[20] καὶ οὐδὲ κατὰ τὸ ἐλάχιστον μέρος τῆς οὐσίας ἐλέου παρ᾽ αὐτῶν ἐτυγχάνομεν. ἀλλ᾽ οὕτως εἰς ἡμᾶς διὰ τὰ χρήματα ἐξημάρτανον, ὥσπερ ἂν ἕτεροι μεγάλων ἀδικημάτων ὀργὴν ἔχοντες, οὐ τούτων ἀξίους γε ὄντας τῇ πόλει, ἀλλὰ πάσας ‹μὲν› τὰς χορηγίας χορηγήσαντας, πολλὰς δ᾽ εἰσφορὰς εἰσενεγκόντας, κοσμίους δ᾽ ἡμᾶς αὐτοὺς παρέχοντας καὶ πᾶν τὸ προσταττόμενον ποιοῦντας, ἐχθρὸν δ᾽ οὐδένα κεκτημένους, πολλοὺς δ᾽ Ἀθηναίων ἐκ τῶν πολεμίων λυσαμένους τοιούτων ἠξίωσαν οὐχ ὁμοίως μετοικοῦντας ὥσπερ αὐτοὶ ἐπολιτεύοντο.
[21] οὗτοι γὰρ πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν εἰς τοὺς πολεμίους ἐξήλασαν, πολλοὺς δ᾽ ἀδίκως ἀποκτείναντες ἀτάφους ἐποίησαν, πολλοὺς δ᾽ ἐπιτίμους ὄντας ἀτίμους [τῆς πόλεως] κατέστησαν, πολλῶν δὲ θυγατέρας μελλούσας ἐκδίδοσθαι ἐκώλυσαν.
[22] Καὶ εἰς τοσοῦτόν εἰσι τόλμης ἀφιγμένοι ὥσθ᾽ ἥκουσιν ἀπολογησόμενοι, καὶ λέγουσιν ὡς οὐδὲν κακὸν οὐδ᾽ αἰσχρὸν εἰργασμένοι εἰσίν. ἐγὼ δ᾽ ἐβουλόμην ἂν αὐτοὺς ἀληθῆ λέγειν· μετῆν γὰρ ἂν καὶ ἐμοὶ τούτου τἀγαθοῦ οὐκ ἐλάχιστον μέρος.
[23] νῦν δὲ οὔτε πρὸς τὴν πόλιν αὐτοῖς τοιαῦτα ὑπάρχει οὔτε πρὸς ἐμέ· τὸν ἀδελφὸν γάρ μου, ὥσπερ καὶ πρότερον εἶπον, Ἐρατοσθένης ἀπέκτεινεν, οὔτε αὐτὸς ἰδίᾳ ἀδικούμενος οὔτε εἰς τὴν πόλιν ὁρῶν ἐξαμαρτάνοντα, ἀλλὰ τῇ ἑαυτοῦ παρανομίᾳ προθύμως ἐξυπηρετῶν.
[24] ἀναβιβασάμενος δ᾽ αὐτὸν βούλομαι ἐρέσθαι, ὦ ἄνδρες δικασταί. τοιαύτην γὰρ γνώμην ἔχω· ἐπὶ μὲν τῇ τούτου ὠφελείᾳ καὶ πρὸς ἕτερον περὶ τούτου διαλέγεσθαι ἀσεβὲς εἶναι νομίζω, ἐπὶ δὲ τῇ τούτου βλάβῃ καὶ πρὸς αὐτὸν τοῦτον ὅσιον καὶ εὐσεβές. ἀνάβηθι οὖν μοι καὶ ἀπόκριναι, ὅ τι ἄν σε ἐρωτῶ.
[25] Ἀπήγαγες Πολέμαρχον ἢ οὔ; Τὰ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων προσταχθέντα δεδιὼς ἐποίουν. Ἦσθα δ᾽ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, ὅτε οἱ λόγοι ἐγίγνοντο περὶ ἡμῶν; Ἦν. Πότερον συνηγόρευες τοῖς κελεύουσιν ἀποκτεῖναι ἢ ἀντέλεγες; Ἀντέλεγον. Ἵνα ἀποθάνωμεν ‹ἢ μὴ ἀποθάνωμεν›; Ἵνα μὴ ἀποθάνητε. Ἡγούμενος ἡμᾶς ἄδικα πάσχειν ἢ δίκαια; Ἄδικα.
***
Παρέκβαση: σύγκριση της οικογένειας του Λυσία με τους Τριάντα
[20] Δεν μπορέσαμε να κινήσουμε τον οίκτο τους ούτε για το παραμικρό μέρος της περιουσίας μας. Εποφθαλμιώντας τα χρήματά μας, μας προκάλεσαν τόσο κακό, όσο θα προκαλούσαν άλλοι, αν έτρεφαν μίσος για κάποια φοβερά αδικήματα. Και όμως η σχέση μας με το κράτος δε δικαιολογούσε τέτοια μεταχείριση: είχαμε αναλάβει κάθε μορφή χορηγίας, είχαμε δώσει πολλές έκτακτες εισφορές, και γενικά ήμασταν νομοταγείς και εκτελούσαμε ό,τι όριζε η πολιτεία. Και δεν αποχτήσαμε κανέναν εχθρό· αντίθετα, εξαγοράσαμε από τους εχθρούς πολλούς Αθηναίους αιχμαλώτους. Αυτή ήταν η ανταπόδοσή τους σ᾽ εμάς που, ενώ ήμασταν μέτοικοι, δε φερνόμασταν όπως εκείνοι, που ήταν πολίτες.
[21] Αυτοί εξόρισαν πολλούς από τους συμπολίτες τους στα μέρη των εχθρών σας, πολλούς τους θανάτωσαν άδικα και τους άφησαν άταφους, πολλούς τους στέρησαν από όλα τα νόμιμα πολιτικά τους δικαιώματα, πολλών τις θυγατέρες, ενώ ήταν έτοιμες για γάμο, τις εμπόδισαν.
[22] Και έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό θράσους, ώστε ήρθαν εδώ να απολογηθούν και ισχυρίζονται ότι δεν έχουν πράξει τίποτε κακό ή ανέντιμο. Θα ήθελα πραγματικά να ήταν αλήθεια αυτό που λένε· γιατί αρκετό μέρος από αυτό το καλό θα ήταν δικό μου.
[23] Τώρα όμως δεν μπορούν να διεκδικήσουν μια τέτοια συμπεριφορά ούτε απέναντι στην πόλη ούτε απέναντι σ᾽ εμένα. Τον αδελφό μου, όπως είπα και πιο πάνω, τον θανάτωσε ο Ερατοσθένης, μολονότι ούτε ο ίδιος είχε πάθει κανένα κακό από αυτόν ούτε τον αντιλήφθηκε να διαπράττει καμιά αδικία εναντίον της πόλης· απλούστατα, ήθελε μόνο να ικανοποιήσει τις παράνομες διαθέσεις του.
Ερωταποκρίσεις
[24] Θέλω, δικαστές, να τον ανεβάσω στο βήμα και να του υποβάλω ορισμένες ερωτήσεις. Έχω καταλήξει στην εξής γνώμη: αν ήταν να τον ωφελήσω, πιστεύω ότι, και το να συζητούσα μόνο γι᾽ αυτόν με κάποιον άλλο, θα ήταν ασέβεια· αν πρόκειται όμως να τον βλάψω, και με τον ίδιο να μιλήσω, είναι μια πράξη ιερή και ενάρετη. Ανέβα λοιπόν στο βήμα και αποκρίσου σε ό,τι σε ρωτώ.
[25] Συνέλαβες ή όχι τον Πολέμαρχο; Εκτελούσα, από φόβο, εντολές των αρμοδίων. Ήσουν στο βουλευτήριο, όταν γινόταν η συζήτηση για μας; Ήμουν. Υποστήριξες αυτούς που πρότειναν να μας θανατώσουν ή πρόβαλες αντιρρήσεις; Πρόβαλα αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να θανατωθείτε. Επειδή πίστευες ότι μας φέρνονταν άδικα; Ναι, άδικα.
[21] οὗτοι γὰρ πολλοὺς μὲν τῶν πολιτῶν εἰς τοὺς πολεμίους ἐξήλασαν, πολλοὺς δ᾽ ἀδίκως ἀποκτείναντες ἀτάφους ἐποίησαν, πολλοὺς δ᾽ ἐπιτίμους ὄντας ἀτίμους [τῆς πόλεως] κατέστησαν, πολλῶν δὲ θυγατέρας μελλούσας ἐκδίδοσθαι ἐκώλυσαν.
[22] Καὶ εἰς τοσοῦτόν εἰσι τόλμης ἀφιγμένοι ὥσθ᾽ ἥκουσιν ἀπολογησόμενοι, καὶ λέγουσιν ὡς οὐδὲν κακὸν οὐδ᾽ αἰσχρὸν εἰργασμένοι εἰσίν. ἐγὼ δ᾽ ἐβουλόμην ἂν αὐτοὺς ἀληθῆ λέγειν· μετῆν γὰρ ἂν καὶ ἐμοὶ τούτου τἀγαθοῦ οὐκ ἐλάχιστον μέρος.
[23] νῦν δὲ οὔτε πρὸς τὴν πόλιν αὐτοῖς τοιαῦτα ὑπάρχει οὔτε πρὸς ἐμέ· τὸν ἀδελφὸν γάρ μου, ὥσπερ καὶ πρότερον εἶπον, Ἐρατοσθένης ἀπέκτεινεν, οὔτε αὐτὸς ἰδίᾳ ἀδικούμενος οὔτε εἰς τὴν πόλιν ὁρῶν ἐξαμαρτάνοντα, ἀλλὰ τῇ ἑαυτοῦ παρανομίᾳ προθύμως ἐξυπηρετῶν.
[24] ἀναβιβασάμενος δ᾽ αὐτὸν βούλομαι ἐρέσθαι, ὦ ἄνδρες δικασταί. τοιαύτην γὰρ γνώμην ἔχω· ἐπὶ μὲν τῇ τούτου ὠφελείᾳ καὶ πρὸς ἕτερον περὶ τούτου διαλέγεσθαι ἀσεβὲς εἶναι νομίζω, ἐπὶ δὲ τῇ τούτου βλάβῃ καὶ πρὸς αὐτὸν τοῦτον ὅσιον καὶ εὐσεβές. ἀνάβηθι οὖν μοι καὶ ἀπόκριναι, ὅ τι ἄν σε ἐρωτῶ.
[25] Ἀπήγαγες Πολέμαρχον ἢ οὔ; Τὰ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων προσταχθέντα δεδιὼς ἐποίουν. Ἦσθα δ᾽ ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, ὅτε οἱ λόγοι ἐγίγνοντο περὶ ἡμῶν; Ἦν. Πότερον συνηγόρευες τοῖς κελεύουσιν ἀποκτεῖναι ἢ ἀντέλεγες; Ἀντέλεγον. Ἵνα ἀποθάνωμεν ‹ἢ μὴ ἀποθάνωμεν›; Ἵνα μὴ ἀποθάνητε. Ἡγούμενος ἡμᾶς ἄδικα πάσχειν ἢ δίκαια; Ἄδικα.
***
Παρέκβαση: σύγκριση της οικογένειας του Λυσία με τους Τριάντα
[20] Δεν μπορέσαμε να κινήσουμε τον οίκτο τους ούτε για το παραμικρό μέρος της περιουσίας μας. Εποφθαλμιώντας τα χρήματά μας, μας προκάλεσαν τόσο κακό, όσο θα προκαλούσαν άλλοι, αν έτρεφαν μίσος για κάποια φοβερά αδικήματα. Και όμως η σχέση μας με το κράτος δε δικαιολογούσε τέτοια μεταχείριση: είχαμε αναλάβει κάθε μορφή χορηγίας, είχαμε δώσει πολλές έκτακτες εισφορές, και γενικά ήμασταν νομοταγείς και εκτελούσαμε ό,τι όριζε η πολιτεία. Και δεν αποχτήσαμε κανέναν εχθρό· αντίθετα, εξαγοράσαμε από τους εχθρούς πολλούς Αθηναίους αιχμαλώτους. Αυτή ήταν η ανταπόδοσή τους σ᾽ εμάς που, ενώ ήμασταν μέτοικοι, δε φερνόμασταν όπως εκείνοι, που ήταν πολίτες.
[21] Αυτοί εξόρισαν πολλούς από τους συμπολίτες τους στα μέρη των εχθρών σας, πολλούς τους θανάτωσαν άδικα και τους άφησαν άταφους, πολλούς τους στέρησαν από όλα τα νόμιμα πολιτικά τους δικαιώματα, πολλών τις θυγατέρες, ενώ ήταν έτοιμες για γάμο, τις εμπόδισαν.
[22] Και έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό θράσους, ώστε ήρθαν εδώ να απολογηθούν και ισχυρίζονται ότι δεν έχουν πράξει τίποτε κακό ή ανέντιμο. Θα ήθελα πραγματικά να ήταν αλήθεια αυτό που λένε· γιατί αρκετό μέρος από αυτό το καλό θα ήταν δικό μου.
[23] Τώρα όμως δεν μπορούν να διεκδικήσουν μια τέτοια συμπεριφορά ούτε απέναντι στην πόλη ούτε απέναντι σ᾽ εμένα. Τον αδελφό μου, όπως είπα και πιο πάνω, τον θανάτωσε ο Ερατοσθένης, μολονότι ούτε ο ίδιος είχε πάθει κανένα κακό από αυτόν ούτε τον αντιλήφθηκε να διαπράττει καμιά αδικία εναντίον της πόλης· απλούστατα, ήθελε μόνο να ικανοποιήσει τις παράνομες διαθέσεις του.
Ερωταποκρίσεις
[24] Θέλω, δικαστές, να τον ανεβάσω στο βήμα και να του υποβάλω ορισμένες ερωτήσεις. Έχω καταλήξει στην εξής γνώμη: αν ήταν να τον ωφελήσω, πιστεύω ότι, και το να συζητούσα μόνο γι᾽ αυτόν με κάποιον άλλο, θα ήταν ασέβεια· αν πρόκειται όμως να τον βλάψω, και με τον ίδιο να μιλήσω, είναι μια πράξη ιερή και ενάρετη. Ανέβα λοιπόν στο βήμα και αποκρίσου σε ό,τι σε ρωτώ.
[25] Συνέλαβες ή όχι τον Πολέμαρχο; Εκτελούσα, από φόβο, εντολές των αρμοδίων. Ήσουν στο βουλευτήριο, όταν γινόταν η συζήτηση για μας; Ήμουν. Υποστήριξες αυτούς που πρότειναν να μας θανατώσουν ή πρόβαλες αντιρρήσεις; Πρόβαλα αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να θανατωθείτε. Επειδή πίστευες ότι μας φέρνονταν άδικα; Ναι, άδικα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου