Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Είμαστε άραγε ικανοί να κάνουμε το μεγάλο βήμα προς την αληθινή αγάπη;

Η ιστορία αυτή διαδραματίζεται στη Γαλλία του 1900, στις αρχές ενός δριμύτατου χειμώνα.

Η Μαρί ήταν ένα κοριτσάκι 11 χρόνων που ζούσε σ’ ένα παλιό σπίτι στο Παρίσι. Από τη στιγμή που το κρύο έγινε ιδιαιτέρως αισθητό, η Μαρί άρχισε να παραπονιέται για έναν έντονο πόνο στην πλάτη, που γινόταν ανυπόφορος όποτε έβηχε. Ο γιατρός που ήρθε να τη δει διέγνωσε αυτό ακριβώς που φοβόταν η μητέρα της: φυματίωση.

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη αντιβιοτικά, κι αυτή η λοίμωξη σήμαινε σίγουρο θάνατο. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι γιατροί ήταν να γράψουν κάτι για ν’ ανακουφίσουν τον πόνο, κάποιες γενικές οδηγίες για τη φροντίδα της ασθενούς, ανάπαυση… και πίστη στο Θεό.

«Οι ασθενείς αυτοί, όπως όλοι άλλωστε» είπε ο γιατρός, «έχουν περισσότερες πιθανότητες να γιατρευτούν αν παλέψουν την αρρώστια. Αν η Μαρί σταματήσει ν’ αγωνίζεται για τη ζωή της, θα πεθάνει μέσα σε μερικές εβδομάδες.» Ξέροντας πως ήταν περισσότερο ευχή παρά πρόγνωση, ο γιατρός πρόσδεσε: «Είμαι σίγουρος πως αν της εξασφαλίσουμε ζεστασιά, καλή τροφή και μεγάλη επιθυμία να ζήσει, όταν περάσει ο χειμώνας θα βρίσκεται εκτός κινδύνου, και η φυματίωση θα είναι μόνο μια κακή ανάμνηση».

Όταν έφυγε ο γιατρός, η μητέρα της μικρής κοίταξε το ημερολόγιο. Ήθελαν ακόμη δύο ολόκληρους μήνες μέχρι την άνοιξη…

Ξέροντας ότι κανένας συμμαθητής της δε θα ερχόταν να τη δει, από φόβο —κατανοητό αν και αδικαιολόγητο— μήπως κολλήσει, η μητέρα πήγε στο σχολείο της Μαρί να παρακαλέσει τη δασκάλα να πηγαίνει στο σπίτι για να της κάνει μερικά μαθήματα, όχι τόσο για να μη μείνει πίσω, όσο για να την απασχολεί τις ώρες της πλήξης. Η δασκάλα τής είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Λυπόταν, αλλά είχε άλλα τέσσερα παιδιά στην τάξη που ήταν στην ίδια κατάσταση, Και δεv μπορούσε ν’ ασχοληθεί με όλα· έπρεπε ν’ αφοσιωθεί σ’ εκείνα που ακόμη πήγαιναν σχολείο.

Την επόμενη μέρα, ενώ στολίζει το σπίτι με αυτοσχέδιες γιρλάντες σε μια προσπάθεια να μεταδώσει μια γιορτινή χαρά που δε νιώθει ούτε η ίδια, η μητέρα βλέπει το χλωμό πρόσωπο της κόρης της, και η θλίψη την καταβάλλει. Ξάφνου, της έρχεται μια ιδέα. Με τη βοήθεια του θυρωρού μετακινεί όλα τα έπιπλα του σπιτιού, και βάζει το κρεβάτι της Μαρί μπρος στο παράθυρο του δωματίου που έχει θέα στην κοινόχρηστη αυλή. Από δω, σκέφτεται η μητέρα, θα βλέπει τουλάχιστον τη μικρή αυλή, το κυπαρίσσι στη μέση, τα αναρριχητικά φυτά στους τοίχους και τα παράθυρα των άλλων δύο κτιρίων. Το δίχως άλλο, λέει μέσα της, θα περνάει καλύτερα την ώρα της χαζεύοντας το πήγαιν’-έλα του κόσμου στη δουλειά ή στα ψώνια των τελευταίων ημερών τον χρόνου.

Μόλις μπήκε ο Ιανουάριος, το κρύο έγινε πιο τσουχτερό και η κατάσταση της μικρής επιδεινώθηκε. Συχνά, τις νύχτες, οι κρίσεις βήχα κατέληγαν σε μια νέα αιμόπτυση, κι αυτό έκανε την κόρη και τη μαμά να χάνουν κάθε ελπίδα.

Ένα πρωί που γυρίζει από τα ψώνια, η μητέρα βλέπει τη Μαρί με το βλέμμα χαμένο μπροστά στο παράθυρο, και συνειδητοποιεί πως αυτό το κοριτσάκι δε θυμίζει σε τίποτα τη δική της Μαρί, όπως την ήξερε μέχρι πριν λίγες εβδομάδες. Η μητέρα πλησιάζει και τη ρωτάει πώς αισθάνεται, και η μικρή τής λέει ότι φοβάται πως θα πεθάνει. Η μητέρα την αγκαλιάζει με δύναμη. Σφίγγει στο στήθος της το κεφαλάκι της κόρης της και προσπαθεί να κρύψει τα δάκρυά της. Το κοριτσάκι δείχνει την αυλή και της λέει:

«Κοίτα μαμά, βλέπεις τον κισσό στον τοίχο του απέναντι κτιρίου; Πριν από μερικές βδομάδες ήταν γεμάτος φύλλα, άλλα πιο πράσινα, άλλα πιο κίτρινα. Κοίτα τώρα πόσο λίγα φύλλα τον έχουν μείνει. Πριν λίγο μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι, όταν πέσει και το τελευταίο φύλλο του κισσού, θα τελειώσει κι η δική μου ζωή».

«Αυτό, δεν πρέπει ούτε να το σκέφτεσαι» της λέει η μητέρα της, που προσπαθεί να τακτοποιήσει τα μαξιλάρια και να σκουπίσει τα δάκρυά της πίσω από την πλάτη της μικρής.

«Την άνοιξη όλα τα φυτά βγάζουν καινούργια φύλλα, κι η ζωή ξαναγεννιέται.»

Ναι, μόνο που αυτά είναι καινούργια φύλλα… σκέφτεται η μικρή χωρίς να πει τίποτε.

Η αρρώστια συνεχίζει την πορεία της με διακυμάνσεις, αλλά κάθε φορά που ο γιατρός έρχεται να την ακροαστεί, παρατηρεί ότι η διάθεση της ασθενούς φθίνει — όπως ακριβώς και η ίδια.

Ώσπου, ένα πρωί, η μητέρα βρίσκει τη Μαρί να κοιτάζει όλο περιέργεια προς τον ουρανό, έξω απ’ το παράθυρο. Προσπαθώντας να μην της αποσπάσει την προσοχή, η μητέρα πλησιάζει αθόρυβα για να δει τι είναι αυτό που της κέντρισε το ενδιαφέρον. Είναι ένας νεαρός ζωγράφος ο οποίος, κοντά στο παράθυρο του τρίτου ορόφου του απέναντι κτιρίου, ζωγραφίζει με ζωηρά χρώματα εικόνες απ’ το Παρίσι: την Παναγία των Παρισίων, τη Μονμάρτρη, το Μουλέν Ρουζ…

Πρώτη φορά μετά από πολλές μέρες, η μητέρα βλέπει τη Μαρί να είναι ενθουσιασμένη και χαρούμενη. Η μητέρα χαίρεται με τη σειρά της. Επιτέλους! Κάτι τράβηξε το ενδιαφέρον της μικρής! Ίσως θα μπορούσε να πείσει τον ζωγράφο να τη βοηθήσει.

Το ίδιο απόγευμα πηγαίνει απέναντι και χτυπάει την πόρτα του. Της ανοίγει ένας ιδιόρρυθμος νεαρός, κι εκείνη αρχίζει να του λέει πως είναι η μητέρα μιας μικρής που μένει στο ισόγειο του απέναντι κτιρίου, και πως η κόρη της πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια, και πως ο γιατρός τής είπε…

«Με συγχωρείτε, κυρία» της λέει ο ζωγράφος, «όμως δεν καταλαβαίνω γιατί ήρθατε ως εδώ και γιατί μου τα λέτε όλ’ αυτά.»

«Ήρθα να σας παρακαλέσω να κάνετε μερικά μαθήματα σχεδίου ή ζωγραφικής στη Μαρί. Ξέρετε… πάντα την ενδιέφερε η ζωγραφική και… αν μπορούσατε να έρχεστε στο σπίτι πότε πότε να της μιλάτε και… εννοείται πως θα σας δώσω ό,τι μου ζητήσετε…». Και, εκλιπαρώντας, καταλήγει: «Η ζωή της… ξέρετε… μπορεί να εξαρτάται από το αν θα δεχτείτε να κάνετε αυτό που σας ζητάω».

Όχι για τα χρήματα, αλλά επειδή ήδη του φέρνει θλίψη η εικόνα μιας μικρής που τον κοιτάζει απ’ το παράθυρο, ο νεαρός ζωγράφος αρχίζει να κατεβαίνει μέρα παρά μέρα στο σπίτι του κοριτσιού. Κουβαλάει καμβάδες, μολύβια και μπογιές. Κουβεντιάζει με τη Μαρί για ζωγραφική και προσπαθεί να την ενθαρρύνει να γεμίσει με σχέδια και ζωγραφιές το χρόνο που περνάει στο κρεβάτι.

Τις επόμενες εβδομάδες, αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια περίεργη φιλία.

Ένα βράδυ που ο ζωγράφος κατεβαίνει να δει τη Μαρί, τη βρίσκει να κλαίει στο κρεβάτι της.

«Τι συμβαίνει, ma chere;» τη ρωτάει.

Η Μαρί τού εξηγεί τη σχέση που θεωρεί ότι την συνδέει με τον κισσό, και μετά του λέει:

«Χθες, αφότου έφυγες, έβαλε αέρα κι έπεσαν πολλά φύλλα. Όταν πέρασε η καταιγίδα μέτρησα αυτά που απομένουν. Από τα χιλιάδες που είχε, έχουν μείνει είκοσι οκτώ. Κι εγώ ξέρω τι σημαίνει αυτό: αν πέσουν όλα σήμερα, για μένα δε θα υπάρξει αύριο».

Ο ζωγράφος προσπαθεί να πείσει τη Μαρί πως αυτός ο συσχετισμός είναι χαζός:

«Η ζωή θα συνεχίσει όπως και να ’χει» της λέει. «Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι. Πρέπει να εξασκηθείς με την κλίμακα των χρωμάτων και να ζωγραφίσεις τα μήλα που σου ζήτησα. Αν δεν το κάνεις, δεν πρόκειται ποτέ να εκθέσεις τη δουλειά σου. Η αλήθεια είναι ότι επειδή εγώ έχω κάνει πολλή εξάσκηση στη ζωή μου, μόλις έλαβα μια πρόσκληση να εκθέσω τα έργα μου στην Αμερική».

«Θα φύγεις;» τον ρωτάει η Μαρί, τρέμοντας για την απάντηση.

«Μέχρι το Μάιο, το πολύ» της λέει ο ζωγράφος. «Ως τότε, αν έχεις εξασκηθεί, θα σε πάω να ζωγραφίσεις στην εξοχή, θα γυρίσουμε τα μουσεία και θα σου μάθω πώς να ζωγραφίζεις με λάδια».

«Δεν ξέρω αν θα είμαι εδώ όταν θα γυρίσεις, δάσκαλε» απαντά η Μαρί. «Εξαρτάται από τον κισσό…»

Ο ζωγράφος, γεμάτος στοργή για το κοριτσάκι, την αγκαλιάζει και αφήνει ασχολίαστη τη φαντασίωσή της. Τη φιλάει στο μέτωπο και της δίνει οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει μέχρι να γυρίσει.

Με το που φεύγει, η Μαρί αισθάνεται τον κόσμο να γκρεμίζεται. Ερμηνεύει σαν κακό προμήνυμα το ότι, ενώ ο ζωγράφος πηγαίνει προς το σπίτι του, ο αέρας αρπάζει τρία φύλλα απ τον κισσό και τα πετάει με ορμή στην αυλή.

Από κείνη την μέρα, κάθε πρωί, η μικρή ελέγχει από το παράθυρό της πόσα φύλλα μένουν πάνω στον κισσό. Ένας έντονος πόνος τής σκίζει το στήθος κάθε φορά που διαπιστώνει ότι, μες στη νύχτα, όλο και κάποιος απ’ τους συντρόφους της έχει χαθεί οριστικά.

«Τι συμβαίνει, κοριτσάκι μου;» τη ρωτάει η μητέρα της, μετά από μια ανήσυχη νύχτα με υψηλό πυρετό.

«Κοίτα, μαμά» της λέει η Μαρί, δείχνοντας έξω απ’ το παράθυρο. «Μένουν μόνο τρία φυλλαράκια: ένα κάτω, κοντά στο παρτέρι, ένα στη μέση του τοίχου κι ένα μόνο του, πάνω απ’ όλα τ’ άλλα, δίπλα στο παράθυρο του ζωγράφου. Φοβάμαι, μαμά».

«Μη φοβάσαι» απαντά η μητέρα της με μια αυτοπεποίθηση που δεν διαθέτει στ’ αλήθεια. «Αυτά τα φυλλαράκια θ αντέξουν. Είναι τα πιο δυνατά. Καταλαβαίνεις; Δυο βδομάδες έμειναν μέχρι να έρθει η άνοιξη.»

Το βλέμμα της Μαρί παίρνει τη σκοτεινή έκφραση της εμμονής και καθηλώνεται πάνω στα τρία τελευταία φυλλαράκια. Μια νύχτα του Φλεβάρη ξεσπά μια άγρια καταιγίδα με δυνατό αέρα και βροχή, και το μεσαίο φύλλο κόβεται από το κλαδί του και πετάει μακριά. Η Μαρί δε λέει τίποτα, μόνο διπλασιάζει τις προσευχές της και παρακαλάει τον Θεό να φυλάει τα φυλλαράκια της.

«Μαμά» φωνάζει μια μέρα. «Μαμά, έλα να δεις.»

«Τι είναι, κόρη μου;»

«Μόνο ένα έμεινε, μαμά, μόνο ένα. Εκείνο εκεί, το κάτω κάτω, έπεσε απόψε. Θα πεθάνω, μαμά… θα πεθάνω. Σε παρακαλώ, αγκάλιασέ με… φοβάμαι, μανούλα μου. Φοβάμαι πολύ.»

«Πρέπει να έχεις πίστη, κοριτσάκι μου» λέει η μητέρα και ξεροκαταπίνει για να πνίξει τα δάκρυά της. Κι εκείνη φοβάται. «Εξάλλου» συνεχίζει, «λίγες μέρες μένουν μόνο για την άνοιξη κι ένα φύλλο αντέχει ακόμα. Ξέρεις, αυτό είναι το φύλλο-πρωταθλητής που σου έλεγα…»

«Ναι, αλλά πριν λίγο το είδα να τρέμει… Σκέπασέ με, μαμά, κρυώνω.»

H μητέρα τη σκεπάζει με τις κουβέρτες και πάει να πάρει μερικές βρεγμένες κομπρέσες. Η μικρή έχει ανεβάσει υψηλό πυρετό.

Κάθε στιγμή που μένει ξύπνια, η Μαρί κοιτάζει απ’ το παράθυρο το μοναδικό φύλλο που συνεχίζει ν’ αντέχει. Στην άκρη του κισσού το μικρό καφεπράσινο φύλλο κρατιέται ακόμα στη βάση του, και το κοριτσάκι κάνει ενστικτωδώς το σταυρό του παρακαλώντας το ν’ αντέξει για να σωθεί κι η ίδια.

Και το φύλλο αντέχει.

Αντέχει στο χιόνι, στη βροχή, στον αέρα.

Οι μέρες περνάνε και το φύλλο αντέχει…

Ώσπου, μια μέρα, ενώ η Μαρί κοιτάζει την ελπίδα της, βλέπει μια αχτίδα ήλιου να φωτίζει το φύλλο, και ανακαλύπτει ότι δίπλα του, λίγο πιο κάτω, πάνω στον κορμό του κισσού έχουν αρχίσει να εμφανίζονται πράσινα μπουμπουκάκια.

«Μαμά, μαμά… το φύλλο άντεξε! Ήρθε η άνοιξη, μαμά. Δεν είναι υπέροχο;»

Η μαμά τρέχει δίπλα στην κόρη της και την αγκαλιάζει με δάκρυα στα μάτια. Δεν έχει στο μυαλό της τον κισσό, αλλά το παιδί της που έχει σωθεί.

«Ναι, κοριτσάκι μου. Είναι υπέροχο!»

Οι μέρες περνάνε, και η μικρή αρχίζει σιγά σιγά ν’ ανακτά δυνάμεις.

Στην πρώτη έξοδο που της επιτρέπει ο γιατρός, η Μαρί τρέχει στο απέναντι κτίριο να ρωτήσει για τον φίλο της, τον
ζωγράφο.

Ο θυρωρός εκπλήσσεται που τη βλέπει, ίσως γιατί δεν είναι συνηθισμένο να γλιτώνει κάποιος από τη φυματίωση.

«Χαίρομαι που είσαι καλά» της λέει και της δίνει ένα θερμό φιλί. «Ο φίλος σου δεν έχει γυρίσει ακόμα, αλλά με διαβεβαίωσε ότι θα τον έχουμε κοντά μας σε μερικές εβδομάδες. Έστειλε αυτό για σένα.»

Βάζει το χέρι μέσα στο σακάκι του και βγάζει έναν φάκελο που γράφει:

ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΗ ΜΟΥ, ΤΗ MAPI

«Γεια σου Μαρί.

Όπως βλέπεις, πέρασαν όλα.

Όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα θα μένουν μόνο λίγες μέρες ώσπου να ξαναρχίσουμε τα μαθήματα ζωγραφικής.

Έχω αγοράσει καινούργιες μπογιές και πινέλα, και θέλω να σου χαρίσω αυτά που χρησιμοποιούσα ως τώρα.

Πες στο θυρωρό να σου ανοίξει το διαμέρισμά μου και πάρε τα πράγματά μου.

Κάνε πολλή εξάσκηση. Να θυμάσαι τα μήλα και τις χρωματικές κλίμακες.»

Η μικρή αρχίζει να χοροπηδάει από τη χαρά της, ζητάει από τον θυρωρό το κλειδί κι ανεβαίνει στη μικρή σοφίτα για να πάρει τα υλικά της ζωγραφικής.

Μπαίνει στο διαμέρισμα και πλησιάζει το καβαλέτο που βρίσκεται, όπως πάντα, δίπλα στο παράθυρο. Κοιτάζει έξω και βλέπει από ψηλά το κρεβάτι της στο απέναντι κτίριο.

Χωρίς να το πολυσκεφτεί, η Μαρί ανοίγει το παράθυρο και, ενστικτωδώς, ψάχνει τον φίλο της, το ηρωικό φυλλαράκι που άντεξε τόσο πολύ… Το πιο δυνατό απ’ όλα τα φύλλα…

Και το βλέπει.

Είναι εκεί, πάνω στον τοίχο, στην άκρη, πολύ κοντά στην ξύλινη κάσα του παραθύρου.

Είναι εκεί. Μόνο που… δεν είναι πραγματικό φύλλο. Είναι μια ζωγραφιά που έχει φιλοτεχνήσει στον τοίχο ο φίλος της, ο ζωγράφος…

Αυτή είναι μια ιστορία που αρχικά γράφτηκε πριν από έναν αιώνα από έναν μεγάλο λογοτέχνη, γνωστό ως Ο’ Χένρι.

Μπορούμε ν’ αγαπήσουμε έτσι;
Μπορούμε να ζωγραφίσουμε φύλλα στα παράθυρά μας για να εμπνεύσουμε, να ενθαρρύνουμε και να συντροφεύσουμε αυτούς που αγαπάμε, ακόμη κι αν είμαστε μακριά;

Είμαστε άραγε ικανοί να κάνουμε το μεγάλο βήμα προς την αληθινή αγάπη;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου