1. Το αρχαίο θέατρο δεν είχε αυλαία, θυμίζουμε, και οι παραστάσεις γίνονταν στο φως την ημέρας. Πρέπει έτσι να φανταστούμε πως το πρώτο που έβλεπαν οι θεατές ήταν το σκηνικό, στημένο από μερικούς δούλους, βοηθούς του μηχανοποιού, και στη συνέχεια έναν ή δύο υποκριτές να προχωρούν στο προσκήνιο και να απαγγέλλουν τους πρώτους στίχους του Προλόγου. Με αυτές τις συνθήκες, το καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο θα ήταν για τους κωμωδιογράφους να πετύχουν τον διπλό σκοπό που έχει ο κάθε Πρόλογος: από τη μια να ελκύσει το κοινό, ώστε να σταματήσει τις κουβέντες και να προσέξει, από την άλλη να του δώσει ορισμένες πληροφορίες απαραίτητες για να καταλάβει την υπόθεση - ἵνα προειδῶσι περὶ οὗ ὁ λόγος καὶ μὴ κρέμηται ἡ διάνοια (Αριστοτ. Ρητορ. 1415a).
2. Το πρώτο που έκαναν οι κωμωδιογράφοι, για να κινήσουν το ενδιαφέρον, ήταν να δημιουργούν ή τουλάχιστο να εξαγγέλλουν από την πρώτη στιγμή καταστάσεις και εγχειρήματα τόσο παράδοξα και συναρπαστικά -μιαν επίσκεψη στον Άδη, μια πτήση στον Όλυμπο, μια γυναικεία συνωμοσία κτό.-, ώστε οι θεατές να πειθαρχούν από τη μεγάλη τους έκπληξη και περιέργεια. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτοι είναι από αυτήν την άποψη οι Πρόλογοι της Ειρήνης και των Ορνίθων, όπου οι δύο δούλοι ταΐζοντας το κοπροφάγο σκαθάρι και οι δύο Αθηναίοι τριγυρίζοντας χαμένοι στα κατσάβραχα, μ᾽ ένα μαυροπούλι οδηγό καθένας τους, αποτελούν θέαμα εξωφρενικό, άξιο να καθηλώσει και τον πιο απείθαρχο θεατή.
3. Η κατατόπιση του κοινού γινόταν σε πολλές περιπτώσεις έμμεσα, οπότε οι πληροφορίες για την υπόθεση περιέχονταν είτε στον εναρκτικό μονόλογο του πρωταγωνιστή, είτε στο διάλογο δύο προσώπων που εμφανίζονταν στο ξεκίνημα του έργου. Συγκεκριμένα: η υπόθεση προδιαγράφεται στους Αχαρνείς με το μονόλογο του Δικαιόπολη, που περιμένει ν᾽ αρχίσει η εκκλησία του Δήμου (1κκ.), στις Νεφέλες με το μονόλογο του Στρεψιάδη, που μόλις ξύπνησε (1κκ.), στις Εκκλησιάζουσες με το μονόλογο της Πραξαγόρας, που περιμένει τις υπόλοιπες συνωμότριες (1κκ.). Διαφορετικά, στη Λυσιστράτη η έμμεση κατατόπιση γίνεται με το διάλογο ανάμεσα στην πρωταγωνίστρια και την Καλονίκη που κουβεντιάζουν περιμένοντας τις άλλες γυναίκες (1κκ.), στις Θεσμοφοριάζουσες με το διάλογο ανάμεσα στον Ευριπίδη και το συγγενή του περιμένοντας τον Αγάθωνα (71-94), στους Βατράχους όχι με τον εναρκτικό διάλογο ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Ξανθία, αλλά με κείνον που ακολουθεί ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Ηρακλή (38κκ.), στον Πλούτο με το διάλογο ανάμεσα στον Καρίωνα και τον Χρεμύλο (1κκ.).
4. Λιγότερο ίσως έντεχνη, αλλά πιο ζωντανή είναι η άμεση κατατόπιση των θεατών, όπως γίνεται όταν ένα από τα δραματικά πρόσωπα αποφασίζει ανοιχτά να διακόψει τη θεατρική σύμβαση, για να εξηγήσει στους θεατές την υπόθεση. Στους Ιππείς, παράδειγμα, ο ένας από τους δύο δούλους ρωτά τον άλλον: Τί λές; Να εκθέσω στους θεατές το θέμα; Και ο άλλος απαντά: Γιατί όχι; Να τούς ζητήσουμε μονάχα / να δείξουν με την όψη τους αν όσα / κάνουμ᾽ εμείς και λέμε τους αρέσουν (36-39, μτφ. Θρ. Σταύρου). Η έκθεση απευθύνεται στο κοινό και κατέχει τριάντα ολόκληρους στίχους. Με τον ίδιο τρόπο κατατοπίζονται οι θεατές, πάλι από δούλους στους Σφήκες (54-135) και στην Ειρήνη (50-81), τέλος και στους Όρνιθες από τον Ευελπίδη (27-48).
5. Στην τυπολογία των αριστοφανικών Προλόγων μπορούμε εύκολα να επισημάνουμε ως συνηθισμένα φαινόμενα τις αναμονές και την παρουσία των δούλων. Σημαντικότερο μας φαίνεται να προσέξουμε πόσο μαστορικά ο ποιητής εκμεταλλεύεται στην Ειρήνη την περιέργεια του κοινού, πριν προχωρήσει στην εξήγηση του μυστηρίου:
Πρώτος δούλος: Όποιος θεατής τον έξυπνο μας κάνει, / μπορεί να πει: «Κι αυτά όλα τί σημαίνουν; / Τί θέλει το σκαθάρι;» Ο διπλανός του, / νά εκείνος -Ίωνας είναι- του ξηγάει: «Κεντιές, νομίζω, για τον Κλέωνα θα ᾽ναι· […]». Δεύτερος δούλος: Εγώ όμως θα ξηγήσω το έργο σ᾽ όλους, / στα παιδιά και στ᾽ αντράκια και στους άντρες / και στων αντρών τους κορυφαίους, προπάντων / σ᾽ αυτούς που λεν πως υπεράνθρωποι είναι. / Ο αφέντης μου έχει μια καινούρια τρέλα· / όχι σαν τη δική σας· πιο καινούρια …(43-55).
6. Είναι πολύ πιθανό ήδη στη Μέση Κωμωδία να παρουσιάστηκαν έργα, όπου η προλογική κατατόπιση του κοινού γινόταν άμεσα από ένα θεό ή άνθρωπο που είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει την προϊστορία της υπόθεσης ή/και να προβλέπει τις εξελίξεις. Στη Νέα Κωμωδία αυτός ο τύπος Προλόγου, που απαντά σε τραγωδίες του Ευριπίδη, αποτέλεσε τον κανόνα. Στα γνωστά μας έργα του Μενάνδρου, ένας θεός, ο Πάνας, προλογίζει τον Δύσκολο, μια θεά, η Τύχη, την Ασπίδα, και πάλι ένας θεός (υποθέτουμε) τους Επιτρέποντες· τη Σαμία, όπου η υπόθεση είναι σχετικά απλή, την προλογίζει ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Μοσχίων. Όσο διαφωτιστικός και αν είναι για την κατατόπιση του κοινού ο προλογικός μονόλογος, δεν παύει να αποτελεί θεατρικά άχαρο στοιχείο, που δύσκολα συγκεντρώνει την προσοχή και κινεί το ενδιαφέρον του κοινού. Έτσι συμβαίνει ο Μένανδρος, σε δύο από τα έργα που επισκοπούμε, στην Ασπίδα και στους Επιτρέποντες, ν᾽ ακολουθεί την παλιά συνταγή της Αρχαίας Κωμωδίας, εισάγοντας πριν από τον κατοπιστικό μονόλογο μια κάπως αινιγματική ζωηρή σκηνή.
7. Για τους αριστοφανικούς Προλόγους βλ. τα άρθρα του J. Irigoin, «Prologue et parodos dans la comédie d'Aristophane», και του I.R. Alfageme, «La structure scenique du prologue chez Aristophane» - και τα δύο στον τόμο P. Thiercy & M. Menu (επιμ.), Aristophane: la langue, la scène, la cité, Bari: Levante 1997, σ. 17κκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου