Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Τα Θεµέλια της αξίας, Μέρος II

Θέματα επιστημολογίας: Αιτιολόγηση (quidjuris)

Μη διαισθητική, ενστικτώδης γνώση και το Φριεσιανό Τρίλημμα (Friesian Trillema)

Στο προηγούμενο δοκίμιο περί αιτιολόγησης, πρώτων αρχών και Σωκρατικής μεθόδου, το πρόβλημα της αλήθειας των πρώτων αρχών είχε αντιμετωπισθεί τελικά µε την σωκρατική μέθοδο σε ότι αφορά την καντιανή αιτιολόγηση, δηλαδή ότι μπορούμε να την αναζητήσουμε µέσω συλλογισμού, χρησιμοποιώντας αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις, όπου οι ανεξάρτητες των εμπειριών αλήθειες, εμπλέκονται παραδόξως με τις εμπειρικές. Ωστόσο, η απάντηση στο βαθύτερο ερώτημα για την καντιανή κρίση, αυτό που πραγματικά κάνει τις πρώτες αρχές αληθείς ή τις αιτιολογεί, είχε ανασταλεί προσωρινά. Σε αυτό το σημείο μπορεί να βοηθήσει ένα από τα πιο καίρια δόγματα της Φριεσιανής παράδοσης: η θεωρία της µη διαισθητικής άμεσης γνώσης, η οποία είναι ένα βαθιά παράδοξο δόγμα που έρχεται σε αντίθεση με τις σύγχρονες έννοιες της άμεσης γνώσης και της διαίσθησης.


Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά κάποιους από τους όρους που θα µας απασχολήσουν παρακάτω, όπως η διαίσθηση, η διαισθητική γνώση η ενόραση και άλλοι συναφείς. 


Στο λεξικό Μπαµπινιώτη βρίσκουμε την διαίσθηση να ερμηνεύεται ως αντίληψη ή κατανόηση χωρίς την συμβολή της λογικής ή των δεδομένων των αισθήσεων, ενώ την ενόραση ως σε βάθος αντίληψη ή κατανόηση ενός πράγματος, δηλαδή ένα είδος άμεσης γνώσης που επιτρέπει την σύλληψη ενός αντικειμένου, χωρίς την προσφυγή σε ενδιάμεσες συλλογιστικές διαδικασίες.

Ετυμολογικά η λέξη ενόραση προέρχεται από το αρχαίο ενορώ που σημαίνει διαβλέπω, διακρίνω, παρατηρώ σε βάθος. Είναι η γνώση που προέρχεται από το να βλέπεις μέσα σου, άμεση, βιωματική και υποκειμενική. Η ενόραση, στα λατινικά intuitio, αποκαλείται και διαίσθηση. Στην εσωτερική ξαφνική και μη λογικά επεξεργασμένη λάμψη της σύλληψης μιας ιδέας, αντιτίθεται η αντικειμενική διάμεση και όχι άμεση γνώση, αυτή που βασίζεται σε εμπειρικά δεδομένα τα οποία έχουν τύχει προσεκτικής λογικής επεξεργασίας (συλλογισμών, κρίσεων λογικών υποθέσεων, συμπερασμάτων, αποδεικτικής διαδικασίας). Ότι γνωρίζουμε από διαίσθηση – ενόραση συχνά είναι προϊόν εσωτερικού φωτισμού, στιγμιαίας έμπνευσης ή σύλληψης των αισθήσεων παρά της λογικής. Έτσι η ενορατική ή διαισθητική γνώση, έχει κατά κανόνα αρνητική σημασία στην επιστήμη, αντιτιθέμενη στην αποδεικτική και αυστηρά λογική γνώση.


Ο όρος intuition μεταφράζεται στα Ελληνικά ως διαίσθηση, εποπτεία ή ενόραση.


Κατά το λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη διαίσθηση είναι η κατανόηση με το υποσυνείδητο χωρίς την παρέμβαση του λογικού ενώ κατά τον Μ. Τριανταφυλλίδη, είναι η απροσδιόριστη γνώση αυτού που δεν µμπορεί να αποδειχθεί µε την λογική, ή αυτού που δεν υπάρχει ακόμη.

Ανρί-Λουίς Μπεργκσόν


Ο Γάλλος φιλόσοφος Ανρί-Λουίς Μπεργκσόν, μας παρουσιάζει την διαίσθηση ως την σκέψη του ενστίκτου και υποστηρίζει ότι ο υλικός νους μας περιβάλλεται από την συνείδηση η οποία είναι το ένστικτο που έχουμε όλοι μέσα μας. Είναι αυτή που μας οδηγεί μέσα στην ουσία κάποιου πράγματος και μας εξισώνει με το μοναδικό και ανέκφραστο που έχει. Η συνείδηση δημιουργεί ένα εξωτερικό περίβλημά σε κάθε αντικείμενο από τις γνώσεις που συσσωρεύει μέσω της διάνοιας κι εμείς θα πρέπει να την διαπεράσουμε για να φθάσουμε στα πηγαία άμεσα δεδομένα της. Η διαφορά της διάνοιας µε την ενόραση είναι τόσο πρόδηλη όσο μια φωτογραφία από την πραγματικότητα. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να βλέπεις την φωτογραφία μιας πόλης με το να την επι-σκέπτεσαι.


Ο Αριστοτέλης λέει σχετικά «αρχή δ᾽εστιν αποδείξεως πρότασις άµεσος, άµεσος δε ης µη έστιν άλλη προτέρα». Ο Descartes εξηγεί την διαίσθηση ή την ενόραση με την ψυχική ενέργεια που μας κάνει να νοιώθουμε μία έννοια, μία κρίση, έναν συλλογισμό ή μία ιδέα σε όλη της την έκταση και όχι κομματιαστά. Ο Κάντ την μεταφράζει ως εποπτεία, η οποία σημαίνει άμεση αντίληψη του αντικειμένου που έχω μπροστά μου, χωρίς να αποκλείει από το αποτέλεσμα, την συνεργασία της διάνοιας και του λογικού, όπως ο Καρτέσιος.

Μπαρούχ Σπινόζα


Ο Σπινόζα την θεωρεί ως την ανώτερη πηγή γνώσης κατά την οποία γίνονται γνωστές οι αιτίες των πραγμάτων αλλά και οι ιδιότητες – κατηγορήματα του Θεού.


Ολοκληρώνοντας αυτή την συνοπτική παρουσίαση, επιστρέφω στον Μπεργκσόν και την ρήση του: η επιστήμη γυρίζει γύρω από τα πράγματα ενώ η διαίσθηση μπαίνει μέσα τους.


Βέβαια, δεν θα πρέπει να παραληφθεί, ότι η κατανόηση μέσω της διαίσθησης σχετίζεται με το γνωστικό μας υπόβαθρο, δηλαδή τι γνωρίζουμε και την ικανότητά μας στην επεξεργασία πληροφοριών και γνώσεων που έχουμε.

Μη διαισθητική – άμεση γνώση είναι η κατηγορία στην οποία Fries και Nelson εκχωρούν την γνώση που ανήκει στα γλωσσικά συστή-ματα (Object language παραγωγικό γλωσσικό σύστημα όπου τα θεωρήματα προκύπτουν από αξιώματα) της μεταφυσικής και της ηθικής, σε αντίθεση με την εμπειρική κατηγορία στην οποία κατατάσσουν την μεταγλώσσα (το σύνολο των λέξεων, προτάσεων ή συμβόλων που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν ή να αναλύσουν την ίδια την καθημερινή γλώσσα) δηλαδή την ίδια την επιστημολογία, στην οποία ανήκει. (Επιστημολογία – ορισμός Ευτύχη Ι. Μπιτσάκη – Ο λόγος περί Επιστήμης).


Ερευνά την σύσταση, τον καταστατικό ορισμό, την κατάταξη και την εξέλιξη των επιστημών, την λειτουργία των ενδογενών και εξωγενών παραγόντων που καθορίζουν αυτήν την εξέλιξη, τις σχέσεις ανάμεσα στην θεωρία και το πείραμα, τον χαρακτήρα των επιστημονικών κρίσεων και επαναστάσεων, την υπόσταση της επιστημονικής αλήθειας κλπ.

Αριστοτέλης


Τα πρώτα επιστημολογικά ερωτήματα τέθηκαν κατά την ιστορική διαδικασία της γένεσης των επιστημών, οπότε δεν είναι τυχαίο ότι ως πρώτοι επιστημολόγοι μπορούν να θεωρηθούν ο Δημόκριτος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί. Η φύση, η παραγωγή και η αξιοπιστία της γνώσης αποτελεί αντικείμενο της επιστημολογίας. Ωστόσο η ανάλυση της γνώσης αποτέλεσε πεδίο διαμάχης και διαχωρισμού της φιλοσοφικής σκέψης.


Έχουν αναγνωρισθεί διάφορα είδη γνώσης, όπως η εμπειρική (a posteriori), η μη εμπειρική (a priori), η έμµεση, η άμεση και η πρακτική ενώ η φιλοσοφία έχει ασχοληθεί συστηματικά με τον τρόπο παραγωγής της γνώσης.

Οι ορθολογιστές υποστηρίζουν ότι οι ιδέες του λόγου είναι εγγενείς στον νου (a priori) και ότι αποτελούν την μοναδική πηγή γνώσης. Σε αντίθεση µε την άποψη αυτή, οι εμπειριστές, έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας αισθητηριακής εμπειρίας η οποία αποτελεί την πρωταρχική πηγή των ιδεών μας (a posteriori) και κάθε επακόλουθης γνώσης. Ενώ ο Κάντ, με την Κριτική του Καθαρού Λόγου, επιδίωξε την συμφιλίωση των δύο απόψεων, σκοπεύοντας ετσι να διατηρήσει τα βασικά διδάγματα του ορθολογισμού και του εμπειρισμού. Ωστόσο, το πρόβλημα του κριτηρίου αφορά όλες τις τάσεις και διατυπώθηκε από τον Michel de Montaigne, ως εξής : «Για να διακρίνουμε το αληθές από το ψευδές στα φαινόμενα των πραγμάτων χρειαζόμαστε μία μέθοδο διάκρισης, αλλά για να επαληθεύσουμε την μέθοδο αυτή χρεια-ζόμαστε ένα αιτιολογικό επιχείρημα, το οποίο για να επαλη-θευτεί απαιτείται μία μέθοδος ακριβώς σαν αυτή που αναζη-τάμε». Πως μπορούμε να προσδιορίσουμε τι γνωρίζουμε χωρίς να έχουμε διευκρινίσει πως το γνωρίζουμε και πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε πως γνωρίζουμε χωρίς να έχουμε αποσαφηνίσει τι είναι αυτό που γνωρίζουμε; Ο Montaigne πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να αποκτήσουν την βεβαιότητα μιας αλήθειας.


Σε ένα από τα πασίγνωστα αποφθέγματά του ρωτά, ''What do I know''?


Μισέλ ντε Μονταίν

Εδώ, η λέξη διαίσθηση χρησιμοποιείται από τον Kant αντί της Γερμανικής Anschauung (η οποία μεταφράζεται ως εποπτεία στα ελληνικά και intuitio στα λατινικά) και γι᾽ αυτόν όπως και για τους Friesians δεν αντιστοιχεί στην διαίσθηση, με την συνήθη έννοια της αυθόρμητης πίστης ή σε κάποια παρόμοια φιλοσοφική έννοια. Για την καντιανή εννοιολογία, η διαίσθηση φαίνεται αρχικά να είναι το ισοδύναμο της αντίληψης και της αντιληπτικής γνώσης (βλ. Κριτική του Καθαρού Λόγου, σε μετάφραση Norman Kemp Smith, έκδοση St. Martin’s Press, 1965, σ. 65) Ωστόσο η σύλληψη αυτής της έννοιας γίνεται συγκεχυμένη, όταν ο ίδιος ο Κάντ φαίνεται να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αντίληψη δεν μπορεί να είναι η γνώση, ή ακόμα και αντίληψη, χωρίς την πνευµατική δραστη-ριότητα της σύνθεσης (το περίφημο «Transcendental Deduction – Υπερβατική Επαγωγή» στην πρώτη έκδοση της Κριτικής του Καθαρού Λόγου)


Το συμπέρασμα θα υποβάθμιζε την διαίσθηση σε κάτι όχι περισ-σότερο από μία προ-συνειδητή δεκτικότητα των αισθήσεων. Έτσι, η διαίσθηση ως άμεση γνώση θα γινόταν αδύνατη, δεδομένου ότι η γνώση θα απαιτούσε την μεσολάβηση της διάνοιας για να γίνει γνώση. 


Η Φριεσιανή θεωρία δέχεται την πρότερη αντίληψη του Κάντ για την διαίσθηση ως άμεση γνώση, μολονότι εννοιολογικά δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί με σαφήνεια. Ο Νέλσον αναφέρει σχετικά με το θέμα ότι η γνώση δεν μπορεί να μεσολαβεί εννοιολογικά, διότι όλες οι εννοιολογικές προτάσεις, εκτός από ταυτολογίες και αντιφάσεις, είναι ουσιαστικά αυθαίρετες και για να καθορίσουμε την αλήθεια ή την αναλήθειά τους πρέπει να αναφερθούμε σε κάποιο εξωτερικό αίτιο. Τότε, το εξωτερικό αίτιο για την αντιληπτική γνώση θα ήταν η άμεση γνώση στην αντιληπτική εποπτεία, η οποία ως τέτοια δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε είδος πίστης ή σκέψης.

Εν προκειμένω, η Φριεσιανή θεωρία για την αλήθεια, είναι ένας συνδυασμός των παραδοσιακών θεωριών περί αντιστοιχίας (νοητού – πραγματικού) και συνοχής (κατανοητού ειρμού σκέψεων): η συνοχή κατά την οποία η εννοιολογική έκφραση και η άμεση γνώση, ανήκουν στη συνείδηση και πρέπει απλώς να αλληλοπροσαρμόζονται και η αντιστοιχία, διότι η άμεση γνώση είναι μια αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου και ως τέτοια, µε βάση την αρχή ότι η εκπροσώπηση μας, περιλαμβάνει τα αντικείμενα της γνώσης μας (αισθητά αντικείμενα), τον ίδιο τον εξωτερικό κόσμο, προβλέπει ότι η καθαρά πνευματική οντότητα, η πίστη ή η προτασιακή αναπαράσταση, θα αντιστοιχεί με τον κόσμο και οφείλει να είναι μεσολαβητικά (με την παρέμβαση της νόησης) κατασκευασμένη. 

Henry Nelson Goodman

Από τις αρχές του διττού χαρακτήρα της αναπαράστασης (δηλαδή ότι η εκπροσώπηση ενός πραγματικού αντικειμένου στην νόησή μας, είναι τόσο εσωτερική, ένα διανοητικό δημιούργημα, όσο και εξωτερική, το αντικείμενο της εκπροσώπησής µας, φαινομενικά) και της οντολογικής απροσδιοριστίας (ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν η εκπροσώπηση είναι πραγματικά εσωτερική ή εξωτερική) μπορούμε να θεωρήσουμε το Φριεσιανό δόγμα περί αλήθειας, ως ισοδύναμο της επικρατέστερης παραδοσιακής θεωρίας περί αντιστοιχίας, ότι υπάρχει δηλαδή ισομορφισμός ανάμεσα στην αλήθεια της εσωτερικής αναπαράστασης και την φαινομε-νική υπόσταση των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου.

Η διαφορά μεταξύ εποπτείας (συνολικής αντίληψης, διαίσθησης) και άμεσης γνώσης είναι ότι η έννοια της εποπτείας περιέχει το πρόσθετο χαρακτηριστικό της άμεσης αντίληψης – ότι δηλαδή το διαισθητικό μέρος είναι σαφώς παρόν στην συνείδηση. Η διαίσθη-ση που έχουμε είναι αντίληψη, καθώς και τα αντικείμενα της αντί-ληψης είναι εμπειρικά αντικείμενα. Από τη στιγμή που συνήθως είμαστε προδιαθετημένοι να πιστεύουμε ακράδαντα ότι η γνώση συνεπάγεται την επίγνωση της γνώσης, είναι πολύ ισχυρή η τάση να εξισώνουμε τη διαίσθηση με την άμεση γνώση μας. Αυτό οδηγεί τον Νέλσον στον όρο δογματική διάζευξη (αποσύνδεση) σε μια προσπάθεια να διατυπώσει τη φύση του εδάφους της μεταφυσικής γνώσης: ότι κάθε γνώση προέρχεται είτε από διαίσθηση είτε από στοχασμό. Αυτό σημαίνει ότι κάθε είδος γνώσης, είτε μεσολαβεί, παρεμβάλλοντας ιδέες και σκέψεις, όπου μέσα από την σκέψη νέα γνώση μπορεί να παραχθεί, είτε είναι άμεσο, όπου όλες οι άμεσες γνώσεις είναι διαισθητικές.

Δεδομένης της δογματικής αποσύνδεσης ως σημείο εκκίνησης, ο Nelson καθορίζει ένα απλό αξιωματικό σύστημα για να αποδείξει τις διάφορες επιστημολογικές προσεγγίσεις της μεταφυσικής. Αν κάποιος αποδέχεται την αποσύνδεση, το ότι η μεταφυσική γνώση είναι εφικτή και ότι διαίσθησή μας είναι εμπειρική, τότε το μόνο δυνατό συμπέρασμα είναι ότι η πηγή της μεταφυσικής γνώσης βρίσκεται στον στοχασμό.


Για τον Nelson αυτή είναι η φύση του παραδοσιακού συστήματος της δογματικής ή της θεωρητικής μεταφυσικής. Τα συστήματα αυτά μπορεί να είναι σχετικά απλοϊκά, επικαλούμενα την Ευκλεί-δεια μέθοδο απόδειξης και έχοντας ως βάση το αυταπόδεικτο, των οποίων το αυτονόητο παραμένει αδιερεύνητο αξίωμα, ή μπορεί να είναι σχετικά περίπλοκο, με ιδιόμορφα δόγματα λογικής ανα-φορικά με τον τρόπο με τον οποίο η σκέψη παράγει νέα γνώση.


Ωστόσο η δογματική μεταφυσική είναι αβάσιμη, ιδιαίτερα την στιγμή που γίνεται αντιληπτό ότι η αντανάκλαση δεν μπορεί να παράξει γνώση που δεν περιέχεται ήδη σιωπηρά στα δεδομένα της. Τα παράγωγα της λογικής και οι αλήθειες της ανάλυσης, δεν είναι τίποτα περισσότερο από αναδιατάξεις των δεδομένων. Η υποθετική παραγωγή επιστημονικών υποθέσεων ξεφεύγει από την αποτυχία της δογματικής μεταφυσικής, διότι η επιστημονική μέθοδος αναζητά την εμπειρική επαλήθευση ή διάψευση των υποθέ-σεων. Με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι εξ᾽ ορισμού ανοιχτή στην μεταφυσική.

Jakob Friedrich Fries

Με την νέα αρχή, ότι η αντανάκλαση είναι ουσιαστικά κενή από κάθε νέο στοιχείο ή πηγή γνώσης, δεν μπορούμε να δεχτούμε τις αρχικές τρεις προϋποθέσεις της δογματικής μεταφυσικής. Απορρίπτοντας την αρχή, ότι η μεταφυσική γνώση είναι πιθανά αποτελέσματα συμπερασμάτων του εμπειρισμού, όπου η συνθε-τική γνώση στηρίζεται κυρίως σε εμπειρική διαίσθηση και την παραδοχή ότι όλες οι διαισθήσεις μας είναι εμπειρικά αποτε-λέσματα, ως συμπέρασμα του μυστικισμού, ότι η μεταφυσική γνώση είναι δυνατή επειδή κατέχουμε ή έχουμε την δυνατότητα να κατέχουμε, ένα ιδιαίτερο διαισθητικό υπόβαθρο, η τελική εναλλακτική λύση, την οποία ο Nelson αποκαλεί κριτική, είναι να απορρίψουμε την πρόταση περί δογματικής αποσύνδεσης και καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει και μια τρίτη πηγή γνώσης, εκτός από τη διαίσθηση και τον στοχασμό. Δεδομένου ότι ένας διαχωρισμός στην μεσολαβητική και την άμεση γνώση θα είναι εξαντλητικός για την λογική και έχοντας ήδη δεχθεί ότι η γνώση που μεσολαβεί ή η αντανάκλαση, είναι κενές ιδεών, τότε θα πρέπει να υπάρχει άμεση γνώση που να μην είναι διαισθητική. Αυτό πρέπει να σημαίνει στην πράξη, ότι είμαστε ασυναίσθητοι του μη διαισθητικού άμεσου πεδίου. 


Η ίδια η γνώση δεν είναι ούτε πίστη ούτε σκέψη και δεν είναι ρητή σε μας, όπως γίνονται αντιληπτά το τραπέζι ή μια καρέκλα.

Το κριτικό συμπέρασμα δεν μας πληροφορεί θετικά ή κατηγο-ρηματικά για το τι πρέπει να είναι η μη διαισθητική άμεση γνώση. Ακόμη και αν αναγκαστούμε να καταλήξουμε στο λογικό συμπέρασμα ότι κάποιες άμεσες γνώσεις δεν είναι διαισθητικές, προφανώς, δεν μας λέει τι είναι, και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως μια απλά αρνητική θεωρία, η οποία πρέπει να παραμείνει ανεπαρκής για το λόγο αυτό – καθώς μείναμε να αναρωτιόμαστε τι είδους γνώση θα μπορούσαμε ενδεχομένως να έχουμε, χωρίς να το γνωρίζουμε.


Η σύλληψη αυτή δεν είναι όψιμη, καθώς αντιστοιχεί σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και σημαντικά δόγματα του Πλάτωνα: ότι δηλαδή αυτό που νομίζουμε ότι ξέρουμε είναι μόνο γνώμη και το τι είναι αυτό που πραγματικά γνωρίζουμε, στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε ότι το γνωρίζουμε. Η εξήγηση του Πλάτωνα για την εν λόγω κατάσταση ήταν επίσης χαρακτηριστική και παράδοξη, που δεν συντάσσεται με ακρίβεια ούτε με την δογματική ούτε με την μυστικιστική από τις κατηγορίες ανάλυσης του Νέλσον. Για τον Πλάτωνα, η μεταφυσική γνώση είναι μια στιγμιαία ξεχασμένη μνήμη της προγεννητικής μας διαίσθησης. Αυτό είναι ουσιαστικά, μια επίκληση προς τη διαίσθηση, αλλά στην παρούσα χρονική στιγμή είναι μόνο μια έκκληση προς τη μνήμη. Έτσι, ο Πλάτων, με τον δικό του τρόπο, προσεγγίζει με μια θετική θεωρία τις συνθήκες της μη διαισθητικής άμεσης γνώσης: ότι είναι γνωστή, αλλά όχι πρωτίστως γνωστή συνειδητά.

Το Φριεσιανό Τρίληµµα

Έχοντας στην διάθεσή μας αυτήν την ανάλυση, η φριεσιανή θεωρία μπορεί να περιγράψει όλους τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους μια πρόταση μπορεί να θεμελιωθεί ή να τεκμηριωθεί.

Υπάρχουν τρείς από αυτούς, τους οποίους ο Karl Popper αποκά-λεσε Φριεσιανό Τρίλημμα:


Η Απόδειξη, η οποία είναι αιτιολόγηση µε λογικά παράγωγα.


Ταυτολογίες ή αναλυτικές προτάσεις, μπορούν να αποδειχθούν ένεκα των κανόνων της λογικής, από μόνες τους. Όλες οι άλλες αποδείξεις χρειάζονται ερείσματα, προϋποθέσεις, οι οποίες εκτός της λογικής διαδικασίας γίνονται τελικά συνθετικές (δηλαδή περιέχουν εμπειρικά στοιχεία και νοητικά παράγωγα)


Η Επίδειξη, η οποία είναι αιτιολόγηση επί τη εμφανίσει ενός διαισθητικού λόγου.


Στην καθημερινή ζωή είναι ο πιο εμφανής τρόπος (εκτός των προσφυγών στην αυθεντία, όπου η αλήθεια μίας σκέψης είναι ανάλογη της αξιοπιστίας, των γνώσεων και του αξιώματος αυτού που την προτείνει), όχι μόνο κατά την αιτιολόγηση της πίστης, αλλά και για την προέλευση των κοινών γνώσεων.


Η Απαγωγή, (παραγωγικός συλλογισμός, διαδικασία, αιτιολό-γησης προτάσεων, επιχειρημάτων με σκοπό την εξαγωγή συγκε-κριμένου λογικού συμπεράσματος το οποίο δεν μπορεί να υπερ-βαίνει σε γενικότητα, τα επιχειρήματα που οδήγησαν σε αυτό. Το συμπέρασμα προκύπτει αφαιρετικά καθώς αρχικά εφαρμόζουμε γενικούς κανόνες των οποίων περιορίζουμε την ισχύ βαθμιαία μέσω στοχασμού ώστε να καταλήξουμε στην χρήση ενός και μοναδικού ο οποίος θα μας οδηγήσει στο επιθυμητό συμπέρασμα) η οποία αποτελεί αιτιολόγηση μέσω της περιγραφής των μη διαισθητικών λόγων της πεποίθησης ή της πρότασης.


Η απαγωγή είναι το περίεργο καντιανό όχημα για την αντιμετώ-πιση της μη διαισθητικής άμεσης γνώσης και η καρδιά της ενδοσκοπικής φριεσιανής θεωρίας της εμπειρικής επιστημολογίας. Απόδειξη, Επίδειξη και Απαγωγή είναι όροι πού όλοι σημαίνουν παραδοσιακά, απόδειξη. Αλλά η επίδειξη και η απαγωγή δεν είναι σε καμία περίπτωση λογικά παράγωγα στην γλώσσα του αντικειμένου. Η επίδειξη είναι απλώς μια παρουσίαση του προφανούς. Όταν το προφανές δεν είναι πλέον παρόν ή ξεφεύγει από την φύση των αντιλήψεων μας, τότε άλλα ζητήματα έρχονται στο προσκήνιο. Η απαγωγή είναι μια προβολή του μη προφανούς, αλλά ακόμη σημαντικότερο, είναι μια παρουσίαση. Η απαγωγή δεν μπορεί να αποδείξει με την λογική τα θεωρήματα των ζητημάτων, περισσότερο από ότι μπορεί η επίδειξη ενός διαισθητικού λόγου. Αλλά η γνωστική δύναμη της καθεμιάς, είναι η ίδια.

Karl_Popper

Ο ίδιος ο Popper σφάλλει στην αξιολόγηση του τριλήμματος, έχο-ντας την άποψη ότι η γνωστική δύναμη της κάθε αιτιολόγησης είναι θέμα υποκειμενικής εμπιστοσύνης και βεβαιότητας. Αυτό εννοεί ο Popper περιγράφοντας το σύστημα του Fries ως ψυχολογισμό. Η γνωστική του βεβαιότητα είναι μόνο ψυχολογική και υποκειμενική. Η αίσθηση του για τον όρο, είναι διαφορετική από τις άλλες χρήσεις του ψυχολογισμού από τον Καντ και τον Fries, ενάντια στην οποία ο Νέλσον έγραψε τη διδακτορική του δια-τριβή. Αυτό το δόγμα χαρακτηρίζεται από την αρχή ότι οι δομές του κόσμου είναι πραγματικά μόνο δομές του νου, οι ψυχές, που προβάλλονται στον κόσμο.

Αλλά ακόμη και αυτό το εξασθενημένο νόημά του ψυχολογισμού, είναι λάθος. Ούτε ο Kant ούτε ο Fries επικαλούνται την υποκειμενική εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη της Απόδειξης βασίζεται απλά, όπως είναι φυσικό, στην βεβαιότητα των νόμων της λογικής, που πάει πίσω στα θεμέλια της μη αντίφασης. Επιπλέον, λογικολόγοι και θετικιστές δεν έχουν συνήθως καμία δυσκολία με τις βεβαιότητες της λογικής (αν και οι Χεγκελιανοί όπως και οι συχνά σκεπτικιστές ή μηδενιστές αποδομιστές, μπορεί να έχουν αντιρρήσεις) Η καντιανή εμπιστοσύνη στην Επίδειξη, ενώ μπορεί να ερμηνευθεί ως εξαρτημένη από τον διαισθητικό και συνεπώς ψυχολογικό χαρακτήρα μίας εμπειρικής διαίσθησης, πρέπει αντιθέτως να θεωρηθεί ως βασιζόμενη στην εμπειρική πραγματικότητα των φαινομενικών αντικειμένων της αντίληψης. Σε αντί-θεση με την καρτεσιανή επιστημολογία, τα αντικείμενα της αντίληψης δεν έχουν υπερβατική σχέση με την συνείδηση. Είναι έμφυτα, εφόσον η φαινόμενη πραγματικότητα ενυπάρχει στην συνείδηση. Έτσι, η φριεσιανή εμπιστοσύνη στην επίδειξη δεν είναι η εσωτερική µας βεβαιότητα για τις διαισθήσεις µας.

Η φριεσιανή εμπιστοσύνη στην Απαγωγή δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε είδος ψυχολογικής ή υποκειμενικής βεβαιότητας, όταν δεν υπάρχει καν αυθεντική γνώση ή η συνείδηση αυτής της γνώσης. Έτσι, όπου δεν υπάρχει επίγνωση, δεν υπάρχει και υποκειμενική στάση. Η απαγωγή δεν είναι η ίδια, αιτιολόγηση μίας αρχής, αλλά μόνο η περιγραφή του μη διαισθητικού της υπόβαθρου. Καθώς συνειδητοποιούμε τις μη διαισθητικές αλήθειες, όπως η αρχή της αιτιώδους σχέσης, το πρόβλημα της αβεβαιότητας, όπως και επίδειξης, γίνεται πια πρακτικό. Αν υποθέσω ότι αυτή την φορά η φωτιά δεν θα με κάψει, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσω ότι θα έπρεπε – μια υπόθεση που ο μέγας σκεπτικιστής Hume, φυσικά, δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει – τότε θα βρεθώ μπροστά σε μια δυσάρεστη έκπληξη.

Ντέιβιντ Χιουμ


Τα πρώτα ζητήματα σχετικά με την μη διαισθητική άμεση γνώση θα έπρεπε να είναι το πώς συμβαίνει να είναι συνειδητά γνωστή, όντας ήδη ασυνείδητα γνωστή και στην συνέχεια πώς γνωρίζουμε ότι είναι, αυτό που πιστεύουμε ότι είναι.

Με τους κλασικούς όρους του Κάντ, όπως έχουμε δει, αυτές είναι οι ερωτήσεις περί quid facti και quid juris. Η quid facti, η συνειδητή κατοχή μη διαισθητικής γνώσης, αποκτάται με τον συλλογισμό κατά τον οποίο συγκεντρώνουμε κυρίως τις απλές καθημερινές κρίσεις μας για τα αντικείμενα και στη συνέχεια, αφαιρούμε από αυτές τα σχήματα ή τις προϋποθέσεις που είχαν ασυνείδητα χρησιμοποιηθεί. Δεδομένου ότι η παρουσία και η εστίαση της συνείδησης βρίσκεται στο αντικείμενό της, οι μορφές ή οι κανόνες με τους οποίους το αντικείμενο αναγνωρίζεται ή δημιουργείται, δεν γίνονται αντιληπτά. Αλλά αν αντιληφθούμε την ίδια την συνείδηση, ως ένα αντικείμενο που μπορεί να φέρει αυτές τις μορφές που προϋποθέτει, στο στόχο της εστίασης, καθιστούμε δυνατή την είσοδό τους, ως τέτοια, στην συνείδηση. Η θεωρία του Νέλσον από την άποψη αυτή δεν είναι ικανοποιητική. Πιστεύει ότι οι αφηρημένες μορφές, αναγνωρίζονται από τη μέθοδο της οπισθοδρομικής αφαίρεσης, αλλά αυτό ακριβώς είναι στην πραγματικότητα μια έκκληση προς την διορατικότητα και δεν είναι περισσότερο ικανοποιητική από το να λέγε ότι κάτι είναι αυτονόητο, όταν το σκεφτόμαστε αρκετά. Αλλά, δεδομένου ότι ο Νέλσον πίστευε ότι αυτό συμβαίνει μέσω της Σωκρατικής μεθόδου, είναι δυνατό να αγνοεί τις διαισθητικές πτυχές της θεωρίας του και απλά να θεωρεί την σωκρατική μέθοδο, όπως περιγρά-φεται στο πρώτο μέρος, χρησιμοποιώντας την λογική της διάψευ-σης. Η μέθοδος, τότε, όπως και στην επιστήμη, είναι να κατα-σκευάσουμε φανταστικούς κανόνες για να εξηγήσουμε τα φαινόμενα και στη συνέχεια να ελέγξουμε τις λογικές συνέπειες τους έναντι αυτών των φαινομένων – όπου τα φαινόμενα, φυσικά, είναι οι δηλώσεις μας και όχι οι εμπειρικές διαισθήσεις μας από τον κόσμο.

Ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα, έξω από τη φιλοσοφία, για την quid facti είναι η αναγνώριση των γραμματικών κανόνων της γλώσσας. Η γλώσσα ως τελειοποίηση της συνείδησης, με την οποία τα αντικείμενα γίνονται εννοιολογικά σαφή, περιέχει πολλές μορφές που δεν είναι διαισθητικά γνωστές.


Και δεν υπάρχει πιο ολοφάνερη αντιπαραβολή με αυτή ενός παιδιού που βρίσκεται εν έμσω της εκφοβιστικής πολυπλοκότητας των κανόνων, οι οποίοι τόσο εύκολα χειραγωγούνται σχετικά με τα αντικείμενά τους, αλλά είναι και τόσο καλά κρυμμένοι στον εαυτό τους. Ένα άλλο είδος εμφανούς αντίθεσης είναι όταν ένας φιλόλογος, επιμένει στην ψηλαφητή ορθότητα της γραμματικής των αρχαϊσμών, αλλά συνήθως αποτυγχάνει εντελώς να τους εντάξει στον καθημερινό λόγο. Η επίτευξη του quid facti είναι απλή αξιωματικά, αλλά για τον πρακτικό στοχασμό δεν είναι ποτέ τόσο εύκολο όσο φαίνεται ότι θα πρέπει να είναι.

Η σύλληψη της Απαγωγής από τον Νέλσον φαίνεται να είναι ότι αρκεί να δείξουμε ότι οι προϋποθέσεις των αντικειμένων της πραγματικής γλώσσας (της γλώσσας των αντικειμένων) πρέπει να είναι μη διαισθητικές. Αυτό θα φαινόταν να είναι μόνο η μισή απάντηση, ωστόσο, έχοντας ορίσει τι δεν θα πρέπει να είναι το υπόβαθρο και αφήνοντας αναπάντητο το ερώτημα τι θα πρέπει να είναι, δεν παρέχει καμία γενική θεωρία περί οντολογίας για το μη διαισθητικό έδαφος των διαφόρων αντικειμενικών γλωσσών. 


Μια συνέπεια αυτού είναι ότι οι διάφορες γλώσσες, αφού χαρακτηριστούν ως τέτοιες (πραγματικές) να παραμένουν απομονωμένες η μία από την άλλη, η κάθε μία σε ένα μοναχικό σύμπαν σκέψης που συντηρείται αποκλειστικά από την αυτοπεποίθηση του λόγου, σύμφωνα με τον Νέλσον. 


Το οντολογικό θεμέλιο της διαφοράς, για τους Φριεσιανούς, φαίνεται να χάνεται στις άγνωστες ιδιότητες των πραγμάτων μέσα τους. Συνεπώς η συνέχιση της θεωρίας θα βρίσκεται στην σφαίρα της οντολογίας αντί της λογικής ή της επιστημολογίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου