Δεν υπάρχουν καλοί φίλοι, γιατί δεν είσαι καλός φίλος… Έτεινα να υποπτεύομαι εκείνους που συστηματικά αναμασούν πως δε βρίσκουν κανένα φίλο, πως όλοι τούς πρόδωσαν κάποτε, πως φιλίες γίνονται μονάχα κατά τα παιδικά χρόνια, αργότερα αποκλείονται, και άλλα τέτοια αδιέξοδα και απαισιόδοξα.
Υποψιαζόμουν δηλαδή πως οι ίδιοι, που τα λένε αυτά με πίκρα, δεν είναι εντάξει. Πως δε θέλουν ν’ αγαπούν. Πως δεν επιθυμούν στ’ αλήθεια να μπουν στην ευθύνη μιας γνήσιας σχέσης. Πως δεν έχουν διάθεση να προσφέρουν, να ανέχονται, να ακούνε, να βγουν από το καβούκι τους. Πως δε θέλουν τίποτα στον εαυτό τους να αλλάξουν. Πως δεν έχουν όρεξη να νοιαστούν. Πως δεν τους αφήνει καιρό και διαύγεια η φιλαυτία.
Προτιμούν, λοιπόν, να μιλούν με απογοήτευση για την ανύπαρκτη φιλία, για την έστω μεγάλη δυσκολία να βρουν ειλικρινείς φίλους. Αφού είναι έτσι η παλιοκατάσταση, δικαιολογούνται να αδρανούν, να μένουν μόνοι. Δεν είναι απογοητευμένοι όμως, γιατί ποτέ τους δεν αφέθηκαν να γοητευτούν. Είναι εγωιστικά περιχαρακωμένοι σε μια θανάσιμη δήθεν ασφάλεια.
Μ’ αρέσει και μου δίνει δύναμη η φράση που είδα κάπου γραμμένη, δε θυμάμαι πού: Όλοι παραμερίζουν μπροστά σ’ εκείνον που ξέρει καλά πού πηγαίνει. Η φιλία είναι τόσο αναγκαία, τόσο λαχταριστή, ανήκει τόσο στενά στις δυνάμεις της ζωής, που περιφέρεται σε δρόμους και σε δρομάκια, σε μονοπάτια και σοκάκια, και ζητά να πραγματωθεί. Πώς γίνεται κάποιοι να μην τη συναντούν ποτέ τους;
Η φιλία όμως απαιτεί να είσαι γενναιόδωρος, να είσαι εσύ αυτός που θα βάλει πρώτος το χέρι στην τσέπη. Το χέρι στην τσέπη! Η καταλυτική στιγμή που κρίνει την ειλικρίνεια όλων των σχέσεων, όλων των δηλώσεων, όλων των αποφάσεων. Το τίμημα και η γενναιοψυχία. Αυτό είναι και το δικό της διαβατήριο, αυτό τα δικά της διόδια για να περάσεις στην ευτυχία της φιλίας.
Γιατί η φιλία είναι η πραγματική οικογένεια, και οι φίλοι είναι οι συγγενείς της καρδιάς μας. Το αίμα της καρδιάς το πιο ισχυρό απ’ το αίμα της σάρκας, και χαρά σ’ αυτόν που η καρδιά του έχει ζωντανό, πλούσιο, κόκκινο αίμα, αίμα που περισσεύει και επιθυμεί να δοθεί. Είναι εκείνος το τύπος ανθρώπου που έχει φίλους. Που δεν μπορεί παρά να έχει φίλους, έστω έναν πραγματικό φίλο. Που η ροπή να δώσει είναι γι’ αυτόν μια φυσική κίνηση. Όπως η ανάγκη ύστερα από οδοιπορία σε φλογισμένη έρημο να πέσεις στη δροσερή θάλασσα, κάποιο μεσημέρι καυτό.
«Κι αν με προδώσουν;» αναρωτιούνται οι πιο μίζεροι. «Αν σε προδώσουν, κακό δικό τους», απαντώ. Τα όμορφα στη ζωή μας κερδίζονται από απόπειρες, από ρίσκο, από προηγούμενες ήττες. Δίχως ρίσκο και αποδοχή της πιθανής απώλειας, κανένας δεν κάνει βήμα μπροστά. Και το έχουμε πει, όποιος μένει στατικός και ακίνητος δε μένει στάσιμος όπως νομίζει αλλά ανεπαισθήτως βουλιάζει, θάβεται. Άλλο σύνεση κι άλλο καχυποψία. Άλλο προσοχή κι άλλο προκατάληψη. Οι καχύποπτοι προσβάλλουν τον άλλο και τον γαργαλούν να τους κάνει εκείνο που φοβούνται πως θα τους κάνει.
Κάποιος γνωστός μου δυσπιστούσε για τους ανθρώπους υπερβολικά. Όλο υποψιαζόταν πως θα τον κλέψουν, πως θα του τη φέρουν, πως θα τον ζημιώσουν. Και όντως δεν έχω δει τόση κακοτυχία όση στη δική του περίπτωση. Παρά την εξαιρετική νοημοσύνη του, την ευστροφία του, κατάφερνε τελικά να είναι συνεχώς χαμένος και εξαπατημένος. Τον έκλεψαν δεκάδες φορές, του προκάλεσαν ζημιές απίστευτες. Τον εκμεταλλεύτηκαν συγγενείς και γνωστοί, ζούσε μια διαρκή χασούρα.
Το μόνο «θετικό» σ’ όλη αυτή τη ζημιογόνο για τον γνωστό μου κατάσταση ήταν ότι του επιβεβαίωνε τη θεωρία πως οι άνθρωποι είναι απατεώνες. Ποτέ δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πόσο βαθιά στο παράλογο μπορεί να προχωρήσει ο εγωισμός. Πόσο αυτοκαταστροφικό μπορεί να γίνει το πείσμα.
Υποψιαζόμουν δηλαδή πως οι ίδιοι, που τα λένε αυτά με πίκρα, δεν είναι εντάξει. Πως δε θέλουν ν’ αγαπούν. Πως δεν επιθυμούν στ’ αλήθεια να μπουν στην ευθύνη μιας γνήσιας σχέσης. Πως δεν έχουν διάθεση να προσφέρουν, να ανέχονται, να ακούνε, να βγουν από το καβούκι τους. Πως δε θέλουν τίποτα στον εαυτό τους να αλλάξουν. Πως δεν έχουν όρεξη να νοιαστούν. Πως δεν τους αφήνει καιρό και διαύγεια η φιλαυτία.
Προτιμούν, λοιπόν, να μιλούν με απογοήτευση για την ανύπαρκτη φιλία, για την έστω μεγάλη δυσκολία να βρουν ειλικρινείς φίλους. Αφού είναι έτσι η παλιοκατάσταση, δικαιολογούνται να αδρανούν, να μένουν μόνοι. Δεν είναι απογοητευμένοι όμως, γιατί ποτέ τους δεν αφέθηκαν να γοητευτούν. Είναι εγωιστικά περιχαρακωμένοι σε μια θανάσιμη δήθεν ασφάλεια.
Μ’ αρέσει και μου δίνει δύναμη η φράση που είδα κάπου γραμμένη, δε θυμάμαι πού: Όλοι παραμερίζουν μπροστά σ’ εκείνον που ξέρει καλά πού πηγαίνει. Η φιλία είναι τόσο αναγκαία, τόσο λαχταριστή, ανήκει τόσο στενά στις δυνάμεις της ζωής, που περιφέρεται σε δρόμους και σε δρομάκια, σε μονοπάτια και σοκάκια, και ζητά να πραγματωθεί. Πώς γίνεται κάποιοι να μην τη συναντούν ποτέ τους;
Η φιλία όμως απαιτεί να είσαι γενναιόδωρος, να είσαι εσύ αυτός που θα βάλει πρώτος το χέρι στην τσέπη. Το χέρι στην τσέπη! Η καταλυτική στιγμή που κρίνει την ειλικρίνεια όλων των σχέσεων, όλων των δηλώσεων, όλων των αποφάσεων. Το τίμημα και η γενναιοψυχία. Αυτό είναι και το δικό της διαβατήριο, αυτό τα δικά της διόδια για να περάσεις στην ευτυχία της φιλίας.
Γιατί η φιλία είναι η πραγματική οικογένεια, και οι φίλοι είναι οι συγγενείς της καρδιάς μας. Το αίμα της καρδιάς το πιο ισχυρό απ’ το αίμα της σάρκας, και χαρά σ’ αυτόν που η καρδιά του έχει ζωντανό, πλούσιο, κόκκινο αίμα, αίμα που περισσεύει και επιθυμεί να δοθεί. Είναι εκείνος το τύπος ανθρώπου που έχει φίλους. Που δεν μπορεί παρά να έχει φίλους, έστω έναν πραγματικό φίλο. Που η ροπή να δώσει είναι γι’ αυτόν μια φυσική κίνηση. Όπως η ανάγκη ύστερα από οδοιπορία σε φλογισμένη έρημο να πέσεις στη δροσερή θάλασσα, κάποιο μεσημέρι καυτό.
«Κι αν με προδώσουν;» αναρωτιούνται οι πιο μίζεροι. «Αν σε προδώσουν, κακό δικό τους», απαντώ. Τα όμορφα στη ζωή μας κερδίζονται από απόπειρες, από ρίσκο, από προηγούμενες ήττες. Δίχως ρίσκο και αποδοχή της πιθανής απώλειας, κανένας δεν κάνει βήμα μπροστά. Και το έχουμε πει, όποιος μένει στατικός και ακίνητος δε μένει στάσιμος όπως νομίζει αλλά ανεπαισθήτως βουλιάζει, θάβεται. Άλλο σύνεση κι άλλο καχυποψία. Άλλο προσοχή κι άλλο προκατάληψη. Οι καχύποπτοι προσβάλλουν τον άλλο και τον γαργαλούν να τους κάνει εκείνο που φοβούνται πως θα τους κάνει.
Κάποιος γνωστός μου δυσπιστούσε για τους ανθρώπους υπερβολικά. Όλο υποψιαζόταν πως θα τον κλέψουν, πως θα του τη φέρουν, πως θα τον ζημιώσουν. Και όντως δεν έχω δει τόση κακοτυχία όση στη δική του περίπτωση. Παρά την εξαιρετική νοημοσύνη του, την ευστροφία του, κατάφερνε τελικά να είναι συνεχώς χαμένος και εξαπατημένος. Τον έκλεψαν δεκάδες φορές, του προκάλεσαν ζημιές απίστευτες. Τον εκμεταλλεύτηκαν συγγενείς και γνωστοί, ζούσε μια διαρκή χασούρα.
Το μόνο «θετικό» σ’ όλη αυτή τη ζημιογόνο για τον γνωστό μου κατάσταση ήταν ότι του επιβεβαίωνε τη θεωρία πως οι άνθρωποι είναι απατεώνες. Ποτέ δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πόσο βαθιά στο παράλογο μπορεί να προχωρήσει ο εγωισμός. Πόσο αυτοκαταστροφικό μπορεί να γίνει το πείσμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου