Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

M. Heidegger: η επί-σκεψη της ιστορίας ως τραγωδίας

Από την κοινωνία στην κοινότητα

Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η σύγχρονη εποχή είναι το μεσονύχτιο μιας κοσμικής νύχτας (Mitternacht einer Weltnacht) χωρίς αρχή και τέλος. Γιατί τα ανθρώπινα όντα ζουν αυτό –και μέσα σ’ αυτό– το μεσονύχτιο; Επειδή τελούν σε ολοκληρωτική ανεστιότητα. Γιατί τελούν σε τέτοια ανεστιότητα; Επειδή στις τωρινές εποχές, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, έχουν συνδέσει τη ζωή τους με την τάση να υποτάσσουν, να καθυποτάσσουν, να εκμεταλλεύονται. Έτσι γεννιέται η δικτατορία των λίγων και η δικτατορία των «πολλών». Η πρώτη, με την εξαπολυμένη δύναμη της τεχνικής, έχει κατακτήσει και την τελευταία γωνιά της γης και έχει αποδυναμώσει πλήρως την πνευματική ενέργεια του ανθρώπου: την έχει υποκαταστήσει με το δηλητηριώδες ψεύτισμα της μαζικής κουλτούρας. Ετούτο το ψεύτισμα παρουσιάζεται ως περισσή πνευματικότητα, ενώ στην πράξη καθιδρύεται με τη μορφή του πιο πάνω μεσονυκτίου και διαμελίζει το ανθρώπινο Dasein στα βδελυρά απο-κόμματα της καθημερινής κοινωνικής και πολιτικής πρακτικής. Τότε επέρχεται: «η φυγή των θεών, η καταστροφή της γης, η μαζοποίηση του ανθρώπου, η προβολή της μετριότητας» (GA 40, 48).

Εάν επομένως ο άνθρωπος, οντολογικά ιδωμένος, έρχεται στο Είναι ως ύπαρξη –γερμανικά: Existenz–, και μπορεί να είναι μόνο έκ-σταση (Ex-istenz), δηλαδή ον που δεν βρίσκεται μέσα στον εαυτό του, αλλά μέσα στο εντός του κόσμου Είναι, δυνάμει του προαναφερθέντος διαμελισμού του συντρίβει τη δημιουργικότητά του και αναπαράγει, από τη σκοπιά της μαζικής ομοιομορφίας [=ισοπέδωσης], τη δική του δικτατορία των «πολλών» με την ακόλουθη παραφθαρμένη «εξυπνάδα»:

«Αυτά που αποκαλύπτει ο λόγος δεν τα καταλαβαίνουν οι πολλοί, όσοι τα συναντούν, ούτε τα καταλαβαίνουν, όταν τους τα διδάξουν οι άλλοι, πιστεύουν όμως ότι τα κατάλαβαν. Από όλα τα πράγματα οι άριστοι προτιμούν μόνο ένα, την αιώνια δόξα των θνητών, οι πολλοί όμως αρκούνται στο να χορταίνουν όπως τα ζώα. Για μένα ο ένας ισοδυναμεί με χιλιάδες, άμα είναι άριστος. Οι κοιμισμένοι είναι εργάτες και συνεργοί των όσων συμβαίνουν στον κόσμο» (Ηράκλειτος).

«Το ανθρώπινο άτομο μέσα στην καθημερινή του διαβίωση βρίσκεται στην υποτέλεια των άλλων. Δεν είναι αυτό το ίδιο· το Είναι του το έχουν αρπάξει οι Άλλοι. Οι καθημερινές δυνατότητες του Είναι του υπόκεινται στα γούστα των Άλλων. Οι πολλοί εγκαθιδρύουν τη χαρακτηριστική τους δικτατορία. Απολαμβάνουμε και διασκεδάζουμε όπως πολλοί διασκεδάζουν· διαβάζουμε, βλέπουμε και κριτικάρουμε λογοτεχνία και τέχνη, όπως πολλοί βλέπουν και κριτικάρουν· αλλά και αποτραβιόμαστε από τον “πολύ σωρό”, όπως πολλοί αποτραβιούνται» (Heidegger).

Εδώ έγκειται και η τραγωδία της ιστορίας: όταν ο κοινωνικός βίος είναι εγκλεισμένος μέσα σε μια μαζικο-κουλτουροειδή ιεραρχία, ώστε να επικαλύπτει το αληθινό νόημα του ανθρώπινου Είναι, τότε ο καταναγκασμός των ποικίλων ανταγωνισμών –οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών, συντεχνιακών και παρόμοιων– οδηγεί σε άτακτη υποχώρηση το κοινοτικό πνεύμα και αναγορεύει σε παντοδύναμο κυβερνήτη τον πολυκέφαλο καισαρισμό. Με την ορολογία του Χάιντεγκερ, αυτή η κατάσταση είναι, για τις μέρες μας, η πιο ύπουλη έκφανση της περιώνυμης λήθης του Είναι. Η εν λόγω λήθη, συνεπώς, δεν είναι ένα απλό λογοπαίγνιο, αλλά η μαζική κυριάρχηση της αστικής εξωτερικότητας, δηλαδή της σύγχρονης ανεστιότητας, πάνω στην εσωτερική σύνδεση των ανθρώπων με τη γενέθλια γη τους και με την ιστορικότητα του Είναι τους. Ετούτη η εσωτερικότητα αποτελεί την πιο καίρια συνθήκη για μια κοινοτική συμβίωση των ανθρώπων. Ο Χάιντεγκερ την αναζητεί όχι σε περισπούδαστες «λογικές» αναλύσεις, αλλά μέσα στον ιστορικό τόπο της πόλεως. Η ελληνική πόλις διαφέρει ουσιωδώς από το νεωτερικό κράτος, αλλά και από την ρωμαϊκή res publica. O γερμανός φιλόσοφος παραλληλίζει τη διαφορά αυτή με τη διαφορά της αρχαίας ελληνικής αλήθειας από τη νεωτερική και τη ρωμαϊκή.

Η ελληνική λέξη αλήθεια σημαίνει εκκάλυψη, ακρυπτότητα (Unverborgenheit) και κατ’ αυτή τη σημασία προσδιορίζει την παρουσία, ήτοι το Είναι, των όντων, την κοινοτική τους συνεύρεση μέσα στην πόλη. Γράφει μεταξύ άλλων:

[Ι] «Τι είναι η πόλις; Η ίδια η λέξη μας δείχνει την ορθή κατεύθυνση, αρκεί να ανταποκρινόμαστε στη θέαση της ουσίας που φωτίζει τα πάντα, τη θέαση της ελληνικής εμπειρίας της ουσίας του Είναι και της αλήθειας. Πόλις είναι ο πόλος, ο τόπος, γύρω από τον οποίο στρέφεται με χαρακτηριστικό τρόπο καθετί που εμφανίζεται στους Έλληνες ως ον. Ο πόλος είναι ο τόπος, γύρω από τον οποίο στρέφονται όλα τα όντα, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε στην σφαίρα δικαιοδοσίας αυτού του τόπου να δείχνεται η στροφή και η θέση των όντων».

[ΙΙ] «Ο πόλος, καθότι αυτός ο τόπος, αφήνει τα όντα να εμφανίζονται στο Είναι τους εκάστοτε και τα δείχνει στην ολότητα της κατάστασής τους. Ο πόλος δεν ποιεί και δεν δημιουργεί τα όντα στο Είναι τους· απεναντίας, ως πόλος είναι η εστία της εκκάλυψης/ακρυπτότητας των όντων στο σύνολό τους. Η πόλις είναι η ουσία του τόπου, είναι, όπως λέμε, η τοπο-θεσία (Ort-schaft) της ιστορικής διαμονής (Aufenthalt) των Ελλήνων. Επειδή η πόλις αφήνει εκάστοτε την ολότητα των όντων να έρχεται, με αυτό ή με εκείνο τον τρόπο, στο εκκαλυμμένο/άκρυπτο της θέσης της [=της ολότητας, της κοινότητας], γι’ αυτό σχετίζεται ουσιωδώς με το Είναι των όντων» (GA 54, 132-133).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου