Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΧΑΡΑ – Ο ΧΟΡΟΣ – Ο ΧΑΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΡΙ. Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΠΑΙΓΝΙΟ

Το άρθρο που θα προσπαθήσω να φωτίσω, απ’ όλες τις πλευρές του, αποτελεί μια από τις είκοσι ρίζες της ελληνικής γλώσσας, τουλάχιστον σύμφωνα με την άποψη του ανωτέρου ετυμολογικού λεξικού

Ισχυρίζομαι ευθέως ότι θέτει για πρώτη φορά το ζήτημα της ετυμολογίας της ελληνικής γλώσσας στην ορθή του βάση. Αυτό σημαίνει επίσης πως θεωρώ ότι όλοι οι προηγούμενοι ετυμολόγοι βάδισαν σε λαθεμένα ετυμολογικά μονοπάτια. Δηλώνω ότι αναλαμβάνω αβασάνιστα το οποιοδήποτε κόστος συνεπάγεται αυτή μου η έπαρση. Αισθάνομαι πλήρως την αδυναμία να υποστηρίξω την επίγνωσή μου αυτή. Σε κάθε περίπτωση αντίρρησης, το μόνο που μπορώ να πράξω είναι να παραπέμψω τον διαφωνούντα σ’ αυτό καθ’ εαυτό το έργο.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Ο πρωτόγονος άνθρωπος, αλλά και ο σημερινός όταν χαίρεται γελάει. Χα-χα-νίζει. Έτσι το λένε μέχρι και τώρα. Φαίνεται όμως η αντίδρασή του αυτή να είναι αυθόρμητη και ανακλαστική. Ότι δηλαδή δεν αποτελεί προϊόν παιδείας και μάθησης. Απόδειξη ικανή αποτελεί η συμπεριφορά των βρεφών, τα οποία χαχανίζουν όταν χαίρονται πριν ακόμα αρχίσουν να μιλάνε. Εξ αυτού αναγνωρίζω ως ρίζα τον ήχο χα (χα-χα-χα…, χα-χα-νίζω).
Το βασικό ρήμα της ιστορίας της χαράς είναι το χαίρω (χαίρομαι).
Χα + είρω (= λέω) > χαείρω > χαίρω. Στον μέλλοντα του ρήματος χαίρω, το ρήμα είρω «ξεβρακώνεται» εντελώς: χα-ρήσομαι (ει-ρήσομαι). Στον παρακείμενο και πάλι: κεχα-ρηκα (ει-ρηκα).
Έχουμε και το παιχνίδι των ουρανισκόφωνων (κ-γ-χ). Οι «ψημένες» φωνητικές χορδές των ανδρών εκφέρουν ευκολότερα το κ αντί του χ. Κα-χά-ζω αντί χα-χά-ζω λέγεται το γελάν επ’ ανδρών. Τα λεξικά γράφουν, καχάζω = γελώ ηχηρής, επ’ ανδρών. Και επειδή το χ, αλλά και το ξαδελφάκι του το γ, θέλουν κι αυτά να λάβουν μέρος στην χαρά, το καχάζειν ακούγεται κάπως ως κχε-κχε… κχι-κχι… και κγχα-κγχα.. (όλα τα ξαδελφάκια ομού), το είπανε καγχάζω.
Από το ρήμα αυτό λοιπόν χαίρω γεννώνται τα χαρά, χαίρε χαιρετάω, χαριεντίζομαι, χαιρετούρα, Χαράλαμπος (λάμπω), χαροκοπώ, χαροπός (οψ), χαρωπός (ωψ), αλλά και οι Αχαρνείς!
Και οι Αχαρνείς! Για στάσου βρε αδελφέ. Μήπως το παρατραβάς το πράμμα; Δηλαδή μόνον αυτοί χαίρονταν τότε, ανάμεσα σ’ όλους τους άλλους Έλληνες;
Έψαξα λοιπόν την ιστορία τους, όπως έπραξα και σε κάθε περίπτωση, για να βρω τι το ιδιαίτερο διέθεταν αυτοί έναντι των άλλων Ελλήνων. Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς μου είπαν τα ίδια κι απαράλλακτα. Ήσαν λέει φιλοπόλεμοι. Χάρμη λέγανε οι Έλληνες την χαρά του πολέμου!
Τι να κάνουμε τώρα εμείς; Ας παραδεχτούμε, βγάζοντας τον σκασμό μας, ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν κι αυτό το κουσούρι, συν τ’ άλλα, να χαίρονται όταν πολεμούν! Λέτε να χαίρονταν για την απαλλαγή από την σκλαβιά, υπολογίζοντας στην πολεμική τους δύναμη, την εξ ασκήσεως αποκτημένη;;; Ποιος ξέρει; Μπορεί να προέρχονταν κι απ’ αυτό.
Επομένως μπορεί το α του Α-χαρνείς, να είναι επιτατικό, και δηλαδή να τους λέγανε Α-χαρμ-είς (μ>ν).
Με την ίδια λογική, που λέτε, ετυμολόγησα κι όλες τις άλλες λέξεις που παράγονται από το χαίρω, όπως χελιδών, χράω, χρέος, χρηστός, χρεμετίζω χαλάω, χάλαζα, χατέω, χαλκός, χαίνω, λαχαίνω χάος χεία, κηρός κλπ. Αν σας ενδιαφέρουν μπορείτε να τις επισκεφτείτε στο λεξικό, ανά πάσα ώρα και στιγμή. Σας περιμένουν καρτερικά, αραδιασμένες η κάθε μια στην ομάδα της, κι όχι σκόρπιες, εδώ κι εκεί, αλφαβητικά.
Στο εξής, τα στοιχεία θα παρατεθούν όπως ακριβώς καταγράφονται μέσα στο λεξικό. Ο λόγος της μεταβολής αυτής είναι ένας και μοναδικός: η μασημένη τροφή κάνει κακό στα «δόντια» του μυαλού. Ή άλλως πως: μπορεί να μάθει κανείς μόνον όσα γνωρίζει.
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΣ –ΤΟ ΧΕΡΙ
χειρ, χέρα, χέρι [εκ του χαίρ-ω, α>ε. Το αίσθημα της χαράς δια των χειρών κυρίως εκφράζεται, απανταχού στην υφήλιο αλλά και στα πιθηκοειδή: χειροκροτήματα, ανατάσεις χειρών, χειραψίες, αλληλοκτυπήματα παλαμών, αγκαλιάσματα και παντός είδους χειρονομίες, χειρονόμος (νέμω) = ορχηστής. Χαιρετίζουμε πάντως κυρίως δια των χειρών]- το χέρι είτε ως κλεισμένη είτε ως ανοικτή και αναπεπταμένη παλάμη, επί εχθρικής σημασίας, λαμβάνω κάτι στα χέρια = αναλαμβάνω, επιχειρώ, επί παντός εργαλείου ομοίου προς χέρι.
Όλα τα παράγωγα στο λεξικό.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
χορός [χαρά, χειρ, χέρα (ε>ο), δια των χειρών εκφράζεται και αρθρώνεται ο χορός κυρίως, χορεύει δε κάποιος δια των χειρών και καθισμένος].
ΚΙ Ο ΧΑΡΟΣ;
Χάρων [βλ. αιρέω, χειρ > χερ- > χαρ- (ε>α), βλ. χειρόω]- ο Χάρος, ως όνομα του λέοντος, ο πορθμός της Στυγός, θάνατος. Χάρος, Χάροντας, Χαρώνειος, Χαρωνίται, Χάρυβδις (άπτω, πτ>βδ, επτά – έβδομος), Χαρυβδίζω, Χαρυβδηδόν, Χάρυβδη.
Χειρόω = καταβάλλω, υποράσσω, νικώ (την ζωή).
ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΡΙΖΑ ΧΑ-
Ρίζα χα-
χαίρω [αόρ. ε-χά-ρησα, πρκμ. κε-χά-ρηκα, μέλλ. χα-ρήσομαι, χα-ρά, χά-ρις. Η ρίζα φαίνεται χα- + είρω ( = λέγω) > χαείρω > χαίρω, μέλλ. χαρήσομαι (του είρω, ει-ρήσομαι), πρκμ. κεχά-ρηκα (εί-ρηκα). Από τον ήχο του γέλιου χαχα..νίζω, χα-μογελώ. Η ακουστική διαπλοκή των ουρανισκόφωνων (κ, γ, χ) στο γέλιο των είναι χαρακτηριστική. Ακούγεται ως κακα… ιδίως από ώριμους άνδρες (κα-χάζω = γελώ ηχηρής, επ’ ανδρών). Επί το πλείστον ακούγεται ως κχεκχε…, κχικχι…, κχακχα… ή καγχκαγχ… (καγχάζω)]- είμαι, πλήρης χαράς, κατέχομαι από χαρά, ευφραίνομαι, είμαι ευχαριστημένος, ήδομαι. χαίρε, χαίρετε, χαιρετώ, χαιρετίζω, χαιρέτισμα, χαίραθλος (άθλος), χαιρεκακία, χαιρεκακέω, επιχαιρεκακέω, επιχαιρεκακία, χαιρέκακος, επιχαιρέκακος, χαιρηδόν, Χαιρημόνιος,χαιρησιφονέω (φονεύω), χαιροσύνη, Χαιρεθιανά, χαιρετάω, χαιρέτημα, χαιρέτισμα, χαιρετισμός, χαιρετιστήριος, αποχαιρετισμός, χαιρετούρα, χαίρομαι, Χαιρώνεια, α (δασ.) [εκ του χαχα…, το χ σε δασεία]- προς έκφραση γέλιου.
χαρά [χαίρω], χαράγγελος, Χαρά, χαρίεις, χαρι-, χαριεντής, χαριεντίζομαι, χαριέντισμα, χαριεντισμός, χαριεντότης, χαριέντως, χαρίζομαι, χαριεργός, χαρίνος, χάρις, χάριν, χαρίσιος, χάρισμα, χαρισμός, χαριστείον, χαριστέον, χαριστήριος, χαρίστια, χαριστικός, χαριστίων, χάριτερ, χαρητήσια, χαριτία, χαριτο-, χαριτομένος, χαριτόεις, χαριτόω, χαριτώνω, χαριτώνυμος (όνομα), χαρτώπης (ωψ), χάρμα, χάρμη, χαρμονή, χαρμονικός, χαρμοσύνη, χαρμόσυνος, χαρμο-, χαρο-, χαροπός (οψ), ευχαριστώ, ευχαρίστισις, ευχαριστιμένος, χαροπότης, χάροψ, χάρων, Χάρων, Χαρώνιος, Χαρονίται, χαρωπός (ωψ), χάρωψ, χαρτός, Χαράλαμπος (λάμπω), χάρη, Χάρια, Χαρίλαος (λαός), Χάριτες, Χάρμα, Χαρμίδης, Χαροπό, χαρούδια, χαρούμενος, χαροκόπι (κόπτω), χαροκοπείο, χαροκοπιά, χαροκόπος, χαροκοπίστρα, Χαροκόπος, χαροκοπώ, χαροκοπάω.
Αχαρνείς [α (επιτατ.) + χάρμη ( = η χαρά του πολέμου, μ>ν), ήσαν φιλοπόλεμοι], Αχαρναί, Αχαρνές.
χελιδών [χαρά, χαρί-εις + άδω (α>ε, ρ>λ), χαρακτηριστικό το κελάϊδισμά της ωσάν εκ χαράς προερχόμενο]- το χελιδόνι. χελιδόνι, χελιδόνειος, χελιδόνεος, χελιδονίας, χελιδονιδεύς, χελιδονίζω, χελιδονίσματα, χελιδόνιον, χελιδόνιος, χελιδονίς, χελιδόνισμα.
χράω [χάρις = εύνοια, ευμένεια (αρ>ρα)]- χορηγώ ό,τι είναι αναγκαίο, δίνω χρησμό, διακηρύττω, λέγω, προμηνύω ή οδηγώ δια χρησμού, μεσ., συμβουλεύομαι θεό ή μαντείο, ερωτώ θεό ή μαντείο, επί των ζητούντων κάτι από τον μεγάλο βασιλέα, παρέχω κάτι, εφοδιάζω κάποιον με κάτι. χράομαι, χρώμαι (συνηρ.)- αποθετικό, εκ της σημασίας του συμβουλεύομαι μαντείο ή κάνω χρήση αυτού, προκύπτει η κοινή σημασία του μεταχειρίζομαι, θέτω σε ενέργεια κάποια δύναμη της ψυχής μου, κάποιο αίσθημα ή πάθος, κατάσταση ψυχής και τα όμοια, εξασκώ, δοκιμάζω, υποφέρω, χρέομαι (α>ε), κέχρημαι- πρκμ. με σημασία ενεστωτ. = έχω χρεία τινός, επιθυμώ, ως επιτεταμένος ενεστωτ., έχω σε χρήση, έχω, κατέχω, χρέω- δίνω χρησμό, χρη (α>η)- δίνω χρησμό, ενίοτε, είναι δυνατόν ή πιθανόν, η μοίρα, το πεπρωμένο, ανάγκη, χραισμέω, κίχρημι (αναδιπλ.), κιχράω.
χρέος, χρείος, χρέως, χρήος [χράω, χρέομαι]- οφειλή, αναγκαία εργασία, υπόθεση, δουλειά, σχεδόν όπως το χρήμα, κατά χρέος = καθώς είναι πρέπον, καλό, καθήκον, σκοπός, έργο. χρεαγωγός, χρεάρπαξ (αρπάζω), χρεία, χρείη, χρηία, χρειάζομαι, χρειαζόμενα, χρειαζούμενα, χρειασίδι, χρειγιά, χρειακός, χρείμενος, χρειοκόλαξ, χρειόω, χρειώ, χρεώ, χρειώδης, χρειωδώς, χρεο-, χρεω-, χρεωστέω, χρεωστώ, χρεώνω, χρέωσις, χρεώστης, χρεωστικός, χρεοστάσιον (ίστημι), χρήζω, χρήσδω, χρηίσκομαι, χρηίζω, χρήμη, χρημοσύνη, αχρείαστος, αχρειεύω, αχρείος, άχρειος, αχρειο-, αχρειώνομαι, αχρείωσις, εξαχρείωσις, αχρειότης, αχρήιος, χρήμα, χρηματίας, χρηματίζω, χρηματικός, χρημάτισις, χρηματισμός, χρηματιστήριον, χρηματιστής, χρηματιστικός, χρηματίτης, χρηματο-, χρήσις, χρησείδιον, χρησιμεύω, χρήσιμος, χρησιμότης, χρησι-, χρησιμο-, αχρησία, αχρησίμευτος.
χρηστός [ρημ. επίθ. του χράομαι]- χρήσιμος, ωφέλιμος, καλός, υγιεινός, αποτελεσματικός, αγαθός, ικανός, ανδρείος, γενναίος, τίμιος, αξιόπιστος, ευπατρίδης, επί θεών, αγαθός, εύνους, ευμενής, ελεήμων, οικτίρμων, ενίοτε επί κακής σημασίας όπως το ευήθης, ανόητος, μωρός, επί ανδρός, ισχυρός στο σώμα, ικανός προς συνουσία. χρηστώς, χρηστέον, χρηστεύομαι, χρήστης, χρηστήρ, χρηστηριάζω, χρηστήριον, χρηστήριος, χρηστηριώδης, χρηστικός, χρηστο-, χρήστωρ, άχρηστος, αχρηστεύω, άχρηστα, αχρήστευσις, αχρηστία, αχρήστωσις, χρησμός, χρησμο-, χρησμωδέω (άδω), χρησμωδία, χρησμωδικός, χρησμοσύνη, χρησμωδός, κρήγυος (χ>κ + άγω, α>υ)- ωφέλιμος, αγαθός, καλός.
χρεμετίζω [εκ του χρε-ία = ανάγκη, έλλειψη, φυσική ανάγκη, διότι ο ίππος χρεμετίζει όταν αντιληφθεί θηλυκό του είδους του, εξ ου και οι σχετικές έννοιες επ’ ανδρών (λάγνος, ασελγής) ή όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία του ιδιοκτήτη του, ο οποίος θα του ικανοποιήσει την ανάγκη της διατροφής και του ποτίσματος. Ο ήχος του χρεμετίσματος δεν φαίνεται να συνάδει με τον ήχο χρε-, ώστε να πρόκειται περί ονοματοποιίας, όπως γνωμοδοτούν οι γραμματικοί]- επί ίππων χλιμιντρώ, μεταφ., επί λάγνων και ασελγών ανδρών. χρεμέτισμα, χρεμετισμός, χρεμετιστικός, χρεμίζω, χλιμιντρίζω (ρ>λ, ε>ι), χλιμιντρώ, χλιμίντρισμα.
χρέμπτομαι [ονοματοποιία]- βήχω για να εκβάλλω φλέγμα. χρέμμα, χρέμψις, αποχρέμπτομαι, απόχρεμψις, αποχρεμπτικό, χαρμπόλα (ρε>αρ), χαρμπολιάρης.
καχάζω, καγχάζω, καγχλάζω, καγχαλάω [βλ. χαίρω]- γελώ ηχηρώς (επ’ ανδρών). χαχανίζω, καχανίζω, καχασμός, κιχλισμός (επί γυναικών), καγχαλίζομαι, κάγχαλος, κάγχασις, καγχαστής, καγχάς, καγχασμός.
χαλάω, χαλαίνω [χαίρω, χαρά (ρ>λ), η χαρά και το γέλιο χαλαρώνουν κάθε προηγηθείσα ένταση είτε σωματική είτε ψυχοπνευματική]- χαλαρώνω, ξετεντώνω, λύω, απολύω, παραβλέπω, αφήνω, υποχωρώ, συγχωρώ, καταβιβάζω, διαλύω. χαλαρώνω, χαλαρός, χαλαρά, χαλαρότης, χαλάρωσις, χάλασις, χάλασμα, χαλασμάτιον, χαλασμός, χαλαστήρια, χαλαστής, χαλώ, χαλνώ, χαλνάω, χαλαστικός, χαλαστόν, Χαλαστραίος, Χαλάστρα, χαλάβρα, χαλαβρώνω, χάρβαλο, χαλάλι, χαλαλίζω, Χάλαρα, Χαλάνδρι, Χαλανδρίτσα, χαλαράδα, χαλαρωτικός, χαλασμένος, χαλαστής, χαλάστρα, χάλαρο, χαλία, χάλια, αγχαλάω (ανά, ν>γ), χάλι, χλαρός (χαλαρός), χλάδω (άδω)- χαίρομαι μεγαλοφώνως, ψοφέω, κέχλαδα (αναδιπλ.), κέχλαδον.
χάλαζα [χαλ-άω + αΐσσω, άσσω (σσ>ζ)]- το χαλάζι. χαλάζι, χαλαζαίος, χαλαζάω, χαλαζεπής (έπος), χαλαζηδόν, χαλαζήεις, χαλαζιάζω, χαλάζιον, χαλάζιος, χαλαζο-, χαλαζόομαι, χαλάζωμα, χαλάζωσις, χαλαζιώδης, χαλαζίας, χαλάζιο, Χαλαζόνι, χαλαζόπληκτος, χαλαζόπτωσις.
χατέω [χα-ρά + δέω ( = ζητώ, δ>τ)]- ποθώ, επιθυμώ θερμώς, θέλω κάτι, χρειάζομαι. χατίζω, χατεύω, χάτις, χατίρι, χητίζω (α>η), χητεία, χήτος, χήτις, χητοσύνη.
χαλεπός [χαίρω, χα-ρά + λείπω (ει>ι), δηλαδή ο αφαιρών την χαρά]- λυπηρός, δύσκολος, βαρύς, φοβερός, ισχυρός, οργίλος, τραχύς, ιδιότροπος. χαλεπώς, χαλεπαίνω, χαλεπήρης, χαλεπότης, χαλεπτύς, χαλέπτω.
καχλάζω [κέχλαδα (βλ. χλάδω) > κεχλάδ-ιω > καχλάζω (ε>α, δι>ζ)]- κατά τον Ησύχ., ιδίως περί του κύματος όταν φερόμενο επί τους κάχληκας (βότσαλα) ψοφεί και ηχεί, επί των κυμάτων, παταγώ, ψοφώ, επί του βράζοντος ύδατος, επί μεγάλης ευγλωττίας. κάχλασμα, καχλασμός, κάχληξ, κοχλάζω(α>ο), κόχλαξ, κοχλακώδης, κόχλασμα, κάχηκες, καχληκοσωροί, κοχλάδι, κοχλίδι, κοχλακίζω, κοχλακώ, κοχλασμός, χοχλίδι (κ>χ), χοχλάδι.
χάλιξ [βλ.καχλάζω, χλάζω > χλα- > χαλ-]- χαλίκι, λιθαράκι. χαλίκωμα, χαλικώδης, χαλίκι, Χαλίκι, χαλικολόγος (συλ-λέγω), χαλικώνω, χαλίκωσις, χαλικωτός, χαλικο-, χαλικώ.
χάλυψ [χαλεπός > χαλοπός > χάλυψ (ο>υ), απαιτεί επίπονη (χαλεπή) κατεργασία για να εξαχθεί από το μετάλλευμα]- ατσάλι, σκληρυμένος σίδηρος. χάλυβας (χάλυβος, γεν. του χάλυψ, π>β), χαλυβδικός, χαλυβικός, χαλυβηίς, χαλύβδινος, χαλυβδώνω, χαλύβδωσις, χαλύβωσις, χαλυβο-, χαλυβουργείο (έργον), χαλυβουργία.
χαλκός [χαλεπός > χαλπός > χαλκός (π>κ), βλ. χάλυψ (για τους ίδιους λόγους)]- το μέταλλο χρώματος ερυθρού. χαλκ-, χαλκεία, χαλκείον, χάλκειος, χαλκήιος, χαλκεο-, χάλκεος, χάλκευμα, χαλκεύς, χαλκευτήριον, χαλκευτικός, χαλκευτός, χαλκεών, χαλκή, χαλκηδόνιον, χαλκηδών, χαλκήεις, χαλκήιον, χαλκήλατος (ελαύνω), χαλκήρης (άρω), χαλκίαν, χαλκιδεύς, Χαλκιδική, Χαλκιδιακός, Χαλκιδίζω, Χαλκιδαϊκός, Χαλκιδικιώτης, Χαλκιδιώτης, Χαλκηδών, χάλκινος, χαλκίδιον, χαλκιδίτις, χαλκίζω, χαλκίναος (ναός), χαλκίνδα, χαλκίον, χαλκισμός, χαλκι-, χαλκο-, χαλκόπτης (έψω), χαλκωρυχείον (ορύσσω), χαλκουργείον (έργον), χαλκόω, χαλκούς, χαλκώνητος (ωνέομαι), χάλκωμα, χαλκώματα, χάλκευσις, Χάλκη, Χαλκιάδες, χαλκιάς, Χαλκιάς.
χαίνω [στον Όμηρο μόνο στον αόρ. χανών και πρκμ. κε-χηνώς. Ο ήχος του χασμουρητού (χασμώμαι, χασμουριέμαι), ακούγεται ξεκάθαρα ως ένα μακρό χχααα… Σε καμμιά δε άλλη περίπτωση δεν ανοίγει ο άνθρωπος το στόμα του (χαίνω, χάσκω) περισσότερο απ’ ότι στο χασμουρητό. Επί πλέον η κατ’ εξοχήν έκφραση της χα-ράς είναι το γέλιο (χασκο-γελώ), το οποίο δι’ ανοικτού στόματος εκφράζεται. Ούτως ή άλλως η ρίζα είναι χα-]- ιδίως σημαίνει ανοίγω το στόμα πολύ, χάσκω εκ κοπώσεως ή εξ ανίας ή εξ ελλείψεως προσοχής, σπανιότερα, ομιλώ με χάσκον στόμα. χανών, χάσκω, χασκάζω, χάσκαξ, χάσκας, χασκογελώ, χασκογελάω, χάσμα, χασμάομαι, χασμώμαι, χασματίας, χασματικός, χασμέομαι, χασμάομαι, χάσμη, χάσμημα, χάσμησις, χασμός, χασμωδέω (ωδή), χασμώδης, χασμωδία, χασμωδιώδης, χασμάδα, χασμάτια, χασματίας, χασμούρημα, χασμουρητό, χασμουριάρης, χασμουριέμαι.
χανδόν [έ-χαν-ον, αόρ, του χαίνω και χάσκω]- με ανοικτό στόμα, απλήστως, αθρόως. χανδός, χανδοπότης, χανδάνω (όπως το χωρώ, μεταφ., είμαι δεκτικός, δηλαδή ανοικτός, είμαι ικανός), χαντάκι, Χάνδαξ, Χάνδακας, χαντάκωμα, χαντακώνω, χάδην, χάδαν, χάννη (νδ>νν), χάννος, χάνος, χανύω, χανύσσω, αχανής, χάνδρα, χάντρα (φέρει διαμπερή οπή).
χήν, χάν, χήνα [κέ-χηνα, πρκμ. του χαίνω και χάσκω, εκ του χάσκοντος ράμφους της όταν φωνασκεί], χηνάριον, χήνειος, χήνεος, χηνέλωψ (ωψ), χηναλώπης, χηνέρως, χήνημα, χηνιδεύς, χηνιδής, χηνίζω, χηνίον, χήνιος, χηνίσκος, χηνο-, χηνύστρα, χηνυστεύω, χηνυστράομαι, χηνώδης, χηνώ.
λαχαίνω [λα (επιτατ.) + χαίνω]- ορύσσω, σκάπτω, κατά Ησύχ. «λαχαίνειν … αφ’ ου και το λάχανον, το μεγάλως χαίνων» ή από το σκάψιμο (λαχαίνω) περί αυτών προς ανάπτυξη. λάχανον, λαχανάριον, λαχανεία, λαχάνευμα, λαχανεύομαι, λαχανεύς, λαχανηρός, λαχανήτης, λαχανίτης, λαχανιά, λαχανίδιον, λαχανίζομαι, λαχανικός, λαχάνιον, λαχανισμός, λαχανο-, λαχανώδης.
χάος [χαίνω, χα-νών]- η πρώτη του κόσμου κατάσταση, τον περί ημάς χώρο, την έκταση του αέρος, την ατμόσφαιρα, την υποχθόνια άβυσσο, το άπειρο σκότος, κάθε μεγάλο και αχανές χάσμα. χαόω, χαώδης, χάνω, χάνομαι, χαμένος, χαμός, χάσιμο, χάση, χασομέρι (ημέρα), χασομεράω, χασομέρης, χασομερώ, χασούρα, χασοφεγγαριά, χασο-.
χαύνος [χαίνω, χάος > χαόος > χαύνος (ο>υ)]- κυρίως χάσκων και εξ αυτού επί της συστάσεως πορώδης, σπογγώδης, χαλαρός, μεταφ. ανούσιος, κενός, μάταιος. χαύναξ, χαυνιάζω, χαυνο-, χαυνότης, χαυνόω, χαύνωμα, χαύνωσις, χαυνωτικός, χαυνών, αχαμνός, αχαμνά, αχαμνάδα, αχάμνια, αχάμνισμα, αχαμναίνω, αχαμνεύω, αχαμνίζω, αχαμνούλης, αχαμνο-.
χεία, χείη [χαί-νω, α>ε]- οπή, μάλιστα φιδιών, φωλιά. οχέα (ο, ευφων., ει>ι), οχέη, χηραμός (ει>η), χηραμίς, χηράμβη, χηραμοδύτης (δύω), χήραψ, χηραμόθεν, χηραμύς, χηραμών, χηλαμός, χήμη, χηβάδα, αχηβάδα (βάδος), χήμωσις.
κηρός [χηρ-αμός = οπή, φέρει οπές (κηρήθρα), χ>κ]- κερί. κηρί, κηρίνη, κήρινθος, κήρινος, κηρίον, κηριόομαι, κηριο-, κηρίτις, κηριώδης, κηρίωμα, κηρίων, κηρο-, κηρόομαι, κηράνθεμον, κηραχάτης (αχάτης), κηραψία (άπτω, άψις), κηρέλαιον, κηρόχρως (χρους), κηρήθρα (αθρόως, α>η), κηρηθροστάτης (ίστημι), κηρικός, Κήρινθος, κηρίτης, κηροπήγιον (πήγνυμι), κερί (η>ε), κερένιος, κερύθρα, Κερί, κέρινος, κερίτης.
γαστήρ [χάσκω (χ>γ), βλ. χανδάνω (μέλλ. χείσ-ομαι, ει>α) = χωρώ, είμαι δεκτικός (δέχεται τις τροφές)]- κοιλιά, το υπογάστριο, το στομάχι ως επιζητόν τροφή, η μήτρα. γαστερόχειρ (χειρ), γαστρόχειρ, γάστρα, γαστραία, γαστρίδιον, γαστρίζω, γαστρι-, γαστρίον, γάστρις, γαστρισμός, γαστρο-, γαστροειδής, γαστρώδης, γαστροιίς, γάστρων, γαστέρα, γαστερό, γαστρερό, γαστρα-, γαστρ-, γαστρικισμός, γαστρικός, γαστρίνη, γκαστρώνω, γκάστρι, γκαστριά, γκάστρωμα, γκαστρωμένος, γλάστρα (γ>γλ), Γλάστρα.
κάπτω [χάσκω > χάκω > χάπω (κ>π) > κάπτω (χ>κ) > χάφτω (π>φ)]- χάφτω, καταπίνω. κάπη- φάτνη, καπάνη, καπαίος, καπανικός, κάμμα (πμ>μμ), κάψις, κάμμαρος, κηφήν (α>η, π>φ, τρώει εντός της κυψέλης μη εργαζόμενος), κηφήνας, κηφήνιον, κηφηνώδης, κηφηναρειό, κηφηναριό, κηφηνο-, κήφος, χάφτω, χάφτας, χάφτης, χάφτισσα, χάβω (π>β), χαψιά, χαψί, χαμψί, κάπηλος (κάπη + ήλ-θον)- ιδίως έμπορος ζωοτροφών, μικρέμπορος, λιανοπωλητής, μεταπράτης, εξαπατών, δόλιος, καπηλείον, καπηλεία, καπήλευμα, καπηλευτής, καπηλευτικός, καπηλικός, καπηλεύω, καπηλίς, καπηλικός, καπηλοδύτης (δύω), καπηλοτριβέω (τριβέω), καπητόν, καπαλίζω, καπαλευτής, καπηλειό, καπουλειό, κύπειρον (α>υ, η>ει)- φυτό χρησιμεύον ως τροφή ίππων, κυπειρίζω, κυπειρίς, κύπειρος, κύπαιρος, κεπφόω (α>ε + φημί, ρίζα φα-, α>ο)- εξαπατώ, κεπφώδης, κέπφος, κέπφωσις.
κίβδηλος [κάπ-ηλος, κεπ-φόω (ε>ι, π>β) + δήλος]- νοθευμένος, νόθος, αχρείος, χαμερπής, απατηλός. κιβδήλευμα, κιβδηλία, κίβδης, κιβδηλεία, κιβδηλεύω, κιβδηλιάω.
χείλος [χάσκω, χεί-α + ροή (ρ>λ), γεν. χεί-λε-ος (ρέ-ω), δηλαδή αυτό από το οποίο ρέουν προς τα έξω, τα εκ του στόματος (χεία) εξερχόμενα (κυρίως λόγια, «άλλα λένε τα χείλη σου…»). Εκτός και αν το –λός έχει σχέση με το λέγω (λό-γος)]- το χείλι, μεταφ. επί πραγμάτων, η άκρη, το ράμφος πτηνών, το χείλος κρατήρα, επί ποταμών, λιμνών. χειλο-, χειλόω, χείλωμα, χειλαράς, χειλάς, χείλι, χειλεο-, αχείλι, χειλικός, χειλίνος, χειλίτις, χειλούσα, χείλωνας.
χελύνη [χείλος, ει>ε, ο>υ]- χείλος. χελύνιον, χελυνοίδης (οίδημα), χέλλος (λν>λλ), χελλών, χελλύσσομαι, χελών, χελύσσομαι, χελύσσω, χελύτις, χελύσκιον, έγχελυς (εν, ιχθύς με μακρύ ράμφος), εγχέλειον, εγχέλης, εγχελυών, εγχελυωπός (οψ), χέλι.
χηλή [χείλος, ει>η, εκ του δισχιδούς των χειλέων]- η οπλή του ίππου, επί βοών, τα νύχια του καρκίνου, επί των νυχιών των πτηνών, όνομα πολλών δισχιδών εργαλείων, ραγάδα, σκάσιμο φτερνών. δίχηλος (δις), τρίχαλος (τρις), διχάλα, χηλόω, χήλωμα, χήλαργος (αργός =ταχύς), χηλοειδής, χηληφόρος, χηλόποδα, χηλίον, χήλωμα, χηλευτής- ράφτης (ράβει δύο άκρα μεταξύ τους), χήλευμα, χήλευσις, χηλευτός, χηλεύω, χηλώτιον, χηλός, χήλινος, χηλάξ.
τράχηλος [κάρα + χηλόω (κεχήλωμαι πόδας = δένω τα πόδια μαζί) > κάρ-χηλος > κράχηλος (αρ>ρα) > τράχηλος (κ>τ), δηλαδή ο συνδέων την κεφαλή με το σώμα (βλ. χηλευτής)]- ο λαιμός, το μεσαίο μέρος του ιστού. τραχηλάγχω (άγχω), τραχήλια, τραχηλιάζω, τραχηλιάω, τραχηλιαίος, τραχηλιαστής, τραχηλίζω, τραχήλιον, τραχηλισμός, τραχηλιστήρ, τραχιλιώδης, σκληροτράχηλος, τραχηλιώτης, τραχηλάς, τραχηλοκοπία (κόπτω), τραχηλόσιμος (σιμός), τραχηλοειδής, τραχηλώδης, τραχήλης, τραχήλιον, τραχηλιά, τραχηλίζω, τραχηλικός, τραχηλίτις, τραχηλο-.
Ρίζα χα- > γα-
γάνυμαι [βλ. χαίρω (χ>γ), ρίζα χα- > γα- > γάομαι > γάνομαι > γάνυμαι (ο>υ)]- χαίρομαι για κάτι, αγάλλομαι, λαμπρύνομαι, φαιδρύνομαι. γανύσκομαι, γανάεις, γανάω, γάνος, γανόω, γάνυσμα, γανώδης, γάνωμα, γάνωσις, γανωτός, γανώνω, γανωματάς, γανωματής, γανωτής, γανωτζής, γάνα, Γαναδιό, γανάρα, γανιά, γανίλα, Γάνος, Γανόχωρα, Γανυμήδης (μέδω), αγανός (α, στερητ.), αγανεύω, αγάνιδα, ευαγής (ευ + γάνος > ευγανής > ευαγνής (γα>αγ) > ευαγής)- λαμπρός, επιφανής, ευάγητος.
αγάλλω [α (επιτατ.) + γάνος > αγάλ-νω (ν>λ) > αγάλλω (λν>λλ)]- μεγαλύνω, τιμώ, παθ., καυχώμαι, ευφραίνομαι, χαίρομαι, τέρπομαι για κάτι. αγαλλίαμα, αγαλλιάομαι, αγαλλίασις, αγαλλιασμός, αγαλλιάω, αγαλλιάομαι, αγαλλιάζομαι, άγαλμα, αγαλματίας, αγαλμάτιον, αγαλματίτης, αγαλματο-, αγαλματόω, αγαλμο-, αγαλματώνω, αγλαός, αγλαΐα, αγλαΐζω, αγλάϊσις, Αγλαΐα, αγλάϊσμα, αγλαϊσμός, αγλαϊστός, αγλαο-, αγλαυρός, Άγλαυρος, γληνός, γλάδω (άδω).
γαίω [γά-νος = έπαρση (α>αι)]- γαυριάω, επαίρομαι. γαυρόω (γάνος > γανορόω, ροή > γαορόω > γαυρόω, ο>υ), γαυριάω, γαύρηξ, γαυρίαμα, γαύρος, γαυρότης, γαύρωμα, αγαυός (α, επιτατ.), γάβρος (γαύρος = άφθονος, υ>β).
γελάω [γάν-ος = χαρά, γαν- > γάλ- (ν>λ) > γελ- (α>ε) > γελάω]- γελώ. γελώ, καταγελώ, περιγελώ, περιγέλαστος, περιγελώμαι, γελανής, γελανόω, γελασείω, γελάσιμος, γελασίνος, γέλασις, γελάσκω, γέλασμα, γελαστής, γελαστικός, γελαστός, γελαστύς, γελόω, γελοιάζω, γελοιασμός, γελοιαστής, γελοιάω, γέλοιος, γελοίος, γελοιότης, γέλιο, γελοιώδης, γελοιωδώς, γέλως, γελωτο-, γέλωτας, γελώων (οι>ω).
χλευάζω [γελοιάζω > γλεοιάζω (ελ>λε) > χλευάζω (γ>χ, οι>υ)]- περιγελώ, εμπαίζω. χλεύαξ, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός, χλευαστής, χλευαστικός, χλεύη, χλεύμενος.
γλεντώ [γελάω > γελάτω > γλάτω > γλεντώ (α>ε)]- διασκεδάζω. γλέντι, γλεντζές, γλεντοκοπώ (κόπτω), γλεντοκόπι, γλεντοκόπημα.
αγάομαι, άγαμαι [α (επιτατ.) + γάν-ος, γαν-άω, δηλαδή αγάνομαι > αγάομαι, ώστε να εξηγούνται τα αγά(ν)ασθε, αγά(ν)ασθαι, ηγά(ν)ασθε, αγάσσομαι (νσ>σσ)]- θαυμάζω (εκ της λαμπρότητάς του κάποιον), εκπλήττομαι, τιμώ, χαίρομαι, ήδομαι, επί κακής σημασίας (εκ φθόνου ή ζηλοτυπίας, εκτός και αν το αρχικό α στις περιπτώσεις αυτές έχει σημασία αρνητική), φθονώ κάποιον, οργίζομαι, είμαι ζηλότυπος. αγαίομαι, αγαίος, αγαλίζομαι, αγαλλιάζω, αγάλιος, αγάζομαι, αγιστής, άγος, άγιος, αγής, εναγής, αγείτης, άγη- θαυμασμός, έκπληξη, φόβος, φρίκη, θάμβος, φθόνος, κακία, μίσος, αγητός, αγατός, αγαστός.
αγαθός [αγάσσομαι, μέλλ. του άγαμαι, σσ>θ]- θαυμαστός, εξαίρετος, καλός, ήπιος, ευγενής, ανδρείος. αγαθώς, αγαθ-, αγαθίζομαι, αγαθικός, αγαθο-, αγαθότης, αγαθόω, αγαθύνω, αγάθωμα, αγαθοσύνη, αγασός (θ>σ), αγαθά, Αγάθεια, αγαθεύω, Αγάθη, αγαθιάρης, αγαθόν, Αγαθόπολις, αγαθούλης, Αγάθων.
γηθέω [γά-νυμαι (α>η) + θέω]- χαίρομαι, αγάλλομαι, χαίρομαι κάνοντας κάτι. γήθος, γηθοσύνη, γηθαλέος, γηθόσυνος, γήθω, γάσσα (θ>σσ).
γαλήνη [γάνος > γανήνη > γαλήνη (ν>λ), φαίνεται σαν γανωμένη, εξ ου λέγεται και είδος αργυρόχρωμου μολυβδούχου γης (ασημόχρωμα)]- ηρεμία θαλάσσης, ανέμων. γαληναία, γαληναίη, γαληναίος, γαλήνεια, γαλάνεια, γαληνής, γαληνός, γαληνιάζω, γαληνιάω, γαληνίζω, γαληνισμός, γαληνότης, Γάλλος (γάλ-νος, λν>λλ)- ποταμός της Φρυγίας και εξ αυτού ιερέας της Κυβέλης (ευνούχος), αγαληνός (α, επιτατ.), αγάλι, αγάλια, γάλι, γάλια, αγαλιάζω, αγαλινά, γαλινά, αγαλιανός, γλάρα, γλαριάζω, γλαρός, γλάρωμα, γλαρώνω.
Ρίζα χα- > χερ-
χειρ, χέρα, χέρι [εκ του χαίρ-ω, α>ε. Το αίσθημα της χαράς δια των χειρών κυρίως εκφράζεται, απανταχού στην υφήλιο αλλά και στα πιθηκοειδή: χειροκροτήματα, ανατάσεις χειρών, χειραψίες, αλληλοκτυπήματα παλαμών, αγκαλιάσματα και παντός είδους χειρονομίες, χειρονόμος (νέμω) = ορχηστής. Χαιρετίζουμε πάντως κυρίως δια των χειρών]- το χέρι είτε ως κλεισμένη είτε ως ανοικτή και αναπεπταμένη παλάμη, επί εχθρικής σημασίας, λαμβάνω κάτι στα χέρια = αναλαμβάνω, επιχειρώ, επί παντός εργαλείου ομοίου προς χέρι. επιχειρώ, επιχείρησις, επίχειρα, επιχείρημα, επιχειρηματίας, επιχειρηματικός, επιχειρηματικότης, επίχειρο, διαχείρησις, διαχειρηστής, διαχειρίζομαι, διαχειρηστικά, διαχειριστικός, πρόχειρος, προχειρότης, προχειρο-, προχειρίζω, πρόχειρο, προχείρισις, προχειρόομαι, προχειροτονέω, χειροτονώ, χειροτονία (ανάταση χειρός, τείνω), χειροτονητής, χειρότονος, χειροτονητός, χειροτονητώς, χειρο-, εγχειρίζω (εν), εγχειρέω, εγχείρημα, εγχειρηματικός, εγχείρησις, εγχειρητής, εγχειρητικός, εγχειρία, εγχειρίδιος, εγχείριον, εγχειριστής, εγχειρο-, εγχειρίδιον, εκεχειρία (ε, ευφων. + κεχείρωμαι, πρκμ. του χειρόομαι = ημερώνω)- διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή, άνεση, αργία, ανάπαυλα, χείρωμα, χειρ-, χειράς, χειραψία (άπτω, άψις), χειριάω, χειρίς, χειρίζω, χείρισμα, χειρισμός, χειριστεύω, χειράγρα (άγρά), χειράφετος (αφήνω), χειρίδιον, χείριξις, υποχείριος, χειρουργέω (έργον), χειρουργία, χειρουργός, Χείρων (ήταν χειρουργός, επιδέξιος), χειρώναξ (άγω, άξω), χειρωνάκτης, χειρωνακτικός, χειρωναξία, Χειρώνιος, Χειρωνίς, χεριάρης (άρω), χερέα, χεριά, χερνής, χερνήτης, χερνήτωρ, χερνιβείον (νίβω), χέρνιβον, χέρνιμμα (βμ>μμ), χερνίπτομαι, χέρνιπτον, χέρνιψ, χερο-, χερύδιον.
χειρόω [βλ. χειρ (επί εχθρικής σημασίας)]- φέρω στην εξουσία μου, κατανικώ, κυριεύω, υποτάσσω, νικώ, καταβάλλω. χειρούμαι, χείρων, χειρείων, χειρότερος, χειρίστως, χείριστος, χειριστότερος (αντί χειρότερος), χερήων.
καρπός [χειρ +άπτω, άψις > χεραπτός > χαρπτός (ε>α) > καρπός (χ>κ)]- ο αρμός του πήχεως με το χέρι. καρπωτός, καρπίζω ( = απελευθερώνω δούλο).
χαλεύω [χειρ, ει>α, ρ>λ]- ψάχνω, ζητώ, αναζητώ. χαλευτής, χαλεύτρα.
χαστούκι [χειρ + τύπτω > χερτύπι > χαρτούπι (ε>α, υ>ου) > χαστούκι (ρ>σ, π>κ)], χαστουκιά, χαστουκίζω.
χράω [χειρόω > χρόω > χράω (ο>α)]- επιπίπτω, επιτίθεμαι, ενσκήπτω μετά βλάβης, έχω διάθεση να πράξω. επιχράω.
δυσχερής [δυσ- + χέρι]- αυτός που δύσκολα μπορεί να πιάσει με τα χέρια του κάποιος, δυσκολοκυβέρνητος, ενοχλητικός, λυπηρός, δύσκολος, εχθρικό. δυσχεραίνω, δυσχέρεια, δυσχείρωμα, δυσχέρανσις.
χραίνω [χειρ > χεραίνω > χραίνω]- εγγίζω ελαφρώς, αλείφω, χρίω, μιαίνω. χρίω (αι>ι), χρίμα, χρίσμα, χρίπτω (άπτω), χρίμπτω, χρισιάζω, χρίσιμος, χρίσις, χριστέον, χριστός, Χριστιανός, χρίζω, κρέμα (χ>κ), χρώννυμι (αι>ω), χροΐζω, συγχροΐζω, σύγχροος, συγχρώζω, συγχρωματίζομαι, συγχρώζομαι, συγχρώτα, σύγχρωτα, συγχρωτίζομαι, χρώζω, χρωΐζω, χροιέω (αι>οι), χρωματίζω, χρώσις, χρωστήρ, χρως, χρόα, χροιά, χρώμα, χρωματεύω, χρωματικός, χρωμάτινος, χρωμάτιον, χρωματισμός, χρωματο-, χρωματίζω, χρωστήρ, χρωτίδιον, χρωτίζω, χροτική, άχραντος (α, στερητ.), αχράαντος.
ωχρός, ώχρος [ω (επιφώνημα άλγους, έκπληξης, φόβου) + χρως, χρόα]- μάλιστα το ωχρό χρώμα εκ φόβου, χλωμός, λευκοκίτρινος, ασπροπράσινος, πρασινοκίτρινος. ώχρα, ωχραίνω, ωχράω, ωχριάω, ώχρωμα, ωχρότης, ωχρο-, ωχραντικός, ωχρία, ωχρίας, ωχρίασις, ωχροειδής.
χλόος, χλούς (συνηρ.) [ω-χρός, ρ>λ]- χρώμα πρασινοκίτρινο ή υποπράσινο, χλωρίαση, ωχρότητα. χλόη, χλοάζω, χλοαίνομαι, χλοανθώ, χλοανός, χλοάω, χλοερός, χλοερο-, χλοερώπις (οψ), χλοη-, χλοιόομαι, χλοο-, χλοώδης, χλωρός, χλωράζω, χλωραίνομαι, χλωράς, χλώρασμα, χλωρότης, χλωράω, χλωραύχην (αυχήν), χλωρεύς, χλωρηίς, χλωρίασις, χλωριάω, χλωρίζω, χλωρίς, χλωρίτις, χλωρίων, χλωροειδής, χλωράδα, χλωρο-, χλώρωμα, χλωρίδα, χλοΐζω, χλόισμα, χλομός, χλομάδα, χλομιάζω, χλόμιασμα, χλουρασία, χλώριον, χλωρίασις, χλωρίνη, χλωρικός, χλωριούχος (έχω), χλούνης (κλέφτης ευναζόμενος στην χλόη, επίθετο αγριόχοιρου), χλούνειος, χλουνάζω, χλουνός (χρυσός, έχει χρώμα κίτρινο), φλωρίον (χλωρός, χ>φ, χρυσό νόμισμα), φλώρος, φλώρι, φλουρί.
χρυσός [ω-χρός, ο>υ, βλ. χλουνός]- χρυσάφι, μάλαμα. χρυσίον, χρουσίον (υ>ου), χρουσούς, χρυσούς, χρυσ-, χρυσάορος (άορ), χρυσάωρ, χρυσάφιον (υποκορ.), χρυσάφι, χρύσαφος, χρύσιος, χρυσήεις, Χρύσης, Χρυσηίς, χρυσήλατος (ελαύνω), χρυσήνιος (ηνία), χρυσήρης (άρω), χρυσιαίος, χρυσιασμός, χρυσίδιον, χρυσιδάριον, χρυσίζω, χρύσινος, χρυσιο-, Χρύσιππος (ίππος), χρυσίς, χρυσίτης, χρυσο-, χρυσών, χρυσωνέω (ωνέομαι), χρυσώνητος, χρυσώπις (ωψ), χρυσώψ, χρυσωπός, χρυσωρυχίον, (ορύσσω), χρυσωρύχος, χρυσοχόος (χέω),χρυσώνω, Χρυσόστομος, χρύσωσις, χρυσωτής, χρυσωτός, Κροίσος (χ>κ, υ>οι, βασιλιάς της Λυδίας, γνωστός για τους αμύθητους θησαυρούς του).
χόλος [χλόος, λο>ολ, εκ του χρώματος (υποπράσινο)]- χολή, μεταφ., πικρή διάθεση προς κάποιον, οργή, οργή με μίσος, άγριος θυμός, πικρία. χολή, χολαγωγός, χολάω, χιλαίνω, χολαίος, χόλαπτος (άπτω), χολέρα, χολεριάω, χολερικός, χολερώδης, χολέω, χολόομαι, χοληγός (άγω), χοληδόχος, χολημεσία (εμώ), χολημετέω, χολικός, χόλιον, χόλιος, χολο-, χολόεις, χολοι-, χολώομαι, χολωτός, χώομαι (χ-ολ-ώομαι), χολωμένος, μελαγχολικός (μέλας, μέλαν, ν>γ), μελαγχολάω, μελαγχολία, μελαγχολικά, μελαγχολώ.
χολάς [χλόος, χόλος, εκ του χρώματός τους και εκ του χρώματος των κοπράνων που περιέχουν (υποπράσινο)]- έντερο. χόλιξ, χολίκιον, χολλάς, χορδή (λ>ρ + άδω)- έντερο, χορδή λύρας ή κιθάρας, αλλαντικό, λουκάνικο, όπως το χόρδευμα. χορδάριο, χορδαψός (άψις, άπτω), χόρδευμα, χορδεύω, χορδο-, χορδοτόνος (τείνω), χορδότονον, κόρδα (χ>κ), κουρδίζω, κουρντίζω, κόρδωμα, κορδώνω, κορδωτός, κουρντιστήρι.
αιρέω (δασ.) [χείρ > χειρέω > ειρέω (το χ σε δασεία) > αιρέω (ε>α), βλ. καίριος]- λαμβάνω με το χέρι, δράττομαι, αρπάζω, λαμβάνω κάτι στα χέρια (είναι άξιον απορίας το ότι οι γραμματικοί δεν πρόσεξαν την ολοφάνερη και κραυγαλέα σχέση μεταξύ των χειρ και αιρέω), λαμβάνω κάποιον από το χέρι, κυριεύω (βλ. χειρόω), εξουσιάζω, υπερισχύω, φονεύω, συλλαμβάνω, πιάνω, αιχμαλωτίζω, εξαπατώ, παγιδεύω και επί καλής σημασίας, πείθω, ελκύω προς το μέρος μου, καθόλου, κερδίζω, αποκτώ, τυγχάνω κάποιον, αποδεικνύω κάποιον ένοχο, καταδικάζω κάποιον με δίκη. αίρεσις- κατάληψις, εκλογή (πιθανόν το πάλαι ποτέ να γίνονταν δείχνοντας τον υποψήφιο δια της χειρός), σχέδιο, σκοπός, τρόπος του σκέπτεσθαι, φιλοσοφική αρχή, αίρεση, σχολή, πρόταση, αιρεσιάρχης, αιρέσιμος, αιρεσιομάχος, αιρεσιώτης, αιρετός, αιρετίζω, αιρετικίζω, αιρετικός, αιρέτις, αιρετισμός, αιρετιστής, αιρετέος, αιρησιτείχης (τείχος), αυθαίρετος (αυτός), αυθαιρετώ, αυθαιρεσία, συναιρέω, συναίρεσις, συναιρετικός, συνηρημένος (αι>η).
καθαιρέω [κατά + αιρέω], καθαίρεσις, καθαιρέτης, καθαιρετός, εξαιρέω, εξαιρώ, εξαιρέσιμος, εξαιρετέος, εξαίρεσις, εξαιρετός, εξαίρετος, εξαιρετικός, εξαίρημα, εξαιρετικώς, εξαιρετικά, αφαιρώ (από), αφαίρεσις, αφαιρέω, αφαιρέτης, αφαιρετέος, αφαιρέτις, αφαιρετός, αφαίρετος, αναφαίρετος, αφαίρεμα, αφαιρεματικός, αφαιρεμένος, αφηρημένος (αι>η), αφηρημάδα, αφηρημένα, αφαιρούμαι, μεθαίρω (μετά), προαιρέω, προαίρεσις, προαιρετικός, αναιρώ, αναίρεμα, αναίρεσις, αναιρέτης, αναιρετικός, αναιρετήριος, αναιρέτις, αναιρεταίον, αναίρετος (αν, αρνητ.).
έλμινς (δασ.) [ελ-ώ (μέλλ. του αιρέω) + μίνθος ( = κόπρος), γεν. έλ-μινθος]- σκουλήκι των εντέρων ή σπόγγων (έχει μεγάλο μήκος). ελμινθιάω, ελμίνθιον, ελμινθοβότανον, εμιγγοβότανο, έλμις, λεβίθα (ελ>λε, μ>β), λεβίθρα, λεβιθόχορτο, έλωρ (ελώ), ελώριον, ελώριος.
καίριος [στον Όμηρο πάντοτε επί τόπου, ο στον προσήκοντα τόπο και ειδικώς επί μελών του σώματος τα οποία είναι επικίνδυνα, εάν χτυπηθούν να πεθάνει ο πληχθείς (ο καιρός ουδέποτε στον Όμηρο). Εκ του αιρέω (το οποίο εκ του χειρ, χ>κ) ή εκ του εξαιρέω ( = καταστρέφω, αφανίζω) > εξαίριος > ξαίριος > καίριος. Από τον Ηρόδοτο και εξής και επί χρόνου, έγκαιρος, κατάλληλος, το κύριο μέρος πράγματος, διαρκών επί κάποιον χρόνο], καιρίως- θανατηφόρος, θανασίμως, στον προσήκοντα καιρό, αρμοδίως, καιρός, καιρικός, καίριμος, καιριολεκτέω, καιριότης, καιρο-, επίκαιρος, επίκαιρα, έγκαιρος(εν).
σίνομαι [ελώ, μέλλ. του αιρέω ( = καταστρέφω, φονεύω, αρπάζω) σελώ (η δασεία σε σ) > σέλομαι > σίνομαι (ε>ι, λ>ν)]- βλάπτω, ζημιώνω, καταστρέφω, αρπάζω. σινάμωρος (μόρος;), σιναμωρέω, σιναμώρευμα, σιναμωρία, σινάπι (άπτω, βλάπτει τα ζώα όταν το τρώνε ώριμο), σίναπυ, σίνηπι, σίνηπυς, σίναπι, σινηπέλαιον, σιναπίζω, σινάπινος, σινάπιον, σινάπισμα, σιναπισμός, σιναπιστέον, σινάπυξ, σιναπίδι, σιναρός, σινάς, σίνδις, σίνδρων, σινέομαι, σίνις, επισινής, επισίνιος, επισίνομαι, σινόδους (οδούς = δόντι), σινόδων, σινότης, σινόω, σίντης, Σίντιες, σίντωρ, σίνων, Σίνδος, Σιντική, σινωτικός, Σίμων (ν>μ), σιμωνία, ασινής (α, αρνητ.), ασινότης, σιληπορδέω (ν>λ, σινάμωρος = αισχρός), σιληπορδία, τσιλημπουρδώ, τσιληπορδώ, τσιλημπούρδημα, τσιλημπούρδισμα.
σίλφη [σίν-ομαι, ν>λ, βλ. σιληπ-ορδέω > σίλπη > σίλφη (π>φ)]- βρομούσα, σκόρος, βιβλιοφάγο σκουλήκι. σίλφιον, σιλφιόεις, σιλφιόω, σιλφιωτός, σίλλυβος (λφ>λλ), σίλυβον.
σιφλόω [σίν-ομαι (ν>λ) + φά-ος (α>ο) > σιλφόω > σιφλόω (λφ>φλ)]- τυφλώνω, ακρωτηριάζω, αφανίζω, σακατεύω, κολοβώνω, βλάπτω. σιφλός- χωλός, μύωπας, πηρός, σακάτης, κενός, κοίλος, κούφιος, άπληστος, πλεονέκτης, πειναλέος, τσιφούτης, τσιφούτης(τ>τσ), σιφνός(λ>ν), σίλφος, σίλφωμα, σιφνεύς, σιφνύω, Σίφνιος (κατ’ Ήσύχ. ακάθαρτος), Σίφνος, σιφνιάζω, σίπαλος (φ>π)- μύωπας, κοντόφθαλμος, σχεδόν τυφλός, τσίμπλα (σ>τσ, π>μπ), τσίμπλης, τσιμπλής, τσιμπλιάρης, τσιμπλιάζω, τσίμπλιασμα, τσιμπλιάρικος.
αλίσκομαι (δασ.) [έλεσκε (αόρ. β΄ του αιρέω), ε>α, ε>ι]- παθ. του αιρέω, λαμβάνομαι, νικιέμαι, συλλαμβάνομαι, καταλαμβάνομαι, επί καλής σημασίας, κερδίζομαι, αποκτούμαι, κατορθώνομαι, ως δικανικός όρος, καταδικάζομαι. άλωσις, αλώσιμος, άλιος, άλιον, αλιόω, ευάλωτος, ευαλούστερος, ανάλωτος (αν στερητ.), αναλόω, αναλώνω, ανάλωμα, ανήλωμα, ανάλωσις, αναλώσιμος, αναλωτής, καταναλίσκω, κατανάλωσις, καταναλωτικός, καταναλωτής, καταναλώνω.
Χάρων [βλ. αιρέω, χειρ > χερ- > χαρ- (ε>α), βλ. χειρόω]- ο Χάρος, ως όνομα του λέοντος, ο πορθμός της Στυγός, θάνατος. Χάρος, Χάροντας, Χαρώνειος, Χαρωνίται, Χάρυβδις (άπτω, πτ>βδ, επτά – έβδομος), Χαρυβδίζω, Χαρυβδηδόν, Χάρυβδη.
χαλινός [αλίσκομαι (εκ του αιρέω, βλ. Χάρων)]- χαλινάρι. χαλινάρι, χαλιναγωγέω, χαλινόω, χαλιναγωγώ, χαλινώνω, χαλίνωσις, χαλινωτήρια.
αρπάζω (δασ.) [ αιρέω (αι>α) + πάσις (σι>ζ), βλ. πάομαι], αρπακτί (άγω, άξω), αρπάγδην, αρπακτά, άρπαξ, αρπαγεύς, αρπάγη, αρπαγμένος, αρπάγιον, άρπαγμα, αρπαγμός, αρπαγή, αρπακτήρ, αρπάκτειρα, αρπαλέος, αρπαλίζω, άρπασμα, αρπεδών, αρπεδόνη, αρπεδονίζω, άρπη, Άρπυιαι (α>υ + ί-ημι), αρπυίας, άρπυς.
ληϊστός [αλίσκομαι > λαΐσκομαι (αλ>λα) > λαϊσκός > λαϊστός (κ>τ) > ληϊστός (α>η)]- ληστευθείς, αποκτημένος από λεία. ληίς, λαΐς, λαία, ληίζομαι, λήζομαι, ληίζω, ληιάνειρα (ανήρ), ληίδιος, ληιάς, ληίει, ληισμαδία, ληισμός, ληιστήρ, ληστήρ, ληιστής, ληστής, ληστός, ληιστύς, ληστεία, ληστεύω, ληστήριον, ληστρικός, ληστικός, λήσταρχος, Λαΐς, Λαΐδα, Λάϊος, λεία, λεηλατεύω (ελαύνω), λεηλάτησις, λεηλασία.
Ελένη (δασ.) [ελώ, μέλλ. του αιρέω]- η καταστρεπτική, ως κύριο όνομα. έλανδρος (ανήρ), ελέναυς (ναύς), Ελένια, Ελενοφόντης (φονεύω), ελέπολις, ελένη, ελάνη (αναλίσκεται), ελένιον, ελετός.
οφείλω [αφείλον (αόρ. του αφαιρέω), α>ο, δηλαδή ότι πρόκειται να μου αφαιρεθεί το χρέος]- χρεωστώ, είμαι υποχρεωμένος να δώσω, υπόκειμαι. αφέλλω, οφειλέσιον, οφειλέω, οφειλή, οφείλημα, οφειλόντως, οφειλομένως, οφειλέτης, όφλημα, όφλησις, οφλητής, οφλισκάνω, οφλός, εξοφλώ, εξόφλησις, εξοφλητήριον, ξοφλάω, ξοφλώ, ξοφλημένος.
χορός [χαρά, χειρ, χέρα (ε>ο), δια των χειρών εκφράζεται και αρθρώνεται ο χορός κυρίως, χορεύει δε κάποιος δια των χειρών και καθισμένος], χοραύλης (αυλός), χοραγός (άγω), χοραγείον, χορηγός, χορηγείον, χορηγέτης, χορηγέω, χορήγημα, χορηγώ, χορηγητήρ, χορηγία, χορηγικός, χορήγιον, χορηγίς, χορεία, χορειάρχης, χορείον, χορείος, χόρευμα, χόρευσις, χορευτής, χορευτικός, χορεύτρια, χορεύω, χορήτις, χορίτις, χορίαμβος (ίαμβος), χοριαμβικός, χορικός, χόριος, χορο-, χοροι-.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου