«Σκέψου πριν μιλήσεις. Διάβασε πριν σκεφτείς». Φραν Λίμποβιτς
Υπάρχει καλύτερη τροφή για τη σκέψη αναγνώστη; Ακόμη και το χειρότερο βιβλίο μπορεί να μας δώσει κάτι για να σκεφτούμε. Βλέπετε ο πραγματικός σκοπός των βιβλίων είναι να αναγκάσει το μυαλό να σκεφτεί μόνο του. Και έτσι θα έπρεπε να διαβάζουμε κάθε βιβλίο. Όχι αποδεχόμενοι ό,τι μας λέει αλλά σκεπτόμενοι ό,τι μας λέει.
Και ο καλύτερος τρόπος για να το κάνεις αυτό είναι να το διαβάσεις 3 φορές: την πρώτη σαν να διαβάζεις εφημερίδα, τη δεύτερη σαν να το διαβάζεις σε κάποιον άλλο και την τρίτη σαν να το εξηγείς σε κάποιον άλλο (μας λέει ο Γκουρτζίεφ). Θα μου πείτε πρέπει όλα τα βιβλία πρέπει να τα διαβάζουμε τρεις φορές; Όχι φυσικά. Αλλά βιβλίο που δεν θέλεις να το ξαναδιαβάσεις δεν είναι καλό βιβλίο.
«Εγώ έμαθα γράμματα απ’ την λογοτεχνία, από εκεί έμαθα και μαρξισμό, από εκεί έμαθα και κοινωνιολογία, από εκεί έμαθα και οικονομία. Διάβασα όλη τη Ρώσικη κλασσική και σοσιαλιστική λογοτεχνία, διάβασα όλη τη γαλλική λογοτεχνία, η οποία είναι καταπληκτική, διάβασα σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία. Μέσα από τη λογοτεχνία μαθαίνεις τη γλώσσα, μαθαίνεις να μιλάς, παίρνεις γνώσεις τρομακτικές από όλους τους χώρους»…
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά του με την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο: στο βιβλίο η φαντασία μας είναι ελεύθερη, ενώ όταν μια ιστορία μας μεταδίδεται με εικόνες η φαντασία μας είναι δέσμια: «αυτοί που διαβάζουν έχουν τον κόσμο και αυτοί που βλέπουν τηλεόραση τον χάνουν» μας λέει ο μεγάλος σκηνοθέτης Γ. Χέρζογκ. Ενώ ο φοβερός συγγραφέας μικρών ιστοριών Α. Μοράβια δείχνει ότι ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του όταν μας λέει ότι «ο μυθιστοριογράφος σου δίνει να δεις από την κλειδαρότρυπα αυτά που δεν μπορείς να δεις διαφορετικά».
«Η βάση της δράσης είναι η έλλειψη φαντασίας και είναι το τελευταίο καταφύγιο αυτών που δεν ξέρουν να ονειρευτούν. Όταν καταλάβουμε τους νόμους που διέπουν τη ζωή θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο μόνος που έχει περισσότερες ψευδαισθήσεις από αυτόν που ονειρεύεται είναι αυτός που δρα» μας λέει ο Ο. Ουάιλντ.
Αναφέρει ίσως ο κορυφαίος λογοτέχνης του 20ου αιώνα Μ. Προυστ: «Δεν υπάρχουν ίσως ημέρες της παιδικής μας ηλικίας που να τις ζήσαμε τόσο απόλυτα, όσο εκείνες που πιστέψαμε ότι τις αφήσαμε να φύγουν χωρίς να τις ζήσουμε, εκείνες που τις περάσαμε με ένα βιβλίο αγαπημένο».
Ο Ο. Ουάιλντ στο τρομακτικά ευφυέστατο έργο – όπως εξάλλου τα περισσότερά του – «The Critic As Artist» (Ο Κριτικός ως Καλλιτέχνης – απ’ όπου και το παραπάνω απόσπασμα), έργο διαποτισμένο ως το μεδούλι με τα ιδεώδη των αρχαίων Ελλήνων, μας λέει ποιες είναι οι δύο ανώτερες μορφές τέχνης: η Ζωή και η Λογοτεχνία, η ζωή και η τέλεια έκφραση της ζωής.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που μας διαχωρίζει από τα ζώα είναι η γλώσσα: η γλώσσα που είναι ο κηδεμόνας και όχι το παιδί της σκέψης. Διαβάζοντας λοιπόν μαθαίνεις καλύτερα τη γλώσσα οπότε μαθαίνεις να εκφράζεσαι και να εκφράζεις καλύτερα τη ζωή: μαθαίνεις να σκέφτεσαι καλύτερα άρα και να ζεις καλύτερα.
Γι’ αυτό ίσως ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικάνους συγγραφείς, ο Ε. Χεμινγουέι, έλεγε ότι «όλα τα καλά βιβλία έχουν κάτι κοινό: είναι πιο αληθινά απ’ ό,τι αν είχαν συμβεί πραγματικά». Εξάλλου το απόγειο του Ελληνικού πολιτισμού σύμφωνα με τον Νίτσε είναι η τραγωδία (ο ορισμός της από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Περί Ποιητικής»): «είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση πράξης σημαντικής και ολοκληρωμένης, η οποία έχει κάποια διάρκεια, με λόγο ποιητικό («γλυκό» ή «διανθισμένο», στην κυριολεξία), τα μέρη της οποίας διαφέρουν στη φόρμα τους, που παριστάνεται ενεργά και δεν απαγγέλλεται, η οποία προκαλώντας τη συμπάθεια και το φόβο του θεατή τον αποκαθάρει (λυτρώνει) από παρόμοια ψυχικά συναισθήματα».
Βλέπουμε εδώ λοιπόν άλλη μια χρησιμότητα του βιβλίου (γιατί η τραγωδία όπως και κάθε θεατρικό μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί): την κάθαρση. Μέσω της τέχνης και μόνο μέσω της τέχνης μπορούμε να θωρακιστούμε από τους άθλιους κινδύνους της πραγματικής ζωής.
Υπάρχει καλύτερη τροφή για τη σκέψη αναγνώστη; Ακόμη και το χειρότερο βιβλίο μπορεί να μας δώσει κάτι για να σκεφτούμε. Βλέπετε ο πραγματικός σκοπός των βιβλίων είναι να αναγκάσει το μυαλό να σκεφτεί μόνο του. Και έτσι θα έπρεπε να διαβάζουμε κάθε βιβλίο. Όχι αποδεχόμενοι ό,τι μας λέει αλλά σκεπτόμενοι ό,τι μας λέει.
Και ο καλύτερος τρόπος για να το κάνεις αυτό είναι να το διαβάσεις 3 φορές: την πρώτη σαν να διαβάζεις εφημερίδα, τη δεύτερη σαν να το διαβάζεις σε κάποιον άλλο και την τρίτη σαν να το εξηγείς σε κάποιον άλλο (μας λέει ο Γκουρτζίεφ). Θα μου πείτε πρέπει όλα τα βιβλία πρέπει να τα διαβάζουμε τρεις φορές; Όχι φυσικά. Αλλά βιβλίο που δεν θέλεις να το ξαναδιαβάσεις δεν είναι καλό βιβλίο.
«Δεν μπορείς να ανοίξεις ένα βιβλίο χωρίς να μάθεις κάτι». ΚομφούκιοςΌμως αγαπητέ αναγνώστη δεν είναι μόνο ότι το βιβλίο ακονίζει τη σκέψη και την κριτική ικανότητα: σου δίνει και τη δυνατότητα να μάθεις ένα σωρό πράγματα. Άμα ξέρεις να διαβάζεις τότε ο δρόμος για τη μάθηση είναι ανοικτός:
«Εγώ έμαθα γράμματα απ’ την λογοτεχνία, από εκεί έμαθα και μαρξισμό, από εκεί έμαθα και κοινωνιολογία, από εκεί έμαθα και οικονομία. Διάβασα όλη τη Ρώσικη κλασσική και σοσιαλιστική λογοτεχνία, διάβασα όλη τη γαλλική λογοτεχνία, η οποία είναι καταπληκτική, διάβασα σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία. Μέσα από τη λογοτεχνία μαθαίνεις τη γλώσσα, μαθαίνεις να μιλάς, παίρνεις γνώσεις τρομακτικές από όλους τους χώρους»…
«Καμιά διασκέδαση δεν είναι τόσο φτηνή όσο το διάβασμα καιΥπάρχει μήπως φτηνότερη τροφή για τη σκέψη; Ένα βιβλίο δεν κοστίζει τίποτα σε σχέση με αυτά που προσφέρει και επιπλέον μπορείς να το δανεισθείς τζάμπα από τη βιβλιοθήκη ή από ένα φίλο. Δεν θα ξεχάσω ένα μικρό δοκίμιο του Τζ. Όργουελ (δημοσιευμένο στην Tribune το 1946) με τίτλο «Books vs cigarettes» (Βιβλίο εναντίον τσιγάρων), όπου με μοναδικό τρόπο αναλύει τα έξοδα μιας χρονιάς και στα δύο και συγκρίνει τις απολαύσεις που αυτά προσφέρουν.
καμιά απόλαυση δεν διαρκεί τόσο πολύ». Λέιντι Μέρι Μόνταγκιου
«Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, το να διαβάζεις ένα βιβλίο ποτέ δεν σε κάνει να αισθάνεσαι ότι στέκεσαι ακίνητος». Τζεφ ΜάλετΜήπως όμως δεν είναι και το φθηνότερο/ γρηγορότερο μεταφορικό μέσο της ψυχής μας; Μας πάει σε τόπους μακρινούς, τόπους που δεν υπάρχουν ή που δεν είχαμε φανταστεί ότι υπάρχουν (δέστε αν θέλετε και αυτό το πολύ όμορφο ποίημα της Έμιλυ Ελίζαμπεθ Ντίκινσον). Αναπτύσσει τη φαντασία μας γιατί την θέτει σε λειτουργία.
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά του με την τηλεόραση ή τον κινηματογράφο: στο βιβλίο η φαντασία μας είναι ελεύθερη, ενώ όταν μια ιστορία μας μεταδίδεται με εικόνες η φαντασία μας είναι δέσμια: «αυτοί που διαβάζουν έχουν τον κόσμο και αυτοί που βλέπουν τηλεόραση τον χάνουν» μας λέει ο μεγάλος σκηνοθέτης Γ. Χέρζογκ. Ενώ ο φοβερός συγγραφέας μικρών ιστοριών Α. Μοράβια δείχνει ότι ξέρει πολύ καλά τη δουλειά του όταν μας λέει ότι «ο μυθιστοριογράφος σου δίνει να δεις από την κλειδαρότρυπα αυτά που δεν μπορείς να δεις διαφορετικά».
«Τα βιβλία είναι οι πιο ήσυχοι και σταθεροί φίλοι, οι πιο εύκολα προσβάσιμοι καιΠράγματι πολύ καλά μας τα λέει ο Έλιοτ: ήσυχοι γιατί μπορείς να τους συμβουλευτείς όποτε εσύ θέλεις, είναι υπομονετικοί γιατί δεν σε πιέζουν ποτέ να τους διαβάσεις αλλά είναι και οι σοφότεροι γιατί όπως μας υπενθυμίζει ο Καρτέσιος, το να διαβάζεις τα καλά βιβλία είναι σαν να συνδιαλέγεσαι με τους άριστους των περασμένων αιώνων.
σοφότεροι συμβουλάτορες και οι πιο υπομονετικοί δάσκαλοι». Καρολος Γουίλιαμ Έλιοτ
«Μην διαβάζεις όπως τα παιδιά, για να διασκεδάσεις ή σαν τους φιλόδοξουςΑυτό ίσως ακούγεται σε πολλούς ως παράδοξο. Το ξέρω γιατί και εγώ έτσι ένιωθα παλαιότερα. Έλεγα όμορφα τα βιβλία, αλλά δεν ζεις με τα βιβλία· ήμουνα βλέπετε ακόμη δέσμιος της δράσης. Τώρα ξέρω πόσο λάθος άποψη είχα γιατί η δράση είναι πάντα τυφλή: εξαρτάται από εξωτερικές επιρροές και υποκινείται από ασυνείδητες παρορμήσεις, όπου παρόρμηση είναι αυτή που κυριαρχεί όσο στενεύει η ελευθερία της σκέψης, σύμφωνα με τον Φ. Πεσσόα.
με πρόθεση τη διδασκαλία. Όχι, διάβαζε για να ζήσεις». Γουστάβος Φλομπέρ
«Η βάση της δράσης είναι η έλλειψη φαντασίας και είναι το τελευταίο καταφύγιο αυτών που δεν ξέρουν να ονειρευτούν. Όταν καταλάβουμε τους νόμους που διέπουν τη ζωή θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο μόνος που έχει περισσότερες ψευδαισθήσεις από αυτόν που ονειρεύεται είναι αυτός που δρα» μας λέει ο Ο. Ουάιλντ.
Αναφέρει ίσως ο κορυφαίος λογοτέχνης του 20ου αιώνα Μ. Προυστ: «Δεν υπάρχουν ίσως ημέρες της παιδικής μας ηλικίας που να τις ζήσαμε τόσο απόλυτα, όσο εκείνες που πιστέψαμε ότι τις αφήσαμε να φύγουν χωρίς να τις ζήσουμε, εκείνες που τις περάσαμε με ένα βιβλίο αγαπημένο».
Ο Ο. Ουάιλντ στο τρομακτικά ευφυέστατο έργο – όπως εξάλλου τα περισσότερά του – «The Critic As Artist» (Ο Κριτικός ως Καλλιτέχνης – απ’ όπου και το παραπάνω απόσπασμα), έργο διαποτισμένο ως το μεδούλι με τα ιδεώδη των αρχαίων Ελλήνων, μας λέει ποιες είναι οι δύο ανώτερες μορφές τέχνης: η Ζωή και η Λογοτεχνία, η ζωή και η τέλεια έκφραση της ζωής.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που μας διαχωρίζει από τα ζώα είναι η γλώσσα: η γλώσσα που είναι ο κηδεμόνας και όχι το παιδί της σκέψης. Διαβάζοντας λοιπόν μαθαίνεις καλύτερα τη γλώσσα οπότε μαθαίνεις να εκφράζεσαι και να εκφράζεις καλύτερα τη ζωή: μαθαίνεις να σκέφτεσαι καλύτερα άρα και να ζεις καλύτερα.
Γι’ αυτό ίσως ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικάνους συγγραφείς, ο Ε. Χεμινγουέι, έλεγε ότι «όλα τα καλά βιβλία έχουν κάτι κοινό: είναι πιο αληθινά απ’ ό,τι αν είχαν συμβεί πραγματικά». Εξάλλου το απόγειο του Ελληνικού πολιτισμού σύμφωνα με τον Νίτσε είναι η τραγωδία (ο ορισμός της από τον Αριστοτέλη στο βιβλίο του «Περί Ποιητικής»): «είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση πράξης σημαντικής και ολοκληρωμένης, η οποία έχει κάποια διάρκεια, με λόγο ποιητικό («γλυκό» ή «διανθισμένο», στην κυριολεξία), τα μέρη της οποίας διαφέρουν στη φόρμα τους, που παριστάνεται ενεργά και δεν απαγγέλλεται, η οποία προκαλώντας τη συμπάθεια και το φόβο του θεατή τον αποκαθάρει (λυτρώνει) από παρόμοια ψυχικά συναισθήματα».
Βλέπουμε εδώ λοιπόν άλλη μια χρησιμότητα του βιβλίου (γιατί η τραγωδία όπως και κάθε θεατρικό μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί): την κάθαρση. Μέσω της τέχνης και μόνο μέσω της τέχνης μπορούμε να θωρακιστούμε από τους άθλιους κινδύνους της πραγματικής ζωής.
«Ω Μέρα των ημερών όταν μπορούμε να διαβάσουμε! Ο αναγνώστης και το βιβλίο,Τέλος υπάρχει μια ακόμα πτυχή του βιβλίου σε σχέση με την ζωή: την αθανασία. Οι συγγραφείς όλων των καλών βιβλίων κατάφεραν να περάσουν στην αθανασία τους εαυτούς τους και τους ήρωες των διηγημάτων τους. Μια αθανασία που απαιτεί όμως τον αναγνώστη για να τους ξαναδώσει ζωή. Απαιτεί γράφω, αλλά όχι χωρίς αντάλλαγμα: επιστρέφει πίσω ζωή για τη ζωή που τους δίνουμε, όπως πολύ όμορφα αφήνει να φανεί αυτή η βραβευμένη μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων.
ο ένας χωρίς τον άλλο είναι τίποτα». Ραλφ Βάλντο Έμερσον
«Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης». Χόρχε Λουίς ΜπόρχεςΝα κλείσω με ένα ακόμα γνωμικό αυτή τη φορά από την αρχαιότητα και τον Κικέρων όπου φαίνεται με τον καλύτερο τρόπο η αξία του βιβλίου: «Αν έχεις ένα κήπο και μια βιβλιοθήκη, έχεις όλα όσα σου χρειάζονται».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου