Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Ο Θεός Παν, η Νύμφη Σύριγξ, η γκάιντα και η βαζελίνη

Παν ο Ικανοποιημένος
αρχείο λήψηςΕμένανε δεν με κόφτει να σκαρφίζομαι φανταστικές ιστορίες. Δεν έχω ετούτο το χάρισμα. Για τον λόγο αυτόν ότι θα γράψω παρακάτω δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αφήγηση, να δηλαδή, όπως εξελίχτηκε ένα περιστατικό, που μου έτυχε μέσα στον βίος μου.
Πήγα λοιπόν για μια ανάγκη μου στο νοσοκομείο της πόλης που ζω, και μόλις τέλειωσα την δουλειά μου, μπήκα μέσα στο πρώτο φαρμακείο που δεν ήταν πάνω από είκοσι μέτρα από την πόρτα του.Ήταν εκεί μέσα μια κοπέλα, που έπαιρνε τις συνταγές, καμμιά εικοσιπέντε  χρονών και στο βάθος η ιδιοκτήτρια (όπως έμαθα μετά), μια πενηντάρα να πω, πολύ σενιαρισμένη όμως η κυρία και καμπόσο ομορφούλα. Και παραγγέλνω της κοπελίτσας
παρακαλώ πέντε βαζάκια βαζελίνη.
Για να πω την  αλήθεια μου, δεν μ΄ενδιέφερε τόσο να προσέξω την αντίδραση της υπαλλήλου όσο της ιδιοκτήτριας. Το λέω αυτό επειδή το είχα προαποφασίσει να τραβήξω το βίντεο που θα παιζόταν, λόγω της ιδιαιτερότητας της παραγγελίας μου. Μάλιστα όσο γινόταν και σε καταγραφή με την καλύτερη δυνατόν ανάλυση. Με το που πετάω το βεγγαλικό, βλέπω την κυρία να σηκώνεται όρθια και να στρέφεται ολόσωμη προς την πλευρά μου. Λέω τότε μέσα μου: μάγκα μου το σενάριο ξεκίνησε καλά στην εφαρμογή.
Μου φέρνει το κορίτσι πέντε βαζάκια βαζελίνη, και μόλις τα βλέπω της λέω
-   μήπως έχετε πιο μεγάλα; Αυτά δεν θα τελειώσουν την δουλειά μου.
Της μιλάω της κοπέλας αλλά το βλέμμα μου είναι στραμμένο, με τρόπο όμως, πάνω στην κυρία. Στο δευτερόλεπτο κόβει η κυρία το σκοινί που την κρατούσε στο πόστο της και ξεκινάει προς την μεριά μου. Μέχρι να φτάσει μπροστά μου ήδη η υπάλληλός της είχε φέρει τα πέντε βάζα, τα οποία να μην είχαν κανένα κιλό βάρος όλα μαζί. Μπορεί και ενάμισι.
-   Με συγχωρείτε κύριε, σας παρακαλώ μη με παρεξηγείτε για την αδιάκριτη ερώτηση, αλλά τι θα την κάνετε τόση βαζελίνη;

Δεν το περίμενα να πετύχει σε τέτοιο μεγάλο βαθμό το γύρισμα της ταινίας που υπολόγιζα να τραβήξω. Να πηγαίνουν δηλαδή όλα ρολόι και με το παραπάνω. Πήρα, που λέτε κι εγώ μεγάλο θάρρητα και τροποποίησα στο δευτερόλεπτο το σενάριο, να το κάνω πιο ξωπέταχτο. Πιο εξτρίμ, που το λένε τώρα.Και της λέω της κυρίας
-   θα σας απαντήσω κυρία μου, αλλά θα σας παρακαλέσω κι εγώ με την σειρά μου, να μη με παρεξηγήσετε, όπως κι εγώ καθόλου δεν σας έχω παρεξηγήσει. Μάλιστα θα σας πω όλη την αλήθεια χωρίς δισταγμό, διότι πρόκειται για ιστορία ερωτικής φύσης.
Εδώ σας παρακαλώ – όσες κι όσοι διαβάζετε ακόμη την παρούσα αφήγηση  – να μην πάρετε τα λόγια μου αυτά καθόλου ως πειρακτικά και κοροϊδευτικά, επειδή αυτό που είπα της κυρίας ήταν και είναι μια ανεπιτήδευτη αλήθεια. Επίσης αν και το θέλω πολύ να περιγράψω την αποτύπωση της περιέργειας της κυρίας φαρμακοποιού στο πρόσωπό της, μετά από το «ιστορία ερωτικής φύσης», που της ξομολογήθηκα, δεν θα το κάνω, επειδή τα πινέλα και τα χρώματα που μπορώ να διαθέσω, για την εν λόγω απαίτηση, δεν επαρκούν, ώστε να μην αδικήσω το σχετικό εικαστικό αποτέλεσμα.
Κυρία μου, πρόκειται για τρεις αγαπητικιές μου, οι οποίες αν δεν τις αλείψω πατόκορφα με βαζελίνη δεν μαλακώνει το δέρμα τους, με αποτέλεσμα όταν τις σφίγγω στην αγκαλιά μου, λόγω του ισχυρού πάθους μου,  υπάρχει κίνδυνος να τις πληγώσω και να δημιουργήσω σκασιματάκια στην επιδερμίδα τους. Όταν όμως μαλακώσω καλά το δέρμα τους με μπόλικη βαζελίνη, τότε μου το παίζουν – εδώ πήρα μια βαθιά ανάσα – το τραγούδι μου πιο γλυκά και πιο μαλακά.
Το «τρεις» που ανάφερα φαίνεται ότι σήκωσε μεγάλη πίεση μέσα στο κρανίο της κυρίας φαρμακοποιού. Αυτό το κατάλαβα, διότι είδα τους βολβούς των ματιών της να προεκτείνονται σε βαθμό που να γίνεται αντιληπτός.
-   Μη φανταστείτε όμως ότι τις παίζω και τις τρεις ταυτοχρόνως, συμπλήρωσα. Μια – μια ξεχωριστά κι εκείνο με πολύ φύσημα.
Τώρα αν ήταν εκείνη η λέξη το φύσημα που είπα ή αν έπαιξε ρόλο και κάτι άλλο αυτό δεν θα το μάθω ποτέ, που η κυρία φαρμακοποιός βρήκε αμέσως την κοντινότερη καρέκλα για να πέσει πάνω της.
Δηλαδή, με ρωτάει, είναι εύκολο να μας το πείτε τώρα πώς γίνεται αυτό με το φύσημα, γιατί ούτε που μου έτυχε να ακούσω αυτόν τον τρόπο;
Να μην πω τώρα κι εγώ όλη την αλήθεια; Στο σημείο αυτό μου κώλωσε το σενάριο. Κατάλαβα ότι η μηχανή που είχα στήσει χτύπησε μπιέλα. Δεν το σήκωνε άλλο η ατμόσφαιρα να της προσθέσω κι άλλο μυστήριο. Κι άμα θελήσει κανείς να κολλήσει πάνω σε ασήμι κομμάτι από χορδά, ε, δεν είναι και ότι το καλύτερο.
-   Να σας πω κυρία μου, εγώ είμαι γκαϊντατζής και την βαζελίνη την θέλω για να αλείψω τα τομάρια για τρεις γκάιντες που έχω ετοιμάσει εδώ και λίγο καιρό. Επειδή τα κατεργάζομαι με χοντρό αλάτι ξηραίνονται και στεγνώνουν πολύ. Με την βαζελίνη όμως τα φέρνω σε μεγάλη μαλακωσύνη, που να τα έχω μέσα στην αγκαλιά μου, όταν τα φυσάω για να φουσκώσουν,  σαν να αγκαλιάζω μια αγαπητικιά. Και να σας πω και το άλλο. Μόλις φύγω απ’ εδώ θα πάω να αγοράσω κάμποσες κάψουλες με σκόνη βανίλιας, τις οποίες θα τις αδειάσω μέσα τους, για να μοσχοβολάνε τα κοριτσάκια μου.
Αυτά που επακολούθησαν από την μεριά της κυρίας φαρμακοποιού δεν έχω τώρα εδώ καμμιά υπομονή να τα εξιστορήσω γιατί είναι πολλά και ελαφριά. Τρόμαξα να ξεμπερδέψω για να την κοπανίσω μέσα από το φαρμακείο της. Μοναχά να σας πω ότι συνεχώς μου επαναλάμβανε ότι έβρισκε πολύ ενδιαφέρον το επάγγελμά μου, παρ’ όλο που ιδέα δεν είχε η κυρία τι πάει να πει γκάιντα, τι λογής είναι αυτό το όργανο και πώς παίζεται. Δεν ξέρω αν υπολόγισα καλά το είδος της αντίδρασής της αλλά μου έδινε την εντύπωση γυναίκας που αισθάνονταν πολύ εξαπατημένη, κι εδώ που τα λέμε με το δίκιο της η κυρία.
Να προσθέσω εδώ όμως και το ελαφρυντικό μου: είχα δοκιμάσει να λύσω το πρόβλημα της μαλακωσύνης των τομαριών των ασκαύλων μου με μέσα που να μην ταλαιπωρώ με τα όζοντα δέρματά τους ανθρώπους που επιτηδεύονται μέσα σε χώρους πεντακάθαρους και ντελικάτους. Έλα μου όμως που δεν μου καθόταν η λύση του προβλήματος αυτού. Με τα καλύτερα ελαιόλαδα τα άλειψα αλλά από την μια μου λεκιάζανε τα ρούχα μου κι από την άλλη μετά από λίγες μέρες μου μύριζαν ταγκίλα. Μέχρι και αμυγδαλέλαιο χρήστηκα αλλά του κάκου.
Ας αφήσω τώρα κατά μέρος αυτό το περιστατικό και να ξομολογηθώ την σχέση του οργανοπαίχτη γκαϊντατζή με το όργανό του. Περίεργη ιστορία. Γι’ αυτό θα την αραδιάσω εν συντομία. Αν όμως δεν έχει δει ποτέ κανείς γκαϊντατζή να παίζει αυτό το όργανο, πολύ δύσκολα θα καταλάβει το τι θέλω να εξηγήσω. Ακόμη δε και να τον έχει δει, αν δεν καθίσει να τον παρατηρήσει με πολύ προσοχή, και πάλι δεν θα καταλάβει πολλά.
?????????????????????????????????????????????????????Κοντολογίς ο γκαϊντατζής είναι ερωτευμένος με το όργανό του. Για να το παίξει πρέπει να το αγκαλιάσει με μεγάλη προσοχή και να το σφίγγει με πολύ λεπτότητα και μέτρο, επειδή από την πίεση που του ασκεί εξαρτάται η ποιότητα και οι λεπτές αποχρώσεις των φθόγγων του τραγουδιού που θα παίξει. Κρατά στην αγκαλιά του ένα ολόκληρο σώμα – πάντοτε από τομάρι κατσίκας – το οποίο έχει αγκαλιασμένο με το αριστερό του χέρι.
Έτσι και το σφίξει λιγάκι παραπάνω άμεσος είναι ο κίνδυνος να τσιρίξει το κοριτσάκι του. Αν δε χαλαρώσει το σφίξιμο κάτω από κάποιον βαθμό τότε η φωνή του βγαίνει σε τόνο παραπονιάρικο και κάπως βραχνιασμένο.
Και να ’ τανε μοναχά αυτό το βάσανο. Κάθε λίγο και λιγάκι πρέπει να το γεμίζει με αέρα από τα πνευμόνια του, αλλά με τέχνη και συντονισμό, γιατί όταν φυσάει πρέπει να χαλαρώνει την πίεση του χεριού κι όταν σταματά το φύσημα να το ξανασφίγγει λιγάκι παραπάνω, για να παραμένει η πίεση του αέρα σταθερή. Είναι μια λεπτή τέχνη κι αυτή επειδή δεν γίνεται να μετράει κανείς με τα γραμμάρια τις πιέσεις που πρέπει να αυξήσει ή να ελαττώσει.
Ο κάθε γκαϊντατζής είναι ένας Πάνας. Ένας Πάνας όμως ικανοποιημένος, σε αντίθεση με τον Θεό Πάνα, ο οποίος ακόμη θρηνεί την απώλεια της αγαπημένης του Νύμφης Σύριγγας. Θα μου πείτε από πού κι ως πού. Για δώστε βάση τώρα:
Ο ερωτιάρης λοιπόν θεός Παν, αφού δεν άφηνε τίποτε δίχως να το γονιμοποιήσει ήρθε η ώρα που αγάπησε μια Νύμφη από την Αρκαδία. Την κόρη του Ποταμού Λάδωνα Σύριγγα. Έλα μου όμως που η πανέμορφη Νύμφη δε γούσταρε καθόλου τον τραγόμορφο θεό. Γνώριζε όμως η άμοιρη ότι δεν επρόκειτο να γλιτώσει σε καμμιά περίπτωση από το ερωτικό μένος του θεού. Μπρος γκρεμός και πίσω Πάνας.
Πάνω στην απελπισία της, ικέτευσε τον Δία να την σώσει. Τον λέγανε και Σωτήρα βλέπετε τον Δία τότε. Έτσι την στιγμή που τη έπιασε ο Πάνας εκείνη μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τρελός από θυμό και απογοήτευση ο Πάνας έσπασε την καλαμιά σε κομμάτια. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως έκοβε το σώμα της Νύμφης και μετανιωμένος άρχισε να κλαίει και να φιλά τα κομμάτια της καλαμιάς. Ακούγοντας τους ήχους που έβγαιναν, καθώς ξεφυσούσε κλαίγοντας, οδηγήθηκε στην κατασκευή της σύριγγας.
Να λοιπόν για ποιόν λόγο μπορούμε να ονομάσουμε τον γκαϊντατζή Παν ο Ικανοποιημένος. Διότι μπορεί να έχει συνεχώς το σώμα της αγαπημένης Νύμφης του μέσα στην αγκαλιά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου