Το δίχτυ των αφηγήσεων στο εσωτερικό της Οδύσσειας είναι εξαιρετικά πυκνό. Φτάνει να σκεφτούμε πως το ένα τρίτο περίπου του έπους καταλαμβάνεται από εσωτερικές διηγήσεις: μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης, με διαφορετικό περιεχόμενο, με εναλλασσόμενους διηγητές και ακροατές, εκτελεσμένες σε άλλον χώρο και χρόνο. Τούτο σημαίνει ότι, με βάση τις όποιες ομοιότητες και διαφορές τους, οι εσωτερικές διηγήσεις επιδέχονται πιο συστηματική ταξινόμηση, οριζόντια και κάθετη, που μας επιτρέπει να μιλούμε μεταφορικά για σταυρόλεξο.
Το πρώτο (συγκριτικό και διακριτικό) στοιχείο τους είναι το υποκείμενο της εκφοράς τους: ποιος δηλαδή κάθε φορά διηγείται. Ο κατάλογος λοιπόν διηγητών που προκύπτει με τη σειρά εμφάνισης στην πορεία του έπους είναι: Νέστορας, Μενέλαος (συμπληρωματικά και η Ελένη), Οδυσσέας, Εύμαιος. Πρέπει ωστόσο εξαρχής να υπογραμμιστεί ότι ποσοτικά και ποιοτικά υπερέχει κατά πολύ ο διηγητικός ρόλος του Οδυσσέα. Το δεδομένο αυτό επιβεβαιώνει την αρχική υπόθεση ότι ο εξωτερικός αφηγητής (δηλαδή ο ποιητής) συγκεντρώνει στον Οδυσσέα κυρίως την αφηγηματική του προτίμηση, θεωρώντας τον λίγο πολύ αφηγηματικό του εκπρόσωπο. Εξάλλου ο διηγητής Οδυσσέας είναι ο μόνος που ασκεί τον αφηγηματικό του ρόλο και στα δύο μέρη του έπους, τα οποία ορίζουν τον εξωτερικό και τον εσωτερικό του νόστο. Κάτι περισσότερο: ο Οδυσσέας διεκπεραιώνει όχι μόνο γνήσιες αλλά και πλαστές διηγήσεις, επαινείται μάλιστα για τη διπλή αυτή αφηγηματική του δεξιοσύνη από τον Αλκίνοο, τον Εύμαιο αλλά και τη θεά Αθηνά. Στο σημείο όμως τούτο χρειάζεται να οριστούν ακριβέστερα οι δύο τύποι διήγησης (γνήσιας και πλαστής) στους οποίους εξίσου διαπρέπει ο Οδυσσέας.
Γνήσιες και πλαστές διηγήσεις
Γνήσιοι θεωρούνται οι «Απόλογοι» του Οδυσσέα, τόσο οι «Μεγάλοι» (ι-μ), όσο και οι «Μικροί» (ψ 310-343). Οι πρώτοι εκφέρονται στη Σχερία προς χάριν του Αλκινόου, της Αρήτης και των επιφανών Φαιάκων. Οι δεύτεροι προφέρονται στην Ιθάκη και προσφέρονται αποκλειστικά στην Πηνελόπη ως επιστέγασμα του κορυφαίου αναγνωρισμού. Η γνησιότητα ή η αλήθεια των εσωτερικών αυτών διηγήσεων (το ἔτυμον, το ἀτρεκές τους, όπως λέγεται στο πρωτότυπο κείμενο) συμπεραίνεται από τη σύμπτωση της ομολογίας τόσο του ποιητή όσο και του εσωτερικού αφηγητή ότι στην προκειμένη περίπτωση λέγεται η αλήθεια: τα περιεχόμενα δηλαδή της αφήγησης ανταποκρίνονται σε βιωμένες εμπειρίες των ηρώων, βεβαίωση που την αναγνωρίζει και ο ακροατής. Η ασφαλέστερη σφραγίδα της γνησιότητας μιας διήγησης προκύπτει από τη δήλωση ή την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του διηγητή.
Παράδειγμα η εισαγωγή των «Μεγάλων Απολόγων», όπου ο Οδυσσέας καταθέτει για πρώτη φορά μπροστά στον Αλκίνοο και στους Φαίακες τα στοιχεία της ταυτότητάς του: το δικό του όνομα, το όνομα του πατέρα του, το όνομα της πατρίδας του. Σ᾽ αυτό το ονομαστικό τρίγωνο, που αποτελεί και εγγύηση της αφηγηματικής γνησιότητας, εγγράφει στη συνέχεια ο ήρωας τη μακρά του διήγηση. Η εγγύηση αυτή δεν αναιρείται από το περιεχόμενο της διήγησης· αν, λόγου χάριν, περιέχει, όπως συμβαίνει σίγουρα με τους «Μεγάλους Απολόγους», στοιχεία εξωτικά, τέρατα και σημεία δηλαδή, που υπερβαίνουν τις πραγματικές εμπειρίες του ακροατηρίου. Εφόσον δεν εγείρεται από κανέναν αμφιβολία για την αλήθεια αυτών των θαυμαστών στοιχείων, η εγγύηση γνησιότητας παραμένει ισχυρή. Αλλιώς ο εξωτερικός ακροατής προειδοποιείται από τον εξωτερικό αφηγητή ότι η επικείμενη εσωτερική διήγηση είναι ψευδής, πλαστή, επινοημένη. Γενικότερα, μια γνήσια διήγηση επικαλείται το κύρος της αφηγηματικής παράδοσης, και έτσι κατακυρώνεται ως αληθινή.
Η πρώτη πλαστή διήγηση του Οδυσσέα
Πλαστές διηγήσεις θεωρούνται τα ψεύδεα που αφηγείται ο Οδυσσέας σε εχθρούς και δικούς, κρύβοντας την ονομαστική του ταυτότητα και παραμορφώνοντας το σώμα και τον βίο του. Ο ποιητής της Οδύσσειας συνδέει την επιδέξια αφηγηματική ψευδολογία του κεντρικού του ήρωα με την πολύτροπη φύση του, η οποία προεξαγγέλλεται ήδη στον πρώτο στίχο της Οδύσσειας. Η ιδιότητα αυτή επικυρώνεται και από τη θεά Αθηνά, στην οποία, όχι τυχαία, απευθύνει ο Οδυσσέας την πρώτη πλαστή του διήγηση στο πλαίσιο της δέκατης τρίτης ραψωδίας.
Οι Φαίακες έχουν αποθέσει στον κόλπο του Φόρκυνα, βυθισμένον στον ύπνο του, τον Οδυσσέα, αφήνοντας πλάι του τα ξένια δώρα: λέβητες, μαλάματα, λαμπρά υφάσματα. Ύστερα, καλόγνωμοι πάντα, φεύγουν για τη Σχερία. Όταν ο ιθακήσιος ήρωας ανοίγει τα μάτια του, αδυνατεί να αναγνωρίσει το νησί της Ιθάκης, επειδή η Αθηνά το έχει επικαλύψει με πυκνή ομίχλη. Ο Οδυσσέας οδύρεται, πιστεύοντας πως οι Φαίακες τον εξαπάτησαν, πως τον εγκατέλειψαν σε αφιλόξενο τόπο. Οπότε εμφανίζεται μπροστά του ένα αρχοντόπουλο (η Αθηνά μεταμορφωμένη) και τον βεβαιώνει πως πράγματι βρίσκεται στην Ιθάκη. Εκείνος, κρύβοντας τη χαρά του, δικαιολογεί την καχυποψία του, σερβίροντας μια πλαστή διήγηση (ν 250-286).
Είναι, λέει, Κρητικός, βεβαίως έχει ακούσει το φημισμένο όνομα της Ιθάκης, που τώρα πατά το χώμα της. Άφησε πίσω του παιδιά και αγαθά, φεύγοντας κρυφά από την Κρήτη, επειδή σκότωσε με δόλο τον γιο του Ιδομενέα Ορσίλοχο, όταν εκείνος γύρεψε να του αρπάξει όσα λάφυρα ο ίδιος, με κίνδυνο της ζωής του, μάζεψε και έφερε μαζί του από την Τροία. Μέσα στη μαύρη νύχτα, μετά τον φόνο, έτρεξε στο λιμάνι και μπάρκαρε σε φοινικικό καράβι, παρακαλώντας τους ναυτικούς να τον βγάλουν στην Πύλο ή στην Ήλιδα. Πρόθυμα αυτοί τον δέχτηκαν, αλλά στον δρόμο ανεμική τούς παρέσυρε και τους έριξε σε τούτο το λιμάνι. Εδώ τον άφησαν, μαζί με τ᾽ αγαθά του, βυθισμένο σε ύπνο βαθύ, ενώ εκείνοι σάλπαραν για την καλοχτισμένη Σιδονία. Έτσι απόμεινε, μόνος, βαρύθυμος, αμήχανος.
Η θεά χαμογελά, χαϊδεύει τον ευνοούμενο ήρωά της, αλλάζει τώρα μορφή (γίνεται μεγαλόσωμη, ωραία γυναίκα) και του απευθύνει απροκάλυπτα τον λόγο της. Ομολογεί πως δεν θα μπορούσε κανείς, θνητός ή θεός, να συναγωνιστεί τον Οδυσσέα στην εξυπνάδα και στην πονηριά. Είναι απίστευτα κερδαλέος, ἐπίκλοπος, δόλιος, ποικιλομήτης: ψάχνει δηλαδή παντού και πάντα το συμφέρον του, ξεγελώντας τους άλλους, που τους παγιδεύει με το δολερό, πολύστροφο μυαλό του· λόγια και έργα απάτης ρίζωσαν μέσα του αφότου γεννήθηκε, αποτελούν το ριζικό του. Τα λόγια ωστόσο της θεάς δεν συστήνουν ψόγο. Λέγονται με καμάρι, για να υποστηρίξουν την ομολογημένη της συγγένεια με τον πολύτροπο ήρωα: αν είναι εκείνος ο άριστος ανάμεσα στους ανθρώπους στα κερδαλέα λόγια και στην κερδαλέα σκέψη, τα ίδια προσόντα διαθέτει κι αυτή ανάμεσα στους άλλους θεούς. Είναι θεά, η Αθηνά Παλλάδα, κόρη του πανούργου Δία. Μ᾽ αυτούς τους όρους τα κόλπα τώρα περισσεύουν: όμοιοι και ίδιοι οι δύο, μπορούν να ανοίξουν τα χαρτιά τους, για να τα βρουν μεταξύ τους.
Έτσι συνεχίζεται ο διάλογος Αθηνάς και Οδυσσέα, με συμβουλές της θεάς για το πώς πρέπει να φερθεί ο προστατευόμενός της σε ξένους και δικούς, τώρα που έφτασε στο νησί του. Στο μεταξύ, σηκώνει η θεά από την Ιθάκη και την ομίχλη. Στο τέλος, κάτω από μια ελιά, συνομιλώντας σαν φίλοι, μελετούν οι δυο τους τη δυσκατόρθωτη μνηστηροφονία: ο Οδυσσέας πρέπει να καταφύγει στο απόμερο καλύβι του χοιροβοσκού, προτού προχωρήσει στην πόλη της Ιθάκης και εισχωρήσει στο παλάτι· είναι επιπλέον απαραίτητο να παραμορφωθεί, ώστε να παραμείνει, όσο χρειάζεται, αγνώριστος. Τη σωματική του παραμόρφωση την αναλαμβάνει η ίδια η θεά: σουρώνει το λυγερό κορμί, κατσιάζει το δέρμα του, τον κάνει φαλακρό εξαφανίζοντας τα ξανθά μαλλιά του. Με το πετσί ενός γέροντα, με τα μάτια τσιμπλιασμένα, με βρώμικο και σχισμένο χιτώνα, με τομάρι λαφίνας πάνω του, με ραβδί ζητιάνου στο χέρι, με τρύπιο δισάκι στον ώμο, θα φτάσει ο Οδυσσέας πρώτα στο καλύβι του Εύμαιου, μετά στο παλάτι της Ιθάκης.
Πολλοί λόγοι συντρέχουν, ώστε να εκτιμηθεί η πρώτη αυτή πλαστή διήγηση ως πρότυπη, μήτρα δηλαδή για τις επόμενες. Προηγείται η παράλλαξη της Ιθάκης με την ομίχλη της Αθηνάς. Ακολουθεί η μεταμόρφωση της θεάς σε νεαρό αρχοντόπουλο. Μεσολαβεί η πλαστή διήγηση του Οδυσσέα. Και η πλαστή σκηνοθεσία σφραγίζεται με τη σωματική παραμόρφωση του ήρωα, ώστε να μείνει αδιάγνωστη η πραγματική του ταυτότητα, μέχρις ότου εξασφαλιστεί η μνηστηροφονία. Συμπέρασμα: φύση, σώμα, λόγος υπακούουν στην επιλογή της πλαστής σκηνοθεσίας. Τούτο σημαίνει ότι οι πλαστές διηγήσεις του Οδυσσέα και της Οδύσσειας, που εγκαινιάζονται εδώ, αποτελούν μέρος ενός συνολικού σχεδίου, με το οποίο συστήνεται γενικότερα ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια. Πρόκειται για ήρωα από τη φύση και την καταγωγή του πρωτεϊκό, που αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία, άλλοτε αμυνόμενος και άλλοτε επιτιθέμενος, κάθε φορά που βρίσκεται σε συνθήκες προκλητικής δοκιμασίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο Οδυσσέας γενεαλογείται στην Οδύσσεια ως εγγονός του Αυτόλυκου, πατέρα της μάνας του, ο οποίος διέπρεψε στην κλεψιά και στην επιορκία, δώρα που του αντιχάρισε ο αρμόδιος θεός Ερμής για τις θυσίες που του προσέφερε (τ 395-398). Εδώ εξάλλου κολλούν και τα πονηρά προσόντα που αναγνωρίζει η θεά Αθηνά στον εγγονό του Αυτόλυκου, τα οποία ωστόσο έγιναν στο μεταξύ εργαλεία της πολεμικής και μεταπολεμικής αρετής του. Απόδειξη: η άλωση της Τροίας με την επινόηση του δούρειου ίππου· το κατόρθωμα της τοξοθεσίας και της τοξοβολίας, με το οποίο ο Οδυσσέας εξοντώνει τους μνηστήρες.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, η ευστοχία μιας πλαστής διήγησης κρίνεται από την αληθοφάνειά της, η οποία στην περίπτωση του Οδυσσέα είναι δεδομένη: επικυρώνεται καταρχήν από τον εσωτερικό ακροατή της, ο οποίος προσλαμβάνει το αληθοφανές ψεύδος ως αλήθεια, αλλά και από τον ίδιο τον ποιητή. Απόδειξη τα όσα λέγονται και συμβαίνουν αμέσως μετά το πρώτο μέρος της πλαστής διήγησης του Οδυσσέα στην Πηνελόπη (τ 203-212). Κατ᾽ εξαίρεση, παρεμβαίνει εκεί ο ποιητής της Οδύσσειας, για να υπογράψει την αληθοφάνεια της πλαστής διήγησης του ήρωά του, λέγοντας:
Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.
Η Πηνελόπη, συνεπαρμένη με όσα άκουσε για τον απόντα, όπως πιστεύει, άντρα της, αναλύεται σε ασυγκράτητο θρήνο. Ανάλογες αντιδράσεις ανυπόκριτης ευπιστίας, θαυμασμού και συγκίνησης δείχνουν τόσο ο Εύμαιος όσο και ο Λαέρτης, ακούγοντας την πλαστή διήγηση που τους απευθύνει ο Οδυσσέας, αντίστοιχα στη δέκατη τέταρτη και στην εικοστή τέταρτη ραψωδία.
Η αληθοφάνεια όμως των πλαστών διηγήσεων υποστηρίζεται και από το ίδιο το περιεχόμενό τους. Σε σύγκριση προς τους «Μεγάλους Απολόγους», οι οποίοι προβάλλονται ως η κατεξοχήν γνήσια διήγηση του Οδυσσέα, μολονότι εμπεριέχουν άφθονα φανταστικά στοιχεία και τερατικά επεισόδια, οι πλαστές διηγήσεις του ήρωα αναλογούν σε πιθανές βιογραφικές εμπειρίες, απαλλαγμένες εντελώς από σημεία και τέρατα. Το χαρακτηριστικό τους δηλαδή είναι ο πραγματολογικός και γεωγραφικός ρεαλισμός. Αποτυπωμένος σε γνώριμες για την εποχή του Ομήρου θαλασσινές περιπλανήσεις και εμπορικές συναλλαγές στην Κρήτη, στη Φοινίκη, στη δυτική Πελοπόννησο, στην ηπειρωτική ακτή της Θεσπρωτίας.
Τούτο σημαίνει ότι η αληθοφάνεια των πλαστών διηγήσεων στην Οδύσσεια είναι αποφασισμένη. Υπογραμμίζει τη διηγητική ευστροφία όχι μόνο του Οδυσσέα αλλά και του ποιητή. Από αυτή τη διαφορά περιεχομένου ανάμεσα στις γνήσιες και στις πλαστές διηγήσεις, προκύπτει η αίσθηση, για τον εξωτερικό πλέον ακροατή του έπους, ότι γνησιότητα και αληθοφάνεια δεν συμπίπτουν αναγκαστικά· οι γνήσιες διηγήσεις μπορεί να είναι συναρπαστικά απίθανες· η αληθοφάνεια όμως είναι απαραίτητος όρος της πλαστής διήγησης, γιατί της εξασφαλίζει καταρχήν αφηγηματικό κύρος. Όσο για την αλήθεια, αυτή, όπου και όταν χρειάζεται να προστατευθεί, κρύβεται κάτω από το αληθοφανές ψεύδος. Για να το πούμε αλλιώς: το αληθοφανές ψεύδος επινοείται στην Οδύσσεια ως δοκιμή και δοκιμασία της αλήθειας. Για να αναγνωρίσει δηλαδή κάποιος την αλήθεια, πρέπει να περάσει πρώτα από τον προθάλαμο της αληθοφάνειας. Αυτή την πορεία εξάλλου ακολουθούν οι διαδοχικοί αναγνωρισμοί του Οδυσσέα από δικούς και εχθρούς, σύμφωνα και με τη συμβουλή της Αθηνάς. Κορυφαίο παράδειγμα ο αναγνωρισμός Οδυσσέα και Πηνελόπης, που δοκιμάζεται τρεις φορές με το άλλοθι της αληθοφάνειας, προτού καταλήξει στο αληθινό του τέρμα.
Τεντώνοντας το σχοινί αυτής της υπόθεσης λίγο παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι με τις πλαστές διηγήσεις του Οδυσσέα ο ποιητής της Οδύσσειας αποδεσμεύεται από τον προηγούμενο παραδοσιακό μύθο, στον οποίο υπακούει κατά βάση το έπος του, και επιδίδεται στην αδέσμευτη, ελεύθερη μυθοπλασία. Δικαίωμα που το διεκδικούν και οι Μούσες στο προοίμιο της ησιόδειας Θεογονίας, δηλώνοντας απερίφραστα στον ασκραίο Ησίοδο, βοσκό που ετοιμάζονται να τον χρίσουν πάνω στον Ελικώνα ραψωδό (Θεογονία 26-28):
Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι.
Ξέρουμε εμείς να λέμε ψεύδη σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να λέμε και την καθαρή αλήθεια.
Ο μεσαίος στίχος από το προηγούμενο τρίστιχο παραπέμπει ασφαλώς στην Οδύσσεια, παραλλάσσοντας ελαφρώς τη δήλωση του ποιητή για τα αληθοφανή ψεύδη του Οδυσσέα στη δέκατη ένατη ραψωδία, δήλωση για την οποία έγινε ήδη λόγος. Η εκφραστική αυτή και νοηματική σύμπτωση Ομήρου και Ησιόδου σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα δεν μπορεί να είναι τυχαία. Μοιάζει να κατοχυρώνει προκαταβολικά την αληθοφανή μυθοπλασία ως νόμιμη μέθοδο της ποίησης, της λογοτεχνίας γενικότερα.
Επιστρέφουμε τώρα στις κατά σύμβαση αληθινές διηγήσεις της Οδύσσειας, επιμένοντας στους «Μεγάλους Απολόγους», που αναδεικνύουν τον Οδυσσέα σπουδαίο αφηγητή, αντάξιο ενός επαγγελματία αοιδού. Που πάει να πει: ενός ραψωδού, δηλαδή ενός επικού ποιητή, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι άλλος από τον ποιητή της Οδύσσειας.
Το πρώτο (συγκριτικό και διακριτικό) στοιχείο τους είναι το υποκείμενο της εκφοράς τους: ποιος δηλαδή κάθε φορά διηγείται. Ο κατάλογος λοιπόν διηγητών που προκύπτει με τη σειρά εμφάνισης στην πορεία του έπους είναι: Νέστορας, Μενέλαος (συμπληρωματικά και η Ελένη), Οδυσσέας, Εύμαιος. Πρέπει ωστόσο εξαρχής να υπογραμμιστεί ότι ποσοτικά και ποιοτικά υπερέχει κατά πολύ ο διηγητικός ρόλος του Οδυσσέα. Το δεδομένο αυτό επιβεβαιώνει την αρχική υπόθεση ότι ο εξωτερικός αφηγητής (δηλαδή ο ποιητής) συγκεντρώνει στον Οδυσσέα κυρίως την αφηγηματική του προτίμηση, θεωρώντας τον λίγο πολύ αφηγηματικό του εκπρόσωπο. Εξάλλου ο διηγητής Οδυσσέας είναι ο μόνος που ασκεί τον αφηγηματικό του ρόλο και στα δύο μέρη του έπους, τα οποία ορίζουν τον εξωτερικό και τον εσωτερικό του νόστο. Κάτι περισσότερο: ο Οδυσσέας διεκπεραιώνει όχι μόνο γνήσιες αλλά και πλαστές διηγήσεις, επαινείται μάλιστα για τη διπλή αυτή αφηγηματική του δεξιοσύνη από τον Αλκίνοο, τον Εύμαιο αλλά και τη θεά Αθηνά. Στο σημείο όμως τούτο χρειάζεται να οριστούν ακριβέστερα οι δύο τύποι διήγησης (γνήσιας και πλαστής) στους οποίους εξίσου διαπρέπει ο Οδυσσέας.
Γνήσιες και πλαστές διηγήσεις
Γνήσιοι θεωρούνται οι «Απόλογοι» του Οδυσσέα, τόσο οι «Μεγάλοι» (ι-μ), όσο και οι «Μικροί» (ψ 310-343). Οι πρώτοι εκφέρονται στη Σχερία προς χάριν του Αλκινόου, της Αρήτης και των επιφανών Φαιάκων. Οι δεύτεροι προφέρονται στην Ιθάκη και προσφέρονται αποκλειστικά στην Πηνελόπη ως επιστέγασμα του κορυφαίου αναγνωρισμού. Η γνησιότητα ή η αλήθεια των εσωτερικών αυτών διηγήσεων (το ἔτυμον, το ἀτρεκές τους, όπως λέγεται στο πρωτότυπο κείμενο) συμπεραίνεται από τη σύμπτωση της ομολογίας τόσο του ποιητή όσο και του εσωτερικού αφηγητή ότι στην προκειμένη περίπτωση λέγεται η αλήθεια: τα περιεχόμενα δηλαδή της αφήγησης ανταποκρίνονται σε βιωμένες εμπειρίες των ηρώων, βεβαίωση που την αναγνωρίζει και ο ακροατής. Η ασφαλέστερη σφραγίδα της γνησιότητας μιας διήγησης προκύπτει από τη δήλωση ή την αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του διηγητή.
Παράδειγμα η εισαγωγή των «Μεγάλων Απολόγων», όπου ο Οδυσσέας καταθέτει για πρώτη φορά μπροστά στον Αλκίνοο και στους Φαίακες τα στοιχεία της ταυτότητάς του: το δικό του όνομα, το όνομα του πατέρα του, το όνομα της πατρίδας του. Σ᾽ αυτό το ονομαστικό τρίγωνο, που αποτελεί και εγγύηση της αφηγηματικής γνησιότητας, εγγράφει στη συνέχεια ο ήρωας τη μακρά του διήγηση. Η εγγύηση αυτή δεν αναιρείται από το περιεχόμενο της διήγησης· αν, λόγου χάριν, περιέχει, όπως συμβαίνει σίγουρα με τους «Μεγάλους Απολόγους», στοιχεία εξωτικά, τέρατα και σημεία δηλαδή, που υπερβαίνουν τις πραγματικές εμπειρίες του ακροατηρίου. Εφόσον δεν εγείρεται από κανέναν αμφιβολία για την αλήθεια αυτών των θαυμαστών στοιχείων, η εγγύηση γνησιότητας παραμένει ισχυρή. Αλλιώς ο εξωτερικός ακροατής προειδοποιείται από τον εξωτερικό αφηγητή ότι η επικείμενη εσωτερική διήγηση είναι ψευδής, πλαστή, επινοημένη. Γενικότερα, μια γνήσια διήγηση επικαλείται το κύρος της αφηγηματικής παράδοσης, και έτσι κατακυρώνεται ως αληθινή.
Η πρώτη πλαστή διήγηση του Οδυσσέα
Πλαστές διηγήσεις θεωρούνται τα ψεύδεα που αφηγείται ο Οδυσσέας σε εχθρούς και δικούς, κρύβοντας την ονομαστική του ταυτότητα και παραμορφώνοντας το σώμα και τον βίο του. Ο ποιητής της Οδύσσειας συνδέει την επιδέξια αφηγηματική ψευδολογία του κεντρικού του ήρωα με την πολύτροπη φύση του, η οποία προεξαγγέλλεται ήδη στον πρώτο στίχο της Οδύσσειας. Η ιδιότητα αυτή επικυρώνεται και από τη θεά Αθηνά, στην οποία, όχι τυχαία, απευθύνει ο Οδυσσέας την πρώτη πλαστή του διήγηση στο πλαίσιο της δέκατης τρίτης ραψωδίας.
Οι Φαίακες έχουν αποθέσει στον κόλπο του Φόρκυνα, βυθισμένον στον ύπνο του, τον Οδυσσέα, αφήνοντας πλάι του τα ξένια δώρα: λέβητες, μαλάματα, λαμπρά υφάσματα. Ύστερα, καλόγνωμοι πάντα, φεύγουν για τη Σχερία. Όταν ο ιθακήσιος ήρωας ανοίγει τα μάτια του, αδυνατεί να αναγνωρίσει το νησί της Ιθάκης, επειδή η Αθηνά το έχει επικαλύψει με πυκνή ομίχλη. Ο Οδυσσέας οδύρεται, πιστεύοντας πως οι Φαίακες τον εξαπάτησαν, πως τον εγκατέλειψαν σε αφιλόξενο τόπο. Οπότε εμφανίζεται μπροστά του ένα αρχοντόπουλο (η Αθηνά μεταμορφωμένη) και τον βεβαιώνει πως πράγματι βρίσκεται στην Ιθάκη. Εκείνος, κρύβοντας τη χαρά του, δικαιολογεί την καχυποψία του, σερβίροντας μια πλαστή διήγηση (ν 250-286).
Είναι, λέει, Κρητικός, βεβαίως έχει ακούσει το φημισμένο όνομα της Ιθάκης, που τώρα πατά το χώμα της. Άφησε πίσω του παιδιά και αγαθά, φεύγοντας κρυφά από την Κρήτη, επειδή σκότωσε με δόλο τον γιο του Ιδομενέα Ορσίλοχο, όταν εκείνος γύρεψε να του αρπάξει όσα λάφυρα ο ίδιος, με κίνδυνο της ζωής του, μάζεψε και έφερε μαζί του από την Τροία. Μέσα στη μαύρη νύχτα, μετά τον φόνο, έτρεξε στο λιμάνι και μπάρκαρε σε φοινικικό καράβι, παρακαλώντας τους ναυτικούς να τον βγάλουν στην Πύλο ή στην Ήλιδα. Πρόθυμα αυτοί τον δέχτηκαν, αλλά στον δρόμο ανεμική τούς παρέσυρε και τους έριξε σε τούτο το λιμάνι. Εδώ τον άφησαν, μαζί με τ᾽ αγαθά του, βυθισμένο σε ύπνο βαθύ, ενώ εκείνοι σάλπαραν για την καλοχτισμένη Σιδονία. Έτσι απόμεινε, μόνος, βαρύθυμος, αμήχανος.
Η θεά χαμογελά, χαϊδεύει τον ευνοούμενο ήρωά της, αλλάζει τώρα μορφή (γίνεται μεγαλόσωμη, ωραία γυναίκα) και του απευθύνει απροκάλυπτα τον λόγο της. Ομολογεί πως δεν θα μπορούσε κανείς, θνητός ή θεός, να συναγωνιστεί τον Οδυσσέα στην εξυπνάδα και στην πονηριά. Είναι απίστευτα κερδαλέος, ἐπίκλοπος, δόλιος, ποικιλομήτης: ψάχνει δηλαδή παντού και πάντα το συμφέρον του, ξεγελώντας τους άλλους, που τους παγιδεύει με το δολερό, πολύστροφο μυαλό του· λόγια και έργα απάτης ρίζωσαν μέσα του αφότου γεννήθηκε, αποτελούν το ριζικό του. Τα λόγια ωστόσο της θεάς δεν συστήνουν ψόγο. Λέγονται με καμάρι, για να υποστηρίξουν την ομολογημένη της συγγένεια με τον πολύτροπο ήρωα: αν είναι εκείνος ο άριστος ανάμεσα στους ανθρώπους στα κερδαλέα λόγια και στην κερδαλέα σκέψη, τα ίδια προσόντα διαθέτει κι αυτή ανάμεσα στους άλλους θεούς. Είναι θεά, η Αθηνά Παλλάδα, κόρη του πανούργου Δία. Μ᾽ αυτούς τους όρους τα κόλπα τώρα περισσεύουν: όμοιοι και ίδιοι οι δύο, μπορούν να ανοίξουν τα χαρτιά τους, για να τα βρουν μεταξύ τους.
Έτσι συνεχίζεται ο διάλογος Αθηνάς και Οδυσσέα, με συμβουλές της θεάς για το πώς πρέπει να φερθεί ο προστατευόμενός της σε ξένους και δικούς, τώρα που έφτασε στο νησί του. Στο μεταξύ, σηκώνει η θεά από την Ιθάκη και την ομίχλη. Στο τέλος, κάτω από μια ελιά, συνομιλώντας σαν φίλοι, μελετούν οι δυο τους τη δυσκατόρθωτη μνηστηροφονία: ο Οδυσσέας πρέπει να καταφύγει στο απόμερο καλύβι του χοιροβοσκού, προτού προχωρήσει στην πόλη της Ιθάκης και εισχωρήσει στο παλάτι· είναι επιπλέον απαραίτητο να παραμορφωθεί, ώστε να παραμείνει, όσο χρειάζεται, αγνώριστος. Τη σωματική του παραμόρφωση την αναλαμβάνει η ίδια η θεά: σουρώνει το λυγερό κορμί, κατσιάζει το δέρμα του, τον κάνει φαλακρό εξαφανίζοντας τα ξανθά μαλλιά του. Με το πετσί ενός γέροντα, με τα μάτια τσιμπλιασμένα, με βρώμικο και σχισμένο χιτώνα, με τομάρι λαφίνας πάνω του, με ραβδί ζητιάνου στο χέρι, με τρύπιο δισάκι στον ώμο, θα φτάσει ο Οδυσσέας πρώτα στο καλύβι του Εύμαιου, μετά στο παλάτι της Ιθάκης.
Πολλοί λόγοι συντρέχουν, ώστε να εκτιμηθεί η πρώτη αυτή πλαστή διήγηση ως πρότυπη, μήτρα δηλαδή για τις επόμενες. Προηγείται η παράλλαξη της Ιθάκης με την ομίχλη της Αθηνάς. Ακολουθεί η μεταμόρφωση της θεάς σε νεαρό αρχοντόπουλο. Μεσολαβεί η πλαστή διήγηση του Οδυσσέα. Και η πλαστή σκηνοθεσία σφραγίζεται με τη σωματική παραμόρφωση του ήρωα, ώστε να μείνει αδιάγνωστη η πραγματική του ταυτότητα, μέχρις ότου εξασφαλιστεί η μνηστηροφονία. Συμπέρασμα: φύση, σώμα, λόγος υπακούουν στην επιλογή της πλαστής σκηνοθεσίας. Τούτο σημαίνει ότι οι πλαστές διηγήσεις του Οδυσσέα και της Οδύσσειας, που εγκαινιάζονται εδώ, αποτελούν μέρος ενός συνολικού σχεδίου, με το οποίο συστήνεται γενικότερα ο Οδυσσέας στην Οδύσσεια. Πρόκειται για ήρωα από τη φύση και την καταγωγή του πρωτεϊκό, που αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία, άλλοτε αμυνόμενος και άλλοτε επιτιθέμενος, κάθε φορά που βρίσκεται σε συνθήκες προκλητικής δοκιμασίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο Οδυσσέας γενεαλογείται στην Οδύσσεια ως εγγονός του Αυτόλυκου, πατέρα της μάνας του, ο οποίος διέπρεψε στην κλεψιά και στην επιορκία, δώρα που του αντιχάρισε ο αρμόδιος θεός Ερμής για τις θυσίες που του προσέφερε (τ 395-398). Εδώ εξάλλου κολλούν και τα πονηρά προσόντα που αναγνωρίζει η θεά Αθηνά στον εγγονό του Αυτόλυκου, τα οποία ωστόσο έγιναν στο μεταξύ εργαλεία της πολεμικής και μεταπολεμικής αρετής του. Απόδειξη: η άλωση της Τροίας με την επινόηση του δούρειου ίππου· το κατόρθωμα της τοξοθεσίας και της τοξοβολίας, με το οποίο ο Οδυσσέας εξοντώνει τους μνηστήρες.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, η ευστοχία μιας πλαστής διήγησης κρίνεται από την αληθοφάνειά της, η οποία στην περίπτωση του Οδυσσέα είναι δεδομένη: επικυρώνεται καταρχήν από τον εσωτερικό ακροατή της, ο οποίος προσλαμβάνει το αληθοφανές ψεύδος ως αλήθεια, αλλά και από τον ίδιο τον ποιητή. Απόδειξη τα όσα λέγονται και συμβαίνουν αμέσως μετά το πρώτο μέρος της πλαστής διήγησης του Οδυσσέα στην Πηνελόπη (τ 203-212). Κατ᾽ εξαίρεση, παρεμβαίνει εκεί ο ποιητής της Οδύσσειας, για να υπογράψει την αληθοφάνεια της πλαστής διήγησης του ήρωά του, λέγοντας:
Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.
Η Πηνελόπη, συνεπαρμένη με όσα άκουσε για τον απόντα, όπως πιστεύει, άντρα της, αναλύεται σε ασυγκράτητο θρήνο. Ανάλογες αντιδράσεις ανυπόκριτης ευπιστίας, θαυμασμού και συγκίνησης δείχνουν τόσο ο Εύμαιος όσο και ο Λαέρτης, ακούγοντας την πλαστή διήγηση που τους απευθύνει ο Οδυσσέας, αντίστοιχα στη δέκατη τέταρτη και στην εικοστή τέταρτη ραψωδία.
Η αληθοφάνεια όμως των πλαστών διηγήσεων υποστηρίζεται και από το ίδιο το περιεχόμενό τους. Σε σύγκριση προς τους «Μεγάλους Απολόγους», οι οποίοι προβάλλονται ως η κατεξοχήν γνήσια διήγηση του Οδυσσέα, μολονότι εμπεριέχουν άφθονα φανταστικά στοιχεία και τερατικά επεισόδια, οι πλαστές διηγήσεις του ήρωα αναλογούν σε πιθανές βιογραφικές εμπειρίες, απαλλαγμένες εντελώς από σημεία και τέρατα. Το χαρακτηριστικό τους δηλαδή είναι ο πραγματολογικός και γεωγραφικός ρεαλισμός. Αποτυπωμένος σε γνώριμες για την εποχή του Ομήρου θαλασσινές περιπλανήσεις και εμπορικές συναλλαγές στην Κρήτη, στη Φοινίκη, στη δυτική Πελοπόννησο, στην ηπειρωτική ακτή της Θεσπρωτίας.
Τούτο σημαίνει ότι η αληθοφάνεια των πλαστών διηγήσεων στην Οδύσσεια είναι αποφασισμένη. Υπογραμμίζει τη διηγητική ευστροφία όχι μόνο του Οδυσσέα αλλά και του ποιητή. Από αυτή τη διαφορά περιεχομένου ανάμεσα στις γνήσιες και στις πλαστές διηγήσεις, προκύπτει η αίσθηση, για τον εξωτερικό πλέον ακροατή του έπους, ότι γνησιότητα και αληθοφάνεια δεν συμπίπτουν αναγκαστικά· οι γνήσιες διηγήσεις μπορεί να είναι συναρπαστικά απίθανες· η αληθοφάνεια όμως είναι απαραίτητος όρος της πλαστής διήγησης, γιατί της εξασφαλίζει καταρχήν αφηγηματικό κύρος. Όσο για την αλήθεια, αυτή, όπου και όταν χρειάζεται να προστατευθεί, κρύβεται κάτω από το αληθοφανές ψεύδος. Για να το πούμε αλλιώς: το αληθοφανές ψεύδος επινοείται στην Οδύσσεια ως δοκιμή και δοκιμασία της αλήθειας. Για να αναγνωρίσει δηλαδή κάποιος την αλήθεια, πρέπει να περάσει πρώτα από τον προθάλαμο της αληθοφάνειας. Αυτή την πορεία εξάλλου ακολουθούν οι διαδοχικοί αναγνωρισμοί του Οδυσσέα από δικούς και εχθρούς, σύμφωνα και με τη συμβουλή της Αθηνάς. Κορυφαίο παράδειγμα ο αναγνωρισμός Οδυσσέα και Πηνελόπης, που δοκιμάζεται τρεις φορές με το άλλοθι της αληθοφάνειας, προτού καταλήξει στο αληθινό του τέρμα.
Τεντώνοντας το σχοινί αυτής της υπόθεσης λίγο παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι με τις πλαστές διηγήσεις του Οδυσσέα ο ποιητής της Οδύσσειας αποδεσμεύεται από τον προηγούμενο παραδοσιακό μύθο, στον οποίο υπακούει κατά βάση το έπος του, και επιδίδεται στην αδέσμευτη, ελεύθερη μυθοπλασία. Δικαίωμα που το διεκδικούν και οι Μούσες στο προοίμιο της ησιόδειας Θεογονίας, δηλώνοντας απερίφραστα στον ασκραίο Ησίοδο, βοσκό που ετοιμάζονται να τον χρίσουν πάνω στον Ελικώνα ραψωδό (Θεογονία 26-28):
Βοσκοί αγροίκοι, μίζεροι και λιμασμένοι.
Ξέρουμε εμείς να λέμε ψεύδη σάμπως αληθινά,
ξέρουμε όμως, όταν θέμε, να λέμε και την καθαρή αλήθεια.
Ο μεσαίος στίχος από το προηγούμενο τρίστιχο παραπέμπει ασφαλώς στην Οδύσσεια, παραλλάσσοντας ελαφρώς τη δήλωση του ποιητή για τα αληθοφανή ψεύδη του Οδυσσέα στη δέκατη ένατη ραψωδία, δήλωση για την οποία έγινε ήδη λόγος. Η εκφραστική αυτή και νοηματική σύμπτωση Ομήρου και Ησιόδου σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα δεν μπορεί να είναι τυχαία. Μοιάζει να κατοχυρώνει προκαταβολικά την αληθοφανή μυθοπλασία ως νόμιμη μέθοδο της ποίησης, της λογοτεχνίας γενικότερα.
Επιστρέφουμε τώρα στις κατά σύμβαση αληθινές διηγήσεις της Οδύσσειας, επιμένοντας στους «Μεγάλους Απολόγους», που αναδεικνύουν τον Οδυσσέα σπουδαίο αφηγητή, αντάξιο ενός επαγγελματία αοιδού. Που πάει να πει: ενός ραψωδού, δηλαδή ενός επικού ποιητή, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι άλλος από τον ποιητή της Οδύσσειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου