Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

ΤΟ ΠΥΡ!

Από την ελληνική Κοσμολογία,
στην πυρομανία των χριστιανών


To πυρ-φωτιά αποτελεί ίσως την απλούστερη και βασικότερη μορφή ενέργειας, που συνοδεύει τον άνθρωπο απʼ τις απαρχές της ύπαρξής του εδώ και εκατομμύρια χρόνια. Οι πυρκαϊές, που προέρχονταν απʼ τα πυρακτωμένα ποτάμια λάβας ενός ηφαιστείου, οι πτώσεις των κεραυνών στην γη και οι τυχαίες αυταναφλέξεις λόγω ξηρασίας και υψηλών θερμοκρασιών, αποτέλεσαν το φυσικό φαινόμενο, που πολύ αργότερα ο έλλογος άνθρωπος ονόμασε πυρ η φωτιά. Ο φόβος, η απορία και ο θαυμασμός του για το φυσικό και ανεξέλεγκτο αυτό φαινόμενο χάραξαν ανεξίτηλα σημάδια στα βαθιά στρώματα του ψυχισμού του, αλλά και μνήμες, που τον συνοδεύουν σε όλη την διάρκεια της εξέλίξής του. Ο πρωτόγονος άνθρωπος αρχικά προσπαθούσε να συντηρεί ζωντανή την φωτιά και να την αναζωπυρώνei κατά βούληση, διατηρώντας την στις κρύες περιόδους και στα παγωμένα σκοτάδια της νύκτας, αποκτώντας έτσι το φως και την θερμότητα. Όμως η ανακάλυψη της δημιουργίας της φωτιάς απετέλεσε το μεγαλύτερο βήμα στην εξέλιξη και στην πορεία της ανθρωπότητας.
 
Ετυμολογικά οι ρίζες «πυ-ρ», «φυ-ρ», «φυ-σ», «φω-σ», «φω-τ», «φα-ο» είναι κοινές (Λεξικό Σκαρλάτου Βυζαντίου). Απʼ την ρίζα πυ- γεννιούνται οι λέξεις πυρά, πυραμίςτο της φλογός σχήμα πυραμοειδές εστι», Δημόκριτος), πύργος, πυρήν, πύθων (ο δράκος που φυσά φωτιά). Από την ρίζα φυ- γεννιούνται οι λέξεις φύσις (κατά τον Αριστοτέλη «πάσα ουσία φύσις λέγεται»), φύσα (ενέργεια, εισπνοή), φύω, φυτόν (αυτό που γεννιέται-ζη), φυλή (γενεά-γέννησις), φύλον, φύλαξις κ.α. Επίσης οι λέξεις φως, φωτιά, φωνή παράγονται από την ίδια ρίζα. Από όλες αυτές τις λέξεις γεννιώνται χιλιάδες άλλες σύνθετες λέξεις στην Ελληνική και τη Λατινική Γλώσσα, όπως πυρκαϊά, πυροβασία, φύραμα, φυσιολογικός, φυσάω, φυτόν, φωνόγραφος, φωστήρ, φωσφόρος, φάος, φαιδρόν και fire (φωτιά), fur (γούνα), physic (φυσικό), physiology (φυσιολογία) και άλλες αντίστοιχα. Ο Πλάτων στον «Κρατύλο» εκ στόματος Σωκράτους μας λέει, ότι πιθανόν η λέξη πυρ να είναι αντιδάνειο, που επανήλθε στην Ελληνική Γλώσσα, απʼ τους Φρύγες. Ίσως και η λαϊκή ρήση «στο πι και φι», δηλαδή κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, να συμβολίζει την ταχύτατη ανάφλεξη και εμφάνιση του πυρός.
 







Στην τριλογία του Αισχύλου «Προμηθεύς» ο Τιτάνας Προμηθέας εμφανίζεται ως ο δωρητής της φωτιάς, των τεχνών και των επιστημών στους ανθρώπους. Ο Ζευς τιμώρησε τον Προμηθέα σταυρώνοντάς τον στον Καύκασο. Ο Προμηθέας, αν και είχε καλές και αγνές προθέσεις έναντι των ανθρώπων, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας, απʼ όπου ξεπήδησε το πιο χρήσιμο μα και επικίνδυνο αγαθό, το «πυρ». [Ο εικονιζόμενος πίνακας είναι του Γάλλου ζωγράφου Γκυστάβ Μορώ (1826-1898).]

Σε όλες τις αρχαίες θρησκείες το πυρ αποτέλεσε την βασική συμβολική απεικόνιση των θεών. Η ελληνική μυθολογία βρίθει από ιστορίες θεών και μυθικών ανθρώπων, που σχετίζονται με την φωτιά. Ο Ήφαιστος είναι ο θεός της φωτιάς, που κατασκεύασε τα πύρινα όπλα των Ολυμπίων για την μεγάλη αναμέτρησή τους με τους Τιτάνες. Οι τρεις Κύκλωπες Βρόντης (βροντή), Στερόπης (αστραπή) και Άργης (φως) δώρισαν τις δεξιότητές τους στον Δία. Γιʼ αυτό ο Ζευς χαρακτηρίζεται στον Oρφικό Ύμνο του «φλογόεις», «βρονταίος», «κεραύνιος» και «πυρίδρομος». Εκείνος με όπλο του το «ουράνιο πυρ», δηλαδή τον κεραυνό, κατατρόπωσε τους Τιτάνες και έγινε κυρίαρχος του Ολύμπου. Ο Διόνυσος γεννήθηκε μέσα απʼ την φωτιά του κεραυνού του πατέρα του Δία, γιʼ αυτό και ονομάζεται «πυρίσπορος», «πυριφεγγής», «πυρόεις», «πυρίπαις» και «πυριγενής» στον Ορφικό του Ύμνο. Η κόρη του Κρόνου και αδελφή του Διος, Εστία, είναι η θηλυκή θεϊκή εκδοχή του πυρός. Στον Ορφικό Ύμνο της αναφέρεται ως εκείνη, η οποία κατέχει τον «μέσο οίκο του αιωνίου και μεγίστου πυρός». Αλλά και οι Κάβειροι, οι Τελχίνες και οι Κουρήτες ήταν οι τεχνίτες της φωτιάς, που έδωσαν τα επιτεύγματά τους στους ανθρώπους.
 
Κατά την εποχή του Παυσανία στο Άργος υπήρχε βωμός, που έκαιγε άσβεστο πυρ, προς τιμή του πανάρχαιου ήρωα και δημιουργού της πόλης, Φορωνέως. Σύμφωνα με την Μυθολογία των Αργείων ο Φορωνεύς ήταν εκείνος, που ανακάλυψε το πυρ και το έδωσε στους ανθρώπους. Στις παραδόσεις όλων των λαών της αρχαιότητας το πυρ υπήρχε σε πολλούς μύθους και τελετουργικά. Στους Ρωμαίους η Vesta-Εστία, το αιώνιο πυρ, ήταν ο αγγελιαφόρος μεταξύ των θεών και των ανθρώπων, η δε φωτιά έπρεπε να διατηρείται άσβεστη από τις Εστιάδες παρθένες ιέρειες της φωτιάς. Οι λαμπαδηδρομίες, που τελούνταν βράδια σε όλη την Μεσόγειο, ήταν πομπές, που συμβόλιζαν την εμφάνιση του πρωταρχικού ουρανίου πυρός μέσα στο έρεβος και τη νύχτα.



Οι λαμπαδηδρομίες ήταν πομπές, που συμβόλιζαν την εμφάνιση του πρωταρχικού ουρανίου πυρός μέσα στο έρεβος και τη νύχτα.

Οι περισσότερες θρησκείες των αρχαίων πολιτισμών ήταν ηλιολατρικές. Ο Ήλιος, ως ο πύρινος και αισθητός δημιουργός της ζωής, λατρεύτηκε όσο κανείς άλλος θεός. Στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο η ηλιολατρεία αντιπροσωπεύεται απʼ τους θεούς: Ήλιο-Sol, Απόλλωνα, Άδωνι, Διόνυσο-Βάκχο, Ηρακλή στην Ελληνική Επικράτεια, τον Όσιρι στην Αίγυπτο, τον Οντίν στην Βόρειο Ευρώπη, τους Μίθρα, Μπελ, Θαμμούζ και Σαμάς στην Μέση Ανατολή και Μεσοποταμία και την Αματεράσου στην Ιαπωνία. Στην Αμερικανική Ήπειρο ανάμεσα στους λαούς των Ίνκας, Μάγιας, Αζτέκων και των λοιπών Ινδιάνων ο θεός Ήλιος κατείχε την σημαντικότερη θέση λατρείας. Στην Σκανδιναβική Μυθολογία ο Θωρ είναι γυιός της Γιορτ και του θεού Ηλίου Οντίν και είναι ο πολεμιστής θεός της φωτιάς και των κεραυνών. Στην αρχαία ιρανική Ζωροαστρική θρησκεία ο μέγιστος θεός Αχούρα Μάζντα συμβολιζόταν από το πυρ. Στον Μιθραϊσμό επικράτησε η περσική πυρολατρία και η λατρεία του πυρφόρου θεού Ηλίου-Μίθρα. Στην ινδική θρησκεία ο Άγκνι είναι ο θεός της φωτιάς, που γεννήθηκε απʼ την τριβή δύο ξύλων και καταβρόχθισε τους γονείς του και έκτοτε τρέφεται απʼ τις προσφερόμενες θυσίες.
 
H φιλοσοφική έννοια και η Κοσμολογία του πυρός
Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη, η έννοια και ο συμβολισμός του πυρός έχουν εξέχουσα θέση. Στα φιλοσοφικά κείμενα όμως, υφίσταται ένας θεμελιακός διαχωρισμός δύο διαφορετικών ειδών πυρός. Ο διαχωρισμός αυτός αναφέρεται καθαρά στον Περιπατητικό φιλόσοφο Θεόφραστο: «Αυτό είναι που έλεγαν και οι παλαιοί, ότι το πυρ ζητεί πάντοτε τροφή και δεν ενδέχεται να διατηρήται χωρίς την καύσιμη ύλη. Γιʼ αυτό φαίνεται άτοπο να το χαρακτηρίζουμε πρωταρχική ουσία και αρχή, αν δεν μπορή να υπάρξη χωρίς ύλη. Διότι ούτε ως απλό στοιχείο ούτε προηγούμενο του υποκειμένου και της καύσιμης ύλης μπορεί να είναι (το πυρ), εκτός αν υπάρχη τέτοια φύσις στην πρώτη σφαίρα, η οποία είναι αμιγής και καθαρή θερμότητα. Έτσι δεν θα καίη καθόλου. Αυτή όμως είναι η φύσις του πυρός (το να καίη), πλην εάν υπάρχουν πολλές και διαφορετικές φύσεις του πυρός. Και η μεν πρώτη φύσις είναι καθαρή και αμιγής, η δε περί την γήινη σφαίρα είναι αναμεμειγμένη (με άλλα στοιχεία) και πάντοτε σε διαδικασία γενέσεως» («Περί Πυρός», παρ. 4).
 
Αλλά και ο δάσκαλός του, ο Αριστοτέλης, κάνει τον ίδιο διαχωρισμό: «Από μίαν άποψη υπάρχει το πυρ ως στοιχείον (που είναι ίσως αυτό καθʼ εαυτό το άπειρον ή κάτι άλλο παρόμοιο), από μίαν άλλη άποψη όχι, διότι πυρ δεν είναι το ίδιο στοιχείο. Το πυρ είναι στοιχείο θεωρούμενο σαν κάτι το φυσικό, το όνομα όμως σημαίνει το τι έχει συμβεί σʼ αυτό, δηλαδή γίνεται κάτι εξ αυτού ως πρώτου ενυπάρχοντος.» («Μετά τα Φυσικά», 1052, παρ. 9.) Δηλαδή το πρώτο «ενυπάρχον πυρ» του Αριστοτέλους η «η θερμότητα της πρώτης σφαίρας» του μαθητή του Θεοφράστου μας δίνουν ξεκάθαρα μίαν άλλη, διαφορετική ποιότητα του πυρός ως ενέργειας, ως κάτι που προϋπήρχε.
 
Κατά τον Ηράκλειτο το «αείζωον πυρ» είναι αυτό το κοσμογονικό στοιχείο, που «εποίησε» τον κόσμο και όχι κάποιος θεός η άνθρωπος. «Κόσμον τόνδε των αυτών απάντων ούτε τις θεών ούτε τις ανθρώπων εποίησεν, αλλά ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα.» (Μετ.: «Τον κόσμο τούτο τον κοινό για όλους μήτε θεός μήτε άνθρωπος τον εποίησε, μα ήταν, είναι και θα είναι πυρ αείζωον, που ανάβει και σβήνει με μέτρο.») Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Μετά τα Φυσικά», 984 α, αναφέρει για την Κοσμολογία του Ηρακλείτου: «Ο Ίππασος ο Μεταποντίνος και ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος λένε, ότι το Σύμπαν είναι ένα, κινούμενο και πεπερασμένο, και το πυρ θεωρούν ως την αρχή των όλων αλλά και των όντων, και δημιουργούνται τα όντα από την φωτιά με πύκνωση και αραίωση, ενώ διαλύονται και πάλι στο πυρ, ως αυτή να είναι μία υποκείμενη φύση που υπάρχει. Θεωρούν, ότι τα πάντα μεταβάλλονται με την φωτιά, και υπάρχει κάποια τάξη και καθωρισμένος χρόνος της μεταβολής του κόσμου, που διέπεται από ειμαρμένη – ανάγκη.»
 
Ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος, που τεκμηρίωσε τις ηρακλείτειες απόψεις περί του πρωταρχικού πυρός, υποστηρίζοντας, ότι το πυρ ως στοιχείο συνιστά κοσμολογική αρχή, καθʼ ότι είναι το περισσότερο ασώματο στοιχείο σε σχέση με τʼ άλλα στοιχεία, ενώ είναι αυτό που κινείται συνεχώς και κινεί τα υπόλοιπα πρωτίστως.
 


«Κόσμον τόνδε των αυτών απάντων ούτε τις θεών ούτε τις ανθρώπων εποίησεν, αλλά ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα.» Ηράκλειτος


(«Τον κόσμο τούτο τον κοινό για όλους μήτε θεός μήτε άνθρωπος τον εποίησε, μα ήταν, είναι και θα είναι πυρ αείζωον, που ανάβει και σβήνει με μέτρο.»)


Ο Διογένης Λαέρτιος στο έργο του («Βίοι Φιλοσόφων», βιβλίο 9, παρ. 7-1) μας λέει για τον Ηράκλειτο: «Εκ του πυρός τα πάντα συνέστησαν και σε αυτό τα πάντα διαλύονται. Τα πάντα τελούνται συμφώνως προς τους νόμους της ειμαρμένης και δια της αντιθέσεως τελείται η αρμονία του κόσμου (…). Το πυρ είναι στοιχείο και δια της μετατροπής του γεννώνται τα πάντα, δια της αραιώσεως και της πυκνώσεως. Ωστόσο δεν ξεκαθαρίζει (ο Ηράκλειτος) τελείως την σκέψη του. Λέει, ότι τα πάντα γίνονται δια της εναντιώσεως και ότι τα πάντα ρέουν ως ποταμός. Το Σύμπαν είναι πεπερασμένο και ένας μόνο κόσμος υπάρχει, εγεννήθη δε εκ πυρός και στο πυρ θα επανέλθη μετά από κάποιες περιόδους εναλλάξ, αιωνίως, συμφώνως προς τους νόμους της ειμαρμένης. Μεταξύ των αντιθέτων υφίσταται ένας αγών, και όταν το αποτέλεσμα της διαμάχης πηγαίνει προς την γένεση καλείται πόλεμος και έρις, όταν δε προς την εκπύρωση ομόνοια και ειρήνη. Η κίνηση προς τα άνω και προς τα κάτω παράγει τον κόσμο κατά τον εξής τρόπο: Το πυρ συμπυκνούμενο υγροποιείται και καθίσταται ύδωρ, το δε ύδωρ, όταν πήζη, μετατρέπεται σε γη, αυτή δε είναι η προς τα κάτω πορεία. Αντιθέτως η γη μεταβάλλεται σε ύδωρ, και από αυτό παράγονται τα λοιπά, διότι ανάγει σχεδόν τα πάντα σε αναθυμίαση (εξάτμιση) της θαλάσσης. Αυτή δε είναι η πορεία προς τα άνω.»
 
Εδώ βλέπουμε μία ακριβή περιγραφή της φυσικής δημιουργίας από το κοσμογονικό πυρ μέσω της μετατροπής του στα τρία άλλα στοιχεία: ύδωρ, γη, αέρα, αλλά και την μεταβολή του ξανά σε πυρ. Επομένως το «άπειρον» του Αναξιμάνδρου, το «ύδωρ» του Θαλή, ο «αήρ» του Αναξιμένη και παρόμοιες τέτοιες αναφορές έχουν να κάνουν με πρωταρχικές κοσμογονικές καταστάσεις, που μόνο οι «Δήλιοι κολυμβητές» της σκέψης θα μπορέσουν νʼ αποκρυπτογραφήσουν. Αλλά και ο Πλούταρχος στο «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς», 388 Ε, αναφέρει: «Τα πάντα προκύπτουν απʼ την ανταμοιβή της φωτιάς και με την σειρά τους όλα φωτιά γίνονται, όπως το χρυσάφι γίνεται χρήμα και το χρήμα χρυσάφι.»
 
Ο Αέτιος υπήρξε ένας έλληνας δοξογράφος, που έζησε κατά το τέλος του α΄ έως τις αρχές του β΄ μ.Χ. αιώνα. Απʼ το έργο του «Περί των αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις φυσικών δογμάτων, Επιτομή», μπορούμε να δούμε γενικά διάφορες φιλοσοφικές απόψεις περί πυρός: Στο «Περί θεού», 302, 13, μας λέει, ότι ο Δημόκριτος αποκαλεί τον θεό νου πύρινο και σφαιροειδή: «Δημόκριτος νουν τον θεόν εν πυρί σφαιροειδεί.» Για την ψυχή ο Δημόκριτος λέει, ότι είναι πύρινο κράμα εκ θεωρητών λόγων, όπου φέρει σφαιρικές τις ιδέες της, πύρινη την δύναμή της, η οποία σώμα (άυλο) αποτελεί: «Δημόκριτος πυρώδες σύγκριμα εκ λόγων θεωρητών, σφαιρικάς μεν εχόντων τας ιδέας, πυρίνην δε την δύναμιν, όπερ σώμα είναι.» («Περί ψυχής», 388, 5.)
Οι πυθαγόρειοι, λέει, ότι θεωρούσαν το Σύμπαν ως σφαιρικό αποκύημα των τεσσάρων στοιχείων. Το δε πυρ ήταν ανώτατο των άλλων στοιχείων και είχε σχήμα κώνου. Αυτό μπορούμε να το δούμε και από το σχήμα της φλόγας, που ομοιάζει με πυραμίδα. «Οι από Πυθαγόρου τον κόσμον σφαίραν κατά σχήμα των τεττάρων στοιχείων. Μόνον δε το ανώτατον πυρ κωνοειδές.» («Περί ελαχίστου», 312, 14.) Για τους Πυθαγορείους η αρχή της γένεσης του Σύμπαντος έγινε απʼ το πυρ και το πέμπτο στοιχείο μαζί, τον αιθέρα. «Άρξασθαι δε την γένεσιν του κόσμου από πυρός και του πέμπτου στοιχείου.» («Πόθεν τρέφεται ο κόσμος», σελ. 333, 19.)
 
Όπως ο Αέτιος μας πληροφορεί, παρόμοια άποψη περί της πυρώδους φύσης της ψυχής φέρουν και οι Παρμενίδης, Ίππασος, Ηρακλείδης, Λεύκιππος και οι Στωικοί. Κατά τον Παρμενίδη το γήρας επέρχεται από την έλλειψη του θερμού στοιχείου: «Παρμενίδης γήρας γίνεσθαι παρά την του θερμού υπόλειψιν.» («Περί τροφής», σελ. 443, 8.) Στο «Περί βροντών, αστραπών, κεραυνών, πρηστήρων, τυφώνων», 367-70, 19-22, αναφέρει και για ένα άλλο είδος πυρός, που εκδηλώνεται και στην φύση, τον «πρηστήρα», που είναι ένας θερμός και ορμητικός ανεμοστρόβιλος, που κατέρχεται ως θύελλα και εκτονώνεται μέσω κεραυνών.
 
Ο Αριστοτέλης στα «Μετεωρολογικά», 371a, 16-19, αναφέρει για τον πρηστήρα: «Όταν δε κατασπώμενον εκπυρωθή (τούτο δʼ εστίν εάν λεπτότερον το πνεύμα γένηται) καλείται πρηστήρ.» Δηλαδή όταν κατερχόμενο (το πνεύμα) σπάσει και εκπυρωθεί (και αυτό γίνεται, εάν το πνεύμα γίνει λεπτότερο) καλείται πρηστήρ. Πάλι εδώ βλέπουμε μία διαφορετική πρωταρχική έννοια του πρηστήρος.





Ο Πυθαγόρας δίδασκε, ότι όλα τα ουράνια σώματα περιστρέφονται γύρω από ένα «κεντρικό πυρ» με αρμονία. Σύμφωνα με το κοσμολογικό πρότυπο του Πυθαγόρειου Φιλόλαου, στο κέντρο του κόσμου βρίσκεται η κεντρική Εστία. Στην εικονιζόμενη μεσαιωνική ζωγραφιά απεικονίζεται ο Πυθαγόρας με τον Φιλόλαο να πειραματίζονται στις σχέσεις μουσικής και αριθμών.

Οι πυθαγόρειοι θεωρούσαν, ότι όλα τα ουράνια σώματα περιστρέφονται κυκλικά και με αρμονία γύρω από ένα «κεντρικό πυρ». Ο Ιωάννης Στοβαίος στο «Ανθολόγιο», βιβλίο 1, παρ. 22, 1, αναφέρει: «Ο Φιλόλαος τοποθετεί το πυρ στο μέσον, στο κέντρο. Το ονομάζει εστία των πάντων, οίκον του Διος, μητέρα των θεών, βωμό και συνοχή και μέτρο φύσεως. Επίσης τοποθετεί ένα δεύτερο πυρ, ανώτατο όλων, που περιέχει μέσα του τον κόσμο. Το κέντρο, λέει, είναι από την φύση του πρώτο, γύρω απʼ αυτό τα δέκα διαφορετικά σώματα εκτελούν τον ομαδικό τους χορό.»
 
Η ύπαρξη ενός τέτοιου πυρώδους κέντρου συμβολιζόταν από την ιερή και άσβεστη εστία κάθε βωμού και ναού, αποτελώντας την έδρα της τιμώμενης θεότητος σε κάθε οικία με την κεντρική εστία, όπου η οικογένεια μαζευόταν γύρω απʼ την φωτιά-τζάκι, αλλά και απʼ το τιμητικό και άσβεστο πυρ του Πρυτανείου.

Κατά την ελληνική φιλοσοφική σκέψη. τα φαινόμενα, που εξελίσσονται στο φυσικό Σύμπαν, είναι προϊόντα αντανάκλασης αντιστοίχων διεργασιών που συμβαίνουν σε ένα κοσμογονικό επίπεδο. Πρόκειται για την αντιστοιχία του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου.
 
Το πυρ στην εβραϊκή μυθολογία
Στους εβραίους το πυρ δεν είχε τόσο συμβολικό χαρακτήρα, όσο κυρίως αποκαλυπτικό, μαγικό και ταχυδακτυλουργικό. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Γιαχβέ παρουσιάζεται αρκετές φορές ως θεός πυρομανής. Και οι δέκα εντολές του Γιαχβέ δόθηκαν στον Μωυσή μέσω αστραπών, βροντών και καπνών: «Και πας ο λαός έβλεπε τας βροντάς και τας αστραπάς και την φωνήν της σάλπιγγος και το όρος καπνίζον.» («Έξοδος», κεφ. 21, παρ. 18.) Παρακάτω πάλι ο Γιαχβέ αποκαλύπτεται στον Μωυσή ως «πυρ κατατρώγον»: «Και η θέα της δόξης του Κυρίου ήτο εις τους οφθαλμούς των υιών Ισραήλ ως πυρ κατατρώγον επί της κορυφής του όρους.» («Έξοδος», κεφ. 24, παρ. 17.) Η τελετή της θυσίας και του ολοκαυτώματος ως προσφορά στον Γιαχβέ ήταν καθημερινή ρουτίνα για τους Εβραίους. Η καιόμενη βάτος εμφανίζεται ως θεϊκό σημάδι στους Εβραίους: «Βάτος εκαίετο υπό του πυρός και δεν κατεκαίετο» («Έξοδος», κεφ. 3, παρ. 2). Άλλο ένα θεϊκό πυρ εκ Γιαχβέ ήταν η «νάφθα του Νεεμία», που αναφέρεται στο «Μακκαβαίων Β », κεφ. 1, παρ. 20.
 
Η συμφωνία του Γιαχβέ με τον πατριάρχη των εβραίων Αβραάμ για την γενοκτονία των λαών της Χαναάν, που θα επακολουθούσε («και θέλουσι δουλώσει αυτούς και θέλουσι καταθλίψει αυτούς»: «Γένεσις», κεφ. 15, παρ. 13), κλείσθηκε μέσω της εμφάνισης του πυρός εν μέσω της νύχτας ως θεϊκό σημάδι: «Ότε δε ο ήλιος έδυσε και έγινε πυκνόν σκότος, ιδού κάμινος καπνίζουσα και λαμπάς πυρός, ήτις διεπέρασε μεταξύ των διχοτομημάτων τούτων. Την ημέραν εκείνην έκαμε διαθήκην ο Κύριος προς τον Αβραάμ» (κεφ. 15, παρ. 17). Οι εμπρησμοί και οι σφαγές αποτελούσαν θεϊκή εντολή και είχαν χαρακτήρα εκδίκησης προς τους ξένους: «Και ως ετελείωσε προσφέρων το ολοκαύτωμα, είπεν ο Ιησού προς τους δορυφόρους και προς τους ταγματάρχας: Εισέλθετε πατάξατε αυτούς, μηδείς ας μην εξέλθη. Και επάταξαν αυτούς εν στόματι μαχαίρας και έρριψαν έξω και υπήγαν έως της πόλεως του οίκου του Βάαλ. Και εξέβαλον τα είδωλα του οίκου του Βάαλ και κατέκαυσαν αυτά. Και κατεσύντριψαν το είδωλο του Βάαλ και κατεκρήμνισαν τον οίκον του Βάαλ και έκαμον αυτόν κοπρώνα έως της ημέρας ταύτης.» («Βασιλέων Β », κεφ. 21, παρ. 25-27.)
 
Ο Ησαΐας απειλεί τους Ασσυρίους μέσω του Γιαχβέ με φωτιά: «Δια τούτο ο Κύριος των δυνάμεων θέλει αποστείλει εις τους παχείς αυτούς ισχνότητα και υπό την δόξαν αυτού θέλει εξαφθή καύσις, ως καύσις πυρός. Και το φως του Ισραήλ θέλει γίνει πυρ και ο Άγιος αυτού φλοξ και θέλει καύσει και καταφάγει τας ακάνθας αυτού και τους τριβόλους αυτού εν μία ημέρα. Και θέλει αφανίσει την δόξα του δάσους αυτού και του καρποφόρου αγρού αυτού από ψυχής έως σαρκός.» («Ησαΐας», κεφ. 9, παρ. 16-18.) Ο Γιαχβέ γίνεται «πυρ και μανία» στον Ιερεμία: «πυρ εξήχθη εν τω θυμώ μου, το οποίον θέλει εκκαυθή καθʼ υμών» («Ιερεμίας» κεφ. 15, παρ. 14).
Ο πρώτος μεγάλος εμπρησμός πόλεων από την Εβραϊκή πυρομανία εμφανίζεται στην Πεντάπολη των Σοδόμων. Σύμφωνα με την Π. Διαθήκη ο Γιαχβέ έξαλλος θα πυρπολήσει τέσσερις πόλεις: «Ο ήλιος ανέτειλεν επί την γην, ότε ο Λωτ εισήλθεν εις Σηγώρ. Και έβρεξεν ο Κύριος επί τα Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού. Και κατέστρεψε τας πόλεις αυτάς και πάντα τα περίχωρα και πάντας τους κατοίκους των πόλεων και τα φυτά της γης.» («Γένεσις», κεφ. 19, παρ. 24.) Θα ακολουθήσουν κι άλλοι πολλοί εμπρησμοί πόλεων απʼ τους Εβραίους, που περιγράφονται γλαφυρά σε όλη την Π. Διαθήκη.
 






Ο προφήτης Ηλίας, αφού έσφαξε 850 ιερείς του Βάαλ (Βασιλειών Γ , ιη 22-40) αναλήφθηκε στην ουράνια Σιών από τον Γιαχβέ πάνω σε ένα πύρινο άρμα, ανταμοιβόμενος για την θεάρεστη αυτή πράξη του.

Αλλά και ο προφήτης Ηλίας, πριν σφάξει με τα χέρια του τους 850 ιερείς του Βάαλ, έκανε το «θαύμα» της φωτιάς, για νʼ αποδείξει την ύπαρξη του θεού του μέσω των μαγικών κόλπων του και των πύρινων προσευχών του: «Και φώναξε ο Ηλίας ο προφήτης. Κύριε θεέ του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, επάκουσόν με σήμερον εν πυρί, δια να γνωρίσουν ότι εσύ είσαι ο θεός (…) και έπεσε πυρ παρά Κυρίου και κατέφαγε το ολοκαύτωμα και τα ξύλα και τους λίθους και το χώμα και το ύδωρ το εν αυλάκι.» («Α Βασιλέων», κεφ. 18, παρ. 37-38.) Για τις υπηρεσίες του αναλήφθηκε στην ουράνια Σιών από τον Γιαχβέ πάνω σʼ ένα πύρινο άρμα.
 
Η χριστιανική πυρομανία
Ο χριστιανισμός χρησιμοποίησε την ίδια πύρινη τακτική, που παρέλαβε απʼ τους Εβραίους πατριάρχες του. Η τελετουργική και η συμβολική έννοια του πυρός των αρχαίων λαών εξοβελίστηκε, αφού συμβόλιζε τους «ειδωλολατρικούς» θεούς και την κόλαση. Περιορίστηκε στα φτωχά κεριά και στα καντηλέρια. Αντʼ αυτού το πυρ απέκτησε καθαρά χαρακτήρα τιμωρίας και διʼ εμπρησμού εξαγνισμό έναντι όλων των «ειδωλολατρικών» λαών της Γης.
 
Οι εντολές της Π. Διαθήκης «και τα γλυπτά αυτών καύσει εν πυρί» («Δευτερονόμιον», κεφ. 7 παρ. 5), «δια τούτο οι κάτοικοι της γης κατεκαύθησαν και ολίγοι άνθρωποι έμειναν» («Ησαΐας», κεφ. 24, παρ. 6), «και θέλει κατακαύσει αυτήν (την Βαβυλώνα) εν πυρί» («Ιερεμίας», κεφ. 34 παρ. 2) εκτελέστηκαν κατά γράμμα προς όλους τους λαούς της ανθρωπότητας.

Σύμφωνα με τη χριστιανική δοξασία, ο πρώην άγγελος του θεού Σατανάς ύψωσε το ανάστημά του ψηλά στον Γιαχβέ και κατακάηκε, πέφτοντας δια παντός τιμωρημένος στο πυρ της Κόλασης. Εκεί θα τιμωρείται και θα καίγεται αιώνια μαζί με όλους τους κακούς και σοφούς («η σοφία είναι μωρία» κατά τον Παύλο) «ειδωλολάτρες». Στην «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, στο μέγιστο δεισιδαιμονικό αυτό έργο, πύρινες απειλές προορίζονται απʼ τον Γιαχβέ, για να πυρπολήσουν τα πάντα πάνω στην Γη κατά την ώρα της εσχατολογικής κρίσης, την στιγμή του Αρμαγγεδώνα: «Και ο πρώτος άγγελος εσάλπισε και έγινε χάλαζα και πυρ μεμιγμένα με αίμα και ερρίφθησαν εις την γην, και το τρίτο των δένδρων κατεκάη, και πας χλωρός χόρτος κατεκάη» (κεφ. 8, παρ. 7). «Και ο τέταρτος άγγελος εξέχεε την φιάλην αυτού επί τον ήλιον. Και εδόθη εις αυτόν να καυματίση τους ανθρώπους με πυρ. Και εκαυματίσθηκαν οι άνθρωποι με καύμα μέγα» (κεφ. 15, παρ. 8).  
Το πυρ στο χριστιανισμό απέκτησε χαρακτήρα τιμωρίας. Στη φρικιαστική αγιογραφία εικονίζεται «Η Γέενα του Πυρός», με θέμα το πυρ της έσχατης κρίσης.
 
Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς απειλεί να κάψει όσους δεν θέλουν να τον ακολουθήσουν: «Ήδη δε και η αξίνη κείται προς την ρίζαν των δένδρων. Παν λοιπόν δένδρον μη κάμνον καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις το πυρ εμβάλλεται.» («Ματθαίος», κεφ. 3, παρ. 10.) Όσοι δεν υπακούουν τον ίδιο απειλούνται απʼ τις φωτιές της Κόλασης και το πυρ το εξώτερον: «Τότε θέλει ειπεί και προς τους εξ αριστερών· Υπάγετε απʼ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον δια τον διάβολον και τους αγγέλους αυτού. Διότι επείνασα και δεν μοι εδώκατε να φάγω, εδίψησα και δεν με εποτίσατε.» («Ματθαίος», κεφ. 25, παρ. 41.) Για τους αρνητές του, που θα κριθούν ένοχοι, τους περιμένει η γέεννα του πυρός: «Μωρέ, θέλει είσθαι ένοχος εις την γέενναν του πυρός.» («Ματθαίος» κεφ. 5, παρ. 22.) (Πρόκειται για τον σκουπιδότοπο-χωματερή, όπου οι εβραίοι έκαιγαν τα σκουπίδια τους!

Οι απόστολοι του Ιησού περιβάλλονταν από πύρινες γλώσσες κατά την διάρκεια των κηρυγμάτων τους. Η ψυχωτική πυρομανία των χριστιανών ξεπέρασε κάθε νοσηρή φαντασία. Γρήγορα οι απειλές τιμωρίας, εκδίκησης και εξαγνισμού μέσω της φωτιάς έγιναν πράξεις απʼ τους φανατικούς χριστιανούς. Όπως αποδείχθηκε ιστορικά, η φωτιά που κατέκαυσε την Ρώμη επί Νέρωνα ήταν έργο του αποστόλου Παύλου και των χριστιανών, κάτι που πρώτος μας διαβεβαιώνει ο Ρωμαίος συγγραφέας Τάκιτος: «Ο αυτοκράτορας (Νέρων), για να εκδικηθή την καταστροφή της Ρώμης, διέταξε να τιμωρηθούν εκείνοι τους οποίους ο λαός μισούσε για την αισχρότητα και τα εγκλήματά τους, τους χριστιανούς.» (Τάκιτος, «Annales», 15, 38-39.) Η νεώτερη χριστιανικά ελεγχόμενη Ιστορία άδικα και ψευδώς κατηγόρησε τον φιλέλληνα ρωμαίο βασιλιά ως εμπρηστή της Ρώμης. Χιλιάδες ναοί, δημόσια κτήρια, σπίτια, άλση, τεμένη, κατακάηκαν απʼ την πυρομανία των χριστιανών.
 
Οι πυρές τους εξάγνιζαν τους δαίμονες από τους αρχαίους ναούς των ειδωλολατρών, ενώ στα βυζαντινά ασβεστοκάμινα έκαιγαν τα γλυπτά και τα μάρμαρα για εκατοντάδες χρόνια, εξαφανίζοντας χιλιάδες αριστουργήματα του Ελληνικού Πολιτισμού. «Μυών γαρ οικητήριον ην ο Αιγύπτιος θεός (Σέραπις), εις μικρά δε αυτόν διελόντες τα μεν παρέδωσαν τω πυρί.» (Θεοδώρητος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», 321, παρ. 13.) Οι βυζαντινές πυρές θα κατακαύσουν χιλιάδες ανθρώπους, που έπασχαν από την «ιερόσυλον ψυχικήν νόσον των ελλήνων» (Ιουστινιάνειος Κώδιξ Ι, 11, 10).
 
«Εκ τούτου δε συλληφθέντες Θεόδωρός τε και οι του τρίποδος τεχνίται οι μεν εν πυρί οι δε ξίφει απολέσθαι προσετάχθησαν. Παραπλησίως δε δια την αυτήν αιτίαν διεφθάρησαν και οι ανά πάσαν την αρχομένην λαμπρώς φιλοσοφούντες ασχέτου δε της του βασιλέως οργής ούσης και εις μη φιλοσόφους.» (Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο 6, κεφ. 35, παρ. 6.) «Άλλων τε γυναικών τα αυτά μόρια τούτο μεν σιδήρω, τούτο δε ωόσι εις άκρον πυρί θερμανθείσι προσφέροντες έκαιον.» (Σωκράτης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο 2, κεφ. 38, παρ. 32.)
 
Το 415 μ.Χ. ο χριστιανικός όχλος της Αλεξάνδρειας καθοδηγούμενος από τον Πέτρο, πρωτοσύγκελλο του πατριάρχη Κύριλλου, τεμάχισε ζωντανή και σε μικρά κομμάτια την μέγιστη της εποχής της Αλεξανδρινή φιλόσοφο Υπατία, τα οποία εν συνεχεία έκαψαν σε πυρά. Αλλά και όλες οι χριστιανικές αιρέσεις (Αρειανοί, Νοβατιανοί, Μονοφυσίτες κ.α.) και λοιπές ασιατικές θρησκείες (Μανιχαϊστές, Μιθραϊστές και λοιποί), αλλά και οι ίδιοι οι γεννήτορες των χριστιανών Εβραίοι, εφάρμοσαν την τιμωρία της πυράς. Στο έργο της «Αλεξιάς» η Άννα Κομνηνή (κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού, 1204-1222 μ.Χ.) αναφέρεται στα «πύρινα δρώμενα», δηλαδή στις κατά χιλιάδες καύσεις των αντιφρονούντων Βογόμιλων χριστιανών, που έγιναν στην Βυζαντινή επικράτεια.
 
Στην Δύση οι καθολικές «ιερές εξετάσεις» θα ακολουθήσουν τον δρόμο που χάραξε πρωτίστως ο άγιος των χριστιανών αυτοκράτορας Θεοδόσιος και οι μετέπειτα Βυζαντινοί. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα αμέτρητες αρχαίες πόλεις σταματούν βίαια την ιστορία τους ξαφνικά κατά το τέλος του 4ου μ.Χ αιώνα. Κατά τον αρχαιολόγο Ν. Παπαδάκη η πόλη Λεύκη, που υπήρξε στο σημερινό Κουφονήσι, ακολούθησε την ίδια τύχη: «Τα ανασκαφικά μας συμπεράσματα ομιλούν για μία βίαιη και ολική καταστροφή. Όλα σταματούν στο τέλος του 4ου αιώνος. Υπάρχουν παντού στρώματα φωτιάς, μισοκαμμένες κολώνες, αγάλματα κι αρχιτεκτονήματα βίαια τεμαχισμένα, που φέρουν καίρια τραύματα από σιδερένια λοστάρια και άλλα θλώντα και τέμνοντα όργανα, όπως δείχνει η αρχαιολογική νεκροψία.» (Περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 6, Φεβρουάριος 1983.)
 
Οι τεράστιες βιβλιοθήκες της Αλεξανδρείας, του Σεραπείου, της Περγάμου και εκατοντάδες άλλες θα γίνουν παρανάλωμα του πυρός. Χιλιάδες πάπυροι και συγγράμματα ελλήνων συγγραφέων χρησιμοποιούνταν κατά το βυζαντινό μεσαίωνα για προσάναμμα στα μοναστήρια της επικράτειας.
 
Κατά τη σκοτεινή βυζαντινή περίοδο, έκανε την εμφάνισή του και το θαύμα-απάτη, γνωστό μέχρι σήμερα ως «το Άγιον φως της Ιερουσαλήμ», όπου δήθεν το πυρ ανάβει στα κεριά και τις λαμπάδες εξ ουρανού.


 
Παρατίθενται δειγματοληπτικά και χωρίς σχόλια oρισμένα αποσπάσματα επιλεγμένα ανάμεσα από αναρίθμητα χριστιανικά κείμενα, προκειμένου να πάρετε μία ιδέα για τη θεοκρατική νομιμοποίηση της πυρομανίας και των εμπρησμών στην ιδεολογία αυτής της θρησκείας.
 
Παλαιά Διαθήκη
  • «Τους βωμούς αυτών καθελείτε και τας στήλας αυτών συντρίψετε και τα άλση αυτών εκκόψετε και τα γλυπτά των θεών αυτών κατακαύσετε εν πυρί.» («Έξοδος», λδ΄ 13.)
  • «Αλλά ούτω θέλετε κάμει προς αυτούς. Τους βωμούς αυτών θέλετε καταστρέψει, και τα αγάλματα αυτών θέλετε συντρίψει, και τα άλση αυτών θέλετε κατακόψει, και τα αγάλματα αυτών θέλετε καύσει εν πυρί.» («Δευτερονόμιον», ζ΄ 5.)
  • «Ξηρά βρωθήσεται υπό πυρός· και καυθήσεται εν τοις δάσεσι του δρυμού, και συγκαταφάγεται τα κύκλω των βουνών πάντα. Δια θυμόν οργής Κυρίου συγκέκαυται η γη όλη, και έσται ο λαός ως κατακεκαυμένος υπό πυρός.» («Ησαΐας», θ΄ 17-18.)
  • «Και το φως του Ισραήλ θέλει γίνει πυρ και ο Άγιος αυτού φλοξ και θέλει καύσει και καταφάγει τας ακάνθας αυτού και τους τριβόλους αυτού εν μια ημέρα. Και θέλει αφανίσει την δόξαν του δάσους αυτού και του καρποφόρου αγρού αυτού από ψυχής έως σαρκός.» («Ησαΐας», ι΄ 17-18.)
  • «Άνοιξον, Λίβανε, τας θύρας σου, και ας καταφάγη πυρ τας κέδρους σου (...) δρυς της Βασάν, διότι το δάσος το απρόσιτον κατεκόπη.» («Ζαχαρίας», ια΄ 1-2.) 
  • «Ότι πυρ εκκέκαυται εκ του θυμού μου, καυθήσεται έως Άδου κάτω, καταφάγεται γην και τα γεννήματα αυτής, φλέξει θεμέλια ορέων.» («Δευτερονόμιον», λβ΄ 22.)
  • «Και έβρεξεν ο Κύριος επί τα Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού. Και κατέστρεψε τας πόλεις ταύτας, και πάντα τα περίχωρα, και πάντας τους κατοίκους των πόλεων, και τα φυτά της γης.» («Γένεσις», ιθ΄ 24-25.
  • «Διότι Κύριος ο Θεός σου είναι πυρ καταναλίσκον, Θεός ζηλωτής.» («Δευτερονόμιον», δ 24.)
  • «Αλλά θέλω εξαποστείλει πυρ εις το τείχος της Γάζης, και θέλει καταφάγει τα παλάτια αυτής (...). Θέλω εξαποστείλει πυρ εις το τείχος της Τύρου, και θέλει καταφάγει τα παλάτια αυτής.» («Αμώς», α΄ 7-10.)
  • «Και η θέα της δόξης του Κυρίου ήτο εις τους οφθαλμούς των υιών Ισραήλ ως πυρ κατατρώγον επί της κορυφής του όρους.» («Έξοδος», κδ΄ 17.)
  • «Πυρ εξήχθη εν τω θυμώ μου, το οποίον θέλει εκκαυθή καθʼ υμών.» («Ιερεμίας», ιε΄ 14.)
  • «Και εφώναξε ο Ηλίας ο προφήτης. Κύριε, θεέ του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, επάκουσόν με σήμερον εν πυρί, δια να γνωρίσουν ότι εσύ είσαι ο Θεός (…) και έπεσε πυρ παρά Κυρίου και κατέφαγε το ολοκαύτωμα και τα ξύλα και τους λίθους και το χώμα και το ύδωρ το εν αύλακι.» («Βασιλειών Γ΄», ιη΄ 37-38.)
Η φωτιά που κατέκαυσε τη Ρώμη επί Νέρωνα ήταν έργο του αποστόλου Παύλου και των χριστιανών. «Ο αυτοκράτορας (Νέρων), για να εκδικηθή την καταστροφή της Ρώμης, διέταξε να τιμωρηθούν εκείνοι, τους οποίους ο λαός μισούσε για την αισχρότητα και τα εγκλήματά τους, τους χριστιανούς.» (Τάκιτος, «Annales», 15, 38-39.) Η νεότερη χριστιανικά ελεγχόμενη Ιστορία άδικα και ψευδώς κατηγόρησε τον φιλέλληνα Ρωμαίο βασιλιά ως εμπρηστή της Ρώμης κι ότι επί πλέον έπαιζε μουσική περιχαρής βλέποντας τις φλόγες. Ο Νέρων την ημέρα της πυρκαϊάς όμως, είχε κηρύξει την πόλη σε πένθος, ενώ έλαβε άμεσα σοβαρά μέτρα για την ενίσχυση των πυροπαθών.

Kαινή Διαθήκη
  • «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην» («Λουκάς», ιβ΄ 49).
  • «Και ο πρώτος άγγελος εσάλπισε και έγινε χάλαζα και πυρ μεμιγμένα με αίμα και ερρίφθησαν εις την γην, και το τρίτον των δένδρων κατεκάη, και πας χλωρός χόρτος κατεκάη. Και ο δεύτερος άγγελος εσάλπισε και ως όρος μέγα πυρί καιόμενον εβλήθη εις την θάλασσαν (...) Και ο τρίτος άγγελος εσάλπισε και έπεσεν εκ του ουρανού αστήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς.» («Αποκάλυψις», η΄ 7-12.)
Βίοι Αγίων
  • «Λαβών το είδωλον της μητρός των θεών Ρέας, ως φλυαρούσιν οι έλληνες, έρριψεν αυτό εις την φωτιάν και το κατέκαυσεν.» («Συναξαριστής», Άγιος μεγαλομάρτυρας Θεόδωρος Τήρων, 17 Φεβρουαρίου.)
  • «Επειδή δε ο δαίμων δεν εδυνήθη πλέον να φέρη εμπόδιον, ήναψαν τα ξύλα και κατέκαυσαν τον ναόν.» («Συναξαριστής», Άγιος ιερομάρτυρας Μάρκελλος, 14 Αυγούστου.)
Πατέρες της Εκκλησίας
  • «Και τους εμβάλλοντάς σε εις το πυρ κατακαύσει.» (Ι. Χρυσόστομος, «Αd Theodorum lapsum», 3,73.)
  • «Εις γέενναν εμβάλω και τω πυρί παραδώ.» (Ι. Χρυσόστομος, «Αd Theodorum lapsum», 8,49.)
  • «Και γίνεται τα συστήματα των ασεβών πυρίκαυστα(Μ. Βασίλειος, «Εnarratio in prophetam», 1,19,33.)

Εκκλησιαστικοί συγγραφείς
  • «Μυών γαρ οικητήριον ην ο Αιγύπτιος θεός (Σέραπις), εις μικρά δε αυτόν διελόντες τα μεν παρέδωσαν τω πυρί...» (Θεοδώρητος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», 321, παρ. 13.)
  • «Εκ τούτου δε συλληφθέντες Θεόδωρός τε και οι του τρίποδος τεχνίται οι μεν πυρί οι δε ξίφει απολέσθαι προσετάχθησαν. Παραπλησίως δε δια την αυτήν αιτίαν διεφθάρησαν και οι ανά πάσαν την αρχομένην λαμπρώς φιλοσοφούντες, ασχέτου δε της του βασιλέως οργής ούσης, και εις μη φιλοσόφους.» (Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο 6, κεφ. 35, παρ. 6.)
  • «Άλλων τε γυναικών τα αυτά μόρια τούτο μεν σιδήρω, τούτο δε ωοίς εις άκρον πυρί θερμανθείσι προσφέροντες έκαιον.» (Σωκράτης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο 2, κεφ. 38, παρ. 32.)



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου