ὢ δυστυχής, ὢ δυστυχής, ὢ δυστυχής.
575 (ΓΕ.) ἄπαγ᾽ εἰς τὸ βάραθρον· τοῦ γέροντός τις γυνὴ
προελήλυθεν. (ΣΙΜ.) τί πείσομαι; τὸν γὰρ κάδον
ἐκ τοῦ φρέατος βουλομένη τοῦ δεσπότου,
εἴ πως δυναίμην, ἐξελεῖν αὐτὴ λάθρᾳ,
ἀνῆψα τὴν δίκελλαν ἀσθενεῖ τινι
580 καλῳδίῳ σαπρῷ διερράγη τέ μοι
τοῦτ᾽ εὐθύς. ‹ΓΕ.› ὀρθῶς. ‹ΣΙΜ.› ἐνσέσεικα θ᾽ ἁθλία
καὶ τὴν δίκελλαν εἰς τὸ φρέαρ μετὰ τοῦ κάδου.
(ΓΕ.) ῥῖψαι τὸ λοιπόν σοι σεαυτήν ἐστ᾽ ἔτι.
(ΣΙΜ.) ὁ δ᾽, ἀπὸ τύχης κόπρον τιν᾽ ἔνδον κειμένην
585 μέλλων μεταφέρειν, περιτρέχων ταύτην πάλαι
ζητεῖ βοᾷ τε—καὶ ψοφεῖ γε τὴν θύραν.
ΓΕ. φεῦγ᾽ ὦ πονηρά, φεῦγ᾽. ἀποκτενεῖ σε, γραῦ.
μᾶλλον δ᾽ ἀμύνου. ΚΝ. ποῦ ᾽στιν ἡ τοιχωρύχος;
(ΣΙΜ.) ἄκουσα, δέσποτ᾽, ἐνέβαλον. (ΚΝ.) βάδιζε δὴ
590 εἴσω. (ΣΙΜ.) τί ποιεῖν δ᾽, εἰπέ μοι, μέλλεις; (ΚΝ.) ἐγώ;
δήσας καθιμήσω σε. (ΣΙΜ.) μὴ δῆτ᾽, ὦ τάλαν.
(ΚΝ.) ταὐτῷ γε τούτῳ σχοινίῳ, νὴ τοὺς θεούς.
κράτιστον, εἴπερ ἐστὶ παντελῶς σαπρόν.
(ΣΙΜ.) τὸν Δᾶον ἐκ τῶν γειτόνων ἐγὼ καλῶ;
595 (ΚΝ.) Δᾶον καλεῖς, ἀνόσι᾽, ἀνῃρηκυῖά [με;
οὔ σοι λέγω; θᾶττον βάδιζ᾽ εἴσω. [τάλας
ἐγώ, τάλας τῆς νῦν ἐρημίας [
ὡς οὐδὲ εἷς. καταβήσομ᾽ εἰ[ς τὸ φρέαρ· τί γὰρ
ἔτ᾽ ἐστιν ἄλλο; (ΓΕ.) ἡμεῖς ποριοῦ[μεν ἁρπάγην
600 καὶ σχοινίον. (ΚΝ.) κακὸν κάκ[ιστά σ᾽ οἱ θεοὶ
ἅπαντες ἀπολέσειαν εἴ τι μ[οι λαλεῖς.
(ΓΕ.) καὶ μάλα δικ[αίως. εἰσ]πεπήδηκεν πάλιν.
ὢ τρισκακοδα[ίμων οὗ]τος· οἷον ζῇ βίον.
τοῦτ᾽ ἐστὶν εἰλικρ[ινὴς] γεωργὸς Ἀττικός·
605 πέτραις μαχόμενος θύμα φερούσαις καὶ σφάκον
ὀδύνας ἐπισπᾶτ᾽ οὐδὲν ἀγαθὸν λαμβάνων.
ἀλλ᾽ ὁ τρόφιμος γὰρ οὑτοσὶ προσέρχεται
ἄγων μεθ᾽ αὑτοῦ τοὺς ἐπικλήτους· ἐργάται
ἐκ τοῦ τόπου τινές εἰσιν. ὢ τῆς ἀτοπίας.
610 οὗτος τί τούτους δεῦρ᾽ ἄγει νῦν; ἢ πόθεν
γεγονὼς συνήθης; ΣΩ. οὐκ ἂν ἐπιτρέψαιμί σοι
ἄλλως ποῆσαι. πάντ᾽ ἔχομεν. ‹ΓΕ.› ὦ Ἡράκλεις.
‹ΣΩ.› τουτὶ δ᾽ ἀπαρνεῖταί τις ἀνθρώπων ὅλως,
ἐλθεῖν ἐπ᾽ ἄριστον συνήθους τεθυκότος;
615 εἰμὶ γάρ, ἀκριβῶς ἴσθι, σοὶ πάλαι φίλος.
‹ΓΕ.› πρὶν ἰδεῖν. ‹ΣΩ.› λαβὼν ταῦτ᾽ εἰσένεγκε Δᾶε σύ,
εἶθ᾽ ἧκε. ΓΟ. μηδαμῶς μόνην τὴν μητέρα
οἴκοι καταλείπων ἀλλ᾽ ἐκείνης ἐπιμελοῦ
ὧν ἂν δέηται· ταχὺ δὲ κἀγὼ παρέσομαι.
***
ΣΙΜΙΚΗ575 (ΓΕ.) ἄπαγ᾽ εἰς τὸ βάραθρον· τοῦ γέροντός τις γυνὴ
προελήλυθεν. (ΣΙΜ.) τί πείσομαι; τὸν γὰρ κάδον
ἐκ τοῦ φρέατος βουλομένη τοῦ δεσπότου,
εἴ πως δυναίμην, ἐξελεῖν αὐτὴ λάθρᾳ,
ἀνῆψα τὴν δίκελλαν ἀσθενεῖ τινι
580 καλῳδίῳ σαπρῷ διερράγη τέ μοι
τοῦτ᾽ εὐθύς. ‹ΓΕ.› ὀρθῶς. ‹ΣΙΜ.› ἐνσέσεικα θ᾽ ἁθλία
καὶ τὴν δίκελλαν εἰς τὸ φρέαρ μετὰ τοῦ κάδου.
(ΓΕ.) ῥῖψαι τὸ λοιπόν σοι σεαυτήν ἐστ᾽ ἔτι.
(ΣΙΜ.) ὁ δ᾽, ἀπὸ τύχης κόπρον τιν᾽ ἔνδον κειμένην
585 μέλλων μεταφέρειν, περιτρέχων ταύτην πάλαι
ζητεῖ βοᾷ τε—καὶ ψοφεῖ γε τὴν θύραν.
ΓΕ. φεῦγ᾽ ὦ πονηρά, φεῦγ᾽. ἀποκτενεῖ σε, γραῦ.
μᾶλλον δ᾽ ἀμύνου. ΚΝ. ποῦ ᾽στιν ἡ τοιχωρύχος;
(ΣΙΜ.) ἄκουσα, δέσποτ᾽, ἐνέβαλον. (ΚΝ.) βάδιζε δὴ
590 εἴσω. (ΣΙΜ.) τί ποιεῖν δ᾽, εἰπέ μοι, μέλλεις; (ΚΝ.) ἐγώ;
δήσας καθιμήσω σε. (ΣΙΜ.) μὴ δῆτ᾽, ὦ τάλαν.
(ΚΝ.) ταὐτῷ γε τούτῳ σχοινίῳ, νὴ τοὺς θεούς.
κράτιστον, εἴπερ ἐστὶ παντελῶς σαπρόν.
(ΣΙΜ.) τὸν Δᾶον ἐκ τῶν γειτόνων ἐγὼ καλῶ;
595 (ΚΝ.) Δᾶον καλεῖς, ἀνόσι᾽, ἀνῃρηκυῖά [με;
οὔ σοι λέγω; θᾶττον βάδιζ᾽ εἴσω. [τάλας
ἐγώ, τάλας τῆς νῦν ἐρημίας [
ὡς οὐδὲ εἷς. καταβήσομ᾽ εἰ[ς τὸ φρέαρ· τί γὰρ
ἔτ᾽ ἐστιν ἄλλο; (ΓΕ.) ἡμεῖς ποριοῦ[μεν ἁρπάγην
600 καὶ σχοινίον. (ΚΝ.) κακὸν κάκ[ιστά σ᾽ οἱ θεοὶ
ἅπαντες ἀπολέσειαν εἴ τι μ[οι λαλεῖς.
(ΓΕ.) καὶ μάλα δικ[αίως. εἰσ]πεπήδηκεν πάλιν.
ὢ τρισκακοδα[ίμων οὗ]τος· οἷον ζῇ βίον.
τοῦτ᾽ ἐστὶν εἰλικρ[ινὴς] γεωργὸς Ἀττικός·
605 πέτραις μαχόμενος θύμα φερούσαις καὶ σφάκον
ὀδύνας ἐπισπᾶτ᾽ οὐδὲν ἀγαθὸν λαμβάνων.
ἀλλ᾽ ὁ τρόφιμος γὰρ οὑτοσὶ προσέρχεται
ἄγων μεθ᾽ αὑτοῦ τοὺς ἐπικλήτους· ἐργάται
ἐκ τοῦ τόπου τινές εἰσιν. ὢ τῆς ἀτοπίας.
610 οὗτος τί τούτους δεῦρ᾽ ἄγει νῦν; ἢ πόθεν
γεγονὼς συνήθης; ΣΩ. οὐκ ἂν ἐπιτρέψαιμί σοι
ἄλλως ποῆσαι. πάντ᾽ ἔχομεν. ‹ΓΕ.› ὦ Ἡράκλεις.
‹ΣΩ.› τουτὶ δ᾽ ἀπαρνεῖταί τις ἀνθρώπων ὅλως,
ἐλθεῖν ἐπ᾽ ἄριστον συνήθους τεθυκότος;
615 εἰμὶ γάρ, ἀκριβῶς ἴσθι, σοὶ πάλαι φίλος.
‹ΓΕ.› πρὶν ἰδεῖν. ‹ΣΩ.› λαβὼν ταῦτ᾽ εἰσένεγκε Δᾶε σύ,
εἶθ᾽ ἧκε. ΓΟ. μηδαμῶς μόνην τὴν μητέρα
οἴκοι καταλείπων ἀλλ᾽ ἐκείνης ἐπιμελοῦ
ὧν ἂν δέηται· ταχὺ δὲ κἀγὼ παρέσομαι.
***
Αχ συφορά μου, αλί μου, συφορά μου!
ΓΕΤ. Μωρέ άντε χάσου· από του γέροντα είναι
το σπιτικό τούτη η γυναίκα. ΣΙΜ. Αλί μου,
τί έχω να πάθω; Θέλοντας να βγάλω
απ᾽ το πηγάδι τον κουβά, μα δίχως
ο αφέντης να με δει αν μπορέσω, δένω
580 σ᾽ ένα ψιλό σάπιο σκοινί την τσάπα
κι έσπασε αμέσως. ΓΕΤ. (μέσα του) Τί ήθελες να κάμει;
ΣΙΜ. Κι έριξα η δόλια και κουβά και τσάπα
μες στο πηγάδι. ΓΕΤ. (μέσα του) Τώρα ένα σού μένει·
να ρίξεις μέσα εκεί και τον εαυτό σου.
ΣΙΜ. Κι είχε σκοπό, ίσα ίσα αυτή την ώρα,
κάτι κοπριές απ᾽ την αυλή να βγάλει
και τρέχει και ζητάει την τσάπα, σκούζει
και… η πόρτα, νά, χτυπά, προβάλλει· νά τος!
ΓΕΤ. Φεύγα, καημένη γριά, θα σε σκοτώσει·
ή, κάλλιο, υπερασπίσου τον εαυτό σου.
Βγαίνει από το σπίτι με ορμή ο Κνήμωνας.
ΚΝΗ. Πού πήγε η λωποδύτρα; ΣΙΜ. Αφέντη μου, άκου·
δεν το ᾽θελα. ΚΝΗ. Γιά μπαίνε αμέσως μέσα.
590 ΣΙΜ. Τί έχεις σκοπό να κάμεις; Πες μου, αφέντη.
ΚΝΗ. Τί; Θα σε δέσω, να σε κατεβάσω.
ΣΙΜ. Τη δόλια… μη. ΚΝΗ. Και με το ίδιο κιόλας
σκοινί, μά τους θεούς· ναι, ναι, και τόσο
το καλύτερο, αν είναι τέλεια σάπιο.
ΣΙΜ. Το Δάο εγώ από δίπλα θα φωνάξω.
ΚΝΗ. Με πέθανες, θεομπαίχτρα, και θα κράξεις
το Δάο; Βρε σου μιλώ· γιά μπαίνε μέσα.
Η Σιμίκη μπαίνει στο σπίτι.
Έρμος και μόνος. Συφορά! Κι αν είμαι;
Ο ίδιος εγώ, και κάλλιο απ᾽ τον καθένα,
θα κατεβώ μες στο πηγάδι. ΓΕΤ. Γάντζο
και σκοινί σού δίνουμε ευχαρίστως.
600 ΚΝΗ. Οι θεοί να σε χαλάσουν, αν μου δώσεις
και το παραμικρό.
Μπαίνει στο σπίτι του.
ΓΕΤ. Και θα ᾽χουν δίκιο.
Όρμησε πάλι μέσα μ᾽ έναν πήδο.
Τον κακομοίρη· τί ζωή τραβάει!
Σωστός γεωργός της Αττικής, αλήθεια·
με βράχους πολεμά, που βγάζουν μόνο
θυμάρι, αλιφασκιά και τίποτ᾽ άλλο·
παιδεύεται και τίποτα δεν παίρνει.
Βλέπει το Σώστρατο, που έρχεται
με το Γοργία και το Δάο.
Μα νά ο μικρός μου αφέντης που σιμώνει·
φέρνει τους καλεσμένους του· είναι εργάτες,
φαίνεται, δώθε, ντόπιοι. Κουταμάρες·
610 γιατί τους κουβαλά και πού έχει κάμει
τη γνωριμιά τους; ΣΩΣ. (στο Γοργία) Όχι, δε σ᾽ αφήνω·
θά ᾽ρθεις· κι έχουμε απ᾽ όλα. ΓΕΤ. (μέσα του ειρωνικά) Πώς! Απ᾽ όλα.
ΣΩΣ. Μα ποιός αρνιέται, θεέ μου, να καθίσει
στο τραπέζι ενός φίλου που έχει κάμει
θυσία; Κι εγώ είμαι φίλος σου, στ᾽ αλήθεια,
από καιρό. ΓΕΤ. (μέσα του) Ναι, πριν τον δει. ΣΩΣ. Εσύ πάρε
και πήγαινέ τα τούτα, Δάε, στο σπίτι
και γύρνα αμέσως. ΓΟΡ. Δεν μπορεί ν᾽ αφήσει
τη μάνα μου ολομόναχη στο σπίτι.
Στο Δάο.
Γιά κοίτα αν θέλει τίποτα και γνοιάσου.
Μα κι ο ίδιος δε θ᾽ αργήσω να γυρίσω.
Ο Δάος πηγαίνει στο σπίτι του Γοργία·
ο Σώστρατος και ο Γοργίας μπαίνουν
στο ιερό· τους ακολουθεί ο Γέτας.