Μεταφυσική είναι η μελέτη ή η προσπάθεια να φτάσει κανείς στο «πραγματικό». Είναι προφανές ότι τους περισσότερους ανθρώπους δεν τους απασχολούν τέτοιες σκέψεις, τι δηλαδή είναι «πραγματικό» και τι όχι, επειδή «μια γάτα είναι μια γάτα» και «ένα δέντρο είναι ένα δέντρο».
Οι φιλόσοφοι, από την άλλη μεριά, έχουν επιχειρήσει με πολλούς τρόπους να δουν πίσω από τη φαινομενική όψη του κόσμου, προκειμένου να συλλάβουν μια «ανώτερη», «βαθύτερη», «πιο αληθινή» πραγματικότητα. Το ίδιο κάνουν και οι θρησκείες. (Η επιστήμη της φυσικής είναι κι αυτή μια τρόπον τινά μεταφυσική: σκοπός της είναι να αποκαλύψει την έσχατη πραγματικότητα. Το σίγουρο είναι πως ο κόσμος φαίνεται πολύ διαφορετικός κάτω από ένα ισχυρό μικροσκόπιο ή μέσα από το φακό του τηλεσκοπίου ενός αστρονόμου.) Ο Νίτσε, στο έργο του Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, δίνει μια συνοπτική εξήγηση για την καταγωγή της μεταφυσικής, όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος:
Παρανόηση των ονείρων. Σε εποχές ακατέργαστων, αρχέγονων κουλτουρών, ο άνθρωπος πίστευε ότι μπορούσε να ανακαλύψει στα όνειρα έναν δεύτερο πραγματικό κόσμο: αυτή είναι η καταγωγή κάθε μεταφυσικής. Χωρίς τα όνειρα ο άνθρωπος δεν θα ‘βρίσκε κανένα κίνητρο για να χωρίσει τον κόσμο στα δυο. Ο χωρισμός σε ψυχή και σώμα συνδέεται επίσης με τις αρχαιότερες απόψεις για τα όνειρα, όπως είναι η παραδοχή της ύπαρξης ενός ενσώματου ομοιώματος της ψυχής. Η παραδοχή αυτή δεν είναι παρά η ρίζα κάθε πίστης στα φαντάσματα και πιθανόν στους θεούς. «Ο νεκρός εξακολουθεί να ζει, επειδή εμφανίζεται στα όνειρα των ζωντανών». Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληγαν οι άνθρωποι παλιότερα, για πολλές χιλιετηρίδες. (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο)
Ο Νίτσε δεν θα αρνούνταν ποτέ την πιθανότητα να υπάρχει πράγματι ένας «ανώτερος», «βαθύτερος», «πιο αληθινός» κόσμος- αυτό που ουσιαστικά λέει είναι πως η προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει έναν τέτοιο κόσμο υπερβαίνει τις δυνατότητές του.
Μεταφυσικός κόσμος. Είναι αλήθεια ότι θα μπορούσε να υπάρχει ένας μεταφυσικός κόσμος- πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την απόλυτη δυνατότητα αυτού. Βλέπουμε όλα τα πράγματα μέσω του ανθρώπινου κεφαλιού και δεν μπορούμε να κόψουμε αυτό το κεφάλι, παρ’ όλο που παραμένει το ερώτημα τι θα έμενε από τον κόσμο αν το κόβαμε. Αυτό είναι ένα καθαρά επιστημονικό πρόβλημα και όχι πολύ πρόσφορο για να προκαλεί στους ανθρώπους ανησυχία. Αλλά το καθετί που παρήγαγε ως σήμερα μεταφυσικές παραδοχές και τις έκανε πολύτιμες, φριχτές, απολαυστικές στους ανθρώπους είναι πάθος, σφάλμα και αυτοεξαπάτηση. Οι χειρότερες μέθοδοι της γνώσης, όχι οι καλύτερες, μας δίδαξαν να πιστεύουμε σ’ αυτά. Μόλις ανακαλύψει κανείς ότι οι μέθοδοι αυτές είναι το θεμέλιο όλων των υπαρκτών θρησκειών και μεταφυσικών συστημάτων, τις απορρίπτει παρευθύς. Εκείνη η άλλη δυνατότητα για την οποία λέγαμε παραμένει πάντα, αλλά δεν μπορούμε ν’ αρχίσουμε τίποτα μ’ αυτήν, να κρεμάσουμε την ευτυχία, τη σωτηρία και τη ζωή από τον αραχνένιο ιστό μιας τέτοιας δυνατότητας. Γιατί τίποτε απολύτως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε για τον μεταφυσικό κόσμο εκτός από το άλλο-είναι του, ένα άλλο-είναι απρόσιτο και ακατανόητο σε μας. θα ‘ταν ένα πράγμα με αρνητικές ιδιότητες. Ανεξάρτητα από το πόσο καλά θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου, θα εξακολουθούσε να είναι βέβαιο ότι η γνώση αυτού του κόσμου, θα ήταν η πιο αδιάφορη από κάθε άλλη γνώση, πιο αδιάφορη ακόμη και από τη γνώση της χημικής ανάλυσης του νερού για τον ναυτικό που αντιμετωπίζει μια θύελλα. (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, 9)
Το απόσπασμα αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της επιθυμίας του Νίτσε να κοιτάξει κατάματα τη ζωή και να αποδεχτεί μόνο εκείνο που μπορεί πραγματικά να γίνει αποδεκτό: πρώτον, ότι ο ανθρώπινος νους βασίζεται μόνο στο ίδιο του το είναι και δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως οτιδήποτε συμβαίνει μέσα σ’ αυτόν αντικατοπτρίζει την αλήθεια-δεύτερον, ότι, αν υπήρχε κάποιο άλλο πεδίο ύπαρξης, θα αποτελούσε αυτό ακριβώς – «κάτι άλλο» – και ως εκ τούτου θα ήταν άγνωστο σ’ εμάς που ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο- και τρίτον, ακόμα κι αν έπαυε να μας είναι άγνωστο, δεν θα μας χρησίμευε καθόλου για να πορευτούμε σ’ αυτή τη ζωή.
Το βιβλίο Η Θέληση για Δύναμη αποτελεί μια συλλογή αποσπασμάτων από τις σημειώσεις που κρατούσε ο Νίτσε την περίοδο 1883-1888. Εκεί ο Νίτσε καταφέρεται με τον πλέον δηκτικό και περιεκτικό τρόπο εναντίον της ενασχόλησης με τη μεταφυσική:
Αν είναι κανείς φιλόσοφος, όπως οι άνθρωποι ήταν πάντα φιλόσοφοι, δεν έχει μάτια για αυτό για το οποίο ήταν, και για αυτό για το οποίο γίνεται – βλέπει μόνον αυτό που είναι. Επειδή όμως τίποτε δεν είναι, το μόνο που έχει μείνει στον φιλόσοφο ως δικός του «κόσμος» είναι το φαντασιακό. (Η Θέληση για Δύναμη)
Για την ψυχολογία της μεταφυσικής. – Αυτός ο κόσμος είναι φαινομενικός: συνεπώς υπάρχει ένας αληθινός κόσμος· – ο κόσμος αυτός είναι εξαρτώμενος από όρους: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος μη εξαρτώμενος από όρους· – ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος αντίφαση: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος απαλλαγμένος από αντίφαση· – ο κόσμος αυτός είναι ένας κόσμος του γίγνεσθαι: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος του Είναι: – όλα λαθεμένα συμπεράσματα (τυφλή εμπιστοσύνη στο λογικό: αν το Α υπάρχει, τότε η αντίθετη έννοια Β πρέπει επίσης να υπάρχει). Είναι ο πόνος αυτό που εμπνέει αυτά τα συμπεράσματα: κατά βάθος υπάρχουν επιθυμίες να υπάρχει ένας τέτοιος κόσμος· κατά τον ίδιο τρόπο, το να φανταζόμαστε έναν άλλο, πιο μεστό από αξία, κόσμο είναι μια έκφραση μίσους για έναν κόσμο που μας κάνει να υποφέρουμε: η μνησικακία των μεταφυσικών απέναντι στην πραγματικότητα είναι εδώ δημιουργική. (Η Θέληση για Δύναμη, 579)
* Το «Είναι» – δεν έχουμε ιδέα γι’ αυτό εκτός από την ιδέα του «ζην». – Πώς μπορεί κάτι νεκρό να «είναι»; (Η Θέληση για Δύναμη)
Δεν θα υπήρχε τίποτε που να μπορούσε να ονομαστεί γνώση, αν το σκέπτεσθαι δεν αναδημιουργούσε πρώτα τον κόσμο κατ’ αυτόν τον τρόπο σε «πράγματα», σ’ αυτό ιιου είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του. Μόνον επειδή υπάρχει σκέπτεσθαι υπάρχει αναλήθεια. (Η θέληση για Δύναμη)
* Ο «αληθινός κόσμος», όπως κι αν έχει συλληφθεί ως τώρα ήταν πάντα ο φαινομενικός κόσμος άλλη μια φορά. (Η θέληση για Δύναμη)
Όλες οι προσπάθειες που στοχεύουν στη μεταφυσική περιορίζονται από την ανθρώπινη λογική η οποία βλέπει «πράγματα», πράγματα που «υπάρχουν». Όμως οτιδήποτε είναι, δεν είναι, επειδή τα πάντα συνεχώς γίνονται, αλλάζουν, αποτελούν μέρος μιας μεγάλης ροής.
Κάποτε, σε ένα εστιατόριο στη Βοστόνη, έτυχε να καθίσω δίπλα σε έναν φυσικό που εργαζόταν στο ΜΙΤ. Τον ρώτησα σχετικά με αυτό ακριβώς για το οποίο μιλά ο Νίτσε. «Η σύγχρονη Φυσική πιστεύει ότι υπάρχουν άτομα, ηλεκτρόνια ή σωματίδια;» Εκείνος μου απάντησε ήρεμα ότι δεν πίστευαν πλέον σε «πράγματα» αλλά σε «δυνάμεις», δηλαδή, δεν μπορούν να εντοπίσουν πραγματικά αντικείμενα, σωμάτια ή σωματίδια αλλά μόνο πεδία δυνάμεων και κίνησης. Αυτό, φυσικά, έκανε τα εξασκημένα στον Νίτσε μάτια μου να λάμψουν.
Προσπαθήστε να φανταστείτε για μια στιγμή πως όλα όσα βλέπει το ανθρώπινο μάτι δεν είναι στην πραγματικότητα σταθερά, όπως φαίνονται ότι είναι, αλλά βρίσκονται σε μια κατάσταση ροής, όπως υποστηρίζει ο Νίτσε. Όλη η συζήτηση σχετικά με την υπόσταση των πραγμάτων, το τάδε και το δείνα «πράγμα», καταντά γελοία ή μάλλον μετατρέπεται σε μια προσπάθεια του ανθρώπινου νου να «σταματήσει τον κόσμο», να κατανοήσει με βάση τη λογική και να βάλει σε τάξη το ακατανόητο. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να πει ο Νίτσε. Αυτή είναι η «ειλικρίνεια» με την οποία αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Ας πάψουμε – λέει – να ισχυριζόμαστε πράγματα που σε τελική ανάλυση είναι μύθοι. Αν έχουμε πράγματι σκοπό να στοχαστούμε, ας φτάσουμε μέχρι το τέρμα κι ας πάψουμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας με μισές αλήθειες και με ψέματα. Αν η «αλήθεια» είναι κάτι απρόσιτο στον άνθρωπο, τότε ας το παραδεχτούμε, ας το συνειδητοποιήσουμε κι ας «ζήσουμε» μ’ αυτό. Αν μια γάτα δεν είναι γάτα, δηλαδή, αν δεν έχουμε τη δυνατότητα να «γνωρίσουμε» την απεραντοσύνη της εξέλιξης, αν τα εργαλεία κατανόησης που διαθέτει ο ανθρώπινος νους δεν μπορούν να προχωρήσουν πέρα από τον φαινομενικό, επιφανειακό κόσμο, ας το δεχθούμε. Ας φανούμε όμως ειλικρινείς και ας ρίξουμε τη μεταφυσική στα σκουπίδια, μαζί με τη χαλασμένη σούπα και το άδειο κουτί της κονσέρβας.
Οι φιλόσοφοι, από την άλλη μεριά, έχουν επιχειρήσει με πολλούς τρόπους να δουν πίσω από τη φαινομενική όψη του κόσμου, προκειμένου να συλλάβουν μια «ανώτερη», «βαθύτερη», «πιο αληθινή» πραγματικότητα. Το ίδιο κάνουν και οι θρησκείες. (Η επιστήμη της φυσικής είναι κι αυτή μια τρόπον τινά μεταφυσική: σκοπός της είναι να αποκαλύψει την έσχατη πραγματικότητα. Το σίγουρο είναι πως ο κόσμος φαίνεται πολύ διαφορετικός κάτω από ένα ισχυρό μικροσκόπιο ή μέσα από το φακό του τηλεσκοπίου ενός αστρονόμου.) Ο Νίτσε, στο έργο του Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, δίνει μια συνοπτική εξήγηση για την καταγωγή της μεταφυσικής, όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος:
Παρανόηση των ονείρων. Σε εποχές ακατέργαστων, αρχέγονων κουλτουρών, ο άνθρωπος πίστευε ότι μπορούσε να ανακαλύψει στα όνειρα έναν δεύτερο πραγματικό κόσμο: αυτή είναι η καταγωγή κάθε μεταφυσικής. Χωρίς τα όνειρα ο άνθρωπος δεν θα ‘βρίσκε κανένα κίνητρο για να χωρίσει τον κόσμο στα δυο. Ο χωρισμός σε ψυχή και σώμα συνδέεται επίσης με τις αρχαιότερες απόψεις για τα όνειρα, όπως είναι η παραδοχή της ύπαρξης ενός ενσώματου ομοιώματος της ψυχής. Η παραδοχή αυτή δεν είναι παρά η ρίζα κάθε πίστης στα φαντάσματα και πιθανόν στους θεούς. «Ο νεκρός εξακολουθεί να ζει, επειδή εμφανίζεται στα όνειρα των ζωντανών». Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληγαν οι άνθρωποι παλιότερα, για πολλές χιλιετηρίδες. (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο)
Ο Νίτσε δεν θα αρνούνταν ποτέ την πιθανότητα να υπάρχει πράγματι ένας «ανώτερος», «βαθύτερος», «πιο αληθινός» κόσμος- αυτό που ουσιαστικά λέει είναι πως η προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει έναν τέτοιο κόσμο υπερβαίνει τις δυνατότητές του.
Μεταφυσικός κόσμος. Είναι αλήθεια ότι θα μπορούσε να υπάρχει ένας μεταφυσικός κόσμος- πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την απόλυτη δυνατότητα αυτού. Βλέπουμε όλα τα πράγματα μέσω του ανθρώπινου κεφαλιού και δεν μπορούμε να κόψουμε αυτό το κεφάλι, παρ’ όλο που παραμένει το ερώτημα τι θα έμενε από τον κόσμο αν το κόβαμε. Αυτό είναι ένα καθαρά επιστημονικό πρόβλημα και όχι πολύ πρόσφορο για να προκαλεί στους ανθρώπους ανησυχία. Αλλά το καθετί που παρήγαγε ως σήμερα μεταφυσικές παραδοχές και τις έκανε πολύτιμες, φριχτές, απολαυστικές στους ανθρώπους είναι πάθος, σφάλμα και αυτοεξαπάτηση. Οι χειρότερες μέθοδοι της γνώσης, όχι οι καλύτερες, μας δίδαξαν να πιστεύουμε σ’ αυτά. Μόλις ανακαλύψει κανείς ότι οι μέθοδοι αυτές είναι το θεμέλιο όλων των υπαρκτών θρησκειών και μεταφυσικών συστημάτων, τις απορρίπτει παρευθύς. Εκείνη η άλλη δυνατότητα για την οποία λέγαμε παραμένει πάντα, αλλά δεν μπορούμε ν’ αρχίσουμε τίποτα μ’ αυτήν, να κρεμάσουμε την ευτυχία, τη σωτηρία και τη ζωή από τον αραχνένιο ιστό μιας τέτοιας δυνατότητας. Γιατί τίποτε απολύτως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε για τον μεταφυσικό κόσμο εκτός από το άλλο-είναι του, ένα άλλο-είναι απρόσιτο και ακατανόητο σε μας. θα ‘ταν ένα πράγμα με αρνητικές ιδιότητες. Ανεξάρτητα από το πόσο καλά θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη ενός τέτοιου κόσμου, θα εξακολουθούσε να είναι βέβαιο ότι η γνώση αυτού του κόσμου, θα ήταν η πιο αδιάφορη από κάθε άλλη γνώση, πιο αδιάφορη ακόμη και από τη γνώση της χημικής ανάλυσης του νερού για τον ναυτικό που αντιμετωπίζει μια θύελλα. (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, 9)
Το απόσπασμα αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της επιθυμίας του Νίτσε να κοιτάξει κατάματα τη ζωή και να αποδεχτεί μόνο εκείνο που μπορεί πραγματικά να γίνει αποδεκτό: πρώτον, ότι ο ανθρώπινος νους βασίζεται μόνο στο ίδιο του το είναι και δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως οτιδήποτε συμβαίνει μέσα σ’ αυτόν αντικατοπτρίζει την αλήθεια-δεύτερον, ότι, αν υπήρχε κάποιο άλλο πεδίο ύπαρξης, θα αποτελούσε αυτό ακριβώς – «κάτι άλλο» – και ως εκ τούτου θα ήταν άγνωστο σ’ εμάς που ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο- και τρίτον, ακόμα κι αν έπαυε να μας είναι άγνωστο, δεν θα μας χρησίμευε καθόλου για να πορευτούμε σ’ αυτή τη ζωή.
Το βιβλίο Η Θέληση για Δύναμη αποτελεί μια συλλογή αποσπασμάτων από τις σημειώσεις που κρατούσε ο Νίτσε την περίοδο 1883-1888. Εκεί ο Νίτσε καταφέρεται με τον πλέον δηκτικό και περιεκτικό τρόπο εναντίον της ενασχόλησης με τη μεταφυσική:
Αν είναι κανείς φιλόσοφος, όπως οι άνθρωποι ήταν πάντα φιλόσοφοι, δεν έχει μάτια για αυτό για το οποίο ήταν, και για αυτό για το οποίο γίνεται – βλέπει μόνον αυτό που είναι. Επειδή όμως τίποτε δεν είναι, το μόνο που έχει μείνει στον φιλόσοφο ως δικός του «κόσμος» είναι το φαντασιακό. (Η Θέληση για Δύναμη)
Για την ψυχολογία της μεταφυσικής. – Αυτός ο κόσμος είναι φαινομενικός: συνεπώς υπάρχει ένας αληθινός κόσμος· – ο κόσμος αυτός είναι εξαρτώμενος από όρους: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος μη εξαρτώμενος από όρους· – ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος αντίφαση: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος απαλλαγμένος από αντίφαση· – ο κόσμος αυτός είναι ένας κόσμος του γίγνεσθαι: συνεπώς υπάρχει ένας κόσμος του Είναι: – όλα λαθεμένα συμπεράσματα (τυφλή εμπιστοσύνη στο λογικό: αν το Α υπάρχει, τότε η αντίθετη έννοια Β πρέπει επίσης να υπάρχει). Είναι ο πόνος αυτό που εμπνέει αυτά τα συμπεράσματα: κατά βάθος υπάρχουν επιθυμίες να υπάρχει ένας τέτοιος κόσμος· κατά τον ίδιο τρόπο, το να φανταζόμαστε έναν άλλο, πιο μεστό από αξία, κόσμο είναι μια έκφραση μίσους για έναν κόσμο που μας κάνει να υποφέρουμε: η μνησικακία των μεταφυσικών απέναντι στην πραγματικότητα είναι εδώ δημιουργική. (Η Θέληση για Δύναμη, 579)
* Το «Είναι» – δεν έχουμε ιδέα γι’ αυτό εκτός από την ιδέα του «ζην». – Πώς μπορεί κάτι νεκρό να «είναι»; (Η Θέληση για Δύναμη)
Δεν θα υπήρχε τίποτε που να μπορούσε να ονομαστεί γνώση, αν το σκέπτεσθαι δεν αναδημιουργούσε πρώτα τον κόσμο κατ’ αυτόν τον τρόπο σε «πράγματα», σ’ αυτό ιιου είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του. Μόνον επειδή υπάρχει σκέπτεσθαι υπάρχει αναλήθεια. (Η θέληση για Δύναμη)
* Ο «αληθινός κόσμος», όπως κι αν έχει συλληφθεί ως τώρα ήταν πάντα ο φαινομενικός κόσμος άλλη μια φορά. (Η θέληση για Δύναμη)
Όλες οι προσπάθειες που στοχεύουν στη μεταφυσική περιορίζονται από την ανθρώπινη λογική η οποία βλέπει «πράγματα», πράγματα που «υπάρχουν». Όμως οτιδήποτε είναι, δεν είναι, επειδή τα πάντα συνεχώς γίνονται, αλλάζουν, αποτελούν μέρος μιας μεγάλης ροής.
Κάποτε, σε ένα εστιατόριο στη Βοστόνη, έτυχε να καθίσω δίπλα σε έναν φυσικό που εργαζόταν στο ΜΙΤ. Τον ρώτησα σχετικά με αυτό ακριβώς για το οποίο μιλά ο Νίτσε. «Η σύγχρονη Φυσική πιστεύει ότι υπάρχουν άτομα, ηλεκτρόνια ή σωματίδια;» Εκείνος μου απάντησε ήρεμα ότι δεν πίστευαν πλέον σε «πράγματα» αλλά σε «δυνάμεις», δηλαδή, δεν μπορούν να εντοπίσουν πραγματικά αντικείμενα, σωμάτια ή σωματίδια αλλά μόνο πεδία δυνάμεων και κίνησης. Αυτό, φυσικά, έκανε τα εξασκημένα στον Νίτσε μάτια μου να λάμψουν.
Προσπαθήστε να φανταστείτε για μια στιγμή πως όλα όσα βλέπει το ανθρώπινο μάτι δεν είναι στην πραγματικότητα σταθερά, όπως φαίνονται ότι είναι, αλλά βρίσκονται σε μια κατάσταση ροής, όπως υποστηρίζει ο Νίτσε. Όλη η συζήτηση σχετικά με την υπόσταση των πραγμάτων, το τάδε και το δείνα «πράγμα», καταντά γελοία ή μάλλον μετατρέπεται σε μια προσπάθεια του ανθρώπινου νου να «σταματήσει τον κόσμο», να κατανοήσει με βάση τη λογική και να βάλει σε τάξη το ακατανόητο. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να πει ο Νίτσε. Αυτή είναι η «ειλικρίνεια» με την οποία αντιμετωπίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Ας πάψουμε – λέει – να ισχυριζόμαστε πράγματα που σε τελική ανάλυση είναι μύθοι. Αν έχουμε πράγματι σκοπό να στοχαστούμε, ας φτάσουμε μέχρι το τέρμα κι ας πάψουμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας με μισές αλήθειες και με ψέματα. Αν η «αλήθεια» είναι κάτι απρόσιτο στον άνθρωπο, τότε ας το παραδεχτούμε, ας το συνειδητοποιήσουμε κι ας «ζήσουμε» μ’ αυτό. Αν μια γάτα δεν είναι γάτα, δηλαδή, αν δεν έχουμε τη δυνατότητα να «γνωρίσουμε» την απεραντοσύνη της εξέλιξης, αν τα εργαλεία κατανόησης που διαθέτει ο ανθρώπινος νους δεν μπορούν να προχωρήσουν πέρα από τον φαινομενικό, επιφανειακό κόσμο, ας το δεχθούμε. Ας φανούμε όμως ειλικρινείς και ας ρίξουμε τη μεταφυσική στα σκουπίδια, μαζί με τη χαλασμένη σούπα και το άδειο κουτί της κονσέρβας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου