Κυριακή 29 Απριλίου 2018

ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΩΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΜΕΡΟΣ Β΄)

Φράγκοι και Ρωμαίοι

Πριν μπούμε στην καθεαυτό ενότητα που θα περιγράφει την θέση των Ρωμαίων στα βαρβαρικά κράτη της Δύσης, Θα θέλαμε να εξετάσουμε δυο περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά στην ιστοριογραφία για να δείξουν την σχέση αυτή πριν την πτώση του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Είναι δυο κείμενα Ρωμαίων συγγραφέων που μιλούν για μεταναστεύσεις Ρωμαίων πολιτών στη βαρβαρική επικράτεια για να ξεφύγουν από τον έλεγχο της Ρωμαϊκής διοίκησης. Το πρώτο κείμενο γράφτηκε από τον Σαλβιανό, Χριστιανό συγγραφέα του Ε' αι. μ.Χ.

Στο μεγαλύτερο έργο του De Gubernatione Dei (Περί κυβερνήσεως του Θεού), γραμμένο το 440 μ.Χ., καταθέτει την δική του άποψη στην προβληματική της εποχής για τις αιτίες των δεινών της Χριστιανικής αυτοκρατορίας, της Βασιλείας του Θεού επί γης. Την διερεύνηση του θέματος ξεκίνησαν πρώτοι οι Αυγουστίνος και Ορόσιος. Ο Σαλβιανός δεν είναι μακριά από της θέσεις των δύο άλλων. Εκείνο που συμπληρώνει στο έργο του είναι, ότι εκτός από τις αμαρτίες των πολιτών της αυτοκρατορίας, είναι η ίδια η διοίκηση αυτής, που εξωθεί τους πολίτες να στρέφονται προς τους βάρβαρους...

Η νέα αυτή προοπτική είναι που έκανε το έργο του ευρύτερα γνωστό καθώς προσπαθούσε ν' αποδώσει μαζί με την συνηθισμένη θεολογική άποψη και την πολιτική ευθύνη, και κοινωνικές αιτίες στην παρουσία των βαρβάρων. Τα δύο δημοφιλέστερα αποσπάσματα Βρίσκονται στα IV.14 και V.4 εδάφια και έχουν εκδοθεί στην συλλογή κειμένων του James Harvey Robinson, Readings in European History, Boston 1904. Τα εδάφια αυτά χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τους δυτικούς ιστορικούς, που θέλουν να στηρίξουν την άποψη, ότι η διαφθορά της αυτοκρατορίας οδήγησε στην πτώση της και οι πολίτες της προτιμούσαν να ζουν με τους βαρβάρους.

 Το ίδιο συμβαίνει και με το κείμενο του Πρίσκου, απεσταλμένου από την Κωνσταντινούπολη στην αυλή του Ούννου Αττίλα, γραμμένο την ίδια εποχή (448 μ.Χ.). Εκεί βρίσκει τον Ευδόξιο, Ρωμαίο γιατρό που υπηρετεί τους βάρβαρους. Ξεκινά μια στιχομυθία, όπου ο Ευδόξιος αναλύει τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή του την απόφαση. Ακολουθεί διάλογος, στον οποίο ο μεν Ευδόξιος αναφέρεται στα πλεονεκτήματα της συμβίωσης με τους βάρβαρους, ενώ ο Πρίσκος στα πλεονεκτήματά της έννομης Πολιτείας. Στα δύο αυτά κείμενα εξαντλείται και η δυτική επιχειρηματολογία. Είναι, όμως, εύθραυστη.

Για τον μεν Σαλβιανό έχουμε να πούμε ότι είναι γνωστή η σχέση του με τους Βαγαυδούς και στο κείμενό του δεν έχουμε τίποτε άλλο πέρα από την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Οι Βαγαυδοί ξεκίνησαν ως στασιαστικό κίνημα εξεγερμένων χωρικών προς το τέλος του Γ' αι. μ.Χ. στην Δύση και νικήθηκαν το 286 μ.Χ. από τον Μαξιμιανό. Αυτό το κίνημα έγινε το αγαπημένο των Μαρξιστών, μετά την επανάσταση του Σπάρτακου, αλλά η άποψη ότι επρόκειτο για λαϊκή εξέγερση είναι αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης. Για παράδειγμα η Edith Mary Wightman στο Gallia Belgica ισχυρίζεται ότι οι αρχηγοί τους Αμάντος και Αιλιανός ήταν γαιοκτήμονες κι επιδίωκαν αυτονομία.

Όπως και να ‘χει οπαδοί του κινήματος κατέφυγαν στις περιοχές τις Γαλατίας και τις Ισπανίας, κυρίως στις ακριτικές και συναλλάσσονταν με τους βάρβαρους. Στις περιοχές τους κατέφευγαν οσάκις τους ακουμπούσε το βαρύ χέρι του νόμου. Μετά την επικράτηση των Φράγκων στην Γαλατία και των Βησιγότθων στην Ισπανία θ' αποτελέσουν τους πυρήνες των Ρωμαϊκών επαναστατικών κινημάτων στις περιοχές αυτές με κύριο ιδεολογικό αντίπαλο τον Φράγκικο φεουδαλισμό.

Η σχέση, λοιπόν, του Σαλβιανού με αυτό το κίνημα είναι γνωστή ακόμα και στους ιστορικούς που τον χρησιμοποιούν, αλλά την παραβλέπουν. Για παράδειγμα γράφει ο Jaques le Goff: «-πέρα από τις προσωπικές του επιλογές, τις οποίες μπορούμε να συζητήσουμε- ο Σαλβιανός μας δίνει τις βαθιές αιτίες της επιτυχίας των βαρβάρων». Τι να συζητήσουμε; Γνωρίζει τις «προσωπικές του επιλογές», δηλαδή την υιοθέτησης της θέσης των Βαγαυδών από τον Σαλβιανό, γνωρίζει δηλ. ότι ο εν λόγο συγγραφέας μεροληπτεί. Παρόλα αυτά αποδέχεται την άποψή του άκριτα, λες και η αξιολόγηση των πηγών δεν είναι μέρος της ιστορικής μεθοδολογίας.

Και η λήψη του ζητουμένου γίνεται επιστημονικό εύρημα; Για το κείμενο του Πρίσκου, ο οποίος σημειωτέον ήταν ρήτωρ, αν το συγκεκριμένο εδάφιο δεν είναι προσαρμογή Πλατωνικού διαλόγου στα δεδομένα της εποχής, τότε δεν μένει παρά να παραθέσουμε το τέλος του για να δούμε τις πραγματικές απόψεις του Ευδόξιου, ο οποίος είχε πάρει ως σύζυγο ειδωλολάτρισσα και πήγε να ζήσει μαζί της: «Και ος δακρύσας έφη, ως οι μεν νόμοι καλοί και η Πολιτεία Ρωμαίων αγαθή, οι δε άρχοντες ουχ όμοια τοις πάλαι φρονούντες αυτήν διαλυμαίνονται».

Υπερίσχυσε η υπεράσπιση της Ρωμαϊκής Πολιτείας από τον Πρίσκο και ο Ευδόξιος δάκρυσε ενθυμούμενος αυτήν. Η μετάβαση της εξουσίας στο Φράγκικο κράτος έγινε με ομαλότερο, ίσως πιο συγκεκαλυμένο τρόπο απ' ότι σε άλλα βαρβαρικά κράτη, κυρίως στα Γοτθικά. Δύο είναι οι αιτίες σ' αυτό. Η πρώτη αφορά την υιοθέτηση της Ορθοδοξίας από τους Φράγκους. Στην επικράτειά τους δεν είχαμε αντιπαράθεση μεταξύ άρχουσας τάξης και λαού για λόγους θρησκευτικούς. Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι διατηρήθηκαν στις θέσεις τους και δεν έγιναν διώξεις εξαιτίας του δόγματος.

Στην συνέχεια, βέβαια, υπήρξαν εξορίες επισκόπων από τις έδρες τους αλλά αυτές έγιναν για λόγους καταγωγής, επειδή ήταν Ρωμαίοι. Η δεύτερη αφορά τον τρόπο διοίκησης. Οι Φράγκοι παρέλαβαν την Ρωμαϊκή επικράτεια, αλλά δεν είχαν τρόπους να την διοικήσουν. Δεν ήταν εκπαιδευμένοι σε άλλες ενασχολήσεις εκτός από τον πόλεμο. Συνεπώς η διοίκηση του κράτους τους εφαρμόζονταν από Ρωμαίους, σε όλα τα χαμηλά και μεσαία επίπεδα, στις κλίμακες των δημοσίων υπαλλήλων.

Το γεγονός ότι κυβερνούσαν εκ μέρους του αυτοκράτορα και αυτό φαινόταν στην χαραγμένη μορφή του Αναστάσιου στα νομίσματά τους, ότι έκριναν τους υπηκόους τους βάσει του Ρωμαϊκού ισχύοντος δικαίου, που την εποχή εκείνη ήταν ο Θεοδοσιανός κώδικας, αλλά και ότι επίσημη γλώσσα του κράτους έγινε η εκκλησιαστική Λατινική, όλα αυτά έδιναν την εντύπωση της συνέχειας της Ρωμαϊκής εξουσίας.


Αυτή την εντύπωση έχουν και στην Κωνσταντινούπολη για τις υποθέσεις των «Γαλλιών» και την βρίσκουμε στην περιγραφή του Αγαθία: «...αλλά και πολιτεία ως τα πολλά χρώνται Ρωμαϊκή και νόμοις τοις αυτοίς και τα άλλα ομοίως αμφί τε τα συμβόλαια και γάμους και την του θείου θεραπείαν νομίζουσιν». Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, διότι πέρα από τους αριθμούς που ήταν συντριπτικά υπέρ των Ρωμαίων, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ποιοτική διαφορά.

Ο Walter Perry το έθεσε έτσι: «Παραπέρα, είχαν (οι Ρωμαίοι) αυτό που ήταν μεγαλύτερης σημασίας (από τους αριθμούς), τις παραδόσεις της ρωμαϊκής δόξας, στέρεους θεσμούς, επαγγελματικές συνήθειες, μια πολύ καλά ανεπτυγμένη γλώσσα και, πάνω απ' όλα, είχαν την Χριστιανική θρησκεία». «Στην πνευματική σύγκρουση που ακολούθησε την στρατιωτική αντιπαράθεση, ο πιο αδύναμος και λιγότερο πειθαρχημένος υποχρεούνταν να υποκύψει ˙ κι εδώ το πλεονέκτημα ήταν με το μέρος των Ρωμαίων».

Αυτή η υποχρεωτική συνύπαρξη δεν έμεινε για πολύ καιρό ειρηνική. Οι Φράγκοι γνώριζαν την αδυναμία τους και παρακολουθούσαν τις εξελίξεις. Τα δεδομένα στην Ευρώπη άλλαξαν όταν η αυτοκρατορία αποφάσισε, ότι ήρθε ο καιρός να απελευθερώσει τα δυτικά εδάφη της την εποχή του Ιουστινιανού. Οι Φράγκοι είδαν την πτώση των Βανδάλων στη Β. Αφρική, τον περιορισμό της εξουσίας των Βησιγότθων στην Ισπανία και την διάλυση των Οστργότθων στην Ιταλία. Καταλάβαιναν ότι τώρα που ο Ρωμαϊκός αετός πετούσε πάνω από τις Άλπεις και οι ελπίδες των Ρωμαίων υπηκόων τους αναπτερώνονταν έπρεπε ν' αλλάξουν πολιτική.

Για άλλη μια φορά το κείμενο του Αγαθία καταγράφει τις ανησυχίες των βαρβάρων στα επιχειρήματα, με τα οποία οι Γότθοι κάλεσαν τους Φράγκους σε βοήθεια: «ει γαρ άπαν το Γοτθικόν γένος εκποδών ποιήσονται, ουκ ες μακράν» έφασαν οι πρέσβεις «και καθ' ημών αυτών ήξουσι και ανανεώσονται τους προτέρους πολέμους.

Επιλείψει γαρ αυτούς ουδ' οποστιούν ευπρόσωπος αιτία ες προκάλυμμα της πλεονεξίας, αλλά συν δίκη γε υμάς δόξουσι μετιέναι, Μαρίους τινάς και Καμίλλους και των Καισάρων τους πλείστους απαριθμούμενοι, ως δη πάλαι ποτέ τοις άνω Γερμανοίς πολεμήσαντες και τα υπέρ Ρήνον άπαντα κατασχόντας˙ ταύτη τε ου βιάζεσθαι δόξουσιν, αλλά οσίως επιστρατεύειν, ως ουδέν τι οθνείον μαστεύσοντες, αλλά τα κτήματα των σφετέρων προγόνων ανακομιούμενοι».

Την εποχή αυτή ξεκινά και η αλλαγή των σχέσεων των Φράγκων με την αυτοκρατορία και της καταπίεσης των Ρωμαίων υπηκόων τους που τώρα γίνονται υποτελείς τους. Την αλλαγή αυτή θα παρακολουθήσουμε μέσα από την ιστορία του Γρηγορίου της Τουρώνης και του Σαλικού Νόμου. Πριν και για να ολοκληρώσουμε την παράγραφο, θα την διαπιστώσουμε στην ιστορία του Αγαθία, που επειδή δεν την εκφράζει άμεσα, μοιάζει με αντίφαση στο ίδιο το κείμενο. Ξεκίνησαν οι Φράγκοι εισβολή στην Ιταλία, στο πλευρό των Γότθων το 552-553 μ.Χ.

Στην συνέχεια ο Τεΐας, ο αρχηγός των Γότθων, αντιλήφθηκε τις συνέπειες της συμμαχίας του με τους Φράγκους και συντάχθηκε με τους Ρωμαίους: «βουλομένω γαρ αυτώ περί των παρόντων προσήλθεν εννοείν, ως αρ' οι Φράγγοι σκήψιν μεν τινα και προκάλυμμα ευπρεπές το της ξυμμαχίας όνομα ποιούνται,..., αλλ' έργω προτέρους εκείνους καταδουλώσονται, οις τω λόγω ήκουσιν επαμυνούντες, άρχοντας τε αυτοίς επιστήσουσι Φράγγους και αφαιρήσονται των πατρίων νομίμων αυτούς». Κάθε λέξη που χρησιμοποιεί ο Αγαθίας έχει το νόημά της και είναι απόλυτα ακριβής, ενώ ίσως να δείχνει γενικόλογος. Ακόμα και στην ξαφνική αλλαγή της στάσης των Γότθων.

Γιατί τι άλλο μπορεί να είδαν αυτοί, που τους έπεισε για την πονηριά με την οποία δρούσαν οι Φράγκοι, παρά την αθέτηση των όρκων των μέχρι χθες συμμάχων της αυτοκρατορίας; Είδαν την θέση που θα είχαν μέσα στο Φράγκικο κράτος, από την θέση που είχαν ήδη οι υποτελείς τους, και προτίμησαν να γίνουν υποτελείς στους Ρωμαίους. Τελικά οι Φράγκοι υπέστησαν συντριπτική ήττα από τον Ναρσή σε μάχη κοντά στην Καπύη το φθινόπωρο του 554 μ.Χ. Η νίκη του Ναρσή ήταν τόσο συντριπτική, ώστε από τις 75.000 Γερμανών που κατέβηκαν στην Ιταλία, ούτε 5 άνδρες δεν επέστρεψαν κατά τον Αγαθία.

Το ψυχολογικό πλήγμα (εκτός από το στρατιωτικό) για τους Φράγκους καταγράφηκε για άλλη μια φορά ως μύθος στον Γρηγόριο της Τουρώνης: «Ο Θεοδοβέρτος πήγε στην Ιταλία κι εκεί κέρδισε πολλά. Αλλά καθώς αυτά τα μέρη σύμφωνα με τις αναφορές, είναι γεμάτα αρρώστιες, ο στρατός του υπέφερε από διάφορους πυρετούς, και πολλοί πέθαναν εκεί». Στην συνέχεια της ιστορίας του, ο Βιτουλίνος (Αλαμανός οπλαρχηγός) νίκησε Βελισσάριο, Ναρσή και κατέλαβε μέχρι και την Σικελία. Απίστευτο παράδειγμα ιστορικής ανακρίβειας.

Μετά από αυτά ξεκίνησε η καταπίεση των Ρωμαϊκών πληθυσμών από τους Φράγκους. Και είναι αλήθεια, ότι και πριν απ' αυτά οι Γερμανοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ανώτερους με μόνο κριτήριο τις πολεμικές τους ικανότητες, αλλά τουλάχιστον σέβονταν την Εκκλησία, στην οποία παρεχώρησαν προνόμια και της επέτρεψαν να διατηρήσει τα κτήματά της. Σ' αυτές τις οάσεις εκκλησιαστικής γης βρήκαν καταφύγιο πολύ Ρωμαίοι σκλάβοι και σε πολλές περιπτώσεις οικισμοί δημιουργήθηκαν γύρω από μεγάλες μονές, από Ρωμαίους κατοίκους.


Οι επίσκοποι στράφηκαν προς την Αγία Έδρα, στη Ρώμη, για καθοδήγηση, ειδικά μετά την απελευθέρωση από τους Οστρογότθους. Έτσι η Ρώμη έγινε το εθναρχικό κέντρο των υπόδουλων Ρωμαίων, παράλληλο με τη διοίκηση της Ραβέννας, της καρδιάς του Εξαρχάτου. Ο επίσκοπος Ρώμης έγινε ο εθνάρχης της υπόδουλης Ρωμαιοσύνης, αλλά και ο πνευματικός καθοδηγητής της υπόδουλης Δύσης. Και θα το εξηγήσουμε. Οι Φράγκοι αναγνώριζαν την δύναμη της Εκκλησίας και αντιλήφθηκαν, ότι γρηγορότερα θα υπέτασσαν τους Ρωμαίους, αν αναλάμβαναν την διοίκησή της.

Λόγω του ομόδοξου δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν διωγμούς, όπως γινόταν πρωτύτερα, αλλά και αν το έπρατταν θα τραβούσαν την προσοχή της Κωνσταντινούπολης. Το είχαν δει να γίνεται με τους Γότθους και ήξεραν τι σημαίνει, γι' αυτό προσπάθησαν να τ' αποφύγουν. Άρχισαν, λοιπόν, ν' αντικαθιστούν τους Ρωμαίους επισκόπους με Φράγκους ακόμα και με τη βία και παρά τις αντιδράσεις των πιστών. Με αυτό τον τρόπο οι Φράγκοι επίσκοποι καταλάμβαναν τις εκκλησιαστικές γαίες και των έλεγχο των εκκλησιαστικών περιοχών, όπως οι leudes καταλάμβαναν τις πόλεις και τον έλεγχο των επαρχιών.

Το έργο του Γρηγορίου της Τουρώνης, αν και μεροληπτικό, περιέχει πολλά στοιχεία. Στο τρίτο βιβλίο της ιστορίας του στην παράγραφο 15, διαβάζουμε την ιστορία του Αττάλου, ανιψιού του Επισκόπου της πόλεως Langres, ο οποίος έγινε δούλος ενός Φράγκου, πως στην συνέχεια δραπέτευσε με την βοήθεια του Λέοντα, ενός από το υπηρετικό προσωπικό του επισκόπου, και βρήκε καταφύγιο στην επισκοπή του θείου του. Ο Λέοντας για την πολύτιμη βοήθεια του έλαβε ως αμοιβή την ελευθερία του και της οικογένειάς του, καθώς και κτήματα, από τον Γρηγόριο.

  • Στο VII.1 βρίσκουμε πολλές πληροφορίες για την ζωή του αγίου Σάλβιου, επισκόπου Albi (†584 μ.Χ.). Ανάμεσα στις πολλές ελεημοσύνες του είναι και οι εξαγορές ανθρώπων από το ποίμνιό του, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν από τους Φράγκους. Ο θαυμασμός του Γρηγόριου για τον άγιο αυτό άνδρα, πρώην ηγούμενο μοναστηριού είναι εμφανής. Σε πολλά σημεία του έργου του Γρηγορίου της Τουρώνης βλέπουμε καταστροφές ολόκληρων περιοχών από τους Φράγκους, που τις λεηλατούν ενώ τις κατέχουν. Π.Χ. ΙΙΙ.9.11-13 όπου ο Θεοδέριχος καταστρέφει την Auvergne.
  • Στο ΙV.51 ο Σιγιβέρτος σχεδιάζει την καταστροφή του Παρισιού και της Ρουέν, αλλά τον αποτρέπουν οι δικοί του άνθρωποι.
  • Στο VII.24 καταστρέφεται το Poitiers και η γύρω περιοχή. Δεν είναι λίγες και η φορές που η εκκλησιαστική περιουσία γίνεται βορά των Φάγκων π.χ. ΙV.2 ο Κλοθάριος επιχειρεί να κατάσχει τους θησαυρούς των εκκλησιών της επικράτειάς του
  •  Στο ΙV.13 μαθαίνουμε για τις ατασθαλίες του Χράμνου, γιου του Κλοθάριου, εις βάρος υψηλόβαθμων Ρωμαίων διοικητικών υπαλλήλων, την επιβουλή του κατά της ζωής του επισκόπου Cautinus και πως καταπάτησε το άσυλο της εκκλησίας στην Brioude.

Πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα βρίσκουμε στην ιστορία αυτή και δεν υπάρχει λόγος να τ' αναφέρουμε όλα. Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ενώ ο Γρηγόριος αναφέρει και επαναστάσεις Ρωμαίων, αυτές αγνοήθηκαν επιδεικτικά. Π.χ. στο V.28 έχουμε στάση ενάντια στην εξουσία του Χιλπέριχου, λόγω της δυσβάστακτης φορολογίας. Η παραδειγματική τιμωρία ιερέων και επισκόπων υπονοεί την συμμετοχή τους, αν όχι την υποκίνησή της από αυτούς. Την ίδια εποχή έχουμε επανάσταση στην Bourges, καθώς 50.000 κάτοικοι της πόλης μάχονται τον απεσταλμένο του Χιλπέριχου, Desiderius, προκαλώντας του σημαντικές απώλειες (7000).

Η μάχη έγινε στην περιοχή της Chateaumellant, ενώ Bourges έμεινε αφύλακτη και λεηλατήθηκε από τους ανθρώπους του Χιλπέριχου σε τέτοιο βαθμό, που «δεν ακούστηκε άλλη φορά τα παλιά χρόνια» (VI.31 κι όλη η ιστορία). Απ' ότι φαίνεται ο Desiderius δεν μπόρεσε να καταστείλει την εξέγερση παρά και την καταστροφή της Τουρώνης και ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους στασιαστές.

Των διαπραγματεύσεων ηγείτο ο Αιγίδιος, Ρωμαίος επίσκοπος στην Ρεμ, και μετείχαν κι άλλοι Ρωμαίοι αρχηγοί, αλλά η διήγηση συνεχίζει με μη αποδοχή τους από τους Φράγκους στρατιωτικούς, οι οποίοι κατεδίωξαν την αντιπροσωπεία, που φιλοξενούνταν στην σκηνή του βασιλιά στο στρατόπεδο. Ο Εγίδιος μόλις μετά βίας κατόρθωσε να φτάσει στην Ρεμ και ν' ασφαλισθεί πίσω από τα τείχη της.

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι απ' όλο το έργο του Γρηγορίου απουσιάζει ο επίσκοπος Ρώμης. Μόνο στο V.20 έχουμε αναφορά στον πάπα Ιωάννη Γ' (561-573) και την μεσιτεία του στον Γκουντράμο υπέρ δύο επισκόπων, του Salunius επισκόπου Embrum και του Sagittarius επισκόπου Gap. Το γιατί δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Οι Μεροβίγγιοι απαίτησαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα εκλογής των επισκόπων της επικράτειάς τους. Στόχος τους ήταν η εγκατάσταση στις επισκοπικές έδρες Φράγκων ή οπωσδήποτε ανθρώπων της αρεσκείας τους.

Η ιστορία του Γρηγορίου βοά από άδικες καθαιρέσεις επισκόπων και αντικατάστασής τους από άλλους. Από την πλευρά της η Αγία Έδρα δεν μπορούσε να δεχθεί αυτές τις αυθαιρεσίες, που καταστρατηγούσαν τους Κανόνες της Εκκλησίας. Η έδικτος του Βαλεντινιανού Γ' του έτους 445 μ.Χ. καθόριζε την νομική θέση της συνόδου των επτά επισκόπων στην Ρώμη ως την ανώτερη αρχή, η οποία θα μπορούσε να κρίνει τις υποθέσεις των επισκόπων της Γαλατίας, και ακύρωνε την αρμοδιότητα της τοπικής συνόδου της Αρελάτης.


Επ' αυτού του θέματος έλαβε γνώση και ο Αέτιος, στρατηλάτης Γαλλιών της εποχής. Αυτό το δικαίωμα των επισκόπων, που καταδικάζονταν από τοπικές συνόδους, να εμφανίζονται στη σύνοδο της Ρώμης, χρονολογείται από το 347 μ.Χ. με τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο Κανόνες της συνόδου της Σαρδικής. Ορθώς ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ερμηνεύοντας τους Κανόνες αυτούς, αποφαίνεται ότι σε καμιά περίπτωση δεν συνηγορούν υπέρ του Έκκλητου (apellatio) του πάπα, διότι η εν Σαρδική σύνοδος δεν ήταν Οικουμενική αλλά τοπική. Συνεπώς και οι Κανόνες της δεν δεσμεύουν την Καθολική Εκκλησία, αλλά τις τοπικές εκκλησίες της Δύσης.

Με τις αναταραχές που ακολούθησαν και την κατάληψη των επαρχιών από τους Γερμανούς και τους Γότθους, ο Σύμμαχος είναι ο τελευταίος επίσκοπος Ρώμης που ασχολείται με τα θέματα της Εκκλησίας στην Γαλατία και αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του επίσκοπου Αρελάτης (Αεόνιος μέχρι το 503 μ.Χ. και Καισάριος μετά) για τις Εκκλησίες Γαλατίας και Ισπανίας. Με την κίνηση αυτή δυσαρέστησε το επίσκοπο Βιέννης, Άβιτο, και με επιστολές του προσπάθησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις Βιέννης-Αρελάτης.

Αλλά ο Σύμμαχος ήταν εγκάθετος του Βησιγότθου Θεοδόριχου, και μέσα από αυτή την κίνηση βλέπουμε την πολιτική των Βαρβάρων για αποκοπή των τοπικών εκκλησιών από το εθναρχικό κέντρο. Αντίθετα ο Ιωάννης ο Γ' υπηρετούσε την εκκλησία της Ρώμης αμέσως μετά την απελευθέρωσή της από τους Γότθους και προσπάθησε να επανασυνδέσει τις τοπικές εκκλησίες. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν από τον Άγιο Γρηγόριο τον Α' και ολοκληρώθηκαν από τον πάπα Ζαχαρία και την αποδοχή της μετάβασης από την Μεροβίγγια στην Καρολίγγια δυναστεία.

Ο έβδομος αιώνας είναι ακόμη πιο σκοτεινός για τη ζωή στην Γαλατία καθώς οι πηγές είναι λίγες και υπηρετούν την Βασιλική τάξη. Εκτός από το χρονικό του Fredegarius και των συνεχιστών του, στηριζόμαστε στα Αγιολογικά κείμενα για ν' αντλήσουμε πληροφορίες. Αυτό που χαρακτηρίζει τον αιώνα αυτό είναι η αύξηση της εξουσίας των Μαγιορδόμων, που αντιτίθεται φανερά στην Ρωμαϊκή επιρροή στους διοικητικούς μηχανισμούς του κράτους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Αρχιεπισκόπου Λυών Ανεμμούνδου και η δολοφονία του, όπως καταγράφεται στον Βίο του Αγίου Wilfrith (634-709 μ.Χ.), επισκόπου Υόρκης, από Aeddius Stephanus. Στο ΙΙΙ.4-6 πληροφορούμαστε, ότι ο Wilfrith ταξιδεύοντας στη Ρώμη, φιλοξενήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Λυών Dalphinus (Anemmundus), ο οποίος του πρότεινε να τον παντρέψει με την ανιψιά του και να τον κάνει γιο του. Ο Wilfrith αρνείται, ταξιδεύει στη Ρώμη, επιστρέφει στην Λυών και λαμβάνει την κουρά (προφανώς χειροτονία) από τον μέντορά του Dalphinus (Anemmundus).

H Βασίλισσα Balthild, χήρα του Χλωδοβίκου του Β' (638-656 μ.Χ.) και επίτροπος του ανήλικου Κλοθάριου Γ', κληρονόμου του βασιλείου, και άλλων δύο επίσης ανήλικων αγοριών, προκάλεσε διωγμό της εκκλησίας, δολοφονώντας εννέα επισκόπους μεταξύ των οποίων και ο Dalphinus (Anemmundus). Ο Wilfrith γλίτωσε λόγω της Βρετανικής καταγωγής, απ' όπου καταγόταν και η Balthild. Αυτές οι πληροφορίες έχουν αμφισβητηθεί έντονα, κυρίως η συμμετοχή της βασίλισσας, εφόσον από τους Φράγκους θεωρείται Αγία, και στον βίο της δεν έχει καταγραφεί κάτι τέτοιο.

 Ως ηθικός αυτουργός αυτής της δίωξης φέρεται ο Ebroin, mayor-domus της αυλής στην Νευστρία με δυο θητείες, την πρώτη 658-673 μ.Χ. και την δεύτερη 675-680 μ.Χ. αν και η Janet Nelson επιμένει (με επιχειρήματα) να βλέπει συμπαιγνία μεταξύ αυτού και της Balthild, την οποία, ακολουθώντας την εκκλησιαστική ορολογία των συναξαριστών, χαρακτηρίζει Ιεζαβέλ. Αυτή η ιστορία είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η πολιτική συγκυρία έχει ως εξής:

Η Μεροβίγγια αυλή μεταφέρθηκε από την Αυστρασία στην Νευστρία, μετά τον κίνδυνο ανατροπής της από τους Πεπινίδες, το ενωμένο Φράγκικο βασίλειο υπό τον Χλωδοβίκο Β', κινδύνευε μετά τον θάνατό του να διαλυθεί στα επιμέρους βασίλεια, η εκκλησία παραμένει σε ισχυρά Ρωμαϊκά χέρια, την στιγμή που οι Φράγκοι επίσκοποι παραπαίουν μεταξύ μέθης και ασέλγειας, ο κληρονόμος είναι ανήλικος και επιτροπεύεται από την Βρετανίδα μητέρα του, και Νοτιοδυτικά το «regnum francorum» είναι κενό γράμμα.

Οι Φράγκοι αριστοκράτες προσπαθούν να κρατήσουν την δυναστεία ενωμένη και να μην διαλυθεί το βασίλειο, γι' αυτό επέλεξαν από τους τρεις αδελφούς (Κλοθάριο Γ', Χιλδέριχο, Θευδέριχο Γ') τον μεγαλύτερο Κλοθάριο, ως διάδοχο του θρόνου, επίσης ένωσαν τις εξουσίες των Μαγιορδόμων στο πρόσωπο του Ebroin, o οποίος κυβερνά ουσιαστικά το βασίλειο. Η θητεία του χαρακτηρίστηκε ως ιδιαίτερα βάναυση με διώξεις όλων των αντιπάλων του στον κρατικό μηχανισμό, βλέπε Ρωμαίων διοικητικών υπαλλήλων. Αυτό δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα απ' ότι συνέβαινε στις νοτιοδυτικές επαρχίες.

Ο όρος «regnum francorum» είναι εντελώς συμβατικός, μια αντιγραφή του «Imperium Romanorum», την οποία έκαναν οι δυτικοί ιστορικοί, για να διατηρήσουν στα γραπτά τους την ενότητα του Μεροβίγγιου βασιλείου. Εμείς δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τον δεχθούμε, εφόσον τα γεγονότα αλλά και οι θεσμοί του βασιλείου αυτού δεν καθορίζουν επακριβώς την επικράτειά του. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η εξέλιξη του δουκάτου της Ακουϊτανίας, πείθει για την συρρίκνωση του Φράγκικου βασιλείου στις βόρειοανατολικές του επαρχίες από το δεύτερο μισό του Ζ' αι. και για έναν αιώνα μέχρι την κατάληψή του από τον Κάρολο Μαρτέλο.


Για τον Freeman η ιστορία της εν λόγω επαρχίας είναι σκοτεινή για 83 χρόνια (633-719 μ.Χ.). Κατ' αρχάς η Ακουϊτανία αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχηματισμού που λέγεται Occitania (Οξιτανία), επεκτείνεται στις νότιες επαρχίες της Γαλλίας, στην Γασκονία στα Πυρηναία, και μέχρι την Λιγουρία στην Ιταλία. Στην περιοχή αυτή μιλούν ακόμη και σήμερα μια Ρομανική διάλεκτο την Λαγκεντόκ (Lange d' òc), που πήρε το όνομά της από την χρήση του "òc" αντί του "oui".

Μετά τον θάνατο του Χιλπέριχου Β' το 632 μ.Χ. οι κάτοικοι της Ακουϊτανίας εξεγέρθηκαν και εξέλεξαν δούκα τον Boggis ή Bodogisil. Αυτός κυβέρνησε την Ακουϊτανία μέχρι τον θάνατό του το 660 μ.Χ. και απέκτησε ημι-αυτονομία. Ακριβώς την ίδια εποχή εξεγέρθηκαν και οι κάτοικοι της Γασκωνίας, τους οποίους ξέρουμε σήμερα ως Βάσκους. Με τον Boggi ξεκίνησε μια Ρωμαϊκή δυναστεία κυβερνητών της περιοχής. Ρωμαίοι δούκες προϋπήρχαν, όπως ο Desiderius (583-587) επί Χιλπέριχου Α' και Γκουντράμου, αλλά κυβερνούσαν στο όνομα κάποιου Μεροβίγγιου.

Διάδοχος του Boggi ήταν ο Φήλιξ (Felix, 660-676 μ.Χ.), κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του οποίου το δουκάτο επεκτάθηκε στο Μπορντώ, την Novepompulania και την Ναρβώνη (Σεπτιμανία), συμπεριλαμβανομένης της Τουλούζης. Την πόλη αυτή κατέστησε έδρα του. Επίσης την ίδια εποχή συνδέεται με το δουκάτο και η Γασκωνία. Δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για συμμαχία και ομοσπονδιοποίηση ή προσάρτηση και υποτέλεια, αλλά αν λάβουμε υπόψη μας ότι η περιοχή έχει δικό της δούκα, τον Lupus A' (670-676 μ.Χ.), o οποίος στην συνέχεια διαδέχεται τον Φήλικα, τότε η πρώτη περίπτωση είναι η επικρατέστερη.

Συμμάχησε με τον επίσης Ρωμαίο Flavius Paulus επαναστάτη κατά του Βησιγότθου βασιλιά της Ισπανίας Wamba το 673 μ.Χ. Μια επανάσταση με άδοξο τέλος πραγματικά. Επιχείρησε να καταλάβει την Λιμόζ χωρίς να το καταφέρει. Η πτώση του ίσως να συνδέεται με αυτήν την αποτυχία. Στα Θαύματα του αγίου Μαρτιάλου η επικράτεια αναφέρεται ως Βασίλειο, κάτι που μας επιτρέπει να υποθέσουμε, ότι Ακουϊτανία και Γασκωνία αυτή την περίοδο είναι πλήρως αυτόνομες. Διάδοχος του Lupus είναι ο Odo ο Μέγας, που σε μας είναι περισσότερο γνωστός με το Ρωμαϊκό του όνομα Εύδος.

Η ακριβής ημερομηνία διαδοχής δεν είναι γνωστή, πιθανότερες εκδοχές το 679 μ.Χ. ή το 688 μ.Χ. Αυτός κλήθηκε να αναμετρηθεί με τους Μουσουλμάνους που κατέλυσαν το Βησιγοτθικό Βασίλειο. Τους νίκησε στην μάχη της Τουλούζης στις 9 Ιουνίου του 721 μ.Χ. έντεκα χρόνια πριν την πολυδιαφημισμένη μάχη του Poitiers, χρονολογικά δηλ. ήταν ο πρώτος που ανέκοψε την Μωαμεθανική προέλαση στην Δύση.

Προχώρησε σε συμμαχία μαζί τους παντρεύοντας την κόρη του με τον Βερβέρο Uthman ibn Naissa με σκοπό να εξασφαλίσει τα σύνορά του μαζί τους και ν' αντιμετωπίσουν σε συνεργασία την προέλαση των Φράγκων του Κάρολου Μαρτέλου, που απειλούσε την αυτονομία της περιοχής του. Ο γαμπρός του ανατράπηκε από τους Ομμαϋάδες και οι τελευταίοι με ενισχύσεις από όλο τον Ισλαμικό κόσμο επανέλαβαν την επίθεσή τους με αρχηγό τον Abdoul Rahman al Ghafiqi και νίκησαν τον Εύδο στην μάχη του Μπορντώ (730 μ.Χ.) ή αλλιώς μάχη του ποταμού Garonne.

Ο Εύδος αναγκάστηκε να γίνει υποτελής των Φράγκων και συμμετείχε στην συνέχεια στην μάχη του Poitiers (732 μ.Χ.). Εκτός από την Ακουϊτανία τον Ζ' αι. αυτόνομες θεωρούνται και η περιοχές της Προβηγκίας και της Σεπτιμανίας (Ναρβόνη). Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι μέχρι την εποχή που αναλαμβάνουν την διοίκηση του Φραγκικού κράτους οι Πεπινίδες, αυτό σπαράσσεται από εμφύλιες διαμάχες και συρρικνώνεται από τις επιτυχημένες επαναστάσεις Ρωμαίων που καταφέρνουν να αυτονομηθούν στην Νότια Γαλατία και στις βορειοανατολικές περιοχές της Ιβηρικής.

Το κύριο νομικό κείμενο που καθόριζε τις σχέσεις των μελών της κοινωνίας του Φράγκικου κράτους ήταν ο Σαλικός Νόμος. Η πρώτη γραπτή κωδικοποίηση των παραδοσιακών νόμων των Φράγκων χρονολογείται την εποχή του Χλωδοβίκου του Α'. Η κωδικοποίηση αυτή περιλάμβανε εξήντα πέντε άρθρα που προϋπήρχαν του Χλωδοβίκου και δέκα άρθρα που αποδίδονται σ' αυτόν. Στη συνέχεια συμπληρώθηκαν με capitulariae (Βασιλικά Διατάγματα) των Χιλδεβέρτου (5 άρθρα), Κλοθάριου (22 άρθρα), Χιλπέριχου (11 άρθρα), Χιλδεβέρτου (3 άρθρα), καθώς και άλλα 17 που δεν αποδίδονται σε κάποιον συγκεκριμένα.

Ο Σαλικός Νόμος είναι το ασφαλέστερο παράδειγμα Ρωμαϊκής επιρροής στον Φραγκικό κόσμο. Είναι γραμμένος σε εκβαρβαρισμένη Λατινική γλώσσα και περιέχει λέξεις της λεγομένης Malberg Gloss. Για κάποιους ιστορικούς η Malberg Gloss αποτελεί κελτική διάλεκτο, ενώ για άλλους (Jacob Grimm) απομεινάρια της αυθεντικής Γερμανικής διαλέκτου στην οποία συντάχθηκε ο Νόμος. Τα μόνα στοιχεία που έχουμε για να υποθέσουμε τους συντάκτες ή τον τόπο σύνταξης είναι η εισαγωγή του Νόμου σε κάποια χειρόγραφα.

Διαβάζουμε: «Γι' αυτό εκλέχθηκαν ανάμεσα από πολλούς τέσσερις που ονομάζονται Wisogast, Arogast, Salegast και Widogast από μέρη πέρα απ' τον Ρήνο που είναι Bodochem, και Salachem, και Widochem». Οι τοποθεσίες αυτές παραμένουν ανεξακρίβωτες, αλλά από εσωτερικές ενδείξεις του κειμένου, η θέση των Φράγκων στην προκειμένη περίπτωση τοποθετείται στο δάσος Sylva Carbonaria και τον ποταμό Ligere στο Βέλγιο (XLVII). Κυρίαρχο πνεύμα του Σαλικού Νόμου είναι η αποζημίωση ή για να είμαστε πιο ακριβείς η ικανοποίηση του παθόντος.


Όπως είδαμε στο κεφάλαιο που αναφέρεται στους αρχαίους Γερμανούς, το ζητούμενο σε περίπτωση αδικίας εις βάρος κάποιου προσώπου ήταν η εκδίκηση, η βεντέτα το feud. Ο Σαλικός Νόμος προσπάθησε να δώσει μορφή στην ικανοποίηση που έπρεπε να λάβει ο παθών ή οι συγγενείς του, αυτοί που είχαν δικαίωμα επί της αποζημίωσης σε ευρύτερη έννοια, από τον δράστη, ώστε οι πράξεις αντεκδίκησης να μην είναι ανεξέλεγκτες στην πρώιμη γερμανική κοινωνία και αργότερα στο οργανωμένο Φράγκικο κράτος.

Στα άρθρα, λοιπόν, καθορίζεται αυτή η αποζημίωση (Wergeld ή Leodis), η οποία αναφέρεται σε χρηματικά ποσά (δηνάρια, σόλιδοι) για να καθορίσει το αντίτιμο της αξιόποινης πράξης, αλλά μπορούσε να αποδοθεί σε είδος. Σε μερικές περιπτώσεις εκτός από την αποζημίωση καθορίζονταν και πρόστιμο, ποσό, δηλαδή, που εισπράττονταν από το κράτος.

Δύο ήταν τα βασικά στοιχεία που καθόριζαν το ύψος της αποζημίωσης ή του προστίμου. Το πρώτο ήταν το είδος της αξιόποινης πράξης (φόνος, ληστεία, απαγωγή κ.τ.λ.) με τις διάφορες αποχρώσεις της. Το δεύτερο και πλέον αξιοπρόσεκτο ήταν τα στοιχεία που καθόριζαν την ταυτότητα του δράστη ή του θύματος (εθνικότητα, φύλο, κοινωνική θέση). Αυτό το τελευταίο είναι που μας επιτρέπει να πούμε, ότι ο Σαλικός Νόμος ήταν ο νόμος των διακρίσεων. Τρείς είναι οι μορφές των διακρίσεων του νομικού συστήματος των Φράγκων: εθνικές, κοινωνικές, φυλετικές.

Οι μεν εθνικές διακρίσεις έχουν να κάνουν με την εθνική καταγωγή του δράστη ή του θύματος. Κατά κανόνα, όταν το θύμα ήταν Φράγκος τότε η αποζημίωσή του ήταν διπλάσια απ' ότι όταν ήταν Ρωμαίος. Να το θέσουμε διαφορετικά. Η ζωή ενός Ρωμαίου είχε την μισή αξία από την ζωή ενός Φράγκου. Και πιο συγκεκριμένα, η ζωή ενός ελεύθερου Φράγκου (άνδρα ή γυναίκας) χρεώνονταν 200 σόλιδους (αρθ.XV, παρ.1), ενώ η ζωή ενός Ρωμαίου κατόχου γης (το αντίστοιχο με τον ελεύθερο Φράγκο) 100 σόλιδους (XLI,9).

Στο μισό επίσης ήταν και το πρόστιμο, όταν ο Ρωμαίος δολοφονούνταν από ομάδα δραστών (contubernium) σε σχέση με το αντίστοιχο ενός Φράγκου (XLII,4). Ομοίως, και στην περίπτωση που το θύμα ήταν Ρωμαία γυναίκα (CIV,9).

Οι κοινωνικές διακρίσεις γινόταν, όχι σε σχέση με την καταγωγή, αλλά με την θέση που κατείχε το άτομο στην κοινωνία. Δημιουργήθηκε έτσι μια κοινωνική αριστοκρατία, ή οποία σε πρώτο χρόνο δεν ήταν κληρονομική. Στη συνέχεια διακρίνουμε τα «ανώτερα άτομα»(meliores) και τα «κατώτερα άτομα»(minofledis) στο Καπιτουλάριο ΙΙΙ (CII) και από την εποχή του Χιλπέριχου για τους ανώτερης καταγωγής optimates & antrustiones, οι οποίοι τον βοήθησαν να συντάξει το Καπιτουλάριο ΙV. Πρώτος στην κοινωνική ιεραρχία είναι ο Βασιλιάς.

Αυτό σήμαινε ότι εκτός από το υψηλότερο wergeld, ότι βρίσκονταν στην υπηρεσία του είχε μεγαλύτερη αξία, άνθρωποι και κτήματα. Σε γενικές γραμμές η αξία αυτή ήταν τριπλάσια, αλλά επενέβαινε κι εδώ η εθνική διάκριση. Για παράδειγμα η αξία ενός Grafio (Βασιλικός γραφιάς) ήταν 600 σόλιδοι (LIV,1), ενός Antrustiones (άτομο στην υπηρεσία του Βασιλιά, Βασιλικού υπηρέτη) επίσης 600 σόλιδοι (XLI,5), και ενός Sacebarone (δικαστικό αξίωμα) πάλι 600 σόλιδοι (LIV,3).

Εάν στις αντίστοιχες θέσεις βρισκόταν Ρωμαίος, αποκαλούνταν «ομοτράπεζος του Βασιλιά» και η αξία του ήταν 200 σόλιδοι (XLI,8). Ο Σαλικός Νόμος χώριζε τους Ρωμαίους σε δυο βασικές κατηγορίες: στους Possessor Romanus, τους κατόχους γης και τους Tributarius Romanus, αυτούς που υπόκεινται φορολόγηση. Κάτω από τις παραπάνω ιδιαίτερες τάξεις βρισκόταν ο ελεύθερος Φράγκος. Κάτω από αυτόν ήταν ο litus, ο υποτελής. Οι litii δεν θεωρούνταν σκλάβοι αλλά ήταν δεμένοι κυρίως με την γη την οποία καλλιεργούσαν πληρώνοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη και μπορούσαν να πωληθούν. Ισάξιοί τους ήταν οι Tributarii Romani, οι οποίοι όταν υπηρετούσαν τον βασιλιά καλούνταν Convivae Regis και ήταν ισάξιοι των Antrustiones.

Η αμέσως επόμενη τάξη ήταν οι Pueri Regis, σκλάβοι στην ουσία, αλλά σε καλύτερη θέση λόγω υπηρεσίας στην βασιλική αυλή. Αυτοί είχαν υψηλότερο wergeld από τους απλούς σκλάβους, που ξεκινούσε από 72 σόλιδους (Χ,6) στην απλούστερη περίπτωση κι έφτανε τους 300 (LIV,2) στις περιπτώσεις που υπηρετούσαν σε υψηλή θέση. Τελευταίοι οι σκλάβοι με αξία 15-25 σόλιδους (Χ,6-7). Στην περίπτωση των σκλάβων δικαιούχος της αποζημίωσης ήταν ο ιδιοκτήτης, διότι η απώλειά του θεωρούνταν ζημιά της περιουσίας του.

Για τις διακρίσεις των δύο φύλων δεν υπάρχει λόγος να μιλήσουμε εδώ. Να αναφέρουμε μόνο, ότι ο Σαλικός Νόμος καθόριζε την «ανδρογενή διαδοχή», βάσει της οποίας κληρονόμοι θεωρούνταν μόνο τα άρρενα τέκνα. Πολύ αργότερα επιτράπηκε σε γυναίκες να κληρονομούν τον πατέρα τους, όταν δεν υπήρχαν άρρενες απόγονοι. Βάσει αυτών το Βασίλειο δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να κληροδοτηθεί σε πριγκίπισσα. Από όλα τα παραπάνω καταλαβαίνουμε, ότι στο Φράγκικο κράτος δεν υπήρχε ισονομία. Και επειδή οι σχέσεις των υποτελών λαών μεταξύ τους καθορίζονταν από τους εθνικούς τους νόμους (που στην περίπτωση των Ρωμαίων ήταν ο Θεοδοσιανός Κώδικας) συμπεραίνουμε ότι δεν υπήρχε ούτε ισοπολιτεία.

Η αιτία των παραπάνω είναι προφανής. Οι μειοψηφούντες βάρβαροι, διασκορπισμένοι σε όλη την επικράτεια του Βασιλείου κατά μικρές ομάδες, προσπαθούσαν να κρατήσουν τα έθιμα και τις παραδόσεις τους. Κινδύνευαν να απορροφηθούν από τον συντριπτικά ανώτερο Ρωμαϊκό πολιτισμό, τον οποίον όμως ήθελαν να οικειοποιηθούν, χωρίς να χάσουν την εθνική τους ιδιαιτερότητα.


Απέφευγαν τις μεγάλες πόλεις, όπου οι πολιτιστικές επιρροές ήταν εντονότερες και «προτιμούσαν να κατοικούν στις μεγάλες τους επαύλεις, στις villae που τους ανήκαν, παρά στα αστικά τους παλάτια. Απότρεψαν με αυτόν τον τρόπο την ώσμωση με τους Ρωμαίους, αλλά ταυτόχρονα δεν κατάφεραν ποτέ να τους κάνουν πολίτες του Φράγκικου κράτους. Οι Ρωμαίοι παρέμειναν για πάντα Ρωμαίοι, και οι ανισότητες αυτές εντάθηκαν με τις μεταρρυθμίσεις του Καρλομάγνου και την επιβολή του φεουδαρχικού συστήματος.

Τα Θεμέλια της Δυτικής Σκέψης

Οι βαρβαρικές εισβολές και εγκαταστάσεις στα εδάφη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Δύση, οδήγησαν τον οικονομικό, πολιτικό, αλλά κυρίως τον πνευματικό βίο των δυτικοευρωπαίων σε γενική κατάπτωση και παρακμή. Και ενώ οικονομικά και πολιτικά η περιοχή κατάφερε ν' ανασυγκροτηθεί μετά από πολλούς αιώνες, πνευματικά δεν κατάφερε να συνέλθει ποτέ.

Βαρύγδουπα ονόματα, όπως Αναγέννηση και Διαφωτισμός, ήταν η επιβολή των καινοτομιών της Φράγκικης διανόησης, που οδηγούσαν σε μεγαλύτερο πνευματικό και ηθικό σκοτάδι, και όχι αποκατάσταση και προαγωγή της ορθόδοξης πνευματικότητας, στην οποία βρισκόταν η Δύση μέχρι τους Ε' και Στ' αιώνες. Τελευταία εναπομείνασα η Ιρλανδία κατάφερε επί μακρόν να διαφύγει του βαρβαρικού ελέγχου.

Μετά τον εκχριστιανισμό της νήσου από τον Άγιο Πατρίκιο αναπτύχθηκε κοινοβιακό μοναχικό σύστημα ανατολικού τύπου. Το ίδιο σύστημα προσπάθησε να μεταφέρει και στην ηπειρωτική Ευρώπη ο Αββάς Κασσιανός, μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αλλά προσέκρουσε στην ιδεολογική-φιλοσοφική αντίδραση του Αυγουστίνου και των οπαδών του με αποτέλεσμα μια διαμάχη που έληξε τελικά το 529 μ.Χ. με συμβιβασμό στα χαρτιά, αλλά απορρίφθηκε τελικά από τους Φράγκους που θεωρούσαν τον Αυγουστίνο αυθεντία.

Η Ορθόδοξοι της Ιρλανδίας ανατροφοδότησαν για τους αμέσως επόμενους αιώνες τον Χριστιανικό πληθυσμό της Αγγλίας, Γαλατίας και Γερμανίας, που υπέφερε από τους βάρβαρους. Κατά τον Μεσαιωνολόγο Jaques Le Goff «Κατά τον 6ο και 7ο αι. η Ιρλανδία εξήγαγε 115 Αγίους στην Γερμανία, 45 στη Γαλλία, 44 στην Αγγλία, 36 στο Βέλγιο, 25 στην Σκωτία και 13 στην Ιταλία». Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ρωμαίοι πάπες καλούσαν τους ιεραποστόλους από την Ιρλανδία και την Αγγλία για να εκχριστιανίσουν τους εναπομείναντες ειδωλολάτρες στη Γερμανία.

Αυτοί γαλουχημένοι με τα νάματα του ανατολικού ορθόδοξου μοναχισμού ήταν «Ρωμαίοι» στο φρόνημα, χωρίς να γίνουν πολίτες της Ρωμανίας (Ιρλανδία) ή ήταν για μικρότερο χρονικό διάστημα από άλλες επαρχίες (Αγγλία). Άγιοι, όπως ο Άγιος Κολουμβάνος, ο μαθητής του Άγιος Γάλλος, ο Άγιος Αμάνδος κ.α. ίδρυσαν μεγάλα και ονομαστά μοναστήρια, ενώ ιεραπόστολοι καταγόμενοι από τις νήσους, όπως ο Άγιος Βονιφάτιος εκχριστιάνισαν τους Γερμανούς ειδωλολάτρες και με την συνδρομή των Ρωμαίων ποντίφηκων περιόρισαν την κατάπτωση της Εκκλησίας που εργάζονταν οι Φράγκοι επίσκοποι.

Ως επίσημη γλώσσα του Φραγκικού κράτους ορίστηκε η εκκλησιαστική Λατινική. Χωρίς οι ίδιοι οι Φράγκοι να την μιλούν καλά-καλά θεώρησαν ότι έτσι έδιναν στο κράτος τους αέρα Ρωμαϊκού μεγαλείου. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την έντονη επιθυμία που είχε κάθε βάρβαρος αρχηγός να μοιάσει σε Ρωμαίο αυτοκράτορα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εποχής ο Χιλπέριχος Α' (561-584 μ.Χ.). Γι' αυτόν διαβάζουμε στην ιστορία του Γργορίου της Τουρώνης, ότι προσπάθησε να εισαγάγει τους Ελληνικούς χαρακτήρες ω, θ, ψ, ζ, δ, στο Λατινικό αλφάβητο και μάλιστα διέταξε όλα τα βιβλία να σβηστούν και να ξαναγραφούν με το νέο.

Τόση ήταν η προσπάθειά του να μοιάσει στον Ιουστινιανό, ώστε προσπάθησε να γράψει και Θεολογικό σύγγραμμα και μάλιστα δογματικού περιεχομένου, περί της Αγίας Τριάδος. Χωρίς Θεολογική μόρφωση, χωρίς καν γνώση της γλώσσας των Ανατολικών Πατέρων και των κειμένων τους, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την διάκριση των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος, με αποτέλεσμα το εξωφρενικό κείμενό του να κάνει τον επίσκοπο Γρηγόριο να εξανίσταται. Η δε έπαρση του Φράγκου Βασιλιά ήταν τόση, ώστε δήλωσε ότι οι Πατέρες είναι εχθροί του, εφόσον δεν συμφωνούν μαζί του.

Τέσσερεις θεωρούνται οι θεμελιωτές της Μεσαιωνικής Δυτικής σκέψης από τους Μεσαιωνολόγους: ο Βοήθιος (480-524), ο Κασσιόδωρος (480-573 μ.Χ.), ο Βέδας (673-735 μ.Χ.) και ο Ισίδωρος της Σεββίλης (560-636 μ.Χ.).

Ο Βοήθιος (Anicius Manlius Severinus Boethius) γεννήθηκε στη Ρώμη από ονομαστή οικογένεια Πατρίκιων. Μεγάλωσε και ανδρώθηκε στο Οστρογοτθικό Βασίλειο του Θεοδώριχου και ανήλθε στο αξίωμα του magister officiorum. H Ορθοδοξία του τον κατέστησε ύποπτο στην Αρειανίζουσα αυλή του Θεοδώριχου και οδήγησε στην εκτέλεσή του το 524 μ.Χ. Μετέφρασε πολλά έργα του Αριστοτέλη και κατέστησε την Λογική του γνωστή στη Δύση, πριν από την επαφή της με τους Άραβες. Για το αν το έργο του μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος του σχολαστικισμού δεν μπορούμε να αποφανθούμε.


Ο Κασιόδωρος (Flavius Magnus Aurelius Cassiodorus)81 γεννήθηκε στο Σκυλλάκιο του Βρουττίου (Καλαβρία) και ακολούθησε σχεδόν ίδια πορεία με τον Βοήθειο, με την διαφορά ότι ο πρώτος διέπρεψε στην αυλή του Θεοδώριχου λόγω της πεποίθησής του για ανάγκη σύσφιξης των σχέσεων του Οστρογοτθικού βασιλείου με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Από συγκλητικός (senator) έγινε κοιαίστορας (quaestor) το 507-511 μ.Χ. πατρίκιος (patricius) το 512 μ.Χ. ύπατος (consul) το 514 μ.Χ. και magister officiorum λίγο πριν το 526 μ.Χ.

Μετά την απελευθέρωση της Ιταλίας, ίδρυσε μοναστήρι στο Βιβάριουμ στις ακτές του Ιονίου, γνωστό για το αντιγραφικό εργαστήριό του. Από το έργο του η Γοτθική Ιστορία του διασώθηκε μέσω της διασκευής του Ιορδάνη. Η συνεισφορά του έγκειται στην εισαγωγή των λεκτικών σχημάτων των Λατίνων ρητόρων στην Χριστιανική γραμματεία. Επίσης το scriptorium της μονής του αποτέλεσε υπόδειγμα για τα άλλα μοναστήρια της Δύσης.

Για την ζωή του Βέδα (Bede) λίγα είναι γνωστά. Ήταν μοναχός στο μοναστήρι του Αποστόλου Πέτρου στην Νορθουμβρία. Σημαντικό του έργο είναι η εκκλησιαστική ιστορία της Αγγλίας, Historia ecclesiastica gentis Anglorum. Μέγα κατόρθωμά του θεωρείται η αποστροφή του για τους αρχαίους συγγραφείς, την οποία κληροδότησε και στους μεταγενέστερους Αγγλοσάξωνες. Σ' αυτόν οφείλεται και η θεωρεία των τεσσάρων αισθήσεων που θεμελίωσε μια νέα ερμηνευτική της Βίβλου.

Ο Ισίδωρος, επίσκοπος Σεβίλλης (Isidorus Hispalensis), γεννήθηκε στην Νέα Καρχηδόνα της Ισπανίας, από οικογένεια που πρόσφερε στην τοπική εκκλησία τρεις επισκόπους (Λέανδρος, Φουλγέντιος, Ισίδωρος) και την μοναχή Φλωρεντίνη. Διαδέχθηκε τον αδελφό του Λέανδρο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Σεβίλλης το 600 μ.Χ. Θεωρείται από τους μεγάλους λόγιους στη Δύση. Σημαντικότερο έργο του, Οι Ετυμολογίες (Etymologiae), αποτελούν εγκυκλοπαίδεια της εποχής. Μέσα από αυτό το έργο επικράτησε στη Δύση η πεποίθηση, ότι «τα ονόματα είναι τα κλειδιά της φύσης των παραγμάτων».

 Στην πεποίθηση αυτή βρίσκουμε την ρίζα της πολιτικής πρακτικής των Φράγκων και της Δύσης εν γένει, ν' αλλάζουν τα ονόματα των καταστάσεων, τις οποίες προσπαθούν να επηρεάσουν με έμμεσο τρόπο, προς τα δικά τους συμφέροντα και επιθυμίες. Με αυτό το σκεπτικό, ο Καρλομάγνος «στέφεται» «αυτοκράτορας» «των Ρωμαίων».

Το Φράγκικο κράτος γίνεται «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» με πρόσφατους προσδιορισμούς «του Φραγκικού» ή «του Γερμανικού έθνους», οι Ρωμαίοι γίνονται «Γραικοί», οι Ρωμηοί χωρίζονται με τοπικά ονόματα κ.α. Και η πιο πρόσφατη τερατογένεση αυτής της πολιτικής είναι η προσπάθεια να λάβουν οι Σκοπιανοί το όνομα Μακεδόνες, ως πρώτο βήμα, και στην συνέχεια να οικειοποιηθούν την κληρονομιά του ονόματος. Βλέπουμε, ότι στο διάβα των αιώνων η σκέψη και η πολιτική της Δύσης δεν έχει αλλάξει τους μηχανισμούς της και τις κατευθύνσεις της.

Σε θεολογικό επίπεδο, η σκέψη των Φράγκων καθορίστηκε από τα γραπτά του Ιερού Αυγουστίνου, επισκόπου Ιππώνος. Ο Λατινόφωνος Αυγουστίνος, επηρεάστηκε αρχικά από τις Μανιχαϊκές αντιλήψεις της εποχής, αλλά μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία, από τον Άγιο Αμβρόσιο, επίσκοπο Μεδιολάνων. Αγάπησε με πάθος την φιλοσοφία του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, τους οποίους, όμως δεν μπορούσε να διαβάσει στο πρωτότυπο, εξαιτίας την έλλειψης γνώσης της Ελληνικής γλώσσας.

Όπως εξομολογείται και ο ίδιος, δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ Ελληνικά. Για την ακρίβεια τα μισούσε: «αλλά γιατί μισώ τα Ελληνικά τόσο πολύ, τα οποία μελετούσα ως παιδί;», «γιατί τότε μισούσα τους Έλληνες κλασσικούς, που έχουν παρόμοιες ιστορίες;... Διότι, ούτε μία λέξη δεν καταλάβαινα,...». Έτσι έμαθε την Ελληνική φιλοσοφία από μερικές Λατινικές μεταφράσεις, αποσπασματικά. Το ίδιο πρόβλημα είχε και με τα έργα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, που έγραψαν στα Ελληνικά, συνεπώς αδυνατούσε να παρακολουθήσει την ακρίβεια στην διατύπωση των δογμάτων, που επέτρεπε η χρήση της Ελληνικής γλώσσας και να εμβαθύνει στην Τριαδολογία τους.

Αυτή η αδυναμία του δεν τον πτόησε. Εξοπλισμένος με την Λογική του Αριστοτέλη προσπάθησε να εξηγήσει διανοητικά, τα δόγματα της Εκκλησίας. Βέβαια, εκφράζει τον θαυμασμό του για τους ελληνόφωνους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας και δηλώνει, ότι δέχεται υποδείξεις. Ο άνθρωπος που δεν μπορούσε να αντιληφθεί την μεθοδολογική διαφορά μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλη, ήταν φυσικό να μην καταφέρει να κατανοήσει και την υποστατική διαφορά των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.

Στην διδασκαλία του διατυπώνεται για πρώτη φορά το αιρετικό fillioque, η εκπόρευση δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Επειδή η εργασία μας δεν είναι θεολογική δεν θα υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες στο θέμα αυτό. Θα το παρακολουθήσουμε στην ιστορική του διάσταση στην συνέχεια.


Δεύτερο σημείο καθοριστικό για την εξέλιξη του Μεσαιωνικού τρόπου σκέψης, στην Αυγοστίνειο θεολογία είναι η Θεωρία του Δίκαιου Πολέμου. Η θεωρία αυτή σπερματικά βρίσκεται στα έργα του Αυγουστίνου, στην συνέχεια διαμορφώθηκε από τον Θωμά Ακινάτη (Thomas Aquinas, 1225-1274) στο έργο του Summa Theologica, τον Ούγο Γκρότιους (Hugo Grotius, 1583-1645) στο έργο του De Jure Belli ac Pacis, και σήμερα υπάρχει ως επίσημη κατήχηση στην Δυτική Εκκλησία (Catechism of the Catholic Church §2309).

Ο Αυγουστίνος αναρωτιέται για πρώτη φορά στο έργο του De Correctione Donatistarum Liber sen Epistola,VII.23: «Γιατί, συνεπώς, δεν θα έπρεπε η Εκκλησία να χρησιμοποιεί βία, ώστε να ωθήσει τους απωλεσθέντες υιούς της να επιστρέψουν, αν οι απωλεσθέντες υιοί της ώθησαν άλλους στην καταστροφή τους;». Στο De Civitate Dei, XIX.12 προχωρά την σκέψη του ως εξής: «Οι πόλεμοι, λοιπόν, εγείρονται από την επιθυμία της ειρήνης, ακόμα κι απ' αυτούς που αρέσκονται να εξασκούν την πολεμοχαρή τους φύση στην διοίκηση της μάχης.

Κι έτσι, είναι προφανές, ότι η ειρήνη είναι ο σκοπός που επιδιώκεται από τον πόλεμο. Διότι κάθε άνθρωπος αποζητά της ειρήνη με το να κάνει πόλεμο, αλλά κανένας δεν ζητά τον πόλεμο με το να κάνει ειρήνη». Με τέτοιου είδους θεολογία δεν είναι ν' απορεί κανείς γιατί ο Αυγουστίνος έγινε ο μεγαλύτερος θεολόγος των Φράγκων. Τρεις προϋποθέσεις τέθηκαν από αυτούς ώστε ένας πόλεμος να είναι δίκαιος:

α) Ο πόλεμος να κηρύττεται από κάποιον που είναι αρμόδιος και όχι από ιδιώτες. Αυτό το στήριξαν στο έργο του Αυγουστίνου Contra Faustum, XXII.75: «Η φυσική τάξη που είναι πρόσφορη ανάμεσα στους θνητούς απαιτεί η εξουσία της κήρυξης και της συμβολής του πολέμου να βρίσκεται στα χέρια αυτών που κρατούν την ανώτατη εξουσία».

β) Απαιτείται δίκαιος σκοπός-στόχος (Questions in Hept,qu X, super Jos: «Ένας δίκαιος πόλεμος είθισται να περιγράφεται, ως ένας που εκδικείται σφάλματα, όταν ένα έθνος ή κράτος πρέπει να τιμωρηθεί, επειδή αρνείται να διορθώσει τα λάθη που έκαναν οι υπήκοοί του ή να αποκαταστήσει, ότι έχει αρπαχθεί άδικα».

γ) Θα πρέπει αυτοί που προκαλούν τον πόλεμο να έχουν καλές προθέσεις, δηλ. την προαγωγή του καλού ή την τιμωρία του κακού, κι εδώ κατά τον Αυγουστίνο (De Veb.Dom. Sermones XXIII.1): «Η πραγματική θρησκεία επιβλέπει τους πολέμους που εγείρονται όχι από κίνητρα αύξησης της ισχύος, αλλά με σκοπό να εξασφαλίσουν την ειρήνη, ή να τιμωρήσουν αυτούς που κάνουν κακό και την πρόοδο του καλού».

Συμπληρωματικά αποσπάσματα του έργου του Αυγουστίνου επί του θέματος

1) ep. Ad Marcellinus, CXXXVIII: «Αυτούς που πρέπει να τιμωρήσουμε με ευγενική αυστηρότητα, είναι πολλές φορές απαραίτητο να το χειριστούμε ενάντια στη θέλησή τους. Διότι όταν απογυμνώνουμε έναν άνθρωπο από την κατωτερότητα της αμαρτίας, είναι καλό γι' αυτόν να κατατροπώνεται, διότι τίποτα δεν είναι πιο απελπιστικό από την χαρά των αμαρτωλών, από όπου ξεπηδά μια ένοχη ατιμωρησία, και ένα κακό θέλημα, σαν εσωτερικός εχθρός»

2) ep. Ad Bonif. CLXXXIX: «Δεν επιδιώκουμε την ειρήνη με σκοπό να είμαστε σε πόλεμο, αλλά πάμε σε πόλεμο, ώστε να έχουμε ειρήνη.

Έσο ειρηνικός, λοιπόν, στο να πολεμάς, ώστε να μπορέσεις να κατατροπώσεις αυτούς που πολεμάς και να τους φέρεις στην ευημερία της ειρήνης». Πόσες φορές ακούσαμε τα λόγια αυτά από το στόμα σύγχρονων πολεμοκάπηλων! Στο σημείο αυτό εφιστούμε την προσοχή των αναγνωστών στο θέμα της θεολογίας του Αυγουστίνου, κυρίως της κρίσης του γραπτού έργου του, διότι ο Αυγουστίνος έχει ανακηρυχθεί Άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται την 15η Ιουνίου. Απαραίτητη προϋπόθεση στην σωτηρία του ανθρώπου είναι η μετάνοια και όχι η αναμαρτησία.

Στο θέμα της μετάνοιας ο Άγιος Αυγουστίνος αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και δίκαια καλείται «υιός των δακρύων». Οι θεολογικές του «αδυναμίες» οφείλονται στα ελλειπή πνευματικά του εφόδια και αυτό το γνώριζε και το διατύπωνε και ήταν δεκτικός σε διορθώσεις, σε αντίθεση με άλλους θεολόγους, οι οποίοι εξαιτίας της υπερφίαλης άποψης που είχαν για τον εαυτό τους και τις διανοητικές τους ικανότητες (π.χ. Ωριγένης) κατάντησαν αιρεσιάρχες. Ακόμη και η απόδοση των παραπάνω εδαφίων στον Άγιο Αυγουστίνο γίνεται με αρκετή επιφύλαξη. Όχι αδικαιολόγητα.

Ήδη από τον Θ' αι. ο πανεπιστήμονας της εποχής εξέφρασε τις δικές του επιφυλάξεις. Διαβάζουμε στο έργο του Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας, κεφ. Ο' : «Και ου τούτο φημί, ότι πάντως άπερ συ κατηγορείς, εκείνοις ούτω περιφανώς δογματίζεται, αλλ' ει και τοιούτο τι συνέπεσεν αυτούς ειπείν (άνθρωποι γαρ ήσαν και ανθρωπίνου παρολισθήματος ουκ έστι διαπαντός υπεράνω φέρεσθαι τον εκ πηλού και ρεούσης ύλης συγκείμενον˙ εσθ' ότε δε και τοις αρίστοις επιφύεται τινά κηλίδος ίχνη)...».


Ήδη από το πρώτο μέρος της πρότασης αντιλαμβανόμαστε, πως μια μεγάλη αποκάλυψη έπεται. Και συνεχίζει στο επόμενο κεφ. ΟΑ' : «Είπεν Αυγουστίνος και Ιερώνυμος το Πνεύμα εκ του Υιού εκπορεύεσθαι. Και πόθεν έστι λαβείν ή δούναι πίστιν, τοσούτου ρεύσαντος χρόνου, ότι της αυτών κακουργότητας τα συντάγματα; Μη γαρ νομίσης μόνον σαυτόν είναι θερμός προς ασέβειαν και τολμηρόν τα ατόλμητα, αλλ' εκ της σης αναλογίζου μάλλον γνώμης, ότι και τηνικαύτα ουδέν το κωλύον ην τοιούτων σκευών ευπορήσαι τον πολυμήχανον του γένους εχθρόν».

Ο Μέγας Φώτιος ασχολήθηκε και αντιμετώπισε θεολογικά την αίρεση του filioque και δεν τον ενδιέφερε να αποδείξει ενδεχόμενη πλαστογραφία στα αντίγραφα των έργων του Αυγουστίνου. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευκολότερο στην εποχή του, να ερευνηθεί αν είχε γίνει. Θα μπορούσε, βέβαια, να μην έχει και κανένα πρακτικό όφελος στην ιστορική διάσταση της εξέλιξης της αίρεσης. Πέρα από το αδιαμφισβήτητο κύρος του και την σημαντική προσφορά του στην πληροφόρησή μας για αρχαία κείμενα, δεν έχουμε κάτι άλλο.

Εξάλλου στην ογκώδη Βιβλιοθήκη του δεν βρίσκουμε λατινικά κείμενα. Ή μήπως δεν είναι έτσι;!! Και τι σημαίνει αυτό το «μη νομίσης βέβαια πως μόνο εσύ είσαι γεμάτος θέρμη για ασέβεια και τολμηρός για τα ατόλμητα...»;!! Τόλμησε και άλλος; Βρήκαμε στη Βιβλιοθήκη του το βιβλίο με αύξοντα αριθμό ΝΔ' και τίτλο:

Ετέρα σύνοδος
Κατά της Πελαγιανής και Κελεστιανής αιρέσεως
ου η επιγραφή «Ισα πεπραγμένων»...

Και εκεί διαβάσαμε:

«Μετά μέντοι γε θάνατον του εν αγίοις Αυγουστίνου ήρξαντο τινες των εν τω κλήρω το μεν δυσσεβές κρατύνειν δόγμα, κακώς δε λέγειν Αυγουστίνου και διασύρειν ως αναίρεσιν του αυτεξουσίου εισηγησάμενον˙ αλλά και Κελεστίνος ο Ρώμης υπέρ τε του θείου ανδρός αλλά και κατά των ανακινούντων την αίρεσιν τοις εγχωρίοις γράφων επισκόποις, την κινουμένην πλάνην έστησεν». 

Δηλαδή και παλαιότεροι Αιρετικοί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το κύρος του Αυγουστίνου στη Δύση, παραχάραξαν την διδασκαλία του για να εισαγάγουν δικές τους πλάνες. Αν κάτι τέτοιο έγινε και στην περίπτωση του filioque ή της θεωρίας για τον δίκαιο πόλεμο - επαναλαμβάνουμε, δεν έχει αποδειχθεί - δηλώνει, συν τοις άλλοις, έλλειψη πρωτοτυπίας.

Στην παραπάνω «θεολογία του πολέμου», αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε αμέτοχη. Ούτε οι Ρωμαίοι Ποντίφηκες την αποδέχθηκαν ποτέ. Υιοθετήθηκε, αρχικά, από τους Φράγκους επισκόπους και στην συνέχεια από την Σχισματική Δυτική Εκκλησία, μετά τον ΙΑ' αι. Αυτά είπε ο Χλωδοβίκος, πριν επιτεθεί στους Αρειανούς Βησιγότθους, αν και τα λόγια του ελέγχονται ως μεταγενέστερη προσθήκη του Γρηγορίου.

Με βάση τα παραπάνω ερμηνεύονται όλοι οι θρησκευτικής χροιάς πόλεμοι των Δυτικών ή με μια άλλη διατύπωση, το γιατί φρόντιζαν οι Δυτικοί να δίνουν θρησκευτική χροιά σε κάθε πόλεμο. Με αυτά κατά νου αιτιολόγησαν την ίδρυση και την δράση της Ιεράς Εξέτασης. Με αυτά τα δύο στοιχεία (περί ονομάτων και περί πολέμων) μπορούμε να κατανοήσουμε την Φράγκικη πολιτική έναντι της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Πρώτα, προσπάθησαν ν' αλλάξουν τα ονόματα. Ο Βασιλιάς τους έπρεπε να γίνει αυτοκράτορας των Ρωμαίων και οι Ρωμαίοι να πάψουν να είναι Ρωμαίοι, αλλά να γίνουν Γραικοί.

Ως Ρωμαίοι εννοούνταν μόνο οι κάτοικοι της δυτικής Ρωμανίας, που ήταν υποτελείς τους κι έπρεπε να ξεχάσουν τους δεσμούς που τους συνέδεαν με τους αδελφούς τους της ανατολικής Ρωμανίας. Έτσι και πιο πειθήνιοι θα ήταν στον ψεύτικο αυτοκράτορά τους, και πιο εύκολα θα τους πολεμούσαν. Στην συνέχεια, οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι, έπρεπε να γίνουν αιρετικοί, ώστε να είναι δίκαιος ο πόλεμος εναντίον τους, να προάγει την (φράγκικη) αλήθεια και πίστη. Το ψέμα του fillioque προσφέρονταν γι' αυτό το σκοπό.

Δεν είχε σημασία αν η θεολογία του Αυγουστίνου ήταν αδύναμη, αν τα δόγματα είχαν διατυπωθεί ορθά από άλλους, δεν είχε σημασία για τους Φράγκους η εκκλησιαστική αλήθεια και ενότητα. Σημασία και αξία είχε, ότι υπηρετούσε τους σκοπούς τους και αυτό ακολουθούσαν. Είχαν φιλοσοφικά εργαλεία για να τα στηρίξουν, γι' αυτό και οι θεολόγοι τους εντρυφούσαν στην φιλοσοφία και όχι στην θεολογία, γι' αυτό και η θεολογία τους (σχολαστικισμός) έλαβε δικανικό περιτύλιγμα.


Συνεπώς στην ερώτηση της Ιστορίας, αν ο Γερμανός πάπας Ιννοκέντιος ο Γ' έδωσε την άδεια να παρεκκλίνει η Δ' Σταυροφορία από τον αρχικό της στόχο και να επιτεθούν οι σταυροφόροι στην Κωνσταντινούπολη, δηλ. σε χριστιανικό έθνος ή όχι, η απάντηση είχε δοθεί πολύ πριν τα γεγονότα. Με την αποδοχή, αφ' ενός του fillioque, και αφ' ετέρου της Αυγουστίνειας θεωρίας πολέμου, από όλους τους Γερμανούς ποντίφηκες μετά το 1009 μ.Χ., εμμέσως πλην σαφώς η απάντηση είναι θετική. Η ίδια η ερώτηση κρύβει πολύ υποκρισία.

Ήδη θεωρούσαν τους ανατολικούς ως αιρετικούς και σχισματικούς, δηλαδή δεν ήταν Χριστιανικό έθνος γι' αυτούς. Βρισκόταν στην ίδια θέση με το άπιστο γένος των Μουσουλμάνων κι επομένως αποτελούσαν στόχο σταυροφορίας. Και οι εκ των υστέρων «συγνώμες» είναι κενές περιεχομένου, έπεα πτερόεντα, όσο η Δυτική Εκκλησία, παραμένει στις προαναφερθείσες κακοδοξίες.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α' - ΜΕΡΟΣ Γ'

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου