Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Η ΜΙΜΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Σκοπός είναι να περιγράψω με έναν κριτικό τρόπο το φαινόμενο της καταγωγής της ανθρώπινης μίμησης, το πώς θεώρησαν αυτήν ορισμένοι βασικοί εκφραστές της αρχαιοελληνικής σκέψης, όπως οι Πυθαγόρειοι, ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αλλά και ποιες διαφωνίες υπήρξαν μεταξύ τους για τη φύση και το ρόλο της μίμησης στη ζωή των ανθρώπων, στη γνώση και στην τέχνη, στην ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου, στην ανάπτυξη της κουλτούρας αλλά και στη συγκινησιακή όψη της μίμησης.
 
  Η μίμηση μέσα σε μια πλουραλιστική φιλοσοφική παράδοση
 Η μίμηση ήταν βασικό μέρος της τελετουργικής διαδικασίας των Αρχαίων Μυστηρίων, που συνίσταντο από τις βασικές διαδικασίες του Μύθου, της  Τελετής  και της Μύησης. Μέσα από τις ιερές αυτές λειτουργίες οι αρχαίοι Έλληνες μιμούνταν  διάφορα μυθικά πρότυπα (π.χ. του Ηρακλή, του Διόνυσου, του Ορφέα, κ.ά) ως παραδειγματικά πρότυπα ζωής. Η συμμετοχή τους στη δύναμη και την ενέργεια του Μύθου γινόταν μέσω της μύησης (λατινικά initiare: αρχίζω να εισέρχομαι), η οποία ήταν μια  τελετή περάσματος από την τρέχουσα ή παλαιά σε μια νέα και επιθυμητή  κατάσταση (π.χ. από την άγνοια στη γνώση, από την πείνα στη χόρταση, από την επιθυμία στην υλοποίηση της, από το γήινο στο θεϊκό, κ.ο.κ.) μέσω της μίμησης συγκεκριμένων κατά περίπτωση πράξεων και δοκιμασιών.
 
Η μιμητική αναπαράσταση του κυνηγιού είναι ένα παράδειγμα, που δείχνει τον κρίσιμο ρόλο της μίμησης στην επιβίωση. Όμως με το πέρασμα του χρόνου, το ανθρώπινο είδος πέρασε από την αναπαραστατική μίμηση πράξεων στην αναπαράσταση του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου μέσω της ανάδυσης  και της ανάπτυξης του προφορικού λόγου.

Στην αρχαιοελληνική σκέψη τη λέξη “Μίμησις” (με τη γενική σημασία του όρου, δηλαδή κάνω ή αναδημιουργώ κάτι που έκανε κάποιος άλλος) τη βρίσκουμε σε αρκετούς συγγραφείς, όπως στον Ηρόδοτο (484 – 426 π.Χ.), ο οποίος σημειώνει:  «…περιφέρει ανήρ νεκρόν εν σορώ ξύλινον πεποιημένον, μ ε μ ι μ έ ν ο ν   ες τα μάλιστα και γραφή και έργω …» και «…ούτοι επεάν σφι κομισθή νεκρός, δεικνύουσι τοισι κομίσασι παραδείγματα νεκρών ξύλινα, τη γραφή μ ε μ ι μ η μ  έ ν α».
 
Τη λέξη, όμως “Μίμησις” και το πολύπλοκο νόημά της εντοπίζουμε και στις συζητήσεις του Σωκράτη (469 π.Χ. – 399 π.Χ.) με το ζωγράφο Παρράσιο (5ος – 4ος αι. π.Χ.), όπως το καταγράφει ο μαθητής του Σωκράτη, ο ιστορικός Ξενοφών (περ. 430 – 354 π.Χ.). Η μίμηση για το Σωκράτη φαίνεται ότι ξεπερνά τα στενά όρια της δουλικής αντιγραφής «εικασία των ορωμένων δια των χρωμάτων απεικάζοντες εκμιμούνται…» (Ξενοφώντος Απομνημονεύματα, ΙΙΙ, 10).
 
Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν τη μίμηση ως ένα μεταφυσικό, κοσμικό μηχανισμό αναπαραγωγής του μικρόκοσμου από τον πρότυπο συμπαντικό μακρόκοσμο των αριθμών και συγχρόνως ως ένα ανθρώπινο είδος μάθησης μέσω μίμησης. Ο Αριστοτέλης (Μετά τα Φυσικά, Α 6, 987b11) αναφέρει για τη μεταφυσική χρήση του όρου μίμηση από τους Πυθαγόρειους: «μιμήσει τα όντα φασίν είναι των αριθμών».
Για έναν Πυθαγόρειο η κατασκευή του μαθηματικού οικοδομήματος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μίμηση της κατασκευής του ιδεατού, συμπαντικού,  κοσμικού οίκου, («εστίας του σύμπαντος» και «κατοικία του Διός») (Jean-Francoise Mattei, 1995).
 
Επίσης, σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους,  το πιο ηθικό πρότυπο μίμησης των ανθρώπων, είναι οι φιλόσοφοι και οι μαθηματικοί, που γνωρίζουν την τάξη του σύμπαντος, και όχι οι πολιτικοί, που στοχεύουν στην κοινωνική τους αναγνώριση. Οι δύο κόσμοι – ο θνητός μικρόκοσμος των ανθρώπων, των ζώων και των αντικειμένων, καθώς και ο αθάνατος, θεϊκός μακρόκοσμος – είναι μετρήσιμοι. Και οι δύο (έχουν) συνίστανται από Αριθμούς – στη θεωρία αυτή τονίζεται με πολλή έμφαση η γνωστική όψη και το έλλογο στοιχείο (αριθμητική σύσταση του θνητού και αθάνατου κόσμου) της μεταφυσικής και της ανθρώπινης μίμησης (Κugiumutzakis, 1998).
 
Ο Ηράκλειτος (554 – 483 π. Χ.)  υποστήριξε ότι  ο άνθρωπος διδάχτηκε τη μίμηση από τους θεούς. Διαμέσου των μιμητικών τεχνών  οι άνθρωποι προσπάθησαν να αναπαράγουν  τη σύγκρουση και την ενότητα των αντιθέτων – στη θεωρία του Ηράκλειτου  η Φύση συνίσταται από τη σύγκρουση («όλα είναι Φωτιά, Πόλεμος») και την  ενότητα των αντιθέτων («όλα είναι Ένα). Οι άνθρωποι, λοιπόν, ως μέρος του Ενός μπορούν με τη βοήθεια των μιμητικών τεχνών να αναπαράγουν κάποιες πλευρές και στιγμές των αντιθέτων και η αναπαραγωγή αυτή άλλοτε οδηγεί και άλλοτε δεν οδηγεί στην αλήθεια.
 
Για το Δημόκριτο (460 – 370 π. Χ.) η μίμηση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της κουλτούρας. Τα πιο κρίσιμα πρότυπα της ανθρώπινης μίμησης δεν προέρχονται από κάποιους θεούς ή ανθρώπους, αλλά από τα ζώα. Μέσω της ανθρώπινης ικανότητας για μίμηση αναπτύχθηκαν σταδιακά όχι μόνο οι πρακτικές, αλλά και οι καλές τέχνες, γιατί, μιμούμενος ο άνθρωπος τα ζώα, ανέπτυξε την τέχνη της ραπτικής (πρότυπο η αράχνη), την τέχνη του χτισίματος (πρότυπο τα χελιδόνια), την  τέχνη του τραγουδιού (μιμητές των κύκνων και των αηδονιών). Με τα λόγια του Δημόκριτου: «…μαθητάς (sc. των ζώων) εν τοις μεγίστοις  γεγονότας ημάς. Αράχνης εν τη υφαντική και ακεστική, χελιδόνος εν οικοδομία, και των λιγυρών, κύκνου και αηδόνος, εν ωδή κατά μίμησιν» (Δημόκριτος 154.4)
 
Στη θεωρία του Δημόκριτου η μίμηση δεν είναι τυφλή, πιστή και απλή αντιγραφή των δραστηριοτήτων του μοντέλου (π.χ. αράχνη, χελιδόνια κ.λ.π.) αλλά μια δημιουργική αναπαραγωγή ενός νέου ανθρώπινου επινοητικού κατασκευάσματος, μια νέα δημιουργία που ξεπερνά τη δράση των αρχικών έμβιων προτύπων (ζώων).
 
Ο Πλάτων (429-374 π. Χ.), όπως και οι Πυθαγόρειοι,  θεωρεί ότι η  μίμηση είναι μια μεταφυσική, αλλά και μια ανθρώπινη διαδικασία, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επίλυση των δύσκολων (φιλοσοφικών) προβλημάτων, όπως είναι η καταγωγή και η δημιουργία του αθάνατου μακρόκοσμου και του θνητού, αισθητού μικρόκοσμου καθώς και η φύση των κόσμων,  των Ιδεών, της αρετής,  της τέχνης, κτλ.
 
Στη θεωρία του Πλάτωνα, τα έργα τέχνης (π.χ. η δυσδιάστατη ζωγραφική απεικόνιση ενός προσώπου) θεωρούνται ως σκιώδεις, ατελείς μιμήσεις των αισθητών αντικειμένων, (π.χ. ενός τρισδιάστατου θνητού, υπαρκτού προσώπου), τα οποία με τη σειρά τους είναι σκιώδεις, ατελείς μιμήσεις των αθάνατων Ιδεών. Ο καλλιτέχνης μιμείται τον αισθητό κόσμο,  που είναι μίμημα (είδωλο) του αληθινού κόσμου. Άρα το έργο της τέχνης είναι «μίμησις μιμήσεως» και ο καλλιτέχνης, ως «δημιουργός ειδώλων», είναι «τρίτος από της αλήθειας» (Πλάτων, Πολιτεία,  596e, 597e, 598b, 599d).
 
Σ’ αυτήν την κατηγορία μίμησης ο Πλάτων υπάγει τις καλές τέχνες και ιδιαίτερα την ποίηση, «πάσα ποίησις είναι μίμησις» (Πλάτων, Πολιτεία. 595a, Φαίδρος, 248e).
 
Βέβαια – και αυτό πρέπει να τονιστεί – ο Πλάτων στην έννοια της μίμησης δεν δίνει πάντα το ίδιο περιεχόμενο. Έτσι στα γραπτά του τη χρησιμοποιεί με αρκετά χαλαρό τρόπο, π.χ. η γλώσσα μιμείται, δηλαδή εκφράζει τα πράγματα, ο ψευδής λόγος είναι μίμημα του ψεύδους, που βρίσκεται στην ψυχή,  ο αισθητός κόσμος δημιουργήθηκε από το δημιουργό ως μίμηση του νοητού, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατά μίμηση του κόσμου, ο χρόνος μιμείται την αιωνιότητα, οι ήχοι είναι μιμητές της αιώνιας αρμονίας,  οι νόμοι μιμητές της αλήθειας, οι ανθρώπινες κυβερνήσεις είναι (κακοί) μιμητές της αληθινής κυβέρνησης, οι ηθικοί άνθρωποι προσπαθούν να μιμηθούν τους θεούς τους, κ.ο.κ. (Πλάτων,  Πολιτεία 382d, 596, 597e, Νόμοι 713e, Κρατύλος 423e-424b, 432b-d., Κριτίας, 107b-c, Φαίδρος 252b-c, 253b, Πολιτικός 293e, 297c, 300c, Τίμαιος 38 a, 47b-c, 50c, 80b)
 
Ο Αριστοτέλης (384-322 π. Χ.), σε αντίθεση με το δάσκαλό του Πλάτωνα, δεν υποτίμησε το ρόλο της μίμησης στη ζωή, την επιστήμη και την τέχνη. Υπoστήριξε ότι μίμηση είναι η διά των αισθητών μέσων αναπαράσταση μιας πραγματικότητας. Υποστήριξε, επίσης, με σαφή τρόπο ότι η μίμηση βρίσκεται μέσα στη φύση των ζώων και του ανθρώπου, είναι δηλαδή έμφυτη και ,όπως η μελωδία και ο ρυθμός, τελειοποιείται με τη συνήθεια. Υποστήριξε, τέλος,  ότι ο άνθρωπος είναι το πιο μιμητικό από όλα τα ζώα. Γράφει σχετικά:
«Η μίμηση είναι φυσική στα ανθρώπινα όντα από τη νεαρή ηλικία και συνέχεια. Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα ζώα στο ότι είναι ο πολύ μιμητικός. Τα πρώτα του βήματα στη μάθηση γίνονται διαμέσου της μίμησης και όλοι οι άνθρωποι ικανοποιούνται από τη μίμηση. Μιμούμενοι τη μελωδία και το ρυθμό αυτό είναι φυσικό για μας». (Αριστοτέλης, Ποιητική 1448 Β, βλ. επίσης Ηθικά Νικομάχεια, 1102-3).
Για τον Αριστοτέλη οι τέχνες μιμούνται και τελειοποιούν τη φύση. Η τέχνη είναι μιμητική και ως τέχνη είναι, σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό «έξις μετά του λόγου αληθούς ποιητική» ( Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1140 a). Σε δύο φυσικές αιτίες αποδίδει τη γέννηση της ποίησης: στο «μιμείσθαι» και στο «χαίρειν τοις μιμήμασιν» μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος «τάς μαθήσεις ποιείσθαι διά της μιμήσεως τάς πρώτας» (Αριστοτέλης, Ποιητική ΙV, 1448 Β 1-5).
 
Η ευχαρίστηση της μίμησης είναι φυσική σε όλους τους ανθρώπους, ειδικά όταν παρακολουθούν τις μιμήσεις που πραγματοποιούνται από τους άλλους και αυτή η ευχαρίστηση είναι γνωστικού τύπου. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η αποστροφή του ανθρώπου στη θέα ενός νεκρού, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο, όταν αποδίδεται με τέλεια μίμηση στο θέατρο, όπου τα συναισθήματα των θεατών, συλλαμβάνοντας το νόημα της μίμησης των ηθοποιών, αισθάνονται ικανοποίηση και ευχαρίστηση. (Αριστοτέλης, Ποιητική, Ηθικά Νικομάχεια).
 
Κατά τον Αριστοτέλη, στην τραγωδία η «μίμηση πράξεως» «χάρη στον οίκτο και το φόβο καταφέρνει αριστοτεχνικά να εξαγνίσει τα συναισθήματα του οίκτου και του φόβου» στους παθητικούς θεατές. (Αριστοτέλης, Ποιητική,1449 Β).
 
Με σύντομο τρόπο περιέγραψα τις σχετικές για τη μίμηση θεωρητικές απόψεις των Πυθαγορείων, του Ηράκλειτου, του Δημόκριτου, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Φαίνεται ότι στην αρχαιο-ελληνική φιλοσοφική σκέψη η μίμηση θεωρήθηκε με έναν πλουραλιστικό τρόπο, που ανακλάται στις διαφωνίες των φιλοσόφων για τη φύση και  το ρόλο της μίμησης στη ζωή, τη γνώση και την τέχνη. Θεώρησαν τη μίμηση ως μια διαδικασία που εμπεριείχε στοιχεία πράξης, γνώσης,  συγκίνησης, αλλά και ηθικής αποτίμησης.
 
Ο Ηράκλειτος και ο Αριστοτέλης ασχολήθηκαν με τη καταγωγή της μίμησης – θεϊκή για τον πρώτο, έμφυτο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης για το δεύτερο.
 
Οι Πυθαγόριοι, ο Ηράκλειτος και ο Πλάτων ασχολήθηκαν με το ρόλο της στην ηθική ανάπτυξη των ανθρώπων και πρότειναν ποιά πρότυπα πρέπει να προτιμούν και ποιά πρέπει να αποφεύγουν να μιμούνται οι άνθρωποι. Ο Ηράκλειτος και ο Πλάτων τόνισαν τη σχέση μίμησης – αλήθειας και μάλλον συμφωνούν ότι αρκετές φορές (Ηράκλειτος) ή και σπάνια (Πλάτων) η μίμηση οδηγεί στην αλήθεια.
 
Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης τόνισαν την εμπλοκή των συγκινήσεων κατά τη μιμητική αναπαραγωγή ενός προτύπου (π.χ. στο θέατρο). Ο πρώτος τόνισε τον αρνητικό ρόλο των συγκινήσεων, που προέρχονται από μιμήσεις κακών για τους νέους προτύπων, ενώ ο δεύτερος, αντίθετα, τόνισε το θεραπευτικό ρόλο των συγκινήσεων, που προκαλούνται από τη μίμηση πάνω στο θεατή του θεάτρου. Και οι δύο φιλόσοφοι, εκτός από τη συγκινησιακή όψη της μίμησης, τόνισαν το ρόλο του γνωστικού στοιχείου ως προς τη σύλληψη της αλήθειας κατά τη διάρκειά της μίμησης των καλλιτεχνών. Ο Πλάτων τόνισε πόσο λίγο συλλαμβάνουν οι καλλιτέχνες την αιώνια γνώση και ομορφιά των Ιδεών, ενώ, αντίθετα, ο Αριστοτέλης, τόνισε τον κρίσιμο ρόλο των μιμητικών τεχνών στην κατανόηση και την τελειοποίηση της φύσης.
 
Τέλος, ο Δημόκριτος τόνισε το ρόλο της μίμησης στην ανάπτυξη της κουλτούρας (πρότυπα ανάπτυξης των ανθρώπινων τεχνών όχι οι θεοί και άλλοι άνθρωποι, αλλά τα άλλα ζώα!) και ότι η μίμηση οδηγεί στην περαιτέρω κατανόηση του προτύπου – γνώρισε τον άλλο (και) με το να τον μιμηθείς.
 
Στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη τα πρότυπα της μίμησης για ένα μιμητή μπορεί να είναι θεϊκά,  ανθρώπινα, ή μέρη του φυσικού κόσμου (άλλα ζώα), μπορεί, επίσης,  να είναι πρότυπα πραγματικά, φανταστικά, ιστορικά ή και μυθικά
 
Παρά το ενδιαφέρον, όμως, που παρουσιάζει η αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση για τα φαινόμενα της μίμησης και παρά τον πλουραλισμό των προοπτικών τους, θα πρέπει να τονιστεί ότι συνολικά (εκτός ίσως τους καλούς παρατηρητές της φύσης Δημόκριτο και Αριστοτέλη) οι απόψεις που αναπτύχθηκαν ήταν κυρίως θεωρητικές, γι’ αυτό καιρός είναι να στραφούμε και σε μελέτες που βασίζονται, εκτός από τη θεωρία, και στον εμπειρικό έλεγχό της, δηλαδή σε μελέτες, που διερεύνησαν τη μίμηση στα ζώα και στους ανθρώπους.

Πότε το Σύμπαν δεν συνωμοτεί για να πετύχεις τα θέλω σου!

Είναι γνωστή η φράση πως όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το Σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις. Πότε όμως "δεν" συνωμοτεί;
1. Όταν εστιάζεις στην έλλειψη αντί σε αυτά που ήδη έχεις.
2. Όταν δυσανασχετείς και ανησυχείς για αυτά που δεν έχεις αντί να νιώθεις ευγνωμωσύνη για αυτά που έχεις.
3. Όταν η λογική λέει ότι κάτι πρέπει να γίνεται με συγκεκριμμένο τρόπο ενώ η καρδιά γνωρίζει ότι κάτι μπορεί να γίνει και με τρόπους που δεν μπορείς να φανταστείς.
4. Όταν αμφιβάλλεις για την πραγματοποίηση του αντί να έχεις πίστη ότι έχει ήδη γίνει.
5. Όταν αισθάνεσαι μνησικακία αντί να συγχωρείς .
6. Όταν αισθάνεσαι συναισθήματα χαμηλών δονήσεων όπως φόβος, ενοχές , πικρία κλπ.
7. Όταν κατηγορείς άλλους ή τις συνθήκες και περιστάσεις για την δική σου πραγματικότητα αντι να αναλαμβάνεις την ευθύνη της ζωής σου.
8. Όταν νιώθεις πως δεν το αξ'ιζεις αντί να κατανοείς ότι η αξία σου είναι δεδομένη και ανεξάρτητη από τα συμβάντα στη ζωή σου και τι σου λένε οι άλλοι..
9. Όταν έχεις πεποιθήσεις που δεν σε εξυπηρετούν και δεν τις έχεις απελευθερώσει ακόμα.
10. Όταν έχεις ιδέες για την πραγματοποίηση της επιθυμίας σου και δεν μπαίνεις στο κόπο να κάνεις τις υπερβάσεις , να ξεβολευτείς και να δράσεις.
11. Όταν έχεις την τάση να κλαίγεσαι επειδή δεν έχεις αρκετά χρήματα , δεν υπάρχουν αρκετές δουλειές , δεν υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα άτομα για να βρείς σύντροφο , δεν υπάρχει αρκετός χρόνο κλπ.
12. Όταν δεν κατανοείς ότι η πραγματικότητα σου είναι καθρέφτης του προγράμματος που τρέχει στη υποσυνείδητο σου.
13. Όταν δεν κατανοείς την δύναμη των λέξεων και χρησιμοποιέις λέξεις που σαμποτάρουν την πραγματοποίηση της επιθυμίας σου.

Μαθητές και δάσκαλοι

Δυστυχώς οι περισσότεροι παραμένουν μαθητές για όλη τη ζωή τους, με την αρνητική όμως έννοια, αυτήν που έμαθαν. Περιμένουν την έτοιμη γνώση, την μασημένη πληροφορία. Αναζητούν δασκάλους όπως αυτούς που γνώρισαν στα σχολικά τους χρόνια, που τους υπέβαλλαν τι θα μάθουν, πότε να το κάνουν, και πώς. Σπάνια διαπιστώνουν οι άνθρωποι πως διατηρούν τον ίδιο τρόπο λειτουργίας και στη ζωή τους, σε όλους τους τομείς.

Φυσικά, οι ίδιοι (αν και αδυνατούν να διαπιστώσουν το δίπολο χαρακτηριστικό), επικρίνουν και αντιμάχονται κάθε δάσκαλο, κάνοντας του κεφαλιού τους (κυριολεκτικά, βάση προγραμματισμού), χωρίς να συνειδητοποιούν πόσο εξαρτημένοι είναι από πεποιθήσεις, παπαγαλίες και δανεικές απόψεις που θεωρούν δικές τους.

Έχουμε λοιπόν όσους βασίζονται σε σκέψεις σοφών, αναπαράγοντας τα λόγια τους, μελετώντας τα γραπτά τους (αν υπάρχουν), αναζητώντας ιστορικά, πατώντας πάνω σε ό,τι έχει ήδη ειπωθεί/γραφτεί, χωρίς να κάνουν πράξη αυτά που "γνωρίζουν". Δεν είναι κακό, αλλά λειψό, περιοριστικό και μη εφαρμόσιμο κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Άλλωστε, δεν χρειάζεται να είμαστε ακόλουθοι, μίμοι, ούτε πάμε προς τα πίσω, με σκοπό να αναβιώσουμε το παρελθόν. Οι ίδιες λέξεις αποκτούν άλλο περιεχόμενο ανάλογα με τον χρόνο, τον πολιτισμό, τη συνειδητότητα που τις γέννησε. Και ΔΕΝ ήμασταν εκεί!

Έχουμε και όσους νομίζουν πως βασίζονται στον εαυτό τους, είτε έχουν είτε δεν έχουν μελετήσει τις σκέψεις σοφών, αρχαία κείμενα, την κοινωνικά αποδεκτή γνώση. Θεωρούν πως ακολουθούν τη δική τους αυθεντική σκέψη, τις δικές τους επιθυμίες και αλήθεια, αγνοώντας πραγματικά πως κάτι τέτοιο είναι κυριολεκτικά αδύνατον, εκτός αν έχουν ακολουθήσει μια πολύ διαφορετική πορεία απογύμνωσης, αναγνώρισης της μικρότητας και της άγνοιας του εαυτού τους, προηγουμένως.

Είναι μια μακρά πορεία εσωτερικής και εξωτερικής δουλειάς, που απαιτεί αφοσίωση, πειθαρχία και αυτοσκοπό... πάνω από οποιονδήποτε άλλον σκοπό, της πρόσκαιρης ζωής μας. Για να φτάσει κανείς στον πυρήνα του ίδιου του εαυτού, χρειάζεται να απαρνηθεί όλα όσα δεν είναι δικά του, αναγνωρίζοντας όλα όσα έχει υιοθετήσει και δεν υποπτευόταν ποτέ πως υπήρχαν μέσα του, αλλά καθοδηγούν την προσωπικότητα εν αγνοία του. Δεν το αποφασίζει εύκολα κανείς αυτό, δεν το κάνει κανείς με "ελαφριά τη καρδία". Θέλει θάρρος, επιμονή και εμπιστοσύνη!

Άλλωστε, τους σοφούς (όχι κατ' ανάγκην δασκάλους, γιατί έχει άλλη έννοια ο δάσκαλος) τους κατανοούμε πραγματικά, μόνο τότε! Όταν απογυμνωθούμε! Γιατί τότε, τα λόγια τους αντηχούν μέσα μας εντελώς διαφορετικά, αγγίζοντας χορδές και σημεία του Είναι μας που δεν αντιλαμβανόμασταν πριν. Είναι σα να "ζωντανεύουν" τα λόγια τους αλλά και οι ίδιοι μέσα μας, παρακάμπτοντας το λογικο-αναλυτικό μέρος του νου μας και φτάνοντας πολύ πιο πηγαία, πιο βαθιά σε εκείνο το αληθινό, αυθεντικό μέρος μας που κανείς δεν μπορεί να το περιγράψει, μόνο να το βιώσει για τον εαυτό του.

Την απογύμνωση αυτή δεν την κάνουμε μόνοι μας. Είναι αδύνατον να αναγνωρίσεις αυτό που δεν μπορείς να δεις. Είναι αδύνατον να δεις αυτό που δεν θέλεις να δεις ή που πιστεύεις πως δεν υπάρχει μέσα σου. Είναι αδύνατον να πας πέρα από το νου που έμαθες να εμπιστεύεσαι, να του ζητάς απαντήσεις και να ακολουθείς. Και είναι το ίδιο μέρος του νου - το μόνο που αναγνωρίζεις - που δημιουργεί όλα όσα αδυνατείς να φανερώσεις στον εαυτό σου.

Όμως, η καθιερωμένη έννοια του δασκάλου, όπως την έχουμε ερμηνεύσει στη Δύση, δεν λειτουργεί εδώ (ούτε πουθενά αλλού, άσχετα αν την διατηρούμε).

Δεν έχει ο πραγματικός δάσκαλος έτοιμες γνώσεις να σου προσφέρει. Δεν έχει μέθοδο που μπορείς να ακολουθήσεις. Δεν χαιδεύει τ' αυτιά σου και δεν σου προσφέρει μασημένη τροφή. Δεν το κάνει εύκολο ούτε γρήγορο, απλά επειδή έτσι έχουμε μάθει να περιμένουμε και να θέλουμε τα πάντα.

Αυτού του τύπου "δάσκαλοι", που λειτουργούν βάση των πιο πάνω, ανήκουν στη σύγχρονη εποχή του μάρκετινγκ, της διαφήμισης, του νεοπλουτισμού,  των επιφανειακών και προσωρινών "χαπιών ανακούφισης", του φαστ-φουντ και της κοινωνικής αποδοχής των φαν.Οι ενέσεις ενέργειας, τα χάπια ανακούφισης, οι πληροφορίες που ικανοποιούν τα ένστικτα, διαρκούν για λίγο. Και προσφέρουν πολλές παρενέργειες, άλλες εμφανείς, άλλες όχι.

Έχοντας καταφέρει κάποιος το επιθυμητό: την απελευθέρωση του εαυτού από επεμβάσεις, παρεμβάσεις, κληροδοτήσεις και ό,τι μπορεί να σκιάσει την έκφραση του αυθεντικού Εαυτού, την εκδήλωση του μοναδικού δικού του εσωτερικού Δασκάλου/σύστημα διάκρισης και καθοδήγησης, δεν μετατρέπει κάποιον αυτόματα και σε δάσκαλο. Τον μετατρέπει σε ελεύθερο άνθρωπο, σε ανώτερη συνειδητότητα, σε αυθεντική ύπαρξη, σε σοφό, αλλά όχι σε δάσκαλο.

Ο δάσκαλος είναι αυτός που είτε τα έχει καταφέρει όλ' αυτά στο 100% (λέμε τώρα) είτε όχι, εν τούτοις, έχει βρει και ψάχνει συνέχεια, τρόπους να μεταδίδει αυτά που ανακαλύπτει, σε άλλους. Είναι αυτός που δεν βασίζεται σε συστήματα, μεθόδους, έτοιμες λύσεις και απαντήσεις, αλλά φτιάχνει, κάθε φορά, για τον καθένα από τους λίγους μαθητές του, τον μοναδικό δρόμο του καθενός, μαζί του. Δεν αναγνωρίζεται εύκολα, δεν μιλάει γι' αυτό που είναι εκτός αν ερωτηθεί. Η ίδια η ζωή του απλά εκφράζει την ίδια την πειθαρχημένη πορεία του.

Δεν οδηγεί κανένα μαθητή του κάπου συγκεκριμένα. Του δείχνει τον δρόμο, αλλά θα χρειαστεί να τον περπατήσει  μόνος του, λειτουργώντας τη ζωή του. Δεν κάνει ο δάσκαλος, τη δουλειά που πρέπει να κάνει ο μαθητής του, αλλά πρέπει ο μαθητής να εμπιστευθεί τη δουλειά που του βάζει ο δάσκαλος, απόλυτα. Πρέπει να τολμήσει να παλέψει τις δικές του μάχες, να πέσει, να λερωθεί, να πονέσει και να επιστρέφει... γιατί εμπιστεύεται! Γιατί έχει πληρώσει γι' αυτό με την ίδια τη ζωή του, το τίμημα της δράσης του, την ταπεινότητα της αφοσίωσής του.

Και κάποια στιγμή πετάει μόνος του... Όλοι οι πραγματικοί μαθητές πετάνε μόνοι τους... και δεν χρειάζεται να γίνουν όλοι δάσκαλοι...

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ

1235_power_of_life«Όταν ένας τοξότης σημαδεύει το στόχο του χωρίς βλέψεις, αποδίδει το μέγιστο των δυνατοτήτων του. Αν σημαδεύει το στόχο του για ένα βραβείο, έχει ήδη κυριευτεί από νευρικότητα. Αγωνιά. Σκέφτεται περισσότερο τη νίκη παρά τη ρίψη – και η επιθυμία του να νικήσει απομυζά τη δύναμή του.» Τσουάνγκ Τζου
     
Αν έχετε βάλει ποτέ την μπάλα στα δίχτυα, σίγουρα θα γνωρίζετε ότι ένα άθλημα είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από ένα απλό παιχνίδι. Και θα γνωρίζετε γιατί τόσοι ενήλικοι – λογιστές, οδηγοί φορτηγών, νευροχειρουργοί και ταμίες – περνούν τα Σαββατοκύριακά τους κάτω από τον καυτό ήλιο ή την παγωμένη βροχή, παίζοντας μπάλα. Στο τραπέζι του πινγκ – πονγκ, στο γήπεδο του τένις, στις χιονοδρομικές πίστες, μας δίνεται η ευκαιρία να μάθουμε τους νόμους της ζωής. Εκτός από διασκέδαση, τα αθλήματα μας προσφέρουν τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε την προσωπική μας δύναμη. Και ιδού ορισμένα από τα μαθήματα που λαμβάνουμε…

Ζήστε τη στιγμή. Μήπως σκέφτεστε και ανησυχείτε περισσότερο από όσο πρέπει; Θα κλοτσήσετε την μπάλα στα δίχτυα ή θα βάλετε τρίποντο μόνο αν ξεχάσετε το άγχος σας για το αποτέλεσμα. Όσο λιγότερο σκέφτεστε ότι πρέπει να νικήσετε και όσο λιγότερο ανησυχείτε για τη γνώμη των άλλων ανθρώπων, τόσο καλύτερες θα είναι οι επιδόσεις σας.

Μην εκβιάζετε τις καταστάσεις. Αν επιθυμείτε να αποκτήσετε πραγματικά τον έλεγχο μιας κατάστασης, θα πρέπει να χαλαρώσετε. Προσπαθήστε να σπρώξετε μια μπάλα του γκολφ προς την τρύπα με όλη σας τη δύναμη και μαντέψτε τι θα συμβεί! Είστε ισχυρότερος όταν δεν προσπαθείτε να αποδείξετε ότι είστε ισχυρός! Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των ανθρώπων.

Διατηρήστε την ψυχραιμία σας. Οι εκρήξεις θυμού δεν έχουν βοηθήσει ποτέ κανέναν. Έχετε δει ποτέ παίκτη του γκολφ να εκνευρίζεται; Μήπως έχετε δει νευρικούς πυγμάχους και ραλίστες; Θα ήταν παρελθόν! Το ίδιο ισχύει για τους γονείς και τους καθηγητές.

Μη μισείτε τον αντίπαλό σας – βελτιώστε τις δικές σας επιδόσεις! Όταν μισείτε ανθρώπους και καταστάσεις, αναλώνετε την ενέργειά σας άσκοπα και αποσπάστε από τους πραγματικούς στόχους σας.

Αν  πιστεύετε ότι ο όλος ο κόσμος είναι στραμμένος εναντίον σας, έχετε δίκιο. Δεν ωφελεί να επιρρίπτουμε ευθύνες σε άλλους ανθρώπους. Από τη στιγμή που θα αποφασίσετε ότι όλα πάνε στραβά – ότι οι κριτές, οι διαιτητές, ο άνεμος και η μπάλα προσπαθούν να καταστρέψουν τη ζωή σας – όλα θα πάνε στραβά! Οι επιτυχημένοι αθλητές και γενικότερα όλοι οι επιτυχημένοι άνθρωποι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Αναλαμβάνουν την αποκλειστική ευθύνη των πράξεων και των επιδόσεών τους. Δεν κατηγορούν τη μητέρα τους.

Οι εξαιρετικές επιδόσεις οφείλονται στην εξαιρετική αφοσίωση. Ένας τυχαίος παρατηρητής καταλήγει στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι ο κάθε Μάικλ Τζόρνταν ή η κάθε Στέφι Γκραφ έχει γεννηθεί απλώς με περισσότερο ταλέντο. Ωστόσο, πάρα πολλοί άνθρωποι διαθέτουν έμφυτα ταλέντα. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι οι πρωταθλητές και οι αστέρες έχουν απίστευτες απαιτήσεις από τον εαυτό τους.

Στη ζωή πρέπει να συγκεντρώνεστε σε αυτό που θέλετε. Όταν σκέφτεστε: «Δεν θέλω να συμβεί αυτό!» το μυαλό σας δημιουργεί μια εικόνα της κατάστασης που σας τρομάζει.
Ο φόβος σκοτώνει οτιδήποτε θέλετε να πετύχετε. Συγκεντρωθείτε σε αυτό που θέλετε.

ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ
Ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα είναι το εξής: Δεν έχει σημασία από πού ξεκινάς, αλλά πώς τελειώνεις.

Πρόκλος περί μύθων

«Οι άνθρωποι της εποχής μας κατεξοχήν συνηθίζουν να επικρίνουν τους Παλαιούς Μύθους ότι ευθύνονται, υποτίθεται, για τη μεγάλη, αφ’ ενός, θρασύτητα στις περί Θεών δοξασίες και, αφ’ ετέρου, για τις πολλές, άτοπες και πλημμελείς φανταστικές εικόνες, και ότι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να οδηγούν τους πολλούς ανθρώπους στη τωρινή φοβερή και ανώμαλη καταπάτηση των ιερών θεσμών.

Από πλευρά μας δεν θα χρειαστούμε πολλά λόγια για να απαντήσουμε σε αυτούς που ενοχοποιούν την παραδοχή των Μύθων για την αδιαφορία προς το Θείο∙ πρώτον, ότι εκείνοι που παραμέλησαν τη θεραπεία (=λατρεία) των κρειττόνων (=ανωτέρων) από εμάς λόγω των φαινομενικών πλασμάτων των Μύθων, αγνοώντας και το σκοπό της μυθοποιίας και τη δύναμή της, συνέβη να σωριαστούν στην αλόγιστη και Γιγαντική [1] ανοσιότητα.

Διότι, αν οι μύθοι προέταξαν το φανερό τους περιεχόμενο στο σύνολό του αντί για την αλήθεια που είναι εγκαθιδρυμένη στην απόρρητη περιοχή και χρησιμοποιούν για τα αφανή και άγνωστα στους πολλούς διανοήματα [και το κατεξοχήν ιδιαίτερο αγαθό τους είναι το ότι δεν αποκαλύπτουν κανένα στοιχείο της Αλήθειας στου βέβηλους, αλλά φανερώνουν μόνο κάποια ίχνη της όλης Μυσταγωγίας τους σε εκείνους που από της φύση τους έχουν την ικανότητα να περιδιαβούν την απροσπέλαστη για πολλούς θεωρία (=θέαση)], και αν οι άλλοι, αντί να αναζητούν την Αλήθεια που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στους Μύθους, ασχολούνται μόνο με την εξωτερική προσχηματική μορφή των μυθικών πλασμάτων και, αντί για την κάθαρση του νου, ακολουθούν τις φανταστικές και μορφοποιητικές εικόνες, τότε ποιό τέχνασμα μπορεί να βρεθεί ώστε να κατηγορηθούν οι Μύθοι για κάποια δική τους παρανομία και όχι εκείνοι που κάνουν κακή χρήση των Μύθων για τη δική τους αδιαφορία;


Έπειτα, μπορούμε να απαντήσουμε ότι βλέπουμε πως οι πολλοί βλάπτονται και από όλα τα άλλα, όσα φαίνονται εξαιρετικά σεμνά και τίμια, εγκαθιδρυμένα στους Θεούς και δημιουργημένα από Εκείνους, χωρίς όμως για το λόγο αυτό να μεμφόμαστε τη γένεση εκείνων αλλά τη ανόητη έξη της ψυχής που έχουν τούτοι. Πράγματι, ποιός δεν θα συμφωνούσε ότι τα Μυστήρια και οι Τελετές ανυψώνουν τις ψυχές από την ένυλη και θνητή ζωή και τις συνάπτουν με τους Θεούς, ότι αφανίζουν όλη την ταραχή της αλογίας με τις νοερές ελλάμψεις τους, και ότι με το Φως των Θεών απομακρύνουν τον αόριστο και σκοτεινό χαρακτήρα των τελούμενων;»

Πρόκλος «Υπόμνημα εις τας Πολιτείας Πλάτωνος» 1.74.4 – 1.75.10
-----------------------
[1] Οι Γίγαντες της Ελληνικής Μυθολογίας συμβολίζουν τα άλογα και ένυλα στοιχεία στις ζωές των ψυχών και στο σύμπαν.Βλ., Πρόκλος «Υπόμνημα εις Πλάτωνος Παρμενίδην 643.11, 643.14, 643.22, 687.27, 698.27, 849.14 », «Υπόμνημα εις Πλάτωνος Τίμαιον 1.168.25, 3.346.30»

Σιβηρία: Άγαλμα 10.000 ετών με κρυμμένα μηνύματα για την ανθρώπινη δημιουργία!

Ένα 10.000 ετών αρχαίο άγαλμα (δύο φορές περίπου παλαιότερο από τις Πυραμίδες της Αιγύπτου) έχει σταλεί στη Γερμανία για περαιτέρω έρευνα.

Το Shigir Idol είναι το αρχαιότερο ξύλινο άγαλμα στον κόσμο και ανακαλύφθηκε την 24η Ιανουαρίου του 1894 σε βάθος 4μ στα ορυχεία της Shigir, στην ανατολική πλαγιά της Μέσων Ουραλίων, περίπου 100 χιλιόμετρα από την Αικατερινούπολη, σύμφωνα με δημοσίευμα της «The Siberian Times.»

Οι έρευνες στην περιοχή έχουν ξεκινήσει εδώ και 40 χρόνια, μετά την ανακάλυψη μιας ποικιλίας προϊστορικών αντικειμένων στο ανοικτό ορυχείο χρυσού. Καλυμμένο με Μεσολιθικά σύμβολα, οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι το 2,8 μέτρων άγαλμα είναι μία από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις στην πρόσφατη ιστορία.




Το άγαλμα με τα επτά πρόσωπα μπορεί να ξαναγράψει τα βιβλία της ιστορίας και τους τρόπους σκέψης μας, λένε οι ερευνητές, εικάζοντας ότι τα κωδικοποιημένα μηνύματα που έχουν χαραχθεί πάνω στο άγαλμα περιέχει πληροφορίες σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου και την προέλευση των ανθρώπινων όντων!


Ο καθηγητής προ-Γερμανικών πολιτισμών Thomas Terberger είπε: «Δεν υπάρχει τέτοιου είδους αρχαίας γλυπτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μελετώντας αυτό το είδωλο είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Περιμένουμε τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας στο τέλος του χειμώνα, (αρχές) του επόμενου έτους. »




Ένας άλλος καθηγητής ο Μιχαήλ Zhilin, κορυφαίος ερευνητής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας, εξήγησε: «Μελετάμε το είδωλο με ένα αίσθημα δέους. Είναι ένα αριστούργημα, που μας μεταδίδει μια τεράστια συναισθηματική αξία και δύναμη. Πρόκειται για ένα μοναδικό γλυπτό, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον κόσμο.


«Το άγαλμα καλύπτεται με αχλή μύθου, και καλά κρυπτογραφημένων πληροφοριών. Οι άνθρωποι περνούσαν τη γνώση τους μέσω του Ειδώλου».

 
Οι επιστήμονες είναι αισιόδοξοι ότι θα μπορέσουν να βγάλουν κάποια σαφή συμπεράσματα για τους ανθρώπους που δημιούργησαν αυτό το αριστούργημα, παρόλο που η λεπτομέρειες του κώδικα εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο για τον σύγχρονο άνθρωπο.

Όταν στο «εμείς» θυμήθηκα το «εγώ» μου

 «Δε θα βρεις το τέλειο.. μην είσαι τόσο επιλεκτικός.. μια σχέση για να αντέξει στον χρόνο χρειάζονται αμοιβαίες υποχωρήσεις, συμβιβασμοί, θυσίες..». Πόσες φορές έχει ακούσει ο καθένας από εμάς αυτές τις φράσεις σαν συμβουλή από τους δικούς μας ανθρώπους; Πόση αλήθεια κρύβεται σε αυτές;

 Αν ανατρέξουμε στον ορισμό της σχέσης στο λεξικό, θα διαβάσουμε ότι είναι μεταξύ άλλων η ύπαρξη κοινών στοιχείων που συνδέουν λογικά δύο καταστάσεις, φαινόμενα ή πράγματα και η ύπαρξη επαφής, επικοινωνίας και αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ προσώπων. Μια σχέση, λοιπόν, στηρίζεται στην επαφή και στα κοινά στοιχεία που έχουν δύο άνθρωποι μεταξύ τους. Παρά τα κοινά στοιχεία, όμως, θα υπάρχουν διαφορές στον τρόπο ζωής και σκέψης. Η πραγματική ζωή δεν μοιάζει με σενάριο χολιγουντιανής ταινίας όπου ένα αγόρι γνωρίζει το κορίτσι των ονείρων του και έζησαν αυτοί καλά. Η πραγματική ζωή δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα αλλά είναι γεμάτη δυσκολίες και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να χτιστεί και να διατηρηθεί μια σχέση. Και σε αυτο το σημείο μπαίνουν οι θυσίες και οι συμβιβασμοί.

 Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι όροι θυσία και συμβιβασμός είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Θυσιάζω σημαίνει εγκαταλείπω κάτι σημαντικό και πολύτιμο έτσι ώστε να αποκτήσω κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Για παράδειγμα, εγκαταλείπω τη χώρα μου για να ακολουθήσω τον έρωτα της ζωής μου στην άλλη άκρη της γης. Συμβιβάζομαι σημαίνει παραιτούμαι από την επιδίωξη μιας καλύτερης προοπτικής προκειμένου να μην διακινδυνεύσει μια υπάρχουσα κατάσταση. Ένα παράδειγμα συμβιβασμού είναι όταν θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο με τον σύντροφό μου, αλλά εκείνος λόγω φόρτου εργασίας δεν μπορεί να διαθέσει τον απαραίτητο χρόνο. Στην προκείμενη περίπτωση συμβιβάζομαι και αποδέχομαι την κατάσταση προκειμένου να μη δημιουργήσω μεγαλύτερο πρόβλημα στη σχέση μου. Στη διάρκεια μιας σχέσης απαιτούνται κατά κύριο λόγο περισσότεροι συμβιβασμοί παρά θυσίες. Η καθημερινή και χρόνια τριβή οδηγεί σε μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς που είναι απαραίτητοι για τη μακροημέρευση μιας σχέσης. Εντούτοις, είναι πολύ εύκολο κάπου στην πορεία να χαθεί το μέτρο και οι σύντροφοι να νιώθουν ότι χάνουν τον εαυτό τους. Το αποτέλεσμα; Καταλήγουν δυστυχισμένοι ενώ είχαν ξεκινήσει με όλες τις καλές προθέσεις να χτίσουν κάτι όμορφο. Μέχρι ποιο σημείο, λοιπόν, πρέπει να κάνουμε συμβιβασμούς ώστε να βοηθήσουμε τη σχέση μας και παράλληλα να διατηρήσουμε ακέραιη την προσωπική μας ταυτότητα;

 Δυστυχώς δεν υπάρχει μια μαγική «συνταγή» που μπορούμε να ακολουθήσουμε για να κρατήσουμε τις ισορροπίες. Από τη μία χρειάζεται να μετριάσουμε το εγώ μας και να υποχωρήσουμε για να λειτουργήσει η σχέση με τον σύντροφό μας. Χρειάζεται υπομονή, επιμονή, αντοχή, πίστη και να παραμερίσουμε επιθυμίες μας. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις ανάγκες και τα όνειρά μας, πώς θέλουμε να ζούμε, τι είναι αυτό που μας φέρνει πιο κοντά στην ευτυχία και στην προσωπική μας ολοκλήρωση μας. Ουσιαστικά την ίδια στιγμή πρέπει να ξεχνάμε και να θυμόμαστε το εγώ μας. Εύκολο; Δε νομίζω. Αλλά ποιος είπε ότι οι σχέσεις είναι εύκολες;

 Αν ένας φίλος ζητούσε τη γνώμη μου, μέχρι πού να συμβιβαστεί για να δουλέψει η σχέση του, θα του έλεγα το εξής: Ακούς τον εαυτό σου; Ακούς τις ανάγκες του; Γιατί δεν έχει σημασία τι συμβουλές θα μας δώσουν οι φίλοι ή η οικογένειά μας. Αν δεν ακούς τον πιο σημαντικό άνθρωπο της ζωής σου, όπως θα άκουγες έναν καλό και έμπιστο φίλο, δεν πρόκειται να χτίσεις σε γερά θεμέλια μια ισορροπημένη και υγιή σχέση με τον άνθρωπο που έχεις επιλέξει να είναι ο σύντροφός σου.

 Έχω λοιπόν μια ερώτηση για σένα που διαβάζεις. Σε ακούς;

Πού συναντώνται μυαλό και ψυχή;

 Προκειμένου να κρατήσεις τη στιγμή, για να παγιδέψεις το συναίσθημα, βγάζεις φωτογραφίες για να δηλώσεις ότι ζεις κάτι που θέλεις να θυμάσαι… και μαζεύεις αναμνήσεις από στιγμές που πέρασαν και δεν γυρίζουν πίσω.

 Αν σε ρωτούσα όμως τη στιγμή που κρατάς την ανάμνηση, ότι πρόκειται να σε πονέσει λίγο αργότερα, τι θα αποφάσιζες να κάνεις; Nα τη μοιραστείς απλά ή να την πετάξεις;
Μία ανάμνηση δεν ισούται ποσοτικά με μία μόνο κατάσταση. Πρόκειται για συνονθύλευμα γεγονότων, καταστάσεων, προσώπων, συναισθημάτων.

 Είναι το αντίθετο της λήθης.
Μία ανάμνηση είναι κάτι που έμεινε στην ψυχή σου από κάτι που πέρασε ή από κάτι που χάθηκε… όπως το υλικό που βρίσκεται στη μύτη του μολυβιού μου. Δεν επαναλαμβάνεται. Σαν αποτύπωμα γλυπτού που άφησες πίσω σου, γεμάτα υποσχέσεις για τον τρόπο που έδειχνες.
Φωλιάζουν στις γωνιές του μυαλού σου. Άλλοτε Χρωματιστές, ενίοτε ασπρόμαυρες στον τρόπο που υπήρξες.

 Κι αν φάνταζαν τότε τόσο απλές κι αν ο χρόνος ξέγραφε το κάθε τους ψέμα, εάν σου δινόταν η ευκαιρία να κάνεις τα πάντα από την αρχή, πες μου ειλικρινά, θα το έκανες; Πιστεύεις ότι θα το ήθελες;

– Μίλα Μνήμη…
– Διστάζω να μιλήσω, έχει περάσει καιρός από τότε που…
Σαν λέξη που την καταπίνει η ανάγκη. Στενή είναι η διαδρομή μου, δεν χωράμε όλοι μαζί.
– Μην ανησυχείς, θα χωρέσουμε!
– Κι ο χρόνος, δεν έχει σημασία;
– Καμία… ο χρόνος σου δεν γυρίζει κυκλικά, παρά μόνο προχωρά σε ευθεία γραμμή.
– Δεν είναι πως ξέχασα… θυμάμαι όμως;
Επέλεξα ν’ αφήσω πίσω μου ό,τι δεν θέλω πια να με ακολουθεί.
– Και πιστεύεις ότι ό,τι ξεφορτώθηκες, έμεινε πίσω σου; Δεν το ταΐζεις πια;
– Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι συνέχεια ευτυχισμένος…
– Πώς το εννοείς αυτό;
– Η ευτυχία είναι επιθυμία επανάληψης.

 Μα εγώ η Ανάμνηση, νηφάλια μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω… εγώ μονάχα υπάρχω, ταξινομώ την αναρχία σου και δίνω το πρόσωπό μου στο χάος. Είναι δικό μου έργο αυτό το δημιούργημα, γεννοβολώ και παράγω εικόνες που ζούσαν στη σκιά τους.

 Άσε τους συνειρμούς σου να ξεβολευτούν, είμαι εδώ για να τους ταξιδέψω.
Δεν δέχεσαι τα σύνορα; Γιατί πνίγεσαι; Δεν καταδέχεσαι να ανασύρεις το θαμμένο;
Ξέρω τι θα μου πεις, είναι βρώμικη δουλειά, σου τη χρεώνω όμως.

 Δεν θέλεις να αντικρίσεις τις ρίζες; Θα σε βοηθήσω να νιώσεις την αγωνία, άκου με που σου λέω, έχω ξαναβουτήξει. Δεν είναι μόνο ο πόνος η ουσία, ούτε η νίκη, μα ο αγώνας να φτάσεις εκεί…
Εσύ με δημιούργησες άλλωστε, μου αξίζει μία δίκαιη υποταγή. Με είχες τόσο καιρό στο σκοτάδι… ε λοιπόν, ήρθε η ώρα να ξυπνήσω.

 Και να ακούσεις τις Σειρήνες, έχεις την επιλογή να δεθείς από το κατάρτι μιας μεγάλης ανακάλυψης. Σου θυμίζω ότι είσαι εδώ γιατί παλεύεις με τα κύματα. Βάλε τάξη στην τάξη του μυαλού σου. Δεν θα σ’ εγκαταλείψω, θα πολιορκήσω τη φυλακή σου και θα σ’ ελευθερώσω από τη δίνη σου. Όχι, δεν θα αλλάξω το σχήμα σου.

 Επανέλαβε μετά από εμένα… είμαι ο συνειρμός σου. Το φαινόμενο και η ουσία που σου λείπει, γέννημα του μυαλού σου, βολικός κι εκκωφαντικός συνάμα. Αναγνωρίζω τα σύνορα και αγωνίζομαι να σου ανοίξω το μονοπάτι.

 Μη με κρατάς πίσω. Σκάβε… και μέσα στη λάσπη αν χρειαστεί. Σκάψε στο βάθος μου, όχι στα σύνορα… άλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή σου. Θέλω να βρω μία δικαιολογία για να ζήσω.
…και είναι τότε που αρχίζω να μαντεύω το σχήμα σου, αγκαλιάζω τις αναστολές σου.

 Νικήθηκε το βάρος, υποκύπτω στη δύναμή σου.

 Η ψυχή σμίγει ό,τι ο πόνος του μυαλού χωρίζει.

 Θα σωθείς, μόνο αν σε σηκώσω από τη λάσπη.

 Μία ανάμνηση προσμένει από εσένα τη λύτρωση… πια δεν μπορείς να σωθείς, αν δεν την σώσεις πρώτος εσύ.

Αν μόνον…


Αν μόνο δεν ήμασταν τόσο υποκριτές.

Αν διώχναμε την υποκρισία απ’ τη ζωή μας.

Αν βλέπαμε τους ατέλειωτους ρόλους που παίζουμε καθημερινά.

Αν βοηθούσαμε τον συνοδοιπόρο μας χωρίς να υπολογίζουμε τα αντισταθμιστικά οφέλη.

Αν δείχναμε ανοχή στις ατέλειες του συντρόφου μας.

Αν λέγαμε «σ’ αγαπώ» και δεν εννοούσαμε σε χρειάζομαι ή σ’ έχω ανάγκη.

Αν παραδεχόμασταν την ανασφάλειά μας, τα ελαττώματα μας, τις φοβίες μας, τις ζήλιες μας, τις προσκολλήσεις μας, τις ατέλειωτες επιθυμίες μας.

Αν κατανοούσαμε την εσωτερική μας στεγνότητα και ερημιά.

Αν αντέχαμε να παραμείνουμε παρέα με τη θλίψη μας χωρίς ψάχνουμε απεγνωσμένα υποκατάστατα για να ξεφύγουμε.

Αν απλώς παρατηρούσαμε την αληθινή πρόθεση που κρύβεται πίσω από κάθε πράξη μας και σταματούσαμε να λέμε ψέματα στον εαυτό μας, ατέλειωτα ψέματα.

Αν μόνο…

Αν μόνο παρατηρούσαμε με άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας χωρίς ιδανικά, χωρίς πνευματικά μοντέλα, χωρίς σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που θα έπρεπε να είναι.

Αν αφήναμε λίγο χώρο στο άγνωστο να μας προσεγγίσει

Αν δε φοβόμασταν τον θάνατο. Τον θάνατο του παλιού, του χιλιοειπωμένου, του γνωστού, του ασφαλούς, του σίγουρου. Τον θάνατο του ψεύτικου εαυτού που οικοδομήσαμε.

Τότε ίσως να επιτυγχάναμε την κάθαρση.

Την κάθαρση από πεποιθήσεις, ψευδαισθήσεις, προλήψεις, ματαιοδοξίες.

Την κάθαρση από την ψεύτικη εικόνα που ζωγραφίσαμε μέσα στο χρόνο και νομίζουμε πως είναι ο εαυτός μας.

Την κάθαρση από ότι επικάθισε πάνω σε ότι πολυτιμότερο είχαμε και το θάμπωσε, το σκοτείνιασε.

Κι είναι απαραίτητη αυτή η κάθαρση για να δούμε αληθινά και να αναγεννηθούμε.

Μια τέτοια στιγμή αθάμπωτης όρασης είναι αρκετή για να αρχίσει η ουσιαστική αλλαγή. Τότε βήμα βήμα πλησιάζουμε προς έναν άλλο εαυτό. Έναν εαυτό που δε φοβάται, που δεν κρίνει, που δεν έχει επιθυμίες. Έναν εαυτό πανέμορφο κι ευδαιμονικό που τον αγαπάμε αληθινά και χαιρόμαστε να υπάρχουμε μαζί του.

Δύσκολο λέτε;

Αν μόνο…

Να αγαπάς τον εαυτό σου

Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να του χαρίζεις αγκαλιές και χάδια και να τον φροντίζεις. Για να ξέρει τι επιτρέπεται στους άλλους , όχι λιγότερα, και σε αυτούς να δίνει τα πιο πολλά, τα πιο ιδιαίτερα και τα πιο ξεχωριστά.
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να του προσφέρεις ταξίδια, από αυτά που κάνεις με κλειστά μάτια. Να τον αφήνεις να ταξιδεύει με όλες του τις αισθήσεις. Να μυρίζει μυρωδιές, να γεύεται γεύσεις, να βλέπει εικόνες, να αγγίζει σώματα και να ακούει μελωδίες που κανείς δεν μύρισε, δεν γεύτηκε, δεν είδε, δεν άγγιξε και δεν άκουσε… γιατί είναι ο μόνος που κατάφερε να ταξιδέψει ως εκεί.
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να μην τον σκορπίζεις στα χθες και τα αύριο. Να τον αφήνεις να απολαμβάνει το τώρα. Μην δίνεις χώρο σε κανένα νοσταλγικό παρελθόν και σε κανένα φοβισμένο μέλλον. Να τον αγαπάς για το «εδώ» του και το «τώρα».
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να του δίνεις ευκαιρίες και ανάσες . Ευκαιρίες ακατόρθωτες για τους άλλους και ανάσες βαθιές, κοφτές, της έκπληξης και του θάρρους.

Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να τον αφήνεις να παίζει σε γειτονιές με άλλα παιδιά και αν δεν βρίσκεις παιδιά να ψάχνεις να του βρεις για νέες γειτονιές .
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να του επιτρέπεις να ονειρεύεται και όταν τα όνειρα του παύουν να έχουν χρώμα να του αλλάζεις βλέμματα και όψεις.
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να μην τον χαραμίζεις σε αγκαλιές που είναι αλλού από το «εκεί» του. Ευκαιριακές και επιφανειακές αγκαλιές να μην του προσφέρεις.
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να του μαθαίνεις συναισθήματα. Να ξέρει τι είναι πόνος, τι είναι γέλιο, τι είναι ερωτάς και δάκρυ. Και να μάθαίνει να επιλέγει από μόνος του τι θέλει και για τι ψάχνει.
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να μην τον κουράζεις στις σκέψεις και τα ενδεχόμενα. Να του χαρίζεις αυθόρμητες στιγμές χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις.
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να μην του σβήνεις τα σημάδια, τις πληγές και τις ρυτίδες. Γιατί αυτά είναι οι αναμνήσεις που έζησε, οι χαρές και τα πάθη που ένιωσε, οι άνθρωποι που συνάντησε. Όλα αυτά τον έφεραν στο «σήμερα» του. Μην του τα σβήνεις.
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να μην του κρατάς μυστικά. Μοιράσου μαζί του την δική σου «αλήθεια». Να του λες τους φόβους σου, τις σκέψεις σου, τους στόχους σου, όλα όσα η καρδιά θα ακούσει και θα σε πάει εκεί που θες.
Να αγαπάς τον εαυτό σου. Να μην τον βολεύεις σε στριμωγμένες γωνιές και σε καλούπια. Να τον περπατείς σε αλάνες και σε δρόμους που ο αέρας είναι καθαρός και οι άνθρωποι αλητεύουν κάτω από αστέρια και ήλιους.

Να αγαπάς τον εαυτό σου, να του το λες κάθε μέρα πόσο πολύ τον αγαπάς. Να τα ακούει, να το θυμάται για να μπορείς και εσύ να θυμάσαι πως αν δεν αγαπήσεις εσύ τον εαυτό σου, κανένας δε θα βρεθεί να το κάνει για εσένα.

Σε αγαπάς? Να αγαπάς τον εαυτό σου για να σε Αγαπάς…

Eυτυχία

Όλα είναι τόσο απλά και ταυτόχρονο τόσο περίπλοκα!

Απλά , επειδή αρκεί να αλλάξει κανείς στάση ζωής :
Δεν θα κυνηγήσω άλλο την ευτυχία. Απο τώρα και στο εξής θα είμαι ανεξάρτητΟς , θα βλέπω την ζωή με τα δικά μου μάτια και όχι με τα μάτια των άλλων. Θα κυνηγήσω την περιπέτεια του να είσαι ζωντανός.

Και περίπλοκα : Γιατί δε θα κυνηγήσω πια την ευτυχία , αφού με έχουν μάθει ότι είναι ο μοναδικός στόχος που αξίζει τον κόπο; Γιατί να τολμήσω να πάρω έναν δρόμο, που οι άλλοι δεν τόλμησαν;
Στο κάτω κάτω τι είναι ευτυχία;

Έρωτας μου απαντούν. Όμως ο έρωτας ούτε φέρνει , ούτε έφερνε ποτέ ευτυχία. Το αντίθετο μάλιστα, είναι πηγή ανησυχίας, πεδίο μάχης , νύχτες αγρύπνιας στις οποίες αναρωτιώμαστε αν κάνουμε το σωστό. Ο πραγματικός έρωτας είναι έκσταση και συνάμα αγωνία.

Γαλήνη τότε. Αν κοιτάξουμε, ποτέ δεν είναι γαληνεμένος. Ο Χειμώνας παλεύει με το καλοκαίρι, ο ήλιος και το φεγγάρι δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, η τίγρη κυνηγάει τον άνθρωπο, που φοβάται το σκύλο, που κυνηγάει την γάτα, που κυνηγάει το ποντίκι, που τρομάζει τον άνθρωπο.

Το Χρήμα φέρνει την ευτυχία. Πολύ καλά, τότε όλοι οι άνθρωποι που έχουν αρκετά για να ζήσουν με πάρα πολύ υψηλή ποιότητα ζωής θα μπορούσαν να σταματήσουν να δουλεύουν. Όμως, είναι πιο αγχωμένοι από ποτέ, λες και φοβούνται ότι θα τα χάσουν όλα. Το χρήμα φέρνει χρήμα, αυτό είναι αλήθεια. Η φτώχεια μπορεί να φέρει δυστυχία, το αντίθετο όμως δεν είναι αλήθεια.

Έψαχνα την ευτυχία πολύ καιρό στην ζωή μου-τώρα το μόνο που θέλω είναι χαρά. Η χαρά είναι σαν το σεξ: έχει αρχή και τέλος. Θέλω ευχαρίστηση. Θέλω να είμαι ικανοποιημένος -ευτυχία όμως; Έχω πάψει να πέφτω σε αυτή την παγίδα.

Όταν βρίσκομαι σε κάποια παρέα και αποφασίζω να προκαλέσω κάνοντας μια από τις πιο σημαντικές ερωτήσεις που υπάρχουν, όλοι λένε «Είμαι ευτυχισμένος»
Συνεχίζω: «Ναι, αλλά δεν θέλεις περισσότερα , δεν θέλεις να συνεχίσεις να αναπτύσσεσαι;» Και όλοι απαντούν: «Φυσικά».

Επιμένω : « Τότε δεν είσαι ευτυχισμένος».

8+1 σύντομα μαθήματα έρωτα

Μάθημα 1ο: Δε συμβιβάζομαι στο λίγο

Κάποιοι άνθρωποι φοβούνται τον έρωτα, με αποτέλεσμα να παραιτούνται από όσα επιθυμούν, να υποχωρούν και να αρκούνται στο λίγο. Μια νέα γυναίκα συνάπτει ερωτική σχέση με έναν παντρεμένο άντρα περιμένοντας να χωρίσει με τη γυναίκα του. Κι όμως, όσο συμβιβάζεται σε μια ζωή στηριγμένη στο ψέμα, δεν πρόκειται να χαρεί τον έρωτα στην ολότητά του.

Μάθημα 2ο: Κερδίζω από τη διαφορετικότητα

Σε κάθε σχέση υπάρχει διαφορετικότητα. Ο άλλος μας δυσκολεύει και μόνο με την ύπαρξή του. Μέσα από τη διαφορετικότητα των συντρόφων, από τον πλούτο που φέρνει ο καθένας στη σχέση μπορούν να ωφεληθούν και οι δύο, να διακινδυνεύσουν το άνοιγμα σε κόσμους άγνωστους. Ο έρωτας ευδοκιμεί σε περιβάλλοντα, όπου οι σύντροφοι αφήνουν χώρο ο ένας στον άλλο για «ανυποχώρητες διαπραγματεύσεις μέσα σε φιλιά και αγκαλιές».

Μάθημα 3ο: Ερωτεύομαι σημαίνει ενεργώ

Η συνάντηση με το άλλο πρόσωπο είναι θέμα τύχης, αλλά η συμπόρευση είναι θέμα προσωπικής απόφασης του κάθε συντρόφου χωριστά. Ο έρωτας δε χαρίζεται σε κανέναν. Είναι στάση ζωής και απαιτεί δέσμευση και υπεράσπιση στην καθημερινότητα του ζευγαριού. Ερωτήματα όπως «Πώς θέλω να είμαι στη σχέση;», «Πώς θέλω να με νιώθει ο σύντροφός μου;» είναι σημαντικό να απαντηθούν και να απαντιούνται συνέχεια.

Μάθημα 4ο: Κάθε λειτουργική συντροφική σχέση είναι θεραπευτική

Η συντροφική σχέση παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο επικοινωνούνται τα εύκολα και τα δύσκολα, όπως συμβαίνει ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραπευόμενο. Η απουσία ή έλλειψη σεβασμού μετατρέπει τη σχέση σε πεδίο μάχης, όπου καθένας εκφράζει το χειρότερο εαυτό του, ξεδιπλώνει τις πιο σκοτεινές πλευρές του επικίνδυνα, πληγώνει και αναπόφευκτα πληγώνεται. Όταν η επικοινωνία στηρίζεται στην τρυφερότητα και το σεβασμό, τότε διευκολύνεται η ροή της κοινής ζωής του ζευγαριού και ενισχύεται η ανάπτυξη των δυο μερών, με τρόπο που η σχέση λειτουργεί θεραπευτικά και οι παλιές πληγές κάθε συντρόφου επουλώνονται.

Μάθημα 5ο: Επιλέγω τον σύντροφο που είναι και καλός φίλος

Στο παρελθόν, οι άνθρωποι αρκετά συχνά «σήκωναν» ο ένας τον άλλο μέσα στη σχέση. Αντιθέτως, όσο περνούν τα χρόνια, οι άνθρωποι αναζητούν συντρόφους που να μπορούν να εκφράζονται με οικειότητα και εμπιστοσύνη και δημιουργούν ισότιμες σχέσεις. Μοιράζονται αμοιβαία σκέψεις και συναισθήματα, επιτεύγματα και δυσκολίες, μυστικά και αστεία, μαθαίνουν να ζητούν και να δέχονται βοήθεια, να είναι καλοί φίλοι.

Μάθημα 6ο: Η μιζέρια σκοτώνει τον έρωτα

Ο έρωτας πεθαίνει μέρα τη μέρα μέσα στο γάμο, όπως πεθαίνει και εκτός γάμου, όσο οι σύντροφοι τον θάβουν, όσο αφήνουν τη μιζέρια να κατατρώει σα σαράκι το υφαντό της σχέσης τους. Μετατρέπονται σε νεκροθάφτες του έρωτά τους, καθώς μοιράζονται μόνο προβλήματα κι έννοιες, καθώς αλληλοκατηγορούνται μπροστά στις δυσκολίες και ψάχνουν για τον υπαίτιο της συμφοράς, αντί να συσπειρώνονται και να ενώνουν τις δυνάμεις τους για την αντιμετώπισή της.

Μάθημα 7ο: Είμαι ερωτικός κάθε στιγμή της ζωής μου

Ο έρωτας δεν αφορά μόνο τον τρόπο που σχετίζεται ένας άνθρωπος με έναν άλλο άνθρωπο, αλλά και τον τρόπο που αλληλεπιδρά με τον κόσμο γύρω του, με τη φύση, με τα ζώα, με τα πάντα. Όσο μαθαίνει να απολαμβάνει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο, να ευγνωμονεί για όσα έχει και να χαίρεται για όσα είναι, ο έρωτας ανθίζει στον κήπο της ψυχής του. «Ερωτικός είναι ο άνθρωπος που ζει με τρυφερότητα και πάθος κάθε του στιγμή, ακόμα και στη μοναξιά του».

Μάθημα 8ο: Ζητώ ενδιαφέρων άνθρωπο για σχέση

Κανείς μας δε χρειάζεται αποκατάσταση και σύντροφο-πατερίτσα για να πορευτεί στη ζωή του. Το ζητούμενο δεν είναι η σχέση, αλλά να γίνεται η ζωή μας πιο συναρπαστική. Για το λόγο αυτό, επιλέγουμε να μοιραζόμαστε τη ζωή μας με ανθρώπους που είναι ενδιαφέροντες. Αυτό προαπαιτεί ότι κι εμείς είμαστε άνθρωποι δραστήριοι και ελκυστικοί σε σώμα και πνεύμα.

Μάθημα 9ο: Επιλέγω να είμαι σε σχέση, γιατί με συμφέρει

«Γιατί να είμαι σε σχέση αν δεν είναι προς το συμφέρον μου;». Αλλιώς, καλύτερα να μένω μόνος. Το συμφέρον μου είναι να αγαπώ και να αγαπιέμαι, να κερδίζω από τη σχέση, την επαφή, το μοίρασμα, να γίνομαι κάθε μέρα καλύτερος άνθρωπος.

ΔΕΣΜΟΤΡΟΠΙΑ

Πρώτα απ’ όλα, προβάλλει ξεκάθαρα μπροστά του το από πού αρπάζεται ο άνθρωπος του ειδέναι για να λησμονήσει τη θνητή του μοίρα. Από που λοιπόν αρπάζεται;

1. Aπό τη λήθη αυτής της τραγικής ανασφάλειας, που την προσφέρει η πράξη του σεξ, τόσο με την στιγμιαία επιδερμική ηδονή της, όσο και με τον πιο παρατεταμένο φλοιικό ερεθισμό. Η ηδύτητα της εμπειρίας, σωματικής και νοητικής, καλύπτει τη χαίνουσα αίσθηση της φυσικής ανασφάλειας, δηλαδή το γεγονός του θανάτου.

2. Aπό το μύθο του ‘έρωτα’. Αυτή η φυγή από την υποβόσκουσα πραγματικότητα είναι πιο εξευγενισμένη. Με την ανάταση που προκαλεί ο ‘έρωτας,’ με τη διαρκή ενασχόληση με το άλλο πρόσωπο, ξεχνά κανείς αυτό που δε θα ήθελε να θυμάται.

3. Aπό την οικογένεια και τη διαιώνιση του είδους. Το αγκίστρωμα από αυτή τη δραστηριότητα προσφέρει μια πιο σταθερή και μακροχρόνια ‘εγγύηση’ φυγής και λήθης

4. Aπό τη μεγαλομανία, τη δοξομανία, τη μέθη της επιβολής, της αναγνώρισης, που κρύβει μιαν απύθμενη και ανομολόγητη αίσθηση θανάτου, με το συνοδό κραυγαλέο αίτημα για αθανασία. Ο μεγαλομανής, ο μανιακός για αναγνώριση ή επιβολή, ξέρει ότι θα σβήσει μέσα στην ανωνυμία με το θάνατό του. Γι’ αυτό αγκιστρώνεται απεγνωσμένα από την ‘αθανασία’ της αναγνώρισής του από τους άλλους.

5. Aπό το χρήμα. Ωστόσο, το χρήμα είναι μάλλον μέσο παρά αυτοσκοπός. Το χρήμα είναι επιθυμητό επειδή μ’αυτό μπορεί να πετύχει κανείς πιο εύκολα τα άλλα.

Τώρα πια θα πρέπει να έχει γίνει φανερό ότι και η παραμικρή προσκόλληση σε οτιδήποτε από τα παραπάνω, κρατάει τον άνθρωπο δέσμιο του φλοιικού ειδέναι, δηλαδή του εξωτερικού περιβάλλοντος και ότι διαιωνίζει την κατάσταση του μηχανικού αυτοματισμού του. Ο άνθρωπος συνεχίζει να μην έχει τίποτε δικό του, να είναι ενεργούμενο των φυσικών δυνάμεων. Μ’ άλλα λόγια, απρόσωπη φύση, όχι άνθρωπος, κι ας φοράει ανθρώπινο σχήμα.

Φαντασία...

Τι θα γινόταν αν κοιμόσουν;

Και τι θα γινόταν αν στον ύπνο σου ονειρευόσουν;

Και τι θα γινόταν αν στ' όνειρο σου πήγαινες στον παράδεισο και 'κει έκοβες ένα παράξενο και πανέμορφο λουλούδι;

Και τι θα γινόταν αν, όταν ξυπνούσες, είχες ακόμα το λουλούδι στο χέρι σου;
Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ (1772 -1834)

Εσύ, πιστεύεις ότι είναι δυνατό να ξυπνήσεις και να κρατάς στο χέρι σου το λουλούδι που έκοψες στο περιβόλι των ονείρων σου; Εγώ το ξέρω ότι είναι δυνατόν, και το ίδιο και ο Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ, ο ποιητής της φαντασίας.

Για να φέρεις σήμερα στη ζωή σου τη δύναμη της δημιουργικής σου φαντασίας, άρχισε να εφαρμόζεις τις πιο κάτω προτάσεις:

❖ Να έχεις πάντοτε στο νου σου ότι γίνεσαι αυτό που σκέφτεσαι. Γι' αυτό, να προσέχεις πολύ τις σκέψεις που περιέχουν την αμφιβολία.

❖ Να παρακολουθείς τα όνειρά σου, δηλαδή να θυμάσαι εκείνες τις "εξωπραγματικές" εμπειρίες για τις οποίες ήσουν απόλυτα σίγουρος ότι ήταν πραγματικές όταν συνέβαιναν στο όνειρό σου. Ύστερα, δούλευε για να εξαλείψεις τις πεποιθήσεις που έχεις από τον προγραμματισμό σου για το ότι οι εμπειρίες αυτές είναι "αδύνατο" να συμβούν. Αποφάσισε να εξαφανίσεις τη λέξη "αδύνατο" από τη συνειδητότητά σου. Στ' αλήθεια, αν κάτι μπορείς να το συλλάβεις με το νου σου, τότε μπορείς και να το δημιουργήσεις.

❖ Ξαναγράψε στην κυριολεξία τη συμφωνία σου με την πραγματικότητα, έτσι που να λέει: "Οτιδήποτε είμαι ικανός να βιώσω στο ένα τρίτο της ζωής μου, μπορώ, αν το επιλέξω, να το βιώσω και στα άλλα δύο τρίτα"

❖ Να ζεις περισσότερο μέσα στη φαντασία σου. Δώσε στον εαυτό σου την ελευθερία να περιπλανιέται σε άγνωστες περιοχές μέσα στο νου σου και να εξερευνά νέες πιθανότητες μέσα στη φαντασία, χωρίς να αποκλείεις τίποτε. Αυτές οι φανταστικές περιπλανήσεις θα γίνουν τελικά οι καταλύτες για να ζεις μια ζωή χωρίς περιορισμούς.

Η φαντασία σου, όπως ακριβώς και το σώμα σου, αναπτύσσεται με την άσκηση. Ξύπνα και κράτα στο χέρι σου το λουλούδι των ονείρων σου.

Ο έρωτας είναι για τους τολμηρούς

Έρωτας… αυτός ο μικρός θεός που έχει γεννηθεί για μεγάλα πράγματα. Μαζί του σέρνει πλήθος συναισθημάτων, ευτυχία, θλίψη, ενθουσιασμό, θυμό, απογοήτευση. «Όταν συναντιούνται κι ερωτεύονται δυο άνθρωποι, υπάρχει μια ξαφνική εισροή μαγείας», γράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Tom Robbins. Το αγαπημένο πρόσωπο φαντάζει, αρχικά, ιδανικό, τέλειο και όλα όσα σχετίζονται με αυτό είναι μοναδικά, υπέροχα, χωρίς ψεγάδια. Όσες φορές κι αν ερωτευτεί κανείς, άλλες τόσες πιστεύει ότι ο νέος έρωτας που ζει είναι πρωτόγνωρος και θα κρατήσει για πάντα. Ο έρωτας εμπνέει την αίσθηση της αιωνιότητας.

Στο ζωικό βασίλειο, μόνο ο άνθρωπος ερωτεύεται και ποθεί αδιάκοπα, ανεξάρτητα από τις περιόδους αναπαραγωγής. Ο Ευριπίδης διαχωρίζει τη δύναμη του έρωτα σε δύο μορφές: σε αυτή που μπορεί να οδηγήσει στην αρετή και σε εκείνη που οδηγεί στην αθλιότητα. Αντίστοιχα, ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο μιλά για τον «καλό» έρωτα (γιο της Αφροδίτης Ουρανίας) και τον «κακό» έρωτα (γιο της Αφροδίτης Πανδήμου). Ο ερωτευμένος νιώθει μια δύναμη, που τον ωθεί να αφεθεί στα συναισθήματά του και να ενωθεί με τον άλλο, καθώς αναζητά την αγάπη, την οικειότητα, την επαφή.

 Όταν αγγίζει και αγγίζεται, αποκτά υπόσταση, γίνεται ορατός, γήινος, νιώθει επιθυμητός, ανακαλύπτει τα όρια του εαυτού του και του άλλου, ψυχικά και σωματικά. Καθώς παραδίνεται στον έρωτα, παραιτείται από την αυτονομία του και βιώνει το φόβο της απώλειας. Κι ενώ αναζητά την αυθεντική συνάντηση, μια αντίρροπη δύναμη μέσα του τον σπρώχνει μακριά, προκειμένου να μην πληγωθεί, να μην υποφέρει. Ο άλλος γίνεται καθρέφτης που αντανακλά κομμάτια του, αποκαλύπτει κρυμμένες πτυχές του, συχνά επώδυνες. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ψυχαναλυτής Aldo Carotenuto, «η ιδανική κατάσταση για να καταλάβουμε καλύτερα έναν άνθρωπο, να γνωρίσουμε βαθύτερα την ψυχολογία του, δεν είναι τόσο το πώς αντιδρά σε ακραίες καταστάσεις έντασης και άγχους που συντελούν στο να “πέσουν οι μάσκες”, όσο το πώς δέχεται το γεγονός ότι ο έρωτας τον καθιστά τρωτό».

Ο έρωτας φέρνει το άτομο σε επαφή με το ασυνείδητο, δηλαδή με τις πιο σκοτεινές πλευρές του εαυτού του, όπως τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Αν δεν τις επεξεργάζεται και δε συνειδητοποιεί τον τρόπο με τον οποίο το επηρεάζουν στο παρόν, είναι σύνηθες να τις αναπαράγει στην ενήλικη ζωή του. Σε αυτή την περίπτωση, δεν επιτρέπει σε κανέναν να το αγγίξει συναισθηματικά, αφού το ίδιο δεν έχει σχέση με τον εαυτό του. Αποφεύγει τον έρωτα και τη σχέση, γιατί κατά βάθος φοβάται τον πόνο, την έκθεση, τη συναισθηματική εμπλοκή, τη δέσμευση. Βιώνει συχνές μεταπτώσεις της διάθεσης, αντιφατικά συναισθήματα για τον άλλο, που αντανακλώνται και στη συμπεριφορά και είναι πιθανό να περνά από τη μια επιδερμική σχέση στην άλλη.

«Το να πιστεύουμε ότι μπορούμε και πρέπει να κρύβουμε τα κομμάτια μας που είναι σπασμένα, από φόβο ότι οι άλλοι δεν μπορούν να αγαπήσουν τα μέρη που δεν αγαπάμε στον εαυτό μας, είναι σα να πιστεύουμε ότι οι ακτίνες του ήλιου δεν μπορούν να περάσουν μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο και να ζεστάνουν ένα άδειο δωμάτιο», σύμφωνα με τη συγγραφέα Sandra Kring. Όσο το άτομο αποφεύγει τον έρωτα κουκουλώνοντας τους ενδόμυχους φόβους του, τόσο υποφέρει. Αυτός ο πόνος μπορεί να του δίνει την ψευδαίσθηση πως έχει εσωτερική ζωή, αλλά ταυτόχρονα το καθιστά ανίκανο να συνάψει σχέσεις με ουσία, αλήθεια και προοπτική. Η μόνη λύση για τη διακοπή του φαύλου κύκλου των αποτυχημένων σχέσεων είναι η συνειδητοποίηση της αιτίας των δυσκολιών του. Χρειάζεται να ρίξει φως στο σκοτάδι του, προκειμένου να αναδείξει τη δύναμή του και αυτό επιτυγχάνεται συχνά με την αναζήτηση της βοήθειας από ειδικό.

Ο Δημήτρης Καραγιάννης, ψυχίατρος- ψυχοθεραπευτής, υποστηρίζει ότι «το πρόβλημα στον έρωτα είναι ότι θέλουμε να είμαστε ερωτευμένοι, σαν δηλαδή ο έρωτας να είναι κάτι που παθαίνουμε και όχι κάτι για το οποίο ενεργούμε». Ο συνειδητά ερωτευμένος άνθρωπος στέκεται με θάρρος, «γυμνός» κι αληθινός, με τα δυνατά και τα τρωτά σημεία του, εκφράζει τα συναισθήματά του και επικοινωνεί αυθεντικά τόσο με τον άλλο, όσο και με τον εαυτό του. Πρόκειται για διόλου εύκολη διαδικασία. Το παιχνίδι του έρωτα απαιτεί ενεργό παρουσία κι εγρήγορση, ανάληψη της ευθύνης και του ρίσκο να κερδίσει ή να χάσει. Η αμοιβαιότητα των συναισθημάτων δεν είναι δεδομένη. Ο ερωτευμένος μπορεί να λάβει αρνητική απόκριση ή μπορεί να εγκαταλειφθεί. Η στάση του απέναντι στην απόρριψη και τον πόνο είναι καθοριστικής σημασίας. Στο βιβλίο του “Μπρίντα” ο Πάουλο Κοέλιο γράφει για μια ηρωίδα «ένιωσα πληγωμένη όταν έχασα τους άντρες που ερωτεύτηκα. Σήμερα είμαι πεπεισμένη ότι κανένας δε χάνει κανέναν, επειδή κανένας δεν είναι ιδιοκτησία κανενός». Εκείνος που μπορεί να «ξαναδιαβάσει» την εμπειρία του και να καταγράψει την απόρριψη από τον άλλο ως αποτυχία στη μάχη, δεν είναι χαμένος. Δεν πρόκειται για αποτυχία στον πόλεμο ή για προσωπική αποτυχία. Αντιθέτως, πρόκειται για μια ακόμα ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και να προχωρήσει με σταθερά βήματα στο δρόμο της ωρίμανσης και της προσωπικής του ολοκλήρωσης.

Στον έρωτα, η αυτοκαταστροφικότητα και η θέληση για αγώνα είναι τάσεις που διαδέχονται η μια την άλλη. Άλλοι καταρρέουν εντελώς και άλλοι αντλούν ενέργεια από την αποτυχία για να συνεχίσουν την πορεία τους. Αν οι πολεμιστές γνώριζαν από πριν το αποτέλεσμα, θα έπεφταν στη μάχη; Το ίδιο και στον έρωτα. «Αγαπώντας μόνο εκ του ασφαλούς, σημαίνει ότι παραμένουμε παιδιά. Τι νόημα έχει να αγαπάμε μόνο όταν μπορούμε να έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη;», πολύ εύστοχα σημειώνει ο Carotenuto. Όποιος απαρνείται τον έρωτα για να ξεφύγει από τις κακοτοπιές, απαρνείται την ίδια τη ζωή. Ο έρωτας είναι για τους τολμηρούς.

Η ασώματη γυναίκα – μια υπόθεση νευρολογίας

«Οι πιο σημαντικές όψεις των πραγμάτων παραμένουν κρυφές για μας, εξαιτίας της απλότητας και της οικειότητας τους»
L. Wittgenstein

Αυτό το κείμενο δεν έχει κανένα στοιχείο μυθοπλασίας ή υπερβολής. Ό,τι διαβάσετε είναι τόσο αληθινό όσο και η οθόνη στην οποία προβάλλεται.
(Αν αμφιβάλλετε για την ύπαρξη της οθόνης ή του πληκτρολογίου καλό θα ήταν να διαβάσετε τον «Λόγο περί της μεθόδου» του Καρτέσιου (Descartes) ή να συμβουλευτείτε τον ψυχίατρο σας.)

Ας ξεκινήσουμε ανατρέποντας μια λανθασμένη πεποίθηση, κάτι που μαθαίνουμε απ” τις πρώτες τάξεις του σχολείου, ίσως και πιο πριν.
Πόσες αισθήσεις έχει ο άνθρωπος; Πέντε;
Συγχαρητήρια, αλλά κάνετε λάθος.
Υπάρχουν έξι (τουλάχιστον) αισθήσεις και δεν αναφέρομαι σε κάποια υπερφυσική ικανότητα που θα σας έκανε να μαντεύετε το μέλλον και τους αριθμούς του τζόκερ.
Η έκτη αίσθηση κατονομάστηκε απ” τον Sherrington G.S. στο βιβλίο του «The integrative action of the nervous system», από το 1906.

Ονομάζεται ιδιοδεκτική αίσθηση (proprioception) και είναι απόλυτα αναγκαία για την αντίληψη του σώματος μας.
Η αίσθηση αυτή προέρχεται απ” την αδιάκοπη αλλά ασυνείδητη ροή ερεθισμάτων, απ” όλα τα μέρη του σώματος μας (μυς, τένοντες, συνδέσμους) διαμέσου της οποίας [ροής] η θέση τους, ο τόνος τους [σφιγμένα ή χαλαρά] και η κίνηση τους ελέγχονται και διορθώνονται συνεχώς.
Με πιο απλά λόγια: Χάρη στην ιδιοδεκτική αίσθηση γνωρίζουμε πάντα που βρίσκονται και τι κάνουν τα χέρια μας, τα πόδια μας και το πρόσωπο, καθώς και το υπόλοιπο σώμα.

Ακριβώς επειδή είναι αυτόματη και τόσο οικεία, τόσο «απλή», οι άνθρωποι την αγνοούν.
Είναι κάτι αυτονόητο, γι” αυτό και παραμένει κρυφή από μας -όπως γράφει και ο Βίτγκενσταϊν για τις σημαντικές όψεις των πραγμάτων. Μόνο αν τη χάσετε μπορείτε να αντιληφθείτε τη σπουδαιότητα της. Όπως ακριβώς συνέβη σε μια νέα γυναίκα, τη Χ.

Η Χ ήταν μια φυσιολογική γυναίκα 27 ετών, με έξι αισθήσεις, όπως όλοι μας.
Είχε δυο παιδιά, της άρεσε η ιππασία και το χόκεϊ, εργαζόταν ως προγραμματίστρια ηλεκτρονικών υπολογιστών, αγαπούσε το μπαλέτο και την ποίηση.
Μετά από μια κρίση πόνων στην κοιλιά της βρέθηκαν πέτρες στη χολή, κι έκανε εισαγωγή για μια εγχείρηση ρουτίνας.
Η εισαγωγή έγινε τρεις μέρες πριν την εγχείρηση κι άρχισε αντιβιοθεραπεία για μικροβιακή προφύλαξη.

Την παραμονή της εγχείρησης η Χ είδε ένα παράξενο και πολύ έντονο όνειρο.
Είδε πως ταλαντευόταν πάνω σε δύο εντελώς ασταθή πόδια, δεν ένιωθε καθόλου το έδαφος, και δεν αισθανόταν τα χέρια της, που χτυπούσαν πέρα δώθε στον αέρα.
Ξύπνησε τρομαγμένη και ανέφερε το όνειρο στον ψυχίατρο.
«Προεγχειρητικό άγχος», είπε εκείνος. «Είναι φυσιολογικό, το βλέπουμε συνέχεια.»
Αργότερα όμως, την ίδια μέρα, το όνειρο έγινε πραγματικότητα.
Η Χ άρχισε να αισθάνεται πολύ ασταθή τα πόδια της, έκανε άτακτες και παράξενες κινήσεις, και δεν μπορούσε να κρατήσει κάτι με τα χέρια της.
«Αγχώδης υστερία», διέγνωσε ο ψυχίατρος, με βεβαιότητα, ίσως και κάπως θιγμένος. «Τυπικά συμπτώματα μετατροπής, τα βλέπουμε συνέχεια.»

Ο ψυχίατρος έκανε λάθος. Την επόμενη μέρα η Χ είχε χάσει την ιδιοδεκτική αίσθηση -και το σώμα της.
Δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Τα χέρια της «έπλεαν» ανεξέλεγκτα, μέχρι να γυρίσει και να τα κοιτάξει για να τα βάλει στη θέση τους. Δεν μπορούσε καν να ανασηκωθεί στο κρεβάτι, ενώ το πρόσωπο της παρέμενε ανέκφραστο και άτονο.
«Κάτι τρομερό μου συμβαίνει», ψέλλισε με φωνή επίπεδη. «Δεν μπορώ να νιώσω το κορμί μου. Νιώθω αλλόκοτα, σαν ασώματη.»
Τότε κάλεσαν τον διάσημο νευρολόγο, δρ Όλιβερ Σακς. Εκείνος κατάλαβε ότι δεν ήταν υστερία.

Οι εξετάσεις αποκάλυψαν μια οξεία πολυνευρίτιδα, μια φλεγμονή που πρόσβαλλε τις αισθητικές ρίζες των νωτιαίων και κρανιακών νεύρων.
Ο εγκέφαλος της δεν δεχόταν κανένα ερέθισμα απ” τους μυς, τους τένοντες ή τους συνδέσμους. Υπήρχε έκπτωση και της αίσθησης του πόνου και της θερμοκρασίας.
Η Χ, πράγματι, δεν είχε πλέον σώμα.

Εννιά χρόνια μετά κατάφερε να έχει μια σχεδόν φυσιολογική ζωή. Ο τρόπος; Έκανε συνειδητά ό,τι μέχρι τότε το σώμα της έκανε αυτόματα κι ασυνείδητα.
Για να φάει έπρεπε να «βρει» το χέρι (με τα μάτια) και να το οδηγήσει, πάντα κοιτώντας “το, μέχρι το πηρούνι. Να δει τα δάκτυλα να κλείνουν, να πάρει φαγητό και να το φέρει (πάντα κοιτώντας “το) ως το στόμα.
Με τον ίδιο τρόπο κατάφερνε να περπατάει, να κάθεται, να γράφει στο πληκτρολόγιο.
Έμαθε πάλι να μιλάει, αλλά η φωνή της έμοιαζε τεχνητή, σαν την φωνή ηθοποιού που απευθύνεται σε ακροατήριο.
Το πρόσωπο της παρέμενε ανέκφραστο κι επίπεδο (κάπως σαν την «πέτρινη μάσκα του Μπάστερ Κήτον»), εκτός κι αν κοιτιόταν στον καθρέφτη. Τότε μπορούσε να χαμογελάσει (αν και κάπως υπερβολικά, αφύσικα).
Ουσιαστικά αντικατέστησε την ιδιοδεκτική αίσθηση με εκείνη της όρασης. Αισθανόταν το σώμα της μόνο οπτικά.

Στις συζητήσεις της με τον Σακς ανέφερε πως ένιωθε «απουσιωμένη, ασώματη, σαν ένα είδος ζωντανού φαντάσματος».
Ήταν σαν να έλεγχε κάποιο σώμα ξένο μ” ένα κράνος virtual reality.
Κι έπρεπε διαρκώς να θυμίζει στον εαυτό της ότι εκείνο το σώμα που κινούσε οπτικά ήταν… ο εαυτός της.

Επίλογος:
Αυτή η υπόθεση έχει -εμφανώς- κι ένα δεύτερο επίπεδο, πιο φιλοσοφικό.
Συνηθίζουμε να ορίζουμε τον εαυτό μας με βάση τον εγκέφαλο μας -και τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους άλλους εγκεφάλους.
Οι περισσότερες θρησκείες υποβιβάζουν το σώμα στο ρόλο ενός φθαρτού βαστάζου, που επωμίζεται το βάρος της άφθαρτης ψυχής.
Ο μύθος του Ανθρώπου (homo sapiens sapiens) έχει χτιστεί γύρω απ” τη διανοητική του ικανότητα. Το σώμα θεωρείται κάτι υποδεέστερο, προσβλητικό όταν είναι γυμνό.
Οι σπάνιες υποθέσεις νευρολογίας, όπως αυτή της Χ, που έχασε το σώμα της, καταδεικνύουν ότι αυτό που θεωρούμε «ταυτότητα», είναι η ολότητα.
 ------------------
ΥΓ: Το όνειρο της Χ, στο οποίο προείδε την αρρώστια, δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό ή προφητικό.
Ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα (και πολύ πιο γρήγορα) απ” αυτά που συνειδητοποιούμε.
Κατάλαβε τι θα συνέβαινε, αλλά ο μόνος τρόπος να το μεταδώσει στο συνειδητό της Χ ήταν μέσω του ονείρου.
Γι” αυτό είναι χρήσιμο να «ακούμε» τι μας λέει ο εαυτός μας στα όνειρα.

Η διδασκαλία των Αρίων

Η «γνώση» παράγει «απόσπαση»

O Julius Evola [Ιούλιος Έβολα] υπήρξε ακέραιος στοχαστής και φιλόσοφος μιας πνευματικής παρακαταθήκης και ενός ηρωικού τρόπου ζωής στα πρότυπα των αρχαίων ευγενών πολεμιστών. Μιας ασκητικής διδασκαλίας, διαχωρισμένης με τον πλέον αυτάρκη τρόπο, από το μη – αυθύπαρκτο και αδρανές υλιστικό πνεύμα της σύγχρονης μαζικοποίησης, στρεφόμενης καθαρά προς ένα υπερβατικό κέντρο έξω και πέρα από την αιτιότητα και την αναγκαιότητα της εξαρτημένης δημιουργίας και καταστροφής. Το πνεύμα ενός Ολύμπιου, αξονικού νου ο οποίος ατάραχος και γαλήνιος φωτίζει σαν ήλιος τις πλάνες και τις ψευδαισθήσεις των απέραντων δημιουργιών και του κύκλου της ζωής.

Σ’ αυτήν την καθοδική πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, την οποία ο Έβολα παρομοίωσε με την σκοτεινή εποχή της Ινδουιστικής Κάλι Γιούνγκα, το σιδηρούν γένος του Ησίοδου, αλλά και ως το Λυκόφως των Θεών, παρέθεσε ένα πλήθος “υπερβατικών σημείων αναφοράς”, προτείνοντας στην ουσία τόσο το δρόμο της ατομικής δράσης, όσο και τον δρόμο του «Γνώθι σ’ Αυτόν».

Σκοπός του ήταν η αφύπνιση και η απελευθέρωση της ενεργητικής αρχής του ανθρώπου και το άλμα αυτού προς το εσωτερικό του κέντρο, το ενστικτώδες. Στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται το πρόβλημα του “απαραβίαστου της ύπαρξης”, το Είναι, η Ψυχή, πρόσωπο με πρόσωπο με το αδηφάγο κι ακόρεστο Γίγνεσθαι που μας περιβάλλει.

«Ο καθένας είναι άρχοντας του εαυτού του, δεν υπάρχει κανένας άλλος άρχοντας και με το να κυριεύσεις τον εαυτό σου θα έχεις έναν αφέντη όμοια του οποίου είναι δύσκολο να βρεις»

Ο βρυχηθμός του λιονταριού

«Αν, από τη μία μεριά, αυτός ο πολιτισμός θερίζει περισσότερα θύματα από κάθε άλλο γνωστό παγανιστικό είδωλο, από την άλλη μεριά, η φύση του είναι τέτοια που μέσα σ’ αυτόν, ακόμα και ο ηρωισμός, η θυσία και ο αγώνας, επιδεικνύουν σχεδόν χωρίς εξαίρεση, έναν σκοτεινό “στοιχειώδη”, και απλά γήινο χαρακτήρα, ακριβώς εξαιτίας της ελλείψεως κάποιου ανώτερου, υπερβατικού στοιχείου αναφοράς»

Οι τεχνικές της πνευματικής πραγμάτωσης που παραθέτει στα βιβλία του μπορούν να θεωρηθούν ως απόπειρες, άλλες φορές σε εξωτερικό και άλλες φορές σε εσωτερικό επίπεδο, να προάγει μια αλλαγή στη νοοτροπία του Ιταλού, τον οποίο σκιαγραφεί στερεότυπα σαν τον τύπο που παίζει μαντολίνο, τρώει μακαρόνια και είναι όλο πίτσα, μαφία-πολιτική και εκκλησία. Αντίστοιχες περιγραφές μπορούν να γίνουν αυθόρμητα για τον σύγχρονο Έλληνα αστό, υποταγμένο στις προδιαθέσεις του για άρτο και θεάματα, με την συνοδεία εκκλησιαστικών ύμνων και λαϊκών ασμάτων.

«Άπαξ και η απόσπαση ερμηνευτεί κυρίως με αυτή την εσωτερική αίσθηση, φαίνεται ίσως ευκολότερο να επιτευχθεί σήμερα σε κάποιο πιο φυσιολογικό και παραδοσιακό πολιτισμό. Αυτός που είναι ακόμα ένα “Άριο” πνεύμα σε μια μεγάλη Ευρωπαϊκή ή Αμερικάνικη πόλη, με τους ουρανοξύστες και την άσφαλτο, με τα πολιτικά και τα σπορ, με τα πλήθη που χορεύουν και κραυγάζουν, με του υποστηρικτές της κοσμικής κουλτούρας και της άψυχης επιστήμης και ούτω καθεξής – ανάμεσα σε όλα αυτά μπορεί να νιώσει τον εαυτό του πιο μόνο, αποσπασμένο και περιπλανώμενο από ότι θα ήταν στην εποχή του Βούδα σε συνθήκες φυσικής απομόνωσης και πραγματικής περιπλάνησης.

Η μεγαλύτερη δυσκολία, από αυτή την άποψη, βρίσκεται στο να δώσει κανείς, σε αυτή την αίσθηση της εσωτερικής απομόνωσης, που σήμερα μπορεί να συμβαίνει σε πολλούς σχεδόν αυθόρμητα, ένα θετικά γεμάτο, απλό και διάφανο χαρακτήρα, με εξάλειψη κάθε ίχνους κενότητας, μελαγχολίας, διχόνοιας ή άγχους. Η απομόνωση και η μοναξιά δεν θα πρέπει να είναι βάρος, δυστυχία, κάτι το οποίο κάποιος πάσχει, το οποίο γεννιέται άθελα, ακούσια, ούτε ένα είδος καταφυγίου ή ασύλου που μεταφέρεσαι με τη βία ή κάτω από περιστάσεις, αλλά απεναντίας, μια φυσική, απλή και ελεύθερη ψυχική διάθεση. Σε ένα κείμενο διαβάζουμε: «Η μοναξιά αποκαλείται σοφία, αυτός ο οποίος είναι μόνος θα ανακαλύψει ότι είναι χαρούμενος»

Κατεξοχήν νεοπλατωνικός φιλόσοφος, πολέμιος του χριστιανικού πνεύματος αλλά και των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών επαναστάσεων που οδήγησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην αστικοποίηση και ισοπέδωση της ιδιαίτερης ατομικής αρχής του ανθρώπου, ο σύγχρονος αυτός Ηράκλειτος, ακολούθησε μια γραμμή ελεύθερη προκαταλήψεων από φιλοσοφικές, πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Ως προς αυτές, ενστερνίστηκε την άποψη του Νίτσε, ότι οι πεποιθήσεις είναι οι εχθροί της αλήθειας, χειρότεροι από τα ψεύδη, διότι οποιοδήποτε ψεύδος, με όση τέχνη και να υφανθεί, πάντα έχει σαν εχθρό την κριτική ανάλυση, την ικανότητα για Δ Ι Α Κ Ρ Ι Σ Η.

Η οξύτατη και ψυχρή αναλυτική ικανότητά του θεωρεί και ξεπερνά πολιτικοκοινωνικά συστήματα, όπως θρησκευτικό-μοναρχικά, πρωτόγονα και ανιμιστικά, πεφωτισμένα και φεουδαρχικά, αστικό – εμπορικά και επιλεκτικά, κολλεκτιβιστικά και καπιταλιστικά. Απολύτως η θεωρητική του ανάλυση ίσταται υπεράνω του καλού και του κακού και στέκεται σαν πρόταση για άμεση δράση και εξέγερση ενάντια στο σύγχρονο κατεστημένο, ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, δόγματα και δοξασίες.

«Ένα γήινο τελλουρικό πνεύμα μπορεί να θεωρήσει εντελώς φυσιολογικό ένα σκοτεινό αυτοπροσδιορισμό με τη δημιουργία και τις στοιχειώδεις δυνάμεις της, σε τέτοια έκταση που ούτε καν αντιλαμβάνεται την τραγική της άποψη – όπως συμβαίνει κάποιες φορές μεταξύ των Νέγρων, των άγριων, πρωτόγονων και απολίτιστων λαών, ακόμα και μεταξύ συγκεκριμένων Σλάβων. Ένα »Διονυσιακό» πνεύμα μπορεί να θεωρήσει την καθολική παροδικότητα, μικρής σημασίας, αντιπαραθέτοντας σε αυτή το carpediem (το άδραγμα της μέρας), τη χαρά της στιγμής, τον ενθουσιασμό ενός διεφθαρμένου όντος που απολαμβάνει από στιγμή σε στιγμή διεφθαρμένα πράγματα, μια χαρά όλο και πιο έντονη μέσα σε αυτά.

Ένα »σεληνιακό» πνεύμα, θρησκευτικά προδιαθετημένο, μπορεί με τη σειρά του να δει στο απροσδόκητο της ζωής μια εξιλέωση ή μια εξέταση, στην αντιμετώπιση της οποίας οφείλει να συμπεριφερθεί με μετριοφροσύνη και μοιρολατρία, έχοντας πίστη στην αδιαπέραστη και ανεξιχνίαστη θεία θέληση, διατηρώντας την αίσθηση του »πλάσματος» που δημιουργήθηκε απ’ το τίποτα.

Από άλλους πάλι ο θάνατος μας, θεωρείται ένα απόλυτα φυσικό και τελικό φαινόμενο, η σκέψη του οποίου δεν θα έπρεπε ούτε για μια στιγμή να αναστατώσει μια ζωή προσανατολισμένη προς γήινες φιλοδοξίες. Τέλος ένα »Φαουστιανό», »τιτανικό» ή Νιτσεϊκό πνεύμα μπορεί να πιστεύει και να διακηρύσσει έναν »τραγικό ηρωισμό», να επιθυμεί δημιουργία κι ακόμα να επιθυμεί την »αιώνια επιστροφή». Και ούτω καθεξής.

Από τα παραπάνω παραδείγματα φαίνεται εύκολα ότι η Γνώση παράγει Απόσπαση, μονάχα στη περίπτωση μιας ιδιαίτερης φυλής ενός πνεύματος, εκείνη την οποία με μια ιδιαίτερη ευθυκρισία έχουμε αποκαλέσει ΗΡΩΙΚΗ. Μονάχα σε εκείνους τους οποίους αυτή η φυλή επιβιώνει και οι οποίοι το επιθυμούν, είναι δυνατόν το θέαμα του καθολικού απροσδόκητου να γίνει η αρχή της αφυπνίσεως, να καθορίσει την επιλογή των κλίσεων, να προκαλέσει και να διεγείρει την αντίδραση που ακολουθείται από το «Όχι, δεν θέλω άλλο από αυτό», όπως και από το «Αυτό δεν ανήκει σε μένα, δεν είμαι αυτό, αυτό δεν είναι ο εαυτός μου» επεκταμένα σε όλες τις καταστάσεις της σαμσαρικής ύπαρξης.

Η εργασία τότε έχει μία και μοναδική δικαιολογία – δικαίωση: πρέπει να γίνει, δηλαδή, για το ευγενές και ηρωικό πνεύμα δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή. «Εκείνο το οποίο είναι να γίνει έχει γίνει» – αυτή είναι η καθολική επαναλαμβανόμενη φράση που αναφέρεται στους Αρίους οι οποίοι έχουν καταστρέψει την άγνοια και έχουν επιτύχει την αφύπνιση.»

«Η διδασκαλία των Αρίων αποκαλείται πέραν της φαντασίας και είναι ανεπίδεκτη αφομοίωσης από κάθε διαδικασία συλλογισμού. Εκείνο το οποίο δεν μπορεί να κατανοηθεί με την λογική. Αντίθετα παρουσιάζεται ως μία »αφύπνιση». Κάποιος μπορεί να δει με μιας, την αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτή τη μέθοδο και τις απόψεις του Πλάτωνα περί αναμνήσεως, αναπόλησης ή αναθύμισης, υπερνικώντας την κατάσταση της λήθης.” Στην διδασκαλία της αφυπνίσεως, ο Έβολα παρουσίασε τον αρχέγονο ασκητικό Βουδισμό με ένα αριστοκρατικό χαρακτήρα, ο οποίος ορίζει μέσα στον άνθρωπο ένα ουσιαστικό πυρήνα μεταφυσικό και προκαταρκτικό.

«Ο βρυχηθμός του λιονταριού» είναι ο προσδιορισμός του πρίγκιπα Σιντάρτα – του Βούδα. Αυτός που ανήκει στην κάστα των πολεμιστών, ένας ασκητικός πολεμιστής ο οποίος άνοιγε ένα μονοπάτι μόνος του με την δικιά του δύναμη. Σε αντίθεση με την ερμηνεία που δόθηκε απ’ τους θρησκευτικούς αντιπροσώπους του βουδισμού, «σαν απλός ηθικός κώδικας βασισμένος στην ευσπλαχνία, τον ανθρωπισμό και έχοντας αποδράσει απ’ τη ζωή επειδή αυτή είναι δεινοπάθημα» η οποία θεωρήθηκε εξωγενής, βέβηλη και επιφανειακή.

Η πρωταρχική σημασία του όρου άσκηση – από το ασκέω, »να εκγυμνάζομαι» – ήταν απλά εκγύμναση και κατά τη Ρωμαϊκή έννοια πειθαρχία. Ο αντίστοιχος Ινδο – Άριος όρος είναι tapas και έχει μια αντίστοιχη σημασία, με εξαίρεση το ότι, η ρίζα tap, που σημαίνει »είμαι καυτός» ή »λάμπω», περιέχει επίσης την ιδέα μιας έντονης και σφοδρής συγκέντρωσης λάμψης, σαν από φωτιά.

Με την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, ωστόσο, ο όρος άσκηση έχει πάρει μια ιδιαίτερη σημασία που διαφέρει απ την αρχική. Όχι μόνο υποθέτει μια αποκλειστικά θρησκευτική σημασία, αλλά απ’ το γενικό ύφος της πίστης και του θρησκευτικού δόγματος που έχει έρθει να κυριαρχήσει ανάμεσα στον δυτικό κόσμο, ο ασκητισμός είναι άρρηκτα δεμένος με ιδέες που έχουν να κάνουν με νέκρωση και ταπείνωση της σάρκας, καθώς και με επίπονη, οδυνηρή απάρνηση του κόσμου: έχει έτσι φτάσει να αντιπροσωπεύει τη μέθοδο με την οποία αυτή η πίστη συνήθως συνηγορεί και υποστηρίζεται σαν την πλέον κατάλληλη για την απόκτηση »σωτηρίας» και την συμφιλίωση του ανθρώπου με τον δημιουργό του, παραφορτωμένος πάντα με πρωταρχικές αμαρτίες.

«To μίσος του πρωταρχικού χριστιανισμού για κάθε μορφή γονιμοποιού πνευματικότητας, το στιγματίζειν του σαν παραφροσύνη και αμάρτημα υπερηφάνειας όλων αυτών των πραγμάτων που μπορούν να βοηθήσουν σε μια ενεργή υπέρβαση της ανθρώπινης κατάστασης, εκφράζουν με τρόπο καθαρό την μη κατανόηση για το ηρωικό σύμβολο.

Το δυναμικό που η νέα πίστη γνώρισε να παράγει μεταξύ αυτών που αισθάνονταν το ζωντανό μυστήριο του χριστού, του σωτήρα και απ αυτό ήλξαν την δύναμη για μια φρενίτιδα του μαρτυρίου, δεν εμποδίζει το ότι η έλευση του χριστιανισμού σημαίνει μια πτώση. Με αυτό το δυναμικό συνολικά, πραγματοποιήθηκε μια ειδική μορφή εκείνου του ευνουχισμού που ανήκει στους κύκλους σεληνιακού-ιερατικού τύπου»

“Η παρούσα κρίση των δυτικών θρησκειών βασισμένες στην πίστη, είναι γνωστή σε όλους και δεν χρειάζεται να επισημάνουμε τον ολοκληρωτικά κοσμικό, υλιστικό και σαμσαρικό χαρακτήρα της νοοτροπίας η οποία δεσπόζει στους σύγχρονους καιρούς μας. Έχουμε την δικαιοδοσία να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας, κάτω από αυτές τις συνθήκες, ποιο σύστημα, βασισμένο αυστηρά στη γνώση, ελεύθερο από στοιχεία τόσο πίστεως όσο και νοησιαρχίας, όχι δεμένο με μια τοπικά οργανωμένη παράδοση, αλλά στην πραγματικότητα κατευθυνόμενο προς το ενστικτώδες, θα μπορούσε να προσφέρει. Είναι προφανές ότι αυτό το μονοπάτι ταιριάζει μόνο σε μια πολύ μικρή μειονότητα, που έχει το χάρισμα μιας εξέχουσας εσωτερικής δύναμης.”

Η προσπάθεια του Έβολα να παρουσιάσει τον άνθρωπο ως Άτομο εξ’ ολοκλήρου πνευματικό, που αγωνίζεται στο πεδίο της μάχης και δεν παραιτείται άνανδρα από τις περιπέτειες της ζωής, είναι σύμφωνη με το ιδεώδες του να ξεπερνά κάποιος τις φυσικές αντιστάσεις με την δύναμη της θέλησης του και με σκοπό να αφυπνιστεί από τις πλάνες. Η αποφασιστικότητα του – είναι καλύτερα να πεθάνεις μαχόμενος παρά να ζεις νικημένος – φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την ευθύνη της ύπαρξής του, αποσπώντας τον από το μη – αυθύπαρκτο και εξαρτημένο πνεύμα του υλισμού.

«Η γνώση σε ένα κείμενο παρομοιάζεται με την λάμψη μιας αστραπής. Κάποιος προτρέπεται να »ανυψωθεί και να αφυπνιστεί» όταν αντιληφθεί την ίδια του την παθητικότητα, την ίδια του την νωθρότητα, το ότι δεν αφήνει την στιγμή να περάσει – αν η κατάλληλη στιγμή αφεθεί να περάσει, εκείνη τη στιγμή κατά την οποία κάποιος θα ήταν σε θέση να υπερνικήσει την δύναμη στην οποία τόσο οι άνθρωποι, όσο και οι θεοί υπόκεινται, ο δαίμονας του θανάτου θα επιβεβαίωνε την ισχύ του»

«Πρέπει να μπαίνουμε στην μάχη καθημερινά – αύριο ίσως να μην υπάρχουμε. Δεν υπάρχει ανακωχή για μας με τον μεγάλο στρατό του θανάτου. Μονάχα, κάποιος που ζει μ’ αυτόν τον τρόπο, που αγωνίζεται ακούραστα μέρα και νύχτα, επιτυγχάνει την ευδαιμονία, επιτυγχάνει την μακαριότητα και αποκαλείται ευλογημένος σοφός»

Η φύση του ανυπόστατου και παροδικού γίγνεσθαι νοείται ως μια ροή, ένα ρεύμα, κάτι το οποίο δεν ξεκινάει με την γέννηση ούτε διακόπτεται από τον θάνατο. Όταν οι συνθήκες, οι οποίες έχουν καθορίσει τον συνδυασμό των στοιχείων και των καταστάσεων σε ένα βλαστό, δεν είναι πλέον αποτελεσματικές, το άτομο ως τέτοιο – δηλαδή ως συγκεκριμένο άτομο – διαλύεται, καταναλώνεται και επιστρέφει, ανάλογα με τις κλίσεις και τις προδιαθέσεις, σε νέο “όνομα και μορφή”, όχι απόλυτα όμοιο, ούτε απόλυτα διαφορετικό – διαμορφωμένο, καθορισμένο και εξαρτημένο από περιεχόμενο, το οποίο είναι παροδικό. Η ίδια η ζωή λοιπόν, μορφοποιεί και αναλώνει τον εαυτό της, αυτοστιγμεί, ακατάπαυστα και απεριόριστα, σε ένα απρόσωπο και αιώνιο κύκλο επιθυμίας και δίψας για δημιουργία και καταστροφή. Τον κύκλο των γεννήσεων, της ειμαρμένης και της αναγκαιότητας.

«Αυτό το ρεύμα είναι μια φαντασμαγορία κενή από ουσία: πέρα από αυτό ο ασκητής, ο οποίος προχωράει σαν εκείνον του οποίου το κεφάλι φλέγεται, αναζητά την «ακλόνητη κατοικία»

Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι η κληρονομιά, πέρα από τους υπαινιγμούς μιας γήινης βιολογικής κατεύθυνσης, θεωρείται κάτι πολύ πιο αχανές. Μέσα στα ευρύτερα πλαίσια μιας διαδικασίας καύσης και αναζωπύρωσης, όπου τα γένη, οι φυλές, τα είδη τοποθετούνται πλέον, σε μια αλυσίδα προδιαθέσεων και επιθυμιών, ταυτιζόμενες με την πλάνη του Εγώ, αλλά υποκείμενες ουσιαστικά στο μη αυθύπαρκτο.

Επίσης, γίνεται αντιληπτή από το υπεραισθητό μάτι, η παρουσία μιας οντότητας, ενός »δαίμονα», ο οποίος έχει μια προ- και μια αλληλογενέθλια ύπαρξη, τρεφόμενη από την »επιθυμία» και μεταφερόμενη από τις παρορμήσεις τροφοδοτούμενες από άλλες ζωές και η οποία αναζητά να φανερωθεί σε μια νέα ύπαρξη μέσω της διαδικασίας μιας νέας »καύσης». Πρόκειται για μια ζωή η οποία δεν εξαντλείται ανάμεσα στα όρια του ατόμου, αλλά η οποία θεωρείται μάλλον ως η »ζωή» αυτής της ζωής και η οποία σχετίζεται με τις αντιλήψεις του »δαίμονα», του »σωσία» και του »μεγαλοφυή» στις διάφορες μυθολογίες και καταγράφεται ως παρουσία απαραίτητη, επιπρόσθετα σ’ αυτή των γονέων, για να συμβεί μια γέννηση.

«Αν επιθυμούμε να βρούμε την καταγωγή της φωτιάς η οποία καίει με κάποιο ιδιαίτερο κούτσουρο, θα ήταν παράλογο να αναζητήσουμε την καταγωγή του δέντρου από το οποίο το κούτσουρο προήλθε, και του δάσους στο οποίο το δέντρο ανήκε και πάει λέγοντας – το πολύ πολύ να μπορούσαμε να ανακαλύψουμε την ποιότητα της καύσιμης ύλης. Η καταγωγή της φωτιάς, αντίθετα, θα έπρεπε να αναζητηθεί στην φύση της φωτιάς αυτής καθαυτής, και όχι σ’ αυτή του ξύλου, αναζητώντας την σπίθα που άναψε την φλόγα και μετά την φλόγα από την οποία η σπίθα προήλθε και ούτω καθεξής. Όμοια, η πιο ουσιαστική και αληθινή »άμεση» κληρονομιά ενός ατόμου δεν βρίσκεται στην γενεαλογία των γήινων γονέων του. Τα ανθρώπινα όντα είναι κληρονόμοι, διάδοχοι και υιοί πράξεων και όχι κάποιου πατέρα και μητέρας. Δίπλα από την κληρονομία του σώματος κάποιου, υπάρχει η σαμσαρική κληρονομιά και τελικώς υπάρχει η κληρονομιά του, η οποία είναι η αρχή »εκ των άνω» επισκιασμένη από την άγνοια.»

«Με την βασική προϋπόθεση ότι ο ασκούμενος στη διδασκαλία είναι πραγματικά άνθρωπος, και λαμβάνοντας υπόψη την περίπτωση ότι δεν είναι όλοι που φαίνεται να είναι άνθρωποι, πραγματικά »άνθρωποι», ανάλογα με το πως οι στοιχειώδεις δυνάμεις διαμορφώνουν τα διάφορα καλούπια των ειδών, έχουμε την πρωταρχική ώθηση για αφύπνιση. Αυτή η πιθανότητα είναι εφικτή ακριβώς στον άνθρωπο και συνδέεται με μια ουσιαστική θεμελιώδη ελευθερία η οποία ξεπερνάει ακόμα και το επίπεδο των »θεών». Αυτό, λόγω της διττότητας της φύσης του, εν μέρει θνητός, εξαρτημένος και υπό κατοχή και εν μέρει και ουσιαστικά αθάνατος, του δίνει την ευκαιρία να φτάσει στο υπερθεϊστικό αποκορύφωμα, το οποίο πράγματι είναι μια »μεγαλειώδης απελευθέρωση».

«Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι σε συγκεκριμένες στιγμές είναι ικανοί να αποσπαστούν απ’ τους εαυτούς τους, να βρεθούν κάτω από την επιφάνεια, κάτω στα σκοτεινά βάθη της δυνάμεως που κυβερνά το σώμα τους και εκεί όπου αυτή η δύναμη χάνει το όνομα και την ταυτότητά της. Έχουν την αίσθηση αυτής της δύναμης να εκτείνεται και να εσωκλείει το »εγώ» και το »μη εγώ», διαποτίζοντας όλη τη φύση, στηρίζοντας και τεκμηριώνοντας τον χρόνο, υποστηρίζοντας μυριάδες όντα σαν να ήταν μεθυσμένα ή σε παραίσθηση από τοξικές ουσίες, επανεγκαθιστώντας τον εαυτό της σε χιλιάδες μορφές, ακαταμάχητη, ατίθαση, ανεξάντλητη, ακατάπαυστη, απεριόριστη, φλέγουσα με αιώνια ανεπάρκεια και αίσθημα πείνας.

Αυτός ο οποίος φτάνει σ’ αυτή την τρομερή αντίληψη, σαν μια άβυσσο που ξαφνικά ανοίγει, αρπάζει το μυστήριο της samsara και της σαμσαρικής συνείδησης και αντιλαμβάνεται και ζει πλήρως την διδασκαλία της μη αυθυπαρξίας, του »μη εγώ». Το πέρασμα από την καθαρή ατομική συνείδηση σε αυτή την σαμσαρική συνείδηση που εμπεριέχει αόριστες πιθανότητες διαβίωσης, τόσο καταχθόνιες, όσο και ουράνιες – αυτή, ουσιαστικά, είναι η βάση της Διδασκαλίας της Αφυπνίσεως.»

«Υπάρχουν έντονες, οργανικές μορφές φόβου, μορφές τις οποίες μπορούμε σχεδόν να τις αποκαλέσουμε υπερβατικές από την στιγμή που δεν περιορίζονται σε απλές ψυχολογικές καταστάσεις ενός ατόμου αλλά οι οποίες προέρχονται από συγκεκριμένες αβυσσαλέες επαφές»

Ο ίδιος ο Έβολα έδρασε σε μια εποχή αποϊεροποιημένη από το παραδοσιακό πνεύμα των αρχαίων ηρωικών πολιτισμών. Το ανθρώπινο γένος, έχοντας αφομοιώσει ως αληθινή, την προσκόλλησή του σε ένα θρησκευτικό πνεύμα παθητικού, σεληνιακού τύπου, υπέστη στον πυρήνα του μια ισοπέδωση της ενεργητικής ηλιακής του αρχής και αποποιήθηκε τις δυνατότητές του για άμεση απελευθέρωση. Η ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου έπαψε να αντιλαμβάνεται και να διακρίνει ενστικτωδώς και άμεσα τις ενέργειες εκείνες που τον τοποθετούσαν στο πάνθεον των ηρώων και κατέπεσε σε μια μαζική φρενίτιδα πλάνης, μαρτυρίου, βίας και εξιλέωσης από παράγοντες εξωγενείς και βέβηλους. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο άνθρωπος, οικειοθελώς εξαγοράστηκε, δημιουργώντας ο ίδιος και διαιωνίζοντας την περίτεχνη κοσμική φυλακή του με τον ανεύθυνο και αδρανοποιημένο τρόπο ζωής ή κατά πόσο εκδιώχθηκε από το μεταφυσικό κέντρο του, κατακερματισμένος και εξόριστος από το ένστικτο και την πηγή.

“Μιλούν για το «ανάχωμα, πέρα από το οποίο ακόμα και η νύχτα μοιάζει με μέρα, αφού ο κόσμος του brahman είναι αμετάβλητο φως», ένα ανάχωμα αποτελούμενο από το atma εναντίον εκείνου το οποίο ούτε η σήψη, ούτε ο θάνατος, ούτε ο πόνος, ούτε οι καλές πράξεις, ούτε οι κακές πράξεις μπορούν να επικρατήσουν. Μιλούν για τον «δρόμο των θεών» που οδηγεί κάποιον μετά το θάνατο προς το απόλυτο και ενστικτώδες, όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Αλλά την ίδια στιγμή ένας άλλος δρόμος λαμβάνεται υπόψη, κατά μήκος του οποίου κάποιος επιστρέφει, ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΘΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΡΟΦΗ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΓΗ. Στα αρχαία κείμενα η πιθανότητα μιας απελευθέρωσης δεν εξετάζεται για αυτούς που πηγαίνουν σε εκείνον τον δεύτερο δρόμο»

«Βρισκόμαστε, σήμερα, στό τέλος ἑνός κύκλου. Ἀπό αἰῶνες, χωρίς στήν ἀρχή νά γίνη ἀντιληπτό, πολλαπλές ἐξελίξεις κατέστρεψαν στήν Δύσι κάθε φυσική καί νομική τάξι, νόθευσαν κάθε ὑψηλή ἀντίληψι γιά τήν ζωή, τήν δρᾶσι, τήν γνῶσι, τόν ἀγῶνα. Ἡ κίνησις αὐτῆς τῆς πτώσεως, ἡ ταχύτης της, ὁ παραλογισμός της ὀνομάστηκαν πρόοδος. Σήμερα βρισκόμαστε στό μέσον ἑνός κόσμου ἐρειπίων. Τό ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: ὑπάρχουν ἄνθρωποι ὀρθοί στά πόδια τους ἀνάμεσα σ᾽ αυτά τά ερείπια; Καί τί πρέπει, τί μποροῦν νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί;

Σάν πνεῦμα ὑπάρχει κάτι πού μπορεῖ νά χρησιμεύση σάν ἀχνάρι στίς δυνάμεις μας, δυνάμεις Ἐξεγέρσεως καί Ἀνορθώσεως: εἶναι τό Ἱπποτικό Πνεῦμα. Εἶναι ἡ στάσις ἐκείνων πού ἤξεραν νά ἀγωνίζωνται ἔστω και ἂν γνώριζαν ὃτι ἡ μάχη ἦταν «ὑλικά» χαμένη. Ἐκείνων πού ἤξεραν νά δώσουν ἰσχύ στίς λέξεις τοῦ ἀρχαίου ρητοῦ «ἡ πίστης εἶναι πιό δυνατή από τήν φωτιά».

Πρέπει να δοκιμαστοῦμε. Ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ποῖοι εἴμαστε. Μπροστά σ᾿ ἓναν κόσμο πλημμυρισμένο ἀπό βόρβορο καί μέ ἀρχή του τό ὃτι «πρῶτα ἔρχεται το στομάχι καί ὕστερα οἱ Ἀρχές» πρέπει νά αντιταχθοῦμε. Ἐμείς δέν μποροῦμε νά κάνουμε διαφορετικά. Αὐτός εἶναι ὁ Δρόμος μας. Αὐτή ἡ Ὕπαρξίς μας» Julius Evola