«Κι η κωμωδία ξέρει να μιλάει για το δίκιο»
[Η δομή των αριστοφανικών κωμωδιών: Στις αριστοφανικές κωμωδίες του πέμπτου αιώνα υπόκειται ένα λίγο-πολύ σταθερό δομικό σχήμα, στο οποίο προσαρμόζεται -με αποκλίσεις- η πλοκή, που συγκροτείται πάνω σε δυο βασικούς άξονες, τον κωμικό ήρωα και τον χορό. Μια κωμωδία του πέμπτου αιώνα συνήθως απαρτίζεται από τα ακόλουθα μέρη: από 1) τον πρόλογο, 2) την πάροδο (είσοδος του χορού και πρώτη επαφή με τον ήρωα), 3) τον αγώνα (καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της δραματικής σύγκρουσης συμμετρική αντιπαράθεση δύο προσώπων ή μετώπων), 4) την παράβαση (αυστηρά διαρθρωμένη κατά το μέτρο και το περιεχόμενο αποστροφή του χορού προς τους θεατές), 5) τις ιαμβικές σκηνές (ακολουθία σκηνών με ενοχλητικούς καιροσκόπους ή αυτόκλητους υποστηρικτές, στις οποίες η συμμετοχή του χορού είναι περιορισμένη) και 6) την έξοδο.]
Το έργο παίχτηκε στα Λήναια του 425 π.Χ. με το όνομα του Καλλίστρατου. Ο σχεδόν εικοσάχρονος Αριστοφάνης, δυο χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, κατέλαβε την πρώτη θέση, ενώ είχε να συναγωνιστεί τους δύο άλλους μεγάλους της κωμωδίας, τον παλαίμαχο Κρατίνο και τον Εύπολη. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες αριστοφανικές κωμωδίες, τον τίτλο στο έργο τον έδωσε ο χορός, που απαρτίζεται από αγρότες των Αχαρνών (περιοχή Μενιδίου), του μεγαλυτέρου δήμου της Αττικής.
Τη χρονιά που παίζονται οι Αχαρνείς (η παλαιότερη σωζόμενη κωμωδία), ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που άρχισε το 431 π.Χ., συνεχίζεται, χωρίς να διαφαίνεται ελπίδα για ειρήνευση. Όλα αυτά τα χρόνια, οι Αθηναίοι της υπαίθρου έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους και ζουν μέσα στα τείχη, όπου τα προβλήματα δεν είναι λίγα, ενώ η αττική ύπαιθρος έχει παραδοθεί στο έλεος των Πελοποννησίων, που σχεδόν κάθε χρόνο εισβάλλουν στην Αττική και καταστρέφουν τα πάντα.
Μέσα σ᾽ αυτό το πλαίσιο διαδραματίζεται το έργο. Ένας αγρότης από τις Αχαρνές, με το χαρακτηριστικό όνομα Δικαιόπολης, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει ελπίδα για ειρήνη με τις ενέργειες της εκκλησίας του δήμου, θέτει σε εφαρμογή το επαναστατικό του σχέδιο: προχωρεί στη σύναψη ιδιωτικής ειρήνης με τους Σπαρτιάτες. Έτσι, μπορεί, επιτέλους, να ξαναγιορτάσει με την οικογένειά του τα κατ᾽ αγρούς Διονύσια και να χαρεί πράγματα που του στέρησε ο πόλεμος. Στην ενέργεια του Δικαιόπολη αντιδρούν βίαια οι συνδημότες του Αχαρνείς, που έχουν υποστεί τα πάνδεινα από τον πόλεμο και θέλουν να συνεχιστεί για να πάρουν εκδίκηση. Όταν φθάνουν στο σημείο να θέλουν να τον λιθοβολήσουν, εκείνος, για να σωθεί, κάνει ό,τι έκανε ο Τήλεφος στην φερώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη: όπως εκείνος πήρε όμηρο και απειλούσε να σφάξει τον μικρό Ορέστη, για να εκβιάσει τον Αγαμέμνονα και τους Αχαιούς (βλ. σχόλ. 7), έτσι και ο Δικαιόπολης παίρνει όμηρο ένα καλάθι κάρβουνα και απειλεί να το σφάξει. Οι Αχαρνείς, ως καρβουνιάρηδες, είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι για τον "συνδημότη" τους και αναγκάζονται να δεχθούν να ακούσουν τον Δικαιόπολη. Για να είναι πιο πειστικός, πηγαίνει στον Ευριπίδη, στον οποίο ο Αριστοφάνης προσάπτει ότι παρουσίαζε στη σκηνή ρακένδυτους ήρωες, δανείζεται τα ράκη του Τήλεφου και εκφωνεί ένα λογύδριο. Ο χορός, μετά τον λόγο, αρχικά διχάζεται ανάμεσα στην πρόταση του ειρηνόφιλου Δικαιόπολη και του φιλοπόλεμου στρατηγού Λάμαχου, τελικά όμως συντάσσεται με τον Δικαιόπολη. Στο υπόλοιπο του έργου παρουσιάζονται οι συνέπειες από την πρωτοβουλία του Δικαιόπολη να δημιουργήσει ιδιωτική αγορά και να συναλλάσσεται με εχθρικές πόλεις: ένας Μεγαρέας, που έως τότε αποκλειόταν από τις αγορές της Αττικής, φέρνει να πουλήσει τις μεταμφιεσμένες σε γουρούνια κόρες του, ένας Βοιωτός φέρνει ό,τι καλύτερο φαγώσιμο βγάζει η Βοιωτία και παίρνει ως αντάλλαγμα ένα καθαρά αθηναϊκό "προϊόν", έναν συκοφάντη. Άλλοι -ανάμεσά τους και ο Λάμαχος- προσπαθούν, σχεδόν πάντα ανεπιτυχώς, να εξασφαλίσουν κάτι από την αγορά του Δικαιόπολη. Το τέλος του έργου δομείται πάνω στην αντίθεση ανάμεσα στις απολαύσεις του Δικαιόπολη και στα δεινά του φιλοπόλεμου Λάμαχου.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο λόγος (η ρήση) του ρακένδυτου Δικαιόπολη προς τους εξαγριωμένους Αχαρνείς. «Σ᾽ αυτόν τον λόγο, η παρωδία του Ευριπίδη και η παρωδία του Ηρόδοτου συνδυάζονται με μια γενναία δόση κωμικής ρητορείας.» (Κ. J. Dover).
Ἀχαρνῆς 497-556
εἰ πτωχὸς ὢν ἔπειτ᾽ ἐν Ἀθηναίοις λέγειν
μέλλω περὶ τῆς πόλεως, τρυγῳδίαν ποιῶν.
500 τὸ γὰρ δίκαιον οἶδε καὶ τρυγῳδία.
ἐγὼ δὲ λέξω δεινὰ μέν, δίκαια δέ.
οὐ γάρ με νῦν γε διαβαλεῖ Κλέων ὅτι
ξένων παρόντων τὴν πόλιν κακῶς λέγω.
αὐτοὶ γάρ ἐσμεν οὑπὶ Ληναίῳ τ᾽ ἀγών,
505 κοὔπω ξένοι πάρεισιν· οὔτε γὰρ φόροι
ἥκουσιν οὔτ᾽ ἐκ τῶν πόλεων οἱ ξύμμαχοι·
ἀλλ᾽ ἐσμὲν αὐτοὶ νῦν γε περιεπτισμένοι·
τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω.
ἐγὼ δὲ μισῶ μὲν Λακεδαιμονίους σφόδρα,
510 καὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν, οὑπὶ Ταινάρῳ θεός,
σείσας ἅπασιν ἐμβάλοι τὰς οἰκίας·
κἀμοὶ γάρ ἐστι τἀμπέλια κεκομμένα.
ἀτάρ, φίλοι γὰρ οἱ παρόντες ἐν λόγῳ,
τί ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα;
515 ἡμῶν γὰρ ἄνδρες, —οὐχὶ τὴν πόλιν λέγω·
μέμνησθε τοῦθ᾽, ὅτι οὐχὶ τὴν πόλιν λέγω,—
ἀλλ᾽ ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα,
ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα,
ἐσυκοφάντει· «Μεγαρέων τὰ χλανίσκια.»
520 κεἴ που σίκυον ἴδοιεν ἢ λαγῴδιον
ἢ χοιρίδιον ἢ σκόροδον ἢ χόνδρους ἅλας,
ταῦτ᾽ ἦν Μεγαρικὰ κἀπέπρατ᾽ αὐθημερόν.
καὶ ταῦτα μὲν δὴ σμικρὰ κἀπιχώρια,
πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγαράδε
525 νεανίαι ᾽κκλέπτουσι μεθυσοκότταβοι·
κᾆθ᾽ οἱ Μεγαρῆς ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι
ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο·
κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κατερράγη
Ἕλλησι πᾶσιν ἐκ τριῶν λαικαστριῶν.
530 ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὑλύμπιος
ἤστραπτ᾽, ἐβρόντα, ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα,
ἐτίθει νόμους ὥσπερ σκόλια γεγραμμένους,
ὡς χρὴ Μεγαρέας μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν ἀγορᾷ
μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ μήτ᾽ ἐν ἠπείρῳ μένειν.
535 ἐντεῦθεν οἱ Μεγαρῆς, ὅτε δὴ ᾽πείνων βάδην,
Λακεδαιμονίων ἐδέοντο τὸ ψήφισμ᾽ ὅπως
μεταστραφείη τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας·
οὐκ ἠθέλομεν δ᾽ ἡμεῖς δεομένων πολλάκις.
κἀντεῦθεν ἤδη πάταγος ἦν τῶν ἀσπίδων.
540 ἐρεῖ τις. «οὐ χρῆν·» ἀλλὰ τί ἐχρῆν, εἴπατε.
φέρ᾽, εἰ Λακεδαιμονίων τις ἐκπλεύσας σκάφει
ἀπέδοτο φήνας κυνίδιον Σεριφίων,
καθῆσθ᾽ ἂν ἐν δόμοισιν; ἦ πολλοῦ γε δεῖ·
καὶ κάρτα μέντἂν εὐθέως καθείλκετε
545 τριακοσίας ναῦς, ἦν δ᾽ ἂν ἡ πόλις πλέα
θορύβου στρατιωτῶν, περὶ τριηράρχου βοῆς,
μισθοῦ διδομένου, παλλαδίων χρυσουμένων,
στοᾶς στεναχούσης, σιτίων μετρουμένων,
ἀσκῶν, τροπωτήρων, κάδους ὠνουμένων,
550 σκορόδων, ἐλαῶν, κρομμύων ἐν δικτύοις,
στεφάνων, τριχίδων, αὐλητρίδων, ὑπωπίων·
τὸ νεώριον δ᾽ αὖ κωπέων πλατουμένων,
τύλων ψοφούντων, θαλαμιῶν τροπουμένων,
αὐλῶν, κελευστῶν, νιγλάρων, συριγμάτων.
555 ταῦτ᾽ οἶδ᾽ ὅτι ἂν ἐδρᾶτε· τὸν δὲ Τήλεφον
οὐκ οἰόμεσθα; νοῦς ἄρ᾽ ἡμῖν οὐκ ἔνι.
***
που ᾽μαι φτωχός και πρόκειται, Αθηναίοι μου,
να σας μιλώ μέσα στην κωμωδία για την πόλη.
Κι η κωμωδία ξέρει να μιλάει για το δίκιο.500
Και θα σας πω πράγματα φοβερά μα δίκαια.
Τώρα ο Κλέωνας δεν πρόκειται να με συκοφαντεί
πως ξένοι πρέσβεις ήτανε στην πόλη και σας τα ᾽ψελνα.1
Είμαστε μόνοι και γιορτάζουμε τα Λήναια,2
και ξένοι δεν υπάρχουνε· ούτε κι οι πόλεις φέρνουνε τους φόρους,505
ούτε συμμαχικές αποστολές μας ήρθαν·
είμαστε μόνοι, καθαρό σιτάρι,
γιατί οι μέτοικοι των πολιτών είναι το άχυρο.
Κι εγώ μισώ τους Σπαρτιάτες σαν τρελλός
κι ο Ποσειδώνας, ο θεός που ᾽ναι στο Ταίναρο,510
σεισμό να κάνει και τα σπίτια τους να ρίξει·3
και μένα είν᾽ τ᾽ αμπέλια μου κομμένα.
Αλλά γιατί, αδέρφια μου, που ακούτε εδώ το λόγο μου,
γιατί τους Σπαρτιάτες καταριέστε;
Κάτι αντράκια -όχι ολόκληρη η πόλη,515
να το θυμάστε, δεν θα πω ολόκληρη η πόλη-
κάτι αντράκια μοχθηρά, στραβοχυμένα,
άσημα και παράσημα και παραλέκατα,
συκοφαντούσαν κι έλεγαν: «Μεγαρικά εμπορεύματα λαθραία».
Κι αν κάπου βλέπανε κανένα αγγουράκι ή κανένα λαγουδάκι,520
γουρούνι ή καμιά σκελίδα σκόρδο ή χοντρό αλάτι,
«από τα Μέγαρα, απ᾽ τα Μέγαρα» φωνάζανε
κι αμέσως τα κατάσχανε.
Μ᾽ αυτά ήταν μικρά και ασφαλώς εγχώρια.
Όμως κάτι τεκνά καψούρικα, αλάνια μεθυσμένα,
επήγανε στα Μέγαρα και κλέψαν μια πουτάνα.525
Κι οι Μεγαρίτες απ᾽ τη λύσσα τους επήγαν στην Αθήνα,
και κλέψαν απ᾽ της Ασπασίας το πουταναριό δύο φακλάνες.
Έτσι ξεκίνησεν ο πόλεμος, που ᾽φαγε την Ελλάδα,
για τρεις σκατοπουτάνες.4
Ο Περικλής σαν το ᾽μαθε πολύ του κακοφάνη,530
άστραψε και μπουμπούνισε κι έκαψε την Ελλάδα.
Μας γέμισε ψηφίσματα στριφνά σα να ᾽τανε αινίγματα:5
«Οι Μεγαρείς στην αγορά να μη κοντοζυγώνουν
κι η θάλασσα και η στεριά να μη τους εσηκώνει».
Οι Μεγαρίτες, σαν τους θέρισεν η πείνα,535
στους Σπαρτιάτες τρέξανε ν᾽ ακυρωθεί το ψήφισμα,
που κάναμε για τρεις παλιοκουφάλες.
Εμείς όμως δε θέλαμε κι αυτοί παρακαλούσαν.
Έτσι αρχίνησαν ασπίδες να βροντάνε.
Μα θα μας πεις: «Δεν έπρεπε». Μα τι έπρεπε, για πες μου;540
Αν κάποιος Σπαρτιάτης έκανε ρεσάλτο
με μία σκάφη κι έπιανε κανά γκαβό κουτάβι
από τη Σέριφο,6 θα κάνατε τον άγνωστο στρατιώτη;
Αμ᾽ δε. Στη θάλασσα θα ρίχνατε κάπου τρακόσια σκάφη·
η πόλη μας θα γέμιζε φαντάρους και βαβούρα,545
θα ψάχνατε για τριήραρχους και για λεφτά
και για μπρουντζίνα στις γοργόνες. Οι αποθήκες θα βογγούσανε,
αλεύρια θα ζυγίζανε. Σκοινιά, φλασκιά, μπουγέλα·
θ᾽ αγόραζαν σκόρδα, ελιές, κρεμμύδια σε πλεξάνες.550
Στεφάνια, μάτια μαυρισμένα κι αυλητρίδες·
και πανδαιμόνιο στο ναύσταθμο: κουπιά να πελεκάνε,
να φτειάχνουνε σκαρμούς, να πατρωνάρουνε σκοινιά,
αυλούς να τσαμπουνάνε, παραγγέλματα,
σουραύλια και σφυρίγματα.
Το ξέρω, αυτά θα κάνατε. Κι ο Τήλεφος7555
τι θα ᾽κανε; Δεν έχετε τσερβέλο;
---------------
Το έργο παίχτηκε στα Λήναια του 425 π.Χ. με το όνομα του Καλλίστρατου. Ο σχεδόν εικοσάχρονος Αριστοφάνης, δυο χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση, κατέλαβε την πρώτη θέση, ενώ είχε να συναγωνιστεί τους δύο άλλους μεγάλους της κωμωδίας, τον παλαίμαχο Κρατίνο και τον Εύπολη. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες αριστοφανικές κωμωδίες, τον τίτλο στο έργο τον έδωσε ο χορός, που απαρτίζεται από αγρότες των Αχαρνών (περιοχή Μενιδίου), του μεγαλυτέρου δήμου της Αττικής.
Τη χρονιά που παίζονται οι Αχαρνείς (η παλαιότερη σωζόμενη κωμωδία), ο Πελοποννησιακός πόλεμος, που άρχισε το 431 π.Χ., συνεχίζεται, χωρίς να διαφαίνεται ελπίδα για ειρήνευση. Όλα αυτά τα χρόνια, οι Αθηναίοι της υπαίθρου έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους και ζουν μέσα στα τείχη, όπου τα προβλήματα δεν είναι λίγα, ενώ η αττική ύπαιθρος έχει παραδοθεί στο έλεος των Πελοποννησίων, που σχεδόν κάθε χρόνο εισβάλλουν στην Αττική και καταστρέφουν τα πάντα.
Μέσα σ᾽ αυτό το πλαίσιο διαδραματίζεται το έργο. Ένας αγρότης από τις Αχαρνές, με το χαρακτηριστικό όνομα Δικαιόπολης, όταν συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει ελπίδα για ειρήνη με τις ενέργειες της εκκλησίας του δήμου, θέτει σε εφαρμογή το επαναστατικό του σχέδιο: προχωρεί στη σύναψη ιδιωτικής ειρήνης με τους Σπαρτιάτες. Έτσι, μπορεί, επιτέλους, να ξαναγιορτάσει με την οικογένειά του τα κατ᾽ αγρούς Διονύσια και να χαρεί πράγματα που του στέρησε ο πόλεμος. Στην ενέργεια του Δικαιόπολη αντιδρούν βίαια οι συνδημότες του Αχαρνείς, που έχουν υποστεί τα πάνδεινα από τον πόλεμο και θέλουν να συνεχιστεί για να πάρουν εκδίκηση. Όταν φθάνουν στο σημείο να θέλουν να τον λιθοβολήσουν, εκείνος, για να σωθεί, κάνει ό,τι έκανε ο Τήλεφος στην φερώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη: όπως εκείνος πήρε όμηρο και απειλούσε να σφάξει τον μικρό Ορέστη, για να εκβιάσει τον Αγαμέμνονα και τους Αχαιούς (βλ. σχόλ. 7), έτσι και ο Δικαιόπολης παίρνει όμηρο ένα καλάθι κάρβουνα και απειλεί να το σφάξει. Οι Αχαρνείς, ως καρβουνιάρηδες, είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητοι για τον "συνδημότη" τους και αναγκάζονται να δεχθούν να ακούσουν τον Δικαιόπολη. Για να είναι πιο πειστικός, πηγαίνει στον Ευριπίδη, στον οποίο ο Αριστοφάνης προσάπτει ότι παρουσίαζε στη σκηνή ρακένδυτους ήρωες, δανείζεται τα ράκη του Τήλεφου και εκφωνεί ένα λογύδριο. Ο χορός, μετά τον λόγο, αρχικά διχάζεται ανάμεσα στην πρόταση του ειρηνόφιλου Δικαιόπολη και του φιλοπόλεμου στρατηγού Λάμαχου, τελικά όμως συντάσσεται με τον Δικαιόπολη. Στο υπόλοιπο του έργου παρουσιάζονται οι συνέπειες από την πρωτοβουλία του Δικαιόπολη να δημιουργήσει ιδιωτική αγορά και να συναλλάσσεται με εχθρικές πόλεις: ένας Μεγαρέας, που έως τότε αποκλειόταν από τις αγορές της Αττικής, φέρνει να πουλήσει τις μεταμφιεσμένες σε γουρούνια κόρες του, ένας Βοιωτός φέρνει ό,τι καλύτερο φαγώσιμο βγάζει η Βοιωτία και παίρνει ως αντάλλαγμα ένα καθαρά αθηναϊκό "προϊόν", έναν συκοφάντη. Άλλοι -ανάμεσά τους και ο Λάμαχος- προσπαθούν, σχεδόν πάντα ανεπιτυχώς, να εξασφαλίσουν κάτι από την αγορά του Δικαιόπολη. Το τέλος του έργου δομείται πάνω στην αντίθεση ανάμεσα στις απολαύσεις του Δικαιόπολη και στα δεινά του φιλοπόλεμου Λάμαχου.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο λόγος (η ρήση) του ρακένδυτου Δικαιόπολη προς τους εξαγριωμένους Αχαρνείς. «Σ᾽ αυτόν τον λόγο, η παρωδία του Ευριπίδη και η παρωδία του Ηρόδοτου συνδυάζονται με μια γενναία δόση κωμικής ρητορείας.» (Κ. J. Dover).
Ἀχαρνῆς 497-556
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
μή μοι φθονήσητ᾽, ἄνδρες οἱ θεώμενοι,εἰ πτωχὸς ὢν ἔπειτ᾽ ἐν Ἀθηναίοις λέγειν
μέλλω περὶ τῆς πόλεως, τρυγῳδίαν ποιῶν.
500 τὸ γὰρ δίκαιον οἶδε καὶ τρυγῳδία.
ἐγὼ δὲ λέξω δεινὰ μέν, δίκαια δέ.
οὐ γάρ με νῦν γε διαβαλεῖ Κλέων ὅτι
ξένων παρόντων τὴν πόλιν κακῶς λέγω.
αὐτοὶ γάρ ἐσμεν οὑπὶ Ληναίῳ τ᾽ ἀγών,
505 κοὔπω ξένοι πάρεισιν· οὔτε γὰρ φόροι
ἥκουσιν οὔτ᾽ ἐκ τῶν πόλεων οἱ ξύμμαχοι·
ἀλλ᾽ ἐσμὲν αὐτοὶ νῦν γε περιεπτισμένοι·
τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω.
ἐγὼ δὲ μισῶ μὲν Λακεδαιμονίους σφόδρα,
510 καὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν, οὑπὶ Ταινάρῳ θεός,
σείσας ἅπασιν ἐμβάλοι τὰς οἰκίας·
κἀμοὶ γάρ ἐστι τἀμπέλια κεκομμένα.
ἀτάρ, φίλοι γὰρ οἱ παρόντες ἐν λόγῳ,
τί ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα;
515 ἡμῶν γὰρ ἄνδρες, —οὐχὶ τὴν πόλιν λέγω·
μέμνησθε τοῦθ᾽, ὅτι οὐχὶ τὴν πόλιν λέγω,—
ἀλλ᾽ ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα,
ἄτιμα καὶ παράσημα καὶ παράξενα,
ἐσυκοφάντει· «Μεγαρέων τὰ χλανίσκια.»
520 κεἴ που σίκυον ἴδοιεν ἢ λαγῴδιον
ἢ χοιρίδιον ἢ σκόροδον ἢ χόνδρους ἅλας,
ταῦτ᾽ ἦν Μεγαρικὰ κἀπέπρατ᾽ αὐθημερόν.
καὶ ταῦτα μὲν δὴ σμικρὰ κἀπιχώρια,
πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγαράδε
525 νεανίαι ᾽κκλέπτουσι μεθυσοκότταβοι·
κᾆθ᾽ οἱ Μεγαρῆς ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι
ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο·
κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κατερράγη
Ἕλλησι πᾶσιν ἐκ τριῶν λαικαστριῶν.
530 ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὑλύμπιος
ἤστραπτ᾽, ἐβρόντα, ξυνεκύκα τὴν Ἑλλάδα,
ἐτίθει νόμους ὥσπερ σκόλια γεγραμμένους,
ὡς χρὴ Μεγαρέας μήτε γῇ μήτ᾽ ἐν ἀγορᾷ
μήτ᾽ ἐν θαλάττῃ μήτ᾽ ἐν ἠπείρῳ μένειν.
535 ἐντεῦθεν οἱ Μεγαρῆς, ὅτε δὴ ᾽πείνων βάδην,
Λακεδαιμονίων ἐδέοντο τὸ ψήφισμ᾽ ὅπως
μεταστραφείη τὸ διὰ τὰς λαικαστρίας·
οὐκ ἠθέλομεν δ᾽ ἡμεῖς δεομένων πολλάκις.
κἀντεῦθεν ἤδη πάταγος ἦν τῶν ἀσπίδων.
540 ἐρεῖ τις. «οὐ χρῆν·» ἀλλὰ τί ἐχρῆν, εἴπατε.
φέρ᾽, εἰ Λακεδαιμονίων τις ἐκπλεύσας σκάφει
ἀπέδοτο φήνας κυνίδιον Σεριφίων,
καθῆσθ᾽ ἂν ἐν δόμοισιν; ἦ πολλοῦ γε δεῖ·
καὶ κάρτα μέντἂν εὐθέως καθείλκετε
545 τριακοσίας ναῦς, ἦν δ᾽ ἂν ἡ πόλις πλέα
θορύβου στρατιωτῶν, περὶ τριηράρχου βοῆς,
μισθοῦ διδομένου, παλλαδίων χρυσουμένων,
στοᾶς στεναχούσης, σιτίων μετρουμένων,
ἀσκῶν, τροπωτήρων, κάδους ὠνουμένων,
550 σκορόδων, ἐλαῶν, κρομμύων ἐν δικτύοις,
στεφάνων, τριχίδων, αὐλητρίδων, ὑπωπίων·
τὸ νεώριον δ᾽ αὖ κωπέων πλατουμένων,
τύλων ψοφούντων, θαλαμιῶν τροπουμένων,
αὐλῶν, κελευστῶν, νιγλάρων, συριγμάτων.
555 ταῦτ᾽ οἶδ᾽ ὅτι ἂν ἐδρᾶτε· τὸν δὲ Τήλεφον
οὐκ οἰόμεσθα; νοῦς ἄρ᾽ ἡμῖν οὐκ ἔνι.
***
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΗΣ
Καλοί μου θεατές, μη με φθονήσετε,που ᾽μαι φτωχός και πρόκειται, Αθηναίοι μου,
να σας μιλώ μέσα στην κωμωδία για την πόλη.
Κι η κωμωδία ξέρει να μιλάει για το δίκιο.500
Και θα σας πω πράγματα φοβερά μα δίκαια.
Τώρα ο Κλέωνας δεν πρόκειται να με συκοφαντεί
πως ξένοι πρέσβεις ήτανε στην πόλη και σας τα ᾽ψελνα.1
Είμαστε μόνοι και γιορτάζουμε τα Λήναια,2
και ξένοι δεν υπάρχουνε· ούτε κι οι πόλεις φέρνουνε τους φόρους,505
ούτε συμμαχικές αποστολές μας ήρθαν·
είμαστε μόνοι, καθαρό σιτάρι,
γιατί οι μέτοικοι των πολιτών είναι το άχυρο.
Κι εγώ μισώ τους Σπαρτιάτες σαν τρελλός
κι ο Ποσειδώνας, ο θεός που ᾽ναι στο Ταίναρο,510
σεισμό να κάνει και τα σπίτια τους να ρίξει·3
και μένα είν᾽ τ᾽ αμπέλια μου κομμένα.
Αλλά γιατί, αδέρφια μου, που ακούτε εδώ το λόγο μου,
γιατί τους Σπαρτιάτες καταριέστε;
Κάτι αντράκια -όχι ολόκληρη η πόλη,515
να το θυμάστε, δεν θα πω ολόκληρη η πόλη-
κάτι αντράκια μοχθηρά, στραβοχυμένα,
άσημα και παράσημα και παραλέκατα,
συκοφαντούσαν κι έλεγαν: «Μεγαρικά εμπορεύματα λαθραία».
Κι αν κάπου βλέπανε κανένα αγγουράκι ή κανένα λαγουδάκι,520
γουρούνι ή καμιά σκελίδα σκόρδο ή χοντρό αλάτι,
«από τα Μέγαρα, απ᾽ τα Μέγαρα» φωνάζανε
κι αμέσως τα κατάσχανε.
Μ᾽ αυτά ήταν μικρά και ασφαλώς εγχώρια.
Όμως κάτι τεκνά καψούρικα, αλάνια μεθυσμένα,
επήγανε στα Μέγαρα και κλέψαν μια πουτάνα.525
Κι οι Μεγαρίτες απ᾽ τη λύσσα τους επήγαν στην Αθήνα,
και κλέψαν απ᾽ της Ασπασίας το πουταναριό δύο φακλάνες.
Έτσι ξεκίνησεν ο πόλεμος, που ᾽φαγε την Ελλάδα,
για τρεις σκατοπουτάνες.4
Ο Περικλής σαν το ᾽μαθε πολύ του κακοφάνη,530
άστραψε και μπουμπούνισε κι έκαψε την Ελλάδα.
Μας γέμισε ψηφίσματα στριφνά σα να ᾽τανε αινίγματα:5
«Οι Μεγαρείς στην αγορά να μη κοντοζυγώνουν
κι η θάλασσα και η στεριά να μη τους εσηκώνει».
Οι Μεγαρίτες, σαν τους θέρισεν η πείνα,535
στους Σπαρτιάτες τρέξανε ν᾽ ακυρωθεί το ψήφισμα,
που κάναμε για τρεις παλιοκουφάλες.
Εμείς όμως δε θέλαμε κι αυτοί παρακαλούσαν.
Έτσι αρχίνησαν ασπίδες να βροντάνε.
Μα θα μας πεις: «Δεν έπρεπε». Μα τι έπρεπε, για πες μου;540
Αν κάποιος Σπαρτιάτης έκανε ρεσάλτο
με μία σκάφη κι έπιανε κανά γκαβό κουτάβι
από τη Σέριφο,6 θα κάνατε τον άγνωστο στρατιώτη;
Αμ᾽ δε. Στη θάλασσα θα ρίχνατε κάπου τρακόσια σκάφη·
η πόλη μας θα γέμιζε φαντάρους και βαβούρα,545
θα ψάχνατε για τριήραρχους και για λεφτά
και για μπρουντζίνα στις γοργόνες. Οι αποθήκες θα βογγούσανε,
αλεύρια θα ζυγίζανε. Σκοινιά, φλασκιά, μπουγέλα·
θ᾽ αγόραζαν σκόρδα, ελιές, κρεμμύδια σε πλεξάνες.550
Στεφάνια, μάτια μαυρισμένα κι αυλητρίδες·
και πανδαιμόνιο στο ναύσταθμο: κουπιά να πελεκάνε,
να φτειάχνουνε σκαρμούς, να πατρωνάρουνε σκοινιά,
αυλούς να τσαμπουνάνε, παραγγέλματα,
σουραύλια και σφυρίγματα.
Το ξέρω, αυτά θα κάνατε. Κι ο Τήλεφος7555
τι θα ᾽κανε; Δεν έχετε τσερβέλο;
---------------
1 Ο Κλέων είχε υποβάλει μήνυση εναντίον του Αριστοφάνη ενώπιον της βουλής, διότι, τον προηγούμενο χρόνο, με τους Βαβυλώνιους, που στρέφονταν εναντίον του, είχε διασύρει, όπως υποστήριζε, την πόλη μπροστά στους ξένους.
2 Γιορτή προς τιμήν του Διονύσου που γιορτάζονταν γύρω στα τέλη Ιανουαρίου. Για τους δραματικούς αγώνες είναι η σημαντικότερη γιορτή μετά τα Μεγάλα Διονύσια. Στα Λήναια η πρωτοκαθεδρία ανήκε στην κωμωδία.
3 Το 466 π.Χ. ένας σεισμός που ισοπέδωσε τη Σπάρτη αποδόθηκε στο γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες, βεβηλώνοντας το ιερό του Ποσειδώνα, είχαν συλλάβει και εν συνεχεία εκτελέσει τους είλωτες που είχαν καταφύγει εκεί.
4 Ο Αριστοφάνης πιθανώς εκκινεί από την αρχή της Ιστορίας του Ηροδότου, όπου η σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ασιάτες αποδίδεται στις αρπαγές γυναικών.
5 Ένας από τους όρους που έθεταν οι Σπαρτιάτες στους Αθηναίους, πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, ήταν η κατάργηση του ψηφίσματος που απαγόρευε στους Μεγαρείς να χρησιμοποιούν τα λιμάνια της αθηναϊκής επικράτειας και την αττική αγορά. Στο σημείο αυτό ο Περικλής ήταν ανένδοτος.
6 Η Σέριφος στην αρχαιότητα επανειλημμένα αναφέρεται ως ασήμαντο νησί.
7 Ο Τήλεφος, σύμφωνα με τον μύθο, ήταν βασιλιάς της Μυσίας. Όταν οι Έλληνες εβάδιζαν για πρώτη φορά εναντίον της Τροίας, αποβιβάστηκαν κατά λάθος στη χώρα του και τη λεηλατούσαν. Στην προσπάθειά του να αποκρούσει τους επιδρομείς, τραυματίστηκε από τον Αχιλλέα. Η πληγή δεν έκλεινε και ο Τήλεφος απευθύνθηκε στο μαντείο του Απόλλωνα, από το οποίο έλαβε την απάντηση ότι θα τον γιατρέψει εκείνος που τον τραυμάτισε (ὁ τρώσας ἰάσεται). Ο Τήλεφος πήγε ρακένδυτος στο στρατόπεδο των Ελλήνων, που είχαν συγκεντρωθεί, έπειτα από οκτώ χρόνια, ξανά στην Αυλίδα. Για να πετύχει τον σκοπό του, με υπόδειξη της Κλυταιμήστρας πήρε όμηρο τον μικρό Ορέστη και απειλούσε να τον σκοτώσει. Προσφερόταν να τους δείξει τον δρόμο για την Τροία, αν ο Αχιλλέας (ό τρώσας) τον γιάτρευε. Ο Οδυσσέας ερμήνευσε το χρησμό λέγοντας ότι ὁ τρώσας δεν είναι ο Αχιλλέας αλλά η αιχμή του δόρατος. Έτσι, έτριψαν πάνω στην πληγή λίγη σκουριά από την αιχμή, ο Τήλεφος θεραπεύτηκε και έδειξε στους Έλληνες τον δρόμο για την Τροία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου