Ο «λόγος» στη Φιλοσοφία. (ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΞΕΚΑΘΑΡΙΖΕΙ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ)
Με ρωτάτε για τις ιδιοσυγκρασίες των φιλοσόφων;… Υπάρχει η έλλειψη κάθε ιστορικής αντίληψης, το μίσος τους και για την ιδέα ακόμη του γίγνεσθαι, ο Αιγυπτιανισμός τους. Νομίζουν πως τιμούν ένα πράγμα όταν εξαλείψουν την ιστορικότητά του, «από τη θέση της αιωνιότητας» – όταν το μουμιοποιούν.
Όλα όσα επί χιλιετίες χειρίζονται οι φιλόσοφοι ήταν μούμιες ιδεών. Τίποτα το πραγματικό δεν ξέφυγε απ’ τα χέρια τους ζωντανό. Σκοτώνουν, βαλσαμώνουν, κι ύστερα λατρεύουν, αυτοί οι ειδωλολάτρες των εννοιών – γίνονται θανάσιμος κίνδυνος για τα πάντα όταν λατρεύουν.
Ο θάνατος, η αλλαγή, η ηλικία, όπως επίσης η γέννηση και η ανάπτυξη, είναι γι’ αυτούς μειονεκτήματα – ακόμη και στοιχεία αποκρουστικά. Εκείνο που είναι, δεν γίνεται. εκείνο που γίνεται δεν είναι… Τώρα όλοι πιστεύουν, και απελπιστικά ακόμη, σ’ αυτό το οποίο είναι. Καθώς όμως δεν μπορούν να το πιάσουν στα χέρια τους, αναζητούν τους λόγους εκείνους που τους κρατούν μακριά απ’ αυτό το «είναι». «Θα πρέπει να είναι κάποια ψευδαίσθηση, κάποια αυταπάτη που μας εμποδίζει να αντιληφθούμε αυτό που είναι: Πού να αναζητήσουμε τον φταίχτη;» «Το βρήκαμε», φωνάζουν καταχαρούμενοι, «είναι οι αισθήσεις! Αυτές οι αισθήσεις, που επίσης δε γνωρίζουν τι θα πει ηθική, αυτές είναι που μας εξαπατούν για τον πραγματικό κόσμο».
Ηθικό δίδαγμα: Δραπέτευσε από το ξεγέλασμα των αισθήσεων, από την αλλαγή, από την ιστορία, από το ψεύτικο – η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πίστη στις αισθήσεις, η πίστη στο ψεύτικο. Ηθικό δίδαγμα: Άρνηση όλων εκείνων που πιστεύουν στις αισθήσεις, όλης της υπόλοιπης ανθρωπότητας: όλοι αυτοί δεν είναι παρά «λαός». Εσύ γίνε φιλόσοφος, γίνε μούμια, αντιπροσώπευε το μονοτονο-θεϊσμό κάνοντας σαν τυμβωρύχος! Και, πάνω απ’ όλα, κάνε πέρα το σώμα, αυτή την αξιολύπητη idea fixe των αισθήσεων! Το μολυσμένο με κάθε σφάλμα λογικής που είναι δυνατόν να υπάρξει, το αποκρουστικό, απίθανο ακόμη, και επί πλέον αρκετά αδιάντροπο ώστε να συμπεριφέρεται σαν να υπήρχε πραγματικά!…
Ξεχωρίζω με μεγάλο σεβασμό το όνομα του Ηράκλειτου. Όταν ο υπόλοιπος φιλοσοφικός συρφετός απέρριπτε τα δεδομένα των αισθήσεων γιατί έδειχναν την πολλαπλότητα και την αλλαγή, εκείνος τα απέρριπτε γιατί έδειχναν διάρκεια και ενότητα. Και ο Ηράκλειτος ωστόσο δε στάθηκε δίκαιος απέναντι στις αισθήσεις, οι οποίες δεν ψεύδονται ούτε κατά τον τρόπο που πίστευαν οι Ελεάτες ούτε και κατά τον τρόπο που πίστευε εκείνος – οι αισθήσεις δεν ψεύδονται καθόλου.
Είναι η χρήση που εμείς κάνουμε των δεδομένων που μας παρέχουν που εισάγει για πρώτη φορά κάποια αναλήθεια, για παράδειγμα την αναλήθεια της ενότητας, το ψέμα της υλικότητας, της ουσίας, της διάρκειας… Ο «λόγος» είναι η αιτία που μετατρέπουμε σε ψέματα τα στοιχεία των αισθήσεών μας. Όσο οι αισθήσεις μας δείχνουν το γίγνεσθαι, το πέρασμα, την αλλαγή, δε λένε ψέματα… Ο Ηράκλειτος ωστόσο θα έχει πάντα δίκιο σ’ αυτό, ότι το «είναι» αποτελεί μια σκέτη φαντασία. Ο «φαινόμενος κόσμος είναι ο μόνος κόσμος: ο «πραγματικός» κόσμος ψευδώς μόνο έχει τεθεί…
Και τι λεπτά όργανα παρατήρησης διαθέτουμε με τις αισθήσεις μας! Η μύτη αυτή, για παράδειγμα, για την ποία κανείς φιλόσοφος μέχρι σήμερα δεν έχει μιλήσει με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, είναι παρ’ όλ’ αυτά το πιο ντελικάτο όργανο που διαθέτουμε: είναι σε θέση να επισημάνει ελάχιστες μεταβολές στην κίνηση που ακόμη και από φασματογράφο θα ξέφευγαν.
Σήμερα διαθέτουμε επιστημονικές γνώσεις στο βαθμό ακριβώς που αποφασίσαμε να αποδεχτούμε τα δεδομένα των αισθήσεών μας – στο βαθμό που μάθαμε να τις ακονίζουμε και να τις εξοπλίζουμε και να βγάζουμε συμπεράσματα από αυτές. Τα υπόλοιπα είναι εκτρώματα και μη-επιστήμη: δηλαδή μεταφυσική, θεολογία, ψυχολογία, επιστημολογία. Ή επιστήμες συμβόλων, συστήματα συμβόλων: τέτοιες όπως η λογική και αυτή η εφαρμοσμένη λογική, τα μαθηματικά. Σ’ αυτά η πραγματικότητα δεν κάνει καθόλου την εμφάνισή της, ούτε καν σαν πρόβλημα. Το ίδιο δηλαδή που συμβαίνει και με το ερώτημα του τι αξία θα μπορούσε ποτέ να έχει ένα τέτοιο σύστημα συμβατικών συμβόλων όπως αυτό της λογικής.
Η άλλη ιδιομορφία των φιλοσόφων δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη: Συνίσταται στο να παίρνουν το τελευταίο για πρώτο. Βάζουν αυτό που έρχεται στο τέλος – δυστυχώς! γιατί δε θα ’πρεπε να έρχεται καθόλου! – στη θέση των «υψηλότερων εννοιών», δηλαδή τις πιο γενικές, τις πιο κενές έννοιες, τους τελευταίους αχνούς της εξατμισμένης πραγματικότητας, στην αρχή σαν αρχή.
Είναι και πάλι μια έκφραση του τρόπου που έχουν να εκφράζουν το σεβασμό τους: το ανώτερο δεν επιτρέπεται να βγαίνει από το κατώτερο, δεν επιτρέπεται μάλιστα να βγαίνει καθόλου… Ηθικό δίδαγμα: όλα όσα βρίσκονται στην ανώτατη βαθμίδα πρέπει να είναι «η αιτία του εαυτού τους». Η προέλευση από κάτι άλλο μετράει σαν αντίρρηση, σαν αμφισβήτηση της αξίας.
Όλες οι ανώτατες αξίες βρίσκονται στην ανώτατη βαθμίδα, όλες οι ανώτατες έννοιες – αυτό το οποίο είναι, το καλό, το αληθινό, το τέλειο – όλα αυτά δεν μπορεί να έχουν προέλθει από κάτι, πρέπει επομένως να είναι η αιτία του εαυτού τους.
Κι όμως απ’ αυτές τις ανώτατες έννοιες δεν μπορεί να είναι ασύμμετρη, ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε άλλη… Έτσι απέκτησαν την πομπωδέστερη από τις έννοιές τους, τον «Θεό»… Η τελευταία, διαφανέστερη, κενότερη από τις έννοιες τοποθετείται πρώτη, σαν αιτία του εαυτού της, σαν το πιο πραγματικό ον… Να πάρει στα σοβαρά η ανθρωπότητα τις αρρωστημένες φαντασίες νοσηρών ανθρώπινων αραχνών! Και πόσο ακριβά πλήρωσε που το έκανε!…
Ας αντιπαραθέσουμε, συμπερασματικά, σ’ αυτό τον πολύ διαφορετικό τρόπο με τον οποίο εμείς ( λέω «εμείς» από ευγένεια…) βλέπουμε το πρόβλημα του ψεύτικου και του φαινομένου. Η αλλαγή, η μεταμόρφωση, το γίγνεσθαι γενικά εκλαμβάνονταν σαν απόδειξη του ότι είχαμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο, σαν σημεία της παρουσίας κάποιου πράγματος ικανού να μας παρασύρει σε λάθη. Σήμερα, αντίθετα, βλέπουμε τους εαυτούς μας εμπλεγμένους στο σφάλμα, βλέπουμε το σφάλμα να μας επιβάλλεται κατά εκείνον ακριβώς το βαθμό που η προκατάληψή μας υπέρ της λογικής, μας αναγκάζει να θέτουμε τέτοιες έννοιες όπως η ενότητα, η ταυτότητα, η διάρκεια, η ουσία, η αιτία, η υλικότητα, το ον. Όσο βέβαιοι κι αν είμαστε για κάτι, με βάση τους αυστηρούς συλλογισμούς μας, από αυτό το λάθος δε θα έχουμε ξεφύγει.
Πρόκειται για την ίδια κατάσταση με τις κινήσεις του ήλιου: σ’ αυτή την περίπτωση συνηγορούν με το σφάλμα, στην άλλη περίπτωση το σφάλμα έχει αιώνιο συνήγορο τη γλώσσα.
Η γλώσσα ανήκει κατά την προέλευσή της στην εποχή της πλέον στοιχειώδους μορφής ψυχολογίας: βρίσκουμε τους εαυτούς μας στο μέσο ενός πρωτόγονου φετιχισμού όταν φέρνουμε στο μυαλό μας τις βασικές υποθέσεις της μεταφυσικής της γλώσσας – δηλαδή, του λόγου. Αυτό είναι που βλέπει παντού αίτιο και αποτέλεσμα. αυτό είναι που πιστεύει τη θέληση σαν αίτιο γενικά. αυτό είναι που πιστεύει στο «εγώ», στο εγώ σαν ον, στο εγώ σαν ουσία, και το οποίο προβάλλει την πίστη του αυτή στην ουσία του εγώ σε άλλα πράγματα – μόνο μ’ αυτό τον τρόπο καταφέρνει να δημιουργήσει την έννοια «πράγμα»… Η ύπαρξη πιστεύεται να είναι παντού, φορτώνεται, επιβάλλεται παντού σαν αίτιο. Και μόνο από τη σύλληψη της έννοιας «εγώ» που έπεται, παραγωγικά, η έννοια «ύπαρξη, ον»…
Στην αρχή βρίσκεται το μοιραίο λάθος πως η θέληση είναι κάτι που φέρνει αποτέλεσμα – πως η θέληση είναι ικανότητα… Σήμερα ξέρουμε πως δεν είναι παρά μια απλή λέξη… Πολύ αργότερα, σ’ έναν κόσμο χίλιες φορές πιο φωτισμένο, η ασφάλεια, η υποκειμενική βεβαιότητα με την οποία οι κατηγορίες του λόγου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συνειδητοποιήθηκε ξαφνικά απ’ τους φιλόσοφους: συμπέραναν πως αυτές οι κατηγορίες δε θα μπορούσαν να έχουν την προέλευσή τους στον εμπειρικό κόσμο – ουσιαστικά ολόκληρος ο εμπειρικός κόσμος ήταν ασυμβίβαστος μαζί τους.
Από πού προήλθαν; Και στην Ινδία όπως και στην Ελλάδα έπεσαν στην ίδια γκάφα: «Θα πρέπει κάποτε να κατοικούσαμε σ’ έναν ανώτερο κόσμο» – αντί σ’ έναν κατά πολύ κατώτερο, που θα ήταν η αλήθεια! «Θα πρέπει να ήμασταν Θεοί, γιατί διαθέτουμε λόγο». Τίποτα μάλιστα, δεν είχε μέχρι τώρα μια περισσότερο άμεση πειστική δύναμη από το σφάλμα αυτό του όντος όπως διαμορφώθηκε, για παράδειγμα, από τους Ελεάτες: γιατί κάθε λέξη, κάθε πρόταση που προφέρουμε συνηγορεί μαζί του! Ακόμη και οι αντίπαλοι των Ελεατών υπόκεινται στην υπνωτική επενέργεια της αντίληψης που είχαν για το ον: ο Δημόκριτος, ανάμεσα σ’ άλλους, όταν εφεύρισκε το άτομό του… «Λόγος» στη γλώσσα: ω τι δόλια γριά! Φοβάμαι δεν ξεφορτωνόμαστε τον Θεό γιατί ακόμα πιστεύουμε στη γραμματική…
Θα ήταν ευεργετικό αν τώρα συμπίεζα μια τόσο θεμελιακή και νέα σύλληψη σε τέσσερις θέσεις: θα γίνει έτσι πιο εύκολο να την καταλάβει κανείς, και θα προκαλέσω έτσι ευκολότερα τους αντιπάλους της.
Πρώτη πρόταση. Οι λόγοι με βάση τους οποίους «αυτός» ο κόσμος χαρακτηρίστηκε σαν φαινομενικός θεμελιώνουν μάλλον την πραγματικότητά του – οποιοδήποτε άλλο είδος πραγματικότητας είναι απόλυτα μη αποδείξιμο.
Δεύτερη πρόταση. Τα χαρακτηριστικά εκείνα που αποδόθηκαν στο «όντως ον» των πραγμάτων είναι χαρακτηριστικά του μη-όντος, του τίποτα – ο «πραγματικός κόσμος» κατασκευάστηκε από μιαν αντίφαση με τον υφιστάμενο κόσμο: κόσμος των φαινομένων πράγματι, αφού δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ηθικο-οπτική αυταπάτη.
Τρίτη πρόταση. Το να μιλάμε για έναν «άλλο» κόσμο απ’ αυτόν είναι αρκετά άστοχο, αν βέβαια το ένστικτο του να κατηγορήσουμε, να συκοφαντήσουμε και να υποτιμήσουμε τη ζωή δεν είναι δυνατό μέσα μας: σ’ αυτή την περίπτωση εκδικούμαστε τη ζωή χρησιμοποιώντας τη φαντασμαγορία μιας «άλλης», «καλύτερης» ζωής.
Τέταρτη πρόταση. Το να διαχωρίζουμε τον κόσμο σε «πραγματικό» και σε «φαινομενικό», είτε το κάνουμε αυτό κατά τον τρόπο της χριστιανοσύνης είτε κατά τον τρόπο του Καντ (που, σε τελευταία ανάλυση, είναι τρόπος ενός πανούργου Χριστιανού) δεν είναι παρά σημάδι decadence – σύμπτωμα ζωής φθίνουσας… Το ότι ο καλλιτέχνης επενδύει με μεγαλύτερη αξία το φαινόμενο απ’ το πραγματικό δεν αντιφάσκει μ’ αυτή την πρόταση. Γιατί το «φαινόμενο» εδώ υποδηλώνει και πάλι την πραγματικότητα, μόνο επιλεγμένη, δυναμωμένη, διορθωμένη… Ο τραγικός καλλιτέχνης δεν είναι πεσιμιστής – είναι ακριβώς αυτός που καταφάσκει όλα όσα είναι αβέβαια και τρομερά στην ύπαρξη, είναι Διονυσιακός.
Πώς ο «Πραγματικός Κόσμος» στο τέλος έγινε Μύθος
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ
1. Ο πραγματικός κόσμος, προσιτός στον σοφό, τον ευσεβή, τον ενάρετο – αυτός κατοικεί σ’ αυτόν, αυτός είναι ο κόσμος. (Παλαιότερη μορφή της ιδέας, σχετικά λογική, απλή, πειστική. Μεταγραφή της πρότασης «Εγώ, ο Πλάτων, είμαι η αλήθεια»).
2. Ο πραγματικός κόσμος, απροσπέλαστος προς το παρών, αλλά υπεσχημένος στον σοφό, τον ευσεβή, τον ενάρετο («στον αμαρτωλό που μετανοεί»). (Εξέλιξη της ιδέας: γίνεται περισσότερο εξευγενισμένη, περισσότερο γοητευτική, περισσότερο ακατανόητη – γίνεται γυναίκα, γίνεται χριστιανική…)
3. Ο πραγματικός κόσμος, ανέφικτος, αναπόδεικτος, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο υπόσχεσης, αλλά ακόμα κι όταν τον σκέφτεται κανείς σαν παρηγοριά είναι καθήκον, είναι κάτι το επιτακτικό (Ουσιαστικά είναι ο ίδιος παλιός ήλιος, που λάμπει όμως τώρα μέσα από ομίχλη και σκεπτικισμό. η ιδέα που έχει γίνει χλωμή, υψηλή, βόρια, Καντιανή)
4. Ο πραγματικός κόσμος – ανέφικτος; Ανέφικτος προς το παρόν, τουλάχιστον. Και αν ανέφικτος, τότε επίσης και άγνωστος. Κατά συνέπεια επίσης ούτε παρηγοριά, ούτε απελευθέρωση, ούτε καθήκον: Πώς θα μπορούσε να έχει κανείς καθήκον προς κάτι άγνωστο; (Το κόκκινο της αυγής. Τα πρώτα χασμουρητά του λόγου. Το πρωινό λάλημα του ποζιτιβισμού (Εμπειρισμού).
5. ο «πραγματικός κόσμος» – ιδέα άχρηστη πλέον, ιδέα που δεν είναι πια ούτε καθήκον – μια ιδέα που έχει φτάσει πλέον να είναι άχρηστη, περιττή, και κατά συνέπεια ιδέα ανατραπείσα: ας τη διαγράψουμε! (Το φως της ημέρας. πρόγευμα. επιστροφή της ευθυμίας και της Bon sens. ο Πλάτωνας κοκκινίζει από ντροπή. όλα τα ελεύθερα πνεύματα ξεσηκώνονται).
6. Διαγράψαμε τον πραγματικό κόσμο: τι κόσμος μας μένει; Ο φαινόμενος κόσμος ίσως;… Μα όχι! Μαζί με τον πραγματικό κόσμο διαγράψαμε και τον φαινόμενο! (Μεσουράνημα. στιγμή της βραχύτερης σκιάς. τέλος του πιο μακρόχρονου λάθους. ζενίθ της ανθρωπότητας. Εδώ αρχίζει ο Ζαρατούστρα).
Από το βιβλίο «Το λυκόφως των ειδώλων»
Με ρωτάτε για τις ιδιοσυγκρασίες των φιλοσόφων;… Υπάρχει η έλλειψη κάθε ιστορικής αντίληψης, το μίσος τους και για την ιδέα ακόμη του γίγνεσθαι, ο Αιγυπτιανισμός τους. Νομίζουν πως τιμούν ένα πράγμα όταν εξαλείψουν την ιστορικότητά του, «από τη θέση της αιωνιότητας» – όταν το μουμιοποιούν.
Όλα όσα επί χιλιετίες χειρίζονται οι φιλόσοφοι ήταν μούμιες ιδεών. Τίποτα το πραγματικό δεν ξέφυγε απ’ τα χέρια τους ζωντανό. Σκοτώνουν, βαλσαμώνουν, κι ύστερα λατρεύουν, αυτοί οι ειδωλολάτρες των εννοιών – γίνονται θανάσιμος κίνδυνος για τα πάντα όταν λατρεύουν.
Ο θάνατος, η αλλαγή, η ηλικία, όπως επίσης η γέννηση και η ανάπτυξη, είναι γι’ αυτούς μειονεκτήματα – ακόμη και στοιχεία αποκρουστικά. Εκείνο που είναι, δεν γίνεται. εκείνο που γίνεται δεν είναι… Τώρα όλοι πιστεύουν, και απελπιστικά ακόμη, σ’ αυτό το οποίο είναι. Καθώς όμως δεν μπορούν να το πιάσουν στα χέρια τους, αναζητούν τους λόγους εκείνους που τους κρατούν μακριά απ’ αυτό το «είναι». «Θα πρέπει να είναι κάποια ψευδαίσθηση, κάποια αυταπάτη που μας εμποδίζει να αντιληφθούμε αυτό που είναι: Πού να αναζητήσουμε τον φταίχτη;» «Το βρήκαμε», φωνάζουν καταχαρούμενοι, «είναι οι αισθήσεις! Αυτές οι αισθήσεις, που επίσης δε γνωρίζουν τι θα πει ηθική, αυτές είναι που μας εξαπατούν για τον πραγματικό κόσμο».
Ηθικό δίδαγμα: Δραπέτευσε από το ξεγέλασμα των αισθήσεων, από την αλλαγή, από την ιστορία, από το ψεύτικο – η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πίστη στις αισθήσεις, η πίστη στο ψεύτικο. Ηθικό δίδαγμα: Άρνηση όλων εκείνων που πιστεύουν στις αισθήσεις, όλης της υπόλοιπης ανθρωπότητας: όλοι αυτοί δεν είναι παρά «λαός». Εσύ γίνε φιλόσοφος, γίνε μούμια, αντιπροσώπευε το μονοτονο-θεϊσμό κάνοντας σαν τυμβωρύχος! Και, πάνω απ’ όλα, κάνε πέρα το σώμα, αυτή την αξιολύπητη idea fixe των αισθήσεων! Το μολυσμένο με κάθε σφάλμα λογικής που είναι δυνατόν να υπάρξει, το αποκρουστικό, απίθανο ακόμη, και επί πλέον αρκετά αδιάντροπο ώστε να συμπεριφέρεται σαν να υπήρχε πραγματικά!…
Ξεχωρίζω με μεγάλο σεβασμό το όνομα του Ηράκλειτου. Όταν ο υπόλοιπος φιλοσοφικός συρφετός απέρριπτε τα δεδομένα των αισθήσεων γιατί έδειχναν την πολλαπλότητα και την αλλαγή, εκείνος τα απέρριπτε γιατί έδειχναν διάρκεια και ενότητα. Και ο Ηράκλειτος ωστόσο δε στάθηκε δίκαιος απέναντι στις αισθήσεις, οι οποίες δεν ψεύδονται ούτε κατά τον τρόπο που πίστευαν οι Ελεάτες ούτε και κατά τον τρόπο που πίστευε εκείνος – οι αισθήσεις δεν ψεύδονται καθόλου.
Είναι η χρήση που εμείς κάνουμε των δεδομένων που μας παρέχουν που εισάγει για πρώτη φορά κάποια αναλήθεια, για παράδειγμα την αναλήθεια της ενότητας, το ψέμα της υλικότητας, της ουσίας, της διάρκειας… Ο «λόγος» είναι η αιτία που μετατρέπουμε σε ψέματα τα στοιχεία των αισθήσεών μας. Όσο οι αισθήσεις μας δείχνουν το γίγνεσθαι, το πέρασμα, την αλλαγή, δε λένε ψέματα… Ο Ηράκλειτος ωστόσο θα έχει πάντα δίκιο σ’ αυτό, ότι το «είναι» αποτελεί μια σκέτη φαντασία. Ο «φαινόμενος κόσμος είναι ο μόνος κόσμος: ο «πραγματικός» κόσμος ψευδώς μόνο έχει τεθεί…
Και τι λεπτά όργανα παρατήρησης διαθέτουμε με τις αισθήσεις μας! Η μύτη αυτή, για παράδειγμα, για την ποία κανείς φιλόσοφος μέχρι σήμερα δεν έχει μιλήσει με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, είναι παρ’ όλ’ αυτά το πιο ντελικάτο όργανο που διαθέτουμε: είναι σε θέση να επισημάνει ελάχιστες μεταβολές στην κίνηση που ακόμη και από φασματογράφο θα ξέφευγαν.
Σήμερα διαθέτουμε επιστημονικές γνώσεις στο βαθμό ακριβώς που αποφασίσαμε να αποδεχτούμε τα δεδομένα των αισθήσεών μας – στο βαθμό που μάθαμε να τις ακονίζουμε και να τις εξοπλίζουμε και να βγάζουμε συμπεράσματα από αυτές. Τα υπόλοιπα είναι εκτρώματα και μη-επιστήμη: δηλαδή μεταφυσική, θεολογία, ψυχολογία, επιστημολογία. Ή επιστήμες συμβόλων, συστήματα συμβόλων: τέτοιες όπως η λογική και αυτή η εφαρμοσμένη λογική, τα μαθηματικά. Σ’ αυτά η πραγματικότητα δεν κάνει καθόλου την εμφάνισή της, ούτε καν σαν πρόβλημα. Το ίδιο δηλαδή που συμβαίνει και με το ερώτημα του τι αξία θα μπορούσε ποτέ να έχει ένα τέτοιο σύστημα συμβατικών συμβόλων όπως αυτό της λογικής.
Η άλλη ιδιομορφία των φιλοσόφων δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη: Συνίσταται στο να παίρνουν το τελευταίο για πρώτο. Βάζουν αυτό που έρχεται στο τέλος – δυστυχώς! γιατί δε θα ’πρεπε να έρχεται καθόλου! – στη θέση των «υψηλότερων εννοιών», δηλαδή τις πιο γενικές, τις πιο κενές έννοιες, τους τελευταίους αχνούς της εξατμισμένης πραγματικότητας, στην αρχή σαν αρχή.
Είναι και πάλι μια έκφραση του τρόπου που έχουν να εκφράζουν το σεβασμό τους: το ανώτερο δεν επιτρέπεται να βγαίνει από το κατώτερο, δεν επιτρέπεται μάλιστα να βγαίνει καθόλου… Ηθικό δίδαγμα: όλα όσα βρίσκονται στην ανώτατη βαθμίδα πρέπει να είναι «η αιτία του εαυτού τους». Η προέλευση από κάτι άλλο μετράει σαν αντίρρηση, σαν αμφισβήτηση της αξίας.
Όλες οι ανώτατες αξίες βρίσκονται στην ανώτατη βαθμίδα, όλες οι ανώτατες έννοιες – αυτό το οποίο είναι, το καλό, το αληθινό, το τέλειο – όλα αυτά δεν μπορεί να έχουν προέλθει από κάτι, πρέπει επομένως να είναι η αιτία του εαυτού τους.
Κι όμως απ’ αυτές τις ανώτατες έννοιες δεν μπορεί να είναι ασύμμετρη, ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε άλλη… Έτσι απέκτησαν την πομπωδέστερη από τις έννοιές τους, τον «Θεό»… Η τελευταία, διαφανέστερη, κενότερη από τις έννοιες τοποθετείται πρώτη, σαν αιτία του εαυτού της, σαν το πιο πραγματικό ον… Να πάρει στα σοβαρά η ανθρωπότητα τις αρρωστημένες φαντασίες νοσηρών ανθρώπινων αραχνών! Και πόσο ακριβά πλήρωσε που το έκανε!…
Ας αντιπαραθέσουμε, συμπερασματικά, σ’ αυτό τον πολύ διαφορετικό τρόπο με τον οποίο εμείς ( λέω «εμείς» από ευγένεια…) βλέπουμε το πρόβλημα του ψεύτικου και του φαινομένου. Η αλλαγή, η μεταμόρφωση, το γίγνεσθαι γενικά εκλαμβάνονταν σαν απόδειξη του ότι είχαμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο, σαν σημεία της παρουσίας κάποιου πράγματος ικανού να μας παρασύρει σε λάθη. Σήμερα, αντίθετα, βλέπουμε τους εαυτούς μας εμπλεγμένους στο σφάλμα, βλέπουμε το σφάλμα να μας επιβάλλεται κατά εκείνον ακριβώς το βαθμό που η προκατάληψή μας υπέρ της λογικής, μας αναγκάζει να θέτουμε τέτοιες έννοιες όπως η ενότητα, η ταυτότητα, η διάρκεια, η ουσία, η αιτία, η υλικότητα, το ον. Όσο βέβαιοι κι αν είμαστε για κάτι, με βάση τους αυστηρούς συλλογισμούς μας, από αυτό το λάθος δε θα έχουμε ξεφύγει.
Πρόκειται για την ίδια κατάσταση με τις κινήσεις του ήλιου: σ’ αυτή την περίπτωση συνηγορούν με το σφάλμα, στην άλλη περίπτωση το σφάλμα έχει αιώνιο συνήγορο τη γλώσσα.
Η γλώσσα ανήκει κατά την προέλευσή της στην εποχή της πλέον στοιχειώδους μορφής ψυχολογίας: βρίσκουμε τους εαυτούς μας στο μέσο ενός πρωτόγονου φετιχισμού όταν φέρνουμε στο μυαλό μας τις βασικές υποθέσεις της μεταφυσικής της γλώσσας – δηλαδή, του λόγου. Αυτό είναι που βλέπει παντού αίτιο και αποτέλεσμα. αυτό είναι που πιστεύει τη θέληση σαν αίτιο γενικά. αυτό είναι που πιστεύει στο «εγώ», στο εγώ σαν ον, στο εγώ σαν ουσία, και το οποίο προβάλλει την πίστη του αυτή στην ουσία του εγώ σε άλλα πράγματα – μόνο μ’ αυτό τον τρόπο καταφέρνει να δημιουργήσει την έννοια «πράγμα»… Η ύπαρξη πιστεύεται να είναι παντού, φορτώνεται, επιβάλλεται παντού σαν αίτιο. Και μόνο από τη σύλληψη της έννοιας «εγώ» που έπεται, παραγωγικά, η έννοια «ύπαρξη, ον»…
Στην αρχή βρίσκεται το μοιραίο λάθος πως η θέληση είναι κάτι που φέρνει αποτέλεσμα – πως η θέληση είναι ικανότητα… Σήμερα ξέρουμε πως δεν είναι παρά μια απλή λέξη… Πολύ αργότερα, σ’ έναν κόσμο χίλιες φορές πιο φωτισμένο, η ασφάλεια, η υποκειμενική βεβαιότητα με την οποία οι κατηγορίες του λόγου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συνειδητοποιήθηκε ξαφνικά απ’ τους φιλόσοφους: συμπέραναν πως αυτές οι κατηγορίες δε θα μπορούσαν να έχουν την προέλευσή τους στον εμπειρικό κόσμο – ουσιαστικά ολόκληρος ο εμπειρικός κόσμος ήταν ασυμβίβαστος μαζί τους.
Από πού προήλθαν; Και στην Ινδία όπως και στην Ελλάδα έπεσαν στην ίδια γκάφα: «Θα πρέπει κάποτε να κατοικούσαμε σ’ έναν ανώτερο κόσμο» – αντί σ’ έναν κατά πολύ κατώτερο, που θα ήταν η αλήθεια! «Θα πρέπει να ήμασταν Θεοί, γιατί διαθέτουμε λόγο». Τίποτα μάλιστα, δεν είχε μέχρι τώρα μια περισσότερο άμεση πειστική δύναμη από το σφάλμα αυτό του όντος όπως διαμορφώθηκε, για παράδειγμα, από τους Ελεάτες: γιατί κάθε λέξη, κάθε πρόταση που προφέρουμε συνηγορεί μαζί του! Ακόμη και οι αντίπαλοι των Ελεατών υπόκεινται στην υπνωτική επενέργεια της αντίληψης που είχαν για το ον: ο Δημόκριτος, ανάμεσα σ’ άλλους, όταν εφεύρισκε το άτομό του… «Λόγος» στη γλώσσα: ω τι δόλια γριά! Φοβάμαι δεν ξεφορτωνόμαστε τον Θεό γιατί ακόμα πιστεύουμε στη γραμματική…
Θα ήταν ευεργετικό αν τώρα συμπίεζα μια τόσο θεμελιακή και νέα σύλληψη σε τέσσερις θέσεις: θα γίνει έτσι πιο εύκολο να την καταλάβει κανείς, και θα προκαλέσω έτσι ευκολότερα τους αντιπάλους της.
Πρώτη πρόταση. Οι λόγοι με βάση τους οποίους «αυτός» ο κόσμος χαρακτηρίστηκε σαν φαινομενικός θεμελιώνουν μάλλον την πραγματικότητά του – οποιοδήποτε άλλο είδος πραγματικότητας είναι απόλυτα μη αποδείξιμο.
Δεύτερη πρόταση. Τα χαρακτηριστικά εκείνα που αποδόθηκαν στο «όντως ον» των πραγμάτων είναι χαρακτηριστικά του μη-όντος, του τίποτα – ο «πραγματικός κόσμος» κατασκευάστηκε από μιαν αντίφαση με τον υφιστάμενο κόσμο: κόσμος των φαινομένων πράγματι, αφού δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ηθικο-οπτική αυταπάτη.
Τρίτη πρόταση. Το να μιλάμε για έναν «άλλο» κόσμο απ’ αυτόν είναι αρκετά άστοχο, αν βέβαια το ένστικτο του να κατηγορήσουμε, να συκοφαντήσουμε και να υποτιμήσουμε τη ζωή δεν είναι δυνατό μέσα μας: σ’ αυτή την περίπτωση εκδικούμαστε τη ζωή χρησιμοποιώντας τη φαντασμαγορία μιας «άλλης», «καλύτερης» ζωής.
Τέταρτη πρόταση. Το να διαχωρίζουμε τον κόσμο σε «πραγματικό» και σε «φαινομενικό», είτε το κάνουμε αυτό κατά τον τρόπο της χριστιανοσύνης είτε κατά τον τρόπο του Καντ (που, σε τελευταία ανάλυση, είναι τρόπος ενός πανούργου Χριστιανού) δεν είναι παρά σημάδι decadence – σύμπτωμα ζωής φθίνουσας… Το ότι ο καλλιτέχνης επενδύει με μεγαλύτερη αξία το φαινόμενο απ’ το πραγματικό δεν αντιφάσκει μ’ αυτή την πρόταση. Γιατί το «φαινόμενο» εδώ υποδηλώνει και πάλι την πραγματικότητα, μόνο επιλεγμένη, δυναμωμένη, διορθωμένη… Ο τραγικός καλλιτέχνης δεν είναι πεσιμιστής – είναι ακριβώς αυτός που καταφάσκει όλα όσα είναι αβέβαια και τρομερά στην ύπαρξη, είναι Διονυσιακός.
Πώς ο «Πραγματικός Κόσμος» στο τέλος έγινε Μύθος
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΦΑΛΜΑΤΟΣ
1. Ο πραγματικός κόσμος, προσιτός στον σοφό, τον ευσεβή, τον ενάρετο – αυτός κατοικεί σ’ αυτόν, αυτός είναι ο κόσμος. (Παλαιότερη μορφή της ιδέας, σχετικά λογική, απλή, πειστική. Μεταγραφή της πρότασης «Εγώ, ο Πλάτων, είμαι η αλήθεια»).
2. Ο πραγματικός κόσμος, απροσπέλαστος προς το παρών, αλλά υπεσχημένος στον σοφό, τον ευσεβή, τον ενάρετο («στον αμαρτωλό που μετανοεί»). (Εξέλιξη της ιδέας: γίνεται περισσότερο εξευγενισμένη, περισσότερο γοητευτική, περισσότερο ακατανόητη – γίνεται γυναίκα, γίνεται χριστιανική…)
3. Ο πραγματικός κόσμος, ανέφικτος, αναπόδεικτος, δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο υπόσχεσης, αλλά ακόμα κι όταν τον σκέφτεται κανείς σαν παρηγοριά είναι καθήκον, είναι κάτι το επιτακτικό (Ουσιαστικά είναι ο ίδιος παλιός ήλιος, που λάμπει όμως τώρα μέσα από ομίχλη και σκεπτικισμό. η ιδέα που έχει γίνει χλωμή, υψηλή, βόρια, Καντιανή)
4. Ο πραγματικός κόσμος – ανέφικτος; Ανέφικτος προς το παρόν, τουλάχιστον. Και αν ανέφικτος, τότε επίσης και άγνωστος. Κατά συνέπεια επίσης ούτε παρηγοριά, ούτε απελευθέρωση, ούτε καθήκον: Πώς θα μπορούσε να έχει κανείς καθήκον προς κάτι άγνωστο; (Το κόκκινο της αυγής. Τα πρώτα χασμουρητά του λόγου. Το πρωινό λάλημα του ποζιτιβισμού (Εμπειρισμού).
5. ο «πραγματικός κόσμος» – ιδέα άχρηστη πλέον, ιδέα που δεν είναι πια ούτε καθήκον – μια ιδέα που έχει φτάσει πλέον να είναι άχρηστη, περιττή, και κατά συνέπεια ιδέα ανατραπείσα: ας τη διαγράψουμε! (Το φως της ημέρας. πρόγευμα. επιστροφή της ευθυμίας και της Bon sens. ο Πλάτωνας κοκκινίζει από ντροπή. όλα τα ελεύθερα πνεύματα ξεσηκώνονται).
6. Διαγράψαμε τον πραγματικό κόσμο: τι κόσμος μας μένει; Ο φαινόμενος κόσμος ίσως;… Μα όχι! Μαζί με τον πραγματικό κόσμο διαγράψαμε και τον φαινόμενο! (Μεσουράνημα. στιγμή της βραχύτερης σκιάς. τέλος του πιο μακρόχρονου λάθους. ζενίθ της ανθρωπότητας. Εδώ αρχίζει ο Ζαρατούστρα).
Από το βιβλίο «Το λυκόφως των ειδώλων»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου