Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Η στάση της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας


Νομιμοφροσύνη στην Πύλη και αφορισμός ιδεών

Μπορεί να χαρακτηριστεί και ως «εκπληκτικό φαινόμενο» το πώς η Εκκλησία μέσα σε λίγα χρόνια από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους κατόρθωσε να πείσει για τον δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιδέα του έθνους και να τον επιβάλλει στη διδασκαλία την ιστορίας στην εκπαίδευση. Ταυτίστηκε, μάλιστα, με την ιδέα αυτή ώστε οι φορείς της να είναι «απολύτως βέβαιοι» γι’ αυτό και παράλληλα να κατακεραυνώνει όσους αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία της στους εθνικούς αγώνες. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι η ταύτιση Ορθοδοξίας – εθνικισμού συνέβη μετά τον 19ο αιώνα και εντεύθεν σε όλες τις βαλκανικές χώρες. Όμως δεν πρέπει να απορούμε γι’ αυτό. Στο πέρασμα των δύο περίπου χιλιετιών η Εκκλησία είχε αποκτήσει την… τεχνογνωσία προσαρμογής σε όλες τις νέες πολιτικές συνθήκες που ξημέρωναν. Αν δεν είχε αυτή την τεχνική, απλούστατα δεν θα επιβίωνε, δεδομένου ότι οι εξουσίες και οι καταστάσεις που πέρασαν ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Ένα κράτος, λοιπόν, σαν το ελληνικό, που προέκυψε από τον Απελευθερωτικό Πόλεμο (και όχι «Επανάσταση) του 1821, ήταν ένα επεισόδιο στη μακραίωνη πορεία της Εκκλησίας και παιχνιδάκι για να το φέρει βόλτα.

Ο χριστιανισμός (και αυτό δεν το λέει ευθέως η Εκκλησία) είναι βασισμένος στην εβραϊκή μυθολογική παράδοση, γεγονός που δημιουργεί αμηχανία στους υπερπατριώτες που έχουν ταυτιστεί με το «ελληνοχριστιανικόν» ιδεολόγημα. Ιδιαίτερα όταν πληροφορούνται ότι «χριστιανισμός» και «ελληνισμός» είναι συγκρουόμενες έννοιες: «Οι Χριστιανοί απολογητές αποδέχθηκαν στην ουσία την επιχειρηματολογία των Εβραίων ιστορικών, αναφορικά με τα πρωτεία της εβραϊκής ιστορίας έναντι των Ελλήνων και κατ’ επέκταση όλων των άλλων λαών. Στον ιδεολογικό τους πόλεμο έναντι των εθνικών, η επίκληση των μαρτυριών της Παλαιάς Διαθήκης απεδείχθη πολύτιμο όπλο, καθ’ όσον οι χρονολογικές πηγές που πραγματεύονταν, ξεπερνούσαν τα καθαρά “ιστορικά” όρια των Ελλήνων. Αλλά και σε σχέση με τον ανατολικούς λαούς, Ασσυρίους, Φοίνικες και Αιγυπτίους, υποστήριζαν ότι οι Έλληνες υστερούσαν στην ιστορία και τον πολιτισμό, διότι είχαν εμφανιστεί πολύ αργότερα. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, η αρχαιότητα ενός λαού έναντι κάποιου άλλου σήμαινε και την πολιτιστική του υπεροχή. Ο Ιουστίνος Μάρτυς, στηριζόμενος ακριβώς σε αυτού του είδους την επιχειρηματολογία, υποστήριξε την άποψη ότι οι περί δημιουργίας απόψεις του Πλάτωνα είχαν αντληθεί από τον Μωυσή» (Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, εκδ. Κανάκη, τ. Α΄, σελ. 34). Στους αιώνες της ιστορίας του ο χριστιανισμός έδωσε δείγματα γραφής για το πόσο εκτιμά τους Έλληνες.

Εδώ διευκρινίζουμε περιληπτικά ότι η «ελληνική ιστορία» με εθνοκεντρικό πυρήνα που καταλαμβάνει και την βυζαντινή περίοδο, κατασκευάστηκε εκ των υστέρων και με την ύστερη οπτική, ανάλογα με τις αντιλήψεις του ιστοριογράφου. Η Εκκλησία σε εκείνες τις μακραίωνες περιόδους, ποτέ δεν έβλεπε «εθνότητες» αλλά «πιστούς». Ως εκ τούτου, ένα «οικουμενικό κέντρο», όπως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, από τη φύση του δεν θα μπορούσε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα μιας και μόνο εθνότητας, τη στιγμή που είχε υπό την σκέπη του και άλλες. Όσον αφορά στην ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιούσε, το έπραξε αιώνες πριν, διότι ήταν διεθνές εργαλείο, που έγινε τέτοιο λόγω των κατακτήσεων των Ελλήνων (σε όλους τους τομείς) πριν αυτοί συρθούν να γίνουν χριστιανοί. Όμως, την εποχή εκείνη, η χρήση της ελληνικής δεν σήμαινε και εύνοια στους Έλληνες, οι οποίοι από νωρίς «βαπτίσθηκαν» ειδωλολάτρες, εθνικοί κ.λπ. και κυνηγήθηκαν άγρια.

«Θέλημα Θεού» η Άλωση

Είναι εντελώς ακατανόητο για τον πιστό χριστιανό πώς γίνεται ο Θεός να δώσει τη νίκη στους άπιστους (μουσουλμάνους) και το δικαίωμα να καταλάβουν μιαν ολόκληρη αυτοκρατορία που ήταν «ευσεβής», διέθετε πάρα πολλούς ναούς, μοναστήρια και ανθρώπους πιστούς σε Αυτόν. Βεβαίως, το πέρασμα της αυτοκρατορίας στους «απίστους» δικαιολογείται με τη φράση «ήταν θέλημα θεού». Εξάλλου ο Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος πατριάρχης της «νέας τάξης πραγμάτων», δηλαδή της οθωμανοκρατίας, θεώρησε την Άλωση της Πόλης ως «θεϊκό σημάδι» της συντέλειας του κόσμου, την οποία περίμενε να συμβεί το 1492, έτος στο οποίο συμπληρώνονταν 7.000 χρόνια από την «κτίση του κόσμου», σύμφωνα με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο που προσπάθησε να διορθώσει τη βάση του (εβραϊκό), αλλά και πάλι έπεσε έξω κατά… μερικά εκατομμύρια χρόνια. Η παραδοξολογία και οι εσχατολογικές προβλέψεις είναι θέματα ιδιαίτερα αγαπητά στη μακραίωνη ιστορία του χριστιανισμού. Ας μην παραβλέπουμε ότι στις περισσότερες ερμηνείες της «Αποκάλυψης» ο Μωάμεθ είχε προαναγγελθεί ως «το τέταρτο θηρίο», ενώ σε άλλα εκκλησιαστικά κείμενα παρουσιάζεται ως «ο γιος του Διαβόλου». Από αυτές τις αντιλήψεις διαμορφώθηκε η ιδέα ότι το Ισλάμ δημιουργήθηκε βάσει σχεδίου και πως ο Μωάμεθ στάλθηκε στη Γη σαν… αντίβαρο του Χριστού.

Modus vivendi

Προφανώς αυτό έδινε άλλοθι στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στο οποίο κυριάρχησαν οι ανθενωτικοί (με τη Δυτική Εκκλησία), να συνάψει συμφωνία∙ ένα modus vivendi (συμφωνούμε… διαφωνώντας) με τον Μωάμεθ τον Πορθητή, προκειμένου να διασώσει ό,τι θεωρούσε πιο πολύτιμο: την ορθόδοξη παράδοση, δηλαδή «τα κεκτημένα του»! Αυτή ακριβώς η συμφωνία επέτρεψε στην Ορθόδοξη Εκκλησία να συνεχίσει τη ζωή της στο νέο κρατικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε στην Ανατολή μετά την πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και όχι «Βυζαντίου», που είναι ονομασία πολύ αργότερα από την κατάρρευσή του). Παράλληλα επέτρεψε στην κοινωνία των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να βρει στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τον θεσμό εκείνο που κάλυπτε τις πνευματικές του ανάγκες. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι την εποχή εκείνη ο χριστιανισμός ήταν απόλυτα κυρίαρχος, δεδομένου ότι οι όποιες άλλες διαφορετικές αντιλήψεις είχαν περάσει από την εξοντωτική κρησάρα της ταυτισμένης με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βεβαίως, πριν από την πτώση της Πόλης, είχαν εμφανιστεί ελληνίζουσες φωνές (Πλήθων κ.ά.), οι οποίες όμως βρίσκονταν εκτός κέντρου, στο οποίο ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν.

Παράλληλα αυτή η πολιτική επιλογή του Πατριαρχείου δημιούργησε ένα ακόμη θεσμικό περιβάλλον εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσα στο οποίο μπορούσε να κινείται το «χριστιανικό πλήρωμα» για να τακτοποιεί τις κοσμικές του φιλοδοξίες και ανάγκες. Η διασύνδεση αυτή Εκκλησίας – κοινωνίας έγινε σχέση οργανική, όταν, 20 χρόνια μετά την Άλωση, το Πατριαρχείο ανέλαβε την είσπραξη και απόδοση του ετησίου οθωμανικού δημοσίου φόρου. Αν σε αυτή την κοσμική υποχρέωση προσθέσουμε και όσε άλλες ακολούθησαν, μόνιμου ή προσωρινού χαρακτήρα, ίσως γίνει κατανοητό γιατί ο θεσμός είχε ανάγκη την κοινωνία και γιατί στις κοινωνικές διεργασίες μπορούσαν να εμπλέκονται εκκλησιαστικοί θεσμοί και πρόσωπα. Αυτό από μόνο του καταρρίπτει τον ισχυρισμό του πνευματικού ρόλου που είχε η Εκκλησία στην τουρκοκρατία. Είναι και πολιτικός (κυρίως). Πρέπει να σημειωθεί ότι και η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ένα καθαρά πολιτικό κρατικό μόρφωμα αλλά θρησκευτικο-πολιτικό. Με αυτή την έννοια, και παρά το διαφορετικό θρήσκευμα που ήταν κυρίαρχο, έμοιαζε πάρα πολύ στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όπου η εμπλοκή της Εκκλησίας με το κράτος ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλη. Το ιερονομικό δίκαιο των μουσουλμάνων (Σαρία) δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «νομικών προσώπων» με τη σημερινή έννοια. Αναγνώριζε όμως πρόσωπο, δηλαδή θρησκευτικό αρχηγό, και ήταν αυτός που εκπροσωπούσε τους χριστιανούς υπηκόους (ραγιάδες, δηλαδή τους υπόχρεους καταβολής φόρου). Δεν είναι όμως μόνο το οικονομικό στοιχείο που συνέδεε τον εκκλησιαστικό θεσμό με την κοινωνία: είναι και το δικαιικό πλαίσιο που είχε αναγνωριστεί στην Εκκλησία από τον κατακτητή, για να διέπει την εσωτερική ζωή και κυρίως τις σχέσεις με το ποίμνιό της. Είναι τα μεγάλα τμήματα του βυζαντινού δικαίου που επέζησαν της κατάκτησης και παρείχαν ευρύ πεδίο επάνω στο οποίο διασταυρώνονταν οι ανάγκες του καθημερινού βίου των χριστιανών με τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα της Εκκλησίας. Αυτό το νομικό πλαίσιο ενισχύθηκε ως προς την εκτελεστική του αποτελεσματικότητα με το επιτίμιο του αφορισμού, που στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας εξελίχθηκε σε ποινή που κράδαινε η Εκκλησία για κάθε είδους παράβαση. Και αν ισχυριστεί κάποιος ότι αυτό μπορεί να ήταν μηδενικό για κάποιον που δεν πίστευε, σημειώνουμε ότι ο αφορισμός ήταν κοινωνικός αποκλεισμός κι έτσι λειτουργούσε (η απειλή αφορισμού) ως προληπτικό και διορθωτικό μέσον. Γι’ αυτούς δε που τολμούσαν να χαράξουν άλλη γραμμή πλεύσης, στα εκτός ορθοδοξίας νερά, λειτουργούσε ως μέσον εξόντωσης!

Επικαρπία και επιστασία

Στην καθαρά εκκλησιαστική – εσωτερική διοικητική ζωή της, η Εκκλησία είχε και άλλες αρμοδιότητες: στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους αναπτύχθηκε ένας θεσμός που στην τουρκοκρατία πήρε μεγάλες διαστάσεις και άνοιξε ένα ακόμη παράθυρο ελέγχου του λαϊκού στοιχείου. Ο Πατριάρχης είχε δικαίωμα να απονέμει σε λαϊκούς την επιστασία και την επικαρπία κάποιων χριστιανικών οικισμών. Αυτοί που έπαιρναν αυτό το δικαίωμα εισέπρατταν τα εκκλησιαστικά εισοδήματα και ανέθεταν την πνευματική επιστασία σε ιερωμένους που οι ίδιοι επέλεγαν. Ο θεσμός αυτός, καθώς ήταν απαγκιστρωμένος από το υπόλοιπο διοικητικό σύστημα, προσέφερε στον Πατριάρχη, με προσωπικούς χειρισμούς, να ανταμείβει ορισμένα μέλη της κοινωνίας για τις υπηρεσίες τους προς αυτόν και το Πατριαρχείο. Επίσης, το Πατριαρχείο αποφάσιζε για τα όρια των εκκλησιαστικών περιφερειών του, παραχωρούσε προνόμια σε μοναστήρια, εξέλεγε τα στελέχη της Εκκλησίας. Δηλαδή, είχε επιτύχει να διατηρήσει ,και σε κάποιες περιπτώσεις να διευρύνει, τις αρμοδιότητες που είχε κατά τη βυζαντινή εποχή, με μια σημαντική διαφορά: καθώς, όπως προείπαμε, η έννοια του νομικού προσώπου ήταν άγνωστη στο μουσουλμανικό δίκαιο, η Υψηλή Πύλη αναγνώριζε όχι τον θεσμό αλλά το πρόσωπο. Για τον σουλτάνο ο Πατριάρχης ήταν «μιλέτ μπασίς», δηλαδή γενάρχης-αρχηγός του γένους και άρα, σαν αρχηγός ήταν υπεύθυνος απέναντί της. Γι’ αυτό όποτε συνέβαινε αναταραχή, εξέγερση κ.λπ., την πλήρωνε πάντα ο πατριάρχης, όπως συνέβη στα Ορλωφικά (που αποπέμφθηκε ο πατριάρχης Μελέτιος Β΄, αφού προηγήθηκαν βιαιοπραγίες εις βάρος του και σε πρόσωπα του Πατριαρχείο) ή στην εξέγερση του 1821 (με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε΄ παρά το γεγονός ότι την είχε αφορίσει). Τέλος, το Πατριαρχείο είχε αναλάβει έναν ακόμη ρόλο, που ήταν ίσως συνέπεια της μοναρχικής δομής του οθωμανικού κράτους: να εκλέγει τους προκαθήμενους των άλλων Πατριαρχείων της Ανατολής που βρίσκονταν στην επικράτεια της αυτοκρατορίας. Πέραν αυτών, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το modus Vivendi μεταξύ Πατριαρχείου και Οθωμανών, που είχε επιτευχθεί κατά τον 15ο αιώνα, εκτός από τα προνόμια, παρείχε και υποχρεώσεις στην Εκκλησία. Όταν η Πύλη είχε συγκρούσεις, ιδίως με άλλα χριστιανική κράτη, το Πατριαρχείο έπρεπε να επωμίζεται μέρος των πρόσθετων κρατικών δαπανών που επέβαλλαν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και παράλληλα να επιδεικνύει την απαρέγκλιτη νομιμοφροσύνη του απέναντι στην αυτοκρατορία.

Οι εγκύκλιοι

Το Πατριαρχείο μέσω εγκυκλίων προσπαθούσε να κρατήσει τα κεκτημένα προνόμιά του στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παράλληλα να μην διακινδυνεύσει το πρόσωπο του πατριάρχη. Από τον Απρίλιο του 1769 ο πατριάρχης Θεοδόσιος Β΄ έσπευσε να επιδείξει νομιμοφροσύνη στον σουλτάνο, στέλνοντας παραινετικές εγκυκλίους στους χριστιανούς, με τις οποίες τους απέτρεπε να συμμετάσχουν σε κινήματα κατά των Οθωμανών. Ίσως το πιο κομβικό σημείο μέχρι την έναρξη της εξέγερσης του 1821 είναι το 1770 και τα Ορλωφικά. Η αρχή του 1770 βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε πόλεμο με τη Ρωσία. Αυτή τη φορά ο εχθρός της Πύλης ήταν ομόδοξος με τους χριστιανούς υπηκόους της, τους οποίους μάλιστα παρακινούσε σε εξεγέρσεις. Κάποια τμήματα των χριστιανικών πληθυσμών προθυμοποιήθηκαν να ακολουθήσουν τα κελεύσματα της Ρωσίας. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε σε αμηχανία ανάμεσα στην υποχρέωση νομιμοφροσύνης που είχε απέναντι στην Πύλη και στο ενδεχόμενο νίκης των ορθοδόξων Ρώσων, που θα του απέφερε εύλογα ωφελήματα. Ο σουλτάνος φρόντισε με τον τρόπο του να υπενθυμίσει το καθήκον νομιμοφροσύνης, αποπέμποντας τον πατριάρχη Μελέτιο Β΄ ως υπεύθυνο που δεν κατάφερε να αποτρέψει τις εξεγέρσεις. Οι Ρώσοι όμως βρήκαν ένα άλλο αντίδοτο στις πατριαρχικές εγκυκλίους. Το 1771 φυλλάδια γραμμένα από Έλληνες, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Αντώνης Γκίκας, ιδίως όμως κείμενα γραμμένα από τον Βολταίρο και μεταφρασμένα στα ελληνικά, τυπώθηκαν στην Αγία Πετρούπολη και στάλθηκαν στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος ήταν η προβολή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄ σε υπέρμαχο του πολιτισμού και των δικαιωμάτων των υπόδουλων ορθοδόξων χριστιανών. Την προηγούμενη χρονιά (1770) είχε μεταφραστεί και τυπωθεί στα ελληνικά η «Εισήγισίς» της, ένα κείμενο εμπνευσμένο από το έργο του Μοντεσκιέ «Περί του πνεύματος των νόμων». Όλα αυτά ουσιαστικά σηματοδοτούσαν ένα νέο μοντέλο, τον «φωτισμένο δεσποτισμό», που θα προστάτευσε τους ορθόδοξους και ο οποίος ερχόταν ως πολιτική απάντηση στον σκληρό, σχεδόν βάρβαρο δεσποτισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό τον κίνδυνο το Πατριαρχείο ήταν υποχρεωμένο φύσει και θέση να αναχαιτίσει. Αλλά, οι εγκύκλιοι του Πατριαρχείο δεν εύρισκαν πάντα ευήκοα ώτα. Πολύ δε περισσότερο σε αξιωματούχους, ακόμη και εκκλησιαστικούς που είχαν απολέσει τη θέση τους. Αυτό συνέβη και με τον πατριάρχη Σεραφείμ Β΄, ο οποίος περιέπλεε το Αιγαίο επάνω σε ρώσικο πλοίο προτρέποντας τους χριστιανούς να εξεγερθούν στο πλευρό των Ρώσων. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), που σήμανε και το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου, διεθνοποίησε κάπως το θέμα των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, αφού η Πύλη ανέλαβε την υποχρέωση έναντι της Ρωσίας να προστατεύει τη θρησκευτική πίστη και τους τόπους λατρείας των χριστιανών. Κατά την υπογραφή της Συνθήκης, πατριάρχης στη θέση του Θεοδοσίου Β΄ ήταν, από τις 17 Νοεμβρίου 1773, ο Σαμουήλ Χαντζερής, ο οποίος παρέμεινε ένα χρόνο, μέχρι την παραμονή Χριστουγέννων του 1774. Όμως το 1778 ξέσπασε και πάλι ρωσοτουρκικός πόλεμος. Η Εκκλησία ακολούθησε τη δοκιμασμένη συνταγή επίδειξης νομιμοφροσύνης: έστειλε εγκυκλίους προσπαθώντας να αποτρέψει τους χριστιανούς να σταθούν στο πλευρό των Ρώσων, ενώ ο πατριάρχης Προκόπιος προσπάθησε να ικανοποιήσει το αίτημα της Πύλης, να προσφέρει οπλισμό και το ποίμνιό του. Ουσιαστικά η απαίτηση του σουλτάνου είχε σκοπό τον αφοπλισμό των χριστιανών. Το αίτημα δεν βρήκε ανταπόκριση, ο Προκόπιος κλήθηκε να επανέλθει ζητώντας από τους χριστιανούς να καταθέσουν έστω και έναντι χρημάτων τα όπλα τους στην οθωμανική διοίκηση, ενώ στρατολογήθηκαν χιλιάδες χριστιανών. Το 1798 η Πύλη κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλική Δημοκρατία, που ήταν άκρως επικίνδυνη γι’ αυτήν, διότι χρησιμοποιούσε επαναστατικές ιδέες, προκριμένου να παρασύρει τους λαούς της Ανατολής σε εξέγερση. Η Εκκλησία ακολουθούσε, όπως πάντα, τις επιθυμίες του οθωμανικού κράτους. Ένα χρόνο πριν (1797) η Πύλη έστειλε μια διαταγή στον Πατριάρχη και του θύμιζε τις υποχρεώσεις του: «Να φροντίζεις αδιαλείπτως εις το να συνάζης μέσα περιποιητικά της ευταξίας του μιλλετίου σου, και να μην λείπης με συμβουλάς και παραινέσεις τού να διδάσκης πάντας τους βασιλικούς ραγιάδες τα της υπακοής των χρέη».

Ο νομιμόφρων Γρηγόριος Ε΄

Την υπεράσπιση της θρησκείας του και μαζί τα της νομιμοφροσύνης χρέη ανέλαβε να διεκπεραιώσει ο Πατριάρχης των ορθοδόξων χριστιανών, Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος τον Απρίλιο του 1797 είχε εκλεγεί στον πατριαρχικό θρόνο. Έστειλε εγκυκλίους προς το ποίμνιό του, όχι μόνο του εντός συνόρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και στα Επτάνησα. Συμβούλευε να μην δελεαστούν από τις επαναστατικές ιδέες που οδηγούν στην αθεΐα, τις οποίες πρόβαλλε ο εχθρός της αυτοκρατορίας, και να μην συμπράξουν με αυτόν. Η άλλη ενέργειά του ήταν να συγγράψει ένα απολογητικό κείμενο υπεράσπισης του ορθόδοξου δόγματος, το οποίο θα λειτουργούσε ως ανάχωμα κατά των νέων ιδεών. Στην προσπάθεια πήγαν να τον συνδράμουν απρόσκλητοι οι λεγόμενοι «κολλυβάδες», συγγράφοντας δύο βιβλία κατά των «αθεωτάτων λιμπερτίνων», την Πατρική Διδασκαλία και την Απολογία Χριστιανική (1798). Και καθώς τα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα απειλούσαν την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας και οι ιδέες περί ελευθερίας και ισότητας υπέσκαπταν τα θεμέλιά της, ήλθε ο διάδοχος του Γρηγορίου, πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄, να αποστείλει το 1799 δυο νέες εγκυκλίους, ζητώντας από τους χριστιανούς να απορρίψουν «τα εξωλέστατα βιβλίδια» που διακινούν πράκτορες Γάλλοι «διερεθίζοντας τους απλουστέρους των χριστιανών». Αυτό που δεν υπολόγισε όμως ήταν ότι οι συσχετισμοί αλλάζουν, όπως έγινε και τότε: ο σουλτάνος Σελίμ Γ΄ συμμάχησε με τους Γάλλους και κήρυξε τον πόλεμο στους πρώην συμμάχους τους, Ρώσους. Όμως από τον Σεπτέμβριο του 1806 στο τιμόνι του Πατριαρχείου βρίσκεται (για δεύτερη φορά) ο Γρηγόριος Ε΄. Τον Νοέμβριο του 1806 εκδίδει εγκύκλιο με την οποία προτρέπει τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου, που είχαν καταφύγει στην προστασία των ομοδόξων του Ρώσων, να επανέλθουν στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας! Την ίδια εποχή στο προσκήνιο εισέρχεται και η Αγγλία, η οποία διεκδικεί, όπως και άλλες δυνάμεις, το ζωτικό χώρο της αυτοκρατορίας. Και στην περίπτωση αυτή, τα της νομιμοφροσύνης προς τους Οθωμανούς χρέη της Εκκλησίας εκδηλώνονται και πάλι από τον Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος σπεύδει να συμβάλει για την οχύρωση της απειλούμενης από τον αγγλικό στόλο Κωνσταντινούπολη. Τη δεκαετία πριν από το ’21 η Οθωμανική αυτοκρατορία συνταράσσεται από πολιτικά γεγονότα, όπως η επανάσταση των Σέρβων, του Αλή Πασά κ.λπ. Στο εσωτερικό δημιουργείται κλίμα αβεβαιότητας και καχυποψίας όλων έναντι όλων. Το κλίμα αυτό θα επηρεάσει αποφασιστικά και την τύχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Κοινωνία και Εκκλησία

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι η Εκκλησία υποχρεώθηκε από πολύ νωρίς, στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, να αποτελέσει και πεδίο οικονομικής δραστηριότητας λόγω των φορολογικών υποχρεώσεών της έναντι της Πύλης. Πεδίο στο οποίο η ανάμειξη του λαϊκού στοιχείου ήταν επιβεβλημένη και επιθυμητή, καθώς η μη έγκαιρη καταβολή των φόρων είχε σαν συνέπεια την απομάκρυνση του Πατριάρχη. Έτσι, δημιουργήθηκαν πλέγματα κοινωνικών συμμαχιών, συμφερόντων κ.λπ. με κυρίαρχους τους Φαναριώτες. Τα πάντα λειτουργούσαν στο πλαίσιο και με τους όρους που έθεταν οι Τούρκοι. Η ύπαρξη κοινότητας τόσο στις επαρχίες όσο και στο κέντρο της αυτοκρατορίας προϋπέθετε την ύπαρξη ναού ως αποδεικτικού στοιχείου της λαϊκής αποδοχής της χριστιανικής ιδιότητας μέσω της συμμετοχής στη λατρεία. Δηλαδή, ο λαός έπρεπε να πηγαίνει στην εκκλησία για να τεκμηριώνει την ύπαρξη κοινότητας. Χωρίς ναό και θέση ιερέα, οι χριστιανοί μιας περιοχής υποχρεώνονταν ή να εξισλαμιστούν ή να μετοικήσουν, ώστε να απαρτίσουν ενορία. Αλλά και η Εκκλησία δεν προέβλεπε διοικητικές θέσεις χωρίς προηγούμενη ενυπόγραφη δήλωση των χριστιανών μιας περιοχής. Μάλιστα, ήταν αδύνατο να προβιβάσει μία επισκοπή σε μητρόπολη ή αρχιεπισκοπή χωρίς τη συγκατάθεση του ποιμνίου. Αυτή η στενή αλληλεξάρτηση προέκυψε αναγκαστική, αφού ο κλήρος μισθοδοτείτο από τον λαό και ο λαός αποκτούσε δικαίωμα διαφοροποίησης από τους μουσουλμάνους, επειδή ακριβώς ανήκε στο εκκλησιαστικό σύστημα. Φυσικά, η Εκκλησία ούτε μπορούσε ούτε διανοήθηκε ποτέ να δημιουργήσει «ελληνική εθνική προπαγάνδα», την οποία άλλωστε δεν είχε ποτέ μέχρι τότε υιοθετήσει. Όχι μόνο γιατί ο φυλετισμός αντίκειται στους Κανόνες της, αλλά γιατί κυρίως το κοινωνικό στερεότυπο ήταν διαφορετικό και η εθνική ιδεολογία αγνοείτο στην Ανατολή, ως δυτικό σύστημα σκέψης. Οι λαοί εκεί διαβιούσαν ακόμη σε προαστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Ούτε, λοιπόν, υπέρ ούτε κατά των Ελλήνων (ή άλλης εθνότητας) μπορούσε να ταχθεί το Πατριαρχείο, γιατί δεν είχε συλλάβει μέχρι και τον 18ο αι. το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «έθνος». Πέραν όλων τούτων, η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σκληρή: η Εκκλησία οχυρωμένη πίσω από τον δογματισμό της δεν επιθυμούσε αλλαγές στο υπάρχον status quo που είχε διαμορφωθεί από την εποχή της Άλωσης, παρά τις κατά καιρούς βαρβαρότητες των Τούρκων. Συμπτωματικά και η οθωμανική εξουσία δεν επιθυμούσε αλλαγές και, όπως κάθε εξουσία, ήθελε με κάθε τρόπο να διατηρηθεί η ηρεμία στην επικράτειά της. Σε αυτή την προσπάθεια έβρισκε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σύμμαχο το Πατριαρχείο. Εδώ οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι η στάση μελών του λοιπού κλήρου δεν ήταν πάντα όμοια με αυτήν της κεφαλής της Εκκλησίας. Παράδειγμα είναι ο Ξεσηκωμός του 1821, που ενώ αφορίστηκε από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, δηλαδή από την επίσημη Εκκλησία, ο χαμηλόβαθμος κλήρος σε μεγάλο ποσοστό συμμετείχε. Προκειμένου, λοιπόν, η Πύλη να διατηρεί την ηρεμία της, παραχωρούσε «μη νομικά» (άλλωστε η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν φημίζεται για τις νομικές κατακτήσεις της) προνόμια στην Εκκλησία. Για παράδειγμα, οι καλόγεροι του Αγ. Όρους, από τις αρχές του 18ου αι., είχαν επιτύχει ακόμη και εξώσεις των αγάδων – διοικητών του όρους που κατοικούσαν στις Καρυές. Μεγάλη απόδειξη αυτού είναι η τεράστια ακίνητη περιουσία που κατείχε η Εκκλησία μετά την απελευθέρωση. Περιουσία που δεν χρειάστηκε ιδρώτας ν’ αποκτηθεί: της δόθηκε από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και διατηρήθηκε στην Τουρκοκρατία. Ένα σύγχρονο παράδειγμα: σήμερα, η Μονή Βατοπεδίου επικαλείται, μεταξύ άλλων, και τους εξής τίτλους για τη λίμνη Βιστωνίδα: 1. Χρυσόβουλλο του Νικηφόρου Βοτανειάτου, έτους 1080. 2. Χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, του 1329. 3. Χρυσόβουλλο Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, του 1356. 4. Χρυσόβουλλο Ιωάννου Ούγκλεση, του 1369. 5. Χρυσόβουλλο Ιωάννου Ούγκλεση, έτους 1371. 6. Τακρίριο (σ.σ. αναφορά) πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου Ζ΄, έτους 1791. 7. Συνοδική επιστολή πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ της 16.8.1808 προς τον μητροπολίτη Ξάνθης. «Επίσημο αντίγραφο επικυρωμένο από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους». 8. Συνοδική επιστολή πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ της 17.8.1808 προς τη μονή Βατοπεδίου, κ.ά.

ΠΗΓΕΣ:

-Δ.Γ. Αποστολόπουλου. «Η Γαλλική Επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη ελληνική κοινωνία. Αντιδράσεις στα 1789», Αθήνα, 1989.

-Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800», ζ΄ έκδοση, Αθήνα 1995.

-Φ. Ηλιού, «Τύφλωσον Κύριε τον λαόν Σου», Αθήνα 1988.

-«Η ιστορία του νέου Ελληνισμού 1770-2000», εκδ. Ελληνικά Γράμματα.

ΛΕΖΑΝΤΕΣ

1.    Ο Βολταίρος υπήρξε από τις σημαντικότερες μορφές του Διαφωτισμού, του οποίου οι ιδέες αναθεματίζονταν από το Πατριαρχείο.

2.    Πατριαρχικό σιγίλιο του Ιερεμία Β΄ του Τρανού (1536-1595) υπέρ της μονής Σιμωνόπετρας.

3.    Η σφραγίδα του πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄, ιδρυτή της Αθωνιάδας Σχολής.

4.    Έγγραφο προς την Υψηλή Πύλη σχετικά με την πρώτη εκλογή του Γρηγορίου Ε΄ ως πατριάρχη (1797), που φέρει υπογραφές των μητροπολιτών του Πατριαρχείου. Το κείμενο και οι υπογραφές είναι στην παλαιο-τουρκική γραφή.

5.    Ο Γρηγόριος Ε΄ αναδείχθηκε πατριάρχης τρεις φορές (1797-1798, 1806-1808, 1818-1821). Παρά το γεγονός ότι επέδειξε νομιμοφροσύνη απέναντι στην οθωμανική εξουσία και αφόρισε τον Ξεσηκωμό των Ελλήνων, οι Τούρκοι τον απαγχόνισαν θεωρώντας τον υπεύθυνο σαν επικεφαλής των χριστιανών.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου