Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (523-561)

ΗΡΑΚΛΗΣ
ὦ χαῖρε μέλαθρον πρόπυλά θ᾽ ἑστίας ἐμῆς,
ὡς ἄσμενός σ᾽ ἐσεῖδον ἐς φάος μολών.
525 ἔα· τί χρῆμα; τέκν᾽ ὁρῶ πρὸ δωμάτων
στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἐξεστεμμένα
ὄχλωι τ᾽ ἐν ἀνδρῶν τὴν ἐμὴν ξυνάορον
πατέρα τε δακρύοντα συμφορὰς τίνας;
φέρ᾽ ἐκπύθωμαι τῶνδε πλησίον σταθείς·
530 γύναι, τί καινὸν ἦλθε δώμασιν χρέος;
ΜΕ. ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν ‹ΑΜ.› ὦ φάος μολὼν πατρί
‹ΜΕ.› ἥκεις, ἐσώθης εἰς ἀκμὴν ἐλθὼν φίλοις;
ΗΡ. τί φήις; τίν᾽ ἐς ταραγμὸν ἥκομεν, πάτερ;
ΜΕ. διωλλύμεσθα· σὺ δέ, γέρον, σύγγνωθί μοι,
535 εἰ πρόσθεν ἥρπασ᾽ ἃ σὲ λέγειν πρὸς τόνδ᾽ ἐχρῆν·
τὸ θῆλυ γάρ πως μᾶλλον οἰκτρὸν ἀρσένων,
καὶ τἄμ᾽ ἔθνηισκε τέκν᾽, ἀπωλλύμην δ᾽ ἐγώ.
ΗΡ. Ἄπολλον, οἵοις φροιμίοις ἄρχηι λόγου.
ΜΕ. τεθνᾶσ᾽ ἀδελφοὶ καὶ πατὴρ οὑμὸς γέρων.
540 ΗΡ. πῶς φήις; τί δράσας ἢ μόρου ποίου τυχών;
ΜΕ. Λύκος σφ᾽ ὁ καινὸς γῆς ἄναξ διώλεσεν.
ΗΡ. ὅπλοις ἀπαντῶν ἢ νοσησάσης χθονός;
ΜΕ. στάσει· τὸ Κάδμου δ᾽ ἑπτάπυλον ἔχει κράτος.
ΗΡ. τί δῆτα πρὸς σὲ καὶ γέροντ᾽ ἦλθεν φόβος;
545 ΜΕ. κτείνειν ἔμελλε πατέρα κἀμὲ καὶ τέκνα.
ΗΡ. τί φήις; τί ταρβῶν ὀρφάνευμ᾽ ἐμῶν τέκνων;
ΜΕ. μή ποτε Κρέοντος θάνατον ἐκτεισαίατο.
ΗΡ. κόσμος δὲ παίδων τίς ὅδε νερτέροις πρέπων;
ΜΕ. θανάτου τάδ᾽ ἤδη περιβόλαι᾽ ἐνήμμεθα.
550 ΗΡ. καὶ πρὸς βίαν ἐθνήισκετ᾽; ὦ τλήμων ἐγώ.
ΜΕ. φίλων ‹γ᾽› ἔρημοι· σὲ δὲ θανόντ᾽ ἠκούομεν.
ΗΡ. πόθεν δ᾽ ἐς ὑμᾶς ἥδ᾽ ἐσῆλθ᾽ ἀθυμία;
ΜΕ. Εὐρυσθέως κήρυκες ἤγγελλον τάδε.
ΗΡ. τί δ᾽ ἐξελείπετ᾽ οἶκον ἑστίαν τ᾽ ἐμήν;
555 ΜΕ. βίαι, πατὴρ μὲν ἐκπεσὼν στρωτοῦ λέχους
ΗΡ. κοὐκ ἔσχεν αἰδὼς τὸν γέροντ᾽ ἀτιμάσαι;
ΜΕ. αἰδώς; ἀποικεῖ τῆσδε τῆς θεοῦ πρόσω.
ΗΡ. οὕτω δ᾽ ἀπόντες ἐσπανίζομεν φίλων;
ΜΕ. φίλοι γάρ εἰσιν ἀνδρὶ δυστυχεῖ τίνες;
560 ΗΡ. μάχας δὲ Μινυῶν ἃς ἔτλην ἀπέπτυσαν;
ΜΕ. ἄφιλον, ἵν᾽ αὖθίς σοι λέγω, τὸ δυστυχές.

***
ΗΡΑΚΛΗΣ
Χαίρε παλάτι μου και της εστίας κολόνες,
με ποιά χαρά στο φως ερχάμενος σας βλέπω!
Ω! τί συμβαίνει; τα παιδιά μου μπρος στο σπίτι
με νεκροστέφανα τα βλέπω στολισμένα
και τη γυναίκα μου μέσα σ᾽ ανδρώνε πλήθος
και τον πατέρα μου να κλαιν, ποιά δυστυχία;
Εμπρός να μάθω εδώ στεκάμενος σιμά των
530 σαν τί καινούργια συμφορά ήρθε στο παλάτι.
ΑΜΦ. Ω πολυαγαπημένε μου, φως του πατρός σου,
μας ήρθες και στην ώρα που έπρεπεν εσώθης;
ΗΡΑ. Τί λέγεις; σε ποιά ταραχή έφθασα, ω πατέρα;
ΜΕΓ. Χανόμαστε!... Συ, ω γέροντα, συγχώρεσέ με
αν πρόλαβα να πω όσα συ έπρεπε να λέγεις·
τι ᾽ναι απ᾽ τους άντρες πιο αξιολύπητ᾽ η γυναίκα
και τα παιδιά μου θα σκοτώνονταν μαζί μου.
ΗΡΑ. Ω Απόλλωνα, με τί κακά προοίμια αρχίζεις!
ΜΕΓ. Πέθαναν τ᾽ αδέρφια μου κι ο γέρος πατέρας!
540 ΗΡΑ. Και πώς; Σαν τί έκαμε ή σε ποιά μάχη εσκοτώθη;
ΜΕΓ. Τους σκότωσε ο νιος βασιλιάς της χώρας Λύκος.
ΗΡΑ. Σε πόλεμο ή βρίσκοντας άρρωστη την πόλη;
ΜΕΓ. Από στάση· κι είναι τώρ᾽ άρχων της Θήβας.
ΗΡΑ. Και τί φόβος σάς έπιασ᾽ εσέ και τον γέρο;
ΜΕΓ. Θα σκότωνε τον γέροντα, εμέ και τα τέκνα.
ΗΡΑ. Τί λέγεις; τί φοβήθηκε τα ορφανά τέκνα;
ΜΕΓ. Τον θάνατο του Κρέοντα μην εκδικήσουν.
ΗΡΑ. Και τί στολή είναι αυτή που πάει σε πεθαμένους;
ΜΕΓ. Τα βάλαμε για σάβαν᾽ αυτά της θανής των.
550 ΗΡΑ. Κι έτσι θεν᾽ αποθνήσκατε με βία; ω! μαύρος!
ΜΕΓ. Φίλους δεν είχαμε κι εσέ νεκρό σ᾽ ελέγαν.
ΗΡΑ. Και πώς αυτή η απελπισιά για με σάς ήρθε;
ΜΕΓ. Έτσι μηνούσαν του Ευρυσθέα οι αγγελιοφόροι.
ΗΡΑ. Τί αφήσατε το σπίτι μου και την εστία;
ΜΕΓ. Με βία· και ρίξαν τον πατέρα σου απ᾽ το στρώμα.
ΗΡΑ. Ω! και δεν ντράπηκε τον γέρο ν᾽ ατιμάσει;
ΜΕΓ. Ντροπή λες; απ᾽ τη θεάν αυτή πολύ μακριά είναι.
ΗΡΑ. Τόσο, όταν έλειπα, μας σπάνιζαν οι φίλοι;
ΜΕΓ. Και ποιοί ᾽ναι φίλοι σε άνθρωπο δυστυχισμένο;
560 ΗΡΑ. Και ξέχασαν τις μάχες μου με τους Μινύες;
ΜΕΓ. Δεν έχουν φίλους, ματαλέω, οι δυστυχισμένοι.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της πρώιμης κλασικής εποχής

4.1. Η ερυθρόμορφη αττική κεραμική του πρώτου τετάρτου του 5ου αιώνα π.Χ. και τα νέα επιτεύγματα της ζωγραφική

Στην πρώτη εικοσαετία του 5ου αιώνα π.Χ. η αττική αγγειογραφία γνώρισε τη λαμπρότερη περίοδό της. Στα κεραμικά εργαστήρια της Αθήνας δούλεψαν τα χρόνια αυτά εξαιρετικά προικισμένοι αγγειογράφοι, μαθητές των πρωτοπόρων του ερυθρόμορφου ρυθμού που κυριάρχησαν στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, του Ευφρονίου, του Ευθυμήδη, του Φιντία και των άλλων. Οι καλλιτέχνες αυτοί, ακολουθώντας τα βήματα των δασκάλων τους, άνοιξαν νέες προοπτικές. Είναι όμως εύλογο να σκεφτούμε ότι οι σημαντικές αλλαγές που διαπιστώνουμε στο έργο τους αντανακλούν μια γενικότερη ανανέωση στην τέχνη της ζωγραφικής. Οι πιο εντυπωσιακές καινοτομίες έχουν να κάνουν με τον σχεδιασμό των ανθρώπινων μορφών, οι οποίες αποδίδονται σε πρωτότυπες στάσεις, από αναπάντεχες οπτικές γωνίες και με τολμηρές προοπτικές βραχύνσεις. Οι καινοτομίες αυτές προδίδουν θεωρητικές αναζητήσεις και γνώσεις γεωμετρίας και οπτικής που δεν μπορεί παρά να ξεκίνησαν από τη μεγάλη ζωγραφική. Είναι όμως αξιοσημείωτο και ενδεικτικό για το υψηλό επίπεδο της τέχνης σε όλα τα επίπεδα ότι οι αγγειογράφοι ακολούθησαν από κοντά τις πρωτοποριακές αναζητήσεις των σύγχρονών τους ζωγράφων και διακόσμησαν τα αγγεία με συνθέσεις μοναδικής ποιότητας.
 
Όπως και στην προηγούμενη περίοδο, τα ωραιότερα διακοσμημένα αγγεία ήταν αυτά που χρησίμευαν στα συμπόσια. Παρατηρούμε επίσης ότι ορισμένοι αγγειογράφοι έδειχναν προτίμηση στα μεγάλα σχήματα (κρατήρες, αμφορείς, υδρίες), ενώ άλλοι στα μικρότερα, κυρίως αγγεία πόσης (κύλικες, σκύφους). Ανάμεσα στους πρώτους ξεχωρίζουν ο «ζωγράφος του Βερολίνου» και ο «ζωγράφος του Κλεοφράδη». Από τους δεύτερους αξίζει να αναφερθούν ο Ονήσιμος, ο «ζωγράφος του Βρύγου», ο Μάκρων και ο Δούρις. Η παραγωγή των πολυτελών αττικών αγγείων συνέχισε να κατευθύνεται κυρίως προς τις αγορές της Ετρουρίας και για τον λόγο αυτό τα περισσότερα και τα ωραιότερα από αυτά έχουν βρεθεί στην κεντρική Ιταλία.

Η ανάβαση στην αποδοχή

Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μία επιμονή, να πολεμούμε, για να αλλάξουμε τις καταστάσεις ή τους ανθρώπους.

Η επιμονή, αυτή, έχει επαινεθεί σαν τις προσπάθειες που κάνει ένα παιδί να κατακτήσει κάτι έξω από τη σφαίρα των δυνατοτήτων του· με την αστοχία του να αξιώνεται απ’ την προσπάθειά του.

Είναι, όμως, η επιμονή η απαραίτητη αρετή για να κατακτήσουμε αυτό που λαχταρούμε, ή μας καθιστά ηττημένους από την έννοια της κατάκτησης, που τόσο αυτόματα αναπαράγεται και επανεκκινείται κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε;

Λαχταρούμε, δηλαδή, την επιτυχία, ή τη διαιώνιση της ήττας αυτής καθώς μας υπόσχεται τη μονιμότητα εκείνου που λαχταρούμε;

Σκεφτείτε πως το να περιμένουμε να αλλάξει κάτι μας δίνει μία σιωπηρή υπόσχεση ότι θα παραμένει στη ζωή μας μέχρις ότου αυτό συμβεί...

Έτσι, όμως, καταλήγουμε να επιζητούμε την κατάσταση περισσότερο από το ποθητό αποτέλεσμα...

Σε αυτή την περίπτωση γινόμαστε μέρη ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος, σκοπό έχει, να διαιωνίζει την ύπαρξη του στο βωμό ενός αποτελέσματος που δεν θα έρθει ποτέ.

Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, δεν είναι άλλος από την άρνησή μας να δούμε την κατάσταση ως είναι, να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει. Να αποτάξουμε εκείνους τους υπαινισσόμενους επαίνους που, οι φωνές μέσα μας δίνουν – τόσο δυνατά που σιωπούν τη δική μας φωνή – για το πείσμα μας και να αποπαγιδεύσουμε, με την κατανόησή μας, όση συναισθηματική ενέργεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ψυχικά δόκανα του εαυτού.

Να αποδεχτούμε, με λίγα λόγια, ότι δεν περνάει από το χέρι μας να την αλλάξουμε και δεν ευθυνόμαστε που – ως δια μαγείας – δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το τέλος που θέλουμε, μπορούμε, όμως, να δώσουμε, σε εμάς, το τέλος που αξίζουμε με το να την υπερβούμε. Τι είναι, όμως, η αποδοχή μιας κατάστασης;

Η αποδοχή μιας κατάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάβαση του ανθρώπου στην αλήθεια της. Η διαδρομή του από την προσδοκία στην πραγματικότητα την ώρα που αποδύεται της απόπειράς του να την αλλάξει.

Μοιάζει πολύ, θα μπορούσα να πω, με τη διαδρομή ενός ανθρώπου προς τη δροσερή θάλασσα, σκορπώντας τα ρούχα που τον βαραίνουν στην άμμο αναγνωρίζοντας ότι το νερό, αν και κρύο, δεν μπορεί να τον βλάψει, πλέον, καθώς δεν έχει καμία άλλη πρόθεση από το να το βιώσει ως είναι.

Σε καμία περίπτωση δεν είναι παράδοση... Στην παράδοση δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να δεχτείς τη μοίρα σου.

Στην αποδοχή, όμως, μπορείς να κάνεις τα πάντα από τη στιγμή που θα το κάνεις· από τη στιγμή που θα δεχτείς τα πράγματα ως έχουν.

Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, τη διαδικασία του εαυτού που ξεκαθαρίσει το τοπίο, που διώχνει την ομίχλη που το καλύπτει και “στρογγυλεύει” τις γωνίες, συμβαίνει κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σιγά – σιγά βλέπει τα πραγματικά χρώματα που το συνθέτουν και αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι, που το απαρτίζουν, μοιάζουν να μην ταιριάζουν σε αυτό...

Μοιάζουν να μην ταιριάζουν γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, είναι καταχωρημένοι ως κάτι περισσότερο από άνθρωποι μέσα μας. Είναι εξιδανικευμένες φιγούρες, ντυμένες με τις αρετές που είχαμε ανάγκη να έχουν, όταν τις πρωτογνωρίσαμε, σε μία θέση ψηλότερη από τη δική μας, εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να μας κρίνουν ώστε να ανέλθουμε κι εμείς στο κύρος τους.

Εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να παραμείνουν στη ζωή μας σαν φανοί που φέγγουν όπως φέγγουν οι φάροι και γλιτώνουν τα καράβια από τα βράχια... Η αλήθεια πίσω από αυτό, όμως, είναι πως οι φάροι, με τον ίδιο τρόπο που κρατούν τα καράβια μακριά από τα κοφτερά βράχια, έτσι τα κρατούν και μακριά από τους ίδιους.

Δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν στην ακτή, και να γνωριστούν μαζί της, ενώ καταλήγουν εξαρτώμενα από το φως τους για να βρουν το δρόμο προς το συναισθηματικό εκείνο παρελθόν που τα κατέστησε ταξιδευτές.

Με λίγα λόγια καθιστά τις σχέσεις μας πολύ μακρινά από ειλικρινείς, πολύ μακρινά από πραγματικές αφού δημιουργεί απόσταση από τα στοιχεία που τη συνθέτουν.

Ο αδικημένος της υπόθεσης, φυσικά, είναι ο διαπραγματευτικός χώρος που μοιράζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέχονται συναισθηματικά, η λεγόμενη μεταξύ τους σχέση...

Για να δοθεί λύση σε αυτό τον ταλανισμό χρειάζεται, κανείς, να κοιτάξει μέσα του· στο εσωτερικό του ευρετήριο και να αλλάξει τις καταχωρήσεις του, επιτρέποντας στα συναισθήματα που συνοδεύουν τα πρόσωπα, εκεί, να αποπαγιδευτούν.

Να αποδεχτεί τους άλλους ως ολότητες, δηλαδή, καθώς οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την πρώτη μέρα που τους καταχώρησε μέσα του.

Αποδοχή, λοιπόν, είναι το απαραίτητο τέντωμα του κορμιού που χρειάζεται, κανείς, να κάνει, στα ράφια του εσωτερικού του κόσμου, για να κατεβάσει τους ανθρώπους από εικονίσματα.

Είναι η αφαίρεση της χρυσής ή ασημένιας επίστρωσης που τους καθιστά ιερούς, η συγκέντρωση στους ίδιους και όχι στην παντοδυναμία που τους απέδωσε η εξιδανίκευσή τους.

Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει κάποιος να τους απευθυνθεί ως ίσος και τα λόγια του να μεταφέρουν τη συναισθηματική του ενέργεια η οποία θα ντύσει τη σχέση τους με το ιμάτιο της αλήθειας.

Το ύφασμα μπορεί να είναι “τραχύ” μα όποιος φοβάται ας θυμάται το εξής... Είναι οι τραχιές επιφάνειες που γδέρνουν απαλά το δέρμα και επιβεβαιώνουν πως η επαφή... έχει συμβεί στα αλήθεια...

Η συνειδητοποίηση του Εγώ

Η συνειδητοποίηση του εγώ, η ικανότητα, δηλαδή, που έχει κάποιος ν’ αποστασιοποιείται από τον εαυτό του, αποτελεί το διακριτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου.

Κάποιος φίλος μου έχει ένα σκύλο, που περιμένει μπροστά στην πόρτα του εργαστηρίου του όλο το πρωί. Όταν οποιοσδήποτε πλησιάσει την πόρτα, αρχίζει να πηδά γαυγίζοντας με παιχνιδιάρικη διάθεση. Ο φίλος μου έχει τη γνώμη ότι ο σκύλος θέλει να πει το εξής: «Είμαι ένας σκύλος που περίμενε όλο το πρωί για να βρει κάποιον να παίξει. Μήπως έρχεσαι γι’ αυτό το σκοπό;»

Αυτό είναι ένα θαυμάσιο αίσθημα, και όλοι όσοι έχουν σκύλους αρέσκονται να προβάλλουν τέτοιες χαριτωμένες σκέψεις στο κεφάλι του κατοικίδιου ζώου τους.

Όμως στην πραγματικότητα αυτό είναι ακριβώς ό,τι δεν μπορεί να πει ο σκύλος.

Μπορεί να δείξει ότι θέλει να παίξει και να δελεάσει κάποιον να του πετάξει μια μπάλα. Αλλά δεν μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό του και να τον δει σαν ένα σκύλο που κάνει αυτά τα πράγματα. Δεν είναι προικισμένος με τη συνείδηση του εγώ του.

Εφόσον αυτό σημαίνει ότι ο σκύλος είναι επίσης απαλλαγμένος από νευρωτικά άγχη και αισθήματα ενοχής, τα οποία αποτελούν αμφίβολης αξίας ιδιότητες για την ανθρώπινη ύπαρξη, μερικοί άνθρωποι θα προτιμούσαν να πουν ότι ο σκύλος δε φέρει την κατάρα της συνείδησης του εγώ.

Ο Γ. Χουίτμαν, απηχώντας αυτή τη σκέψη, εκφράζει σε κάποιο ποιήμα του τη ζήλεια του για τα ζώα:

Νομίζω ότι θα μπορούσα
Να γυρίσω και να ζήσω με τα ζώα...
Δεν βαρυγκομούν,
Ούτε κλαυθμηρίζουν για την κατάστασή τους
Δεν ξαγρυπνούν στο σκοτάδι
Και δεν θρηνούν για τις αμαρτίες τους
...

Αλλά στην πραγματικότητα η συνείδηση την οποία έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του αποτελεί την πηγή των ευγενέστερων ιδιοτήτων του.

Είναι η βάση της ικανότητάς του να διακρίνει ανάμεσα στο «εγώ» και στον κόσμο.

Του δίνει τη δυνατότητα να ελέγχει το χρόνο, δηλαδή, απλούστατα την ικανότητα να απομακρύνεται από το παρόν και να φαντάζεται τον εαυτό του στο παρελθόν ή στο μέλλον.

Έτσι η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να διδαχτεί από το παρελθόν και να προγραμματίσει για το μέλλον.

Επομένως, ο άνθρωπος είναι το «ιστορικό θηλαστικό», γιατί μπορεί ν’ αποστασιοποιηθεί και να κοιτάξει την ιστορία του. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να επηρεάσει τη δική του εξέλιξη σαν άτομο, και, σε μικρότερο βαθμό, την ιστορία του έθνους του και της κοινωνίας συνολικά.

Η ικανότητα για συνείδηση του εγώ υποβόσκει επίσης κάτω από την ικανότητα του ανθρώπου να χρησιμοποιεί σύμβολα και να διαχωρίζει, μ’ αυτό τον τρόπο, την έννοια από το υπαρκτό αντικείμενο.

Για παράδειγμα, ξεχωρίζει τους ήχους που αποτελούν τη λέξη «τραπέζι», και συμφωνεί ότι αυτοί οι ήχοι θ’ αντιπροσωπεύουν μια ολόκληρη τάξη πραγμάτων. Έτσι, μπορεί να σκεφτεί με αφηρημένες έννοιες, όπως –«ομορφιά», «λογική» και «καλοσύνη».

Αυτή ακριβώς η ικανότητα συνειδητοποίησης του εγώ μας επιτρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας όπως οι άλλοι βλέπουν εμάς, και να καταλαβαίνουμε τη συναισθηματική κατάσταση των άλλων.

Αποτελεί τη βάση της πολύ αξιόλογης δυνατότητας που έχουμε να μεταφερόμαστε με τη φαντασία μας σε κάποιο σαλόνι, στο οποίο, στην πραγματικότητα, θα βρεθούμε την επόμενη εβδομάδα, ή να σκεφτόμαστε και να σχεδιάζουμε πως θα φερθούμε.

Και μας καθιστά ικανούς να φανταζόμαστε τον εαυτό μας στη θέση κάποιου άλλου και ν’ αναρωτιόμαστε πως θα αισθανόμαστε ή τι θα κάναμε αν πραγματικά είμασταν αυτό το άλλο πρόσωπο. Ανεξάρτητα από το πόσο φτωχά χρησιμοποιούμε ή αποτυχαίνουμε να χρησιμοποιήσουμε ή ακόμη και κάνουμε κατάχρηση αυτών των ικανοτήτων, αποτελούν τα συστατικά της τέχνης της αγάπης για τον πλησίον, της ηθικής ευαισθησίας, της διάκρισης της αλήθειας, της δημιουργικότητας, της αφοσίωσης σε ιδανικά ακόμη και με κόστος την ίδια τη ζωή μας.

Η εκπλήρωση αυτών των δυνατοτήτων σημαίνει ότι κάποιος είναι μια ατομικότητα. Κι αυτό ακριβώς το νόημα έχει όταν, σύμφωνα με την εβραιο-χριστιανική θρησκευτική παράδοση, λέγεται ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.

Αλλά, το τίμημα γι’ αυτή την προίκιση είναι πολύ υψηλό είναι το τίμημα του άγχους και των εσωτερικών συγκρούσεων.

Η γέννηση του εγώ δεν αποτελεί απλό και εύκολο θέμα.

Γιατί το παιδί τώρα αντιμετωπίζει την τρομακτική προοπτική του να βρεθεί ανεξάρτητο, μόνο, και χωρίς την πλήρη προστασία που του παρέχουν οι αποφάσεις των γονιών του. Δεν είναι απορίας άξιο, λοιπόν, το ότι, όταν αρχίζει να νιώθει τον εαυτό του σαν αυθύπαρκτη ταυτότητα, μπορεί να νιώσει τρομερά ανίσχυρο σε σχέση με τους μεγάλους και δυνατούς ενήλικους γύρω του.

Κάποια γυναίκα, στη διάρκεια της προσπάθειάς της για ανεξαρτητοποίηση από τη μητέρα της, είχε δει το εξής εύγλωττο όνειρο: «Βρισκόμουν σε μια μικρή βάρκα που ήταν δεμένη σ’ ένα μεγάλο πλοίο. Διασχίζαμε τον ωκεανό και τεράστια κύματα ορμούσαν, πολιορκώντας τη βάρκα μου. Αναρωτιόμουν αν ήταν ακόμη δεμένη στο μεγάλο πλοίο».

Το υγιές παιδί, που βρίσκει αγάπη και υποστήριξη στους γονείς του, χωρίς να είναι παραχαϊδευμένο, θα προχωρήσει στην ανάπτυξή του, παρά τις αγωνίες και τις κρίσεις που το περιμένουν, και ίσως χωρίς ιδιαίτερα τραυματικές εμπειρίες ή καταστροφική επαναστατικότητα.

Αλλά, αν οι γονείς συνειδητά ή ασυνείδητα το εκμεταλλεύονται χρησιμοποιώντας το για δικό τους σκοπό και για δικιά τους ευχαρίστηση ή αν το μισούν ή το απορρίπτουν, ώστε το παιδί να μη μπορεί να είναι σίγουρο για την παραμικρή υποστήριξη όταν δοκιμάζει τη νέα του ανεξαρτησία, τότε υπάρχει το εξής ενδεχόμενο: Το παιδί θα προσκολληθεί στους γονείς του και θα χρησιμοποιήσει την ικανότητά του για ανεξαρτησία μονάχα με τη μορφή αρνητισμού και πείσματος.

Όταν το παιδί αρχίζει να λέει για πρώτη φορά δοκιμαστικά «όχι», είναι πιθανό οι γονείς ν’ αντιδράσουν απορριπτικά μάλλον, παρά με αγάπη και ενθάρρυνση.

Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί θα συνεχίσει την αρνητική του στάση όχι σαν μορφή ανεξαρτησίας, αλλά σαν μια μορφή τυφλής αντίδρασης.

Ένα άλλο ενδεχόμενο αφορά την πλειοψηφία των περιπτώσεων σήμερα. Οι ίδιοι οι γονείς αισθάνονται άγχος και αμηχανία μέσα στην αναταραχή αυτής της ταχύτατα εναλλασσόμενης εποχής, αβέβαιοι για τον εαυτό τους, γεμάτοι από αμφιβολίες.

Έτσι, μεταβιβάζουν το συνεχές άγχος τους στο παιδί και το κάνουν να αισθάνεται ότι ζει σ’ ένα κόσμο, όπου είναι επικίνδυνο να τολμήσει κανείς να κερδίσει την αυτονομία και την αυθυπαρξία του.

Αυτή η σύντομη περιγραφή είναι σχηματική, βέβαια, και σκοπός της είναι να δώσει σ’ εμάς τους ενήλικους ένα είδος επισκόπησης, μέσα από την οποία θα μπορέσουμε ν’ αντιληφθούμε καλύτερα πως αποτυχαίνει κανείς να εξελιχθεί σε ατομικότητα.

Τα περισσότερα στοιχεία γι’ αυτές τις συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας προέρχονται από ενήλικους που αγωνίζονται, στα όνειρα, στις αναμνήσεις ή στις σημερινές τους σχέσεις, να ξεπεράσουν αυτό που στο παρελθόν τους εμπόδισε αρχικά να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σχεδόν κάθε ενήλικος προσπαθεί ακόμη, στην πορεία της ζωής του να επιτύχει σαν ατομικότητα, με βάση τις φόρμες που σχηματίστηκαν κατά τις πρώτες εμπειρίες του μέσα στην οικογένεια.

Μερικοί ψυχολόγοι και φιλόσοφοι στέκονται με δυστυχία απέναντι στην έννοια του εγώ.

Αντιτίθεται σ’ αυτήν, γιατί δε θα ήθελαν να διαχωρίσουν τον άνθρωπο από τη σφαίρα των ζώων, και επίσης γιατί πιστεύουν ότι η έννοια του εγώ παρεμποδίζει το επιστημονικό πείραμα.

Αλλά η απόρριψη της έννοιας του «εγώ» σαν «μη επιστημονικής» μόνο και μόνο επειδή δεν μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικές εξισώσεις, θυμίζει το επιχείρημα, πριν είκοσι ή τριάντα χρόνια, ότι οι θεωρίες του Φρόιντ και η έννοια του «ασυνείδητου» ήταν «αντιεπιστημονικές».

Πρόκειται για μια δογματική – και γι’ αυτό όχι αληθινή – επιστήμη, η οποία χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη μέθοδο σαν Προκρούστεια τράπεζα, απορρίπτοντας κάθε μορφή ανθρώπινης εμπειρίας που δεν ταιριάζει μ’ αυτή. Σίγουρα, πρέπει να βλέπουμε με σαφήνεια και ρεαλισμό το συνεχές ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα. Όμως δε θα’ πρεπε να καταλήξουμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι, επομένως, δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσά τους.

Δε χρειάζεται ν’ αποδείξουμε ότι το εγώ είναι ένα «αντικείμενο». Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ αποδείξουμε ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα για αυτο-γνωσία. Το εγώ επιτελεί λειτουργία οργανωτική για το άτομο, μέσα από την οποία η μιά ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να σχετιστεί με την άλλη. Προηγείται της επιστήμης μας, δεν αποτελεί αντικείμενό της. Προϋποτίθεται στο γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι επιστήμονας.

Αλλά στο βαθμό που πραγματικά αξιοποιούμε τις δυνατότητές μας σαν άτομα, δοκιμάζουμε τη μεγαλύτερη χαρά που μπορεί να δοκιμάσει ο άνθρωπος.

Όταν ένα μικρό παιδί μαθαίνει ν’ ανεβαίνει τις σκάλες ή να σηκώνει ένα κουτί, προσπαθεί ξανά και ξανά, πέφτει, σηκώνεται και πάλι από την αρχή. Κι όταν τελικά τα καταφέρνει, γελά με ικανοποίηση, εκφράζοντας έτσι τη χαρά του για το ότι έβαλε σ’ ενέργεια τις δυνάμεις του.

Αλλ΄ αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη σιωπηλή χαρά που δοκιμάζει ο έφηβος, όταν για πρώτη φορά χρησιμοποιεί τις ικανότητές του για να κάνει φίλους. Ή σε σύγκριση με τη χαρά του ενήλικου όταν μπορεί ν’ αγαπήσει, να κάνει σχέδια και να δημιουργήσει.

Η χαρά, πού περισσότερο από την ευτυχία, αποτελεί το σκοπό της ζωής, γιατί αυτή συνοδεύει την πραγμάτωσή μας σαν ανθρώπινες υπάρξεις βασίζεται στη συναίσθηση που κάποιος έχει για την ταυτότητά του σαν ύπαρξη με αξία και αξιοπρέπεια, σαν ύπαρξη που μπορεί ν’ αυτοεπιβεβαιωθεί απέναντι σε όλες τις άλλες υπάρξεις καθώς και τον ανόργανο κόσμο.

Η δύναμη αυτού του συναισθήματος στην ιδεατή μορφή του φαίνεται στη ζωή του Σωκράτη. Είχε τόση εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις αξίες του, ώστε θεωρούσε την καταδίκη του σε θάνατο όχι σαν ήττα, αλλά σαν τη μεγαλύτερη επιβράβευση από το συμβιβασμό.

Μ’ αυτό δε θέλουμε να πούμε ότι μια τέτοια χαρά προορίζεται μονάχα για τους ήρωες και τις εξέχουσες προσωπικότητες. Βρίσκεται ποιοτικά, όσο ανεπαίσθητη κι αν είναι, στις πράξεις οποιουδήποτε εκφράζει τίμια και υπεύθυνα τις δυνατότητές του.

Ηλιόσφαιρα: O “Ήχος” του Ήλιου αλλάζει την Συνειδητότητα

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε πως ο Ήλιος είναι η κύρια πηγή φωτός και ενέργειας του πλανήτη μας. Υπάρχει όμως και ένα άλλο Ηλιακό φαινόμενο – Η Μαγνητική επιρροή που ασκεί πάνω στους ανθρώπους, αλλά και σε κάθε ζωντανό οργανισμό. Αυτή η Μαγνητική επιρροή που είναι ευρύτερα γνωστή ως Ηλιόσφαιρα, εκτείνεται για χιλιάδες χιλιόμετρα πέρα από τον Πλούτωνα και έχει τρομερό αντίκτυπο στον άνθρωπο και ιδιαίτερα στην Συνειδητότητά του. Ο Ήχος του Ήλιου, αλλάζει ανά καιρούς συχνότητα, και θα πρέπει να γνωρίζουμε πως να συντονιστούμε με την Ηλιόσφαιρα και τους ενεργειακούς παλμούς της, για να κατορθώσουμε να ενισχύσουμε την συνειδητότητά μας.

Η Ηλιόσφαιρα που ονομάζεται “Ήχος του Ήλιου” και συχνά συγκρίνεται με τον ήχο του ΟΜ, αναδημιουργείται και μέσα από τις μουσικές Αρμονίες, γεγονός που ανακαλύφθηκε από Αστρονόμους στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. Αυτοί οι Επιστήμονες μελέτησαν τις Μαγνητικές λούπες στο εξωτερικό στρώμα της Ατμόσφαιρας του ήλιου, που ονομάζονται “Λούπες του Ηλιακού Στέμματος”, και ανακάλυψαν πως συμπεριφέρονται ως ηχητικές δονήσεις μουσικών οργάνων που δημιουργούν μία μουσική αρμονία! Οι επιστήμονες ανακάλυψαν επίσης πως αυτές οι λούπες δονούνται μπροστά και πίσω με ένα τρόπο που μιμείται τα ακουστικά κύματα σε ένα πνευστό όργανο.

Ο Ήχος του Ήλιου που πηγάζει από την Ηλιόσφαιρα δεν είναι κάτι που μπορούμε να “ακούσουμε”, λόγω κυρίως της σύστασης του Διαστήματος μεταξύ της Γης και του Ήλιου, αλλά και των περιορισμών του ανθρώπινου αυτιού. Οι Άνθρωποι μπορούμε να ακούσουμε μονάχα σε συχνότητες που κυμαίνονται από τα 15 ως τα 18.000 κύματα ή κύκλους ανά δευτερόλεπτο. Αν και τα περισσότερα αντικείμενα διαθέτουν τον δικό τους ήχο, αφού διαθέτουν την δική τους συχνότητα και δόνηση, δεν μπορούμε να τα αφουγκραστούμε. Έχουμε φυσικά την δυνατότητα να ακούσουμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα ραδιοφωνικά κύματα που συνέλεξε το διαστημόπλοιο Cassini της NASA κοντά στον Δία, ή το “Τραγούδι της Γης” που δημιουργήθηκε από πλασματικά κύματα και αναδιαμορφώθηκαν έτσι ώστε να μπορέσει να τα ακούσει το ανθρώπινο αυτί.

Ο Ήχος του Ήλιου και Η Συνειδητότητα

Σε αρκετούς αρχαίους πολιτισμούς, η Ηλιόσφαιρα, ή αλλιώς Ήχος του Ήλιου, θεωρήθηκε ο ιερότερος ήχος του Σύμπαντος, και περιγράφεται από τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, τους Ινδουιστές και άλλους ως ένα Μάντρα που τονίζεται με τον ανθρώπινο Λόγο ως ΟΜ. Αν και ο ήχος δεν μπορούσε να ακουστεί ηχητικά σε αυτές τις περιγραφές, είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε την ύπαρξή του χιλιάδες χρόνια πριν, κυρίως εξ’ αιτίας της ανεπτυγμένης συνειδητότητας που είχαν αρκετοί άνθρωποι αυτών των πολιτισμών, μέσα από μυητικές τεχνικές Διαλογισμού. Αν μπορούσαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ¨συνδεθούν¨ με αυτή την Συμπαντική Συνειδητότητα και να αφουγκραστούν τον ήχο ολόκληρης της Δημιουργίας, τότε γιατί όχι και εμείς;

Οι Αστρονόμοι πιστεύουν πως οι Κυματικές Λούπες του Ήλιου σχετίζονται με την παραγωγή ηλιακής καταιγίδας, η οποία με την σειρά της εκτονώνεται στέλνοντας ενεργειακά φορτισμένα σωματίδια στο Σύμπαν. Η αναπτυγμένη Ηλιακή δραστηριότητα επιφέρει ενδιαφέροντα αποτελέσματα στην Γη, καταστρέφοντας ακόμη και Δορυφόρους, όμως μπορεί να επιφέρει μεγάλη αλλαγή και στην ίδια μας την Συνειδητότητα, δηλαδή την πνευματική σκέψη. Ειδικότερα, έπειτα από Ηλιακές καταιγίδες οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν ψυχολογικά και φυσιολογικά συμπτώματα που περιλαμβάνουν: Πονοκεφάλους | Καρδιακές αρρυθμίες | νευρικότητα | άγχος | συναισθηματική φόρτιση | ναυτία.

Αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η ενέργεια αυτή “χτυπά” την βιολογική μορφή μας, τα κύτταρά μας, και αφυπνίζει αρχαίες μνήμες και συμπαντική Σοφία. Η Ηλιακή ενέργεια επηρεάζει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις πράξεις μας, κυρίως επειδή ενισχύει την συνειδησιακή της ύπαρξη. Και λόγω του γεγονότος πως η Ηλιόσφαιρα διαθέτει απείρως μεγαλύτερη συχνότητα από εκείνη που έχουμε συνηθίσει εμείς, ενεργοποιεί αυτές τις αποθηκευμένες μνήμες που επιφέρουν τα συμπτώματα που αναφέραμε παραπάνω, καθώς και πολλά περισσότερα. Κατανοώντας τα μοτίβα της Ηλιακής Μουσικής, θα κατανοήσουμε ακριβέστερα, και ίσως να είμαστε και σε θέση να προβλέπουμε δίχως τεχνολογικά μέσα, την Ηλιακή δραστηριότητα, αλλά και την συνειδησιακή αφύπνιση που πηγάζει από αυτή.

Αυτές οι αλλαγές έρχονται ραγδαία αν τις παρακολουθούμε, αφού τα Φωτόνια (Κβαντική ενέργεια) κινείται τουλάχιστον 10.000 φορές γρηγορότερα από την ταχύτητα του Φωτός. Έτσι, αν ενδιαφερόμαστε να στραφούμε προς τον Ήλιο και την Ηλιόσφαιρα για την ανάπτυξη της προσωπικής πνευματικότητάς μας, θα πρέπει να προετοιμαστούμε για τις ψυχολογικές και φυσιολογικές μεταστροφές, γνωρίζοντας πως επιφέρουν την αφύπνιση της βαθύτερης Σοφίας που υπάρχει από τις απαρχές του Σύμπαντος.. Η Γη Λαμβάνει μόνο απειροελάχιστες εκλάμψεις της Ηλιακής ενέργειας, όμως όταν αυτή η Ηλιακή Δραστηριότητα ξεσπά, τότε είμαστε σε θέση να ακούσουμε την Ηλιόσφαιρα, να αφουγκραστούμε τον “Ήχο του Ήλιου” με την μορφή μίας μεταμορφωτικής ενέργειας, που εναρμονίζεται με τις προσωπικές μας ενεργειακές συχνότητες.

Να μας προλαβαίνει η ψυχή μας

Πολύ συχνά αναρωτιέμαι γιατί οι άνθρωποι ασχολούνται περισσότερο με πράγματα καθημερινής “διεκπεραίωσης” και λιγότερο με το πώς θα ξεχωρίσει η δική τους δουλειά από τις δουλειές των υπολοίπων επαγγελματιών του ίδιου χώρου.

Δηλαδή, καταναλώνουν το χρόνο τους επαναλαμβάνοντας καθιερωμένες πράξεις, ανακυκλώνοντας διαρκώς τα “αυτονόητα”, χωρίς να τους απασχολεί το πρόβλημα της δημιουργίας μιας ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ εικόνας για την εταιρία τους, μιας εικόνας που θα έχει ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ δικά της χρώματα και μια εντελώς ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ιδέα!

Οι Ινδιάνοι της Αμερικής, τότε που είχαν πάει εκεί οι “conquistador” και τους έβαζαν να κουβαλάνε τις προμήθειες στα μονοπάτια της ζούγκλας, έκαναν κάθε τόσο στάση για να ξεκινήσουν πάλι μετά από λίγο. Τους ρώτησαν, λοιπόν, οι ξένοι, γιατί το κάνουν αυτό; Τόσο εύκολα, άραγε, κουράζονται; Εκείνοι τότε απάντησαν: “Δεν είναι από κούραση. Σταματάμε για να μας προλαβαίνει η ψυχή μας!”

Αυτή η ιστορία έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που βλέπω ανθρώπους και εταιρίες εγκλωβισμένους στο φαύλο κύκλο της καθημερινής λειτουργίας, του άγχους να τα προλάβουν όλα, να κερδίσουν περισσότερα…

Η “τέχνη της αφαίρεσης” είναι πολύ σημαντική και όποιος κατέχει τα μυστικά της και έχει τη δύναμη να τα εφαρμόσει είναι πολλαπλά κερδισμένος!

Κάποτε κάποιος μου είχε πει ότι δεν είχε χρόνο να δει την οικογένειά του και αποφάσισε να την βάλει στο καθημερινό του πρόγραμμα ως …project! Βρήκε μία “λύση”, αλλά την ουσία του προβλήματος δεν την άγγιξε!

Κι άλλη μια ιστορία:

Κάποιος “ψαγμένος” άνθρωπος ταξίδευε σε διάφορες χώρες με σκοπό να βρει όσο μπορεί περισσότερους σοφούς για να πάρει από αυτούς γνώσεις. Κάποτε επισκέφθηκε έναν τέτοιο σοφό, ο οποίος ήταν σε ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς έπιπλα, με ελάχιστα αντικείμενα τριγύρω… Τον ρώτησε λοιπόν ο ταξιδιώτης, πώς μπορεί και ζει με τόσα λίγα πράγματα; Εκείνος, αντί απάντησης, του έκανε το ίδιο ερώτημα. “Δεν έχω πολλά πράγματα, γιατί εγώ είμαι περαστικός”… είπε ο ταξιδιώτης. “Κι εγώ” είπε ο σοφός, “περαστικός είμαι”!..

Περιορίστε, φίλοι, τις πολλές δραστηριότητες. Δώστε σημασία στην ποιότητα του χρόνου και όχι στην ποσότητα. Μειώστε την “παραγωγή” και αυξήστε την αξία!

Μη νομίζετε ότι εγώ το έχω καταφέρει… Αν το είχα καταφέρει, δεν θα ήμουν τώρα εδώ…

Κάθε πράξη στη ζωή σου κάνε τη σαν να ήταν η τελευταία της ζωής σου

Κάθε πράξη στη ζωή σου κάνε τη σαν να ήταν η τελευταία της ζωής σου” -ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ

Αν μας φαίνεται οικείο το απόφθεγμα του Μάρκου Αυρήλιου, αυτό οφείλεται στο ότι ήδη από τα πανάρχαια χρόνια φιλόσοφοι και θρησκευτικοί στοχαστές λένε λίγο πολύ το ίδιο.

Να είσαι εδώ τώρα.
Να είσαι πάντα πνευματικά προσηλωμένος.
Να ζεις στο παρόν.

Ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορό είναι ένας από τους σύγχρονους φιλοσόφους που εξέφρασαν με τον πιο ξεκάθαρο κι επιβλητικό τρόπο αυτή την ψυχική διάθεση: “ Πρέπει να ζεις στο παρόν, να ορμάς σε κάθε κύμα, να βρίσκεις την αιωνιότητά σου κάθε στιγμή. Οι ανόητοι στέκονται στο νησί των ευκαιριών τους κι έχουν το βλέμμα τους στραμμένο σε έναν άλλο τόπο. Δεν υπάρχει άλλος τόπος· δεν υπάρχει άλλη ζωή εκτός από αυτή”.

Είναι ξεκάθαρο ότι εμείς τα ανθρώπινα όντα πρέπει να βρίσκουμε πολύ δύσκολο το να ζούμε πνευματικά προσηλωμένοι στο παρόν, αλλιώς γιατί να νιώθουν την ανάγκη να επαναλαμβάνουν το συγκεκριμένο μήνυμα τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι;

Εκ πρώτης όψεως, δε φαίνεται και τόσο δύσκολο να βιώσουμε πλήρως το εδώ και τώρα. Το εδώ βρίσκεται ακριβώς εδώ μπροστά μας. Και το τώρα είναι ακριβώς τώρα. Οπότε ποιο είναι το πρόβλημα;

Κάποιοι άνθρωποι παρασύρονται από την επιθυμία τους για κάτι καλύτερο από αυτό που υπάρχει εδώ και τώρα και απομακρύνονται από το παρόν. Άλλοι, όπως εγώ, απομακρύνονται από το παρόν προσπαθώντας να φανταστούν τι θα γίνει στο μέλλον. Ένας άλλος, πιο ολοκληρωτικός τρόπος αποφυγής της πλήρους προσήλωσης στο παρόν είναι το να βλέπουμε όλη τη ζωή μας ως στάδια προετοιμασίας, από προετοιμασία για δείπνο έως προετοιμασία για τη ζωή στο Επέκεινα, και κάπου ενδιάμεσα προετοιμασία για την εξεταστική. Στον αντίποδα βρίσκονται όσοι από μας είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν, νιώθοντας είτε νοσταλγία, είτε τύψεις, είτε και τα δύο.

Αυτή η απομάκρυνση από το παρόν είναι συνάρτηση των ανθρώπινων ικανοτήτων της φαντασίας και της μακροπρόθεσμης μνήμης. Πάντοτε έχουμε τη δυνατότητα να φανταστούμε ότι η ζωή μας είναι διαφορετική από αυτή που πραγματικά είναι· πάντοτε μπορούμε να δούμε εναλλακτικές εκδοχές της. Φαίνεται πως αυτό συνιστά έναν πειρασμό στον οποίο οι περισσότεροι από μας δυσκολευόμαστε να αντισταθούμε. Παρομοίως, μπορούμε να θυμηθούμε πως ήταν η ζωή στο παρελθόν, και η προσκόλληση σε αυτό επίσης μοιάζει ακαταμάχητη.

Φυσικά, μια ζωή χωρίς καθόλου προετοιμασία για το μέλλον έχει σοβαρά μειονεκτήματα.

Ο σχεδιασμός που κάνουμε για το μέλλον εμείς οι άνθρωποι συχνά αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της συνειδησιακής λειτουργίας μας, κυρίως επειδή έχουμε την τάση να επανεξετάζουμε ατέρμονα τα σχέδιά μας, αναπαράγοντάς τα ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μας.

Υποπτεύομαι ότι η ολοκληρωτική βίωση του παρόντος έχει κάτι που γεννά μέσα μας έναν βαθιά ριζωμένο φόβο. Ίσως αυτός ο φόβος να αποτελεί βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, όπως η θεμελιώδης ενόρμηση του Φρόυντ, η λίμπιντο.

Μάλιστα, φαίνεται πως αυτά τα δύο αλληλοσυμπληρώνονται: Η περίπτωση του σεξ είναι μια από τις λίγες στις οποίες μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είμαστε σταθερά προσηλωμένοι στο εδώ και τώρα.

Όμως, ποια θα μπορούσε να είναι η πηγή του φόβου μας να ζούμε στο παρόν; Ένας λόγος θα μπορούσε να είναι το ότι φοβόμαστε διαρκώς μήπως απογοητευτούμε από τη ζωή μας, και μάλιστα από τη ζωή γενικά.

Αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά ότι η ζωή στο εδώ και τώρα είναι η ζωή στην απόλυτη έκφανσή της – η ζωή ακριβώς τώρα είναι η πιο πραγματική που μπορούμε να βιώσουμε. Τι γίνεται όμως αν ανακαλύψουμε ότι η ζωή τού εδώ και τώρα υπολείπεται κατά πολύ των προσδοκιών μας; Τι γίνεται αν μας έρθει κατακέφαλα ένα μεγαλοπρεπές “Αυτό είναι όλο κι όλο;”; Τι γίνεται αν βρούμε αυτή την απόλυτη πραγματικότητα μπανάλ ή, ακόμη χειρότερα, σκληρή, άδικη και οδυνηρή; Για να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον φόβο της υπαρξιακής απογοήτευσης προβαίνουμε σε ένα προληπτικό χτύπημα κατά της βίωσης του παρόντος, με το να φανταζόμαστε αυτόματα κάτι διαφορετικό, κατευθύνοντας τη συνείδησή μας στο μέλλον ή στο παρελθόν ή σε μια φανταστική εναλλακτική ζωή.

Άλλος πιθανός λόγος που αποφεύγουμε να ζούμε στο παρόν είναι ότι βρίθει από παραπομπές στη θνητότητά μας. Όταν είμαστε ολοκληρωτικά προσηλωμένοι στο εδώ και τώρα συναισθανόμαστε βαθιά το ασταμάτητο πέρασμα του χρόνου και τη συνεχή αλλαγή. Οι περισσότεροι από μας έχουμε βιώσει στιγμές ευδαιμονίας με αφορμή απλά γεγονότα – η ξαφνική εμφάνιση ενός σμήνους περιστεριών στον ουρανό, μια καταπληκτική εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, το γοητευτικό χαμόγελο ενός άγνωστου περαστικού.

Αυτές οι στιγμές είναι φευγαλέες. Η έντασή τους έχει άμεση σχέση με το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Όμως, αυτές οι φευγαλέες στιγμές μάς αφήνουν μια γλυκόπικρη αίσθηση ότι όλα τελειώνουν. Και η αίσθηση αυτή συνοδεύεται από την αναπόφευκτη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου της ατομικής μας ύπαρξης. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι κάποια στιγμή τα εδώ και τώρα μας θα τελειώσουν και δε θα υπάρχουν άλλα.

Παράξενοι που είμαστε

Το κορίτσι με το σκουριασμένο πρόσωπο, ο φοβισμένος ακροβάτης, η συνήθεια που ποτέ δεν γίνεται έκπληξη, όλα αυτά χαρακτηρίζουν τον κόσμο μας.

Περπατώ στους δρόμους και κοιτώ τα πρόσωπα των ανθρώπων, θέλω να δω την έκφρασή τους. Θέλω να δω την ευτυχία κατάματα αλλά δεν την αναγνωρίζω πια πουθενά.

Τα πρόσωπά τους άλλοτε άχρωμα, άλλοτε σκουριασμένα σαν αυτό του κοριτσιού σήμερα στη παραλία που κρυφάκουγε τον κόσμο μέσα από ένα κοχύλι και το έτριβε τρυφερά στα δάχτυλά της σαν λυχνάρι που θα εκπλήρωνε την πιο μεγάλη της επιθυμία.

Παράξενοι που είμαστε… Παράξενοι και συναρπαστικοί ταυτόχρονα… Πολύχρωμοι και άχρωμοι σαν βεγγαλικά που περιμένουν να γεννηθούν με μία σπίθα. Ένα χέρι! Αυτό περιμένουμε όλοι. Ένα χέρι που θα ανάψει τη φωτιά μέσα μας, θα μας εκτοξεύσει και θα χαθούμε στο άπειρο…

Μ’ αυτή την επιδημία των χωρισμών και των νέων γνωριμιών υπάρχει μια κωμική διάσταση

Μπορούσαμε να προβλέψουμε την πρωτοφανή τρικυμία που θα προκαλούσε η απελευθέρωση των παθών στην Ευρώπη;

Καλύτερα να χαμογελάμε μπροστά σ’ αυτή την “τρικυμία”: οι αποτυχίες μας δεν είναι μόνο οδυνηρές, είναι κωμικές.

Τα ήθη μας στις μεγαλουπόλεις μοιάζουν με λαϊκό βαριετέ: αιφνίδιες τροπές της τύχης, πλήγματα, μηχανορραφίες, μαλλιοτραβήγματα, συμφιλιώσεις όπως όπως και ξανά καβγάδες και ρήξεις.

Σε μερικά σχολεία των αστικών κέντρων, τα παιδιά των γονέων που δεν έχουν διαζευχθεί είναι δακτυλοδεικτούμενα, ενώ τα άλλα, η πλειονότητα, έχουν γίνει μπαλάκια του πινγκ πονγκ: πηγαινοέρχονται με το βαλιτσάκι τους από το σπίτι του μπαμπά στο σπίτι της μαμάς και πάλι πίσω, αναλόγως με τις συμφωνίες των γονέων.

Μπορούμε να δούμε την κατάσταση είτε σαν ρημαγμένο τόπο είτε σαν την απόδειξη ανώτερου πολιτισμού – εξαρτάται από την ψυχική μας διάθεση.

Η γοργή ανάφλεξη της ερωτικής μας επιθυμίας και της καρδιάς μας εξηγεί το δαιμόνιο γαϊτανάκι των ζευγαριών που διαλύονται και ανασυντίθενται, χώρια τα μιμητικά διαζύγια που παρατηρούνται σε ομάδες με στενά συνδεδεμένα μέλη, όπου μπαίνει σε λειτουργία ο μηχανισμός του ντόμινο.

Μ’ αυτή την επιδημία των χωρισμών και των νέων γνωριμιών υπάρχει μια κωμική διάσταση: το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται εκατομμύρια φορές, λες και μια αόρατη χορογραφία επιβάλλει σε όλους να περάσουν από τη γήτευση στην απογοήτευση και αντιστρόφως.

Αναζητούμε το καινούργιο ενώ πασχίζουμε να φύγουμε από το παλιό, εναλλάσσουμε τον ενθουσιασμό με την ψυχρότητα.

Στη Γαλλία πολλαπλασιάζονται οι μοναχικοί, κυρίως στους κύκλους των νέων των μεγαλουπόλεων αλλά και σε όλες τις ηλικίες, σε όλα τα στρώματα: ολόκληρη στρατιά από καρδιές – 14 εκατομμύρια Γάλλοι – “σολάρει” …

Ίσως αυτή είναι η μοιραία εξίσωση του καιρού μας: μια διασταύρωση ματαιότητας και αδιαλλαξίας.

Είμαστε άστατοι επειδή ζητάμε το απόλυτο κι επειδή περιμένουμε τα πάντα από τον έρωτα που έχει γίνει η εκκοσμικευμένη μορφή της Σωτηρίας.

Κι όμως τα χρυσόψαρα φλερτάρουν!

Το χρυσόψαρο αποτελεί ένα αγαπημένο είδος κατοικίδιου. Εάν αφιερώσετε αρκετό χρόνο κοιτάζοντας το χρυσόψαρο στο ενυδρείο, θα αρχίσετε να καταλαβαίνετε πράγματα για τη συμπεριφορά τους – ιδίως για τον τρόπο που αντιδρούν στις κινήσεις των άλλων ψαριών στο νερό. Ακόμα και όταν ένα χρυσόψαρο δεν κοιτάζει ένα άλλο, φαίνεται ότι μπορεί να ανιχνεύσει την παρουσία του άλλου και να ακολουθήσει τη διαδρομή του.

Αυτό λοιπόν το πετυχαίνουν χάρη σε μια ειδική σειρά αισθητηρίων οργάνων κατά μήκος της πλευράς των χρυσόψαρων που είναι γνωστή ως πλευρική γραμμή. Μέσω των αισθητηρίων τα χρυσόψαρα ανιχνεύουν ρεύματα και κυματισμούς που τους προειδοποιούν για κινήσεις και δραστηριότητες που γίνονται σε κοντινή απόσταση. Στην πραγματικότητα, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έτσι ακολουθούν το ένα το άλλο με μεγάλη ακρίβεια. Η πλευρική γραμμή είναι και ένα εργαλείο επικοινωνίας για τα ψάρια αλλά και ένα μέσο προστασίας τους από τους αντιπάλους, καθώς βοηθά στην ανίχνευση πιθανών εχθρών. Εάν το ρεύμα είναι αρκετά ισχυρό – προφανώς πολύ ισχυρό για να δημιουργηθεί από κάποιο άλλο χρυσόψαρο – τότε το χρυσόψαρο καταλαβαίνει ότι πρέπει να κολυμπήσει πολύ γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση για να αποφύγει κάποιο μεγαλύτερο ψάρι.

Είναι ενδιαφέρον ότι το χρυσόψαρο μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει τις πλευρικές τους γραμμές ως μέσο για να φλερτάρει με τα άλλα ψάρια. Τα χρυσόψαρα δημιουργούν παιχνιδιάρικους κυματισμούς στο νερό προσκαλώντας τα υπόλοιπα ψάρια του είδους για μια ξεχωριστή επικοινωνία!

Βακτήριο που τρέφεται από μέταλλο

Ομάδα μικροβιολόγων από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας (Caltech) ανακάλυψε ένα τύπο βακτηρίων που τρώει και λαμβάνει τις θερμίδες του από μέταλλο. Το βακτήριο το ανακάλυψαν τυχαία οι επιστήμονες κάνοντας άσχετα πειράματα και χρησιμοποιώντας έναν τύπο μαγγανίου που μοιάζει με κιμωλία. Σε νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature», οι επιστήμονες αναφέρουν ότι αυτά είναι τα πρώτα βακτήρια που χρησιμοποιούν το μαγγάνιο ως πηγή ενέργειας.

Ο Jared Leadbetter, καθηγητής περιβαλλοντικής μικροβιολογίας στο Caltech, άφησε ένα γυάλινο βάζο καλυμμένο με την ουσία για να μουλιάσει μέσα σε νερό της βρύσης για αρκετούς μήνες. Όταν επέστρεψε, βρήκε το βάζο επικαλυμμένο με σκούρο υλικό. 

«Αναρωτήθηκα τι είναι αυτή η ουσία και αν τα περιζήτητα μικρόβια μπορεί να είναι υπεύθυνα για αυτή, οπότε πραγματοποιήσαμε συστηματικά δοκιμές για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει», εξηγεί ο καθηγητής. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η μαύρη επικάλυψη που βρέθηκε στο βάζο ήταν οξειδωμένο μαγγάνιο που είχε δημιουργηθεί από τα νέο-ανακαλυφθέντα βακτήρια που πιθανότατα βρίσκονταν στο νερό της βρύσης.

«Υπάρχουν ενδείξεις ότι συγγενείς αυτών των βακτηρίων κατοικούν στα υπόγεια ύδατα και ένα μέρος του πόσιμου νερού της Πασαντένα προέρχεται από τοπικούς υδροφορείς», λέει ο Jared Leadbetter.

«Αυτά είναι τα πρώτα βακτήρια που βρέθηκαν να χρησιμοποιούν μαγγάνιο ως πηγή καυσίμου τους», δήλωσε ο καθηγητής. «Μια υπέροχη πτυχή των μικροβίων στη φύση είναι ότι μπορούν να μεταβολίσουν φαινομενικά απίθανα υλικά, όπως μέταλλα, αποδίδοντας ενέργεια χρήσιμη στο κύτταρο».

Η νέα έρευνα αποκαλύπτει επίσης ότι τα βακτήρια μπορούν να χρησιμοποιήσουν μαγγάνιο για μια διαδικασία που ονομάζεται χημειοσύνθεση, η οποία μετατρέπει το διοξείδιο του άνθρακα σε βιομάζα.

Οι ερευνητές είχαν υποθέσει ότι τα άγνωστα βακτήρια θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην διαδικασία της ανάπτυξης, αλλά γνώριζαν μόνο βακτήρια και μύκητες που μπορούσαν να το κάνουν αυτό.

Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα ευρήματα θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν καλύτερα τα υπόγεια ύδατα και τα συστήματα νερού που μπορούν να φράξουν από τα οξείδια του μαγγανίου.

«Υπάρχει μια ολόκληρη βιβλιογραφία περιβαλλοντικής μηχανικής για τα συστήματα διανομής πόσιμου νερού που φράσσονται από οξείδια του μαγγανίου», εξηγεί ο Λέντμπέττερ. «Αλλά πώς και για ποιο λόγο δημιουργείται αυτό το υλικό, παραμένει άγνωστο. Προφανώς, πολλοί επιστήμονες είχαν σκεφτεί ότι ίσως να ήταν υπεύθυνα τα βακτήρια που χρησιμοποιούν μαγγάνιο ως πηγή ενέργειας, αλλά έως τώρα δεν υπήρχαν οι αποδείξεις».

Οι ερευνητές πιστεύουν επίσης ότι η ανακάλυψη θα μπορούσε να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τα οζίδια μαγγανίου, τις μεγάλες μεταλλικές σφαίρες που μπορεί να έχουν το μέγεθος ενός γκρέιπφρουτ και που βρίσκονται συχνά στο βυθό της θάλασσας. Οι μπάλες αυτές, που συχνά εμπεριέχουν σπάνια μέταλλα, συλλέγονται από τον πυθμένα του ωκεανού, αλλά ξέρουμε ελάχιστα πράγματα γι’ αυτές.

«Αυτή η ανακάλυψη έρχεται να συμπληρώσει ένα μεγάλο κενό στις γνώσεις μας για τους στοιχειώδεις κύκλους της Γης και παρέχει πληροφορίες για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους το μαγγάνιο, ένα δυσνόητο αλλά κοινό μέταλλο μετάβασης, διαμόρφωσε την εξέλιξη της ζωής στον πλανήτη μας», δήλωσε ο Woodward Fischer, καθηγητής γεωβιολογίας στο Caltech, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.

Άγιοι καταστροφείς: Ο Άγιος Υάκινθος και Ο Άγιος Αιμιλιανός

Άγιοι της χριστιανοσύνης που φέρονται ως καταστροφείς του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ή των αντιπάλων τους ή και δολοφόνοι!

Ένας από τους γνωστούς ισχυρισμούς των χριστιανών απολογητών είναι ότι: "Οι χριστιανοί δεν έκαναν καταστροφές, ο ελληνικός πολιτισμός κατέπεσε από μόνος του και αν έγιναν κάποιες ελάχιστες καταστροφές από κάποιους φανατικούς· αυτό έγινε λόγω των διωγμών που υπέστησαν από τους εθνικούς". Θα δούμε αν ευσταθεί αυτός ο πολύ συχνός ισχυρισμός τους, με βάση τα δικά τους κείμενα που είναι τα συναξάρια των αγίων, από τα οποία θα δούμε αποσπάσματα καταστροφών, όπως και από την ιστορία, τι αναφέρει για όσους από αυτούς τους αγίους, έχουμε ιστορικά στοιχεία.

Τα Συναξάρια είναι οι βιογραφίες των αγίων του Χριστιανισμού, άσχετα αν περιλαμβάνουν πλήθος μυθικών και υπερφυσικών στοιχείων, ή πολλές από αυτές είναι δημιουργήματα μεταγενέστερης ανάγκης για ύπαρξη πληθώρας μαρτύρων.

Τα σχετικά με καταστροφές αποσπάσματα που ακολουθούν, είναι κυρίως από την συλλογή του Άγιου Νικόδημου του Αγιορείτη. Ακολουθεί ο "σύνδεσμος 1" στο πρωτότυπο. Ο δεύτερος "σύνδεσμος 2", είναι ένα διαδομένο συναξάρι στο Διαδίκτυο, που έχει μεταφρασμένα τα κείμενα, και ίσως πληροφορίες και από άλλα συναξάρια, αλλά όπως θα διαπιστώσετε και αρκετά αλλοιωμένα. Όταν ο δεύτερος σύνδεσμος είναι σε παρένθεση, υπάρχει αλλοίωση που συνήθως σημειώνεται δίπλα του σε παρένθεση. Για τα ιστορικά πρόσωπα χρησιμοποιήθηκαν άλλες πηγές.

Ο Άγιος μάρτυς Υάκινθος (εορτάζει για την Εκκλησία στις 18 Ιουλίου).
Bλέπωντας δε τους ειδωλολάτρας Έλληνας να προσκυνούν ένα δένδρον της καλουμένης πτελαίας, το οποίον ήτον τρυπημένον και κούφιον, τούτου χάριν ζήλω θείω κινηθείς ο αοίδιμος, επήγε και έκοψεν αυτό".
σύνδεσμος 1
σύνδεσμος 2

Ο Άγιος μάρτυς Αιμιλιανός (εορτάζει για την Εκκλησία στις 18 Ιουλίου).
Όθεν εμβαίνωντας μίαν φοράν μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, εσύντριψεν όλα τα είδωλα με το σφυρί οπού είχεν εις χείρας του".
σύνδεσμος 1
σύνδεσμος 2

Ο Άγιος Αιμιλιανός είναι γνωστός στην χριστιανική αγιογραφία και οι εικόνες που τον εμφανίζουν με το σφυρί που κατέστρεφε αγάλματα.

Η αλήθεια είναι ότι τα συναξάρια είναι σε απίστευτο βαθμό μυθολογήματα και εφόσον δεν μπορούμε να δεχτούμε ως αληθή τα εξόφθαλμα θαύματα που περιέχουν, άλλο τόσο και τις ιστορίες τους. Αυτά όμως μαζί και με τις πράξεις των ιστορικών αγίων, αλλά και ότι έχουμε δει ήδη για το πως επικράτησε ο Χριστιανισμός, δείχνουν την ιδεολογία των χριστιανών διαχρονικά στο πως έβλεπαν τις άλλες θρησκείες και το μίσος τους για τις θεωρήσεις των άλλων που δεν άντεχαν, κυρίως των αρχαίων Ελλήνων που τους θεωρούσαν "μιαρούς", και "διεφθαρμένους". Αντικατοπτρίζουν τελικά το ποιοι κατέστρεφαν τα αρχαία ιερά, επίσης αντικατοπτρίζει τον πραγματικό λόγο που έγιναν οι σχετικά λίγοι διωγμοί των χριστιανών: Έγιναν εξαιτίας της επιθετικής τους δράσης κατά της αρχαίας θρησκείας, αφού εκείνη την εποχή και μέχρι να επικρατήσουν, υπήρχε πραγματική ανεξιθρησκεία.

Βλέπετε, για τους χριστιανούς τότε δεν εθεωρείτο κακό να καταστρέψεις τον ναό μιας άλλης θρησκείας ή τα αγάλματα της, υπήρχαν άλλωστε και οι κανόνες του Δευτερονομίου που δεν φαίνεται κανείς στον Χριστιανισμό να τους θεωρεί ως άκυρους, το αντίθετο. Υπάρχουν επίσης και οι εντολές του ίδιου του Ιησού, που είπε: ότι όποιος δεν είναι μαζί του είναι εναντίον του, ότι θα φέρει διχόνοια και ότι όποιος είναι έξω από την διδασκαλία του, πρέπει να αποβληθεί και να ριφθεί στην φωτιά. Έτσι δεν μας κάνουν εντύπωση τα κατορθώματα και οι καταστροφές αγίων χριστιανών, αφού συμφωνούν και με την θεωρία του. Μια θεωρία που η σύγχρονη Εκκλησία θέλει να ξεχάσει ή να συμβολοποιήσει.

Η μελέτη αυτή μπήκε για να ξεκαθαρίσουμε άλλη μια φορά, ότι ο Χριστιανισμός στην ουσία του και συχνά με την πράξη του, δεν έχει καμιά σχέση με την αγάπη και την ειρήνη που δήθεν θέλει να μας πει, ειδικά στον τρόπο που εξαπλώθηκε. Ήταν φονταμενταλιστικός, δηλαδή επικροτούσε και εφάρμοσε την βία στους άλλους όπως κάνουν τώρα οι μουσουλμάνοι, το προβάλει αυτό σαν επίτευγμα στα κείμενα αλλά και σε εικόνες του. Έτσι εξαπλώθηκε και δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά διασφάλιση ότι δεν μπορεί να ξαναγίνει κάποια στιγμή το ίδιο.

ΔΕΣ: Άγιοι καταστροφείς

Αριστοτέλης: οι τόποι και η διαλεκτική

Τα ἔνδοξα και η διαλεκτική στον Αριστοτέλη

§1. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο Αριστοτέλης ανήκει στα πιο βαθυστόχαστα μυαλά της ανθρωπότητας και απέναντί του καμιά εποχή δεν έχει να αντιτάξει παρόμοιο ανάστημα[1]. Μια γενικότερη αντίληψη που ισχύει για την αριστοτελική φιλοσοφία, κατά τον γερμανό φιλόσοφο, είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει αναγάγει σε αρχή της γνώσης την εμπειρία[2]. Ωστόσο δεν μένει σε αυτή την εμπειρική περιοχή, αλλά επιχειρεί να συνδυάσει την εμπειρικά/εξωτερικά εκτυλισσόμενη συλλογιστική με μια εξόχως θεωρητική διεργασία[3]. Αυτός ο συνδυασμός αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αριστοτελικής θεωρίας περί διαλεκτικής. Το έργο, στο οποίο ο Αριστοτέλης αναπτύσσει κυρίως την εν λόγω θεωρία του, είναι τα Τοπικά, χωρίς να παραγνωρίζεται ορισμένως και το άλλο έργο του: Σοφιστικοί Έλεγχοι, όπου συζητά περισσότερο τη λειτουργική σχέση και αντίθεση σοφιστικής και διαλεκτικής υπό το πρίσμα μιας θεωρίας της αντίφασης. Στα Τοπικά πραγματεύεται τους τόπους, ήτοι «τις απόψεις, με βάση τις οποίες μπορεί να εξεταστεί ένα πράγμα»[4]. Έτσι, οι τόποι αποτελούν, υπό ένα ευρύ πνεύμα, σχήματα εξέτασης και έρευνας ενός αντικειμένου, κατά Λόγο σχήματα που επιτρέπουν μια σφαιρική κάτοψη του αντικειμένου και μια αντίστοιχη εκδίπλωση επιχειρημάτων, εναρμονισμένων με τις διάφορες όψεις του αντικειμένου. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα είδος διαλεκτικής, που χαρακτηρίζεται από εξωτερικούς προσδιορισμούς ανασκόπησης ή ανασκοπικής επιστροφής[5], κάτι δηλαδή σαν την μεταστοχαστική δραστηριότητα της σκέψης στην εγελιανή θεωρία της ουσίας[6]. Η διαλεκτική κατανοείται ως εκ τούτου στον Αριστοτέλη ως η μέθοδος εκείνη, που μας δίνει τη δυνατότητα να συλλογιζόμαστε για κάθε πρόβλημα και να υποβάλλουμε τη σκέψη μας σε έλεγχο, χωρίς να πέφτουμε σε αντιφάσεις, ακολουθώντας τους εν λόγω τόπους, που γενικώς είναι οι εξής: «α) διαφορετικότητα· β) ομοιότητα· γ) αντίθεσηˑ δ) σχέση-αναλογίαˑ ε) σύγκριση»[7].

§2. Στους καιρούς μας, που οι πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές γενικώς είναι συνυφασμένες με την καταστροφή σχεδόν του Λόγου, η Αριστοτελική Διαλεκτική αποκτά ιδιαίτερη πρακτική αξία, διότι αφορά ευθέως στη διανοητική στάση μας απέναντι στο ένα ή το άλλο θέμα και στην αποκατάσταση ενός αυθεντικώς διαλέγεσθαι, του οποίου οι ρίζες ανάγονται στο αντίστοιχο πλατωνικό διαλέγεσθαι, με όλες φυσικά τις εύλογες διαφοροποιήσεις του Αριστοτέλη. Η εν λόγω διαλεκτική είναι μια συλλογιστική και όχι λιγότερο διαλογική διαδικασία, όπου κατανέμονται ρόλοι και οι συνομιλητές θέτουν και δέχονται ερωτήσεις αντίστοιχα, λαμβάνοντας πάντα ως αφετηρία συζήτησης πιθανές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις αποδεκτές από όλους τους ανθρώπους, κοινές για όλους απόψεις ή αντιλήψεις. Αυτές τις κοινές απόψεις ο φιλόσοφος τις ονομάζει ἔνδοξα [: εν-δόξα (=γνώμη)] και, όπως διευκρινίζει, τις «συμμερίζονται όλοι ή οι πιο πολλοί ή οι σοφοί, και από αυτούς-εδώ ή όλοι ή οι περισσότεροι ή οι πιο γνωστοί και πιο ξακουστοί»[8]. Μια άποψη, επομένως, ή αντίληψη συγκροτεί διαλεκτική πρόταση, όταν έχει την αποδοχή ή τη συμφωνία όλων ή των περισσοτέρων ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για τις απόψεις, τις γνώμες και τις προτάσεις των σοφών [=των ειδικών]: δεν πρέπει να έρχονται σε αντίφαση με την κοινή γνώμη, δηλαδή με τη γνώμη των πολλών, γιατί τότε όλες αυτές είναι παράδοξα και όχι ἔνδοξα[9]. Όπως προκύπτει, το διαλεκτικό κριτήριο που καθιστά μια γνώμη διαλεκτική πρόταση δεν είναι γενικά η αποδοχή, αλλά η αποδοχή που εκπορεύεται από την πλειοψηφία των ανθρώπων, είτε πρόκειται για πλειοψηφία κοινών θνητών είτε ειδημόνων είτε άλλων ομάδων. Και από τον κύκλο τέτοιων και άλλων πλειοψηφιών, ας πούμε γενικώς συντεχνιακών, τον πρώτο λόγο τον έχει η πλειοψηφία των ανθρώπων ως σκεπτόμενων πολιτών. Ανάμεσα λοιπόν στη γνώμη των πολλών και εκείνη των ειδημόνων ή των άλλων ομάδων ο Αριστοτέλης προκρίνει ως ορθότερη τη γνώμη των πολλών. Γιατί; Επειδή προφανώς ετούτη η γνώμη, από άποψη αρχής, είναι περισσότερο κοντά στην αντικειμενική πραγματικότητα από κάθε γνώμη που εκφράζει η μεμονωμένη αυθεντία ή η συντεχνία. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με προσέγγιση της αλήθειας πάνω σε αυθεντικά και όχι φαντασιακά δημοκρατικό/αντικειμενικό έδαφος, στη δεύτερη με υποκειμενική περιχαράκωση της αλήθειας. Έτσι εξηγείται, γιατί και η «ειδημοσύνη», δηλαδή η μεμονωμένη γνώμη διαφόρων «ειδημόνων» –πολιτικών, οικονομολόγων, πανεπιστημόνων κ.λπ.– αποδεικνύεται συνήθως στην πράξη ως μη ρεαλιστική.

§3. Η αναγνωρισμένη γνώμη, έτσι όπως την κατανοεί ο Αριστοτέλης ως ἔνδοξον, εδράζεται σε ένα αληθινά αντικειμενικό έδαφος όχι μόνο επειδή απηχεί ένα είδος εδραίας γνώσης των πολλών, αλλά και γιατί αντικειμενικά, ιστορικά και κοινωνικο-ηθικά, αποτελεί το πρώτο, άδολο και φυσικώ τω τρόπω κεκτημένο γνώσης· γιατί τελικά εκφράζει την κατά φύση τάση του ανθρώπου να ορέγεται τη γνώση, δηλαδή να θέλει να σκέπτεται την αλήθεια. Ενσαρκώνει, με άλλα λόγια, την κατά Νίτσε ελεύθερη έκφραση του δημιουργικού ενστίκτου του ανθρώπου. Κατ’ αυτό το πνεύμα λοιπόν τα ἔνδοξα νομιμοποιούν την παρουσία τους όχι ως απόλυτη αλήθεια, ως θέσφατο, όπως συχνά-πυκνά προβάλλει η γνώμη του ειδήμονα ή η άκριτη κοινή γνώμη, αλλά ως ενδεχόμενη, ως πιθανή αλήθεια. Μια τέτοια σχετική αλήθεια, που είναι αναγνωρισμένη γνώμη της πλειοψηφίας και αληθές τεκμήριο της φυσικής τάσης όλων των ανθρώπων για την αλήθεια, είναι λιγότερο διαψεύσιμη από τη μονοσήμαντη γνώμη του ειδικού. Απ’ αυτή την άποψη, τα ἔνδοξα συγκροτούν την πρώτη ύλη της διαλεκτικής, η οποία ως διαλεκτικός συλλογισμός ασχολείται με τα νοήματα της ζωής, με τον Λόγο και τη Λογική ή το Λογικό-Είναι των πραγμάτων, όχι με τα ίδια τα πράγματα ως φυσικά αντικείμενα. Εάν επομένως ο συλλογισμός, ως τέτοιος, είναι ο «λόγος, στον οποίο, όταν τεθούν κάποια καθορισμένα πράγματα, αναγκαστικά προκύπτει, μέσω εκείνων που τέθηκαν, κάτι διαφορετικό από εκείνα που τέθηκαν»[10], διαλεκτικός είναι «ο συλλογισμός που ξεκινά να συλλογίζεται από κοινώς παραδεκτές απόψεις (ο εξ ἐνδόξων συλλογιζόμενος)»[11]. Δυνάμει αυτού του διαλεκτικού συλλογισμού αναπτύσσεται μια κατά Λόγο, ήτοι δια-Λογική επιχειρηματολογία, που δεν αποβαίνει αυτοσκοπός, αλλά αποβλέπει στην άσκηση της νόησης, έτσι ώστε η τελευταία να διαμορφώνει το δικό της παρατηρητήριο με τα αντίστοιχα υψώματα, τον δικό της στρατηγικό τόπο, ο οποίος δεν είναι αυθαίρετος ή δογματικός, αλλά πάντοτε διαλεκτικός, ήτοι ανοικτός προς συζήτηση και προς παραγωγή καθολικής σκέψης. Η ανοικτή συζήτηση, με τη μορφή του διαλεκτικού συλλογισμού, επιτρέπει στον Διαλεκτικό να επεξεργάζεται τις ενάντιες γνώμες, να εξετάζει το πιθανό ή σχετικό αληθές της μιας ή της άλλης θέσης και, προτού εγκαταλείψει τη μια θέση για χάρη της άλλης ή κάποιας άλλης, να διαπιστώνει πόσο αναγνωρισμένες είναι οι προτάσεις, δηλαδή τα ἔνδοξα, που αντιφάσκουν προς τη συγκεκριμένη θέση, και κατά πόσο οι εν λόγω προτάσεις, που έχουν ήδη ληφθεί ως προκείμενες του συλλογισμού, επιδέχονται τροποποίηση. Γενικώς, η διαλεκτική, όπως ό Αριστοτέλης την εκθέτει στα Τοπικά ως πρακτικό τρόπο σκέψης, είναι ένας «ανηλεής» διαλεκτικός/διαλογικός αγώνας, όπου οι «αντίπαλοι» υποστηρίζουν διαφορετικές θέσεις: ο ένας ως ερωτών και ο άλλος ως απαντών. Ο δεύτερος, κατά κανόνα, δέχεται και αποδέχεται αναγνωρισμένες αποφάνσεις, εκκινεί απ’ αυτές· γι’ αυτό και ο ερωτών πρέπει να διαθέτει απόθεμα από ἔνδοξα σε όλα τα δυνατά πεδία, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της διαλεκτικής αντιπαράθεσης.
-----------------------------
[1] Hegel: Werke 19, σ.132
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.
[4] Ό.π., σ. 235.
[5] Ό.π.
[6] Χέγκελ: Επιστήμη της Λογικής-η Διδασκαλία περί της Ουσίας
[7] Hegel: Werke 19, σ. 235.
[8] Τοπικά Α1 100b, 22-24.
[9] Ό.π., 104a, 10-12
[10] Τοπικά Α 100a, 25-27.
[11] Ό.π., 100a, 29–100b,1

ΠΛΑΤΩΝ: Λύσις (203a-205a)

Εισαγωγική σκηνή

[203a] Ἐπορευόμην μὲν ἐξ Ἀκαδημείας εὐθὺ Λυκείου τὴν ἔξω τείχους ὑπ᾽ αὐτὸ τὸ τεῖχος· ἐπειδὴ δ᾽ ἐγενόμην κατὰ τὴν πυλίδα ᾗ ἡ Πάνοπος κρήνη, ἐνταῦθα συνέτυχον Ἱπποθάλει τε τῷ Ἱερωνύμου καὶ Κτησίππῳ τῷ Παιανιεῖ καὶ ἄλλοις μετὰ τούτων νεανίσκοις ἁθρόοις συνεστῶσι. καί με προσιόντα ὁ Ἱπποθάλης ἰδών, Ὦ Σώκρατες, ἔφη, ποῖ δὴ πορεύῃ καὶ [203b] πόθεν;
Ἐξ Ἀκαδημείας, ἦν δ᾽ ἐγώ, πορεύομαι εὐθὺ Λυκείου.
Δεῦρο δή, ἦ δ᾽ ὅς, εὐθὺ ἡμῶν. οὐ παραβάλλεις; ἄξιον μέντοι.
Ποῖ, ἔφην ἐγώ, λέγεις, καὶ παρὰ τίνας τοὺς ὑμᾶς;
Δεῦρο, ἔφη, δείξας μοι ἐν τῷ καταντικρὺ τοῦ τείχους περίβολόν τέ τινα καὶ θύραν ἀνεῳγμένην. διατρίβομεν δέ, ἦ δ᾽ ὅς, αὐτόθι ἡμεῖς τε αὐτοὶ καὶ ἄλλοι πάνυ πολλοὶ καὶ καλοί.
[204a] Ἔστιν δὲ δὴ τί τοῦτο, καὶ τίς ἡ διατριβή;
Παλαίστρα, ἔφη, νεωστὶ ᾠκοδομημένη· ἡ δὲ διατριβὴ τὰ πολλὰ ἐν λόγοις, ὧν ἡδέως ἄν σοι μεταδιδοῖμεν.
Καλῶς γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ποιοῦντες· διδάσκει δὲ τίς αὐτόθι;
Σὸς ἑταῖρός γε, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ ἐπαινέτης, Μίκκος.
Μὰ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐ φαῦλός γε ἁνήρ, ἀλλ᾽ ἱκανὸς σοφιστής.
Βούλει οὖν ἕπεσθαι, ἔφη, ἵνα καὶ ἴδῃς τοὺς ὄντας αὐτόθι [αὐτοῦ];
[204b] Πρῶτον ἡδέως ἀκούσαιμ᾽ ἂν ἐπὶ τῷ καὶ εἴσειμι καὶ τίς ὁ καλός.
Ἄλλος, ἔφη, ἄλλῳ ἡμῶν δοκεῖ, ὦ Σώκρατες.
Σοὶ δὲ δὴ τίς, ὦ Ἱππόθαλες; τοῦτό μοι εἰπέ.
Καὶ ὃς ἐρωτηθεὶς ἠρυθρίασεν. καὶ ἐγὼ εἶπον· Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες, τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή· οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον ἐρᾷς, ἀλλὰ καὶ πόρρω ἤδη εἶ πορευόμενος τοῦ ἔρωτος. εἰμὶ δ᾽ ἐγὼ τὰ μὲν ἄλλα φαῦλος [204c] καὶ ἄχρηστος, τοῦτο δέ μοί πως ἐκ θεοῦ δέδοται, ταχὺ οἵῳ τ᾽ εἶναι γνῶναι ἐρῶντά τε καὶ ἐρώμενον.
Καὶ ὃς ἀκούσας πολὺ ἔτι μᾶλλον ἠρυθρίασεν. ὁ οὖν Κτήσιππος, Ἀστεῖόν γε, ἦ δ᾽ ὅς, ὅτι ἐρυθριᾷς, ὦ Ἱππόθαλες, καὶ ὀκνεῖς εἰπεῖν Σωκράτει τοὔνομα· ἐὰν δ᾽ οὗτος καὶ σμικρὸν χρόνον συνδιατρίψῃ σοι, παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ἀκούων θαμὰ λέγοντος. ἡμῶν γοῦν, ὦ Σώκρατες, ἐκκεκώφωκε τὰ [204d] ὦτα καὶ ἐμπέπληκε Λύσιδος· ἂν μὲν δὴ καὶ ὑποπίῃ, εὐμαρία ἡμῖν ἐστιν καὶ ἐξ ὕπνου ἐγρομένοις Λύσιδος οἴεσθαι τοὔνομα ἀκούειν. καὶ ἃ μὲν καταλογάδην διηγεῖται, δεινὰ ὄντα, οὐ πάνυ τι δεινά ἐστιν, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν τὰ ποιήματα ἡμῶν ἐπιχειρήσῃ καταντλεῖν καὶ συγγράμματα. καὶ ὅ ἐστιν τούτων δεινότερον, ὅτι καὶ ᾄδει εἰς τὰ παιδικὰ φωνῇ θαυμασίᾳ, ἣν ἡμᾶς δεῖ ἀκούοντας ἀνέχεσθαι. νῦν δὲ ἐρωτώμενος ὑπὸ σοῦ ἐρυθριᾷ.
[204e] Ἔστιν δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ Λύσις νέος τις, ὡς ἔοικε· τεκμαίρομαι δέ, ὅτι ἀκούσας τοὔνομα οὐκ ἔγνων.
Οὐ γὰρ πάνυ, ἔφη, τὶ αὐτοῦ τοὔνομα λέγουσιν, ἀλλ᾽ ἔτι πατρόθεν ἐπονομάζεται διὰ τὸ σφόδρα τὸν πατέρα γιγνώσκεσθαι αὐτοῦ. ἐπεὶ εὖ οἶδ᾽ ὅτι πολλοῦ δεῖς τὸ εἶδος ἀγνοεῖν τοῦ παιδός· ἱκανὸς γὰρ καὶ ἀπὸ μόνου τούτου γιγνώσκεσθαι.
Λεγέσθω, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτινος ἔστιν.
Δημοκράτους, ἔφη, τοῦ Αἰξωνέως ὁ πρεσβύτατος ὑός.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Ἱππόθαλες, ὡς γενναῖον καὶ νεανικὸν τοῦτον τὸν ἔρωτα πανταχῇ ἀνηῦρες· καί μοι ἴθι ἐπίδειξαι ἃ [205a] καὶ τοῖσδε ἐπιδείκνυσαι, ἵνα εἰδῶ εἰ ἐπίστασαι ἃ χρὴ ἐραστὴν περὶ παιδικῶν πρὸς αὐτὸν ἢ πρὸς ἄλλους λέγειν.
Τούτων δέ τι, ἔφη, σταθμᾷ, ὦ Σώκρατες, ὧν ὅδε λέγει;
Πότερον, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τὸ ἐρᾶν ἔξαρνος εἶ οὗ λέγει ὅδε;
Οὐκ ἔγωγε, ἔφη, ἀλλὰ μὴ ποιεῖν εἰς τὰ παιδικὰ μηδὲ συγγράφειν.
Οὐχ ὑγιαίνει, ἔφη ὁ Κτήσιππος, ἀλλὰ ληρεῖ τε καὶ μαίνεται.

***
[203a] Βάδιζα κατευθείαν από την Ακαδημεία προς το Λύκειο στο δρόμο που είναι έξω από το τείχος και ακριβώς κάτω από το τείχος· κι όταν έφτασα στη μικρή πύλη, στην κρήνη του Πάνοπα, συνάντησα τυχαία τον Ιπποθάλη του Ιερώνυμου και τον Κτήσιππο από την Παιανία μαζί με πολλούς άλλους νέους που στέκονταν εκεί. Κι ο Ιπποθάλης μόλις με είδε να πλησιάζω, «Σωκράτη», μου είπε, «πού πηγαίνεις; [203b] από πού έρχεσαι;»
Έρχομαι από την Ακαδημεία, είπα εγώ, και πηγαίνω κατευθείαν στο Λύκειο.
«Έλα κατευθείαν εδώ, σ᾽ εμάς», είπε εκείνος. «Δεν έρχεσαι πιο κοντά; Αξίζει τον κόπο».
Πού, είπα εγώ, σε ποιούς εσάς;
«Εδώ», είπε, και μου έδειξε ένα περίφραγμα και μια πόρτα ανοιχτή ακριβώς απέναντι από το τείχος. «Περνούμε τον καιρό μας εδώ», συνέχισε ο Ιπποθάλης, «εμείς και άλλοι παρά πολλοί και ωραίοι».
[204a] Τί ακριβώς είναι τούτο το μέρος; Τί κάνετε εδώ;
«Είναι παλαίστρα», είπε, «την έχτισαν τώρα τελευταία και περνούμε τον καιρό μας τις πιο πολλές φορές συζητώντας· θα ήταν χαρά μας αν συζητούσες κι εσύ μαζί μας».
Πολύ ωραία, είπα εγώ· και ποιός διδάσκει εδώ;
«Ο φίλος σου ο Μίκκος», απάντησε, «που μιλάει επαινετικά για σένα».
Μα το Δία, είπα, πραγματικά δεν είναι ασήμαντος ο άνθρωπος, κάθε άλλο μάλιστα, είναι επιδέξιος σοφιστής.
«Θέλεις, λοιπόν, να έρθεις μαζί μας, για να δεις κι αυτούς που είναι μέσα;»
[204b] Πρώτα πρώτα θα ήθελα να μάθω για ποιό λόγο θα μπω, ποιός είναι ο ωραίος.
«Στον καθένα μας, Σωκράτη», απάντησε αυτός, «αρέσει και κάποιος άλλος».
Και σ᾽ εσένα, Ιπποθάλη, ποιός αρέσει; Για πες μου.
Στην ερώτηση αυτή κοκκίνισε. Και εγώ του είπα: Ιπποθάλη, γιε του Ιερώνυμου, δεν χρειάζεται πια να μου πεις αν αγαπάς κάποιον ή όχι· γιατί τώρα ξέρω ότι δεν αγαπάς απλώς, αλλά σ᾽ έχει κυριέψει ο έρωτας. Εγώ βλέπεις, σ᾽ όλα τα άλλα είμαι ασήμαντος [204c] και άχρηστος, έχω όμως τούτο το, ας πούμε, θεϊκό χάρισμα: να μπορώ να ξεχωρίζω γρήγορα εκείνον που αγαπάει και εκείνον που αγαπιέται.
Κι αυτός, μόλις με άκουσε, κοκκίνισε ακόμη περισσότερο. Τότε ο Κτήσιππος του λέει, «Είναι πολύ αστείο, Ιπποθάλη, να κοκκινίζεις και να διστάζεις, να πεις το όνομα στο Σωκράτη· αν μείνει έστω και λίγο μαζί σου, θα υποφέρει από τις πολλές φορές που θα σε ακούσει να το αναφέρεις. Εμάς τουλάχιστον, Σωκράτη, μας έχει ξεκουφάνει, μας έχει πάρει [204d] τα αυτιά με το Λύσι· αν τύχει μάλιστα και τα έχει κοπανήσει λιγάκι, τότε πια ξυπνάμε στον ύπνο μας και νομίζουμε πως ακούμε το όνομα του Λύσι. Κι όσα διηγείται, όταν κουβεντιάζουμε μαζί του, είναι βέβαια τρομερά αλλά όχι και πάρα πολύ. Ουαί και αλλοίμονο όμως όταν αρχίζει να μας κατακλύζει με τα ποιήματα και τα πεζά του. Και το πιο φοβερό απ᾽ όλα: οι ύμνοι που τραγουδά για τον αγαπημένο του με υπέροχη φωνή, που είμαστε υποχρεωμένοι να την ακούμε και να την υπομένουμε. Κι όμως τώρα που τον ρωτάς εσύ, νά που αυτός κοκκινίζει».
[204e] Καθώς φαίνεται, είπα, αυτός ο Λύσις πρέπει να είναι κάποιος πολύ νέος· το συμπεραίνω από το ότι δεν μπόρεσα να καταλάβω από το όνομά του ποιός είναι.
«Συνήθως», είπε, «δεν τον λένε με το δικό του όνομα, αλλά εξακολουθούν να τον αναφέρουν με το όνομα του πατέρα του, επειδή ο πατέρας του είναι πάρα πολύ γνωστός. Αλλιώς είμαι βέβαιος ότι η μορφή του παιδιού αυτού κάθε άλλο παρά άγνωστη σου είναι· αφού και μόνο απ᾽ αυτήν θα μπορούσε ο Λύσις να είναι γνωστός».
Ας ακούσουμε λοιπόν, είπα εγώ, τίνος γιος είναι.
«Είναι ο μεγαλύτερος γιος του Δημοκράτη από την Αιξωνή», είπε εκείνος.
Ιπποθάλη, είπα τότε εγώ, πόσο ευγενικός και ωραίος είναι τούτος ο έρωτάς σου. Γιά πες μου όμως, σε παρακαλώ, κι εμένα όσα [205a] λες σ᾽ αυτούς εδώ, για να δω αν ξέρεις πώς πρέπει να μιλάει ο εραστής για τον αγαπημένο του στον ίδιο ή στους άλλους.
«Δίνεις λοιπόν, Σωκράτη, έστω και την παραμικρή σημασία σε όσα λέει αυτός εδώ;»
Τί λοιπόν, είπα εγώ, το αρνείσαι ότι είσαι ερωτευμένος με αυτόν που λέει ο Κτήσιππος;
«Όχι βέβαια», απάντησε, «αρνούμαι όμως ότι γράφω ποιήματα και άλλα παρόμοια για τον αγαπημένο μου».
«Άρρωστος είναι», είπε ο Κτήσιππος, «δεν ξέρει τί λέει, τα ᾽χει χαμένα».