Ελ.αργκό

Ελληνική αργκό – Λεξιλόγιον
Η γλώσσα αργκό είναι ένας κώδικας επικοινωνίας, γεμάτος ιδιώματα. Τα λεξικά συγκλίνουν στην γαλλική καταγωγή της λέξης αργκό και στην αρχική της σημασία ώς τεχνητής-κωδικής γλώσσας των κακοποιών, καθώς και στην εν συνεχεία μεταφορική της χρήση για την ορολογία επαγγελματιών και την ιδιόλεκτο κλειστών κοινωνικών ομάδων. Μερικά χαρακτηριστικά ιδιώματα τέτοιου είδους είναι η γλώσσα των νέων, τα κουτσαβάκικα (η μάγκικη λαϊκή γλώσσα), η γλώσσα των τοξικομανών, τα καλιαρντά δες και ΕΔΩ (γλώσσα των ομοφυλοφίλων), η γλώσσα των πολιτικών, των μοτοσικλετιστών (μηχανόβιων), των στρατιωτικών, του ιπποδρόμου κ.ο.κ. Η κάθε τέτοια «γλώσσα μέσα στη γλώσσα», αντικατοπτρίζει τις ιδιαιτερότητες της ομάδας που τη χρησιμοποιεί.
Χαρακτηριστικό των συνθηματικών κωδίκων, ιδιολέκτων κλπ. είναι ότι εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου όπως συμβαίνει με την κάθε γλώσσα. Οι ποικίλες μομφές εναντίον των αργκό μάλλον είναι περιττές, αφού αυτές χρησιμοποιούνται μόνο μεταξύ των μελών της κάθε ομάδας και όχι στις γενικότερες κοινωνικές τους επαφές. Άλλωστε και η ίδια η καθομιλουμένη ή κοινή είναι πλήρης στοιχείων από διάφορες αργκό: «δεν προβλέπεται», «ψάρι» από τη στρατιωτική αργκό, «λυπητερή» από τη λαϊκή, «τζιτζί» από τη γλώσσα των μοτοσικλετιστών, «τεκνό» από τη γλώσσα των ομοφυλοφίλων, «κολλητός» από τη γλώσσα των νέων, «τη βρίσκω» από τη γλώσσα των τοξικομανών, «κόκκινη κάρτα» από την ποδοσφαιρική ορολογία κ.ά.
Το «λεξικό» της αργκό, έχει την δυνατότητα να μπορεί να «τρέφεται» από την επικαιρότητα, ή τις διάφορες καταστάσεις και να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες λέξεις.
Οι ακόλουθες λέξεις και οι ερμηνείες τους αποτελούν ένα ενδεικτικό τμήμα από την «ανθολογία» της αργκό γλώσσας.


Α
Αβαβά – Ψεύτικο.
Αβυζαλέο – Ντεκολτέ, που παρόλο το ελπιδοφόρο βάθος του, αποκαλύπτει ένα σχεδόν επίπεδο στήθος. Το επίθετο απαντά μόνο στο ουδέτερο γένος και σχεδόν αποκλειστικά στη φράση «αβυζαλέο ντεκολτέ».
Αγαθομούνα – Η εύπιστη κοπέλα.
Αγαμήτου και Απάρτου γωνία – Σε αυτές τις «οδούς» υποτίθεται οτι μένει κάποιος που έχει ανύπαρκτη ερωτική ζωή.
Αγγαρειομάχος – Ο φαντάρος (συνήθως νέος) που τον βάζουν διαρκώς για αγγαρείες.
Αγγούρι – 1) Ο νεοσύλλεκτος και ο πρωτοετής στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων, από την πράσινη φόρμα αγγαρείας.2) Το πολύ μεγάλο πέος. 3) Η δυσκολία, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με πολύ κόπο και κούραση (ψυχική η σωματική). 4)
H λαχτάρα, η αγωνία.
Αγκαλίτσας – Άνδρας ο οποίος συνοδεύει γυναίκες που του αρέσουν αλλά δεν κάνει σεξ μαζί τους και περιορίζεται στο μπαλαμούτι, συνήθως γιατί δεν του κάθονται.
Αδερφή – Η πιο κοινή και γνωστή πλέον φράση που δηλώνει ότι κάποιος άντρας είναι ομοφυλόφιλος. Για ιδιαίτερο τονισμό μπορεί να συνδυαστεί και με τις λέξεις «αδερφή νοσοκόμα», «αδερφή του ελέους».
Αερογάμης – 1) Ο κακός εραστής. 2) Ο κατά φαντασίαν εραστής.
Ακατοίκητο – Το ακατοίκητο κεφάλι: μτφ. ο ανόητος, ο κουφιοκέφαλος.
Αλέκος – 1) Ο αφελής, αυτός που τον έπιασαν κορόιδο. 2) Κάνω τον αφελή.
Αλλαξοκωλιές – Αναφερόταν αρχικά σε αλλαγή ρόλων κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης μεταξύ ομοφυλοφίλων, αλλά σήμερα σημαίνει περιπαικτικά ή χιουμοριστικά την όποια αμοιβαία ανταλλαγή, κυρίως μεταξύ φίλων.
Άλογο – Η εντυπωσιακή γυναίκα.
Αμερικανιά – Οτιδήποτε το φοβερά κακόγουστο και παρατραβηγμένο.
Ανάβουν τα λαμπάκια μου – Νευριάζω.
Ανάποδο γαμώτο – Είναι συνήθης χαρακτηρισμός ασχήμων, μη περιποιημένων και γενικότερα ανθρώπων οι οποίοι έχουν κακή εξωτερική εμφάνιση και προκαλούν αποστροφή.
Ανεβάζω θερμοκρασία – Αρχίζω και θυμώνω.
Ανθισμένος αρχιδόκαμπος – Όρος που προέρχεται σημασιολογικά από γνωστό μήνυμα κινητού τηλεφώνου και σημαίνει τον χώρο στον οποίο υπάρχει πλειάδα ανδρών έτοιμων για όλα.
Άνοιξε ο κώλος μου – Άλλαξε η τύχη μου, άρχισαν να μου συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα.
Αντικούκου – Ουσία που υποτίθεται ότι έμπαινε στο φαγητό του στρατού για να καταστείλει τη στύση ή την ερωτική επιθυμία στους φαντάρους. Πρόκειται για μύθο, μιας και η καταστολή της στύσης που παρατηρείται στο στρατό οφείλεται κατά κύριο λόγο σε ψυχολογικά αίτια.
Απίκο – Είμαι έτοιμος, στην ώρα μου.
Από φωνή… μουνάρα κι από μουνί… φωνάρα! – Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κάποιος προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.
Απολελέ και τρελελέ – Απολύομαι και τρελαίνομαι. Έκφραση χαράς απο στρατιώτη που κοντεύει να απολυθεί.
Απουστήρωση
Eπείγουσα μέθοδος αφαίρεσης ομοφυλοφιλικών μικροβίων από χώρο κατοικίας, εν όψει επίσκεψης μαμάς, θείας ή άλλου συγγενή που (επιμένει να) πιστεύει ότι ο γιος είναι απλώς καλός φίλος με τον Tάκη.
Αράζω τα κυβικά μου – Χαλαρώνω, κάθομαι.
Αραξόλ – Ο αραχτός.
Αραχνομούνα – Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.
Αργάμιση – Περασμένη ώρα, όταν έχει πάει αργά.
Αρκουδίσιον – Το κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το
air-condition, σε σύμπτυξη αρκουδίσιον.
Αρμέγω τη σαύρα – Ουρώ, κατουράω.
Αρουραίος – 1) Ο κλέφτης 2) Ο οπαδός του Ολυμπιακού, κατά τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Είναι η απάντηση των «πράσινων» στο «λαγοί» που τους αποκαλούν οι «κόκκινοι».
Αρρωστούργημα – Έργο τέχνης με φρικτό θέμα αλλά αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική αξία.
Αρτέμης Μάτσας – Ο προδότης, ο χαφιές. Από τον ηθοποιό Αρτέμη Μάτσα, που στις ταινίες έπαιζε αυτόν τον ρόλο.
Αρχαίος – Ο παλιότερος φαντάρος στη μονάδα.
Αρχιδαριό – Συγκέντρωση αντρών με παράλληλη πλήρη απουσία γυναικών.
Αρχίδι – Ο αναξιόπιστος, ο απατεώνας, αυτός που δεν ‘ξηγιέται καλά, ο κακός άνθρωπος.
Αρχίδια – 1) Δηλώνει την αρνητική έκβαση μιας κατάστασης. Επίσης ψέματα, αρλούμπες, ανυπόστατα πράγματα κτλ. Χρησιμοποιείται και με δεύτερο ουσιαστικό, για έμφαση: αρχίδια καπαμά, αρχίδια μύδια, αρχίδια μάντολες. 2) Υποδεικνύει ύπαρξη ή ανυπαρξία, ανδρισμού ή τόλμης.
Αρχίδια καλαβρέζικα – Ανοησίες, βλακείες, χωρίς αποτέλεσμα.
Ασπρίζω τοίχους – Αυνανίζομαι, μ’ έχει φάει η μαλακία.
Αστραχάν – Παρατσούκλι για το αργό άλογο, που δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδίσει. Χρησιμοποιείται και απο τους οδηγούς αυτοκινήτων όταν πρόκειται για αργό και δυσκίνητο ή παλαιό αμάξι.
Άσφαιρος – Ο άντρας που δεν έχει δυνατότητα να τεκνοποιήσει, ο ανίκανος.
Αυτοκόλλητος – Πάρα πολύ στενός φίλος, παραλλαγή του «κολλητός» (πεπαλαιωμένος όρος).


Β
Βάζελος – Ο οπαδός του Παναθηναϊκού.
Βαποράκι – Ο προμηθευτής ναρκωτικών.
Βδέλλα – Το άτομο που δεν ξεκολλάει από μια παρέα, δεν συνειδητοποιεί πότε η παρουσία του είναι κουραστική, και δεν έχει την ευγένεια να αποσυρθεί διακριτικά. Ο επίμονος.
Βέγγος – Ο ταλαίπωρος, ο άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει, που το φυσάει και δε λέει να κρυώσει. Πάντα ολοκληρώνει κάτι ακριβώς κατά την εκπνοή της προθεσμίας και πάντα έχει κάτι ακόμα να κάνει. Ο χαρακτηρισμός προφανώς προκύπτει απ’ τον δημοφιλή ηθοποιό Θανάση Βέγγο.
Βιλαρίμπα – Από την παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων «στη Βιλαρίμπα ακόμα τρίβουνε» (τα ταψιά). Έχει γίνει συνώνυμο της αγγαρείας στα μαγειρεία.
Βλαχαδερό – Υποτιμητικά, ο επαρχιώτης ή αυτός που έχει χωριάτικη προφορά, ή αυτός που είναι ντυμένος εκτός μόδας, ή αυτός που δεν έχει τρόπους. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες.
Βλαχοτηνέιτζερ – Όρος που χρησιμοποιείται για άτομα ανεξαρτήτως καταγωγής αλλά κοινού στυλ, με παρωχημένες ενδυματολογικές επιλογές οι οποίες θυμίζουν βλάχο σε νεαρή ηλικία, εξού και η λέξη.
Βλέπει τα ραδίκια ανάποδα – Είναι κάποιος νεκρός και θαμμένος.
Βλέπω τον Χριστό φαντάρο – Περνάω λαχτάρα, δύσκολες στιγμές.
Βλήμα – Ο ηλίθιος, ο βλάκας.
Βλήτο – Ο ηλίθιος, ο βλάκας, ο ανόητος.
Βόθρος – Το άτομο με πολύ άσχημο στόμα, που βρίζει χυδαία και πολύ προσβλητικά.
Βουλγάρικο θυμιατήρι – Προσδιορισμός μεγάλου μεγέθους (καθ’ ότι τα βουλγαρικά θυμιατήρια είναι τεράστια σε μέγεθος). Αναφέρεται συνήθως σε κώλους.
Βούλγαρος – Υποτιμητικός όρος για κατοίκους της Θεσσαλονίκης -και όχι μόνο- ο οποίος είναι εμπνευσμένος από τη γειτνίαση της συγκεκριμένης περιοχής με την αντίστοιχη χώρα.
Βουρ – Κατευθείαν.
Βούρλο – Υποτιμητικά ο ηλίθιος-η ηλίθια, συνώνυμο του χαζοβιόλη-χαζοβιόλας ή …της ξανθιάς.
Βουτυρόπαιδο – Εννοούμε το μαλθακό παιδί, το καλομαθημένο, που δεν αντέχει τις κακουχίες και γενικά δεν μπορεί να κουράζεται.
Βουτώ τη γλώσσα στον κώλο – Δεν σκέφτομαι προτού μιλήσω και λέω το πρώτο που μου έρχεται στο νου, η οποία αποστροφή εκτιμάται ως ανόητη ή προσβλητική ή αδιάκριτη από τον συνομιλητή.
Βραχοβυζίδα – Στήθος, σκληρό σαν βράχος (από το «βραχονησίδα»).
Βρόντακας – Από την λέξη «βροντή». Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μοτοσυκλέτα. Κατά το πέσιμο ή το τρακάρισμα παράγεται ένας δυνατός ήχος. Μια βροντή. Εξ ου και το βρόντακας.
Βρωμυλί – Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρώμικο, το χρώμα της βρωμιάς.
Βρωμάνε τα μαλλιά του ποδαρίλα – Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός. Συνώνυμο του «ένα κι ένα
milko», «ζουμπάς», «κοντοπίθαρος».
Βυζοθήκη – Ο στηθόδεσμος, το σουτιέν.
Βυζομαλακία – Η σεξουαλική πράξη κατά την οποία η γυναίκα κρατά ενωμένα τα στήθη της ενώ ο άντρας μετακινεί παλινδρομικά το πέος του ανάμεσά τους. Η στάση αυτή μπορεί να εκτελεστεί μόνο όταν τα γυναικεία στήθη είναι αρκούντως ευμεγέθη.
Συνώνυμα: ισπανικό, ισπανική μαλακία, ισπανική πίπα.
Βυζόμπαλο – Ο μαστός της γυναίκας που είναι στητός και με σφαιρικό σχήμα.
Βυζοσκάμπιλο – Σεξουαλικό παιχνίδισμα κατα το οποίο η παρτενέρ ταλαντεύει με δύναμη τα στήθη της στο πρόσωπο του ανήμπορου να αντιδράσει αρσενικού. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να λάβει χώρα ένα βυζοσκάμπιλο είναι τα στήθη να είναι αρκούντως μεγάλα.
Βυζούβιος – Το ντεκολτέ που φανερώνει πληθωρικό στήθος, το αντίθετο του αβυζαλέου.
Βυθομέτρηση – Η διείσδυση σε βάθος, στον γυναικείο κόλπο, κατά την σεξουαλική πράξη.
Βύσμα – Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.


Γ
Γαβαλάκης – Χαρακτηρισμός θηλυπρεπούς αρσενικού. Ο όρος προέρχεται από τον στυλίστα Λάκη Γαβαλά.
Γαμάδικο – Ο οίκος ανοχής, το μπουρδέλο.
Γαμάτος – Ο τέλειος, ο απίθανος. Λέγεται με θαυμασμό και ενθουσιασμό.
Γαμάω και δέρνω – Δε χρησιμοποιείται κυριολεκτικά. Εκφράζει τη δεξιοτεχνία, την επιδεξιότητα κάποιου σε κάποιον τομέα.
Γαμήσια – 1) Το μυστήριο του γάμου, κατά το βάφτιση -> βαφτίσια. 2) Δυσκολίες, δύσκολες καταστάσεις.
Γαμησιάτικα – Οι ευθύνες άλλων. Εκφράζει θυμό, δυσαρέσκεια.
Γαμίκος – Ο γυναικάς. Συναντάται και ως «Γαμίκουλας».
Γαμιόλα – Η γυναίκα με έντονη ερωτική ζωή. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.
Γαμοσταυρίδι – Βρισιά, η οποία περιέχει αναφορά στα Θεία.
Γαμώ την… – Χρησιμοποιείται προς αποφυγή εξύβρισης της Παναγίας. Συνοδεύεται από διάφορες λέξεις, όπως «Πανακόλα», «Εύα», «Παναχαϊκή», «Καταδίκη», ή «Το μουνί της Εύας», «Το μουνί της Καλιρρόης» κ.α.
Γαμώ το ταμτιριρί – Απειλητική φρασεολογία η οποία χρησιμοποιείται όταν έχει κανείς περιέλθει σε μια απίστευτη κατάσταση θυμού. Το ταμτιριρί μπορεί να συμβολίζει το πιο αδύναμο στοιχείο ενός ατόμου, κυρίως αυτού στο οποίο επιτιθέμεθα. Δηλαδή, το ταμτιριρί μπορεί να είναι η γυναίκα του αχώνευτου γείτονα, η μάνα του άδικου διαιτητή, το σπίτι του σπαγγοραμένου αφεντικού μας κ.ο.κ.
Γαμώφλαρος – Κοινώς… ο μαλάκας.
Γαργάρα – Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».
Γαρδέλης – Γνωστό ’80′
s είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γνωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα. Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).
Γαρίδα – Χαρακτηρισμός γυναίκας, που από το λαιμό και κάτω λαμβάνει βαθμολογία άριστα αλλά που από πρόσωπο δεν βλέπεται… Οπότε πετάς το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο.
Γαριδάκι – Πολύ μικρό πέος.
Γάτα – Το εύστροφο και έξυπνο άτομο, με πολλές ικανότητες και δυνατότητες.
Γατόβυζο-α – Το πολύ μικρό γυναικείο στήθος.
Γατουλογαμούλης – Ο τρυφερός εραστής, ο συναισθηματικός αγαπησιάρης τύπος που είναι γατούλης στο κρεβάτι.
Γαύρος – Ο οπαδός τους Ολυμπιακού.
Γεια σου – Ο φευγάτος, ο άλλ’ αντ’ άλλων.
Γειώνω – Ακυρώνω, παρατάω, αφήνω στα κρύα του λουτρού.
Γεμίζει το κανελόνι – Έκφραση, που δηλώνει πως κάποιος είναι ομοφυλόφυλος. Παρόμοιες εκφράσεις (αρκετές από τις οποίες λέγονται και για γυναίκες): «το πάει το γράμμα», «το σηκώνει το σακάκι», «βάζει την κρέμα στο παστίτσιο», «το ζυγίζει το λουκουμάκι», «την κουνάει την αχλαδιά», «το ρουφάει το κανελόνι», «το γυαλίζει το φινιστρίνι», «τη μαδάει τη μαργαρίτα», «το ψήνει το τσουρέκι», «το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο», «το φυσάει το αχνιστό», «τον βάζει τον σύρτη», «το σαλιώνει το πασαλάκι», «τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ», «την ξεφλουδίζει τη μπανάνα», «το ρουφάει το γλυφιτζούρι», «το μαζεύει το σαπούνι», «τον φτύνει τον ταραμά», «το πιπιλίζει το καλαμάκι», «το καταπίνει το κουκούτσι», «το μαστιγώνει το δελφίνι», «το ζυμώνει το μπιφτέκι», «τον απλώνει τον τραχανά», «το πελεκίζει το εξκάλιμπερ», «τη χαλαρώνει τη βαλβίδα», «το τρίβει το πιπέρι», «το σφίγγει το μπουλόνι», «το πνίγει το κουνέλι», «το καβουρδίζει το φυστίκι», «το στρώνει το σεντόνι», «το κανελώνει το ριζόγαλο», «τη σουρώνει την ψαρόσουπα», «το μελώνει το παστέλι», «την τινάζει την βερικοκιά», «τις μαζεύει τις ελιές», «το γρασάρει το ρουλεμάν», «τη γυρνάει τη μπετονιέρα», «το μαζεύει το λάστιχο», «τη ματσακονιάζει τη βάρκα», «το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα», «τον τσουρουφλίζει τον αστακό», «την κυνηγάει την πέρδικα», «τον στρίβει τον ντολμά».
Πιο ειδικά για ομοφυλόφυλους ιερείς: «την κουνάει την καμπάνα», «το δαγκώνει το αντίδωρο», «το σηκώνει το ράσο», «την καταπίνει την κοινωνία», «την κρατάει την τιάρα», «το ψέλνει το ευαγγέλιο», «το ευλογάει το γένι», κ.α.
Γεμίζω τον κώλο κρέας – Κάνω πρωκτικό σεξ. Κυρίως ως απειλή. Επίσης το συναντάμε και ως «γεμίζω κρέας το κωλάντερο».
Γερμανικό – Είναι η υπηρεσία που «βαράει» ο φαντάρος μεταξύ 02.00 – 04.00 τα ξημερώματα.
Γεροκαυλέας – Ο γέρος που μπορεί ακόμα να πηδήξει και την πέφτει σε γκόμενες.
Γήλος – Τύπος, μοδάτος, καλοντυμένος.
Για τα μπάζα – Κάποιος ή κάτι που είναι για πέταμα, άχρηστο ή άσχημο.
Γιατί κλάνει το γατί – Την φράση «Γιατί κλάνει το γατί» την χρησιμοποιούμε στις εξής περιπτώσεις: 1) Τις περισσότερες φορές αμυντικά θέλοντας να αποφύγουμε τον συνομιλητή μας για κάτι που βαριόμαστε ή δεν ξέρουμε ή δεν θέλουμε να του απαντήσουμε… 2) Για να του σπάσουμε τα νεύρα…
Γίδι – Ο ηλίθιος, ο βλάκας.
Γιδοβοσκός – Ο αγράμματος, ο αμόρφωτος.
Γιεγιές – Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν
Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».
Γίνομαι γκολ – Βαρύ μεθύσι.
Γίνομαι κώλος – Γίνομαι χάλια. Επίσης λέμε και γίνομαι κωλοτρυπίδια.
Γίνομαι παπί – Βρέχομαι, γίνομαι μούσκεμα.
Γιωτάς – Ο τρελός, ο ανίκανος. Η έκφραση έχει προκύψει από τις κατηγορίες σωματικής ικανότητας (ΣΙ) των Ενόπλων Δυνάμεων, που χρησιμοποιούν το γράμμα Ι (γιώτα) ακολουθούμενο από έναν αριθμό από το 1 ως το 5.
Γκα-γκα – Βλάκας, χαζός, απροσάρμοστος. Συναντάται και ως «Γκάου-μπίου».
Γκαβάδι – Ο νέος φαντάρος στη μονάδα. Αυτός που δεν βλέπει καλά.
Γκαγκανιάζω – Διψάω πολύ.
Γκαζοφονιάς – Αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του.
Γκασμαδία – Στρατιωτικές μονάδες στα νησιά ανατολικού Αιγαίου. Ιδιαίτερα στην Λέσβο και την Λήμνο.
Γκασμάς – Ο πανύβλακας, ο αργόστροφος. Περιπαικτικά, ο Λέσβιος, ο Μυτιληνιός. Λέγεται ότι το παρωνύμιο προήλθε από κάποιο αεροδρόμιο που θέλησαν κάποτε να δημιουργήσουν στη Λέσβο και οι κάτοικοι προσήλθαν αυθόρμητα να συνδράμουν στο έργο κρατώντας όλοι μόνο γκασμάδες και όχι και κάποιο άλλο εργαλείο (π.χ. φτυάρι).
Γκατζολία – Ο νομός Έβρου, σύμφωνα με τους υπηρετούντες τη στρατιωτική τους θητεία σε αυτόν.
Γκε γκε; – Σημαίνει «κατάλαβες;», «το ‘πιασες;», «μπήκες;».
Γκομενοπαγίδα – Οτιδήποτε στην κατοχή ενός άνδρα τραβάει την προσοχή στις γυναίκες και τις κάνει περισσότερο προσβάσιμες σεξουαλικά. Συνήθως λέγεται για αμάξια, κότερα και συναφή «πνευματικά» αγαθά…
Γκοτζίλα – Κατεψυγμένο στρατιωτικό κρέας.
Γκουμούτσα – Το μεγάλο σε μέγεθος και άχαρο αντικείμενο.
Γλυκοτσούτσουνος – Αυτός που έχει άριστες επιδόσεις στο σεξ και τραβάει όλες τις γκόμενες πάνω του.
Γόπινγκ – Καψόνι στο στρατό κατά το οποίο ο νέος γυρίζει όλο το στρατόπεδο και μαζεύει από κάτω τις άπειρες γόπες τσιγάρων. Προκύπτει απ’ τη γόπα και την κατάληξη -
ing του αγγλικού γερούνδιου, που δηλώνει πράξη, κίνηση κτλ σε εξέλιξη.
Γραμμική-Β – Περιγράφει ανικανότητα γραφής. Χαρακτηρίζει επίσης, τον τρόπο γραφής των συνταγών από τους γιατρούς, τις οποίες μόνο οι φαρμακοποιοί μπορούν να «αποκρυπτογραφήσουν».
Γραψαρχίδης – Από το «Γράφω στ’ αρχίδια μου». Αυτός που αδιαφορεί για τα πάντα.
Γρόθος – Η κρητική έκδοση του… μαλάκα.
Γυαλιά-καρφιά – Άνω-κάτω.
Γυροβύζιον – Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.
Γυφτομπαρόκ – Το ακαλαίσθητο, το κιτς. Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του ’80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.


Δ
Δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα; – Άϊ παράτα μας. Έμεινε στην ιστορία μετά από τη γνωστή δικαστική αντιπαράθεση Γιώργου Νταλάρα – Τζίμη Πανούση.
Δεν παίζεσαι με τίποτα – Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να σε αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να σε ανταγωνιστεί.
Δεν την παλεύω – Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.
Δεν τρέχει μία – Δεν συμβαίνει τίποτε, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Δίνω κάποιον – Καταδίδω, προδίδω. Πολλές φορές λέγεται και «δίνω στεγνά».
Δίνω το κωλάντερο στο χέρι – Κατανικώ, εξευτελίζω, γελοιοποιώ, νικώ με διαφορά, γαμώ βίαια/αδυσώπητα.
Δόντι – Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.
Δουλεύω κάποιον – Κάνω πλάκα, εμπαίζω, κοροϊδεύω κάποιον.
Δραπέτης – Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών κυρίως ευφορικής κάνναβης, οι οποίες τον κάνουν να «ξεφεύγει» (δραπετεύει).


Ε
Εβραίος – Ο φιλάργυρος, ο τσιγκούνης.
Είμαι όλο φρου φρου κι αρώματα – Ντύνομαι καλά, στολίζομαι. Συνήθως λόγω του άλλου φύλου.
Είμαι στην τσίτα – Βρίσκομαι σε εγρήγορση, σε υπερένταση.
Εκεί που γαμιούνται οι αράχνες – Στην γωνία.

Εργαλείο – 1) Σαν υπονοούμενο εννοείται το ανδρικό μόριο, μεγάλου μεγέθους και καλών επιδόσεων. 2) Το δυνατό και με κορυφαίες επιδόσεις αυτοκίνητο. 3) Το ιδιόρρυθμο και αξιοπερίεργο άτομο. Επί παιδιών: δείχνει τρυφερότητα, κάτι σαν το «τρελούτσικο».
Έχω ήχο, αλλά δεν έχω εικόνα – Το λέμε όταν κάποιο αντικείμενο ή άτομο κρύβει κάτι που θέλουμε να δούμε.
Έψιλον – Το χάπι
ecstacy.

Ζ
Ζαλίζω τ’ αρχίδια κάποιου – Γίνομαι πολύ ενοχλητικός σε κάποιον. Συναφείς εκφράσεις είναι οι «πρήζω τ’ αρχίδια» και «σκοτίζω τ’ αρχίδια» κάποιου.
Ζαμανφού – Κατάσταση αδιαφορίας. Προέρχεται απο το γαλλικό
je men fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».
Ζαμπουνιά – Ο καλός τρόπος, η καλή συμπεριφορά. Η λέξη προέρχεται από τον συγγραφέα του «
Savoir Vivre», Χρήστου Ζαμπούνη.
Ζάχαρη – Πολύ ωραία, θαυμάσια, καταπληκτικά.
Ζαχόπουλος – Ο αυτόχειρας.
Ζόρικος – 1) Αυτός που αντιστέκεται, δεν χαμπαριάζει. 2) Ο εξαίσιος.


Η
Ηλεκτρόνιο – Ο στρατιώτης που τον τρέχουν από αγγαρεία σε αγγαρεία και πάει από το ένα μέρος στο άλλο.


Θ
Θα πάρω αναβολή – Έκφραση που λέγεται στο στρατό σε καταστάσεις απελπισίας.
Θαλαμόσκυλο – Ο εκτελών χρέη θαλαμοφύλακα στρατιώτης.
Θάψιμο – Προσφιλές σπόρ γυναικών αλλά και ανδρών όταν πίσω απο την πλάτη κάποιου απόντος τον κατηγορούν και τον κακολογούν για πράγματα που άλλοτε ευσταθούν και άλλοτε δεν ισχύουν.
Θυμαράκια – Η φράση «θα σε στείλω στα θυμαράκια» σημαίνει θα σε σκοτώσω. Ίσως η φράση να προέρχεται από το γεγονός ότι φυτρώνουν θυμάρια στα νεκροταφεία, ή απλά να σημαίνει «θα σε φυτέψω, όπως τα θυμάρια».


Ι
Ίσα (ρε) – Έκφραση αποδοκιμασίας ή προειδοποίησης.
Ισοβίτης – Ο στρατιώτης που έχει φάει πολλές μέρες φυλακή και θα αργήσει να απολυθεί.


Κ
Κάγκουρας – Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται απο τα ίδια τα καγκουρό. Πώς γίνεται αυτό:
Σύμφωνα με μια θεωρία, εκείνοι που παρακολουθούν μια κόντρα αυτοκινήτων – στιγματίζοντας έτσι τον εαυτό τους γιατί δεν συμμετέχουν – από το κρύο αναγκάζονται να βάλουν τα χέρια στις τσέπες, παίρνοντας μια σκυφτή στάση. Πάλλονται για να ζεσταθούν θυμίζοντας έτσι τα καγκουρό. Ο όρος προεκτάθηκε και απο τους θεατές – κάγκουρες πέρασε στους ίδιους τους οδηγούς – κάγκουρες που ποζάρουν με το αυτοκίνητό τους και προσπαθούν να «πουλήσουν μούρη». Ο όρος πήρε και μια άλλη προέκταση για όποιον γενικά προσπαθεί να δείξει κάτι και θέλει να τραβήξει την προσοχή του κοινού είτε αφορά την οδήγηση, τη μόδα, το στυλ, τη συμπεριφορά κλπ…
Καθαρίζω – 1) Λύνω τις διαφορές, ξεχρεώνω. 2) Σκοτώνω κάποιον.
Καίω κάρβουνο – Το λέμε για τον χαζό, τον αργόστροφο.
Καλλιόπη – Η τουαλέτα στη στρατιωτική αργκό.
Καλόγερος – Χρησιμοποιείται περιπαικτικά για να δηλώσει αυτόν που απέχει συνειδητά απο το σεξ και γενικά απο τις επαφές με το αντίθετο φύλο. Ακόμα δείχνει το άτομο που έχει προσκολληθεί στη σχέση που έχει και αγνοεί οτιδήποτε άλλο θηλυκό κυκλοφορεί.
Κάνε πάντα – Παραμέρισε, κάνε στην άκρη.
Κάνω μπαμ – Ξεχωρίζω. Όταν δεν μπορώ να κρύψω κάτι όσο και να προσπαθώ.
Κάνω παπάδες – Κάνω καταπληκτικά πράγματα, «ζωγραφίζω».
Κάνω τα τρία δύο – Λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει, ή αν γίνει δεν θα έχει τις αναμενόμενες συνέπειες.
Κάνω τη ζωή πατίνι – Δυσκολεύω τη ζωή κάποιου.
Κάνω την πάπια – Κάνω τον άσχετο και τον ανήξερο.
Κάνω τον Κινέζο – Κάποιος «κάνει τον Κινέζο» ή «το παίζει Κινέζος» όταν προσποιείται τον ανήξερο, μην καταλαβαίνοντας αυτό που του λένε, όπως θα έκανε ένας Κινέζος αν του μίλαγαν ελληνικά.
Κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο) – Σιωπώ, κλείνω το στόμα μου.
Καπότα – Το προφυλακτικό.
Καραβανάς – Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να περιγράψουμε τους έχοντες επάγγελμα τον στρατό. Πιο συχνά για να περιγράψουμε τους επαγγελματίες οπλίτες ή τους πενταετούς θητείας.
Καραμέλα – Η επανάληψη των λεγόμενων, το να λες συνέχεια το ίδιο πράγμα και να επιμένεις σε αυτό.
Καραπουτσαριό – Κατάσταση αδιαφορίας, χαοτικές συνθήκες, υπηρεσίες, ή μέρη όπου ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί τίποτα.
Καραφλιάζω – Εκπλήσσομαι, ή προκαλώ σε κάποιον έκπληξη με κάτι παράλογο κλπ.
Καρπαζοεισπράκτορας – Αυτός που τον έχουν όλοι του κλώτσου και του μπάτσου. Αυτός που δεν έχει ούτε το θάρρος να σηκώσει ανάστημα και να υπερασπιστεί τον εαυτό του και συνήθως γίνεται ο περίγελος της παρέας.
Καρφί – 1) Αυτός που προδίδει, αποκαλύπτει, ο μαρτυριάρης. 2) Αμέσως, γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν.
Κασέρι – Το ρευστό χρήμα, από το αγγλικό
cash.
Κατεβάζω καντήλια – Η βλαστήμια, το βρίσιμο των Θείων.
Κατινάζ – Κουτσομπολιό για την ιδιωτική ζωή άλλων. Κοινωνικός σχολιασμός σε ευρύτερη έννοια. Εκδηλώνεται συνήθως σε παρέα δύο ή περισσοτέρων γυναικών. Είναι το εθνικό σπορ των τηλεοπτικών εκπομπών μεσημεριανής ζώνης.
Κατουρόκαυλα – Η υπερδιέγερση του πέους, συνήθως τα πρωινά λόγω και της ανάγκης για ούρηση.
Κατσαριδοκτόνο – Οι μπότες με μύτη μπροστά.
Καύσιμο – Χρήματα.
Κερατάς – Ο απατημένος σύζυγος.
Κλάιν μάιν – Άνευ ουσίας ή σημασίας. «Τρέχα γύρευε». «Καλά, χαιρετίσματα». Χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Κλάνω μέντες – Τρομάζω, πανικοβάλομαι. Οι «μέντες» μπορούν να αντικατασταθούν από «πατάτες», «φασκόμηλο», «μαλλί», «μπάμιες», «πόμολα».
Κλαπαρχίδας – Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ’ αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια! Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος, ο μπουνταλάς.
Κλάσιμο – Αδιαφορία, περιφρόνηση.
Κλασομπανιέρα – 1)
O δειλός, αυτός που δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλίες …που φοβάται γενικότερα. 2) Το τζακούζι, δηλαδή η μπανιέρα που παράγει μπουρμπουλήθρες με σκοπό τη χαλάρωση.
Κλαψομούνα – Γυναίκα, η οποία δε βρίσκει χαρά στα σκέλια της.
Κοζάρω – Κοιτάζω κάποιον ή κάτι προσεκτικά, βλέπω, διακρίνω.
Κόκκαλο – Ο εμβρόντητος, ο ακίνητος.
Κοκό – Το γαμήσι.
Κολλητός – Πολύ στενός, αδερφικός φίλος.
Κομματόσκυλο – Φανατικός υποστηρικτής μεγάλων κομμάτων, που φωνάζει, διαδηλώνει, τσακώνεται, χωρίς κάποια προφανή αιτία, άμα του θίξει κάποιος την παράταξη στην οποία ανήκει.
Κοντάρι – Το αντρικό γεννητικό μόριο.
Κόντρα πλακέ – Το πολύ μικρό, εώς ανύπαρκτο γυναικείο στήθος.
Κοπάνα – Σκασιαρχείο.
Κότα – Ο δειλός.
Κότζακ – Ο φαλάκρας. Από την ομώνυμη σειρά με τον
Telly Savalas.
Κοτσάνα – Βλακεία, χαζομάρα.
Κουβαρίστρας – Ο διαβιβαστής στον στρατό.
Κουδουνίστρα – Ο ομοφυλόφιλος.
Κουμπαράς – 1) Τερματοφύλακας περιορισμένων δυνατοτήτων που συνήθως τελειώνει τα 90 λεπτά ενός παιχνιδιού με πολλά γκολ στο παθητικό του. 2) Η σχισμή που διακρίνεται από το στήθος ή τα οπίσθια μιας γυναίκας.
Κουραδοκόφτης – Το στρινγκάκι.
Κουραδομηχανή – Ο τεμπέλης.
Κούτσουρο – Το άτομο που δεν ξέρει τίποτα, ο αμόρφωτος.
Κόψε λάσπη – Φύγε.
Κρατάω το φανάρι – Διευκολύνω κάποιον στα ερωτικά του. Συνήθως λέγεται υποτιμιτικά.
Κωλάδικο – Το μπαρ που εργάζονται ιερόδουλες.
Κωλοβαράω – Τεμπελιάζω, δεν κάνω τίποτα, βαριέμαι.
Κωλοβάρδουλα – Εμφατικός χαρακτηρισμός των οπισθίων. Συνήθως συνοδεύεται από την έκφραση «θα σου/της ξεσκίσω τα…».
Κωλομυρμηγκίτιδα – Από αυτή την «ασθένεια» πάσχει κάποιος που δεν μπορεί να κάτσει σε μια μεριά, είτε λόγω άγχους είτε λόγω χαρακτήρα.
Κωλόφαρδος – Ο υπερβολικά τυχερός.
Κωλοφεράντζα – Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.


Λ
Λαγός – Υποτιμητικά λέγεται έτσι ο οπαδός και παίχτης του Παναθηναϊκού από τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Χρησιμοποιείται αντί για το «κότες», δηλαδή ότι φοβάται και τρέχει γρήγορα να φύγει.
Λακαμάς – Ο μαλάκας.
Λάκης – Μαμόθρεφτο, «αδερφή».
Λαλάκης – Ο φλώρος ή χλεχλές. Η λέξη προκύπτει από τη λέξη «Λάκης» με αναδιπλασιασμό της πρώτης συλλαβής για λόγους έμφασης.
Λαμόγιο – Ο απατεώνας.
Λαμπατέρ – Συνθηματική λέξη για το τσιγαριλίκι.
Λαμπόγυαλο-α – Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.
Λαρρυγγοσκόπηση – Εισχώρηση του πέους στο λαρρύγγι της γυναίκας.
Λαχείο – Η ευτυχής συγκυρία, όπου κάτι σου πάει καλά, προκύπτει κάτι απρόσμενα καλό, μια ευκαιρία που δεν πρέπει με τίποτα να χάσεις.
Λεβεντομαλάκας – Ο συνδιασμός λεβέντη και μαλάκα ταυτόχρονα.
Λέει – Δηλώνει έγκριση, επιδοκιμασία.
Λείψανο – Το πολύ αδύνατο άτομο.
Λεμές – Ο δήθεν τυπάκος που το παίζει γόης και λεφτάς για να ψαρέψει κοπελίτσες (χαμηλού
IQ πάντα), που προσπαθεί συνέχεια να κρύψει τα κόμπλεξ και τις ανασφάλειές του κατηγορώντας τούς άλλους, γενικά ο γλοιώδης τύπος.
Λέρα – Αναξιόπιστο άτομο, το οποίο ρέπει προς την παρανομία.
Λεσβιτρίνα – Γκέι φίλος μιας λεσβίας, που ποζάρει για σχέση της για λόγους αλληλοκάλυψης.
Λέσι – Άτομο σιχαμερό και άσχημο, σαν ψοφίμι σε αποσύνθεση.
Ληγμένα (χάπια) – Τα χάπια ή ναρκωτικά των οποίων η ημερομηνία λήξεως έχει παρέλθει. Επιφέρουν ακόμα πιο έντονες παρενέργειες σε αυτόν που τα έχει πάρει και ως εκ τούτου η συμπεριφορά του είναι ιδιαιτέρως αλλοπρόσαλλη. Όρος που χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει κάποιον που συμπεριφέρεται ακατανόητα, σα να είχε καταναλώσει ληγμένα χάπια…
Λιάρδα – Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.
Λιγούρης – Ο ξελιγωμένος για γυναίκα, ο σεξομανής, αλλά και ο αγάμητος.
Λιλιπούτσειος – Ο έχων εξαιρετικά μικρό πέος.
Λογοδιάρροια – Η ακατάσχετη φλυαρία.
Λούγκρα – Ο ομοφυλόφιλος άντρας. Χρησιμοποιείται ως ύβρις.
Λούης – Έγινε Λούης = εξαφανίστηκε, έφυγε γρήγορα. Από τον Ολυμπιονίκη μαραθωνοδρόμο Σπύρο Λούη.
Λουλού – Δηλώνει τον γυναικωτό άντρα, τον μαλθακό.
Λυπητερή – Κοινώς ο λογαριασμός.


Μ
Μαγκάιβερ – Ήρωας ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς των ’80
s. Σημαίνει κάποιος που βρίσκει απίθανες λύσεις και τεχνάσματα για κάποιο πρόβλημα.
Mαδάω – Κλέβω, ξαφρίζω.
Mαϊντανός – Ο τύπος που είναι μέσα σ’ όλα, που δε χάνει γεγονός για γεγονός, αλλά που η ύπαρξή του δε στιγματίζει, μιας κι όλοι τον έχουν πλέον συνηθίσει.
Mαλάκας – Αυτός που αυνανίζεται. Πλέον, στατιστικώς αποδεδειγμένα, η λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στο λεξιλόγιο κάθε Έλληνα που σέβεται τον εαυτό του. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα έχει και αρνητική χροιά αλλά κυρίως χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση.
Mαλακοπίτουρας – Συνώνυμο του μαλάκας. Χρησιμοποιείται κυρίως για όσους φαίνονται αρχικά λιγότερο μαλάκες απ’ ό,τι τελικά αποδεικνύεται ότι είναι.
Mαλαπέρδα – Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.
Mανίκι – Συνουσία, πήδημα.
Μαούνα – Η φαρδυκάπουλη γυναίκα, η κωλαρού.
Μάστα – Μάλιστα.
Μαστάρ ντρουβάς – Ο στηθόδεσμος, το σουτιέν.
Ματζαφλάρι – Εξάρτημα, ή μικρή συσκευή.
Με παίρνουν τα σορόπια – Όταν στην παρέα υπάρχει ζευγάρι και είναι όλο μέσα στις γλύκες και στα φιλιά μεταξύ τους.
Μεσίκ – Το πέος κανονικού μεγέθους, στα καλιαρντά. Είναι η δεύτερη βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους: φίφα –> μεσίκ –> μπάρα –> γούδα.
Μετράω – Αξίζω, ισχύω.
Μη φας, έχουμε γλαρόσουπα – Μη φαντάζεσαι δηλαδή ότι θα κάνεις ό,τι θες, δεν πρόκειται να σου γίνει το χατήρι.
Μινάρας – Ο μαλάκας στην πατρινή διάλεκτο. Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του «μαλάκα». Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο.
Μόκο – Σιωπή, σκασμός.
Μούναρος – Η πολύ ωραία και σέξι γυναίκα. Θέλοντας να δώσουμε έμφαση, λέμε και «Θεομούναρος».
Μουνί καλλιγραφία – Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.
Μουνί καπέλο – Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.
Μουνί κλαμένο – Γελοίος, θλιβερός, που επισύρει την κοροϊδία ή τον οίκτο. Συχνά, για άτομα που μόλις έχουν αλλάξει την εμφάνισή τους προς το χειρότερο.
Μουνί της λάσπης – Υποτιμιτικός χαρακτηρισμός.
Μουνόδουλος – Ανθρωποειδές αρσενικού φύλου το οποίο ειναι διατεθειμένο να κάνει οτιδήποτε παρά τη θέλησή του μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποια κοπέλα χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι η κοπέλα είναι όμορφη ή ότι πρόκειται να παιχτεί κάποια φάση με αυτή. Οι «επιστήμονες» πιστεύουν ότι τέτοια φαινόμενα οφείλονται στην απελπισία που προέρχεται από την αγαμία.
Μουνοθύελλα – Συνύπαρξη πολλών ωραίων γυναικών στο ίδιο μέρος, την ίδια στιγμή.
Μουνόπανο – Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. 1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, 2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.
Μούφα – Ψεύτικο, κατώτερο των προσδοκιών.
Μπαγλαμάς – Ο γελοίος, ο βλάκας, ο ανόητος.
Μπάζο – Η άσχημη γυναίκα.
Μπαλαμούτι – Η θωπείες, το «χούφτωμα».
Μπανίζω – Κοιτάζω, παρακολουθώ.
Μπαμπινιώτης – Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.
Μπαρμπούτσαλα – Βλακείες, ανοησίες, μαλακίες.
Μπάτσος – Ο αστυνομικός.
Μπερδεγουέι – Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.
Μπινές – Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!) . Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον «πούστη», υπό την έννοια, ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος»…
Μπίρι-μπίρι – Η ασταμάτητη πολυλογία.
Μπίχλα – Η βρωμιά, η λέρα.
Μπουκέτο – Η μπουνιά στα μούτρα.
Μπουρδελότσαρκα – Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.
Μπούρου-μπούρου – Μουρμούρα, ακατάσχετη φλυαρία.
Μπουρούχα – Υποτιμητικός χαρακτηρισμός ο οποίος απευθύνεται σε γυναίκες συνήθως εύσωμες άσχημες και διανοητικά ένα βήμα πίσω.
Μπουχέσας – Ο ψευτομάγκας. Χοντρός, κοιλαράς, πλαδαρός, χοντρολίπαρος.
Μυαλοφυγόδικος – Ο τρελός.
Μωρό – Η πιο συνηθισμένη και μη χυδαία λέξη για την περιγραφή μιας όμορφης γυναίκας.


Ν
Ναφάν γκατέ – Παραλλαγή του αφάν γκατέ. Χαρακτηρίζει την τοπική κοσμική ιντελιγκέντσια, γνωστούς και ως μαϊντανούς, που συνωστίζονται σε όλα τα πάρτυ και τις κοσμικές εκδηλώσεις κυρίως εξαιτίας του δωρεάν μπουφέ.
Νεολέρα – Από τις λέξεις νεολαία και λέρα. Χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους παραστρατημένους νεανίες, οι οποίοι καμαρώνουν μεταξύ τους για την κατάντια και την παρακμή τους (βλ. τσιγάρα, ποτά, ξενύχτια, μπάφους, παρτούζες κτλ.).
Νταμίρα – Αυτός που παίρνει ναρκωτικά (στα καλιαρντά).
Ντακότα – Ο φαντάρος που κάνει χαλαρές υπηρεσίες, ο γραφιάς.
Ντεκαβλέ – Κατά το γαλλικό ντεφορμέ (εκτός φόρμας), χρησιμοποιείται για περιόδους όπου κάποιος δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για σεξ.
Ντελιβεράς – Βγαίνει απο το
delivery και είναι ο διανομέας με μηχανάκι που μας φέρνει φαγητό στο σπίτι.
Ντεμέκ – Το προσποιητό, το «και καλά», το κατά φαντασίαν.
Ντιγκιντάγκας – Ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης.
Ντίρλα – Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.
Ντόπερμαν – Προέρχεται από τις λέξεις ντόπα και
man. Έτσι χαρακτηρίζουμε έναν άντρα ο οποίος παίρνει αναβολικά.
Ντουγρού – Ίσα, κατ’ ευθείαν.
Νυφίτσα – Το πονηρό και με κακές προθέσεις άτομο που δρα υπογείως, φέρεται υποκριτικά και δημιουργεί προβλήματα και εντάσεις.


Ξ
Ξανθιά – Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ανόητη, τη χαζή, τη γυναίκα που δεν καταλαβαίνει με την πρώτη.
Ξεβιδωμένη κουράδα – Ο γλοιώδης τύπος που χορεύει προκλητικά.
Ξεκαλουπώνω – Φεύγω. Παίρνω δρόμο. Συνήθως χρησιμοποιείται στην προστακτική για να υποδηλώσει ενόχληση.
Ξέκωλο – Αναφέρεται σε γυναίκα με ιδιαίτερο γούστο στις ενδυματολογικές τις επιλογές, οι οποίες οπωσδήποτε αναδεικνύουν τα φυσικά της χαρίσματα. Η προκλητική γυναίκα.
Ξενερουά – Όταν κάτι μας ξενερώνει.
Ξεπέτα – Γρήγορη ερωτική πράξη.
Ξερολούκουμο – Κάτι το επιθυμητό.
Ξεχέζω – Επιπλήττω σφοδρά κάποιον, τον βάζω στη θέση του.
Ξηγιέμαι σκουλικιάρικα – Σημαίνει τον άσχημο τρόπο συμπεριφοράς απέναντι σε κάποιον χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη αιτία.
Ξύδια – Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το κακό ή χαλασμένο κρασί λέγεται ξύδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.


Ο
Ομάρ – Ολόκληρο: Ομάρ Ταρίφ. Ο ταρίφας, ο ταξιτζής. Εκ του Ομάρ Σαρίφ, αλλά για την αραβική φυλή.
Ορέστης Μακρής – Έκφραση για μεθύστακες εμπνευσμένη από τον εξέχαστο ηθοποιό των ταινιών του 50-60.
Ούρτ τακ τακ – Επιφώνημα που δηλώνει την απέχθεια και επιτίμησή μας προς αυτόν στον οποίο το απευθύνουμε.
Ούτε με σφαίρες – Αποκλείεται. Με τίποτα, σε καμμιά περίπτωση.
Ουφάδικο – Ο χώρος που έπαιζε κανείς ηλεκτρονικά παιχνίδια, φλιπεράκια και μπιλιάρδο ή πινγκ-πονγκ σε παλιότερες δεκαετίες. Ο διάδοχος του σφαιριστηρίου και πρόγονος του νετ-καφέ.
Οφθαλμόλουτρο – Το μπανιστήρι.
Όχι άλλο κάρβουνο! – Έκφραση αγανάκτησης, παρμένη από την ταινία «Ορατότης Μηδέν» και την ατάκα του Νίκου Κούρκουλου.


Π
Πάει περίπατο – Απρόσωπη παλιά έκφραση που σημαίνει: εξαφανίζεται, πάει, χάνεται, πάει στράφι, χαλάει, κλπ.
Πάει το σκατό στην κάλτσα – Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο».
Παιδέρας – Ο παιδεραστής. Χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά για άντρες που τους αρέσουν οι μικρότερες γυναίκες.
Παιδί βιολί – Ο χαζός, ο βλάκας. Χρησιμοποιείται και με περιπαικτική διάθεση όταν υπάρχει οικειότητα. Παρόμοια: «παιδί-κουμπί», «παιδί-μπουζούκι», «παιδί για υιοθέτηση».
Παίζει – Υπάρχει, συμμετέχει, γίνεται.
Παίζω μπάλα – Φλερτάρω, «κάνω κατάσταση» και γενικώς «κοινωνικοποιούμαι», συμμετέχω σε κάτι.
Παίρνω ανάποδες – Νευριάζω πολύ.
Παίρνω μάτι – Το μπανιστήρι, η ηδονοβλεψία. Λέγεται και «κάνω μάτι».
Παίρνω πρέφα – Παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι.
Παίρνω τον πούλο – Ηττώμαι, απορρίπτομαι.
Πακέτο – Το ξενέρωμα, η απογοήτευση, το πρόβλημα. Συνήθως το «τρώμε», αλλά πολλές φορές απλά εννοείται. Όσο πιο τραβηγμένο είναι το «ε» και το «ο», τόσο πιο μεγάλο είναι το πακέτο.
Πακίνι – Ο Πακιστανός μετανάστης.
Πακοτίνι – Το σήμα των Λ.Υ.Β. (Λόχος Υποψήφιων Βαθμοφόρων) στο στρατό λόγω του σχήματος και του χρώματος.
Παλτό – Ο άχρηστος, ο αποτυχημένος.
Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους – Παρακμιακό εκπαιδευτικό ίδρυμα (κατά προτίμηση αγγλικό), όπου καταλήγουν αποκλειστικά Έλληνες μπουμπούνες, από το οποίο αποφοιτώντας αποκτούν και ύφος καρδιναλίου.
Πανικοβλαμμένος – Είναι συνδυασμός των λέξεων πανικός και βλαμμένος και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης και αγχώδη συμπεριφορά.
Παντόφλα – 1) Το λέμε για αντικείμενα μεγάλου μεγέθους. Π.χ το παλιό κινητό που είναι μεγάλο κι αντιαισθητικό σε σχέση με τη σημερινή μόδα. 2) Για παντρεμένους ή γενικότερα έχοντες έτερον ήμισυ: το κράξιμο ή και η χειροδικία που μπορεί να προκληθεί από την ελεύθερη εκδήλωση θαυμασμού ή ενδιαφέροντος για άλλη γυναίκα.
Παπάρας – Ηλίθιος, βλάκας, μαλάκας.
Παπαριζόλ – Φάρμακο χωρίς καμία δράση.
Παπατζής – Ο απατεώνας.
Πάρ’ τα μωρή άρρωστη – Έκφραση επιβεβαίωσης ανδρισμού και επιβολής, στο κρεβάτι, αλλά και σε διάφορες καταστάσεις.
Παρθενοπιπίτσα – Η δήθεν «άβγαλτη» γυναίκα.
Παρτσακλό – Σαχλό κορίτσι με κάποια δόση προκλητικότητας.
Πάρτυ με ούζα – Προκύπτει από το «παρτούζα». Όργιο.
Πατάτα – Αποτυχία, βλακεία, ανοησία.
Πατόζα – Η πολύ χοντρή γυναίκα.
Πατούμενο – Το παπούτσι.
Πατσαβούρα – Η άσχημη γυναίκα. Παρόμοιο, το «πατσούρα».
Πεθεραστής – Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.
Πείνα-κωλάρα – Λέγεται για τις γυναίκες που δεν φοράνε στρινγκ αλλά «πεινάει» ο κώλος τους και τρώει όλο το βρακί μέσα. Η έκφραση αυτή είναι παράφραση του γνωστού ποτού
piña colada.
Πελάτης – Αυτός που χάνει συνέχεια.
Πεοδείκτης – Η γραβάτα, που λόγω του σχήματος και της διεύθυνσής της παραπέμπει σε βέλος που δείχνει το πέος.
Πεοθηλασμός – Ο στοματικός έρωτας, η πίπα, το τσιμπούκι.
Πεοκρούστης – Άντρας που αυνανίζεται.
Πεοτζούς – Το σπέρμα. Εκ του: πέος + τζους (
juice= χυμός).
Περίληψη – Το πολύ κοντό άτομο.
Πετάω χαρταετό – Αδιαφορώ, έχω το μυαλό μου αλλού.
Πέτσακας – Τύπος κάτοικου Κρήτης, ο οποίος φοράει συνήθως μαύρα ρούχα, οδηγεί 4×4 αγροτικό διπλοκάμπινο με μαύρα φιμέ τζάμια και συνήθως οπλοφορεί.
Aρέσκεται στο να τρομοκρατεί τους γείτονές του παρκάροντας όπου του καπνίσει, σταματώντας το 4×4 στη μέση του δρόμου για να μιλήσει αδιαφορώντας για τους πίσω, βάζοντας μουσική όλες τις ώρες στη διαπασών, επιδιώκoντας να εμπλέκεται σε συμπλοκές -κυρίως με πιο αδύναμούς του και γυναίκες- και να κάνει επίδειξη ανδρισμού σε κάθε ευκαιρία. Έχει έντονα αρνητική και προσβλητική σημασία και απευθύνεται από άλλους Κρητικούς προς αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου. Παρόμοια: πετσί, πετσαράς, μαυροπουκαμισάς, λουρί, λούρος, πετσόλουρο. Θηλυκό: πετσογκόμενα, πετσού, πετσαρού, μηζύθρα.
Πηδύλλιο – Σχέση που συνάπτεται με ιδιαιτέρως… συγκεκριμένο σκοπό.
Πήζω – Βαριέμαι, μπουχτίζω.
Πήρε φωτιά ο κώλος μου – Έχω πολλή δουλειά. Τρέχω και δεν φτάνω.
Πιάνω κότσο – Κοροϊδεύω, εκμεταλλεύομαι.
Πιγκουινάτο – Το παρακαλετό γαμήσι. Όταν ο άντρας έχει κατεβασμένα τα βρακιά του μέχρι τον αστράγαλο (δεν έχει προλάβει να γδυθεί τελείως ακόμα), τού φεύγει όμως η γκόμενα και αυτός τρέχει ξωπίσω της σέρνοντας τα πόδια του γιατί δεν μπορεί να ανοίξει βήμα (άρα μοιάζει με πιγκουίνο). Λίγο κρύο να λέμε την αλήθεια, αλλά εξαρτάται για ποιον το λες και τότε μπορεί να έχει πλάκα. Από ένα παμπάλαιο ανέκδοτο με μια πουτάνα και τον πελάτη της.
Πιλαφάς – Ο στρατιώτης που υπηρετεί στο ναυτικό.
Πινέλο – Τριβή του πέους επάνω στην κλειτορίδα λίγο πριν τη διείσδυση.
Πίπα – Ο στοματικός έρωτας, Η διαδικασία γλειψίματος του αντρικού μορίου.
Πίπα-κώλο – Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Πίπες – Λέξη που δηλώνει απαξίωση. Την χρησιμοποιούμε για κάτι το οποίο θεωρούμε ανόητο, τιποτένιο, ευτελές, ανυπόστατο, μαλακία, ψέμα, κτλ.
Πιπίνι – Η νεαρή γυναίκα, η κοπέλα.
Πισωγλέντης – Ο ομοφυλόφιλος.
Πίτα – Κατάσταση μέθης. Μεθυσμένος.
Πίτσι-πίτσι – Το φλερτ. Μεταφορικά, η συναλλαγή, η συναναστροφή.
Πιτσουνάκια – Χαριτολογώντας, το ζευγαράκι.
Πλάκα-πλάκα – Σημαίνει το αντίθετο, δηλαδή χωρίς πλάκα, σοβαρά.
Πλακομούνι – Λεσβιακός σχηματισμός κατά τον οποίο δύο αιδοία τρίβονται μεταξύ τους.
Πλοίο της Αγάπης – Το φορτηγό που συλλέγει τα σκουπίδια στο στρατόπεδο. Η σκουπιδιάρα.
Ποδήλατο του χωριού – Η γυναίκα που πάει με όλους.
Ποιος τον/την γαμάει; – Ερώτηση (χωρίς λογική απάντηση) που αναφέρεται υποτιμητικά σε κάποιο τρίτο πρόσωπο και τονίζει τη μηδαμινή του αξία στην κοινωνία.
Πόμολο – Πρόκειται για υποτιμητικό χαρακτηρισμό ο οποίος αναφέρεται κυρίως σε γυναίκες χωρίς στυλ ή απλούστατα χωρίς ίχνος αιτίας για να τις συμπαθήσεις.
Ποντικαράς – Ο νεοσύλλεκτος στρατιώτης. Ο νέος φαντάρος στο λόχο.
Ποντικομαχία – Ο τσακωμός μεταξύ νέων στρατιωτών.
Πουλάω κάποιον – Προδίδω. Προδίδω την εμπιστοσύνη του.
Πουλάω μούρη – Καυχιέμαι, κάνω τον κάποιον.
Πουρέιντζερ – Ο κάποιας ηλικίας, ο οποίος προσπαθεί να μικροδείχνει και να συμπεριφέρεται σαν έφηβος.
Πουρό – Λέγεται και για άντρες και για γυναίκες. Συνήθως καταδεικνύει την ηλικία των 40 και άνω.
Πούστης με Κινέζο – Το κοτόπουλο στη γλώσσα των φαντάρων άλλα με γαρνίρισμα ρύζι.
Πούστης με γύφτο – Στη γλώσσα των στρατιωτών το κοτόπουλο με πατάτες, όπου πούστης φυσικά το κοτόπουλο και όπου γύφτος οι πατάτες.
Πουστράδικο – Μέρος στο οποίο συχνάζουν ομοφυλόφυλοι.
Πούτσες μπλε – Δηλώνει κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε.
Πουτσομεζές – Η γυναίκα της μιας νύχτας.
Πουτσοσκάμπιλο – Το ράπισμα, σκαμπίλι (χτύπημα) του πέους που δέχεται ο ερωτικός σύντροφος (γυναίκα).
Πρέκια – Τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Πρηξαρχίδης – Ο τρομερά μονότονος και ενοχλητικός.
Πρόεδρος – Ο παλαιότερος φαντάρος στη θάλαμο ή την μονάδα.
Προυφάν – Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.
Πυροβολημένος – Χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.


Ρ
Ράδιο Αρβύλα – Οι «μύθοι» και ανακριβείς ιστορίες που κυκλοφορούν μεταξυ των φαντάρων.
Ραμολί – Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη η οποία σημαίνει τον υπερήλικα, με μία δηκτική ωστόσο χροιά. Σημαίνει δηλαδή τον μεγάλο σε ηλικία και ανίκανο, εξαιτίας της ηλικίας αυτής, για τα περισσότερα πράγματα.
Ρέκλα – Αραλίκι.
Ρέστος – Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο στεγνός.
Ρεύομαι πινέλα – Φοβάμαι πάρα πολύ, τρομάζω.
Ριζότο Ρεχάγκελ – Ρύζι μαγειρεμένο με λουκάνικο φρανκφούρτης. Προκαλεί πολύ γρήγορο κορεσμό της πείνας.
Ρίχνω βεντάλιες – Όταν μας πιάνει ευκοίλια και στη λεκάνη σχηματίζονται σχέδια παρόμοια με αυτά της βεντάλιας, λόγο της ρευστότητας του σκατού.
Ρίχνω χυλόπιτα – Απορρίπτω κάποιον που με φλερτάρει.
Ροδέλα – Η κωλοτρυπίδα.
Ροζαλία – Το πολυπόθητο χαρτί απόλυσης απο το στρατό, το οποίο έχει χρώμα ροζ.
Ρόμπα – Γίνεται κάποιος «ρόμπα», όταν εξευτελίζεται μπροστά σε άλλους.
Ρούκουνας – Ο μόνιμα μεθυσμένος.
Ρουφ – Ο ρουφιάνος.
Ρούχλα – Η ηρωίνη, η πρέζα.
Ρόφτυμα – Ο καφές που σερβίρεται σε σταθμούς ΚΤΕΛ, καράβια κλπ.


Σ
Σαβουρογάμης – Αυτός που γαμάει ό,τι βρει μπροστά του, ακόμα και αυτούς ή αυτές που δεν βλέπονται.
Σαλούφα – Η υπερβολικά άσχημη, αντιαισθητική και συνήθως υπέρβαρη γυναίκα.
Σαν πούστης – Πάρα πολύ.
Σαν την χήρα στο κρεββάτι – Αυτή που εκφράζει τα συναισθήματά της έντονα, φωνάζοντας ουρλιάζοντας και τονίζοντας επιδεικτικά κάθε της κίνηση … όπως ακριβώς κάνει η χήρα στο κρεβάτι.
Σαν την ψωλή του κόκκορα – Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται όταν κάποιος επεμβαίνει σε μία συζήτηση με αγένεια για να πει κάποια ανοησία.
Σανιδώνω – Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.
Σάντουιτς – Είναι η ερωτική στάση όπου κατά τη διάρκεια του σεξ η γυναίκα είναι ανάμεσα σε 2 άντρες.
Σαρδέλα – Το διακριτικό των υπαξιωματικών στο στρατό. Αφορά δεκανείς, λοχίες, επιλοχίες, αρχιλοχίες.
Σαύρα – 1) Το εξαιρετικά χαμηλωμένο αυτοκίνητο, αυτό που «σέρνεται» στην άσφαλτο όπως η σαύρα. 2) Η μη εμφανίσιμη κοπέλα.
Σαχλοκούδουνο – Η ηλίθια, η χαζή γκόμενα που είναι συνήθως ντυμένη και στολισμένη άθλια.
Σε τα μας; – Σημαίνει «σε εμάς τα λες αυτά;» ή «εμάς πας να κοροϊδέψεις;». Το λέμε για να δείξουμε στον άλλον ότι έχουμε καταλάβει την μπλόφα ή το παραμύθι που πάει να μας πουλήσει.
Σειρά – Οι στρατιώτες που κατετάγησαν την ίδια ημερομηνία. Λέγεται και χαριτολογώντας μεταξύ 2 φαντάρων όχι τις ίδιας ΕΣΣΟ.
Σένιος – Ο κομψός, ο καλοντυμένος.
Σεντόνι – Η πολύ μεγάλη σελίδα ή το πολύ μεγάλο κείμενο.
Σερίφης – Ο σεφ στην γλώσσα των μαγείρων.
Σιλάνς! – «Ησυχία!», «Σιωπή!», «Σκάσε!». Απο το γαλλικό
silence (le).
Σκαντζόχοιρος – Το τριχωτό και πυκνό αιδοίο.
Σκατοκόφτης – Το στρινγκ.
Σκίζω καλτσόν – Ειρωνικά, το αποτέλεσμα υπεραισιόδοξης προσπάθειας.
Σκουφάκι – Χαϊδευτικά το προφυλακτικό.
Σκρουτζ – Ο τσιγκούνης.
Σουβλακερί – Το σουβλατζίδικο.
Σούζα – Περιγραφή συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται απο υπακοή, που συνήθως έχει επιβληθεί δια της βίας.
Σούμπιτος – Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό
subito = αμέσως.
Σούξου μούξου (μανταλάκια) – Χρησιμοποιείται σε πλάγιο λόγο για λεχθέντα (ή και ενέργειες) των διηγούμενων που α) δέν έχουν σημασία, β) είναι σεξουαλικού ή συνομωτικού περιεχομένου, γ) (σε περίπτωση ομιλίας) ο αφηγητής δέν άκουγε.
Σουπιά – Ο πονηρός, ο δόλιος.
Σουτάρω – Διώχνω, ξαποστέλνω.
Σούφρα – Η κωλοτρυπίδα.
Σπαρίλα – Η απόλυτη ανία, βαρεμάρα, έλληψη κινήτρου και όρεξης για οποιαδήποτε κίνηση ή μετακίνηση. Πιθανώς προέρχεται από τον σπάρο, κατά τα λεγόμενα, το πιο βαρεμένο ψάρι της θάλασσας.
Στανιάρω – Ηρεμώ, ανακτώ δυνάμεις.
Σταρχιδισμός – Η νοοτροπία που ακολουθεί ο άνθρωπος όταν απαξιεί για οτιδήποτε και οποιονδήποτε πέρα απο τον ίδιο. Κοινώς τους γράφει όλους στα αρχίδια του.
Στεγνός – Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά.
Στενή – Η φυλακή.
Στην ψύχρα – Άμεσα, χωρίς πολλή σκέψη.
Στόκος – Ο εντελώς ηλίθιος.
Στρουμφάκια – Οι αστυνομικοί, κοροϊδευτικά. Κυρίως τα μέλη της ΟΠΚΕ (Ομάδα Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος) και οι τροχονόμοι, λόγω της εμφάνισής τους που είναι με μπλέ στολές και άσπρα κράνη και μοιάζουν με τα (πολύ συμπαθή παρά την ομοιότητα αυτή) στρουμφάκια.
Σύνδεση με Κάιρο – Είναι μια κατάσταση κατα την οποία ένα άτομο θέλει να πει κάτι σε ένα άλλο και το δεύτερο άτομο είτε δεν τον προσέχει επειδή είναι στον κόσμο του είτε δεν του δίνει σημασία γιατι μιλάει με κάποιον άλλο…


Τ
Τα βλέπω όλα – Τα χρειάζομαι. Περνάω λαχτάρα.
Τα βλέπω όλα κωλυόμενα – Απο το κωλύομαι (δυσκολεύομαι), χρησιμοποιείται στον στρατό για να δείξει ότι κάποιος κάνει πολλές υπηρεσίες και γενικά δυσκολέυεται πολύ.
Τα έκανε πουτάνα – Δημιούργησε μια χαοτική κατάσταση. Τα έκανε άνω κάτω.
Τα κάνω βίδες – Τα διαλύω όλα, τα κάνω άνω κάτω.
Ταβανόπροκα – Αρχιχαφιές, το πιο μεγάλο καρφί που υπάρχει.
Ταγαράς – Κοινώς ο άνθρωπος που ακολουθεί ένα είδος μόδας δογματικά με υπερβολικό φανατισμό.
Ταινία γαμαμπούτι – Οι σοφτ πορνό ταινίες που δεν πέφτει αληθινό πήδημα.
Τάκα τάκα – Γρήγορα, αμέσως.
Ταξιτζής – Αυτός που οδηγάει αυτοκίνητο και μεταφέρει τις γυναίκες χωρίς ούτε καν να τις ακουμπάει. Αλλιώς ο «ακίνδυνος».
Τάπα – 1) Η αποστομωτική απάντηση. 2) Το πολύ κοντό άτομο.
Ταπηροκρανίαση – Ο έντονος εκνευρισμός.
Τάρανδος – Ο απατημένος σύζυγος.
Ταρζανιές – Επικίνδυνες κινήσεις ή πράξεις.
Τάσος – Το τασάκι, το σταχτοδοχείο.
Τα τινάζω – Πεθαίνω.
Τάφος – Ο εχέμυθος άνθρωπος.
Τα χώνω σε κάποιον – Τον επιπλήττω αυστηρά και σε έντονο ύφος.
Ταψίαρχος – Υποτιμητικά, δηλώνει τον στρατιώτη που έχει μόνιμη αγγαρεία το καθάρισμα ταψιών.
ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής – ΤΕΙ του κώλου, συνήθως κάπου στο διάολο.
Τεκνατζού – Η γυναίκα προχωρημένης ηλικίας που της αρέσουν οι νεαροί άντρες.
Τεκνό – Ο νεαρός κι εμφανίσιμος άντρας.
Τελεκοντάρ – Υποδηλώνει το μακρύ ξύλο (συνήθως σκουπόξυλο) το οποίο αντικαθιστά το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης, σε περίπτωση απουσίας αυτού (λόγω παλαιότητας της τεχνολογίας), εξάντλησης των μπαταριών αυτού ή καταστροφής του.
Τζαζ – Ο ανόητος, ο χαζός.
Τζάμι – Περίφημα, καταπληκτικά.
Τζάμπα μάγκας – Αυτός που το παίζει μάγκας αλλά δειλιάζει στην πρώτη δυσκολία.
Τζανετάκος – Ο καρπαζοεισπράκτορας. Από τον ηθοποιό, που έπαιζε ανάλογους ρόλους στο παρελθόν.
Τζάσε – Φύγε.
Τζασλός – Τρελός, παλαβός.
Τζατζικώνω – Διορθώνω με
blanco.
Τζέρτζελος – Η κατάσταση που όλοι περνούν καλά και συνδυάζει την διασκέδαση με αστεία ή ευχάριστα περιστατικά.
Τζιβιτζιλίκι – Οι θωπείες μεταξύ 2 γυναικών.
Τζιμάνι – Ο έξυπνος, που τα πιάνει γρήγορα, κυριολεκτικά ή ειρωνικά.
Τζιτζί – Τέλεια, περίφημα.
Τζούρα – Η ρουφηξιά.
Τζους – Φύγε.
Τζούφιος – Ο ανίκανος, ο άσφαιρος.
Την βάψαμε – Βρήκαμε τον μπελά μας.
Την λέω σε κάποιον – Κάνω παρατήρηση, σε κάπως αυστηρό τόνο.
Την ακούω – Δέχομαι παρατήρηση.
Της ψωλής μας ο χαβάς – Ο απόλυτος εγωισμός.
Τίγκα – Πλήρης, γεμάτος.
Τίκι τάκα – Ο αυνανισμός, η μαλακία.
Τίμια λεσβία – Λεσβία που συχνάζει σε στριπτιτζάδικα και κωλόμπαρα.
Τιραμόλα – Αυτός που τρέχει παντού, έχει πολλές δουλειές και προσπαθεί να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Βγαίνει από τον γνωστό λαστιχένιο ήρωα Ιταλικών κόμικς.
Τιριτόμπας – Γενικά ο βλάκας, ο χαζός, ο μαλάκας.
Το έχω – Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο.
Το λέω το ποίημα – Τα καταφέρνω καλά σε κάτι, κατέχω, είμαι καλός.
Το ρίχνω στο σορολόπ – Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.
Τοιούτος – Ο ομοφυλόφυλος, ο πούστης.
Του Αγίου Πούτσου ανήμερα – Όταν κάτι δεν γίνεται τη στιγμή που πρέπει ή θα αργήσει πολύ για να γίνει ή και ακόμα μπορεί να μη γίνει ποτέ.
Του κώλου – Ανάξιο λόγου.
Τούρκος – Ο έντονα εκνευρισμένος, ο θυμωμένος.
Το φυσάω (το παραδάκι) – Έχω λεφτά, είμαι πλούσιος.
Τραγούδα – Το λέμε σε κάποιον που ισχυρίζεται κάτι το οποίο δεν ισχύει, ή δεν είναι δυνατόν να γίνει.
Τρελόχαρτο – Το Ι5, δηλαδή η μόνιμη αναβολή από τον στρατό λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Στην Ελλάδα είναι ο νούμερο 1 τρόπος αποφυγής της θητείας.
Τρέχω – 1) Είμαι υπεραπασχολημένος και αγχωμένος με κάτι, είμαι πολυάσχολος. 2) Ως μεταβατικό ρήμα:
α) τρέχω κάποιον: κρατώ κάποιον απασχολημένο, αγχώνω κάποιον αναθέτοντάς του καθήκοντα. Συνώνυμα: αγγαρεύω.
β) τρέχω ένα πρόγραμμα (αργκό πληροφορικής): εκτελώ το πρόγραμμα.
γ) τρέχω μία επιχείρηση: διευθύνω/είμαι υπεύθυνος για την επιχείρηση.
Τριολέ – Η παρτούζα με τη συμμετοχή 3 ατόμων μόνο.
Τρόμπας – Κοροϊδευτικός προσδιορισμός που δηλώνει ότι κάποιος δεν γαμάει.
Τρώω σκόνη – Έκφραση που χρησιμοποιείτο σε κόντρες και αγώνες ταχύτητας για να περιγράψει την κατάσταση πως ο άλλος αγωνιζόμενος προηγείται και εσύ, ο πίσω, τρως την σκόνη που αφήνει στο πέρασμά του.
Τρώω φόλα – Την πάτησα, με ξεγέλασαν. Μερικές φορές το χρησιμοποιούμε όταν μας σερβίρουν χάλια φαγητό.
Τρώω χυλόπιτα – Απορρίπτομαι ερωτικά.
Τσάγεια – Αποχαιρετισμός. (Μάλλον) προκύπτει από το «τσάο» + «γειά».
Τσακάλι – Ο εύστροφος άνθρωπος, αυτός που μαθαίνει εύκολα και αξιοποιεί τις γνώσεις του για να πετυχαίνει τους στόχους του.
Τσακμάκι – Ο εύστροφος. Ειρωνικά σημαίνει τον αργόστροφο.
Τσαμπικία – Το νησί Ρόδος, συνήθως έτσι αποκαλείται απο τους φαντάρους που υπηρετούν εκεί. Το όνομα προέρχεται από την Παναγία την Τσαμπίκα.
Τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα – Είναι το θηλυκό που όχι μόνο έχει κουνιστό κώλο, αλλά και «φιλόξενο».
Τσάπινγκ – Η αποψίλωση (καθαρισμός) μίας περιοχής από χόρτα.
Τσαπού – Η ανάποδη μορφή του λήμματος «πούτσα», που χρησιμοποιήθηκε από τον καλλιτέχνη Χάρρυ Κλύνν σε παλιές κωμικές εκτελέσεις.
Τσίμπα ένα αρχίδι – Αποκλείεται.
Τσιμπημένος – Ο ενδιαφερόμενος για κάποια, χωρίς όμως η άλλη να το ξέρει (ακόμα).
Τσιμπουκόχειλα – Τα σαρκώδη χείλη.
Τσίου – Ο τελείως τρελαμένος , φευγάτος.
Τσιρλιπιπί – Η διάρροια.
Τσογλάν μαντρί – Το νηπιαγωγείο ή ο παιδότοπος.
Τσόλι – Η τιποτένια γυναίκα.
Τσολιάς – Δεδομένου του ύψους και λεβέντικης κορμοστασιάς των μελών της Προεδρικής Φρουράς, η προσφώνηση «τσολιάς» ή για να ακριβολογούμε «τσολιά μου εσύ!» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ιδιαίτερα καλλίγραμμο δείγμα θηλυκού που ατενίζει τον κόσμο από το διόλου ευκαταφρόνητο ύψος του 1.80 (τουλάχιστον), αν και καταχρηστικώς χρησιμοποιείται και σε χαμηλότερα ύψη.
Τσου ρε Λάκη – Άρνηση με τόνο περιφρόνησης. Το όνομα «Λάκης» διατηρείται ανεξαρτήτως του προσώπου που απευθυνόμαστε. Μπορεί να συνοδευτεί με μικρό γέρσιμο του κεφαλιού προς τα εμπρός για να δείξει επιθετικότητα.
Τσουρέκι – Έκφραση που σημαίνει βαρεμάρα, πρήξιμο, ενόχληση κτλ. Συνήθως αναφέρεται σε μια υποχρεωτική διαδικασία.
Τσουτσέκι – 1) Ο μικρός, το μικρό. Το λέμε για να υποβιβάσουμε κάποιον. 2) Ο ρουφιάνος.
Τσουτσούν μεζέ – Το σπέρμα.
Τσουτσούν μπανιστήρ – Το ανδρικό στρηπτίζ.
Τσουτσούν μπαρούτ – Το Βιάγκρα.
Τσουτσούν νταχτιρντί – 1) Ο ανδρικός αυνανισμός, η μαλακία. 2) Μαλάκας νεαρής ηλικίας, παιδαρέλι.
Τσουτσουνόζουμο – Το σπέρμα.
Τσουτσούν φερετζέ – Το προφυλακτικό.
Τυρί – Ο Λαρισαίος. Λέγεται και «τυρόγαλο».
Τυρόπιτα – Το δίκοχο μπερέ της στολής εξόδου του στρατιώτη.


Υ
Ύπνος – Αργόστροφος, μπουνταλάς.
Υπόδικας – Ο υποδιοικητής μιας μονάδας στον στρατό.
Υπόκωφη η δονούσα – Είδος πορδής, γνωστής και ως «μουλωχτή». Συνήθως βρωμάει απίστευτα και προκαλεί δόνηση στο κάθισμα του ιδιοκτήτη της. Κανείς δεν ξέρει ποιός την αμόλυσε, σε αντίθεση με την δυνατή κλανιά που σε κάνει ρεζίλι αλλά δεν βρωμάει, οπότε τζάμπα σε κράζουν.


Φ
Φαγκότο – Η σεξουαλική πράξη, το πήδημα.
Φακελώνω – Κρατάω αναλυτικά αρχεία, στοιχεία, λεπτομέρειες, κωδικούς, αριθμούς κλπ για κάποιον.
Φακλάνα – Η χοντρή γυναίκα, ή γυναίκα με μεγάλο κώλο.
Φάσωμα – Το γλωσσόφιλο, το μπαλαμούτιασμα, το αλληλοχούφτωμα κλπ.
Φέρετρο – Το κρεβάτι του φαντάρου. Λόγω σκοπιάς, όταν πέφτει ο φαντάρος για ύπνο είναι «πτώμα».
Φερμάρω – Κλέβω.
Φεύγω με τις μπάντες – Φεύγω γρήγορα.
Φιδόσημο – Το έμβλημα με το φίδι του Ασκληπιού που φοράνε οι γιατροί της μονάδας.
Φίκι-φίκι – Το σεξ.
Φλασιά – Έμπνευση, αλλά και ολιγωρία.
Φλιπάρω – Βγαίνω εκτος εαυτού, τρελαίνομαι.
Φλόκια – Σπέρμα.
Φο-βυζού – Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «
faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.
Φοράδα – Γεροδεμένη, μεγαλόσωμη γυναίκα, νταρντάνα. Συνώνυμο: αλόγα.
Φορμάρω – 1) Διεισδύω με το πέος. 2) Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κλπ.
Φορτωμένος – 1) Εκνευρισμένος, νευριασμένος, έτοιμος για καβγά. 2) Ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά λεφτά.
Φουγάρο – Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.
Φούρνος – Το πολύ ζεστό δωμάτιο.
Φούφουτος – Ο τάδε, ο δείνα, ο άγνωστος, ο οποιοσδήποτε. Συνήθως λέγεται ειρωνικά.
Φρέσκο – Η φυλακή.
Φρικάρω – Γίνομαι έξω φρενών.
Φυστίκωμα – Το γαμήσι.

Χ
Χαζοβιόλα – Η χαζογκόμενα.
Χαλβαδιάζω – Γλυκοκοιτάω, λιμπίζομαι. Έχω βάλει κάτι στο μάτι κι όλο το γυροφέρνω.
Χαλβάς – Ο μαλθακός άνθρωπος, αυτός που δεν τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους. Συνήθως εννοούμε και τον αγύμναστο, με πλαδαρό σώμα.
Χαλιαμπάλιας – Ο χάλιας, τόσο από εξωτερική εμφάνιση, όσο και ψυχολογικά.
Χαμηλοβλεπούτσα – Πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση.
Χαμούρεμα – Προκαταρκτικές ερωτικές περιπτύξεις ζευγαριού. Φιλιά, μαλάξεις, χάδια στα απόκρυφα σημεία.
Χάρος – Ο ατζαμής οδηγός, ο επιρρεπής στα ατυχήματα, κίνδυνος για τη σωματική ακεραιότητα πεζών και οδηγών.
Χαρταετός – Ο τερματοφύλακας που οι έξοδοί του αποτυγχάνουν παταγωδώς.
Χαρτί – Το χρήμα, τα λεφτά.
Χαρτογιακάς – Ο επιδέξειος χαρτοπαίκτης.
Χαρχάλω – Υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας. Κυριολεκτικά, το παλαιό αυτοκίνητο που όλο χαλάει, το σαράβαλο.
Χαστουκίζω το δελφίνι – Κυρίως αναφέρεται σε γυναίκες. Θέλει να δείξει οτι μια γυναίκα συνουσιάζεται, κοινώς ότι κάποια πηδιέται.
Χάχας – Ο ασόβαρος άνθρωπος, ο χαζοχαρούμενος, αυτός που δε μπορείς να κάνεις μια σοβαρή συζήτηση μαζί του.
Χέσε μας – Παράτα με, άσε με ήσυχο.
Χέσε μέσα – Κοινή έκφραση δηλωτική απογοητεύσεως, αποτυχίας, βαρεμάρας κλπ.
Χέσιμο – Η έντονη επίπληξη.
Χέστης – Ο δειλός.
Χέστρα – Η λεκάνη της τουαλέτας.
Χιόνι – Η κοκαΐνη.
Χλεχλές – Σαχλός, ανυπόλυπτος, «φλώρος».
Χλιδάνεργος – Το άτομο που στηρίζεται στις οικονομικές χορηγίες της οικογένειας του πραγματοποιώντας μια χλιδάτη ζωή στα πλαίσια ανεύρεσης εργασίας. Συνήθως έχουν πολλά σπουδαστικά χρόνια στη πλάτη, αλλά η κοινωνία τους κρίνει υπερπλήρεις.
Χλιμίντζουρας – Ο άσχημος, ο μαλάκας.
Χλωμό – Κάτι που είναι δύσκολο ή αδύνατο να γίνει.
Χοντράδια – Χρησιμοποιείται από άτομο το οποίο ξαναέκανε επιτέλους έρωτα μετά από αρκετό καιρό. Υπονοεί έκλυση πολυκαιρισμένου-συμπυκνωμένου σπέρματος.
Χρυσή βροχή – Είναι έκφραση σαδομαζοχιστική, αναφέρεται σε περιπτώσεις ουρολαγνείας.
Χταπόδι – Αυτός που δουλεύει πολύ με τα χέρια του και απλώνεται σε σημεία που ο απλός φλερτάκιας δεν τολμά καν να πλησιάσει.
Χτυπάω μπιέλα – Εξαντλούμαι, κουράζομαι υπερβολικά.
Χυμείο – Οπουδήποτε υπάρχει μια πολύ χαλαρή κατάσταση.
Χυσαμόλη – Απαραίτητο φανταστικό συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το «χύσαμε όλοι».
Χώνω κάποιον – Βάζω αγγαρεία.


Ψ
Ψάκι – Το φιξάκι, η πρέζα που πασάρουν σε κάποιον έχοντας βάλει μέσα δηλητήριο για να τον βγάλουν απ’ τη μέση.
Ψαλιδόκωλος – Αυτός που φοράει φράκο (επειδή το φράκο είναι σχιστό πίσω, σαν την ουρά του χελιδονιού).
Ψάρακας – Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.
Ψαρώνω – Πιάνομαι κορόιδο, ξεγελιέμαι.
Ψαρωτικός – Αυτός που έχει άνετο ύφος και επιβλητικό χαρακτήρα, συνήθως όμως σκόπιμα για να πειράξει κάποιον.
Ψείρα – Το πολύ μικρό αντικείμενο. Στην τηλεόραση, το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο.
Ψειρού – Η φυλακή.
Ψιψινέλ – Η ναζιάρα και παιχνιδιάρα γυναίκα.
Ψολίστ – Η επιδέξια χειρίστρια του ανδρικού μορίου. Το αριστοτεχνικό και ενδελεχές του παίξιμο θα μπορούσε να παρομοιαστεί με
solo, επομένως σολίστ->ψολίστ.
Ψόφος – Πολύ κρύο.
Ψωλάριουμ – Παράφραση του όρου
solarium… Συνήθως φέρονται να το κάνουν γυναίκες, όπως και το solarium… Συνδέεται άμεσα με την ερωτική συνεύρεση…
Ψωλαρμενίζω – Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.
Ψωνίζω – Πληρώνω γυναίκα του δρόμου για σεξ. Χρησιμοποιείται και υβριστικά ή κοροϊδευτικά.
Ψώνιο – Ο υπερόπτης, ο αυτάρεσκος.


Ω
Ωνάσης – Ο πλούσιος.
Ώνια – Η οδική μεταφορά με στρατιωτικό όχημα για τα εφόδια του λόχου (τρόφιμα, κονσέρβες, ψωμιά κ.λπ.).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου