Α' Ο Πρωταγόρας αποδεικνύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί
Ἡμεῖς οὖν ὡς εἰσήλθομεν, ἔτι σμίκρ᾽ ἄττα διατρίψαντες καὶ ταῦτα διαθεασάμενοι προσῇμεν πρὸς τὸν Πρωταγόραν, [316b] καὶ ἐγὼ εἶπον· Ὦ Πρωταγόρα, πρὸς σέ τοι ἤλθομεν ἐγώ τε καὶ Ἱπποκράτης οὗτος.
Πότερον, ἔφη, μόνῳ βουλόμενοι διαλεχθῆναι ἢ καὶ μετὰ τῶν ἄλλων;
Ἡμῖν μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐδὲν διαφέρει· ἀκούσας δὲ οὗ ἕνεκα ἤλθομεν, αὐτὸς σκέψαι.
Τί οὖν δή ἐστιν, ἔφη, οὗ ἕνεκα ἥκετε;
Ἱπποκράτης ὅδε ἐστὶν μὲν τῶν ἐπιχωρίων, Ἀπολλοδώρου ὑός, οἰκίας μεγάλης τε καὶ εὐδαίμονος, αὐτὸς δὲ τὴν φύσιν δοκεῖ ἐνάμιλλος εἶναι τοῖς ἡλικιώταις. ἐπιθυμεῖν δέ μοι [316c] δοκεῖ ἐλλόγιμος γενέσθαι ἐν τῇ πόλει, τοῦτο δὲ οἴεταί οἱ μάλιστ᾽ ἂ‹ν› γενέσθαι, εἰ σοὶ συγγένοιτο· ταῦτ᾽ οὖν ἤδη σὺ σκόπει, πότερον περὶ αὐτῶν μόνος οἴει δεῖν διαλέγεσθαι πρὸς μόνους, ἢ μετ᾽ ἄλλων.
Ὀρθῶς, ἔφη, προμηθῇ, ὦ Σώκρατες, ὑπὲρ ἐμοῦ. ξένον γὰρ ἄνδρα καὶ ἰόντα εἰς πόλεις μεγάλας, καὶ ἐν ταύταις πείθοντα τῶν νέων τοὺς βελτίστους ἀπολείποντας τὰς τῶν ἄλλων συνουσίας, καὶ οἰκείων καὶ ὀθνείων, καὶ πρεσβυτέρων καὶ νεωτέρων, ἑαυτῷ συνεῖναι ὡς βελτίους ἐσομένους διὰ [316d] τὴν ἑαυτοῦ συνουσίαν, χρὴ εὐλαβεῖσθαι τὸν ταῦτα πράττοντα· οὐ γὰρ σμικροὶ περὶ αὐτὰ φθόνοι τε γίγνονται καὶ ἄλλαι δυσμένειαί τε καὶ ἐπιβουλαί. ἐγὼ δὲ τὴν σοφιστικὴν τέχνην φημὶ μὲν εἶναι παλαιάν, τοὺς δὲ μεταχειριζομένους αὐτὴν τῶν παλαιῶν ἀνδρῶν, φοβουμένους τὸ ἐπαχθὲς αὐτῆς, πρόσχημα ποιεῖσθαι καὶ προκαλύπτεσθαι, τοὺς μὲν ποίησιν, οἷον Ὅμηρόν τε καὶ Ἡσίοδον καὶ Σιμωνίδην, τοὺς δὲ αὖ τελετάς τε καὶ χρησμῳδίας, τοὺς ἀμφί τε Ὀρφέα καὶ Μουσαῖον· ἐνίους δέ τινας ᾔσθημαι καὶ γυμναστικήν, οἷον Ἴκκος τε ὁ Ταραντῖνος καὶ ὁ νῦν ἔτι ὢν οὐδενὸς ἥττων σοφιστὴς [316e] Ἡρόδικος ὁ Σηλυμβριανός, τὸ δὲ ἀρχαῖον Μεγαρεύς· μουσικὴν δὲ Ἀγαθοκλῆς τε ὁ ὑμέτερος πρόσχημα ἐποιήσατο, μέγας ὢν σοφιστής, καὶ Πυθοκλείδης ὁ Κεῖος καὶ ἄλλοι πολλοί. οὗτοι πάντες, ὥσπερ λέγω, φοβηθέντες τὸν φθόνον ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο. ἐγὼ δὲ τούτοις [317a] ἅπασιν κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ συμφέρομαι· ἡγοῦμαι γὰρ αὐτοὺς οὔ τι διαπράξασθαι ὃ ἐβουλήθησαν —οὐ γὰρ λαθεῖν τῶν ἀνθρώπων τοὺς δυναμένους ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν, ὧνπερ ἕνεκα ταῦτ᾽ ἐστὶν τὰ προσχήματα· ἐπεὶ οἵ γε πολλοὶ ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδὲν αἰσθάνονται, ἀλλ᾽ ἅττ᾽ ἂν οὗτοι διαγγέλλωσι, ταῦτα ὑμνοῦσιν— τὸ οὖν ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι, ἀλλὰ καταφανῆ εἶναι, πολλὴ μωρία καὶ τοῦ ἐπιχειρήματος, [317b] καὶ πολὺ δυσμενεστέρους παρέχεσθαι ἀνάγκη τοὺς ἀνθρώπους· ἡγοῦνται γὰρ τὸν τοιοῦτον πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ πανοῦργον εἶναι. ἐγὼ οὖν τούτων τὴν ἐναντίαν ἅπασαν ὁδὸν ἐλήλυθα, καὶ ὁμολογῶ τε σοφιστὴς εἶναι καὶ παιδεύειν ἀνθρώπους, καὶ εὐλάβειαν ταύτην οἶμαι βελτίω ἐκείνης εἶναι, τὸ ὁμολογεῖν μᾶλλον ἢ ἔξαρνον εἶναι· καὶ ἄλλας πρὸς ταύτῃ ἔσκεμμαι, ὥστε, σὺν θεῷ εἰπεῖν, μηδὲν δεινὸν πάσχειν διὰ [317c] τὸ ὁμολογεῖν σοφιστὴς εἶναι. καίτοι πολλά γε ἔτη ἤδη εἰμὶ ἐν τῇ τέχνῃ· καὶ γὰρ καὶ τὰ σύμπαντα πολλά μοί ἐστιν —οὐδενὸς ὅτου οὐ πάντων ἂν ὑμῶν καθ᾽ ἡλικίαν πατὴρ εἴην— ὥστε πολύ μοι ἥδιστόν ἐστιν, εἴ τι βούλεσθε, περὶ τούτων ἁπάντων ἐναντίον τῶν ἔνδον ὄντων τὸν λόγον ποιεῖσθαι.
Καὶ ἐγώ —ὑπώπτευσα γὰρ βούλεσθαι αὐτὸν τῷ τε Προδίκῳ καὶ τῷ Ἱππίᾳ ἐνδείξασθαι καὶ καλλωπίσασθαι ὅτι ἐρασταὶ [317d] αὐτοῦ ἀφιγμένοι εἶμεν— Τί οὖν, ἔφην ἐγώ, οὐ καὶ Πρόδικον καὶ Ἱππίαν ἐκαλέσαμεν καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτῶν, ἵνα ἐπακούσωσιν ἡμῶν;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη ὁ Πρωταγόρας.
Βούλεσθε οὖν, ὁ Καλλίας ἔφη, συνέδριον κατασκευάσωμεν, ἵνα καθεζόμενοι διαλέγησθε;
Ἐδόκει χρῆναι· ἅσμενοι δὲ πάντες ἡμεῖς, ὡς ἀκουσόμενοι ἀνδρῶν σοφῶν, καὶ αὐτοί τε ἀντιλαβόμενοι τῶν βάθρων καὶ τῶν κλινῶν κατεσκευάζομεν παρὰ τῷ Ἱππίᾳ —ἐκεῖ γὰρ προϋπῆρχε τὰ βάθρα— ἐν δὲ τούτῳ Καλλίας τε καὶ Ἀλκιβιάδης [317e] ἡκέτην ἄγοντε τὸν Πρόδικον, ἀναστήσαντες ἐκ τῆς κλίνης, καὶ τοὺς μετὰ τοῦ Προδίκου.
***
(Με πρωτοβουλία του Σωκράτη) αρχίζει η συζήτηση.Λοιπόν, όταν μπήκαμε μέσα, καθυστερήσαμε λίγο ακόμη και παρακολουθήσαμε αυτό το θέαμα. Προχωρήσαμε κατόπι προς τον Πρωταγόρα, [316b] και εγώ του είπα: Πρωταγόρα, ήρθαμε σ᾽ εσένα εγώ κι ετούτος ο Ιπποκράτης.
Πώς θέλετε να συζητήσετε, μου είπε: μ᾽ εμένα μόνο ή μαζί και με τους άλλους;
Για μας, του είπα, δεν έχει καμιά σημασία αυτό· άκουσε πρώτα τί μας έφερε εδώ και πάρε εσύ την απόφαση.
Λοιπόν τί είναι αυτό που σας έφερε εδώ; είπε.
Ο Ιπποκράτης αποδώ είναι ντόπιος, γιος του Απολλοδώρου, από μεγάλη και πλούσια οικογένεια, αλλά κι ο ίδιος φαίνεται ότι έχει φυσικά χαρίσματα, έτσι που να παραβγαίνει τους καλύτερους της ηλικίας του. Θαρρώ ότι θέλει [316c] να γίνει ονομαστός στην πόλη μας και νομίζει ότι αυτό θα το πετύχαινε, αν παρακολουθούσε τα μαθήματά σου. Λοιπόν εσύ τώρα πάρε την απόφαση: προτιμάς να συζητήσεις γι᾽ αυτό το θέμα μόνος σου με εμάς μόνο ή μαζί και με τους άλλους;
Σωστά παίρνεις τα μέτρα σου για χάρη μου, Σωκράτη, είπε. Γιατί, όταν ένας ξένος πηγαίνει σε μεγάλες πολιτείες και σ᾽ αυτές προσπαθεί να πείσει τους πιο διαλεχτούς νέους ν᾽ αφήσουν τις συναναστροφές τους με άλλους — δικούς τους και ξένους, μεγαλύτερους και μικρότερους— και να συνδεθούν μ᾽ αυτόν, για να γίνουν καλύτεροι [316d] με τη συναναστροφή του, αυτός ο άνθρωπος πρέπει να παίρνει τα μέτρα του· γιατί αυτά τα πράγματα ξεσηκώνουν μεγάλες αντιζηλίες και έχθρες και διωγμούς κάθε λογής. Τώρα, εγώ υποστηρίζω ότι η τέχνη των σοφιστών είναι παλιά, αλλά οι άνθρωποι που την ασκούσαν τον παλιό καιρό φοβήθηκαν το φθόνο που προκαλεί αυτή και βρήκαν παραπετάσματα και προκαλύμματα, άλλοι την ποίηση, όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος και ο Σιμωνίδης, κι άλλοι τις μυστηριακές τελετές και τις προφητείες, όπως οι οπαδοί του Ορφέα και του Μουσαίου· άλλοι πάλι, απ᾽ ό,τι κατάλαβα, και τη γυμναστική, όπως ο Ίκκος από τον Τάραντα και ο άλλος που ζει ακόμη και σήμερα, σοφιστής που δεν έχει το ταίρι του, [316e] ο Ηρόδικος από τη Σηλυμβρία, που όμως η γενιά του κρατούσε από τα Μέγαρα· ο δικός σας πάλι ο Αγαθοκλής χρησιμοποίησε για προκάλυμμα τη μουσική —σοφιστής μεγάλος κι αυτός— και ο Πυθοκλείδης ο Κείος και άλλοι πολλοί. Όλοι τούτοι, το ξαναλέω, επειδή φοβήθηκαν το φθόνο, χρησιμοποίησαν για προπέτασμα τις τέχνες αυτές. Εγώ όμως [317a] στο σημείο αυτό δε συμφωνώ μαζί τους· γιατί νομίζω ότι κάθε άλλο παρά πέτυχαν αυτό που επιδίωξαν: δηλαδή αυτά τα προκαλύμματα τα χρησιμοποίησαν, για να ξεγελάσουν τους ανθρώπους που κρατούν την εξουσία μέσα στις πολιτείες· ε λοιπόν, αυτοί τους πήραν μυρουδιά· γιατί ο κοσμάκης γενικά δε νιώθει τίποτα, αλλά κάνει τραγούδι και ξαναλέει ό,τι ακούει απ᾽ αυτούς. Λοιπόν, να ξεκινάς να δραπετεύσεις και να μην κατορθώνεις να δραπετεύσεις, αλλά να γίνεσαι θέαμα σε όλους, και σαν απόπειρα είναι πολύ ανόητο [317b] και οι άνθρωποι σου δείχνονται πιο εχθρικοί — και με το δίκιο τους· γιατί σχηματίζουν τη γνώμη ότι ένας τέτοιος άνθρωπος κοντά στ᾽ άλλα είναι και κατεργάρης. Που λες, εγώ πήρα πέρα για πέρα τον αντίθετο δρόμο απ᾽ αυτούς, και δεν το κρύβω — ναι, είμαι σοφιστής και μορφώνω τους ανθρώπους. Πιστεύω πως μ᾽ αυτό τον τρόπο προφυλάγεσαι καλύτερα απ᾽ ό,τι με τον προηγούμενο, δηλαδή είναι καλύτερα να τ᾽ ομολογείς παρά ν᾽ αρνιέσαι. Και κοντά σ᾽ αυτόν σοφίστηκα και άλλους τρόπους προφύλαξης, ώστε —μάρτυς μου ο θεός!— να μην πάθω καμιά λαχτάρα, [317c] επειδή ακριβώς δεν το κρύβω πως είμαι σοφιστής. Και βέβαια είναι κιόλας πολλά τα χρόνια που ασκώ το επάγγελμα (εξάλλου δεν είναι και λίγα και τα χρόνια που κουβαλώ· δε βλέπω κανέναν ανάμεσά σας που δε θα μπορούσα να ᾽μουνα πατέρας του). Έτσι, θα μου έκανε μεγάλη ευχαρίστηση, αν βέβαια το θέλατε κι εσείς, να συζητήσουμε για όλ᾽ αυτά μπροστά σ᾽ αυτούς που βρίσκονται στο σπίτι.
Κι εγώ —γιατί υποψιάστηκα ότι επιθυμούσε να κάμει επίδειξη στον Πρόδικο και τον Ιππία και να καμαρώσει που θαυμασμός θερμός [317d] μάς έφερε κοντά του— είπα: Και δεν καλούμε και τον Πρόδικο και τον Ιππία και τους συντρόφους τους να παρακολουθήσουν τη συζήτησή μας;
Συμφωνώ απόλυτα, είπε ο Πρωταγόρας.
Και δε στήνουμε ένα συνέδριο, είπε ο Καλλίας, για να συζητάτε καθισμένοι;
Η πρότασή του έγινε δεκτή· όλοι μας ενθουσιασμένοι —θ᾽ ακούαμε δα σοφούς ανθρώπους— μόνοι μας κουβαλήσαμε τους πάγκους και τα κρεβάτια και τα τοποθετήσαμε κοντά στον Ιππία· γιατί οι πάγκοι βρίσκονταν από τα πριν εκεί. Την ίδια στιγμή έφτασαν κι ο Καλλίας κι ο Αλκιβιάδης [317e] φέρνοντας τον Πρόδικο, που τον ξεσήκωσαν απ᾽ το κρεβάτι, και τη συντροφιά του Προδίκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου