Η αγάπη δεν είναι μόνο συναίσθημα (το πιο έντονο) είναι και αρετή που αντιπροσωπεύει διαφορές θετικές αξίες (καλοσύνη, αλληλεγγύη).
Στον καθημερινό λόγο παίρνει διαφορές μορφές, π.χ.: «αγαπώ αυτό το ηλιοβασίλεμα». Μπορει επίσης να είναι ένα μη εκφρασμένο αίσθημα (πλατωνική αγάπη) ή ακομα και θρησκευτικό.
Oμως τι είναι αγάπη πραγματικά; Υπαρχει ορισμός; Δύσκολο. Ίσως είναι ένας σύνδεσμος. Μια χημική διάταξη τόσο ισχυρή που είναι δύσκολο να σπάσει και αντιστέκεται στους εξωτερικούς εχθρούς. Η αγάπη ουσιαστικά διευκολύνει τις ανθρώπινες σχέσεις. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι μέρος του ενστίκτου επιβίωσης. Όχι μόνο για τον παραπάνω λόγο αλλα και για τον προφανή: βοηθά στην αναπαραγωγή του ειδους.
Η ψυχολογία παρουσιάζει την αγάπη ως ένα γνωσιολογικό φαινόμενο με κοινωνικά αίτια. Τα συστατικά είναι τρία: Οικειότητα, Συμπόνια και Πάθος. Ο Φρόιντ αναφερόταν στην αγάπη μεσα από τέσσερεις τρόπους: (1) Ως τη μείξη της σεξουαλικότητας με στοργή και την τρυφερότητα, (2) ως μια λιβιδινική ενέργεια (libido) – που είναι και στοχευόμενη (άρα πρόσφορη για στόχους ανάπτυξης πολισμού), (3) ως «Έρωτα» (όχι με τη τρέχουσα ετυμολογία της λεξης, αλλά ως μια μεγεθυμένη εκδοχή της libido, και (4) ως την απόλυτη ζωική δύναμη που περιέχει τον «Έρωτα» συν ένα ένστικτο θανάτου η επιθετικότητας.
Ωστόσο, στην υπόθεση αγάπη παίζονται και παιχνίδια μη αθώα. Και παλι κατά Φρόιντ, υπάρχουν τέσσερις «εκδοχές» αγάπης.
Η μια προϋποθέτει «ένα τραυματισμένο τρίτο πρόσωπο» υπο την έννοια ότι δύσκολα κανείς επιλέγει μια γυναίκα που είναι άσπιλη ή που δεν ανήκει κάπου είτε σε ένα σύζυγο είτε σε έναν πατέρα ή σε κάποια σημαντική δύναμη. Η «δεδομένη» γυναίκα παίρνει απαρατήρητη αλλά όταν μπει σε μια σχέση με έναν άλλον άντρα αμέσως γίνεται επιθυμητή. Εκεί έχεις την ευκαιρία να την διεκδικήσεις και να την «σώσεις».
Η δεύτερη εχει να κανει με την ηθική ελευθεριότητα. Δύσκολα κανείς ψάχνει για την ηθική και την σεβάσμια. Η πίστη της πρέπει να ενέχει και μία αμφιβολία. Όταν την κερδίσεις, είσαι και ο καλύτερος κυνηγός.
Η τρίτη, ονομάζεται Υπερεκτίμηση. Η ζωτική ψευδαίσθηση του «αυτή η γυναίκα είναι η μονη που μπορεί να υπάρξει για μένα». Παθιασμένες σχέσεις τέτοιου τυπου που επαναλαμβάνονται αενάως. Στην περίπτωση αυτή ο άντρας «καταναλώνεται» κυριολεκτικά από τη γυναίκα με εκείνη να απορρόφα το σύνολο της νοητικής τους ενέργειας τους μέχρι την εξάλειψη όλων των άλλων ενδιαφερόντων. Ο άντρας που νομίζει ότι το ζεύγος αυτό είναι μοναδικό. (το θεωρώ μακράν το πιο επικίνδυνο είδος αγάπης)
Και η τελευταία εκδοχή: «Διασώζοντας τον αγαπημένο». Ο άντρας μπορεί να αυτοπειστεί ότι η γυναίκα που αγαπά τον εχει απόλυτη ανάγκη, ότι δίχως αυτόν θα χάσει όλη της την αξιοπρέπεια. Κι αυτό του δημιουργει μια αίσθηση αναντικατάστατου. Η μοίρα του ειναι στα χέρια της, οπότε την σώζει, μην αφήνοντας την να φύγει.
Η αγάπη φυσικά διαφέρει από τον έρωτα. Στον έρωτα, σε πείσμα όλων των περί του αντίθετου στοιχείων, ο ερωτευμένος ανακοινώνει ότι «Εγώ» και «Εσύ» ειμαστε ένα και είναι έτοιμος να συμπεριφερθεί, και να πράξει, έως εάν αυτή η φράση είναι ένα πραγματικό γεγονός. Επειδή φυσικά κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, υπάρχει και η ημερομηνία λήξεως. Κι εκεί κάποιοι προσγειώνονται απότομα. Αντίθετα στη αγάπη δεν υπάρχουν παθολογικές ταυτίσεις. Η αγάπη ενέχει και επιλογή. Δεν αγαπώ τον άλλον ετσι επειδή τον είδα και έλειωσα, αλλα για κάποιους συγκεκριμένους λογους.
Η αγάπη θελει καλλιέργεια. Όπως ένα φυτό, πότισμα και φροντίδα. Ταυτόχρονα, πιστεύεις ότι, αγαπώντας τον άλλον, θα εισπράξεις κάποιαν αλήθεια για σένα.
«Το να αγαπάς σημαίνει να δίνεις αυτό που δεν έχεις», έλεγε ο Λακάν. Που σημαίνει να αποδέχεσαι την αδυναμία σου και ναι τη δίνεις στον άλλο, να δίνεις στον άλλον όχι αυτό που σου ανήκει , αλλα εκείνο που δεν σου ανήκει, εκείνο που είναι πέρα από από σένα. Κάποτε νόμιζα ότι αγάπη είναι εκχώρηση στον άλλο. Είναι, αλλά, υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Η αγάπη δεν είναι επιταγή προς εξόφληση.
Η αγάπη είναι πιο δύσκολη στο άντρα και τον τοποθετεί σε μια θέση αδυναμίας, εξάρτησης. Εξου και μπορεί να επιθυμεί και μια γυναίκα που δεν αγαπά. Κι αυτό ώστε να επιστρέφει στην ισχυρή του θέση την όποιαν εγκατέλειψε όταν αγάπησε. Εξ άλλου η ίσιος οροις αγάπη είναι σπάνια. Είτε το άτομο αγαπά εκείνον που τον προστατεύει, είτε την ναρκισσιστική εκδοχή του εαυτού του. Υπάρχει βέβαια και η αγάπη της «κοινής εμπειρίας», που ενέχει τον μακροχρόνιο θαυμασμό και την αποδοχή του άλλου. Σπάνιο επίσης.
Μπαλζακ έλεγε: «Κάθε πάθος που δεν είναι αιώνιο, είναι τερατώδες». Μπορει όμως ο δεσμός να κρατήσει μια ζωή διατηρώντας ένα άσβεστο πάθος; Όσο ένας άντρας αφιερώνεται σε μια γυναίκα τοσο εκεινη προσλαμβάνει μια μητρική σημασία γι αυτόν: είναι μετουσιωμένη, υπερυψωμένη, ανέγγιχτη, δεν είναι αυτή που παλιά αγαπούσε. Και όταν μια γυναίκα προσκολλάται σε έναν άντρα, τον ευνουχίζει. Οπότε το μονοπάτι είναι στενό. «Η καλύτερη μοίρα για μια συζυγική αγάπη είναι η φιλία» – υποστήριζε ο Αριστοτέλης. Όσο για τον έρωτα, εδώ μιλάμε για μια κατάσταση όπως του αλκοολικού: κάθε ερωτευμένος νομίζει ότι εχει καταπιεί κατι πανίσχυρο κι ότι επικοινωνεί με μια διάσταση της πραγματικότητας που διαφεύγει από τον κοινό κόσμο. Μετά προσγειώνεται.
Στον καθημερινό λόγο παίρνει διαφορές μορφές, π.χ.: «αγαπώ αυτό το ηλιοβασίλεμα». Μπορει επίσης να είναι ένα μη εκφρασμένο αίσθημα (πλατωνική αγάπη) ή ακομα και θρησκευτικό.
Oμως τι είναι αγάπη πραγματικά; Υπαρχει ορισμός; Δύσκολο. Ίσως είναι ένας σύνδεσμος. Μια χημική διάταξη τόσο ισχυρή που είναι δύσκολο να σπάσει και αντιστέκεται στους εξωτερικούς εχθρούς. Η αγάπη ουσιαστικά διευκολύνει τις ανθρώπινες σχέσεις. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι μέρος του ενστίκτου επιβίωσης. Όχι μόνο για τον παραπάνω λόγο αλλα και για τον προφανή: βοηθά στην αναπαραγωγή του ειδους.
Η ψυχολογία παρουσιάζει την αγάπη ως ένα γνωσιολογικό φαινόμενο με κοινωνικά αίτια. Τα συστατικά είναι τρία: Οικειότητα, Συμπόνια και Πάθος. Ο Φρόιντ αναφερόταν στην αγάπη μεσα από τέσσερεις τρόπους: (1) Ως τη μείξη της σεξουαλικότητας με στοργή και την τρυφερότητα, (2) ως μια λιβιδινική ενέργεια (libido) – που είναι και στοχευόμενη (άρα πρόσφορη για στόχους ανάπτυξης πολισμού), (3) ως «Έρωτα» (όχι με τη τρέχουσα ετυμολογία της λεξης, αλλά ως μια μεγεθυμένη εκδοχή της libido, και (4) ως την απόλυτη ζωική δύναμη που περιέχει τον «Έρωτα» συν ένα ένστικτο θανάτου η επιθετικότητας.
Ωστόσο, στην υπόθεση αγάπη παίζονται και παιχνίδια μη αθώα. Και παλι κατά Φρόιντ, υπάρχουν τέσσερις «εκδοχές» αγάπης.
Η μια προϋποθέτει «ένα τραυματισμένο τρίτο πρόσωπο» υπο την έννοια ότι δύσκολα κανείς επιλέγει μια γυναίκα που είναι άσπιλη ή που δεν ανήκει κάπου είτε σε ένα σύζυγο είτε σε έναν πατέρα ή σε κάποια σημαντική δύναμη. Η «δεδομένη» γυναίκα παίρνει απαρατήρητη αλλά όταν μπει σε μια σχέση με έναν άλλον άντρα αμέσως γίνεται επιθυμητή. Εκεί έχεις την ευκαιρία να την διεκδικήσεις και να την «σώσεις».
Η δεύτερη εχει να κανει με την ηθική ελευθεριότητα. Δύσκολα κανείς ψάχνει για την ηθική και την σεβάσμια. Η πίστη της πρέπει να ενέχει και μία αμφιβολία. Όταν την κερδίσεις, είσαι και ο καλύτερος κυνηγός.
Η τρίτη, ονομάζεται Υπερεκτίμηση. Η ζωτική ψευδαίσθηση του «αυτή η γυναίκα είναι η μονη που μπορεί να υπάρξει για μένα». Παθιασμένες σχέσεις τέτοιου τυπου που επαναλαμβάνονται αενάως. Στην περίπτωση αυτή ο άντρας «καταναλώνεται» κυριολεκτικά από τη γυναίκα με εκείνη να απορρόφα το σύνολο της νοητικής τους ενέργειας τους μέχρι την εξάλειψη όλων των άλλων ενδιαφερόντων. Ο άντρας που νομίζει ότι το ζεύγος αυτό είναι μοναδικό. (το θεωρώ μακράν το πιο επικίνδυνο είδος αγάπης)
Και η τελευταία εκδοχή: «Διασώζοντας τον αγαπημένο». Ο άντρας μπορεί να αυτοπειστεί ότι η γυναίκα που αγαπά τον εχει απόλυτη ανάγκη, ότι δίχως αυτόν θα χάσει όλη της την αξιοπρέπεια. Κι αυτό του δημιουργει μια αίσθηση αναντικατάστατου. Η μοίρα του ειναι στα χέρια της, οπότε την σώζει, μην αφήνοντας την να φύγει.
Η αγάπη φυσικά διαφέρει από τον έρωτα. Στον έρωτα, σε πείσμα όλων των περί του αντίθετου στοιχείων, ο ερωτευμένος ανακοινώνει ότι «Εγώ» και «Εσύ» ειμαστε ένα και είναι έτοιμος να συμπεριφερθεί, και να πράξει, έως εάν αυτή η φράση είναι ένα πραγματικό γεγονός. Επειδή φυσικά κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, υπάρχει και η ημερομηνία λήξεως. Κι εκεί κάποιοι προσγειώνονται απότομα. Αντίθετα στη αγάπη δεν υπάρχουν παθολογικές ταυτίσεις. Η αγάπη ενέχει και επιλογή. Δεν αγαπώ τον άλλον ετσι επειδή τον είδα και έλειωσα, αλλα για κάποιους συγκεκριμένους λογους.
Η αγάπη θελει καλλιέργεια. Όπως ένα φυτό, πότισμα και φροντίδα. Ταυτόχρονα, πιστεύεις ότι, αγαπώντας τον άλλον, θα εισπράξεις κάποιαν αλήθεια για σένα.
«Το να αγαπάς σημαίνει να δίνεις αυτό που δεν έχεις», έλεγε ο Λακάν. Που σημαίνει να αποδέχεσαι την αδυναμία σου και ναι τη δίνεις στον άλλο, να δίνεις στον άλλον όχι αυτό που σου ανήκει , αλλα εκείνο που δεν σου ανήκει, εκείνο που είναι πέρα από από σένα. Κάποτε νόμιζα ότι αγάπη είναι εκχώρηση στον άλλο. Είναι, αλλά, υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Η αγάπη δεν είναι επιταγή προς εξόφληση.
Η αγάπη είναι πιο δύσκολη στο άντρα και τον τοποθετεί σε μια θέση αδυναμίας, εξάρτησης. Εξου και μπορεί να επιθυμεί και μια γυναίκα που δεν αγαπά. Κι αυτό ώστε να επιστρέφει στην ισχυρή του θέση την όποιαν εγκατέλειψε όταν αγάπησε. Εξ άλλου η ίσιος οροις αγάπη είναι σπάνια. Είτε το άτομο αγαπά εκείνον που τον προστατεύει, είτε την ναρκισσιστική εκδοχή του εαυτού του. Υπάρχει βέβαια και η αγάπη της «κοινής εμπειρίας», που ενέχει τον μακροχρόνιο θαυμασμό και την αποδοχή του άλλου. Σπάνιο επίσης.
Μπαλζακ έλεγε: «Κάθε πάθος που δεν είναι αιώνιο, είναι τερατώδες». Μπορει όμως ο δεσμός να κρατήσει μια ζωή διατηρώντας ένα άσβεστο πάθος; Όσο ένας άντρας αφιερώνεται σε μια γυναίκα τοσο εκεινη προσλαμβάνει μια μητρική σημασία γι αυτόν: είναι μετουσιωμένη, υπερυψωμένη, ανέγγιχτη, δεν είναι αυτή που παλιά αγαπούσε. Και όταν μια γυναίκα προσκολλάται σε έναν άντρα, τον ευνουχίζει. Οπότε το μονοπάτι είναι στενό. «Η καλύτερη μοίρα για μια συζυγική αγάπη είναι η φιλία» – υποστήριζε ο Αριστοτέλης. Όσο για τον έρωτα, εδώ μιλάμε για μια κατάσταση όπως του αλκοολικού: κάθε ερωτευμένος νομίζει ότι εχει καταπιεί κατι πανίσχυρο κι ότι επικοινωνεί με μια διάσταση της πραγματικότητας που διαφεύγει από τον κοινό κόσμο. Μετά προσγειώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου