Με τον όρο αποδιοπομπαίος τράγος στο ιστορικό του πλαίσιο εννοείται η θυσία ενός τράγου, όπως περιγράφεται στη Βίβλο κεντρικό τμήμα άλλοτε της εξιλαστήριας τελετής Γιομ Κιπούρ.
Η Ιστορική και Aνθρωπολογική προοπτική
Οι διακριτές αυτές τελετουργίες υπήρξαν σε πολλούς πολιτισμούς και περιγράφτηκαν αρκετά λεπτομερειακά από τον Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ και άλλους ανθρωπολόγους. Όλες απεικονίζουν ένα μέσο ανανέωσης της επαφής με το καθοδηγητικό πνεύμα της κοινότητας και αποτελούν επίσης προσπάθεια εξορκισμού των δεινών που μαστίζουν την ανθρωπότητα, όπως η πανδημία, ο θάνατος, η βία, η φυσική και ψυχική οδύνη ή η αίσθηση της αμαρτίας και της ενοχής που συνοδεύει τη γνώση της υπέρβασης του ηθικού κώδικα.
Σε όλη του την ιστορία το ανθρώπινο είδος προσπάθησε με διάφορες μεθόδους, μαγικού χαρακτήρα στους προϊστορικούς και πρώιμους ιστορικούς χρόνους, θρησκευτικού κατόπιν και εντέλει ψυχολογικού και κοινωνιολογικού στη σύγχρονη εποχή, ελπίζοντας να αποφύγει τα επαπειλούμενα κατά της κοινότητας δεινά και την ατομική ή ομαδική ενοχή του.
Σε τέτοιες εξιλαστικές τελετές της αρχαιότητας, η ενοχή μεταφερόταν με μαγικό τρόπο σε άλλα πρόσωπα, σε ζώα, σε φυτά, ακόμη και σε άψυχα αντικείμενα. Το κακό ή τα δεινά θεωρούνταν λίγο-πολύ ένα είδος μόλυνσης που μπορούσε να εγκλειστεί σε ένα μαγικό αντικείμενο, μετατρέποντάς το σε ενσαρκωμένη μόλυνση που μπορούσε να εκδιωχθεί πλέον, με κάποιον φυσικό τρόπο.
Στην τελετή Γιόμ Κιπούρ υπάρχει μια ξεκάθαρη αίσθηση της εξομολόγησης του αμαρτήματος και της εξιλέωσης από την ενοχή. Η εβραϊκή λέξη για την εξιλέωση είναι κιππέρ και σχετίζεται με το κιππουρίμ, τις διαδικασίες εξάλειψης και υπάρχουν ετυμολογικά παράλληλα τόσο στην αρχαία βαβυλωνιακή γλώσσα, όσο και στην Αραβική. Η βαβυλωνιακή τελετή κατά την πέμπτη μέρα του δεκαήμερου εορτασμού του νέου έτους ονομαζόταν κουπουρού και περιελάμβανε εξαγνισμό, εξομολόγηση αμαρτιών και μια ανθρωποθυσία. Το αρχικό νόημα της βαβυλωνιακής λέξης είναι «ο καθαρισμός, η εξάλειψη» και μέσω της θυσίας αίματος αφαιρούσε το στίγμα της αμαρτίας.
Ένα άλλο ετυμολογικό παράλληλο στην Αραβική προσθέτει το νόημα της «απόκρυψης», δηλαδή της συγκάλυψης της ενοχής, κρύβοντάς τη από τα μάτια της προσβεβλημένης θεότητας μέσω της επανόρθωσης. Στο πλαίσιο της αναλυτικής ψυχολογίας ο Κ. Γκ. Γιουνγκ όρισε την ενοχή ως το συναίσθημα εκείνο που βιώνει όποιος θεωρεί ότι εξέπεσε της ολοκληρωμένης του κατάστασης και ότι αποξενώθηκε από τον Θεό ή με ψυχολογικούς όρους από τον Εαυτό, το ρυθμιστικό κέντρο της ψυχής στην αναλυτική ψυχολογία.
Όταν ο Εαυτός προβάλλεται στον γονέα ή κάποιου είδους συλλογικότητα, τότε γίνεται αισθητή η ενοχή για οποιουδήποτε είδους παρέκκλιση από τα εγκαθιδρυμένα στερεότυπα της συμπεριφοράς τους. Η ενοχή ως «πάντα παρόν συστατικό του εαυτού» εκδηλώνεται με δριμύτητα και δηκτικότητα όταν αισθανόμαστε τον εαυτό μας απαράδεκτο, κατειλημμένο από συγκρούσεις διαφόρων ειδών που μας διχάζουν και ενίοτε μας εξαναγκάζουν να γινόμαστε συμμέτοχοι σε εντεταλμένες εγκληματικές συμπεριφορές όπως είναι το λυντσάρισμα ή η βίαιη εθνοκάθαρση.
Όλες αυτές οι τελετές απαλλαγής, ωστόσο, λειτουργούν με την εκδίωξη αυτού που θεωρούμε ξένο. Ο Έριχ Νόιμαν περιγράφοντας αναλογικά ανάμεσα στην παιδική ανάπτυξη και την πολιτισμική ιστορία, συσχετίζει τις τελετουργίες του αποδιοπομπαίου τράγου με τις λειτουργίες της πρωκτικής απόρριψης. Θεωρεί, με άλλα λόγια, την απόρριψη περιττωμάτων ανάλογη με την καταπίεση της σκιάς, αναγκαία για την συνένωση των τμημάτων του εγώ κατά τη διαδικασία της ατομικοποίησης.
Βάσει των παραπάνω, αυτό που αποβάλλεται, είναι αρχικά αποδεκτό ως τροφή αναγκαία για επιβίωση. Κατόπιν αποβάλλεται ως έκφραση της δημιουργικής ικανότητας του ατόμου να παράγει από την τροφή του ζωή. Αυτού του είδους η απόρριψη σε ορισμένους πολιτισμούς θεωρείται γονιμοποιητική –και από φυσική άποψη αφορά τη γεωργία- ενώ για άλλους θεωρείται εξαγνιστική, καθώς ό,τι αποχωρίζεται από τα όρια του σώματος μπορεί να θεωρηθεί ξένο και βρώμικο. Όπως το θέτει η Μαίρη Ντάγκλας η βρωμιά είναι «ύλη εκτός τόπου» σε ένα «συμβολικό σύστημα αγνότητας». Είναι αυτό που πρέπει να εκδιωχθεί, «να μη συμπεριληφθεί προκειμένου να διατηρηθεί ακέραιο το στερεότυπο» γιατί προκαλεί την καθεστηκυία τάξη. Έτσι γίνεται τελετουργικά ταμπού, μίασμα και φέρει εγγενώς την ιδέα του κινδύνου για την κοινότητα.
Aνθρωποι Αποδιοπομπαίοι Τράγοι
Σε πολλές περιπτώσεις ανθρώπινα όντα που αναλάμβαναν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου και ταυτίζονταν με το απαγορευμένο και το ξένο ήταν καταδικασμένοι και εγκληματίες, που κέρδιζαν τη συγγνώμη αποδεχόμενοι αυτόν τον ρόλο για την κοινότητα. Σε άλλες περιπτώσεις τον ρόλο αναλάμβαναν μόνον ιερείς, οι οποίοι θεωρούνταν ανέγγιχτοι από οποιαδήποτε μόλυνση, ακόμα και ηθοποιοί που εκτελούσαν το τελετουργικό δράμα επί πληρωμή. Ακόμη και άτομα με θετικό ρόλο μέσα στην κοινότητα, διακριτά ωστόσο από τον κοινό κανόνα, θα μπορούσαν να στιγματιστούν αρνητικά και να γίνουν αντικείμενα κατάρας, όπως φαίνεται στα ανθρωπολογικά στοιχεία που εισάγει στα έργα του ο νομπελίστας συγγραφέας Γουόλε Σογίνκα.
Ο Φρέιζερ με τη σειρά του περιέγραψε τους ανθρώπους-αποδιοπομπαίους τράγους ως άσχημους και παραμορφωμένους ή ασυνήθιστα ισχυρούς. Στη Ρώμη τις λειτουργίες του αποδιοπομπαίου τράγου διεκπεραίωνε κάποιος που αναλάμβανε τον ρόλο του αρχαίου σιδηρουργού και γινόταν ο Mamurius Veturius, ενώ με τη σειρά του ο βασιλιάς, που έστεκε παραδοσιακά πέρα από την πολιτισμική τάξη, όντας στο κέντρο και υπεράνω της κοινότητας την οποία κυβερνούσε, γινόταν εντέλει ο αποδιοπομπαίος τράγος. Καθιερωνόταν στις σχετικές τελετές ταυτιζόμενος με τον ετήσιο θεό, ως σύντροφος της θεάς και η θυσία του επιβεβαίωνε την ευημερία του νέου έτους.
Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται πως γνώριζαν την ιδέα, σε μια διαφορετική μορφή. Στην Χαιρώνεια ο δήμαρχος και ο αρχηγός κάθε οίκου τελούσε μια τέτοια τελετή, κατά την οποία εκδιωκόταν η πείνα. Χτυπούσαν έναν σκλάβο με ραβδιά άγνου (agnus castus) της κοινής μας λυγαριάς, και τον εκδίωκαν από τον οίκο φωνάζοντας, «Έξω με την πείνα και μέσα με ευημερία και υγεία».
Η ίδια τακτική επεκτάθηκε με διαφορετικό τρόπο στην Αγγλία του 15ου και 16ου αιώνα. Οι νεαροί πρίγκιπες μεγάλωναν έχοντας πάντα δίπλα τους ένα νεαρό αγόρι, το επονομαζόμενο «παιδί για μαστίγωμα» (whipping boy). Οι αρμοδιότητες του νεαρού – ο οποίος ήταν εκλεκτός γόνος, αναθρεμμένος μαζί με το βασιλόπουλο από την ημέρα της γέννησής του- ήταν συγκεκριμένες: Όταν ο πρίγκιπας συμπεριφερόταν άσχημα ή παραμελούσε την εκπαίδευσή του, θα έπρεπε κανονικά να τιμωρηθεί. Όμως χάρη στην ελέω Θεού βασιλεία (τη θεωρία ότι ο βασιλιάς έχει διοριστεί από τον Θεό) δεν επιτρεπόταν να ασκηθεί οποιαδήποτε τιμωρία στο πριγκιπικό βλαστάρι.
Για να μπορέσει λοιπόν να συνετιστεί το βασιλόπουλο για κάθε παράπτωμα που διέπραττε, στη θέση του τιμωρούνταν (με μαστίγωμα ή ξυλοδαρμό) ο νεαρός φίλος του. Υπήρχε μάλιστα η πεποίθηση ότι ο ισχυρός δεσμός που συνήθως αναπτυσσόταν μεταξύ του αποδιοπομπαίου νεαρού και του πρίγκιπα αύξανε δραματικά την αποτελεσματικότητα της τιμωρίας, ώστε ο πρίγκιπας να μην επαναλάβει τα λάθη του. Στην ουσία επρόκειτο για ένα είδος επαγγέλματος της εποχής, που υποσχόταν την κοινωνική άνοδο του υπομονετικού νέου!
Εικόνα 1. Αναπαράσταση της σκηνής της εξιλαστικής αποπομπής του τράγου:
Μετά την συμβολική εναπόθεση του κρίμματος των αμαρτιών στο κεφάλι του,
ο τράγος διώχνεται στην έρημο παίρνοντάς μαζί του το προπατορικό μάρτημα.
Εικόνα 2.Gottlieb: Εβραίοι στη Συναγωγή κατά το Γιόμ Κιπούρ
Αποδιοπομπαίος Τράγος στην Αναλυτική Ψυχολογία
Με τον όρο σύμπλεγμα του αποδιοπομπαίου τράγου εννοείται στην αναλυτική ψυχολογία η ασυνείδητη ατομική ή ομαδική προβολή ενός πλέγματος ανεπιθύμητων σκέψεων πάνω σε δεδομένο άτομο, που αναλαμβάνει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για τα προβλήματα του ατόμου ή της κοινότητας.
Τα άτομα που θεωρούνται απαράδεκτα για την κοινότητα σε ένα αισθητικό και συγκινησιακό πλαίσιο αναλογούν στην προσωπική ψυχολογία με το παράξενο παιδί το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, όπως αποκαλείται ενίοτε. Σε τέτοιες περιπτώσεις το παιδί αισθάνεται παραμελημένο, διαχωρισμένο και κυρίως ταμπού, με την έννοια του απαγορευμένου. Τούτη η αποξένωση φαίνεται να συμβαίνει σε ένα πρωταρχικό επίπεδο εμπειρίας σε ένα πολύ βαθύ, αρχαϊκό στρώμα της ψυχής. Το παιδί υποφέρει, ως αποτέλεσμα της αποξένωσής του από τη μητρική μορφή, κάτι που ο Νόιμαν αποκαλεί αποκαλεί «πρωταρχικό συναίσθημα ενοχής».
Όπως το περιγράφει: Το κεντρικό σύμπτωμα μιας διαταραγμένης πρωταρχικής σχέσης είναι το συναίσθημα της ενοχής, χαρακτηριστικό των ψυχικών διαταραχών του δυτικού ανθρώπου. Αυτός ο τύπος ενοχής παρουσιάζεται σε μια αρκετά πρώιμη στιγμή της ανθρώπινης ζωής, είναι αρχαϊκή στη φύση της και δε θα πρέπει να συγχέεται με μεταγενέστερα συναισθήματα ενοχής που παράγει ο χωρισμός από τους γονείς ή εκδηλωμένα οιδιπόδεια συμπλέγματα. Τούτο το πρωταρχικό αίσθημα ενοχής πηγαίνει πίσω, σε μια προ-εγωική φάση και καθοδηγεί το παιδί να συσχετίσει τη διαταραχή της πρωταρχικής σχέσης με τη δική του πρωταρχική ενοχή ή προπατορικό αμάρτημα.
Aτομα που ταυτίζονται με το αρχέτυπο του αποδιοπομπαίου τράγου αισθάνονται φορείς αισχρών συμπεριφορών και τάσεων που διακόπτουν τις σχέσεις τους με την την κοινότητα. Σε ένα βαθύ (συλλογικό) ασυνείδητο επίπεδο, όπου το άτομο συμμετέχει στο συλλογικό, ταυτίζονται με το «σφάλμα», το «άσχημο» και το «κακό». Η απόρριψη είναι ενίοτε αρκετά ασυνείδητη, ή εκλογικεύεται τόσο από την κοινότητα όσο και από τον αποδιοπομπαίο, αλλά οι ρίζες βρίσκονται βαθύτερα. Δεν είναι η παιδική πράξη που φέρνει την απόρριψη, αλλά αυτό που είναι το παιδί σε σχέση με τον γονέα ή την κοινότητα στην προκειμένη περίπτωση. Το παιδί είναι διαφορετικό και συνεπώς απειλεί την καθεστηκυία τάξη, γεγονός που το κάνει μισητό.
Όσοι ταυτίζονται με το αρχέτυπο του αποδιοπομπαίου τράγου βιώνουν μια ατομική ενοχή, μια διαρκή αίσθηση δολιότητας. Σε αρκετές περιστάσεις πρόκειται για συναισθήματα ενοχής απέναντι στον ίδιο τον Εαυτό για το γεγονός ότι το άτομο νιώθει πως πρέπει να αναλάβει ένα συλλογικό ρόλο ώστε να αποκατασταθεί και να απελευθερωθεί, απελευθερώνοντας την ίδια στιγμή και την κοινότητα. Οι αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας εμμονής είναι ότι το άτομο προβάλλεται διαρκώς πάνω στο συλλογικό και τις υποχρεώσεις του, παραβλέποντας την ατομική του ολοκλήρωση και ακεραιότητα. Ο συνδυασμός αυτών των επιπέδων ενοχής από το υπερεγώ στο μητριαρχικό επίπεδο και τον Εαυτό παρεμποδίζει την ανάπτυξη και την αίσθηση μιας συνεκτικής ατομικής ταυτότητας, γεγονός που παράγει, σύμφωνα με τον R. Laing, μια «οντολογική ανασφάλεια», την οποία βιώνουν άτομα ταυτισμένα με συμπλέγματα που παράγουν απόρριψη, όπως το σύμπλεγμα του αποδιοπομπαίου τράγου.
Η Ιστορική και Aνθρωπολογική προοπτική
Οι διακριτές αυτές τελετουργίες υπήρξαν σε πολλούς πολιτισμούς και περιγράφτηκαν αρκετά λεπτομερειακά από τον Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ και άλλους ανθρωπολόγους. Όλες απεικονίζουν ένα μέσο ανανέωσης της επαφής με το καθοδηγητικό πνεύμα της κοινότητας και αποτελούν επίσης προσπάθεια εξορκισμού των δεινών που μαστίζουν την ανθρωπότητα, όπως η πανδημία, ο θάνατος, η βία, η φυσική και ψυχική οδύνη ή η αίσθηση της αμαρτίας και της ενοχής που συνοδεύει τη γνώση της υπέρβασης του ηθικού κώδικα.
Σε όλη του την ιστορία το ανθρώπινο είδος προσπάθησε με διάφορες μεθόδους, μαγικού χαρακτήρα στους προϊστορικούς και πρώιμους ιστορικούς χρόνους, θρησκευτικού κατόπιν και εντέλει ψυχολογικού και κοινωνιολογικού στη σύγχρονη εποχή, ελπίζοντας να αποφύγει τα επαπειλούμενα κατά της κοινότητας δεινά και την ατομική ή ομαδική ενοχή του.
Σε τέτοιες εξιλαστικές τελετές της αρχαιότητας, η ενοχή μεταφερόταν με μαγικό τρόπο σε άλλα πρόσωπα, σε ζώα, σε φυτά, ακόμη και σε άψυχα αντικείμενα. Το κακό ή τα δεινά θεωρούνταν λίγο-πολύ ένα είδος μόλυνσης που μπορούσε να εγκλειστεί σε ένα μαγικό αντικείμενο, μετατρέποντάς το σε ενσαρκωμένη μόλυνση που μπορούσε να εκδιωχθεί πλέον, με κάποιον φυσικό τρόπο.
Στην τελετή Γιόμ Κιπούρ υπάρχει μια ξεκάθαρη αίσθηση της εξομολόγησης του αμαρτήματος και της εξιλέωσης από την ενοχή. Η εβραϊκή λέξη για την εξιλέωση είναι κιππέρ και σχετίζεται με το κιππουρίμ, τις διαδικασίες εξάλειψης και υπάρχουν ετυμολογικά παράλληλα τόσο στην αρχαία βαβυλωνιακή γλώσσα, όσο και στην Αραβική. Η βαβυλωνιακή τελετή κατά την πέμπτη μέρα του δεκαήμερου εορτασμού του νέου έτους ονομαζόταν κουπουρού και περιελάμβανε εξαγνισμό, εξομολόγηση αμαρτιών και μια ανθρωποθυσία. Το αρχικό νόημα της βαβυλωνιακής λέξης είναι «ο καθαρισμός, η εξάλειψη» και μέσω της θυσίας αίματος αφαιρούσε το στίγμα της αμαρτίας.
Ένα άλλο ετυμολογικό παράλληλο στην Αραβική προσθέτει το νόημα της «απόκρυψης», δηλαδή της συγκάλυψης της ενοχής, κρύβοντάς τη από τα μάτια της προσβεβλημένης θεότητας μέσω της επανόρθωσης. Στο πλαίσιο της αναλυτικής ψυχολογίας ο Κ. Γκ. Γιουνγκ όρισε την ενοχή ως το συναίσθημα εκείνο που βιώνει όποιος θεωρεί ότι εξέπεσε της ολοκληρωμένης του κατάστασης και ότι αποξενώθηκε από τον Θεό ή με ψυχολογικούς όρους από τον Εαυτό, το ρυθμιστικό κέντρο της ψυχής στην αναλυτική ψυχολογία.
Όταν ο Εαυτός προβάλλεται στον γονέα ή κάποιου είδους συλλογικότητα, τότε γίνεται αισθητή η ενοχή για οποιουδήποτε είδους παρέκκλιση από τα εγκαθιδρυμένα στερεότυπα της συμπεριφοράς τους. Η ενοχή ως «πάντα παρόν συστατικό του εαυτού» εκδηλώνεται με δριμύτητα και δηκτικότητα όταν αισθανόμαστε τον εαυτό μας απαράδεκτο, κατειλημμένο από συγκρούσεις διαφόρων ειδών που μας διχάζουν και ενίοτε μας εξαναγκάζουν να γινόμαστε συμμέτοχοι σε εντεταλμένες εγκληματικές συμπεριφορές όπως είναι το λυντσάρισμα ή η βίαιη εθνοκάθαρση.
Όλες αυτές οι τελετές απαλλαγής, ωστόσο, λειτουργούν με την εκδίωξη αυτού που θεωρούμε ξένο. Ο Έριχ Νόιμαν περιγράφοντας αναλογικά ανάμεσα στην παιδική ανάπτυξη και την πολιτισμική ιστορία, συσχετίζει τις τελετουργίες του αποδιοπομπαίου τράγου με τις λειτουργίες της πρωκτικής απόρριψης. Θεωρεί, με άλλα λόγια, την απόρριψη περιττωμάτων ανάλογη με την καταπίεση της σκιάς, αναγκαία για την συνένωση των τμημάτων του εγώ κατά τη διαδικασία της ατομικοποίησης.
Βάσει των παραπάνω, αυτό που αποβάλλεται, είναι αρχικά αποδεκτό ως τροφή αναγκαία για επιβίωση. Κατόπιν αποβάλλεται ως έκφραση της δημιουργικής ικανότητας του ατόμου να παράγει από την τροφή του ζωή. Αυτού του είδους η απόρριψη σε ορισμένους πολιτισμούς θεωρείται γονιμοποιητική –και από φυσική άποψη αφορά τη γεωργία- ενώ για άλλους θεωρείται εξαγνιστική, καθώς ό,τι αποχωρίζεται από τα όρια του σώματος μπορεί να θεωρηθεί ξένο και βρώμικο. Όπως το θέτει η Μαίρη Ντάγκλας η βρωμιά είναι «ύλη εκτός τόπου» σε ένα «συμβολικό σύστημα αγνότητας». Είναι αυτό που πρέπει να εκδιωχθεί, «να μη συμπεριληφθεί προκειμένου να διατηρηθεί ακέραιο το στερεότυπο» γιατί προκαλεί την καθεστηκυία τάξη. Έτσι γίνεται τελετουργικά ταμπού, μίασμα και φέρει εγγενώς την ιδέα του κινδύνου για την κοινότητα.
Aνθρωποι Αποδιοπομπαίοι Τράγοι
Σε πολλές περιπτώσεις ανθρώπινα όντα που αναλάμβαναν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου και ταυτίζονταν με το απαγορευμένο και το ξένο ήταν καταδικασμένοι και εγκληματίες, που κέρδιζαν τη συγγνώμη αποδεχόμενοι αυτόν τον ρόλο για την κοινότητα. Σε άλλες περιπτώσεις τον ρόλο αναλάμβαναν μόνον ιερείς, οι οποίοι θεωρούνταν ανέγγιχτοι από οποιαδήποτε μόλυνση, ακόμα και ηθοποιοί που εκτελούσαν το τελετουργικό δράμα επί πληρωμή. Ακόμη και άτομα με θετικό ρόλο μέσα στην κοινότητα, διακριτά ωστόσο από τον κοινό κανόνα, θα μπορούσαν να στιγματιστούν αρνητικά και να γίνουν αντικείμενα κατάρας, όπως φαίνεται στα ανθρωπολογικά στοιχεία που εισάγει στα έργα του ο νομπελίστας συγγραφέας Γουόλε Σογίνκα.
Ο Φρέιζερ με τη σειρά του περιέγραψε τους ανθρώπους-αποδιοπομπαίους τράγους ως άσχημους και παραμορφωμένους ή ασυνήθιστα ισχυρούς. Στη Ρώμη τις λειτουργίες του αποδιοπομπαίου τράγου διεκπεραίωνε κάποιος που αναλάμβανε τον ρόλο του αρχαίου σιδηρουργού και γινόταν ο Mamurius Veturius, ενώ με τη σειρά του ο βασιλιάς, που έστεκε παραδοσιακά πέρα από την πολιτισμική τάξη, όντας στο κέντρο και υπεράνω της κοινότητας την οποία κυβερνούσε, γινόταν εντέλει ο αποδιοπομπαίος τράγος. Καθιερωνόταν στις σχετικές τελετές ταυτιζόμενος με τον ετήσιο θεό, ως σύντροφος της θεάς και η θυσία του επιβεβαίωνε την ευημερία του νέου έτους.
Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται πως γνώριζαν την ιδέα, σε μια διαφορετική μορφή. Στην Χαιρώνεια ο δήμαρχος και ο αρχηγός κάθε οίκου τελούσε μια τέτοια τελετή, κατά την οποία εκδιωκόταν η πείνα. Χτυπούσαν έναν σκλάβο με ραβδιά άγνου (agnus castus) της κοινής μας λυγαριάς, και τον εκδίωκαν από τον οίκο φωνάζοντας, «Έξω με την πείνα και μέσα με ευημερία και υγεία».
Η ίδια τακτική επεκτάθηκε με διαφορετικό τρόπο στην Αγγλία του 15ου και 16ου αιώνα. Οι νεαροί πρίγκιπες μεγάλωναν έχοντας πάντα δίπλα τους ένα νεαρό αγόρι, το επονομαζόμενο «παιδί για μαστίγωμα» (whipping boy). Οι αρμοδιότητες του νεαρού – ο οποίος ήταν εκλεκτός γόνος, αναθρεμμένος μαζί με το βασιλόπουλο από την ημέρα της γέννησής του- ήταν συγκεκριμένες: Όταν ο πρίγκιπας συμπεριφερόταν άσχημα ή παραμελούσε την εκπαίδευσή του, θα έπρεπε κανονικά να τιμωρηθεί. Όμως χάρη στην ελέω Θεού βασιλεία (τη θεωρία ότι ο βασιλιάς έχει διοριστεί από τον Θεό) δεν επιτρεπόταν να ασκηθεί οποιαδήποτε τιμωρία στο πριγκιπικό βλαστάρι.
Για να μπορέσει λοιπόν να συνετιστεί το βασιλόπουλο για κάθε παράπτωμα που διέπραττε, στη θέση του τιμωρούνταν (με μαστίγωμα ή ξυλοδαρμό) ο νεαρός φίλος του. Υπήρχε μάλιστα η πεποίθηση ότι ο ισχυρός δεσμός που συνήθως αναπτυσσόταν μεταξύ του αποδιοπομπαίου νεαρού και του πρίγκιπα αύξανε δραματικά την αποτελεσματικότητα της τιμωρίας, ώστε ο πρίγκιπας να μην επαναλάβει τα λάθη του. Στην ουσία επρόκειτο για ένα είδος επαγγέλματος της εποχής, που υποσχόταν την κοινωνική άνοδο του υπομονετικού νέου!
Εικόνα 1. Αναπαράσταση της σκηνής της εξιλαστικής αποπομπής του τράγου:
Μετά την συμβολική εναπόθεση του κρίμματος των αμαρτιών στο κεφάλι του,
ο τράγος διώχνεται στην έρημο παίρνοντάς μαζί του το προπατορικό μάρτημα.
Εικόνα 2.Gottlieb: Εβραίοι στη Συναγωγή κατά το Γιόμ Κιπούρ
Αποδιοπομπαίος Τράγος στην Αναλυτική Ψυχολογία
Με τον όρο σύμπλεγμα του αποδιοπομπαίου τράγου εννοείται στην αναλυτική ψυχολογία η ασυνείδητη ατομική ή ομαδική προβολή ενός πλέγματος ανεπιθύμητων σκέψεων πάνω σε δεδομένο άτομο, που αναλαμβάνει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για τα προβλήματα του ατόμου ή της κοινότητας.
Τα άτομα που θεωρούνται απαράδεκτα για την κοινότητα σε ένα αισθητικό και συγκινησιακό πλαίσιο αναλογούν στην προσωπική ψυχολογία με το παράξενο παιδί το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, όπως αποκαλείται ενίοτε. Σε τέτοιες περιπτώσεις το παιδί αισθάνεται παραμελημένο, διαχωρισμένο και κυρίως ταμπού, με την έννοια του απαγορευμένου. Τούτη η αποξένωση φαίνεται να συμβαίνει σε ένα πρωταρχικό επίπεδο εμπειρίας σε ένα πολύ βαθύ, αρχαϊκό στρώμα της ψυχής. Το παιδί υποφέρει, ως αποτέλεσμα της αποξένωσής του από τη μητρική μορφή, κάτι που ο Νόιμαν αποκαλεί αποκαλεί «πρωταρχικό συναίσθημα ενοχής».
Όπως το περιγράφει: Το κεντρικό σύμπτωμα μιας διαταραγμένης πρωταρχικής σχέσης είναι το συναίσθημα της ενοχής, χαρακτηριστικό των ψυχικών διαταραχών του δυτικού ανθρώπου. Αυτός ο τύπος ενοχής παρουσιάζεται σε μια αρκετά πρώιμη στιγμή της ανθρώπινης ζωής, είναι αρχαϊκή στη φύση της και δε θα πρέπει να συγχέεται με μεταγενέστερα συναισθήματα ενοχής που παράγει ο χωρισμός από τους γονείς ή εκδηλωμένα οιδιπόδεια συμπλέγματα. Τούτο το πρωταρχικό αίσθημα ενοχής πηγαίνει πίσω, σε μια προ-εγωική φάση και καθοδηγεί το παιδί να συσχετίσει τη διαταραχή της πρωταρχικής σχέσης με τη δική του πρωταρχική ενοχή ή προπατορικό αμάρτημα.
Aτομα που ταυτίζονται με το αρχέτυπο του αποδιοπομπαίου τράγου αισθάνονται φορείς αισχρών συμπεριφορών και τάσεων που διακόπτουν τις σχέσεις τους με την την κοινότητα. Σε ένα βαθύ (συλλογικό) ασυνείδητο επίπεδο, όπου το άτομο συμμετέχει στο συλλογικό, ταυτίζονται με το «σφάλμα», το «άσχημο» και το «κακό». Η απόρριψη είναι ενίοτε αρκετά ασυνείδητη, ή εκλογικεύεται τόσο από την κοινότητα όσο και από τον αποδιοπομπαίο, αλλά οι ρίζες βρίσκονται βαθύτερα. Δεν είναι η παιδική πράξη που φέρνει την απόρριψη, αλλά αυτό που είναι το παιδί σε σχέση με τον γονέα ή την κοινότητα στην προκειμένη περίπτωση. Το παιδί είναι διαφορετικό και συνεπώς απειλεί την καθεστηκυία τάξη, γεγονός που το κάνει μισητό.
Όσοι ταυτίζονται με το αρχέτυπο του αποδιοπομπαίου τράγου βιώνουν μια ατομική ενοχή, μια διαρκή αίσθηση δολιότητας. Σε αρκετές περιστάσεις πρόκειται για συναισθήματα ενοχής απέναντι στον ίδιο τον Εαυτό για το γεγονός ότι το άτομο νιώθει πως πρέπει να αναλάβει ένα συλλογικό ρόλο ώστε να αποκατασταθεί και να απελευθερωθεί, απελευθερώνοντας την ίδια στιγμή και την κοινότητα. Οι αρνητικές συνέπειες μιας τέτοιας εμμονής είναι ότι το άτομο προβάλλεται διαρκώς πάνω στο συλλογικό και τις υποχρεώσεις του, παραβλέποντας την ατομική του ολοκλήρωση και ακεραιότητα. Ο συνδυασμός αυτών των επιπέδων ενοχής από το υπερεγώ στο μητριαρχικό επίπεδο και τον Εαυτό παρεμποδίζει την ανάπτυξη και την αίσθηση μιας συνεκτικής ατομικής ταυτότητας, γεγονός που παράγει, σύμφωνα με τον R. Laing, μια «οντολογική ανασφάλεια», την οποία βιώνουν άτομα ταυτισμένα με συμπλέγματα που παράγουν απόρριψη, όπως το σύμπλεγμα του αποδιοπομπαίου τράγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου