Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

ΤΙ ΧΡΩΣΤΩ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ (ΝΙΤΣΕ)

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ «ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ»

«Μας κόστισε ακριβά που αυτός ο Αθηναίος (αναφέρεται στον Πλάτωνα) πήγε σχολείο με τους Αιγύπτιους (ή με τους Ιουδαίους στην Αίγυπτο;…). Στη μεγάλη συμφορά τού Χριστιανισμού ο Πλάτωνας είναι εκείνη η γοητευτική ασάφεια που αποκαλούμε «ιδεώδες» και το οποίο κατάφερε να κάνει τις πιο ευγενικές φύσεις της αρχαιότητας να παρανοήσουν τον εαυτό τους και να βαδίσουν σ’ εκείνη τη γέφυρα που οδηγούσε στο «Σταυρό»…»
Στη πρώτη παράγραφο αναφέρεται στους Λατίνους όπου εξυμνεί τον Σαλλούστιο και τον Οράτιο.
Δεύτερη παράγραφος:
Καμμιά απολύτως παρόμοια δυνατή εντύπωση δεν μου έκαναν οι Έλληνες. Και για να μη μιλάμε επιτηδευμένα, οι Έλληνες δεν μπορεί να αντιπροσωπεύουν για μας αυτό που αντιπροσωπεύουν οι Ρωμαίοι. Δεν μαθαίνει κανείς από τους Έλληνες – ο τρόπος τους είναι πολύ παράξενος και επί πλέον υπερβολικά ρευστός για να διαμορφώσει κάποιον κανόνα, να έχει «κλασσική» επίδραση. Ποιος θα μπορούσε να μάθει ποτέ να γράφει από έναν Έλληνα! Ποιος θα είχε μάθει ποτέ να γράφει χωρίς τους Ρωμαίους!
Κι ας μη μου αντιτείνει κανείς τον Πλάτωνα. Αντιμετωπίζω μ’ απόλυτο σκεπτικισμό τον Πλάτωνα και δεν κατόρθωσα ποτέ να καταλάβω το θαυμασμό που κατά παράδοση τρέφουν οι λόγιοι στον Πλάτωνα τον καλλιτέχνη. Μου φαίνεται ότι ο Πλάτωνας ανακατεύει κάθε είδους στυλ. Είναι επομένως στο θέμα του στυλ ένας πρώτος decadent: έχει στη συνείδησή του κάτι παρόμοιο με τους Κυνικούς που εφηύραν τη satura menippea (Μένιππος, κυνικός φιλόσοφος).
Για να λειτουργήσει σαν ερέθισμα ο πλατωνικός διάλογος, αυτό το φοβερά αυτοϊκανοποιούμενο και παιδιάστικο είδος διαλεκτικής, δε θα πρέπει να έχει διαβάσει κανείς ποτέ του κανέναν καλό Γάλλο συγγραφέα – τον Φοντενέλ για παράδειγμα. Ο Πλάτωνας είναι ανιαρός.
Τελικά η δυσπιστία μου προς τον Πλάτωνα φτάνει ως ολόκληρο το βάθος του: τον βρίσκω τόσο απομακρυσμένο απ’ όλα τα θεμελιακά ένστικτα των Ελλήνων, τόσο ηθικά μολυσμένο, τόσο πολύ πρόδρομο του χριστιανισμού – έχει ήδη αναγάγει την έννοια του «καλού» στην υπέρτατη θέση – που θα προτιμούσα να περιγράψω ολόκληρο το φαινόμενο «Πλάτων» με το σκληρό όρο «ανώτερη απάτη» ή, αν προτιμάτε, «ιδεαλισμός», παρά με οποιονδήποτε άλλο.
Μας κόστισε ακριβά που αυτός ο Αθηναίος πήγε σχολείο με τους Αιγύπτιους (ή με τους Ιουδαίους στην Αίγυπτο;…). Στη μεγάλη συμφορά τού Χριστιανισμού ο Πλάτωνας είναι εκείνη η γοητευτική ασάφεια που αποκαλούμε «ιδεώδες» και το οποίο κατάφερε να κάνει τις πιο ευγενικές φύσεις της αρχαιότητας να παρανοήσουν τον εαυτό τους και να βαδίσουν σ’ εκείνη τη γέφυρα που οδηγούσε στο «Σταυρό»…
Και πόσα δε μένουν ακόμη από τον Πλάτωνα στην έννοια «Εκκλησία», στη δομή, το σύστημα, την πρακτική της Εκκλησίας! Εκείνος που προτιμώ, εκείνος που με αναπαύει, η λύτρωσή μου απ’ όλον αυτό τον πλατωνισμό υπήρξε πάντα ο Θουκυδίδης. Ο Θουκυδίδης, και ίσως οι «Princip» του Μακιαβέλι, έχουν στενή σχάση με τη σκέψη μου χάρη στην αποφασισμένη τους θέληση να μην αυταπατώνται ώστε να διακρίνουν κάποια λογική στην πραγματικότητα – όχι στο «λόγο», και πολύ λιγότερο όχι στην «ηθική».
Γι’ αυτό το φριχτό εξωραϊσμό των Ελλήνων με τα χρώματα του ιδεώδους, που ο κάθε νέος με «κλασσική μόρφωση» κουβαλά μαζί του στη ζωή σαν ανταμοιβή για τα χρόνια που βασανίστηκε στο σχολείο, δεν υπάρχει καλύτερη θεραπεία από τον Θουκυδίδη. Θα πρέπει κανείς να τον διαβάσει ακόμα κι ανάμεσα στις γραμμές του, να διαβάσει τις κρυφές του σκέψεις το ίδιο καθαρά με τα λόγια του: λίγοι στοχαστές είναι παρόμοια πλούσιοι σε κρυφές σκέψεις.
Η σοφιστική παιδεία, και μ’ αυτό εννοώ τη ρεαλιστική παιδεία, βρίσκει σ’ αυτόν την τέλεια έκφρασή της – αυτό το πολύτιμο κίνημα στο μέσο της απάτης της ηθικής και των ιδεωδών των σωκρατικών σχολών που ξεφύτρωναν τότε από παντού.
Η ελληνική φιλοσοφία σαν decadence του ελληνικού ενστίκτου. Ο Θουκυδίδης σαν αποκορύφωμα, σαν τελευταία έκφραση εκείνου του ισχυρού, αυστηρού, σκληρά προσγειωμένου ενστίκτου των παλιότερων Ελλήνων. Το θάρρος απέναντι στην πραγματικότητα ξεχωρίζει τελεσίδικα τέτοιες φύσεις όπως εκείνη του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη: ο Πλάτωνας είναι ένας δειλός μπροστά στην πραγματικότητα – γι’ αυτό και τρέχει να κρυφτεί στο ιδεώδες. Ο Θουκυδίδης έχει τον ίδιο τον εαυτό του υπό έλεγχο – γι’ αυτό και διατηρεί τον έλεγχο των πραγμάτων…
Τρίτη παράγραφος:
Από το να οσφραίνομαι «όμορφες ψυχές» [από νουβέλα του Γκαίτε], «χρυσά μέτρα» και άλλες τελειότητες στους Έλληνες, από το να θαυμάζω σ’ αυτούς τέτοια πράγματα όπως τιν εφησυχασμό τους στο μεγαλείο, τον ιδεώδη χαρακτήρα τους, τη θεία απλότητά τους – απ’ αυτή τη «θεία απλότητα», μια niaiserie allemante (Γερμανική ανοησία) όπου τα πάντα είναι τετελεσμένα, προφυλάχτηκα από τον ψυχολόγο μέσα μου.
Διέκρινα το ισχυρότερο ένστικτό τους, τη θέληση για δύναμη, τους είδα να τρέμουν μπροστά στην απείθαρχη δύναμη αυτής της ορμής – διέκρινα όλους τους θεσμούς τους να εξελίσσονται από προστατευτικά μέτρα σχεδιασμένα ακριβώς για την αμοιβαία προστασία τους από το εκρηκτικό υλικό που έκλειναν μέσα τους.
Η τρομακτική εσωτερική αυτή ένταση εκφορτιζόταν σε τρομερή και δίχως οίκτο εξωτερική εχθρότητα: οι πόλεις-κράτη ξεχύνονταν να κομματιάσουν η μια την άλλη, έτσι ώστε να βρει ο κάθε πολίτης τους την ειρήνη με τον εαυτό του. ήταν ανάγκη να είναι κανείς δυνατός: ο κίνδυνος ήταν κοντά – ενέδρευε παντού. Η έξοχα γυμνασμένη φυσική κατάσταση, ο παράτολμος ρεαλισμός και ιμοραλισμός που χαρακτηρίζει τον Έλληνα ήταν μια αναγκαιότητα, όχι κάποιο «φυσικό χάρισμα». Το δημιουργούσαν, δεν ήταν απ’ την αρχή δικό τους. Και χρησιμοποιούσαν τους αγώνες και τις τέχνες όχι για άλλο σκοπό αλλά για να νιώσουν κυρίαρχο, να δείξουν τον εαυτό τους κυρίαρχοι: ήταν τα μέσα για να κάνουν τους άλλους να τους φοβούνται… Και κρίνει κανείς σήμερα τους Έλληνες από τους φιλοσόφους τους, κατά το γερμανικό τρόπο, χρησιμοποιώντας ίσως και το φιλισταϊσμό των σωκρατικών σχολών σαν τρόπο πρόσβασης σ’ εκείνο που είναι θεμελιακά ελληνικό!
Μα οι φιλόσοφοι είναι οι decadents του Ελληνισμού, το αντι-κίνημα ενάντια στην παλιά, ευγενική στάση απέναντι στα πράγματα (ενάντια στο ένστικτο των αγώνων, ενάντια στην πόλη, ενάντια στην αξία της φυλής, ενάντια στην αυθεντία της παράδοσης). Οι σωκρατικές αρετές διδάσκονταν γιατί οι Έλληνες τις είχαν χάσει: ευσυγκίνητοι, δειλοί, ιδιότροποι κωμικοί όλοι τους, είχαν κάτι παραπάνω από αρκετούς λόγους για να αφήσουν να τους κηρύττουν την ηθική. Όχι πως θα τους έκανε κανένα καλό: τα μεγάλα λόγια και η ευγενική συμπεριφορά όμως ταιριάζουν τόσο σε decadents..
Τέταρτη παράγραφος:
Ήμουνα ο πρώτος που πήρε σοβαρά εκείνο το υπέροχο φαινόμενο που φέρει το όνομα Διόνυσος σαν μέσο κατανόησης του παλιότερου ελληνικού ενστίκτου, ενός ενστίκτου ακόμη πλούσιου και πληθωρικού: μπορεί να το εξηγήσει κανείς μόνο σαν υπεραφθονία ενέργειας. Όποιος κι αν μελέτησε τους Έλληνες, σαν εκείνον τον βαθύτερο εν ζωή σήμερα μελετητή του πολιτισμού τους, τον Τζέικομπ Μπούρκχαρτ της Βασιλείας, συνειδητοποιεί αμέσως την αξία αυτού του τρόπου προσέγγισης: ο Μπούρκχαρτ πρόσθεσε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο γύρω από το φαινόμενο αυτό στο έργο του «Πολιτισμός των Ελλήνων».
Σαν παράδειγμα της αντίθετης ακριβώς στάσης, θα μπορούσε κανείς να ρίξει μια ματιά στη σχεδόν γελοία φτώχεια ενστίκτου που έχουν να επιδείξουν οι Γερμανοί φιλόλογοι οποτεδήποτε πλησιάζουν το διονυσιακό. Ο περίφημος Λόμπεκ ιδιαίτερα, που σύρθηκε σ’ αυτό τον κόσμο των μυστηριακών καταστάσεων με την αθώα αυτοπεποίθηση αποξηραμένου βιβλιοφάγου σκουληκιού, και ο οποίος, με το να είναι εμετικά επιπόλαιος και παιδιάστικος, κατάφερε να πείσει τον εαυτό του ότι έμενε πιστός στην επιστήμη – ο Λόμπεκ υπαινίσσεται, με σπουδαία επίδειξη πολυμάθειας, πως αυτά τα περίεργα φαινόμενα δεν είχαν καμμιά σημασία.
Σίγουρα βέβαια, οι ιερείς ίσως να μετέδιδαν κάμποσες χρήσιμες πληροφορίες σ’ όσους έπαιρναν μέρος σ’ αυτά τα όργια – το ότι το κρασί δυναμώνει τον πόθο, για παράδειγμα, το ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει μόνο με φρούτα αν χρειαστεί, το ότι τα φυτά ανθίζουν την άνοιξη και ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο.
Κι όσο για τον παράξενο εκείνο πλούτο των τελετουργιών, των συμβόλων και των μύθων οργιαστικής προέλευσης, που κυριολεκτικά κατέκλυζαν τον αρχαίο κόσμο, ο Λόμπεκ βρίσκει σ’ αυτούς την ευκαιρία να γίνει κάπως περισσότερο εφευρετικός.
«Όταν οι Έλληνες δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν» λέει «συνήθιζαν να γελούν, να πηδούν, να τρέχουν εδώ κι εκεί, ή, καθώς μερικές φορές ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη και γι’ αυτό, να κάθονται και να κλαίνε και να θρηνούν. Άλλοι ήρθαν αργότερα κι αναζήτησαν κάποιο λόγο για να εξηγήσουν την αξιοπερίεργη αυτή συμπεριφορά. Κι έτσι γεννήθηκαν εκείνοι οι αμέτρητοι μύθοι και θρύλοι. Από την άλλη μεριά, πιστευόταν ότι τα κωμικά καμώματα που γίνονταν στις μέρες των γιορτών ήταν απαραίτητο στοιχείο τους και έτσι διατηρήθηκαν σαν αναπόσπαστο κομμάτι της λατρείας των θεών».
Πρόκειται για αξιοκαταφρόνητες φλυαρίες και κανείς δεν είναι πιθανό να πάρει στα σοβαρά έναν Λόμπεκ έστω και για μια στιγμή.
Αλλιώς ωστόσο επηρεαζόμαστε όταν ερευνούμε την έννοια «Έλληνας» που ο Βίνκελμαν και ο Γκαίτε έφταιξαν για τους εαυτούς τους, και την οποία βρήκαν ασυμβίβαστη με το στοιχείο εκείνο από το οποίο εξελίχθηκε η διονυσιακή τέχνη – το όργιο. Δεν έχω, μάλιστα, καμμιά αμφιβολία πως ο Γκαίτε θα είχε ολοκληρωτικά αποκλείσει οτιδήποτε παρόμοιο από τις δυνατότητες τής ελληνικής ψυχής.
Κατά συνέπεια ο Γκαίτε δεν καταλάβαινε τους Έλληνες. Γιατί είναι μόνο στα διονυσιακά μυστήρια, στην ψυχολογία της διονυσιακής κατάστασης, που βρίσκει την αυτοέκφρασή του το θεμελιακό ελληνικό ένστικτο – η «θέλησή τους για ζωή». Τι εγγυόταν ο Έλληνας στον εαυτό του μ’ αυτά τα μυστήρια; Αιώνια ζωή, την αιώνια επανάληψη της ζωής. Το μέλλον υπεσχημένο και συγκεντρωμένο στο παρελθόν. Το θριαμβικό Ναι της ζωής πέρα απ’ τον θάνατο και την αλλαγή. Αληθινή ζωή σαν συλλογική συνέχιση της ζωής μέσω της γέννησης, μέσω των μυστηρίων της σεξουαλικότητας.
Γι’ αυτό το λόγο ήταν που το σεξουαλικό σύμβολο ήταν για τους Έλληνες ένα σύμβολο σεβαστό σαν τέτοιο, το βαθύτερο νόημα το συνυφασμένο με κάθε προγονική ευσέβεια. Η κάθε μεμονωμένη λεπτομέρεια στις πράξεις της αναπαραγωγής, της εγκυμοσύνης, της γέννησης, ξυπνούσε τα πιο δυνατά και ιερά συναισθήματα μέσα τους.
Στις διδασκαλίες των μυστηρίων, ο πόνος περιβάλλεται μ’ ιερότητα: οι «πόνοι της γέννας» καθιστούν ιερό τον πόνο γενικά – κάθε γέννηση και ανάπτυξη, καθετί που εγγυάται το μέλλον, αξιώνει πόνο… Για να υπάρχει η αιώνια χαρά της δημιουργίας, για να αυτοεπιβεβαιώνεται αιώνια η θέληση για ζωή, και η «δοκιμασία της γέννας» πρέπει επίσης να υφίσταται αιώνια…Όλα αυτά περιέχονται στη λέξη Διόνυσος: Δεν ξέρω περισσότερο υψηλό συμβολισμό απ’ αυτό τον ελληνικό συμβολισμό του διονυσιακού.
Το βαθύτερο ένστικτο της ζωής, το ένστικτο για την εξασφάλιση του μέλλοντος της ζωής, για τη αιωνιότητα της ζωής, γίνεται σ’ αυτή τη λέξη θρησκευτική εμπειρία – ο πραγματικός δρόμος για τη ζωή, τη γέννηση, σαν ιερός δρόμος…
Μόνο ο Χριστιανισμός ήταν, με τη θεμελιακή του απέχθεια προς τη ζωή, που έκανε τη σεξουαλικότητα κάτι το ακάθαρτο: πέταξε βρώμα στις αρχές, στην προϋπόθεση της ζωής μας…
Πέμπτη παράγραφος:
Η ψυχολογία του οργίου που, σαν υπερχείλισμα ζωής και ενέργειας, μετατρέπει ακόμα και τον πόνο σε διεγερτικό, μου έδωσε το κλειδί για τη σύλληψη του νοήματος του τραγικού συναισθήματος, το οποίο είχε το ίδιο παρανοηθεί από τον Αριστοτέλη όσο και από τους πεσιμιστές μας.
Η τραγωδία τόσο πολύ απέχει από του να αντιπροσωπεύει στοιχεία πεσιμισμού ανάμεσα στους Έλληνες κατά την αντίληψη του Σοπενχάουερ που θα πρέπει κανείς να τη θεωρήσει σαν αποφασιστική άρνηση αυτής της ιδέας και σαν επιχείρημα για το αντίθετο.
Επιβεβαίωση της ζωής ακόμη και στα πιο παράδοξα και αυστηρότερα προβλήματα, με τη θέληση για ζωή να χαίρεται την ίδια της την ανεξάντλητη δύναμη θυσιάζοντας τους ανώτερους τύπους της – αυτό είναι που ονόμασα διονυσιακό, αυτό είναι που αναγνώρισα σαν τη γέφυρα προς την ψυχολογία του τραγικού ποιητή. Όχι για να προβάλει κανείς κάπου τον οίκτο και τον τρόμο του, ούτε για να επιδιώξει την κάθαρσή του από ένα επικίνδυνο συναίσθημα με τη βίαιή του εκφόρτιση – γιατί έτσι το καταλάβαινε ο Αριστοτέλης: πέρα από οίκτο και τρόμο, να συνειδητοποιήσει κανείς στον εαυτό του την αιώνια χαρά του γίγνεσθαι – εκείνη τη χαρά που κλείνει επίσης μέσα της τη χαρά της καταστροφής… Και μ’ αυτό γυρνώ και πάλι στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησα – η «Γένεση της Τραγωδίας» ήταν η πρώτη μου επαναξιολόγηση όλων των αξιών: μ’ αυτό ξαναφυτεύομαι στο έδαφος απ’ το οποίο τράβηξα όλα όσα θέλω και μπορώ – εγώ, ο τελευταίος μαθητής του φιλοσόφου Διονύσου – εγώ, ο δάσκαλος της αιώνιας επανάληψης*…
* Για τη θεωρία του Νίτσε ότι όλα τα γεγονότα επαναλαμβάνονται αιώνια και για τη συναισθηματική της σημασία στο να παρέχει την υπέρτατη μορφή κατάφασης της ζωής, βλέπε «Τάδε Έφη Ζαρατούστρας».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου