Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (316-356)

ΚΡ. λέγεις ἀκοῦσαι μαλθάκ᾽, ἀλλ᾽ ἔσω φρενῶν
ὀρρωδία μοι μή τι βουλεύῃς κακόν.
τοσῷδε δ᾽ ἧσσον ἢ πάρος πέποιθά σοι·
γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος, ὡς δ᾽ αὔτως ἀνήρ,
320 ῥᾴων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφή.
ἀλλ᾽ ἔξιθ᾽ ὡς τάχιστα, μὴ λόγους λέγε·
ὡς ταῦτ᾽ ἄραρε κοὐκ ἔχεις τέχνην ὅπως
μενεῖς παρ᾽ ἡμῖν οὖσα δυσμενὴς ἐμοί.
ΜΗ. μή, πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης.
325 ΚΡ. λόγους ἀναλοῖς· οὐ γὰρ ἂν πείσαις ποτέ.
ΜΗ. ἀλλ᾽ ἐξελᾷς με κοὐδὲν αἰδέσῃ λιτάς;
ΚΡ. φιλῶ γὰρ οὐ σὲ μᾶλλον ἢ δόμους ἐμούς.
ΜΗ. ὦ πατρίς, ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω.
ΚΡ. πλὴν γὰρ τέκνων ἔμοιγε φίλτατον πολύ.
330 ΜΗ. φεῦ φεῦ, βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα.
ΚΡ. ὅπως ἄν, οἶμαι, καὶ παραστῶσιν τύχαι.
ΜΗ. Ζεῦ, μὴ λάθοι σε τῶνδ᾽ ὃς αἴτιος κακῶν.
ΚΡ. ἕρπ᾽, ὦ ματαία, καί μ᾽ ἀπάλλαξον πόνων.
ΜΗ. πονοῦμεν ἡμεῖς κοὐ πόνων κεχρήμεθα.
335 ΚΡ. τάχ᾽ ἐξ ὀπαδῶν χειρὸς ὠσθήσῃ βίᾳ.
ΜΗ. μὴ δῆτα τοῦτό γ᾽, ἀλλά σ᾽ ἄντομαι, Κρέον.
ΚΡ. ὄχλον παρέξεις, ὡς ἔοικας, ὦ γύναι.
ΜΗ. φευξούμεθ᾽· οὐ τοῦθ᾽ ἱκέτευσά σου τυχεῖν.
ΚΡ. τί δ᾽ αὖ βιάζῃ κοὐκ ἀπαλλάσσῃ χερός;
340 ΜΗ. μίαν με μεῖναι τήνδ᾽ ἔασον ἡμέραν
καὶ ξυμπερᾶναι φροντίδ᾽ ᾗ φευξούμεθα
παισίν τ᾽ ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς, ἐπεὶ πατὴρ
οὐδὲν προτιμᾷ μηχανήσασθαι τέκνοις.
οἴκτιρε δ᾽ αὐτούς· καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ
345 πέφυκας· εἰκὸς δέ σφιν εὔνοιάν σ᾽ ἔχειν.
τοὐμοῦ γὰρ οὔ μοι φροντίς, εἰ φευξούμεθα,
κείνους δὲ κλαίω συμφορᾷ κεχρημένους.
ΚΡ. ἥκιστα τοὐμὸν λῆμ᾽ ἔφυ τυραννικόν,
αἰδούμενος δὲ πολλὰ δὴ διέφθορα·
350 καὶ νῦν ὁρῶ μὲν ἐξαμαρτάνων, γύναι,
ὅμως δὲ τεύξῃ τοῦδε. προυννέπω δέ σοι,
εἴ σ᾽ ἡ ᾽πιοῦσα λαμπὰς ὄψεται θεοῦ
καὶ παῖδας ἐντὸς τῆσδε τερμόνων χθονός,
θανῇ· λέλεκται μῦθος ἀψευδὴς ὅδε.
355 νῦν δ᾽, εἰ μένειν δεῖ, μίμν᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν μίαν·
οὐ γάρ τι δράσεις δεινὸν ὧν φόβος μ᾽ ἔχει.

***
ΚΡ. Λες λόγια που ηχούν ευχάριστα, όμως μέσα μου
με σφίγγει ο φόβος μήπως σχεδιάζεις κάτι κακό
— τώρα σε εμπιστεύομαι πολύ λιγότερο από πριν.
Από γυναίκα οξύθυμη
320 —όπως άλλωστε και από άντρα— φυλάγεσαι πιο εύκολα
παρά από κάποια που είναι σοφή και σιωπά.
Φύγε λοιπόν από τη χώρα το ταχύτερο.
Όχι άλλα λόγια! Η απόφασή μου αμετάκλητη
και δεν έχεις τρόπο να μείνεις εδώ, αφού είσαι εχθρός μου.
ΜΗ. Μη, σε ικετεύω, στα γόνατά σου και στη νεόνυμφή σου κόρη.
325 ΚΡ. Ξοδεύεις τα λόγια σου. Δεν θα με πείσεις ποτέ.
ΜΗ. Και θα με διώξεις; Δεν θα σεβαστείς τις ικεσίες μου;
ΚΡ. Αγαπάω πιο πολύ το σπίτι μου παρά εσένα.
ΜΗ. Αχ πατρίδα μου, πόσο σε σκέφτομαι τούτη την ώρα!
ΚΡ. Μετά τα παιδιά, είναι αυτό που εγώ αγαπάω πάνω απ᾽ όλα.
330 ΜΗ. Ωωω! Μέγα κακό που είναι οι έρωτες για τους ανθρώπους!
ΚΡ. Εξαρτάται, νομίζω, από το πώς έρχονται τα πράγματα.
ΜΗ. Να μη σου ξεφύγει, ω Δία, αυτός που ευθύνεται για τούτο το κακό.
ΚΡ. Φύγε, ανόητη, απάλλαξέ με από τον μόχθο.
ΜΗ. Μοχθώ εγώ, δεν έχω ανάγκη από άλλο μόχθο.
335 ΚΡ. Σε λίγο οι άνδρες μου θα σε διώξουν με τη βία.
ΜΗ. Όχι, όχι! Σε ικετεύω, Κρέοντα.
ΚΡ. Φαίνεται πως δεν θα φύγεις με το καλό, γυναίκα.
ΜΗ. Θα φύγω εξόριστη. Δεν σε ικέτευσα για να μη φύγω.
ΚΡ. Τότε γιατί ασκείς βία και δεν ελευθερώνεις το χέρι μου;
340 ΜΗ. Άφησέ με να μείνω αυτή τη μία ημέρα,
να κάτσω να σκεφτώ πώς θα πορευτούμε στην εξορία
και πώς θα έχουν τα παιδιά μου ό,τι χρειάζονται,
μια και ο πατέρας τους δεν νοιάζεται να έχουν οτιδήποτε.
Λυπήσου τα. Είσαι και εσύ πατέρας.
345 Είναι φυσικό να θες το καλό τους.
Και δεν με νοιάζει που θα εξοριστώ εγώ,
κλαίω για εκείνα, για τη συμφορά που τα έχει βρει.
ΚΡ. Ο τρόπος ο δικός μου δεν είναι διόλου τυραννικός.
Για να δείχνω κατανόηση, πολλές φορές ώς τώρα
έφερα την καταστροφή. Και τώρα
350 το βλέπω βέβαια ότι κακώς κάνω, γυναίκα,
όμως θα γίνει αυτό που ζήτησες. Σου λέω πάντως
ενώπιον όλων ένα πράγμα: Αν το φως του ήλιου
της άλλης μέρας δει εσένα και τα παιδιά σου
μέσα στα όρια τούτης της χώρας, θα πεθάνεις.
Είπα ό,τι είχα να πω και ο λόγος μου αλήθεια.
355 Tώρα λοιπόν, αν πρέπει να μείνεις, μείνε μία ημέρα
— δεν θα κάνεις άλλωστε κάτι από τα τρομερά που φοβάμαι.

(Εξέρχεται ο Κρέων από την πάροδο από την οποία εισήλθε.)

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.12 Για να συγκεφαλαιώσουμε

Είδαμε λοιπόν στο κεφάλαιο αυτό πότε και πώς πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα. Αξίζει να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη γραφή γεννιέται όταν η κοινωνία έχει γίνει αρκετά σύνθετη ώστε να μην επαρκεί ο προφορικός λόγος για τη λειτουργία της. Αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη δημιουργία ενός συστήματος γραφής που να καταγράφει τη γλώσσα κατά το δυνατόν πιστά (και όχι ελλειπτικά, όπως η γραμμική Β') γεννιέται όταν η γραφή απλώνεται σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής και δεν υπηρετεί έναν περιορισμένο χώρο πληροφορίας, τον λογιστικό.

Όταν λοιπόν τα κείμενα που πρέπει να γραφούν απλώνονται σε ένα μεγάλο εύρος πληροφορίας και επομένως αφορούν ένα μεγάλο (και όχι ένα περιορισμένο) κοινό, τότε ακριβώς γεννιέται και η ανάγκη για ένα πιστότερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας, που δεν προϋποθέτει ειδικούς της γραφής (γραφείς) και ειδικούς αναγνώστες, αναγνώστες δηλαδή που κατανοούν το γραπτό κείμενο, παρά την ελλειπτικότητά του, γιατί ξέρουν το «θέμα».

Αξίζει, ακόμα, να θυμόμαστε ότι η Ελληνική γλώσσα γεννήθηκε σιγά σιγά μέσα στον χρόνο μέσα από τα «σπλάχνα» της οικογένειας γλωσσών και διαμορφώθηκε μέσα από τη συνάντηση και τη «μείξη» της με άλλες παλιότερες γλώσσες που μιλιούνταν στον ελληνικό χώρο.

Έχει σημασία, τέλος, να θυμόμαστε ένα σημαντικό συμπέρασμα από την ιστορική πορεία της γραφής, όπως την παρακολουθήσαμε στο κεφάλαιο αυτό: η γραφή είναι η γέφυρα που ενώνει διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς. Έτσι, οι Μυκηναίοι δανείζονται από τους Μινωίτες το σύστημα γραφής τους (γραμμική Α') για να γράψουν (γραμμική Β') τη δική τους γλώσσα, την Ελληνική. Αργότερα οι Έλληνες θα δανειστούν από την Ανατολή, από τους Φοίνικες, το σύστημα γραφής (αλφαβητικό πλέον) για να (ξανα)γράψουν τη δική τους γλώσσα, την Ελληνική.

Βίλχελμ Ράιχ: Ο ισχυρός άνθρωπος

Σε φωνάζουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο.

Λένε πως χάραξε η εποχή σου, Η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου».

Μα δεν είσαι συ που το λες, ανθρωπάκο. Το λένε εκείνοι, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εργατοπατέρες, οι μετανιωμένοι γιοι των αστών, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου προσφέρουν το μέλλον, μα δε ρωτούν για το παρελθόν σου.

Κι όμως, είσαι κληρονόμος ενός τρομερού παρελθόντος. Τούτη η κληρονομιά καίει στη χούφτα σου σα διαμάντι φλεγόμενο. Εγώ αυτό έχω να σου πω.

Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπαιδευτικός, για να προκόψουν στη δουλειά τους και να κερδίσουν το ψωμί τους, πρέπει να γνωρίζουν τις ελλείψεις τους.

Εδώ και κάμποσες δεκαετίες παίρνεις παγκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέλλον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από τις σκέψεις και τις πράξεις σου.

Όμως, οι δάσκαλοι και οι αφέντες σου δε σου μιλάνε για τον τρόπο που σκέφτεσαι πραγματικά. Δε σου λένε ποιος είσαι στα αλήθεια.

Κανένας δεν τολμά να σε φέρει αντιμέτωπο με τη μοναδική πραγματικότητα που έχει τη δύναμη να σε καταστήσει κύριο του πεπρωμένου σου.

Είσαι «ελεύθερος» από μια άποψη μονάχα: ελεύθερος από την αυτοκριτική, που μπορεί να σε βοηθήσει να κουμαντάρεις τη ζωή σου.

Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: «Με εκθειάζετε σαν το μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του κόσμου μου. Αλλά δε μου λέτε πώς γίνεται κανείς αφέντης του εαυτού του. Δε μου λέτε ποια είναι τα λάθη και τα ελαττώματα μου, πού σφάλλω στον τρόπο που σκέφτομαι και πράττω».

Επιτρέπεις στους ισχυρούς να απαιτούν τη δύναμη εν ονόματι «του ανθρωπάκου».

Όμως, εσύ ο ίδιος παραμένεις βουβός.

Ενισχύεις τους ισχυρούς με περισσότερη δύναμη.

Επιλέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύναμους και κακοήθεις.

Τελικά διαπιστώνεις πάντα, πολύ αργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο.

Σε καταλαβαίνω!

Κι ετούτο επειδή αντίκρισα αμέτρητες φορές το γυμνό κορμί και την ψυχή σου.

Σε είδα δίχως τη μάσκα σου, την κομματική σου ταυτότητα ή την εθνική σου υπερηφάνεια.

Γυμνό σα νεογέννητο, γυμνό σα στρατάρχη ξεβράκωτο.

Σ' άκουσα να κλαις και να οδύρεσαι.

Μου μίλησες για τα προβλήματά σου, τις αγάπες και τους πόθους σου.

Σε ξέρω και σε καταλαβαίνω.

Και θα σου πω τι είσαι, ανθρωπάκο, επειδή πιστεύω πραγματικά στο τρανό σου μέλλον.

Μα επειδή το μέλλον σου ανήκει, αναμφίβολα σου ανήκει, ρίξε μια ματιά στον εαυτό σου.

Κοίτα τον όπως είναι πραγματικά.

Άκου αυτό που κανένας από τους ηγέτες και τους αντιπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:

Είσαι «άνθρωπος μικρός, κοινός».

Συλλογίσου τη διπλή έννοια που έχουν τούτες οι λέξεις, «μικρός» και «κοινός»...

Μην το βάζεις στα πόδια! Βρες το κουράγιο να αντικρίσεις τον εαυτό σου!

«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κήρυγμα;» Βλέπω την ερώτηση στο τρομαγμένο βλέμμα σου.

Σ' ακούω να την ξεστομίζεις όλο αυθάδεια.

Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, ανθρωπάκο.

Φοβάσαι την κριτική, όσο και τη δύναμη που σου υποσχέθηκαν.

Αλήθεια, πώς σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις τη δύναμή σου;

Δεν ξέρεις.

Φοβάσαι και να σκεφτείς ακόμη πως μπορεί κάποια μέρα να 'σαι διαφορετικός: ελεύθερος αντί φοβισμένος, ειλικρινής αντί ραδιούργος, να χαίρεσαι τον έρωτα, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύκτα, αλλά ανοικτά, στο φως του ήλιου.

Απεχθάνεσαι τον εαυτό σου, ανθρωπάκο.

Αναρωτιέσαι, «Ποιος είμαι εγώ που θα 'χω άποψη, θα κουμαντάρω τη ζωή μου και θα αποκαλώ ολάκερη την οικουμένη δική μου;»

Δίκιο έχεις. Ποιος είσαι εσύ που θα διεκδικήσεις τη ζωή σου;

Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος είσαι.

Διαφέρεις από τον ισχυρό σε τούτο μόνο, ο ισχυρός υπήρξε κάποτε ένας πολύ μικρός ανθρωπάκος, αλλά ανέπτυξε μια σημαντική ικανότητα.

Αναγνώρισε την ποταπότητα και την ανεπάρκεια των σκέψεων και των πράξεών του.

Κάτω από την πίεση κάποιου έργου που θεώρησε σημαντικό, έμαθε να διακρίνει ότι η μικρότητα κι η ευτέλειά του απειλούσαν την ευτυχία του.

Με άλλα λόγια ο ισχυρός γνωρίζει πότε και σε τι είναι ανθρωπάκος.

Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρίζει ότι είναι ποταπός και φοβάται να το μάθει.

Κρύβει την ποταπότητα και την ανεπάρκειά του πίσω από αυταπάτες δύναμης και μεγαλείου, τη δύναμη και του μεγαλείου κάποιου άλλου.

Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του.

Θαυμάζει την ιδέα που δεν είχε κι όχι εκείνη που είχε.

Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο πιστεύει σ' αυτό. Κι όσο καλύτερα αντιλαμβάνεται μια ιδέα, τόσο η πίστη του σ' αυτήν κλονίζεται.

Βίλχελμ Ράιχ, Άκου Ανθρωπάκο

Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Ανεκπλήρωτος 'Eρωτας

«Ο έρωτας είναι η υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να αποκτήσει οντότητα, να γίνει ο κόσμος»

Και να ερωτευόμαστε είναι καλό: διότι ο έρωτας είναι δύσκολος. Ο έρωτας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους: είναι ίσως η δυσκολότερη αποστολή μας, η ύστατη, η τελευταία δοκιμή και δοκιμασία, το έργο για το οποίο όλα τα άλλα έργα είναι μόνο προετοιμασία. Γι’ αυτό οι νέοι που είναι σε όλα αρχάριοι δεν γνωρίζουν ακόμη τον έρωτα και πρέπει να τον μάθουν.

Με όλο τους το είναι, με όλες τις δυνάμεις συγκεντρωμένες γύρω από τη μοναχική, φοβισμένη καρδιά τους που χτυπάει εκστατικά, πρέπει να μάθουν να αγαπούν.

Ο χρόνος της μάθησης όμως είναι πάντα μακρύς και μοναχικός, κι έτσι ο έρωτας είναι για τον ερωτευμένο, για πολύ μεγάλο διάστημα και ως τα βάθη της ζωής του, μοναξιά, απομόνωση όλο και πιο έντονη, όλο και πιο βαθιά. Ο έρωτας, από την αρχή, δεν είναι κάτι που σημαίνει ανοίγω, παραδίνομαι και ενώνομαι με έναν άλλο (τι θα ήταν μια ένωση δύο αβέβαιων, ανέτοιμων και ακόμα απροσανατόλιστων όντων;), αλλά μία υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να ωριμάσει, να αποκτήσει οντότητα, να γίνει ο κόσμος, να γίνει ο ίδιος ένας κόσμος για χάρη ενός άλλου ανθρώπου. Είναι μεγάλη και φιλόδοξη αυτή η απαίτηση που κάνει όποιον αγαπά έναν εκλεκτό και τον καλεί στο άπειρο.

Μόνο με αυτό το πνέυμα, με την αποστολή να επεξεργάζονται τον εαυτό τους («να αφουγκράζονται και να σφυρηλατούν μέρα και νύχτα»), μπορούν οι νέοι να κάνουν χρήση του έρωτα όταν τον συναντούν. Όμως η προσφορά και η παράδοση σε κάθε είδος ένωση δεν είναι γι’ αυτούς (που πρέπει για πολύ ακόμα να κάνουν οικονομία και να αποταμιεύουν): είναι το τέλος της αποστολής, είναι ίσως εκείνο για το οποίο μια ανθρώπινη ζωή δεν είναι ακόμη αρκετή.

Εδώ όμως οι νέεοι (που είναι στη φύση τους να είναι ανυπόμονοι) κάνουν πολύ συχνά ένα σοβαρό σφάλμα: παραδίνονται ο ένας στον άλλον, όταν τους κυριέψει ο έρωτας, και ξοδεύονται γιατί είναι ακόμα μέσα στην ταραχή, στην αταξία, στη σύγχυση… Και ύστερα; Τι μπορεί να κάνει η ζωή μ’ έναν τέτοιο σωρό από μισοκατεστραμμένα πράγματα, που εκείνοι τα θεωρούν ένωση και που πολύ θα ήθελαν να τα αποκαλέσουν ευτυχία τους, αν μπορούσαν; Και το μέλλον τους; Εκεί ο καθένας χάνεται για χάρη του άλλου, χάνει τον άλλο και όλους τους άλλους που θα μπορούσαν ακόμα να έρθουν. Και χάνει το άπειρο και τις δυνατότητες να το ανακαλύψει, ανταλλάσσει την επικοινωνία με πράγματα σιωπηλά, γεμάτα υποσχέσεις, με μιαν άγονη αβεβαιότητα που τίποτα πια δεν μπορεί να του προσφέρει∙ μόνο λίγη αηδία, απογοήτευση, μιζέρια και τη σωτηρία σε μία από τις πολλές συμβατικότητες που αφθονούν σαν καταφύγια σ’ αυτόν τον τόσο δύσκολο δρόμο.

Κανένα μέρος της ανθρώπινης ζωής δεν είναι τόσο πλούσιο σε συμβάσεις όσο αυτός ο δρόμος: βρίσκεις εκεί ζώνες ασφαλείας κάθε τύπου, βάρκες και σωσίβια. Η κοινωνική αντίληψη φρόντισε να δημιουργήσει καταφύγια κάθε είδους, διότι έχοντας την τάση να βλέπει την ερωτική ζωή σαν μία ευχαρίστηση, έπρεπε και να τη διαμορφώσει εύκολα, φθηνά, ακίνδυνα, με κάθε ασφάλεια, ανάλογα με τα δημόσια κέντρα ψυχαγωγίας.

Πολλοί νέοι βέβαια που ερωτεύονται με λάθος τρόπο, δηλαδή παραδίδονται απλώς και εγκαταλείπουν τη μοναξιά τους (ο μέσος όρος πάντα θα το κάνει), αισθάνονται το βάρος του σφάλματος και επιχειρούν, πάλι με τον δικό τους τρόπο, να κάνουν γόνιμη και βιώσιμη την κατάσταση στην οποία έχουν περιπέσει, διότι η φύση τους τους λέει ότι τα προβλήματα του έρωτα δεν μπορούν να λυθούν δημόσια ή σύμφωνα με τη μία ή την άλλη σύμβαση∙ ότι είναι προβλήματα λεπτά, προβλήματα που αφορούν δύο ανθρώπους και που σε κάθε περίπτωση απαιτούν μια ιδιαίτερη, τελείως προσωπική λύση.

Πως θα μπορούσαν όμως εκείνοι που ενώθηκαν βιαστικά και πρόχειρα και δεν ξεχωρίζουν ούτε διαφέρουν ο ένας από τον άλλον και συνεπώς δεν έχουν πια τίποτα προσωπικό, να βρουν μια διέξοδο από τον εαυτό τους, από το βάθος της ήδη θαμμένης μοναξιάς τους;

Με τον καιρό οι άνθρωποι θα καταλάβουν ότι σ’ αυτό οφείλεται η μεγάλη σύγχρονη συμφορά μας, κι όχι στον κοινωνικό ή στον οικονομικό τομέα: σ’ αυτή την εξοστράκιση της ερωτικής πράξης στο περιθώριο. Η ενέργεια ενός διορατικού ανθρώπου εξαντλείται τώρα στην προσπάθεια να την επαναφέρει τουλάχιστον στο κέντρο του δικού του κόσμου (εφόσον δεν βρίσκεται ήδη στο κέντρο ολόκληρου του κόσμου, πράγμα που θα είχε ως άμεση συνέπεια να ξαναρχίσουν οι θεότητες να τροφοδοτούν τους ανθρώπους με το αίμα τους)∙ ο άνθρωπος αντιθέτως που ζει τυφλά, απολαμβάνει κατά κάποιον τρόπο την περιθωριακή και προσιτή φύση της «ηδονής» και, καθώς τη βρίσκει (με ενστικτώδη οξυδέρκεια) ακόμα κι έτσι απογοητευτική, την εκδικείται περιφρονώντας την και συνάμα επιδιώκοντάς την.

Η επιφανειακή άρνηση δεν είναι πρόοδος και δεν έχει κανένα νόημα να κουράζει κανείς τη «βούληση» (που άλλωστε είναι μια πολύ νεαρή και καινούρια δύναμη σε σύγκριση με τα αρχέγονα δικαιώματα του ενστίκτου).

Η άρνηση του έρωτα ή της εκπλήρωσης του έρωτα είναι και τα δύο θαυμάσια και ασύγκριτα, μόνο όταν επιτρέπουμε σε ολόκληρη την ερωτική εμπειρία, με όλες τις ελάχιστα διαφοροποιημένες εκστάσεις της (τόσο εναλλασσόμενες μεταξύ τους που δεν ξεχωρίζεις την πνευματική από τη σαρκική) να κατέχει μια κεντρική θέση∙ αλλά κι εκεί (στην έκσταση λίγων εραστών ή αγίων απ’ όλες τις εποχές και τις θρησκείες) η άρνηση και η εκπλήρωση ταυτίζονται.

Όταν το άπειρο εισδύει ολοκληρωτικά (είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο) στο σημείο, αυτό το το -τόσο ανθρώπινο- σημείο χάνεται, όπως και ο δρόμος τον οποίο έχουμε διανύσει, και αυτό που μένει είναι ο κατ’ αρχήν στόχος, η ύπαρξη!

Ιδού, αγαπητέ φίλε, ό,τι μπορεί κανείς, λίγο πολύ, να σου αποκαλύψει (προσωρινά), αν ερωτηθεί, για το μεγαλύτερο και πιο βαθύ μυστικό μας.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ανεκπλήρωτος Έρωτας

Alice Miller: Το μίσος για τον εαυτό και η ανεκπλήρωτη αγάπη

Η ψυχολόγος Alice Miller (1923-2010) έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση μεταξύ της σωματικής τιμωρίας και της καταστροφικής της επίδρασης στα παιδιά.

Έγραψε 13 βιβλία, που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες και αξίζει να διαβαστούν.

Σύμφωνα με την Alice Miller, σε όλο τον κόσμο η βία έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι τα παιδιά έχουν κακοποιηθεί ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, όταν το μυαλό τους δεν ήταν δομημένο και το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, αλλά δύσκολα αντιληπτό από την κοινωνία.

Αναρωτώμενη για τις αιτίες του μίσους βρήκε την απάντηση μόνο όταν διερεύνησε διεξοδικά τις παιδικές ηλικίες δικτατόρων και κατά συρροήν δολοφόνων οι οποίοι στην παιδική τους ηλικία εκτέθηκαν σε φρικτά βιώματα, τα οποία αρνήθηκαν.

Οι ταπεινώσεις, οι ξυλοδαρμοί, τα χαστούκια, η σεξουαλική παρενόχληση, η παραμέληση, κλπ θεωρούνται όλες μορφές κακομεταχείρισης, γιατί τραυματίζουν την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του παιδιού, ακόμη και αν οι συνέπειές τους δεν είναι ορατές αμέσως.

Ωστόσο, ως ενήλικες, τα περισσότερα κακοποιημένα παιδιά ή θα υποφέρουν, ή θα γίνουν δήμιοι.

Αυτή η δυναμική της βίας μπορεί να εξελιχτεί ώστε ενήλικες, μία φορά κακοποιημένα παιδιά, να χτυπάνε τα δικά τους παιδιά και συχνά να αισθάνονται ευγνώμονες προς τους γονείς τους, οι οποίοι τους κακομεταχειρίστηκαν όταν ήταν μικρά και ανυπεράσπιστα.

Η άρνηση της κακοποίησης, κατά την συγγραφέα, οδηγεί σε πράξεις εκδίκησης. Αυτός είναι ο λόγος που οι γονείς συνεχίζουν να παράγουν έντονο πόνο.

Ένα παιδί που έχει υποστεί σωματική τιμωρία και ταπείνωση στο όνομα της ανατροφής αφομοιώνει από πολύ μικρό τη γλώσσα της βίας και της υποκρισίας και την κατανοεί ως το μοναδικό αποτελεσματικό μέσο επικοινωνίας.

Διασαφηνίζει με βάση τα παραδείγματα του Χίτλερ, του Στάλιν, του Νίτσε, του Πικάσο, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Κάφκα, του Σίλερ, Ρεμπώ, Προυστ ή του Τζόυς πώς μπορεί να επιδράσει η παιδική κακοποίηση στην κοινωνία.

Σε όλες τις περιπτώσεις, η ψυχολόγος σημειώνει ότι βρήκε επιπτώσεις του μίσους απέναντι σε έναν τουλάχιστον γονιό – μίσος, που παρέμενε ασυνείδητο, όχι μόνο επειδή απαγορευόταν αυστηρά να μισείς τον γονιό σου, αλλά και επειδή για ένα παιδί ήταν θέμα επιβίωσης να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι έχει έναν καλό γονιό.

Μόνο με τη μετάθεση σε ένα υποκατάστατο του γονιού πρόσωπο, γινόταν επιτρεπτό το μίσος αυτό και μπορούσε να εκδηλωθεί.

Ωστόσο ανάμεσα στα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική τιμωρία στο παρελθόν υπάρχουν και εκείνα που ήδη στην παιδική τους ηλικία ή στην μετέπειτα ζωή τους δεν συνάντησαν μόνο πρόσωπα που τους βοήθησαν, δίχως να το συνειδητοποιούν, αλλά και «ενήμερους μάρτυρες», ανθρώπους δηλαδή που εν γνώσει τους τα συνέδραμαν να αναγνωρίσουν το άδικο που βίωσαν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για αυτό που τους είχε συμβεί.

Αυτά τα παιδιά δεν εξελίχτηκαν φυσικά σε βίαιες εγκληματικές προσωπικότητες. Ήταν σε θέση να νιώσουν συναισθήματα και να δράσουν συνειδητά.

Τι είναι αλήθεια το μίσος; Για τη συγγραφέα είναι μια πιθανή συνέπεια της οργής και της απόγνωσης του παιδιού, το οποίο παραμελήθηκε ήδη κατά το προγλωσσικό στάδιο.

Όσο ο θυμός απέναντι σε έναν γονιό παραμένει ασυνείδητος και απωθημένος δεν μπορεί να σβήσει. Μπορεί μόνο να μετατεθεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, στα ίδια τα παιδιά αυτού που τον νιώθει ή σε υποτιθέμενους εχθρούς.

Καμουφλαρισμένος ως ιδεολογία, ο θυμός που έχει μετεξελιχθεί σε μίσος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, γιατί είναι ανίκητος και υπερβαίνει κάθε ηθική επιταγή. Όποιος παρατηρήσει με ενσυναίσθηση το κλάμα ενός απελπισμένου βρέφους θα εκπλαγεί, γράφει, από την ένταση αυτών των συναισθημάτων.

«Ένα ζώο αντιδρά στην επίθεση είτε με φυγή, είτε με πάλη. Αμφότεροι οι τρόποι αυτοί είναι αδύνατοι για ένα νήπιο το οποίο το βασανίζουν οι πιο κοντινοί του συγγενείς. Έτσι, η φυσική αντίδραση αναστέλλεται, για δεκαετίες ολόκληρες μερικές φορές, ώσπου να εκδηλωθεί απέναντι σε κάποιον πιο αδύναμο. Τότε τα καταπιεσμένα συναισθήματα ξεσπούν με τρόπο αδίστακτο κατά των μειονοτήτων. Αυτό ονομάζεται ξενοφοβία, και τα θύματα ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Μόνο οι λόγοι αυτού του μίσους είναι παντού οι ίδιοι.

Σκοτώνουν και βασανίζουν ξένους ανθρώπους, που δεν τους έχουν κάνει τίποτε κακό, κι ύστερα ωραιοποιούν τις φρικαλεότητές τους με υποτιθέμενες θρησκευτικές ή πολιτικές ιδέες. Φυσικά, δεν έχουν ιδέα πως πάνω σε αυτούς τους ανθρώπους εκδικούνται για την τρομοκρατία που γνώρισαν οι ίδιοι στην πρώιμη παιδική τους ηλικία.»

Πώς είναι δυνατόν άνδρες και γυναίκες που έχαιραν μιας γενικής εκτίμησης να συμπεριφέρθηκαν σαν τέρατα; Κατά την άποψή της, η αιτία βρίσκεται σαφέστατα στον καταστροφικό τρόπο ανατροφής των μικρών παιδιών, ο οποίος ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γερμανία και τον οποίο χαρακτηρίζει ως κακοποίηση νηπίων. Και σε άλλες χώρες κακοποιούνταν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα ακόμη να κακοποιούνται παιδιά με το πρόσχημα της ανατροφής –όμως ούτε κατά διάνοια με τον συστηματικό τρόπο και την επιμέλεια που ήταν τόσο χαρακτηριστική για τη μαύρη παιδαγωγική στη Γερμανία.

Στις δύο γενιές που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, οι μέθοδοι αυτές τελειοποιήθηκαν. Ώσπου στο τέλος ο Χίτλερ έλαβε αυτό που χρειαζόταν.

Σύμφωνα με τα δικά του λόγια αυτό εκφράστηκε ως εξής: «Η παιδαγωγική μου είναι σκληρή. Η αδυναμία πρέπει να κοπεί από τη ρίζα. Στα εκπαιδευτήριά μου θα γαλουχηθεί μια νεολαία, που μπροστά της ο κόσμος θα τρομάζει. Μια βίαιη, κυρίαρχη, ατρόμητη, φοβερή νεολαία θέλω. Η νεότητα πρέπει να έχει όλα αυτά τα γνωρίσματα. Πρέπει να υπομένει πόνους. Τίποτε το αδύναμο και τρυφερό δεν πρέπει να βρίσκεται εντός της. Το ελεύθερο, υπέροχο αρπακτικό ζώο πρέπει να αστράφτει και πάλι στο βλέμμα της».

Αυτό το παιδαγωγικό πρόγραμμα εξολόθρευσης του ζωντανού στοιχείου προηγήθηκε των σχεδίων εξολόθρευσης ενός λαού. Ήταν, με άλλα λόγια, η προϋπόθεση της επιτυχίας.

Μελέτες σε εγκαταλελειμμένα και κακοποιημένα σοβαρά παιδιά από τη Ρουμανία αποκάλυψαν εντυπωσιακές βλάβες σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου. Η νευροβιολογική έρευνα καθιστά πιο εύκολο για μας να κατανοήσουμε τον τρόπο των ναζί, όπως ο Άιχμαν, ο Χίμλερ και άλλοι λειτούργησαν. Η αυστηρή εκπαίδευση υπακοής που υποβλήθηκαν σε πρόωρη παιδική ηλικία οδήγησε σε ανεπαρκή ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων, όπως η συμπόνια και ο οίκτος για τα βάσανα των άλλων.

Η Μίλερ δεν δέχεται την γενετική θεωρία της τρέλας. Ερμήνευσε την ψύχωση του Νίτσε ως αποτέλεσμα του πρωσικού τρόπου ανατροφής των παιδιών. Ο Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, είχε έναν βίαιο πατέρα, αλλά μια στοργική μητέρα. Εκείνη δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να τον προστατεύσει από τον πατέρα του, αλλά, γράφει ότι του έδωσε μια ισχυρή αντίληψη της αγάπης, χωρίς την οποία τα μυθιστορήματά του θα ήταν αδιανόητα.

Αποφεύγοντας την αναζήτηση της αλήθειας, λέει η ψυχολόγος, δεν διασώζουμε την αγάπη -ούτε καν την αγάπη για τους γονείς μας. Η πράξη της συγχώρεσης δεν μας βοηθάει, όσο συγκαλύπτει αυτά που συνέβησαν. Γιατί η αγάπη και η αυταπάτη αλληλοαποκλείονται. Από την αναλήθεια, την άρνηση της οδύνης στο προσωπικό μας παρελθόν, γεννιέται το μίσος που μεταβιβάζεται σε αθώους. Αποτελεί μια προσκόλληση στην αυταπάτη και στο αδιέξοδο. Η πραγματική αγάπη αντέχει την αλήθεια.

Στο έργο της Το Δράμα του προικισμένου παιδιού, η Alice Miller επίσης θεωρεί ότι πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν, όταν ήταν παιδιά, να μάθουν να κρύβουν πολύ επιδέξια τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των γονέων τους και να κερδίσουν την «αγάπη» τους.

Ως ενήλικες μπορεί να κυνηγούν την επιτυχία, έχουν όμως ταυτόχρονα μια υποβόσκουσα αίσθηση ότι δεν αξίζουν τίποτα. Χωρίς ποτέ να τους έχει επιτραπεί να εκφράσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα, και έχοντας χάσει την επαφή με τον αληθινό τους εαυτό, εκδραματίζουν τα καταπιεσμένα συναισθήματά τους με επεισόδια κατάθλιψης ή καταναγκαστικής συμπεριφοράς, ή ακόμα και με ιδέες μεγαλείου.

Στη συνέχεια, με τη σειρά τους, μεταφέρουν αυτή τη κληρονομιά της καταπίεσης στα δικά τους παιδιά. Πρόκειται για την «δηλητηριώδη» παιδαγωγική (το κάνω για το καλό σου) που καταστρέφει ζωές.

Στα κείμενά της, η Miller κατηγόρησε τους ψυχολογικά βίαιους γονείς για την πλειοψηφία των νευρώσεων και ψυχώσεων. Υποστήριξε ότι όλες οι περιπτώσεις των ψυχικών ασθενειών προκαλούνται από την καταπίεση της οργής ​​και του πόνου, ως αποτέλεσμα των υποσυνείδητων παιδικών τραυμάτων που δεν επιλύθηκαν συναισθηματικά.

Οι άνθρωποι δεν προτιμούν να ξέρουν για τη δική τους θυματοποίηση κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας γιατί προκαλεί αφόρητο πόνο. Η μετατόπιση κατευθύνει ασυνείδητα το ανεπίλυτο τραύμα ενάντια σε άλλους (πόλεμος, τρομοκρατία, εγκληματικότητα) στον εαυτό του (διατροφικές διαταραχές, εθισμό στα ναρκωτικά, κατάθλιψη) και στους απογόνους.

Επιβεβαίωσε αυτό που τόσο πολλοί θεώρησαν ότι δεν είναι αληθινό: ότι τα προβλήματά τους δεν ήταν έμφυτα αλλά είχαν πραγματικές αιτίες, και ως εκ τούτου πραγματικές λύσεις. Ενθαρρύνει έτσι τους γονείς να προσπαθήσουν να θεραπεύσουν τις συγκρούσεις τους και να γίνουν καλύτεροι γονείς. Οι άνθρωποι των οποίων η ακεραιότητα δεν έχει υποστεί ζημιά κατά την παιδική ηλικία, οι οποίοι έχουν προστασία, σεβασμό, και αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια από τους γονείς τους, θα είναι - τόσο στα νιάτα τους και στην ενήλικη ζωή – ευφυείς συναισθηματικά.

Θα πάρουν ευχαρίστηση στη ζωή και δεν θα αισθάνονται καμία ανάγκη να βλάψουν τους άλλους ή τον εαυτό τους. Θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία τους για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, όχι για να επιτεθούν στους άλλους.

Τα παραδείγματα της Alice Miller είναι τόσο ζωντανά που αγγίζουν το πληγωμένο παιδί που υπάρχει μέσα σε όλους μας και δείχνουν κυρίως ότι μέσω αυτής της συνειδητοποίησης μπορούμε να σπάσουμε την αλυσίδα της βίας.

Πώς οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν τη μετέπειτα ζωή μας: Έξι ιστορίες της Alice Miller

Η διαχείριση των συναισθημάτων, μία παγίδα

Τα συναισθήματα μας είναι για τον καθένας μας ο τρόπος που λειτουργούμε στην ζωή. Αυτά μας κατευθύνουν είτε τα παραδεχόμαστε, είτε όχι. Είτε τα αναγνωρίζουμε, είτε όχι.

Δηλαδή μπορεί να παραδέχομαι ότι θυμώνω, μπορεί και όχι. Μπορεί να αναγνωρίζουμε τις τύψεις και τις ενοχές μας, μπορεί και όχι.

Είτε όμως τα αναγνωρίζουμε, είτε όχι αυτά τα συναισθήματα υπάρχουν και μας οδηγούν στο να πράττουμε, στο να σκεφτόμαστε και στο να συμπεριφερόμαστε.

Η διαχείρισή τους όμως είναι μία παγίδα. Μία παγίδα γιατί διαχειρίζομαι θα πει πως με όποιο τρόπο διαχείρισης και να διαλέξω, «παίζω κρυφτό» με την αλήθεια μου. Μαθαίνω να την κουκουλώνω και να την θάβω. Η αλήθεια μου όμως θα βρει τον τρόπο να εκδηλωθεί. Η αλήθεια είναι σαν την μυρωδιά. Δεν κρύβεται.

Οπότε τα συναισθήματα γίνονται «φύλακες της ψυχής και του σώματος» όταν τους επιτρέψω να με διδάξουν ή γίνονται «πόλεμος της ψυχής και του σώματος» όταν τα οδηγήσω στη σιωπή μέσα από χειρισμούς.

Για να εκδηλωθεί ένα συναίσθημα είτε θετικό, είτε αρνητικό, θα πει πως το μέσα μου, ακόμη και το εγώ μου, έχουν μία μορφή ένστασης και έντασης. Οπότε αυτή είναι η στιγμή της δικής μου αλήθειας. Κάτι ή κάποιος με έφερε στην κατάσταση αυτή, δηλαδή στην εκδήλωση του συναισθήματος. Το συναίσθημα με οδηγεί σε σκέψεις και οι σκέψεις με οδηγούν να πράξω.

Αν για παράδειγμα ενεργοποιηθεί ένας θυμός, θα πει πως για κάποιο λόγο θύμωσα. Οπότε σε αυτό το σημείο, δεν γίνεται να περάσω από τον θυμό στην διαχείριση, γιατί τότε θα διαπραγματευτώ. Τι θα διαπραγματευτώ; Μα φυσικά τον θυμό μου, δηλαδή θα είναι σαν να πω στον εαυτό μου ότι δεν του αναγνωρίζω ούτε το δικαίωμα να θυμώσει, αλλά θα περάσω και στο αμφισβητώ τον εαυτό μου για τον τρόπο που σκέφτεται ή για τον τρόπο που νιώθει. Και αν αρχίσω την διαχείριση τότε ο θυμός, δηλαδή η δική μου αλήθεια, θα θαφτεί μέσα μου. Όταν η αλήθεια μου θαφτεί, τότε είναι η έναρξη μία ασθένειάς μου ως προς το μέλλον ή μία κατάσταση προβληματική για το μέλλον. Καθώς το συναίσθημά μου θα θαφτεί μέσα στο υποσυνείδητό μου και θα με οδηγήσει να συμπεριφέρομαι με άμυνα ή με επίθεση. Δηλαδή με άλλα λόγια το συναίσθημα αυτό θα καταφέρει να μου αλλάξει τον χαρακτήρα. Για παράδειγμα θα με οδηγήσει να γίνω, ως προς το παράδειγμα του θυμού, χαμηλής αυτοεκτίμησης άνθρωπος. Οπότε το μέσα μου θα νιώθει προδομένο, αδικημένο και ξεχασμένο, αλλά όχι από το συμβάν, όχι από τον θυμό, αλλά από μένα που αποφάσισα να σιωπήσω και το συμβάν και τον θυμό.

Έτσι ο δρόμος της ζωής μας γεμίζει από τέτοιες θαμμένες διαδρομές συναισθημάτων κι εμείς τελικά βιώνουμε καταστάσεις οι οποίες ακολουθούν την εσωτερική μας θαμμένη αλήθεια. Η οποία θαμμένη αλήθεια, εκδηλώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα είτε με προβληματικές σχέσεις, είτε με καταστάσεις και γεγονότα.

Η αποθήκη του υποσυνείδητου γεμίζει κάθε μέρα και περισσότερο και εμείς αυτό που κάνουμε είναι να θάβουμε κάθε μέρα, αφού αυτό έχουμε μάθει να κάνουμε.

Διαχειρίζομαι λοιπόν συναίσθημα θα πει πως με οδηγώ στην σιωπή. Όχι αυτή η σιωπή δεν είναι το ζητούμενο μας. Δεν είναι αυτή η σιωπή, η οποία θα μας φέρει υγεία. Αλλά ακριβώς το αντίθετο. Γιατί αυτή η σιωπή είναι εσωτερικός θόρυβος.

Η σιωπή που θα μας φέρει στην διαδρομή της υγείας, είναι αυτή που συνδυάζεται με εσωτερική γαλήνη και ειρήνη. Ειρήνη να φωλιάσει στην καρδιά. Αυτή η ειρήνη είναι το κλειδί για την σιωπή, η οποία σιωπή δεν θα είναι πια θάβω.

Τι κάνουμε λοιπόν με τα συναισθήματά μας;

Αναζήτηση και αναγνώριση.

Τα αναζητώ ένα- ένα και ύστερα τα αναγνωρίζω.

Τι θα πει τα αναγνωρίζω;

Αναγνωρίζω θα πει, ότι ξέρω ότι μέσα μου υπάρχει θυμός, ξέρω ότι σήμερα θύμωσα με, ξέρω ότι στο παρελθόν είχα θυμώσει. Ύστερα αναζητώ με τι και γιατί θυμώνω. Ποιος ή ποιες καταστάσεις με οδηγούν στον θυμό. Κι εκεί θα δω ότι το μέσα μου ως προς ένα σημείο έχει δίκιο. Αυτό το δίκιο είναι που χρειάζεται στους εαυτούς μας. Να πούμε σε μας «ναι έχω δίκιο που θύμωσα».

Πώς έφτασα όμως να θυμώσω;

Μήπως ο τάδε άνθρωπος που κατάφερε να με οδηγήσει στον θυμό, έχει για μένα λάθος εικόνα και λάθος εντύπωση? Μήπως του έχω δώσει λάθος εντύπωση και λάθος περιθώρια;

Αν κάνω αυτές τις ερωτήσεις στον εαυτό μου θα αρχίσει να φαίνεται η πραγματική αιτία του θυμού.

Αν για παράδειγμα σε κάποιους τομείς είχα μάθει να κάνω πίσω τον εαυτό μου και το δικό μου θέλω ή νιώθω, τότε μήπως ο λόγος που θύμωσα ήταν αυτό;

Άρα μήπως να αρχίσω να εμπιστεύομαι την εσωτερική μου φωνή και να εκφράζομαι απόλυτα;

Ύστερα για όλους τους θυμούς ή συναισθήματα που είναι θαμμένα μέσα μου και με τα οποία επιλέγω να συνεργαστώ, δίνω δίκιο στον εαυτό μου. Αγκαλιάζω και κατανοώ τους λόγους και ύστερα φτιάχνω έναν δικό μου κατάλογο που να έχει τους λόγους που με οδήγησαν στο συναίσθημα και τους τρόπους να μην φτάσω ξανά εκεί.

Θα θυμάμαι πως ένα μου συναίσθημα δεν είναι προϊόν της φαντασίας μου, ούτε ψέμα, αλλά είναι μία δική μου αλήθεια. Εκδηλωμένη ή μη, η αλήθεια είναι πάντα αλήθεια και είναι μέσα μας.

Άρα όχι διαχειρίζομαι, αλλά αναζητώ, αναγνωρίζω και θεραπεύω το μέσα μου με τρόπους εσωτερικής συζήτησης. Η συζήτηση αυτή μπορεί να μας πάρει αρκετό καιρό. Που όμως θα έρθει μία μέρα όπου όλα θα γίνονται αυτόματα και κανένα συναίσθημά μας δεν θα γίνει ποτέ ξανά μία εσωστρέφεια.

Κάτι μαγικό συμβαίνει όταν κινείσαι

Κάτι μαγικό συμβαίνει όταν κινείσαι

Είναι, βέβαια, οι ενδορφίνες. Σίγουρα μαγικές. Μπορεί να σου φαίνονταν όλα μαύρα το πρωί, μπορεί να ένιωθες ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου, ή έστω ο πιο δυστυχισμένος. Κι ύστερα από ένα 10άρι τρέξιμο -ή και πολύ λιγότερο, το θέμα δεν είναι καν να λαχανιάσεις- τα χημικά κάνουν πάρτι στο κεφάλι σου -σωστό πάρτι, όχι με μπόμπες, πάρτι με χορό και έρωτες- και δεν είσαι πια ο πιο δυστυχισμένος, δεν είσαι καν στην τελευταία εκατοντάδα, όλα μοιάζουν πιο εύκολα και πιο διαχειρίσιμα. Ένα το μαγικό.

Κι ύστερα είναι η ροή. Αυτό το φανταστικό πράγμα που συμβαίνει όταν βρίσκεσαι σε κίνηση με τρόπο που να μη χρειάζεται να σκεφτείς, να μη χρειάζεται να υπερβείς κάποιο όριο, απλώς περπατάς, για παράδειγμα, ή κολυμπάς, απλώς κινείσαι, και δημιουργείς με την κίνηση του σώματος μία ομοιόμορφη βάση, μια λεία επιφάνεια πάνω στην οποία μπορεί εύκολα να τσουλάει το μυαλό, χωρίς εμπόδια, χωρίς απορίες και υπαρξιακές ανησυχίες. Κι απ’ αυτή τη ροή ξεφυτρώνουν ξαφνικά απαντήσεις που δεν ήλπιζες πια ότι θα βρεις. Γίνονται συνειρμοί, ξεθάβονται αναμνήσεις, ξεσκεπάζονται λύσεις που μοιάζουν προφανείς ή πρωτοφανείς, αλλά πάντως δουλεύουν και σε κάνουν να εκτιμήσεις ξανά το μυαλό σου -κοίτα να δεις τι γεννάει όταν η κίνηση του σώματος απορροφάει τις εντάσεις και τις ανησυχίες του και το αφήνει ελεύθερο να κυλάει. Μαγικό δέυτερο, από τα λίγα.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά.

Το μεγάλο μαγικό, αν θες τη γνώμη μου, είναι εκείνο που δε σταματάει όταν παύεις να κινείσαι. Ζητάει να βγεις για λίγο από το comfort zone σου, ναι, αλλά σου το ανταποδίδει στο πολλαπλάσιο, αν το τολμήσεις και το παρατηρήσεις και το επιδιώξεις και την επόμενη φορά.

Εκεί που φτάνεις στα όρια της αντοχής σου και αναρωτιέσαι αν πρέπει/μπορείς/έχει κανένα νόημα να συνεχίσεις να κολυμπάς.

Εκεί που με την άκρη του ματιού σου πιάνεις τη διπλανή να έχει δεθεί κόμπος ενώ εσύ παλεύεις ακόμα να ακουμπήσεις τα γόνατα.

Εκεί που χρειάζεται να πείσεις το σώμα σου και να κάνει κάτι στο οποίο το μυαλό σου αντιστέκεται.

Εκεί γίνεται το μεγάλο μαγικό:

Η συμπεριφορά σου στην κίνηση καθρεφτίζει τη συμπεριφορά σου στη ζωή.

Το πώς θα αντιμετωπίσεις την πρόκληση, το τι θα σκεφτεί το μυαλό σου, τι συμπεράσματα θα βγάλει, ποιες αποφάσεις θα θεωρήσει καλύτερες, σε ποιες συνδέσεις θα παρασυρθεί, πώς θα σταθείς τελικά με τα πόδια και τα χέρια σου απέναντι σ’ αυτό που σου συμβαίνει στην κίνηση, εκείνη τη στιγμή, όλα αυτά είναι μια μικρογραφία του πώς στέκεσαι μέσα στην ίδια σου τη ζωή.

Η αυτοπειθαρχία, η πειθαρχία, η αποφασιστικότητα, οι συγκρίσεις, η ζήλια, οι ανασφάλειες, οι πειρασμοί, τα όρια, η επιμονή, η υπομονή, η παραίτηση, η ελπίδα, όλα αυτά με τα οποία παλεύεις, φαντάζομαι κι εσύ, κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο, όλα αυτά μεταφέρονται στο δρόμο, στο στρωματάκι, στο νερό, κι ας πιστεύεις εσύ ότι αθλείσαι “για να ξεφύγεις”.

Όλα είναι εκεί, μπροστά σου. Αν τα παρατηρήσεις θα μάθεις τον εαυτό σου καλύτερα απ’ όσο τον γνώριζες ποτέ. Αν τα συνειδητοποιήσεις, μπορεί ακόμα και να καταφέρεις να αλλάξεις αυτό που στη ζωή σου φαίνεται ακατόρθωτο.

Μαγικό... ε;

Θα επιλέγω χίλιες φορές να είμαι ο στόχος. Ποτέ το θύμα

Δώσε μου άλλο ένα φύλλο.

Ξέρω, ρισκάρω πάλι.

Μα είναι που ποτέ δεν μ’ ένοιαξε τι μπορεί να σκέφτεται ο καθένας όταν με γνωρίζει.

Είναι που για να σε σεβαστώ, θα πρέπει να σταθείς μπροστά μου και να μιλήσουμε.

Κοιτώντας μάτια και ανοίγοντας ψυχές.

Μόνο τότε μπορείς να μετρήσεις για μένα.

Για ότι λέγεται πίσω μου, δεν μπορώ να ασχοληθώ.

Λυπάμαι, δεν έχω το χρόνο.

Τον κατασπατάλησα κάποτε και τώρα τον μετράω.

Όχι τσιγκούνικα, μα τον μετράω.

Και για όποιον στέκεται πίσω μου, δεν έχω χρόνο.

Θέλω το χρόνο μου δικό μου για να ονειρευτώ και μετά να βάλω κάτω τα όνειρα και να τα κάνω ζωή.

Ζωή ακούς;

Τα όνειρα, να τα κάνω ζωή.

Όχι στόχους. Ποτέ στόχους.

Κι αν τα όνειρά μου σε ενοχλούν, η πόρτα που βλέπεις πίσω μου είναι ανοιχτή.

Κι όπως έλεγε ο πατέρας μου “η πόρτα ανοιχτή, και τα σκυλιά δεμένα”.

Μην ανησυχείς, είναι που χω κι αυτό το κουσουράκι από μικρή.. που όταν ο άλλος μου λέει φεύγω, του βγάζω τα εισιτήρια και του δίνω και κάτιτις για το δρόμο. Έτσι, για να με θυμάται.

Ξέρεις, αυτό το κουσουράκι, έχει ελάχιστες εξαιρέσεις.

Τόσο λίγες που ίσως και να μην “πιάνονται” για να χτιστεί η εξαίρεση μα ναι, υπήρξαν μέσα στα χρόνια 1-2 άνθρωποι που τους είπα “μείνε”, “γύρνα”, “πάμε”.

Πάλι με τη πόρτα ανοιχτή μα με μια παράκληση από ψυχής..

Σπάνιες οι φορές, όσο σπάνιοι ήταν κι εκείνοι που αναζητούσε από καιρό η ψυχή μου.

Τους σπάνιους, τους ασυνήθιστους, εκείνους αναζητώ.

Εκείνους που μπορούν ν’ ακολουθήσουν όταν σηκώνει αέρα και τα παίρνει όλα.

Και μην νοιάζεσαι, θα σε καταλάβω σαν φοβηθείς.

Δεν αντέχουν όλοι το πάθος.

Δεν αντέχουν όλοι να ζουν.

Κάποιοι αρκούνται να επιβιώνουν.

Μα εγώ έχω πεθάνει πολλές φορές κι η επιβίωση δεν μου ταιριάζει.

Τώρα θέλω τη ζωή ατόφια και απόλυτη.

Και στη ζωή αυτή, θα επιλέγω χίλιες φορές να είμαι ο στόχος.

Ποτέ το θύμα.

Διαπαιδαγωγείται το ασυνείδητο;

Γιατί η ψυχολογία και η παιδαγωγική ως έννοιες είναι αντίθετες.

Με τον όρο «ασυνείδητο», ορίζουμε το ψυχικό σύστημα ή τόπο ή ψυχική ιδιότητα, που εμπεριέχει αρχαϊκά στοιχεία της ανθρώπινης γενεαλογίας, όπως και απωθημένες αναπαραστάσεις και φαντασιώσεις της προσωπικής μας ιστορίας. Συνεπώς είναι αχρονικό και αγνοείται από το εγώ-συνείδηση.

Είναι ένας ενεργειακός ποταμός όπου συνυπάρχουν αντίθετα ψυχικά περιεχόμενα (αναπαραστάσεις και συναισθήματα) τα οποία επιδιώκουν να ικανοποιηθούν άμεσα, μέσω των ενορμήσεων (ενέργεια). Τοπογραφικά εκφράζεται από το αυτό.

Οι ενορμήσεις επενδύουν σε αντικείμενα (ανθρώπους, ιδέες, πράγματα) χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τις όποιες συνέπειες, αφού το ασυνείδητο δεν εντάσσεται σ’ ένα ηθικό πλαίσιο αναφοράς, αγνοεί τους κανόνες, τα πλαίσια και την πραγματικότητα.

Γενικότερα, ο ψυχισμός είναι δομημένος με βάση την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων ψυχικών συμφερόντων τα οποία εκφράζονται από τις βασικές ψυχικές βαθμίδες: το αυτό, το εγώ και το υπερεγώ. Κάθε τι το οποίο παράγεται είναι αποτέλεσμα της δυναμικής της σύγκρουσης ανάμεσα σε αντίθετα συμφέροντα, π.χ. εγώ-αυτό.

Δύο από τις μείζονες ενορμήσεις του ψυχισμού είναι η ενόρμηση αυτοσυντήρησης και η σεξουαλική (λίμπιντο). Αυτές οι δύο στην ενοποιημένη τους μορφή επιδιώκουν τη ζωή. Αντίθετα όταν υπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα, συγκρούονται, μεταξύ τους, προκαλώντας μια ενδοψυχική σύγκρουση που μπορεί να οδηγεί στην παθολογία, π.χ. άγχος. Αυτή την ψυχική λειτουργία στην πλέον εκφραστική της μορφή μπορούμε να την παρατηρήσουμε στους πρώτους μήνες της ζωής ενός βρέφους, όταν μια ενόρμηση ενεργοποιείται για να ικανοποιηθεί επενδύοντας στο αντικείμενο που την ενδιαφέρει, σε βάρος μιας άλλης, η σεξουαλική ενάντια στην αυτοσυντήρηση, π.χ. όταν ένα βρέφος σταματάει το θηλασμό για να πιπιλίσει τη θηλή αντλώντας μόνο ευχαρίστηση.

Το εγώ είναι η ψυχική βαθμίδα που διαχειρίζεται τις ενέργειες του ασυνειδήτου και τις ανάλογες συγκρούσεις μέσω των μηχανισμών άμυνας που εκπορεύονται από το ίδιο, π.χ. απώθηση, καθήλωση, προβολή, κλπ. Το εγώ καλείται επίσης να διαχειρίζεται τις απαιτήσεις της ηθικής συνείδησης (υπερεγώ) και της εξωτερικής πραγματικότητας (γονείς, περιβάλλον). Είναι συνεπώς κατά ένα τρόπο ο διαχειριστής των απαιτήσεων του «μέσα» και του «έξω». Το «μέσα» είναι πάντα ισχυρότερο από το «έξω», ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες όπου το εγώ δεν έχει ακόμα ισχυροποιηθεί επαρκώς.

Κάθε ικανοποίηση της επιθυμίας, ενισχύει το εγώ, αντίθετα κάθε ματαίωση το αποδυναμώνει. Η ιδανική συνθήκη είναι να υπάρχει μια εξισορρόπηση ανάμεσα στις δύο. Ένα ισχυρό εγώ που μπορεί και αντιμετωπίζει τις ματαιώσεις χωρίς να αποδυναμώνεται χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς άμυνας μ’ ένα ώριμο τρόπο, π.χ. απωθεί την επιθυμία ή ένα δυσάρεστο περιστατικό και δεν επανέρχεται.

Κάπως έτσι, σχηματικά, είναι δομημένος και λειτουργεί ο ψυχισμός μας, οδεύοντας προς την ενηλικίωση. Κεντρικό ρόλο σ’ αυτήν τη διαδικασία παίζει ο παράγων εξωτερική πραγματικότητα (γονείς και δάσκαλοι). Είναι αυτός ο παράγων ο οποίος μέσω της διαπαιδαγώγησης θα θέσει τα βασικά πλαίσια/όρια στον ψυχισμό του παιδιού, ως τα βασικά πολιτισμικά στοιχεία, ενάντια στις απαιτήσεις του αυτό, π.χ. το φραγμό της αιμομιξίας.

Ο πολιτισμός και η διαπαιδαγώγηση «έρχονται» να οριοθετήσουν το εγώ ενός παιδιού διαμορφώνοντας στον ψυχισμό του την ηθική του συνείδηση (υπερεγώ). Το υπερεγώ ενός παιδιού κατασκευάζεται, ως ένα βαθμό, με βάση το υπερεγώ του περιβάλλοντος. Ιδανικά σ’ αυτήν την περίπτωση η ενόρμηση αυτοσυντήρησης συναντάται με τη σεξουαλική και το παιδί, μελλοντικός ενήλικας εντάσσεται αρμονικά στο κοινωνικό περιβάλλον.

Ωστόσο η οριοθέτηση του εγώ-συνείδηση και η δόμηση του υπερεγώ δεν προϋποθέτουν σε καμία περίπτωση και την οριοθέτηση του ασυνειδήτου. Συνεπώς ότι υπάρχει υπό την μορφή της ανεκπλήρωτης επιθυμίας στο ασυνείδητο, συνεχίζει να υπάρχει και επιδιώκει να βρει τρόπο να ικανοποιηθεί. Έτσι, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια δυνάμει ενδοψυχική σύγκρουση. Σ’ αυτή τη διαδικασία του πιθανού διλήμματος «να το κάνω και να παραβώ τον κανόνα ή να μην το κάνω», ή ακόμα στην αποτροπή μιας παρόρμησης πριν αυτή γίνει πράξη, είναι το εγώ-πραγματικότητα εκείνο που θα αποφασίσει με βάση την ψυχική του ωριμότητα. Δηλαδή με βάση το κατά πόσον έχουν εγκατασταθεί μέσα του ο συμβολικός και ο πραγματικός νόμος.

Η διαπαιδαγώγηση αφορά στη εγκατάσταση μιας συγκεκριμένης ηθικής συνείδησης που εμπεριέχεται σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο, με έναν διανοητικό τρόπο, και χωρίς να εξασφαλίζει την ψυχική ισορροπία, π.χ. έχει αναδειχθεί ερευνητικά ότι η πλειονότητα των αιμομικτών «έχουν» υψηλή ηθική συνείδηση.

Η ψυχική πραγματικότητα αφορά στην ασυνείδητη διαδικασία η οποία είναι πέραν της όποιας πολιτισμικής πραγματικότητας, αφορά και παραπέμπει στο «μέσα». Για να μπορούμε να αποφασίζουμε «σωστά» ψυχικά, και με βάση την αρχή της πραγματικότητας, χρειάζεται να μάθουμε να κατανοούμε το «μέσα» μας, χωρίς αναστολές και αυτολογοκρισία μέσω της συστηματικής παράθεσης και ανάλυσης των βιωμάτων, επιθυμιών και των αναστολών. Πρόκειται για την «ανάλυση εαυτού».

Αντίθετα εκείνο που επιχειρείται από την παιδαγωγική αφορά στο γνωστικό επίπεδο, παραπέμπει στην ηθική συνείδηση του παιδαγωγού και εύκολα εκλογικεύεται ή απορρίπτεται. Γι’ αυτό η ψυχολογία και η παιδαγωγική ως έννοιες είναι αντίθετες.

Συνεπώς με τη διαπαιδαγώγηση, που είναι και μια διανοητική εργασία, δεν αποφεύγεται η «φυλακή». Αντίθετα με την αποφυγή της «ψυχικής μας φυλακής» μπορεί και να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα εγώ ισορροπημένο με το «μέσα» μας και το «έξω».

Το μόνο ερώτημα είναι αν αυτό το μονοπάτι έχει καρδιά. Αν έχει, τότε είναι καλό. Αν δεν έχει είναι άχρηστο

Το άλλο πράγμα είναι, ότι ο καθένας έχει τον δικό του δρόμο. Υπάρχουν χιλιάδες δρόμοι ν’ ανακαλύψεις τον εαυτό σου, να γίνεις ο εαυτός σου. Ο καθένας σας θα βρει τον δικό του δρόμο. Μην αφήσετε ποτέ τους άλλους να σας επιβάλουν τον δικό τους. Υπάρχει ένα καταπληκτικό βιβλίο που λέγεται» Οι διδασκαλίες του Δον Χουάν» και έχει γραφτεί από έναν ανθρωπολόγο που λέγεται Καστανέντα. Μιλάει για τους Ινδιάνους Γιακί που μελέτησε. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει ένας άντρας που λέγεται Δον Χουάν, ο οποίος λέει:

Το κάθε μονοπάτι είναι ένα από εκατομμύρια μονοπάτια. Γι’ αυτό πρέπει πάντα να θυμάσαι ότι ένα μονοπάτι δεν είναι παρά ένα μονοπάτι. Αν αισθάνεσαι πως δεν πρέπει να το ακολουθήσεις, δε χρειάζεται να το ακολουθήσεις κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Κάθε μονοπάτι δεν είναι παρά ένα μονοπάτι. Δεν προσβάλλεις ούτε τον εαυτό σου ούτε τους άλλους αν το παρατήσεις, αφού έτσι σου λέει η καρδιά σου να κάνεις. Όμως η απόφασή σου να μείνεις στο μονοπάτι ή να φύγεις πρέπει να είναι ελεύθερη από φόβο ή φιλοδοξία. Σε προειδοποιώ: κοίταξε καλά και προσεχτικά το κάθε μονοπάτι. Δοκίμασέ το όσες φορές το νομίζεις απαραίτητο. Μετά κάνε στον εαυτό σου και μόνο στον εαυτό σου αυτό το ερώτημα: Έχει καρδιά αυτό το μονοπάτι; Όλα τα μονοπάτια ίδια είναι. Δεν οδηγούν πουθενά. Υπάρχουν μονοπάτια που οδηγούν μέσα από το λόγγο ή μέσα στο λόγγο ή κάτω από το λόγγο. Το μόνο ερώτημα είναι αν αυτό το μονοπάτι έχει καρδιά. Αν έχει, τότε είναι καλό. Αν δεν έχει είναι άχρηστο.

Πρέπει να είσαστε αληθινοί. Όχι πλαστοί. Φερθείτε φυσικά. Το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να είναι κανείς κάτι που δεν είναι. Όσο φτάνετε κοντά και πιο κοντά σ ‘αυτό που είσαστε, δείξτε τον πραγματικό εαυτό σας και συνεχίστε πάντα έτσι. Θα δείτε πως αυτό διευκολύνει τη ζωή σας. Το πιο εύκολο πράγμα που μπορείτε να είσαστε στον κόσμο είναι ο εαυτός σας. Και το πιο δύσκολο είναι να είσαστε αυτό που θέλουν οι άλλοι. Μην τους αφήνετε να σας βάλουν σ’ αυτή τη θέση. Βρείτε τον “εαυτό” σας, αυτό που είσαστε, και φερθείτε φυσικά. Έτσι θα μπορέσετε να ζήσετε απλά. Θα μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε όλη την ενέργεια που χρειάζεται για να “κρατήσετε μακριά τα φαντάσματα”, όπως το τοποθετεί ο Ρίτσαρντ Άλμπερτ. Δε θα ‘χετε πια φαντάσματα να κρατήσετε μακριά. Δε θα χρειάζεται πια να παίζετε παιχνίδια. Σβήστε τα όλα απλώς και πείτε: “Αυτός είμαι. Πάρτε με όπως είμαι με τις αδυναμίες μου, με τις βλακείες μου κι όλα τα άλλα. Κι αν δεν μπορείτε, αφήστε με ήσυχο.”

GEORGE S. CLASON: Γι’ αυτό η καρδιά μου είναι θλιμμένη. Θέλω να είμαι πλούσιος

«Τι;» απόρησε ο Κόμπι με αληθινή κατάπληξη. «Δεν έχεις ούτε ένα σίκλο στο πουγκί σου και όμως κάθεσαι σαν άγαλμα πάνω στον τοίχο;
Γιατί δεν τελειώνεις εκείνο εκεί το άρμα;
Και πώς αλλιώς θα χορτάσεις την πείνα σου; Μου φαίνεται πολύ παράξενο αυτό για εσένα, φίλε μου.
Πού είναι η ανεξάντλητη ενέργειά σου;
Σε στενοχωρεί κάτι; Σου έδωσαν οι θεοί προβλήματα;»

«Ναι, πρέπει να είναι ένα μαρτύριο σταλμένο από τους θεούς», συμφώνησε ο Μπανσίρ.«Η αρχή έγινε με ένα όνειρο, ένα παράλογο όνειρο, που είδα ότι ήμουν πλούσιος. Από το ζωνάρι μου κρεμόταν ένα όμορφο πουγκί βαρύ από τα νομίσματα. Είχα τόσους σίκλους που τους πετούσα με αδιάφορη γενναιοδωρία στους ζητιάνους. Είχα ασημένια νομίσματα με τα οποία αγόραζα υπέροχα ρούχα για τη γυναίκα μου και ό,τι ποθούσα ο ίδιος. Είχα χρυσά νομίσματα που με έκαναν να νιώθω σίγουρος για το μέλλον και να μη φοβάμαι να ξοδεύω το ασήμι.

Ένιωθα μια υπέροχη αίσθηση ικανοποίησης. Δεν θα αναγνώριζες τον εργατικό φίλο σου. Ούτε και τη γυναίκα μου, γιατί το πρόσωπό της δεν είχε καμία ρυτίδα και έλαμπε από ευτυχία. Ήταν και πάλι η χαμογελαστή κόρη του πρώτου καιρού του γάμου μας».

«Στ’ αλήθεια ευχάριστο όνειρο», παρατήρησε ο Κόμπι, «γιατί όμως αυτά τα ευχάριστα συναισθήματα που σου προκάλεσε σε έκαναν να στέκεσαι τόσο σκυθρωπός στον τοίχο;»

«Μα είναι να το ρωτάς; Όταν ξύπνησα και θυμήθηκα πόσο άδειο είναι το πουγκί μου, ξύπνησε μέσα μου ένα συναίσθημα εξέγερσης. Ας το συζητήσουμε μαζί, γιατί, όπως λένε οι ναυτικοί, εμείς οι δυο είμαστε στην ίδια βάρκα. Όταν ήμαστε νεαρά παιδιά ακόμη, πήγαμε μαζί στους ιερείς για να μας διδάξουν τη σοφία τους. Όταν γίναμε νέοι άντρες, μοιραζόμασταν ο ένας τις χαρές του άλλου.
Και μεγάλοι τώρα πια, είμαστε πάντα στενοί φίλοι. Ήμαστε πάντα ικανοποιημένοι στη ζωή μας. Μας αρκούσε να δουλεύουμε πολλές ώρες και να ξοδεύουμε ασυλλόγιστα ό,τι κερδίζαμε. Έχουμε βγάλει πολλά νομίσματα στα χρόνια που πέρασαν, αλλά δεν μπορούμε να γευτούμε τις χαρές του πλούτου, παρά μόνο αν τις ονειρευτούμε.

Ω θεοί! Μήπως δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από κουτά πρόβατα; Ζούμε στην πλουσιότερη πόλη του κόσμου.

Οι ταξιδιώτες λένε ότι καμία άλλη δεν τη φτάνει στον πλούτο. Γύρω μας βλέπουμε μεγάλη επίδειξη αυτού του πλούτου, αλλά εμείς δεν έχουμε τίποτα. Μετά από μισή ζωή σκληρής δουλειάς, εσύ, ο καλύτερος από τους φίλους μου, έχεις άδειο πουγκί και μου λες “Μπορείς να μου δανείσεις ένα ασήμαντο ποσό, δύο σίκλους, για τη γιορτή των ευγενών απόψε;”

Και εγώ τι σου απαντώ; Μήπως σου λέω “Να το πουγκί μου, και ευχαρίστως να μοιραστώ το περιεχόμενό του μαζί σου”;
Όχι.
Παραδέχομαι ότι το πουγκί μου είναι άδειο, όπως και το δικό σου. Τι σημαίνει αυτό; Γιατί να μην μπορούμε να αποκτήσουμε ασήμι και χρυσάφι – αρκετό για φαγητό και ρούχα;»

«Και σκέψου επίσης τους γιους μας», συνέχισε ο Μπανσίρ. «Δεν ακολουθούν και αυτοί τα βήματα των πατεράδων τους; Γιατί να πρέπει να ζήσουν όλη τους τη ζωή αυτοί και οι οικογένειές τους, και οι γιοι τους, και οι οικογένειες των γιων τους, με τόσους πλούσιους θησαυρούς ολόγυρά τους, και παρ’ όλα αυτά, όπως και εμείς, να αρκούνται στο ξινό κατσικίσιο γάλα και το χυλό;»

«Μπανσίρ, δεν σε έχω ξανακούσει ποτέ άλλοτε να μιλάς έτσι σε όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας μας», είπε ο Κόμπι, απορημένος.

«Ποτέ σε όλα αυτά τα χρόνια της φιλίας μας δεν είχα σκεφτεί τούτα τα πράγματα. Από τα χαράματα μέχρι τη στιγμή που με σταματούσε το σκοτάδι, δούλευα για να φτιάξω τα καλύτερα άρματα που μπορεί να βγάλει ανθρώπου χέρι, ελπίζοντας σπλαχνικά ότι μια μέρα οι θεοί θα αναγνωρίσουν τις άξιες πράξεις μου και θα μου δώσουν τη μεγαλύτερη ευημερία. Αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Και τώρα πια αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα το κάνουν ποτέ.

Γι’ αυτό η καρδιά μου είναι θλιμμένη. Θέλω να είμαι πλούσιος. Λαχταρώ να έχω δικά μου κτήματα και ζώα, να έχω ωραία ρούχα και πολλά νομίσματα στο πουγκί μου. Είμαι πρόθυμος να δουλέψω γι’ αυτά τα πράγματα με όλη μου τη δύναμη, με όλη την ικανότητα των χεριών μου, με όλη την εξυπνάδα του μυαλού μου, αλλά θέλω οι κόποι μου να ανταμείβονται δίκαια.

Τι συμβαίνει με εμάς; Σε ρωτώ και πάλι. Γιατί δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε το δίκαιο μερτικό που μας αναλογεί από τα αγαθά που έχουν τόσο άφθονα εκείνοι που διαθέτουν το χρυσάφι για να τα αγοράσουν;»

«Μακάρι να ήξερα την απάντηση», μουρμούρισε ο Κόμπι. «Δεν είμαι πιο ευχαριστημένος από εσένα. Τα έσοδά μου από τη λύρα τελειώνουν γρήγορα. Συχνά, πρέπει να προγραμματίζω και να φροντίζω ώστε να μην πεινάσει η οικογένειά μου. Και βέβαια, έχω στην καρδιά μου μια βαθιά λαχτάρα για μια λύρα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί να τραγουδήσει τη μουσική που ξεχύνεται μέσα στο νου μου.
Με ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσα να παίξω μια μουσική που ούτε ο βασιλιάς δεν θα έχει ακούσει όμοιά της».

«Μια τέτοια λύρα πρέπει να την έχεις. Κανένας άνθρωπος σε όλη τη Βαβυλώνα δεν θα μπορούσε να τη χειριστεί πιο καλά από εσένα.

Γιατί εσύ θα μπορούσες να την κάνεις να τραγουδά τόσο γλυκά ώστε να ευφρανθεί όχι μόνο ο βασιλιάς αλλά και οι ίδιοι οι θεοί. Πώς όμως θα μπορέσεις να την πάρεις αφού είμαστε και οι δύο τόσο φτωχοί όσο και οι σκλάβοι του βασιλιά;

Να, άκου την καμπάνα! Έρχονται οι σκλάβοι».

Έδειξε τη μεγάλη σειρά με τους μισόγυμνους ιδρωμένους νεροκουβαλητές που περπατούσαν βαριά ανεβαίνοντας τον στενό δρόμο από το ποτάμι. Περπατούσαν πέντε άτομα σε κάθε σειρά, σκυμμένοι από το βαρύ ασκί με το νερό που σήκωναν.

«Πρώτο μπόι αυτός που τους οδηγεί!» Ο Κόμπι έδειξε αυτόν που κουβαλούσε την καμπάνα και περπατούσε μπροστά από τους σκλάβους, χωρίς να έχει φορτίο.
«Εύκολα καταλαβαίνεις ότι πρέπει να είναι διακεκριμένος άνθρωπος στη χώρα του».

«Υπάρχουν πολλοί με τέτοιο παράστημα στην ουρά», σχολίασε ο Μπανσίρ, «εξίσου καλοί άντρες με εμάς. Ψηλοί ξανθοί άντρες από το Βορρά, γελαστοί μαύροι από το Νότο, μικρόσωμοι σκουρόχρωμοι άντρες από τις κοντινές χώρες. Και περπατούν όλοι μαζί από το ποτάμι στους κήπους, μπρος- πίσω, κάθε μέρα, τον ένα χρόνο μετά τον άλλο. Δεν έχουν να περιμένουν καμία ευτυχία. Κοιμούνται σε αχυρόστρωμα και τρώνε χυλό από σκληρό σιτάρι. Τους λυπάμαι τους καημέ-
νους, Κόμπι».

«Και εγώ τους λυπάμαι. Όμως, στ’ αλήθεια με κάνεις να καταλαβαίνω πόσο ελάχιστα καλύτερη είναι η δική μας κατάσταση, κι ας λέμε πως είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι».

«Αυτή είναι η αλήθεια, Κόμπι, έστω κι αν είναι δυσάρεστη. Δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε σαν σκλάβοι μέχρι να πεθάνουμε. Δουλειά, δουλειά, δουλειά! Και δεν καταφέρνουμε τίποτα».

«Δεν θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε πώς οι άλλοι αποκτούν χρυσάφι και να κάνουμε κι εμείς το ίδιο;» ρώτησε ο Κόμπι.

«Ίσως υπάρχει κάποιο μυστικό, που θα μπορούσαμε να μάθουμε, φτάνει να βρίσκαμε εκείνους που το γνωρίζουν», απάντησε ο Μπανσίρ, συλλογισμένος.


«Μόλις σήμερα», είπε ο Κόμπι,«συνάντησα τον παλιό μας φίλο, τον Αρκάντ, πάνω στο χρυσό του άρμα. Και ξέρεις κάτι;
Δεν κοίταξε εμένα, τον ταπεινό μουσικό, με τον υπεροπτικό τρόπο που θα χρησιμοποιούσαν σαν δικαίωμά τους πολλοί στη θέση του. Απεναντίας, μου κούνησε το χέρι ζωηρά για να τον δουν όλοι οι περαστικοί να χαιρετά και να χαρίζει το χαμόγελο της φιλίας του στον Κόμπι, τον μουσικό».

«Λένε πως είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος σε όλη τη Βαβυλώνα», είπε ο Μπανσίρ.

«Είναι τόσο πλούσιος που λένε ότι ο βασιλιάς ζητά τη βοήθειά του στα οικονομικά θέματα», απάντησε ο Κόμπι.

«Είναι τόσο πλούσιος», συνέχισε ο Μπανσίρ,«ώστε φοβάμαι ότι έτσι και τον συναντούσα μες στη σκοτεινιά της νύχτας, μπορεί να άπλωνα τα χέρια μου στο χοντρό πουγκί του».

«Ανοησίες!» τον μάλωσε ο Κόμπι. «Ο πλούτος του ανθρώπου δεν βρίσκεται στο πουγκί που κουβαλά. Ένα γεμάτο πουγκί γρήγορα αδειάζει, αν δεν υπάρχει μια χρυσή ροή που πάντα το ξαναγεμίζει. Ο Αρκάντ έχει ένα εισόδημα που κρατά διαρκώς το πουγκί του γεμάτο, όσο γενναιόδωρα και
αν ξοδεύει».

«Εισόδημα. αυτό είναι!» φώναξε ο Μπανσίρ. «Μακάρι να υπήρχε ένα εισόδημα που να γέμιζε ασταμάτητα το πουγκί μου, είτε καθόμουν καβάλα στον τοίχο είτε ταξίδευα σε μέρη μακρινά. Ο Αρκάντ πρέπει να ξέρει πώς μπορεί κάποιος να αποκτήσει εισόδημα. Πιστεύεις πως είναι κάτι που θα δεχόταν να εξηγήσει σε ένα αργόστροφο μυαλό σαν το
δικό μου;»

GEORGE S. CLASON, Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Βαβυλώνας

Ξεχάστε τους παλιούς δορυφόρους - Η Ιαπωνία ετοιμάζει... ξύλινους για να αντιμετωπιστούν τα «διαστημικά σκουπίδια»

Τις δυνάμεις τους έχουν ενώσει μια ιαπωνική εταιρεία και το Πανεπιστήμιο του Κιότο, καθώς έχουν βάλει ως στόχο να δημιουργήσουν τον πρώτο ξύλινο δορυφόρο μέχρι το 2023.

Εκπρόσωποι της εταιρίας Sumitomo Forestry δήλωσαν πως η έρευνα για την χρήση ξύλινων υλικών στο διάστημα έχει ήδη ξεκινήσει. Οι ειδικοί σύντομα θα αρχίσουν να πειραματίζονται υποβάλλοντας διάφορα είδη ξύλου σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες στη Γη.

Το πρόβλημα των διαστημικών σκουπιδιών μεγαλώνει μέρα με τη μέρα καθώς όλο και περισσότεροι δορυφόροι εκτοξεύονται στην ατμόσφαιρα.

Αυτό που θα διαφοροποιεί τους ξύλινους δορυφόρους είναι πως θα καίγονται χωρίς να απελευθερώνουν επιβλαβείς ουσίες στην ατμόσφαιρα και χωρίς να γεμίζουν το έδαφος και τον ωκεανό με σκουπίδια όταν επιστρέφουν στη Γη.

«Ανησυχούμε πολύ για το γεγονός ότι όλοι οι δορυφόροι που εισέρχονται ξανά στην ατμόσφαιρα της Γης καθώς καίγονται παράγουν μικροσκοπικά σωματίδια αλουμίνας τα οποία μένουν να αιωρούνται στην ανώτερη ατμόσφαιρα για πολλά χρόνια. Αυτό θα επηρεάσει το περιβάλλον μας», δήλωσε ο Takao Doi, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κιότο και αστροναύτης.

Ως αστροναύτης ο Takao Doi επισκέφτηκε τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό τον Μάρτιο του 2008 ενώ κατά τη διάρκεια της αποστολής, έγινε ο πρώτος άνθρωπος που έριξε μπούμερανγκ στο διάστημα- ένα μπούμερανγκ που είχε σχεδιαστεί ειδικά για χρήση σε συνθήκες μικροβαρύτητας.

Η Sumitomo Forestry που είναι μέρος του ομίλου Sumitomo, ο οποίος ιδρύθηκε πριν από περισσότερα από 400 χρόνια, δήλωσε ότι θα εργαστεί για την ανάπτυξη ξύλινων υλικών εξαιρετικά ανθεκτικών στις αλλαγές θερμοκρασίας και στο φως του ήλιου.

Οι ειδικοί έχουν προειδοποιήσει για την αυξανόμενη απειλή των «διαστημικών σκουπιδιών» που πέφτουν στη Γη καθώς όλο και περισσότερα σκάφη και δορυφόροι εκτοξεύονται στο διάστημα για να χρησιμοποιηθούν στον τομέα της επικοινωνίας, της τηλεόρασης, της πλοήγησης και της πρόγνωσης του καιρού.

Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF), υπάρχουν περίπου 6.000 δορυφόροι σε τροχιά γύρω από τη Γη και περίπου το 60% από αυτούς δεν λειτουργεί πλέον.

Η ερευνητική εταιρεία Euroconsult εκτιμά ότι αυτή τη δεκαετία 990 δορυφόροι θα εκτοξεύονται κάθε χρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι έως το 2028, μπορεί να υπάρχουν 15.000 δορυφόροι σε τροχιά γύρω από τη Γη.

H SpaceX του Έλον Μασκ έχει ήδη εκτοξεύσει περισσότερους από 900 δορυφόρους Starlink και σχεδιάζει να στείλει χιλιάδες ακόμη σε τροχιά.

Φιλοσοφία: αναζητώντας νοήματα ζωής

Οντολογική διερώτηση για το ασυνήθιστο

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ
ΝΟΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

«Τα βάθη του κόσμου άλλη είναι
δύναμη κρυμμένη που τα κρατεί

Σικελιανός

§1

Ένα ερώτημα πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από τον άνθρωπο χτες και σήμερα: έχει νόημα η φιλοσοφία; Τα νοήματα της φιλοσοφίας δεν είναι ποτέ δεδομένα και δεν βρίσκονται εκεί που πολλές φορές τα αναζητάμε. Σε εποχές φθίνουσας πορείας του αρχαίου άστεως, ο Επίκουρος προ-ειδοποιούσε, διαγνωστικά για την εποχή του και προφητικά για τις δικές μας, πως «είναι μάταιος ο φιλοσοφικός λόγος, όταν δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθοςˑ ακριβώς όπως η ιατρική δεν ωφελεί παρά μόνο, όταν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτα, αν δεν απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της».

Αυτά τα λόγια αποκτούν πραγματικά προφητική αξία για το δικό μας σήμερα, όταν οι τύχες των ανθρώπων εξαρτώνται –σε επίπεδο πολιτικό-οικονομικό, πολιτισμικό, επιστημονικό κ.λπ., από άτομα, ρέποντα προς την ηδονή της πάσης φύσεως εξουσίας, προκειμένου να αντισταθμίσουν ματαιωμένες τους επιθυμίες. Εξαρτώνται δηλαδή από ψυχικο-πνευματικά ανισόρροπα άτομα –και τούτο νοούμενο όχι απλώς ψυχολογικά, αλλά κατ’ εξοχήν οντολογικά. Δείγματα, για παράδειγμα, τέτοιας ανισορροπίας είναι η ακόρεστη απληστία τους σε όλα τα επίπεδα της υλικής νόησης και της πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία προς τα έξω, προς τις οδυρόμενες μάζες, προβάλλει ως «πανεθνικός» «αγώνας» για την αποτίναξη της φτώχειας τους. Συμβαίνουν βέβαια όλα τούτα πιο εύκολα σε κοινωνίες, όπως η ελληνική, γιατί η αληθινή φιλοσοφία έχει καταδικαστεί σε μόνιμη εξορία. Να γιατί ο Επίκουρος και πάλι μας μιλάει σαν να ζει στη σημερινή αρρωστημένη πολιτεία:

«ας μην προσποιούμαστε ότι φιλοσοφούμε, μα να φιλοσοφούμε πραγματικά. Δεν έχουμε ανάγκη να φαινόμαστε υγιείς, αλλά να είμαστε στ’ αλήθεια υγιείς»

§2

Σύμφωνα με τον Heidegger, οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να φιλοσοφούν δυνατά, αταλάντευτα και αποφασιστικά

«πέφτοντας με τα μούτρα σε εκείνο το ποιητικό-στοχαστικό ερωτάν, που έμελλε να καθορίσει το Dasein μας… Έδωσαν σ’ αυτό το όνομα φιλοσοφία»,

Αυτό δηλαδή το φιλοσοφικό ερωτάν που εισέρχεται στη ζωή μας και εκδιπλώνεται ιστορικά ως,

«ο ακατάπαυστος αγώνας του ερωτάν, ο αγώνας για την ουσία και το Είναι των όντων» (Χάιντεγκερ: Περί πολιτικής, περί αλήθειας, περί τεχνικής, εκδ. Ηριδανός, σ. 142).

Όταν και όπου λείπει η φιλοσοφική διερώτηση για την ιστορικότητα του Είναι ενός εκάστου ανθρώπου και ενός λαού, κυριαρχεί η ως άνω ναρκισσιστικής υφής ανισορροπία. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η ενασχόληση του ανθρώπου με τη φιλοσοφία δεν αποτελεί προνόμιο ή καθήκον ορισμένων «ειδικών» αλλά βασικό μέλημα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, του δικού μας Dasein. Κοινωνίες ή ανθρώπινα άτομα που παραμελούν τη φιλοσοφία υπονομεύουν τα ίδια τα πνευματικά και ιστορικά τους θεμέλια. Έτσι οδηγούνται βαθμιαία στην παρακμή και τελικά καταλήγουν στον πλήρη εκβαρβαρισμό. Η αισθητή πραγματικότητα μαρτυρεί πώς βασικοί υπονομευτές της φιλοσοφικής σκέψης είναι κυρίως οι ολιγαρχίες της μετριότητας που ασύστολα καιροσκοπούν μέσα στα σκονισμένα αμφιθέατρα των «μορφωτικών» ιδρυμάτων ή στα ψυχρά έδρανα των βάρβαρων πολιτικών φατριών. Οι ολιγαρχίες αυτές νοθεύουν αδιάντροπα τον φιλοσοφικό διάλογο με αγοραία ιδεολογήματα και φρικτές επαναλήψεις του ασήμαντου. Έτσι δηλητηριάζουν το λογισμό με τελετουργικές ομφαλοσκοπήσεις ή ρητορικές φωνασκίες και οτιδήποτε μη προσιτό σ’ αυτούς το ρίχνουν στην πυρά.

§3

Στο μέτρο που το ανθρώπινο Dasein, ως εκ της σκεπτόμενης ικανότητάς του, αρνείται να θηρεύει απλώς το ωφελιμιστικό, ως άλλος Κολόμβος αποπειράται τον ωραίο αλλά επικίνδυνο φιλοσοφικό διάπλου πέρα και πάνω από τα συντρίμματα των μεταμοντέρνων, τεχνικοποιημένων ολιγαρχιών της μετριότητας. Εάν η τεχνοεπιστήμη, μετά την ιδεολογική της ολοκλήρωση από τον Διαφωτισμό κυρίως και εντεύθεν, συνέβαλε στην αποδόμηση των ανορθολογικών αυταπατών στον πνευματικο-πολιτισμικό χώρο του ανθρώπου, στην ίδια αναλογία φρόντισε να εισαγάγει τον ανορθολογισμό από το παράθυρο. Το ζητούμενο λοιπόν παραμένει: διαυγής γνωριμία με τις πηγές του φιλοσοφικού και ποιητικού στοχασμού, ώστε να οροθετείται «το νοητό και συνακόλουθα το μη νοητό» (Wittgenstein), να καταλύεται η μονωδία του εργαλειακού λόγου, να «αγωνιζόμαστε για μια αυστηρή σύλληψη [αυτού που] μας συντυχαίνει, μας αναταράζει και μας αλλάζει» (Heidegger). Όσο βαθαίνει η ως άνω γνωριμία δημιουργείται μια παράδοση φιλοσοφικού-ποιητικού διαλέγεσθαι, που μπορεί να απελευθερώσει τον σύγχρονο άνθρωπο από τις παγερές περιπτύξεις του στείρου ακαδημαϊσμού, από τη διάχυτη πνευματική κενότητα της εποχής, από την καθεστωτική ανάδειξη του αγελαίου σε ρυθμιστή της ζωής. Ο άνθρωπος που φιλοσοφεί φεύγει πέρα από το κοινό, το χυδαίο, το μαζοποιημένο. Σύμφωνα με τον Νίτσε «ζει συνεχώς, ακούει, βλέπει, υποψιάζεται, ελπίζει, ονειρεύεται πράγματα ασυνήθιστα».

§4

Από την αρχαία εποχή μέχρι και σήμερα ακόμη, το φιλοσοφείν ευδοκιμεί κυρίως ως εναντίωση στον «φιλοσοφικό-ποιητικό» εκφυλισμό της σκέψης σε «χρησιμοθηρική εξυπνάδα» (Heidegger) και προσφέρει αντίστοιχα τη «δυνατότητα να εμπειράται κανείς τη δοκιμασία της κριτικής συζήτησης» (Πλάτων). Στο πλαίσιο μάλιστα μιας «κοινωνικής λειτουργίας της φιλοσοφίας» (Horkheimer), ο αληθινά ανήσυχος, αεικίνητος, ελεύθερος διάλογος δύναται, σαν άλλο εγελιανό πνεύμα, να αναστοχάζεται την πορεία της αυτογνωσίας του, να οξύνει τον λογισμό της κοινωνίας, να αποδυναμώνει κάθε απολίθωση του ζωντανού λέγειν από την εγωκεντρική επικράτηση της μετριοκρατίας και να χαράσσει εκείνη την οδό, από όπου ο καθένας «χρωστάει να περάσει το ρεύμα της ζωής του, χωρίς να μετατρέπεται σε κοπάδι» (Nietzsche). Η αυθεντικότητα ενός τέτοιου διαλόγου δεν αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς με άκαμπτες ιεραρχήσεις, με κατασκευασμένες αυθεντίες, με διατεταγμένους κήρυκες της μαζικής κουλτούρας, με «νομοθέτες» της σκέψης. Η σκέψη δεν αναπτύσσεται με προστάγματα και διαταγές, ούτε με μαζικο-υστερικές σχεδιοποιήσεις αλλά ακολουθεί το δρόμο του δικού της ηθικού συλλογισμού και αυτογνωσίας. Γνωριζόμενος λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος –και δη ο νέος άνθρωπος– με αυτή τη σκέψη θα βρίσκει την ευφορία να σπουδάζει «το παλαιό σε μια νέα σχέση με το όλο» (Hegel), να αρνείται τη φυλάκισή του μέσα στο μικρό, μέσα στην ανημποριά και πάντοτε να μάχεται όχι μόνο για το ζην απλά, αλλά και για το ζην καλά.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία: (603a-604d)

[603a] Τὸ παρὰ τὰ μέτρα ἄρα δοξάζον τῆς ψυχῆς τῷ κατὰ τὰ μέτρα οὐκ ἂν εἴη ταὐτόν.
Οὐ γὰρ οὖν.
Ἀλλὰ μὴν τὸ μέτρῳ γε καὶ λογισμῷ πιστεῦον βέλτιστον ἂν εἴη τῆς ψυχῆς.
Τί μήν;
Τὸ ἄρα τούτῳ ἐναντιούμενον τῶν φαύλων ἄν τι εἴη ἐν ἡμῖν.
Ἀνάγκη.
Τοῦτο τοίνυν διομολογήσασθαι βουλόμενος ἔλεγον ὅτι ἡ γραφικὴ καὶ ὅλως ἡ μιμητικὴ πόρρω μὲν τῆς ἀληθείας ὂν τὸ αὑτῆς ἔργον ἀπεργάζεται, πόρρω δ᾽ αὖ φρονήσεως ὄντι τῷ [603b] ἐν ἡμῖν προσομιλεῖ τε καὶ ἑταίρα καὶ φίλη ἐστὶν ἐπ᾽ οὐδενὶ ὑγιεῖ οὐδ᾽ ἀληθεῖ.
Παντάπασιν, ἦ δ᾽ ὅς.
Φαύλη ἄρα φαύλῳ συγγιγνομένη φαῦλα γεννᾷ ἡ μιμητική.
Ἔοικεν.
Πότερον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἡ κατὰ τὴν ὄψιν μόνον, ἢ καὶ κατὰ τὴν ἀκοήν, ἣν δὴ ποίησιν ὀνομάζομεν;
Εἰκός γ᾽, ἔφη, καὶ ταύτην.
Μὴ τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῷ εἰκότι μόνον πιστεύσωμεν ἐκ τῆς γραφικῆς, ἀλλὰ καὶ ἐπ᾽ αὐτὸ αὖ ἔλθωμεν τῆς διανοίας [603c] τοῦτο ᾧ προσομιλεῖ ἡ τῆς ποιήσεως μιμητική, καὶ ἴδωμεν φαῦλον ἢ σπουδαῖόν ἐστιν.
Ἀλλὰ χρή.
Ὧδε δὴ προθώμεθα· πράττοντας, φαμέν, ἀνθρώπους μιμεῖται ἡ μιμητικὴ βιαίους ἢ ἑκουσίας πράξεις, καὶ ἐκ τοῦ πράττειν ἢ εὖ οἰομένους ἢ κακῶς πεπραγέναι, καὶ ἐν τούτοις δὴ πᾶσιν ἢ λυπουμένους ἢ χαίροντας. μή τι ἄλλο ἦν παρὰ ταῦτα;
Οὐδέν.
Ἆρ᾽ οὖν ἐν ἅπασι τούτοις ὁμονοητικῶς ἄνθρωπος διάκειται; [603d] ἢ ὥσπερ κατὰ τὴν ὄψιν ἐστασίαζεν καὶ ἐναντίας εἶχεν ἐν ἑαυτῷ δόξας ἅμα περὶ τῶν αὐτῶν, οὕτω καὶ ἐν ταῖς πράξεσι στασιάζει τε καὶ μάχεται αὐτὸς αὑτῷ; ἀναμιμνῄσκομαι δὲ ὅτι τοῦτό γε νῦν οὐδὲν δεῖ ἡμᾶς διομολογεῖσθαι· ἐν γὰρ τοῖς ἄνω λόγοις ἱκανῶς πάντα ταῦτα διωμολογησάμεθα, ὅτι μυρίων τοιούτων ἐναντιωμάτων ἅμα γιγνομένων ἡ ψυχὴ γέμει ἡμῶν.
Ὀρθῶς, ἔφη.
Ὀρθῶς γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀλλ᾽ ὃ τότε ἀπελίπομεν, νῦν μοι [603e] δοκεῖ ἀναγκαῖον εἶναι διεξελθεῖν.
Τὸ ποῖον; ἔφη.
Ἀνήρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπιεικὴς τοιᾶσδε τύχης μετασχών, ὑὸν ἀπολέσας ἤ τι ἄλλο ὧν περὶ πλείστου ποιεῖται, ἐλέγομέν που καὶ τότε ὅτι ῥᾷστα οἴσει τῶν ἄλλων.
Πάνυ γε.
Νῦν δέ γε τόδ᾽ ἐπισκεψώμεθα, πότερον οὐδὲν ἀχθέσεται, ἢ τοῦτο μὲν ἀδύνατον, μετριάσει δέ πως πρὸς λύπην.
Οὕτω μᾶλλον, ἔφη, τό γε ἀληθές.
[604a] Τόδε νῦν μοι περὶ αὐτοῦ εἰπέ· πότερον μᾶλλον αὐτὸν οἴει τῇ λύπῃ μαχεῖσθαί τε καὶ ἀντιτείνειν, ὅταν ὁρᾶται ὑπὸ τῶν ὁμοίων, ἢ ὅταν ἐν ἐρημίᾳ μόνος αὐτὸς καθ᾽ αὑτὸν γίγνηται;
Πολύ που, ἔφη, διοίσει, ὅταν ὁρᾶται.
Μονωθεὶς δέ γε οἶμαι πολλὰ μὲν τολμήσει φθέγξασθαι, ἃ εἴ τις αὐτοῦ ἀκούοι αἰσχύνοιτ᾽ ἄν, πολλὰ δὲ ποιήσει, ἃ οὐκ ἂν δέξαιτό τινα ἰδεῖν δρῶντα.
Οὕτως ἔχει, ἔφη.
Οὐκοῦν τὸ μὲν ἀντιτείνειν διακελευόμενον λόγος καὶ νόμος [604b] ἐστίν, τὸ δὲ ἕλκον ἐπὶ τὰς λύπας αὐτὸ τὸ πάθος;
Ἀληθῆ.
Ἐναντίας δὲ ἀγωγῆς γιγνομένης ἐν τῷ ἀνθρώπῳ περὶ τὸ αὐτὸ ἅμα, δύο φαμὲν αὐτὼ ἀναγκαῖον εἶναι.
Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐκοῦν τὸ μὲν ἕτερον τῷ νόμῳ ἕτοιμον πείθεσθαι, ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται;
Πῶς;
Λέγει που ὁ νόμος ὅτι κάλλιστον ὅτι μάλιστα ἡσυχίαν ἄγειν ἐν ταῖς συμφοραῖς καὶ μὴ ἀγανακτεῖν, ὡς οὔτε δήλου ὄντος τοῦ ἀγαθοῦ τε καὶ κακοῦ τῶν τοιούτων, οὔτε εἰς τὸ πρόσθεν οὐδὲν προβαῖνον τῷ χαλεπῶς φέροντι, οὔτε τι τῶν [604c] ἀνθρωπίνων ἄξιον ὂν μεγάλης σπουδῆς, ὅ τε δεῖ ἐν αὐτοῖς ὅτι τάχιστα παραγίγνεσθαι ἡμῖν, τούτῳ ἐμποδὼν γιγνόμενον τὸ λυπεῖσθαι.
Τίνι, ἦ δ᾽ ὅς, λέγεις;
Τῷ βουλεύεσθαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, περὶ τὸ γεγονὸς καὶ ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα, ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστ᾽ ἂν ἔχειν, ἀλλὰ μὴ προσπταίσαντας καθάπερ παῖδας ἐχομένους τοῦ πληγέντος ἐν τῷ βοᾶν διατρίβειν, ἀλλ᾽ ἀεὶ ἐθίζειν τὴν ψυχὴν ὅτι [604d] τάχιστα γίγνεσθαι πρὸς τὸ ἰᾶσθαί τε καὶ ἐπανορθοῦν τὸ πεσόν τε καὶ νοσῆσαν, ἰατρικῇ θρηνῳδίαν ἀφανίζοντα.
Ὀρθότατα γοῦν ἄν τις, ἔφη, πρὸς τὰς τύχας οὕτω προσφέροιτο.
Οὐκοῦν, φαμέν, τὸ μὲν βέλτιστον τούτῳ τῷ λογισμῷ ἐθέλει ἕπεσθαι.
Δῆλον δή.
Τὸ δὲ πρὸς τὰς ἀναμνήσεις τε τοῦ πάθους καὶ πρὸς τοὺς ὀδυρμοὺς ἄγον καὶ ἀπλήστως ἔχον αὐτῶν ἆρ᾽ οὐκ ἀλόγιστόν τε φήσομεν εἶναι καὶ ἀργὸν καὶ δειλίας φίλον;
Φήσομεν μὲν οὖν.

***
[603a] Το μέρος λοιπόν της ψυχής μας που σχηματίζει γνώμη χωρίς να λαμβάνει υπόψη του το μέτρημα δεν μπορεί να είναι το ίδιο μ᾽ εκείνο που κρίνει σύμφωνα με τα μέτρα.
Δεν μπορεί βέβαια.
Αλλά το μέρος που στηρίζεται στο μέτρημα και στον λογαριασμό είναι το καλύτερο της ψυχής.
Πώς όχι;
Και επομένως το αντίθετό του θα είναι κάποιο από τα ταπεινότερα στοιχεία μέσα μας.
Κατ᾽ ανάγκη.
Σ᾽ αυτό ακριβώς το συμπέρασμα ήθελα να καταλήξομε, όταν έλεγα ότι η ζωγραφική και γενικά η μιμητική τέχνη έργο της έχει κάτι που απέχει πολύ από την αλήθεια, καθώς και ότι [603b] αναστρέφεται και συγγενεύει και σχετίζεται με το μέρος εκείνο της ψυχής που βρίσκεται μακριά από τη φρόνηση, χωρίς απ᾽ αυτόν τον δεσμό να παράγεται κάτι το υγιές ή το αληθινό.
Συμφωνότατος.
Φαύλη επομένως και με φαύλον παντρευόμενη η μιμητική γεννάει και παιδιά φαύλα.
Έτσι φαίνεται.
Και τάχα αυτό αληθεύει μόνο για τη μιμητική κατά την όψη ή και για τη μιμητική κατά την ακοή, που την ονομάζομε ποίηση;
Εύλογο είναι και γι᾽ αυτήν ν᾽ αληθεύει το ίδιο.
Ας μην εμπιστευθούμε όμως στην αναλογία μόνο που έχει προς τη ζωγραφική, αλλ᾽ ας προχωρήσομε και στην ακριβή εξέταση του μέρους της ψυχής [603c] με το οποίον αναστρέφεται η ποίηση, και ας ιδούμε αν αυτό το μέρος έχει ή δεν έχει καμιάν αξία.
Αυτό πρέπει να κάμομε.
Ας θεωρήσομε λοιπόν το πράγμα κατά τον εξής τρόπο: η ποιητική μίμηση, λέμε, μιμείται ανθρώπους που πράττουν αναγκαστικές ή εκούσιες πράξεις, πιστεύουν ότι από τις πράξεις αυτές ευτυχούν ή δυστυχούν και πράττοντας αισθάνονται λύπη ή χαρά. Μήπως είναι και τίποτ᾽ άλλο εκτός απ᾽ αυτά;
Όχι, τίποτα.
Τάχα σ᾽ όλες αυτές τις περιστάσεις ο άνθρωπος μονοιάζει με τον εαυτό του; [603d] ή μήπως, όπως κατά την όραση αντιμαχότανε και σχημάτιζε μέσα του συγχρόνως αντίθετες δοξασίες για τα ίδια πράγματα, έτσι και στις πράξεις στασιάζει και μάχεται ο ίδιος με τον εαυτό του; Μάλιστα μου έρχεται τώρα στον νου ότι δεν είναι καν ανάγκη να συζητήσομε για να συμφωνήσομε στο σημείο τούτο, γιατί στους παραπάνω λόγους μας μείναμε εντελώς σύμφωνοι σε όλ᾽ αυτά, ότι δηλαδή η ψυχή μας είναι γεμάτη από μύριες τέτοιες αντιθέσεις που συμβαίνουν μέσα της συγχρόνως.
Σωστά.
Βέβαια και σωστά· αλλά μου φαίνεται ότι είναι ανάγκη [603e] τώρα να εξετάσομε εκείνο που τότε παραλείψαμε.
Ποιό πράγμα;
Λέγαμε, καθώς θυμάσαι, και τότε ότι ένας άνθρωπος μετρημένος, όταν του συμβεί καμιά ατυχία, χάσει παραδείγματος χάρη τον γιο του ή τίποτ᾽ άλλο που πάρα πολύ το λογαριάζει, θα υποφέρει αυτή την απώλεια με περισσότερην υπομονή από κάθε άλλον.
Βεβαιότατα.
Τώρα ας εξετάσομε και τούτο: δεν θα αισθανθεί τάχα καμιά λύπη, ή αυτό είναι αδύνατον και απλώς θα μετριάσει τη θλίψη του;
Αυτό μάλλον μου φαίνεται ότι είναι το αληθές.
[604a] Πες μου ακόμη και τούτο: πότε νομίζεις ότι περισσότερο θα προσπαθήσει να πολεμήσει και να κατανικήσει τη λύπη του, όταν τον βλέπουν οι όμοιοί του ή όταν βρεθεί μόνος του χωρίς την παρουσία κανενός;
Πολύ βέβαια θα διαφέρει το πράγμα, όταν τον βλέπουν άλλοι.
Ενώ, όταν είναι μόνος του, θ᾽ αφήσει, υποθέτω, τον εαυτό του να ξεσπάσει σε θρήνους πολλούς, που πολύ θα ντρεπόταν αν τους άκουγε κανείς, και πολλά θα έκανε, που δεν θα δεχόταν να τον έβλεπε κανείς να το κάνει.
Έτσι είναι.
Εκείνο λοιπόν που τον προστάζει ν᾽ αντιστέκεται στη λύπη δεν είναι ο ορθός λόγος και ο νόμος; [604b] και απεναντίας, εκείνο που τον σέρνει προς αυτήν δεν είναι το πάθος;
Αληθινά.
Και όταν ο άνθρωπος δοκιμάζει συγχρόνως δύο αντίθετες παρορμήσεις προς το ίδιο πράγμα, λέμε ότι κατ᾽ ανάγκην αποτελείται από δύο μέρη.
Πώς όχι;
Το ένα απ᾽ αυτά δεν είναι έτοιμο να υπακούσει στον νόμο και ν᾽ ακολουθήσει τις υποδείξεις του;
Πώς;
Λέγει, υποθέτω, ο νόμος ότι το ωραιότερο απ᾽ όλα είναι να μένει κανείς όσο γίνεται περισσότερο ήσυχος στις συμφορές και να μην αγανακτεί, γιατί ούτε μπορούμε να ξέρομε τί είναι το καλό και το κακό σ᾽ αυτές, ούτε κερδίζει κανείς τίποτα όταν στεναχωριέται, ούτε [604c] αξίζει ν᾽ αποδίνομε μεγάλη σπουδαιότητα σε κανένα από τ᾽ ανθρώπινα· η λύπη μάλιστα γίνεται εμπόδιο να ᾽ρθεί πάρα πολύ γρήγορα να μας βοηθήσει εκείνο που μας είναι απαραίτητο σ᾽ αυτές τις περιστάσεις.
Και ποιό είναι αυτό;
Το λογικό, για να κρίνομε ψύχραιμα τη συμφορά που μας βρήκε, και, όπως όταν στους κύβους μάς τύχει καμιά στραβή ριξιά, να κοιτάζομε να κανονίζομε τα πράγματα σύμφωνα με την περίσταση, καθώς δηλαδή μας δείχνει το λογικό πως θα είναι καλύτερα, και να μην κάνομε όπως τα παιδιά που, όταν τύχει να πέσουν, κρατούν το μέρος που χτύπησαν και εξακολουθούν να ξεφωνίζουν, αλλά πάντοτε να συνηθίζομε την ψυχή μας να καταπιάνεται όσο το δυνατόν [604d] γρηγορότερα τη θεραπεία του νοσήματος και την επανόρθωση του ατυχήματος κάνοντας έτσι περιττές τις θρηνωδίες.
Αυτό πραγματικά είναι το καλύτερο που έχομε να κάνομε στις συμφορές μας.
Λέμε λοιπόν ότι είναι το καλύτερο μέρος του εαυτού μας εκείνο που θέλει ν᾽ ακολουθεί αυτό τον λογισμό.
Φανερό.
Ενώ εκείνο το άλλο μέρος που μας τραβά διαρκώς προς τις αναμνήσεις του παθήματός μας και προς τους θρήνους και δεν μπορεί να τους χορτάσει, δεν έχομε όλα μας τα δίκια να το ειπούμε αλόγιστο και ανωφέλευτο και δειλό;
Βέβαια θα έχομε.