Τι χάνει ένα ποίημα μεταφρασμένο ; Οι ίδιοι οι ποιητές απαντούν: την ποίησή του.
Τι χάνει ένα μουσικό έργο όταν γραφεί στο πεντάγραμμο; Χάνει την μουσική του.
Ξέρω, δεν το παραδέχεστε. Ούτε εσείς που γνωρίζεται το πεντάγραμμο, ούτε κι εσείς που δεν το γνωρίζεται. Τότε να μας εξηγήσετε την εξής απορία μας: συγκεντρώνει ένας μαέστρος πενήντα μουσικούς «πρίμα βίστα». Το τελευταίο πάει να πει ότι οι μουσικοί αυτοί διαβάζουν ένα μουσικό κομμάτι από το πεντάγραμμο με την πρώτη. Μια κι έξω.
Βάζει λοιπόν ο μαέστρος τους μουσικούς αυτούς κάτω και τους ξεθεώνει στην πρόβα. Είτε είναι το κομμάτι δικό του είτε είναι αλλουνού. Μήνες ολόκληρους λέει έκανε πρόβες εκείνος ο μαέστρος για να γράψει σε δίσκο την πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν! Έχουμε δει, αρκετές φορές τον διάσημο Έλληνα μαέστρο Μητρόπουλο να προβαίνει σ’ αυτό το «καψόνι», σε ντοκιμαντέρ, στην ελληνική κρατική τηλεόραση.
Τώρα δηλαδή δεν είναι λογική η απορία μας: γιατί τόση πρόβα και κακό; Γιατί να γίνεται τόσος κόπος με τέτοιους μουσικούς «τσακάλια»; Με μουσικούς που διαβάζουν με την πρώτη;
Πριν φανερώσουμε το μυστήριο αυτό θα ξεσκεπάσουμε ένα άλλο πιό μυστηριώδες, εκ πρώτης όψεως, και πιο παράδοξο μουσικό φαινόμενο. Ένα σωρό χορωδίες υπάρχουν στη χώρα μας και σ’ όλο τον κόσμο. Χορωδίες όλων των ειδών της μουσικής. Βγαίνουν λοιπόν στην συναυλία τους, με τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριές τους να κρατούν τις απλωμένες παρτιτούρες τους, και τραγουδούν.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων ούτε ένας χορωδός δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε από μουσική γραφή. Κι όμως τραγουδά κανονικά και πολύ σωστά. Επίσης και το πιο περίεργο: μπορεί και τραγουδάει δίχως να βλέπει τις νότες! Αυτό κι αν είναι άξιο απορίας.
Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία με τα μυστήριά της. Πλην αυτών που συντελούνται μέσα στο ιερό βήμα της εκκλησίας, οι συντριπτική μερίδα των ψαλτάδων αγνοούν να διαβάσουν την βυζαντινή παρασημαντική γραφή, όπως λένε αυτοί την μουσική γραφή τους. Βέβαια γι’ αυτούς είναι απαραίτητο το ψαλτήρι διότι πρέπει να διαβάσουν τα λόγια, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να αποστηθίσουν διότι αγνοούν παντελώς την γλώσσα στην οποία ψέλνουν. Άλλο μυστήριο και τούτο. Να υμνεί κανείς πενήντα χρόνια τον θεό του και να μην ξέρει τι λέει!
Όπως εκείνη η περίπτωση με την γριούλα, που – ακούγοντας τον παπά να διαβάζει στο ευαγγέλιο, στην ιστορία του μυστικού δείπνου το «κλάσας τον άρτον», που είπε ο Χριστός – έμεινε σύξυλη και μετά από λίγο αναφώνησε «μόσχος η πορδούλα σου Χριστούλη μου.
Για να μη τα μπερδέψουμε τα πράγματα έχουμε δύο περιπτώσεις να εξετάσουμε:
Πρώτον γιατί ένα μουσικό κομμάτι χάνει την μουσική του όταν γραφεί στο πεντάγραμμο, και
Δεύτερον πώς γίνεται ένα σωρό άνθρωποι να διαβάζουν νότες χωρία να έχουν ιδέα απ’ αυτές.
Θ’ αρχίσουμε από το δεύτερο μυστήριο που απαιτεί την πιο απλή εξήγηση. Μήπως σας λέει τίποτε το γεγονός ότι τυφλοί, εκ γενετής, υπήρξαν εκπληκτικοί τραγουδιστές και οργανοπαίχτες σε παγκόσμια κλίμακα; Ας κυττάξουμε δυό περιπτώσεις χαρακτηριστικές. Ο μεγαλύτερος βιολιτζής αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, στον χώρο της παραδοσιακής μας μουσικής, είναι ο Κουκουλάρης. Εκ γενετής τυφλός. Δεν έχει σημασία που δεν τον γνωρίζεται. Υπάρχει δισκογραφία του που αποδεικνύει τον ισχυρισμό μας. Δεν πρόκειται περί του γούστου μας, αλλά περί αντικειμενικής κρίσεως. Το γνωρίζουν άριστα οι περισσότεροι νησιώτες μας και όχι μόνο.
Στις Η.Π.Α. , ο μουσικός Στήβι Γουώντερ, γράφει τη μουσική και τους στίχους των τραγουδιών. Επίσης ο ίδιος τραγουδά και εκτελεί όλα τα μουσικά όργανα κατά την ηχογράφηση των δίσκων του. Έχει βραβευτεί δεκάδες φορές μ΄ όλα τα, διαφορετικών ειδών, μουσικά βραβεία. Ο άνθρωπος αυτός είναι εκ γενετής τυφλός. Οι τυφλοί παγκοσμίως και διαχρονικώς έχουν μεγαλύτερη επίδοση στη μουσική.
Θα με ρωτούσε κανείς, με το δίκιο του, καλά τώρα προσπαθείς να λύσεις το μυστήριο ή να περιπλέξεις το ζήτημα; Κι όμως η εξήγηση είναι πολύ απλή: η μουσική πάντοτε και παντού μαθαίνεται μόνον με το και από το αυτί. Το αποδεικνύει η πραγματικότητα και δεν χρειάζεται κανένα άλλο επιχείρημα να αναφέρουμε. Αλλά θα αναφέρουμε ένα ακόμα.
Μόνο μιά κατηγορία ανθρώπων δεν μπορεί να μάθει μουσική. Ούτε να τραγουδήσει ούτε να παίξει όργανο. Πρόκειται για τους κωφάλαλους. Οι άνθρωποι δεν ακούνε. Δεν δουλεύει το αυτί τους. Η ακοή τους. Είναι αδύνατο των αδυνάτων να γίνουν μουσικοί. Το αντίθετο δε ακριβώς συμβαίνει με τους τυφλούς. Εντελώς το αντίθετο.
Επομένως η λύση του δευτέρου μυστηρίου είναι πλέον πολύ απλή. Οι άνθρωποι τραγουδάνε, διότι το τραγούδι τους, επειδή το έχουν ακούσει πολλές φορές, το έχουν ήδη μάθει «απ’ έξω κι ανακατωτά», πριν καν δούνε τις νότες του, τις οποίες, έτσι κι αλλιώς ούτε τις γνωρίζουν αλλά και ούτε πρόκειται να τις μάθουν στον αιώνα τον άπαντα.
Τότε γιατί κρατάνε στα χέρια τους εκείνες τις μεγάλες παρτιτούρες, σαν τα μεγάλα ευαγγέλια των παπάδων, που γεμίζουν όλο το σκηνικό στις συναυλίες; Εμ, τώρα μάλιστα. Πρέπει ν’ αφήσουμε τον χώρο της μουσικής και να μπούμε στον χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας. Ευτυχώς το θέμα είναι απλό και δεν απαιτούνται ειδικές γνώσεις της πολύπλοκης αυτής επιστήμης.
Πρόκειται περί της αρχοντοχωριάτικης νοοτροπίας του μικροαστικού στρώματος της χώρας, το οποίο, μεταξύ των άλλων, αποφάνθηκε ότι δεν γίνεται να τραγουδά κανείς ή να παίζει όργανο εάν δεν γνωρίζει νότες. Το μεσαίο στρώμα μιμήθηκε τους αστούς και ο λαός κομπλεξαρίστηκε από τους μικροαστούς.
Θαυμάστε τον χαρακτήρα και το ήθος των ανθρώπων που ζύμωσαν το βρώμικο ζυμάρι του αρχοντοχωριάτικου αυτού ψωμιού: από συνέντευξη του Θεόφραστου Σακελλαρίδη – μέγας θεωρούμενος στο είδος του – στην εφημερίδα «Αθηνά» το 1911 «… πηγαίνω μαζί με τους συγγραφείς της επιθεωρήσεως – άλλα νούμερα κι αυτοί – εις το καφέ σαντάν και κρατώ εις το μουσικό μου τετράδιο εστενογραφημένα πρακτικά… Συνήθως είναι ναπολιτάνικα τραγούδια, διότι το αυτί των Ναπολιτάνων είναι εις την αυτήν μοίραν με των Αθηναίων. Εφέτος όμως, επειδή η ναπολιτάνικη μουσική ήτο πολύ φτωχική και επειδή είναι της μόδας η των βιεννέζικων οπερεττών, επροτιμήσαμε την δευτέραν δια τα Παναθήναια… Παίρνω δεξιά αριστερά από οπερέττες, την «Πριγκήπισσα των δολλαρίων» την ετρύγησα εφέτος. Άλλα σβήνω, άλλα αφήνω. Από δυο-τρία τραγούδια παίρνω μερικές πατούτες, εις αυτάς κολλώ ξένην εισαγωγήν και κάμνω νέο τραγούδι». «Ονομάζω αστό όποιον σκέφτεται χαμερπώς» Φλωμπέρ.
Και δεν θα ανοίγαμε καθόλου αυτό το θέμα, εάν η ιστορία αυτή δεν συνέβαλε και δεν εξακολουθεί να συμβάλλει στην, μερική ευτυχώς, καταστροφή του ελληνικού μουσικοχορευτικού πολιτισμού των χιλιετιών, συνεπικουρούμενη κι από άλλες αιτίες, όπως θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε στη συνέχεια. Αποτέλεσμα αυτής της ανοησίας είναι το θλιβερό και κωμικοτραγικό φαινόμενο, των τελευταίων ετών, όπου παρουσιάζονται χορωδίες παραδοσιακής μουσικής, ντυμένες με παραδοσιακές στολές, να τραγουδούν την «Καραγκούνα» και το «του Κίτσιου η μάνα κάθονταν», κρατώντας στα χέρια χρυσοποίκιλτες παρτιτούρες. Μια ελεεινή καρικατούρα της μουσικοχορευτικής παράδοσης.
Πριν όμως έχουμε την υποχρέωση να εξηγήσουμε το γιατί ένα μουσικό κομμάτι χάνει την μουσική του όταν γραφεί στο πεντάγραμμο. Αν και νομίζουμε ότι η ανάγκη του μαέστρου να κάνει πολλές πρόβες, μέχρι την τελική εκτέλεση του γραπτώς μουσικού έργου, αποτελεί ικανή απόδειξη του ισχυρισμού μας, θα εξηγήσουμε αναλυτικότερα το ζήτημα. Για να το πούμε κι από την ανάποδη, εάν η μουσική γραφόταν εντελώς στο πεντάγραμμο, οι πολλές πρόβες θα ήσαν περιττές, για μουσικούς πρώτης ανάγνωσης.
Κατ’ αρχάς δεν πρόκειται να υποστηρίξουμε σε καμμιά περίπτωση ότι οι νότες είναι άχρηστες ή επιζήμιες. Μακριά από μας τέτοια ανοησία. Αυτό που θα υποστηρίξουμε είναι ότι δημιουργείται σοβαρό πρόβλημα στη μουσική παιδεία και στον μουσικό πολιτισμό ενός τόπου, όταν αποδίδονται αξίες και προτεραιότητες σε μουσικά στοιχεία τα οποία δεν τις διαθέτουν. Όταν ιεραρχούνται τα μουσικά πράγματα από την ανάποδη. Όταν το τελευταίο αξιολογικά τίθεται πρώτο. Όταν η ξεκάθαρη και αναμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία του αυτιού αντικαθίσταται από την έσχατη, στην περίπτωσή μας, του οφθαλμού. Το τελευταίο το έχουμε ήδη αποδείξει. Η απόδειξη λέγεται τυφλός και κωφάλαλος. Άριστα στη μουσική ο πρώτος, μηδέν ο δεύτερος. Και παγκοσμίως και διαχρονικώς.
Ας κυττάξουμε λοιπόν τι «τρέχει». Κατ’ αρχάς ξεχωρίζουμε τις μουσικές κατά εθνικότητα. Λέμε αυτή η μουσική είναι Τουρκική ή Ινδική ή Γερμανική ή Ελληνική. Εξαιρούμε το τραγούδι που έχει λόγο και αναφερόμαστε μόνο σε οργανική μουσική. Σε μουσική που δεν μπορούμε να την αναγνωρίσουμε από την γλώσσα αλλά από τις νότες.
Κι ενώ οι διαφορετικές αυτές μουσικές μπορεί να έχουν όλα τα στοιχεία τους κοινά, δηλαδή τις μουσικές κλίμακες και τους ρυθμούς, διότι αυτά μόνο είναι τα υλικά της οργανικής μουσικής, ωστόσο, μόλις ακούσουμε τις πρώτες δυο τρεις νότες μιας μουσικής, αμέσως αποφαινόμαστε ότι πρόκειται για μουσική της τάδε εθνικότητας. Τι είναι αυτό το οποίο διεγείρει την διακριτικότητά μας. Είναι η μελωδία. Δηλαδή σε ποιά σειρά έβαλε τις νότες του ο συνθέτης. Με ποιόν τρόπο ανεβοκατέβηκε την μουσική του σκάλα. Για όλ’ αυτά υποθέτουμε ότι τα μουσικά όργανα είναι κοινά, ώστε να μη εντοπίζεται η εθνικότητα από αυτά.
Αλλά κι ακόμη περισσότερο. Εάν την ίδια μελωδία, με τα ίδια όργανα, την εκτελέσουν μουσικοί διαφορετικών εθνικοτήτων, και πάλι θα αναγνωρίσουμε την εθνική της ταυτότητα. Δηλαδή ενώ η σειρά των μουσικών φθόγγων θα είναι η ίδια, ωστόσο θα ακούγεται σαφώς ένα διαφορετικό άκουσμα.
Διότι η μετάβαση από τον ένα φθόγγο στον άλλο θα γίνεται με διαφορετικό τρόπο από τον κάθε εκτελεστή. Αυτό είναι λοιπόν που δεν μπορεί να γραφεί στο πεντάγραμμο. Αλλά αυτή είναι ταυτοχρόνως και η ψυχή της μουσικής. Αυτό είναι το ήθος και ο χαρακτήρας της. Το στίγμα της. Η ομορφιά της. Το είναι της.
Τι κάνει λοιπόν ο μαέστρος με τις πρόβες; Δίνει την χαμένη ψυχή στη μουσική, η οποία ψυχή χάθηκε κατά την γραφή στο πεντάγραμμο. Πώς την δίνει; Απλούστατα: τραγουδά την μελωδία, με το στόμα του φυσικά, στον σολίστα ή στην κάθε ομάδα οργάνων ή στον τραγουδιστή ή στην χορωδία ξεχωριστά, για όλα τα μέρη του μουσικού κομματιού. Γι’ αυτό απαιτούνται πολλές πρόβες.
Ποιά ψυχή όμως δίνει, του συνθέτη ή τη δική του; Τη δική του βεβαίως κι όχι του συνθέτη. Εκτός από την περίπτωση που συνθέτης του συγκεκριμένου κομματιού είναι ο ίδιος ο μαέστρος. Έτσι εξηγείται ότι μπορούμε να ξεχωρίσουμε το διαφορετικό ύφος της εκτέλεσης του ίδιου μουσικού έργου, ενός παλιού συνθέτη, όταν εκτελείται από ορχήστρες που τις διευθύνουν διαφορετικοί μαέστροι.
Αν το πούμε μ’ άλλα λόγια, δεν μπορούν να γραφούν στο πεντάγραμμο οι λεπτές εκείνες αποχρώσεις της μουσικής οι οποίες όμως, σε τελευταία ανάλυση, περιέχουν όλη την ουσία και την ομορφιά της. Διαφορετικά πρόκειται για την μουσική του Η/Υ.
Απόμεινε ν’ ασχοληθούμε με το σοβαρό πρόβλημα που δημιούργησε η χρήση του πενταγράμμου στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως, όπως προαναφέραμε. Το πεντάγραμμο από μόνο του δεν είναι ούτε κακό ούτε καλό. Μπορεί να του κάνει κανείς καλή ή κακή χρήση. Η λανθασμένη χρήση του είναι ν’ αρχίζει η μουσική εκπαίδευση μ’ αυτό και η ορθή είναι να τελειώνει η μουσική εκπαίδευση μ’ αυτό.
Θ’ αρχίσουμε το ξεκαθάρισμα του λογαριασμού αυτού από το τέλος. Από τα καταστροφικά αποτελέσματα της μουσικής παιδείας που ξεκινά με το πεντάγραμμο. Ο συγγράφων την παρούσα πραγματεία διαθέτει εμπειρία τριών δεκαετιών διδασκαλίας της μουσικής με το αντίθετο ακριβώς τρόπο. Δηλαδή με τον τρόπο που το πεντάγραμμο διδάσκεται στο τέλος της διδασκαλίας των βασικών μουσικών σπουδών. Με λίγα λόγια αντί να διδάσκεται το πεντάγραμμο από την αρχή του δημοτικού, να διδάσκεται από την πρώτη λυκείου. Πρόκειται δηλαδή να καταθέσει συμπεράσματα και εμπειρικής πιστοποίησης, πλην των θεωρητικών, αν και δεν το θεωρεί τόσο απαραίτητο, αφού η πραγματικότητα είναι τόσο κατηγορηματική.
Για ποιά πραγματικότητα μιλάμε; Να την ομολογήσουμε όσο γίνεται πιο απλά: χιλιάδες επί χιλιάδων νέων στην χώρα αυτή κατασπαταλούν πολύ χρόνο καθημερινά για να μάθουν ένα μουσικό όργανο. Ποιό όμως είναι το τελικό αποτέλεσμα; Ένα μηδέν στο πηλίκον. Οι περισσότεροι και προ παντός τα κορίτσια, δεν ξαναπιάνουν ποτέ στη ζωή τους το όργανο αυτό στα χέρια τους, μέχρι που κάποιοι δεν θέλουν κάν να ακούσουν τη μουσική που σπούδασαν, διότι τους προκαλεί αλλεργία.
Μόλις πας το παιδί σου στο ωδείο, περιμένουν καμμιά βδομάδα και μετά σου λένε. Κυττάξτε κύριε τάδε. Το παιδί σας είναι γεννημένο για πιάνο. Συγνώμη, το παιδί θέλει να μάθει μπουζούκι. Μπουζούκι;;; Μα δεν είναι δυνατόν! Θα χαραμίσετε αυτό το ταλέντο για το μπουζούκι. Είναι αμαρτία, για όνομα του θεού.
Θέλεις λίγο η ασχετοσύνη, θέλεις ότι ο άνθρωπος δεν ξέρει τι θέλει για το παιδί του, θέλεις ότι μόλις ακούσει τη λέξη θεός κάτι παθαίνει, στο τέλος πείθεται και υποχωρεί. Επειδή δε εσύ δεν γνωρίζεις από πιάνο προσφέρονται να σε βοηθήσουν με μεγάλη προθυμία. Λένε ότι κάτι βγάζουν κι απ’ αυτό αλλά εγώ, για να σου πω την αλήθεια, δεν το πιστεύω. Οι καλλιτέχνες έχουν καλή ψυχή.
Κι αρχίζει τότε το δράμα του νέου. Και να τα τριακοστά δεύτερα και τα εξηκοστά τέταρτα, από την ηλικία των πεντέξι ετών, συν και τα μαθήματα του σχολείου, τις ξένες γλώσσες, τους Η/Υ, τους χορούς και τα γυμναστήρια κι ότι δεν μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και φανερό. Νευρωτικά παιδιά που απεχθάνονται, με το δίκιο τους τα πάντα. Διότι σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά πρέπει να παίζουν κι όχι να βιάζονται από χίλια δυο μαθήματα. Μεταξύ των άλλων δε χάνουν και κάθε ενδιαφέρον για την μουσική.
Για ποιόν λόγο πρέπει ν’ αρχίζουμε την μουσική εκπαίδευση δίχως το πεντάγραμμο και το σχετικά του. Διότι πρέπει το παιδί να εισέλθει στον κόσμο της μουσικής διά του παιχνιδιού κι όχι δια της λογικής. Διότι η μουσική απευθύνεται στην ψυχή κι όχι στην λογική. Είναι θέμα ψυχαγωγίας.
Μήπως με την γλώσσα δεν συμβαίνει το ίδιο. Δεν μαθαίνει το παιδί πρώτα να μιλάει και μετά να γράφει και να διαβάζει. Γιατί στη μουσική πρέπει να γίνουν και οι δυό διαδικασίες ταυτόχρονα; Ας μας πει κάποιος τον λόγο διότι εμείς τον αγνοούμε. Όπως λοιπόν πρώτα προφορικά μαθαίνει τη γλώσσα έτσι και προφορικά πρέπει πρώτα να μάθει την μουσική. Και μετά του μαθαίνουμε να την διαβάζει από το χαρτί.
Διότι η ανάποδη αυτή διαδικασία δημιουργεί το εξής διαπιστωμένο και κοινώς παρατηρούμενο πρόβλημα: όσα παιδιά έμαθαν μουσική ξεκινώντας με το πεντάγραμμο, αδυνατούν να παίξουν κάτι δίχως να έχουν παρτιτούρα μπροστά τους. Αντιθέτως, όσα παιδιά ξεκίνησαν με προφορική μέθοδο και κατόπιν έμαθαν να διαβάζουν πεντάγραμμο, είναι σε θέση να κάνουν τα πάντα. Να παίζουν μουσική και «με κλειστά μάτια» που λέμε. Μπορούν να δημιουργούν και να αυτοσχεδιάζουν. Δυό στοιχεία απαραίτητα για κάθε είδος μουσικής.
Ας κάνουμε όμως ένα διάλειμμα γιατί αρκετά φορτώσαμε με σοβαρότητα την ατμόσφαιρά μας. Ένας ποιητής βλέπει πιό ανάλαφρα τα πράγματα και μάλλον και πιο καθαρά.
Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» εκδ. «Ίκαρος» σελ. 8 διαβάζουμε: «Όπως και να το εξετάσουμε η πολυαιώνια παρουσία του Ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μια ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου.. Είναι μια γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν επήγαινε ακόμα σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση και αντοχή αξιοθαύμαστη μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες. Ώσπου ήρθαμ’ εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους, να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σ’ έναν ακόμα μικροαστό, που μας κυττάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω».
Η «ορθογραφία» για την οποία μιλά ο Ελύτης ισχύει απόλυτα και για τα μουσικά ζητήματα αναμφίβολα. Είναι τεράστιος ο μουσικός πλούτος των Ελλήνων. Κι όλος ο πλούτος αυτός συνεχίστηκε μέσα στους πιο δύσκολους αιώνες αποκλειστικά με προφορική μουσική παράδοση. Με παράδοση που δεν είχε καν ακούσει την λέξη πεντάγραμμο. Πώς γίνεται αυτό;
Έρχεται λοιπόν ο μικροαστός και σου λέει: σιγά μωρέ χωριάτη, σιγά τη μουσική που έχει το «Τζιβαέρι» και το «Αρμενάκι». Μουσική που την παίζουν οργανοπαίχτες που δεν ξέρουν τι θα πει ντο, τι θα πει δίεση. Μουσικοί αγράμματοι μουσικώς. Έτσι μιλάει η μικροαστική μαϊμού. Ας ακούσουμε μια περιγραφή του ανθρώπου αυτού του είδους:
Από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μπενουά «Οι ιδέες στα ορθά» εκδ. «Ελεύθερη Σκέψις» σελ. 37 διαβάζουμε: «Και να μη μιλήσει ιδίως κανείς για ταξικούς τρόπους ή για ηθική των σαλονιών! Εκεί είναι ακριβώς που γίνονται τα αηδιαστικά. Δεν είναι ποτέ ο λαός που έδωσε το παράδειγμα του δε βαριέσαι, αλλά οι χρυσοί πληβείοι των μικρών μαρκησίων, για τους οποίους το λαϊκό είναι το βολικό άλλοθι για να εγκαταλείπονται στον καλά σαπουνισμένο κατήφορο των ενστίκτων τους. Άλλωστε μιά τάξη υπερπηδάται με δυό τρόπους: από πάνω ή από κάτω. Από τον αριστοκρατισμό ή από την προστυχιά».
Το ειδικό βάρος των λόγων που ακούσαμε δεν είναι μεγάλο. Είναι τεράστιο. Η προστυχιά είναι πλέον παρούσα σε κάθε πτυχή του δημόσιου και ιδιωτικού βίου. Ο άνθρωπος που σέβεται την παράδοση παρουσιάζεται πλέον δίπλα στο κοινωνικό πρότυπο ανθρώπου σαν γραφική καρικατούρα.
Προτείνεις στούς ξιπασμένους αυτούς ανθρώπους, από την μιά να συνεχίσουμε την μουσική μας παραδοσιακή μέθοδο εκμάθησης της μουσικής κι από την άλλη να βάλουμε με προσοχή και την γνώση του πενταγράμμου, για να μας βοηθήσει όσο μπορεί κι αυτή με την σειρά της. Κι αντί να το σκεφθούν το πράμα, κλοτσάνε σαν τα μουλάρια.
Πρέπει όμως να είμαστε και συγκεκριμένοι. Να εξηγήσουμε πως μαθαίνει κανείς μουσική με προφορική μέθοδο. Και φυσικά εννοούμε για εκμάθηση ελληνικής μουσικής. Παραδοσιακής και λαϊκής. Δεν μας αφορούν εδώ μουσικές του τύπου «ελληνικό ροκ» και τα τοιαύτα. Δηλαδή μουσικές τύπου «κόκα κόλα Λουτρακίου» και «τσιχλόφουσκας της Χίου», όπως τις αποκαλεί αστικό λαϊκό τραγούδι.
Ξεκινάμε λοιπόν την εκμάθηση με πολύ απλές ασκήσεις, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας την μουσική σκάλα. Σε κάθε επόμενη άσκηση προσθέτουμε κάτι τι επιπλέον, για ν’ αποφύγουμε απότομες δυσκολίες. Αφού μάθει ο μαθητής να χειρίζεται βασικά το όργανο, του μαθαίνουμε κάποιες απλές μελωδίες και συνεχίζουμε με πιο προχωρημένες ασκήσεις.
Παράλληλα πρέπει ο μαθητής ν’ ακούει συνεχώς κάποια επιλεγμένα μουσικά κομμάτια του είδους της μουσικής που θέλει να μάθει. Αυτό το τελευταίο είναι και το κυριότερο απ’ όλα, διότι η μουσική μαθαίνεται με το αυτί και με τίποτε άλλο. Με τον τρόπο αυτό ο μαθητής και ανάλογα με την μελέτη και τον χρόνο εξάσκησης είναι σε θέση όχι μόνο να εκτελεί μουσική αλλά και το κυριότερο να συνθέτη επί πλέον μελωδίες και τραγούδια. Διότι μιά παράδοση χωρίς δημιουργία είναι μιά αποτελματωμένη κατάσταση.
Μετά απ’ όλα αυτά μπορεί ο μαθητής, με μεγάλη ευκολία, να μάθει και πεντάγραμμο σχεδόν μόνος του. Το τονίζουμε ότι η πραγματικότητα επέδειξε ότι γίνεται μουσική δημιουργία και δίχως πεντάγραμμο. Διαθέτουμε πάμπολλα παραδείγματα και στον χώρο της παραδοσιακής και στον χώρο της αστικής λαϊκής μας μουσικής. Κυρίως δε στον χώρο της δεύτερης, συνθέτες που δε γνώριζαν μουσική γραφή έγραψαν εκατοντάδες τραγούδια ο καθένας.
Ο δάσκαλος ή οι δάσκαλοι, όταν πρόκειται για ωδείο, της μουσικής πρέπει, αμέσως μόλις οι μαθητές μάθουν να χειρίζονται βασικά τα όργανά τους, να τους παντρέψουν μουσικώς. Πρέπει να δημιουργούν ορχήστρα ή μικρές ορχήστρες, ανάλογα με τον αριθμό τους. Διαφορετικά δεν πετυχαίνει το πράγμα. Ο μαθητής βαριέται να παίζει μόνος του κι αυτό είναι φυσιολογικό. Εδώ βρίσκεται το μυστικό της υπόθεσης. Όλη η ουσία της μουσικής παιδείας.
Διότι τίθεται το ερώτημα: τι θα την κάνει την μουσική του το παιδί; Εάν με την μουσική αυτή δεν διασκεδάσει τον εαυτό του και τον περίγυρό του, μέσα στον καθημερινό βίο, τότε η μουσική του είναι εντελώς άχρηστη.
Είναι λέει πτυχιούχος πιάνου. Και τι θα το κάνει το πιάνο του. Θα μας το παίξει στο γλέντι της πρωτομαγιάς. Στα γενέθλιά του ή σε κανένα γάμο; Δηλαδή ξεχάσαμε εντελώς ότι ο λαός αυτός την μουσική την έχει για διασκέδαση, για γλέντια και για χορούς; Τόση χαζομάρα μας δέρνει πια; Έκανε έναν τεράστιο κόπο, αυτός και τόσοι άλλοι, για να μάθει το πιάνο του και στο τέλος διαπιστώνει ότι δεν ξέρει τι να κάνει με το όργανό του. Μήπως είναι ψέμα ότι χιλιάδες νέοι βρέθηκαν, βρίσκονται και δυστυχώς θα βρεθούν σ’ αυτή την κατάσταση;
Μόλις λοιπόν είναι σε θέση οι μαθητές να συνεργαστούν στη μουσική, πρέπει να τους ωθήσουμε στη μουσική συνεργασία. Τρία τέσσερα άτομα μαζί. Ένα ή δύο όργανα που εκτελούν μελωδία και άλλα τόσα όργανα συνοδείας. Ένα βιολί ή κλαρίνο ή λύρα με λαούτο ή κιθάρα και δίπλα ένα ντέφι ή τουμπελέκι ή νταούλι. Ένα τρίχορδο με κιθάρα και μπαγλαμά για λαϊκή κομπανία.
Όλ’ αυτά εφαρμόστηκαν στην πόλη των Σερρών, από δυο τρεις δασκάλους, τις τελευταίες δυό δεκαετίες. Το αποτέλεσμα ήταν να γεμίσει η πόλη κι ο Νομός με δεκάδες ορχήστρες παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής. Ορχήστρες που αρκούν πλέον να ικανοποιήσουν άνετα τις μουσικοχορευτικές ανάγκες του Νομού αλλά και των πέριξ περιοχών.
Επί πλέον, συμβάλλοντας προς την κατεύθυνση αυτή και το μουσικό γυμνάσιο και λύκειο της πόλης, ένας μεγάλος αριθμός από τους μουσικούς αυτούς συνέχισαν τις μουσικές σπουδές τους σε πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., αλλά και σε άλλες σχετικές σχολές. Πλήθος απ’ αυτούς διδάσκουν πλέον μουσική, σε μουσικά σχολεία, σε ωδεία και με ατομικά μαθήματα. Το αναφέρουμε αυτό διότι το γνωρίζουν χιλιάδες άνθρωποι. Διότι είναι ένα παράδειγμα μιάς απόπειρας πετυχημένης.
Τελειώνοντας το παρόν σημείωμα απευθύνουμε έκκληση προς τους γονείς, που ενδιαφέρονται για την μουσική αγωγή των παιδιών τους, να ωθήσουν τα παιδιά τους προς όργανα και μουσικές με τις οποίες θα μπορούν να διασκεδάσουν τα ίδια και ο περίγυρός τους στην καθημερινή ζωή. Επίσης να προσέχουν τους δασκάλους της μουσικής να μη «πρήζουν» τα παιδιά τους, από την αρχή, με την ανιαρή διαδικασία της μουσικής γραφής και ανάγνωσης. Προ παντός τα μικρότερα σε ηλικία.
Επίσης απευθύνουμε έκκληση στους δασκάλους της μουσικής να σκεφθούν αυτά που προτείνονται εδώ και αφορούν την μέθοδο διδασκαλίας της μουσικής. Προπαντός στα νηπιαγωγεία και στα δημοτικά σχολεία να εγκαταλείψουν ή έστω να περιορίσουν τα παιδικά λεγόμενα τραγούδια, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι σαχλοτράγουδα και βλάπτουν την ορθή αγωγή της ψυχής των παιδιών.
Τα παιδιά, όσο μικρά και να είναι, μπορούν άνετα να μάθουν να τραγουδάνε κάποια επιλεγμένα δημοτικά και λαϊκά τραγούδια που έχουν απλές μελωδίες. Σκεφθείτε για πιό λόγο βγάζεται σπυριά όταν ακούτε δημοτικό ή λαϊκό τραγούδι. Μήπως νομίζεται ότι εννοούμε τον συρφετό της σημερινής μουσικής κατάστασης. Αυτήν την μουσική χυδαιότητα.
Γιά προσέξτε όμως κάτι. Για απαντήστε μας σ’ αυτή την ερώτηση: η απαράδεκτη σημερινή κατάσταση στην οποία έχει ξεπέσει η χώρα μας, σε ότι αφορά στα μουσικά της πράγματα, είναι ή δεν είναι αποτέλεσμα της δική σας και μόνον μουσικής παιδείας; Δηλαδή εκτός από σας ποιός άλλος φταίει; Κανείς. Εκτός και αν σας αρέσει ο μουσικός πολιτισμός του Λε Πα, της Άντζελας Δημητρίου, του Φοίβου και του Καρβέλα. Τότε αλλάζει το πράμα.
Μήπως όλα τα παιδάκια δεν περνούν από το νηπιαγωγείο και το δημοτικό σας; Δεν δέχονται την μουσική σας αγωγή; Γιατί τα αποτελέσματά σας καταντούν σε γούστο τέτοιας υποστάθμης; Ν’ ακούνε όλη μέρα από την μιά την ξένη βαβούρα κι από την άλλη την ντόπια μουσική ντισκοτσιφτετελίστικη σαβούρα. Η δική σας γνώμη δηλαδή ποιά είναι; Ότι είστε άμοιροι ευθυνών. Τότε να μας πείτε ποιοί φταίνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου