Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Άραγε το κυνήγι της ευτυχίας οδηγεί στην ευτυχία;


Η απόλαυση γίνεται σχεδόν ηθική μου υποχρέωση και νιώθω ένοχος όταν δεν απολαμβάνω.

Παρακάτω παρουσιάζεται ένας οδηγός ναυτιλωμένων προς την δυστυχία. Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο με τεχνικές ώστε ο καθένας μας να μπορεί να δημιουργεί την δυστυχία του μόνος του ή και παρέα με άλλους. Γιατί για να είσαι δυστυχής χρειάζεται προσπάθεια. Δεν είναι απλά το πεπρωμένο.

Οι οδηγίες που ακολουθούν μας δείχνουν τον δρόμο προς την μεθοδική αναζήτηση της δυστυχίας. Έτσι, αν γνωρίζουμε τον δρόμο μπορούμε πάντα να τον επιλέγουμε. Και πώς γίνεται αυτό; Θα αντιστρέψουμε τους όρους σε μία φράση του Λέον Τολστόι, ο οποίος είπε: «αν θες να είσαι ευτυχισμένος, απλά γίνε!». Εμείς θα εστιάσουμε στο εκ διαμέτρου αντίθετο: «αν θές να είσαι δυστυχισμένος, απλά γίνε!». Στο χέρι σου είναι.

Να σε κάψω Γιάννη μ’, να σ’ αλείψω λάδι.
Ο δρόμος της δυστυχίας δεν χρειάζεται να είναι μοναχικός. Όλοι μπορούμε να βρούμε συμμάχους που θα μας βοηθήσουν σε αυτό το έργο. Αρκεί να επιλέξουμε τους κατάλληλους.

Ο Bateson χρησιμοποίησε έναν σαφή διαχωρισμό που μπορεί να είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στην σύγκρουσή μας με οποιονδήποτε παρτενέρ. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι στην επικοινωνία υπάρχουν δύο διαφορετικά επίπεδα: το επίπεδο του αντικειμένου και το επίπεδο της σχέσης. Ας πάρουμε το παράδειγμα με το σκόρδο: την στιγμή που πλησιάζω το σύντροφό μου, ώστε να του αποσπάσω ένα παθιασμένο φιλί, μία δυσάρεστη οσμή αναδύεται από την αναπνοή του. Σε επίπεδο αντικειμένου, «η μυρωδιά μού είναι δυσάρεστη». Σε επίπεδο σχέσης, «θέλω να σε φιλήσω». Ο σύντροφός μου που θέλει άνευ όρων αποδοχή, θα αντιδράσει: «αν με αγαπούσες πραγματικά, θα το άντεχες. Η δυσφορία σου είναι τρανή απόδειξη ότι δεν με αποδέχεσαι για αυτό που είμαι». Φτάνει, δηλαδή, να μπλέξουμε αυτά τα δύο επίπεδα μεταξύ τους και η παρεξήγηση δεν είναι μόνο ένα διακαής πόθος, αλλά πραγματικότητα.

Μία άλλη πολύ χρήσιμη τεχνική είναι η «μέθοδος να τρελάνεις τον άλλον». Η εφαρμογή της είναι απλούστατη: παρουσιάζουμε στον παρτενέρ μας ένα δίλημμα και τον προτρέπουμε να επιλέξει με την «ψευδαίσθηση της εναλλακτικής λύσης». Με άλλα απλά λογια, «να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Το ακόλουθο παράδειγμα είναι πολύ διαφωτιστικό προς αυτή την κατεύθυνση. Ας σκεφτούμε την καθημερινή κατάσταση στην οποία ο παρτενέρ μου θέλει να τα βρούμε. Μου λέει στην ουσία: «σε παρακαλώ, το ξέρεις ότι σε αγαπώ πραγματικά. Αν τα βρούμε τώρα θα σου είμαι απολύτως αφοσιωμένος. Όμως, αν σου περάσει από το μυαλό να με απορρίψεις, μπορεί να χάσω τον έλεγχο και να σου κάνω την ζωή μαρτύριο!». Η παγίδα εδώ είναι ότι δεν έχω να κάνω με μία καθαρή επιλογή. Το πρώτο σκέλος του μηνύματος περί αληθινής αγάπης, αναιρείται από το δεύτερο. Γιατί πως γίνεται κάποιος να με αγαπάει και παράλληλα να θέλει να με βλάψει, αν του πω όχι;

Όταν η απόλαυση γίνεται καθήκον
Μία γυναίκα λέει στον σύζυγό της: «αγάπη μου πολύ σφιχτή έχει γίνει η συμπεριφορά σου τώρα τελευταία. Μα επιτέλους, γίνε αυθόρμητος!». Εδώ υπάρχει μία παγίδα, γιατί πώς μπορώ να γίνω «αυθόρμητος» κατόπιν παραγγελιάς; Πώς μπορεί μία συμπεριφορά να είναι αυθόρμητη όταν εμφανίζεται έπειτα από μία προστακτική («γίνε αυθόρμητος!»);

Αν ξεπεράσει κανείς την παραδοξολογία του παραπάνω παραδείγματος, μπορεί στην συνέχεια να διαπιστώσει ότι όλοι λίγο -πολύ βρισκόμαστε υπό το κράτος αυτού του κελεύσματος: «Απολαύστε!». Τώρα πλέον έχουμε χειραφετηθεί από τις απαγορεύσεις του παρελθόντος. Αντί αυτών υπάρχει ένα πλέγμα προτροπών, όπου το ζητούμενο είναι πώς θα πολλαπλασιάσει κανείς τις εμπειρίες της απόλαυσης. Υπάρχει ένας καταναλωτισμός της απόλαυσης που τελικά η ίδια περιορίζεται περισσότερο από ποτέ.

Σε μία εποχή όπου όλα επιτρέπονται πώς γίνεται εγώ να μην απολαμβάνω; Η απόλαυση έτσι γίνεται σχεδόν ηθική μου υποχρέωση και νιώθω ένοχος όταν δεν απολαμβάνω. Δεν νιώθω πια ένοχος επειδή παραβιάζω ηθικές απαγορεύσεις επιδιδόμενος σε παράνομες απολαύσεις, αλλά επειδή μου είναι αδύνατον να απολαύσω.

Ποια είναι λοιπόν η θέση του αυθορμητισμού, όταν η απόλαυση γίνεται σχεδόν μία καταναγκαστική πράξη; Γιατί αν το σκεφτούμε λογικά, όπου υπάρχει αυθορμητισμός δεν υπάρχει καταναγκασμός και τ’ ανάπαλιν, καθώς πρόκειται για δύο έννοιες ολοσδιόλου ασυμβίβαστες. Πώς μπορώ να απολαμβάνω αυθόρμητα, όταν οφείλω στον εαυτό μου να είμαι ευτυχισμένος; Κι αν μία μέρα η διάθεσή μου τυχαίνει να είναι μελαγχολική, αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να το επιτρέψω στον εαυτό μου. Αν επιθυμία μου είναι να μην λοξοδρομήσω από το μονοπάτι στης δυστυχίας, χρειάζομαι επιπλέον ενοχές και πίεση που δεν νιώθω καλά. Η συνταγή είναι πολύ απλή: αρκεί να κάνω την απόλαυση καταναγκασμό και όταν δεν απολαμβάνω να νιώθω ενοχές για αυτό.

Ανατομία της επιθυμίας
Ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος να περιπλέξω την σχέση μου με τους άλλους είναι μέσα από την τεχνική: «διυλίζω τον κώνωπα και καταπίνω την κάμηλον». Η αγάπη που τρέφει ο παρτενέρ για μένα είναι ένα μυστήριο, «δεν μπορεί, κάποιο λάκκο έχει η φάβα». Και επειδή χρειάζομαι διαβεβαιώσεις, το ψάχνω λίγο παραπάνω και τον ρωτάω: «Λες ότι με αγαπάς. Όμως, τι είναι σε μένα αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι έτσι; Τι βλέπεις σε μένα που σε κάνει να με επιθυμείς κατ’ αυτόν τον τρόπο;». Με άλλα λόγια, βάζω στο μικροσκόπιο τα αισθήματά σου για μένα, μήπως καταφέρω να τα συλλάβω κι εγώ ο ίδιος.

Γιατί πώς γίνεται να με αγαπάς, έναν άνθρωπο ανάξιο αγάπης; Για να σου συμβαίνει αυτό, κάτι πάει στραβά με σένα. Το να μ’ αγαπάς, σε μένα δείχνει ότι δεν αξίζεις την αγάπη μου. Μία «αλά Δον Ζουάν» συμπεριφορά συμπυκνώνεται στην εξής φράση: «Αν γίνετε δική μου, τότε χάνω με την κατάκτησή σας αυτήν που λατρεύω». Κι εκεί είναι που ανοίγω τα πανιά μου στην αναζήτησή ενός άλλου αντικείμενου προς κατάκτηση. Μέχρι που θα το κατακτήσω και αυτό και θα αναγκαστώ στην συνέχεια να το αφήσω κ.ο.κ. Πρόκειται για μία διαδρομή παρόμοια με αυτή του γάιδαρου που προσπαθεί να δαγκώσει το καρότο. Και η διαδρομή συνεχίζεται…

Στις σχέσεις συμβαίνει πολύ συχνά το πρωταρχικό ερώτημα της επιθυμίας να μην είναι ευθύ. Δεν αναρωτιέμαι, λοιπόν, «τι θέλω;», αλλά, «τι θέλει ο άλλος από μένα;», «τι είμαι εγώ για αυτόν τον άλλον;» και «μα τι επιτέλους βλέπει σε μένα;». Εδώ, κατά τον Λακάν, βρίσκεται το αδιέξοδο της ανθρώπινης επιθυμίας: «Η επιθυμία είναι επιθυμία του άλλου». Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι δυσκολεύομαι να διακρίνω ανάμεσα σε αυτό που είμαι και αυτό που επιθυμεί ο άλλος από μένα. Τα δικά μου θέλω μπερδεύονται με τις προσδοκίες του παρτενέρ μου. Αυτό που επιθυμώ είναι ο άλλος να με επιθυμήσει.

Όπως άλλωστε λέει και μία ελληνική παροιμία «καλύτερα να είσαι η αγάπη ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου». Με αγαπούν, άρα υπάρχω. Επομένως μία δοκιμασμένη τεχνική για την επίτευξη της δυστυχίας στις σχέσεις μας με του άλλους είναι να αντιστρέψουμε τους όρους που χρησιμοποίησε ο Έριχ Φρομ για την ώριμη αγάπη. Αντί να «σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ», θα «σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι».

Να μην επιδιώκεις το όφελός σου.
Μία πολύ καλή μέθοδος ώστε οι σχέσεις να είναι μία μόνιμη πηγή απογοήτευσης είναι η λεγόμενη: «Δίνε χωρίς να παίρνεις». Τα προσωπικά συμφέροντα φθείρουν τις σχέσεις. Οπότε πώς μπορεί σε μία σχέση αγάπης να χωρέσει η επιθυμία για ανταπόδοση; Εγώ αγαπώ αρκετά και για τους δυο μας. Στις σχέσεις μου υπηρετώ μόνο τα υψηλά ιδανικά και δεν περιμένω τίποτε από τον παρτενέρ μου. Ο αλτρουισμός κυλάει στο αίμα μου.

Υπάρχει, βέβαια, μία περίπτωση να δω την απόφανση αυτή, όπως αναφέρει ο Νίτσε, ως το ηθικό φύλλο συκής που κρύβει μία εντελώς διαφορετική έως και σκοτεινή μου πλευρά: την υστεροβουλία. Διακρίνω στην ουσία ποταπά κίνητρα πίσω από την ενάρετη συμπεριφορά. Και αναρωτιέμαι: «μήπως κάνω ό,τι κάνω από ενοχές;», «μήπως τελικά κάτι περιμένω από τον άλλον;» ή «μήπως δίνω για να τραβήξω την προσοχή;». Γιατί μία σχέση βασίζεται σε αληθινά αισθήματα και όχι οφέλη.

Άλλωστε στις σχέσεις αγάπης, χρειάζεται να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Και για να υπάρξει βοήθεια χρειάζονται δύο, κάποιον που την χρειάζεται και κάποιον που την προσφέρει. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της λεγόμενης «συμπαιγνίας», που ορισμένες φορές μπορεί να αγγίξει έως και τα όρια της συνομωσίας!

Η συμπαιγνία συνήθως είναι μία άρρητη συμφωνία όπου καθένας επιβεβαιώνεται μέσα από τον ρόλο που παίζει με τον άλλον. Υπάρχω, δηλαδή, μέσα από τον ρόλο που μου δίνεις και ταυτόχρονα επιλέγω ο ίδιος να παίζω. Ο καθένας λειτουργεί για τον άλλον ως καθρέπτης της δικής του πραγματικότητας. Ο παρτενέρ μέσα από τον ρόλο του μου επιτρέπει να είμαι αυτό που θέλω να είμαι και αντίστοιχα επιτρέπω στον άλλον να είναι αυτό που θέλει να είναι. Υπάρχει τέλεια σχέση αμοιβαιότητας, όπου συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον.

Οι ρόλοι που παίζουμε είναι ανταποδοτικοί και ο ένας δεν υπάρχει δίχως τον άλλον. Πώς άλλωστε μπορεί να υπάρξει θύμα δίχως θύτη, γιατρός δίχως ασθενή, δικαστής δίχως κλέφτη, δάσκαλος χωρίς μαθητές ή ηγέτης χωρίς ακόλουθους; Αρκετά συχνά μάλιστα συμβαίνει να επιλέγω διαφορετικούς πρωταγωνιστές για να παίξουν ένα κατά τα άλλα απαράλλαχτο ρεπερτόριο ρόλων. Επιλέγω, δηλαδή, διαφορετικούς παρτενέρ με τον ίδιο ρόλο. Αυτό ακριβώς είναι και μία από τις πιο εγγυημένες μεθόδους που εξασφαλίζουν την δυστυχία στις σχέσεις: ταυτίζω τον εαυτό μου με τον ρόλο μου, και το ίδιο κάνω και στον παρτενέρ μου. Έτσι, η συμπαιγνία καταλήγει να είναι ένας φαύλος κύκλος που επαναλαμβάνεται αέναα σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια.

Στραβός είν’ ο γυαλός, μήτε στραβά αρμενίζω;
Κάθετι ξένο φαίνεται απόκοσμο, κάθετι διαφορετικό, στην καλύτερη περίπτωση μας ξαφνιάζει. Ο,τιδήποτε πέρα της δικής μου θέασης των πραγμάτων, φαντάζει παράλογο: «Ε, όχι, δεν είναι δυνατόν!». Πόσες φορές δεν έχω αναρωτηθεί αυτό: «Μήπως ζω ένα θέατρο του παραλόγου;».
Το «παράλογο» μπορεί να υποκινείται από την ιδέα ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει την δική του άποψη, αρκεί να συμφωνεί με την δική μου. Ή με λόγια πιο απλά: «Η δική μου άποψη είναι η σωστή». Ο δικός μου δρόμος είναι ο σωστός δρόμος. Αυτό που είναι διαφορετικό, μερικές φορές μου φαίνεται τρελό έως και παρανοϊκό. Ώρες, ώρες αυτό που μου λέει ο άλλος στ’ αυτιά μου ακούγεται αδιανόητο.

Και για αυτό τί μου απομένει να κάνω; Βάζω ετικέτες για να μετατρέπω το ξένο σε κάτι πιο οικείο: «Οι άντρες είναι γουρούνια, οι γυναίκες σκύλες. Οι Παναθηναϊκοί βάζελοι και οι Ολυμπιακοί γαύροι. Οι ξανθές είναι ηλίθιες. Οι μετανάστες είναι κακοποιά στοιχεία. Οι Εβραίοι είναι καβουροτρέπηδες ή και καβουρο-τσίπιδες, οι Ρώσοι μεθύστακες, οι πολιτικοί διεφθαρμένοι, οι τρελοί για δέσιμο. Οι ασφαλίτες είναι χαφιέδες, οι μπάτσοι γουρούνια και δολοφόνοι. Οι Αυστραλοί είναι βλάχοι, οι Γερμανοί δεν έχουν χιούμορ, οι Μεξικάνοι είναι τεμπέληδες, οι Ιάπωνες είναι εύθικτοι, οι Βέλγοι είναι ξενέρωτοι.

Και με όλη αυτήν την διαφορετικότητα που συναντώ, αναρωτιέμαι: «Στραβός είν’ ο γυαλός, μήτε στραβά αρμενίζω; Και μερικές φορές βλέπω στις ανθρώπινες σχέσεις ότι στραβός είναι ο γυαλός. Και τότε τί κάνω; Ισιώνω το τιμόνι μου, ή παίρνω την στροφή αλλιώς; Άραγε τί απόφαση λαμβάνουν οι αμετανόητα πιστοί στην δυστυχία; Οι πιστοί στην δυστυχία επιλέγουν να ταξιδεύουν σε στραβό γυαλό και με αέρα στα πανιά τους.

Οι σχέσεις είναι ζήτημα στρατηγικής
Συχνά, οι οι άνθρωποι βλέπουμε τις σχέσεις ωσάν να είναι παιχνίδι. Για να το κατανοήσουμε αυτό καλύτερα, ας πιάσουμε το νήμα από έναν ανώτερο κλάδο των μαθηματικών, την λεγόμενη «Θεωρία των Παιγνίων».

Για να υπάρχει ένα παιχνίδι, σίγουρα χρειάζονται περισσότεροι από έναν συμμετέχοντες ή αλλιώς «παίκτες». Έτσι, δεν είμαι μόνος μου, αλλά βρίσκομαι σε μία τροχιά αλληλεπίδρασης με τον άλλον. Ανάλογα με την ερμηνεία της αλληλεπίδρασης που δίνει έκαστος παίχτης, επιλέγει να ενεργήσει, εφαρμόζει, δηλαδή, μία στρατηγική. Και η στρατηγική έκαστου παίχτη που αποσκοπεί; Μα φυσικά στο να κερδίσει. Ποιο είναι άλλωστε το ίδιο το νόημα του παιχνιδιού; Γιατί καθένας που θέλει να σέβεται τον εαυτό του, δεν θα επιδιώξει να είναι ο χαμένος της υπόθεσης.

Το εύλογο ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει είναι: «Πώς μπορώ να κερδίσω στο πικάντικο παιχνίδι των σχέσεών μου με τους άλλους;». Και πώς θα το μετρήσω αυτό το κέρδος; Μα φυσικά από τις απολαβές και τις απώλειες που θα έχω όντας «παίκτης».Στα παίγνια, κατά βάση, υπάρχουν δύο ειδών αποτελέσματα: αυτά με μηδενικό άθροισμα και τα άλλα μη μηδενικού αθροίσματος, όπου το κέρδος κάποιου δεν σημαίνει την ζημιά του άλλου. Και οι δύο μπορεί να κερδίσουν ή να χάσουν αντίστοιχα. Αντίθετα, στις εκβάσεις μηδενικού αθροίσματος «εγώ κερδίζω, εσύ χάνεις» ή «εσύ κερδίζεις εγώ χάνω». Απλά τα πράγματα. Όμως αυτά μπορεί να μην είναι και τόσο απλά για τους πιστούς ακόλουθους στην δυστυχία, καθώς επιλέγουν πάντα να χάνουν.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα μήπως και διαφωτίσει τα πράγματα. Ένας άντρας και μια γυναίκα προσπαθούν να αποφασίσουν πως θα περάσουν το απόγευμα τους. Ο άντρας προτιμά να μείνουν σπίτι και να δούνε τον αγώνα που έχει στην τηλεόραση, ενώ η γυναίκα προτιμά να πάνε στην όπερα. Και οι δύο όμως θέλουν να κάνουν κάτι μαζί και όχι να μείνουν χώρια.

Σημαντικό ρόλο σε αυτό το παιχνίδι έχει το ποιος θα παίξει πρώτος και θα ανακοινώσει την απόφαση του στο ταίρι του. Αν για παράδειγμα, η γυναίκα έχει αγοράσει από πριν τα εισιτήρια για την όπερα, είναι πολύ πιθανόν ο άντρας να πεισθεί και να επιλέξει από την αρχή να πάνε στην όπερα παρόλο που θα προτιμούσε τον αγώνα. Σε πάρα πολλά παιχνίδια, όχι σε όλα, αυτός που κινείται πρώτος έχει και το πλεονέκτημα.

Τίθεται, δηλαδή θέμα διαπραγμάτευσης. Ζω σημαίνει παζαρεύω. Αν το ζητούμενο, είναι περάσουμε το απόγευμα μαζί, δεν έχει δα και τόση σημασία το ‘που’, αρκεί να είμαστε μαζί. Αν πάλι θέλουμε να παίξουμε παιχνίδια κυριαρχίας, τότε αλλάζουν και οι όροι του παινιδιού. Αν το ‘που’ γίνεται στοίχημα για τον ίδιο μου τον εαυτό, τότε κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει, ή χάνουν και οι δύο. Και ποια κατεύθυνση, πιστεύετε ότι θα ακολουθούσαν οι φλερτάροντες με την δυστυχία;

Πιθανότατα, να παρέβλεπαν να ακούσουν κάποια λόγια από την Άπω Ανατολή και συγκεκριμένα την Κίνα, τον 5ο αιώνα π.Χ. Ο Σουν Τσου είπε: «Αν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι για το αποτέλεσμα ακόμα και εκατό 100 μάχων. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου, αλλά δεν γνωρίζεις τον εχθρό, για κάθε νίκη που θα κερδίζεις, θα έχεις και μία ήττα. Εάν δεν γνωρίζεις ούτε τον εαυτό σου, ούτε τον εχθρό θα νικηθείς σε κάθε μάχη.»!

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου