Αν συγκρίνουμε την επιστημονική βιβλιογραφία γύρω από την προσχολική ηλικία ή την εφηβεία με τις δημοσιεύσεις σχετικά με την ηλικία μεταξύ 6 και 12 ετών, βλέπουμε ότι τα άρθρα και τα βιβλία που αναφέρονται σ’ αυτή τη “μεταβατική περίοδο” είναι ελάχιστα. Γι αυτό και οι γνώσεις μας για την ανάπτυξη των παιδιών σ’ αυτή τη φάση είναι ελλιπείς.
Η “μεταβατική περίοδος”, το διάστημα μεταξύ 5 και 11 ετών, που ο Φρόιντ ονόμαζε “λανθάνουσα περίοδο”, θεωρείται ότι είναι ένα διάστημα κατά το οποίο δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα, μια περίοδος όπου το παιδί προετοιμάζεται για τις θύελλες της εφηβείας κι εξοπλίζεται για να τις αντιμετωπίσει. Αλλά κι αυτή η “μεταβατική περίοδος” είναι εξίσου δύσκολη. Δεν είναι η ηρεμία πριν τη θύελλα, ούτε είναι τόσο ομοιόμορφη όσο υποδηλώνει ο όρος “λανθάνουσα περίοδος”. ΄
Και μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις φάσεις:
Όταν το παιδί είναι 6-7 ετών, οι γονείς είναι ακόμα ιδιαίτερα σημαντικοί γι' αυτό. Σημαίνουν προστασία και συναισθηματικό δέσιμο, παρέχουν στο παιδί ένα πλαίσιο αναφοράς. Το παιδί θέλει να βγει έξω στον κόσμο —κι ο κόσμος σ’ αυτή τη φάση συμβολίζεται από το σχολείο κι από τον “καλύτερο” φίλο του. Μερικά παιδιά αισθάνονται ότι είναι πια μεγάλα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι νιώθουν μόνο περηφάνια και αυτοπεποίθηση. Το γεγονός ότι αφήνουν το νηπιαγωγείο για να πάνε στο δημοτικό προκαλεί επίσης ανασφάλεια και φόβο. Το παιδί που ήταν χθες ο «μεγάλος» ή η «μεγάλη» στο νηπιαγωγείο, ξεκινάει τώρα πάλι από την αρχή και πρέπει να ενταχθεί και να υποταχθεί σε κάτι καινούργιο. Στο νηπιαγωγείο είχε μάθει τους κανόνες, ήξερε πως να τα βγάζει πέρα, πώς να παίρνει αυτό που θέλει, πώς να κολακεύει ή να κοροϊδεύει τις δασκάλες. Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Η έξοδος στον κόσμο δεν είναι μόνο μια απελευθέρωση. Γεννά ανασφάλειες και φόβους που δεν αντιμετωπίζονται με τα καθησυχαστικά σχόλια των γονέων, με φράσεις όπως «είσαι πια ολόκληρος άντρας» ή «είσαι μεγάλο κορίτσι».
Πολύ μεγαλύτερη ανακούφιση αισθάνονται τα παιδιά, όταν τους απλώνουμε το χέρι και τα βοηθάμε έμπρακτα. Όταν νιώσουν αρκετή ασφάλεια, τότε τα παιδιά γυρίζουν την πλάτη στους γονείς κι επαναστατούν. Οι αξίες και οι κανόνες των γονιών εξακολουθούν για ένα διάστημα να προσφέρουν προσανατολισμό στα παιδιά, συγχρόνως όμως αμφισβητούνται· Τα παιδιά αρχίζουν να κάνουν πολύ παρέα με συνομήλικους του ίδιου φύλου. Οι φιλίες με το αντίθετο φύλο αποτελούν εξαίρεση και γίνονται συνήθως στόχος κοροϊδίας και διφορούμενων αστείων.
Η δεύτερη φάση της “μεταβατικής περιόδου” είναι κάθε άλλο παρά ήρεμη: Συχνά τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία γίνονται υπέρμαχοι μιας φοντα-μενταλιστικής ηθικής —δεν τρώνε κρέας, βρίσκουν «τελείως ηλίθιους» τους γονείς τους που πίνουν και καπνίζουν. Από την άλλη όμως παραβιάζουν χωρίς κανένα ενδοιασμό τα όρια, κάνουν απαγορευμένα πράγματα έτσι για πλάκα, βασανίζουν ζώα ή έντομα, για να δουν τις αντιδράσεις τους.
Είδα τις προάλλες δύο δίχρονα παιδιά να παρακολουθούν μια πασχαλίτσα που είχε πέσει σε μια λακκούβα με νερό και αγωνιζόταν να μην πνιγεί. Όταν τους είπα να τη σώσουν, το ένα αγόρι μου απάντησε γελώντας: «Μα δεν βλέπεις; Προσπαθεί να μάθει κολύμπι».
Η τρίτη φάση ξεκινά γύρω στα 10. Το παιδί διαχωρίζει τη θέση του από τα μικρότερα παιδιά. Είναι στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, σε λίγο θα μπει στο γυμνάσιο. Νέοι ορίζοντες ανοίγονται μπροστά του. Δεν θέλει να έχει πια καμία σχέση με τα άχρονα κι 7χρονα “νιάνιαρα” που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Και η εποχή του νηπιαγωγείου ανήκει πια στην προϊστορία. Τώρα είναι “μεγάλο”, ζητά το θαυμασμό και το σεβασμό των μικρότερων.
Συχνά εμφανίζεται ξανά η αντιπαλότητα ανάμεσα στ’ αδέρφια, αποκτά όμως διαφορετικό χαρακτήρα. Τα μεγαλύτερα παιδιά φέρονται υποτιμητικά και υπεροπτικά στα μικρότερα αδέρφια τους. Δεν επιτρέπουν καμιά αμφισβήτηση για το ποιος έχει το πάνω χέρι. Τα “μικρά” όμως δεν τα δέχονται όλα αδιαμαρτύρητα. Αντιδρούν έντονα και τότε τα “μεγαλύτερα” μπορεί να τους φερθούν πολύ σκληρά.
Σ’ αυτή την τρίτη φάση τα παιδιά στρέφουν το βλέμμα προς το μέλλον. Αρχίζουν οι σωματικές αλλαγές που προαναγγέλλουν την εφηβεία. Στα κορίτσια αυτή η φάση αρχίζει πιο νωρίς απ’ ό,τι στα αγόρια. Τα παιδιά αμφισβητούν τους κανόνες που ίσχυαν μέχρι τώρα, απαιτούν εξηγήσεις. Θέλουν να επιβάλλουν τη θέλησή τους, να αποφασίζουν μόνα τους. Ζητούν πολλή ελευθερία, δύσκολα όμως συνειδητοποιούν την ευθύνη. Αρνούνται να βοηθήσουν στις δουλειές του σπιτιού, θεωρούν ότι αυτό θίγει την άξιοπρέπειά τους. Διαμαρτύρονται ότι τ’ άλλα παιδιά έχουν περισσότερη ελευθερία, αισθάνονται ότι τα περιορίζουν, ότι τους φέρονται σαν να είναι μικρό ι ανώριμα παιδιά, ενώ, στο κάτω-κάτω, κοντεύουν να γίνουν ενήλικο».
Αλλά —κι εδώ υπάρχει μια φαινομενική μόνο αντίφαση— η ελευθερία ου ζητούν τους φοβίζει κιόλας. Μέσα στο 11χρονο παιδί, που είναι σωματικά “μεγάλο” και απαιτεί τον ανάλογο σεβασμό, βρίσκεται ένα "μικρό” πou ζητά αγάπη και στοργή, που κάποιες φορές —κι ας μην το δείχνει θα ήθελε να το πάρουν απ’ το χέρι, επειδή την ελευθερία τη νιώθει σαν βαρύ φορτίο, που ενδόμυχα φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να το σηκώσει.
Παρόλο που η αυτονομία, η οριοθέτηση απέναντι στους γονείς και η παρέα με τους συνομήλικους έχουν μεγάλη σημασία για τα παιδιά αυτής Γης ηλικίας, ο πατέρας και η μητέρα, ο κόσμος γενικά των ενήλικων, παραμένει σημαντικός, γιατί αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα και την αξιοπιστία. Συχνά παρατηρείται, σ’ αυτή την περίοδο, μια στροφή προς μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα, π.χ. προς τον παππού ή τη γιαγιά.
Ας μη βιαστούμε να συμπεράνουμε πως αυτή η στροφή οφείλεται απλώς στα υλικά οφέλη που αποκομίζουν τα παιδιά απ’ τους παππούδες. Ο παππούς κι η γιαγιά κακομαθαίνουν βέβαια τα παιδιά. Πέρα απ’ αυτό όμως, παίζουν κι έναν άλλο ρόλο για τα 10χρονα ή 11χρονα παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον κόσμο. Η εκθρόνιση των γονιών, η απομάκρυνση του παιδιού απ’ αυτούς, αντισταθμίζονται, και με το παραπάνω, από τη συντροφιά των παππούδων. Ο παππούς κι η γιαγιά έχουν μεγάλη πείρα από τη ζωή, χωρίς όμως να δίνουν στο παιδί την εντύπωση οτι παριστάνουν τους παντογνώστες (όταν το καταφέρνουν αυτό). Γίνονται έτσι σημεία αναφοράς που βοηθούν το παιδί να βρει τον προσανατολισμό του σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους. Οι παππούδες, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι γενικά, είναι οι ρίζες: Δείχνουν στους νέους που θέλουν να βγουν στον κόσμο από πού έρχονται. Μέσα από τις κουβέντες τους με τους παππούδες, τα παιδιά αποφασίζουν ποιες αξίες, ποιους κανόνες και ποιες παραδόσεις θέλουν να συνεχίσουν ν' ακολουθούν στη ζωή τους, τι απ’ όλο αυτό το παρελθόν αξίζει να βάλουν στο σάκο τους και τι θα πρέπει να αφήσουν πίσω γιατί είναι περιττό βάρος που απλώς θα δυσκολέψει την πορεία τους.
Μεταξύ 9 και 11 χρόνων, τα παιδιά μπορεί να φαίνονται μεγάλα, είναι όμως πολύ ευαίσθητα, συχνά πληγώνονται, αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο “θέλω” και το “δεν θέλω”, ανάμεσα στο “μπορώ” και το “δεν μπορώ”, ανάμεσα στην επιθυμία τους για ανεξαρτησία και την ανάγκη τους για ασφάλεια. Γι' αυτά και χρειάζονται σταθερά σημεία αναφοράς, ώστε να μπορέσουν ν’ αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα σ’ αυτή τη φάση της ανάπτυξης τους. Χρειάζονται ξεκάθαρους κανόνες και σαφή όρια, για να μη χάσουν το δρόμο.
Οι τρεις αυτές φάσεις της ανάπτυξης και οι αντίστοιχες ηλικίες που ανέφερα, είναι ένα θέμα που σηκώνει πολλή συζήτηση. Η δυναμική της ανάπτυξης μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από παιδί σε παιδί. Αν συγκρίνουμε δύο 7χρονα παιδιά μεταξύ τους, μπορεί να μην έχουν τίποτα άλλο κοινό πέρα από τη χρονολογία της γέννησής τους. Ένα παιδί 7 ετών μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι είναι 9, ενώ ένα άλλο να μοιάζει με 5χρονο. Μιλώντας με το δεύτερο νομίζεις ότι έχεις να κάνεις μ’ ένα παιδί του νηπιαγωγείου, ενώ το πρώτο καταλαβαίνει τόσα πράγματα και χειρίζεται τόσο καλά το λόγο που σου φαίνεται “μεγάλο”.
Πέρα απ’ αυτές τις διαφορές μεταξύ των παιδιών, υπάρχουν και οι διαφορές μέσα στο ίδιο το παιδί: Βλέπουμε π.χ. ένα 9χρονο κορίτσι να έχει Ψηλώσει ξαφνικά πολύ, να μοιάζει σχεδόν γυναίκα, ενώ συναισθηματικά είναι ακόμη σαν άχρονο παιδί. Βλέπουμε ένα 8χρονο να μιλά σα 10χρονο, ενώ σωματικά δεν θα το ξεχωρίζαμε από ένα παιδί του νηπιαγωγείου. Ενα παιδί 9 χρόνων μπορεί να μας κάνει σήμερα κηρύγματα ηθικής και αύριο να συμπεριφέρεται σαν πεισματάρικο κι εγωκεντρικό 4χρονο. Αυτές οι διαφορές κάνουν μερικές φορές τους παιδαγωγούς να αισθάνονται ότι ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί, καθώς προσπαθούν ν’ ανταποκριθούν στο επίπεδο ανάπτυξης κάθε παιδιού.
Σε γενικές γραμμές υπάρχουν τρία σημαντικά ζητήματα σ’ αυτή τη “μεταβατική περίοδο” ανάπτυξης:
Πρώτα απ’ όλα τα παιδιά οριοθετούνται. Θέλουν να τα πάρουν οι γονείς στα σοβαρά, να αναγνωρίσουν τις ικανότητες τους. Δεν είναι πια τα μικρά παιδιά που μπορούσες να τους επιβάλεις αυθαίρετα κανόνες, απαγορεύσεις και τιμωρίες. Αν και αμφισβητούν τώρα τους γονείς, θα ήταν λάθος να απομακρυνθούμε από κοντά τους, θεωρώντας ότι μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Οι υπερβολές των παιδιών σ’ αυτή τη φάση πρέπει να αντιμετωπίζονται με κανόνες και όρια και όχι με το «άστα να κάνουν ό,τι θέλουν»*. Τις ελευθερίες που έχουν κατακτήσει, μπορούν να τις απολαύσουν μόνο όταν στεκόμαστε στο πλευρό τους και τα υποστηρίζουμε στην οργάνωση και το σχεδίασμά της καθημερινότητάς τους. Όσο πιο συγκεκριμένες είναι οι υποδείξεις μας, όσο λιγότερο παριστάνουμε τους παντογνώστες, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να κερδίσουμε την αποδοχή τους.
Το δεύτερο ζήτημα είναι πώς ν’ αντιμετωπίσουμε τις αντιφάσεις αυτής της περιόδου: Το παιδί ζητά αυτονομία, θέλει όμως και ν’ ανήκει σε μια ομάδα συνομήλικων. Δεν εξαρτάται πια τόσο απ’ τους γονείς, αλλά υποτάσσεται στους κανόνες της ομάδας. Ανοίγουν μπροστά του νέοι ορίζοντες, μαθαίνει τη ζωή, αλλάζει ο τρόπος που σκέφτεται κι εκφράζεται. Όλα αυτά όμως του προκαλούν συγχρόνως και φόβο, γιατί ο ορίζοντας που ανοίγεται μπροστά του δεν είναι ξεκάθαρος. Αντιδρά υιοθετώντας μια ακραία ηθική, δεν τρώει κρέας, διαμαρτύρεται για τον αφανισμό των άγριων ζώων —και την ίδια στιγμή γκρεμίζει φωλιές πουλιών ή βασανίζει έντομα.
Το παιδί ερευνά και πειραματίζεται. Αυτό όμως σημαίνει ότι δοκιμάζει ανάμικτα συναισθήματα, ότι αντιμετωπίζει συνεχώς εσωτερικές συγκρούσεις. Παραβιάζει όρια, υπερεκτιμά τις δυνάμεις του. Γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ ένα αξιόπιστο περιβάλλον . Διαφορετικά θα αισθανθεί εγκαταλειμμένο, με αποτέλεσμα είτε να τρομοκρατηθεί είτε να προσπαθήσει να τραβήξει την προσοχή με βίαιες και καταστροφικές συμπεριφορές.
Η “μεταβατική περίοδος”, το διάστημα μεταξύ 5 και 11 ετών, που ο Φρόιντ ονόμαζε “λανθάνουσα περίοδο”, θεωρείται ότι είναι ένα διάστημα κατά το οποίο δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα, μια περίοδος όπου το παιδί προετοιμάζεται για τις θύελλες της εφηβείας κι εξοπλίζεται για να τις αντιμετωπίσει. Αλλά κι αυτή η “μεταβατική περίοδος” είναι εξίσου δύσκολη. Δεν είναι η ηρεμία πριν τη θύελλα, ούτε είναι τόσο ομοιόμορφη όσο υποδηλώνει ο όρος “λανθάνουσα περίοδος”. ΄
Και μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις φάσεις:
Όταν το παιδί είναι 6-7 ετών, οι γονείς είναι ακόμα ιδιαίτερα σημαντικοί γι' αυτό. Σημαίνουν προστασία και συναισθηματικό δέσιμο, παρέχουν στο παιδί ένα πλαίσιο αναφοράς. Το παιδί θέλει να βγει έξω στον κόσμο —κι ο κόσμος σ’ αυτή τη φάση συμβολίζεται από το σχολείο κι από τον “καλύτερο” φίλο του. Μερικά παιδιά αισθάνονται ότι είναι πια μεγάλα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι νιώθουν μόνο περηφάνια και αυτοπεποίθηση. Το γεγονός ότι αφήνουν το νηπιαγωγείο για να πάνε στο δημοτικό προκαλεί επίσης ανασφάλεια και φόβο. Το παιδί που ήταν χθες ο «μεγάλος» ή η «μεγάλη» στο νηπιαγωγείο, ξεκινάει τώρα πάλι από την αρχή και πρέπει να ενταχθεί και να υποταχθεί σε κάτι καινούργιο. Στο νηπιαγωγείο είχε μάθει τους κανόνες, ήξερε πως να τα βγάζει πέρα, πώς να παίρνει αυτό που θέλει, πώς να κολακεύει ή να κοροϊδεύει τις δασκάλες. Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Η έξοδος στον κόσμο δεν είναι μόνο μια απελευθέρωση. Γεννά ανασφάλειες και φόβους που δεν αντιμετωπίζονται με τα καθησυχαστικά σχόλια των γονέων, με φράσεις όπως «είσαι πια ολόκληρος άντρας» ή «είσαι μεγάλο κορίτσι».
Πολύ μεγαλύτερη ανακούφιση αισθάνονται τα παιδιά, όταν τους απλώνουμε το χέρι και τα βοηθάμε έμπρακτα. Όταν νιώσουν αρκετή ασφάλεια, τότε τα παιδιά γυρίζουν την πλάτη στους γονείς κι επαναστατούν. Οι αξίες και οι κανόνες των γονιών εξακολουθούν για ένα διάστημα να προσφέρουν προσανατολισμό στα παιδιά, συγχρόνως όμως αμφισβητούνται· Τα παιδιά αρχίζουν να κάνουν πολύ παρέα με συνομήλικους του ίδιου φύλου. Οι φιλίες με το αντίθετο φύλο αποτελούν εξαίρεση και γίνονται συνήθως στόχος κοροϊδίας και διφορούμενων αστείων.
Η δεύτερη φάση της “μεταβατικής περιόδου” είναι κάθε άλλο παρά ήρεμη: Συχνά τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία γίνονται υπέρμαχοι μιας φοντα-μενταλιστικής ηθικής —δεν τρώνε κρέας, βρίσκουν «τελείως ηλίθιους» τους γονείς τους που πίνουν και καπνίζουν. Από την άλλη όμως παραβιάζουν χωρίς κανένα ενδοιασμό τα όρια, κάνουν απαγορευμένα πράγματα έτσι για πλάκα, βασανίζουν ζώα ή έντομα, για να δουν τις αντιδράσεις τους.
Είδα τις προάλλες δύο δίχρονα παιδιά να παρακολουθούν μια πασχαλίτσα που είχε πέσει σε μια λακκούβα με νερό και αγωνιζόταν να μην πνιγεί. Όταν τους είπα να τη σώσουν, το ένα αγόρι μου απάντησε γελώντας: «Μα δεν βλέπεις; Προσπαθεί να μάθει κολύμπι».
Η τρίτη φάση ξεκινά γύρω στα 10. Το παιδί διαχωρίζει τη θέση του από τα μικρότερα παιδιά. Είναι στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, σε λίγο θα μπει στο γυμνάσιο. Νέοι ορίζοντες ανοίγονται μπροστά του. Δεν θέλει να έχει πια καμία σχέση με τα άχρονα κι 7χρονα “νιάνιαρα” που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Και η εποχή του νηπιαγωγείου ανήκει πια στην προϊστορία. Τώρα είναι “μεγάλο”, ζητά το θαυμασμό και το σεβασμό των μικρότερων.
Συχνά εμφανίζεται ξανά η αντιπαλότητα ανάμεσα στ’ αδέρφια, αποκτά όμως διαφορετικό χαρακτήρα. Τα μεγαλύτερα παιδιά φέρονται υποτιμητικά και υπεροπτικά στα μικρότερα αδέρφια τους. Δεν επιτρέπουν καμιά αμφισβήτηση για το ποιος έχει το πάνω χέρι. Τα “μικρά” όμως δεν τα δέχονται όλα αδιαμαρτύρητα. Αντιδρούν έντονα και τότε τα “μεγαλύτερα” μπορεί να τους φερθούν πολύ σκληρά.
Σ’ αυτή την τρίτη φάση τα παιδιά στρέφουν το βλέμμα προς το μέλλον. Αρχίζουν οι σωματικές αλλαγές που προαναγγέλλουν την εφηβεία. Στα κορίτσια αυτή η φάση αρχίζει πιο νωρίς απ’ ό,τι στα αγόρια. Τα παιδιά αμφισβητούν τους κανόνες που ίσχυαν μέχρι τώρα, απαιτούν εξηγήσεις. Θέλουν να επιβάλλουν τη θέλησή τους, να αποφασίζουν μόνα τους. Ζητούν πολλή ελευθερία, δύσκολα όμως συνειδητοποιούν την ευθύνη. Αρνούνται να βοηθήσουν στις δουλειές του σπιτιού, θεωρούν ότι αυτό θίγει την άξιοπρέπειά τους. Διαμαρτύρονται ότι τ’ άλλα παιδιά έχουν περισσότερη ελευθερία, αισθάνονται ότι τα περιορίζουν, ότι τους φέρονται σαν να είναι μικρό ι ανώριμα παιδιά, ενώ, στο κάτω-κάτω, κοντεύουν να γίνουν ενήλικο».
Αλλά —κι εδώ υπάρχει μια φαινομενική μόνο αντίφαση— η ελευθερία ου ζητούν τους φοβίζει κιόλας. Μέσα στο 11χρονο παιδί, που είναι σωματικά “μεγάλο” και απαιτεί τον ανάλογο σεβασμό, βρίσκεται ένα "μικρό” πou ζητά αγάπη και στοργή, που κάποιες φορές —κι ας μην το δείχνει θα ήθελε να το πάρουν απ’ το χέρι, επειδή την ελευθερία τη νιώθει σαν βαρύ φορτίο, που ενδόμυχα φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να το σηκώσει.
Παρόλο που η αυτονομία, η οριοθέτηση απέναντι στους γονείς και η παρέα με τους συνομήλικους έχουν μεγάλη σημασία για τα παιδιά αυτής Γης ηλικίας, ο πατέρας και η μητέρα, ο κόσμος γενικά των ενήλικων, παραμένει σημαντικός, γιατί αντιπροσωπεύει τη σταθερότητα και την αξιοπιστία. Συχνά παρατηρείται, σ’ αυτή την περίοδο, μια στροφή προς μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα, π.χ. προς τον παππού ή τη γιαγιά.
Ας μη βιαστούμε να συμπεράνουμε πως αυτή η στροφή οφείλεται απλώς στα υλικά οφέλη που αποκομίζουν τα παιδιά απ’ τους παππούδες. Ο παππούς κι η γιαγιά κακομαθαίνουν βέβαια τα παιδιά. Πέρα απ’ αυτό όμως, παίζουν κι έναν άλλο ρόλο για τα 10χρονα ή 11χρονα παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον κόσμο. Η εκθρόνιση των γονιών, η απομάκρυνση του παιδιού απ’ αυτούς, αντισταθμίζονται, και με το παραπάνω, από τη συντροφιά των παππούδων. Ο παππούς κι η γιαγιά έχουν μεγάλη πείρα από τη ζωή, χωρίς όμως να δίνουν στο παιδί την εντύπωση οτι παριστάνουν τους παντογνώστες (όταν το καταφέρνουν αυτό). Γίνονται έτσι σημεία αναφοράς που βοηθούν το παιδί να βρει τον προσανατολισμό του σε τέτοιες μεταβατικές περιόδους. Οι παππούδες, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι γενικά, είναι οι ρίζες: Δείχνουν στους νέους που θέλουν να βγουν στον κόσμο από πού έρχονται. Μέσα από τις κουβέντες τους με τους παππούδες, τα παιδιά αποφασίζουν ποιες αξίες, ποιους κανόνες και ποιες παραδόσεις θέλουν να συνεχίσουν ν' ακολουθούν στη ζωή τους, τι απ’ όλο αυτό το παρελθόν αξίζει να βάλουν στο σάκο τους και τι θα πρέπει να αφήσουν πίσω γιατί είναι περιττό βάρος που απλώς θα δυσκολέψει την πορεία τους.
Μεταξύ 9 και 11 χρόνων, τα παιδιά μπορεί να φαίνονται μεγάλα, είναι όμως πολύ ευαίσθητα, συχνά πληγώνονται, αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο “θέλω” και το “δεν θέλω”, ανάμεσα στο “μπορώ” και το “δεν μπορώ”, ανάμεσα στην επιθυμία τους για ανεξαρτησία και την ανάγκη τους για ασφάλεια. Γι' αυτά και χρειάζονται σταθερά σημεία αναφοράς, ώστε να μπορέσουν ν’ αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα σ’ αυτή τη φάση της ανάπτυξης τους. Χρειάζονται ξεκάθαρους κανόνες και σαφή όρια, για να μη χάσουν το δρόμο.
Οι τρεις αυτές φάσεις της ανάπτυξης και οι αντίστοιχες ηλικίες που ανέφερα, είναι ένα θέμα που σηκώνει πολλή συζήτηση. Η δυναμική της ανάπτυξης μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από παιδί σε παιδί. Αν συγκρίνουμε δύο 7χρονα παιδιά μεταξύ τους, μπορεί να μην έχουν τίποτα άλλο κοινό πέρα από τη χρονολογία της γέννησής τους. Ένα παιδί 7 ετών μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι είναι 9, ενώ ένα άλλο να μοιάζει με 5χρονο. Μιλώντας με το δεύτερο νομίζεις ότι έχεις να κάνεις μ’ ένα παιδί του νηπιαγωγείου, ενώ το πρώτο καταλαβαίνει τόσα πράγματα και χειρίζεται τόσο καλά το λόγο που σου φαίνεται “μεγάλο”.
Πέρα απ’ αυτές τις διαφορές μεταξύ των παιδιών, υπάρχουν και οι διαφορές μέσα στο ίδιο το παιδί: Βλέπουμε π.χ. ένα 9χρονο κορίτσι να έχει Ψηλώσει ξαφνικά πολύ, να μοιάζει σχεδόν γυναίκα, ενώ συναισθηματικά είναι ακόμη σαν άχρονο παιδί. Βλέπουμε ένα 8χρονο να μιλά σα 10χρονο, ενώ σωματικά δεν θα το ξεχωρίζαμε από ένα παιδί του νηπιαγωγείου. Ενα παιδί 9 χρόνων μπορεί να μας κάνει σήμερα κηρύγματα ηθικής και αύριο να συμπεριφέρεται σαν πεισματάρικο κι εγωκεντρικό 4χρονο. Αυτές οι διαφορές κάνουν μερικές φορές τους παιδαγωγούς να αισθάνονται ότι ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί, καθώς προσπαθούν ν’ ανταποκριθούν στο επίπεδο ανάπτυξης κάθε παιδιού.
Σε γενικές γραμμές υπάρχουν τρία σημαντικά ζητήματα σ’ αυτή τη “μεταβατική περίοδο” ανάπτυξης:
Πρώτα απ’ όλα τα παιδιά οριοθετούνται. Θέλουν να τα πάρουν οι γονείς στα σοβαρά, να αναγνωρίσουν τις ικανότητες τους. Δεν είναι πια τα μικρά παιδιά που μπορούσες να τους επιβάλεις αυθαίρετα κανόνες, απαγορεύσεις και τιμωρίες. Αν και αμφισβητούν τώρα τους γονείς, θα ήταν λάθος να απομακρυνθούμε από κοντά τους, θεωρώντας ότι μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Οι υπερβολές των παιδιών σ’ αυτή τη φάση πρέπει να αντιμετωπίζονται με κανόνες και όρια και όχι με το «άστα να κάνουν ό,τι θέλουν»*. Τις ελευθερίες που έχουν κατακτήσει, μπορούν να τις απολαύσουν μόνο όταν στεκόμαστε στο πλευρό τους και τα υποστηρίζουμε στην οργάνωση και το σχεδίασμά της καθημερινότητάς τους. Όσο πιο συγκεκριμένες είναι οι υποδείξεις μας, όσο λιγότερο παριστάνουμε τους παντογνώστες, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχουμε να κερδίσουμε την αποδοχή τους.
Το δεύτερο ζήτημα είναι πώς ν’ αντιμετωπίσουμε τις αντιφάσεις αυτής της περιόδου: Το παιδί ζητά αυτονομία, θέλει όμως και ν’ ανήκει σε μια ομάδα συνομήλικων. Δεν εξαρτάται πια τόσο απ’ τους γονείς, αλλά υποτάσσεται στους κανόνες της ομάδας. Ανοίγουν μπροστά του νέοι ορίζοντες, μαθαίνει τη ζωή, αλλάζει ο τρόπος που σκέφτεται κι εκφράζεται. Όλα αυτά όμως του προκαλούν συγχρόνως και φόβο, γιατί ο ορίζοντας που ανοίγεται μπροστά του δεν είναι ξεκάθαρος. Αντιδρά υιοθετώντας μια ακραία ηθική, δεν τρώει κρέας, διαμαρτύρεται για τον αφανισμό των άγριων ζώων —και την ίδια στιγμή γκρεμίζει φωλιές πουλιών ή βασανίζει έντομα.
Το παιδί ερευνά και πειραματίζεται. Αυτό όμως σημαίνει ότι δοκιμάζει ανάμικτα συναισθήματα, ότι αντιμετωπίζει συνεχώς εσωτερικές συγκρούσεις. Παραβιάζει όρια, υπερεκτιμά τις δυνάμεις του. Γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ ένα αξιόπιστο περιβάλλον . Διαφορετικά θα αισθανθεί εγκαταλειμμένο, με αποτέλεσμα είτε να τρομοκρατηθεί είτε να προσπαθήσει να τραβήξει την προσοχή με βίαιες και καταστροφικές συμπεριφορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου