιμο Δυσλειτουργικό Σχήμα συνιστά μια επαναλαμβανόμενη και διάχυτη εσωτερική αναπαράσταση (σκέψεων, συναισθημάτων, συμπεριφορών, αναμνήσεων και σωματικών αισθήσεων) που προκύπτει, όταν οι βασικές συναισθηματικές ανάγκες ενός παιδιού (για τη δημιουργία ασφαλών δεσμών, ανάπτυξη αυτονομίας, ελευθερία αυτοέκφρασης, αυθορμητισμό, αλλά και για τον ορισμό από τον φροντιστή ρεαλιστικών αλλά μη παρεμβατικών ορίων) δεν ικανοποιούνται σε επαρκή βαθμό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το παιδί αναγκάζεται να διαμορφώσει μια στρεβλή εικόνα για τον εαυτό, τον κόσμο και τους άλλους. Κοινό χαρακτηριστικό των επιμέρους σχημάτων είναι η πάλη τους για επικράτηση πάνω στη σκέψη, τη συμπεριφορά και την αυτενέργεια του ατόμου και η ανώφελη και δυσλειτουργική διαιώνισή τους στην ενήλικη ζωή.Ως εκ τούτου, όταν πυροδοτείται το σχήμα της εγκατάλειψης/αστάθειας, μπορεί να αισθάνεστε μη ασφαλείς, μόνος/η χωρίς την ύπαρξη κάποιου ικανού να σας παρέχει υποστήριξη ή προστασία. Ως απάντηση στο σχήμα, είτε αποφεύγετε τις σχέσεις, είτε επιλέγετε μη διαθέσιμους συντρόφους, είτε προσκολλάστε τόσο έντονα στον/τη σύντροφό σας, ώστε σταδιακά να τον/την απομακρύνεται από κοντά σας ή, τέλος, φροντίζετε να εγκαταλείψετε εσείς πρώτοι τη σχέση, προκειμένου να μη βιώσετε οι ίδιοι το οδυνηρό φάσμα της εγκατάλειψης. Οποιαδήποτε επόμενη σχέση μετατρέπεται έτσι σε επίφοβη προοπτική, ενώ κυριαρχεί η σκέψη ότι θα καταλήξετε για πάντα μόνος/η.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της ελαττωματικότητας/ντροπής: αισθάνεστε ανεπαρκείς, εγγενώς κακοί ή χωρίς κάποια ιδιαίτερη αξία, ακόμη κι αν δεν μπορείτε να εντοπίσετε την ακριβή πηγή της προσωπικής σας ανεπάρκειας. Πρόκειται περισσότερο για την αίσθηση ότι μειονεκτείτε εν γένει σε ένα βαθύ ψυχικό επίπεδο και ότι διαφέρετε απ’ όλους τους άλλους, παρά για μια ρεαλιστική και πραγματική ανεπάρκεια. Για να διαχειριστείτε το σχήμα, είτε αποφεύγετε να εκφράσετε τις πραγματικές σκέψεις και συναισθήματά σας προκειμένου να μην εκτεθείτε, είτε δεν αφήνετε τους άλλους να έρθουν κοντά σας φοβούμενοι ότι θα ανακαλύψουν τα ελαττώματά σας και θα δουν πόσο λίγο αξίζετε, είτε εσείς οι ίδιοι απορρίπτετε και ασκείτε κριτική στους άλλους υιοθετώντας μια στάση ανωτερότητας και υπεροψίας, μεταμφιέζοντας έτσι το προσωπικό αίσθημα ανεπάρκειας, μειονεξίας και εσωτερικής αδυναμίας.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της καχυποψίας/κακοποίησης: αισθάνεστε ότι οι άλλοι είναι το πιθανότερο να σας πουν ψέματα, να σας παραπλανήσουν για τα πραγματικά υποκρυπτόμενα κίνητρά τους και να σας εξαπατήσουν, να σας κοροϊδέψουν, να σας μειώσουν για να εξυψωθούν οι ίδιοι καταδεικνύοντας τα ελαττώματά σας, να σας χειριστούν ή να σας χρησιμοποιήσουν για να επιτύχουν τους δικούς τους σκοπούς αδιαφορώντας πλήρως για το δικό σας καλό. Ως απάντηση, είτε αποφεύγετε να εκφράσετε την εαυλωτότητά σας και να εμπιστευτείτε τους άλλους, είτε επιλέγετε ανθρώπους που όντως σας χρησιμοποιούν είτε απομακρύνετε τους γύρω σας βλάπτοντάς τους προκειμένου να «προλάβετε» το κακό που θα σας έκαναν εκείνοι πρώτα.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της συναισθηματικής στέρησης: πείθεστε ότι οι ανάγκες σας για συναισθηματική στήριξη, κατανόηση και προσοχή δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ επαρκώς από τους άλλους. Ως απάντηση, είτε αποφεύγετε εντελώς τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, είτε επιλέγετε ανθρώπους που δεν είναι σε θέση να σας ακούσουν ή να σας στηρίξουν, είτε απομακρύνετε τους γύρω σας με αέναες και ολοένα κλιμακούμενες απαιτήσεις.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της εξάρτησης/ανικανότητας: είστε κατά βάθος πεπεισμένοι ότι χωρίς τη στήριξη και τη συνεχή παρουσία των άλλων δεν θα μπορέσετε να τα καταφέρετε στην καθημερινότητά σας. Η απουσία τους σας κάνει να αισθάνεστε χαμένοι μέσα σ’ ένα ανώνυμο, επικίνδυνο πλήθος, αναζητώντας από κάπου να πιαστείτε. Ως απάντηση, είτε προσπερνάτε τις νέες προκλήσεις, είτε ζητάτε από τους άλλους να πάρουν αποφάσεις για εσάς είτε αποφεύγετε τελείως τις σχέσεις αντιδρώντας με μια ψευδαίσθηση αυτονομίας σαν να μην είχατε ποτέ κανέναν ανάγκη.
Όταν πυροδοτείται το σχήμα της υπερεµπλοκής/μη αναπτυγµένου εαυτού: συνδέεστε τόσο έντονα με έναν ή περισσότερους ανθρώπους στη ζωή σας και προσπαθείτε να είστε συνέχεια μαζί του με αποτέλεσμα να μην έχετε κοινωνική ζωή ή δικά σας ενδιαφέροντα. Ως απάντηση στο σχήμα, είτε ζείτε μέσα από τη ζωή του/της συντρόφου σας ή δεν μπορείτε να αποχωριστείτε ακόμη τους γονείς σας, είτε παραμένετε ανεξάρτητοι και μακριά από σχέσεις εξαιτίας του φόβου ότι θα χάσετε τον εαυτό σας μέσα στη σχέση, είτε προσπαθείτε να βρεθείτε στον αντίποδα όλων εκείνων που σας τρομάζουν επιδιώκοντας μια ψευδεπίγραφη ανεξαρτησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου