Κυριακή 23 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (211-247)

ΧΟ. σοὶ ταῦτ᾽ ἀρέσκει, παῖ Μενοικέως, ποεῖν
τὸν τῇδε δύσνουν καὶ τὸν εὐμενῆ πόλει·
νόμῳ δὲ χρῆσθαι παντί, τοῦτ᾽ ἔνεστί σοι
καὶ τῶν θανόντων χὡπόσοι ζῶμεν πέρι.
215 ΚΡ. ὡς ἂν σκοποὶ νῦν ἦτε τῶν εἰρημένων...
ΧΟ. νεωτέρῳ τῳ τοῦτο βαστάζειν πρόθες.
ΚΡ. ἀλλ᾽ εἴσ᾽ ἑτοῖμοι τοῦ νεκροῦ γ᾽ ἐπίσκοποι.
ΧΟ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο τοῦτ᾽ ἐπεντέλλοις ἔτι;
ΚΡ. τὸ μὴ ᾽πιχωρεῖν τοῖς ἀπιστοῦσιν τάδε.
220 ΧΟ. οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ.
ΚΡ. καὶ μὴν ὁ μισθός γ᾽ οὗτος. ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων
ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν.
ΦΥΛΑΞ
ἄναξ, ἐρῶ μὲν οὐχ ὅπως σπουδῆς ὕπο
δύσπνους ἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα.
225 πολλὰς γὰρ ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις,
ὁδοῖς κυκλῶν ἐμαυτὸν εἰς ἀναστροφήν·
ψυχὴ γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη,
τάλας, τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;
τλήμων, μένεις αὖ; κεἰ τάδ᾽ εἴσεται Κρέων
230 ἄλλου παρ᾽ ἀνδρός, πῶς σὺ δῆτ᾽ οὐκ ἀλγυνῇ;
τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων ἤνυτον σχολῇ βραδύς,
χοὕτως ὁδὸς βραχεῖα γίγνεται μακρά.
τέλος γε μέντοι δεῦρ᾽ ἐνίκησεν μολεῖν
σοί· κεἰ τὸ μηδὲν ἐξερῶ, φράσω δ᾽ ὅμως.
235 τῆς ἐλπίδος γὰρ ἔρχομαι δεδραγμένος,
τὸ μὴ παθεῖν ἂν ἄλλο πλὴν τὸ μόρσιμον.
ΚΡ. τί δ᾽ ἐστὶν ἀνθ᾽ οὗ τήνδ᾽ ἔχεις ἀθυμίαν;
ΦΥ. φράσαι θέλω σοι πρῶτα τἀμαυτοῦ· τὸ γὰρ
πρᾶγμ᾽ οὔτ᾽ ἔδρασ᾽ οὔτ᾽ εἶδον ὅστις ἦν ὁ δρῶν,
240 οὐδ᾽ ἂν δικαίως ἐς κακὸν πέσοιμί τι.
ΚΡ. εὖ γε στιχίζῃ κἀποφάργνυσαι κύκλῳ
τὸ πρᾶγμα. δηλοῖς δ᾽ ὥς τι σημανῶν νέον.
ΦΥ. τὰ δεινὰ γάρ τοι προστίθησ᾽ ὄκνον πολύν.
ΚΡ. οὔκουν ἐρεῖς ποτ᾽, εἶτ᾽ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει;
245 ΦΥ. καὶ δὴ λέγω σοι. τὸν νεκρόν τις ἀρτίως
θάψας βέβηκε κἀπὶ χρωτὶ διψίαν
κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή.

***
ΧΟΡ. Εσέν᾽ αρέσει, γιε του Μενοικέα,
έτσι να κάμεις και για τον εχθρό
και για το φίλο αυτής της χώρας. Είναι
δικαίωμά σου όποιο να βάλεις νόμο
και για νεκρούς και για μας όσοι ζούμε.
ΚΡΕ. Φρουροί να ᾽στε λοιπόν γι᾽ αυτά όσα είπα.
ΧΟΡ. Σ᾽ έναν πιο νέο ανάθεσε το βάρος
του χρέους αυτού. ΚΡΕ. Μα έτοιμοι κιόλας είναι
αυτοί που το νεκρό θα επιτηρούνε.
ΧΟΡ. Τί άλλο λοιπόν έξω απ᾽ αυτό μας θέλεις;
ΚΡΕ. Να μη δειχθείτε επιεικείς αν ίσως
και παραβεί κανείς την προσταγή μου.
ΧΟΡ. Ποιός τόσο είναι τρελός που να θελήσει
220 το θάνατό του; ΚΡΕ. Αυτός θα ᾽ναι ο μιστός του
πραγματικώς· μα η ελπίδα για το κέρδος
πολλές φορές κατάστρεψεν ανθρώπους.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Αφέντη, δε θα πω πως απ᾽ τη βια μου
δίχως πνοή ᾽ρθα παίρνοντας τα πόδια
στον ώμο μου, γιατί κοντοστεκόμουν
πολλές φορές στο δρόμο από την έγνοια
που πίσω με κυκλόφερνε να στρέψω,
γιατ᾽ η ψυχή μου τέτοια πολλά λόγια
μου μιλούσε και μὄλεγε: Καημένε,
τί πας εκεί που θα σε βρει άμα φτάσεις
ο παιδεμός; ταλαίπωρε, έτσι ακόμα
θα στέκεσαι; κι αν θα το μάθει απ᾽ άλλον
230 ο Κρέοντας, τί κακό πὄχεις να πάθεις;
τέτοια κλωθογυρίζοντας στο νου μου
μόλις και μετά βίας εμπρός τραβούσα
κι έτσι μακρύς γίνεται ο λίγος δρόμος·
νίκησε μολαταύτα η απόφασή μου
να σου έρθω εδώ· κι αν τίποτα δεν έχω
για να σου πω, μα όμως θενα μιλήσω,
γιατ᾽ ήρθα αγκαλιασμένος την ελπίδα
πως άλλο δε θα πάθω απ᾽ το γραφτό μου.
ΚΡΕ. Και τί ᾽ναι που έτσι ταραγμένο σ᾽ έχει;
ΦΥΛ. Να σου πω θέλω πρώτα όσο για μένα·
γιατί εγώ μήτε το ᾽καμα, μήτε είδα
ποιός ήτανε που το ᾽καμε· ούτε θά ηταν
240 δίκιο να μ᾽ εύρουν τίποτ᾽ αμαρτίες.
ΚΡΕ. Παίρνεις καλά τα μέτρα σου και γύρω
με τέχνη τα χαράκια σου τα στήνεις·
σίγουρα κάτι νέο θά ηρθες να φέρεις.
ΦΥΛ. Γιατί σου φέρνει πάντα πολύ ζόρι
να φανερώσεις το κακό. ΚΡΕ. Λοιπόν,
δε λες ό,τι έχεις και να παίρνεις πόδι;
ΦΥΛ. Σου λέω, νά· το νεκρό έθαψε κάποιος
λίγη πριν ώρα κι έφυγε, αφού πρώτα
του πασπάλισε απάνω στεγνή σκόνη
κι αφού μ᾽ όλα τον άγιασε που πρέπει.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 2. Αρχαϊκή εποχή (700-508 π.Χ.)

2.4.Β.iii.β. Ερωτική ελεγεία


Στον Μίμνερμο από την Κολοφώνα (7ος/6ος π.Χ. αι.) αποδίδουμε το ξεκίνημα της ερωτικής ελεγείας, γιατί ξέρουμε πως αγάπησε μιαν αυλητρίδα, τη Ναννώ,[1] και γιατί στους στίχους του όπου κακολογεί τα γεράματα (απόσπ. 1 W.) εύχεται να πεθάνει όταν πια δε θα γνοιάζεται για τη «χρυσή Αφροδίτη»,

κρυφές αγάπες, μειλίχια δώρα και κρεβάτι,

που είναι της νιότης άνθη ελκυστικά,

γι᾽ άντρες και για γυναίκες.


Κατά τα άλλα, στα λιγοστά αποσπάσματα που μας σώζονται, συναντούμε μυθολογικές σκηνές και ιστορικές αφηγήσεις για τους πολέμους της Κολοφώνας και της Σμύρνης εναντίον των Λυδών - ελεγείες που σωστά χαρακτηρίζονται αφηγηματικές.
---------------------
1. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι έδωσαν το όνομά της στο ένα από τα δύο βιβλία όπου είχαν συγκεντρώσει τα έργα του.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙV. ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ 8. Η ύστερη αρχαιότητα

8.2. Η πατρίδα μας είναι εκεί απ᾽ όπου ήρθαμε, και ο Πατέρας μας εκεί

Σε μια εκστρατεία του Μάρκου Αυρήλιου οι ρωμαϊκές λεγεώνες κινδύνεψαν σοβαρά να αφανιστούν από τη δίψα, λόγω παρατεταμένης ανομβρίας. Ξαφνικά μια αναπάντεχη καταιγίδα έσωσε τους στρατιώτες από βέβαιο θάνατο. Όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο για θαύμα.

Οι χριστιανοί διατείνονταν ότι οι προσευχές τους είχαν εισακουστεί: ο δικός τους θεός είχε προκαλέσει τη βροχόπτωση, σαν άλλο μάννα εξ ουρανού. Οι παραδοσιακοί Ρωμαίοι απέδωσαν το θαύμα στη λατρεία του αυτοκράτορα: η εξουσία του, συμβολίζοντας την ουράνια, διέσωζε την επίγεια τάξη. Μια άλλη ομάδα στρατιωτών πείστηκε ότι οι μαγικές επωδές ενός Αιγυπτίου μάγου προκάλεσαν την καταιγίδα: η πανάρχαιη σοφία της Αιγύπτου διέθετε γνώσεις απόκρυφες. Κάποιοι άλλοι δέχτηκαν την άποψη ενός Ιουλιανού που απέκτησε την επωνυμία θεουργός. Αυτός υποστήριξε ότι οι τελετουργίες που είχε επιτελέσει εξανάγκασαν τους θεούς να στείλουν την ποθητή βροχή. Ίσως ορισμένοι δέχτηκαν δύο ή τρεις εκδοχές μαζί, χωρίς να αισθανθούν καμιά αντίφαση - εκτός, φυσικά, από τους χριστιανούς.

Το περιστατικό δείχνει καθαρά την κοινή βάση από την οποία πήγαζαν οι θρησκευτικές διαφωνίες των κατοίκων της ρωμαϊκής οικουμένης. Όλοι σχεδόν αναγνώριζαν επεμβάσεις υπεραισθητών δυνάμεων στον φυσικό κόσμο. Συμφωνούσαν ότι οι ανώτερες δυνάμεις -οι κρείττονες, όπως τις αποκαλούσαν- μπορούσαν να κληθούν και να παρέμβουν, αν κάποιος τις επικαλεστεί με τον δέοντα τρόπο. Αποδέχονταν ότι ο αισθητός κόσμος ήταν το πεδίο στο οποίο εμφανιζόταν, άλλοτε αμεσότερα και άλλοτε με λιγότερο πρόδηλο τρόπο, μια υπέρτερη πραγματικότητα, την οποία ορισμένοι ήθελαν να ονομάζουν νοητήν. Οι κρείττονες μπορεί να ήταν θεοί, άγγελοι, δαίμονες, ήρωες ή ψυχές. Οι διαφωνίες στην εξήγηση ενός θαυμαστού φαινομένου προέρχονταν από τις συγκεκριμένες οριοθετήσεις αυτού του νοητού κόσμου.

Οι κατηγορίες των υπέρτερων όντων, τα ονόματά τους και οι μυθικές περιπέτειές τους πήγαζαν από τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών που συναποτελούσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι περισσότεροι δεν αμφισβητούσαν την ύπαρξη των δυνάμεων που επικαλούνταν οι θρησκευτικοί τους αντίπαλοι. Ισχυρίζονταν όμως ότι οι δικοί τους κρείττονες ήταν ισχυρότεροι και αγαθοεργοί. Μόνο ορισμένοι χριστιανοί έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη των άλλων θεών, θεωρώντας τους αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας. Αλλά ακόμη και κάποιοι που είχαν ασπαστεί τη νέα πίστη έβλεπαν στους θεούς των ἐθνικών, όπως ονόμαζαν συλλήβδην όσους δεν είχαν δεχτεί το φως του χριστιανικού ευαγγελίου, την πραγματική δράση των δικών τους εξεγερμένων αγγέλων, της στρατιάς των πονηρών πνευμάτων που είχε παρασύρει στην πτώση ο Σατάν ή, ελληνικότερα, ο Διάβολος.

Δίπλα στην κοινή γλώσσα της εποχής υπήρχε, λοιπόν, μια κοινή παρακαταθήκη αντιλήψεων και εμπειριών που διαχεόταν σε όλους τους κατοίκους της ρωμαϊκής οικουμένης, άσχετα από την εθνικότητα ή τη θρησκεία. Αόρατα όντα συνωστίζονταν παντού. Δυνάμεις ασώματες ή λεπτοφυείς, αγαθές και κακές, βρίσκονταν πίσω από κάθε ανθρώπινη επιτυχία ή συμφορά. Ο πραγματικός κόσμος ήταν πολύ μεγαλύτερος από το πεδίο που αντιλαμβάνονταν οι αισθήσεις. Η -αρχικά φιλοσοφική- πεποίθηση για την ανθρώπινη ψυχή ως ανώτερη και ανεξάρτητη από το σώμα είχε γίνει κτήμα των κοινών ανθρώπων. Μέσα από τη διάδοση των μυστηριακών λατρειών το μέλημα για μια ευτυχισμένη ύπαρξη πέρα από τον τάφο άγγιζε τους πολλούς.

Οι περισσότεροι που είχαν τυχόν αναλογιστεί το θέμα θα συμφωνούσαν ακόμη και στην αποδοχή ενός και μόνου θεού ανώτερου από τις άλλες υπεραισθητές δυνάμεις του σύμπαντος. Το ζήτημα ήταν ο καθορισμός της σχέσης που διατηρεί ο υπέρτατος αυτός θεός με τα απορρέοντα, ή δημιουργημένα από αυτόν, όντα στην πυραμιδωτή ιεραρχία του σύμπαντος. Άλλοι θεωρούσαν ότι ο ίδιος αυτός θεός παρουσιάζεται με διαφορετικά πρόσωπα -ή προσωπεία- στις κατά τόπους και κατά έθνη εκφάνσεις του. Άλλοι ότι παίρνει διαφορετικά ονόματα ανάλογα με τις ευεργεσίες που χαρίζει στους ανθρώπους. Άλλοι ότι χρησιμοποιεί κατώτερα αλλά διακριτά θεία όντα ως υπηρέτες του. Άλλοι ότι μένει απαθής για τα ανθρώπινα πράγματα, σε μια αιώνια αμεριμνησία. Άλλοι ότι και ο ίδιος πάσχει. Η μεγάλη αλυσίδα του όντος επιδεχόταν πολλαπλές ερμηνείες, ανάλογα με τις συνθήκες, τις εμπειρίες και τους πνευματικούς περιορισμούς κάθε ανθρώπου.

Ο Ιουλιανός ο Θεουργός ήταν, όπως αποδείχθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων, μια σημαίνουσα μορφή της εποχής - αν και ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ο πατέρας του ονομαζόταν επίσης Ιουλιανός και, για να διαφοροποιηθεί από τον γιο, έλαβε στις πηγές την προσωνυμία Χαλδαίος. Στους δύο αυτούς Ιουλιανούς αποδόθηκε η συγγραφή των Χαλδαϊκῶν λογίων, μιας συλλογής χρησμών γραμμένων στα ελληνικά, που εξηγεί τη δομή του σύμπαντος, τις δυνάμεις που το συνέχουν και τη σωτηριολογική προοπτική του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Η συλλογή αυτή παρουσιάστηκε ως θεόπνευστη. Θεωρήθηκε μάλιστα ότι περιέχει δόγματα πανάρχαια, γνωστά στον προ αιώνων χαμένο πολιτισμό των Χαλδαίων - όπως ονομάζονταν οι Βαβυλώνιοι ιερείς που είχαν ασχοληθεί με την κίνηση των πλανητών και της σφαίρας των άστρων και είχαν αναπτύξει το παλαιότερο επεξεργασμένο σύστημα αστρονομίας και αστρολογίας στην αρχαιότητα. Αν και η βαβυλωνιακή επιστήμη είχε θεσμικά εκλείψει, η παράδοσή της φαίνεται ότι έμενε ζωντανή μέσα από προφορική διδασκαλία και σχέσεις προσωπικής μαθητείας.

Ο αποκαλυπτικός τόνος της συλλογής υπογραμμίστηκε με τη χρήση μιας δυσνόητης επικής διαλέκτου και του δακτυλικού εξαμέτρου, που ήταν από παλιά το μέτρο των θεϊκών αποκαλύψεων στα ελληνόφωνα μαντεία. Έναν αιώνα μετά την εμφάνισή τους, τα Χαλδαϊκά λόγια έγιναν οι ιερές γραφές του παραδοσιακού ελληνισμού στον αγώνα του εναντίον του χριστιανισμού. Μαζί με τα ορφικά έπη αποτέλεσαν τους δύο αποκαλυπτικούς στυλοβάτες της νέας φιλοσοφικοθρησκευτικής σύνθεσης που δημιούργησε η ύστερη αρχαιότητα, του νεοπλατωνισμού. Ένας ύστερος εκπρόσωπος της συνθετικής αυτής φιλοσοφίας έλεγε ότι ολόκληρη η σοφία του κόσμου περιέχεται σε δύο μόνο έργα: τον Τίμαιο του Πλάτωνα και τα Χαλδαϊκά λόγια. Ο υπομνηματισμός των δυσνόητων αυτών χρησμών αποτέλεσε το επιστέγασμα της ερμηνευτικής εμβρίθειας των εκπροσώπων του παραδοσιακού ελληνισμού από τον ύστερο 3ο αιώνα και εξής.

Ο όρος θεουργός, που πρωτοεμφανίστηκε τότε, δημιουργήθηκε για να δηλώσει αυτόν που γνωρίζει να εργάζεται, να επιτελεί τα θεϊκά πράγματα, όπως θεολόγος ήταν αυτός που γνώριζε να λέει, να διηγείται τις πράξεις των θεών. (Στην παραδοσιακή αντίληψη θεολόγοι ήταν οι θεόπνευστοι ποιητές: ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ορφέας, ο Μουσαίος.) Θεουργία ήταν η υψηλή τέχνη που εξανάγκαζε τους θεούς σε άμεση, ορατή ενέργεια ή παρουσία. Αντίθετα με τις κατώτερες μορφές μαγείας που είχαν πάντοτε έναν άμεσο και πρακτικά στόχο, η θεουργία ήταν τέχνη θεοψίας και τελετουργικής θέωσης.

Με τη σταδιακή άνοδο του χριστιανισμού δημιουργήθηκε ένα νέο γραμματειακό είδος, του οποίου η αξία δεν ήταν ούτε ακριβώς βιογραφική ούτε αφηρημένα ηθική. Το εὐαγγέλιον (που κυριολεκτικά σημαίνει «καλή αγγελία» και «χαρμόσυνο μήνυμα») ήταν μια αφήγηση για τη ζωή, τη δράση και κυρίως τη διδασκαλία του Ιησού(;) μέσα από μια σωτηριολογική προοπτική - στο φως, δηλαδή, της πορείας για τη σωτηρία των πιστών. Τα «καλά νέα» που έφερνε αυτό το νέο γραμματειακό είδος δεν συνοψίζονταν σε μια φιλοσοφική θεωρία για τη δομή του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου, ούτε περιορίζονταν στην απλή βιογράφηση ενός μεμονωμένου ιερού προσώπου. Ενώ παρουσίαζαν το μήνυμα της σωτηρίας στη βάση ενός συγκεκριμένου ιστορικού συμβάντος που μπορούσε να τοποθετηθεί με σχετική ακρίβεια στον ιστορικό χώρο και χρόνο (στη ρωμαϊκή Ιουδαία κατά την πρώτη τριακονταετία του 1ου αιώνα), τα Ευαγγέλια ανοίγονταν, με τον προφητικό και αποκαλυπτικό τόνο τους, με τις παραβολές που περιείχαν, με τα θαύματα που περιέγραφαν και κυρίως με τη συμβολική αξία των αφηγούμενων γεγονότων, σε μια διάσταση που θα μπορούσε να ενδιαφέρει όλους τους ανθρώπους (sic).

Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της αρχαιότητας που ένα ιστορικό συμβάν αποκτούσε τέτοια καθολική και μνημειώδη σημασία - αντιστρόφως ανάλογη, μάλιστα, προς την αξία που του απέδωσαν οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του. Ελάχιστοι ιστορικοί είχαν ενδιαφερθεί να αναφέρουν τον Ιησού, που σταυρώθηκε ως κακούργος με εντολή του Ρωμαίου διοικητή Πόντιου Πιλάτου. Στη θανατική του καταδίκη, όμως, οι ακόλουθοι και μαθητές του είδαν τα εγκαίνια μιας νέας εποχής. Σταδιακά εμπεδώθηκε μια καινοφανής αντίληψη για τον ιστορικό χρόνο και τη ροή του: η αντίληψη της γραμμικής προόδου που φανερώνει ένα κρυμμένο σχέδιο.

Από χώρος της καθαρής συγκυρίας και της ανθρώπινης τυχαιότητας που ήταν έως τότε ή, αλλιώς, τομέας στον οποίο ο κοσμικός θεός εκδηλώνει κάθε στιγμή την πληρότητά του, η ιστορία απέκτησε για πρώτη φορά ένα κέντρο, την έλευση του Ιησού Χριστού, το οποίο, αν και εντός της ιστορίας, βρισκόταν επίσης έξω από αυτή, στον νου και την προαιώνια οικονομία του Θεού που είχε δημιουργήσει τον κόσμο. Όλα τα παρελθόντα γεγονότα θεωρήθηκαν ότι δείχνουν προς αυτό το κεντρικό συμβάν της ιστορίας και όλα τα μελλοντικά ότι αποκτούν την αξία τους από την πορεία θριάμβου της καθολικής Εκκλησίας. Διαγράφοντας από τη συνείδησή τους τον κυκλικό και επανερχόμενο χρόνο των παραδοσιακών κοινωνιών -αυτόν ακριβώς που υποσημαίνουν τα φαινόμενα της φύσης με τις διαδικασίες της γέννησης, της ανάπτυξης, της ωρίμανσης και της φθοράς- οι χριστιανοί ανέπτυξαν την αντίληψη ενός μονοδιάστατου και εξελισσόμενου χρόνου με συγκεκριμένη αρχή (τη δημιουργία του κόσμου), συγκεκριμένη στόχευση (την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου) και συγκεκριμένο μέλλον (τη δεύτερη παρουσία του Χριστού και τη συντέλεια του κόσμου). Με τρόπο πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της αρχαιότητας, η ματιά των χριστιανών στράφηκε προς το μέλλον και έγινε εσχατολογική: οραματίζονταν τα έσχατα και το τέλος της ιστορίας και προσδοκούσαν την ενσώματη ανάσταση των νεκρών.

Οι πρώτοι χριστιανοί περίμεναν τη δεύτερη έλευση του Ιησού στη διάρκεια του βίου τους. Όσο απομακρυνόταν αυτό το γεγονός από τον άμεσο ορίζοντα του παρόντος, το τέλος της ιστορίας μετατοπιζόταν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον που θα ερχόταν όταν η Εκκλησία ολοκλήρωνε την αποστολή της. Μέσα στον 2ο αιώνα η χριστιανική Εκκλησία απέκτησε σαφή οργανωτική δομή, εντεταλμένη να προστατεύει το ποίμνιο από εξωτερικούς εχθρούς και εσωτερικούς διαβολείς. Στην κορυφή κάθε τοπικής κοινότητας βρισκόταν ο επίσκοπος και κάτω από αυτόν οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι, που εκτελούσαν τις οδηγίες του. Η αυθεντία και η εξουσία των επισκόπων χρησιμοποιήθηκε για να περιοριστούν οι διχόνοιες και οι διαφωνίες μεταξύ των πιστών. Ωστόσο, οι συγκρούσεις δεν αποφεύχθηκαν. Οι σημαντικότερες αφορούσαν το ακριβές περιεχόμενο του χριστιανικού κηρύγματος και τον τρόπο κατανόησής του από τους ανθρώπους. Σε αντιδιαστολή προς άλλες ερμηνείες του χριστιανισμού που καταδικάστηκαν ως αιρετικές, αναδείχθηκε η μία, αγία, αποστολική και καθολική Εκκλησία που πορεύτηκε για να κατακτήσει την αυτοκρατορία.

Ο κανών των έργων που θα συναποτελούσαν την Καινή Διαθήκη -τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις των Αποστόλων, διάφορες επιστολές που συντάχθηκαν από Αποστόλους ή αποδόθηκαν σε αυτούς, και η Αποκάλυψη του Ιωάννη- άρχισε να διαμορφώνεται στο τέλος του 2ου αιώνα. Είχαν όμως ήδη προκύψει έριδες γύρω από την αυθεντικότητα των συγγραμμάτων. Τα ιερά κείμενα που κυκλοφορούσαν και διαδίδονταν μεταξύ των χριστιανών ήταν πολλά, και συχνότατα είχαν σημαντικές και ηθελημένες αποκλίσεις μεταξύ τους. Τα περισσότερα γράφονταν προκειμένου να διορθώσουν κάποια εκδοχή των πράξεων, των λόγων και των παθών του Ιησού ή των μαθητών του, που οι συντάκτες τους θεωρούσαν εσφαλμένη. Ελάχιστα από τα «απόκρυφα» αυτά έργα έχουν σωθεί - μολονότι στην αιγυπτιακή έρημο αποκαλύπτονται διαρκώς νέα σημαντικά δείγματα. Πολλά από αυτά προέρχονται από κύκλους χριστιανών που αυτοαποκαλούνταν Γνωστικοί.

Όπως δηλώνει και το όνομά τους, Γνωστικοί ονομάστηκαν εκείνοι οι θρησκευόμενοι κάτοικοι της ρωμαϊκής οικουμένης, χριστιανικών ως επί το πλείστον αποκλίσεων, που διατείνονταν ότι η λύτρωση είναι θέμα γνώσεως. Θεωρούσαν την πίστιν (την οποία είχαν τόσο επαινέσει άλλοι δάσκαλοι του χριστιανισμού, με προεξάρχοντα τον Παύλο) ως προπαρασκευαστικό στάδιο για την επίτευξη της πραγματικής γνώσης. Κατά τους Γνωστικούς, πηγή των ανθρώπινων δεινών ήταν η άγνοια, όχι η αμαρτία, και η θεμελιώδης άγνοια έπαιρνε τρεις μορφές: ήταν άγνοια του εαυτού, άγνοια του κόσμου και άγνοια του Θεού. Η γνώση που είχαν κατά νου δεν ήταν φυσικά η θεωρητική ενατένιση ενός αντικειμένου, αλλά η βιωμένη απελευθέρωση του νου που οδηγούσε σε εσωτερική μεταμόρφωση.

Τα μυθικοφιλοσοφικά συστήματα που ανέπτυξαν οι Γνωστικοί υπήρξαν πολυάριθμα. Οι ορθόδοξοι κατήγοροί τους δικαιολογημένα έλεγαν ότι ο καθένας τους είχε την ελευθερία να προτείνει τη δική του κοσμοθεωρία. Οι Γνωστικοί αισθάνονταν ξένοι μέσα στον κόσμο, ξένοι μέσα στην κοινωνία, ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σώμα. Το βίωμά τους συνοψιζόταν σε μια ριζική αλλοτρίωση - ίσως την πρώτη που γνώρισε ο αρχαίος κόσμος σε τέτοια ένταση. Οι πόλεις στις οποίες ζούσαν, ο πολιτισμός των καλλιεργημένων συνανθρώπων τους και η πολιτική της άρχουσας τάξης, συγκλητικών και αυτοκρατόρων, τους άφηναν αδιάφορους. Κήρυξαν πόλεμο σε όλες τις δυνάμεις του παρόντος κόσμου, αν και ο πόλεμός τους ήταν καθαρά πνευματικός. Ειδικά στον τομέα του ερωτισμού, ανέπτυξαν δύο φαινομενικά αντίθετες αλλά ουσιαστικά συμβατές τάσεις: την άκρα ελευθεριότητα και την πλήρη αποχή. Κοινός παρονομαστής των δύο τάσεων ήταν η αντίθεση στον παρόντα κόσμο και η διάθεση κατάργησής του - με την υπερβολή ή την άρνηση.

Όλοι οι Γνωστικοί συμφωνούσαν ότι το αισθητό σύμπαν είναι το αποτέλεσμα της παράλογης δράσης όχι του πρώτιστου θεϊκού Όντος αλλά ενός δεύτερου θεού-δημιουργού, που απομακρύνθηκε από τον Πατέρα, λησμόνησε τη σοφία του και δημιούργησε τον κόσμο για να αποδείξει την κυριαρχία του. Κατά την κοσμογονική διαδικασία, οσοδήποτε περίπλοκη και αν τη θεωρούσαν, κάποια ελάχιστα μόρια του πρώτου Θεού εγκλωβίστηκαν μέσα στον κόσμο της ύλης. Αυτά συνιστούσαν το ανθρώπινο πνεύμα και αυτά επιζητούσαν απελευθέρωση και επιστροφή στον πατρικό βυθό.

Πίσω από την πολυμορφία των γνωστικών μύθων και εννοιών κρύβεται η αγωνία να δοθούν ικανοποιητικές απαντήσεις σχετικά με το πώς ακριβώς προκαλείται η μετάβαση από τον πανάγαθο Θεό στο δημιουργημένο σύμπαν. Κρύβεται επίσης μια συνολική άρνηση της αγαθότητας και της ομορφιάς του αισθητού κόσμου και μια ανυποχώρητη τάση απομάκρυνσης από όλα όσα εμπλέκουν και δεσμεύουν το πνεύμα.

Δύο αντίρροπες τάσεις συνδυάστηκαν στη γέννηση του γνωστικού φαινομένου. Η μία, ελληνική τόσο στην προέλευση όσο και στον χαρακτήρα, τόνιζε την αξία της γνώσης όχι μόνο ως μέσου για άλλους σκοπούς αλλά και ως έσχατου τέλους («στόχου») της ανθρώπινης ζωής. Η γνώση του εαυτού, του κόσμου και του θείου ήταν κυρίαρχα μελήματα της ελληνικής φιλοσοφίας από τις πρώτες απαρχές της. Η άλλη τάση, ανατολικής και ίσως ειδικότερα ιρανοπερσικής προέλευσης, θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι ουσιωδώς κακός και ότι, κατά συνέπεια, δεν θα μπορούσε να αποτελεί έργο ενός αγαθού θεού.

Ο Μάνης (216-275) ήταν ένας Πέρσης γεννημένος στη Βαβυλώνα. Εξαιτίας μιας αποκαλυπτικής εμπειρίας με τον Παράκλητο, την οποία κατέγραψε ο ίδιος, θεώρησε χρέος του να ιδρύσει μια νέα οικουμενική θρησκεία. Ως προδρόμους του στον φωτισμό των ανθρώπων αναγνώριζε τον Βούδα, τον Ζωροάστρη και τον Χριστό. Προσπάθησε να εναρμονίσει τις τάσεις των τριών αυτών θρησκειών, και η επιτυχία του ήταν σημαντική. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, ο μανιχαϊσμός είχε διαδοθεί από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τον Ινδικό ωκεανό. Η απειλή για τη χριστιανική Εκκλησία ήταν μεγάλη, γιατί, αντίθετα με τις άλλες εκδοχές του γνωστικισμού, ο μανιχαϊσμός έλυνε αποφασιστικά το πρόβλημα της προέλευσης του κακού, θεωρώντας το Σκότος (δηλαδή το ριζικό Κακό) ως αυθυπόστατη αρχή, δίπλα στο επίσης αυθυπόστατο Φως. Αν και αντιμετωπίστηκε από τους χριστιανούς ως αίρεση, ο μανιχαϊσμός ήταν στην πραγματικότητα μια νέα καθολική θρησκεία με οικουμενικές βλέψεις.

Νωρίτερα η λατρεία του επίσης ιρανικού θεού Μίθρα, που άρχισε να διαδίδεται τον 1ο αιώνα μαζί με τον χριστιανισμό, είχε γοητεύσει για παρόμοιους λόγους πολλούς κατοίκους της ρωμαϊκής οικουμένης. Ειδικά οι πολεμιστές έλκονταν ιδιαίτερα από τον Μίθρα, που εκπροσωπούσε την πάλη του Φωτός εναντίον των δυνάμεων του Σκότους, καθώς οι δικοί τους πολεμικοί αγώνες μπορούσαν εύκολα να θεωρηθούν απομιμήσεις εκείνης της μεγάλης κοσμικής μάχης. Οι επτά βαθμοί της μιθραϊκής μύησης ανακαλούσαν τη στρατιωτική ιεραρχία και ενέπνεαν το αγωνιστικό πνεύμα των ανδρών. Μάλιστα, αν η μιθραϊκή λατρεία δεν απέκλειε τις γυναίκες, και κατά συνέπεια το ήμισυ του πληθυσμού, ο Μίθρας θα μπορούσε να είναι ο κυριότερος αντίπαλος του Χριστού στη μάχη για θρησκευτική επικράτηση. Οι χριστιανοί είδαν στην αιματηρή βάπτιση των οπαδών του Μίθρα μια δαιμονική απομίμηση του δικού τους βαπτίσματος.

Ιδιαίτερη θέση στην παραγωγή εγγράμματου ελληνικού πολιτισμού κατείχε, από τον 2ο έως τον 4ο αιώνα, η Συρία. Οι πόλεις της (η Αντιόχεια, η Δαμασκός και κυρίως η Απάμεια) έγιναν μεγάλα κέντρα διανόησης και πνευματικής αναζήτησης. Οι φιλόσοφοι του 2ου αιώνα που προετοίμασαν τη μεγάλη αναγέννηση του νεοπλατωνισμού κατάγονταν από τη Συρία. Σήμερα ονομάζονται νεοπυθαγόρειοι, διότι στράφηκαν με ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή του Πυθαγόρα ως σοφοῦ και ως του κατεξοχήν θείου ἀνδρός. Οι Βίοι του Πυθαγόρα που έχουν διασωθεί από τη γραφίδα δύο μεταγενέστερων Νεοπλατωνικών (του Πορφύριου και του Ιάμβλιχου, που κατάγονταν και οι δύο από τη Συρία) δείχνουν ότι ο πυθαγορισμός είχε αναπτυχθεί ως ένας φιλοσοφικοθρησκευτικός τρόπος ζωής, με ιδιαίτερη έμφαση στον αριθμολογικό και μυθικό συμβολισμό και στην περίπλοκη τελετουργία του καθημερινού βίου. Ο Νουμήνιος από την Απάμεια, ο σημαντικότερους από τους τρεις νεοπυθαγόρειους της Συρίας, έλεγε ότι «ο Πλάτων είναι ένας Μωυσής που μιλά σε αττική διάλεκτο». Ο φιλοσοφικός συγκρητισμός προσπαθούσε και πάλι, όπως το είχε κάνει νωρίτερα ο Ιουδαίος Φίλων, να εναρμονίσει την Αθήνα με την Ιερουσαλήμ.

Η συλλογή των Σιβυλλιακών χρησμών που άρχισε να συγκροτείται την ίδια εποχή αποσκοπούσε επίσης σε μια τέτοια σύνθεση. Σιβυλλιακοί χρησμοί υπήρχαν από παλιά στη Ρώμη. Το αρχικό υλικό υπέστη πολλαπλές επεξεργασίες και προσθήκες, για να εξυπηρετήσει τόσο πολυθεϊστικές όσο και ιουδαϊκές (ηθικοπρακτικές ή μονοθεϊστικές) σκοπιμότητες. Ένα μέρος του εκχριστιανίστηκε.

Μιλώντας από μια οικουμενική κορυφή, η εκχριστιανισμένη Σίβυλλα, η προσωποποίηση της θεϊκά εμπνευσμένης προφήτισσας, παρουσίαζε τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, αφηγούνταν την έλευση του Ιησού και το έργο της σωτηρίας, προμήνυε τη Δευτέρα Παρουσία και προφήτευε για μελλοντικά γεγονότα, διακοσμώντας πάντοτε τη βασική αφήγηση της Γενέσεως, ορισμένων προφητικών βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και των Ευαγγελίων με στοιχεία από τα ησιόδεια έπη και την ελληνική μυθολογία.

Κύρια μέριμνα της χριστιανικής συλλογής ήταν η εξύμνηση του Ύψιστου Θεού δίχως βεβιασμένους συγκρητισμούς ή χρήση φιλοσοφικής ορολογίας. Μάλιστα, τα αμιγώς εβραϊκά θρησκευτικά τελετουργικά και έθιμα υποβαθμίστηκαν για χάρη της οικουμενικότητας, ενώ αντλήθηκαν, με νεανική ελευθερία, εικόνες και εκφράσεις από την επική παράδοση χωρίς την υποψία ότι γίνονται παραχωρήσεις στον εθνικό κόσμο. Κρινόμενο με λόγια μέτρα, το δακτυλικό εξάμετρο της συλλογής είναι ελλειπτικό και ασταθές. Αποπνέει όμως τη χαρμόσυνη δροσιά της ζωντανής ποίησης.

Ο τόπος συγγραφής των Σιβυλλιακών χρησμών δεν είναι γνωστός. Άλλωστε, η ολοκλήρωση της συλλογής κράτησε αρκετούς αιώνες και αξιοποίησε πολλούς εργάτες του πνεύματος. Η Εγγύς Ανατολή φαίνεται, ωστόσο, πιθανός τόπος προέλευσης για την εκχριστιανισμένη μορφή της. Ειδικά στη Συρία οι ελληνικές επιγραφές που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη ξεπερνούν σε αριθμό εκείνες που είναι γραμμένες στα συριακά. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, η Αίγυπτος και η Συρία έμελλε να αναδείξουν σημαίνουσες μορφές στη θεολογία. Και στις δύο περιοχές οι επίσκοποι ήταν κατά κύριο λόγο ελληνόφωνοι, ενώ ο κατώτερος κλήρος και αργότερα οι μοναχοί μιλούσαν συχνά τις τοπικές γλώσσες (κοπτικά και συριακά). Κατά την ύστερη αρχαιότητα η Αίγυπτος και (περισσότερο) η Συρία έκαναν τονωτικές ενέσεις στον ελληνισμό.

Από τον 3ο αιώνα και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ο πλατωνισμός έγινε η κυρίαρχη φιλοσοφία όσων συνέχισαν να συνδέονται με την αρχαιοελληνική παράδοση. Οι περισσότεροι άνθρωποι φυσικά δεν μπορούσαν, ούτε ήθελαν, να παρακολουθήσουν τις υψηλές απαιτήσεις του. Δίπλα στον αναγεννημένο πλατωνισμό, που αποτελούσε ουσιαστικά μια φιλόδοξη σύνθεση της αλήθειας όλων σχεδόν των φιλοσοφικών σχολών (εκτός από τον σκεπτικισμό, που δεν μπορούσε να εναρμονιστεί), αναπτύχθηκε και ένας τρόπον τινά λαϊκός πλατωνισμός, κατάλληλος για τις μάζες, του οποίου η έκφραση έτεινε προς την εικονοποιία, την αλληγορία και τον μυθικό συμβολισμό. Το σπουδαιότερο μέρος αυτού του λαϊκού πλατωνισμού συγκροτήθηκε σε μορφή ευανάγνωστων κειμένων κατά τον 3ο αιώνα και αποδόθηκε στη θεϊκή αυθεντία του Ερμή, ο οποίος, με την επωνυμία Τρισμέγιστος, ταυτίστηκε με τον αιγυπτιακό θεό του λόγου Θωτ (ή Θευθ).

Οι αποκαλύψεις του Τρισμέγιστου Ερμή θεωρήθηκαν πανάρχαιες, και το κύρος τους ενδυναμώθηκε από την υποτιθέμενη θεοπνευστία των έργων. Στα συγγράμματα αυτά συντέθηκε η μαγική σοφία της Αιγύπτου με την ελληνική σκέψη και η μυθική θεογονία με τη μεταφυσική και την κοσμολογία. Η βασική απορία, στην οποία τα έργα αυτά προσπαθούσαν να απαντήσουν, ήταν παμπάλαιη και αφορούσε τη θέση του ανθρώπου μέσα στη δομή του σύμπαντος και τη δυνατότητα λύτρωσης από την άτεγκτη αναγκαιότητα της φθοράς και του θανάτου.

Το βαβυλωνιακό, το περσικό, το αιγυπτιακό και τα άλλα ανατολικά θρησκευτικά στοιχεία της ύστερης αρχαιότητας δεν αποτελούσαν πρωτότυπες δημιουργίες της εποχής. Τα δόγματα και οι διδασκαλίες, οι μυθολογίες, οι δοξασίες, τα σύμβολα και οι τελετές ήταν στην πλειονότητά τους αρχαϊκά. Το νέο χαρακτηριστικό της εποχής ανιχνεύεται στην απόσπαση των παραδοσιακών αυτών στοιχείων από το γενέθλιο έδαφος των κοινωνιών που τα εξέθρεψαν. Με τη μετατροπή τους σε αφηρημένες ιδέες τα παραδοσιακά στοιχεία μπορούσαν να συσχετιστούν (να αντιπαρατεθούν, να συγκριθούν, να εναρμονιστούν) με άλλες, εξίσου αυτόνομες, ιδέες.

Η εποχή πάντως επιζητούσε θεία αποκάλυψη. Οι ανθρώπινες ενέργειες φαίνονταν μετέωρες και ανούσιες αν δεν εντάσσονταν σε κάποιον ευρύτερο, θεϊκό σχεδιασμό. Η πολιτική και πολεμική δράση φάνταζε σε πολλούς ως αποπροσανατολιστική λήθη του αληθινού εαυτού. Στην ύστερη αρχαιότητα διακρίνεται μια ολοένα αυξανόμενη και διευρυνόμενη αγωνία για την ανεύρεση εκείνων των ανθρώπων που μπορούν να μεταδώσουν το θείο μήνυμα στον κόσμο των θνητών. Οι άγιοι, οι όσιοι και οι θείοι άνδρες έγιναν μεσάζοντες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη και διαχειριστές του υπερφυσικού στοιχείου στον επίγειο κόσμο. Οι πάντες συμφωνούσαν στην αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, αν και διαφωνούσαν ποιος ήταν αληθινά φωτισμένος, δηλαδή γνώστης των ουράνιων πραγμάτων πέρα και πάνω από τους περιορισμούς της θνητής ανθρώπινης διάνοιας. Με την άνοδο του χριστιανικού μοναχισμού κατά τον 4ο αιώνα, οι ασκητές της ερήμου θεωρήθηκαν από τους χριστιανούς ως οι ορατοί σύνδεσμοι του ουρανού με τη γη.

Προφήτες και ψευδοπροφήτες, άγιοι και μάγοι, σοφοί και αγύρτες ήταν οι εκλεκτοί των θείων δυνάμεων ή οι ανόσιοι σφετεριστές του πνεύματός τους. Στο δύσκολο έργο της αναγνώρισης του γνήσιου από τον απατηλό φορέα της φωνής του υπερπέραν οφείλεται μεγάλο μέρος των πνευματικών συγκρούσεων και των θρησκευτικών ανταγωνισμών της ύστερης αρχαιότητας. Η χριστιανική οριοθέτηση της ορθόδοξης πίστης έναντι των αιρέσεων αποτελεί συνέπεια μιας γενικότερης τάσης της εποχής: της απαίτησης για απόλυτη αλήθεια. Η έννοια της ετεροδοξίας ως προσωπικού νεωτερισμού που παραχαράσσει από ματαιοδοξία την αυθεντική παράδοση αιώνων, εμφανίζεται -και κατακρίνεται- στα έργα αρκετών συγγραφέων της εποχής, όχι μόνο χριστιανών.

Το να “κάνουμε τίποτα” μας κάνει καλό

Η ιδέα πως το να «κάνεις τίποτα» είναι μια δεξιότητα που χρειάζεται να μάθει κάποιος μπορεί να προκαλεί σύγχυση, τουλάχιστον αρχικά.

Σίγουρα είναι απλά το ζήτημα του να σταματήσει κάποιος να κάνει το παραμικρό. Αυτό δεν είναι; Κι όμως αυτό είναι τελικά εύκολο να το πεις και δύσκολο να το κάνεις. Είναι μια γενική παραδοχή –αναγνωρισμένη από το Βούδα έως τον Τζον Κητς (Άγγλος ρομαντικός ποιητής) – ότι το «πράττειν» μπορεί να γίνει ένα είδος καταναγκασμού, μια εξάρτηση που δεν έχει την αναγνώριση που της αξίζει επειδή η κοινωνία μας επαινεί γι ’αυτήν. Πράγματι, το να μάθεις να «κάνεις τίποτα» μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας για να πετύχουμε ό,τι επιθυμούμε στους φρενήρεις ρυθμούς που ζούμε. Δείτε γιατί:

Το να «κάνεις τίποτα» δε σημαίνει ότι δεν κάνεις κάτι

Αν υποθέσουμε ότι δεν είσαι νεκρός, είσαι σε μια κατάσταση όπου μονίμως κάνεις κάτι – ακόμα και αν απλώς απολαμβάνεις την αδράνεια. (Για τους ψυχολόγους το αίσθημα της απόλαυσης είναι κι αυτή μια δεξιότητα που μπορεί να ασκεί κάποιον στο να μαθαίνει να συγκεντρώνεται σε κάθε αίσθηση ξεχωριστά). Αλλά αυτό που συνηθέστερα εννοούμε όταν λέμε «κάνω τίποτα», σημαίνει δεν κάνω κάτι χρήσιμο. Το θέμα είναι ότι το «χρήσιμο» ορίζεται με τρόπους που δεν μας εξυπηρετούν πάντοτε. Το να εργάζεται κανείς όλο και πιο σκληρά για να αγοράζει όλο και περισσότερα πράγματα είναι χρήσιμο για τους εμπόρους αλλά όχι απαραίτητα για εμάς. Η χρησιμότητα σχετίζεται περισσότερο με το μέλλον: σας αποσπά από το παρόν, κάνοντας όλο και πιο δύσκολο να απολαύσετε τη στιγμή, ίσως λοιπόν το να «κάνεις τίποτα» να είναι συνώνυμο της απόλαυσης της ζωής.

Η ανεμελιά, η ξεκούραση ακόμα και η ανία μπορούν να πυροδοτήσουν τη δημιουργικότητα

Υπάρχει λόγος που τόσο πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες γενικότερα βάζουν στην καθημερινότητά τους μακρινές βόλτες. Μια εξήγηση είναι «το φαινόμενο της επώασης»: όταν σταματάει κάποιος να εστιάζει σε αυτό που πρέπει να κάνει φαίνεται πως δίνει άδεια στο ασυνείδητο να ξεκινήσει να εργάζεται. Σε μια έρευνα οι άνθρωποι που γνώριζαν ότι θα επέστρεφαν σε μια δημιουργική δραστηριότητα μετά το διάλειμμα τα πήγαν πολύ καλύτερα σε αυτή τη δραστηριότητα όταν επέστρεψαν σε αυτή σε σχέση με εκείνους που δεν περίμεναν ότι θα επιστρέψουν στη δραστηριότητα αυτή. Υποθέτουμε ότι είναι η ασυνείδητη επεξεργασία όχι απλά η ανάπαυλα, που κάνει τη διαφορά.

Άλλες έρευνες σχετικές με την ανία, (σε μια από αυτές οι συμμετέχοντες έπρεπε να αντιγράψουν αριθμούς από τον τηλεφωνικό κατάλογο), δείχνουν ότι η ανία κινητοποιεί τους ανθρώπους να επινοήσουν ενδιαφέροντες τρόπους ώστε να την καταπολεμήσουν κι έτσι πυροδοτείται η δημιουργικότητά τους. Επιπλέον, η ελεύθερη σκέψη καταπολεμά την τάση να έχουμε παρωπίδες όπως όταν συγκεντρωνόμαστε αποκλειστικά και μόνο στους στόχους μας.

Η υπερδραστηριότητα είναι αντιπαραγωγική

Εδώ και πολλά χρόνια συγχέουμε την υπερπροσπάθεια με την αποτελεσματικότητα. Μια μέρα που ξοδεύουμε σε δευτερεύουσες εργασίες είναι εξουθενωτική, αλλά εμείς θεωρούμε –συχνά λανθασμένα- ότι κάναμε κάτι απαραίτητο και χρήσιμο. Ο Δανός ειδικός στην εργασία Manfred Kets de Vries, γράφει ότι η υπερδραστηριότητα μπορεί να είναι «ένας πολύ αποτελεσματικός αμυντικός μηχανισμός για να απωθούνται ενοχλητικές σκέψεις και συναισθήματα». Όταν «κάνουμε τίποτα» πραγματικά ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά που έχουν σημασία.

Η ξεκούραση είναι απαραίτητη για τον εγκέφαλο

Από τη Βιομηχανική Επανάσταση ως σήμερα, αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους σαν να είναι μηχανές, υποθέτοντας ότι αν πιεστούμε πολύ και πιέσουμε και τους άλλους θα επιτύχουμε περισσότερα. Όμως οι νευροεπιστήμονες συνεχώς επιβεβαιώνουν ότι οι εγκέφαλοί μας χρειάζονται ξεκούραση – όχι μόνο για να επαναφορτίσουμε τις μπαταρίες μας αλλά για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε τα δεδομένα που παίρνουμε, να ταξινομήσουμε τη μνήμη μας, να ενισχύσουμε τις διαδικασίες μάθησης και να ενδυναμώσουμε τους νευρώνες που μας επιτρέπουν να κάνουμε όλα τα παραπάνω. Σε μια έρευνα του 2009 η απεικόνιση του εγκεφάλου ανθρώπων στους οποίους ζητήθηκε να χρησιμοποιήσουν ένα τηλεχειριστήριο που δεν λειτουργούσε όπως τα συνηθισμένα, έδειξε ότι η γνωστική διεργασία των ανθρώπων που μάθαιναν κάτι νέο, γινόταν κατά τη διάρκεια των περιόδων χαλάρωσης του εγκεφάλου.

Θα μπορείτε να ελέγχετε την προσοχή σας

Μην περιμένετε πως το να «κάνετε τίποτα» θα σας φαίνεται εύκολο στην αρχή: η αντίσταση στην ανάγκη να κάνετε πράγματα απαιτεί αποφασιστικότητα. Στο Βουδισμό σύμφωνα με την εκπαιδεύτρια στο διαλογισμό Susan Piver η υπεραπασχόληση θεωρείται μια μορφή τεμπελιάς – είναι μια αποτυχία να διατηρήσουμε την προσοχή μας απερίσπαστη από κάποιο ασήμαντο email, ιστοσελίδα ή κάποια υποχρέωση που διεκδικεί την προσοχή μας. Ο πειρασμός είναι μεγάλος: η σύγχρονη οικονομία και ειδικά το διαδίκτυο μάχονται για να τους δώσουμε την προσοχή μας. Τα καλά νέα είναι ότι το να μάθουμε «να κάνουμε τίποτα» θα μας βοηθήσει να ξαναπάρουμε στα χέρια μας τον έλεγχο της προσοχής μας σε κάθε περίσταση. Ένα είναι το κόλπο: προγραμματίστε κάποια στιγμή μέσα στη μέρα να «κάνετε τίποτα» με τον ίδιο τρόπο που προγραμματίζετε τις υπόλοιπες ασχολίες της μέρας. Απλά μην περιμένετε να σας κατανοήσουν οι υπόλοιποι αν ισχυριστείτε ότι δε μπορείτε να φανείτε συνεπείς σε κάποια κοινωνική υποχρέωση επειδή είστε απασχολημένοι με το να «κάνετε τίποτα».

Η Φιλοσοφία και η Θρησκεία Σήμερα

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (η οποιαδήποτε συνείδηση) έχει μία Αντικειμενική Φύση άσχετα από το τι αντιλαμβάνεται η Συνείδηση, άσχετα δηλαδή από τις όποιες υποκειμενικές αντιλήψεις. Αυτή η Αντικειμενική Φύση, η Βαθύτερη Φύση της κάθε συνείδησης μπορεί να διερευνηθεί μόνο βιωματικά, όταν υπερβαίνουμε όλες τις ατομικές νοητικές ή άλλες δραστηριότητες. Για να γίνει αυτό ξεκινάμε από την Δεδομένη Συνείδηση σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Απλά πρέπει να υπερβούμε τις ατομικές δραστηριότητες.

Ανώτεροι & Κατώτεροι Κόσμοι

Βέβαια, στην διάρκεια της ιστορίας, η αντίληψη για την Πραγματική Φύση (την Αντικειμενική Φύση, την Ύστατη Πραγματικότητα, το Βαθύτερο Είναι μας) έχει αλλάξει. Και η Δεδομένη Συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολύ πιο κοντά στην Πραγματικότητα από ό,τι ήταν η Δεδομένη Συνείδηση του πρωτόγονου ανθρώπου. Η Φιλοσοφική και Θρησκευτική εμπειρία προσέγγισε την Αλήθεια σε μεγαλύτερο βαθμό και η Αντικειμενική Φύση της Συνείδησης έγινε πιο ευδιάκριτη.

Τις δύο τελευταίες χιλιετηρίδες επικράτησαν φιλοσοφικές αντιλήψεις και θρησκείες που αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει Μία και Μόνη Πραγματικότητα, Ένα και Μοναδικό Είναι, στο Οποίο αναφέρεται κάθε είναι.

Πριν 2500 χρόνια ο Πλάτωνας έθετε το Όντως Ον, το «τελείως είναι», σαν την Βάση στην Οποία αναφερόταν κάθε είναι. Το «τελείως είναι» είναι Αντικειμενική Αρχή, πέραν της νοήσεως, δεν είναι μία γενική ιδέα που συλλαμβάνουμε με την σκέψη. Πολύ αργότερα, λίγους αιώνες πριν, ο Χέγγελ ταύτιζε ουσιαστικά το ΝΟΕΙΝ με το ΕΙΝΑΙ δίνοντας έτσι στο ΕΙΝΑΙ όχι μία ουσιαστική φύση αλλά μία δυναμική δραστηριότητα. Το ΕΙΝΑΙ δεν είναι Ουσία είναι Ενέργεια, συνειδησιακή κατάσταση. Αυτό το ΕΙΝΑΙ περιέχει τα πάντα. Σε Αυτό το ΕΙΝΑΙ αναφέρονται όλες οι συνειδησιακές καταστάσεις, όλα τα φαινόμενα. Τον περασμένο αιώνα οι υπαρξιστές φιλόσοφοι προσέγγισαν μέσα από την Δεδομένη Συνείδηση το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ σαν την Ίδια, την Πραγματική Φύση μας.

Στον ίδιο δρόμο μεγάλα θρησκευτικά κινήματα, όπως ο Βουδισμός ή το Βεδάντα, έφτασαν στην Ίδια Πραγματικότητα, την Μία και Μοναδική, μέσα στην Οποία συγχωνεύονται όλα. Ακόμα και θρησκείες που αντιλαμβάνονταν την Ύστατη Πραγματικότητα σαν κάτι Απροσδιόριστο, του Οποίου μόνο την Εικόνα, τον Παγκόσμιο Λόγο, μπορούμε να προσεγγίσουμε, όπως ο χριστιανισμός, έφτασαν μέσω ορισμένων εκπροσώπων τους, στην αντίληψη ότι Μόνο ο Θεός Υπάρχει κι ότι μπορούμε να αντιληφθούμε τον Θεό μόνο όταν ο νους κενωθεί από όλα τα ατομικά στοιχεία του. Για τους ισλαμιστές σούφι δεν υπάρχει τίποτα άλλο από τον Θεό, το εγώ αποτελεί μία βλαστήμια. Μονάχα όταν οποιαδήποτε ατομική αντίληψη εξαλειφθεί φτάνουμε σε αυτό που ορίζουν σαν φανά φι ΄λλαχ (σβήσιμο μέσα στον Θεό).

Αν πρόκειται λοιπόν να υιοθετηθεί μία φιλοσοφική άποψη, ή μία θρησκευτική αντίληψη, τον εικοστό πρώτο αιώνα, αυτή θα πρέπει να αντιλαμβάνεται την Πραγματικότητα σαν Μία και Ενιαία, Εντός της Οποίας συγχωνεύονται όλες οι άλλες πραγματικότητες. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, είτε μας αρέσει, είτε όχι, η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΦΥΣΗ μας είναι Αιώνια, Αναλλοίωτη, Πλήρης. Δεν εκπίπτει, δεν διασώζεται. Όλα αυτά είναι μόνο επιφανειακές μεταβολές. Ανήκουμε στο Απόλυτο, όποια ηλίθια δεδομένη συνείδηση κι αν βιώνουμε. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα.

Ο Αιώνιος Δρόμος προς την Αλήθεια

Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την ύπαρξή του, εδώ και χιλιάδες χρόνια, προσπάθησε να κατανοήσει το «περιβάλλον» του, να αντιληφθεί την Πραγματικότητα κι έτσι δημιούργησε διάφορες κοσμοθεωρίες. Μία τέτοια αντίληψη, μία κοσμοθεωρία, όσο απλοϊκή κι αν είναι, είναι κατά βάση φιλοσοφική και κατά δεύτερο λόγο θρησκευτική.

Στην διάρκεια της ιστορίας ο άνθρωπος βελτίωσε αρκετά την αντίληψή του για την Πραγματικότητα. Κάποιοι εξαιρετικοί άνθρωποι μάλιστα προσέγγισαν την Πραγματικότητα με τρόπο ιδιαίτερα ευφυή και «επέβαλλαν» την αντίληψή τους στους συνανθρώπους τους, επηρεάζοντας συχνά μεγάλους πληθυσμούς. Αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι θεωρήθηκαν «Θεοί» ή «ενσαρκώσεις» του Θεού.

Στην πραγματικότητα αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν διαφέρουν σε τίποτα από εμάς τους «κοινούς» ανθρώπους, τον κάθε άνθρωπο. Η ανθρώπινη φύση (οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή) είναι μία και λειτουργεί σε όλους το ίδιο. Από την στιγμή που μία ανθρώπινη συνείδηση (αδιάφορο αν ονομάζεται Βούδας ή Σανκάρα, Λαό Τσε ή Ιησούς, Πλάτωνας ή Χέγγελ) φτάνει στην Αντίληψη της Πραγματικότητας (αν υποθέσουμε ότι αυτή η Αντίληψη ανταποκρίνεται στην Αλήθεια) μπορεί να το κάνει ξανά και ξανά και όχι απλά μία συνείδηση αλλά κάθε συνείδηση, οποιαδήποτε συνείδηση.

Βέβαια, καλό είναι να γνωρίζουμε τις αντιλήψεις των συνανθρώπων μας (όχι μόνο της κοινωνίας που ζούμε αλλά και άλλων κοινωνιών, σε όλες τις εποχές) και να μπορούμε, αν το θέλουμε, να ακολουθήσουμε κάποια φιλοσοφική, θρησκευτική, αντίληψη για να «συλλάβουμε» την Πραγματικότητα, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορούμε, είτε στηριζόμενοι σε κάποια στοιχεία από το κοινωνικό περιβάλλον μας, είτε όχι, να ξαναβρούμε τον Δρόμο προς την Αλήθεια (όπως τον βρήκαν και οι άλλοι) δομώντας έτσι την δική μας, την προσωπική μας αντίληψη για την Πραγματικότητα. Σε τελευταία ανάλυση το να αντιληφθεί κάποιος μόνος του την Αλήθεια, βασιζόμενος στον εαυτό του, είναι το πιο ορθό λογικά, φιλοσοφικά, γιατί έτσι Βιώνει πραγματικά την Αλήθεια και δεν προσπαθεί μέσα από μία ξένη αντίληψη να προσεγγίσει την Πραγματικότητα. Αν ο Βούδας ή ο Ιησούς, ο Λάο Τσε, ο Πλάτωνας ή ο Πλωτίνος, ο Έκαρτ ή ο Χάιντεγκερ, ή οποιοσδήποτε φιλόσοφος, ή άλλος άνθρωπος έφτασαν στην Αλήθεια, μπορεί οποιοσδήποτε άνθρωπος να το κάνει ξανά και ξανά στους αιώνες και να δομήσει, ενδεχομένως, μία αντίληψη περισσότερο ευφυή από την αντίληψη όλων αυτών.

Αυτός ο Προσωπικός Δρόμος προς την Αλήθεια, είναι ο Αιώνιος Δρόμος του Ανθρώπου, η Αιώνια Φιλοσοφία, η Αιώνια Θρησκεία, που διατυπώνεται ξανά και ξανά κι Αυτός ο Δρόμος είναι ο Δρόμος όλων μας, ο δικός μου, ο δικός σου, ο δικός του, ο δικός μας, ο δικός σας, ο δικός τους. Καμία συνείδηση δεν μπορεί να «συλλάβει» κάτι που είναι αδύνατο να συλλάβουν όλες οι συνειδήσεις (σε κανονικές συνθήκες βέβαια). Ας σταματήσουμε λοιπόν να τρέχουμε πίσω από «διαφωτιστές» ή «σωτήρες» ή τουλάχιστον ας απορρίψουμε την ανόητη ιδέα ότι είναι κάτι «διαφορετικό» από εμάς. Ας βασιστούμε λίγο στον εαυτό μας, το μόνο ασφαλές θεμέλιο κι ας ανακαλύψουμε μόνοι μας την Αλήθεια. Η Πραγματικότητα είναι μέσα μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι.

Η Αιώνια Αλήθεια

Όλοι οι ιδρυτές των μεγάλων θρησκειών και όλοι οι σημαντικοί φιλόσοφοι της ιστορίας, στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την Πραγματικότητα και να «συλλάβουν» την Αλήθεια, ακολούθησαν έναν τελείως φυσικό και απλό τρόπο: Όλοι αναζήτησαν την Αλήθεια και προσπάθησαν να κατανοήσουν την Πραγματικότητα μέσα στην «Δεδομένη Συνείδηση», στην «Παρούσα Συνείδηση», σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόταν αυτή. Αναζήτησαν την Αληθινή Φύση της Ύπαρξης τους, την εγκυρότητα της αντίληψής τους και ενήργησαν για να φτάσουν στην Καθαρή Αλήθεια.

Το ίδιο μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε άνθρωπος που μπορεί να είναι εξίσου σοφός με όλους αυτούς. Να διερευνήσει την «Δεδομένη Συνείδηση» που τυχαίνει να είναι. Σε αυτή την έρευνα θα περάσει από όλα τα στάδια που πέρασε το ανθρώπινο είδος στην πολλών χιλιετηρίδων ιστορία του. Τυπολογικά υπάρχουν πέντε στάδια προς την Αλήθεια (όπως κι αν την εννοούμε αυτή), πέντε βήματα που πρέπει να κάνουμε.

1) Το πρώτο και ασφαλές θεμέλιο, η βάση από την οποία μπορούμε να ξεκινήσουμε είναι η ίδια μας η Συνείδηση (η «Δεδομένη Συνείδηση» όποια κι αν είναι αυτή). Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουμε και προβληματιζόμαστε κι αναζητούμε την Αλήθεια. Αν δεν υπήρχαμε (αν δεν είχαμε «συνείδηση» της ύπαρξής μας) δεν θα ετίθετο καν το πρόβλημα. Πρέπει να διερευνήσουμε λοιπόν καταρχήν τι «είναι» «συνείδηση», τι είναι σταθερό και τι είναι δευτερεύουσα δραστηριότητα στην λειτουργία της. Ασφαλώς η «συναίσθηση» είναι το σταθερό στοιχείο, ενώ το περιεχόμενο, όλα όσα αντιλαμβανόμαστε έρχονται μετά. Καταρχήν λοιπόν αντιλαμβανόμαστε την Ύπαρξη σαν ένα όλο, συγκεχυμένο όλο.

2) Μέσα στην «Δεδομένη Συνείδηση» εκδηλώνεται συναίσθηση, νόηση, αντίληψη, διανοητικές λειτουργίες, αισθήματα (δηλαδή ερεθίσματα από κάπου έξω από το εγώ) κι ένας ολόκληρος κόσμος απέναντί μας (που θεωρείται αντικειμενικός). Έτσι θεμελιώνεται η διάκριση μεταξύ Υποκειμένου κι αντικειμενικού κόσμου και παγιώνεται η αντίληψη ότι είμαστε μέσα σε αυτό τον αντικειμενικό κόσμο. Η απορρόφηση στο υποκείμενο οδηγεί στην προανθρώπινη, παιδιάστικη αντίληψη, ότι ελέγχουμε τα πάντα (οδηγεί σε ένα συνειδησιακό αυτισμό), ενώ η απορρόφηση στο αντικειμενικό μας στερεί το ανθρώπινο χαρακτηριστικό μας που είναι η αυτεξουσιότητα και μας κάνει να τρέχουμε πίσω από τα φαινόμενα (και τελικά μας αποκτηνώνει).

3) Αντιλαμβανόμαστε ότι Υποκείμενο, αντικειμενικό, είναι διαφορετικά. Επεξεργαζόμενοι διανοητικά αυτές τις δύο αρχές μπορούμε να ακολουθήσουμε ή τον ένα δρόμο του υποκειμένου ή τον άλλο του αντικειμενικού και να θεμελιώσουμε φιλοσοφικές θεωρίες και αντιλήψεις που θα δίνουν προτεραιότητα είτε στο ένα είτε στο άλλο. Αυτός είναι ο διανοητικός δρόμος που ακολούθησαν οι πρώιμοι και ανώριμοι διανοητές κι έτσι θεμελίωσαν φιλοσοφίες, μεταφυσικές δοξασίες για την Πραγματικότητα που στα εγχειρίδια της φιλοσοφίας διαχωρίζονται σε ιδεαλιστικές και ρεαλιστικές. Όλα αυτά είναι διανοητικές κατασκευές, προσπάθειες να συλλάβουμε με την σκέψη την Πραγματικότητα. Είναι όμως τελείως διαφορετικό πράγμα να βιώνουμε την Πραγματικότητα από το να σκεφτόμαστε την Πραγματικότητα. Μία τέτοια στάση παραμένει ανώριμη και παιδιάστικη κι ας παίρνει την μορφή φιλοσοφικής θεωρίας.

4) Ο Δρόμος που ακολούθησαν οι ώριμοι φιλόσοφοι (συχνά μυστικιστές και αντι-διανοητικοί φιλόσοφοι) είναι άλλος, είναι ο Δρόμος του Βιώματος. Για να αντιληφθούμε την Αληθινή Φύση της Ύπαρξής μας, της Συνείδησης σαν Συνείδησης και της σχέσης μας με τον αντικειμενικό κόσμο θα πρέπει να υπερβούμε και την διανόηση κι όλες τις δευτερεύουσες δραστηριότητες της Συνείδησης. Στον χώρο της σκέψης (αν και φανταστικός, τεχνητός) ο άνθρωπος αισθάνεται ασφάλεια. Εδώ όμως καλείται να εγκαταλείψει όλες αυτές τις δραστηριότητες και να ξανοιχτεί στο Άπειρο της Καθαρής Συνείδησης, στον Ωκεανό της Αληθινής Ύπαρξης. Μία τέτοια ενέργεια είναι ασφαλώς προσωπική, μη ελεγχόμενη και συνεπώς αμφιλεγόμενη και αμφισβητούμενη. Βεβαίως, στην πραγματικότητα, το Υποκείμενο εγκαταλείποντας όλες αυτές τις δευτερεύουσες δραστηριότητες βυθίζεται στην Αντικειμενική Φύση Του, σε Αυτό που Είναι Πραγματικά, αλλά αυτό το Βιώνει προσωπικά, σαν Υποκείμενο. Η Αλήθεια που ανακαλύπτει λοιπόν το Υποκείμενο είναι Αντικειμενική, αλλά είναι μία προσωπική αντίληψη της Αντικειμενικής Φύσης. Στην πραγματικότητα, σε Αυτή την Κατάσταση Υποκείμενο, Αντικειμενική Φύση, «διαλύονται» και η Πραγματικότητα Αποκαλύπτεται σαν Μία Ενότητα, σαν Ένας Ωκεανός Ύπαρξης που συμπεριλαμβάνει τα πάντα: και το Υποκείμενο που Υπερβαίνει τον εαυτό του και ταυτίζεται με την Αντικειμενική Ύπαρξη και όλο τον φαινομενικό αντικειμενικό κόσμο. Σε Αυτή την Κατάσταση το Υποκείμενο που Ταυτίστηκε με το Σύνολο της Ύπαρξης μεταβάλλεται σε Παγκόσμιο Πνεύμα που περικλείνει την «αντικειμενική φύση». Σε Αυτή την Κατάσταση το Υποκείμενο έχει αντιστρέψει τελείως την θέση του, δεν αισθάνεται ότι είναι μέσα στον «αντικειμενικό κόσμο», αντιλαμβάνεται ότι Μέσα Του περικλείνεται όλος ο «αντικειμενικός κόσμος». Συμβαίνει μία Πλήρης Πνευματική Ανατροπή κι έτσι ο «άνθρωπος» «γίνεται» «Θεός», ό,τι ήταν πάντα.

5) Μία Συνείδηση που Πραγματοποίησε την Πλήρη Αυτογνωσία, που έφτασε στην Έλλαμψη, στην Φώτιση, στην Σωτηρία (όπως κι αν το πούμε είναι το ίδιο), Αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, η ΥΠΑΡΞΗ, η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ, ότι ποτέ δεν αποχωρίστηκε από την ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ κι ότι όλη η πορεία της μέσα στον φαινομενικό κόσμο δεν ήταν παρά μία «συνειδησιακή παραζάλη», που την οδήγησε στο να αντιλαμβάνεται όλα τα φαινόμενα που παράγονται μέσα της σαν ανεξάρτητα από αυτήν και ότι βρέθηκε στην παράδοξη θέση να αισθάνεται ότι ζει μέσα σε αυτό το κοσμικό όνειρο. Είναι δύσκολο να κατανοήσει Αυτή την Κατάσταση μία συνείδηση που δεν την Βίωσε.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, καταλαβαίνουμε ότι ο Δρόμος Προς Την Αλήθεια είναι Βιωματικός. Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι Βίωμα, δεν είναι περιγραφή του Δρόμου, ούτε διανοητική θεωρία. Για να φτάσουμε στην ΑΛΗΘΕΙΑ πρέπει να διαβούμε τα πέντε στάδια της «συνειδησιακής εξέλιξης» που περιγράψαμε (και που ο άνθρωπος σαν είδος έκανε χιλιάδες χρόνια να διανύσει). Δηλαδή:

1. Να ξεκινήσουμε από την Δεδομένη Συνείδηση.

2. Να διακρίνουμε το Υποκείμενο από το δεδομένο αντικειμενικό,

3. Να ξεπεράσουμε την διανοητική παγίδα της ερμηνείας της Πραγματικότητας είτε από την ιδεαλιστική, είτε από την ρεαλιστική πλευρά,

4. Να ξανοιχτούμε στον Άγνωστο Ωκεανό της Αληθινής Ύπαρξης, πέρα από την διανόηση και τις άλλες δραστηριότητες και να πραγματοποιήσουμε την πνευματική μεταστροφή, να αντιληφθούμε ότι ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ που περιλαμβάνει Μέσα Της τα φαινόμενα,

5. Να συνειδητοποιήσουμε ότι ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΑ Η ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ κι ότι ποτέ δεν ξεπέσαμε, ούτε ποτέ φωτισθήκαμε, απλά «βγήκαμε» από το «όνειρο».

Ασφαλώς, από την πιο πάνω περιγραφή μπορούμε να εξάγουμε μία μεταφυσική θεωρία, αλλά αυτό είναι αδιάφορο. Σημασία έχει να Διαβούμε τον Δρόμο κι όχι να έχουμε μία καλή περιγραφή του Δρόμου. Όσο κι αν σας περιγράφουμε τον δρόμο προς την Ακρόπολη των Αθηνών αυτό μένει μία διανοητική σύλληψη, ένας «χάρτης». Πρέπει να βαδίσετε τον δρόμο για να δείτε την Ακρόπολη και να περπατήσετε ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα. Τότε μόνο μπορείτε να ελπίσετε ότι θα δείτε την «Αθηνά». Μόνο δευτερεύοντα πνεύματα μένουν στην περιγραφή. Σε χειρότερη κατάσταση είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν μέσω της διανόησης να ερμηνεύσουν την Πραγματικότητα. Όσο ωραίες θεωρίες κι αν φτιάχνουν, είτε πετούν στα «σύννεφα» του υποκειμενισμού, είτε σέρνονται στα «έλη» του ρεαλισμού. Σε ακόμη χειρότερη κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που είναι σε σύγχυση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικειμενικό, είτε στρέφονται προς τον εγωιστικό υποκειμενισμό και σε ένα άρρωστο αυτισμό, είτε βυθίζονται στον «αληθινό κόσμο της καθημερινότητας» και αποκτηνώνονται τρώγοντας ο ένας τον άλλο. Υπάρχει τέλος μία πέμπτη κατηγορία ανθρώπων που βρίσκονται στην σύγχυση μίας πρωτόγονης ολικής αντίληψης της Πραγματικότητας, όπου όμως δεν υπήρξε ποτέ ούτε ανάδυση του «εγώ», ούτε υπέρβασή του μέσα στην Αντικειμενική Φύση της Ύπαρξης. Δυστυχώς ο κόσμος είναι γεμάτος από «ηλίθιους», «κτήνη», «αυτιστικούς», «διανοητές-κατσίκες» που μηρυκάζουν συνεχώς την «γνώση» της ανθρωπότητας και ανθρώπους που ζουν την αλήθεια από «δεύτερο χέρι».

Εμείς πιστεύουμε ότι κάθε Συνείδηση μπορεί να βαδίσει τον Δρόμο της Αλήθειας, τον Δρόμο που βάδισε ο Βούδας, ο Ιησούς από την Ναζαρέτ, ο Λάο Τσε, ο Πλάτωνας, ο Έκαρτ, ο Χέγγελ και τόσοι άλλοι. Δηλαδή, σε τι ήταν καλύτεροι αυτοί; Η φυσική δυνατότητα υπάρχει, άλλο αν την χρησιμοποιούμε ή όχι. Πάντως είναι καλύτερα να «χαθούμε» στον Ωκεανό του Αγνώστου προσπαθώντας να ζήσουμε γνήσια, πρωτότυπα, κατακτώντας την Αλήθεια με δικά μας μέσα, παρά να μένουμε μέσα στο «μαντρί» μαζί με τα υπόλοιπα «ζώα». Η Αλήθεια κι η Ελευθερία είναι εκεί «έξω».

Η Φιλοσοφία και η Θρησκεία Σήμερα

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (η οποιαδήποτε συνείδηση) έχει μία Αντικειμενική Φύση άσχετα από το τι αντιλαμβάνεται η Συνείδηση, άσχετα δηλαδή από τις όποιες υποκειμενικές αντιλήψεις. Αυτή η Αντικειμενική Φύση, η Βαθύτερη Φύση της κάθε συνείδησης μπορεί να διερευνηθεί μόνο βιωματικά, όταν υπερβαίνουμε όλες τις ατομικές νοητικές ή άλλες δραστηριότητες. Για να γίνει αυτό ξεκινάμε από την Δεδομένη Συνείδηση σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκεται. Απλά πρέπει να υπερβούμε τις ατομικές δραστηριότητες.

Βέβαια, στην διάρκεια της ιστορίας, η αντίληψη για την Πραγματική Φύση (την Αντικειμενική Φύση, την Ύστατη Πραγματικότητα, το Βαθύτερο Είναι μας) έχει αλλάξει. Και η Δεδομένη Συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου είναι πολύ πιο κοντά στην Πραγματικότητα από ό,τι ήταν η Δεδομένη Συνείδηση του πρωτόγονου ανθρώπου. Η Φιλοσοφική και Θρησκευτική εμπειρία προσέγγισε την Αλήθεια σε μεγαλύτερο βαθμό και η Αντικειμενική Φύση της Συνείδησης έγινε πιο ευδιάκριτη.

Τις δύο τελευταίες χιλιετηρίδες επικράτησαν φιλοσοφικές αντιλήψεις και θρησκείες που αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει Μία και Μόνη Πραγματικότητα, Ένα και Μοναδικό Είναι, στο Οποίο αναφέρεται κάθε είναι.

Πριν 2500 χρόνια ο Πλάτωνας έθετε το Όντως Ον, το «τελείως είναι», σαν την Βάση στην Οποία αναφερόταν κάθε είναι. Το «τελείως είναι» είναι Αντικειμενική Αρχή, πέραν της νοήσεως, δεν είναι μία γενική ιδέα που συλλαμβάνουμε με την σκέψη. Πολύ αργότερα, λίγους αιώνες πριν, ο Χέγγελ ταύτιζε ουσιαστικά το ΝΟΕΙΝ με το ΕΙΝΑΙ δίνοντας έτσι στο ΕΙΝΑΙ όχι μία ουσιαστική φύση αλλά μία δυναμική δραστηριότητα. Το ΕΙΝΑΙ δεν είναι Ουσία είναι Ενέργεια, συνειδησιακή κατάσταση. Αυτό το ΕΙΝΑΙ περιέχει τα πάντα. Σε Αυτό το ΕΙΝΑΙ αναφέρονται όλες οι συνειδησιακές καταστάσεις, όλα τα φαινόμενα. Τον περασμένο αιώνα οι υπαρξιστές φιλόσοφοι προσέγγισαν μέσα από την Δεδομένη Συνείδηση το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ σαν την Ίδια, την Πραγματική Φύση μας.

Στον ίδιο δρόμο μεγάλα θρησκευτικά κινήματα, όπως ο Βουδισμός ή το Βεδάντα, έφτασαν στην Ίδια Πραγματικότητα, την Μία και Μοναδική, μέσα στην Οποία συγχωνεύονται όλα. Ακόμα και θρησκείες που αντιλαμβάνονταν την Ύστατη Πραγματικότητα σαν κάτι Απροσδιόριστο, του Οποίου μόνο την Εικόνα, τον Παγκόσμιο Λόγο, μπορούμε να προσεγγίσουμε, όπως ο χριστιανισμός, έφτασαν μέσω ορισμένων εκπροσώπων τους, στην αντίληψη ότι Μόνο ο Θεός Υπάρχει κι ότι μπορούμε να αντιληφθούμε τον Θεό μόνο όταν ο νους κενωθεί από όλα τα ατομικά στοιχεία του. Για τους ισλαμιστές σούφι δεν υπάρχει τίποτα άλλο από τον Θεό, το εγώ αποτελεί μία βλαστήμια. Μονάχα όταν οποιαδήποτε ατομική αντίληψη εξαλειφθεί φτάνουμε σε αυτό που ορίζουν σαν φανά φι ΄λλαχ (σβήσιμο μέσα στον Θεό).

Αν πρόκειται λοιπόν να υιοθετηθεί μία φιλοσοφική άποψη, ή μία θρησκευτική αντίληψη, τον εικοστό πρώτο αιώνα, αυτή θα πρέπει να αντιλαμβάνεται την Πραγματικότητα σαν Μία και Ενιαία, Εντός της Οποίας συγχωνεύονται όλες οι άλλες πραγματικότητες. Είτε το θέλουμε, είτε όχι, είτε μας αρέσει, είτε όχι, η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΦΥΣΗ μας είναι Αιώνια, Αναλλοίωτη, Πλήρης. Δεν εκπίπτει, δεν διασώζεται. Όλα αυτά είναι μόνο επιφανειακές μεταβολές. Ανήκουμε στο Απόλυτο, όποια ηλίθια δεδομένη συνείδηση κι αν βιώνουμε. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο καλύτερα.

Ο Αιώνιος Δρόμος προς την Αλήθεια

Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την ύπαρξή του, εδώ και χιλιάδες χρόνια, προσπάθησε να κατανοήσει το «περιβάλλον» του, να αντιληφθεί την Πραγματικότητα κι έτσι δημιούργησε διάφορες κοσμοθεωρίες. Μία τέτοια αντίληψη, μία κοσμοθεωρία, όσο απλοϊκή κι αν είναι, είναι κατά βάση φιλοσοφική και κατά δεύτερο λόγο θρησκευτική.

Στην διάρκεια της ιστορίας ο άνθρωπος βελτίωσε αρκετά την αντίληψή του για την Πραγματικότητα. Κάποιοι εξαιρετικοί άνθρωποι μάλιστα προσέγγισαν την Πραγματικότητα με τρόπο ιδιαίτερα ευφυή και «επέβαλλαν» την αντίληψή τους στους συνανθρώπους τους, επηρεάζοντας συχνά μεγάλους πληθυσμούς. Αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι θεωρήθηκαν «Θεοί» ή «ενσαρκώσεις» του Θεού.

Στην πραγματικότητα αυτοί οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν διαφέρουν σε τίποτα από εμάς τους «κοινούς» ανθρώπους, τον κάθε άνθρωπο. Η ανθρώπινη φύση (οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή) είναι μία και λειτουργεί σε όλους το ίδιο. Από την στιγμή που μία ανθρώπινη συνείδηση (αδιάφορο αν ονομάζεται Βούδας ή Σανκάρα, Λαό Τσε ή Ιησούς, Πλάτωνας ή Χέγγελ) φτάνει στην Αντίληψη της Πραγματικότητας (αν υποθέσουμε ότι αυτή η Αντίληψη ανταποκρίνεται στην Αλήθεια) μπορεί να το κάνει ξανά και ξανά και όχι απλά μία συνείδηση αλλά κάθε συνείδηση, οποιαδήποτε συνείδηση.

Βέβαια, καλό είναι να γνωρίζουμε τις αντιλήψεις των συνανθρώπων μας (όχι μόνο της κοινωνίας που ζούμε αλλά και άλλων κοινωνιών, σε όλες τις εποχές) και να μπορούμε, αν το θέλουμε, να ακολουθήσουμε κάποια φιλοσοφική, θρησκευτική, αντίληψη για να «συλλάβουμε» την Πραγματικότητα, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν μπορούμε, είτε στηριζόμενοι σε κάποια στοιχεία από το κοινωνικό περιβάλλον μας, είτε όχι, να ξαναβρούμε τον Δρόμο προς την Αλήθεια (όπως τον βρήκαν και οι άλλοι) δομώντας έτσι την δική μας, την προσωπική μας αντίληψη για την Πραγματικότητα. Σε τελευταία ανάλυση το να αντιληφθεί κάποιος μόνος του την Αλήθεια, βασιζόμενος στον εαυτό του, είναι το πιο ορθό λογικά, φιλοσοφικά, γιατί έτσι Βιώνει πραγματικά την Αλήθεια και δεν προσπαθεί μέσα από μία ξένη αντίληψη να προσεγγίσει την Πραγματικότητα. Αν ο Βούδας ή ο Ιησούς, ο Λάο Τσε, ο Πλάτωνας ή ο Πλωτίνος, ο Έκαρτ ή ο Χάιντεγκερ, ή οποιοσδήποτε φιλόσοφος, ή άλλος άνθρωπος έφτασαν στην Αλήθεια, μπορεί οποιοσδήποτε άνθρωπος να το κάνει ξανά και ξανά στους αιώνες και να δομήσει, ενδεχομένως, μία αντίληψη περισσότερο ευφυή από την αντίληψη όλων αυτών.

Αυτός ο Προσωπικός Δρόμος προς την Αλήθεια, είναι ο Αιώνιος Δρόμος του Ανθρώπου, η Αιώνια Φιλοσοφία, η Αιώνια Θρησκεία, που διατυπώνεται ξανά και ξανά κι Αυτός ο Δρόμος είναι ο Δρόμος όλων μας, ο δικός μου, ο δικός σου, ο δικός του, ο δικός μας, ο δικός σας, ο δικός τους. Καμία συνείδηση δεν μπορεί να «συλλάβει» κάτι που είναι αδύνατο να συλλάβουν όλες οι συνειδήσεις (σε κανονικές συνθήκες βέβαια). Ας σταματήσουμε λοιπόν να τρέχουμε πίσω από «διαφωτιστές» ή «σωτήρες» ή τουλάχιστον ας απορρίψουμε την ανόητη ιδέα ότι είναι κάτι «διαφορετικό» από εμάς. Ας βασιστούμε λίγο στον εαυτό μας, το μόνο ασφαλές θεμέλιο κι ας ανακαλύψουμε μόνοι μας την Αλήθεια. Η Πραγματικότητα είναι μέσα μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι.

Η Αιώνια Αλήθεια

Όλοι οι ιδρυτές των μεγάλων θρησκειών και όλοι οι σημαντικοί φιλόσοφοι της ιστορίας, στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την Πραγματικότητα και να «συλλάβουν» την Αλήθεια, ακολούθησαν έναν τελείως φυσικό και απλό τρόπο: Όλοι αναζήτησαν την Αλήθεια και προσπάθησαν να κατανοήσουν την Πραγματικότητα μέσα στην «Δεδομένη Συνείδηση», στην «Παρούσα Συνείδηση», σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόταν αυτή. Αναζήτησαν την Αληθινή Φύση της Ύπαρξης τους, την εγκυρότητα της αντίληψής τους και ενήργησαν για να φτάσουν στην Καθαρή Αλήθεια.

Το ίδιο μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε άνθρωπος που μπορεί να είναι εξίσου σοφός με όλους αυτούς. Να διερευνήσει την «Δεδομένη Συνείδηση» που τυχαίνει να είναι. Σε αυτή την έρευνα θα περάσει από όλα τα στάδια που πέρασε το ανθρώπινο είδος στην πολλών χιλιετηρίδων ιστορία του. Τυπολογικά υπάρχουν πέντε στάδια προς την Αλήθεια (όπως κι αν την εννοούμε αυτή), πέντε βήματα που πρέπει να κάνουμε.

1) Το πρώτο και ασφαλές θεμέλιο, η βάση από την οποία μπορούμε να ξεκινήσουμε είναι η ίδια μας η Συνείδηση (η «Δεδομένη Συνείδηση» όποια κι αν είναι αυτή). Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουμε και προβληματιζόμαστε κι αναζητούμε την Αλήθεια. Αν δεν υπήρχαμε (αν δεν είχαμε «συνείδηση» της ύπαρξής μας) δεν θα ετίθετο καν το πρόβλημα. Πρέπει να διερευνήσουμε λοιπόν καταρχήν τι «είναι» «συνείδηση», τι είναι σταθερό και τι είναι δευτερεύουσα δραστηριότητα στην λειτουργία της. Ασφαλώς η «συναίσθηση» είναι το σταθερό στοιχείο, ενώ το περιεχόμενο, όλα όσα αντιλαμβανόμαστε έρχονται μετά. Καταρχήν λοιπόν αντιλαμβανόμαστε την Ύπαρξη σαν ένα όλο, συγκεχυμένο όλο.

2) Μέσα στην «Δεδομένη Συνείδηση» εκδηλώνεται συναίσθηση, νόηση, αντίληψη, διανοητικές λειτουργίες, αισθήματα (δηλαδή ερεθίσματα από κάπου έξω από το εγώ) κι ένας ολόκληρος κόσμος απέναντί μας (που θεωρείται αντικειμενικός). Έτσι θεμελιώνεται η διάκριση μεταξύ Υποκειμένου κι αντικειμενικού κόσμου και παγιώνεται η αντίληψη ότι είμαστε μέσα σε αυτό τον αντικειμενικό κόσμο. Η απορρόφηση στο υποκείμενο οδηγεί στην προανθρώπινη, παιδιάστικη αντίληψη, ότι ελέγχουμε τα πάντα (οδηγεί σε ένα συνειδησιακό αυτισμό), ενώ η απορρόφηση στο αντικειμενικό μας στερεί το ανθρώπινο χαρακτηριστικό μας που είναι η αυτεξουσιότητα και μας κάνει να τρέχουμε πίσω από τα φαινόμενα (και τελικά μας αποκτηνώνει).

3) Αντιλαμβανόμαστε ότι Υποκείμενο, αντικειμενικό, είναι διαφορετικά. Επεξεργαζόμενοι διανοητικά αυτές τις δύο αρχές μπορούμε να ακολουθήσουμε ή τον ένα δρόμο του υποκειμένου ή τον άλλο του αντικειμενικού και να θεμελιώσουμε φιλοσοφικές θεωρίες και αντιλήψεις που θα δίνουν προτεραιότητα είτε στο ένα είτε στο άλλο. Αυτός είναι ο διανοητικός δρόμος που ακολούθησαν οι πρώιμοι και ανώριμοι διανοητές κι έτσι θεμελίωσαν φιλοσοφίες, μεταφυσικές δοξασίες για την Πραγματικότητα που στα εγχειρίδια της φιλοσοφίας διαχωρίζονται σε ιδεαλιστικές και ρεαλιστικές. Όλα αυτά είναι διανοητικές κατασκευές, προσπάθειες να συλλάβουμε με την σκέψη την Πραγματικότητα. Είναι όμως τελείως διαφορετικό πράγμα να βιώνουμε την Πραγματικότητα από το να σκεφτόμαστε την Πραγματικότητα. Μία τέτοια στάση παραμένει ανώριμη και παιδιάστικη κι ας παίρνει την μορφή φιλοσοφικής θεωρίας.

4) Ο Δρόμος που ακολούθησαν οι ώριμοι φιλόσοφοι (συχνά μυστικιστές και αντι-διανοητικοί φιλόσοφοι) είναι άλλος, είναι ο Δρόμος του Βιώματος. Για να αντιληφθούμε την Αληθινή Φύση της Ύπαρξής μας, της Συνείδησης σαν Συνείδησης και της σχέσης μας με τον αντικειμενικό κόσμο θα πρέπει να υπερβούμε και την διανόηση κι όλες τις δευτερεύουσες δραστηριότητες της Συνείδησης. Στον χώρο της σκέψης (αν και φανταστικός, τεχνητός) ο άνθρωπος αισθάνεται ασφάλεια. Εδώ όμως καλείται να εγκαταλείψει όλες αυτές τις δραστηριότητες και να ξανοιχτεί στο Άπειρο της Καθαρής Συνείδησης, στον Ωκεανό της Αληθινής Ύπαρξης. Μία τέτοια ενέργεια είναι ασφαλώς προσωπική, μη ελεγχόμενη και συνεπώς αμφιλεγόμενη και αμφισβητούμενη. Βεβαίως, στην πραγματικότητα, το Υποκείμενο εγκαταλείποντας όλες αυτές τις δευτερεύουσες δραστηριότητες βυθίζεται στην Αντικειμενική Φύση Του, σε Αυτό που Είναι Πραγματικά, αλλά αυτό το Βιώνει προσωπικά, σαν Υποκείμενο. Η Αλήθεια που ανακαλύπτει λοιπόν το Υποκείμενο είναι Αντικειμενική, αλλά είναι μία προσωπική αντίληψη της Αντικειμενικής Φύσης. Στην πραγματικότητα, σε Αυτή την Κατάσταση Υποκείμενο, Αντικειμενική Φύση, «διαλύονται» και η Πραγματικότητα Αποκαλύπτεται σαν Μία Ενότητα, σαν Ένας Ωκεανός Ύπαρξης που συμπεριλαμβάνει τα πάντα: και το Υποκείμενο που Υπερβαίνει τον εαυτό του και ταυτίζεται με την Αντικειμενική Ύπαρξη και όλο τον φαινομενικό αντικειμενικό κόσμο. Σε Αυτή την Κατάσταση το Υποκείμενο που Ταυτίστηκε με το Σύνολο της Ύπαρξης μεταβάλλεται σε Παγκόσμιο Πνεύμα που περικλείνει την «αντικειμενική φύση». Σε Αυτή την Κατάσταση το Υποκείμενο έχει αντιστρέψει τελείως την θέση του, δεν αισθάνεται ότι είναι μέσα στον «αντικειμενικό κόσμο», αντιλαμβάνεται ότι Μέσα Του περικλείνεται όλος ο «αντικειμενικός κόσμος». Συμβαίνει μία Πλήρης Πνευματική Ανατροπή κι έτσι ο «άνθρωπος» «γίνεται» «Θεός», ό,τι ήταν πάντα.

5) Μία Συνείδηση που Πραγματοποίησε την Πλήρη Αυτογνωσία, που έφτασε στην Έλλαμψη, στην Φώτιση, στην Σωτηρία (όπως κι αν το πούμε είναι το ίδιο), Αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, η ΥΠΑΡΞΗ, η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ, ότι ποτέ δεν αποχωρίστηκε από την ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ κι ότι όλη η πορεία της μέσα στον φαινομενικό κόσμο δεν ήταν παρά μία «συνειδησιακή παραζάλη», που την οδήγησε στο να αντιλαμβάνεται όλα τα φαινόμενα που παράγονται μέσα της σαν ανεξάρτητα από αυτήν και ότι βρέθηκε στην παράδοξη θέση να αισθάνεται ότι ζει μέσα σε αυτό το κοσμικό όνειρο. Είναι δύσκολο να κατανοήσει Αυτή την Κατάσταση μία συνείδηση που δεν την Βίωσε.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, καταλαβαίνουμε ότι ο Δρόμος Προς Την Αλήθεια είναι Βιωματικός. Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι Βίωμα, δεν είναι περιγραφή του Δρόμου, ούτε διανοητική θεωρία. Για να φτάσουμε στην ΑΛΗΘΕΙΑ πρέπει να διαβούμε τα πέντε στάδια της «συνειδησιακής εξέλιξης» που περιγράψαμε (και που ο άνθρωπος σαν είδος έκανε χιλιάδες χρόνια να διανύσει). Δηλαδή:

1. Να ξεκινήσουμε από την Δεδομένη Συνείδηση.

2. Να διακρίνουμε το Υποκείμενο από το δεδομένο αντικειμενικό,

3. Να ξεπεράσουμε την διανοητική παγίδα της ερμηνείας της Πραγματικότητας είτε από την ιδεαλιστική, είτε από την ρεαλιστική πλευρά,

4. Να ξανοιχτούμε στον Άγνωστο Ωκεανό της Αληθινής Ύπαρξης, πέρα από την διανόηση και τις άλλες δραστηριότητες και να πραγματοποιήσουμε την πνευματική μεταστροφή, να αντιληφθούμε ότι ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ που περιλαμβάνει Μέσα Της τα φαινόμενα,

5. Να συνειδητοποιήσουμε ότι ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΑ Η ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ κι ότι ποτέ δεν ξεπέσαμε, ούτε ποτέ φωτισθήκαμε, απλά «βγήκαμε» από το «όνειρο».

Ασφαλώς, από την πιο πάνω περιγραφή μπορούμε να εξάγουμε μία μεταφυσική θεωρία, αλλά αυτό είναι αδιάφορο. Σημασία έχει να Διαβούμε τον Δρόμο κι όχι να έχουμε μία καλή περιγραφή του Δρόμου. Όσο κι αν σας περιγράφουμε τον δρόμο προς την Ακρόπολη των Αθηνών αυτό μένει μία διανοητική σύλληψη, ένας «χάρτης». Πρέπει να βαδίσετε τον δρόμο για να δείτε την Ακρόπολη και να περπατήσετε ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα. Τότε μόνο μπορείτε να ελπίσετε ότι θα δείτε την «Αθηνά». Μόνο δευτερεύοντα πνεύματα μένουν στην περιγραφή. Σε χειρότερη κατάσταση είναι οι άνθρωποι που προσπαθούν μέσω της διανόησης να ερμηνεύσουν την Πραγματικότητα. Όσο ωραίες θεωρίες κι αν φτιάχνουν, είτε πετούν στα «σύννεφα» του υποκειμενισμού, είτε σέρνονται στα «έλη» του ρεαλισμού. Σε ακόμη χειρότερη κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που είναι σε σύγχυση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικειμενικό, είτε στρέφονται προς τον εγωιστικό υποκειμενισμό και σε ένα άρρωστο αυτισμό, είτε βυθίζονται στον «αληθινό κόσμο της καθημερινότητας» και αποκτηνώνονται τρώγοντας ο ένας τον άλλο. Υπάρχει τέλος μία πέμπτη κατηγορία ανθρώπων που βρίσκονται στην σύγχυση μίας πρωτόγονης ολικής αντίληψης της Πραγματικότητας, όπου όμως δεν υπήρξε ποτέ ούτε ανάδυση του «εγώ», ούτε υπέρβασή του μέσα στην Αντικειμενική Φύση της Ύπαρξης. Δυστυχώς ο κόσμος είναι γεμάτος από «ηλίθιους», «κτήνη», «αυτιστικούς», «διανοητές-κατσίκες» που μηρυκάζουν συνεχώς την «γνώση» της ανθρωπότητας και ανθρώπους που ζουν την αλήθεια από «δεύτερο χέρι».

Εμείς πιστεύουμε ότι κάθε Συνείδηση μπορεί να βαδίσει τον Δρόμο της Αλήθειας, τον Δρόμο που βάδισε ο Βούδας, ο Ιησούς από την Ναζαρέτ, ο Λάο Τσε, ο Πλάτωνας, ο Έκαρτ, ο Χέγγελ και τόσοι άλλοι. Δηλαδή, σε τι ήταν καλύτεροι αυτοί; Η φυσική δυνατότητα υπάρχει, άλλο αν την χρησιμοποιούμε ή όχι. Πάντως είναι καλύτερα να «χαθούμε» στον Ωκεανό του Αγνώστου προσπαθώντας να ζήσουμε γνήσια, πρωτότυπα, κατακτώντας την Αλήθεια με δικά μας μέσα, παρά να μένουμε μέσα στο «μαντρί» μαζί με τα υπόλοιπα «ζώα». Η Αλήθεια κι η Ελευθερία είναι εκεί «έξω».

Στους περισσότερους αρέσει η ευχαρίστηση και ο πόνος που φέρνει το «εγώ»

Μπορώ, ας πούμε, να κοιτάξω ένα λουλούδι στην άκρη του δρόμου ή στο δωμάτιό μου χωρίς όλες αυτές τις σκέψεις που εμφανίζονται, χωρίς τη σκέψη που λέει, «είναι τριαντάφυλλο· την ξέρω τη μυρωδιά του, το άρωμά του, και μ’ αρέσει», και όλα τα υπόλοιπα που θυμάμαι;

Μπορώ απλώς να το παρατηρήσω χωρίς τον παρατηρητή;

Μπορώ να παρατηρώ χωρίς τον παρατηρητή;

Αν δεν το έχετε κάνει ποτέ αυτό, κάντε το στο πιο εύκολο, στο πιο απλό επίπεδο.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ευκολότερο επίπεδο· αν ξέρεις πώς να το κάνεις αυτό, μπορείς να το κάνεις παντού.

Τότε μπορείς να κοιτάξεις τον εαυτό σου χωρίς τον παρατηρητή· χωρίς το κέντρο του «εγώ», χωρίς το χωρισμό του σκεπτόμενου από τη σκέψη του· τότε μπορείς να κοιτάξεις τη γυναίκα σου ή τον άντρα σου, το αφεντικό σου και όλες τις απαιτήσεις της κοινωνίας χωρίς τον παρατηρητή....

Πρέπει να ελευθερωθούμε από τις αιτίες που δημιουργούν συγκρούσεις μέσα μας.

Και το κέντρο της σύγκρουσης είναι το «εγώ».

Οι πιο πολλοί από μας δεν θέλουν να ελευθερωθούν από το «εγώ» τους.

Αυτή είναι η δυσκολία.

Στους περισσότερους αρέσει η ευχαρίστηση και ο πόνος που φέρνει το «εγώ».

Και όσο βρισκόμαστε κάτω από τον έλεγχο της ευχαρίστησης και του πόνου του «εγώ», θα υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στο «εγώ» και στην κοινωνία, ανάμεσα στο «εγώ» και στο συλλογικό και το συλλογικό θα κυριαρχήσει στο «εγώ» και αν μπορεί θα το καταστρέψει.

Το «εγώ» όμως, είναι πιο δυνατό από το συλλογικό έτσι πάντοτε το παρακάμπτει, προσπαθεί να κερδίσει μια θέση μέσα σ’ αυτό, να αναπτυχθεί, να καταξιωθεί.

Σίγουρα η απελευθέρωση από το «εγώ», είναι το πραγματικό έργο της ζωής του ανθρώπου.

Τι μετρούν στην πραγματικότητα τα τεστ νοημοσύνης;

Τα τεστ νοημοσύνης μετρούν αποτελέσματα αναφορικά με τη συμβολή των γονιδίων και του περιβάλλοντος στην ανάπτυξη ικανοτήτων και γνώσεων που σχετίζονται με το ζήτημα της συμβολής της «φύσης» ή της «ανατροφής» όπως το έθεσε ο Galton.

Νοημοσύνη

Οι οπαδοί της ευγονικής απλώς ισχυρίστηκαν ότι καθένας από εμάς έχει σε διαφορετικό βαθμό «κάτι» που ονομάζεται «νοημοσύνη», το οποίο μας κάνει να απαντάμε σωστά ή λανθασμένα σε ερωτήσεις, και το οποίο «κάτι» το κληρονόμησε σε διαφορετικό βαθμό καθένας από εμάς ανάλογα με την καταγωγή του.

Οι ισχυρισμοί αυτοί άσκησαν έντονη επίδραση στην άποψη του ευρύτερου κοινού για τα αίτια των ακαδημαϊκών επιτευγμάτων και της κοινωνικής επιτυχίας, ενώ οι συγκεκριμένες απόψεις υπάρχουν σε κάποιο βαθμό έως και σήμερα.

Έτσι συχνά ερμηνεύουμε την αποτυχία μας αναφερόμενοι στην «έλλειψη ευφυΐας». Μια άλλη κοινή πεποίθηση ήταν ότι η κοινωνική ανισότητα δικαιολογείται βάσει της ανώτερης έμφυτης νοημοσύνης των πλουσίων και των δυνατών, και αυτό θεωρήθηκε ότι μπορούσε να αποδειχθεί επιστημονικά με τη χρήση ψυχολογικών δοκιμασιών.

Βέβαια, ούτε τότε ούτε σήμερα υπάρχουν αποδείξεις περί της ύπαρξης αυτού του κληρονομικού «κάτι» που αποκαλείται «νοημοσύνη», ανεξάρτητα από την επίδοση των ατόμων σε δοκιμασίες που υποτίθεται ότι «το» μετρούν.

Ακόμη όμως και αν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τη νευρολογική φύση της «νοημοσύνης», η απόδειξη ότι η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων που αφορούν την εκπαίδευση και συνθέτουν τα τεστ είναι έμφυτη, δηλαδή ανεξάρτητη από την εμπειρία μας, απαιτεί τη σύγκριση ατόμων που έχουν μεγαλώσει μαζί και χωριστά σε κάποιο περιβάλλον, κάτι το οποίο είναι τελείως αδύνατον.

Από τη στιγμή που σε ένα περιβάλλον υπάρχει ποικιλομορφία, η πιθανότητα αλληλεπίδρασης περιβάλλοντος και αναπτυσσόμενης φυσιολογίας είναι δεδομένη: δεν υπάρχει τεστ που να μπορεί να αποκλείσει κάτι τέτοιο. Άλλωστε, οι εθνικές και τοπικές ομάδες έχουν κοινή όχι μόνο τη γενετική αλλά και την πολιτισμική ποικιλομορφία.

Παράλληλα, η πολυπλοκότητα των αλληλεπιδράσεων φυσιολογίας και πολύπλοκων πλαισίων είναι βέβαιο ότι συνεπάγεται διαφορετικές μετρήσεις σε διαφορετικά είδη τεστ.

Ένα καλύτερο ερώτημα από το «εάν η νοημοσύνη κληρονομείται ή αποκτάται» είναι το εξής:

Ποιες όψεις της φυσιολογίας αλληλεπιδρούν με ποιες όψεις του περιβάλλοντος και σε ποιες περιόδους της ανάπτυξής μας για να καθορίσουν ποιες όψεις της νοητικής λειτουργίας;

Η οπτική αυτή υπαινίσσεται ότι γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για την ανάπτυξη της νοήμονος συμπεριφοράς από ό,τι μας έκαναν να πιστέψουμε οι ισχυρισμοί για τη φύση και την ανατροφή. Όπως αποδεικνύεται, η ανακάλυψη αιτιωδών σχέσεων μεταξύ πραγματικών φυσικών γεγονότων και ανάπτυξης της νοήμονος συμπεριφοράς είναι αρκετά δύσκολη υπόθεση, γεγονός που συμβάλλει αναμφίβολα στη μόνιμη δημοτικότητα της, έτσι ή αλλιώς, υπάρχουσας διχοτόμησης «φύσης-ανατροφής».

Από την άλλη μεριά, οι αντικειμενικές και αξιόπιστες περιγραφές κάποιων πραγματικών καθοριστικών παραγόντων της νοήμονος συμπεριφοράς είναι πιθανό ότι θα συνεισφέρουν θετικά στη δημοσιονομική πολιτική και δεν θα προκαλέσουν μισαλλοδοξία στον χώρο της επιστήμης.

Ο δείκτης νοημοσύνης

Κατά τη δημιουργία ενός τεστ για τη μέτρηση σχετικά πολύπλοκων διανοητικών λειτουργιών με στόχο την τοποθέτηση παιδιών με ιδιαίτερες ανάγκες σε ειδικά προγράμματα επιμόρφωσης, ο Alfred Binet εισήγαγε την έννοια του «νοητικού επιπέδου» για να αναφερθεί στο ηλιακό επίπεδο στο οποίο τα περισσότερα παιδιά της συγκεκριμένης ηλικίας επιλύουν καθεμία από πολλές ομάδες θεμάτων.

Σε αντίθεση με τις συστάσεις του Binet όμως, ο οποίος πίστευε ότι η νοημοσύνη δεν καθορίζεται από την κληρονομικότητα, αλλά τείνει να αυξάνεται με την ηλικία και την εμπειρία, οι περισότεροι από τους μεταφραστές του τεστ αντικατέστησαν τον όρο «νοητικό επίπεδο» με τον όρο νοητική ηλικία.

Οι Αμερικανοί μεταφραστές πίστευαν ότι η νοημοσύνη είναι κληρονομική και αμετάβλητη, οπότε η άποψη μιας σταθερά αυξανόμενης νοημοσύνης τούς ενοχλούσε.

Μια λύση προτάθηκε από τον Γερμανό θεωρητικό της προσωπικότητας William Stern, ο οποίος υποστήριξε ότι η νοημοσύνη μπορεί να εκφράζεται καλύτερα ως αναλογία της νοητικής ηλικίας προς τη χρονολογική ηλικία. Για να μην υπάρχουν κλάσματα, ο δείκτης πρέπει να πολλαπλασιάζεται επί 100.

Το αποτέλεσμα αυτής της πράξης έγινε παγκοσμίως γνωστό ως Δείκτης Νοημοσύνης ή I.Q.

Σύμφωνα με τον Δείκτη Νοημοσύνης, το παιδί του οποίου οι ικανότητες βελτιώνονται συστηματικά, αλλά παρ' όλα αυτά μένει πίσω από τη μέση ικανότητα των συμμαθητών του, διατηρεί το ίδιο χαμηλό I.Q. παρά τις βελτιώσεις στην επίδοσή του.

Αυτή η έμφαση στη σταθερότητα των μετρήσεων της επίδοσης, παρά τις αλλαγές της επίδοσης, ήταν περισσότερο σύμφωνη με την επικρατούσα άποψη περί αμετάβλητης κληρονομικής νοημοσύνης.

Η κατάχρηση του Δείκτη Νοημοσύνης

Η μέτρηση του I.Q. αποδείχθηκε βολική, καθώς δεν ήταν πλέον απαραίτητο να υπάρχουν δύο βαθμολογίες του παιδιού για να καθοριστεί η θέση του σε σχέση με τους συνομηλίκους του. Αποδείχθηκε όμως υπερβολικά βολική, καθώς φαινόταν να επιβεβαιώνει την άποψη ότι έχουμε μέσα μας κάτι σταθερό το οποίο, χρόνο με τον χρόνο, μας κάνει να επιτυγχάνουμε ή να αποτυγχάνουμε σε διανοητικά απαιτητικές καταστάσεις.

Ακόμη και στη σύγχρονη εποχή οι άνθρωποι στρέφονται κυρίως στη βαθμολογία του Δείκτη Νοημοσύνης για να μάθουν πόσο έξυπνοι είναι «πραγματικά».

Παρομοίως, κάποιοι δάσκαλοι ανατρέχουν στο I.Q. για να δικαιολογήσουν τις αποτυχίες των μαθητών τους, αγνοώντας τις (προσεκτικά προετοιμασμένες) καθοδηγητικές συστάσεις του ψυχολόγου, να βρουν τη βαθμολογία που θα δείξει τις ενυπάρχουσες ελλείψεις του παιδιού.

Από την άλλη μεριά, όταν ο Δείκτης Νοημοσύνης ενός παιδιού είναι υψηλότερος από τα επιτεύγματά του, οι άνθρωποι εκφράζουν την καχυποψία τους και μπορεί να το τιμωρήσουν γιατί «δεν καταβάλλει προσπάθειες», αντί να αναρωτηθούν γιατί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αποτυγχάνει να το βοηθήσει.

Η ουσία πάντως είναι ότι ο Δείκτης Νοημοσύνης αποτελεί απλώς μια μονάδα που εκφράζει το αποτέλεσμα ενός τεστ, το οποίο βρίσκει κατά πόσο κάποιες συγκεκριμένες συμπεριφορές περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριο του εξεταζόμενου ατόμου.

Ο Δείκτης Νοημοσύνης είναι μια μέτρηση της συμπεριφοράς, όχι μια αιτία της.

Είναι έργο του ψυχολόγου -και όχι κάποιου ψυχολογικού τεστ- να δημιουργήσει μια χρήσιμη αναφορά για τη συμπεριφορά του υποκειμένου σε σχέση με τα γεγονότα και τις συνθήκες του παρόντος και του παρελθόντος.

Τα τεστ βοηθούν τον ψυχολόγο να αναγνωρίσει τα σημαντικά φαινόμενα που έχει καθήκον να μελετήσει. Αυτή ήταν η πρόθεση του Binet όταν δημιούργησε το πρώτο χρήσιμο τεστ νοημοσύνης.

Και παρότι χρησιμοποιήθηκαν και με ακατάλληλο τρόπο για την ψευδοεπιστημονική υποστηρίξη πολιτικών στόχων, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα ίδια αυτά τεστ αξιοποιήθηκαν από ευσυνείδητους ψυχολόγους ως εργαλεία που βοηθούν στη διάγνωση και εντοπίζουν άτομα τα οποία μπορούν να ωφεληθούν από τη θεραπεία.

Στην πραγματικότητα, η αναγνώριση της αξίας της ψυχολογικής εξέτασης για την κλινική διάγνωση οδήγησε στην εδραίωση της κλινικής ψυχολογίας ως ανεξάρτητου κλάδου.

Πόση συναισθηματική ευελιξία αντέχεις;

Στην ερώτηση “τι κάνεις;”, θυμήσου πόσες φορές μπόρεσες, θέλησες ή σου βγήκε αυθόρμητα να απαντήσεις κάτι διαφορετικό από την φράση “είμαι καλά, εσύ;”. Τι περιλαμβάνει, όμως, αυτό το “καλά”, έχεις ποτέ αναλογιστεί; Αντικατοπτρίζει στ’ αλήθεια τον πραγματικό εσωτερικό σου κόσμο, την συναισθηματική σου κατάσταση κάθε στιγμή;

Είναι αλήθεια πως πολλές φορές μας βγαίνει αυτόματα να απαντήσουμε “καλά”, χωρίς να κάνουμε συναισθηματική διερεύνηση, χωρίς να ισχύει αυτό στην πραγματικότητα. Μία φίλη μου, μου είχε πει κάποτε πως όταν συνηθίζει να απαντάει με αυτή την λέξη, η ψυχολογία της ακολουθεί και την γλώσσα που χρησιμοποίει και αρχίζει όντως να αισθάνεται καλά. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ως μία μορφή αυθυποβολής. Λέω πως είμαι καλά, άρα πείθω τον εαυτό μου πως αισθάνομαι έτσι. Στην πραγματικότητα, όμως τον ξεγελάω, τον χειρίζομαι, τον εξαναγκάζω να απαρνηθεί οποιοδήποτε άλλο αρνητικό ή θετικό συναίσθημα τόλμησε να αισθανθεί. Είναι μία μέθοδος συναισθηματικής λογικής που μόνο σε γνωστικές διαστρεβλώσεις για την πραγματικότητά μας καθώς και για το συναισθηματικό μας κόσμο μπορεί να μας οδηγήσει.

Και οι άνθρωποι είμαστε έτσι φτιαγμένοι για να βιώνουμε όλα τα συναισθήματα στο έπακρο, τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά. Γιατί, αν απαρνηθείς ένα συναίσθημα, αν το κοροϊδέψεις, αν δεν τον αφήσεις να εισβάλλει στο συνειδητό σου, αυτό το ίδιο συναίσθημα θα βρει τρόπο να σε πολεμήσει και να μπει στη ζωή σου εκεί που δεν το περιμένεις, ύπουλα, βίαια, ακόμα και αθόρυβα.

Ξέρω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να νιώθεις κάθε μέρα ευχάριστα, καλά, όμορφα, να νιώθεις την πεποίθηση πως έχεις τον έλεγχο της ζωής σου. Γνωρίζεις, όμως πως το ίδιο έλεγχο μπορείς να τον διατηρείς και όταν δεν είσαι καλά, αρκεί να έχεις επίγνωση αυτής της κατάστασης;

Έχεις ακούσει τον όρο “συναισθηματική ευελιξία“; Είναι η ικανότητά σου να μπορείς να βιώνεις, να ελέγχεις και να αποδέχεσαι οποιοδήποτε συναίσθημα σε κατακλύζει. Το να είναι κάποιος συναισθηματικά ευέλικτος προϋποθέτει να μπορεί να εκφράσει το κάθε συναίσθημα, χωρίς να αισθάνεται ντροπή ή ενοχή γι’ αυτό. Έτσι, μπορείς παράλληλα να είσαι πιο παραγωγικός, δημιουργικός και ένα βήμα πιο κοντά στον αληθινό εαυτό σου.

Η μόδα των θετικών συναισθημάτων, όπως συνηθίζω να λέω είναι πλέον ξεπερασμένη. Θεωρώ πως αυτή η μόδα ποτέ δεν ταίριαζε απόλυτα με την ανθρώπινη φύση. Τα θετικά συναισθήματα γίνονται πλέον εμμονή και ξεχνάμε να τα ζήσουμε.

Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΟΤΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΘΕΤΙΚΑ Η ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΧΝΟΥΜΕ ΘΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΙ, ΜΑΣ ΑΠΟΤΡΕΠΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ.

Εσύ ανήκεις στην κατηγορία των συναισθηματικά ευέλικτων; Σου επιτρέπεις να νιώσεις πολλά συναισθήματα μαζί ή να μεταπηδήσεις από το ένα συναίσθημα στο άλλο χωρίς κανέναν δισταγμό; Ή μήπως ανήκεις σε εκείνη την κατηγορία τον ατόμων που χρησιμοποιούν φίλτρα συναισθημάτων όπως εκείνα τα φίλτρα στις φωτογραφίες, που παραποιούν όλα τα αληθινά χαρακτηριστικά, όλες εκείνες τις ατέλειες που σε κάνουν επίπεδο, άγχρωμο, μη αυθεντικό.

Τα καλά νέα είναι πως ποτέ δεν είναι αργά να αποκτήσεις γνώση, έλεγχο, να αγαπήσεις και να αποδεχτείς το συναισθηματικό σου φορτίο.

Τρόποι για να μπορέσεις να γίνεις “συναισθηματικά ευέλικτος”:

– Αναγνώρισε ποια συναισθήματα σου είναι πιο εύκολο να εκφράζεις. Για παράδειγμα είναι πιο εύκολο να δείχνεις χαρά, ενθουσιασμό, θαυμασμό ή σου είναι πιο εύκολο να εκφράζεις τον φόβο σου, τον θυμό σου, την δυσαρέσκεια σου για κάτι; Σ΄ αυτήν την πρώτη αναγνώριση θα εντοπίσεις και κάτι πολύ σημαντικό για τον εαυτό σου, τον ρόλο που σου αρέσει να παίρνεις στη ζωή σου και στις σχέσεις σου, το προσωπείου που προτιμάς να φοράς.

– Βρες τα άτομα με τα οποία αισθάνεσαι πιο άνετα στο να μοιραστείς τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου. Δες τι πηγαίνει καλά με αυτούς και προσπάθησε αυτό να το ελκύεις στη ζωή σου, απορρίπτοντας σχέσεις που σε αποτρέπουν να φτάνεις στο μέγιστο βαθμό της γνώσης του εαυτού σου, σχέσεις που σου δημιουργούν συναισθηματική ανασφάλεια.

– Ανακάλυψε τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι το κάθε συναίσθημα. Για παράδειγμα σε άλλος μέρος του σώματος σου στεγάζεται ο φόβος, σε άλλο ο θυμός και ίσως κάπου αλλού η χαρά. Είναι σημαντικό να ακούς το σώμα σου, καθώς η συναισθηματική ευελιξία προϋποθέτει και σωματική, που σημαίνει πως αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές στο σώμα μου, τις δέχομαι και προσπαθώ να τις μεταφράσω.

– Ξεκίνα να ενδιαφέρεσαι για τον συναισθηματικό κόσμο των σημαντικών σου άλλων. Τι θα έλεγες να αλλάξεις την ερώτηση σου προς τους άλλους από “τι κάνεις;” σε “πως νιώθεις;”. Αυτό το βήμα θα σε βοηθήσει, όχι μόνο στην ανάπτυξη της συναισθηματικής ευελιξίας, αλλά και στην ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης.

– Αποδέξου ότι η συνύπαρξη πολλών συναισθημάτων μαζί είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Εμπλούτισε τις λέξεις σου με συναισθηματικό λεξιλόγιο και όχι με περιγραφές γεγονότων. Για παράδειγμα αντί να πεις “η θάλασσα σήμερα ήταν ήρεμη”, μπορείς να πεις “ένιωσα ηρεμία σήμερα στην θάλασσα.”

Εύχομαι διαβάζοντας αυτό το κείμενο να μην ένιωσες απλώς καλά. Εύχομαι η κάθε μέρα σου να είναι γεμάτη συναισθήματα. Μη ξεχνάς πως αντέχεις πολύ περισσότερα συναισθήματα από όσα νομίζεις!

Η δήθεν χρεοκοπία του Ορθού Λόγου

Πρόοδος υπάρχει, όχι μόνο στην επιστήμη και την τεχνολογία, αλλά και σε καθαρά ανθρωπιστικό και ανθρώπινο επίπεδο. Φτάνει βέβαια να κρίνουμε με βάση το παρελθόν και όχι ανύπαρκτα ουτοπικά κριτήρια.

Οι υποστηρικτές του «μύθου» της προόδου, συνήθως, ταυτόχρονα με την αποτυχία της, υποστηρίζουν και την αποτυχία του ορθού λόγου. Ταυτίζουν τον ορθό λόγο με όλη την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας και εφόσον πιστεύουν πως αυτή μας οδήγησε στην κόλαση (και όχι στο παράδεισο που επαγγέλονταν οι υπεραισιόδοξοι οραματιστές του 19ου αιώνα) θεωρούν και τον ορθολογισμό υπεύθυνο γι αυτή την πορεία. Κι όχι μόνο αυτό: του φορτώνουν το Ολοκαύτωμα, τους Παγκόσμιους Πολέμους, τις εκκαθαρίσεις του Χίτλερ, του Στάλιν του Μάο και του Πολ Ποτ – κι ότι άλλο κακό προέκυψε στην διάρκεια του 20ου αιώνα.

Το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσει κανείς είναι ότι ο αντίπαλοι του ορθολογισμού τον πολεμάνε με καθαρά ορθολογιστικά επιχειρήματα. Δηλαδή, η σειρά των συλλογισμών τους, που προσπαθεί να αποδείξει τον θάνατο του ορθολογισμού, τον ανασταίνει. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά: ο ορθολογισμός είναι η (σιωπηρή ή ανοιχτή) προϋπόθεση για κάθε επιχειρηματολογία. Θα έλεγα ακόμα: για κάθε σκέψη. Εκτός ορθού λόγου είναι η ποίηση, η τέχνη γενικά, τα συναισθήματα, τα όνειρα, οι διαισθήσεις... Αλλά με αυτά τα υλικά δεν μπορεί να οικοδομηθεί καμία συλλογιστική.

Το δεύτερο που έχω να πω είναι ότι ο ορθολογισμός δεν σκότωσε ποτέ ούτε μύγα. Ο ορθολογισμός είναι ένας τρόπος σκέψης, μία μέθοδος, ένα σύστημα – αλλά δεν είναι ιδεολογία. Ίσα-ίσα, η κριτική ορθολογική σκέψη είναι ο μέγας αντίπαλος των ιδεολογιών, των κοσμοθεωριών ακόμα και των θρησκειών – επειδή είναι ο αντίπαλος κάθε δογματισμού, κάθε φανατισμού, κάθε ιδεοληψίας. Αυτό που σκότωσε π. χ. τα θύματα του Φασισμού ή και του Κομμουνισμού ήταν η τυφλή πίστη σε τελείως παράλογα δόγματα (π.χ. η ανωτερότητα της Άρειας Φυλής, ή ο Μεσσιανικός Διαλεκτικός Υλισμός) δόγματα που έπαιζαν τον ρόλο της θρησκείας: είχαν τα ιερά τους βιβλία, το ιερατείο, την επαγγελία του παραδείσου (το Τέταρτο Ράιχ ή η αταξική κοινωνία). Η εξόντωση έξη εκατομμυρίων Εβραίων δεν είναι ορθολογική απόφαση. Μόνο ο τυφλός φανατισμός μπορεί να οδηγήσει σε αυτή.

Από την ορθολογική σκέψη το μόνο που μπορεί να προκύψει είναι μία θέση όπως η κατηγορική προσταγή του Καντ: «Πράττε έτσι ώστε η θέλησή σου να μπορεί να γίνει νόμος για όλη την ανθρωπότητα». Να μία καθαρά λογική σκέψη. Το να θέλω οι αποφάσεις μου να ισχύουν μόνο για μένα είναι παράλογο. Άλλωστε η κατηγορική προσταγή δεν είναι άλλο από την μεταφορά του Χρυσού Κανόνα σε πιο φιλοσοφική διάλεκτο.

Ο Χρυσούς Κανών απαντά σε πολλές εκδοχές σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ανάλογες παραινέσεις έχουν διατυπώσει ο Βούδας, ο Κομφούκιος, ο Μωάμεθ, ο Λαο-Τσε, και άλλοι σοφοί. Περισσότερα στο Δίκτυο http://www.jcu.edu/philosophy/gensler/goldrule.htm.

Με αυτή την καθαρά λογική αλλά απόλυτα ανθρώπινη παραδοχή, ο ορθός λόγος οδηγεί, νομοτελειακά, στην αποδοχή των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Γιατί τι άλλο είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα παρά η εφαρμογή, λεπτομερειακά, του κανόνα: «να φέρεσαι όπως θέλεις να σου φέρονται». Να μπαίνεις δηλαδή στην θέση του άλλου. Τις ελευθερίες που διεκδικείς για τον εαυτό σου, θα ήταν παράλογο να τις αρνηθείς στον άλλο. Εκτός αν δεν τον θεωρείς ίσο με σένα – πράγμα που πάλι είναι παράλογο. Γιατί πώς, λογικά, θα θεμελιώσεις την διάκριση;

Αν νομίζετε πως είναι τυχαίο το ότι όλες οι θρησκείες και οι ιδεολογίες αντιδρούν στα ανθρώπινα δικαιώματα (και ο δικός μας Προκαθήμενος τα έχει καταδικάσει επανειλημμένα)... Φτάσαμε ο όρος Διαφωτιστής να θεωρείται ύβρις (μου την έχουν πετάξει στο κεφάλι). Κι ας έλεγε ο Καντ ότι διαφωτισμός: «είναι η ενηλικίωση του ανθρώπου, η έξοδός του... από την αδυναμία να χρησιμοποιεί το νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου... 'Τόλμησε να χρησιμοποιήσεις τον δικό σου νου' – αυτό είναι το σύνθημα του Διαφωτισμού. Και γι αυτό τίποτα άλλο δεν χρειάζεται παρά μόνον η ελευθερία».

Αλίμονο – οι πόλεμοι δεν έγιναν από ορθολογιστές αλλά από ανθρώπους που είχαν ξεχάσει τον ορθό λόγο. Αυτό που οδήγησε τους Χούτου να σφάξουν ένα εκατομμύριο Τούτσι και τον Πολ Ποτ να εξολοθρεύσει τρία εκατομμύρια συμπολίτες του, ήταν ακριβώς το αντίθετο από την λογική. Αυτό έφερε το Άουσβιτς και την Σερμπρένιτσα.

Μα η επιστήμη και η τεχνολογία δημιούργησαν την ατομική ενέργεια! Ναι, αλλά ποιοι την χρησιμοποίησαν ως βόμβα; Με τον ηλεκτρισμό φωτίστηκε η ανθρωπότης – φταίει ο Τέσλα αν χρησιμεύει για την ηλεκτρική καρέκλα;


Οι θεωρητικοί που πολεμούν τον ορθό λόγο και τον διαφωτισμό δεν έχουν τίποτα να του αντιπαραθέσουν παρά μόνο κάτι συναισθηματικές και νεφελώδεις γενικότητες όπως «θητεία στην φύση», «συντονισμός στην οντογένεση», «αυθεντική και αρμονική συν-εξέλιξη» (ανθολογία από ανάλογες μελέτες).

Ευτυχώς για μας, ο ορθολογισμός δεν χρεοκόπησε. Ίσα-ίσα που αποτελεί την τελευταία μας ελπίδα για να λύσουμε τα προβλήματα που έφερε η ασυδοσία στην ανάπτυξη και στην ανισοκατανομή των αγαθών...

ΠΙΣΩ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ

Ι

Τό «πί­σω στό Μα­θου­σά­λα»[1] ἦ­ταν ἕ­να προ­ο­δευ­τι­κό πρό­γραμ­μα, συγ­κρι­νό­μεν­ο μέ τό «Πί­σω στό Θα­λῆ» ἤ τό «Πί­σω στον Ἀ­να­ξί­μαν­δρο»: ὅ,τι μᾶς πρό­σφε­ρε ὁ Shaw ἦ­ταν μιά βελ­τι­ω­μέ­νη προσ­δο­κί­α ζω­ῆς — κά­τι πού κυ­κλο­φο­ροῦ­σε στόν ἀ­έ­ρα, ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, ὅ­ταν τό­γρα­φε. Δέν ἔ­χω τί­πο­τα νά σᾶς προ­σφέ­ρω, τί­πο­τα, φο­βοῦ­μαι, πού νά κυ­κλο­φο­ρεῖ σή­με­ρα στόν ἀ­έ­ρα· δι­ό­τι αὐ­τό στό ὁ­ποῖ­ο θέ­λω νά ἐ­πι­στρέ­φου­με εἶ­ναι ἡ ἁ­πλή καί εἰ­λι­κρι­νής ἐ­κλο­γί­κευ­ση τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν. Ποῦ βρί­σκε­ται αὐ­τή ἡ τό­σο πο­λύ συ­ζη­τη­μέ­νη «ἐ­κλο­γί­κευ­ση» τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν; Ἡ ἁ­πλό­τη­τα καί ἡ τολ­μη­ρό­τη­τα τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των τους εἶ­ναι μέ­ρος της, ἀλ­λά ἡ θέ­ση μου εἶ­ναι ὅ­τι τό ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἡ κρι­τι­κή στά­ση ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως θά προ­σπα­θή­σω νά δεί­ξω, ἀρ­χι­κά ἀ­να­πτύ­χθη­κε στήν Ἰ­ω­νι­κή Σχο­λή.

Τά ἐ­ρω­τή­μα­τα στά ὁ­ποῖ­α οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί προ­σπά­θη­σαν ν’ ἀ­παν­τή­σουν, ἦ­ταν πρω­τί­στως έ­ρω­τή­ματα κοσμολογικά, ἀλλά ἦταν ἐπίσης καί ἐρωτήματα θεωρίας τῆς γνώσεως. ’Ἔχω τήν πεποίθηση πώς ἡ φιλοσοφία πρέπει νά ἐπιστρέφει στήν κοσμολογία καί στήν ἁπλή γνωσεοθεωρία. Ὑπάρχει ἕνα, τουλάχιστον, φιλοσοφικό πρόβλημα πού ἐνδιαφέρει κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο: τό πρόβλημα τῆς κατανόησης τοῦ κόσμου μέσα στόν ὁποῖο ζοῦμε: καί, ὡς ἐκ τούτου, τοῦ ἑαυτοῦ μας (ὁ ὁποῖος εἶναι μέρος αὐτοῦ τοῦ κόσμου) καί τῆς γνώσης μᾶς γι’ αὐτόν. Πιστεύω πώς ὁλόκληρη ἡ ἐπιστήμη εἶναι κοσμολογία καί, γιά μένα, τό ἐνδιαφέρον τῆς φιλοσοφίας, ὄχι λιγότερο ἀπ’ ὅτι τῆς ἐπιστήμης, βρίσκεται ἀποκλειστικά στή θαρραλέα της προσπάθεια νά προσθέσει στή γνώση μας γιά τόν κόσμο. Γιά παράδειγμα, ὁ Wittgenstein μ’ ἐνδιαφέρει, ὄχι γιά τή γλωσσολογική του φιλοσοφία ἀλλά διότι τό Tractatus του ἦταν μιά κοσμολογική πραγματεία (μολονότι ἀδούλευτη), καί διότι ἡ γνωσεοθεωρία του ἦταν στενά δεμένη μέ τήν κοσμολογία του.

Γιά μέ­να, τό­σο ¨η φι­λο­σο­φί­α ὅ­σο καί ἡ ἐ­πι­στή­μη χά­νουν κά­θε γο­η­τεί­α ὅ­ταν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τήν ἀ­να­ζή­τη­ση αὐ­τή - ὅ­ταν γί­νον­ται ἐ­ξει­δι­κεύ­σεις καί παύ­ουν νά βλέ­πουν, καί νά ἀ­πο­ρο­ΰν γιά τά αἰ­νίγ­μα­τα τοῦ κό­σμου μας. Ἡ εἰ­δί­κευ­ση μπο­ρεῖ νά­ναι ἕ­νας με­γά­λος πει­ρα­σμός γιά τόν ἐ­πι­στή­μο­να. Γιά τό φι­λό­σο­φο, εἶ­ναι θα­νά­σι­μο ἁ­μάρ­τη­μα.

II

Στή με­λέ­τη αὐ­τή μι­λά­ω σάν ἐ­ρα­σι­τέ­χνης[2], σάν ἕ­νας ἐ­ρα­στής τῆς ὄ­μορ­φης ἱ­στο­ρί­ας τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν. Δέν εἶ­μαι οὔ­τε εἰ­δι­κός, οὔ­τε πραγ­μα­το­γνώ­μων: βρί­σκο­μαι ἐν­τε­λῶς ἔ­ξω ἀ­π’ τά νε­ρά μου ὅταν κά­ποι­ος εἰ­δι­κός ἀρ­χί­ζει νά ὑ­πο­στη­ρί­ζει ποι­ές λέ­ξεις ἤ φρά­σεις θά μπο­ροῦ­σε καί ποι­ές θά­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­δύ­να­το νά­χει χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ Ἡράκλειτος. Ὡστόσο, ὅ­ταν κά­ποι­ος εἰ­δι­κός ἀν­τι­κα­θίιστᾶ μιά ὄ­μορ­φη ἱ­στο­ρί­α, βα­σι­σμέ­νη στά πα­λαι­ό­τε­ρα κεί­με­να πού κα­τέ­χου­με, μέ μιά πού - γιά μέ­να του­λά­χι­στον - δέν ἔ­χει κα­νέ­να νό­η­μα, τό­τε νι­ώ­θω πώς ἀ­κό­μη κι ἕ­νας ἐ­ρα­σι­τέ­χνης μπο­ρεῖ νά ὀρ­θω­θεῖ καί νά ὑ­πε­ρα­σπι­σθεῖ μιά πα­λιά πα­ρά­δο­ση. Ὡς ἐκ τού­του, θά με­λε­τή­σω, του­λά­χι­στον, τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τοῦΰ εἰ­δι­κοῦ, καί θά ἐ­ξε­τά­σω τήν ἀν­το­χή τους. Αὐ­τό φαί­νε­ται νά­ναι μιά ἀ­βλα­βής ἀ­πα­σχό­λη­ση, πού μπο­ρῶ νά τήν ἐ­πι­τρέ­ψω στό ἑ­αυ­τό μου καί ἄν κά­ποι­ος εἰ­δι­κός, ἤ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος, ­ἔμ­παι­νε στόν κό­πο ν’ ἀν­τι­κρού­σει τήν κρι­τι­κή μου θά μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε καί θά μού­κα­νε τι­μή.[3]

Θ’ ἀ­πα­σχο­λη­θῶ μέ τίς κο­σμο­λο­γι­κές θε­ω­ρί­ες τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν, ἀλ­λά μό­νο στό βαθ­μό πού συ­νιστοῦΰν τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦϋ προ­βλή­μα­τος τῆς με­τα­βο­λῆς, ὅ­πως τό ὀ­νο­μά­ζω, καί μό­νο στό βαθ­μό πού αὐ­τές [οἱ κο­σμο­λο­γι­κές θε­ω­ρί­ες] εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τες γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς προ­σέγ­γι­σης τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν φι­λο­σό­φων στό πρό­βλη­μα τῆς γνώ­σης - τῆς πρα­κτι­κῆς κα­θώς καί τῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς τους προ­σέγ­γι­σης. Δι­ό­τι εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­δι­α­φέ­ρον νά δεῖ κα­νείς πῶς ἡ πρακτική τους ὅπως καί ἡ θεωρία τῆς γνώσης τους συνδέεται μέ τά κοσμολογικά καί θεολογικά ἐρωτήματα πού ἔθεταν στόν ἑαυτό τους. Δέν εἶχαν μιά γνωσεοθεωρία πού ἄρχιζε μέ τό ἐρώτημα, «Πῶς γνωρίζω ὅτι τοῦτο εἶναι πορτοκάλι;» ἤ «Πῶς γνωρίζω ὅτι τό ἀντικείμενο πού ἀντιλαμβάνομαι αὐτή τή στιγμή εἶναι πορτοκάλι;» Ἡ γνωσεοθεωρία τους ξεκίνησε ἀπό προβλήματα ὅπως. «Πῶς γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό νερό;» ἤ «Πῶς γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος θεούς;» ἤ, «Πῶς μποροῦμε νά γνωρίζουμε ὁτιδήποτε γύρω ἀπό τους θεούς;»

Ὑπάρχει μιά πλατιά διαδεδομένη πίστη πού νομίζω ὀφείλεται, κάπως ἀμυδρά, στήν ἐπίδραση τοῦ Francis Bacon, ὅτι τά προβλήματα τῆς γνωσεοθεωρίας θάπρεπε νά μελετῶνται μᾶλλον σέ σχέση μέ τή γνώση μας τοῦ πορτοκαλιοῦ παρά μέ τή γνώση μᾶς τοῦ κόσμου [cosmos]. Διαφωνῶ μέ τήν πίστη αὐτή, καί ἕνας ἀπό τους βασικούς σκοπούς αὐτῆς της μελέτης εἶναι νά σᾶς μεταδώσω μερικούς ἀπό τους λόγους αὐτῆς μου τῆς διαφωνίας. Ἐν πάση περιπτώσει εἶναι καλό νά θυμᾶται κανείς, ἀπό καιρό σέ καιρό, ὅτι ἡ δυτική μας ἐπιστήμη - καί δέν φαίνεται νά ὑπάρχει καμιά ἄλλη - δέν ξεκίνησε συλλέγοντας παρατηρήσεις γιά πορτοκάλια, ἀλλά μέ θαρραλέες θεωρίες περί τοῦ κόσμου [world],

III

Ἡ παραδοσιακή ἐμπειριοκριτική ἐπιστημολογία καί ἡ παραδοσιακή ἱστοριογραφία τῆς ἐπιστήμης εἶναι βαθιά ἐπηρεασμένες ἀπό τό βακώνειο μύθο ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἐπιστήμη ξεκινᾶ ἀπό τήν παρατήρηση καί κατόπι σιγά καί προσεκτικά προχωράει στις θεωρίες. Ὅτι τά γεγονότα εἶναι πολύ διαφορετικά μπορεῖ κανείς νά τό μάθει ἀπό τή σπουδή τῶν πρώτων Προσωκρατικῶν. Ἐδῶ βρίσκουμε τολμηρές καί γοητευτικές ἰδέες, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι παράξενα, ἀκόμη καί συγκλονιστικά, προμαντέματα τῶν σύγχρονων πορισμάτων, ἐνῶ πολλές ἄλλες εἶναι πολύ σχετικές μέ τίς σημερινές ἀπόψεις· ἀλλά οἱ περισσότερες, καί οἱ καλλίτερες ἀπ’ αὐτές δέν ἔχουν τίποτε νά κάνουν μέ τήν παρατήρηση. Γιά παράδειγμα πάρτε μερικές ἀπό τίς θεωρίες γύρω ἀπό τό σχῆμα καί τή θέση τῆς γής. Ὁ Θαλῆς εἶπε, μᾶς λένε, «ὅτι ἡ γῆ στηρίζεται ἀπό τό νερό πάνω στό ὁποῖο ταξιδεύει σάν καράβι, κι ὅταν μιλᾶμε γιά σεισμό, εἶναι ἡ γῆ πού τραντάζεται ἀπό τήν κίνηση τοῦ νεροῦ». Χωρίς ἀμφιβολία ὁ Θαλῆς εἶχε παρατηρήσει πρίν φτάσει στή θεωρία του, τούς σεισμούς καθώς καί τήν ταλάντευση τοῦ πλοίου. Ἀλλά ὁ σκοπός τῆς θεωρίας του ἦταν νά ἑρμηνεύσει τή στήριξη ἤ τήν αἰώρηση τῆς γῆς, καθώς καί τούς σεισμούς, μέ τήν εἰκασία ὅτι ἡ γῆ ἐπιπλέει πάνω στό νερό· καί αὐτή τήν εἰκασία (ἡ ὁποία τόσο παράδοξα προλαμβάνει τή σύγχρονη θεωρία τῆς ἠπειρωτικῆς κίνησης) δέν μποροῦσε νά τή βασίσει στίς παρατηρήσεις του.

Δέν πρέ­πει νά ξε­χνᾶ­με ὅ­τι ἡ λει­τουρ­γί­α [πρό­θε­ση] τοῦ βα­κώ­νει­ου μύ­θου εἶ­ναι νά ἑρ­μη­νεύ­σει για­τί οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κές θέ­σεις εἶ­ναι ἀ­λη­θεῖς, ἐ­πι­ση­μαί­νον­τας ὅ­τι ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση εἶ­ναι ἡ «ἀ­λη­θής πη­γή» τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς μας γνώ­σης. Μό­λις συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι ὅ­λες οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κές θέ­σεις εἶ­ναι ὑ­πο­θέ­σεις, ἤ φαν­τα­σί­ες, ἤ εἰ­κα­σί­ες, καί ὅ­τι ἡ με­γά­λη πλει­ο­φη­φί­α αὐ­τῶν τῶν εἰ­κα­σι­ῶν (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων καί αὐ­τῶν τοῦ Βά­κω­νος) ἀ­πο­δεί­χθη­καν ἐ­σφαλ­μέ­νες, ὁ βα­κώ­νει­ος μύ­θος μέ­νει ξε­κάρ­φω­τος.

Διότι εἶναι ἀνόητο νά ὑποστηρίζει κανείς ὅτι οἱ εἰκασίες τῆς ἐπιστήμης - κι ἐκεῖνες πού ἀποδείχθηκαν ἐσφαλμένες, καθώς κι ἐκεῖνες πού εἶναι ἀκόμη παραδεκτές - ὅλες ξεκινοῦν ἀπό τήν παρατήρηση.

Ὅπως καί νάναι, ἡ ὄμορφη θεωρία τοῦ Θαλῆ γιά τή στήριξη ἤ τήν αἰώρηση τῆς γῆς καί γιά τούς σεισμούς, μολονότι μέ καμιά ἔννοια δέν βασίζεται πάνω στήν παρατήρηση, εἶναι τουλάχιστον ἐμπνευσμένη ἀπό μιά ἐμπειρική ἤ ἐκ παρατηρήσεως ἀναλογία. Ἀλλά ἀκόμη κι αὐτό, ἀπέχει ἀπό τήν ἀλήθεια, γιά τή θεωρία πού προτείνει ὁ μεγάλος μαθητής τοῦ Θαλῆ, ὁ Ἀναξίμανδρος. Ἡ θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου γιά τήν αἰώρηση τῆς γῆς εἶναι ἰδιαίτερα ἐνορατική, ἀλλά δέν χρησιμοποιεῖ διόλου ἀντίστοιχες παρατηρήσεις. Στήν πραγματικότητα, μπορεῖ νά περιγραφεῖ ὡς ἀντιπαρατηρητική. Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου, «Ἡ γῆ... δέν συγκροτεῖται ἀπό τίποτα, ἀλλά παραμένει στάσιμη καί τοῦτο ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἀπέχει ἐξ ἴσου ἀπ ’ ὅλα τά ἄλλα πράγματα. Τό σχῆμα της... μοιάζει μέ κολώνα... Περπατᾶμε πάνω σέ μιά ἀπό τίς ἐπίπεδες ἐπιφάνειές της, ἐνῶ ἡ ἄλλη βρίσκεται στήν ἀντίθετη ὄψη». Ἡ «κολώνα», φυσικά, εἶναι μιά ἀναλογία ἐκ παρατηρήσεως. Ἀλλά ἡ ἰδέα τῆς ἐλεύθερης αἰώρησης τῆς γῆς μέσα στό διάστημα, καί ἡ ἑρμηνεία τῆς σταθερότητάς της, δέν ἔχει καμιά ἀπολύτως ἀντιστοιχία σ’ ὁλόκληρο τό πεδίο τῶν γεγονότων πού μποροῦν νά παρατηρηθοῦν.

Κα­τά τή γνώ­μη μου, ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τή τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου εἶ­ναι μιά ἀ­πό τίς πιό θαρ­ρα­λέ­ες, τίς πιό ἐ­πα­να­στα­τι­κές κι ἐν­τυ­πω­σια­κές ἰ­δέ­ες σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης. Κα­τέ­στη­σε δυ­να­τές τίς θε­ω­ρί­ες τοῦ Ἀ­ρι­στάρ­χου καί τοῦ Κο­πέρ­νί­κου. Ἀλ­λά τό βῆ­μα πού ἔ­κα­νε ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­ναι ἀ­κό­μη δυ­σκο­λο­τε­ρο καί τολ­μη­ρό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού ἔ­κα­ναν ὁ Ἀ­ρί­σταρ­χος καί ὁ Κο­πέρ­νι­κος. Τό νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζει κα­νείς τή γῆ ὡς ἐ­λεύ­θε­ρα το­πο­θε­τη­μέ­νη στό μέ­σον τοῦ σύμ­παν­τος καί νά λέ­ει «ὅ­τι πα­ρα­μέ­νει ἀ­κί­νη­τη ἐ­πει­δή ἄ­πε­χει ἰ­σο­μέ­τρως ἤ ἰ­σορ­ρό­πως» (ὅ­πως ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης πα­ρα­φρά­ζει τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο), εἶ­ναι τό νά προ­βλέ­πει κα­νείς ὡς ἕ­να βαθ­μό ἀ­κό­μη καί τήν ἰ­δέ­α τοῦ Νεύ­τω­νος γιά τίς ἄυ­λες καί ἀ­ό­ρα­τες δυ­νά­μεις τῆς βα­ρύ­τη­τας.

IV

Πῶς ἔφτασε ὁ Ἀναξίμανδρος στήν ἀξιοσημείωτη αὐτή θεωρία; Σίγουρα ὄχι μέ τήν παρατήρηση ἀλλά μέ τό συλλογισμό. Ἡ θεωρία του εἶναι μιά προσπάθεια ἐπίλυσης ἑνός ἀπό τά προβλήματα στά ὁποῖα, ὁ δάσκαλός του καί συγγενής του Θαλῆς, ὁ ἱδρυτής τῆς Σχολῆς τῆς Μιλήτου ἤ τῆς Ἰωνίας, εἶχε προσφέρει μιά λύση πρίν ἀπ’ αὐτόν. Ὡς ἐκ τούτου εἰκάζω ὅτι ὁ Ἀναξίμανδρος ἔφτασε στή θεωρία του κρίνοντας τή θεωρία τοῦ Θαλή. Πιστεύω, ὅτι ἡ εἰκασία αὐτή μπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ ἀπό μιά μελέτη τῆς δομῆς τῆς ἀναξιμάνδρειας θεωρίας.

Ὁ Ἀναξίμανδρος εἶναι πιθανό ὅτι ἐναντιώθηκε στή θεωρία τοῦ Θαλῆ (σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ γῆ ἔπλεε πάνω στό νερό) στίς ἀκόλουθες γραμμές. Ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ εἶναι δεῖγμα ἑνός τύπου θεωρίας ποῦ ἄν ἀναπτυχθεῖ σταθερά θά ὁδηγήσει σέ μιάν ἀναγωγή στό ἄπειρο. Ἄν ἑρμηνεύσουμε τή σταθερή θέση τῆς γής μέ τήν ὑπόθεση ὅτι στηρίζεται στό νερό - δηλαδή ὅτι πλέει πάνω στόν ὠκεανό [Okeanos] - δέν θάπρεπε νά ἑρμηνεύσουμε τή σταθερή θέση του ὠ­κε­α­νοῦϋ μέ μιάν ἀ­νά­λο­γη ὑ­πό­θε­ση; Ἀλλά τοῦ­το θά σή­μαι­νε ἀ­να­ζή­τη­ση ἑ­νός στη­ρίγ­μα­τος γιά τόν ὠ­κε­ανό, καί κα­τό­πι ἑ­νός στη­ρίγ­μα­τος γιά τό στή­ριγ­μα αὐ­τό. Αὐ­τή ἡ μέ­θο­δος ἑρ­μη­νεί­ας δέν εἶ­ναι ἱ­κα­νο­ποι­ητι­κή: πρῶ­τον, δι­ό­τι λύ­νου­με τό πρό­βλη­μά μας μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νός ἀ­κρι­βῶς ἀ­νά­λο­γου προ­βλή­μα­το­· καί ἐ­πί­σης γιά ­ἕ­να λι­γό­τε­ρο τυ­πι­κό καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­νο­ρα­τι­κό λό­γο: ὅ­τι σ’ ἕ­να ὅ­ποι­ο­δη­πτε τέ­τοι­ο σύ­στημα στη­ριγ­μά­των ἤ ὑ­πο­στη­λω­μά­των, ἡ ἀ­δυ­να­μί­α ἐ­ξα­σφά­λι­σης σι­γου­ριᾶς σ’ ἕ­να ἀ­πό τά χα­μη­λό­τε­ρα ὑ­πο­στη­λώ­μα­τα θά πρέ­πει νά ὁ­δη­γή­σει στήν κα­τάρρευ­ση ὁ­λό­κλη­ρου τοῦϋ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος.

Ἀ­π’ αὐ­τό βλέ­που­με ἐ­νο­ρα­τι­κά ὅ­τι ἡ στα­θε­ρό­τη­τα το­ῦ κό­σμου δέν μπο­ρεῖ νά ἑ­ξα­σφα­λι­σθεῖΐ ἀ­πό ἕ­να σύ­στη­μα στη­ριγ­μά­των ἤ ὑ­πο­στη­λω­μά­των. Ἀντ’ αὐ­τοῦϋ ὁ Ἀναξίμανδρος ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἤ δο­μι­κή συμ­με­τρί­α το­ῦ κό­σμου ἡ ὁ­ποί­α βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει κα­νείς ἰ­δι­αί­τε­ρος το­μέ­ας στόν ὁ­ποῖο μπο­ρεῖ νά συμ­βεῖ κά­ποι­α κα­τάρ­ρευ­ση. Ἐφαρμόζει τήν ἀρ­χή ὅ­τι ὅ­που δέν ὑ­πάρ­χουν δι­α­φο­ρές δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει κα­μιά με­τα­βο­λή. Κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ἑρ­μη­νεύ­ει τή στα­θε­ρό­τη­τα τῆς γῆς μέ τήν ἰ­σό­με­τρη ἀ­πό­στα­σή της ἀ­πό ὅ­λα τ’ ἄλ­λα πράγ­μα­τα.

Τοῦ­το, φαί­νε­ται, ἦ­ταν τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦϋ Ἀναξίμανδρου. Εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά συ­νει­δη­το­ποι­η­θεῖ ὅ­τι κα­ταρ­γεῖ, μο­λο­νό­τι ὄ­χι ἀ­πό­λυ­τα συ­νει­δη­τά ἴσως καί ὄ­χι μέ ἀ­πό­λυ­τη συ­νέ­πεια, τήν ἰ­δέ­α μί­ας ἀ­πό­λυ­της κα­τεύ­θυν­σης - τήν ἀ­πό­λυ­τη ἔν­νοι­α τοῦ «ἄ­νω­θεν» καί «κα­τω­θεν». Αὐ­τό δέν εἶ­ναι μό­νο ἀν­τί­θε­το πρός κά­θε ἐμ­πει­ρί­α, ἀλ­λά ἀ­πί­στευ­τα δύ­σκο­λο νά συλ­ληφθεῖ. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τό ἀ­γνό­η­σε, φαί­νε­ται, καί ἀ­κό­μη καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀναξίμανδρος δέν τό συ­νέ­λα­βε ἀ­πό­λυ­τα. Δι­ό­τι ἡ ἰ­δέ­α τῆς ἴσης ἀ­πό­στα­σης ἀ­πό ὅ­λα τ’ ἄλ­λα πράγ­μα­τα θά­πρε­πε νά τόν εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει στή θε­ω­ρί­α ὅ­τι ἡ γῆ ἔ­χει τό σχῆ­μα τῆς σφαί­ρας. Ἀντ’ αὐ­τοῦ πί­στευ­ε πώς εἶ­χε τό σχῆ­μα τῆς κο­λώ­νας μέ μιά ἐ­πί­πε­δη ἐ­πι­φά­νεια ἐ­πά­νω καί μιά χα­μη­λό­τε­ρα. Ὡστόσο, φαί­νε­ται ὡς ἐ­άν ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση, «περ­πα­τοῦ­με ἐ­πά­νω σέ μί­α ἀ­πό τίς ἐ­πί­πε­δες ἐ­πι­φά­νει­ές της, ἐ­νῶ ἡ ἄλ­λη βρί­σκε­ται στήν ἀν­τί­θε­τη πλευ­ρά», νά πε­ρι­έ­χει ἕ­να ὑ­παι­νιγ­μό ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει κα­μιά ἀ­πό­λυ­τη ἐ­πά­νω ἐ­πι­φά­νεια, ἀλ­λά, ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­πι­φά­νεια πά­νω στήν ὁ­ποί­α τυ­χαί­νει νά περ­πα­τᾶ­με εἶ­ναι μί­α πού θά μπο­ρού­σα­με νά ὀ­νο­μά­σου­με ἐ­πά­νω.

Τί ἐμ­πό­δι­σε τόν Ἀναξίμανδρο νά φτά­σει στή θε­ω­ρί­α ὅ­τι ἡ γῆ ἦ­ταν σφαί­ρα μᾶλ­λον, πα­ρά κύ­λιν­δρος; Δέν ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α: ἦ­ταν ἡ ἐκ πα­ρα­τη­ρήσε­ως ἐμ­πει­ρί­α πού τόν δί­δα­ξε ὅ­τι ἡ ἐ­πι­φά­νεια τῆς γῆς ἦ­ταν, γε­νι­κά, ἐ­πί­πε­δη. Ἔτσι, ἦ­ταν ἕ­να θε­ω­ρη­τι­κό καί κρι­τι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα, μιά ἀ­φη­ρη­μέ­νη κρι­τι­κή συ­ζή­τη­ση τῆς θε­ω­ρί­ας το­ῦ Θα­λῆ, πού σχε­δόν τόν ὁ­δή­γη­σε στήν ἀ­λη­θι­νή θε­ω­ρί­α το­ῦ σχή­μα­τος τῆς γῆς· καί ἦ­ταν ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης πού τόν ὁ­δή­γη­σε σέ ἐ­σφαλ­μέ­νο δρό­μο.

V

Ὑ­πάρ­χει μιά προ­φα­νής ἀν­τίρ­ρη­ση στήν ἀ­να­ξι­μάν­δρεια θε­ω­ρί­α τῆς συμ­με­τρί­ας σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­ποί­α ἡ γῆ βρί­σκε­ται σέ ἴ­ση ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα πράγ­μα­τα. Ἡ ἀ­συμ­με­τρί­α τοῦ σύμ­παν­τος μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά γί­νει ὁ­ρα­τή μέ τήν ὕ­παρ­ξη τού­ϋ ἥ­λιου καί τῆς σε­λή­νης, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ ἥ­λιος καί ἡ σε­λή­νη βρί­σκον­ται με­ρι­κές φο­ρές ὄ­χι πο­λύ μα­κριά τό ἕ­να ἀ­πό τ’ ἄλ­λο, ἔ­τσι ὥ­στε νά βρί­σκον­ται στήν αὐ­τή πλευ­ρά τῆς γής, ἐ­νῶ δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα στήν ἄλ­λη πλευ­ρά νά τά ἐ­ξι­σορ­ρο­πή­σει. Φαί­νε­ται πώς ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τήν ἀν­τίρ­ρη­ση αὐ­τή σέ μιά ἄλ­λη τολ­μη­ρή θε­ω­ρί­α - τή θε­ω­ρί­α του τῆς κρυμ­μέ­νης φύ­σης τοῦ ἥ­λιου, τῆς σε­λή­νης, καί τῶν ἄλ­λων οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των.

Ὁ­ρα­μα­τί­ζε­ται τούς δα­κτύ­λιους δύ­ο τε­ρά­στι­ων τρο­χῶν ἅ­μα­ξας νά πε­ρι­στρέ­φον­ται γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ, ὁ ἕ­νας εἰ­κο­σι­ε­πτά φο­ρές τό μέ­γε­θος τῆς γῆς, ὁ ἄλ­λος δε­κα­ο­κτώ φο­ρές τά μέ­γε­θός της. Κά­θε ἕ­νας ἀ­πό τους δα­κτύ­λιους αὐ­τούς, ἤ τούς στρογ­γυ­λούς σω­λῆ­νες, εἶ­ναι γε­μά­τος φω­τιά, καί ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει μιά ὀ­πή μέ­σω τῆς ὁ­ποί­ας γί­νε­ται ὁ­ρα­τή ἡ φω­τιά. Τίς ὀ­πές αὐ­τές τίς ὀ­νο­μά­ζου­με ἥ­λιο καί σε­λή­νη ἀν­τισ­τοί­χως. Τό ὑ­πό­λοιπο τοῦ τρο­χοῦ εἶ­ναι ἀ­ό­ρα­το, ­ἴ­σως δι­ό­τι εἶ­ναι σκο­τει­νό (ἤ θαμ­πό) καί μα­κριά. Οἱ στα­θε­ροί ἀ­στέ­ρες (καί ἴσως οἱ πλα­νῆ­τες) εἶ­ναι ἐ­πί­σης ὀ­πές πά­νω σέ τρο­χούς πού βρί­σκον­ται πλη­σι­έ­στε­ρα στή γῆ ἀ­π’ ὅ­τι οἱ τρο­χοί τοῦ ἥ­λιου καί τῆς σε­λή­νης. Οἱ τρο­χοί τῶν στα­θε­ρῶν ἀ­στέ­ρων πε­ρι­στρέ­φον­ται πά­νω σ’ ἕ­να κοι­νό ἄ­ξο­να (τόν ὁ­ποῖο τώ­ρα ὀ­νο­μά­ζου­με ἄ­ξο­να τῆς γῆς) καί μα­ζί σχη­μα­τί­ζουν μιά σφαί­ρα γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ. Ἔτσι τό αἴ­τη­μα τῆς ­ἴ­σης ἀ­πό­στα­σης ἀ­πό τή γῆ (πε­ρί­που) ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται. Αὐ­τό κά­νει τόν Ἀναξίμανδρο, νά­ναι ἐ­πί­σης ὁ ἱ­δρυ­τής τῆς θε­ω­ρί­ας τῶν σφαι­ρῶν. (Γιά τή σχέ­ση της πρός τούς τρο­χούς ἤ κύ­κλους, βλέ­πε Ἀριστοτέλη πε­ρί Οὐ­ρα­νοῦ, 28 β ὡς 290 β 10).

VI

Δέν ὑ­πάρ­χει κα­μιά ἀ­πο­λύ­τως ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι οἱ θε­ω­ρί­ες τοῦ Ἀναξίμανδρου εἶ­ναι μᾶλ­λον κρι­τι­κές καί θε­ω­ρη­τι­κές πα­ρά ἐμ­πει­ρι­κές: καί θε­ω­ρού­με­νες ὡς προ­σεγ­γί­σεις τῆς ἀ­λή­θειας οἱ κρι­τι­κές καί ἀ­φη­ρη­μενές θε­ω­ρί­ες του τόν ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π' ὅτι ἡ ἐμ­πει­ρι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση ἤ ἡ ἀ­να­λο­γί­α.

Ὡστόσο, ­ἕ­νας ὀ­πα­δός τοῦ Βά­κω­νος θά μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­παν­τή­σει, ὅ­τι αὐ­τός ἀ­κρι­βῶς ἐ­ξη­γεῖ για­τί ὁ Ἀναξίμανδρος δέν ἦ­ταν ἐ­πι­στή­μο­νας. Εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τός ὁ λό­γος πού μι­λᾶ­με γιά πρώ­ι­μη Ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α μᾶλ­λον, πα­ρά γιά πρώ­ι­μη Ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πι­στή­μη. Ἡ φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κή: ὁ κα­θέ­νας τό γνω­ρί­ζει αὐ­τό. Κα­θώς καί ὁ κα­θέ­νας γνω­ρί­ζει πώς ἡ ἐ­πι­στή­μη ἀρ­χί­ζει μό­νο ὅ­ταν ἡ θε­ω­ρη­τι­κή μέ­θο­δος ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πό τή μέ­θο­δο τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης, καί ὅ­ταν ἡ πα­ρα­γω­γή ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πό τήν ἐ­πα­γω­γή. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τή, φυ­σι­κά, ὁ­δη­γεῖϊ στή θέ­ση ὅ­τι οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κές θε­ω­ρί­ες θά­πρε­πε νά ὁ­ρί­ζον­ται μέ ἀ­να­φο­ρά στήν πη­γή τους - τήν πη­γή τους στίς πα­ρα­τη­ρή­σεις ἤ στίς ὀ­νο­μα­ζό­με­νες «ἐ­πα­γω­γι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες». Ὡστόσο, πι­στεύ­ω ὅ­τι ἐ­λά­χι­στες - ἄν ὑ­πάρ­χει κα­μια - φυ­σι­κές θε­ω­ρί­ες θά ἐν­τάσ­σον­ταν στόν ὁ­ρι­σμό αὐ­τό. Καί δέν βλέ­πω για­τί τό ἐ­ρώ­τη­μα τῆς πη­γῆς θά­πρε­πε νά­ναι ση­μαν­τι­κό στή σχέ­ση αὐ­τή. Ὅ,τι εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό γύ­ρω ἀ­πό μιά θε­ω­ρί­α εἶ­ναι ἡ ἑρ­μη­νευ­τι­κή της ἰ­σχύς, καί τό κα­τά πό­σον ἀν­τέ­χει τήν κρι­τι­κή καί τίς δο­κι­μα­σί­ες. Τό ἐ­ρώ­τη­μα τῆς πη­γῆς της, τοῦ πῶς ἀ­να­δεί­χθη­κε - ἐ­άν μέ «ἐ­πα­γω­γι­κή δι­α­δι­κα­σί­α» ὅ­πως λέ­γουν με­ρι­κοί, ἤ μέ μιά ἐ­νέρ­γεια ἐ­νό­ρα­σης - μπο­ρε­ῖ νά­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τό βι­ο­γρά­φο το­ῦ ἀν­θρώ­που πού ἐ­πε­νό­ησε τή θε­ω­ρί­α, ἀλ­λά ἔ­χει ἐ­λά­χι­στα νά κά­νει μέ τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή της κα­τά­στα­ση ἤ χα­ρα­κτή­ρα.

VII

Ὅσο γιά τούς Προσωκρατικούς, ἰσχυρίζομαι ὅτι εἶναι ἡ πιό τέλεια δυνατή συνέχεια σκέψης μεταξύ τῶν θεωριῶν τους καί τῶν μετέπειτα ἐξελίξεων στή φυσική. Ἄν ὀνομάζονται φιλόσοφοι, ἤ προεπιστήμονες, ἤ ἐπιστήμονες, δέν νομίζω πώς ἔχει μεγάλη σημασία. Ἀλλά ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου ἄνοιξε τό δρόμο γιά τίς θεωρίες τοῦ Ἀρίσταρχου, τοῦ Κοπέρνικου, τοῦ Κέπλερ καί τοῦ Γαλιλαίου. Δέν εἶναι ὅτι ἁπλῶς «ἐπηρέασε» αὐτούς τούς μετέπειτα στοχαστές· ἡ «ἐπιρροή» εἶναι μιά κατηγορία πολύ ἐπιφανειακή. Θά τό τοποθετοῦσα μᾶλλον ὡς ἑξῆς: τό ἐπίτευγμα τοῦ Ἀναξίμανδρου εἶναι καθαυτό ἀξιόλογο, ὅπως ἕνα ἔργο τέχνης. Παράλληλα, τό ἐπίτευγμά του κατέστησε δυνατά ἄλλα ἐπιτεύγματα, καί μεταξύ αὐτῶν ἐκεῖνα τῶν μεγάλων ἐπιστημόνων πού ἀναφέραμε.

Ἀλλά δέν εἶναι λανθασμένες οἱ θεωρίες τοῦ Ἀναξίμανδρου, καί ὡς ἐκ τούτου μή - ἐπιστημονικές; Εἶναι λανθασμένες, τό παραδέχομαι· ἀλλά τό ἴδιο συμβαίνει μέ πολλές θεωρίες, βασισμένες πάνω σέ ἀμέτρητα πειράματα, τίς ὁποῖες ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη παραδεχόταν μέχρι τελευταία, καί τῶν ὁποίων τόν ἐπιστημονικό χαρακτήρα δέν θά ὀνειρευόταν κανείς ν’ ἀρνηθεῖ, μολονότι τώρα πιστεύεται πώς ἦταν λανθασμένες. (Ἕνα παράδειγμα εἶναι ἡ θεωρία ὅτι οἱ τυπικές χημικές ἰδιότητες τοῦ ὑδρογόνου ἀνήκουν σ’ ἕνα μόνο εἶδος ἀτόμου — τό ἐλαφρύτερο ἀπ’ ὅλα τά ἄτομα). Ὑπῆρχαν ἱστορικοί ταῆς ἐπιστήμης πού εἶχαν τήν τάση νά θεωροῦν ὡς ἀντεπιστημονικό (ἤ ἀκόμη καί σάν δυσιδαιμονία) ὁποιαδήποτε ἄποψη πού εἶχε πάψει νά ἰσχύει τήν ἐποχή πού ἔγραφαν ἀλλά τοῦτο εἶναι μιά στάση ἀβάσιμη. Μιά λανθασμένη θεωρία μπορεῖ νάναι ἕνα ἐπίτευγμα τόσο σπουδαῖο ὅσο καί μιά ἀληθινή. Καί πολλές λανθασμένες θεωρίες μποροῦν μέ πολλούς τρόπους νά βοηθήσουν· μποροῦν, γιά παράδειγμα, νά εἰσηγηθοῦν μερικές λιγότερο ἤ περισσότερο ριζοσπαστικές μεταβολές, καί μποροῦν νά σταθοῦν ἐρέθισμα στήν κριτική. Ἔτσι ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ ὅτι ἡ γῆ πλέει πάνω στό νερό ξαναεμφανίστηκε μέ μιά τροποποιημένη μορφή στή θεωρία τοῦ Ἀναξιμένη, καί πιό πρόσφατα μέ τή μορφή τῆς θεωρίας τοῦ Wegener περί τῆς κίνησης τῶν ἡπείρων. Τό πῶς ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ προκάλεσε τήν κριτική τοῦ Ἀναξίμανδρου τόχουμε ἤδη ἀναφέρει.

Ἡ Ἀναξιμάνδρεια θεωρία εἰσηγήθηκε μιά τρόπο ποιημένη θεωρία - τή θεωρία μίας γήινης σφαίρας, ἐλεύθερα τοποθετημένης στό κέντρο τοῦ σύμπαντος, καί περιβαλλομένης ἀπό σφαῖρες πάνω στίς ὁποῖες ἦσαν τοποθετημένα οὐράνια σώματα. Καί, προκαλώντας τήν κριτική, ὁδήγησε ἐπίσης στή θεωρία ὅτι ἡ λάμψη τῆς σελήνης ὀφείλεται σέ ἀντανάκλαση τοῦ φωτός· στήν πυθαγόρειο θεωρία τοῦ κεντρικοῦ φωτός· καί τελικά στό ἡλιοκεντρικό κόσμο-σύστημα τοῦ Ἀρίσταρχου καί τοῦ Κοπέρνικου.

VIII

Πι­στεύ­ω πῶς οἱ Μι­λή­σιοι, ὅ­πως καί οἱ ἀ­να­το­λι­κοί τους πρό­γο­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέ­λα­βαν τόν κό­σμο ὡς ἀν­τί­σκη­νο, εἶ­δαν τόν κό­σμο ὡς ἕ­να εἶ­δος σπι­τιοῦ, τό σπί­τι κά­θε δη­μι­ουρ­γή­μα­τος - τό σπί­τι μας. Ἔ­τσι δέν ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη ν’ ἀ­να­ρω­τη­θεῖ κα­νείς γιά ποι­ό λό­γο ὑ­πῆρ­χε. Ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χε μιά πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ρευ­νη­θεῖ ἡ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή του. Τά ἐ­ρω­τή­μα­τα γιά τή δο­μή του, τό ἀρ­χι­κό σχέ­διό του καί τό κα­τα­σκευ­α­στι­κό του ὑ­λι­κό συ­νι­στοῦν τά τρί­α κύ­ρια προ­βλή­μα­τα τῆς Μι­λή­σιας κο­σμο­λο­γί­ας. Ἐ­πί­σης, ὑ­πάρ­χει ἕ­να θε­ω­ρη­τι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τήν ἀρ­χή του, τό ἐ­ρώ­τη­μα τ­ῆς κο­σμο­γο­νί­ας. Νο­μί­ζω πώς τό κο­σμο­λο­γι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν Μι­λη­σί­ων ὑ­πε­ρέ­βαι­νε κα­τά πο­λύ τό κο­σμο­γο­νι­κό τους ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἄν λά­βου­με ὑ­π’ ὄ­ψιν μας τήν ἰ­σχυ­ρή κο­σμο­γο­νι­κή πα­ρά­δο­ση, καί τή σχε­δόν ἀ­κα­τα­μά­χη­τη τά­ση νά πε­ρι­γρά­φε­ται ἕ­να πράγ­μα, πε­ρι­γρά­φον­τας τό πῶς ἔ­χει κα­τα­σκευ­α­σθεῖ, κι ­ἔ­τσι νά ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἕ­νας κο­σμο­λο­γι­κός ἀ­πο­λο­γισμός μέ μιά μορ­φή κο­σμο­γο­νι­κή. Τό κο­σμο­λο­γι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον πρέ­πει νά­ναι πο­λύ ἰ­σχυ­ρό, κα­θώς συγκρί­νε­ται μέ τό κο­σμο­γο­νι­κό, ἄν καί ἡ πα­ρου­σί­α­ση τῆς κο­σμο­λο­γι­κῆς θε­ω­ρί­ας εἶ­ναι, ἔ­στω καί με­ρι­κῶς, ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ἀ­π’ αὐ­τά τά κο­σμο­γο­νι­κό στο­λί­δια.

Πι­στεύ­ω πώς πρῶ­τος ὁ Θα­λῆς συ­ζή­τη­σε τήν ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή τοῦ κό­σμου [cosmos] — τή δο­μή του, τό ἀρ­χι­κό του σχέ­διο, καί τό κα­τα­σκευ­α­στι­κό ὑ­λι­κό του. Στόν Ἀναξίμανδρο βρί­σκου­με ἀ­παν­τή­σεις καί στά τρί­α ἐ­ρω­τή­μα­τα. Μέ συν­το­μί­α ἔ­χω ἀ­να­φέ­ρει τήν ἀ­πάν­τη­σή του στό ἐ­ρώ­τη­μα τῆς δο­μῆς. Ὅ­σο γιά τό ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ ἀρ­χι­κοῦ σχε­δί­ου τοῦ κό­σμου, κι αὐ­τό ἐ­πί­σης τό με­λέ­τη­σε καί τό ἐ­ξέ­θε­σε, κα­θώς μαρ­τυ­ρά­ει ἡ πα­ρά­δο­ση ὅ­τι σχε­δί­α­σε τόν πρῶ­το χάρ­τη τοῦ κό­σμου. Καί, φυ­σι­κά, εἶ­χε μιά θε­ω­ρί­α γιά τό κα­τα­σκευ­α­στι­κό του ὑ­λι­κό - τό «χω­ρίς τέ­λος» ἤ «χω­ρίς ὅ­ρια» ἤ «ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο» ἤ «ἄ­μορ­φο» - τό «ἄ­πει­ρο» [apeirion].

Στόν ἀ­να­ξι­μάν­δρει­ο κό­σμο συ­νέ­βαι­ναν ὅ­λων τῶν εἰ­δῶν οἱ με­τα­βο­λές. Ὑπῆρχε μιά φω­τιά πού χρει­α­ζό­ταν ἀέ­ρα καί κε­νά γιά ν’ ἀ­να­πνέ­ει, καί τά κε­νά αὐ­τά κα­τά και­ρούς ἔ­φρα­ζαν («βού­λω­ναν»), κι ἔ­τσι ἡ φω­τιά πνι­γό­ταν: τού­τη ἦ­ταν ἡ θε­ω­ρί­α του τῶν ἐ­κλεί­ψε­ων, καί τῶν φά­σε­ων τῆς σε­λή­νης. Ὑ­πῆρ­χαν οἱ ἄ­νε­μοι, πού ἦ­σαν ὑ­παί­τιοι γιά τήν ἀλ­λα­γή τοῦ και­ροῦ. Καί ὑ­πῆρ­χαν οἱ ἀ­τμοί, τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πο­ξή­ραν­σης τοῦ νε­ροῦ καί τοῦ ἀ­έ­ρα, πού ἦ­ταν ἡ αἰ­τί­α τῶν ἀ­νέ­μων καί τῶν «πε­ρι­στρο­φῶν» τοῦ ἥ­λιου (τά ἡ­λι­ο­στά­σια) καί τῆς σε­λή­νης.

Ἐ­δῶ ἔ­χου­με τόν πρῶ­το ὑ­παι­νιγ­μό οὗ­τι­νος ἐ­πρόκει­το σύν­το­μα νά ἐμ­φα­νι­σθε­ῖ: το­ῦ γε­νι­κοῦ προ­βλή­μα­τος τῆς με­τα­βο­λῆς, πού ἔ­γι­νε τό κεν­τρι­κό πρό­βλη­μα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­λο­γί­ας, καί πού τε­λι­κά ὁ­δή­γη­σε, μέ τό Λεύ­κιπ­πο καί τό Δη­μο­κρι­το, σέ μιά γε­νι­κή θε­ω­ρί­α με­τα­βο­λῆς ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτή ἀ­πό τή σύγ­χρο­νη ἐ­πι­στή­μη σχε­δόν ἀ­πό τήν ἀρ­χή τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να. (Ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε μό­νο μέ τήν ἀ­πο­τυ­χί­α τῶν πει­ρα­μά­των τοῦ Maxwell, ­ἕ­να ἱ­στο­ρι­κό συμ­βάν πού εἶ­χε ἐ­λά­χι­στα πα­ρα­τη­ρη­θεῖ πρίν ἀ­πό τό 1905).

Αὐ­τό τό γε­νι­κό πρό­βλη­μα με­τα­βο­λῆς εἶ­ναι ἕ­να πρό­βλη­μα φι­λο­σο­φι­κό· πράγ­μα­τι στά χέ­ρια το­ῦ Παρ­με­νί­δη καί τοῦ Ζή­νω­να με­τα­στρέ­φε­ται σχε­δόν σέ πρό­βλη­μα λο­γι­κῆς. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τή ἡ με­τα­βο­λή - δη­λα­δή, λο­γι­κά δυ­να­τή; Πῶς μπο­ρεῖ κά­τι ν’ ἀλ­λά­ξει, χω­ρίς νά χά­νει τήν ταυ­τό­τη­τά του; Ἄν πα­ρα­μέ­νει τό ἴ­διο, δέν ἄλ­λα­ζει· ὡ­στό­σο, ἄν χά­νει τήν ταυ­τό­τη­τά του, τό­τε δέν εἶ­ναι πλέ­ον ἐ­κεῖ­νο τό πράγ­μα πού ἄλ­λα­ξε.

IX

Ἡ συ­ναρ­πα­στι­κή ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης το­ῦ προ­βλή­μα­τος με­τα­βο­λῆς μοῦ φαί­νε­ται πώς κιν­δυ­νεύ­ει νά θα­φτεῖ τε­λεί­ως, κά­τω ἀ­πό τό με­γά­λο σω­ρό τῶν μι­κρο­λε­πτο­με­ρει­ῶν τῆς κρι­τι­κῆς τῶν κει­μέ­νων. Ἡ ἱ­στο­ρί­α δέν μπο­ρεῖ, φυ­σι­κά, νά εἰ­πω­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρη σέ λί­γο χαρ­τί, καί ἀ­κό­μη λι­γώ­τε­ρο σ’ ἕ­να ἀ­πό τά πολ­λά του τμή­μα­τα. Ἀλλά μ’ ἕ­να πο­λύ σύν­το­μο πε­ρί­γραμ­μα, εἶ­ναι ἡ ἀ­κό­λου­θη.

Γιά τόν Ἀναξίμανδρο, ὁ κό­σμος μας, τό κο­σμι­κό μας οἰ­κο­δό­μη­μα, ἦ­ταν, ἁ­πλῶς, ­ἕ­να μέ­σα στήν ἀ­πει­ρί­α κό­σμων - μιά ἀ­πει­ρί­α χω­ρίς σύ­νο­ρα χώ­ρου καί χρό­νου. Αὐ­τό τό σύ­στη­μα κό­σμου ἦ­ταν αἰ­ώ­νιο, καί τό ἴ­διο ἦ­ταν καί ἡ κί­νη­ση. Ἔ­τσι δέν ὑ­πῆρ­χε κα­μιά ἀ­νάγ­κη νά ἑρ­μη­νευ­θεῖϊ ἡ κί­νη­ση, κα­μιά ἀ­νάγ­κη νά προ­σφερ­θεῖ μιά γε­νι­κή θε­ω­ρί­α με­τα­βο­λῆς (μέ τήν ἔν­νοι­α ἑ­νός γε­νι­κοῦ προ­βλή­μα­τος καί μί­ας γε­νι­κῆς θε­ω­ρί­ας με­τα­βο­λῆς πού θά βροῦ­με στόν Ἡράκλειτο· βλέ­πε πα­ρα­κά­τω). Ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ξη­γη­θοῦν οἱ γνω­στές με­τα­βο­λές πού συμ­βαί­νουν στόν κό­σμο μας. Οἱ πιό προ­φα­νεῖς με­τα­βο­λές - ἡ με­τα­βο­λή τῆς μέ­ρας καί τῆς νύ­χτας, τῶν ἀ­νέ­μων καί τοῦ και­ροῦ, τῶν ἐ­πο­χῶν, ἀ­πό τή σπο­ρά στό θε­ρι­σμό, καί, τῆς ἀ­νά­πτυξης τῶν φυ­τῶν, τῶν ζώ­ων καί τῶν ἀν­θρώ­πων - ὅ­λες συν­δέ­ον­ται μέ τίς ἀν­τι­θέ­σεις τῆς θερ­μο­κρα­σί­ας, μέ τήν ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ ζε­στοῦ καί κρύ­ου, καί μ’ ἐ­κεί­νη με­τα­ξύ ξε­ροῦ καί ὑ­γροῦ. «Τά ζων­τα­νά πλά­σμα­τα γεν­νή­θη­καν ἀ­πό τήν ἐ­ξα­τμι­ζό­με­νη ἀ­πό τόν ἥ­λιο ὑ­γρα­σί­α», μᾶς λέ­γουν καί τό ζε­στό καί τό κρύ­ο ὀρ­γα­νώ­νουν ἐ­πί­σης τή γέ­νε­ση τοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος τοῦ κό­σμου μας. Τό ζε­στό καί τό κρύ­ο ἦ­σαν ἐ­πί­σης ὑ­πεύ­θυ­να γιά τούς ἀ­τμούς κά τούς ἀ­νέ­μους πού μέ τή σει­ρά τους θε­ω­ροῦν­ται ὡς πα­ρά­γον­τες ὅ­λων σχε­δόν τῶν με­τα­βο­λῶν. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, μα­θη­τής τοῦ Ἀναξίμανδρου καί δι­ά­δο­χός του, ἀ­νέ­πτυ­ξε τίς ἰ­δέ­ες αὐ­τές πο­λύ λε­πτο­με­ρεια­κά. Ὅ­πως ὁ Ἀναξίμανδρος [ἔ­τσι κι αὐτός] ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε γιά τίς ἀν­τι­θέ­σεις τοῦ ζε­στοῦ καί τοῦ κρύ­ου, τοῦ ὑ­γροῦ καί το­ῦ ξε­ρο­ῦ, καί ἑρ­μή­νευ­σε τίς με­τα­βά­σεις με­τα­ξύ αὐ­ταῶν τῶν ἀν­τί­θε­των μέ μιά θε­ω­ρί­α συμ­πύ­κνω­σης καί ἀ­ραί­ω­σης. Ὅ­πως καί ὁ Ἀναξίμανδρος [ἔ­τσι κι αὐ­τός], πί­στευ­ε στήν αἰ­ώ­νια κί­νη­ση καί στή δρά­ση τῶν ἀ­νέ­μων καί δέν φαί­νε­ται ἀ­πί­θα­νο ὅ­τι στό ἕ­να ἀ­πό τά δύ­ο κύ­ρια ση­μεῖ­α πα­ρέκ­κλι­σης ἀ­πό τον Ἀναξίμανδρο ὁ­δη­γή­θη­κε μέ τήν κρι­τι­κή τῆς ἰ­δέ­ας ὅ­τι κά­τι πού ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο καί ἄ­μορ­φον (τό ἄ­πει­ρον) μπο­ροῦ­σε ὡ­στό­σο νά βρί­σκε­ται σέ κί­νη­ση. Ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τό ἄ­πει­ρον μέ τόν ἀ­έ­ρα - κά­τι πού ἦ­ταν σχε­δόν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο καί ἄ­μορ­φο, καί ἀ­κό­μη, σύμ­φω­να μέ τήν πα­λιά θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀναξίμανδρου πε­ρί ἀ­τμῶν, ὄ­χι μό­νο ἱ­κα­νός γιά κί­νη­ση ἀλ­λά ὁ κύ­ριος πα­ρά­γον­τας κί­νη­σης καί με­τα­βο­λῆς. Μιά πα­ρό­μοι­α ἐ­νο­ποί­η­ση ἰ­δε­ῶν, κα­τορ­θώ­θη­κε μέ τή θε­ω­ρί­α το­ῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ὅ­τι «ὁ ἥ­λιος ἀ­πο­τε­λεῖϊ­ται ἀ­πό γῆ, καί ὅ­τι θερ­μαί­νε­ται πο­λύ λό­γω τῆς τα­χύ­τη­τας τῆς κί­νη­σής του». Ἡ ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τῆς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­φη­ρη­μένης θε­ω­ρί­ας το­ῦ ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στου ἄ­πει­ρου ἀ­πό τή λι­γό­τε­ρο ἀ­φη­ρη­μέ­νη καί ἐγ­γύ­τε­ρη στόν κοι­νό νοῦ θε­ω­ρί­α τοῦ ἀ­έ­ρα, ται­ριά­ζει μέ τήν ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τῆς θαρ­ρα­λέ­ας θε­ω­ρί­ας τῆς στα­θε­ρό­τη­τας τῆς γῆς το­ῦ Ἀναξίμανδρου ἀ­πό μιά ἐγ­γύ­τε­ρη στόν κοι­νό νο­ϋ ἰ­δέ­α ὅ­τι γιά τή γῆ «ἡ ἐ­πί­πε­δη μορ­φή της εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α τῆς στα­θε­ρό­τη­τάς της· δι­ό­τι... κα­λύ­πτει σάν κα­πά­κι τόν ἀ­έ­ρα πού βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­π’ αὐ­τήν». Ἔτσι ἡ γῆ κα­βα­λά­ει τόν ἀέ­ρα ὅπως τό κα­πά­κι ἑ­νός δο­χεί­ου μπο­ρεῖ νά κα­βα­λά­ει στόν ἀ­τμό, ἤ ὅπως ἕ­να κα­ρά­βι μπο­ρεῖ νά κα­βα­λά­ει τό νε­ρό. Τό­σο τό ἐ­ρώ­τη­μα ὅσο καί η ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Θα­λῆ ξα­να­κα­θι­ε­ρώ­νον­ται, καί ὁ κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κός ἰ­σχυ­ρι­σμός τοῦ Ἀναξίμανδρου δέν γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τός. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­κλεκτι­κός, ἕ­νας συ­στη­μα­τι­κός, ἕ­νας ἐμ­πει­ρι­κός ἄν­θρω­πος μέ κοι­νό νοῦ. Ἀ­πό τους τρεῖς με­γά­λους Μι­λή­σιους εἶ­ναι ὁ λι­γό­τε­ρο πα­ρα­γω­γι­κός σέ ἐ­πα­να­στα­τι­κές και­νούρ­γι­ες ἰ­δέ­ες· εἶ­ναι ὁ λι­γό­τε­ρο σκε­πτό­με­νος φι­λο­σο­φι­κά.

Καί οἱ τρεῖς Μι­λή­σιοι ­ἔ­βλε­παν τόν κό­σμο μας ὅ­πως τό σπί­τι μας. Στό σπί­τι αὐ­τό ὑ­πῆρ­χε κί­νη­ση, ὑ­πῆρ­χε ἀλ­λα­γή, ὑ­πῆρ­χε ζε­στό καί κρύ­ο, φω­τιά καί ὑ­γρα­σί­α. Ὑπῆρχε φω­τιά στό τζά­κι καί πάν­ω σ’ αὐ­τό ὑ­πῆρ­χε μιά χύ­τρα μέ νε­ρό. Τό σπί­τι ἦ­ταν ἐ­κτε­θει­μέ­νο στούς ἀ­νέ­μους καί, σί­γου­ρα, ἔ­κα­νε λί­γο ρεῦ­μα· ἀλ­λά ἦ­ταν σπί­τι, καί τοῦ­το σή­μαι­νε ἀ­σφά­λεια καί στα­θε­ρό­τη­τα κά­ποι­ου εἴ­δους. Γιά τόν Ἡράκλειτο ὅμως­τό σπί­τι εἶ­χε πά­ρει φω­τιά.

Στόν κό­σμο τοῦ Ἡρακλείτου δέν ὑ­πῆρ­χε κα­μιά στα­θε­ρό­τη­τα. «Τά πάν­τα βρί­σκον­ται ἐν ροῇ, καί τί­πο­τα δέν εἶ­ναι ἐν ἠ­ρε­μίᾳ». Τά πόν­τα βρί­σκον­ται ἐν ρο­ή, ἀ­κό­μη καί οἱ δο­κοί, ἡ ξυ­λεί­α, τό οἰ­κο­δο­μι­κό ὑ­λι­κό ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται ὁ κό­σμος: γῆς καί βρά­χοι, ἤ ὁ μπροῦν­τζος ἑ­νός λέ­βη­τα - ὅ­λα βρί­σκον­ται ἐν ροῇ. Οἱ δο­κοί σα­πί­ζουν, ἡ γῆ πα­ρα­σύ­ρε­ται ἀ­πό τά νε­ρά καί τούς ἀ­νέ­μους, οἱ ­ἴ­διοι οἱ βρά­χοι σχί­ζον­ται καί ἐ­ξα­σθε­νοῦν, ὁ μπροῦν­τζος τοῦ λέ­βη­τα γί­νε­ται πρά­σι­νη πα­τί­να, ἡ σκου­ριά τοῦ χαλ­κοῦ: «Ὅ­λα τά πράγ­μα­τα βρί­σκον­ται σέ κί­νη­ση πάν­το­τε, ἀ­κό­μη κι ἄν... αὐ­τό δι­α­φεύ­γει ἀ­πό τίς αἰ­σθή­σεις μας», ὁπως τό ἐ­ξέ­φρα­σε ὁ Ἀριστοτέλης. Ἐκεῖνοι πού δέν γνω­ρί­ζουν καί δέν σκέ­πτον­ται πι­στεύ­ουν πώς μό­νο τά καύ­σι­μα καί­γον­ται, ἐ­νῶ τό δο­χεῖ­ο μέ­σα στό ὁ­ποῖο καί­γον­ται (cf. DK, Α4) πα­ρα­μέ­νει ἀ­ναλ­λοί­ω­το· δι­ό­τι δέν βλέ­που­με τό δο­χεῖ­ο νά καί­γε­ται. Καί ὡ­στό­σο καί­γε­ται· τρώ­γε­ται ἀ­πό τή φω­τιά πού πε­ρι­έ­χει. Δέν βλέ­που­με τά παι­διά μας νά με­γα­λώ­νουν καί ν’ ἀλ­λά­ζουν καί νά γερ­νᾶ­νε, ὡ­στό­σο γί­νε­ται.

Ἔτσι δέν ὑ­πάρ­χουν συμ­πα­γῆ σώ­μα­τα. Τά πράγ­μα­τα δέν εἶ­ναι πράγ­μα­τι πράγ­μα­τα, εἶ­ναι δι­α­δι­κα­σί­ες, εἶ­ναι ἐν ροῇ. Εἶ­ναι ὅπως ἡ φω­τιά, ὅπως μιά φλό­γα ἡ ὁ­ποί­α, μο­λο­νό­τι μπο­ρεῖ νά ἔ­χει ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο σχῆ­μα, εἶ­ναι μιά δι­α­δι­κα­σί­α, μιά ρο­ή ὑ­λι­κοῦ, ­ἕ­νας πο­τα­μός. Ὅ­λα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι φλό­γες: ἡ φω­τιά εἶ­ναι τό ἴδιο τό οἰ­κο­δο­μι­κό ὑ­λι­κό τοῦ κό­σμου μας· καί ἡ προ­φα­νής συμ­πά­γεια τῶν πραγ­μά­των ὀ­φεί­λε­ται ἁ­πλῶς στούς νό­μους, στά μέ­τρα, στά ὁ­ποῖα ὑ­πό­κειν­ται οἱ δι­α­δι­κα­σί­ες το­ῦ κό­σμου μας.

Αὐ­τή πι­στεύ­ω εἶ­ναι ἡ ἀ­φή­γη­ση τοῦ Ἡράκλειτου· τό «μή­νυ­μά» του εἶ­ναι ὁ «ἀ­λη­θής λό­γος», τόν ὁ­ποῖο ὀ­φεί­λου­με ν’ ἀ­κού­σου­με: «Ἀ­κού­γον­τας ὄ­χι ἐ­μέ­να ἀλ­λά τόν ἀ­λη­θή λό­γο, εἶ­ναι σο­φό νά πα­ρα­δέ­χε­ται κα­νείς ὅτι ὅλα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἕ­να»: εἶ­ναι μιά αἰ­ώ­νια φω­τιά, πού φουν­τώ­νει μέ μέ­τρο καί σβή­νει μέ μέ­τρο».

Γνω­ρί­ζω πο­λύ κα­λά ὅτι ἡ πα­ρα­δο­σια­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς φι­λο­σο­φί­ας το­ῦ Ἡράκλειτου πού ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἐ­δῶ, δέν εἶ­ναι γε­νι­κῶς ἀ­πο­δε­κτή πρός τό πα­ρόν. Οἱ κρι­τι­κοί ὅμως δέν ἔ­χουν βά­λει τί­πο­τα στή θέ­ση της - τί­πο­τα, δη­λα­δή, φι­λο­σο­φι­κοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος. Θά συ­ζη­τή­σω ἐν συν­το­μί­α πα­ρα­κά­τω τή νέ­α τους ἑρ­μη­νεί­α. Ἐ­δῶ, θέ­λω μό­νο νά το­νί­σω ὅτι ἡ φι­λο­σο­φί­α τοῦ Ἡράκλειτου, προ­κα­λών­τας τή σκέ­φη, τό λό­γο, τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα, τή λο­γι­κή, καί ἐ­πι­ση­μαί­νον­τας ὅτι ζοῦ­με σ' ἕ­να κό­σμο πραγ­μά­των τῶν ὁ­ποί­ων οἱ ἀλ­λα­γές δι­α­φεύ­γουν τῶν αἰ­σθή­σε­ών μας, μο­λο­νό­τι γνω­ρί­ζου­με ὅτι ἀλ­λά­ζουν, δη­μι­ούρ­γη­σε δύ­ο νέ­α προ­βλή­μα­τα - τό πρό­βλη­μα τῆς ἀλ­λα­γῆς καί τό πρό­βλη­μα τῆς γνώ­σε­ως. Τά προ­βλή­μα­τα αὐ­τά ὑ­πῆρ­ξαν τά πε­ρισ­σό­τε­ρον ἐ­πεί­γον­τα καί­τοι ὀ δι­κός του λό­γος πε­ρί ἀλ­λα­γῆς ἦ­ταν δύ­σκο­λο νά κα­τα­νο­η­θεῖ. Τοῦ­το ὄμως, πι­στεύ­ω, ὀ­φεί­λε­ται στό γε­γο­νός ὅτι εἶ­δε κα­θα­ρό­τε­ρα ἀ­πό τους προ­η­γού­με­νούς του τίς δυ­σκο­λί­ες πού ἐμ­πλέ­κον­ται μέ­σα σ’ αὐ­τή κα­θαυ­τή τήν ἰ­δέ­α τῆς ἀλ­λα­γῆς.

Δι­ό­τι ὅλη ἡ ἀλ­λα­γή εἶ­ναι ἡ ἀλ­λα­γή κά­τιν­ος: ἡ ἀλ­λα­γή προ­ϋ­πο­θέ­τει κά­τι πού ἀλ­λά­ζει. Προ­ϋ­πο­θέ­τει δέ ὅτι, ἐ­νῶ ἀλ­λά­ζει, τό κά­τι αὐ­τό πρέ­πει νά πα­ρα­μέ­νει τό ἴδιο. Μπο­ρεῖ νά λέ­με ὅ­τι ἕ­να πρά­σι­νο φύλ­λο ἀλ­λά­ζει ὅταν κι­τρι­νί­ζει· δέν λέ­με ὅμως ὅ­τι τό πρά­σι­νο φύλ­λο ἀλ­λά­ζει ὅταν τό ἀν­τι­κα­θι­στο­ῦ­με μέ ἕ­να κί­τρι­νο φύλ­λο. Εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κό στήν ἰ­δέ­α τῆς ἀλ­λα­γῆς ὅ­τι τό πράγ­μα πού ἀλ­λά­ζει δι­α­τη­ρεῖ τήν ταυ­τό­τη­τά του ἐ­νῶ ἀλ­λά­ζει. Καί ὡ­στό­σο πρέ­πει νά γί­νει κά­τι ἄλ­λο: ἦ­ταν πρά­σι­νο, καί γί­νε­ται κί­τρι­νο· ἦ­ταν χλω­ρό, καί γί­νε­ται ξε­ρό· ἦ­ταν ζε­στό καί γί­νε­ται κρύ­ο.

Ἔτσι, κά­θε ἀλ­λα­γή εἶ­ναι ἡ με­τά­βα­ση ἑ­νός πράγ­μα­τος σέ κά­τι μέ, κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο, ἀν­τί­θε­τες ποι­ό­τη­τες (ὅ­πως εἶ­χαν δεῖϊ ὁ Ἀναξιμένης καί ὁ Ἀναξίμανδρος). Καί ὡ­στό­σο, ἐ­νῶ με­τα­βάλ­λε­ται, τό με­τα­βαλ­λό­με­νον πράγ­μα πρέ­πει νά πα­ρα­μέ­νει ταυ­τό­ση­μο μέ τόν ἑ­αυ­τό του.

Αὐ­τό εἶ­ναι τό πρό­βλη­μα τῆς ἀλ­λα­γῆς. Ὁδήγησε τόν Ἡ­ρά­κλει­το σέ μιά θε­ω­ρί­α (με­ρι­κῶς προ­κα­τα­λαμ­βά­νον­τας τόν Παρ­με­νί­δη) ἡ ὁ­ποί­α δι­α­κρί­νει με­τα­ξύ πράγμα­τι­κό­τη­τος καί ἐμ­φα­νί­σε­ως. «Ἡ πραγ­μα­τι­κή φύ­ση τῶν πραγ­μά­των θέ­λει νά κρύ­βε­ται. Μιά ἀ­φα­νής ἁρ­μονί­α εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­πό μιά ἐμ­φα­νῆ». Τά πράγ­μα­τα φαι­νο­με­νι­κῶς (καί γιά μᾶς) εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τα, ἀλ­λά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (καί γιά τό Θε­ό) εἶ­ναι τά ἴ­δια.

Ζω­ή καί θά­να­τος, ξύ­πνιος καί κοι­μι­σμέ­νος, νέ­ος καί γέ­ρος, ὅλα αὐ­τά εἶ­ναι τά ἴ­δια... δι­ό­τι τό ἕ­να πε­ρι­στρε­φό­με­νο εἶ­ναι τό ἄλ­λο, τό ἄλ­λο δέ πε­ρι­στρε­φό­με­νο εἶ­ναι τό πρῶ­το... Τό μο­νο­πά­τι πού ὁ­δη­γεῖ πρός τά πά­νω καί τό μο­νο­πά­τι πού ὁ­δη­γεῖ πρός τά κά­τω εἶ­ναι τό ἴδιο μο­νο­πά­τι... Τό κα­λό καί τό κα­κό εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μα... Γιά τό Θε­ό ὅλα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ὡ­ραῖ­α καί κα­λά καί δί­και­α, οἱ ἄν­θρω­ποι ὅμως θε­ω­ροῦν δε­δο­μέ­νο ὅτι με­ρι­κά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἄ­δι­κα καί ἄλ­λα ὅτι εἶ­ναι δί­και­α... Δέν εἶ­ναι στή φύ­ση ἤ στό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που νά κα­τέ­χει τήν ἀ­λη­θή γνώ­ση, ἐ­νῶ εἶ­ναι στή θεί­α φύ­ση.

Ἔτσι, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (καί γιά τό Θε­ό) τά ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μα· μό­νο στόν ἄν­θρω­πο ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὡς μή-ταυ­το­τι­κά. Καί ὅ­λα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἕ­να - εἶ­ναι ὅ­λα μέ­ρος τῆς πο­ρεί­ας το­ῦ κό­σμου, τῆς αἰ­ώ­νιας φω­τιᾶς.

Ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή τῆς ἀλ­λα­γῆς ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τόν «ἀ­λη­θή λό­γο», τή λο­γι­κή· τί­πο­τα δέν εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πραγ­μα­τι­κό γιά τόν Ἡράκλειτο ἀ­πό τήν ἀλ­λα­γή. Ὡστόσο, τό δόγ­μα του γιά τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ κό­σμου, γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τῶν ἀν­τί­θε­των καί γιά τό φαι­νό­με­νο καί τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πει­λεῖ τό δόγ­μα του τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τῆς ἀλ­λα­γῆς.

Δι­ό­τι ἀλ­λα­γή εἶ­ναι ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τό ἕ­να ἀν­τί­θε­το στό ἄλ­λο. Ἔ­τσι, ἄν στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τά ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μα, μο­λο­νό­τι ἐμ­φα­νί­ζον­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά, τό­τε ἡ ἴδια ἡ ἀλ­λα­γή θά μπο­ροῦ­σε νά­ναι μό­νο φαι­νο­με­νι­κή. Ἄν στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, καί γιά τό Θε­ό, ὅ­λα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἕ­να, θά μπο­ροῦ­σε, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, νά μήν ὑ­πάρ­χει κα­μιά ἀλ­λα­γή.

Ἡ συ­νέ­πεια αὐ­τή σκι­α­γρα­φή­θη­κε ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, τό μα­θη­τή (κα­τά τόν Burnet καί ἄλ­λους) το­ῦ μο­νο­θε­ϊ­στή Ξε­νο­φά­νη ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­πε πε­ρί τοῦ ἑ­νός Θε­ο­ῦ: «Πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε στήν αὐ­τή θέ­ση, δέν κι­νεῖ­ται πο­τέ. Δέν ἁρ­μό­ζει. Αὐ­τός νά πη­γαί­νει σέ δι­α­φο­ρε­τι­κές θέ­σεις κα­τά δι­α­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους... Δέν εἶ­ναι κα­τά κα­νέ­να τρό­πο ­ἴ­διος μέ τούς θνη­τούς, οὔ­τε κα­τά τό σῶ­μα οὔ­τε κα­τά τή σκέ­ψη».

Ὅ μαθητής τοῦ Ξενοφάνη, Παρμενίδης, δίδαξε ὅτι ὁ πραγματικός κόσμος ἦταν ἕνας, καί ὅτι παρέμενε πάντοτε στήν αὐτή θέση, μή μετακινούμενος ποτέ. Δέν ἅρμοζε νά πηγαίνει σέ διαφορετικές θέσεις κατά διαφορετικούς χρόνους. Δέν ἐμοίαζε κατά κανένα τρόπο μ’ ὅτι ἐμφανίζονταν πῶς εἶναι στούς θνητούς. Ὁ κό­σμος ἦ­ταν ­ἕ­νας, ἕ­να ἀ­δι­αί­ρε­το ὅλο, χω­ρίς μέ­ρη, ὁ­μοι­ο­γε­νές καί ἀ­κί­νη­το: ἥ κί­νη­ση ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τη σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο κό­σμο. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δέν ὑ­πῆρ­χε κα­μιά ἀλ­λα­γή. Ὁ κό­σμος τῆς ἀλ­λα­γῆς ἦ­ταν μιά αὐ­τα­πά­τη.

Ὁ Παρ­με­νί­δης βά­σι­ζε τή θε­ω­ρί­α αὐ­τή μί­ας ἀ­με­τάβλη­της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας πά­νω σέ κά­τι πού μοιά­ζει μέ λο­γι­κή ἀ­πό­δει­ξη· μιά ἀ­πό­δει­ξη πού μπο­ρεῖ νά πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς ἀ­πορ­ρέ­ου­σα ἀ­πό μιά καί μό­νη προ­κεί­μενη: «Ὅ,τι δέν εἶ­ναι, δέν εἶ­ναι». Ἀπ’ αὐ­τό μπο­ροῦ­με ν’ ἀν­τλή­σου­με ὅτι τό τί­πο­τα - ἐ­κεῖ­νο πού δέν εἶ­ναι - δέν ὑ­πάρ­χει· ἕ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα τό ὁ­ποῖο ὁ Παρ­με­νί­δης δι­ερ­μη­νεύ­ει γιά νά πεῖ ὅτι τό κε­νό δέν ὑ­πάρ­χει. Ἔτσι, ὁ κό­σμος εἶ­ναι πλή­ρης: συ­νί­στα­ται ἀ­πό ἕ­να ἀ­δι­αί­ρε­το ὀγ­κό­λι­θο, ἐ­φ’ ὅσόν κά­θε χω­ρι­σμός σέ μέ­ρη θά μπο­ροῦ­σε νά ὀ­φεί­λε­ται μό­νο στό χω­ρι­σμό τῶν με­ρῶν ἀ­πό τό κε­νό. (Αὐ­τή εἶ­ναι «ἡ ἀ­πό­λυ­τα σφαι­ρι­κή ἀ­λή­θεια» τήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψε ἡ θε­ά στόν Παρ­με­νί­δη). Στόν πλή­ρη αὐ­τό κό­σμο δέν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος γιά κί­νη­ση.

Μό­νον ἡ πα­ρα­πλα­νη­τι­κή πί­στη στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῶν ἀν­τί­θε­των - ἡ πί­στη ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει μό­νο αὐ­τό πού εἶ­ναι ἀλ­λά ἐ­πί­σης καί αὐ­τό πού δέν εἶ­ναι - ὁ­δη­γεῖ στήν αὐ­τα­πά­τη ἑ­νός κό­σμου ἀλ­λα­γῆς.

Ἡ θε­ω­ρί­α το­ῦ Παρ­με­νί­δη μπο­ρεῖ νά πε­ρι­γραφεῖ ὡς ἡ πρώ­τη ὑ­πο­θε­τι­κό-ἀ­πα­γω­γι­κή θε­ω­ρί­α τοῦ κό­σμου. Οἱ ἀ­το­μι­σταί τήν προ­σέ­λα­βαν ἔ­τσι· καί βε­βαί­ω­ναν ὅτι ἀ­ναι­ρεῖΐ­ται ἀ­πό τήν ἐμ­πει­ρί­α, ἀ­φοῦ ἡ κί­νη­ση πράγ­μα­τι ὑ­πάρ­χει. Δε­χό­με­νοι τήν τυ­πι­κή ἰ­σχύ τοῦ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη, συ­νε­πέ­ρα­ναν ἀ­πό τό ἐ­σφαλ­μέ­νο πό­ρι­σμά του τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη του προ­κεί­με­νη. Αὐ­τό ὅμως σή­μαι­νε ὅτι τό τί­πο­τα - τό κε­νό, ἤ ἄ­δει­ο δι­α­στη­μα - ὑ­πῆρ­χε. Συ­νε­πῶς δέν ὑ­πῆρ­χε τώ­ρα κα­μια ἀ­νάγ­κη ν­ά θε­ω­ροῦ­με δε­δο­μέ­νο ὅ­τι «αὐ­τό πού εἶ­ναι» - τό πλῆ­ρες, αὐ­τό πού πλη­ρεῖ κά­ποι­ο μέ­ρος το­ῦ χώ­ρου - δέν εἶ­χε μέ­ρη - δι­ό­τι τά μέ­ρη του θά μπο­ροῦ­σαν τώ­ρα νά χω­ρι­σθοῦν ἀ­πό τό κε­νό. Ἔ­τσι, ὑ­πάρ­χουν πολ­λά μέ­ρη, τό κα­θέ­να ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι «πλῆ­ρες»: ὑ­πάρ­χουν πλή­ρη σω­μα­τί­δια στόν κό­σμο, χω­ρι­σμέ­να ἀ­πό τόν ἄ­δει­ο χῶ­ρο, καί ἱ­κα­νά νά κι­νη­θοῦν στόν ἄ­δει­ο χῶ­ρο, πού τό κα­θέ­να ἀ­π’ αὐ­τά εἶ­ναι «πλῆ­ρες», ἀ­κέ­ραι­ο, ἀ­δι­αί­ρε­το καί ἀ­με­τά­βλη­το. Ἔ­τσι ὅ,τι ὕ­πάρ­χει εἶ­ναι ἄ­το­μα καί τό κε­νό. Μ’ αὐ­τό τόν τρό­πο οἱ ἀ­το­μι­σταί ἔ­φθα­σαν στή θε­ω­ρί­α τῆς ἀλ­λα­γῆς - μιά θε­ω­ρί­α πού κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη ὡς τό 1900. Εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α ὅ­τι κά­θε ἀλ­λα­γή, καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως κά­θε ποι­ο­τι­κή ἀλ­λα­γή, πρέ­πει νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ἀ­πό τήν ἐν χώ­ρῳ κί­νη­ση τῶν ἀ­με­τά­βλη­των σω­μα­τι­δί­ων ὕλης - ἀ­πό ἄ­το­μα κι­νού­με­να στό κε­νό.

Τό ἑ­πό­με­νο με­γά­λο βῆ­μα στήν κο­σμο­λο­γί­α μας καί στή θε­ω­ρί­α τῆς ἀλ­λα­γῆς ἔ­γι­νε ὅ­ταν ὁ Maxwell, ἀ­να­πτύσ­σον­τας ὁ­ρι­σμέ­νες ἰ­δέ­ες τοῦ Faraday, ἀν­τι­κατέ­στη­σε τή θε­ω­ρί­α αὐ­τή μέ μιά θε­ω­ρί­α ἀλ­λα­γῆς τῶν ἐν­τά­σε­ων τῶν πε­δί­ων.

Σκι­α­γρά­φη­σα τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Προ­σω­κρα­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἀλ­λα­γῆς, ὅ­πως τή βλέ­πω ἐ­γώ. Φυ­σι­κά ἔ­χω ὑ­π’ ὄ­ψη μου τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ἱ­στο­ρί­α μου (ἡ ὁ­ποί­α βα­σί­ζε­ται στόν Πλά­τω­να, τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη καί τή δο­ξο­γρα­φι­κή πα­ρά­δο­ση) συγ­κρού­ε­ται σέ πολ­λά ση­μεῖ­α μέ τίς ἀ­πό­ψεις με­ρι­κῶν εἰ­δι­κῶν, Ἄγ­γλων κα­θώς καί Γερ­μα­νῶν, καί εἰ­δι­κά μέ τίς ἀ­πό­ψεις ποῦ ἐκ­φρά­ζουν οἱ G.S. Kirk καί J.E. Raven στό βι­βλί­ο τούς The Presocratic Philosophers, 1957. Φυ­σι­κά, δέν μπο­ρῶ να ἐ­ξε­τά­σω ἐ­δῶ λε­πτο­με­ρῶς τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους, καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως τίς λε­πτο­με­ρεῖς ἐ­ξη­γή­σεις τους τῶν δι­α­φό­ρων χω­ρί­ων με­ρι­κές ἀ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες σχε­τί­ζον­ται μέ τίς δι­α­φο­ρές με­τα­ξύ τῶν δι­κῶν τούς ἑρ­μη­νει­ῶν καί τῆς δι­κῆς μου. (Βλέ­πε, γιά πα­ρά­δειγ­μα, τή συ­ζή­τη­ση Kirk καί Raven στό ἐ­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σον ὑ­πάρ­χει ἀ­να­φο­ρά το­ῦ Ἡράκλειτου στόν Παρ­με­νί­δη· cf. τή ση­μεί­ω­σή τους 1 στίς σσ. 193 καί ἔπ., καί σήμ. 1 στή σ. 272). Θέ­λω ὅμως νά πῶ ὅ­τι ἐ­ξέ­τα­σα τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους καί τά βρῆ­κα μή πει­στι­κά καί συ­χνά ἐν­τε­λῶς ἀ­πα­ρά­δεκτά.

Θ’ ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ μό­νο με­ρι­κά ση­μεῖ­α ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στόν Ἡράκλειτο (μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἴσης σπου­δαι­ό­τη­τας, ὅ­πως τά σχό­λιά τους στόν Παρ­με­νί­δη).

Ἡ πα­ρα­δο­σια­κή ἄ­πο­ψη, σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­ποί­α τό κεν­τρι­κό δόγ­μα τοῦ Ἡράκλειτου ἦ­ταν ὅ­τι ὅ­λα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἐν ροῇ, πο­λε­μή­θη­κε ἀ­πό τόν Burnet πρίν ἀ­πό σα­ράν­τα χρό­νια. Τό κύ­ριο ἐ­πι­χεί­ρη­μά του (τό ὁ­ποῖϊ­ο συ­ζή­τη­σα ἐν ἐ­κτά­σει στή ση­μεί­ω­ση 2 τοῦ κέφ. 2 τῆς Open Society) ἦ­ταν ὅ­τι ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀλ­λα­γῆς δέν ἦ­ταν νέ­α, καί ὅ­τι μό­νο ἕ­να και­νούρ­γιο μή­νυ­μα θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ξη­γή­σει τήν ἐ­πι­τα­κτι­κό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ­μι­λεῖ ὁ Ἡράκλειτος. Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα αὐ­τό ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πό τους Kirk καί Raven ὅ­ταν γρά­φουν (σσ. 186 καί ἔπ.): «Ὅ­λοι ὅ­μως οἱ Προ­σω­κρατι­κοί στο­χα­σταί ἦ­ταν κα­τά­πλη­κτοι ἀ­πό τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς ἀλ­λα­γῆς στόν κό­σμο τῆς ἐμ­πει­ρί­ας μας». Γύ­ρω ἀ­πό τήν τά­ση αὐ­τή ἔ­λε­γα στό βι­βλί­ο μου Open Society: Ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι εἰ­ση­γο­ῦν­ται... ὅ­τι τό δόγ­μα τῆς κα­θο­λι­κῆς ρο­ῆς δέν ἦ­ταν νέ­ο..., αἰ­σθά­νο­μαι, πώς εἶ­ναι ἀ­θέ­λη­τοι μάρ­τυ­ρες τῆς γνη­σι­ό­τη­τας τοῦ Ἡράκλειτου, διότι, τώρα, μετά από 2400 χρόνια, δεν κα­τα­φέρ­νουν νά συλ­λά­βουν τό κύ­ριο ση­μεῖ­ο του». Μέ λί­γα λό­για, δέν βλέ­πουν τή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στό μή­νυ­μα τῶν Μι­λη­σί­ων «ὑ­πάρ­χει μιά φω­τιά στό σπί­τι», καί τό κά­πως ἐ­πι­τα­κτι­κό­τε­ρο μή­νυ­μα τοῦ Ἡρακλείτου «τό σπί­τι καί­γε­ται». Μιά σι­ω­πη­ρή ἀ­πάν­τη­ση στήν κρι­τι­κή αὐ­τή μπο­ρεῖ νά βρεῖ κα­νείς στή σ. 197 τοῦ βι­βλί­ου τῶν Kirk καί Raven, ὅ­που γρά­φουν: «Μπο­ρεῖ, πράγ­μα­τι, νά σκέ­φθη­κε ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ὅ­τι ­ἕ­νας βρά­χος ἤ ἕ­νας μπρού­τζι­νος λέ­βης, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὑ­φί­στα­το συ­νε­χῶς ἀ­ό­ρα­τες ἀλ­λα­γές το­ῦ ὑ­λι­κοῦ; Ἴσως - τί­πο­τε ὅ­μως δέν λέ­ει στά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπάσμα­τα ὅ­τι τό σκέ­φθη­κε». Εἶ­ναι ὅ­μως ἔ­τσι; Τά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα το­ῦ Ἡράκλειτου γύ­ρω ἀ­πό τή φω­τιά (Kirk καί Raven, Ἀ­πό­σπ. 220-2) ἑρ­μη­νεύ­ον­ται ἀ­πό τους ἴ­διους τους Kirk καί Raven ὡς ἑ­ξῆς (σ. 200): «Ἡ φω­τιά εἶ­ναι ἡ ἀρ­χε­τυ­πι­κή μορ­φή τῆς ὕλης». Τώ­ρα, δέν εἶ­μαι δι­ό­λου σί­γου­ρος τί ση­μαί­νει ἐ­δῶ «ἀρ­χε­τυ­πι­κή» (ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἔ­χον­τας ὑ­π’ ὄ­φιν το γε­γο­νός ὅ­τι λί­γες γραμ­μές πιό κά­τω δι­α­βά­ζου­με, «Κο­σμο­γο­νί­α... δέν πρό­κει­ται νά βρε­θεῖ στόν Ἡ­ρά­κλει­το»). Ἀλ­λά ὁ­τι­δή­πο­τε καί νά ση­μαί­νει «ἀρ­χε­τυ­πι­κόν», εἶ­ναι σα­φές ὅ­τι σέ μιά πε­ρί­πτω­ση γί­νε­ται δε­κτό ὅ­τι ὁ Ἡράκλειτος λέ­ει στά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα ὅ­τι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ὕλη εἶ­ναι κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο (εἴ­τε ἀρ­χε­τυ­πι­κῶς εἴ­τε ἄλ­λως) φω­τιά, καί λέ­ει ἐ­πί­σης ὅ­τι ὅ­λη ἡ ὕ­λη, ὅ­πως ἡ φω­τιά, εἶ­ναι μιά πο­ρεί­α· αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς ἡ θε­ω­ρί­α εἶ­ναι πού δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται στόν Ἡράκλειτο ἀ­πό τους Kirk καί Raven.

Ἀ­μέ­σως με­τά, ἀ­φοῦ ποῦν ὅ­τι «τί­πο­τα στά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα δέν εἰ­ση­γεῖ­ται» ὅ­τι ὁ Ἠ­ρά­κλει­τος πί­στευ­ε στίς συ­νε­χεῖς ἀ­ό­ρα­τες ἀλ­λα­γές, οἱ Kirk καί Raven κά­νουν τήν ἀ­κό­λου­θη με­θο­δο­λο­γι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση: «Δέν μπο­ρεῖ νά το­νι­σθεῖ μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση ὅ­τι [στά κεί­με­να] πρίν ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη καί τήν ἐμ­φα­νῆ ἀ­πό­δει­ξή του δτί οἱ αἰ­σθή­σεις ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς πα­ρα­πλα­νη­τι­κές... κα­τά­φω­ρες ἀ­πο­μα­κρύν­σεις ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ πρέ­πει νά­ναι ἀ­πο­δε­κτές μό­νον ὅταν ἡ μαρ­τυ­ρί­α γι’ αὐ­τές εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἰ­σχυ­ρή». Αὐ­τό προ­ο­ρί­ζε­ται νά ση­μαί­νει ὅ­τι τό δόγ­μα πε­ρί τῶν σω­μά­των (οἱα­σδήπο­τε οὐ­σί­ας) πού ὑ­φί­σταν­ται στα­θε­ρῶς ἀ­ό­ρα­τες ἀλ­λα­γές ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μιά κα­τά­φω­ρη ἀ­πο­μά­κρυνση ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ, μιά ἀ­πο­μά­κρυν­ση πού δέν ὀ­φεί­λει κα­νείς νά πε­ρι­μέ­νει στόν Ἡράκλειτο.

Ἀλλά γιά ν’ ἀ­να­φέ­ρω τόν Ἡράκλειτο: «Αὐ­τός ­πού δέν προσ­δο­κᾶ τό ἀ­προσ­δό­κη­το δέν θά τό ἐν­το­πί­σει: θά μεί­νει γι’ αὐ­τόν ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το καί ἀ­πλη­σί­α­στο» (DK. Β 18). Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τό τε­λευ­ταῖ­ο ἐ­πι­χεί­ρη­μα τῶν Kirk καί Raven εἶ­ναι σέ πολ­λά ἐ­πί­πε­δα ἄ­κυ­ρο. Πο­λύ πρίν ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη βρί­σκου­με ἰ­δέ­ες πο­λύ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νες ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ στούς Ἀναξίμανδρο, Πυ­θα­γό­ρα, Ξε­νο­φά­νη καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως στόν Ἡ­ρά­κλει­το. Πράγ­μα­τι ἡ εἰ­σή­γη­ση, ὅ­τι θά­πρε­πε νά ἐ­ξε­τά­σου­με τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τῶν ἰ­δε­ῶν πού ἀ­πο­δί­δον­ται στόν Ἡράκλειτο - ὅ­πως θά μπο­ρού­σα­με πράγ­μα­τι νά ἐ­ξε­τά­σου­με τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα ἐ­κεί­νων πού ἀ­πο­δί­δον­ται στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη - μέ τά μέ­τρα το­ῦ «κοι­νοῦ νοῦ», προ­κα­λεῖ μιά μι­κρή ­ἔκ­πλη­ξη (ὁ­τι­δή­πο­τε καί νά ση­μαί­νει ἐ­δῶ τό «κοι­νός νοῦς»). Δι­ό­τι ἡ εἰ­σή­γη­ση αὐ­τή ἔρ­χε­ται σ’ ἀν­τί­θε­ση ὄ­χι μό­νο μέ τό πε­ρί­φη­μο δυσ­νό­η­το τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του καί τό χρη­σμικό, ὕφος, κά­τι πού ἐ­πι­κυ­ρώ­νουν οἱ Kirk καί Raven, ἀλ­λά ἐ­πί­σης καί μέ τό φλο­γε­ρό του ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τήν ἀν­τι­νο­μί­α καί τό πα­ρά­δο­ξο. Τό τε­λευ­ταῖ­ο δέ, ἀλ­λά ὄ­χι πιό ἀ­σή­μαν­το, εἶ­ναι ὅ­τι ἔρ­χε­ται σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τό δόγ­μα (κα­τά τήν ἄ­πο­ψή μου ἐν­τε­λῶς ἀ­νό­η­τα) πού οἱ Kirk καί Raven ἀ­πο­δί­δουν στόν Ἡράκλειτο (τά πλά­για δι­κά μου): «... ὅ­τι οἵ φυ­σι­κές ἄλ­λα­γες ὄ­λων­των εἰ­δῶν [καί, ἑ­πο­μέ­νως, ἐ­πί­σης οἵ σει­σμοί καί οἱ με­γά­λες φω­τι­ές] εἶ­ναι κα­νο­νι­κές καί ἰ­σόρ­ρο­πες, καί ὅ­τι ἡ αἰ­τί­α τῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας αὐ­τῆς εἶ­ναι ἡ φω­τιά, τό κοι­νό συ­στα­τι­κό τῶν πραγ­μά­των πού χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ἐ­πί­σης καί ὁ Λό­γος τους». Ἀλλά για­τί, ἐ­ρω­τῶ, θά­πρε­πε ἡ φω­τιά νά­ναι «ἡ αἰ­τί­α» ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἰ­σορ­ρο­πί­ας – εἴ­τε αὐ­τῆς τῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας εἴ­τε ὁ­ποιαοσ­δή­πο­τε ἄλ­λης; Καί ποῦ λέ­ει ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος τέ­τοι­α πράγ­μα­τα; Πράγ­μα­τι, ἄν αὐ­τή ὑ­πῆρ­ξε ἡ φι­λο­σο­φί­α τοῦ Ἡράκλειτου, τό­τε δέν βλέ­πω κα­νέ­να λό­γο νά ἐν­δι­α­φερ­θεῖ κα­νείς γι’ αὐ­τήν ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, θά­ταν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νη ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ (ὅ­πως τό βλέ­πω ἐ­γώ) ἀ­π’ ὅ­σο ἡ ἐμ­πνευ­σμέ­νη φι­λο­σο­φί­α πού ἡ πα­ρά­δο­ση ἀ­πο­δί­δει στόν Ἡράκλειτο καί ἡ ὁ­ποί­α, ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ κοι­νοῦ νοῦ, ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἀ­πό τους Kirk καί Raven

Τό ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ὅ­μως ση­μεῖ­ο εἶ­ναι, φυ­σι­κά, ὅ­τι ἡ ἐ­πνευ­σμέ­νη αὐ­τή φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ἀ­λη­θής, ἀ­π’ ὅ­σο ξέ­ρου­με. Μέ τήν ἀ­πό­κο­σμη δι­ό­ρα­σή του ὁ Ἠ­ρά­κλει­τος εἶ­δε ὅ­τι τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι δι­α­δι­κα­σί­ες, ὅ­τι τά σώ­μα­τά μας εἶ­ναι φλό­γες, ὅ­τι ἕ­νας βρά­χος ἤ ἕ­νας μπρού­τζι­νος λέ­βη­τας... ὑ­φί­στα­το στα­θε­ρῶς ἀ­ό­ρα­τες ἀλ­λα­γές». Οἱ Kirk καί Raven λέ­γουν (σ. 197, σήμ. 1 τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα δι­α­βά­ζε­ται σάν μιά ἀ­πάν­τη­ση στό Μέ­λισ­σο): «Κά­θε φο­ρᾶ ποῦ τό δά­κτυ­λο τρί­βε­ται, ἐ­ξα­λεί­φει μιά ἀ­ό­ρα­τη πο­σό­τη­τα σι­δή­ρου· ὡ­στό­σο ὅ­ταν δέν τρί­βε­ται, τί λό­γος ὑ­πάρ­χει νά σκέ­πτε­ται κα­νείς ὅ­τι τό σί­δε­ρο συ­νε­χί­ζει ν’ ἀλ­λά­ζει;» Ὁ λό­γος εἶ­ναι ὅ­τι τρί­βε­ται ὁ ἀ­έ­ε­ρας, καί ὅ­τι ἀ­έ­ρας ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε· ἤ ὅ­τι τό σί­δε­ρο με­τα­τρέ­πε­ται ἀ­ο­ρά­τως σέ σκου­ριά - μέ τήν ὀ­ξί­δω­ση, καί τοῦ­το ση­μαί­νει μέ σι­γα­νή καύ­ση· ἤ ὅ­τι τό πα­λιό σί­δε­ρο φαί­νε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τό καινούργιο, ἀ­κρι­βῶς ὅπως ἕ­νας γέ­ρος φαί­νε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κός ἀ­πό ­ἕ­να παι­δί (cf. DK, Β 88). Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἡράκλειτου, ὅπως δεί­χνουν τά σω­ζό­με­να ἀ­ποσπά­σμα­τα.

Εἰ­ση­γοῦ­μαι ὅ­τι ἡ με­θο­δο­λο­γι­κή ἀρ­χή τῶν Kirk καί Raven «ὅ­τι κα­τά­φω­ρες ἀ­πο­μα­κρύν­σεις ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτές μό­νο ὅταν οἱ μαρ­τυ­ρί­ες εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶς ἰ­σχυ­ρές» θά μπο­ροῦ­σε ν’ ἀν­τι­κα­ταστα­θεῖ ἀ­πό τή σα­φέ­στε­ρη καί ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ἀρ­χή ὅ­τι κα­τά­φω­ρες ἀ­πο­μα­κρύν­σεις ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτές μό­νο ὅταν οἱ μαρ­τυ­ρί­ες εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶς ἰ­σχυ­ρές. Αὐ­τό, πράγ­μα­τι, εἶ­ναι μιά κα­θο­λι­κή ἀρ­χή ταῆς ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­ας. Χω­ρίς αὐ­τήν ἡ ἱ­στο­ρί­α θά­ταν ἀ­δύ­να­τος. Ὡστόσο βι­ά­ζε­ται συ­νε­χῶς ἀ­πό τους Kirk καί Raven: ὅταν, γιά πα­ρά­δειγ­μα, προ­σπα­θοῦν νά κα­τα­στή­σουν ὕ­πο­πτη τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Πλά­τω­νος καί τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λους, μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα πού εἶ­ναι με­ρι­κῶς κυ­κλι­κά καί με­ρι­κῶς (ὅπως ἐ­κεῖ­νο πε­ρί τοῦ κοι­νοῦ νοῦ) σέ ἀν­τί­φα­ση πρός τή­ν ἴ­δια τους τήν ἱ­στο­ρί­α. Καί ὅταν λέ­νε ὅ­τι «φαί­νε­ται πώς ἐ­λά­χι­στη σο­βα­ρή προ­σπά­θεια ἔ­γι­νε ἀ­πό τούς Ἀριστοτέλη καί Πλά­τω­να γιά νά δι­εισ­δύ­σουν στό πραγ­μα­τι­κό του νό­η­μα [δήλ. τοῦ Ἡράκλειτου]» τό­τε μπο­ρῶ μό­νο νά πῶ ὅ­τι ἡ φι­λο­σο­φί­α πού δι­α­γρά­φε­ται ἀ­πό τους Πλά­τω­να καί Ἀριστοτέλη μοῦ φαί­νε­ται μιά φι­λο­σο­φί­α πού ­ἔ­χει πραγ­μα­τι­κό νό­η­μα καί πραγ­μα­τι­κό βά­θος. Εἶ­ναι μιά φι­λο­σο­φί­α ἄ­ξια ἑ­νός με­γά­λου φι­λο­σό­φου. Ποι­ός, ἄν ὄ­χι ὁ Ἡράκλειτος, ἦ­ταν ὁ με­γά­λος στο­χα­στής πού πρῶ­τος συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι φλό­γες καί τά πράγ­μα­τα δι­α­δι­κα­σί­ες; Πρέ­πει ἄ­ρα­γε νά πι­στέ­ψου­με πράγ­μα­τι ὅ­τι ἡ με­γά­λη αὔ­τη φι­λο­σο­φί­α ἦ­ταν μιά «με­τα-Η­ρα­κλεί­τιος» ὑ­περ­βο­λή (σ. 197), καί ὅ­τι μπο­ρεῖ νά εἶ­χε εἰ­ση­γη­θεῖ στον Πλά­τω­να, «εἰ­δι­κά, ἴσως, ἀ­πό τόν Κρα­τύ­λο»; Ποι­ός, ἐ­ρω­τῶ, ἦ­ταν αὐ­τός ὁ ἄ­γνω­στος φι­λό­σο­φος - ἴ­σως ὁ μέ­γι­στος καί ὁ πιό θαρ­ρα­λέ­ος στο­χα­στής ἀ­νά­με­σα στούς Προ­σω­κρα­τι­κούς; Ποι­ός ἦ­ταν, ἄν ὄ­χι ὅ Ἠ­ρά­κλει­τος;

XI

Ἡ πρώ­ι­μη ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, εἰ­δι­κά ἡ ἱ­στο­ρί­α ἀ­πό τό Θα­λῆ στόν Πλά­τω­να, εἶ­ναι μιά θαυ­μα­στή ἱ­στο­ρί­α. Σχε­δόν εἶ­ναι πο­λύ ὡ­ραί­α γιά νά εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή. Σέ κά­θε γε­νε­ά βρί­σκου­με του­λά­χι­στον μιά νέ­α φι­λο­σο­φί­α, μιά νέ­α κο­σμο­λο­γί­α κα­τα­πλη­κτι­κῆς πη­γαι­ό­τη­τας καί βά­θους. Πῶς ἦ­ταν αὐ­τό δυ­νατόν; Φυ­σι­κά δέν μπο­ρε­ΐ κα­νείς νά ἐ­ξη­γή­σει τήν πη­γαι­ό­τη­τα καί τήν ἰ­δι­ο­φυί­α. Μπο­ρεῖ ὅ­μως νά ρί­ξει ἐ­πά­νω τους κά­ποι­ο φῶς. Ποι­ό ἦ­ταν τό μυ­στι­κό τῶν ἀρ­χαί­ων; Προ­τεί­νω πώς αὐ­τό ἦ­ταν ἡ πα­ρά­δο­ση - ἡ πα­ρά­δο­ση τῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως.

Θά προσπαθήσω νά τοποθετήσω τό πρόβλημα ὀξύτερα. Σέ ὅλους ἤ σχεδόν σέ ὅλους τους πολιτισμούς βρίσκουμε κάτι ποῦ μοιάζει μέ θρησκευτική καί κοσμολογική διδασκαλία, καί σέ πολλές κοινωνίες βρίσκουμε σχολές. Τώρα, οἱ σχολές, εἰδικά οἱ πρωτόγονες σχολές, φαίνεται πῶς ὅλες ἔχουν μιά χαρακτηριστική δομή καί λειτουργία. Μακριά ἀπό τοῦ νά εἶναι τόποι κριτικῆς συ­ζη­τή­σε­ως τό θε­ω­ροῦν χρέ­ος τους νά με­τα­δώ­σουν ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο δόγ­μα, καί νά τό δι­α­τη­ρή­σουν, κα­θα­ρό καί ἀ­ναλ­λοί­ω­το. Εἶ­ναι χρέ­ος μί­ας σχο­λῆς νά πα­ρα­δώ­σει τήν πα­ρά­δο­ση, τό δόγ­μα τοῦ ἰ­δρυ­τοῦ της, τοῦ πρώ­του της δι­δά­σκα­λου, στή νέ­α γε­νε­ά, καί γιά τό σκο­πό αὐ­τό τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο πράγ­μα εἶ­ναι νά κρα­τη­θεῖ τό δόγ­μα ἀ­πα­ρα­βί­α­στο. Μί­α σχο­λή τοῦ εἴ­δους αὐ­τοῦ δέν πα­ρα­δέ­χε­ται πο­τέ μιά νέ­α ἰ­δέ­α. Οἱ νέ­ες ἰ­δέ­ες εἶ­ναι αἱ­ρέ­σεις, καί ὁ­δη­γοῦν σέ σχί­σμα­τα· τυ­χόν μέ­λος τῆς σχο­λῆς πού προ­σπα­θοῦ­σε ν’ ἀλ­λά­ξει τό δόγ­μα, ἐκ­δι­ώ­κε­ται κα­τό­πιν ὡς αἱ­ρε­τι­κός. Ἀλ­λά ὁ αἱ­ρε­τι­κός δι­εκ­δι­κεῖ, κα­τά κα­νό­να, ὅ­τι οἱ δι­κές του ἰ­δέ­ες εἶ­ναι τό πραγ­μα­τι­κό δόγ­μα τοῦ ἱ­δρυ­ταῆ. Ἔτσι οὔ­τε κάν ὁ ἐ­φευ­ρέ­της πα­ρα­δέ­χε­ται ὅ­τι ἔ­χει εἰ­σά­γει μιάν ἐ­φεύ­ρε­ση· πι­στεύ­ει, μᾶλ­λον, ὅ­τι ἐ­πι­στρέ­φει στήν ἀ­λη­θι­νή ὀρ­θο­δο­ξί­α ἡ ὁ­ποί­α κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο ἔ­χει δι­α­στρα­φεῖ.

Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ὅ­λες οἱ ἀλ­λα­γές τοῦ δόγ­μα­τος - ἄν ὑ­πάρ­χουν - εἶ­ναι λα­θραῖ­ες. Ὅ­λες πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς ἐ­πα­να­το­πο­θε­τή­σεις τῶν ἀ­λη­θῶν ρή­σε­ων τοῦ δι­δα­σκά­λου, τῶν δι­κῶν του λό­γων, τοῦ δι­κοῦ του νο­ή­μα­τος, τῶν δι­κῶν του προ­θέ­σε­ων.

Εἶ­ναι σα­φές ὅτί σέ μιά σχο­λή τοῦ εἴ­δους αὐ­το­ῦ δέν μπο­ροῦ­με νά πε­ρι­μέ­νου­με νά βροῦ­με μιά ἱ­στο­ρί­α ἰ­δε­ῶν, ἤ ἀ­κό­μη καί τό ὑ­λι­κό γιά μιά τέ­τοι­α ἱ­στο­ρί­α. Δι­ό­τι οἱ νέ­ες ἰ­δέ­ες δέν εἶ­ναι δε­κτόν ὅτι εἶ­ναι νέ­ες. Τά πάν­τα ἀ­πο­δί­δον­ται στό δι­δά­σκα­λο. Ὅ,τι μπο­ροῦ­με νά ἀ­να­κα­τα­σκευ­ά­σου­με εἶ­ναι μιά ἱ­στο­ρί­α σχι­σμά­των, καί ἴσως μιά ἱ­στο­ρί­α ὑ­πε­ρα­σπί­σε­ως ὁ­ρι­σμέ­νων δογ­μά­των ἐ­ναν­τί­ον τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν.

Δέν μπο­ρεῖ, φυ­σι­κά, νά ὑ­πάρ­ξει ὁ­ποι­α­δή­πο­τε λο­γι­κή συ­ζή­τη­ση σέ μιά σχο­λή αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους. Μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξουν ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἐ­ναν­τί­ον δια­φω- νούν­των καί αἱ­ρε­τι­κῶν, ἤ ἐ­ναν­τί­ον με­ρι­κῶν ἀν­τα­γω­νιστι­κῶν σχο­λῶν. Ἀλ­λά ὡς ἐ­πί τό πλεῖστον εἶ­ναι μέ τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό, τό δόγ­μα καί τήν κα­τα­δί­κη μᾶλ­λον πα­ρά μέ τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται τό δόγ­μα.

Τό με­γά­λο πα­ρά­δειγ­μα μιᾶς σχο­λῆς τοῦ εἴ­δους αὐ­τοῦ με­τα­ξύ τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν φι­λο­σο­φι­κῶν σχο­λῶν εἶ­ναι ἡ ἰ­τα­λι­κή σχο­λή πού ἵ­δρυ­σε ὁ Πυ­θα­γό­ρας.

Συγ­κρι­νό­μευ­η μέ τήν Ἰ­ω­νι­κή σχο­λή, ἤ μ’ ἐ­κεί­νη τῶν Ἐ­λε­α­τῶν, εἶ­χε τό χα­ρα­κτή­ρα ἑ­νός θρη­σκευ­τι­κοῦ τάγ­μα­τος μ’ ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τρό­πο ζω­ῆς κι ἕ­να μυ­στι­κό δόγ­μα. Ἡ Ἱ­στο­ρί­α ὅ­τι ἕ­να μέ­λος, ὁ Ἵπ­πα­σος ὁ Με­τα­πόν­τιος, πνί­γη­κε στή θά­λασ­σα δι­ό­τι ἀ­πο­κά­λυ­φε τό μυ­στι­κό τοῦ πα­ρα­λό­γου ὁ­ρι­σμέ­νων τε­τρα­γω­νι­κῶν ρι­ζῶν, εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της ἀ­τμό­σφαι­ρας ποῦ πε­ρι­έ­βα­λε τήν πυ­θα­γό­ρεια σχο­λή, εἴ­τε ὑ­πάρ­χει εἴ­τε δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἀ­λή­θεια στήν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή.

Με­τα­ξύ ὅ­μως τῶν Ἑλ­λη­νι­κῶν φι­λο­σο­φι­κῶν σχο­λῶν οἱ πρῶ­τοι Πυ­θα­γό­ριοι ὑ­πῆρ­ξαν μιά ἐ­ξαί­ρε­ση. Ἀ­φή­νον­τας τους κα­τά μέ­ρος, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με ὅ­τι ὁ χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῶν φι­λο­σο­φι­κῶν σχο­λῶν, εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σια­κά δι­α­φο­ρε­τι­κός ἀ­πό τό δογ­μα­τι­κό τύ­πο τῆς σχο­λῆς πού πε­ρι­γρά­φε­ται ἐ­δῶ. Αὐ­τό τό ἔ­δει­ξα μ’ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα: ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ προ­βλή­μα­τος τῆς ἀλ­λα­γῆς πού πα­ρου­σί­α­σα, εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς κρι­τι­κῆς δι­α­μά­χης, μί­ας λο­γι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως. Νέ­ες ἰ­δέ­ες προ­τεί­νον­ται ὡς τέ­τοι­ες, καί ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­νοι­χτῆς κρι­τι­κῆς. Ὑ­πάρ­χουν ἐ­λά­χι­στες, ἄν ὑ­πάρ­χουν κα­θό­λου, λα­θραῖ­ες με­τα­βο­λές. Ἀν­τί της ἀ­νω­νυ­μί­ας βρί­σκου­με μιά ἱ­στο­ρί­α ἰ­δε­ῶν καί ἐ­κεί­νων πού τίς γέν­νη­σαν.

Ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα μοναδικό φαινόμενο, καί εἶναι στενῶς συνδεδεμένο μέ τήν ἐκπληκτική ἐλευθερία καί δημιουργία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Πῶς μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε τό φαινόμενο αὖτο; Αὐτό ποῦ πρέπει νά ἐξηγήσουμε εἶναι τή ρίζα, μίας παραδόσεως. Εἶναι μιά παράδοση ποῦ ἐπιτρέπει ἤ ἐνθαρρύνει κριτικές συζητήσεις μεταξύ διαφόρων σχολῶν καί, ἀκόμα ἐκπληκτικότερο, μέσα στήν ἴδια καί τήν αὐτή σχολή. Διότι πουθενά ἐκτός της Πυθαγόρειας σχολῆς, δέν βρίσκουμε μιά σχολή ἀφιερωμένη στή διατήρηση ἑνός δόγματος. Ἀντίθετα βρίσκουμε ἀλλαγές, νέες ἰδέες, τροπολογίες, καί ἀπροκάλυπτη κριτική τοΰ διδασκάλου.

(Στόν Παρ­με­νί­δη μέ­χρι πού βρί­σκου­με, σέ πρώ­ι­μη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο, ἕ­να πο­λύ ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το φαι­νό­με­νο - τό φαι­νό­με­νο ἑ­νός φι­λο­σό­φου πού προ­τεί­νει δύ­ο δόγ­μα­τα, ἕ­να πού λέ­ει ὅτι εἶ­ναι ἀ­λη­θές, καί ἕ­να πού αὐ­τός ὁ ­ἴ­διος πε­ρι­γρά­φει ὡς ψευ­δές. Ὡστόσο κα­θι­στᾶ τό ψευ­δές δόγ­μα ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀν­τι­κεί­με­νο κα­τα­δί­κης ἤ κρι­τι­κῆς· μᾶλ­λον τό πα­ρου­σιά­ζει ὡς τήν κα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή ἔκ­θε­ση τῆς ἀ­πα­τη­λῆς σκέ­ψε­ως τῶν θνη­τῶν, καί το­ῦ ἁ­πλῶς φαι­νο­με­νι­κοῦ κό­σμου - τήν κα­λύ­τε­ρη ἔκ­θε­ση πού μπο­ρεῖ νά δώ­σει ἕ­νας θνη­τός).

Πῶς καί ποῦ ἱ­δρύ­θη­κε ἡ κρι­τι­κή αὐ­τή πα­ρά­δο­ση; Αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να πρό­βλη­μα πού ἀ­ξί­ζει σο­βα­ρή σκέ­ψη. Τοῦ­το εἶ­ναι σί­γου­ρο: ὁ Ξε­νο­φά­νης πού ἔ­φε­ρε στήν Ἐ­λέ­α τήν ἰ­ω­νι­κή πα­ρά­δο­ση εἶ­χε πλή­ρη συ­νεί­δη­ση τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι ἡ δι­κή του δι­δα­σκα­λί­α ἦ­ταν κα­θα­ρῶς εἰ­κο­το­λο­γί­α, καί ὅτι θά μπο­ροῦ­σαν νά ἔλ­θουν ἄλ­λοι πού θά γνώ­ρι­ζαν κα­λύ­τε­ρα, θά ἐ­πι­στρέ­φω στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό στό ἑ­πό­με­νο καί τε­λευ­ταῖ­ο τμῆ­μα.

Ἄν ψά­ξου­με γιά τά πρῶ­τα ση­μά­δια τῆς νέ­ας αὐ­ταῆς κρι­τι­κῆς στά­σης, τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας αὐ­τῆς τῆς σκέ­ψης, ὁ­δη­γού­με­θα πί­σω στήν κρι­τι­κή τοῦ Ἀναξίμανδρου γιά τό­ Θα­λῆ. Ἐδῶ βρί­σκε­ται ἕ­να ἐκ­πλη­κτι­κό γε­γο­νός: ὁ Ἀναξίμανδρος κρί­νει τό δά­σκα­λο καί συγ­γε­νῆ του, ἕ­ναν ἀ­πό τους Ἑ­πτά Σο­φούς, τόν ἱ­δρυ­τή τῆς Ἰωνικῆς σχο­λῆς. Σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρά­δο­ση, ἦ­ταν μό­νο πε­ρί­που δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια νε­ώ­τε­ρος ἀ­πό τό Θα­λῆ, καί θά πρέ­πει νά εἶ­χε ἀ­να­πτύ­ξει τήν κρι­τι­κή του καί τίς νέ­ες του ἰ­δέ­ες ὅταν ὁ δά­σκα­λός του βρι­σκό­ταν ἐν ζωῇ. (Φαί­νε­ται πῶς πέ­θα­ναν μέ­σα σέ λί­γα χρό­νια ὅ ἕ­νας ἔ­πει­τ’ ἀ­πό τόν ἄλ­λον). Δέν ὕ­παρ­χει δμῶς κα­νέ­να ­ἴ­χνος στίς πη­γές γιά μιά Ἱ­στο­ρί­α δι­α­φω­νί­ας, καυ­γᾶ, ἤ ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε σχί­σμα­τος.

Το­ῦ­το ση­μαί­νει, νο­μί­ζω, ὅ­τι ὁ Θα­λῆς ἦ­ταν ὁ ἱ­δρυ­τής τῆς νέ­ας πα­ρά­δο­σης τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας - βα­σι­σμέ­νης πά­νω σέ μιά νέ­α σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στό δά­σκα­λο καί τό μα­θη­τη - καί ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τόν τρό­πο αὐ­τό δη­μι­ούρ­γη­σε ἕ­να και­νούρ­γιο τύ­πο σχο­λῆς, ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τικόν ἀ­πό τή σχο­λή τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων. Φαί­νε­ται πώς ἦ­ταν ἱ­κα­νός ν’ ἀν­τέ­χει τήν κρι­τι­κή. Καί κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο, φαί­νε­ται ὅ­τι δη­μι­ούρ­γη­σε τήν πα­ρά­δο­ση ὅ­τι ὀ­φεί­λου­με ν’ ἀν­τέ­χου­με τήν κρι­τι­κή.

Ὡστόσο θέλω νά πι­στεύ­ω ὅ­τι ἔ­κα­νε κά­τι ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ αὐ­τό. Δέν μπο­ρῶ νά φαν­τα­σθῶ μιά σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στό δά­σκα­λο καί τό μα­θη­τή στήν ὁ­ποί­α ὁ δά­σκα­λος ἁ­πλῶς ὑ­φί­στα­ται τήν κρι­τι­κή χω­ρίς καί νά τήν ἐν­θαρ­ρύ­νει πραγ­μα­τι­κά.

Δέν μο­ῦ φαί­νε­ται δυ­να­τόν ὅ­τι ἕ­νας μα­θη­τής πού ἔ­χει ἐκ­παι­δευ­θεῖ στή δογ­μα­τι­κή στά­ση θά τολ­μοῦ­σε πο­τέ νά ἐ­πι­κρί­νει τό δόγ­μα (λι­γό­τε­ρο ἀ­π’ ὅλα τό δόγ­μα ἑ­νός δι­ά­ση­μου σο­φοῦ) καί νά ἐκ­φρά­σει τήν κρι­τι­κή του. Μο­ῦ φαί­νε­ται δέ μιά εὐ­κο­λό­τε­ρη καί ἁ­πλού­στε­ρη ἐ­ξή­γη­ση τό νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι ὁ δι­δά­σκα­λος ἐν­θάρ­ρυ­νε τήν κρι­τι­κή στά­ση - ­ἴ­σως ὄ­χι ἀ­πό τήν ἀρ­χή, ἀλ­λά μό­νο ἀ­φοῦ ἐν­τυ­πω­σι­ά­σθη­κε ἀ­πό τήν ὀρ­θό­τη­τα με­ρι­κῶν ἐ­ρω­τη­μά­των πού ἔ­θε­σε, χω­ρίς κρι­τι­κή δι­ά­θε­ση, ὁ μα­θη­τής.

Ὅ­πως καί νά­ναι, ἡ εἰ­κα­σί­α ὅ­τι ὁ Θα­λής ἐ­νερ­γῶς ἐ­νε­θάρ­ρυ­νε τήν κρι­τι­κή στούς μα­θη­τές τοῦ θά­ταν μιά ἐ­ξή­γη­ση τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι ἡ κρι­τι­κή στά­ση στό δόγ­μα τοῦ δα­σκά­λου ἔ­γι­νε μέ­ρος τῆς πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Ἰ­ω­νι­κῆς σχο­λῆς. Θέ­λω νά πι­στεύ­ω ὅ­τι ὁ Θα­λής ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος δά­σκα­λος ποῦ εἶ­πε στούς μα­θη­τές του: «Ἔ­τσι βλέ­πω τά πράγ­μα­τα - ἔ­τσι πι­στεύ­ω πώς εἶ­ναι τά πράγ­μα­τα. Προ­σπα­θῆ­στε ν­ά τε­λει­ο­ποι­ή­σε­τε τή δι­δα­σκα­λί­α μου». Σ’ ἐ­κεί­νους πού πι­στεύ­ουν ὅ­τι εἶ­ναι «ἀ­νι­στο­ρι­κό» τό ν’ ἀ­πο­δί­δε­ται αὐ­τή ἡ ἀν­τι­δογ­μα­τι­κή στά­ση στό Θα­λῆ, μπο­ρεῖ καί πά­λιν νά τούς θυ­μή­σει κα­νείς τό γε­γο­νός ὁτι μό­νο δύ­ο γε­νε­ές ἀρ­γό­τε­ρα βρί­σκου­με μιά πα­ρό­μοι­α στά­ση συ­νει­δη­τῶς καί σα­φῶς δι­α­τυ­πω­μέ­νη στά ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ Ξε­νο­φάνους). Ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, ὑ­πάρ­χει τό ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός ὅτί ἡ Ἰ­ω­νι­κή σχο­λή ὑ­πῆρ­ξε ἡ πρώ­τη στήν ὁ­ποί­α οἱ μα­θη­τές ἔ­κρι­ναν τούς δι­δα­σκά­λους τους, ἀ­πό τή μιά γε­νε­ά στήν ἄλ­λη. Ἐ­λά­χι­στη ἀμ­φι­βο­λί­α μπο­ρεῖ νά ὕ­παρ­ξει ὅτι ἡ ἑλ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς κρι­τι­κῆς ἔ­χει τήν κύ­ρια πη­γή της στήν Ἰ­ω­νί­α.

Ἦ­ταν μιά ἀ­κα­ρια­ία και­νο­το­μί­α. Σή­μαι­νε μιά ρωγ­μή στή δογ­μα­τι­κή πα­ρά­δο­ση ¨η ὁ­ποί­α ἐ­πι­τρέ­πει μό­νο ἕ­να δόγ­μα στή σχο­λή, καί τήν εἰ­σα­γω­γή στή θέ­ση τῆς μί­ας πα­ρα­δό­σε­ως πού ἐ­πι­τρέ­πει ἕ­ναν πλου­ρα­λι­σμό δογ­μά­των τά ὁ­ποῖ­α ὅλα προ­σπα­θοῦν νά πλη­σιά­σουν τήν ἀ­λή­θεια μέ­σω τῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως.

Κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ὁ­δη­γεῖ, σχε­δόν ἀ­ναγ­κα­στι­κά, στή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅτι οἱ προ­σπά­θει­ές μας νά κα­τα­λά­βου­με καί νά βροῦμε τήν ἀ­λή­θεια δέν εἶ­ναι τε­λει­ω­τι­κές, ἀλ­λά ἀ­νοι­κτές στή βελ­τί­ω­ση· ὅτι ἡ γνώ­ση μας, τό δόγ­μα μας, εῖ­ναι κα­τ’ εἰ­κα­σί­αν συ­νί­στα­ται ἀ­πό εἰ­κα­σί­ες ἀ­πό ὑ­πό­θε­σεις μᾶλ­λον πα­ρά ἀ­πό τε­λι­κές καί σί­γου­ρες ἀ­λή­θει­ες· καί ὅτι ἡ κρι­τι­κή καί ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη συ­ζή­τη­ση εἶ­ναι τά μό­να μέ­σα μας γιά νά φθά­σου­με πλη­σι­έ­στε­ρα στήν ἀ­λή­θεια. Κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ὁ­δη­γεῖ στήν πα­ρά­δο­ση τῶν θαρ­ρα­λέ­ων ὑ­πο­θέ­σε­ων καί τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης κρι­τι­κῆς, στήν πα­ρά­δο­ση πού δη­μι­ούρ­γη­σε τή λο­γι­κή ἤ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή στά­ση, καί μα­ζί μ’ αὐ­τό στό Δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό μας, τό μό­νο πο­λι­τι­σμό πού βα­σί­ζε­ται πά­νω στήν ἐ­πι­στή­μη (μο­λο­νό­τι φυ­σι­κά ὄ­χι μό­νο ἐ­πά­νω στήν ἐ­πι­στή­μη).

Στήν ἐλ­λο­γι­κή αὐ­τή πα­ρά­δο­ση δέν ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται οἱ θαρ­ρα­λέ­ες με­τα­βο­λές. Ἀντίθετα, ἡ και­νο­το­μί­α ἐν­θαρ­ρύ­νε­ται, καί θε­ω­ρεῖ­ται ἐ­πι­τυ­χί­α, βελ­τί­ω­ση, ἄν βα­σί­ζε­ται πά­νω στό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μί­ας κρι­τι­κῆς συ­ζητή­σε­ως τῶν προ­κα­τό­χων της. Αὐ­τό κα­θαυ­τό τό θάρ­ρος μί­ας και­νο­το­μί­ας θαυ­μά­ζε­ται· δι­ό­τι, μπο­ρεῖ ­να ἐ­λε­χθεῖ μέ τήν αὐ­στη­ρό­τη­τα τῆς κρι­τι­κῆς ἐ­ξε­τά­σε­ως. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λό­γος πού οἱ με­τα­βο­λές τοῦ δόγ­μα­τος, κά­θε ἄλ­λο πα­ρά γί­νον­ται λα­θραί­α: πα­ρα­δί­δον­ται μα­ζί μέ τά πα­λαι­ό­τε­ρα δόγ­μα­τα καί τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ἀ­να­και­νι­στῶν. Καί τό ὑ­λι­κό γιά μιά ἱ­στο­ρί­α τῶν ἰ­δε­ῶν, γί­νε­ται μέ­ρος τῆς σχο­λῆς τῆς πα­ρα­δό­σε­ως.

Ἀ­π’ ὅ­σο γνω­ρί­ζω, ἡ κρι­τι­κή ἤ ἐλ­λο­γι­κή πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­νο­ή­θη­κε ἅ­παξ καί μό­νον. Χά­θη­κε με­τά ἀ­πό δύ­ο ἤ τρεῖς αἰ­ῶ­νες. Καί αὐ­τό ὀ­φεί­λε­ται ἴσως, στήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ου δόγ­μα­τος τῆς ἐ­πι­στή­μης, μιᾶς βε­βαί­ας καί εὐ­α­πό­δει­κτης γνώ­σε­ως (μιά ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς καί Ἡρακλείτιας δι­α­κρί­σε­ως με­τα­ξύ βε­βαί­ας ἀ­λή­θειας καί ἁ­πλῆς εἰ­κα­σί­ας). Ἀνακαλύφθηκε ἐκ νέ­ου καί ἀ­να­ζω­ο­γο­νή­θη­κε συ­νει­δη­τά στήν Ἀναγέννηση, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πό τό Γα­λι­λαῖ­ο.

XII

Ἔρ­χο­μαι τώ­ρα στήν τε­λευ­ταί­α καί πιό κεν­τρι­κή δι­α­φω­νί­α μου. Εἶ­ναι τού­τη. Ἡ ἐλ­λο­γι­κή πα­ρά­δο­ση, ἡ πα­ρά­δο­ση τῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τό μό­νο ἐ­φι­κτό τρό­πο ἐ­πε­κτά­σε­ως τῆς γνώ­σε­ώς μας – εἰ­κο­το­λο­γι­κῆς ἤ ὑ­πο­θε­τι­κῆς γνώ­σε­ως, φυ­σι­κά. Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας ἄλ­λος τρό­πος. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας ἄλ­λος τρό­πος ποῦ ν’ ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τήν πα­ρα­τή­ρη­ση ἤ τό πεί­ρα­μα. Στήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐ­πι­στή­μης οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις καί τά πει­ρά­μα­τα παί­ζουν μό­νο τό ρό­λο τῶν κρι­τι­κῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των. Καί παί­ζουν αὐ­τό τό ρό­λο δί­πλα μέ ἄλ­λα, μή-σχο­λα­στι­κά, ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα. Εἶ­ναι ἕ­νας ρό­λος ση­μαν­τι­κός· ἀλ­λά ἡ ση­μα­σί­α τῶν πα­ρα­τη­ρή­σε­ων καί τῶν πει­ρα­μά­των ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἐν­τε­λῶς ἀ­πό τό ἐ­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σον μπο­ροῦν νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται γιά νά κρί­νουν θε­ω­ρί­ες.

Σύμ­φω­να μέ τή θε­ω­ρί­α τῆς γνώ­σε­ως πού σκια­γραφεῖ­ται ἐ­δῶ, ὑ­πάρ­χουν κυ­ρί­ως μό­νον δύ­ο τρό­ποι μέ τούς ὁ­ποί­ους κά­ποι­ες θε­ω­ρί­ες μπο­ροῦν νά­ναι ἀ­νώ­τερες ἀ­πό ἄλ­λες: μπο­ροῦν νά ἐ­ξη­γή­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρα· καί μπο­ροῦν νά δο­κι­μα­σθο­ῦν κα­λύ­τε­ρα - δη­λα­δή, μπο­ροῦν νά συ­ζη­τη­θοῦν πλη­ρέ­στε­ρα καί πε­ρισ­σό­τε­ρον κρι­τι­κά, στό φῶς ὅ­λων ὅ­σων γνω­ρί­ζου­με, ὅ­λων τῶν ἀν­τιρ­ρή­σε­ων πού μπο­ροῦ­με νά σκε­φθοῦ­με, καί ἐ­πί­σης, κυ­ρί­ως, στό φῶς τῶν ὑ­πό πα­ρα­τή­ρη­σιν ἤ πει­ρα­μα­τι­κῶν δο­κι­μῶν πού σχε­δι­ά­σθη­καν μέ σκο­πό νά κρι­θεῖ ἡ θε­ω­ρί­α.

Ὑ­πάρ­χει μό­νον ἕ­να στοι­χεῖ­ο ἐλ­λο­γι­κό­τη­τας στίς ἀ­πό­πει­ρές μας νά γνω­ρί­σου­με τόν κό­σμο: εἶ­ναι ἡ κρι­τι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τῶν θε­ω­ρι­ῶν μας. Αὐ­τές οἱ θε­ω­ρί­ες κα­θαυ­τές εἶ­ναι εἰ­κο­το­λο­γί­ες. Δέν γνω­ρί­ζου­με, μό­νον εἰ­κά­ζου­με. Ἄν μέ ρω­τή­σε­τε, «Πῶς γνω­ρί­ζε­τε;» ἡ ἀ­πάν­τη­σή μου θά­ταν, «δέν γνω­ρί­ζω· προ­τεί­νω μό­νον μιά εἰ­κα­σί­α. Ἄν ἐν­δι­α­φε­ρό­σα­στε γιά τό πρό­βλη­μά μου, θά­μαι πο­λύ εὐ­τυ­χής ἄν κρί­νε­τε τήν εἰ­κα­σί­α μου, καί ἄν μοῦ προ­σφέ­ρε­τε ἀν­τί-προ­τά­σεις, ἐ­γώ μέ τή σει­ρά μου θά προ­σπα­θή­σω νά τίς κρί­νω».

Τοῦ­το, πι­στεύ­ω, εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θής θε­ω­ρί­α τῆς γνώ­σε­ως (τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­θυ­μῶ νά ὑ­πο­βάλ­λω στήν κρι­τι­κή σας): ἡ ἀ­λη­θής πε­ρι­γρα­φή μιᾶς πρα­κτι­κῆς πού ἐμ­φα­νί­στη­κε στήν Ἰ­ωνί­α καί ἡ ὁ­ποί­α ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στή σύγ­χρο­νη ἐ­πι­στή­μη (μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί ἐ­πι­στή­μο­νες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά πι­στεύ­ουν στό μύ­θο ἐ­πα­γω­γής τοῦ Βά­κω­νος): τή θε­ω­ρί­α ὅ­τι ἡ γνώ­ση προ­χω­ρά­ει μέ­σω εἰ­κα­σι­ῶν καί δι­α­ψεύ­σε­ων.

Δύ­ο ἀ­πό τούς με­γα­λύ­τε­ρους ἀν­θρώ­πους πού εἶ­δαν σα­φῶς ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­ξε δι­ό­λου κά­τι τέ­τοι­ο ὅ­πως ἡ ἐ­πα­γω­γι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι σα­φῶς κα­τά­λα­βαν τί θε­ω­ρῶ ὡς ἀ­λη­θι­νή θε­ω­ρί­α τῆς γνώ­σε­ως, ἦ­ταν ὁ Γα­λι­λαῖ­ος καί ὁ Ἀϊνστάιν. Ὡστόσο οἱ ἀρ­χαῖοι τό γνώ­ρι­ζαν ἐ­πί­σης. Ὅσο κι ἄν φαί­νε­ται ἀ­πί­στευ­το, βρί­σκου­με μιά σα­φῆ ἀ­να­γνώ­ρι­ση καί δι­α­τύ­πω­ση τῆς θε­ω­ρί­ας αὐ­τῆς τῆς ἐλ­λο­γι­κῆς γνώ­σε­ως σχε­δόν ἀ­μέσως με­τά τήν ἀ­παρ­χή ταῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως. Τά πα­λαι­ό­τε­ρα σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα πού ­ἔ­χου­με στό χῶ­ρο αὐ­τό εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να το­ῦ Ξε­νο­φά­νη. Θά πα­ρου­σιά­σω ἐ­δῶ πέν­τε ἀ­π’ αὐ­τά σέ μιά σει­ρά πού δεί­χνει ὅ­τι ἦ­ταν τό θάρ­ρος τῆς ἐ­πι­θέ­σε­ώς του καί ἡ σο­βα­ρό­τη­τα τῶν προ­βλη­μά­των του πού τόν ­ἔ­κα­ναν νά συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τό γε­γο­νός ὅ­τι ὅ­λη ἡ γνώ­ση μας ἦ­ταν εἰ­κα­σί­α. Ὡστόσο, μπο­ροῦ­με πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ψά­χνον­τας γι’ αὐ­τή τή γνώ­ση «ποι­ό εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο», νά τή βρί­σκου­με μέ τόν και­ρό. Ἰδού τά πέν­τε ἀ­πο­σπά­σμα­τα (DK, Β 16 καί 15, 18, 35, καί 34) ἀ­πό τά γρα­πτά του Ξε­νο­φά­νη.

Αἰ­θί­ο­πες τέ < θε­ούς σφε­τέ­ρους> σι­μούς μέ­λα­νας τέ θρῆ­ι­κές τε γλαυ­κούς καί πυρ­ρούς < φά­σι πέ­λε­σθαι >[4]

ἀλ­λ’ εἰ χεῖρας ἔ­χον βό­ες < ἵπποι τ’ > ἡέ λέ­ον­τες

ἤ γρᾶψαι χεί­ρε­σι καί ἔρ­γα τε­λε­ῖν ἅ­περ ἄν­δρες,

ἵπ­ποι μέν θ’ ­ἴπ­ποι­σι βό­ες δέ τέ βου­σίν ὁ­μοί­ας

καί < κέ> θε­ῶν ἰ­δέ­ας ἔ­γρα­φον καί σώ­μα­τ’ ἐ­ποί­ουν

τοι­α­ϋ­θ’ οἷ­όν πέρ καὐ­τοί δέ­μας εἶ­χον < ἕ­κα­στοι >.[5]

*
οὗ­τοι ἀ­π’ ἀρ­χῆς πάν­τα θε­οί θνη­τοῖσ’ ὑ­πέ­δει­ξαν,

ἀλ­λά χρό­νω­ι ζη­το­ῦν­τες ἐφευ­ρί­σκου­οιν ἀ­μει­νον[6]

*
τα­ῦ­τα δε­δο­ξά­σθω μέν ἐ­οι­κό­τα τοῖς ἐ­τύ­μοισοι...[7]

*
καί τό μέν οὖν σα­φές οὐ­τις ἀ­νήρ ἴδεν οὐ­δέ τις ἔ­σται

εἰ­δῶς ἀμ­φί θε­ῶν τέ καί ἅσ­σα λέ­γω πε­ρί πάν­των

εἰ γάρ καί τά μά­λι­στα τύ­χοι τε­τε­λε­σμέ­νον εἰ­πών,

αὐ­τός ὅμως οὐκ οἶ­δε· δό­κος δ’ ἐ­πί πᾶ­σι τέ­τυ­κται.[8]

Γιά ὑ­ά δεί­ξω ὅτί ὁ Ξε­νο­φά­νης δέν ἦ­ταν μό­νος μπο­ρῶ ἐ­πί­σης νά ἐ­πα­να­λά­βω ἐ­δῶ δύ­ο ἀ­πό τίς ρή­σεις τοῦ Ἡράκλειτου DK, Β 78 καί 80 [Σ.τ.Μ.: δι­ορ­θω­τέ­ον: Πρό­κει­ται γιά τό ἀπ. Β 18]) τίς ὁ­ποῖ­ες ἔ­χω ἀ­να­φέ­ρει καί πρίν σέ δι­α­φο­ρε­τι­κό πλαί­σιο. Καί οἱ δύ­ο ἐκ­φρά­ζουν τόν εἰ­κο­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἀν­θρώ­πι­υ­ης γνώ­σεως, καί ἡ δεύ­τε­ρη ἀν­α­φέ­ρε­ται στή­ν τόλ­μη της, στήν ἀ­νάγ­κη νά προσ­δο­κᾶ μέ θάρ­ρος αὐ­το πού δέν γνω­ρί­ζου­με.

ἦ­θος γάρ ἀν­θρώ­πει­ον μέν οὐκ ἔ­χει γνώ­μας,

θε­ῖον δέ ἔ­χει.[9]

*
ἐ­άν μή ἔλ­πη­ται, ἀ­νέλ­πι­στον οὐκ ἐ­ξευ­ρή­σει,

ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τον ἐ­όν καί ἄ­πο­ρον.[10]

*
Ἡ τε­λευ­ταί­α μου πα­ρα­πομ­πή εἶ­ναι μιά πο­λύ γνω­στή ἀ­πό τό Δη­μό­κρι­το (DK, Β 117):

ἐ­τεῆ­ι δέ οὐ­δέν ἴδμεν ἐν βυ­θῶ­ι γάρ ἡ ἀ­λή­θεια.[11]

Ἔ­τσι προ­δι­α­γρά­φε­ται ἡ κρι­τι­κή στά­ση τῶν Πρό­σωκρα­τι­κῶν, καί προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γιά τόν ἠ­θι­κό ἐλ­λο­γι­κισμό τοῦ Σω­κρά­τη: γιά τήν πί­στη του ὅτί ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας μέ­σω τῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως ἦ­ταν ἕ­νας τρό­πος ζω­ῆς - τό κάλ­λι­στο πού γνώ­ρι­ζε.
-----------------------------
[1] Τίτλος θεατρικοῦ ἔργου ταῦ G. B. Shaw. Πρώτη παράσταση 1992

[2] Ἐρασιτέχνης= Ἐραστής τῆς τέχνης. 

[3] Πράγ­μα­τι, ὁ G.S. Kirk ἀ­πάν­τη­ο­ε στόν Popper μέ τό κεί­με­νό του Popper on science and the Presocratics. Τό κεί­με­νο πού δη­μο­σι­εύ­ου­με, ἡ ἀ­πάν­τη­ση Kirk καί ἡ μα­κρά ἀν­τα­πάν­τη­ση τοῦ Popper, βρί­σκον­ται στό­ ἔρ­γο­ τοῦϋ τε­λευ­ταί­ου Conjectures and Refutations, London, Routledge & Kegan Paul. Τά δύ­ο πρῶ­τα κεί­με­να ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­θη­καν στό Studies in Presocratic Philosophy, vol. 1. The Beginnings of Philosophy, ed: D.J. Furley R E. Allen, London, Routledge & Kegan Paul.

[4] Οἱ Αἰ­θί­ο­πες λέ­γουν ὅτι οἱ θε­οί τους εἶ­ναι με ­πλα­κου­τσω­τή μύ­τη καί μαῦ­ροι, ἐ­νῶ οἱ Θρᾶ­κες λέ­γουν ὅτι οἱ δι­κοί τους ἔ­χουν γα­λα­νά μά­τια καί κόκ­κι­να μαλ­λιά.

[5] Ὡστόσο ἄν τά βό­δια ἤ τ’ ἄ­λο­γα ἤ τά λι­ον­τά­ρια εἶ­χαν χέ­ρια καί μπο­ροῦ­σαν νά σχε­διά­σουν καί μπο­ροῦ­σαν νά κά­νουν γλυ­πτι­κή ὅ­πως οἱ ἄν­θρω­ποι, τό­τε τ’ ἄ­λο­γα θά σχε­δί­α­ζαν τούς θε­ούς τους, ὡς ἄ­λο­γα, καί τά βό­δια ὡς βό­δια, καί ὁ κα­θέ­νας θά ἔ­δι­νε τό σχῆ­μα στά σώ­μα­τα τῶν θε­ῶν κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν, τό κά­θε εἶ­δος, τοῦ δι­κοῦ του.

[6] Οἱ θε­οί δέν ἀ­πε­κά­λυ­ψαν, ἀ­πό τήν ἀρ­χή, τά πάν­τα σέ μᾶ­ς· ἀλ­λά μέ τήν πά­ρο­δο το­ῦ χρό­νου, μέ­σω τῆς ἀ­να­ζη­τή­σε­ως, οἱ ἄν­θρω­ποι βρί­σκουν ὅ,τι εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο...

[7] Αὐτά τά πράγ­μα­τα, εἰ­κά­ζο­μεν, ὡς τήν ἀ­λή­θεια.

[8] Ἀλλά ὅσό γιά τήν πραγ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια, κα­νείς δέν τή γνώ­ρι­σε, οὔ­τε θά τή γνω­ρί­σει· οὔ­τε τούς θε­ούς, οὔ­τε ἀ­κό­μη ὅλα ἐ­κεῖ­να γιά τά ὁ­ποῖ­α ὁ­μι­λῶ. Κι ἄν ἀ­κό­μη κα­τά τύ­χη ἐ­πρό­κει­το νά προ­φέ­ρει τήν ­ἔ­σχα­τη ἀ­λή­θεια, ὁ­ ­ἴ­διος δέν θά τό γνώ­ρι­ζε: δι­ό­τι τά πάν­τα δέν εἶ­ναι πα­ρά ἕ­να πλέγ­μα εἰ­κα­σι­ῶν.

[9] Δέν εἶ­ναι στή φύ­ση ἤ στό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που νά κα­τέ­χει τήν ἀ­λη­θι­νή γνώ­ση, ἐ­νῶ εἶ­ναι στή φύ­ση το­ῦ θεί­ου.

[10] Ἐκεῖνος πού δέν πε­ρι­μέ­νει τό ἀ­προσ­δό­κη­το δέν θά τό ἀ­να­κα­λύ­ψει: θά μεί­νει γι’ αὐ­τον ἀ­σύλ­λη­πτο, καί ἀ­πλη­σί­α­στο.

[11] Ἀλλά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τί­πο­τα δέν γνω­ρί­ζου­με ­ἔ­χον­τας τό δεῖ· δι­ό­τι ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι βα­θιά κρυμ­μέ­νη.