ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
§11.40. Οι "υποθετικές" επιρρηματικές προτάσεις δηλώνουν την προϋπόθεση, τον όρο υπό τον οποίον ισχύει το περιεχόμενο της κύριας πρότασης.
Η εξαρτημένη υποθετική πρόταση λέγεται και "υπόθεση" ("πρόταση", "ηγούμενον", "προκείμενη"), ενώ η κύρια πρόταση "απόδοση" ("επόμενον", "συμπέρασμα", η ἀπόδοσις έχει να κάνει με την επιστροφή των οφειλομένων από το οφειλέτη). Υπόθεση και απόδοση αποτελούν στην ενότητά τους έναν "υποθετικό λόγο".
Οι προηγούμενοι όροι ανάγονται στην πλειονότητά τους στους αρχαίους θεωρητικούς της γραμματικής και προσδιορίζουν τη σχέση εξαρτημένης και κύριας πρότασης ως σχέση λογικής προτεραιότητας: η υπόθεση "υπό-κειται" και προηγείται της απόδοσης και την προσδιορίζει (το ὑπό, πρό, ἡγούμενον αφενός, το ἑπόμενον, ἀπόδοσις αφετέρου δηλώνουν ρητά ή υπόρρητα αυτό που λογικά προηγείται και αυτό που λογικά ακολουθεί και απορρέει από το προηγούμενο): όποιος αναγνωρίζει ότι ισχύει το περιεχόμενο της "υπόθεσης" αποδέχεται και το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτήν στην "απόδοση".
§11.41. Οι υποθετικές επιρρηματικές προτάσεις εισάγονται συνήθως με τους συνδέσμους εἰ, ἐάν [= εἰ + ἄν], ἄν, ἤν, επ. εἴ κε. Στον εισαγωγικό σύνδεσμο της εξαρτημένης πρότασης αντιστοιχεί ενίοτε στην κύρια ένα συσχετικό δεικτικό οὕτως (στον Όμηρο τῷ) = "τότε", "τότε λοιπόν", τότε, τότε δη κ.λπ.:
ΟΜ Οδ 4.732-733 εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, τῷ κεν μάλ' ἔμεινε || γιατί αν μάθαινα εγώ ότι σχεδίαζε αυτό το ταξίδι, τότε σίγουρα θα έμενε.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.1.3 εἰ τοίνυν μέγιστον ἀγαθὸν τὸ πειθαρχεῖν φαίνεται εἰς τὸ καταπράττειν τἀγαθά, οὕτως εὖ ἴστε || αν λοιπόν η πειθαρχία αποδεικνύεται ο σπουδαιότερος όρος για να πραγματοποιεί κανείς το ορθό, τότε λοιπόν να είστε βέβαιοι.
§11.42. Η άρνηση στις υποθετικές προτάσεις είναι κατά κανόνα μή διότι προέρχονται σε πολλές περιπτώσεις από ευχετικές προτάσεις, οι οποίες ανήκουν στις προτάσεις επιθυμίας. Σπάνια χρησιμοποιείται και η άρνηση οὐ.
§11.43. Η προέλευση των υποθετικών προτάσεων μπορεί να ανιχνευτεί σε χωρία όπως π.χ.:
ΟΜ Ιλ 7.28 ἀλλ' εἴ μοί τι πίθοιο, τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη || μα αν θέλεις να με ακούσεις, το όφελος θα ήταν μεγαλύτερο.
Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να αναγνωστεί και ως εξής:
ἀλλ' εἴ μοί τι πίθοιο! τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη || αλλά μακάρι να με άκουγες! το όφελος θα ήταν μεγαλύτερο.
Το εἰ δηλαδή θα μπορούσε εδώ να εκληφθεί ως ένα είδος "επιφωνηματικού επιρρήματος", και από εδώ εικάζεται ότι προήλθαν οι υποθετικές προτάσεις.
§11.44. Ένας υποθετικός λόγος ενδέχεται να αναφέρεται σε μιαν ορισμένη ατομική περίπτωση, μπορεί όμως και να παρουσιάζει μια κατάσταση πραγμάτων ως κάτι καθολικό που ισχύει παντού και πάντοτε. Όταν συμβαίνει αυτό το τελευταίο, το υποθετικό εἰ είναι δυνατόν να αποκτήσει μια χρονική σημασία, προπαντός στην περίπτωση της "επαναληπτικής ευκτικής".
§11.45. Ο υποθετικός λόγος μπορεί να εκληφθεί, όπως διαφαίνεται και από την ορολογία με την οποίαν περιγράφεται, ως μια μορφήαιτιώδους σχέσης. Στην περίπτωση αυτήν η σχέση υπόθεσης-απόδοσης παρουσιάζεται ως σχέση "αιτίου και αιτιατού", "αιτίας και αποτελέσματος", "λόγου και "ακολουθίας". Δεν πρόκειται ωστόσο για μια πραγματική, "φυσική" αιτία, αλλά για μια εικαζόμενη ή δυνατή "προϋπόθεση" την οποίαν "προτείνει" (βλ. πρότασις) ο ομιλητής και η οποία μπορεί βέβαια να γίνει αποδεκτή από τους άλλους ως ο "λόγος" που συνεπάγεται την απόδοση ως "ακολουθία" του, μπορεί όμως εξίσου και να απορριφθεί. Το ότι ο "λόγος" αυτός είναι απλώς μια προτεινόμενη υπόθεση υποδηλώνεται με το μόριο εἰ, ἐάν.
Σημαντικός είναι όμως εδώ και ο ρηματικός τύπος και η έγκλιση που χρησιμοποιείται, καθώς μέσω αυτής υποδηλώνεται ποια είναι κατά την άποψη του ομιλητή η σχέση της προτεινόμενης υπόθεσης με την πραγματικότητα. Η σχέση αυτή αποτελεί ουσιαστικά το κριτήριο για την κατηγοριοποίηση των υποθετικών λόγων της ΑΕ. Στα είδη αυτά η υπόθεση ή πρόταση προκαταλαμβάνει τον τρόπο που εκφέρεται η απόδοση, χωρίς όμως αυτό να ισχύει απόλυτα. Αυτή η ελευθεριότητα ερμηνεύεται από τους θεωρητικούς με την παραπομπή στο ευέλικτο πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο μπορεί κατά τον σχηματισμό της απόδοσης να εγκαταλείπει συχνά τη θέση και την άποψη που είχε κατά την διατύπωση της πρότασης. Η μεταβολή αυτή, θα μπορούσε να πει κανείς, εξαρτάται κυρίως από τη νοοτροπία και τη διάθεση του ομιλητή.
Πέμπτη 11 Μαΐου 2023
Συμβιβαστείτε με το γεγονός ότι η ζωή δεν θα γίνει ποτέ, τέλεια
Τι είναι η ευτυχία; Βασικά στιγμές. Στιγμές σαν αυτές που ξυπνάς χαρούμενος επειδή είναι Σάββατο ή επειδή έχεις ωραία σχέδια για σήμερα, ή και τα δύο, που συνειδητοποιείς ότι σε αγαπάνε, που κουλουριάζεσαι στον καναπέ για να διαβάσεις βιβλία ένα βροχερό απόγευμα με αχνιστό καφέ δίπλα σου. Τέτοια μικρά και καθημερινά, τέλος πάντων.
Το να είσαι ευτυχισμένος, όμως, γενικότερα, το να απαντάς αμέσως «ναι» στην ερώτηση «είσαι ευτυχισμένος;» είναι λίγο πιο περίπλοκο –και λίγο πιο δύσκολο.
Ιδού τριάντα διαφορετικοί τρόποι να το πετύχετε, και να το κάνετε να διαρκέσει.
1. Συμβιβαστείτε με το γεγονός ότι η ζωή δεν είναι, και δεν θα γίνει ποτέ, τέλεια. Ένας σοφός είπε κάποτε πως το μυστικό δεν είναι να έχεις όλα αυτά που θέλεις, αλλά να θέλεις όλα αυτά που έχεις.
2. Μην παίρνετε τον εαυτό σας πολύ στα σοβαρά.
3. Και ακόμα περισσότερο, μην παίρνετε τους άλλους πολύ στα σοβαρά.
4. Να έχετε πάντα έναν σκοπό. Δεν πειράζει αν δεν είναι σπουδαίος, δεν είναι ανάγκη να θέλετε να γίνετε αστροναύτης ή να αλλάξετε τον κόσμο. Μπορεί να είναι κάτι μικρό, όπως το να έχετε ιστορίες να διηγείστε, ή απλώς να περνάτε καλά κάθε μέρα. Αρκεί να είναι ένας σκοπός.
5. Να περνάτε πολύ χρόνο με τους φίλους σας. Ακόμα και όταν χρειάζεται να θυσιάζετε χρόνο από τη δουλειά για να το κάνετε. Ή μάλλον, ειδικά τότε.
6. Να ζητάτε υποστήριξη όταν την χρειάζεστε.
7. Και να την δίνετε όταν σας τη ζητούν.
8. Μην μπερδεύετε τον υλισμό με την επιτυχία. Ούτε αυτή, ούτε η ευτυχία μετριούνται σε μεγάλα σπίτια και ακριβά έπιπλα.
9. Μην τρέχετε να τα προλάβετε όλα. Τις μέρες που έχετε πολλή δουλειά, ή που χωρίζει ο καλύτερος σας φίλος, τα πιάτα θα μένουν άπλυτα και τα e-mail αναπάντητα. Δεν πειράζει.
10. Να είστε αυθόρμητοι.
11. Να είστε δημιουργικοί.
12. Να είστε ο εαυτός σας.
13. Γράψτε κάθε μέρα κάτι που σας έκανε χαρούμενο. Δεν χρειάζεται να είναι κάτι γκράντε, που σας άλλαξε τη ζωή –δε συμβαίνουν τέτοια πράγματα κάθε μέρα. Μπορεί να είναι κάτι μικρό κι ασήμαντο, ένας αστείος διάλογος στη δουλειά, ή ένα καινούριο τραγούδι που αγαπήσατε με την πρώτη.
14. Προσπαθήστε να μαθαίνετε κάθε μέρα κάτι καινούριο.
15. Θυμηθείτε πως ό,τι στραβό και αν συμβαίνει, θα περάσει. Πάντα περνάει.
16. Κοιμηθείτε τουλάχιστον οκτώ ώρες κάθε βράδυ.
17. Κάντε μεγάλες συζητήσεις –και απολαύστε τις.
18. Βρείτε ένα χόμπι.
19. Διαβάστε.
20. Βοηθήστε τους άλλους. Δεν είναι ανάγκη να γίνετε κάπου εθελοντής αν πιστεύετε ότι δεν έχετε χρόνο. Βοηθήστε τους φίλους/ τους γονείς/ τους συναδέλφους σας να κάνουν/ να μάθουν/ να τελειώσουν κάτι που τους δυσκολεύει.
21. Μην κουράζεστε για πράγματα που δεν έχουν σημασία.
22. Ακούστε περισσότερη μουσική.
23. Δείτε λιγότερη τηλεόραση.
24. Κάντε ό,τι καλύτερο μπορείτε. Και αναγνωρίστε στον εαυτό σας ότι κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε. Δεν θα είναι πάντα αρκετό –αλλά δεν πειράζει.
25. Γελάστε περισσότερο. Αν δεν έχετε ανθρώπους στη ζωή σας που σας κάνουν να γελάτε, δείτε αστεία βίντεο με πιγκουίνους στο YouTube. Πιάνουν πάντα.
26. Μην συζητάτε πολύ κάθε τι που σας στεναχωρεί. Είναι μύθος το ότι θα νιώσετε καλύτερα αν το «βγάλετε από μέσα σας». Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο το αναλύετε, τόσο πιο σημαντικό κάνετε το μυαλό σας να το θεωρεί.
27. Μην καταπιέζετε πολύ τον εαυτό σας. Ναι, είναι σημαντικό να τρώτε σωστά και να κάνετε οικονομία, αλλά είναι σημαντικότερο να σπάτε πού και πού τους κανόνες σας για να φάτε ένα λαχταριστό γλυκό ή να αγοράσετε κάτι που θέλετε πολύ.
28. Πείτε στους πιο υπέροχους ανθρώπους της ζωής σας ότι τους αγαπάτε.
29. Μην περνάτε χρόνο με ανθρώπους που σας κάνουν να νιώθετε άβολα, ή να αμφιβάλλετε για τον εαυτό σας.
30. Βρείτε τι είναι αυτό που σας κάνει χαρούμενους. Και κάντε το όσο πιο συχνά μπορείτε.
Το να είσαι ευτυχισμένος, όμως, γενικότερα, το να απαντάς αμέσως «ναι» στην ερώτηση «είσαι ευτυχισμένος;» είναι λίγο πιο περίπλοκο –και λίγο πιο δύσκολο.
Ιδού τριάντα διαφορετικοί τρόποι να το πετύχετε, και να το κάνετε να διαρκέσει.
1. Συμβιβαστείτε με το γεγονός ότι η ζωή δεν είναι, και δεν θα γίνει ποτέ, τέλεια. Ένας σοφός είπε κάποτε πως το μυστικό δεν είναι να έχεις όλα αυτά που θέλεις, αλλά να θέλεις όλα αυτά που έχεις.
2. Μην παίρνετε τον εαυτό σας πολύ στα σοβαρά.
3. Και ακόμα περισσότερο, μην παίρνετε τους άλλους πολύ στα σοβαρά.
4. Να έχετε πάντα έναν σκοπό. Δεν πειράζει αν δεν είναι σπουδαίος, δεν είναι ανάγκη να θέλετε να γίνετε αστροναύτης ή να αλλάξετε τον κόσμο. Μπορεί να είναι κάτι μικρό, όπως το να έχετε ιστορίες να διηγείστε, ή απλώς να περνάτε καλά κάθε μέρα. Αρκεί να είναι ένας σκοπός.
5. Να περνάτε πολύ χρόνο με τους φίλους σας. Ακόμα και όταν χρειάζεται να θυσιάζετε χρόνο από τη δουλειά για να το κάνετε. Ή μάλλον, ειδικά τότε.
6. Να ζητάτε υποστήριξη όταν την χρειάζεστε.
7. Και να την δίνετε όταν σας τη ζητούν.
8. Μην μπερδεύετε τον υλισμό με την επιτυχία. Ούτε αυτή, ούτε η ευτυχία μετριούνται σε μεγάλα σπίτια και ακριβά έπιπλα.
9. Μην τρέχετε να τα προλάβετε όλα. Τις μέρες που έχετε πολλή δουλειά, ή που χωρίζει ο καλύτερος σας φίλος, τα πιάτα θα μένουν άπλυτα και τα e-mail αναπάντητα. Δεν πειράζει.
10. Να είστε αυθόρμητοι.
11. Να είστε δημιουργικοί.
12. Να είστε ο εαυτός σας.
13. Γράψτε κάθε μέρα κάτι που σας έκανε χαρούμενο. Δεν χρειάζεται να είναι κάτι γκράντε, που σας άλλαξε τη ζωή –δε συμβαίνουν τέτοια πράγματα κάθε μέρα. Μπορεί να είναι κάτι μικρό κι ασήμαντο, ένας αστείος διάλογος στη δουλειά, ή ένα καινούριο τραγούδι που αγαπήσατε με την πρώτη.
14. Προσπαθήστε να μαθαίνετε κάθε μέρα κάτι καινούριο.
15. Θυμηθείτε πως ό,τι στραβό και αν συμβαίνει, θα περάσει. Πάντα περνάει.
16. Κοιμηθείτε τουλάχιστον οκτώ ώρες κάθε βράδυ.
17. Κάντε μεγάλες συζητήσεις –και απολαύστε τις.
18. Βρείτε ένα χόμπι.
19. Διαβάστε.
20. Βοηθήστε τους άλλους. Δεν είναι ανάγκη να γίνετε κάπου εθελοντής αν πιστεύετε ότι δεν έχετε χρόνο. Βοηθήστε τους φίλους/ τους γονείς/ τους συναδέλφους σας να κάνουν/ να μάθουν/ να τελειώσουν κάτι που τους δυσκολεύει.
21. Μην κουράζεστε για πράγματα που δεν έχουν σημασία.
22. Ακούστε περισσότερη μουσική.
23. Δείτε λιγότερη τηλεόραση.
24. Κάντε ό,τι καλύτερο μπορείτε. Και αναγνωρίστε στον εαυτό σας ότι κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε. Δεν θα είναι πάντα αρκετό –αλλά δεν πειράζει.
25. Γελάστε περισσότερο. Αν δεν έχετε ανθρώπους στη ζωή σας που σας κάνουν να γελάτε, δείτε αστεία βίντεο με πιγκουίνους στο YouTube. Πιάνουν πάντα.
26. Μην συζητάτε πολύ κάθε τι που σας στεναχωρεί. Είναι μύθος το ότι θα νιώσετε καλύτερα αν το «βγάλετε από μέσα σας». Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο το αναλύετε, τόσο πιο σημαντικό κάνετε το μυαλό σας να το θεωρεί.
27. Μην καταπιέζετε πολύ τον εαυτό σας. Ναι, είναι σημαντικό να τρώτε σωστά και να κάνετε οικονομία, αλλά είναι σημαντικότερο να σπάτε πού και πού τους κανόνες σας για να φάτε ένα λαχταριστό γλυκό ή να αγοράσετε κάτι που θέλετε πολύ.
28. Πείτε στους πιο υπέροχους ανθρώπους της ζωής σας ότι τους αγαπάτε.
29. Μην περνάτε χρόνο με ανθρώπους που σας κάνουν να νιώθετε άβολα, ή να αμφιβάλλετε για τον εαυτό σας.
30. Βρείτε τι είναι αυτό που σας κάνει χαρούμενους. Και κάντε το όσο πιο συχνά μπορείτε.
Το μονοπάτι για την αλήθεια
«Ο νους του αρχάριου έχει πολλές δυνατότητες αλλά ο νους του ειδικού έχει λίγες» -Shunryu Suzuki (Δάσκαλος Ζεν 1904 -1971)
Μετά από τόσα χρόνια στην αναζήτηση, κατέληξα στο συμπέρασμα πως οι «ψαγμένοι υποτίθεται άνθρωποι», είναι τελικά και οι πιο δογματικοί. Ο δογματισμός είναι η εμμονή διαφόρων ανθρώπων στην δική τους εκδοχή της αλήθειας. Η λέξη δόγμα προέρχεται από το δοκέω που θα πει: σκέπτομαι, υποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι, επομένως σημαίνει απόφανση κατόπιν υπόθεσης, μια γνωμοδότηση πάνω στα πράγματα.
Η υπερβολική σιγουριά οδηγεί στην αλαζονεία, η οποία αποτελεί τροχοπέδη στην πνευματική - και όχι μόνο- εξέλιξη. Αν θέλετε να διαπιστώσετε το «ποιόν» ενός ανθρώπου, παρατηρήστε τον στην καθημερινότητα του. Υπάρχει συμφωνία λόγων και έργων; Ακολουθήστε όσους ταπεινά αναζητούν την αλήθεια, αμφισβητήστε όσους υποστηρίζουν πως την βρήκαν.
Ό Τζίντου Κρισναμούρτι (Jiddu Krishnamurti 1895 – 1986, Ινδός στοχαστής, φιλόσοφος, ομιλητής και πνευματικός δάσκαλος), αναφέρει σχετικά:
«Η πίστη είναι άρνηση της αλήθειας, η πίστη εμποδίζει την αλήθεια. Η αλήθεια είναι μια χώρα δίχως μονοπάτι. O άνθρωπος δεν μπορεί να τη φτάσει μέσα από οργανώσεις, μέσα από κάποια πίστη, μέσα από δόγματα, ιερωμένoυς ή τελετουργίες, ούτε και μέσα από κάποια φιλοσοφική γνώση ή ψυχολογική τεχνική.
Πρέπει να τη βρει μέσα από τoν καθρέφτη των σχέσεων, μέσα από την κατανόηση τoυ περιεχομένου τoυ νoυ τoυ, με την παρατήρηση και όχι με διανoητική ψυχανάλυση ή ενδoσκοπική αυτοανάλυση.
Δυστυχώς, άνθρωποι που έχουν δύναμη, εξουσία, σε αυτοεπονομαζόμενες φιλοσοφικές ή πνευματικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους λέγοντας ότι υπάρχουν διαφορετικά μονοπάτια, τα απόκρυφα, τα μυστικιστικά και ούτω καθεξής.
Η αυθεντία συνεπάγεται φόβο και αν πειθαρχεί κανείς από το φόβο μήπως δε κερδίσει όσα του λέει ο εκμεταλλευτής του στο όνομα της αλήθειας ή κάποιας υπερβατικής εμπειρίας, αυτό σημαίνει ότι αρνιέται την ίδια του την διαύγεια και την εντιμότητά του. Όταν ακολουθείτε κάποιον, τον καταστρέφετε. Ο μαθητής καταστρέφει τον δάσκαλο και ο δάσκαλος καταστρέφει τον μαθητή.
Από τη στιγμή που κάποιος τα καταλάβει όλα αυτά ανακαλύπτει από μόνος του ότι δεν υπάρχουν μονοπάτια για την Αλήθεια. Αλήθεια είναι το άγνωστο, κι ένας νους που αναζητά την αλήθεια δεν θα τη βρει ποτέ, γιατί ο νους είναι φτιαγμένος από το γνωστό, είναι το αποτέλεσμα του παρελθόντος, το αποτέλεσμα του χρόνου – πράγμα που μπορείτε να το παρατηρήσετε από μόνοι σας.
Όταν ο νους αναζητά την αλήθεια, αναζητά μία προβολή του ίδιου του του εαυτού, όχι την αλήθεια. Σε τελευταία ανάλυση ένα ιδανικό είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας• είναι πλασματικό, εικονικό.
Η αλήθεια μπορεί να έρθει μόνο στο νου που είναι άδειος από το γνωστό. Έρχεται μέσα σε μια κατάσταση του νου στην οποία το γνωστό απουσιάζει, δεν λειτουργεί. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μονοπάτι προς την Αλήθεια, γιατί η Αλήθεια πρέπει να ανακαλύπτεται κάθε λεπτό.
Η πίστη είναι άρνηση της αλήθειας, η πίστη εμποδίζει την αλήθεια. Θ’ άξιζε τρομερά να δει κανείς αν μπορεί να είναι φως για τον εαυτό του, ένα φως που να μην εξαρτάται από κάτι άλλο και που να είναι εντελώς ελεύθερο.»
Ο Όσσο (Bhagwan Shree Rajneesh, 1931-1990, Ινδός φιλόσοφος) συμπληρώνει:
«Φυλάξου από όλες τις φιλοσοφίες, επειδή η βάση τους είναι ίδια. Εξαρτώνται από λέξεις, ενώ η πραγματικότητα δεν είναι μια λέξη. Κινήσου προς το αληθινό. Εσύ είσαι αληθινός, η ύπαρξη είναι αληθινή. Μη δημιουργείς ένα τοίχο από λέξεις ανάμεσα σε σένα και στην πραγματικότητα.
Οι παπάδες χρησιμοποιούν τόσο ειδική φρασεολογία, χρησιμοποιούν τέτοιους τεχνικούς όρους, που δεν μπορείς να καταλάβεις για τι πράγμα μιλούν. Και όταν δεν μπορείς να καταλάβεις, νομίζεις πως είναι πολύ βαθυστόχαστοι. Όποτε δεν μπορείς να καταλάβεις κάτι, νομίζεις πως είναι πολύ βαθυστόχαστο. Είναι πέρα από μένα.
Να θυμάσαι αυτό: Ο Βούδας μιλάει σε μια πολύ συνηθισμένη γλώσσα, η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή από τον καθένα. Δεν είναι η γλώσσα των παπάδων. Ο Ιησούς μιλάει με μικρές παραβολές, που μπορεί να τις καταλάβει οποιοσδήποτε αμόρφωτος άνθρωπος. Δεν χρησιμοποιεί ποτέ ειδική φρασεολογία. Ο Μαχαβίρας μιλάει, δίνει τις τεχνικές του, στη γλώσσα των πιο συνηθισμένων και καθημερινών ανθρώπων.
Αν ο καθημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει, μόνο τότε μπορούν να επιβιώσουν οι παπάδες. Αν ο καθημερινός άνθρωπος καταλαβαίνει τι λένε, τότε εκείνοι χάνουν, επειδή δεν λένε τίποτα.
Ο έξυπνος έχει πάντοτε εκμεταλλευτεί τον καθημερινό άνθρωπο. Γι' αυτό ο Βούδας, ο Ιησούς και ο Μαχαβίρας δεν έγιναν ποτέ σεβαστοί από τους βραχμάνους, τους λόγιους και τους έξυπνους, επειδή ήταν επιβλαβείς. Κατέστρεφαν τις δουλειές τους Κάθε είδος εξάρτησης είναι σκλαβιά και η πνευματική εξάρτηση είναι η χειρότερη από όλες.
Ο αληθινός άνθρωπος παραμένει συνηθισμένος, εντελώς συνηθισμένος. Κανένας δεν ξέρει ποιος είναι, κανένας δε ξέρει τι θησαυρό κουβαλάει μέσα του. Ποτέ δεν διαφημίζει, ποτέ δεν προσπαθεί να προβάλει. Η ζωή δεν είναι ένας γρίφος για να τον λύσεις. Η ζωή είναι ένα μυστήριο για να το ζήσεις.
Ο Λάο-τσε, ο Γκωντάμα Βούδας, ο Σωκράτης δεν ακολούθησαν κανέναν. Αναζήτησαν από μόνοι τους, ρισκάροντας, επειδή απομακρύνονται από το πλήθος, πάνω σε ένα μοναχικό μονοπάτι, χωρίς να γνωρίζουν πού τελειώνει αυτό το ταξίδι, αλλά εμπιστεύονται την καρδιά τους, βιώνοντας μικρές ενδείξεις ότι η ειρήνη μεγαλώνει, ότι η αγάπη ανθίζει, ότι ένα καινούργιο άρωμα έχει έρθει στην ύπαρξη τους. ότι το μάτια τους δεν είναι πια γεμάτα από τη σκόνη του παρελθόντος – μια τρομερή διαύγεια και διαφάνεια.. Και γνωρίζουν ότι βρίσκονται στο σωστό μονοπάτι.
Επί χιλιάδες χρόνια, ο άνθρωπος είχε τη φαντασίωση ότι μπορεί να φτάσει στη γνώση, συσσωρεύοντας σκέψεις άλλων ανθρώπων. Αυτό είναι απολύτως ψεύτικο και λανθασμένο. Ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να φτάσει στη γνώση, συσσωρεύοντας σκέψεις άλλων ανθρώπων. Η γνώση έρχεται από μέσα και οι σκέψεις έρχονται απ' έξω. Η γνώση είναι δική σου και οι σκέψεις είναι πάντοτε των άλλων, είναι πάντοτε δανεικές.
Η γνώση είναι ζωντανή μόνο όταν τη γνωρίζεις εσύ ο ίδιος, όταν είναι άμεση εμπειρία. Όταν όμως την ξέρεις από τους άλλους, δεν είναι ζωντανή εμπειρία, δεν είναι γνώση, είναι απλώς μνήμη. Η φιλοσοφία είναι μια στάση απέναντι στη ζωή. Στάση σημαίνει επιλογή. Και η επιλογή μπορεί να είναι μονάχα αποσπασματική. Ένας μύστης ποτέ δεν επιλέγει. Βλέπει το όλο χωρίς καμία επιλογή από τη πλευρά του. Αν επιλέγεις, αμέσως δημιουργείται πρόβλημα, επειδή η ζωή είναι γεμάτη αντιθέσεις. Δεν επιλέγεις ποτέ και μη γίνεις φιλόσοφος.»
Μετά από τόσα χρόνια στην αναζήτηση, κατέληξα στο συμπέρασμα πως οι «ψαγμένοι υποτίθεται άνθρωποι», είναι τελικά και οι πιο δογματικοί. Ο δογματισμός είναι η εμμονή διαφόρων ανθρώπων στην δική τους εκδοχή της αλήθειας. Η λέξη δόγμα προέρχεται από το δοκέω που θα πει: σκέπτομαι, υποθέτω, νομίζω, φαντάζομαι, επομένως σημαίνει απόφανση κατόπιν υπόθεσης, μια γνωμοδότηση πάνω στα πράγματα.
Η υπερβολική σιγουριά οδηγεί στην αλαζονεία, η οποία αποτελεί τροχοπέδη στην πνευματική - και όχι μόνο- εξέλιξη. Αν θέλετε να διαπιστώσετε το «ποιόν» ενός ανθρώπου, παρατηρήστε τον στην καθημερινότητα του. Υπάρχει συμφωνία λόγων και έργων; Ακολουθήστε όσους ταπεινά αναζητούν την αλήθεια, αμφισβητήστε όσους υποστηρίζουν πως την βρήκαν.
Ό Τζίντου Κρισναμούρτι (Jiddu Krishnamurti 1895 – 1986, Ινδός στοχαστής, φιλόσοφος, ομιλητής και πνευματικός δάσκαλος), αναφέρει σχετικά:
«Η πίστη είναι άρνηση της αλήθειας, η πίστη εμποδίζει την αλήθεια. Η αλήθεια είναι μια χώρα δίχως μονοπάτι. O άνθρωπος δεν μπορεί να τη φτάσει μέσα από οργανώσεις, μέσα από κάποια πίστη, μέσα από δόγματα, ιερωμένoυς ή τελετουργίες, ούτε και μέσα από κάποια φιλοσοφική γνώση ή ψυχολογική τεχνική.
Πρέπει να τη βρει μέσα από τoν καθρέφτη των σχέσεων, μέσα από την κατανόηση τoυ περιεχομένου τoυ νoυ τoυ, με την παρατήρηση και όχι με διανoητική ψυχανάλυση ή ενδoσκοπική αυτοανάλυση.
Δυστυχώς, άνθρωποι που έχουν δύναμη, εξουσία, σε αυτοεπονομαζόμενες φιλοσοφικές ή πνευματικές οργανώσεις εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους λέγοντας ότι υπάρχουν διαφορετικά μονοπάτια, τα απόκρυφα, τα μυστικιστικά και ούτω καθεξής.
Η αυθεντία συνεπάγεται φόβο και αν πειθαρχεί κανείς από το φόβο μήπως δε κερδίσει όσα του λέει ο εκμεταλλευτής του στο όνομα της αλήθειας ή κάποιας υπερβατικής εμπειρίας, αυτό σημαίνει ότι αρνιέται την ίδια του την διαύγεια και την εντιμότητά του. Όταν ακολουθείτε κάποιον, τον καταστρέφετε. Ο μαθητής καταστρέφει τον δάσκαλο και ο δάσκαλος καταστρέφει τον μαθητή.
Από τη στιγμή που κάποιος τα καταλάβει όλα αυτά ανακαλύπτει από μόνος του ότι δεν υπάρχουν μονοπάτια για την Αλήθεια. Αλήθεια είναι το άγνωστο, κι ένας νους που αναζητά την αλήθεια δεν θα τη βρει ποτέ, γιατί ο νους είναι φτιαγμένος από το γνωστό, είναι το αποτέλεσμα του παρελθόντος, το αποτέλεσμα του χρόνου – πράγμα που μπορείτε να το παρατηρήσετε από μόνοι σας.
Όταν ο νους αναζητά την αλήθεια, αναζητά μία προβολή του ίδιου του του εαυτού, όχι την αλήθεια. Σε τελευταία ανάλυση ένα ιδανικό είναι ένα είδος προβολής του εαυτού μας• είναι πλασματικό, εικονικό.
Η αλήθεια μπορεί να έρθει μόνο στο νου που είναι άδειος από το γνωστό. Έρχεται μέσα σε μια κατάσταση του νου στην οποία το γνωστό απουσιάζει, δεν λειτουργεί. Δεν υπάρχει, λοιπόν, μονοπάτι προς την Αλήθεια, γιατί η Αλήθεια πρέπει να ανακαλύπτεται κάθε λεπτό.
Η πίστη είναι άρνηση της αλήθειας, η πίστη εμποδίζει την αλήθεια. Θ’ άξιζε τρομερά να δει κανείς αν μπορεί να είναι φως για τον εαυτό του, ένα φως που να μην εξαρτάται από κάτι άλλο και που να είναι εντελώς ελεύθερο.»
Ο Όσσο (Bhagwan Shree Rajneesh, 1931-1990, Ινδός φιλόσοφος) συμπληρώνει:
«Φυλάξου από όλες τις φιλοσοφίες, επειδή η βάση τους είναι ίδια. Εξαρτώνται από λέξεις, ενώ η πραγματικότητα δεν είναι μια λέξη. Κινήσου προς το αληθινό. Εσύ είσαι αληθινός, η ύπαρξη είναι αληθινή. Μη δημιουργείς ένα τοίχο από λέξεις ανάμεσα σε σένα και στην πραγματικότητα.
Οι παπάδες χρησιμοποιούν τόσο ειδική φρασεολογία, χρησιμοποιούν τέτοιους τεχνικούς όρους, που δεν μπορείς να καταλάβεις για τι πράγμα μιλούν. Και όταν δεν μπορείς να καταλάβεις, νομίζεις πως είναι πολύ βαθυστόχαστοι. Όποτε δεν μπορείς να καταλάβεις κάτι, νομίζεις πως είναι πολύ βαθυστόχαστο. Είναι πέρα από μένα.
Να θυμάσαι αυτό: Ο Βούδας μιλάει σε μια πολύ συνηθισμένη γλώσσα, η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή από τον καθένα. Δεν είναι η γλώσσα των παπάδων. Ο Ιησούς μιλάει με μικρές παραβολές, που μπορεί να τις καταλάβει οποιοσδήποτε αμόρφωτος άνθρωπος. Δεν χρησιμοποιεί ποτέ ειδική φρασεολογία. Ο Μαχαβίρας μιλάει, δίνει τις τεχνικές του, στη γλώσσα των πιο συνηθισμένων και καθημερινών ανθρώπων.
Αν ο καθημερινός άνθρωπος δεν μπορεί να καταλάβει, μόνο τότε μπορούν να επιβιώσουν οι παπάδες. Αν ο καθημερινός άνθρωπος καταλαβαίνει τι λένε, τότε εκείνοι χάνουν, επειδή δεν λένε τίποτα.
Ο έξυπνος έχει πάντοτε εκμεταλλευτεί τον καθημερινό άνθρωπο. Γι' αυτό ο Βούδας, ο Ιησούς και ο Μαχαβίρας δεν έγιναν ποτέ σεβαστοί από τους βραχμάνους, τους λόγιους και τους έξυπνους, επειδή ήταν επιβλαβείς. Κατέστρεφαν τις δουλειές τους Κάθε είδος εξάρτησης είναι σκλαβιά και η πνευματική εξάρτηση είναι η χειρότερη από όλες.
Ο αληθινός άνθρωπος παραμένει συνηθισμένος, εντελώς συνηθισμένος. Κανένας δεν ξέρει ποιος είναι, κανένας δε ξέρει τι θησαυρό κουβαλάει μέσα του. Ποτέ δεν διαφημίζει, ποτέ δεν προσπαθεί να προβάλει. Η ζωή δεν είναι ένας γρίφος για να τον λύσεις. Η ζωή είναι ένα μυστήριο για να το ζήσεις.
Ο Λάο-τσε, ο Γκωντάμα Βούδας, ο Σωκράτης δεν ακολούθησαν κανέναν. Αναζήτησαν από μόνοι τους, ρισκάροντας, επειδή απομακρύνονται από το πλήθος, πάνω σε ένα μοναχικό μονοπάτι, χωρίς να γνωρίζουν πού τελειώνει αυτό το ταξίδι, αλλά εμπιστεύονται την καρδιά τους, βιώνοντας μικρές ενδείξεις ότι η ειρήνη μεγαλώνει, ότι η αγάπη ανθίζει, ότι ένα καινούργιο άρωμα έχει έρθει στην ύπαρξη τους. ότι το μάτια τους δεν είναι πια γεμάτα από τη σκόνη του παρελθόντος – μια τρομερή διαύγεια και διαφάνεια.. Και γνωρίζουν ότι βρίσκονται στο σωστό μονοπάτι.
Επί χιλιάδες χρόνια, ο άνθρωπος είχε τη φαντασίωση ότι μπορεί να φτάσει στη γνώση, συσσωρεύοντας σκέψεις άλλων ανθρώπων. Αυτό είναι απολύτως ψεύτικο και λανθασμένο. Ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να φτάσει στη γνώση, συσσωρεύοντας σκέψεις άλλων ανθρώπων. Η γνώση έρχεται από μέσα και οι σκέψεις έρχονται απ' έξω. Η γνώση είναι δική σου και οι σκέψεις είναι πάντοτε των άλλων, είναι πάντοτε δανεικές.
Η γνώση είναι ζωντανή μόνο όταν τη γνωρίζεις εσύ ο ίδιος, όταν είναι άμεση εμπειρία. Όταν όμως την ξέρεις από τους άλλους, δεν είναι ζωντανή εμπειρία, δεν είναι γνώση, είναι απλώς μνήμη. Η φιλοσοφία είναι μια στάση απέναντι στη ζωή. Στάση σημαίνει επιλογή. Και η επιλογή μπορεί να είναι μονάχα αποσπασματική. Ένας μύστης ποτέ δεν επιλέγει. Βλέπει το όλο χωρίς καμία επιλογή από τη πλευρά του. Αν επιλέγεις, αμέσως δημιουργείται πρόβλημα, επειδή η ζωή είναι γεμάτη αντιθέσεις. Δεν επιλέγεις ποτέ και μη γίνεις φιλόσοφος.»
Μπορούμε να ακούμε;
«Όταν ξέρει κανείς ν’ ακούει, μιλάει πάντα καλά» -Μολιέρος
«Κάθε φορά που μου μιλάς σκέφτομαι τα δικά μου. Πιστεύω ότι σ’ ακούω, προσπαθώ να σου βρω λύσεις και να σου δώσω συμβουλές, όμως, όταν φεύγεις δεν είμαι και πολύ σίγουρος τι ακριβώς μου είπες και καμιά στιγμή δεν σκέφτηκα πώς νιώθεις, πώς βλέπεις τα πράγματα και γιατί…»
Και τελικά αναρωτιέμαι: Ξέρω να ακούω τους άλλους;
Πολλές φορές κατηγορούμε τους άλλους ότι δεν ακούν, ότι δεν είναι εδώ όταν τους μιλάμε και ότι μόνο τον εαυτό τους σκέφτονται. Ας στραφούμε όμως στον εαυτό μας.
Τι σημαίνει σ’ ακούω;
-Δεν παρεμβαίνω όταν μου μιλάς, δεν σε διακόπτω, δεν σ’ εμποδίζω να εκφραστείς όπως θέλεις, να μου πεις αυτά που σκέφτεσαι και αισθάνεσαι, δεν αλλάζω θέμα και σου δίνω χρόνο για να σκεφτείς και να μου μιλήσεις.
-Σιωπώ και αφοσιώνομαι σε όσα μου λες.
-Προσπαθώ να μπω στη θέση σου και να δω το θέμα από τη δική σου οπτική γωνία.
-Δεν σου ασκώ κριτική, προσπαθώ να κατανοήσω αυτά που λες.
Τι λάθη όμως κάνουμε στην προσπάθειά μας να ακούσουμε τους άλλους:
– Υποβαθμίζουμε το πρόβλημα ή τις δυσκολίες του άλλου για να τον κάνουμε να αισθανθεί καλύτερα (Έλα δεν έχεις τίποτα, πως κάνεις έτσι;). Το μήνυμα που μεταδίδουμε είναι «Για να παρηγορήσουμε κάποιον φτάνει να αρνηθούμε τον πόνο του».
Πόσες φορές έχουμε αντιμετωπίσει άρνηση του πόνου μας, ελάχιστη διάθεση ή αδιαφορία να μας ακούσουν, μαθήματα ηθικής ή τα γέλια και την κοροϊδία των άλλων. Από παιδιά ακόμη παρατηρούμε και αντιγράφουμε τους τρόπους των μεγάλων, μαθαίνουμε τους ‘σωστούς’ κανόνες επικοινωνίας, την ίδια στιγμή που και αυτοί οι ίδιοι σιωπηλά υπέφεραν, καθώς δεν είχαν κάποιο να τους ακούσει, να μοιραστεί μαζί τους τις έγνοιες τους και να τους καταλάβει.
– Για να διατηρήσουμε την προσωπική μας ηρεμία, εμποδίζουμε τον άλλο να εκφράσει αυτό που μας ενοχλεί με κάθε μέσο, τον αποθαρρύνουμε να μιλήσει.
– Αρχίζουμε να δίνουμε συμβουλές ή να του υπαγορεύουμε λύσεις. Όταν έχουμε ανάγκη κάποιον να μας ακούσει, σίγουρα δεν έχουμε ανάγκη από συμβουλές και καθοδήγηση. Και πώς είμαστε σίγουροι ότι εμείς ξέρουμε, ότι είμαστε οι κατάλληλοι για να δώσουμε λύσεις;
– Ακυρώνουμε αυτά που μας λέει ο άλλος ή τα δεχόμαστε χωρίς όμως να του δώσουμε περισσότερη σημασία.
– Τα εκμεταλλευόμαστε για να κάνουμε μονόλογο, να μιλήσουμε για εμάς και για τα επιτεύγματα ή τις δυσκολίες μας.
– Ερμηνεύουμε τα λόγια του άλλου με βάση αυτά που εμείς έχουμε στο μυαλό μας.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από τον εαυτό μας και λειτουργώντας ως παράδειγμα για τους άλλους, ας ακούμε περισσότερο και ας είμαστε πιο ανοιχτοί στους άλλους. Αν ο άλλος πιστεύει κάτι που είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό που εμείς πιστεύουμε δεν σημαίνει πως εμείς πιστεύουμε το σωστό και ο άλλος το λάθος… απλά έχουμε διαφορετικές απόψεις, αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Θα πρέπει να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα του καθενός και τον τρόπο που ο καθένας αντιλαμβάνεται τα πράγματα και συμπεριφέρεται, τον τρόπο που αισθάνεται και εκφράζει τα συναισθήματά του, τον τρόπο που λειτουργεί μέσα στις σχέσεις του…
«Κάθε φορά που μου μιλάς σκέφτομαι τα δικά μου. Πιστεύω ότι σ’ ακούω, προσπαθώ να σου βρω λύσεις και να σου δώσω συμβουλές, όμως, όταν φεύγεις δεν είμαι και πολύ σίγουρος τι ακριβώς μου είπες και καμιά στιγμή δεν σκέφτηκα πώς νιώθεις, πώς βλέπεις τα πράγματα και γιατί…»
Και τελικά αναρωτιέμαι: Ξέρω να ακούω τους άλλους;
Πολλές φορές κατηγορούμε τους άλλους ότι δεν ακούν, ότι δεν είναι εδώ όταν τους μιλάμε και ότι μόνο τον εαυτό τους σκέφτονται. Ας στραφούμε όμως στον εαυτό μας.
Τι σημαίνει σ’ ακούω;
-Δεν παρεμβαίνω όταν μου μιλάς, δεν σε διακόπτω, δεν σ’ εμποδίζω να εκφραστείς όπως θέλεις, να μου πεις αυτά που σκέφτεσαι και αισθάνεσαι, δεν αλλάζω θέμα και σου δίνω χρόνο για να σκεφτείς και να μου μιλήσεις.
-Σιωπώ και αφοσιώνομαι σε όσα μου λες.
-Προσπαθώ να μπω στη θέση σου και να δω το θέμα από τη δική σου οπτική γωνία.
-Δεν σου ασκώ κριτική, προσπαθώ να κατανοήσω αυτά που λες.
Τι λάθη όμως κάνουμε στην προσπάθειά μας να ακούσουμε τους άλλους:
– Υποβαθμίζουμε το πρόβλημα ή τις δυσκολίες του άλλου για να τον κάνουμε να αισθανθεί καλύτερα (Έλα δεν έχεις τίποτα, πως κάνεις έτσι;). Το μήνυμα που μεταδίδουμε είναι «Για να παρηγορήσουμε κάποιον φτάνει να αρνηθούμε τον πόνο του».
Πόσες φορές έχουμε αντιμετωπίσει άρνηση του πόνου μας, ελάχιστη διάθεση ή αδιαφορία να μας ακούσουν, μαθήματα ηθικής ή τα γέλια και την κοροϊδία των άλλων. Από παιδιά ακόμη παρατηρούμε και αντιγράφουμε τους τρόπους των μεγάλων, μαθαίνουμε τους ‘σωστούς’ κανόνες επικοινωνίας, την ίδια στιγμή που και αυτοί οι ίδιοι σιωπηλά υπέφεραν, καθώς δεν είχαν κάποιο να τους ακούσει, να μοιραστεί μαζί τους τις έγνοιες τους και να τους καταλάβει.
– Για να διατηρήσουμε την προσωπική μας ηρεμία, εμποδίζουμε τον άλλο να εκφράσει αυτό που μας ενοχλεί με κάθε μέσο, τον αποθαρρύνουμε να μιλήσει.
– Αρχίζουμε να δίνουμε συμβουλές ή να του υπαγορεύουμε λύσεις. Όταν έχουμε ανάγκη κάποιον να μας ακούσει, σίγουρα δεν έχουμε ανάγκη από συμβουλές και καθοδήγηση. Και πώς είμαστε σίγουροι ότι εμείς ξέρουμε, ότι είμαστε οι κατάλληλοι για να δώσουμε λύσεις;
– Ακυρώνουμε αυτά που μας λέει ο άλλος ή τα δεχόμαστε χωρίς όμως να του δώσουμε περισσότερη σημασία.
– Τα εκμεταλλευόμαστε για να κάνουμε μονόλογο, να μιλήσουμε για εμάς και για τα επιτεύγματα ή τις δυσκολίες μας.
– Ερμηνεύουμε τα λόγια του άλλου με βάση αυτά που εμείς έχουμε στο μυαλό μας.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από τον εαυτό μας και λειτουργώντας ως παράδειγμα για τους άλλους, ας ακούμε περισσότερο και ας είμαστε πιο ανοιχτοί στους άλλους. Αν ο άλλος πιστεύει κάτι που είναι εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό που εμείς πιστεύουμε δεν σημαίνει πως εμείς πιστεύουμε το σωστό και ο άλλος το λάθος… απλά έχουμε διαφορετικές απόψεις, αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Θα πρέπει να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα του καθενός και τον τρόπο που ο καθένας αντιλαμβάνεται τα πράγματα και συμπεριφέρεται, τον τρόπο που αισθάνεται και εκφράζει τα συναισθήματά του, τον τρόπο που λειτουργεί μέσα στις σχέσεις του…
Αυτό που βλέπουμε κάθε στιγμή, είναι ο μέσος όρος όσων είδαμε τα τελευταία 15 δευτερόλεπτα
Τα μάτια μας βομβαρδίζονται συνεχώς από έναν τεράστιο όγκο οπτικών πληροφοριών – εκατομμύρια σχήματα, χρώματα και διαρκώς μεταβαλλόμενες κινήσεις γύρω μας. Για τον εγκέφαλο, αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ο εγκέφαλος της μηχανής του χρόνου
Στην πιο πρόσφατη έρευνά μας, ανακαλύψαμε έναν νέο μηχανισμό που, μεταξύ άλλων, μπορεί να εξηγήσει αυτή την ψευδαίσθηση σταθερότητας.
Ο εγκέφαλος εξομαλύνει αυτόματα τις οπτικές μας εισροές με την πάροδο του χρόνου. Αντί να αναλύουμε κάθε μεμονωμένο οπτικό στιγμιότυπο, αντιλαμβανόμαστε σε μια δεδομένη στιγμή έναν μέσο όρο όσων είδαμε τα τελευταία 15 δευτερόλεπτα. Έτσι, συγκεντρώνοντας τα αντικείμενα ώστε να φαίνονται πιο όμοια μεταξύ τους, ο εγκέφαλός μας μας ξεγελά και μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε ένα σταθερό περιβάλλον.
Από τη μία πλευρά, ο οπτικός κόσμος μεταβάλλεται συνεχώς λόγω αλλαγών στο φως, στην οπτική γωνία και σε άλλους παράγοντες. Από την άλλη, η οπτική μας είσοδος αλλάζει συνεχώς λόγω των βλεφαρισμών και του γεγονότος ότι τα μάτια, το κεφάλι και το σώμα μας βρίσκονται συχνά σε κίνηση.
Για να πάρετε μια ιδέα της “θορυβώδους” αυτής της οπτικής εισόδου, τοποθετήστε ένα τηλέφωνο μπροστά από τα μάτια σας και καταγράψτε ένα ζωντανό βίντεο ενώ περπατάτε και κοιτάτε διάφορα πράγματα.
Το νευρικό, ακατάστατο αποτέλεσμα είναι ακριβώς αυτό που αντιμετωπίζει ο εγκέφαλός σας σε κάθε στιγμή της οπτικής σας εμπειρίας.
Παρόλα αυτά, η όραση δεν μας φαίνεται σαν να προσπαθούμε για αυτήν. Αντί να αντιλαμβανόμαστε τις διακυμάνσεις και τον οπτικό θόρυβο που μπορεί να καταγράφει ένα βίντεο, αντιλαμβανόμαστε ένα σταθερά σταθερό περιβάλλον.
Πώς λοιπόν ο εγκέφαλός μας δημιουργεί αυτή την ψευδαίσθηση σταθερότητας; Η διαδικασία αυτή γοητεύει τους επιστήμονες εδώ και αιώνες και αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα της επιστήμης της όρασης.
Πώς λοιπόν ο εγκέφαλός μας δημιουργεί αυτή την ψευδαίσθηση σταθερότητας; Η διαδικασία αυτή γοητεύει τους επιστήμονες εδώ και αιώνες και αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα της επιστήμης της όρασης.
Ο εγκέφαλος της μηχανής του χρόνου
Στην πιο πρόσφατη έρευνά μας, ανακαλύψαμε έναν νέο μηχανισμό που, μεταξύ άλλων, μπορεί να εξηγήσει αυτή την ψευδαίσθηση σταθερότητας.
Ο εγκέφαλος εξομαλύνει αυτόματα τις οπτικές μας εισροές με την πάροδο του χρόνου. Αντί να αναλύουμε κάθε μεμονωμένο οπτικό στιγμιότυπο, αντιλαμβανόμαστε σε μια δεδομένη στιγμή έναν μέσο όρο όσων είδαμε τα τελευταία 15 δευτερόλεπτα. Έτσι, συγκεντρώνοντας τα αντικείμενα ώστε να φαίνονται πιο όμοια μεταξύ τους, ο εγκέφαλός μας μας ξεγελά και μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε ένα σταθερό περιβάλλον.
Η πιο πολύτιμη πέτρα είναι αυτή που ρίχνουμε πίσω μας
Ο άνθρωπος γεννιέται με σκοπό να χαίρεται τη ζωή. Δυστυχώς, οι περισσότεροι από εμάς δεν το αντιλαμβανόμαστε νωρίς κι αναμοχλεύουμε τις στάχτες μας για καιρό. Έρμαια των ανασφαλειών και του εγωισμού μας κατατρώμε το μέσα μας και χάνουμε το νόημα της ζωής, που είναι να προχωράμε. Ό,τι και να συμβαίνει, όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, έχουμε υποχρέωση στον εαυτό μας να προχωράμε. Γιατί η ζωή συνεχίζεται.
Είναι δύσκολη η απόφαση να κάνεις την αυτοκριτική σου και να δώσεις ένα τέλος στην αδηφάγα, αυτοκαταστροφική τάση σου να γυρίζεις στο παρελθόν και να αποζητάς δικαίωση. Καμιά δικαίωση αγάπη μου δεν έρχεται για τον κολασμένο. Πόσο μάλλον για τον ερωτευμένο.
Μόνος σου πρέπει να ζήσεις τη δοκιμασία σου στο έπακρον για να βγεις νικητής. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα πράγμα· να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου. Nα μην επιτρέψεις σε κανένα «αν» να φωλιάσει μέσα σου και σε καμία αμφιβολία να βρει έδαφος ν’ αναπτυχθεί.
Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δε θα ήσουν εδώ που είσαι σήμερα, δε θα έκανες αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα στον εαυτό σου. Θα ήσουν προφανώς ευτυχισμένος κι όχι ένας άνθρωπος που προσπαθεί. Όσο προχωράς θα νιώθεις τη μικρότητα όλων όσων άφησες πίσω και θα νιώθεις όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο σίγουρος για την απόφασή σου.
Όποιος σε έφερε εδώ που είσαι σήμερα, δεν πρόκειται να σε βγάλει απ’ το αδιέξοδο. Αν δεν τον αφήσεις για πάντα πίσω σου, δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγεις απ’ το παρελθόν. Πού είναι τόσο καιρό αυτός ο άνθρωπος; Ζει τη ζωή του με τις επιλογές του κι εσύ δεν είσαι μέσα σ’ αυτές.
Σεβάσου την απόφασή του και φύγε. Για σένα το κάνεις, όχι για ‘κείνον. Εκείνος έχασε έναν άνθρωπο που τον ήθελε και τον αγάπησε πολύ. Ήταν λίγος για το πολύ σου. Δε θέλησε ούτε μια στιγμή να μπει στα παπούτσια σου, να σε νιώσει. Τι περιμένεις; Ρίξε την πέτρα και προχώρα. Μη γυρίσεις ποτέ να την ψάξεις. Δε θα τη βρεις μέσα στις λάσπες και στα χόρτα που την έχουν καλύψει.
Οι αναμνήσεις είναι κακοί σύμβουλοι της λογικής. Εικόνες, φίλοι, μυρωδιές μπορεί να σου φέρνουν μνήμες. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σηκώσεις αυτό το φορτίο, να ευχαριστήσεις τη μοίρα για την εμπειρία που σου έδωσε και να ξεκινήσεις για το επόμενο ταξίδι. Μη γυρίσεις να κοιτάξεις ποτέ πίσω. Να κοιτάς μόνο μπροστά.
Να στέφεις τον εαυτό σου με αισιοδοξία για την επόμενη μέρα. Ν’ ανοίγεις τα πανιά σου για νέες περιπέτειες, ν’ αδημονείς να γνωρίσεις ανθρώπους άξιους να σ’ ολοκληρώσουν, εκείνους που θα σεβαστούν αυτό που είσαι και δε θα σκεφτούν ποτέ να σε πληγώσουν.
Κι αν καμιά φορά υπερέβαλαν θα είναι ικανοί να ζητήσουν «συγγνώμη». Εκείνοι που θα σε πάνε κάθε φορά ένα βήμα παραπέρα, γιατί θ’ αγαπήσουν αυτό που είσαι χωρίς να ζητιανεύεις, να παρακαλάς, να το απαιτείς. Θα το κάνουν με δική τους βούληση κι αυτό θα σε κάνει να συνειδητοποιήσεις, ότι τόσο καιρό έψαχνες σε λάθος μέρος.
Η απελευθέρωση της ψυχής μας απ’ τα δεσμά του παρελθόντος είναι λύτρωση. Ο χρόνος που απαιτείται για να τα καταφέρεις δεν είναι ίδιος για όλους. Ανέβα στο σκαλοπάτι της αυτοεκτίμησης και ξεφορτώσου ανθρώπους που σε γεμίζουν ανασφάλειες. Η πολυτιμότητά σου θα ειδωθεί από εκείνον που είναι άξιος να σ’ αγαπήσει.
Φόρα το πιο όμορφο χαμόγελό σου, άφησε το φως σου να κατακλύσει τους άλλους και να ‘σαι σίγουρος πως μία νέα σελίδα γεμάτη υποσχέσεις σε περιμένει. Ρίξε μια πέτρα πίσω σου και πίστεψε στο θαύμα της ζωής. Αυτό που περιμένεις ίσως να κρύβεται στο επόμενο βήμα, ίσως και παρακάτω.
Άντε, μη στέκεις. Ξεκίνα να προχωράς.
Είναι δύσκολη η απόφαση να κάνεις την αυτοκριτική σου και να δώσεις ένα τέλος στην αδηφάγα, αυτοκαταστροφική τάση σου να γυρίζεις στο παρελθόν και να αποζητάς δικαίωση. Καμιά δικαίωση αγάπη μου δεν έρχεται για τον κολασμένο. Πόσο μάλλον για τον ερωτευμένο.
Μόνος σου πρέπει να ζήσεις τη δοκιμασία σου στο έπακρον για να βγεις νικητής. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα πράγμα· να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου. Nα μην επιτρέψεις σε κανένα «αν» να φωλιάσει μέσα σου και σε καμία αμφιβολία να βρει έδαφος ν’ αναπτυχθεί.
Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δε θα ήσουν εδώ που είσαι σήμερα, δε θα έκανες αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα στον εαυτό σου. Θα ήσουν προφανώς ευτυχισμένος κι όχι ένας άνθρωπος που προσπαθεί. Όσο προχωράς θα νιώθεις τη μικρότητα όλων όσων άφησες πίσω και θα νιώθεις όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο σίγουρος για την απόφασή σου.
Όποιος σε έφερε εδώ που είσαι σήμερα, δεν πρόκειται να σε βγάλει απ’ το αδιέξοδο. Αν δεν τον αφήσεις για πάντα πίσω σου, δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγεις απ’ το παρελθόν. Πού είναι τόσο καιρό αυτός ο άνθρωπος; Ζει τη ζωή του με τις επιλογές του κι εσύ δεν είσαι μέσα σ’ αυτές.
Σεβάσου την απόφασή του και φύγε. Για σένα το κάνεις, όχι για ‘κείνον. Εκείνος έχασε έναν άνθρωπο που τον ήθελε και τον αγάπησε πολύ. Ήταν λίγος για το πολύ σου. Δε θέλησε ούτε μια στιγμή να μπει στα παπούτσια σου, να σε νιώσει. Τι περιμένεις; Ρίξε την πέτρα και προχώρα. Μη γυρίσεις ποτέ να την ψάξεις. Δε θα τη βρεις μέσα στις λάσπες και στα χόρτα που την έχουν καλύψει.
Οι αναμνήσεις είναι κακοί σύμβουλοι της λογικής. Εικόνες, φίλοι, μυρωδιές μπορεί να σου φέρνουν μνήμες. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σηκώσεις αυτό το φορτίο, να ευχαριστήσεις τη μοίρα για την εμπειρία που σου έδωσε και να ξεκινήσεις για το επόμενο ταξίδι. Μη γυρίσεις να κοιτάξεις ποτέ πίσω. Να κοιτάς μόνο μπροστά.
Να στέφεις τον εαυτό σου με αισιοδοξία για την επόμενη μέρα. Ν’ ανοίγεις τα πανιά σου για νέες περιπέτειες, ν’ αδημονείς να γνωρίσεις ανθρώπους άξιους να σ’ ολοκληρώσουν, εκείνους που θα σεβαστούν αυτό που είσαι και δε θα σκεφτούν ποτέ να σε πληγώσουν.
Κι αν καμιά φορά υπερέβαλαν θα είναι ικανοί να ζητήσουν «συγγνώμη». Εκείνοι που θα σε πάνε κάθε φορά ένα βήμα παραπέρα, γιατί θ’ αγαπήσουν αυτό που είσαι χωρίς να ζητιανεύεις, να παρακαλάς, να το απαιτείς. Θα το κάνουν με δική τους βούληση κι αυτό θα σε κάνει να συνειδητοποιήσεις, ότι τόσο καιρό έψαχνες σε λάθος μέρος.
Η απελευθέρωση της ψυχής μας απ’ τα δεσμά του παρελθόντος είναι λύτρωση. Ο χρόνος που απαιτείται για να τα καταφέρεις δεν είναι ίδιος για όλους. Ανέβα στο σκαλοπάτι της αυτοεκτίμησης και ξεφορτώσου ανθρώπους που σε γεμίζουν ανασφάλειες. Η πολυτιμότητά σου θα ειδωθεί από εκείνον που είναι άξιος να σ’ αγαπήσει.
Φόρα το πιο όμορφο χαμόγελό σου, άφησε το φως σου να κατακλύσει τους άλλους και να ‘σαι σίγουρος πως μία νέα σελίδα γεμάτη υποσχέσεις σε περιμένει. Ρίξε μια πέτρα πίσω σου και πίστεψε στο θαύμα της ζωής. Αυτό που περιμένεις ίσως να κρύβεται στο επόμενο βήμα, ίσως και παρακάτω.
Άντε, μη στέκεις. Ξεκίνα να προχωράς.
Το αριστουργηματικό αποτελεί πάντα την εξαίρεση
Όποιος έχει ξυπνήσει από τα πρώτα όνειρα της νιότης` όποιος έχει αναλογιστεί τη δική του εμπειρία και την εμπειρία των άλλων` όποιος έχει εξετάσει τη ζωή στην ιστορία του παρελθόντος και της εποχής του, και τελικά στα έργα των μεγάλων ποιητών, σίγουρα θα μπορεί να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα, αν η κρίση του δεν έχει παραλύσει από κάποια ανεξίτηλα χαραγμένη προκατάληψη, ότι αυτός ο κόσμος των ανθρώπων είναι το βασίλειο του τυχαίου και της πλάνης.
Αυτά τα δύο τον κυβερνούν ανελέητα στα μεγάλα πράγματα αλλά και στα μικρά. Και μαζί μ’ αυτά η ανοησία και η μοχθηρία κρατάνε κι αυτές το δικό τους φραγγέλιο. Βγαίνει λοιπόν αβίαστα το συμπέρασμα ότι καθετί καλύτερο θέλει πολύ κόπο και προσπάθεια για να επικρατήσει` ό, τι είναι ευγενές και σοφό σπάνια εμφανίζεται, σπάνια αναλαμβάνει δράση ή βρίσκει ευήκοα ώτα, ενώ το παράλογο και το διεστραμμένο στον τομέα της σκέψης, το βαρετό και το κακόγουστο στη σφαίρα της τέχνης, το μοχθηρό και το ψευδεπίγραφο στη σφαίρα της δράσης, επιβάλλουν κατά κανόνα την κυριαρχία τους με μικρές μόνο διακοπές. Απ’ την άλλη μεριά, το αριστουργηματικό αποτελεί πάντα την εξαίρεση, μια περίπτωση στο ένα εκατομμύριο` οπότε αν έχει εκφραστεί μέσα σ’ ένα αιώνιο έργο, το έργο αυτό στέκει απομονωμένο, αφού πρώτα βγει αλώβητο από τις κακόβουλες επικρίσεις των συγχρόνων.
Διατηρείται σαν τον μετεωρίτη που ήρθε στα μέρη μας από έναν κόσμο διαφορετικό απ’ τον δικό μας. Όσο αφορά όμως τη ζωή του ατόμου, κάθε προσωπική ιστορία είναι μια ιστορία βασάνων, γιατί κατά κανόνα η ζωή είναι μια συνεχής αλυσίδα από μεγάλες ή μικρές αναποδιές, τις οποίες όλοι κρύβουν όσο μπορούν, γιατί γνωρίζουν ότι οι άλλοι σίγουρα θα νιώσουν ικανοποίηση στο θέαμα κάποιων δεινών απ’ τα οποία εκείνοι τώρα είναι, προσωρινά τουλάχιστον, απαλλαγμένοι` πολύ σπάνια θα νιώσουν συμπόνια ή αλληλεγγύη. Προς το τέλος της ζωής του, ίσως να μην υπάρξει ποτέ άνθρωπος, μυαλωμένος και ειλικρινής, που θα επιθυμούσε να τα ξαναπεράσει όλα αυτά. Απεναντίας, αντ’ αυτού θα επέλεγε σίγουρα την απόλυτη ανυπαρξία.
Αυτά τα δύο τον κυβερνούν ανελέητα στα μεγάλα πράγματα αλλά και στα μικρά. Και μαζί μ’ αυτά η ανοησία και η μοχθηρία κρατάνε κι αυτές το δικό τους φραγγέλιο. Βγαίνει λοιπόν αβίαστα το συμπέρασμα ότι καθετί καλύτερο θέλει πολύ κόπο και προσπάθεια για να επικρατήσει` ό, τι είναι ευγενές και σοφό σπάνια εμφανίζεται, σπάνια αναλαμβάνει δράση ή βρίσκει ευήκοα ώτα, ενώ το παράλογο και το διεστραμμένο στον τομέα της σκέψης, το βαρετό και το κακόγουστο στη σφαίρα της τέχνης, το μοχθηρό και το ψευδεπίγραφο στη σφαίρα της δράσης, επιβάλλουν κατά κανόνα την κυριαρχία τους με μικρές μόνο διακοπές. Απ’ την άλλη μεριά, το αριστουργηματικό αποτελεί πάντα την εξαίρεση, μια περίπτωση στο ένα εκατομμύριο` οπότε αν έχει εκφραστεί μέσα σ’ ένα αιώνιο έργο, το έργο αυτό στέκει απομονωμένο, αφού πρώτα βγει αλώβητο από τις κακόβουλες επικρίσεις των συγχρόνων.
Διατηρείται σαν τον μετεωρίτη που ήρθε στα μέρη μας από έναν κόσμο διαφορετικό απ’ τον δικό μας. Όσο αφορά όμως τη ζωή του ατόμου, κάθε προσωπική ιστορία είναι μια ιστορία βασάνων, γιατί κατά κανόνα η ζωή είναι μια συνεχής αλυσίδα από μεγάλες ή μικρές αναποδιές, τις οποίες όλοι κρύβουν όσο μπορούν, γιατί γνωρίζουν ότι οι άλλοι σίγουρα θα νιώσουν ικανοποίηση στο θέαμα κάποιων δεινών απ’ τα οποία εκείνοι τώρα είναι, προσωρινά τουλάχιστον, απαλλαγμένοι` πολύ σπάνια θα νιώσουν συμπόνια ή αλληλεγγύη. Προς το τέλος της ζωής του, ίσως να μην υπάρξει ποτέ άνθρωπος, μυαλωμένος και ειλικρινής, που θα επιθυμούσε να τα ξαναπεράσει όλα αυτά. Απεναντίας, αντ’ αυτού θα επέλεγε σίγουρα την απόλυτη ανυπαρξία.
Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι
Αν μας ζητούσαν να περιγράψουμε πώς ακριβώς φανταζόμαστε ότι είναι και φέρεται ένας σοφός άνθρωπος, είναι πολύ πιθανό οι περιγραφές των περισσοτέρων από εμάς να συνέπιπταν σε πολλά σημεία: θα μιλούσαμε μάλλον για έναν άνθρωπο κάπως μεγάλης ηλικίας, που ζει ουσιαστικά μόνος σ’ ένα μέρος μακριά από τη βουή της πόλης μια λιτή ζωή χωρίς πολυτέλειες και περιττά αντικείμενα, με ελάχιστες ή καθόλου ανέσεις και ευκολίες.
Κάτι μας λέει μέσα μας πως η αδυναμία, η άγνοια, η νεύρωση ή η πνευματική μας πενία (μπορούμε να το πούμε με πολλούς τρόπους) είναι που μας ωθεί προς αυτά τα – στην πραγματικότητα επιφανειακά – πράγματα, και μας κάνει να τα θεωρούμε απαραίτητα.
Αν η λέξη προσκόλληση αναφέρεται στην κυριολεξία σε μια κατάσταση έντονου ενδιαφέροντος, κλίσης, συμπάθειας ή στενής σχέσης με κάτι (ή κάποιον), αυτή η σχέση είναι πάντα πολύ ιδιαίτερη και αρρωστημένη, γιατί περιλαμβάνει μια αφοσίωση που σκλαβώνει, μια ευχαρίστηση που πονάει, μια προτίμηση που δεσμεύει. Είναι αυτή η σχέση που μας κρατάει δεμένους και εξαρτημένους απ’ αυτό που αγαπάμε ή έχουμε επιλέξει, και που περιλαμβάνει τον φόβο της απώλειας, τη δυσκολία του αποχωρισμού και την υποκειμενική αδυναμία μας να το αφήσουμε να φύγει.
Μετά απ’ όσα είπαμε, ίσως και να ξεκαθαρίζουν οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται να μάθει κάποιος να βαδίζει στο μονοπάτι της αποστασιοποίησης. Το να “παρατάμε” κάτι, λοιπόν, είναι σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν επιτακτική ανάγκη (είναι εμφανές πως ούτε τώρα τολμώ να χρησιμοποιήσω αβασάνιστα τη λέξη επιτακτική).
Ωραία λοιπόν… Πώς μπορούμε να μεταφέρουμε αυτήν την ιδέα στη ζωή μας;
Στην πρόκληση να διασχίσουμε και να εξερευνήσουμε το επίπεδο της πνευματικότητάς μας, μαθαίνουμε, όπως είπαμε, πως στο ταξίδι αυτό παίρνουμε ελάχιστες αποσκευές· τα απολύτως απαραίτητα. Για να ξεκινήσει κανείς τον πνευματικό δρόμο, το μόνο που είναι απολύτως αναγκαίο είναι ν’ αρχίσει να βαδίζει. Από την αρχή καταλαβαίνεις μόνος σου ότι θα πρέπει ν’ απαλλαγείς απ’ όλα τα περιττά, από πράγματα που δεν είναι αναγκαία και, αργά ή γρήγορα, θα σου γίνουν μάλλον βάρος παρά βοήθεια.
Η καταναλωτική κοινωνία μετατρέπει το προαιρετικό σε αναγκαίο και το αναγκαίο σε ζωτικό και σπάνιο (καθιστώντας το έτσι ακόμα πιο επιθυμητό και διευκολύνοντας τη δουλειά των πωλητών και των διαφημιστών).
Για πολλούς, ζωτικά είναι τα λεφτά ή τα υλικά αγαθά· γι’ άλλους, οι ανέσεις που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο μιας ευτυχισμένης ζωής· για μερικούς, τέλος, η απαγκίστρωση από μια σχέση στην οποία έχουν εγκλωβιστεί.
Όπως και να ’χει, στο καινούργιο επίπεδο ο καθένας μπορεί να συνειδητοποιήσει, λίγο μετά το ξεκίνημά του, τι του περισσεύει, τι τον βαραίνει περισσότερο, τι περιττό φορτίο κουβαλάει.
Είναι κλασική η ιστορία ζεν που μιλάει για έναν ταξιδιώτη που τον βρήκε η νύχτα στη μέση του δρόμου και χτύπησε την πόρτα ενός σοφού για να του ζητήσει να τον φιλοξενήσει ως το επόμενο πρωί. Ο σοφός δέχεται και καλεί τον ταξιδιώτη να περάσει μέσα. Μπαίνει εκείνος, και έκπληκτος βλέπει την καλύβα του σοφού τελείως άδεια, εκτός από ένα ράντσο από καραβόπανο που είχε για κρεβάτι, κι ένα – δυο πήλινα κανάτια με νερό.
Όλοι περαστικοί είμαστε σ’ αυτήν τη ζωή. Ιδιαίτερα όσοι δεν το ξέρουν.
Προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουμε ή να γίνουμε εκείνο που δεν είμαστε, ακόμη κι αν αυτό που επιθυμούμε δεν είναι αναγκαίο, κι ακόμη κι αν η φιλοδοξία μας είναι ανέφικτη ή άδικη.
Εμείς οι προνομιούχοι που δεν πεινάσαμε ποτέ, που βρήκαμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και δεν κοιμηθήκαμε έξω στο κρύο, εμείς που – καλώς ή κακώς -, έχουμε ακόμα δουλειά, που δεν περπατήσαμε ποτέ ξυπόλυτοι παρά μόνο στην παραλία, εμείς, πάντα κάτι επιθυμούμε.
Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι.
Λένε πως η επιθυμία σέρνει μονίμως απ’ το χέρι την απογοήτευση, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η απογοήτευση είναι που τραβάει απ’ το χέρι την επιθυμία. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν η επιθυμία έχει ικανοποιηθεί, η πιο πρωτόγονη και βαθιά απογοήτευση εξακολουθεί – ακόρεστη – να υπάρχει.
Αν δεν απαλλαγούμε απ’ αυτήν την ενδογενή αίσθηση ανικανοποίητου, ακόμη κι αν καταφέρουμε κάτι απ’ όσα ποθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι το επίτευγμά μας δεν είναι ποτέ πλήρες, ποτέ όπως το φανταζόμαστε, ποτέ αρκετό.
Συνεπώς, η μόνη λύση αν θέλει κάποιος να αποφύγει τη ματαίωση και τη δυστυχία, είναι να εγκαταλείψει εξαρχής την επιθυμία.
Μ’ άλλα λόγια: να φτάσει στην απόλυτη αποδοχή, σε μια χαλαρή και διόλου απαιτητική σχέση με τα πράγματα που είναι όπως είναι, και βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.
Γνωρίζουμε – χωρίς να μπορούμε να πούμε πώς – ότι αν είμαστε σοφότεροι, δεν θα είχαμε τέτοια εξάρτηση από τα υλικά πράγματα, δεν θα χρειαζόταν να περιστοιχιζόμαστε απ’ αυτά ούτε και θα τους αφιερώναμε τόσο χρόνο. Διαισθανόμαστε ότι αν μπορούσαμε να εξυψωθούμε σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, δεν θα χρειαζόμαστε πια να βλέπουμε διαρκώς τους άλλους γύρω μας να μας χειροκροτούν, να μας επιδοκιμάζουν, να μας λένε πόσο πολύ μας αγαπάνε ή πόσο μας χρειάζονται. Δεν θ’ αφιερώναμε καθόλου χρόνο ή κόπο στην προσπάθειά μας να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε.
Κάτι μας λέει μέσα μας πως η αδυναμία, η άγνοια, η νεύρωση ή η πνευματική μας πενία (μπορούμε να το πούμε με πολλούς τρόπους) είναι που μας ωθεί προς αυτά τα – στην πραγματικότητα επιφανειακά – πράγματα, και μας κάνει να τα θεωρούμε απαραίτητα.
Αν η λέξη προσκόλληση αναφέρεται στην κυριολεξία σε μια κατάσταση έντονου ενδιαφέροντος, κλίσης, συμπάθειας ή στενής σχέσης με κάτι (ή κάποιον), αυτή η σχέση είναι πάντα πολύ ιδιαίτερη και αρρωστημένη, γιατί περιλαμβάνει μια αφοσίωση που σκλαβώνει, μια ευχαρίστηση που πονάει, μια προτίμηση που δεσμεύει. Είναι αυτή η σχέση που μας κρατάει δεμένους και εξαρτημένους απ’ αυτό που αγαπάμε ή έχουμε επιλέξει, και που περιλαμβάνει τον φόβο της απώλειας, τη δυσκολία του αποχωρισμού και την υποκειμενική αδυναμία μας να το αφήσουμε να φύγει.
Μετά απ’ όσα είπαμε, ίσως και να ξεκαθαρίζουν οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται να μάθει κάποιος να βαδίζει στο μονοπάτι της αποστασιοποίησης. Το να “παρατάμε” κάτι, λοιπόν, είναι σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν επιτακτική ανάγκη (είναι εμφανές πως ούτε τώρα τολμώ να χρησιμοποιήσω αβασάνιστα τη λέξη επιτακτική).
Ωραία λοιπόν… Πώς μπορούμε να μεταφέρουμε αυτήν την ιδέα στη ζωή μας;
Στην πρόκληση να διασχίσουμε και να εξερευνήσουμε το επίπεδο της πνευματικότητάς μας, μαθαίνουμε, όπως είπαμε, πως στο ταξίδι αυτό παίρνουμε ελάχιστες αποσκευές· τα απολύτως απαραίτητα. Για να ξεκινήσει κανείς τον πνευματικό δρόμο, το μόνο που είναι απολύτως αναγκαίο είναι ν’ αρχίσει να βαδίζει. Από την αρχή καταλαβαίνεις μόνος σου ότι θα πρέπει ν’ απαλλαγείς απ’ όλα τα περιττά, από πράγματα που δεν είναι αναγκαία και, αργά ή γρήγορα, θα σου γίνουν μάλλον βάρος παρά βοήθεια.
Η καταναλωτική κοινωνία μετατρέπει το προαιρετικό σε αναγκαίο και το αναγκαίο σε ζωτικό και σπάνιο (καθιστώντας το έτσι ακόμα πιο επιθυμητό και διευκολύνοντας τη δουλειά των πωλητών και των διαφημιστών).
Για πολλούς, ζωτικά είναι τα λεφτά ή τα υλικά αγαθά· γι’ άλλους, οι ανέσεις που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο μιας ευτυχισμένης ζωής· για μερικούς, τέλος, η απαγκίστρωση από μια σχέση στην οποία έχουν εγκλωβιστεί.
Όπως και να ’χει, στο καινούργιο επίπεδο ο καθένας μπορεί να συνειδητοποιήσει, λίγο μετά το ξεκίνημά του, τι του περισσεύει, τι τον βαραίνει περισσότερο, τι περιττό φορτίο κουβαλάει.
Είναι κλασική η ιστορία ζεν που μιλάει για έναν ταξιδιώτη που τον βρήκε η νύχτα στη μέση του δρόμου και χτύπησε την πόρτα ενός σοφού για να του ζητήσει να τον φιλοξενήσει ως το επόμενο πρωί. Ο σοφός δέχεται και καλεί τον ταξιδιώτη να περάσει μέσα. Μπαίνει εκείνος, και έκπληκτος βλέπει την καλύβα του σοφού τελείως άδεια, εκτός από ένα ράντσο από καραβόπανο που είχε για κρεβάτι, κι ένα – δυο πήλινα κανάτια με νερό.
“Που είναι τα πράγματά σου;” ρωτάει τον σοφό ο ταξιδιώτης.
“Τα δικά σου που είναι;” απαντάει ο σοφός.
“Μα εγώ είμαι περαστικός!” αναφωνεί ο ταξιδιώτης.
Τότε ο σοφός λέει χαμογελώντας:
“Κι εγώ το ίδιο!”.
“Τα δικά σου που είναι;” απαντάει ο σοφός.
“Μα εγώ είμαι περαστικός!” αναφωνεί ο ταξιδιώτης.
Τότε ο σοφός λέει χαμογελώντας:
“Κι εγώ το ίδιο!”.
Όλοι περαστικοί είμαστε σ’ αυτήν τη ζωή. Ιδιαίτερα όσοι δεν το ξέρουν.
Προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουμε ή να γίνουμε εκείνο που δεν είμαστε, ακόμη κι αν αυτό που επιθυμούμε δεν είναι αναγκαίο, κι ακόμη κι αν η φιλοδοξία μας είναι ανέφικτη ή άδικη.
Εμείς οι προνομιούχοι που δεν πεινάσαμε ποτέ, που βρήκαμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και δεν κοιμηθήκαμε έξω στο κρύο, εμείς που – καλώς ή κακώς -, έχουμε ακόμα δουλειά, που δεν περπατήσαμε ποτέ ξυπόλυτοι παρά μόνο στην παραλία, εμείς, πάντα κάτι επιθυμούμε.
Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι.
Λένε πως η επιθυμία σέρνει μονίμως απ’ το χέρι την απογοήτευση, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η απογοήτευση είναι που τραβάει απ’ το χέρι την επιθυμία. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν η επιθυμία έχει ικανοποιηθεί, η πιο πρωτόγονη και βαθιά απογοήτευση εξακολουθεί – ακόρεστη – να υπάρχει.
Αν δεν απαλλαγούμε απ’ αυτήν την ενδογενή αίσθηση ανικανοποίητου, ακόμη κι αν καταφέρουμε κάτι απ’ όσα ποθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι το επίτευγμά μας δεν είναι ποτέ πλήρες, ποτέ όπως το φανταζόμαστε, ποτέ αρκετό.
Συνεπώς, η μόνη λύση αν θέλει κάποιος να αποφύγει τη ματαίωση και τη δυστυχία, είναι να εγκαταλείψει εξαρχής την επιθυμία.
Μ’ άλλα λόγια: να φτάσει στην απόλυτη αποδοχή, σε μια χαλαρή και διόλου απαιτητική σχέση με τα πράγματα που είναι όπως είναι, και βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.
Να πούμε μια για πάντα τα πράγματα με το όνομά τους
Η κοινή διαπίστωση ότι η ζωή μοιάζει με θεατρική παράσταση επιβεβαιώνεται κυρίως από το ότι οι άνθρωποι αλλιώς μιλούν και διαφορετικά ενεργούν: πρόκειται για μια κωμωδία στην οποία όλοι σήμερα είναι ηθοποιοί, γιατί όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα, ενώ κανείς σχεδόν δεν είναι θεατής, αφού όλη αυτή η φλυαρία ξεγελά πια μόνο τα παιδιά και τους ανόητους.
Είναι μια παράσταση εντελώς ερασιτεχνική, αφόρητα παράλογη και βαρετή. Κι ωστόσο, θα άξιζε να προσπαθήσουμε σε τούτο τον αιώνα να κάνουμε τη ζωή μας μια αληθινή και όχι προσποιητή πράξη και να λύσουμε για πρώτη φορά στην ιστορία την περίφημη αντίθεση ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις.
Αλλά, όπως μας διδάσκει η πείρα, αυτά δε διορθώνονται και, καθώς δεν μπορούμε να αξιώσουμε από τους ανθρώπους να εξαντληθούν επιχειρώντας το αδύνατο, μας απομένει ένα μέσο μοναδικό και συγχρόνως πολύ απλό, αν και αναξιοποίητο μέχρι σήμερα: να χρησιμοποιήσουμε αλλιώς τις λέξεις και να πούμε μια για πάντα τα πράγματα με το όνομά τους.
Αλλά, όπως μας διδάσκει η πείρα, αυτά δε διορθώνονται και, καθώς δεν μπορούμε να αξιώσουμε από τους ανθρώπους να εξαντληθούν επιχειρώντας το αδύνατο, μας απομένει ένα μέσο μοναδικό και συγχρόνως πολύ απλό, αν και αναξιοποίητο μέχρι σήμερα: να χρησιμοποιήσουμε αλλιώς τις λέξεις και να πούμε μια για πάντα τα πράγματα με το όνομά τους.
Όταν η μουσική γίνεται «μονοπάτι» για την ευτυχία των ανθρώπων
Πνεύμα που για να εισδεχθείς πρέπει να κάνεις άλμα πάνω από τη συγκίνηση. Και να’ χεις τη ψυχή σου στα δάχτυλα, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από κει μιλάει ο κόσμος. -Οδυσσέας Ελύτης
Η ευτυχία του καθενός μας από τη συμμετοχή του στην τέχνη της μουσικής, όποια μορφή και αν παίρνει αυτή η συμμετοχή, δεν έχει να κάνει μόνο με την τέρψη, την δηλαδή που συχνά «γεννούν» μέσα μας οι μουσικοί ήχοι. Έχει να κάνει και με την πνευματικότητα που αναπτύσσεται (ή θα έπρεπε να αναπτύσσεται) «μέσα» μας.
Η ανάπτυξη της πνευματικότητας μας από την προσέγγιση, ακρόαση ή μελέτη μουσικών έργων με μουσικά και έξω μουσικά – ανθρωποκεντρικά «μηνύματα», είναι κάτι που για να συμβεί χρειάζεται σχετική ωριμότητα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι πνευματικά και συναισθηματικά για να δεχτούμε αυτή τη διάσταση ευτυχίας μέσα από την ενασχόληση μας με την τέχνη της μουσικής. Παράγοντας ή ακούγοντας μουσική.
Αν και χρειάζεται λοιπόν ένας βαθμός ωριμότητας για να επικοινωνήσει το άτομο με την πνευματικότητα που «κρύβει» μέσα της η μουσική, η σταδιακή «αποκάλυψη» αυτής της πνευματικότητας δεν είναι άλλη από αυτό που προσδοκά, καθένας να δει μέσα του και σχετίζεται με το πώς «οραματίζεται» τον εαυτό του.
Η μουσική προσφέρεται για να φανταστούμε τον εαυτό μας καλύτερο, δοτικό, ανθρώπινο. Να «απεικονίσουμε» νοερά ανθρωπισμό, κι έτσι να βάλουμε τις βάσεις για να γίνει αυτός πραγματικότητα.
Συχνά γινόμαστε αυτό που σκεφτόμαστε, ή αυτό που «πλάθουμε» με τη φαντασία μας. Εξ’ άλλου το υποσυνείδητο δεν είναι σε θέση να διακρίνει ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Γι’ αυτό και τα «όνειρα ζωής», αν τα πιστέψουμε και «δουλέψουμε» γι’ αυτά, συνήθως πραγματοποιούνται.
Η πνευματικότητα η «γεννημένη» από οποιαδήποτε μορφή τέχνης, έχει αξία λοιπόν αν κυριαρχείται από το στοιχείο της ανθρωπιάς. Από το στοιχείο της πανανθρώπινης αγάπης που «εδράζεται» στην αγάπη προς τον εαυτό.
Καθένας «ακούει» τη μουσική με τη δική του ψυχή, με το δικό του συναισθηματικό κόσμο. Είναι σημαντικό όμως να «ακούμε» με το «βλέμμα» προς τον άνθρωπο. Δυστυχισμένοι αυτοί που προσλαμβάνουν τη μουσική μόνο με την αίσθηση της ακοής. Γιατί συνήθως ακούνε μόνο τον «τεχνίτη» μουσικό, όχι και τον άνθρωπο!
Με απλό συλλογισμό, η χαρά από την ανάπτυξη της πνευματικότητας έρχεται όταν ακούμε τη μουσική, με τα «αυτιά» της ψυχής. Όταν δεν ακούμε μόνο τα μουσικά όργανα και τους τραγουδιστές, αλλά «αφουγκραζόμαστε» μέσα από το μουσικό αποτέλεσμα, την κοινωνία, τη εξουσία, τα «δεσμά», την ελευθερία, την αγάπη, τον άλλο. Όταν «ακούμε» τις παραδόσεις, τα βιώματα, τις «ζωές» από το παρελθόν ή το τώρα, ανθρώπων που βρίσκονται κοντά ή ακόμα και πολύ μακριά μας. Τότε η μουσική ξεφεύγει από την «υλική» της διάσταση και γίνεται πνεύμα, γίνεται αποτύπωση ανθρώπινων βιωμάτων.
Το πνευματικό στη μουσική, παραφράζοντας τον «Αλχημιστή» του Κοέλο, είναι ο «θησαυρός» που καταφέρνουν κάποιοι και βρίσκουν μέσα τους, με αφορμή τη γόνιμη επαφή με τη μουσική και τη ζωή γενικότερα, έτσι που θέλουν μετά να γίνουν καλύτεροι απ’ ό, τι ήταν μέχρι τότε. (Καλύτεροι όχι απαραίτητα ως μουσικοί, αλλά ως άνθρωποι). Και καθώς αυτοί γίνονται καλύτεροι, τα πάντα γύρω τους γίνονται καλύτερα. Αλλιώς μιλάμε για μια «ακαδημαϊκή» πνευματικότητα, στείρα, χωρίς ανθρωπιστικές προεκτάσεις.
Το «πλησίασμα» του περιεχομένου της πνευματικότητας που «πηγάζει» από τη μουσική δεν θέλει ούτε πολύ σύνθετες λογικές προσέγγισης, ούτε ιδιαίτερα απλοποιημένες. Πνευματικός άνθρωπος στο πλαίσιο των μουσικών δράσεων ή εξαιτίας αυτών, είναι εκείνος που «μοιράζεται τον κόσμο με τους άλλους και τους παροτρύνει να πραγματωθούν». Γι’ αυτό και δεν κρύβει κανένα από τα εφόδια του.
Είναι εκείνος που παρ’ ότι γνωρίζει για την «άβυσσο» των ανθρώπινων ψυχών, δεν τρομάζει, δε δειλιάζει να επικοινωνεί, να συνδιαλέγεται, να εμπνέει, «να παρακινεί το διπλανό του, επειδή είναι κι αυτός ένας τρόπος να κεντρίζει τον εαυτό του».
Για το πνεύμα, για το «θεμέλιο» δηλαδή της πνευματικότητας, ο Γιάννης Τσαρούχης έχει γράψει: «Λυπούμαι κάθε άνθρωπο που υποφέρει. Και θα έκανα ό, τι περνάει από το χέρι μου να μην υποφέρει. Τα μόνα όπλα που κατέχει ο άνθρωπος για τη μείωση του πόνου είναι το πνεύμα και η επιστήμη. Δύο πράγματα δηλαδή που είναι σήμερα στην υπηρεσία κατώτερων συμφερόντων. Χωρίς ηθική επανάσταση καμιά αλλαγή συστήματος δεν μπορεί να καλυτερεύσει τη ζωή μας. Σήμερα επιστήμη και πνεύμα είναι στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Η επιστήμη και η τέχνη που δουλεύουν για τον άνθρωπο, περιφρονούνται».
Όμως, ας μη ξεχνάμε πως, «η ψυχή του κόσμου τρέφεται από την ευτυχία των ανθρώπων». Ένας «δρόμος» προς την ευτυχία αυτή είναι η καλλιέργεια της πνευματικότητας μας. Μέσα από τη μουσική, οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης ή τις επιστήμες. Κυρίως όμως μέσα από τη «σπουδή» – με ανθρωποκεντρική θέληση- της σπουδαιότερης των τεχνών. Της «τέχνης της ζωής».
Η ευτυχία του καθενός μας από τη συμμετοχή του στην τέχνη της μουσικής, όποια μορφή και αν παίρνει αυτή η συμμετοχή, δεν έχει να κάνει μόνο με την τέρψη, την δηλαδή που συχνά «γεννούν» μέσα μας οι μουσικοί ήχοι. Έχει να κάνει και με την πνευματικότητα που αναπτύσσεται (ή θα έπρεπε να αναπτύσσεται) «μέσα» μας.
Η ανάπτυξη της πνευματικότητας μας από την προσέγγιση, ακρόαση ή μελέτη μουσικών έργων με μουσικά και έξω μουσικά – ανθρωποκεντρικά «μηνύματα», είναι κάτι που για να συμβεί χρειάζεται σχετική ωριμότητα. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι πνευματικά και συναισθηματικά για να δεχτούμε αυτή τη διάσταση ευτυχίας μέσα από την ενασχόληση μας με την τέχνη της μουσικής. Παράγοντας ή ακούγοντας μουσική.
Αν και χρειάζεται λοιπόν ένας βαθμός ωριμότητας για να επικοινωνήσει το άτομο με την πνευματικότητα που «κρύβει» μέσα της η μουσική, η σταδιακή «αποκάλυψη» αυτής της πνευματικότητας δεν είναι άλλη από αυτό που προσδοκά, καθένας να δει μέσα του και σχετίζεται με το πώς «οραματίζεται» τον εαυτό του.
Η μουσική προσφέρεται για να φανταστούμε τον εαυτό μας καλύτερο, δοτικό, ανθρώπινο. Να «απεικονίσουμε» νοερά ανθρωπισμό, κι έτσι να βάλουμε τις βάσεις για να γίνει αυτός πραγματικότητα.
Συχνά γινόμαστε αυτό που σκεφτόμαστε, ή αυτό που «πλάθουμε» με τη φαντασία μας. Εξ’ άλλου το υποσυνείδητο δεν είναι σε θέση να διακρίνει ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Γι’ αυτό και τα «όνειρα ζωής», αν τα πιστέψουμε και «δουλέψουμε» γι’ αυτά, συνήθως πραγματοποιούνται.
Η πνευματικότητα η «γεννημένη» από οποιαδήποτε μορφή τέχνης, έχει αξία λοιπόν αν κυριαρχείται από το στοιχείο της ανθρωπιάς. Από το στοιχείο της πανανθρώπινης αγάπης που «εδράζεται» στην αγάπη προς τον εαυτό.
Καθένας «ακούει» τη μουσική με τη δική του ψυχή, με το δικό του συναισθηματικό κόσμο. Είναι σημαντικό όμως να «ακούμε» με το «βλέμμα» προς τον άνθρωπο. Δυστυχισμένοι αυτοί που προσλαμβάνουν τη μουσική μόνο με την αίσθηση της ακοής. Γιατί συνήθως ακούνε μόνο τον «τεχνίτη» μουσικό, όχι και τον άνθρωπο!
Με απλό συλλογισμό, η χαρά από την ανάπτυξη της πνευματικότητας έρχεται όταν ακούμε τη μουσική, με τα «αυτιά» της ψυχής. Όταν δεν ακούμε μόνο τα μουσικά όργανα και τους τραγουδιστές, αλλά «αφουγκραζόμαστε» μέσα από το μουσικό αποτέλεσμα, την κοινωνία, τη εξουσία, τα «δεσμά», την ελευθερία, την αγάπη, τον άλλο. Όταν «ακούμε» τις παραδόσεις, τα βιώματα, τις «ζωές» από το παρελθόν ή το τώρα, ανθρώπων που βρίσκονται κοντά ή ακόμα και πολύ μακριά μας. Τότε η μουσική ξεφεύγει από την «υλική» της διάσταση και γίνεται πνεύμα, γίνεται αποτύπωση ανθρώπινων βιωμάτων.
Το πνευματικό στη μουσική, παραφράζοντας τον «Αλχημιστή» του Κοέλο, είναι ο «θησαυρός» που καταφέρνουν κάποιοι και βρίσκουν μέσα τους, με αφορμή τη γόνιμη επαφή με τη μουσική και τη ζωή γενικότερα, έτσι που θέλουν μετά να γίνουν καλύτεροι απ’ ό, τι ήταν μέχρι τότε. (Καλύτεροι όχι απαραίτητα ως μουσικοί, αλλά ως άνθρωποι). Και καθώς αυτοί γίνονται καλύτεροι, τα πάντα γύρω τους γίνονται καλύτερα. Αλλιώς μιλάμε για μια «ακαδημαϊκή» πνευματικότητα, στείρα, χωρίς ανθρωπιστικές προεκτάσεις.
Το «πλησίασμα» του περιεχομένου της πνευματικότητας που «πηγάζει» από τη μουσική δεν θέλει ούτε πολύ σύνθετες λογικές προσέγγισης, ούτε ιδιαίτερα απλοποιημένες. Πνευματικός άνθρωπος στο πλαίσιο των μουσικών δράσεων ή εξαιτίας αυτών, είναι εκείνος που «μοιράζεται τον κόσμο με τους άλλους και τους παροτρύνει να πραγματωθούν». Γι’ αυτό και δεν κρύβει κανένα από τα εφόδια του.
Είναι εκείνος που παρ’ ότι γνωρίζει για την «άβυσσο» των ανθρώπινων ψυχών, δεν τρομάζει, δε δειλιάζει να επικοινωνεί, να συνδιαλέγεται, να εμπνέει, «να παρακινεί το διπλανό του, επειδή είναι κι αυτός ένας τρόπος να κεντρίζει τον εαυτό του».
Για το πνεύμα, για το «θεμέλιο» δηλαδή της πνευματικότητας, ο Γιάννης Τσαρούχης έχει γράψει: «Λυπούμαι κάθε άνθρωπο που υποφέρει. Και θα έκανα ό, τι περνάει από το χέρι μου να μην υποφέρει. Τα μόνα όπλα που κατέχει ο άνθρωπος για τη μείωση του πόνου είναι το πνεύμα και η επιστήμη. Δύο πράγματα δηλαδή που είναι σήμερα στην υπηρεσία κατώτερων συμφερόντων. Χωρίς ηθική επανάσταση καμιά αλλαγή συστήματος δεν μπορεί να καλυτερεύσει τη ζωή μας. Σήμερα επιστήμη και πνεύμα είναι στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Η επιστήμη και η τέχνη που δουλεύουν για τον άνθρωπο, περιφρονούνται».
Όμως, ας μη ξεχνάμε πως, «η ψυχή του κόσμου τρέφεται από την ευτυχία των ανθρώπων». Ένας «δρόμος» προς την ευτυχία αυτή είναι η καλλιέργεια της πνευματικότητας μας. Μέσα από τη μουσική, οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης ή τις επιστήμες. Κυρίως όμως μέσα από τη «σπουδή» – με ανθρωποκεντρική θέληση- της σπουδαιότερης των τεχνών. Της «τέχνης της ζωής».
Ο Θάμυρις καυχήθηκε κάποτε για την τέχνη του και θέλησε να συναγωνισθεί με τις Μούσες
Στην Ελληνική μυθολογία ο Θάμυρις ή Θαμύρας ήταν θρυλικός ποιητής, τραγουδιστής και μουσικός, στον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες απέδιναν πολλά ποιήματα και ωδές, καθώς και νεωτερισμούς στη Μουσική.
Σύμφωνα με τον Όμηρο και τον Ευριπίδη καταγόταν από την Θράκη. Κατά την παράδοση, ο Θάμυρις, γιος του μουσικού Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης, έγραψε και μελοποίησε μία «Θεογονία», μία «Κοσμογονία» και μία «Τιτανομαχία».
Πίστευαν επίσης ότι αυτός ήταν ο εφευρέτης του «δώριου τρόπου».
Από τον πατέρα του ο Θάμυρις ήταν εγγονός του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, ο Θάμυρις ήταν γιος του Αεθλίου και εγγονός του Ενδυμίωνα, ενώ μητέρα του ήταν η ίδια η Μούσα Ερατώ ή η Μελπομένη.
Ο Θάμυρις ήταν ωραιότατος και διακρινόταν τόσο στο τραγούδι όσο και στο παίξιμο της λύρας, όργανο το οποίο έμαθε από τον Λίνο. Μια άλλη παράδοση λέει ότι ο Θάμυρις δίδαξε τον Όμηρο μουσική.
Ο Θάμυρις καυχήθηκε κάποτε για την τέχνη του και θέλησε να συναγωνισθεί με τις Μούσες. Καθώς ήταν φυσικό, όχι μόνο ηττήθηκε, αλλά και τιμωρήθηκε, επειδή οι Μούσες του αφαίρεσαν τη μουσική τέχνη, αλλά και το φως του, στο Δώριον, κοντά στην Αρχαία Ιθώμη.
Μετά την τύφλωσή του, ο Θάμυρις πέταξε τη λύρα του στον ποταμό Βαλύρα (από το «βάλλω» και το «λύρα») στην Πελοπόννησο. Ο Παυσανίας όμως αναφέρει πως έχασε το φως του πιθανώς από κάποια ασθένεια και σταμάτησε να απαγγέλλει ποιήματα.
Σύμφωνα με τον Όμηρο και τον Ευριπίδη καταγόταν από την Θράκη. Κατά την παράδοση, ο Θάμυρις, γιος του μουσικού Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης, έγραψε και μελοποίησε μία «Θεογονία», μία «Κοσμογονία» και μία «Τιτανομαχία».
Πίστευαν επίσης ότι αυτός ήταν ο εφευρέτης του «δώριου τρόπου».
Από τον πατέρα του ο Θάμυρις ήταν εγγονός του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, ο Θάμυρις ήταν γιος του Αεθλίου και εγγονός του Ενδυμίωνα, ενώ μητέρα του ήταν η ίδια η Μούσα Ερατώ ή η Μελπομένη.
Ο Θάμυρις ήταν ωραιότατος και διακρινόταν τόσο στο τραγούδι όσο και στο παίξιμο της λύρας, όργανο το οποίο έμαθε από τον Λίνο. Μια άλλη παράδοση λέει ότι ο Θάμυρις δίδαξε τον Όμηρο μουσική.
Ο Θάμυρις καυχήθηκε κάποτε για την τέχνη του και θέλησε να συναγωνισθεί με τις Μούσες. Καθώς ήταν φυσικό, όχι μόνο ηττήθηκε, αλλά και τιμωρήθηκε, επειδή οι Μούσες του αφαίρεσαν τη μουσική τέχνη, αλλά και το φως του, στο Δώριον, κοντά στην Αρχαία Ιθώμη.
Μετά την τύφλωσή του, ο Θάμυρις πέταξε τη λύρα του στον ποταμό Βαλύρα (από το «βάλλω» και το «λύρα») στην Πελοπόννησο. Ο Παυσανίας όμως αναφέρει πως έχασε το φως του πιθανώς από κάποια ασθένεια και σταμάτησε να απαγγέλλει ποιήματα.
Ο Πλάτωνας τον αναφέρει σε πολλά έργα του, στους «νόμους» γράφει κανείς να μην τραγουδήσει άσημο τραγούδι εάν δεν το επιτρέψουν οι νομοφύλακες ακόμα και αν είναι καλύτερο από τους ύμνους του Θάμυρι.
Ο Αριστοτέλης για την έννοια και το περιεχόμενο του «αγαθού»
Ίσως, πράγματι, είναι προτιμότερο να εξετάσουμε σε βάθος το κορυφαίο αγαθό ως μια καθολική οντότητα και να αναρωτηθούμε τί ακριβώς θέλει αυτό να πει. Φυσικά, μια τέτοια συζήτηση καταντάει να είναι πολύ επίπονη, αφού αυτοί που παρουσίασαν τη θεωρία για τις Ιδέες ήταν φίλοι μας. Ίσως όμως κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι είναι καλύτερο —κάτι παραπάνω: ότι είναι ανάγκη— να είμαστε έτοιμοι ακόμη και τις πιο προσωπικές μας αντιλήψεις να αναιρέσουμε, αν είναι με τον τρόπο αυτό να σωθεί η αλήθεια — έναν λόγο παραπάνω αφού είμαστε και φιλόσοφοι: έχοντας κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε δύο φίλους, έχει το ιερό χρέος να προτιμήσει την αλήθεια.
Οι δημιουργοί λοιπόν αυτής της θεωρίας δεν παρουσίασαν Ιδέες για ομάδες πραγμάτων μέσα στις οποίες δέχονταν «αυτό που προηγείται» και «αυτό που έπεται»· αυτός είναι και ο λόγος που δεν υποστήριξαν την ύπαρξη μιας Ιδέας μέσα στην οποία να χωρούν όλοι οι αριθμοί. Η λέξη όμως αγαθό είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στην κατηγορία της ουσίας και στην κατηγορία της ποιότητας και στην κατηγορία της σχέσης, και το «καθεαυτό», δηλαδή η ουσία, προηγείται φύσει από το «ενσχέσει προς» (γιατί η σχέση μοιάζει με παραφυάδα και με συμπληρωματική, δευτερεύουσα ιδιότητα του όντος) — και άρα δεν μπορεί να υπάρχει μια κοινή Ιδέα για την ουσία και για τη σχέση.
Επίσης: Επειδή η λέξη «αγαθό» χρησιμοποιείται με όσες σημασίες και η λέξη «είναι» (λέγεται, πράγματι, στην κατηγορία της ουσίας, π.χ. για τον θεό και για τον νου, στην κατηγορία της ποιότητας, π.χ. για τις αρετές, στην κατηγορία της ποσότητας, π.χ. για το σωστό μέτρο, στην κατηγορία της σχέσης, π.χ. για το χρήσιμο, στην κατηγορία του χρόνου, π.χ. για την κατάλληλη στιγμή, στην κατηγορία του τόπου, π.χ. για την τοποθεσία διαμονής, και ούτω καθεξής), είναι φανερό ότι το «αγαθό» δεν μπορεί να είναι μια λέξη κοινή, κάτι το καθολικό και ένα· γιατί τότε δεν θα χρησιμοποιούνταν για όλες τις κατηγορίες, αλλά μόνο για μία.
Επίσης: Δεδομένου ότι για όλα όσα εμπίπτουν σε μία Ιδέα υπάρχει και μία επιστήμη, μία επιστήμη θα έπρεπε να υπάρχει και για όλα τα αγαθά. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι υπάρχουν πολλές, ακόμη και στην περίπτωση που ο προσδιορισμός «αγαθό» χρησιμοποιείται για πολλά επιμέρους πράγματα κάτω από την ίδια κατηγορία. Παράδειγμα η κατηγορία της κατάλληλης στιγμής: με την κατάλληλη στιγμή στον πόλεμο ασχολείται η επιστήμη της στρατηγικής, ενώ με την κατάλληλη στιγμή στην αρρώστια η ιατρική· με το μέτρο στην τροφή η ιατρική, ενώ με το μέτρο στην άθληση η γυμναστική.
Μπορεί επίσης κανείς να αναρωτηθεί τί θέλουν άραγε να πουν με αυτό το «καθεαυτό» που προσθέτουν στα επιμέρους πράγματα, δεδομένου ότι και για τον [1096b] «άνθρωπο καθεαυτόν» και για τον «άνθρωπο» ο ορισμός είναι ένας και ο αυτός — αφού είναι άνθρωποι, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στον έναν και στον άλλον. Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε καμιά επίσης διαφορά και ανάμεσα στο «αγαθό καθεαυτό» και στο «αγαθό».
Αλλά και με το να είναι αιώνιο το «αγαθό καθεαυτό» δεν θα είναι πιο αγαθό από το αγαθό —μήπως το μακροχρόνιο λευκό είναι πιο λευκό από το λευκό που κρατάει μόνο μια μέρα;
Ίσως οι Πυθαγόρειοι μιλούν για το αγαθό με πιο πειστικό τρόπο, όταν τοποθετούν το Ένα στον κατάλογό τους των αγαθών. Αυτήν ακριβώς τη διδασκαλία τους φαίνεται ότι ακολούθησε και ο Σπεύσιππος. Ας αφήσουμε όμως το θέμα αυτό να το συζητήσουμε αλλού.
Διαφαίνεται, πάντως, μια αντίρρηση πάνω σε όσα είπαμε ως τώρα, με το σκεπτικό ότι οι υποστηρικτές των Ιδεών δεν μιλούν για όλα τα αγαθά, αλλ᾽ ότι με το νόημα της μιας Ιδέας μιλούν μόνο για τα αγαθά που επιδιώκονται και αγαπώνται γι᾽ αυτό που είναι τα ίδια, ενώ τα αγαθά που έχουν τη δύναμη να γεννούν τα αγαθά που είπαμε, να τα διαφυλάττουν —κατά κάποιο τρόπο— ή να εμποδίζουν το αντίθετο, λέγονται «αγαθά για χάρη εκείνων», και, πάντως, με ένα νόημα δευτερεύον.
Είναι, άρα, φανερό ότι για τα αγαθά μπορούμε να μιλούμε με δύο τρόπους: αγαθά καθεαυτά και αγαθά για χάρη εκείνων. Χωρίζοντας λοιπόν τα ωφέλιμα αγαθά από τα καθεαυτά αγαθά, ας εξετάσουμε αν τα καθεαυτά αγαθά ονομάζονται αγαθά με το νόημα της μιας Ιδέας.
Ποιά αγαθά θα βάζαμε στον αριθμό των καθεαυτά αγαθών; Θα ήταν αυτά που οι άνθρωποι τα επιδιώκουν ακόμη και όταν μένουν μόνα τους, π.χ. τη φρόνηση και την όραση, καθώς και κάποιες ηδονές και τιμές; Αυτά, πράγματι, τα αγαθά θα τα έβαζε κανείς στα καθεαυτά αγαθά, ακόμη και αν οι άνθρωποι τα επιδιώκουν για χάρη κάποιων άλλων. Ή μήπως αγαθό καθεαυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο η Ιδέα του αγαθού; Μόνο που στην περίπτωση αυτή η Ιδέα δεν θα έχει κανένα απολύτως περιεχόμενο.
Αν όμως ανήκουν στα καθεαυτά αγαθά και αυτά που αναφέραμε πρωτύτερα, τότε ο ορισμός του αγαθού θα πρέπει να εμφανίζεται σε όλα αυτά ο ίδιος, όπως π.χ. ο ορισμός της λευκότητας στις περιπτώσεις του χιονιού και του ψιμυθίου. Οι ορισμοί, ωστόσο, της τιμής, της φρόνησης και της ηδονής ως μορφών του αγαθού είναι χωριστοί και διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Το «αγαθό», επομένως, δεν είναι κάτι το κοινό με το νόημα της μιας Ιδέας.
Τί εννοούμε λοιπόν, τότε, όταν λέμε «αγαθό»; Ασφαλώς, η περίπτωση δεν μοιάζει καθόλου με την περίπτωση των πραγμάτων που έχουν κατά τύχη το ίδιο όνομα. Μήπως άραγε τότε πρόκειται για διαφορετικά πράγματα, που παίρνουν όμως το ίδιο όνομα επειδή προέρχονται από ένα αγαθό ή επειδή όλα τους κατατείνουν σε ένα αγαθό; Ή μήπως μάλλον πρόκειται για πράγματα που παίρνουν το ίδιο όνομα κατ᾽ αναλογίαν; Κάτι δηλαδή σαν το: ό,τι είναι η όραση στο σώμα, είναι ο νους στην ψυχή — παρόμοια και κάτι άλλο σε κάποιες άλλες περιπτώσεις.
Ίσως όμως θα ήταν καλύτερο τα θέματα αυτά να τα αφήσουμε για την ώρα στην άκρη: η λεπτομερής εξέτασή τους είναι, σκέφτομαι, έργο άλλου κλάδου της φιλοσοφίας. Το ίδιο ισχύει και για το θέμα της Ιδέας του αγαθού· Γιατί και αν ακόμη υπήρχε ένα αγαθό που να μπορεί να λέγεται από κοινού για τα αγαθά, ή ένα χωριστό αυθύπαρκτο αγαθό, είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσε ούτε να γίνει πράξη ούτε να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Εμείς όμως ένα τέτοιο αγαθό αναζητούμε τώρα.
Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε ίσως κανείς να το θεωρήσει σωστό να γνωρίσουμε [1097a] το απόλυτο αυτό αγαθό με το βλέμμα μας στραμμένο στα αγαθά που μπορούν να αποκτηθούν και να πραγματοποιηθούν: έχοντάς το ως πρότυπο και ως υπόδειγμα, θα γνωρίσουμε καλύτερα αυτά που είναι αγαθά για μας, και γνωρίζοντάς τα, θα τα επιτύχουμε και θα τα αποκτήσουμε ευκολότερα.
Η σκέψη αυτή έχει αρκετή αλήθεια μέσα της, μόνο που, καθώς φαίνεται, βρίσκεται σε αντίθεση με την πρακτική των τεχνών/επιστημών: μολονότι όλες τους επιδιώκουν κάποιο αγαθό και ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να καλύψουν το κενό που δημιουργεί η έλλειψή του, αφήνουν στην άκρη τη γνώση του απόλυτου, του καθεαυτό αγαθού — και, φυσικά, δεν είναι καθόλου εύλογο, μια τόσο μεγάλη βοήθεια όλοι ανεξαίρετα οι εκπρόσωποι των τεχνών να την αγνοούν και να μη ζητούν να ωφεληθούν από αυτήν.
Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να δει τί όφελος θα έχει για την τέχνη του ο υφαντής ή ο μαραγκός από τη γνώση αυτού του απόλυτου αγαθού, ή πώς θα γίνει καλύτερος γιατρός ή καλύτερος στρατηγός αυτός που θα έχει αντικρίσει την ίδια τη σχετική Ιδέα. Προφανώς ούτε την υγεία την εξετάζει ο γιατρός με αυτόν τον τρόπο· αυτό που εξετάζει είναι η υγεία του ανθρώπου, ίσως μάλιστα η υγεία του συγκεκριμένου ανθρώπου· γιατί ο γιατρός θεραπεύει συγκεκριμένα άτομα.
Ας θεωρηθούν όμως αρκετά όσα είπαμε για το θέμα αυτό.
Οι δημιουργοί λοιπόν αυτής της θεωρίας δεν παρουσίασαν Ιδέες για ομάδες πραγμάτων μέσα στις οποίες δέχονταν «αυτό που προηγείται» και «αυτό που έπεται»· αυτός είναι και ο λόγος που δεν υποστήριξαν την ύπαρξη μιας Ιδέας μέσα στην οποία να χωρούν όλοι οι αριθμοί. Η λέξη όμως αγαθό είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στην κατηγορία της ουσίας και στην κατηγορία της ποιότητας και στην κατηγορία της σχέσης, και το «καθεαυτό», δηλαδή η ουσία, προηγείται φύσει από το «ενσχέσει προς» (γιατί η σχέση μοιάζει με παραφυάδα και με συμπληρωματική, δευτερεύουσα ιδιότητα του όντος) — και άρα δεν μπορεί να υπάρχει μια κοινή Ιδέα για την ουσία και για τη σχέση.
Επίσης: Επειδή η λέξη «αγαθό» χρησιμοποιείται με όσες σημασίες και η λέξη «είναι» (λέγεται, πράγματι, στην κατηγορία της ουσίας, π.χ. για τον θεό και για τον νου, στην κατηγορία της ποιότητας, π.χ. για τις αρετές, στην κατηγορία της ποσότητας, π.χ. για το σωστό μέτρο, στην κατηγορία της σχέσης, π.χ. για το χρήσιμο, στην κατηγορία του χρόνου, π.χ. για την κατάλληλη στιγμή, στην κατηγορία του τόπου, π.χ. για την τοποθεσία διαμονής, και ούτω καθεξής), είναι φανερό ότι το «αγαθό» δεν μπορεί να είναι μια λέξη κοινή, κάτι το καθολικό και ένα· γιατί τότε δεν θα χρησιμοποιούνταν για όλες τις κατηγορίες, αλλά μόνο για μία.
Επίσης: Δεδομένου ότι για όλα όσα εμπίπτουν σε μία Ιδέα υπάρχει και μία επιστήμη, μία επιστήμη θα έπρεπε να υπάρχει και για όλα τα αγαθά. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι υπάρχουν πολλές, ακόμη και στην περίπτωση που ο προσδιορισμός «αγαθό» χρησιμοποιείται για πολλά επιμέρους πράγματα κάτω από την ίδια κατηγορία. Παράδειγμα η κατηγορία της κατάλληλης στιγμής: με την κατάλληλη στιγμή στον πόλεμο ασχολείται η επιστήμη της στρατηγικής, ενώ με την κατάλληλη στιγμή στην αρρώστια η ιατρική· με το μέτρο στην τροφή η ιατρική, ενώ με το μέτρο στην άθληση η γυμναστική.
Μπορεί επίσης κανείς να αναρωτηθεί τί θέλουν άραγε να πουν με αυτό το «καθεαυτό» που προσθέτουν στα επιμέρους πράγματα, δεδομένου ότι και για τον [1096b] «άνθρωπο καθεαυτόν» και για τον «άνθρωπο» ο ορισμός είναι ένας και ο αυτός — αφού είναι άνθρωποι, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στον έναν και στον άλλον. Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε καμιά επίσης διαφορά και ανάμεσα στο «αγαθό καθεαυτό» και στο «αγαθό».
Αλλά και με το να είναι αιώνιο το «αγαθό καθεαυτό» δεν θα είναι πιο αγαθό από το αγαθό —μήπως το μακροχρόνιο λευκό είναι πιο λευκό από το λευκό που κρατάει μόνο μια μέρα;
Ίσως οι Πυθαγόρειοι μιλούν για το αγαθό με πιο πειστικό τρόπο, όταν τοποθετούν το Ένα στον κατάλογό τους των αγαθών. Αυτήν ακριβώς τη διδασκαλία τους φαίνεται ότι ακολούθησε και ο Σπεύσιππος. Ας αφήσουμε όμως το θέμα αυτό να το συζητήσουμε αλλού.
Διαφαίνεται, πάντως, μια αντίρρηση πάνω σε όσα είπαμε ως τώρα, με το σκεπτικό ότι οι υποστηρικτές των Ιδεών δεν μιλούν για όλα τα αγαθά, αλλ᾽ ότι με το νόημα της μιας Ιδέας μιλούν μόνο για τα αγαθά που επιδιώκονται και αγαπώνται γι᾽ αυτό που είναι τα ίδια, ενώ τα αγαθά που έχουν τη δύναμη να γεννούν τα αγαθά που είπαμε, να τα διαφυλάττουν —κατά κάποιο τρόπο— ή να εμποδίζουν το αντίθετο, λέγονται «αγαθά για χάρη εκείνων», και, πάντως, με ένα νόημα δευτερεύον.
Είναι, άρα, φανερό ότι για τα αγαθά μπορούμε να μιλούμε με δύο τρόπους: αγαθά καθεαυτά και αγαθά για χάρη εκείνων. Χωρίζοντας λοιπόν τα ωφέλιμα αγαθά από τα καθεαυτά αγαθά, ας εξετάσουμε αν τα καθεαυτά αγαθά ονομάζονται αγαθά με το νόημα της μιας Ιδέας.
Ποιά αγαθά θα βάζαμε στον αριθμό των καθεαυτά αγαθών; Θα ήταν αυτά που οι άνθρωποι τα επιδιώκουν ακόμη και όταν μένουν μόνα τους, π.χ. τη φρόνηση και την όραση, καθώς και κάποιες ηδονές και τιμές; Αυτά, πράγματι, τα αγαθά θα τα έβαζε κανείς στα καθεαυτά αγαθά, ακόμη και αν οι άνθρωποι τα επιδιώκουν για χάρη κάποιων άλλων. Ή μήπως αγαθό καθεαυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο η Ιδέα του αγαθού; Μόνο που στην περίπτωση αυτή η Ιδέα δεν θα έχει κανένα απολύτως περιεχόμενο.
Αν όμως ανήκουν στα καθεαυτά αγαθά και αυτά που αναφέραμε πρωτύτερα, τότε ο ορισμός του αγαθού θα πρέπει να εμφανίζεται σε όλα αυτά ο ίδιος, όπως π.χ. ο ορισμός της λευκότητας στις περιπτώσεις του χιονιού και του ψιμυθίου. Οι ορισμοί, ωστόσο, της τιμής, της φρόνησης και της ηδονής ως μορφών του αγαθού είναι χωριστοί και διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Το «αγαθό», επομένως, δεν είναι κάτι το κοινό με το νόημα της μιας Ιδέας.
Τί εννοούμε λοιπόν, τότε, όταν λέμε «αγαθό»; Ασφαλώς, η περίπτωση δεν μοιάζει καθόλου με την περίπτωση των πραγμάτων που έχουν κατά τύχη το ίδιο όνομα. Μήπως άραγε τότε πρόκειται για διαφορετικά πράγματα, που παίρνουν όμως το ίδιο όνομα επειδή προέρχονται από ένα αγαθό ή επειδή όλα τους κατατείνουν σε ένα αγαθό; Ή μήπως μάλλον πρόκειται για πράγματα που παίρνουν το ίδιο όνομα κατ᾽ αναλογίαν; Κάτι δηλαδή σαν το: ό,τι είναι η όραση στο σώμα, είναι ο νους στην ψυχή — παρόμοια και κάτι άλλο σε κάποιες άλλες περιπτώσεις.
Ίσως όμως θα ήταν καλύτερο τα θέματα αυτά να τα αφήσουμε για την ώρα στην άκρη: η λεπτομερής εξέτασή τους είναι, σκέφτομαι, έργο άλλου κλάδου της φιλοσοφίας. Το ίδιο ισχύει και για το θέμα της Ιδέας του αγαθού· Γιατί και αν ακόμη υπήρχε ένα αγαθό που να μπορεί να λέγεται από κοινού για τα αγαθά, ή ένα χωριστό αυθύπαρκτο αγαθό, είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσε ούτε να γίνει πράξη ούτε να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Εμείς όμως ένα τέτοιο αγαθό αναζητούμε τώρα.
Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε ίσως κανείς να το θεωρήσει σωστό να γνωρίσουμε [1097a] το απόλυτο αυτό αγαθό με το βλέμμα μας στραμμένο στα αγαθά που μπορούν να αποκτηθούν και να πραγματοποιηθούν: έχοντάς το ως πρότυπο και ως υπόδειγμα, θα γνωρίσουμε καλύτερα αυτά που είναι αγαθά για μας, και γνωρίζοντάς τα, θα τα επιτύχουμε και θα τα αποκτήσουμε ευκολότερα.
Η σκέψη αυτή έχει αρκετή αλήθεια μέσα της, μόνο που, καθώς φαίνεται, βρίσκεται σε αντίθεση με την πρακτική των τεχνών/επιστημών: μολονότι όλες τους επιδιώκουν κάποιο αγαθό και ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να καλύψουν το κενό που δημιουργεί η έλλειψή του, αφήνουν στην άκρη τη γνώση του απόλυτου, του καθεαυτό αγαθού — και, φυσικά, δεν είναι καθόλου εύλογο, μια τόσο μεγάλη βοήθεια όλοι ανεξαίρετα οι εκπρόσωποι των τεχνών να την αγνοούν και να μη ζητούν να ωφεληθούν από αυτήν.
Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να δει τί όφελος θα έχει για την τέχνη του ο υφαντής ή ο μαραγκός από τη γνώση αυτού του απόλυτου αγαθού, ή πώς θα γίνει καλύτερος γιατρός ή καλύτερος στρατηγός αυτός που θα έχει αντικρίσει την ίδια τη σχετική Ιδέα. Προφανώς ούτε την υγεία την εξετάζει ο γιατρός με αυτόν τον τρόπο· αυτό που εξετάζει είναι η υγεία του ανθρώπου, ίσως μάλιστα η υγεία του συγκεκριμένου ανθρώπου· γιατί ο γιατρός θεραπεύει συγκεκριμένα άτομα.
Ας θεωρηθούν όμως αρκετά όσα είπαμε για το θέμα αυτό.
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΞΕΝ Ελλ 2.3.50–2.3.56
ΞΕΝ Ελλ 2.3.50–2.3.56
(ΞΕΝ Ελλ 2.3.35–2.3.56: Η παρωδία δίκης του Θηραμένη) Ο Κριτίας υπαγορεύει την καταδίκη του Θηραμένη, που εκτελείται.
[2.3.50] Ὡς δ’ εἰπὼν ταῦτα ἐπαύσατο, καὶ ἡ βουλὴ δήλη ἐγένετο
εὐμενῶς ἐπιθορυβήσασα, γνοὺς ὁ Κριτίας ὅτι εἰ ἐπιτρέψοι
τῇ βουλῇ διαψηφίζεσθαι περὶ αὐτοῦ, ἀναφεύξοιτο, καὶ τοῦτο
οὐ βιωτὸν ἡγησάμενος, προσελθὼν καὶ διαλεχθείς τι τοῖς
τριάκοντα ἐξῆλθε, καὶ ἐπιστῆναι ἐκέλευσε τοὺς τὰ ἐγχειρίδια
ἔχοντας φανερῶς τῇ βουλῇ ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις. [2.3.51] πάλιν δὲ
εἰσελθὼν εἶπεν· Ἐγώ, ὦ βουλή, νομίζω προστάτου ἔργον
εἶναι οἵου δεῖ, ὃς ἂν ὁρῶν τοὺς φίλους ἐξαπατωμένους μὴ
ἐπιτρέπῃ. καὶ ἐγὼ οὖν τοῦτο ποιήσω. καὶ γὰρ οἵδε οἱ
ἐφεστηκότες οὔ φασιν ἡμῖν ἐπιτρέψειν, εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα
τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον. ἔστι δὲ ἐν
τοῖς καινοῖς νόμοις τῶν μὲν ἐν τοῖς τρισχιλίοις ὄντων
μηδένα ἀποθνῄσκειν ἄνευ τῆς ὑμετέρας ψήφου, τῶν δ’ ἔξω
τοῦ καταλόγου κυρίους εἶναι τοὺς τριάκοντα θανατοῦν. ἐγὼ
οὖν, ἔφη, Θηραμένην τουτονὶ ἐξαλείφω ἐκ τοῦ καταλόγου,
συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν. καὶ τοῦτον, ἔφη, ἡμεῖς θανατοῦμεν.
[2.3.52] ἀκούσας ταῦτα ὁ Θηραμένης ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὴν ἑστίαν καὶ
εἶπεν· Ἐγὼ δ’, ἔφη, ὦ ἄνδρες, ἱκετεύω τὰ πάντων ἐν-
νομώτατα, μὴ ἐπὶ Κριτίᾳ εἶναι ἐξαλείφειν μήτε ἐμὲ μήτε
ὑμῶν ὃν ἂν βούληται, ἀλλ’ ὅνπερ νόμον οὗτοι ἔγραψαν περὶ
τῶν ἐν τῷ καταλόγῳ, κατὰ τοῦτον καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ τὴν
κρίσιν εἶναι. [2.3.53] καὶ τοῦτο μέν, ἔφη, μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἀγνοῶ,
ὅτι οὐδέν μοι ἀρκέσει ὅδε ὁ βωμός, ἀλλὰ βούλομαι καὶ τοῦτο
ἐπιδεῖξαι, ὅτι οὗτοι οὐ μόνον εἰσὶ περὶ ἀνθρώπους ἀδικώ-
τατοι, ἀλλὰ καὶ περὶ θεοὺς ἀσεβέστατοι. ὑμῶν μέντοι,
ἔφη, ὦ ἄνδρες καλοὶ κἀγαθοί, θαυμάζω, εἰ μὴ βοηθήσετε
ὑμῖν αὐτοῖς, καὶ ταῦτα γιγνώσκοντες ὅτι οὐδὲν τὸ ἐμὸν
ὄνομα εὐεξαλειπτότερον ἢ τὸ ὑμῶν ἑκάστου. [2.3.54] ἐκ δὲ τούτου
ἐκέλευσε μὲν ὁ τῶν τριάκοντα κῆρυξ τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν
Θηραμένην· ἐκεῖνοι δὲ εἰσελθόντες σὺν τοῖς ὑπηρέταις,
ἡγουμένου αὐτῶν Σατύρου τοῦ θρασυτάτου τε καὶ ἀναι-
δεστάτου, εἶπε μὲν ὁ Κριτίας· Παραδίδομεν ὑμῖν, ἔφη,
Θηραμένην τουτονὶ κατακεκριμένον κατὰ τὸν νόμον· [2.3.55] ὑμεῖς
δὲ λαβόντες καὶ ἀπαγαγόντες οἱ ἕνδεκα οὗ δεῖ τὰ ἐκ τούτων
πράττετε. ὡς δὲ ταῦτα εἶπεν, εἷλκε μὲν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ ὁ
Σάτυρος, εἷλκον δὲ οἱ ὑπηρέται. ὁ δὲ Θηραμένης ὥσπερ
εἰκὸς καὶ θεοὺς ἐπεκαλεῖτο καὶ ἀνθρώπους καθορᾶν τὰ γιγνό-
μενα. ἡ δὲ βουλὴ ἡσυχίαν εἶχεν, ὁρῶσα καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς
δρυφάκτοις ὁμοίους Σατύρῳ καὶ τὸ ἔμπροσθεν τοῦ βουλευ-
τηρίου πλῆρες τῶν φρουρῶν, καὶ οὐκ ἀγνοοῦντες ὅτι ἐγχειρίδια
ἔχοντες παρῆσαν. [2.3.56] οἱ δ’ ἀπήγαγον τὸν ἄνδρα διὰ τῆς ἀγορᾶς
μάλα μεγάλῃ τῇ φωνῇ δηλοῦντα οἷα ἔπασχε. λέγεται δ’ ἓν
ῥῆμα καὶ τοῦτο αὐτοῦ. ὡς εἶπεν ὁ Σάτυρος ὅτι οἰμώξοιτο,
εἰ μὴ σιωπήσειεν, ἐπήρετο· Ἂν δὲ σιωπῶ, οὐκ ἄρ’, ἔφη,
οἰμώξομαι; καὶ ἐπεί γε ἀποθνῄσκειν ἀναγκαζόμενος τὸ
κώνειον ἔπιε, τὸ λειπόμενον ἔφασαν ἀποκοτταβίσαντα εἰπεῖν
αὐτόν· Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω τῷ καλῷ. καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἀγ-
νοῶ, ὅτι ταῦτα ἀποφθέγματα οὐκ ἀξιόλογα, ἐκεῖνο δὲ κρίνω
τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν, τὸ τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ
φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς.
[2.3.50] Ὡς δ’ εἰπὼν ταῦτα ἐπαύσατο, καὶ ἡ βουλὴ δήλη ἐγένετο
εὐμενῶς ἐπιθορυβήσασα, γνοὺς ὁ Κριτίας ὅτι εἰ ἐπιτρέψοι
τῇ βουλῇ διαψηφίζεσθαι περὶ αὐτοῦ, ἀναφεύξοιτο, καὶ τοῦτο
οὐ βιωτὸν ἡγησάμενος, προσελθὼν καὶ διαλεχθείς τι τοῖς
τριάκοντα ἐξῆλθε, καὶ ἐπιστῆναι ἐκέλευσε τοὺς τὰ ἐγχειρίδια
ἔχοντας φανερῶς τῇ βουλῇ ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις. [2.3.51] πάλιν δὲ
εἰσελθὼν εἶπεν· Ἐγώ, ὦ βουλή, νομίζω προστάτου ἔργον
εἶναι οἵου δεῖ, ὃς ἂν ὁρῶν τοὺς φίλους ἐξαπατωμένους μὴ
ἐπιτρέπῃ. καὶ ἐγὼ οὖν τοῦτο ποιήσω. καὶ γὰρ οἵδε οἱ
ἐφεστηκότες οὔ φασιν ἡμῖν ἐπιτρέψειν, εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα
τὸν φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν λυμαινόμενον. ἔστι δὲ ἐν
τοῖς καινοῖς νόμοις τῶν μὲν ἐν τοῖς τρισχιλίοις ὄντων
μηδένα ἀποθνῄσκειν ἄνευ τῆς ὑμετέρας ψήφου, τῶν δ’ ἔξω
τοῦ καταλόγου κυρίους εἶναι τοὺς τριάκοντα θανατοῦν. ἐγὼ
οὖν, ἔφη, Θηραμένην τουτονὶ ἐξαλείφω ἐκ τοῦ καταλόγου,
συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν. καὶ τοῦτον, ἔφη, ἡμεῖς θανατοῦμεν.
[2.3.52] ἀκούσας ταῦτα ὁ Θηραμένης ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὴν ἑστίαν καὶ
εἶπεν· Ἐγὼ δ’, ἔφη, ὦ ἄνδρες, ἱκετεύω τὰ πάντων ἐν-
νομώτατα, μὴ ἐπὶ Κριτίᾳ εἶναι ἐξαλείφειν μήτε ἐμὲ μήτε
ὑμῶν ὃν ἂν βούληται, ἀλλ’ ὅνπερ νόμον οὗτοι ἔγραψαν περὶ
τῶν ἐν τῷ καταλόγῳ, κατὰ τοῦτον καὶ ὑμῖν καὶ ἐμοὶ τὴν
κρίσιν εἶναι. [2.3.53] καὶ τοῦτο μέν, ἔφη, μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἀγνοῶ,
ὅτι οὐδέν μοι ἀρκέσει ὅδε ὁ βωμός, ἀλλὰ βούλομαι καὶ τοῦτο
ἐπιδεῖξαι, ὅτι οὗτοι οὐ μόνον εἰσὶ περὶ ἀνθρώπους ἀδικώ-
τατοι, ἀλλὰ καὶ περὶ θεοὺς ἀσεβέστατοι. ὑμῶν μέντοι,
ἔφη, ὦ ἄνδρες καλοὶ κἀγαθοί, θαυμάζω, εἰ μὴ βοηθήσετε
ὑμῖν αὐτοῖς, καὶ ταῦτα γιγνώσκοντες ὅτι οὐδὲν τὸ ἐμὸν
ὄνομα εὐεξαλειπτότερον ἢ τὸ ὑμῶν ἑκάστου. [2.3.54] ἐκ δὲ τούτου
ἐκέλευσε μὲν ὁ τῶν τριάκοντα κῆρυξ τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν
Θηραμένην· ἐκεῖνοι δὲ εἰσελθόντες σὺν τοῖς ὑπηρέταις,
ἡγουμένου αὐτῶν Σατύρου τοῦ θρασυτάτου τε καὶ ἀναι-
δεστάτου, εἶπε μὲν ὁ Κριτίας· Παραδίδομεν ὑμῖν, ἔφη,
Θηραμένην τουτονὶ κατακεκριμένον κατὰ τὸν νόμον· [2.3.55] ὑμεῖς
δὲ λαβόντες καὶ ἀπαγαγόντες οἱ ἕνδεκα οὗ δεῖ τὰ ἐκ τούτων
πράττετε. ὡς δὲ ταῦτα εἶπεν, εἷλκε μὲν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ ὁ
Σάτυρος, εἷλκον δὲ οἱ ὑπηρέται. ὁ δὲ Θηραμένης ὥσπερ
εἰκὸς καὶ θεοὺς ἐπεκαλεῖτο καὶ ἀνθρώπους καθορᾶν τὰ γιγνό-
μενα. ἡ δὲ βουλὴ ἡσυχίαν εἶχεν, ὁρῶσα καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς
δρυφάκτοις ὁμοίους Σατύρῳ καὶ τὸ ἔμπροσθεν τοῦ βουλευ-
τηρίου πλῆρες τῶν φρουρῶν, καὶ οὐκ ἀγνοοῦντες ὅτι ἐγχειρίδια
ἔχοντες παρῆσαν. [2.3.56] οἱ δ’ ἀπήγαγον τὸν ἄνδρα διὰ τῆς ἀγορᾶς
μάλα μεγάλῃ τῇ φωνῇ δηλοῦντα οἷα ἔπασχε. λέγεται δ’ ἓν
ῥῆμα καὶ τοῦτο αὐτοῦ. ὡς εἶπεν ὁ Σάτυρος ὅτι οἰμώξοιτο,
εἰ μὴ σιωπήσειεν, ἐπήρετο· Ἂν δὲ σιωπῶ, οὐκ ἄρ’, ἔφη,
οἰμώξομαι; καὶ ἐπεί γε ἀποθνῄσκειν ἀναγκαζόμενος τὸ
κώνειον ἔπιε, τὸ λειπόμενον ἔφασαν ἀποκοτταβίσαντα εἰπεῖν
αὐτόν· Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω τῷ καλῷ. καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἀγ-
νοῶ, ὅτι ταῦτα ἀποφθέγματα οὐκ ἀξιόλογα, ἐκεῖνο δὲ κρίνω
τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν, τὸ τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ
φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς.
***
Σαν τέλειωσε μ' αυτά τα λόγια την αγόρευσή του η Βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, κι ο Κριτίας κατάλαβε ότι αν άφηνε τη Βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της ο Θηραμένης θα γλίτωνε. Τέτοιο πράγμα όμως θα το θεωρούσε αβάσταχτο· σίμωσε λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά. Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:
«Πιστεύω, βουλευτές, ότι όταν ένας σωστός ηγέτης βλέπει να ξεγελάνε τους φίλους του έχει χρέος να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω λοιπόν κι εγώ. Άλλωστε αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν' αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Τώρα, σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο. Εγώ, λοιπόν», είπε, «διαγράφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς» ―πρόσθεσε― «σε θάνατο».
Μόλις τ' άκουσε αυτά ο Θηραμένης, μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά στον βωμό και είπε:
«Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω στ' όνομα της ίδιας της δικαιοσύνης να μη δοθεί στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα, ούτε όποιον από σας θέλει, παρά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ σύμφωνα με τον νόμο που τούτοι έφτιαξαν για όσους είναι στον κατάλογο. Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς», είπε, «ότι σε τίποτα δεν θα με βοηθήσει αυτός ο βωμός, θέλω όμως να δείξω ακόμα ότι τούτοι δω δεν είναι μονάχα φριχτά άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως», πρόσθεσε, «που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας ― κι ας ξέρετε ότι τ' όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!»
Τότε ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν τον Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ' όλους. Ο Κριτίας είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον δω τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με τον νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα».
Ύστερα απ' αυτά τα λόγια ο Σάτυρος βάλθηκε να τραβάει τον Θηραμένη από τον βωμό, κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, φώναζε θεούς κι ανθρώπους μάρτυρες των όσων γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με τον Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ' εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς. Τράβηξαν λοιπόν μαζί τους τον Θηραμένη οι Έντεκα μέσα από την Αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα του έκαναν.
Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δεν σιωπήσει, ρώτησε: «Ώστε αν σωπάσω δεν θα μετανιώσω;» Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες ― όπως στον κότταβο», λέγοντας: «Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!»
Το ξέρω ότι τέτοιες κουβέντες δεν αξίζει ν' αναφέρονται· ωστόσο βρίσκω αξιοθαύμαστο σ' αυτόν τον άνθρωπο ότι ακόμα και μπροστά στον θάνατο δεν έχασε μήτε την αυτοκυριαρχία, μήτε το χιούμορ του.
Σαν τέλειωσε μ' αυτά τα λόγια την αγόρευσή του η Βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, κι ο Κριτίας κατάλαβε ότι αν άφηνε τη Βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της ο Θηραμένης θα γλίτωνε. Τέτοιο πράγμα όμως θα το θεωρούσε αβάσταχτο· σίμωσε λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά. Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:
«Πιστεύω, βουλευτές, ότι όταν ένας σωστός ηγέτης βλέπει να ξεγελάνε τους φίλους του έχει χρέος να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω λοιπόν κι εγώ. Άλλωστε αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν' αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Τώρα, σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο. Εγώ, λοιπόν», είπε, «διαγράφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς» ―πρόσθεσε― «σε θάνατο».
Μόλις τ' άκουσε αυτά ο Θηραμένης, μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά στον βωμό και είπε:
«Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω στ' όνομα της ίδιας της δικαιοσύνης να μη δοθεί στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα, ούτε όποιον από σας θέλει, παρά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ σύμφωνα με τον νόμο που τούτοι έφτιαξαν για όσους είναι στον κατάλογο. Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς», είπε, «ότι σε τίποτα δεν θα με βοηθήσει αυτός ο βωμός, θέλω όμως να δείξω ακόμα ότι τούτοι δω δεν είναι μονάχα φριχτά άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως», πρόσθεσε, «που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας ― κι ας ξέρετε ότι τ' όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!»
Τότε ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν τον Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ' όλους. Ο Κριτίας είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον δω τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με τον νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα».
Ύστερα απ' αυτά τα λόγια ο Σάτυρος βάλθηκε να τραβάει τον Θηραμένη από τον βωμό, κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, φώναζε θεούς κι ανθρώπους μάρτυρες των όσων γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με τον Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ' εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς. Τράβηξαν λοιπόν μαζί τους τον Θηραμένη οι Έντεκα μέσα από την Αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα του έκαναν.
Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δεν σιωπήσει, ρώτησε: «Ώστε αν σωπάσω δεν θα μετανιώσω;» Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες ― όπως στον κότταβο», λέγοντας: «Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!»
Το ξέρω ότι τέτοιες κουβέντες δεν αξίζει ν' αναφέρονται· ωστόσο βρίσκω αξιοθαύμαστο σ' αυτόν τον άνθρωπο ότι ακόμα και μπροστά στον θάνατο δεν έχασε μήτε την αυτοκυριαρχία, μήτε το χιούμορ του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)