Δυστυχώς η ανθρωπότητα αγνόησε και αγνοεί εντελώς τα λόγια του Πλάτωνα:
«Αθηναίος: Και ποιος δικαστής θα ήταν καλύτερος; Εκείνος που θα θανάτωνε τα κακά αδέλφια και θα άφηνε να τα βέλτιστα να εξουσιάζουν ή εκείνος που θα έδινε την εξουσία στους χρηστούς αλλά θα άφηνε τους χείρους να ζήσουν κάτω από την εξουσία των βέλτιστους; Θα μπορούσαμε μάλιστα να βρούμε και τρίτο δικαστή, κάποιον που θα πλησίαζε τη διαιρεμένη οικογένεια και, χωρίς να σκοτώσει κανέναν, θα φρόντιζε να συμφιλιώσει τα μέλη της και να τους δώσει νόμους που θα εξασφάλιζαν την ειρήνη μεταξύ τους.
Κλεινίας: Ναι, αυτός ο νομοθέτης και δικαστής θα ήταν αναμφισβήτητα προτιμότερος.
Αθ.: θεσπίζοντας όμως τους νόμους θα απέβλεπε στην ειρήνη και όχι στον πόλεμο.
Κλ.: Ορθά.
ΑΘ.: Τι να πούμε τότε για τον άνθρωπο που οργανώνει ολόκληρη την πόλη; Όταν κανονίζει τη συμπεριφορά των μελών της θα δώσει περισσότερη σημασία στον εξωτερικό ή στον εσωτερικό πόλεμο, που ονομάζεται στάσις (εμφύλιος πόλεμος); Αυτός είναι, θεωρώ, το τελευταίο πράγμα που θα ευχόταν κανένα για την πατρίδα του. Κι αν μάλιστα ξεσπάσει ποτέ, όλοι θέλουν να σταματήσει το ταχύτερο.
Κλ.: Ασφαλώς θα δώσει μεγαλύτερη προσοχή στο δεύτερο.
ΑΘ.: Στην περίπτωση της στάσεως (εμφυλίου πολέμου) όμως, μπορεί να συμβεί ένα από τα δύο. Να νικήσει η μία πλευρά εξοντώνοντας την άλλη ή να επικρατήσει γρήγορα η ειρήνη και η φιλία μετά από διαπραγματεύσεις. Ποιο από τα δύο θα προτιμούσες, αν υποθέσουμε ότι η πόλη πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή της σε εξωτερικούς εχθρούς ;
Κλ.: Όλοι θα προτιμούσαν τη δεύτερη λύση για την πατρίδα τους.
ΑΘ.: Δεν θα είχε, λοιπόν, και ο νομοθέτης τις ίδιες απόψεις;
Κλ.: Ασφαλώς.
ΑΘ.: κάθε νομοθέτης δεν αποβλέπει στο άριστο όταν νομοθετεί;
Κλ.: Σίγουρα.
ΑΘ.: Το άριστο, συνεπώς, δεν είναι ο ούτε ο πόλεμος ούτε η στάσις (εμφύλιος πόλεμος) – και μακάρι να μη χρειαστεί ποτέ να καταφύγουμε σε αυτά – αλλά η ειρήνη και η φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι θα έλεγε ότι η νίκη μιας πόλεως πάνω στον εαυτό της δεν είναι απλά κάτι άριστο αλλά απόλυτα αναγκαίο. Μοιάζει με τον άρρωστο που, αφού πήρε τα φάρμακα του ιατρού, βρίσκεται τώρα στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με κάποιον που δεν χρειάστηκε την ιατρική βοήθεια. Παρόμοια, οποιοσδήποτε έχει τέτοιες αντιλήψεις για την ευδαιμονία μιας πόλεως ή ακόμα και ενός ατόμου, δεν θα γίνει ποτέ άξιος πολιτικός και ακριβής νομοθέτης, αν οι νόμοι του αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνο στον πόλεμο αντί στην εδραίωση της ειρήνης.»[1]
Εξ ου και τα περίφημα λόγια του ποιητή Θεόγνη, πολίτη των εν Σικελία Μεγαρέων:
«Όποιος μένει πιστός, Κύρνε, μέσα στην φονική διχοστασία, αξίζει το βάρος του σε χρυσό και ασήμι».[2]
Μάλιστα σχετικά με τα λόγια του Θεόγνη ο Πλάτων λέγει πως:
«Κατά την γνώμη μας εκείνος που μετέχει σε ένα τόσο σκληρό πόλεμο είναι πολύ ανώτερος από τους άλλους, στον ίδιο βαθμό που ο συνδυασμός δικαιοσύνης, σωφροσύνης, φρόνησης και ανδρείας είναι πολύ ανώτερος από την ανδρεία μόνη της. Σε μια στάση(εμφύλιο πόλεμο) κανένας δεν μπορεί να μένει δίκαιος και πιστός χωρίς αυτές τις αρετές».[3]
Σχολιάζοντας δε ο Πρόκλος τα λόγια του Πλάτωνα μας λέγει πως:
«ο Πλάτων αποδέχεται τον Θεόγνη ως μετέχοντα στην πολιτική επιστήμη και στην αρετή, την οποία ονόμασε πιστότητα, ηγεμόνα και σύμβουλο.»[4]
Ξέχασε η ανθρωπότητα τα λόγια και του Πλουτάρχου του Χαιρωνεύς, του διατελέσαντος ιερέας στο(ν) εν Δελφοίς ναό & μαντείο του Απόλλωνα:
«Από τη Φύση δεν υπάρχει πατρίδα, καθώς ούτε σπίτι, ούτε αγρός, ούτε χαλκουργείο, όπως έλεγε ο Αρίστων, ούτε ιατρείο, αλλά γίνεται ή καλύτερα ονομάζεται και αποκαλείται, το καθένα τους σε σχέση με αυτό που το κατοικεί και το χρησιμοποιεί. Ο άνθρωπος, όπως λέει ο Πλάτων (“Τίμαιος”, 90.a.6), “δεν είναι φυτό της γης”, ούτε ακίνητο, “αλλά ουράνιο”, όπου σαν άλλη ρίζα η κεφαλή κρατάει το σώμα όρθιο, στραμμένο προς τον ουρανό. Επομένως, εύστοχα είπε ο Ηρακλής : “Αργείος ή Θηβαίος αφού δεν καυχιέμαι για μία (δηλαδή για κάποια πόλη που ανήκει)∙ κάθε πύργος Ελλήνων είναι για μένα πατρίδα”. Ο Σωκράτης το είπε ακόμη πιο εύστοχα, λέγοντας πως δεν είναι Αθηναίος, ούτε Έλλην, αλλά Κόσμιος (του Κόσμου), όπως θα έλεγε κανείς ότι είναι Ρόδιος ή Κορίνθιος, επειδή δεν θέλησε να κλειστεί μέσα στα όριο του Σουνίου, του Ταινάρου και των Κεραυνίων. “Βλέπεις εκεί ψηλά τον άπειρο αιθέρα, και τη γη έχει πέριξ στις υγρές του αγκάλες” τούτα είναι τα όρια της πατρίδας μας και κανείς εντός τους δεν είναι φυγάς, ξένος ή αλλοδαπός, όπου υπάρχει το ίδιο πυρ, ύδωρ, αήρ, οι ίδιοι άρχοντες, διοικητές, πρυτάνεις, ο ήλιος, η σελήνη, ο φωσφόρος. Οι ίδιοι νόμοι για όλους, ένα το πρόσταγμα και μία η ηγεμονία, οι βόρειες τροπές (χειμερινό ηλιοστάσιο) οι νότιες τροπές (θερινό ηλιοστάσιο), οι ισημερίες, οι Πλειάδες, ο Αρκτούρος, οι ώρες της σποράς και οι ώρες του φυτεύματος. Ένας ο Βασιλιάς και Άρχων∙ “ο Θεός που είναι αρχή και μέση και τέλος του σύμπαντος, που το διατρέχει από τη φύση του απ’ άκρου εις άκρον σε όλη του την έκτασή του. Τον ακολουθεί από πίσω του η Δίκη, η τιμωρός όσων παραβαίνουν τον Θείο Νόμο” (Πλάτων “Νόμοι, 716.Α”) τον οποίο εφαρμόζουμε όλοι εμείς οι άνθρωποι από τη φύση μας προς όλους τους ανθρώπους σαν να ήταν συμπολίτες μας.»[5]
Άλλωστε – κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«Η σταθερή και αΐδιος “ευγένεια”[6] των ψυχών εξαρτάται από τους θεούς περί τους οποίους εσπάρησαν και από τις θεϊκές δυνάμεις υπό τις οποίες ετάχθησαν. Διότι ευγενέστερες είναι αυτές που ακολουθούν τους υψηλότερους θεούς και όσες συνδέονται με τις μεγαλύτερες δυνάμεις κατά την δια κλήρου διανομή μέσα στο σύμπαν. Το ίδιο λέω και για τις πόλεις. Διότι η διαφορά ως προς τους κλήρους αρχίζει από ψηλά και φτάνει μέχρι τις ψυχές. Λέμε λοιπόν ότι άλλοι κλήροι είναι οι εμπύριοι, άλλοι οι αιθέριοι, άλλοι οι ουράνιοι, άλλοι των χθόνιων θεών, και ότι από τις ψυχές άλλες είναι της Ηλιακής σφαίρας, άλλες της Ερμαϊκής σφαίρας, άλλες της Σεληνιακής. Η τοιαύτη κατά τόπους διακλήρωση των ψυχών όντως είναι άξια φρονήματος, ενώ η “εἰς τὰς παρ᾽ ἡμῖν πόλεις καὶ τοὺς ἐν γῇ τόπους ἀποβλέπουσα διάκρισις ἄτοπός ἐστι καὶ χαυνότητος αἰτία ταῖς ψυχαῖς”».[7]
Μάλιστα ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, ο διατελέσας ιερέας στον εν Δελφοίς ναό, στο έργο του «Περί Ίσιδας και Οσίριδος», όταν αναφέρεται περί των δυο αυτών θεών, λέγει εκτός των άλλων τα εξής αποκαλυπτικά – σχετικά με το ότι όλοι οι παλαίοι λαοί λάτρευαν τους ίδιους θεούς – κατά την έννοια ότι οι Θεοί όλων των λαών, όλων των ανθρώπων, στον βαθμό που αυτοί ήταν ή είναι ένθεοι, στον βαθμό δηλ. που ανέρχονταν αληθώς & όντως προς τους Θεούς και το νοητό Κόσμο, είναι οι ίδιοι. Όμως οι άνθρωποι τους κατανοούν διαφορετικά, βλέπουν μια πλευρά του θείου λόγω αφενός διαφορετικού τρόπου μέθεξης αφετέρου λόγω πολλαπλών οντικών πτώσεως – βλ. Ησιόδεια γένη. Έτσι ο κάθε λαός ή άνθρωπος – στην «χ» χρονική στιγμή ή Κοσμολογική περίοδο – έχει Θεό ή Θεούς ανάλογα με το αν “βλέπει” μόνο την υπερούσια & αμέθεκτη Ενάδα/Αγαθότητα/Θεό των υπερούσιων, μεθεκτών & αυτοτελών Ενάδων/Αγαθοτήτων/Θεών (την Ενάδα των Ενάδων, το Ένα ή Αγαθό : τον πρώτο Θεό) ή μόνο τις υπερούσιες, μεθεκτές & αυτοτελείς Ενάδες/Αγαθότητες/Θεούς ή τον νου της εκάστοτε Ενάδας/Αγαθοτητας/Θεότητας ως μονάδα της εκάστοτε θείας βαθμίδας και του εκάστοτε θείου πλήθους – π.χ. τον αμέθεκτο, Πηγαίο & νοητικό δημιουργό & πατέρα Ζεύς ως μονάδα τόσο των υπερκόσμιων όσο και των εγκόσμιων Θεών-, δίχως να βλέπει το πλήθος των Θεών, Αρχαγγέλων, Αγγέλων, Δαιμόνων, Ηρώων, υποσελήνιων αρχόντων ή Κοσμοκρατόρων, υλικών αρχόντων και ψυχών (άχραντες & ανθρώπινες) που δημιουργούνται από αυτή και συντάσσονται κάτω από αυτήν.[8]
Τα λόγια του Πλουτάρχου είναι τα πλέον επεξηγηματικά:
«Και για να συνοψίσουμε: ούτε το ύδωρ, ούτε ο ήλιος, ούτε η γη, ούτε ο ουρανός είναι ο Όσιρις ή η Ίσιδα. Ούτε κάποιο άλλο, ούτε το πυρ ή η ξηρασία ουδέ η θάλασσα είναι ο Τυφώνας, αλλά δεν θα σφάλουμε εάν απλώς όσο μέρος σε ταύτα είναι άμετρο και άτακτο το αποδώσουμε στον Τυφώνα, ενώ το κεκοσμημένο και αγαθό και ωφέλιμο της Ίσιδας είναι έργο, εικόνα δε και μίμημα & λογική απεικόνιση του Οσίριδος. Αλλά και τον Εύδοξο θα σταματήσουμε να απιστεί και να απορεί, γιατί δεν μετέχει της ερωτικής επιμέλειας η Δήμητρα παρά μόνο η Ίσιδα, και γιατί ο Διόνυσος, που προσομοιώνεται με τον Όσιρι, δεν δύναται μήτε του Νείλου τα ύδατα να πολλαπλασιάζει μήτε των τεθνηκόντων να άρχει. Διότι δια της κοινής λογικής τους οι θεοί τούτοι, ο Όσιρις και η Ίσις, ηγούνται της παραγωγής όλων των εγκόσμιων αγαθών. Και όσο κάλος και αγαθό υπάρχει εν τη Φύσει, δια τούτων των δυο θεών υπάρχει, ο μεν Όσιρις δίνει τις αρχές, η δε Ίσις αφού τις δεχθεί τις διανέμει. Με τον ίδιο τρόπο θα αντιταχθούμε και στους πολλούς και φορτικούς, οι οποίοι όσα αναφέρονται γύρω από τούτους τους δύο θεούς αισθάνονται εξαιρετική ευχαρίστηση να τα συσχετίζουν είτε με τις καθ’ έκαστην εποχή του έτους ατμοσφαιρικές μεταβολές ή με τις παραγωγές των καρπών, τις σπορές και τα οργώματα, και λέγουν ότι θάπτεται μεν ο Όσιρις όταν ο καρπός σπειρόμενος κρύπτετε στην γη, πάλι δε επανέρχεται στην ζωή και εκ νέου εμφανίζεται όταν αρχίζει η βλάστηση. Ότι δε δια τούτο και λέγεται, ότι, όταν η Ίσιδα αντελήφθη ότι διατελεί έγκυος, τότε κρέμασε επι τον τράχηλο της ένα φυλακτό την έκτη ημέρα της αρχής του μηνός Φαωφί. Και ότι ο Αρποκράτης γεννήθηκε περί την χειμερινή τροπή ετελής και νεαρός εν τις πρώτες ανθήσεις και πρώτες βλαστήσεις – γι’ αυτό και προσκομίζουν σε αυτόν απαρχές από τις φακές, οι οποίες φυτρώνουν, τις δε λόχειες ημέρες γιορτάζουν μετά την εαρινή ισημερία. Αυτά, λοιπόν, ακούγοντας οι άνθρωποι, ικανοποιούνται και τα πιστεύουν, έλκοντας από αυτά, τα πρόχειρα και συνηθισμένα, τις πιθανότητες τής πίστης τους. Και δεν είναι τόσο επικίνδυνο να λέγονται αυτά, εάν και εφόσον εμείς κατά πρώτον διαφύλατταν τους θεούς κοινούς όλων των ανθρώπων και δεν τους καθιστούσαν θεούς αποκλειστικώς και μόνον των Αιγυπτίων, με το να ονομάζουν δια των ονομάτων τούτων εξ ολοκλήρου τον Νείλο και αποκλειστικώς την χώρα, που αυτός αρδεύει, ή μιλώντας για την γέννηση Θεών από έλη και λωτούς, δεν στερούσαν παντελώς μεγάλους θεούς από τους άλλους λαούς, στους οποίους δεν υπάρχει ούτε Νείλος ούτε Βούτος ούτε Μέμφις. Ενώ άπαντες έχουν και γνωρίζουν την Ίσιδα και τους περί αυτήν θεούς, αν και μερικοί έχουν μάθει προσφάτως να τους ονομάζουν με τα αιγυπτιακά ονόματά, εκάστου όμως θεού την δύναμη από παλιά την γνώριζαν και τον τιμούσαν. Δεύτερον δε, που είναι και το σπουδαιότερο, οφείλουν να καταβάλουν εξαιρετική προσοχή και ευλάβεια, μήπως χωρίς να το εννούν, εκμηδενίζουν και αποσυνθέτουν τα θεία ταυτίζοντάς τα με ανέμους και ρέοντα ύδατα και σπορές και οργώματα και μεταβολές της γης και εναλλαγές των ωρών του έτους, ακριβώς όπως πράττουν όσοι εκλαμβάνουν τον οίνο για Διόνυσο και το πυρ ως Ήφαιστο. Όπως ο Κλεάνθης, που ονομάζει κάπου Φερσεφόνη τον άνεμο, που φέρεται δια μέσου των καρπών, και έπειτα απότομα παύει. Κι όπως κάποιος ποιητής λέγει για τους θεού πως “την εποχή που οι ρωμαλέοι τέμνουν τής Δήμητρας τ’ άκρα”. Αυτοί, λοιπόν, σε τίποτε δεν διαφέρουν απ’ όσους θεωρούν κυβερνήτη τού πλοίου τα ιστία, τα σχοινιά και την άγκυρα, υφαντή τα νήματα και τα υφάδια, και ιατρό την λεκάνη ή το μελίκρατο[9] ή τον κριθαροζωμό. Αλλά εισάγουν στην σκέψη των αφελών ασεβείς και άθεα δόγματα περί θεών όταν αποδίδουν ονόματα Θεών σε αναίσθητα και άψυχα πράγματα και φθειρόμενα, υποκείμενα κατ’ ανάγκη σε καταστροφή εκ μέρους των ανθρώπων, οι οποίοι τα έχουν ανάγκη και τα χρησιμοποιούν. Αυτά δεν επιτρέπεται να τα νοούμε ως θεούς. Αφού δεν είναι άννους ουδέ άψυχος κι ούτε υποχείριο του ανθρώπου ο θεός. Αλλά αυτούς που μας δωρίζουν και μας παρέχουν αέναα και διαρκή τα αναγκαία θεούς τους θεωρούμε, και δεν είναι διαφορετικοί από τόπο σε τόπο, ούτε βάρβαροι ή Έλληνες, ούτε νότιοι ή βόρειοι. Αλλά όπως ακριβώς ο Ηλιός και η Σελήνη, ο ουρανός η γη και η θάλασσα είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους, ονομάζονται όμως με διαφορετικό τρόπο από τον κάθε έναν, έτσι μια θεία λογική αρχή τα πάντα κοσμοποιεί και μια θεία πρόνοια επιτροπεύει και υπάρχουν δυνάμεις θείες που είναι υπουργοί της επί τα πάντα τεταγμένες, εν τούτης υπάρχουν διαφορετικές σε κάθε λαό τιμές και προσυγορεύσεις σύμφωνες με τους νόμους τους.»[10]
Ξέχασε η ανθρωπότητα την διδασκαλία των θειότατων φιλοσόφων & ιερέων Πυθαγόρα & Πλάτωνα:
«Οι Πυθαγόρειοι έλεγαν ότι τα πάντα γεννιούνται από τους πρώτους και ηγετικούς αριθμούς και ότι όλα τα εγκόσμια λαμβάνουν υπόσταση από τους τρείς Θεούς. Ένδειξη αυτών των Θεών περιέχουν η μονάδα, η δυάδα και η τριάδα, ώστε πρέπει να ξεκινήσει από αυτές και να έχει τον νου του σε αυτές όποιος πρόκειται να γίνει μελετητής της Φύσης. Επιπλέων, τα συναίτια των φυσικών πραγμάτων έχουν μελετηθεί και από άλλους, όμως το τελικό, το υποδειγματικό και το δημιουργικό αίτιο έχουν εξεταστεί ειδικά από εκείνους. Αυτά, λοιπόν, τα αίτια δηλώνονται με τους εν λόγω αριθμούς. Το τελικό με την μονάδα, γιατί είναι επικεφαλής των αριθμών, στη θέση του Αγαθού. Το υποδειγματικό με τη δυάδα, γιατί η ετερότητα των όντων διαχώρισε τις πρωταρχικές αιτίες των πάντων. Επιπλέον, η δυάδα είναι αρχή της τετράδας των νοητών υποδειγμάτων. Το δημιουργικό, τέλος, αίτιο δηλώνεται με την τριάδα. Γιατί ο νους ταιριάζει στην τριάδα, καθώς είναι τρίτος από το όντως ΟΝ με ενδιάμεση την ζωή, ή τρίτος από τον πατέρα με ενδιάμεση την δύναμη, ή τρίτος από το νοητό με ενδιάμεση την νόηση. Γιατί όποια σχέση έχει η μονάδα προς την δυάδα, την ίδια σχέση έχει το όντως ΟΝ προς την ζωή, ο πατέρας προς την δύναμη, και το νοητό προς την νόηση. Και όποια σχέση έχει η δυάδα προς την τριάδα, την ίδια σχέση έχει η ζωή, η δύναμη και η νόηση προς τον νου. Επιπλέον όλα τα θεία υπάρχουν σε όλα τα θεία και είναι ενωμένα μεταξύ τους, ώστε να είναι και όλοι οι θεοί μέσα σε έναν και καθένας τους μέσα σε όλους και να συγκρατούνται με την θεία φιλία. Και ο Σφαίρος που υπάρχει εκεί περιέχει την μία ένωση των θεών. Δικαιολογημένα, λοιπόν, και ο Σωκράτης, έχοντας κατά νου το θείο, κάνει αρχή από την κοινωνία και την ομόνοια και σε αυτήν καλεί και τους άλλους. Έξαλλου, και η παράθεση γεύματος και η συμμετοχή σε γεύμα είναι λέξεις που ταιριάζουν στους Θεούς, και εξίσου στους εγκόσμιους θεούς. Γιατί ανεβαίνουν μαζί με τους ανεξάρτητους θεούς σε “σε γεύμα και γιορτή”, όπως λέει ο Σωκράτης στον “Φαίδρο, 247.a”, και το τραπέζι την ημέρα της γεννήσεως της Αφροδίτης παρατίθεται από τον “μεγάλο” Ζευς. Ανάλογα, λοιπόν, ζητά και ο Σωκράτης να συμβαίνουν ανάμεσα και στα μέλη της παρέας του και να κοινωνήσουν μεταξύ τους τις περί τα θεία νοήσεις. Και δεν είναι καθόλου περίεργο που ο Τίμαιος και φιλοξενεί τους άλλους και φιλοξενείται από αυτούς, επειδή και από τους θεολόγους έχουν εξυμνηθεί μεταδόσεις και ανταλλαγές των δυνάμεων, καθώς τα θεία συμπληρώνουν το ένα το άλλο και συμπληρώνονται το ένα από το άλλο. Έτσι και από τους Φοιβόληπτους ποιητές ακούσαμε ότι οι θεοί φιλεύουν αλλήλους με τις νοητικές ενέργειές τους ή με τις προνοητικές πράξεις τους στο σύμπαν: “εκείνοι με χρυσά κύπελλα ο ένας τον άλλον χαιρετούσαν, κοιτάζοντας την πόλη των Τρώων”. Αν, μάλιστα, γνωρίζουν και νοούν ο ένας τον άλλον, “γιατί οι θεοί δεν είναι άγνωστοι ο ένας στον άλλον”, και αν το νοητό είναι τροφή του νοητικού, σύμφωνα με τον χρησμό, είναι φανερό ότι και η ανταλλαγή φιλοξενίας υπάρχει πρώτα στους θεούς και οι σοφότεροι άνθρωποι, μιμούμενοι και σε αυτό τους θεούς, μεταδίδουν ο ένας στον άλλο γενναιόδωρα τις νοήσεις τους.»[11]
Εξ ου και οι Πυθαγόρειοι μιμούμενοι τους Θεούς :
«πρέσβευαν την φυσική επικοινωνία, την επικοινωνία των φυσικών όντων, τόσο εν τη γενέσει, με βάση την οποία όλα καθίστανται ρητά και συμμετρικά μεταξύ τους, όσο και την εν τοις ουρανίοις. Γιατί και εκείνα μεταδίδουν το ένα στο άλλο τις δυνάμεις τους.»[12] Εξ ου και σχολιάζοντας τα λόγια του Σωκράτης του “Τίμαιου, 17.a” που λέγει : «Φυσικά, και κατά δύναμη δε θα παραλείψουμε τίποτα. Γιατί δεν θα ήταν δίκαιο, ενώ χτες φιλευτήκαμε από εσένα με όσα φιλέματα ήταν πρέπον, να μη σου ανταποδώσουμε τη φιλοξενία με προθυμία εμείς οι υπόλοιποι», ο Πρόκλος εξηγεί πως: «Φυσικά διδάγματα που πρέπει να πάρουμε από αυτό το χωρίο είναι τα εξής: πρώτον, η ανταπόδοση των λόγων αποτελεί εικόνα της επικοινωνίας και της ανταλλαγής των δυνάμεων στα έργα της Φύσης. Λόγω της ανταλλαγής αυτής όλα έχουν συμπαραταχτεί και συντελούν στην μία αρμονία του σύμπαντος. Δεύτερον, οι ενέργειες της Φύσης εναλλάσσονται, καθώς κάθε φορά το ένα ή το άλλο αίτιο προκαλεί το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα. Με αυτό μοιάζει η ανταπόδοση της φιλοξενίας στον χτεσινό οικοδεσπότη. Θεολογικά δόγματα είναι τα εξής: το δημιουργικό αίτιο προχωρά μέσα από όλα και συμπληρώνει τα πάντα και αποκόπτει κάθε έλλειψη με τη δύναμή του και την γόνιμη αφθονία του, με βάση την οποία δεν αφήνει τίποτα στερημένο από τον εαυτό του. Γιατί χαρακτηρίζεται από υπερπληρότητα, επάρκεια και πλήρη τελειότητα. Αλλά και η ανταπόδοση της φιλοξενίας είναι παρμένη από την φιλοξενία των μύθων για τους θεούς, με βάση την οποία οι θεοί χαιρετούν ο ένας τον άλλον, “εκείνοι με χρυσά κύπελλα ο ένας τον άλλον χαιρετούσαν” λέγει ο Όμηρος στην “Ιλιάδα, Δ’ 4”. Μάλιστα πληρούνται με νέκταρ κοντά στον μέγιστο Ζευς. Και δεν έχει ειπωθεί απλά “να σου αντιδώσουμε τη φιλοξενία (ἀνθεστιᾶν)” αλλά να “να σου ανταποδώσουμε τη φιλοξενία (ἀνταφεστιᾶν)”. γιατί το “αποδίδω” συμπεριλαμβάνει την ολοκληρωτική αποπληρωμή της φιλοξενίας. Αυτό παρατηρείται και στα καθολικότερα όντα. Γιατί και οι φαινόμενες διακοσμήσεις (=Κόσμοι) με την κορυφαία καταλληλότητά τους προσκαλούν τις αφανείς δυνάμεις, και εκείνες λόγω της αφθονίας της αγαθότητά τους τις/τους τελειοποιούν και αυτές/αυτούς, και συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους και η μετάδοση της τελειότητας γίνεται ανταπόδοση της πρόσκλησης. Επιπλέον, η πραγματοποίηση όλων αυτών σύμφωνα με το “δίκαιο” αποτελεί εικόνα της Δίκης/Δικαιοσύνης που μαζί με τον Ζευς τακτοποιεί τα πάντα, το δε “πρέπον” αποτελεί εικόνα της αιτίας που φωτίζει το σύμπαν με το κάλλος του δημιουργού, και τα “φιλέματα” είναι εικόνα της ανταλλαγής που είναι καθορισμένη σύμφωνα με τις θείες ιδιότητες. Γιατί καθένα θείο έχει δικές του δυνάμεις και ενέργειες. Όπως ακριβώς, λοιπόν, ο Σωκράτης φίλεψε τον Τίμαιο με τους λόγους της φιλοσοφίας του, έτσι και ο καθένας από τους θεούς ενεργώντας με βάση τις δικές του δυνάμεις συντελεί στη μια και ανώτερη πρόνοια του δημιουργού για το σύμπαν.»[13]
«έθεταν την Φιλία και την ομονοητική[14] ζωή ως σκοπό ολόκληρης της φιλοσοφίας τους.»[15], εξ ου και «αυτή ο Σωκράτης στον “Τίμαιο” την έχει προβάλει πριν από όλα αποκαλώντας τον Τίμαιο φίλο.»[16] Αλλά και ο Πλάτων στους “Νόμους” λέγει ότι : «Θα βρούμε λοιπόν την πρώτη (καλύτερη) πόλη, πολιτεία (πολίτευμα), και νόμους εκεί που ισχύει το παλιό γνωμικό το οποίο λέει ότι τα αγαθά των φίλων είναι κοινά. Δεν ξέρω βέβαια αν υπάρχει ή θα υπάρξει κάποτε μια κοινωνία, όπου τα πάντα θα ανήκουν σε όλους – κοινές γυναίκες, κοινά παιδιά και αγαθά αλλά σε μία τέτοια πόλη η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας θα εξαφανιστεί ολοκληρωτικά. Τα πάντα θα είναι στην διάθεση όλων, ακόμα και εκείνα που από την φύση τους αποτελούν ιδιοκτησία κάθε ανθρώπου, όπως τα όμματα ή τα ώτα ή τα χέρια, με την έννοια ότι όλοι οι πολίτες βλέπουν, ακούνε και ενεργούν από κοινού επιβάλλουν τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα στην πόλη και είναι οι καλύτεροι που μπορούν να υπάρξουν. Σε μια τέτοια πόλη κατοικούν είτε Θεοί είτε παίδες θεών και η ζωή όλων όσων έχουν τέτοιους νόμους είναι στ’ αλήθεια ευφραινόμενοι. Επομένως, δεν χρειάζεται να ψάξουμε αλλού για να βρούμε πιο υποδειγματικό πολίτευμα από αυτό. Αν πραγματοποιηθούν όσα είπαμε, θα το κάνουν αθάνατο και δεύτερο σε αξία.»[17] Άλλωστε: «η τελειότητα επέρχεται στις ψυχές μέσω της φιλίας και της (επι)κοινωνίας με τα ενάρετα ήθη, πράγμα που φρόντιζαν ιδιαιτέρως οι Πυθαγόρειοι, κάνοντας σκοπό της ζωής τους την καθαρότατη φιλία.»[18] Μιας και «η αληθινή φιλία είναι χαρακτηριστικό των ίδιων των Θεών και των ανώτερων από εμάς γενών, και φτάνει στις αγαθές ψυχές.»[19] Όμως «Οφείλουμε να ξέρουμε ότι η φιλία είναι μεν πράγμα σεβαστό και πολύτιμο, χρειάζεται όμως ζωή πρέπουσα στους θεούς και νοητική. Διότι για πρώτη φορά έλαβε υπόσταση μεταξύ των Θεών με τη νοητική ζωή και τον, κατά Εμπεδοκλή, νοητό θεό, τον οποίο εκείνος αποκαλεί συνήθως “Σφαίρο”.»[20] Αλλά και ο Πρόκλος λέγει ότι : «Τελικός σκοπός της άριστης πολιτείας είναι η ένωση, όπως βέβαια και της συστάσεως του Κόσμου, και πριν από τον Κόσμο τούτο το Ένα. Διότι η ομοιότητα ανήκει στην συστοιχία του Ενός. Εξ ου και όλα τα στοιχεία που λαμβάνουν την πρόοδό τους παράγονται μέσω της ομοιότητας από τα οικεία του αίτια, και όλα όσα επιστρέφουν προς τις αρχές επιστρέφουν μέσω της ομοιότητας λόγω του πόθου τους για το Ένα. Διότι αυτό που δεν μπόρεσε να παραμείνει στο Ένα αποδέχεται το όμοιο ως συγγενικό προς το Ένα. Η αρμονία επίσης και ο ρυθμός, των οποίων προΐστανται οι Μούσες, έχουν την ύπαρξή τους μέσα από την ομοιότητα. Για τούτο βέβαια δεν δημιουργούν όλοι οι λόγοι ρυθμούς ή αρμονίες, αλλά αυτοί της ομοιότητας επιμόριοι και πολλαπλάσιοι. Οι πολυσχιδής και πολυσύνθετος χαρακτήρας των άλλων λόγων είναι ξένος προς τους μουσικούς λόγους. Σε αλληλουχία λοιπόν προς τις δικές τους ενέργειες και προς τα δώρα που προσφέρουν στον Κόσμο, οι Μούσες ανήγαγαν τη διχοστασία στην ανομοιότητα και την φιλία στην ομοιότητα της ζωής. Και ο ίδιος άλλωστε ο ιερός αριθμός των Μουσών ανήκει στη φύση της ταυτότητας και της ομοιότητας, διότι είναι τετράγωνος παραγόμενος από τον πρώτο περιττό και τέλειο, που προσδιορίζεται από τρείς τριάδες, και δεν είναι μόνο τέλειος, αλλά τέλειος ως προς όλες τις αναφορές του, συνδεδεμένος με τη μονάδα από την οποία προήλθε και σπεύδοντας και αυτός να είναι ένα καινούριο ένα.»[21].
«θεωρούσαν ότι οι συμφωνίες, τις οποίες έκαναν ανάμεσά τους, έπρεπε να παραμένουν σε αυτούς σταθερές.»[22]: εξ ου και ο Σωκράτης στην αρχή του “Τίμαιου” αναζητά και ρωτά που είναι το τέταρτο πρόσωπο που υπήρχε στην συνάντηση της “Πολιτείας”.
«Ασπάζονταν την κοινοκτημοσύνη στις ανακαλύψεις των δογμάτων και τα συγγράμματα του ενός Πυθαγορείου ήταν κοινά όλων τους.»[23]: «Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Σωκράτης, στον “Τίμαιο” καλώντας τους ίδιους να γίνουν διαιτυμόνες και εστιάτορες, πληρούντες και πληρομενους, διδάσκοντες και μανθάνοντες.»[24]: Και βέβαια «ο Πλάτων μέσω της ίδιας της μίμησης των τέλειων ανδρών μας σκιαγραφεί τα πρότυπα των καθηκόντων, πρότυπα που έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση από αυτά που εμπεριέχονται σε ξερούς κανόνες. Γιατί η μίμηση διαμορφώνει τη ζωή των ακροατών σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου της. Με αυτά, λοιπόν, δηλώνει με το τι θα χορτάσει ο φιλόσοφος. Με την ακρόαση των λόγων και ποιο θα θεωρήσει ότι είναι το αληθινό γεύμα. Όχι αυτό που έχουν πιστέψει οι περισσότεροι – γιατί αυτό είναι ζωώδες -, αλλά αυτό που χορταίνει τον άνθρωπο που έχουμε μέσα μας. Για αυτό και χρησιμοποιείται συχνά από τον Πλάτωνα το ρήμα “φιλεύω” για τα λόγια. “Ή μήπως είναι φανερό ότι ο Λυσίας σας φίλεψε με λόγια” (βλ. “Φαίδρος, 227.b”) και “Μόνο εσείς οι δυο φιλευτείτε και σε εμάς μην δώσετε” (βλ. “Λυσίας, 211.c”)».[25]
---------------------
[1] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 627.d.11 – 628.e.1»:
Leg 627.d.11 ` to Leg 628.e.1 {ΑΘ.} Πότερος οὖν ἀμείνων, ὅστις τοὺς μὲν ἀπολέσειεν αὐτῶν ὅσοι κακοί, τοὺς δὲ βελτίους ἄρχειν αὐτοὺς αὑτῶν προστάξειεν, ἢ ὅδε ὃς ἂν τοὺς μὲν χρηστοὺς ἄρχειν, τοὺς χείρους δ᾽ ἐάσας ζῆν ἄρχεσθαι ἑκόντας ποιήσειεν; τρίτον δέ που δικαστὴν πρὸς ἀρετὴν εἴπωμεν, εἴ τις εἴη τοιοῦτος ὅστις παραλαβὼν συγγένειαν μίαν διαφερομένην, μήτε ἀπο λέσειεν μηδένα, διαλλάξας δὲ εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον, νόμους αὐτοῖς θείς, πρὸς ἀλλήλους παραφυλάττειν δύναιτο ὥστε εἶναι φίλους.
{ΚΛ.} Μακρῷ ἀμείνων γίγνοιτ᾽ ἂν ὁ τοιοῦτος δικαστής τε καὶ νομοθέτης.
{ΑΘ.} Καὶ μὴν τοὐναντίον γε ἢ πρὸς πόλεμον ἂν βλέπων αὐτοῖς τοὺς νόμους διανομοθετοῖ.
{ΚΛ.} Τοῦτο μὲν ἀληθές.
{ΑΘ.} Τί δ᾽ ὁ τὴν πόλιν συναρμόττων; πρὸς πόλεμον αὐτῆς ἂν τὸν ἔξωθεν βλέπων τὸν βίον κοσμοῖ μᾶλλον, ἢ πρὸς πόλεμον τὸν ἐν αὐτῇ γιγνόμενον ἑκάστοτε, ἣ δὴ καλεῖται στάσις; ὃν μάλιστα μὲν ἅπας ἂν βούλοιτο μήτε γενέσθαι ποτὲ ἐν ἑαυτοῦ πόλει γενόμενόν τε ὡς τάχιστα ἀπαλλάττεσθαι.
{ΚΛ.} Δῆλον ὅτι πρὸς τοῦτον.
{ΑΘ.} Πότερα δὲ ἀπολομένων αὖ τῶν ἑτέρων εἰρήνην τῆς στάσεως γενέσθαι, νικησάντων δὲ ποτέρων, δέξαιτ᾽ ἄν τις, μᾶλλον ἢ φιλίας τε καὶ εἰρήνης ὑπὸ διαλλαγῶν γενομένης, οὕτω τοῖς ἔξωθεν πολεμίοις προσέχειν ἀνάγκην εἶναι τὸν νοῦν;
{ΚΛ.} Οὕτω πᾶς ἂν ἐθέλοι πρότερον ἢ ᾽κείνως περὶ τὴν αὑτοῦ γίγνεσθαι πόλιν.
{ΑΘ.} Οὐκοῦν καὶ νομοθέτης ὡσαύτως;
{ΚΛ.} Τί μήν;
{ΑΘ.} Ἆρα οὖν οὐ τοῦ ἀρίστου ἕνεκα πάντα ἂν τὰ νόμιμα τιθείη πᾶς;
{ΚΛ.} Πῶς δ᾽ οὔ;
{ΑΘ.} Τό γε μὴν ἄριστον οὔτε ὁ πόλεμος οὔτε ἡ στάσις, ἀπευκτὸν δὲ τὸ δεηθῆναι τούτων, εἰρήνη δὲ πρὸς ἀλλήλους ἅμα καὶ φιλοφροσύνη, καὶ δὴ καὶ τὸ νικᾶν, ὡς ἔοικεν, αὐτὴν αὑτὴν πόλιν οὐκ ἦν τῶν ἀρίστων ἀλλὰ τῶν ἀναγκαίων· ὅμοιον ὡς εἰ κάμνον σῶμα ἰατρικῆς καθάρσεως τυχὸν ἡγοῖτό τις ἄριστα πράττειν τότε, τῷ δὲ μηδὲ τὸ παράπαν δεηθέντι σώματι μηδὲ προσέχοι τὸν νοῦν, ὡσαύτως δὲ καὶ πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν ἢ καὶ ἰδιώτου διανοούμενος οὕτω τις οὔτ᾽ ἄν ποτε πολιτικὸς γένοιτο ὀρθῶς, πρὸς τὰ ἔξωθεν πολεμικὰ ἀποβλέπων μόνον καὶ πρῶτον, οὔτ᾽ ἂν νομοθέτης ἀκριβής, εἰ μὴ χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῖ μᾶλλον ἢ τῶν πολεμικῶν ἕνεκα τὰ τῆς εἰρήνης.
[2] Eleg 1.77 ` to Eleg 1.78 Πιστὸς ἀνὴρ χρυσοῦ τε καὶ ἀργύρου ἀντερύσασθαι ἄξιος ἐν χαλεπῆι, Κύρνε, διχοστασίηι.
[3] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 630.a.7 – 630.b.3»:
Leg 630.a.7 ` to Leg 630.b.3 τοῦτον δή φαμεν ἐν πολέμῳ χαλεπωτέρῳ ἀμείνονα ἐκείνου πάμπολυ γίγνεσθαι, σχεδὸν ὅσον ἀμείνων δικαιοσύνη καὶ 630.b σωφροσύνη καὶ φρόνησις εἰς ταὐτὸν ἐλθοῦσαι μετ᾽ ἀνδρείας, αὐτῆς μόνης ἀνδρείας. πιστὸς μὲν γὰρ καὶ ὑγιὴς ἐν στάσεσιν οὐκ ἄν ποτε γένοιτο ἄνευ συμπάσης ἀρετῆς·
[4] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας υπόμνημα, βιβλίο Β’, 1.187.21 – 1.187.24» :
in R 1.187.21 ` to in R 1.187.24 ἐνταῦθα τοίνυν ἀποδέχεται τὸν Θέογνιν ὡς πολιτικῆς ἐπιστήμης μετέχοντα καὶ τῆς ὅλης ἀρετῆς, ἣν δὴ πιστότητα κέκληκεν, ἡγεμόνα καὶ σύμβουλον·
[5] Βλ., Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς «Περί Φυγής, 600.E.7 – 601.B.6» :
De exilio 600.E.7 ` to De exilio 601.B.6 Οἷόν ἐστιν ἡ νῦν σοι παροῦσα μετάστασις ἐκ τῆς νομιζομένης πατρίδος. φύσει γὰρ οὐκ ἔστι πατρίς, ὥσπερ οὐδ᾽ οἶκος οὐδ᾽ ἀγρὸς οὐδὲ χαλκεῖον, ὡς Ἀρίστων (St. V. Fr. I 371) ἔλεγεν, οὐδ᾽ ἰατρεῖον· ἀλλὰ γίνεται μᾶλλον δ᾽ ὀνομάζεται καὶ καλεῖται τούτων ἕκαστον ἀεὶ πρὸς τὸν 600.F οἰκοῦντα καὶ χρώμενον. ὁ γὰρ ἄνθρωπος, ᾗ φησιν ὁ Πλάτων (Tim. 90a), «φυτὸν οὐκ ἔγγειον» οὐδ᾽ ἀκίνητον «ἀλλ᾽ οὐράνιόν» ἐστιν, ὥσπερ ἐκ ῥίζης τὸ σῶμα τῆς κεφαλῆς ὀρθὸν ἱστάσης πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνεστραμμένον. ὅθεν εὖ μὲν ὁ Ἡρακλῆς εἶπεν (Trag. adesp. 392)
«Ἀργεῖος ἢ Θηβαῖος· οὐ γὰρ εὔχομαι μιᾶς· ἅπας μοι πύργος Ἑλλήνων πατρίς.»
ὁ δὲ Σωκράτης βέλτιον, οὐκ Ἀθηναῖος οὐδ᾽ Ἕλλην ἀλλὰ κόσμιος εἶναι φήσας, ὡς ἄν τις Ῥόδιος εἶπεν ἢ Κορίνθιος, ὅτι μηδὲ Σουνίῳ μηδὲ Ταινάρῳ μηδὲ τοῖς Κεραυνίοις ἐνέκλεισεν ἑαυτόν.
«ὁρᾷς τὸν ὑψοῦ τόνδ᾽ ἄπειρον αἰθέρα, καὶ γῆν πέριξ ἔχονθ᾽ ὑγραῖς <ἐν> ἀγκάλαις;» ( Eur. fr. 941, 1. 2 )
οὗτοι τῆς πατρίδος ἡμῶν ὅροι [εἰσί], καὶ οὐδεὶς οὔτε φυγὰς ἐν τούτοις οὔτε ξένος οὔτ᾽ ἀλλοδαπός, ὅπου τὸ αὐτὸ πῦρ ὕδωρ ἀήρ, ἄρχοντες οἱ αὐτοὶ καὶ διοικηταὶ καὶ πρυτάνεις ἥλιος σελήνη φωσφόρος· οἱ αὐτοὶ νόμοι πᾶσι, ὑφ᾽ ἑνὸς προστάγματος καὶ μιᾶς ἡγεμονίας τροπαὶ βόρειοι τροπαὶ νότιοι ἰσημερίαι Πλειὰς Ἀρκτοῦρος ὧραι σπόρων ὧραι φυτειῶν· εἷς δὲ βασιλεὺς καὶ ἄρχων· «θεὸς ἀρχήν τε καὶ μέσα καὶ τελευτὴν ἔχων τοῦ παντὸς εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος· τῷ δ᾽ ἕπεται Δίκη τῶν ἀπολειπομένων τοῦ θείου νόμου τιμωρός» (Plat. Legg. 716a), ᾗ χρώμεθα πάντες ἄνθρωποι φύσει πρὸς πάντας ἀνθρώ πους ὥσπερ πολίτας.
[6] καλή καταγωγή.
[7] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.2 – 113.13»:
in Alc 113.2 ` to in Alc 113.13 ἡ δὲ ἑστῶσα καὶ ἀΐδιος εὐγένεια τῶν ψυχῶν ἀπὸ τῶν θεῶν ἤρτηται περὶ οὓς ἐσπάρησαν, καὶ τῶν θείων δυνάμεων ὑφ᾽ ἃς ἐτάχθησαν· εὐγενέστεραι γὰρ αἱ τῶν θεῶν ὑψηλοτέρων ὀπαδοὶ καὶ αἱ δυνάμεων μειζόνων ἐξημμέναι κατὰ τὴν ἐν τῷ παντὶ διακλήρωσιν. τὸ δὲ αὐτὸ λέγω καὶ περὶ τῶν πόλεων. ἄνωθεν γὰρ ἡ κατὰ τοὺς κλήρους διαφορὰ διήκει καὶ μέχρι τῶν ψυχῶν· καί φαμεν τοὺς μὲν ἐμπυρίους εἶναι, τοὺς δὲ αἰθερίους, τοὺς δὲ οὐρανίους, τοὺς δὲ χθονίους θεούς, καὶ τῶν ψυχῶν τὰς μὲν τῆς ἡλιακῆς εἶναι σφαίρας, τὰς δὲ τῆς Ἑρμαϊκῆς, τὰς δὲ τῆς σεληνιακῆς. καὶ ἔστιν ἡ τοιαύτη κατὰ τόπους διακλήρωσις τῶν ψυχῶν ὄντως ἀξία φρονήματος, ἡ δὲ εἰς τὰς παρ᾽ ἡμῖν πόλεις καὶ τοὺς ἐν γῇ τόπους ἀποβλέπουσα διάκρισις ἄτοπός ἐστι καὶ χαυνότητος αἰτία ταῖς ψυχαῖς.
[8] Αυτό είναι και κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό να γίνεται – αναλυτικά μπορεί να μελετηθεί το «Περί των Θεών των αρχαίων θρησκευτικών παραδόσεων : οι Θεοί της “αρχαίας εποχής”» – εδώ θα αναφέρουμε απλός ότι συμβαίνει διότι όπως λέγει ο Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Τίμαιο του Πλάτωνα, τόμος E’, 3.152.31 – 3.153.15»:
«οι ψυχές λησμονούν γρηγορότερα τις αρχές που βρίσκονται πιο κοντά τους, ενώ θυμούνται περισσότερο τις ανώτερες αρχές. Γιατί οι ανώτερες αρχές λόγω της υπεροχής της δυνάμεως τους επιδρούν περισσότερο στις ψυχές, και λόγω των ενεργειών τους φαίνεται να είναι παρούσες στις ψυχές. Το ίδιο γίνεται και με την όρασή μας. Γιατί, ενώ δεν βλέπουμε πολλά από όσα βρίσκονται πάνω στην γη, ωστόσο πιστεύουμε ότι βλέπουμε την ίδια την σφαίρα των απλανών και τους ίδιους τους αστέρες, επειδή με το φως τους φωτίζουν την όρασή μας. Το μάτι, λοιπόν, της ψυχής ξεχνά και δεν βλέπει περισσότερο τις πλησιέστερες αρχές παρά τις ανώτερες και θεϊκότερες. Έτσι όλες οι θρησκείες και οι αιρέσεις συμφωνούν ότι υπάρχει η πρώτη αρχή και όλοι οι άνθρωποι αποκαλούν κάποιον θεό βοηθό, δεν πιστεύουν όλες, όμως, ότι μετά τις αρχή αυτή υπάρχουν θεοί και πρόνοια από τους θεούς στο σύμπαν. Γιατί βλέπουν ξεκάθαρα το “ένα” από ότι το “πλήθος”. Άλλες πιστεύουν ότι υπάρχουν Θεοί και, θεωρώντας ότι υπάρχει γένος δαιμόνων μετά τους θεούς, αγνοούν την τάξη των ηρώων. Και γενικά αυτό είναι το μεγαλύτερο έργο της επιστήμης περί τα θεία και τα Όντα, να αναπτύξει με λεπτομέρειες τις μεσαίες τάξεις και τις προόδους των Όντων».
in Ti 3.152.31 ` to in Ti 3.153.15 αἱ ψυχαὶ τῶν ἑαυταῖς προσεχεστέρων θᾶττον ἐπιλανθάνονται, τῶν δὲ ὑπερτέρων ἀρχῶν μᾶλλον μνημονεύουσι· δρῶσι γὰρ μᾶλλον εἰς αὐτὰς δι᾽ ὑπεροχὴν δυνάμεως καὶ δοκοῦσιν αὐταῖς παρεῖναι δι᾽ ἐνέργειαν· ὃ δὴ καὶ περὶ τὴν ὄψιν γίγνεται τὴν ἡμετέραν· πολλὰ γὰρ τῶν ἐν γῇ κειμένων οὐχ ὁρῶντες ὅμως αὐτὴν ὁρᾶν δοκοῦμεν τὴν ἀπλανῆ καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀστέρας, διότι καταλάμπουσιν ἡμῶν τὴν ὄψιν τῷ ἑαυτῶν φωτί. μᾶλλον οὖν καὶ τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς λήθην ἴσχει καὶ ἀορασίαν τῶν προσεχεστέρων ἢ τῶν ἀνωτέρω καὶ θειοτέρων ἀρχῶν. οὕτω τὴν μὲν πρωτίστην ἀρχὴν πᾶσαι θρησκεῖαι καὶ αἱρέσεις συγχωροῦσιν εἶναι, καὶ θεὸν πάντες ἄνθρωποι καλοῦσι βοηθόν, θεοὺς δὲ εἶναι μετ᾽ αὐτὴν καὶ πρόνοιαν ἀπ᾽ αὐτῶν ἐν τῷ παντὶ οὐ πᾶσαι πιστεύουσιν· ἐναργέστερον γὰρ αὐταῖς καταφαίνεται τὸ ἓν τοῦ πλήθους. ἄλλαι δὲ θεοὺς μὲν εἶναι νομίζουσι, μετὰ δὲ θεοὺς δαιμόνιον γένος ὑποτιθέμεναι τὴν ἡρωικὴν ἀγνοοῦσι τάξιν· καὶ ὅλως τοῦτο καὶ μέγιστόν ἐστι τῆς ἐπιστήμης ἔργον, τὸ τὰς μεσότητας καὶ τὰς προόδους τῶν ὄντων λεπτουργεῖν.
[9] Μείγμα από μέλι και κρασί.
[10] Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 376.F.5 – 378.A.3»:
De Iside et Osiride 376.F.5 ` to De Iside et Osiride 378.A.3 Συνελόντι δ᾽ εἰπεῖν οὔθ᾽ ὕδωρ οὔθ᾽ ἥλιον οὔτε γῆν οὔτ᾽ οὐρανὸν Ὄσιριν ἢ Ἶσιν ὀρθῶς ἔχει νομίζειν οὐδὲ πῦρ Τυφῶνα πάλιν οὐδ᾽ αὐχμὸν οὐδὲ θάλατταν, ἀλλ᾽ ἁπλῶς ὅσον ἐστὶν ἐν τούτοις ἄμετρον καὶ ἄτακτον ὑπερβολαῖς ἢ ἐνδείαις Τυφῶνι προσνέμοντες, τὸ δὲ κεκοσμημένον καὶ ἀγαθὸν καὶ ὠφέλιμον ὡς Ἴσιδος μὲν ἔργον εἰκόνα δὲ καὶ μίμημα καὶ λόγον Ὀσίριδος σεβόμενοι καὶ τιμῶντες οὐκ ἂν ἁμαρτάνοιμεν. ἀλλὰ καὶ τὸν Εὔδοξον ἀπιστοῦντα παύσομεν καὶ διαποροῦντα (fr. 63), πῶς οὔτε Δήμητρι τῆς τῶν ἐρωτικῶν ἐπιμελείας μέτεστιν ἀλλ᾽ Ἴσιδι τόν τε Διόνυσον <Ὀσίριδι προσομοιοῦσι τὸν> οὐ τὸν Νεῖλον αὔξειν οὔτε τῶν τεθνηκότων ἄρχειν δυνάμενον. ἑνὶ γὰρ λόγῳ κοινῷ τοὺς θεοὺς τούτους περὶ πᾶσαν ἀγαθοῦ μοῖραν ἡγούμεθα τετάχθαι καὶ πᾶν ὅσον ἔνεστι τῇ φύσει καλὸν καὶ ἀγαθὸν διὰ τούτους ὑπάρχειν, τὸν μὲν διδόντα τὰς ἀρχάς, τὴν δ᾽ ὑποδεχομένην καὶ διανέμουσαν. Οὕτω δὲ καὶ τοῖς πολλοῖς καὶ φορτικοῖς ἐπιχειρήσομεν, εἴτε ταῖς καθ᾽ ὥραν μεταβολαῖς τοῦ περιέχοντος εἴτε ταῖς καρπῶν γενέσεσι καὶ σποραῖς καὶ ἀρότοις χαίρουσι τὰ περὶ τοὺς θεοὺς τούτοις συνοικειοῦντες καὶ λέγοντες θάπτεσθαι μὲν τὸν Ὄσιριν, ὅτε κρύπτεται τῇ γῇ σπειρόμενος ὁ καρπός, αὖθις δ᾽ ἀναβιοῦσθαι καὶ ἀναφαίνεσθαι, ὅτε βλαστήσεως ἀρχή· διὸ καὶ λέγεσθαι τὴν Ἶσιν αἰσθομένην ὅτι κύει περιάψασθαι φυλακτήριον ἕκτῃ μηνὸς ἱσταμένου Φαωφί, τίκτεσθαι δὲ τὸν Ἁρποκράτην περὶ τροπὰς χειμερινὰς ἀτελῆ καὶ νεαρὸν ἐν τοῖς προανθοῦσι καὶ προβλαστάνουσι (διὸ καὶ φακῶν αὐτῷ φυομένων ἀπαρχὰς ἐπιφέρουσι), τὰς δὲ λοχείους ἡμέρας ἑορτάζειν μετὰ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν. ταῦτα γὰρ ἀκού οντες ἀγαπῶσι καὶ πιστεύουσιν, αὐτόθεν ἐκ τῶν προ χείρων καὶ συνήθων τὸ πιθανὸν ἕλκοντες. Καὶ δεινὸν οὐδέν, ἂν πρῶτον μὲν ἡμῖν τοὺς θεοὺς φυλάττωσι κοινοὺς καὶ μὴ ποιῶσιν Αἰγυπτίων ἰδίους μηδὲ Νεῖλον ἥν τε Νεῖλος ἄρδει μόνην χώραν τοῖς ὀνόμασι τούτοις καταλαμβάνοντες μηδ᾽ ἕλη μηδὲ λωτοὺς † μὴ θεοποιίαν λέγοντες ἀποστερῶσι μεγάλων θεῶν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἷς Νεῖλος μὲν οὐκ ἔστιν οὐδὲ Βοῦτος οὐδὲ Μέμφις, Ἶσιν δὲ καὶ τοὺς περὶ αὐτὴν θεοὺς ἔχουσι καὶ γιγνώσκουσιν ἅπαντες, ἐνίους μὲν οὐ πάλαι τοῖς παρ᾽ Αἰγυπτίων ὀνόμασι καλεῖν μεμαθηκότες, ἑκάστου δὲ τὴν δύναμιν ἐξ ἀρχῆς ἐπιστάμενοι καὶ τιμῶντες·
[11] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.17.10 – 1.18.28»:
in Ti 1.17.10 ` to in Ti 1.18.28 διὰ τῶν πρώτων καὶ ἡγεμονικῶν ἀριθμῶν πάντα ἐγέννων οἱ ἄνδρες, καὶ ἀπὸ τῶν τριῶν θεῶν πᾶσι τὴν ὑπόστασιν ἐδίδοσαν τοῖς ἐγκοσμίοις. τούτων ἔνδειξιν ἔχουσιν ἥ τε μονὰς καὶ ἡ δυὰς καὶ ἡ τριάς, ὥστε ἀπ᾽ αὐτῶν ἄρχεσθαι δέον καὶ πρὸς αὐτὰς βλέπειν τὸν ἐσόμενον τῆς φύσεως θεατήν. ἔτι τὰ μὲν συν αίτια τῶν φυσικῶν πραγμάτων καὶ παρ᾽ ἄλλοις ἐτεθεώρητο, τὸ δὲ τελικὸν καὶ παραδειγματικὸν καὶ ποιητικὸν ἰδίως παρ᾽ αὐτοῖς ἐξητάζετο. ταῦτ᾽ οὖν τὰ αἴτια διὰ τῶν ἐκκειμένων ἀριθμῶν δηλοῦται, τὸ μὲν τελικὸν διὰ τῆς μονάδος· ἐν τἀγαθοῦ γὰρ τάξει προέστηκε τῶν ἀριθμῶν· τὸ δὲ παραδειγματικὸν διὰ τῆς δυάδος· ἡ γὰρ ἑτερότης τῶν ὄντων διέκρινε τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας τῶν ὅλων· ἔτι δὲ καὶ ἡ δυὰς ἀρχὴ τῆς τετρακτύος ἐστὶ τῶν νοητῶν παραδειγμάτων· τὸ δὲ ποιητικὸν σημαίνεται διὰ τῆς τριάδος· οἰκεῖος γὰρ ὁ νοῦς τῇ τριάδι, τρίτος ὢν ἀπὸ τοῦ ὄντος διὰ μέσης τῆς ζωῆς, ἢ ἀπὸ τοῦ πατρὸς διὰ τῆς δυνάμεως, ἢ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ διὰ τῆς νοήσεως· ἀνάλογον γὰρ ὡς μονὰς πρὸς δυάδα, οὕτως τὸ ὂν πρὸς τὴν ζωήν, καὶ ὁ πατὴρ πρὸς τὴν δύναμιν, καὶ τὸ νοητὸν πρὸς τὴν νόησιν· ὡς δὲ δυὰς πρὸς τριάδα, ἥ τε ζωὴ πρὸς τὸν νοῦν καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ νόησις. ἔτι τὰ θεῖα πάντα ἐν πᾶσίν ἐστι καὶ ἥνωται ἀλλήλοις, ὡς εἶναι καὶ πάντας ἐν ἑνὶ καὶ ἐν πᾶσιν ἕκαστον καὶ διὰ τῆς θείας φιλίας συνέχεσθαι· καὶ ὁ ἐκεῖ <Σφαῖρος> [Emped. frg. 27D.] τὴν μίαν ἕνωσιν περιέχει τῶν θεῶν. εἰκότως ἄρα καὶ ὁ Σωκράτης εἰς τὸ θεῖον βλέπων κοινωνίας καὶ ὁμονοίας προκατάρχει καὶ εἰς ταύ την καὶ τοὺς ἄλλους παρακαλεῖ. καὶ μὴν καὶ ἡ ἑστίασις καὶ ἡ δαὶς προσήκοντά ἐστιν ὀνόματα τοῖς θεοῖς καὶ οὐχ ἥκιστα τοῖς ἐγκοσμίοις· συνανίασι γὰρ τοῖς ἀπολύτοις θεοῖς <ἐπὶ δαῖτά τε καὶ θοίνην>, ὥς φησιν ὁ ἐν τῷ <Φαίδρῳ Σωκράτης> [247.a ], καὶ ἡ ἑστίασις ἡ ἐν τοῖς γενεθλίοις τῆς Ἀφροδίτης παρὰ τῷ μεγάλῳ γίγνεται Διί. ταῦτα δὴ καὶ ὁ Σωκράτης ἀνάλογον ἀξιοῖ γίγνεσθαι περὶ αὐτούς, νοήσεων θείων κοινωνοῦντας ἀλλήλοις. καὶ οὐδὲν θαυμαστόν, εἰ καὶ Τίμαιος ἑστιᾷ τοὺς ἄλλους καὶ ἑστιᾶται παρ᾽ αὐτῶν, ἐπεὶ καὶ παρὰ τοῖς <θεολόγοις> μεταδόσεις εἰσὶ δυνάμεων ὑμνημέναι καὶ μετουσίαι, πληρούντων τε ἄλληλα τῶν θείων καὶ πληρουμένων ὑπ᾽ ἀλλήλων· οὕτω γὰρ καὶ παρὰ τοῖς <φοιβολήπτοις ποιηταῖς> ἠκούσαμεν, ὅτι δεξιοῦνται ἀλλήλους οἱ θεοὶ ταῖς νοεραῖς ἐνεργείαις ἢ ταῖς προνοητικαῖς εἰς τὸ πᾶν ποιήσεσι·
<τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσι δειδέχατ᾽ ἀλλήλους Τρώων πόλιν εἰσορόωντες> [Δ 4]. εἰ δὲ καὶ γιγνώσκουσιν ἀλλήλους καὶ νοοῦσιν· <οὐ γάρ τ᾽ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται> [ε 79]· τροφὴ δὲ τὸ νοητὸν τῷ νοοῦντι κατὰ τὸ <λόγιόν> ἐστι, δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἀνταφεστιᾶν πρώτως ἐν τοῖς θεοῖς, καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ σοφώτεροι μιμούμενοι καὶ ταύτῃ τοὺς θεοὺς μεταδιδόασιν ἀλλήλοις ἀφθόνως τῶν οἰκείων ἕκαστοι νοήσεων.
[12] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.17.4 – 1.17.7»:
in Ti 1.17.4 ` to in Ti 1.17.7 ἔτι τὴν φυσικὴν κοινωνίαν οἱ ἄνδρες ἐπρέσβευον, τήν τε ἐν τῇ γενέσει, καθ᾽ ἣν πάντα ῥητὰ καὶ σύμμετρα ἀλλήλοις ἀποτελεῖται, καὶ τὴν ἐν τοῖς οὐρανίοις· μεταδίδωσι γὰρ ἀλλήλοις καὶ ἐκεῖνα τῶν οἰκείων δυνάμεων.
[13] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνα, βιβλίο Α’, 1.25.8 – 1.26.8»:
in Ti 1.25.8 ` to in Ti 1.26.8 φυσικὰ δὲ τὸ τὴν ἀντίδοσιν τῶν λόγων εἰκόνα φέρειν τῆς ἐν τοῖς φυσικοῖς ἔργοις κοινωνίας τῶν δυνάμεων καὶ ἀμοιβῆς, δι᾽ ἣν πάντα συντέτακται καὶ εἰς τὴν μίαν ἁρμονίαν συντελεῖ τοῦ παντός, καὶ τὸ κατὰ χρόνον ἐξαλλάττεσθαι τὰς τῆς φύσεως ἐνεργείας, νῦν μὲν ἄλλων, νῦν δὲ ἄλλων ποιούντων εἰς ἄλλα καὶ ἄλλα· τούτοις γὰρ ἔοικε τὸ ἀνταφεστιᾶν τὸν ἑστιάσαντα χθές. θεολογικὸν δὲ τὸ τὸ δημιουργικὸν αἴτιον διὰ πάντων προϊέναι καὶ πάντα πληροῦν καὶ πᾶσαν ἔλλειψιν ἀποκόπτειν διὰ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως καὶ τῆς γονίμου περιουσίας, καθ᾽ ἣν οὐδὲν ἀφίησιν ἔρημον ἑαυτοῦ· τῷ γὰρ ὑπερπλήρει καὶ τῷ ἱκανῷ καὶ τῷ παντελείῳ χαρακτηρίζεται. καὶ μὴν καὶ τὸ <ἀνταφεστιᾶν> ἀπὸ τῆς ἐν ταῖς θεομυθίαις ἑστιάσεως εἵλκυσται, καθ᾽ ἣν δεξιοῦνται ἀλλήλους οἱ θεοί· <τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσι Δειδέχατ᾽ ἀλλήλους> [Δ 4]· παρὰ τῷ μεγίστῳ Διὶ πληρούμενοι τοῦ νέκταρος. καὶ οὐδὲ ἁπλῶς εἴρηται ἀνθεστιᾶν, ἀλλ᾽ ἀνταφεστιᾶν· ἡ γὰρ ἀφεστίασις τὴν ὁλοτελῆ τῆς ἑστιάσεως ἀποπλήρωσιν συνείληφεν. ὁρᾶται δὲ τοῦτο καὶ ἐν τοῖς ὅλοις· αἵ τε γὰρ φαινόμεναι διακοσμήσεις διὰ τῆς ἑαυτῶν ἄκρας ἐπιτηδειότητος προκαλοῦνται τὰς ἀφανεῖς δυνάμεις, καὶ ἐκεῖναι δι᾽ ἀγαθότητος ὑπερβολὴν καὶ ταύτας τελειοῦσι, καὶ συνάπτεται ταῦτα πάντα ἀλλήλοις, καὶ ἀνταπόδοσις γίνεται τῆς προκλήσεως ἡ τῆς τελειότητος μετάδοσις. ἔτι τοίνυν τὸ μετὰ <τοῦ δικαίου> ταῦτα πάντα ποιεῖν εἰκόνα φέρει τῆς Δίκης τῆς ἅμα τῷ Διὶ πάντα ταττούσης, τὸ <δὲ πρέπον> τῆς τῷ καλῷ τῷ δημιουργικῷ τὰ ὅλα καταλαμπούσης αἰτίας, τὰ <δὲ ξένια> τῆς κατὰ τὰς θείας ἰδιότητας ἀφωρισμένης ἐξαλλαγῆς· ἕκαστον γὰρ τῶν θείων οἰκείας ἔχει δυνάμεις καὶ ἐνεργείας. ὥσπερ οὖν ὁ <Σωκράτης> τοῖς ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ φιλοσοφίας λόγοις ἐξένισε τὸν Τίμαιον, οὕτω δὴ καὶ τῶν θεῶν ἕκαστος κατὰ τὰς ἰδίας ἐνεργῶν δυνάμεις συντελεῖ πρὸς τὴν μίαν τοῦ δημιουργοῦ καὶ ὑπερέχουσαν πρόνοιαν τῶν ὅλων.
[14] «το ιδιαίτερο έργο της δικαιοσύνης, και καμίας άλλης τέχνης, είναι να δημιουργεί φιλία μέσα στις πόλεις.»
—-Βλ. Πλάτων «Κλειτόφων, 409.d.4 – 6.» —-
Clit 409.d.4 ` to Clit 409.d.6 τὸ τῆς δικαιοσύνης ἴδιον ἔργον, ὃ τῶν ἄλλων οὐδεμιᾶς, φιλίαν ἐν ταῖς πόλεσιν ποιεῖν.
«η όντως φιλία δηλώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια με τη λέξη ομόνοια.»
—-Βλ. Πλάτων «Κλειτόφων, . 409.e.3 – 4» —-
Clit 409.e.3 ` to Clit 409.e.4 τὴν δὲ ὄντως καὶ ἀληθῶς φιλίαν εἶναι σαφέστατα ὁμόνοιαν.
[15] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.27 – 1.15.28» :
in Ti 1.15.27 ` to in Ti 1.15.28 τὴν φιλίαν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι σκοπὸν ἐτίθεντο πάσης τῆς ἑαυτῶν φιλοσοφίας καὶ τὴν ὁμονοητικὴν ζωήν·
[16] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.28 – 1.15.30»:
in Ti 1.15.28 ` to in Ti 1.15.30 ταύτην δὴ καὶ ὁ Σωκράτης πρὸ πάντων προβέβληται φίλον τὸν Τίμαιον ἀποκαλῶν.
[17] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 739.b.8 – 739.e.3»:
Leg 739.b.8 ` to Leg 739.e.3 Πρώτη μὲν τοίνυν πόλις τέ ἐστιν καὶ πολιτεία καὶ νόμοι ἄριστοι, ὅπου τὸ πάλαι λεγόμενον ἂν γίγνηται κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν ὅτι μάλιστα· λέγεται δὲ ὡς ὄντως ἐστὶ κοινὰ τὰ φίλων. τοῦτ᾽ οὖν εἴτε που νῦν ἔστιν εἴτ᾽ ἔσται ποτέ— κοινὰς μὲν γυναῖκας, κοινοὺς δὲ εἶναι παῖδας, κοινὰ δὲ χρή ματα σύμπαντα—καὶ πάσῃ μηχανῇ τὸ λεγόμενον ἴδιον πανταχόθεν ἐκ τοῦ βίου ἅπαν ἐξῄρηται, μεμηχάνηται δ᾽ εἰς τὸ δυνατὸν καὶ τὰ φύσει ἴδια κοινὰ ἁμῇ γέ πῃ γεγονέναι, οἷον ὄμματα καὶ ὦτα καὶ χεῖρας κοινὰ μὲν ὁρᾶν δοκεῖν καὶ ἀκούειν καὶ πράττειν, ἐπαινεῖν τ᾽ αὖ καὶ ψέγειν καθ᾽ ἓν ὅτι μάλιστα σύμπαντας ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς χαίροντας καὶ λυπου μένους, καὶ κατὰ δύναμιν οἵτινες νόμοι μίαν ὅτι μάλιστα πόλιν ἀπεργάζονται, τούτων ὑπερβολῇ πρὸς ἀρετὴν οὐδείς ποτε ὅρον ἄλλον θέμενος ὀρθότερον οὐδὲ βελτίω θήσεται. ἡ μὲν δὴ τοιαύτη πόλις, εἴτε που θεοὶ ἢ παῖδες θεῶν αὐτὴν οἰκοῦσι πλείους ἑνός, οὕτω διαζῶντες εὐφραινόμενοι κατοι κοῦσι· διὸ δὴ παράδειγμά γε πολιτείας οὐκ ἄλλῃ χρὴ σκοπεῖν, ἀλλ᾽ ἐχομένους ταύτης τὴν ὅτι μάλιστα τοιαύτην ζητεῖν κατὰ δύναμιν.
[18] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, τόμος Α’, 677.24 – 677.29»:
in Prm 677.24 ` to in Prm 677.29 διὰ φιλίας καὶ κοινωνίας τῶν σπουδαίων ἠθῶν ἡ τελειότης προσγίγνεται ταῖς ψυχαῖς, περὶ ἣν οἱ Πυθαγόρειοι διαφερόντως ἐσπούδαζον, τέλος ποιούμενοι τῆς ἑαυτῶν ζωῆς τὴν καθαρωτάτην φιλίαν•
[19] Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.13 – 113.15:
in Alc 113.13 ` to in Alc 113.15 ἡ ἀληθινὴ φιλία καὶ τῶν θεῶν ἐστὶν αὐτῶν καὶ τῶν κρειττόνων ἡμῶν γενῶν, ἥκει δὲ καὶ εἰς ψυχὰς τὰς ἀγαθάς·
[20] Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.17 – 113.21:
in Alc 113.17 ` to in Alc 113.21 δέον δὲ γιγνώσκειν, ὅτι σεμνὸν μὲν καὶ τίμιον ἡ φιλία ἐστί, δεῖται δὲ ζωῆς θεοπρεποῦς καὶ νοερᾶς· ἐπεὶ καὶ τὴν πρώτην ἐν τοῖς θεοῖς ὑπέστη καὶ τῇ νοερᾷ ζωῇ καὶ τῷ κατὰ τὸν Ἐμπεδοκλέα νοητῷ θεῷ· «<σφαῖρον>» δὲ αὐτὸν ἐκεῖνος εἴωθεν ἀποκαλεῖν.
[21] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας υπόμνημα, (Β’[συνέχεια], 2.80.6 – 2.80.28):
in R 2.80.6 ` to in R 2.80.28 ΜΕ. Τέλος ἐστὶν τῆς ἀρίστης πολιτείας ἡ ἕνωσις, ὥσπερ δὴ καὶ τοῦ κόσμου τῆς συστάσεως, καὶ πρὸ τοῦδε τοῦ κόσμου τὸ ἕν. καὶ γὰρ ἡ ὁμοιότης τῆς τοῦ ἑνός ἐστι συστοιχίας· διὸ καὶ πάντα τὰ προϊόντα δι᾽ ὁμοιότητος ἀπὸ τῶν οἰκείων αἰτίων παράγεται, καὶ πάντα τὰ ἐπιστρέφοντα πρὸς τὰς ἀρχὰς δι᾽ ὁμοιότητος ἐπιστρέφει πόθῳ τοῦ ἑνός· τὸ γὰρ ἐν τῷ ἑνὶ μεῖναι μὴ δυνηθὲν τὸ ὅμοιον ὡς συγγενὲς ἀσπάζεται πρὸς τὸ ἕν. καὶ ἡ ἁρμονία δὲ καὶ ὁ ῥυθμὸς δι᾽ ὁμοιότητος ἔχουσιν τὴν ὕπαρξιν, ὧν αἱ Μοῦσαι προεστᾶσιν· ὅθεν δὴ καὶ οὐ πάντες λόγοι ῥυθμοὺς ποιοῦσιν ἢ ἁρμονίας, ἀλλ᾽ οἱ τῆς ὁμοιότητος ὄντες ἐπιμόριοι καὶ πολλαπλάσιοι· τὸ δὲ πολυσχιδὲς τῶν ἄλλων λόγων καὶ πολυσύνθετόν ἐστι τῶν μουσικῶν λόγων ἀλλότριον. ἑπομένως ἄρα ταῖς ἑαυτῶν ἐνεργείαις αἱ Μοῦσαι καὶ τοῖς δώροις, οἷς δωροῦνται τὸν κόσμον, εἰς τὴν ἀνομοιότητα τὴν στάσιν ἀνήγαγον καὶ αὖ τὴν φιλίαν εἰς τὴν ὁμοιότητα τῆς ζωῆς· ἐπεὶ καὶ αὐτὸς ὁ τῶν Μουσῶν ἱερὸς ἀριθμὸς τῆς ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου φύσεώς ἐστιν, ἐκ τοῦ πρώτου περιττοῦ καὶ τελείου τετράγωνος ὤν, ἐν τρισὶ τριάσιν ἀφωρισμένος, καὶ οὐ μόνον τέλειος ὤν, ἀλλὰ κατὰ πάντα τέλειος, εἴς τε τὴν μονάδα συνελισσόμενος, ἀφ᾽ ἧς προῆλθεν, καὶ ἓν νέον εἶναι καὶ αὐτὸς ἐπειγόμενος. καὶ ἔστω καὶ ἡμῖν τοῦτο τέλος τῆς τοῦ λόγου τῶν Μουσῶν ἐπιβλέψεως ἐπὶ τὸ ἓν ἀναγαγοῦσι τὴν θεωρίαν.
[22] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.30 – 1.15.31»:
in Ti 1.15.30 ` to in Ti 1.15.31 τὰς ὁμολογίας ᾤοντο χρῆναι βεβαίας αὐτοῖς διαμένειν, ἃς πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦντο·
[23] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.1 – 1.16.3»:
in Ti 1.16.1 ` to in Ti 1.16.3 τὴν κοινωνίαν ἠσπάζοντο τὴν ἐν ταῖς εὑρέσεσι τῶν δογμάτων, καὶ τὰ ἑνὸς συγγράμματα κοινὰ πάντων ἦν·
[24] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.3 – 1.16.6»:
in Ti 1.16.3 ` to in Ti 1.16.6 τοῦτο καὶ ὁ Σωκράτης βεβαιοῖ τοὺς αὐτοὺς δαιτυμόνας καὶ ἑστιάτορας γίγνεσθαι παρακαλῶν, πληροῦντάς τε καὶ πληρουμένους, διδάσκοντας καὶ μανθά νοντας.
[25] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.8 – 1.16.19»:
in Ti 1.16.8 ` to in Ti 1.16.19 ὁ δὲ Πλάτων δι᾽ αὐτῆς τῆς μιμήσεως τῶν ἀρίστων ἀνδρῶν τοὺς τῶν καθηκόντων ἡμῖν ὑπογράφει τύπους, οἳ πολὺ τὸ δραστικώτερον ἔχουσι τῶν ἐν κανόσι ψιλοῖς ἀποκειμένων· διατίθησι γὰρ ἡ μίμησις τὰς τῶν ἀκουόντων ζωὰς κατὰ τὴν ἑαυτῆς ἰδιότητα. περὶ τίνα οὖν ὁ φιλόσοφος μάλιστα πλεονάσει, δηλοῖ διὰ τούτων· ὅτι περὶ τὴν τῶν λόγων ἀκρόασιν· καὶ τίνα ἡγήσεται θοίνην εἶναι ἀληθινήν· ὅτι οὐχ ἣν οἱ πολλοὶ ἥγηνται—ζωώδης γάρ—ἀλλὰ τὴν ἑστιῶσαν τὸν ἐν ἡμῖν ἄνθρωπον. διὸ καὶ πολὺ παρ᾽ αὐτῷ τὸ ἑστιᾶσθαι ἐπὶ τῶν λόγων· ἢ <δῆλον, ὅτι τῶν λόγων ὑμᾶς Λυσίας εἱστία> [Phaedr. 227.B]; καὶ <ὑμεῖς μόνω ἑστιάσεσθον, ἡμῖν δὲ οὐ μεταδίδοτον> [Lys. 211.D].