Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός είναι ένας από τους βασικούς κλάδους του ιδεαλισμού. Παίρνει ως βάση το συναίσθημα, τη συνείδηση του ατόμου, του υποκειμένου για κάθε τι που υπάρχει. Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός αρνείται ότι υπάρχουν πέρα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου πραγματικά αντικείμενα, που να επενεργούν πάνω στα όργανα των αισθήσεών του και να προκαλούν τα αντίστοιχα αισθήματα. Είναι μονιστικός και αντιτίθεται στον αντικειμενικό ιδεαλισμό, ενώ βρίσκεται ως θεωρία κοντά στον σολιψισμό.
Σύμφωνα με τον Τζορτζ Μπέρκλεϊ (ο οποίος είναι και ο κύριος εκφραστής του υποκειμενικού ιδεαλισμού) ο κόσμος προέρχεται από τις παραστάσεις του θεού και η τάξη των φυσικών νόμων ανταποκρίνεται στην τάξη των παραστάσεων του θεού, ενώ τα πράγματα που φαίνονται σε μας, οι ιδιότητές τους και αυτά τα ίδια είναι μια δέσμη από αισθήματα, άϋλες παραστάσεις των ανθρώπων που δεν έχουν υπόσταση έξω από τη συνείδηση. Σύμφωνα πάντα με τον Μπέρκλεϊ, αυτές τις παράγει ο θεός ως υπερφυσική, πνευματική δύναμη και τις βάζει στη συνείδηση των ανθρώπων όταν παρατηρούν τον κόσμο και τα μεμονωμένα αντικείμενα.
Ύπαρξη σημαίνει αντίληψη (esse est percipi).
Ένας άνθρωπος άθεος και άσχετος με τη φιλοσοφία, ο οποίος πιστεύει στα πράγματα έτσι όπως αποκαλύπτονται στις αισθήσεις του, χωρίς πολύ στοχασμό για τις αιτίες τους και ότι συνδεόμενα πολύπλοκα και εξωτερικά αυτά αποτελούν ένα μεγάλο σύνολο, μπορεί να εκπλαγεί από ένα διαφορετικό λόγο, όταν εισχωρήσει στη φιλοσοφία του Μπέρκλεϊ. Όχι τόσο για την αμφισβήτηση της εξωτερικότητάς τους, όσο γιατί θα διαπιστώσει πως ένας άνθρωπος, ενώ βασίζεται στην άμεση εμπειρία του και με τον ευφυή στοχασμό του αμφιβάλλει και διασαλεύει τις αφηρημένες θεωρίες, τις κενές εκφράσεις και πέρα από τα όρια ορισμένες βέβαιεςγνώσεις,μεόλααυτάυπερασπίζεταικαι υποστηρίζειτηνύπαρξητου θεού,κι όχιτηνανυπαρξία του!
Αμφισβητώντας την ύπαρξη πραγμάτων έξω από τις αντιλήψεις μας, απέφυγε να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στην απλότητα και στη συνθετότητα, όπως και την ύπαρξη της αναλογίας, της ομοιότητας και των κοινών στοιχείων. Ωστόσο, έτσι απέφυγε να κάνει το λάθος να εξηγήσει τη σύνθεση, το σύνολο, την ποιότητα και την εσωτερικότητά τους μόνο με ένα μέρος των πραγμάτων ή με μία αφηρημένη αρχή, αλλά ούτε μετέθεσε το πρόβλημα, επιλύνοντάς το μερικώς.
Ο Τζορτζ Μπέρκλεϊ (George Berkeley 1685-1753) διδάσκει ότι τα πράγματα υπάρχουν όπως τα αντιλαμβανόμαστε, αλλά πέρα από τις ίδιες τις αντιλήψεις μας δεν είναι τίποτε άλλο, το οποίο θα υπήρχε χωρίς αυτές. Διαπιστώνουμε πως έχουμε άμεσα αντιλήψεις, χωρίς να είμαστε εμείς οι ίδιοι η αιτία τους και υπονοούμε την εξωτερική ύπαρξη μίας ύλης, για την οποία δεν μπορούμε να έχουμε καμιά αντίληψη και καμιά λογική γνώση.(
Η Σιγουριά της Αμφιβολίας)
Υπάρχει πραγματικά μία αιτία για όσα αντιλαμβανόμαστε, είναι όμως ακατάληπτο να την ονομάσουμε ύλη και αδύνατο να εξηγήσουμε πως αυτή παράγει ή επηρεάζει τις αντιλήψεις μας, ενώ η ίδια είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτές. Υπάρχουν μόνο οι αντιλήψεις μας με τους τρόπους που συνδέονται και διαδέχονται η μία την άλλη και όταν μιλάμε για μία ουσία πέρα από τις ίδιες, χάνουμε το χρόνο μας με κενές λέξεις. «Αυτό που αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις μας είναι οι δικές μας αντιλήψεις» και αυτές δε μας δείχνουν ότι υπάρχουν πράγματα, χωρίς να είναι αντιληπτά.
Εξάλλου, δεν υπάρχει ένα πράγμα, το οποίο να έχει ανάγκη την ύλη, για να μπορούμε να το εξηγήσουμε, και χωρίς αυτήν δεν ανατρέπεται η αλήθεια της πραγματικότητάς του. Είμαστε βέβαιοι για την πραγματικότητά του μόνο με την αντίληψή μας, ενώ αντιθέτως δεν μπορεί να είμαστε βέβαιοι για την ύπαρξή της, υποθέτοντας ένα πράγμα τελείως άγνωστο. Η αληθινή βεβαιότητα βρίσκεται μέσα στις αντιλήψεις μας, στην άμεση εμπειρία, όχι στους αφηρημένους συλλογισμούς και η πράξη χρησιμεύει στην ενίσχυσή της.
Οι αντιλήψεις, τα φαινόμενα, δεν είναι κενές ή εξωτερικές μορφές των πραγμάτων, είναι τα ίδια τα πράγματα και βασιζόμαστε σε αυτές. Δε βλέπουμε το λόγο να υπάρχει ένα τέτοιο νεκρό και ανενεργό μέσο, όπως είναι η λεγόμενη ύλη, για να μπορεί ο θεός να δράσει και για να μπορούμε εμείς ν’ αντιλαμβανόμαστε. Μπορούμε να κινήσουμε το δάχτυλό μας μόνο με τη θέλησή μας;
Ακόμα και μόνο με το γνώρισμα της εξωτερικότητας, η ύλη δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί ο ίδιος ο χώρος και ο χρόνος είναι μορφές προερχόμενες από το συνδυασμό και τη διαδοχή των αντιλήψεων, χωρίς τις οποίες εκείνες δεν υπάρχουν. Είναι πιο παράξενο να λέμε ότι ένα πράγμα αόρατο, από το οποίο λείπει η αντίληψη, είναι η αιτία των αντιλήψεών μας, από ό,τι μία τέλεια, απεριόριστη, πάνσοφη ύπαρξη είναι η άμεση αιτία όλων των φαινομένων.
Την ύπαρξη μίας άλλης ζωντανής ύπαρξης τη γνωρίζουμε έμμεσα από το συνδυασμό των αντιλήψεων που γεννούν οι δραστηριότητές της, οι οποίες μας δείχνουν μία διανοητική ύπαρξη όμοια με τον εαυτό μας. Η ίδια η διάνοια ή φορέας των αντιλήψεων δεν είναι μία αντίληψη. Όπως αναγνωρίζουμε την ανθρώπινη δράση από τα αντιληπτά αποτελέσματά της, το ίδιο αναγνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των αντιλήψεών μας, οι οποίες δε δημιουργούνται από εμάς, πρέπει να δημιουργούνται από μία άλλη διάνοια.
Ο Μπέρκλεϋ, πάνω στη δική του βάση, προσέγγισε ορισμένες αλήθειες και ανέδειξε σαν προφήτης τον κίνδυνο της θεωρητικής παραπλάνησης και των συνεπειών της από τον περιορισμό της γνώσης στα απλούστερα στοιχεία των πραγμάτων. Όσο και να φανεί παράδοξο η ακραία αυτή θέση του για την απουσία εξωτερικότητας και για την ανυπαρξία εξωτερικών πραγμάτων που δεν αντιλαμβανόμαστε, σχετίζεται με μία σπουδαία αλήθεια.
Αν πούμε ευρύτερα ότι η εξωτερικότητα, η εμμεσότητα και η ποιότητα των εξωτερικών πραγμάτων υπάρχουν σχετικά ως προς τα άλλα πράγματα με τα οποία συνδέονται πιο άμεσα, αυτό είναι αλήθεια. Ο Μπέρκλεϋ μπόρεσε να υποστηρίξει την ακραία θέση του με ορισμένες εύστοχες διαπιστώσεις, γιατί περιόρισε την πιο πάνω ευρύτερη αλήθεια μόνο στο «χώρο» των αντιλήψεων. Δεν την από τις έμβιες υπάρξεις ή από το θεό και είδε πως τα πράγματα μπορούν να είναι χωρίς σχέσεις, ακόμη και τη στιγμή που η σχετικότητα είναι το ίδιο τους το είναι.
1) Η ποιότητα ενός πράγματος πάντοτε συνδέεται και αλληλοεπηρεάζεται σαν μέρος με άλλα πράγματα και δεν μπορεί να είναι όπως είναι, αυτή από μόνη της, αν και φαίνεται ότι υπάρχουν περιπτώσεις που αυτό μπορεί να γίνει.
2) Η ίδια δεν είναι ποτέ τελείως ατροποποίητη καιμπορείν’ αποτελείτοσύνολοάλλωνδιαφορετικών πραγμάτων, με τα οποία συνδέεται άμεσα ή πολύ έμμεσα.
3) Αυτή που είναι μόνη της η ποιότητα ενός πράγματος δεν είναι αυτή πουεπηρεάζει ή«αποκαλύπτεται» διαμέσου άλλων πραγμάτων ή, για την ακρίβεια, δεν είναι μόνο αυτή στο σύνολό της.
4) Το ίδιο πράγμα διαμέσου άλλων επηρεάζει ή φαίνεται διαφορετικά.
5) Το ίδιο πράγμα διαμέσου των ίδιων επηρεάζει ή φαίνεται με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικές στιγμές, γιατί κανένα δεν είναι τελείως ατροποποίητο και διαρκώς με ακριβώς τους ίδιους τρόπους αλληλεπίδρασης.
6) Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για τα απλούστερα πράγματα που ονομάζονται ύλη.
Από τις παραπάνω θέσεις συμπεραίνουμε μία γνωστή αλήθεια, ότι μπορούν να υπάρχουν πολυάριθμες και διαφορετικές απόψεις για ένα πράγμα και όλες να είναι αληθινές. Αυτός είναι ως ένα μέρος και ο λόγος, για τον οποίο εμείς βασιζόμαστε γενικά στηναντίληψη καιστη γνώσημας, ακόμη κι αν είναι ελλιπείς.
Δηλαδή είναι ο ίδιος λόγος, για τον οποίο μπορούν να υπάρχουν σαν μέρη πολλά διαφορετικά πράγματα, ενώ δεν είναι αυτοτελή και σταθερά. Αλλά η δυνατότητά τους να υπάρχουν, δηλαδή ν’ αποτελούν συνθέσεις, να συνδυάζονται και να διατηρούν σταθερούς τρόπους αλληλοεπηρεασμού, να είναι άμεσα για τον εαυτό τους, ενώ έμμεσα είναι μέρη, προϋποθέτει τη σταθερότητα και την αμεσότητα του Συνόλου.
Η άρνηση της ύπαρξης εξωτερικώνπραγμάτωναυτοανατρέπεται, γιατί ξανά χρειάζεται να υπάρχει το πράγμα, το οποίο είναι ο φορέας των διανοητικών πράξεων. Οιτρόποι διασύνδεσης των αντιλήψεων προϋποθέτουν αλλαγές-στιγμές και διαφορές στην ουσία ή στην ποιότητα αυτού του φορέα. Τις αλλαγές αυτές μπορούμε να θεωρήσουμε σαν μέρη της ουσίας του, σαν μικρούς φορείς, σαν στιγμές διαφοροποίησης της μορφής του και θα έπρεπε να τις αναζητήσουμε στις αντιλήψεις.
Εκτός αν πούμε ότι οι αντιλήψεις μας υπάρχουν χωρίς να συνδέονται με κανένα τρόπο με τη διανοητική ουσία ή ότι δεν αποτελούν πράξεις ή αλλαγές της, κάτι το οποίο ο Μπέρκλεϊ αρνήθηκε. Βλέπουμε ξανά πως η έννοια του χρόνου ή της αλλαγής, ακόμα και περιορισμένη μόνοστις αντιλήψεις, δενεπιτρέπεινα συμπεράνουμε την απουσία πραγμάτων έξω από αυτές τις ίδιες. Γιατί η δυνατότητά τους να αλλάζουν προέρχεται από κάποιες αλλαγές μέσα στη διανοητική ουσία ή στις ίδιες τις αντιλήψεις. Έτσι ξανά θα βρίσκαμε τηνύληαντιστρόφως, δηλαδήτις ελάχιστες στιγμές-αλλαγές μέσα στη διανοητική ουσία μας ή στην «ουσία» των αντιλήψεων.
Πέραν αυτών των παράξενων συλλογισμών, από τη στιγμή που υποστηρίζουμε ότι μέσα στις αντιλήψεις μας υπάρχουν φορείς σαν εμάς, που παράγουν μερικούς συνδυασμούς στις δικές μας και τις επηρεάζουν, βρίσκουμε την απορία για τη σχέση ανάμεσαστις πολλέςδιανοητικές ουσίες. Την απορία αν αυτές συνδέονται μόνο με αντιλήψεις, τι είναι η ουσία τους και αν υπάρχουν πραγματικά.
Γιατί χρειάζεται η ύλη σαν εξωτερικό μέσο των αντιλήψεών μας και για τη δράση του θεού; Αναρωτιόταν ο Μπέρκλεϋ και κανένας ως σήμερα απ’ όσους πιστεύουν στο θεό δεν μπορεί να του απαντήσει. Η απάντηση πάντοτε βρίσκεται στην έννοια του Χρόνου. Η ύλη υπάρχει, γιατί τα πράγματα δεν υπάρχουν ούτε αρχίζουν όλα στην ίδια εξωτερική τους στιγμή, δεν αλληλεπιδρούν με όλους τους δυνατούς τρόπους ταυτόχρονα και έχουν μία αρχή ύπαρξης ως προς τα εξωτερικά τους.
Τα οποία δε θα ήταν εξωτερικά (δε θα υπήρχαν), αν συνδεόντουσαν μόνο άμεσα, σε μία κοινή εξωτερική στιγμή, σαν μία ομοιόμορφη ποσότητα. Με τους δικούς του όρους θα απαντούσαμε ότι η ύλη υπάρχει, γιατί οι αντιλήψεις, όπως και τα ανάλογα πράγματα, συνδέονται με πολύπλοκους και λεπτομερείς τρόπους, δε δημιουργούνται από το μηδέν ούτε όλες στην ίδια στιγμή και δεν είναι ασύνθετες μορφές.
Αν αυτή δεν υπήρχε, τότε δε θα υπήρχε ελάχιστο όριο, για να παραχθούν και να συνδεθούν οι αντιλήψεις από το θεό ή από εμάς, με συνέπεια να είναι ταυτόχρονες ή ν’ αλλάζουν χωρίς χρονική τάξη, χρονικά τυχαία.
Αν έλειπε η ύλη, η αλλαγή των αντιλήψεων και της δράσης του θεού θα μπορούσε να γίνεται απεριόριστα. Τότε, ο θεός δε θα είχε χρονική ανοχή να πράξει ή να διανοηθεί χωρίς να μας επηρεάσει ασυνεπώς, δε θα μπορούσε ν’ αλλάξει το αποτέλεσμα της πράξης του πριν αυτό πραγματοποιηθεί ή να το προσδιορίσει πριν εμείς πράξουμε με τον ανάλογο τρόπο, ούτε να γνωρίζει εκ των προτέρων όσα θα γίνουν και θα γνωρίσει σχετικά εκ των υστέρων μας.
Τελικά, η ύπαρξη των εξωτερικών πραγμάτων είναι βέβαια, γιατί αυτή η βεβαιότητα προέρχεται από τις αντιλήψεις,τηναξιοπιστία τωνοποίωνκι οΜπέρκλεϋ διαβεβαίωνε. Οι αντιλήψεις περιέχουνβεβαιότητα, γιατί συνδέονται άμεσα και πιο έμμεσα με μία κοινή πραγματικότητα, η οποία είναι τέλεια στο σύνολό της και έτσι τα μέρη της έχουν τη δυνατότητα να συνδέονται με συνέπεια, συνέχεια, ανάλογα και σταθερά. Αν η πραγματικότητα ήταν μόνο άμεσα οι αντιλήψεις μας, τότε δε θα μας έλειπε καμία αντίληψη.
Μόνο που δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ΑΝΤΙΛΗΨΗ ούτε ΔΙΑΚΡΙΣΗ επομένως ούτε και η αντιληπτικότητα του ενός δεν είναι ίδια με την αντιληπτικότητα του άλλου, ακόμη και για καθημερινά απτά και λογικά θέματα, πόσο μάλλον για έννοιες αφηρημένες και δυσνόητες όπως η έννοια του άγνωστου ή του θεού.
Αποσπάσματα από τις Φιλοσοφικές Θεωρήσεις του Τζορτζ Μπέρκλεϊ
«Να κρίνουμε σύμφωνα με το σύνολο. Όποιος θα καταπιασθεί να κρίνει ένα μέρος, θα ήθελα να συμφωνήσει να διαβάσει το σύνολο’ αν όχι, μπορεί να μη με καταλάβει «. σ 18
«Η ανοησία των ανθρώπων εκτιμά τα πράγματα ανάλογα με τη σπανιότητά τους, αλλά η Πρόνοια έκανε πολύ κοινά τα πιο χρήσιμα πράγματα «. σ 19
«Ότι τα πράγματα, που βλέπω με τα μάτια και κείνα που εγγίζω με τα χέρια μου υπάρχουν ασφαλώς, ότι υπάρχουν πραγματικά, δεν προβάλλω κανένα ζήτημα πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το μόνο πράγμα, που του αρνούμεθα την ύπαρξη, είναι εκείνο που οι φιλόσοφοι ονομάζουν ύλη ή σωματική ουσία «. σ 22
«Ο απόλυτος χρόνος. Ο χρόνος, ο τόπος και η κίνηση, θεωρούμενα σ’ ότι είχαν ιδιαίτερο και συγκεκριμένο, είναι αυτό που ο καθένας γνωρίζει. Αλλ’ όταν έχουν περάσει απ’ τα χέρια ενός μεταφυσικού, γίνονται τόσο αφηρημένα και τόσο σταθερά, ώστε οι άνθρωποι με κοινό νου δεν μπορούν να τα συλλάβουν. Δώστε εντολή στον υπηρέτη σας να σας συναντήσει την τάδε ώρα και στην τάδε θέση, κι αυτός τότε δεν θα καθίσει να ασχοληθεί με την έννοια αυτών των λέξεων (…)
Αλλ’ όταν νοούμε το χρόνο, χωρίς να αναφερόμαστε σ’ όλες τις ιδιαίτερες πράξεις και σ’ όλες τις ιδέες που διαφοροποιούν την πορεία, μόνον σαν τη συνέχεια της ύπαρξης, σαν την αφηρημένη διάρκεια, τότε, ίσως, ακόμη κι ένας φιλόσοφος θα βρεθεί μπερδεμένος αν θέλει να τον καταλάβει.
Κάθε φορά, που δοκιμάζω να κατασκευάσω μια απλή ιδέα χρόνου, αποσπώντας τον απ’ τη διαδοχή των ιδεών μέσα στο πνεύμα μου, ένα χρόνο που κυλά ομοιόμορφα και στον οποίο μετέχουν όλα τα όντα, αισθάνομαι, ότι έχω χαθεί και έχω μπερδευτεί σε δυσκολίες αξεδιάλυτες.
Δεν έχω γι’ αυτόν καμιά έννοια, ακούω μόνον άλλους ανθρώπους να λένε, ότι ο χρόνος είναι άπειρα διαιρετός, και μιλούν γι’ αυτόν με τέτοιο τρόπο, ώστε με οδηγούν στο να τρέφω παράξενες ιδέες για την ύπαρξή μου: γιατί αυτή η θεωρία τοποθετεί καθέναν από μας κάτω απ’ την απόλυτη ανάγκη να σκέπτεται, ή ότι περνάει αναρίθμητα χρονικά διαστήματα χωρίς καμιά σκέψη, ή ότι εκμηδενίζεται σε κάθε στιγμή της ζωής του: δυό απόψεις, που φαίνονται ότι είναι ακατανόητες τόσο η μια όσο και η άλλη.
Αφού ο χρόνος δεν είναι τίποτε, αν τον αποσπάσουμε απ’ τη διαδοχή των ιδεών μέσα στο πνεύμα μας, συνάγεται ότι πρέπει να θεωρήσουμε τη διάρκεια κάθε πνεύματος περιορισμένη απ’ τον αριθμό των ιδεών ή των πράξεων, που αλληλοδιαδέχονται η μια την άλλη μέσα σ’ αυτό το ίδιο το πνεύμα. Προκύπτει απ’ αυτό ένα έκδηλο συμπέρασμα: η ψυχή σκέπτεται πάντοτε… » σ 24,25
«Αλλ’ αυτές οι γραμμές κι αυτές οι γωνίες, για τις οποίες πολλοί ισχυρίζονται, ότι χρησιμεύουν για να εξηγήσουν την αντίληψη της απόστασης, δεν είναι καθόλου μόνες τους καθ’ εαυτές αντιληπτές και πραγματικά οι άνθρωποι που δεν έχουν καμιά γνώση της οπτικής, δεν σκέπτονται γι’ αυτές ποτέ.
Πάνω σ’ αυτό επικαλούμαι την πείρα του καθενός στο να κρίνει, αν, όταν βλέπουμε ένα αντικείμενο, υπολογίζουμε την απόστασή του σύμφωνα με το μέγεθος της γωνίας των δύο οπτικών αξόνων, που συναντώνται, ή αν σκεπτόμαστε ποτέ για την πιο μεγάλη ή πιο μικρή απόκλιση των ακτίνων που φθάνουν από ένα οποιοδήποτε σημείο πάνω στην κόρη του ματιού.
Καθένας είναι αυτός ο ίδιος ο καλύτερος κριτής γι’ αυτό που αντιλαμβάνεται και γι’ αυτό που δεν αντιλαμβάνεται. Μάταια θα μου πουν, ότι αντιλαμβάνομαι ορισμένες γραμμές και ορισμένες γωνίες που εισάγουν στο πνεύμα μου τις διάφορες ιδέες απόστασης, εφ’ όσον εγώ ο ίδιος δεν θα έχω καμιά συνείδηση για ένα τέτοιο πράγμα «. σ 29, 30
«Υπάρχουν άλλες αποστάσεις διαφορετικές από τις τοπικές ή χρονικές. Όταν εξετάζεται μέσα στην αφαίρεση, μια γραμμή -μια απόσταση- είναι ο αριθμός των σημείων που βρίσκονται ανάμεσα σε δυο δοσμένα σημεία. Υπάρχει επίσης απόσταση ανάμεσα σ’ ένα σκλάβο κι ένα αυτοκράτορα, ανάμεσα σ’ ένα χωρικό και σ’ ένα φιλόσοφο, ανάμεσα (…) σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις «απόσταση» σημαίνει τον αριθμό των ενδιάμεσων ιδεών «. σ 33
«Αν η ορατή μορφή και έκταση δεν είναι η ίδια με την απτή μορφή και έκταση, δεν πρέπει να συμπεράνουμε, ότι ένα μόνο και το ίδιο πράγμα έχει διαφορετικές εκτάσεις. Το σωστό συμπέρασμα είναι, ότι τα αντικείμενα της όρασης και της αφής είναι δυο ξεχωριστά πράγματα «. σ 37
«Με λίγα λόγια, η έκταση, το σχήμα και η κίνηση, απαλλαγμένες απ’ όλες τις άλλες ιδιότητες είναι ασύλληπτες. Λοιπόν, όπου είναι οι άλλες αισθητές ιδιότητες, πρέπει επίσης να βρίσκονται κι εκείνες στο πνεύμα και πουθενά αλλού «. σ 52
«Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο το πνεύμα συνδυάζει ποικιλότροπα τις ιδέες του, η μονάδα αλλάζει, και με τη μονάδα, αλλάζει και ο αριθμός, που είναι μόνο μια συλλογή από μονάδες. Ονομάζουμε μονάδα ένα παράθυρο, ένα τζάκι, κι ωστόσο κι ένα σπίτι που έχει πολλά παράθυρα και πολλά τζάκια έχει ένα ίσο δικαίωμα να ονομάζεται μονάδα, και πολλά σπίτια αποτελούν μια πόλη.
Μέσα σ’ αυτά τα παραδείγματα και σ’ άλλα παρόμοια, είναι φανερό, ότι η μονάδα είναι σε σταθερή σχέση με τις ιδιαίτερες απόψεις, τις οποίες το πνεύμα αποκτά απ’ τις ιδέες του, στις οποίες δίνει ονόματα και απονέμει το πλέον ή έλαττον, όπως ταιριάζει πολύ καλά στους ιδιαίτερους σκοπούς του και στα σχέδιά του. Έτσι κάθε τι που το πνεύμα θεωρεί σαν ένα μόνο πράγμα, είναι μια μονάδα. (…) Ο αριθμός δεν είναι ένα αντικείμενο των αισθήσεων, είναι μια πράξη του πνεύματος. Το ίδιο πράγμα, ανάλογα με το αν το αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά, είναι ένα ή πολλά . » σ 56, 57
«Μαθηματικοί θεωρητικοί’ σαν ένας άνθρωπος που καταγίνεται όλη την ημέρα να κάνει κόμπους καλά σφιγμένους με το σκοπό να τους λύνει ύστερα «. σ 63
«Δεν αντιστοιχούν ιδέες σ’ όλες τις λέξεις, και το να το καταλάβουμε αυτό επιτρέπει να μη θέσουμε πια εσφαλμένα προβλήματα «. σ 77
«Cogito, ergo sum (σκέπτομαι, άρα υπάρχω), ταυτολογία’ καμιά πνευματική πρόταση δεν αντιστοιχεί σ’ αυτή «. σ 84
«Να εισάγουμε πρώτα καλούς ορισμούς. Στο σημείο αυτό τα μαθηματικά πλεονεκτούν απ’ τη μεταφυσική και την ηθική. Οι ορισμοί τους, διατυπωμένοι με λέξεις άγνωστες ακόμη στον αναγνώστη, δεν αμφισβητούνται. Αλλά στη μεταφυσική και την ηθική, οι λέξεις είναι γνωστές οι πιο πολλές απ’ όλους και οι ορισμοί τους έχουν μεγάλες πιθανότητες να δεχτούν αντιπολεμική.
Η σύντομη και ξερή μέθοδος των μαθηματικών δεν ταιριάζει στη μεταφυσική, ούτε στην ηθική, γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν προκαταλήψεις στο θέμα των μαθηματικών προτάσεων, δεν έχουν γνώμες καθιερωμένες προκαταβολικά, τις οποίες πρέπει να συζητήσουν. Γιατί δεν σκέφθηκαν ακόμη αυτά τα θέματα. Δεν συμβαίνει το ίδιο στις δύο άλλες επιστήμες που μνημονεύσαμε’ αυτές οφείλουν όχι μόνο ν’ αποδείξουν την αλήθεια, αλλ’ επίσης να την υπερασπίσουν απ’ τις αμφιβολίες και τις καθιερωμένες γνώμες, που την πολεμούν. Με λίγα λόγια, η ξερή μέθοδος, άκαμπτη και τραχειά, δεν θα επαρκέσει «. σ 86, 87
«Δεν βρίσκω, βέβαια, κανένα σφάλμα στο συλλογισμό σας σχετικά με το ότι, για τα φαινόμενα, βρίσκετε μια αιτία’ αλλ’ αρνούμαι, ότι αυτή η αιτία, που συμπεραίνεται μέσω του λογικού, μπορεί κυρίως να ονομάζεται ύ λ η «. σ 89
«Έτσι, λόγου χάρη, δεν χρησιμοποιώ ποτέ ένα όργανο για να κινήσω το δάχτυλό μου, γιατί το κάνω με μόνη τη βούλησή νου. Αλλά θα χρησιμοποιούσα ένα όργανο, αν είχα να μετακινήσω ένα μέρος από ένα βράχο, ή να ξεριζώσω ένα δέντρο. (…) Πως λοιπόν μπορείτε να υποθέσετε, ότι ένα πνεύμα με ολοκληρωμένη τελειότητα, απ’ τη θέληση του οποίου εξαρτιώνται απόλυτα και άμεσα όλα τα πράγματα, έχει ανάγκη να χρησιμοποιήσει ένα όργανο για να δράσει, ή ότι, αν και δεν έχει καμιά ανάγκη απ’ αυτό, ωστόσο, το χρησιμοποιεί; » σ 92, 93
«Ή αντιλαμβάνεστε την ύπαρξη της ύλης άμεσα, ή την συμπεραίνετε έμμεσα. Αν την αντιλαμβάνεσθε άμεσα, πληροφορήστε με, σας παρακαλώ, με ποια αίσθηση την αντιλαμβάνεσθε; Αν έμμεσα, κάντε με να γνωρίσω, ποιος συλλογισμός σας αναγκάζει να την συμπεράνετε από πράγματα που αντιλαμβάνεσθε έμμεσα; Τώρα, όσον αφορά την ίδια την ύλη, σας ερωτώ, αν αυτή είναι αντικείμενο, υπόσταση, αιτία, όργανο ή αφορμή; έχετε ήδη συνηγορήσει για κάθε μια απ’ αυτές τις ερμηνείες αλλάζοντας τις έννοιες σας, και κάνοντας να φαίνεται η ύλη άλλοτε κάτω από τη μια κι άλλοτε κάτω απ’ την άλλη μορφή. Κι’ αυτό που έχετε προτείνει, το έχετε σεις ο ίδιος αποδοκιμάσει και απορρίψει «. σ 96
«Αλλ’ ας προσέξουμε σ’ ένα πράγμα συγκεκριμένο: δεν είναι για μένα μια επαρκής εμφάνεια για την ύπαρξη του γαντιού μου, ότι το βλέπω, ότι το εγγίζω και ότι το βελονιάζω; Ή, αν αυτό δεν αρκεί, πως θα ήταν δυνατόν να είμαι βέβαιος για την πραγματικότητα αυτού του πράγματος, το οποίο βλέπω πραγματικά σ’ αυτή τη θέση, υποθέτοντας ότι ένα πράγμα άγνωστο που ποτέ δεν είδα (όπως η ύλη) και που δεν μπορώ να δω, υπάρχει μ’ ένα τρόπο άγνωστο, σε μια άγνωστη θέση ή ακόμη πουθενά; Πώς η υπόθεση για την πραγματικότητα κάποιου πράγματος ανέγγιχτου μπορεί να προσφέρει την απόδειξη για την αποτελεσματική πραγματικότητα ενός πράγματος απτού; ή ενός αόρατου πράγματος την απόδειξη για την πραγματικότητα ενός ορατού πράγματος, ή, γενικά, πώς ένα πράγμα ασύλληπτο μπορεί να είναι η απόδειξη για την ύπαρξη ενός πράγματος αντιληπτού; » σ 101
«Η βεβαιότητα βρίσκεται στην άμεση εμπειρία. (…)
Επιθυμώ, και προτρέπω, να μη περιμένουν να βρουν την αλήθεια στο βιβλίο μου, ούτε αλλού παρά μέσα στο πνεύμα τους. Όλο αυτό που εγώ ο ίδιος βλέπω, είναι αδύνατον να μπορέσω να το περιγράψω καλά εκφράζοντάς το με λέξεις «. σ 104, 105
«Ναι, είναι άπειρα πιο παράξενο να πούμε: ένα πράγμα που είναι αδρανές, δρα πάνω στο πνεύμα, κι αυτό που δεν έχει αντίληψη είναι η αιτία των αντιλήψεών μας. Επί πλέον, αυτό που σας φαίνεται παράξενο δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που οι Άγιες Γραφές βεβαιώνουν σε πολλά χωρία. Παριστάνουν το Θεό σαν τον μόνο δημιουργό και τον άμεσο δημιουργό όλων των αποτελεσμάτων, τα οποία ορισμένοι ειδωλολάτρες και φιλόσοφοι συνηθίζουν να τ’ αποδίδουν στη Φύση, στην ύλη, στο πεπρωμένο, ή σε κάθε άλλη αρχή στερημένη από σκέψη «. σ 152
«Αυτό που βλέπω, ακούω και εγγίζω, υπάρχει πραγματικά, δηλαδή αυτό που αντιλαμβάνομαι, δεν αμφιβάλλω περισσότερο γι’ αυτά απ’ όσο για την ύπαρξή μου. Αλλά δεν βλέπω πως η μαρτυρία των αισθήσεων θα μπορούσε να προβάλλεται σαν απόδειξη για την ύπαρξη ενός πράγματος που δεν είναι αντιληπτό απ’ τις αισθήσεις. Δεν επιθυμούμε να γίνει ένας άνθρωπος σκεπτικιστής και να μην εμπιστεύεται πια τις αισθήσεις του’ αντίθετα, δίνουμε σ’ αυτές όλη την αξία κι όλη την αξιοπιστία που μπορούμε να φαντασθούμε «. σ 154
«Δεν βλέπουμε έναν άνθρωπο, αν με τον άνθρωπο νοούμε αυτό που ζει, κινείται, αντιλαμβάνεται και σκέπτεται όπως το κάνουμε κι εμείς’ βλέπουμε μόνο μια ορισμένη συλλογή ιδεών, που μας οδηγεί να σκεφθούμε ότι υπάρχει μια ξεχωριστή αρχή σκέψης και κίνησης όμοια μ’ εμάς, που συντροφεύει αυτή τη συλλογή και που εκφράζεται μ’ αυτήν.
Με τον ίδιο τρόπο βλέπουμε το Θεό όλη η διαφορά έγκειται στο ότι ενώ ένα πεπερασμένο και περιορισμένο σύνολο ιδεών αναγγέλλει ένα ιδιαίτερο ανθρώπινο πνεύμα για να διευθύνουμε σ’ αυτό τη ματιά μας, όμως αντιλαμβανόμαστε πραγματικά σε κάθε τόπο και σε κάθε θέση, έκδηλα σημεία της θεότητας: κάθε πράγμα που βλέπουμε, που ακούμε, που πιάνουμε ή που αντιλαμβανόμαστε με μια άλλη αίσθηση, όντας ένα σύμβολο κι εν’ αποτέλεσμα της Δύναμης του Θεού, ακριβώς όπως αντιλαμβανόμαστε αυτές τις ίδιες κινήσεις που παράγουν οι άνθρωποι.
Είναι λοιπόν σαφές, ότι τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο εμφανές, σ’ οποιον δήποτε που είναι ικανός για την παραμικρή ενδοσκόπιση, απ’ την ύπαρξη του Θεού, ενός πνεύματος, που είναι βαθειά παρόν στα πνεύματά μας, που παράγει σ’ αυτά όλη την ποικιλία ιδεών ή αισθημάτων, που μας επηρεάζει συνεχώς, απ’ τον οποίο εξαρτιόμαστε με πλήρη και απόλυτο τρόπο, με λίγα λόγια, «εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».
Ότι η αποκάλυψη αυτής της μεγάλης αλήθειας δεν επιτυγχάνεται μέσω του συλλογισμού παρά μόνο από ένα μικρό αριθμό ανθρώπων, αυτό είναι ένα θλιβερό παράδειγμα για την μωρία και την απροσεξία των ανθρώπων, που, αν και περιβάλλονται από τόσες σαφείς εκδηλώσεις της Θεότητας, έχουν ωστόσο τόσο λίγη ευαισθησία, ώστε φαίνονται σαν να έχουν τυφλωθεί απ’ το πολύ φως «. σ 178, 179
——————–
Ο Τζωρτζ Μπέρκλεϋ γεννήθηκε το 1685 στο Kilkenny της Ιρλανδίας από οικογένεια αγγλικής καταγωγής. Σπούδασε σε ηλικία 15 ετών στο Trinity College (Dublin) και αφού αποφοίτησε, έγινε εταίρος του κολεγίου – σημερινός ερευνητής. Παράλληλα χειροτονήθηκε ιερέας, όπως υπαγόρευαν οι κανόνες του κολεγίου. Παρότι έζησε ως το 1753, τα σημαντικά φιλοσοφικά του έργα τα γράφει σε ηλικία 20-23 ετών. Πρώτον, το «Δοκίμιο για μια νέα θεωρία της όρασης», το 1709, όπου προκρίνει μια εμπειριστική θεωρία για την οπτική αντίληψη.
Τον επόμενο χρόνο ακολουθεί η «Πραγματεία για τις αρχές της ανθρώπινης γνώσης», ένα έργο για το οποίο θα μείνει διάσημος, υποστηρίζοντας ότι τα εξωτερικά αντικείμενα αποτελούν μια ενότητα νοητικών ιδεών η οποία δεν απαιτεί την ύπαρξη της ύλης. Το 1713 μεταφέρει αυτές τις ιδέες σε διαλογική μορφή στο «Τρεις διάλογοι ανάμεσα στον Ύλα και τον Φιλόνου», όπου επεξηγεί τα κύρια σημεία της θεωρίας του. Παράλληλα ταξιδεύει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επιστρέφει στο Δουβλίνο το 1721 και το 1724 κληρονομεί απρόσμενα μια μεγάλη περιουσία.
Μες στο πλαίσιο των νέων ανακαλύψεων, συλλαμβάνει το σχέδιο για τη μόρφωση των «ιθαγενών» κατοίκων στην αμερικανική ήπειρο. Φεύγει το 1728 με υποσχέσεις για κρατική χρηματοδότηση, οι οποίες ποτέ δεν υλοποιούνται, και αναγκάζεται να επιστρέψει από το Rhode Island στην Ιρλανδία το 1731. Στα κατοπινά έργα του συγκαταλέγονται ο «Αλκύφρων», ένα απολογητικό έργο για τη χριστιανική πίστη σε διαλογική μορφή, η «Υπεράσπιση και ερμηνεία της θεωρίας της όρασης», το 1733 και το «Siris» (1744), μια απόπειρα αντιμετώπισης πληθώρας φιλοσοφικών και θεολογικών θεμάτων σε μεγάλη κλίμακα.
Στις μη φιλοσοφικές ενασχολήσεις του Μπέρκλεϋ μετά την επιστροφή του περιλαμβάνονται τα αρχιερατικά καθήκοντά του ως επίσκοπος του Cloyne στην Ιρλανδία (από το 1734 ως το 1752). Πέθανε ήσυχα το 1753 στην Οξφόρδη και, ως τις μέρες μας, θεωρείται ένας από τους κύριους εκπροσώπους του βρετανικού εμπειρισμού.