Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Άγιος Γεώργιος - Ο προστάτης των απανταχού παπαρολόγων

Από πού βγαίνει το όνομα Γιώργος

Με καταφανώς Ελληνικές ρίζες, το όνομα Γιώργος, σύγχρονη εκδοχή του Γεώργιος, προέρχεται από τις λέξης γη+έργο, και σημαίνει «γεωργός», αυτός δηλαδή που δουλεύει τη γη. Το όνομα έχει δωδεκαθεΐστικές καταβολές, αφού η λέξη «γεωργός» αναφέρεται στον Αριστοφάνη και, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές πηγές, αποτελούσε επιθετικό προσδιορισμό του Δία («Ζευς Γεωργός»), καθώς μέσα στα καθήκοντά του ήταν και η προστασία των σοδειών. Ο Αἴλιος Ἡρωδιανός τον 2ο αιώνα μ.Χ. συμπεριέλαβε το «Γεώργιος» στα θεοφορικά ονόματα, ήτοι ονόματα που προήλθαν από αυτά των Θεών με την προσθήκη της κατάληξης «-ιος» (όπως για παράδειγμα και το «Δημήτριος». Το γυναικείο αντίστοιχο όνομα είναι Γεωργία


Ο 'Αγιος και Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος έζησε κατά τα τέλη του γ' και αρχές δ' μ.Χ. αιώνα στους χρόνους του φοβερού διώκτη των χριστιανών Διοκλητιανού. Κατάγονταν από τη χώρα της Καππαδοκίας, από μεγάλη και ένδοξη γενιά. Πρώτα ήταν αξιωματικός στο τάγμα των «Τριβούνων» και λίγο πριν αρχίσουν τα μαρτύρια του πήρε προαγωγή και έγινε Κόμης ένα αξίωμα, που σήμερα θα το λέγαμε Έπαρχος, Ηγεμών ή Στρατηλάτης.

Εκείνους τους χρόνους ο σατανόπληκτος βασιλιάς Διοκλητιανός γεμάτος από θαυμασμό προς τους θεούς των ειδώλων είχε βγάλει αυστηρές διαταγές προς τους υπηκόους του όσοι Χριστιανοί αφήσουν την θρησκεία τους, αρνηθούν τον Χριστό και προσκυνήσουν τα είδωλα, αυτοί ν' απολαμβάνουν βασιλικές τιμές και πολλά άλλα' όσοι χριστιανοί δεν αρνηθούν τον Χριστό και τη θρησκεία του, να θανατώνονται.

Νεότατος τότε ο Άγιος Γεώργιος μόλις είχε περάσει τα είκοσι χρόνια του φανερώνεται μοναχός του πως είναι χριστιανός. Κι όχι μονάχα αυτό, μπροστά στον αυτοκράτορα και τους αξιωματούχους του, γκρεμίζει τα πλανεμένα κι αδύναμα είδωλα των θεών, περιγελώντας όλους τους ειδωλολάτρες, που πιστεύουν στα άψυχα αγάλματα των ψεύτικων αυτών θεών.

Ο τύραννος Αυτοκράτωρ, εκτιμώντας την ένδοξη γενιά και την ανδρειωσύνη του Αγίου Γεωργίου στους πολέμους, άρχισε τα παρακάλια και τις υποσχέσεις να τον μεταπείσει. Μα ο 'Αγιος στέκεται σταθερός κι απαρασάλευτος, δυνατός σα διαμάντι, στη θρησκεία του Χριστού. Αρχίζουν οι απειλές, οι φοβέρες. Ο 'Αγιος τα καταφρονεί όλα. Χτυπούν τον 'Αγιο μ' ένα κοντάρι στην κοιλιά. Μα κατά θαυματουργικό τρόπο, ενώ έτρεξε αίμα πολύ από τη σάρκα του Αγίου, αυτός έμεινε ζωντανός και το κοντάρι λύγισε προς τα πίσω, για να μη διαπεράσει την αγιασμένη σάρκα του.

Από εκεί τον φέρνουν στα μεγαλύτερα μαρτύρια: τον δένουν γυμνό σε ένα τροχό, ο οποίος είχε γύρω του μπηγμένα μαχαίρια κοφτερά και τον κατρακυλούν σ' έναν κατήφορο. Κι ενώ το σώμα του Αγίου καταματώθηκε και κατατεμαχίστηκε, άγγελος Κυρίου στη στιγμή συναρμολόγησε τα κομμάτια του και παρουσιάστηκε πάλι ο 'Αγιος γερός, όπως πρώτα.

Βλέποντας τη θαυματουργούσα παρουσία του αληθινού Θεού, πολλοί από τους ειδωλολάτρες γύρισαν στην πίστη του Χριστού. Μα ο Διοκλητιανός δεν τους άφησε για πολύ να ζήσουν σε τούτο τον κόσμο. Τους αποκεφάλιζε αμέσως απ' το θυμό του. Την ίδια τύχη θα έχει αργότερα και η γυναίκα του η βασίλισσα Αλεξάνδρα, που βλέποντας τα θαύματα, ομολόγησε πως ο Χριστός είναι ο αληθινός θεός, και όχι τα είδωλα.

Και τα μαρτύρια του Αγίου Γεωργίου συνεχίζονται. Τον βάζουν μέσα σε ασβέστη που έβραζε κι εκείνος μένει ανέπαφος. Οι πιστοί προσεύχονται, άλλοι απ' τους ειδωλολάτρες κλονίζονται κι άλλοι προσεύχονται στον Χριστό. Παραγγέλνουν ένα ζευγάρι σιδερένια υποδήματα με καρφιά από μέσα κοκκινισμένα στη φωτιά. Τα φορούν στα πόδια του Αγίου και τον αναγκάζουν να τρέξει. Μα εκείνος δεν χρειάζεται καμιά ώθηση από τους στρατιώτες. Σπρώχνει μόνος του τον εαυτό του, λέγοντας:

«Τρέχε Γεώργιε, τρέχε ίνα φθάσης το ποθούμενον!» Και παρακαλεί τον θεό να τον γιατρεύει και να του δίνει υπομονή ως το τέλος της ζωής του: «Κοίταξε από τους ουρανούς, Κύριε και ιδέ τον κόπον μου και άκουσον τους στεναγμούς του παιδευόμενου δούλου Σου, ότι επερίσσευσαν οι εχθροί μου και μίσος άδικον εμίσησάν με, δια το 'Αγιον Σου όνομα, αλλά ιάτρευσόν με, Δέσποτα, ότι εταράχθησαν τα κόκκαλά μου, και δός μου υπομονήν έως τέλους της ζωής μου, δια να μην ειπούν οι εχθροί μου, ότι με εξεδικήθησαν».

Σαν είδε ο αιμοβόρος τύραννος πως και τα σιδερένια πυρωμένα υποδήματα δεν έβλαψαν τον 'Αγιο, διέταξε να τον δέσουν και να τον δείρουν χειροδύναμοι στρατιώτες άσπλαχνα μέχρι θανάτου με ξερά βούνευρα. Όμως μάταια κουράστηκαν οι στρατιώτες. Ο στρατιώτης του Χριστού, ο «νοερός αδάμας της καρτερίας», έστεκε μπροστά του υγιέστατος. Η τυραννία του Διοκλητιανού περνούσε δύσκολες στιγμές. Κείνη την ώρα ο Μαγνέντιος, φίλος και σύμβουλος του αυτοκράτορα, θέλησε να πειράξει πνευματικά τον 'Αγιο, μια που τα σωματικά μαρτύρια δεν τον πείραζαν σε τίποτε.

Λέγει λοιπόν στον 'Αγιο Γεώργιο ν' αναστήσει, αν είναι αληθινός ο θεός του, ένα νεκρό που κείτονταν εκεί κοντά τους από τα παμπάλαια χρόνια πεθαμένος. Ο 'Αγιος γίνεται μια φωτεινή λαμπάδα τώρα, έτοιμος να καεί για να φωτίσει τους ειδωλολάτρες να πιστέψουν. Γονατίζει πάνω στον τάφο, σηκώνει το νου και τα χέρια του και προσεύχεται στον Θεό. Ώ θεία, ώ αγία πίστη του Αγίου Γεωργίου! Ο νεκρός ανοίγει τον τάφο του, ανασταίνεται, προσκυνάει τον 'Αγιο και δοξάζει τη δύναμη και τη θεότητα του Χριστού. Ο βασιλιάς και η σπείρα του τα 'χουν χαμένα. Ρωτούν τον αναστημένο νεκρό ποιος είναι κι αυτός τους αποκρίνεται πως ζούσε πριν ακόμη έρθει ο Χριστός στον κόσμο. Κι επειδή ήταν ειδωλολάτρης καιγόταν μέσα σε φωτιές τόσα χρόνια που ήταν πεθαμένος. Ο αναστημένος ήταν ένας δυνατός έλεγχος για την ειδωλολατρεία και κόσμος πολύς έρχονταν στην πίστη του Χριστού, γι' αυτό ο Αυτοκράτορας διέταξε να τον σκοτώσουν. Μαζί του κι ένας άλλος πρώην ειδωλολάτρης, που ο 'Αγιος του ανάστησε το νεκρό βόδι του (οϊμέ!!!), για ν' οργώνει το χωράφι του, μαρτύρησε κάτω από τα σπαθιά των απίστων.

Εκείνο, όμως, που έδωσε τη χαριστική βολή στον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα και τράβηξε τους περισσότερους ειδωλολάτρες στη θρησκεία του Χριστού, ήταν η επίσκεψη του Αγίου στο ναό των ειδώλων, με την κρυφή ελπίδα του Μαγνετίου πως θα τον γυρίσει στη λατρεία των ειδώλων. Μπαίνοντας στο ναό ο 'Αγιος στάθηκε μπρος στο άγαλμα του Απόλλωνα και το ρώτησε αν ο Χριστός είναι Θεός κι αν πρέπει να Τον προσκυνούμε. Τότε ο δαίμονας που ήταν μέσα στο είδωλο κλαίγοντας σχεδόν και θρηνώντας αποκρίθηκε πως ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός! Και με το λόγο τούτο, σα να έγινε σεισμός κι ευθύς όλα τα είδωλα έπεσαν κάτω και συντρίφτηκαν. Και γέμισε ο τόπος από μαρμάρινα συντρίμματα των θεών, που δεν μπόρεσαν να σώσουν τον εαυτό τους από τον αφανισμό! Όρμησαν τότε πάνω του οι ιερείς των ειδώλων και τον πήγαν άρον-άρον στον αυτοκράτορα. Εκείνος έδωσε διαταγή να τους βγάλουν έξω από το κάστρο τον 'Αγιο και τη βασίλισσα Αλεξάνδρα, που έβριζε τον αυτοκράτορα και τα είδωλα και να τους αποκεφαλίσουν. Η βασίλισσα εξουθενωμένη, καθώς έκατσε στο δρόμο σ' ένα έναν ξερόλιθο, παρέδωσε στον Κύριο την ψυχή της.

Ο 'Αγιος προχωρούσε. Και σαν έφτασε στον ορισμένο τόπο σήκωσε τ' αγιασμένα χέρια του και προσευχήθηκε μ' αυτά τα λόγια: «Δοξασμένος να είσαι, Κύριε ο Θεός μου, ότι δεν με έδωκες εις κυνήγι εκείνων που με ζητούσαν, ούτε χαροποίησες τους εχθρούς μου κατεπάνω μου αλλά με γλίτωσες, ωσάν το πουλί από την παγίδα των κυνηγών και τώρα επακουσόν μου, Δέσποτα, 'Αγιε και προστάτευσόν με το δούλον Σου εις τούτην την ώρα την υστερινήν και γλύτωσε την ψυχήν μου από την πονηριά του κακού δαίμονος και των υπηρεσιών του και μην ενθυμηθής τα κακά που μου έκαναν οι εχθροί μου, συγχώρησε τους και δός τους ειρήνην και αγάπην και καθοδήγησέ τους εις το θέλημά Σου. Δέξου, Κύριε μου, και τη δική μου ψυχή και ανάπαυσέ την με τις ψυχές των Αγίων Σου· και εκείνους που επικαλούνται το όνομα μου για βοήθεια, χάρισέ τους τα αιτήματά των, ότι Σύ είσαι ευλογητός και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Και σκύβοντας πρόθυμα το λαιμό του, αποκεφαλίσθηκε από τους στρατιώτες και παρέδωσε στα χέρια του θεού το πνεύμα του. Το 'Αγιο Λείψανο του οι χριστιανοί το πήγαν στην Παλαιστίνη, όπου έκαμε άπειρα θαύματα, κι εκεί και σ' όλο το χριστιανικό κόσμο, που καταφεύγει με πίστη στη χάρη του.

Δεν μπορούμε να επεκταθούμε και ν' αναφέρουμε έστω και απλό κατάλογο από τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου (σ.σ: γιατί δεν μας αναφέρετε τουλάχιστον, το «θαύμα με τον δράκο»;*). Εκείνο που θα χρειάζονταν να τονίσουμε είναι πως βλέποντας και εμείς σήμερα τα παθήματα, τα μαρτύρια, την καρτερία και την πίστη, με την οποία αγωνίστηκε ως το τέλος ο 'Αγιος, να αναθεωρήσουμε «την έκβαση της αναστροφής», για να μιμηθούμε «την πίστιν εκείνου».

Για να χρησιμοποιηθεί μια φράση του καθηγητή Λιαντίνη, μήπως κατάλαβες τι συμβαίνει εδώ τίμιε αναγνώστη; Η επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού στρατού, μας αραδιάζει ένα κάρο θρησκόληπτα παραμύθια με δράκους και φίδια. Ιστορίες γι' αγρίους δηλαδή, τριτοκοσμικής χώρας, θεοκρατικού καθεστώτος. Να υποθέσουμε λοιπόν η ασφάλεια της χώρας μας επαφίεται στον «προστάτη» του ελληνικού στρατού και όχι στο αξιόμαχόν του (το οποίο πληρώνουμε αδρά);

Ελληνική Βικιπαίδεια:

Το 303 μ.Χ. όταν άρχισαν οι λυσσαλέοι διωγμοί του Διοκλητιανού, ο Άγιος Γεώργιος δε δίστασε να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, προκαλώντας το αδυσώπητο μένος του Διοκλητιανού, ο οποίος τον υπέβαλε σε σειρά φρικτών βασανιστηρίων. Η πίστη του Αγίου γίνεται αφορμή να βαπτισθούν οι στρατιωτικοί Ανατόλιος και Πρωτολέων, Βίκτωρ και Ακίνδυνος, Ζωτικός και Ζήνωνας, Χριστοφόρος και Σεβιριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος, των οποίων την μνήμη εορτάζει η Εκκλησία στις 20 Απριλίου, και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους δούλους της Απολλώ, Ισαάκιο και Κοδράτο, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 21 Απριλίου.

Ο Διοκλητιανός δεν το περίμενε και έφριξε με την στάση του Γεωργίου. Τότε άρχισε για τον Άγιο μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων, αλλά και θαυμάτων, που έφεραν πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Αφού τον λόγχισαν, ξέσκισαν τις σάρκες του με ειδικό τροχό από μαχαίρια. Έπειτα, τον έριξαν σε λάκκο με βραστό ασβέστη και κατόπιν τον ανάγκασαν να βαδίσει με πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Από όλα αυτά ο Θεός τον κράτησε ζωντανό και έγινε αιτία να εξευτελιστούν τα είδωλα και οι εκφραστές τους.

Ο Άγιος μαρτύρησε προσευχόμενος, «απετμήθη την κεφαλήν», την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Κατά δε τον υπολογισμό του ιστορικού Ευσεβίου, και σύμφωνα με το μακεδονικό ημερολόγιο, αντιστοιχούσε στην Παρασκευή της Διακαινησίμου, του Πάσχα. Κρυφά σήκωσαν οι Χριστιανοί το πάντιμο λείψανο του και το έθαψαν, μαζί με αυτό της αγίας μητρός του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το άγιο λείψανο του Μάρτυρα, μαζί με αυτό της μητέρας του, και τα μετέφερε στην Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στην Δύση.

Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου μαρτύρησαν και οι συνδέσμιοί του Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις μαζί. Την μνήμη τους τιμά η Εκκλησία στις 23 Απριλίου. Βλέπουμε, ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου, δημιουργείται μέσα στον λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας, ένας εορτολογικός κύκλος, ο οποίος καλλιεργείται περισσότερο από τα Τυπικά της Κωνσταντινούπολης, που ξεκινά στις 20 Απριλίου και τελειώνει στις 24 του αυτού μηνός. Ο εορτολογικός αυτός κύκλος δείχνει την περίοπτη θέση του Μάρτυρος στην ζωή της Εκκλησίας. Από την υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κοσμείται με τα επίθετα «ο μαργαρίτης ο πολύτιμος», «ο αριστεύς ο θείος», «ο λέων ο ένδοξος», «ο αστήρ ο πολύφωτος», «του Χριστού οπλίτης», «της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος».

Καταλαβαίνεις τίμιε αναγνώστη το επίπεδο της εν λόγω διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας; Ξέφραγο αμπέλι, όπου ο κάθε πικραμένος κάνει το κομμάτι του και βγάζει τα σώψυχά του...
 
Αλλά ως Έλληνες έχουμε και έναν σοβαρό λόγο να εορτάζουμε τον άγιο Γεώργιο-μάγο Χουντίνι, καθώς μας έκανε την τιμή να μας... «καθαιρέσει». Στους «Χαιρετισμούς» του αγίου Γεωργίου διαβάζουμε:
 
«Χαίρε, Ελλήνων ο καθαιρέτης».

«Χαίρε, ο ειδώλων εκτίλας την άκανθαν
 
«Χαίρε, θεούς ψευδωνύμους συντρίψας
 
«Χαίρε, ο συντρίψας τα άψυχα είδωλα
 
«Χαίρε, δαιμόνων ο καταλύτης·
 χαίρε, ελλήνων ο καθαιρέτης
 
«Χαίρε, πολυθεΐας πλατυσμόν ο συστείλας.»
 
«Χαίρε, πρηστήρ βωμών φλογερώτατε·
 χαίρε, τυφών ξοάνων σφοδρότατε

«Αλληλούια. Τρόπαιον ανεστήσω, και παγκράτιον μέγα, Ελλήνων κατά πάσης της πλάνης»
 (Υμνολόγιον το Χαρμόσυνον).

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Άγιος Γεώργιος (γεωργός) ουδέποτε υπήρξε ως φυσικό πρόσωπο, είναι από τους ψευδοάγιους που εφευρέθηκαν για να μεταλλάξουν τις αρχαίες πατροπαράδοτες εορτές, στην προκειμένη περίπτωση την εορτή της άνοιξης και του περιηλίου καθώς και την αντικατάσταση του μύθου του Περσέα και της Ανδρομέδας. Η καθολική εκκλησία τον διέγραψε από το αγιολόγιό της και το εορτολόγιό της!

-----------------
* Ήταν τέτοιες οι τερατολογίες που περιέβαλαν τον άγιο Γεώργιο, ώστε τον 9ο αιώνα, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος Α' αποδοκίμασε δημοσίως τα «θαύματα» του «αγίου» ως «τερατώδεις λήρους» και «φλυαρίας ανάμεστα». Το πλέον πολυθρύλητο βέβαια «θαύμα» του η Δρακοκτονία. «Υπήρξε» λοιπόν ένας φτερωτός δράκοντας, σύμφωνα με την παράδοση, στα περίχωρα της Κυρήνης, περιοχή της σημερινής Λιβύης, ο οποίος έστηνε καρτέρι δίπλα σε μια πηγή και κατασπάρασσε όσους πήγαιναν εκεί για να πιουν νερό. Για να κορέσουν την πείνα του και να τον καλοπιάσουν, οι χωρικοί του έστελναν κάθε μέρα στη σπηλιά του δύο πρόβατα. Ο δράκος όμως σύντομα αποδείχθηκε ανικανοποίητος και άρχισε πάλι τα «γιουρούσια» στην πηγή. Αποφάσισε τότε ο βασιλιάς να του δίνουν ως τροφή από ένα παιδί την ημέρα, έπειτα από κλήρωση, μέχρι να γινόταν κάποιο «θαύμα» που θα τους απάλλασσε από τον «κακό μπελά» που τους είχε βρει. Και ως εκ του θαύματος, την ημέρα που ήταν η σειρά της κόρης του βασιλιά να αποτελέσει το γεύμα του δράκου, ο καλός Θεός τους λυπήθηκε κι έστειλε τον Άγιο Γεώργιο για να εξολοθρεύσει τον δράκο. Ο Άγιος, μετά από φοβερή μονομαχία (στο διαδίκτυο υπάρχουν και λεπτομέρειες της «μάχης» μάλιστα!) με τον δράκο, τον σκότωσε κι έτσι σώθηκε και η κόρη του βασιλιά. Όπως ήταν «φυσικό», μετά από τέτοιοι «θαύμα», όλο το χωριό που ήταν ειδωλολάτρες, βαπτίστηκαν Χριστιανοί.
Λεπτομέρεια: Η Δρακοκτονία παρουσιάζεται στην βιογραφία του Αγίου Γεωργίου μετά τον 12ο αιώνα. Μέχρι τότε η εκκλησιαστική εικονογραφία τον παρουσιάζει πεζό και όχι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή έφιππο σε λευκό άλογο και σκοτώνοντας τον φτερωτό δράκο με το δόρυ του.

Και το τέλος...

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

ΟΡΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ: Προσέγγισις Μαιευτικής / Διαλεκτικής

Η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία έχει μίαν ιδιαιτέραν ορολογίαν, μέ τήν οποίαν ερχόμενος εις επαφήν ο αναγνώστης διά πρώτην φοράν ευρίσκεται εις απορίαν ως πρός τήν ακριβή σημασία τών λέξεων. Άν καί γνωστόταται αι λέξεις καί εν χρήσει καί σήμερον, εν τούτοις δέν ανταποκρίνονται εις τήν σημασία τών αρχαίων κειμένων. Η αδυναμία κατανοήσεως τών λέξεων καθιστά τά αρχαία κείμενα άλλοτε δυσνόητα καί άλλοτε απομεμακρυσμένα από τήν πραγματική των σημασίαν. Καί τό χειρότερον, συχνά αποδίδεται εις αυτά μία ερμηνεία, η οποία δέν έχει σχέσιν μέ τήν ουσίαν τών συλλογισμών τού εκάστοτε φιλοσόφου.

Αι ερμηνείαι τών λέξεων, αι οποίαι έχουν επιλεγεί μέ κριτήριον τήν αλλαγήν τής σημασίας των, έχουν τήν αρχή των κυρίως εις τά πλατωνικά κείμενα, ώστε μέ τήν καθαυτό προσέγγισιν νά γίνεται η, κατά τό δυνατόν, καλυτέρα κατανόησις τών εννοιών. Ο αναγνώστης θά ημπορεί νά ανατρέξη εις τάς παραπομπάς τών κειμένων διά νά αποκτήση τήν πλήρη καί ακριβή εικόνα.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΟΡΩΝ ΤΗΣ "ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ"
ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

Η ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ: ΣΩ.: "Εις τήν ιδικήν μου μαιευτικήν τέχνην υπάρχουν τά γενικά χαρακτηριστικά όσα υπάρχουν καί εις τήν ιδικήν των (τών μαιών), υπάρχει όμως η διαφορά ότι η ιδική μου ξεγεννά άνδρας καί όχι γυναίκας καί ότι επιβλέπει τάς ψυχάς αυτών κατά τόν τοκετόν των καί όχι τά σώματα. Τό σπουδαιότατον δέ εις τήν ιδικήν μου τέχνην είναι τούτο, ότι δηλ. δύναται νά ελέγχη ποικιλοτρόπως εάν η διάνοια τού νέου γεννά παιδί φαινομενικόν καί ψευδές ή ζωντανόν καί αληθές". (Θεαίτητος, 150B - C, 184B, περί μαιευτικής καί εις τόν επίλογον 210C).

Η Μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους είναι η ανάδυσις γνώσεως από την ψυχήν τού συνομιλητού, η οποία προϋπήρχε καί τήν οποίαν επαναφέρει ο Σωκράτης διά τών εντέχνων ερωτήσεών του (Θεαίτητος, Μένων, ο δούλος καί τό Δήλιον πρόβλημα κλπ.). Άλλως εις αντίθετον περίπτωσιν, κατά την οποίαν ο συνομιλητής νομίζει ότι γνωρίζει, αναγκάζεται νά παραδεχθή τήν άγνοιάν του (Αλκιβιάδης Α', Ευθύφρων, Ευθύδημος, Γοργίας κλπ.).

ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ (Πολιτεία 337Α, Κρατ. 384Α) είναι η προσποιητή άγνοια, μέ τήν οποίαν ήρχιζε τήν συνομιλίαν του ο Σωκράτης εις τήν αγοράν, άνευ ιδιαιτέρας επιλογής μαθητών. Εις τήν Απολογίαν του ηρνήθη ότι είχε μαθητάς (Απολογία 33, "Εγώ δέ διδάσκαλος μέν ουδενός πώποτ' εγενόμην"). Οιοσδήποτε προσερχόμενος ήτο ελεύθερος νά παρακολουθήση τήν συζήτησιν. Μεταξύ τών παρευρισκομένων ο Σωκράτης επέλεγε τόν συνομιλητήν του, κατά προτίμησιν επώνυμον ή κατέχοντα εξουσία, προκειμένου νά δημιουργήση διά τών ερωτήσεων τό κατάλληλον φιλοσοφικόν κλίμα. Ο σκοπός ήτο η διερεύνησις τής ουσίας τής αρετής καί γενικώτερον τών αξιών καί προτύπων. (Απολογία Σωκράτους 30C - 31C).

Διά τών ερωτήσεων τού Σωκράτους ο συνομιλητής προχωρούσε εις τό θέμα, τό οποίον ενόμιζε (= ώετο) ότι κατείχε, ενώ δέν τό κατείχε. ("τήν οίησιν" Αλκιβιάδης 120C - 122C, "η τού οίεσθαι ειδέναι, ά ουκ οίδεν" Απολογία Σωκράτους, 39Β), "ακούοντες χαίρουσιν εξεταζομένοις τοίς οιομένοις μέν είναι σοφοίς, ούσι δ'ού" (διότι ευχαριστούνται νά ακούουν νά ελέχγωνται οι νομίζοντες μέν ότι είναι σοφοί, ενώ δέν είναι... Απολογία Σωκράτους, 33C). " ουκ οιόμενος ειδέναι, ά μή οίσθα". (Δέν θά φαντάζεσαι ότι γνωρίζεις, όσα δέν γνωρίζεις, Θεαίτ. 210C, Πολιτεία 506Ε καί 524Ε).

ΑΠΟΡΙΑ: Ο συνομιλητής, έχων περιέλθει εις αδιέξοδον μετά από τάς αλλεπαλλήλους ερωτήσεις τού Σωκράτους, περιπίπτει εις απορίαν, αντιλαμβανόμενος τάς αντιφάσεις. αι οποίαι τόν οδηγούν εις αδιέξοδον. (Απορία =Α στερητικόν + πόρος = πέρασμα, αδυναμία διελεύσεως ή προχωρήσεως. Η έλλειψις πόρου ή διεξόδου).

Η ελεγκτική διαδικασία τού Σωκράτους, αφορμωμένη από τήν ειρωνεία, γίνεται αιτία δημιουργίας ΑΠΟΡΙΩΝ. ΑΠΟΡΗΤΙΚΟΙ είναι οι πρώτοι διάλογοι τού Πλάτωνος, οι οποίοι δέν καταλήγουν εις τόν ορισμόν τής εξεταζομένης εννοίας, εφ' όσον ο ίδιος ο Σωκράτης ομολογεί ότι δέν γνωρίζει. (Αριστ. Σοφιστικοί Έλεγχοι, 183Β, 7 "Σωκράτης ηρώτα, αλλ' ουκ απεκρίνατο. ωμολόγει γάρ ουκ ειδέναι").

ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΕΕΙΝ έχει εκκίνησιν από τήν αρχικήν θέσιν τού Σωκράτους, ότι "έν οίδα, ότι ουδέν οίδα". Η παραδοχή τής αγνοίας τού Σωκράτους εντέχνως παρεισφρήει εις τόν διάλογον. Τά εξεταζόμενα θέματα αφεώρουν πάντοτε τήν ηθικήν, προσωπικήν ζωήν τών ατόμων (Απολογία Σωκράτους, Τό παράδειγμα τής αλογόμυιγας εις τά ώτα τού ίππου 31). Η ομολογία τής αγνοίας τής σημασίας τών εννοιών περιέρχεται εις τόν συνομιλητήν, όταν διά τών αντιφάσεων, εις τάς οποίας περιπίπτει μέ τάς ερωτήσεις τού Σωκράτους, αναγκάζεται νά ομολογήση ενώπιον όλων ότι δέν γνωρίζει (Πολιτεία 477Ε).

ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΕΕΙΝ είναι η πρώτη φάσις καθάρσεως τής ψυχής από τήν φαντασίωσιν, τήν ψευδή, ελλειπή ή μονομερή διά λόγων έκφρασιν τής εννοίας τής "Αρετής", τών αξιών καί αρχών, τών οποίων τώρα ο συνομιλών αναγνωρίζει "τήν καθαρκτικήν τέχνην" (Φαίδων 69C - 70).

Αρετή: Διά τόν Σωκράτην όλοι οι άνθρωποι έχουν τήν δυνατότητα νά αποκτήσουν "Aρετήν" καί ως εκ τούτου έχουν χρέος νά τήν αναζητήσουν. Η επίγνωσις τού Αγαθού ενυπάρχει εις όλας τάς ψυχάς. Υπό τήν καθοδήγησιν τού Αγαθού, μέ μεγάλους κόπους καί μακροχρόνιον προσπάθειαν, αποκτάται η "Αρετή".

Δυστυχώς σήμερον η εκ τών ουκ άνευ γνώσις τής σημασίας της έχει παντελώς εκλείψει: πρώτον ως θεωρία καί δεύτερον, καί ουσιαστικώτερον, εις τήν καθημερινή πρακτική. Η φιλοσοφική διάστασις τής Αρετής είναι ασυλλήπτου βεληνεκούς. Διότι η Αρετή πρέπει νά έχη πλήρη εφαρμογήν εις τήν πρακτικήν της εξάσκησιν κατά τήν διάρκειαν της ζωής, άλλως τό φιλοσοφικόν οικοδόμημα είναι άνευ αντικρύσματος.

Η Αρετή αναλύεται εις τούς διαλόγους τού Πλάτωνος καί είναι η αρμονική σύζευξις τών τεσσάρων ιδιοτήτων: τής σωφροσύνης, τής ανδρείας, τής φρονήσεως καί τής δικαιοσύνης (Πολιτεία 442C - 445D, 500C - 501, 504 - 506Β, Φαίδων 68D - 69E, 114C, 115, Πρωταγόρας 322C - E, Απολογία 18, Φίληβος 33A - C, κλπ.),

Αι τιμαί δέ όσον αφορά εις τήν κατοχήν καί άσκησιν τής αρετής πρέπει νά κατανέμωνται από τήν πολιτείαν κατά λόγον. Μεγαλύτεραι εις τούς ασκούντας ταύτην καί μικρότεραι εις τούς ολιγώτερον κατέχοντας αυτήν. (Νόμοι, Βιβλίον ΣΤ, 757C).

Η ουσία τής Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, όπως αναπτύχθη αρχικώς από τούς Πυθαγορείους, καί εν συνεχεία από τόν Πλάτωνα, τόν Αριστοτέλην καί τούς Στωκούς, είναι θεωρία καί πράξις. Εγκειται πρώτον εις τήν κατανόησιν καί δεύτερον εις τήν εφαρμογήν τής ουσίας τής Αρετής, διότι φιλοσοφία άνευ Αρετής εις τόν ιδιωτικόν καί τόν δημόσιον βίον είναι συνταγή μαγειρικής άνευ αντιστοίχου εδέσματος. Δηλ. απόκτησις γνώσεως τής Αρετής είναι η προετοιμασία τού εδέσματος, άνευ όμως προσλήψεως καί αφομοιώσεως τής ουσιαστικής τροφής. Διότι πρόσληψις καί αφομοίωσις τής πνευματικής τροφής / φιλοσοφίας / Αρετής είναι η εφαρμογή της εις τόν δημόσιον καί τόν ιδιωτικόν βίον.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΟΡΩΝ ΤΗΣ "ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ" ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ

ΙΔΕΑ (είδος/μορφή) είναι τό περιεχόμενον τής ουσίας τών όντων, τά οποία είναι εξ ολοκλήρου νοητά. Αι ΙΔΕΑΙ είναι τά πρότυπα σύμφωνα μέ τά οποία τό θείον εδημιούργησε τόν αισθητόν κόσμον (Πολιτεία 476 - 484 καί 597Β, παράδειγμα κλινοποιού, ζωγράφου, Παρμενίδης 129 - 135C, κλπ.).

Αι ΙΔΕΑΙ είναι τά αιώνια πρότυπα τών αισθητών. Επειδή τά αισθητά είναι τά μιμήματα τών ΙΔΕΩΝ, είναι ατελέστερα αυτών (Τίμ. 28, 48Ε, 50C, Φαίδ. 74Ε). Τά μιμήματα τών ΙΔΕΩΝ εις τό αισθητόν είναι άπειρα, ενώ αι ΙΔΕΑΙ εις τό νοητόν είναι μονοειδείς, έχουν μόνον μίαν μορφήν. Ο εντός τού Σπηλαίου κόσμος τού Ζ' Βιβλίου τής Πολιτείας είναι ο ορατός κόσμος τών αισθήσεων, ο εκτός τού Σπηλαίου είναι ο νοητός τών Ιδεών, ο οποίος είναι δυνατόν νά γίνη προσιτός διά τής επιστήμης τής αστρονομίας. "αύτη γε αναγκάζει ψυχήν εις τό άνω οράν καί από τών ενθένδε εκείσε άγει". (διότι αυτή, η αστρονομία, αναγκάζει τήν ψυχή νά βλέπη πρός τά επάνω καί οδηγεί από τά πράγματα τού εδώ κόσμου στά πράγματα τού νοητού). (Πολιτεία, 529).

Αι ΙΔΕΑΙ, υπαρκταί εις τόν νοητόν κόσμον καί όχι εις τόν αισθητόν, είναι αγέννηται, άφθαρτοι, ούτε αυξάνουν, ούτε πάσχουν (Συμπ. 211Α). Ουδεμίαν αλλοίωσιν επιδέχονται, αλλ' "αεί ωσαύτως έχουν" (Φαίδρ. 78C). Αποτελούν τών πραγμάτων τήν ουσίαν καί τής γνώσεως τό υποκείμενον εις τό νοητόν. Αύται είναι η αιτία τής μορφοποιήσεως τής ύλης εις τόν αισθητόν κόσμον, συνδέουσαι τό αόρατον μέ τό ορατόν πεδίον.

"Καί τά μέν δή (πράγματα) οράσθαί φαμεν, νοείσθαι δ' ού, τάς δ' αύ ιδέας νοείσθαι μέν, οράσθαι δ' ού". (Καί δεχόμεθα ότι τά μέν αντικείμενα είναι ορατά, όχι όμως νοητά, οι ιδέες εξ άλλου είναι νοηταί, όχι όμως ορατές, Πολιτεία 507).

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ είναι ο απολογισμός, πού γίνεται διά τών ερωταποκρίσεων περί τής ΟΥΣΙΑΣ τών ΙΔΕΩΝ καί τών ΟΝΤΩΝ, η οποία ΟΥΣΙΑ "ωσαύτως αεί έχει καί κατά ταυτά". (περί Διαλεκτικής Πρωτ. 336B - 337C).

"ΔΙΑ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΠΟΡΕΥΕΣΘΑΙ": Η πορεία διά τών Λόγων μέ τήν μέθοδον τών ερωταποκρίσεων αποκαλύπτει τάς ΙΔΕΑΣ. Αι αισθήσεις ατονούν βαθμηδόν. Αφού εξ αυτών έγινεν η εκκίνησις έχουν δώσει τήν θέσιν των εις τήν νόησιν. Η αλληλουχία τών φαινομένων τής αισθητής πραγματικότητος υποχωρεί πρό τής νοητής επεξεργασίας τών δεδομένων.

"Σω.: Ή καί διαλεκτικόν καλείς τόν λόγον εκάστου λαμβάνοντα τής ουσίας;" (Σω.: Ονομάζεις αλήθεια, διαλεκτικόν εκείνον πού γνωρίζει τόν λόγον τής ουσίας τού κάθε πράγματος; Πολιτεία 533B). " (Λέγω δέ χαλεπώτατον τό περί τούς λόγους". (Λέγω δέ ότι τό δυσκολότερο μέρος τής φιλοσοφίας είναι η διαλεκτική, Πολιτεία 498).

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ είναι η πορεία πρός τήν πρώτην αρχήν τού παντός, τήν ανυπόθετον αρχήν ("τό επ' αρχήν ανυπόθετον εξ υποθέσεων ιούσα" Πολιτεία 510B). Χρησιμοποιών ο φιλόσοφος μόνον τόν λόγον ανέρχεται ερευνών τάς Ιδέας, χωρίς τήν παρέμβασιν εικόνων τών αισθητών πραγμάτων, αλλά ούτε καί τών υποθέσεων, ως χρησιμοποιεί τάς υποθέσεις η μαθηματική επιστήμη (Πολιτεία 533 - 535).

ΛΟΓΟΣ εις τήν Διαλεκτικήν είναι η σταθερά καί πραγματική ύπαρξις τών δεδομένων (Θεαίτ. 201D καί 209D), ουδεμίαν, εις τήν προκειμένην φιλοσοφικήν πορείαν, σχέσιν έχων (ο Λόγος) μέ τήν ομιλίαν, τήν αιτίαν, τήν αναλογίαν, τόν μέσον καί άκρον όρον κλπ.

"Ουκούν ερωτηθείς, ώς έοικε, τί εστίν επιστήμη, αποκρινείται ότι δόξα ορθή μετά επιστήμης διαφορότητος. Λόγου γάρ πρόσληψις τούτ' άν είη κατ' εκείνον". (Συντόμως λοιπόν ερωτηθείς εκείνος ο άνθρωπος τί είναι γνώσις, θ' απαντήση ότι είναι γνώμη ορθή μέ γνώσιν τής διαφοράς. Διότι απόκτησις λόγου θά ήτο αυτό τό πράγμα κατά τήν γνώμην εκείνου, Θεαίτ. 210).

Διαλεκτική καί λόγος συνάπτονται μετά από μακρόν καί κοπιώδη αγώνα, καθώς συναντώνται κατά τήν συλλογιστικήν πορείαν. Η μέν Διαλεκτική είναι η πορεία διά τών λόγων. Οι δέ λόγοι είναι η σταθερά καί πραγματική ύπαρξις τών δεδομένων εις τήν γνώσιν τών οποίων ωδηγήθη ο διαλεγόμενος διά τών υποθέσεων.

ΥΠΟΘΕΣΙΣ εις τήν Διαλεκτικήν είναι η υφισταμένη πραγματικότης, τής οποίας η αρχή έχει διερευνηθή καί αποδειχθή. Δέν είναι η παραδοχή κατά σύμβασιν μιάς αρχής, ως δογματικώς αποδέχεται η μαθηματική επιστήμη (Πολιτεία 509C - 511E, 533C). Αι ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ διαστέλλονται από τά ΕΙΔΗ/ΙΔΕΕΣ, διότι έχουν στοιχεία εποπτικότητος, πού προέρχονται από τόν αισθητόν κόσμον.

Tήν ΥΠΟΘΕΣΙΝ τού επιστήμονος, τήν βασιζομένην εις εικόνα τού αισθητού κόσμου (γεωμετρία, κύκλοι, τρίγωνα, διάμετροι κλπ.) τήν μετατονίζει ο διαλεκτικός εις ΙΔΕΑΝ / ΕΙΔΟΣ / ΜΟΡΦΗΝ, διότι ούτος κατανοεί τάς συναφείας τών όντων εις τήν νοητήν σφαίραν διά τών υποθέσεων. Είναι εις θέσιν νά συνθέση δια των λόγων, τά επί μέρους όμοια στοιχεία καί νά τά εντάξη εις τό σύνολον τών εννοιών τής επισκοπουμένης Ιδέας, εις τήν Ιδέαν τού Τριγώνου, τού Κύκλου κλπ. Αι αποκαλυπτόμεναι ΙΔΕΑΙ / ΕΙΔΗ / ΜΟΡΦΑΙ δια των υποθέσεων έχουν καί λογικήν καί μεταφυσικήν έννοιαν. Καθίστανται αντιληπταί από «τού τής ψυχής όμματος» διά τής ενοράσεως.

"Αι θείαι θεωρίαι" (Πολιτεία 517D) τών ΙΔΕΩΝ φέρουν τόν αφυπνιζόμενον συνομιλητήν εις τήν ενόρασιν, μέ τήν προϋπόθεσιν, ότι "έχει γίνει φίλος τού εαυτού, έχων συναρμολογήση τά τρία ψυχικά του στοιχεία όπως ακριβώς τούς τρείς τόνους τής μουσικής αρμονίας, δηλαδή τήν κατωτάτη βάση, τήν ανωτάτη καί τήν μεσαία καί ό,τι άλλο υπάρχει ανάμεσα σ' αυτά. Όλα αυτά αφού τά συνδέση καί γίνει ένας μονάχα ολόκληρος από τά πολλά, φρόνιμος καί αρμονικός, τότε νά αρχίση τίς ενέργειές του..." (Πολ. 443Β -C).

Τότε ο συνδιαλεγόμενος είναι εις θέσιν νά παραμερίση τάς προσωπικάς του απόψεις καί αντιλήψεις καί νά αποδεχθή τάς από κοινού εξεταζομένας αρχικάς ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ μέ τήν ορολογίαν τής διαλεκτικής τέχνης. Προχωρών καί κατανοών τήν πορείαν από μίαν ΥΠΟΘΕΣΙΝ πρός μίαν νέαν ΥΠΟΘΕΣΙΝ ως νά ήσαν βαθμίδες κατευθύνεται πρός τό Αγαθόν ή πρός τήν ΑΝ + ΥΠΟΘΕΤΟΝ Αρχήν (Πολιτεία, 509C - 511E, "τό επ' αρχήν ανυπόθετον εξ υποθέσεως ιούσα" καί 534B - D). Εισχωρών εις τήν αντικειμενικήν πραγματικότητα τού νοητού κόσμου πορεύεται πρός τόν Υπερουράνιον Τόπον τού Φαίδρου, ο οποίος έχει σταθερότητα, σοφία, κάλλος καί διαπνέεται εκ τής ΙΔΕΑΣ τού ΑΓΑΘΟΥ. Εκεί ο ΦΘΟΝΟΣ δέν έχει προσπέλασιν καί θέσιν. "Φθόνος γάρ έξω θείου χορού ίσταται". (Φαίδρος 247Β)

ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΙΔΕΑΙ

Η ψυχή φέρει τήν γνώσιν τών ΙΔΕΩΝ μέ τήν είσοδον της εις τό ανθρώπινον σώμα (Φαίδρ. 249). Η αναγνώρισις τών ΙΔΕΩΝ ενυπάρχει από τήν πρό τής ενσαρκώσεώς της κατάστασιν (Φαίδων 76Ε - 77Β καί 92D - E).

Ο Πλάτων παραδέχεται τήν μυστηριακήν διδασκαλίαν τής μετενσαρκώσεως (Φαίδων 83D "... ώστε ταχύ πάλι πίπτειν εις άλλο σώμα"), τήν οποίαν εδραιώνει διά τής θεωρίας τών αντιθέσεων (Φαίδ. 70C - 72E) καί τής θεωρίας τής αναμνήσεως (Φαίδ. 72Ε - 77Β καί Θεαίτ. θεωρία τών εκμαγείων καί τής Μνημοσύνης 191D, Φίληβος 33C - 36B).

Εις ατομικόν επίπεδον αι ΙΔΕΑΙ είναι αποτυπώματα/δακτυλίδια, τά οποία φέρει η ψυχή επί τού κηρού μέ τό σύνολον τών αναμνήσεών της εκ τών προγενεστέρων της βίων. Συνεπώς η γνώσις τών αισθητών γίνεται διά τής αναγνωρίσεως εις αυτά τής γενεσιουργού των αιτίας, πού είναι αι ΙΔΕΑΙ, αι αποτυπωθείσαι εις τό εκμαγείον τής ψυχής. Αι αφηρημέναι έννοιαι, αι οποίαι είναι αόρατοι (Ιδέα τής σωφροσύνης, τής οσιότητος, τής φιλίας κλπ.), δέν θά ήτο δυνατόν νά γίνουν ούτε αντιληπταί, ούτε κατανοηταί άνευ τής προϋπάρξεως τών Ιδεών/δακτυλιδιών, τα οποία αφήνουν τά αποτυπώματά των εις τό εκμαγείον/κερί τής ψυχής.

Τά αισθητά δέν θά ήτο δυνατόν νά γίνουν κατανοητά, αλλά μόνον αντιληπτά, διότι είναι αεί ρέοντα καί μεταβλητά. Καθίστανται νοητά, εφ'όσον αι αεί προϋπάρχουσαι ΙΔΕΑΙ, είναι μόνιμαι καί "αεί ωσαύτως έχουν" εις τήν ψυχήν, χωρίς ποτέ νά αλλοιούνται. Είναι αι αποτυπώσεις, τάς οποίας μεταφέρει η ψυχή από βίον εις βίον.

Πάς άνθρωπος έχει μίαν "δυνάμει" προκαταβολικήν γνώσιν τής ΙΔΕΑΣ τής Αρετής. Δέν τήν κατέχει. (Πολιτεία 617Ε, "Αρετήν δέ αδέσποτον, ήν τιμών καί ατιμάζων πλέον καί έλαττον αυτής έκαστος έξει. Αιτία ελομένου θεός αναίτιος").

Όμως η "δυνάμει" υπάρχουσα γνώσις, καί όχι κατοχή τής Αρετής εις τήν ψυχήν, δέν είναι αρκετή. Τό άτομον είναι ανάγκη νά τήν επαναφέρη εις τήν συνείδησιν διά τής αναμνήσεως (θεωρία τής αναμνήσεως Θεαίτ.191D - 195Β) καί τής εντριφήσεως εις τάς ιδιότητάς της (Διάλογοι, Χαρμίδης "περί σωφροσύνης", Λάχης "περί ανδρείας", Πολιτεία "περί δικαίου»). Η φρόνησις, η τρίτη ιδιότης της Αρετής, επανέρχεται εις πολλούς διαλόγους τού Πλάτωνος, διότι άνευ φρονήσεως αι άλλαι ιδιότητες δέν έχουν ουσιαστικήν αξίαν. Περί φρονήσεως, λέγει τά εξής ο Σωκράτης εις τήν Πολιτείαν:

"Οι άλλες αρετές λοιπόν πού ονομάζονται αρετές τής ψυχής είναι σχεδόν παρόμοιες μέ τίς αρετές τού σώματος, γιατί πραγματικώς ενώ στήν αρχή δέν υπάρχουν, ύστερα αποκτώνται μέ τήν συνήθεια καί τήν εξάσκηση. Η αρετή όμως τής φρονήσεως, καθώς φαίνεται, έχει πολύ περισσότερο θεϊκή προέλευση εν σχέση μέ κάθε άλλο πράγμα, δέν χάνει ποτέ τήν δύναμη της, ανάλογα δέ μέ τήν περιστροφή της γίνεται χρήσιμη καί ωφέλιμη ή τουναντίον άχρηστη καί βλαβερή, Πολιτεία 518D - E).

Μέ οδηγόν πάντοτε τήν ΙΔΕΑΝ τού Αγαθού, η ψυχή θά πρέπει νά ενεργοποιήση καί νά εφαρμόση τήν αρετήν εις τήν πρακτικήν τής καθημερινότητος τού βίου. Υπάρχει μέθοδος πρός τούτο;

Η ψυχή οφείλει διά τού συνεχούς αυτοελέγχου, τού προσωπικού της δικαστηρίου, "τόν λόγον διδόναι", νά εξετάζη συνεχώς τάς πράξεις τού βίου της (Σοφ. 230Α, Πρωτ. 336C, Πολ. 344D, Θεαίτ. 190 "καλώ καί τήν δόξαν λόγον ειρημένον... αλλά σιγή πρός αυτόν"), ώστε διά τού προσωπικού ελέγχου, αλλά καί τήν κριτικήν τών συνανθρώπων της, νά βελτιώνη τάς ενυπάρχουσας ιδιότητας τής Αρετής υπό τήν επίβλεψιν πάντοτε τής Ιδέας τού Αγαθού.

"Τόν έλεγχον λεκτέον, ως άρα μεγίστη καί κυριωτάτη τών καθάρσεών εστι". (Ο κριτικός έλεγχος είναι ο πιό σπουδαίος καί μεγάλος καθαρμός, Σοφιστής, 230d).

Η Μαιευτική τού Σωκράτους καί η Διαλεκτική τού Πλάτωνος θά ήτο εις θέσιν νά επαναφέρουν τήν ίασιν εις τήν πάσχουσα ψυχή τής ανθρωπότητος, εάν επανήρχοντο εις τήν πράξιν διά τής Παιδείας καί τού ορθού Λόγου.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

ΠΛ Συμπ 212c–213e

Ο Αλκιβιάδης καταφθάνει στο συμπόσιο και παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους συμποσιαστές

Ο Σωκράτης, αντί για δικό του εγκώμιο προς τον Έρωτα, μετέφερε στους υπόλοιπους συμποσιαστές τη συζήτησή του με κάποια γυναίκα από την Μαντίνεια, τη Διοτίμα, σχετικά με τη φύση και τα γνωρίσματα του Έρωτα (βλ. ΠΛ Συμπ 207a–208b). Ολοκληρώνοντας την αφήγηση της συζήτησης αυτής, ο φιλόσοφος δήλωσε ότι συμφωνεί μαζί της και τόνισε ότι ο Έρωτας είναι ο καλύτερος συμπαραστάτης του ανθρώπου, μια που τον βοηθά στην απόκτηση της αρετής και την αθανασίας.

Εἰπόντος δὲ ταῦτα τοῦ Σωκράτους τοὺς μὲν ἐπαινεῖν, τὸν
δὲ Ἀριστοφάνη λέγειν τι ἐπιχειρεῖν, ὅτι ἐμνήσθη αὐτοῦ
λέγων ὁ Σωκράτης περὶ τοῦ λόγου· καὶ ἐξαίφνης τὴν αὔλειον
θύραν κρουομένην πολὺν ψόφον παρασχεῖν ὡς κωμαστῶν, καὶ
αὐλητρίδος φωνὴν ἀκούειν. τὸν οὖν Ἀγάθωνα, Παῖδες, φάναι,
[212d] οὐ σκέψεσθε; καὶ ἐὰν μέν τις τῶν ἐπιτηδείων ᾖ, καλεῖτε·
εἰ δὲ μή, λέγετε ὅτι οὐ πίνομεν ἀλλ’ ἀναπαυόμεθα ἤδη.

Καὶ οὐ πολὺ ὕστερον Ἀλκιβιάδου τὴν φωνὴν ἀκούειν ἐν
τῇ αὐλῇ σφόδρα μεθύοντος καὶ μέγα βοῶντος, ἐρωτῶντος
ὅπου Ἀγάθων καὶ κελεύοντος ἄγειν παρ’ Ἀγάθωνα. ἄγειν
οὖν αὐτὸν παρὰ σφᾶς τήν τε αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν καὶ
ἄλλους τινὰς τῶν ἀκολούθων, καὶ ἐπιστῆναι ἐπὶ τὰς θύρας
[212e] ἐστεφανωμένον αὐτὸν κιττοῦ τέ τινι στεφάνῳ δασεῖ καὶ
ἴων, καὶ ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς πάνυ πολλάς, καὶ
εἰπεῖν· Ἄνδρες, χαίρετε· μεθύοντα ἄνδρα πάνυ σφόδρα
δέξεσθε συμπότην, ἢ ἀπίωμεν ἀναδήσαντες μόνον Ἀγάθωνα,
ἐφ’ ᾧπερ ἤλθομεν; ἐγὼ γάρ τοι, φάναι, χθὲς μὲν οὐχ
οἷός τ’ ἐγενόμην ἀφικέσθαι, νῦν δὲ ἥκω ἐπὶ τῇ κεφαλῇ
ἔχων τὰς ταινίας, ἵνα ἀπὸ τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν τοῦ σοφω-
τάτου καὶ καλλίστου κεφαλὴν ἐὰν εἴπω οὑτωσὶ ἀναδήσω.
ἆρα καταγελάσεσθέ μου ὡς μεθύοντος; ἐγὼ δέ, κἂν ὑμεῖς
[213a] γελᾶτε, ὅμως εὖ οἶδ’ ὅτι ἀληθῆ λέγω. ἀλλά μοι λέγετε
αὐτόθεν, ἐπὶ ῥητοῖς εἰσίω ἢ μή; συμπίεσθε ἢ οὔ;

Πάντας οὖν ἀναθορυβῆσαι καὶ κελεύειν εἰσιέναι καὶ
κατακλίνεσθαι, καὶ τὸν Ἀγάθωνα καλεῖν αὐτόν. καὶ τὸν
ἰέναι ἀγόμενον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ περιαιρούμενον ἅμα
τὰς ταινίας ὡς ἀναδήσοντα, ἐπίπροσθε τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα
οὐ κατιδεῖν τὸν Σωκράτη, ἀλλὰ καθίζεσθαι παρὰ τὸν Ἀγά-
[213b] θωνα ἐν μέσῳ Σωκράτους τε καὶ ἐκείνου· παραχωρῆσαι
γὰρ τὸν Σωκράτη ὡς ἐκεῖνον κατιδεῖν. παρακαθεζόμενον
δὲ αὐτὸν ἀσπάζεσθαί τε τὸν Ἀγάθωνα καὶ ἀναδεῖν.

Εἰπεῖν οὖν τὸν Ἀγάθωνα Ὑπολύετε, παῖδες, Ἀλκιβιάδην,
ἵνα ἐκ τρίτων κατακέηται.

Πάνυ γε, εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην· ἀλλὰ τίς ἡμῖν ὅδε
τρίτος συμπότης; καὶ ἅμα μεταστρεφόμενον αὐτὸν ὁρᾶν
τὸν Σωκράτη, ἰδόντα δὲ ἀναπηδῆσαι καὶ εἰπεῖν Ὦ Ἡράκλεις,
τουτὶ τί ἦν; Σωκράτης οὗτος; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῦθα κατέ-
[213c] κεισο, ὥσπερ εἰώθεις ἐξαίφνης ἀναφαίνεσθαι ὅπου ἐγὼ ᾤμην
ἥκιστά σε ἔσεσθαι. καὶ νῦν τί ἥκεις; καὶ τί αὖ ἐνταῦθα
κατεκλίνης; ὡς οὐ παρὰ Ἀριστοφάνει οὐδὲ εἴ τις ἄλλος
γελοῖος ἔστι τε καὶ βούλεται, ἀλλὰ διεμηχανήσω ὅπως παρὰ
τῷ καλλίστῳ τῶν ἔνδον κατακείσῃ.

Καὶ τὸν Σωκράτη, Ἀγάθων, φάναι, ὅρα εἴ μοι ἐπαμύνεις·
ὡς ἐμοὶ ὁ τούτου ἔρως τοῦ ἀνθρώπου οὐ φαῦλον πρᾶγμα
γέγονεν. ἀπ’ ἐκείνου γὰρ τοῦ χρόνου, ἀφ’ οὗ τούτου
[213d] ἠράσθην, οὐκέτι ἔξεστίν μοι οὔτε προσβλέψαι οὔτε δια-
λεχθῆναι καλῷ οὐδ’ ἑνί, ἢ οὑτοσὶ ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν
θαυμαστὰ ἐργάζεται καὶ λοιδορεῖταί τε καὶ τὼ χεῖρε μόγις
ἀπέχεται. ὅρα οὖν μή τι καὶ νῦν ἐργάσηται, ἀλλὰ διάλ-
λαξον ἡμᾶς, ἢ ἐὰν ἐπιχειρῇ βιάζεσθαι, ἐπάμυνε, ὡς ἐγὼ
τὴν τούτου μανίαν τε καὶ φιλεραστίαν πάνυ ὀρρωδῶ.

Ἀλλ’ οὐκ ἔστι, φάναι τὸν Ἀλκιβιάδην, ἐμοὶ καὶ σοὶ διαλ-
λαγή. ἀλλὰ τούτων μὲν εἰς αὖθίς σε τιμωρήσομαι· νῦν
[213e] δέ μοι, Ἀγάθων, φάναι, μετάδος τῶν ταινιῶν, ἵνα ἀναδήσω
καὶ τὴν τούτου ταυτηνὶ τὴν θαυμαστὴν κεφαλήν, καὶ μή μοι
μέμφηται ὅτι σὲ μὲν ἀνέδησα, αὐτὸν δὲ νικῶντα ἐν λόγοις
πάντας ἀνθρώπους, οὐ μόνον πρώην ὥσπερ σύ, ἀλλ’ ἀεί,
ἔπειτα οὐκ ἀνέδησα. καὶ ἅμ’ αὐτὸν λαβόντα τῶν ταινιῶν
ἀναδεῖν τὸν Σωκράτη καὶ κατακλίνεσθαι.

***
Όταν ετελείωσε τον λόγον του αυτόν ο Σωκράτης, οι άλλοι μεν τον συνέχαιραν, ενώ ο Αριστοφάνης εδοκίμασε κάτι να προσθέση περί του λόγου, επειδή τον είχεν υπαινιχθή ο Σωκράτης κατά την ομιλίαν του. Έξαφνα έγινε τρομερός θόρυβος εις την εξώθυραν από κτυπήματα, ως να ήτον συντροφιά μεθυσμένων, και άκουσαν αυλητρίδος φωνήν. Τότε ο Αγάθων είπεν: «Ε σεις παιδιά, δεν πάτε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν είναι κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε· αν όχι, του λέγετε, πως δεν πίνομεν πλέον, μόνον αναπαυόμεθα». Δεν επέρασε πολλή ώρα και ήκουσαν εις την αυλήν του Αλκιβιάδου την φωνήν. Μεθυσμένος εις τα γερά και με φωνήν θορυβώδη, ερωτούσε πού είναι ο Αγάθων και εζητούσε να τον οδηγήσουν προς τον Αγάθωνα. Πράγματι τους τον ωδήγησαν μέσα, η αυλητρίς η οποία τον υπεβάσταζε και μερικοί άλλοι της ακολουθίας του. Έτσι επρόβαλεν εις την είσοδον στεφανωμένος μ' ένα στέφανον πυκνόν από κισσόν και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίας εις την κεφαλήν και είπε: «Παιδιά γεια σας. Ένα μεθυσμένον άνθρωπο, μα στα γερά, τον δέχεσθε στη συντροφιά σας; Ή να στολίσωμε μόνον το κεφάλι του Αγάθωνος, αφού είν' αυτός ο σκοπός μας, που ήλθαμεν εδώ, και ύστερα πάλι να φύγωμε; Εγώ, πρέπει να σας το πω, εχθές δεν μου εστάθη δυνατόν να έλθω. Έρχομαι τώρα με τας ταινίας εις το κεφάλι, με το σκοπό να στεφανώσω από το δικό μου το κεφάλι το κεφάλι του πρώτου εις την λογιότητα και εις την ωραιότητα (για να εκφρασθώ έτσι). Θα γελάτε ίσως εις βάρος μου, πως είμαι μεθυσμένος. Μα εγώ, και σεις να γελάτε, το ξέρω καλά, πως λέγω την αλήθειαν. Ελάτε λοιπόν! λέγετε αμέσως: με συμφωνία, να μπω ή να μη μπω; Θα πιήτε μαζί μου ή όχι;»

Όλοι τότε με θορυβώδεις επιδοκιμασίας τον εφώναζαν να εισέλθη και να λάβη θέσιν∙ και ο Αγάθων επίσης τον επροσκαλούσε. Και εκείνος επροχωρούσε προς αυτόν οδηγούμενος από τους ανθρώπους του· και εκεί πού εζητούσε εν τω μεταξύ να ξετυλίξη τας ταινίας δια να τον στολίση, του έπεσαν εις τα μάτια του εμπρός, και έτσι δεν παρετήρησε τον Σωκράτην, αλλά εκάθισε πλησίον του Αγάθωνος μεταξύ του Σωκράτους καί εκείνου· είχε κάμει ο Σωκράτης τόπον προηγουμένως δια να τον βάλουν να καθίση. Όταν εκάθισε πλησίον του Αγάθωνος, τον εφίλησε και του έδενε τας ταινίας. Είπε τότε ο Αγάθων: «Λύσετε, παιδιά, τα σανδάλια του Αλκιβιάδου, δια να πλαγιάση μαζί μας ως τρίτος». «Ευχαρίστως» είπεν ο Αλκιβιάδης· «αλλά ποίος ειν' αυτός ο τρίτος συμπότης;» και συγχρόνως στρεφόμενος βλέπει τον Σωκράτη. Μόλις τον είδε, επήδησεν από την θέσιν του και εφώναξε: «Θεέ μου! τι ήταν αυτό; Ο Σωκράτης εδώ; Καρτέρι πάλι μου είχες στήσει αυτού που εξάπλωσες, όπως συνήθιζες πάντα να προβάλλης εξαφνικά εκεί που δεν επερίμενα διόλου πως θα είσαι; Και τώρα πάλι τι θέλεις εδώ που ήλθες; Και έπειτα τι επήγες και εξάπλωσες εδώ και όχι με τον Αριστοφάνην ή μ' οποιονδήποτε άλλον, που είναι αστείος και του αρέσει να είναι; Μόνον, είχες δεν είχες, τα εκατάφερες να πάρης θέσιν εις το πλευρόν του πρώτου εδώ μέσα εις την ωραιότητα;»

Και ο Σωκράτης «Αγάθων» είπε «κοίταξε να με προστατεύσης. Ο έρως του ανθρώπου αυτού έχει καταντήσει δι' εμέ βάσανον όχι μικρόν. Από τον καιρόν δηλαδή που τον ερωτεύθην, δεν έχω πλέον τα δικαίωμα μήτε το βλέμμα μου να στρέψω μήτε τον λόγον ν' απευθύνω εις κανέναν απολύτως ωραίον νέον· ει δ' άλλως, αυτός εδώ μου δημιουργεί από ζηλοτυπίαν και φθόνον απίστευτα πράγματα, και με υβρίζει και μόλις συγκρατείται από το να μου βάλη χέρι. Κοίτα λοιπόν να μη μου κάμη και τώρα τίποτε. Έλα, προσπάθησε να μας συμφιλιώσης· ει δε μη, αν ζητήση να βιαιοπραγήση, βοήθησέ με. Διότι εγώ τρέμω πολύ την παραφοράν αυτού του ανθρώπου και την προσήλωσίν του εις τον εραστήν». «Α όχι! συμφιλίωσις μεταξύ μας» είπεν ο Αλκιβιάδης «είναι αδύνατος. Ας είναι όμως! δι' αυτά όλα θα σε τιμωρήσω άλλοτε. Τώρα» προσέθεσε «δώσε μου, Αγάθων, ένα μέρος από τας ταινίας, δια να στολίσω και τούτου την θαυμασίαν αυτήν κεφαλήν, δια να μη μου παραπονήται, πως εστεφάνωσα σε, ενώ αυτόν που ειν' εντούτοις νικητής εις όλους μέσα τους ανθρώπους κατά το πνεύμα, όχι μόνον προχθές, όπως συ, αλλά πάντοτε, τον αφήκα αστεφάνωτον». Και συγχρόνως επήρεν από τας ταινίας, έδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

2.4. Ποίηση

2.4.Α. Επική ποίηση


Η χρήση της γραφής δεν κατάργησε την προφορική παράδοση. Οι ραψωδοί συνέχισαν να οργανώνονται σε συντεχνίες,[1] να παίρνουν μέρος σε μουσικούς αγώνες, να τραγουδούν στα συμπόσια και στις θρησκευτικές και άλλες γιορτινές συγκεντρώσεις· μόνο που, μετά τη διάδοση της γραφής και την επιτυχία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αυτή η επαγγελματική ας την πούμε υπόσταση και λειτουργία του έπους συνυπάρχει με τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες ποιητών που συνειδητά επιχείρησαν όχι τόσο να ανταγωνιστούν τον Όμηρο, αλλά να σταθούν δίπλα του και να ολοκληρώσουν την προσφορά του. Αυτοί οι κυκλικοί, όπως ονομάστηκαν, ποιητές έγραψαν έπη που το ένα με το άλλο συμπλήρωναν τα κενά που είχαν αφήσει στην αφήγηση του επικού μυθολογικού κύκλου η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.

Τα έργα των κυκλικών έχουν όλα χαθεί και η απόδοσή τους στον ένα ή τον άλλο ποιητή είναι πολύ αμφίβολη.[2] Σώζονται όμως κάποιες περιλήψεις, ελάχιστα αποσπάσματα και οι τίτλοι.

ΕΠΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Προκαταρκτικά:

Η Τιτανομαχία, έπος του Εύμηλου από την Κόρινθο, διηγόταν τη γένεση των θεών από την πρώτη ένωση του Ουρανού με τη Γη ως τον πόλεμο των Ολύμπιων με τους Τιτάνες και την τελική επικράτηση του Δία.

Θηβαϊκός μυθολογικός κύκλος:

Η Οἰδιπόδεια, του Κιναίθωνα από τη Λακεδαίμονα, διηγόταν την ιστορία του Οιδίποδα.

Η Θηβαΐς, έπος ενός άγνωστου ποιητή, διηγόταν την αποτυχημένη εκστρατεία των Επτά εναντίον της Θήβας.

Οι Ἐπίγονοι, έπος του Αντίμαχου από την Τέω, διηγόταν την εκστρατεία των Επιγόνων, παιδιών των Επτά, που αυτοί κατάφεραν να αλώσουν τη Θήβα.

Τρωικός μυθολογικός κύκλος:

Τα Κύπρια, έπος του Στασίνου ή του Ηγησία από την Κύπρο, διηγόνταν τον γάμο του Πηλέα με τη Θέτιδα, την κρίση του Πάρη, την αρπαγή της Ελένης, τα προκαταρκτικά της εκστρατείας των Αχαιών και όσα έγιναν στα πρώτα εννιά χρόνια του πολέμου ως και την αρχή του δέκατου χρόνου, όπου ξεκινά η Ιλιάδα.

Η Αἰθιοπίς, έπος του Αρκτίνου από τη Μίλητο, άρχιζε εκεί που τελειώνει η Ιλιάδα και διηγόταν όσα έγιναν ως και την ημέρα που ο Πάρης και ο Απόλλωνας σκότωσαν τον Αχιλλέα.

Η Μικρά Ἰλιάς, έπος του Λέσχη από τη Μυτιλήνη, διηγόταν όσα έγιναν από τον θάνατο του Αχιλλέα ως και την κατασκευή του δούρειου ίππου.

Η Ἰλίου πέρσις (= άλωση), έπος του Αρκτίνου από τη Μίλητο, διηγόταν την άλωση της Τροίας και την αναχώρηση των Ελλήνων από την Τρωάδα.

Οι Νόστοι, έπος του Αγίου από την Τροιζήνα, διηγόταν την επιστροφή των πολεμιστών στην πατρίδα τους (εκτός από την επιστροφή του Οδυσσέα).

Η Τηλεγονία, έπος του Ευγάμμωνα από την Κυρήνη, άρχιζε εκεί που τελειώνει η Οδύσσεια και διηγόταν όσα έγιναν ώσπου ο Τηλέγονος, γιος του Οδυσσέα από την Κίρκη, έφτασε στην Ιθάκη και σκότωσε κατά λάθος τον πατέρα του.

Ελάχιστα αποσπάσματα και πληροφορίες σώζονται και για κάποια ακόμα ηρωικά έπη που γράφτηκαν στα αρχαϊκά χρόνια. Ανάμεσά τους τρία τουλάχιστον είχαν τον τίτλο Ἡράκλεια και διηγόνταν τα κατορθώματα του μεγάλου ήρωα των Δωριέων. Έναν άλλο μεγάλο μυθολογικό κύκλο, την Αργοναυτική εκστρατεία, αντιπροσώπευαν τα Ναυπάκτια του Καρκίνου και τα Ἀργοναυτικά του Επιμενίδη (7ος/6ος π.Χ. αι.).

Χαμένα είναι και τα πολλά αρχαϊκά θρησκευτικά-διδακτικά έπη. Τα περισσότερα σχετίζονταν με μυστικές λατρείες και κυκλοφορούσαν ως έργα γραμμένα από μυθικές προσωπικότητες, θείους ἄνδρες σαν τον Ορφέα και τον Μουσαίο, τους μυθικούς τραγουδιστές, ή σαν τον Άβαρη, τον μάντη από τη Σκυθία που ζούσε χωρίς τροφή και ταξίδευε κρατώντας χρυσό βέλος, σύμβολο του θεού Απόλλωνα (Ηρόδοτος). Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι Θεογονία, Χρησμοί, Τελεταί, Καθαρμοί, Ὕμνοι κ.ά.

Στη θρησκευτική επική ποίηση ανήκουν και οι λεγόμενοι ομηρικοί ύμνοι, μια συλλογή από 33 ύμνους σε διάφορες θεότητες. Προοίμια τους ονομάζει η αρχαία παράδοση, γιατί οι ραψωδοί συνήθιζαν να υμνούν ένα θεό πριν ξεκινήσουν το καθαυτό τραγούδι τους. Είναι βέβαια λάθος να αποδίδονται στον Όμηρο· όμως οι τέσσερις πολύστιχοι αφηγηματικοί ύμνοι[3] (εἰς Δήμητραν, εἰς Ἀπόλλωνα, εἰς Ἑρμῆν και εἰς Ἀφροδίτην) έχουν υψηλή ποιότητα και δεν εκφράζουν μόνο την ευσέβεια αλλά και τη ζωντάνια και την ποιητική μαστοριά της Αρχαϊκής εποχής.

Έντονα θεολογικές και διδακτικές διαστάσεις είχε και ένα χαμένο φιλοσοφικό έπος που αναφέρεται με τον συμβατικό τίτλο Περὶ φύσεως. Ποιητής του ο Ξενοφάνης (6ος/5ος π.Χ. αι.), στοχαστής από την Κολοφώνα της Μικρασίας που όμως το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Κάτω Ιταλία. Εκεί, στην Ελέα, μεταφύτεψε τα σπέρματα της ιωνικής φιλοσοφίας, εκεί λένε πως είχε μαθητή τον κατοπινό ιδρυτή της ελεατικής σχολής, τον Παρμενίδη (Χαρακτηριστική για τη σκέψη του είναι η ρητή διαφωνία του με την ομηρική και ησιόδεια θεολογία, όπου οι θεοί παρουσιάζονται να κάνουν «όλα όσα στους ανθρώπους φέρνουν ντροπή και ψόγο: να κλέβουν, να μοιχεύουν και να εξαπατούν ο ένας τον άλλον» (απόσπ. 11 DK.)· γι᾽ αυτόν «ένας θεός είναι ο πιο μεγάλος, μήτε στην όψη παρόμοιος με τους θνητούς, μήτε στη σκέψη» (απόσπ. 23 DK.). Ο Ξενοφάνης έγραψε ακόμα σατιρικά-επικριτικά τραγούδια, τους Σίλλους, και ελεγείες (σ. 71 (2:2.4.Β.iii.δ.)).

Στα αρχαϊκά χρόνια πρωτοσυναντούμε και μια σημαντική κατηγορία διδακτικών επών, τις τοπικές ιστορίες. Έτσι, για παράδειγμα, ο κυκλικός ποιητής Εύμηλος αφηγήθηκε στα Κορινθιακά τη μυθική προϊστορία της πατρίδας του και στην Εὐρωπία τα σχετικά με την Κεντρική Ελλάδα, που τα πρώιμα εκείνα χρόνια ονομαζόταν Ευρώπη.[4] Παρόμοια είναι και τα έργα του Ξενοφάνη Κολοφῶνος κτίσις και Ὁ εἰς Ἐλέαν τῆς Ἰταλίας ἀποικισμός, όπου περιγράφονταν γεγονότα της πρόσφατης και σύγχρονης ιστορίας. Είναι κρίμα, και για τους ιστορικούς, τα παραπάνω έργα να έχουν όλα χαθεί.[5]

Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι, εκτός από τα ηρωικά και διδακτικά έπη, οι ραψωδοί είχαν στο ρεπερτόριό τους και άλλα τραγούδια, σατιρικά, για να τα τραγουδούν όταν το ζητούσε η ώρα. Τέτοια τραγούδια (παίγνια, «παιχνίδια», τα ονομάζουν οι φιλόλογοι) υπήρχαν από παλιά,[6] αλλά όσα μας είναι γνωστά, ακόμα και όταν η παράδοση τα αποδίδει στον Όμηρο, πιστεύουμε ότι γράφτηκαν στην Αρχαϊκή εποχή.

Πιο συνηθισμένη μορφή στα παίγνια είναι η παρωδία, όπου με τα μεγαλόπρεπα ύφος, γλώσσα και μέτρο του έπους περιγράφονται ηρωικές τάχα συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορα ζωάκια. Μας έχει σωθεί μόνο η Βατραχομυομαχία, με πρωταγωνιστές τον βασιλιά των βατράχων Φυσίγναθο (= Φουσκομάγουλο) και τον άρχοντα ποντικό Ψιχάρπαγα (= Ψιχουλαρπάχτη), αλλά ξέρουμε ότι παρόμοια έργα ήταν και τα χαμένα Γερανομαχία, Ψαρομαχία και Ἀραχνομαχία, που και αυτά η παράδοση τα αποδίδει στον Όμηρο.

Στα παίγνια ανήκουν (και πάλι αποδίδονταν στον Όμηρο) διάφορα ακόμα χαμένα αρχαϊκά έργα: ένα ερωτικό, οι Ἐπικιχλίδες, όπου οι πρωταγωνιστές αδελφοί Κέρκωπες ήταν «πανούργοι, δόλιοι, απατεώνες κόλακες», και ένα για κάποιον χαζό, με το όνομα Μαργίτης, που «πολλές δουλειές εκάτεχε, αλλά σωστά καμία», που δε μπορούσε να μετρήσει πέρα από το πέντε και που παντρεμένος δεν πλησίαζε τη γυναίκα του, γιατί φοβόταν, όπως έλεγε, «μην τον αδικοβάλει στη μαμά της»!
------------------------------
1. Γνωστή είναι η συντεχνία των «Ὁμηριδῶν στη Χίο, που φυσικά ισχυρίζονταν ότι συνέχιζαν αδιάσπαστη την παράδοση του Ομήρου.

2. Οι μαρτυρίες δε συμφωνούν μεταξύ τους, και τυχαίνει μερικά έπη να αποδίδονται και στον ίδιο τον Όμηρο.

3. Η έκτασή τους κυμαίνεται από 545 (ο μεγαλύτερος) ως 293 στίχους. Οι υπόλοιποι ύμνοι, που χρονολογικά ανήκουν σε νεότερες εποχές, καλύπτουν από 60 ως και 4 μόνο στίχους.

4. Ευρώπη ονομάστηκε αργότερα η ηπειρωτική Ελλάδα και στη συνέχεια, τον 5ο π.Χ. αιώνα, ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος, σε αντιδιαστολή με την Ασία.

5. Ανάλογο ιστορικό περιεχόμενο είχαν και τα χαμένα ποιητικά έργα Σμυρνηΐς του Μίμνερμου και Ἰωνικά του Πανύαση.

6. Έτσι και στην Οδύσσεια ο Δημόδοκος στην υπαίθρια σύναξη των Φαιάκων τραγουδά, με ευτράπελη διάθεση, τον παράνομο έρωτα του Άρη και της Αφροδίτης και πώς ο απατημένος σύζυγος, ο Ήφαιστος, τους έπιασε στο δίχτυ.

Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι μύθοι της παράδοσής μας

Τι σημαίνει το γεγονός ότι διερωτώμεθα για τη σχέση μας με την παράδοση; Ότι κατά κάποιον τρόπο έχουμε βγει απ’ την παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουμε πρώτα-πρώτα εμπειρικά. Οι φυλές και οι λαοί που έχουν μείνει κλεισμένοι μέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την παράδοση σαν παράδοση: ζουν μέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αμετάβλητου τρόπου ζωής. Και μπορούμε να το καταλάβουμε και λογικά: για να διερωτηθούμε για τη σχέση μας με την παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληματική, πρέπει να έχει δημιουργηθεί μια απόσταση απ’ την παράδοση. Απόσταση δεν σημαίνει απεμπόληση ή λησμονιά. Σημαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντομη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας μας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης με την παράδοση.

Ο πρώτος που ασφαλώς πρέπει να ήταν και μόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μέχρι την 1η χιλιετία πΧ, είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούμε στη γνώση που έχουμε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία (που τις μελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες), θα συνάγουμε ότι σε αυτές τις κοινωνίες, τρόπος ζωής, έθιμα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά. Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εμφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάμεσα στις διάφορες ηωλιθικές, παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές.Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόμοι τους έμειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουμε, όχι μόνο υπάρχει μια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και μια μυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγμής», στιγμής δημιουργίας και του κόσμου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν μια για πάντα τους νόμους, την τάξη και την οργάνωση του κόσμου και της φυλής. Οι δημιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως μια ιερή φύση που φυσικά μεταβιβάζουν και στα δημιουργήματά τους. Από αυτά απορρέει άμεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσμών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφημη κάθε ιδέα μεταβολής τους. Οι θεσμοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωμένοι μια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.

Η κλασσική εβραϊκή παράδοση που κληρονόμησε και ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, παρ’ όλο που προέρχεται από μια κοινωνία που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει μια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους, εδιάλεξε ανάμεσα σ’ αυτούς μια φυλή στην οποία μια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες» –Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής παρουσίασαν τους νόμους του Θεού.

Αυτές οι κοινωνίες μπορούν να ονομαστούν ετερόνομες γιατί θεωρούν τους νόμους τους δοσμένους από κάποιον ανώτερο Άλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οποιαδήποτε μεταβολή αυτών των νόμων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαμε, η σχέση αυτών των κοινωνιών με την παράδοση μπορεί να ονομαστεί παθητική. Μια ιστορική στροφή, καλύτερα ρήξη, εμφανίζεται με την αρχαία Ελλάδα και ξανά μετά από πολλούς αιώνες στην Δυτική Ευρώπη – και στις δυο αυτές περιπτώσεις η σχέση με την παράδοση αλλάζει και μπορεί να ονομαστεί ενεργητική. Η αλλαγή αυτή είναι φυσικά οργανικά συνδεδεμένη με αυτό που συνιστά την απόλυτη ιστορική ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μιας κίνησης προς την αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία, σε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, κατά πρώτο λόγο στην πολιτική με τη δημιουργία της δημοκρατίας και στη σκέψη με τη δημιουργία της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Η δημιουργία αυτή ισοδυναμεί βέβαια με μια ριζική ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η Αθηναϊκή δημοκρατία, στην ουσία της, δεν έχει καμιά σχέση με τις ομηρικές ή μινωικές ή μυκηναϊκές βασιλείες όπως και η φιλοσοφία αναδύεται ως καταστροφή της μυθικής παράδοσης του κόσμου. Πχ και οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράμματα τους και τα δικαιολογούν με την βεβαίωση ότι αυτά που οι Έλληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά με κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της παράδοσης. Συμβαδίζουν με την διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.

Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω με παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίτερα αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία. Ξέρουμε ότι ο Όμηρος έμεινε πάντα ζωντανός στην κλασσική Ελλάδα, τα ομηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα μάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουμε όμως επίσης ότι μετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές, ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και αυτοί που ακολούθησαν, δημιουργούν νέα μέτρα, νέα θέματα, νέες μορφές ποίησης. Αυτό δεν εμπόδισε τους κλασσικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους ομηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείμενα. Αλλά μόνο στην αλεξανδρινή εποχή, εποχή παρακμής, με τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εμφανίζεται μια προσπάθεια μίμησης των ομηρικών επών, φυσικά με πολύ μέτρια αποτελέσματα.

Αλλά το πιο λαμπρό παράδειγμα αυτής της δημιουργικής μεταμόρφωσης της παράδοσης μας το δίνει η Αθηναϊκή τραγωδία και η σχέση της με την άλλη προαιώνια μεγάλη ελληνική δημιουργία, τον μύθο. Όλοι οι λαοί έχουν ωραίους μύθους, αλλά μόνο οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι είναι αληθινοί, μεστοί από ανθρωπολογικά και κοσμολογικά νοήματα, αληθινά που παρουσιάζονται με μυθική μορφή. Είναι φυσικά αδύνατο να ξέρουμε ως ποιό βαθμό αυτό το νόημα των μύθων σε όλη του την έκταση και την ένταση μπορούσαν να το αφομοιώσουν και να το οικειοποιηθούν οι Έλληνες, ας πούμε του 6ου πΧ αιώνα. Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον ασυνείδητα και υπόγεια τους άγγιξε, αλλιώς και οι μύθοι ως μύθοι δεν θα είχαν διασωθεί. Αυτό που εμφατικά ξέρουμε είναι ότι η τραγωδία, που με μόνη εξαίρεση τους «Πέρσες» του Αισχύλου και την «Μιλήτου Άλωση» του Φρύνιχου έχει ως αποκλειστικό θέμα της τους μύθους, αφενός αναλαμβάνει αυτό το νόημα, το κάνει προσιτό σε όλους, το πλουτίζει, ασφαλώς το μεταμορφώνει και του δίνει μιας εκπληκτικής έντασης και ενάργειας παρουσίαση με την ενσάρκωσή του σε ανθρώπινους χαρακτήρες και λόγους, αφετέρου εκσυγχρονίζει τους μύθους, τους πλέκει με τα καινούργια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα.

Ταυτόχρονα βλέπουμε τους ποιητές να τροποποιούν και να πλουτίζουν την πλοκή των μύθων. Αναμφισβήτητη ένδειξη μας δίνει στην ποιητική του ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι η σημαντικότερη αρετή του τραγικού ποιητή είναι η μυθοσκοπία.

Θα έπρεπε να είχαμε το χρόνο να το δείξουμε αυτό πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Θα περιοριστώ να αναφέρω την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τις τρεις θηβαϊκές τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους τύραννος», «Οιδίπους επί Κολονώ», «Αντιγόνη») και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Συνοπτικά η τραγωδία ούτε επαναλαμβάνει το μύθο, ούτε τον χρησιμοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δημιουργεί μια καινούργια μορφή τέχνης που της επιτρέπει, σε μια οργανική συνέχεια με το μύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόμενα. Ανάλογες αναπτύξεις θα μπορούσε να κάνει κανείς για την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική ή τη ζωγραφική όσο την ξέρουμε από τα αγγεία.

Από αυτή τη σκοπιά, τη δημιουργία μιας καινούργιας σχέσης με την παράδοση, ο μόνος αληθινός κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Χωρίς να μακρυγορήσω, θα υπενθυμίσω πόσο ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, από τον 11ο αιώνα και πέρα, και υπήρξε επαναστατικά δημιουργός και διατήρησε μια γνήσια σχέση με την παράδοση που είχε πίσω του, είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργημένη». Η παράδοση αυτή περιλαμβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη χριστιανική κληρονομιά και αργότερα την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, μιλώντας πολύ σύντομα, θα πάρω για παράδειγμα την καταπληκτική εξέλιξη της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής που αρχίζει με μια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της βυζαντινής και από τον Giotto και μετά παρουσιάζει μια ακατάπαυστη δημιουργική ανανέωση που όμως είναι ταυτόχρονα μια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950. Το ίδιο ισχύει και για την μουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του γρηγοριανού άσματος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών μελωδών, ρυθμών και τρόπων. Η βαθειά σχέση μεγάλων μουσικών δημιουργών, όπως οι κλασσικοί Γερμανοί, ο Chpin, o Musorsgy, μ’ αυτές τις ρίζες αλλά και η ικανότητά τους να μετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της παράδοσης που χρησιμοποιούν είναι προφανείς. Το πιο έντονο παράδειγμα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία η οποία, μέσα από τις συνεχείς τομές στην ιστορία της σκέψης που παρουσιάζει, εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά με την παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας του μεσαίωνα και της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας.

Η περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης παίρνει για μας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουμε μ’ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό μέρος της άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός του μας δίνει στις μεγάλες του γραμμές μια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση με την παράδοση εδώ είναι στείρα, μιμητική και επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται μια εικονογραφία που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές τις οποίες μετά απλώς επαναλαμβάνει μιμούμενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου μένει μια ισχνή και ανιαρή απομίμηση των αρχαίων προτύπων. Έξω από τη λαϊκή μουσική, που γι’ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η μουσική καθηλώνεται στο μοναδικό εκκλησιαστικό άσμα.

Δυο παραδείγματα μπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή πολιτισμική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήμερα από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την μεταφράζουν οι Άραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Άραβες, όχι μόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά μέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικένα και τον Αβερρόη.

Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων ελληνικών κειμένων δημιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισμό που βρίσκει το πρώτο του κορύφωμα στην Αναγέννηση, αλλά που οι δονήσεις του δεν σταματούν, περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Έλληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο.

Το άλλο παράδειγμα είναι ο Γκρέκο. Παινευόμαστε και ξιπαζόμαστε με τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθειά ριζωμένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασμά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς μαρτυράει την προέλευσή του πχ σε παραλλαγές χρωματικής ή στην περίφημη επιμήκυνση των προσώπων και των σωμάτων. Αλλά τα αριστουργήματα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία με τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα. Οι σημερινοί Βυζαντινοκάπηλοί μας δεν στέκονται μια στιγμή να αναρωτηθούν γιατί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας μας προσφέρουν το παράδειγμα ενός μεταελληνικού πολιτισμού που έχει κάποια γνώση της αρχαιότητας σε σχέση με αυτήν, αλλά που μένει καθηλωμένη σε μια μιμητική, εξωτερική και άγονη σχέση με την παράδοση.

Τέλος έρχομαι στο σύγχρονο ελληνικό δράμα. Τα κεντρικά στοιχεία του ελληνικού δράματος είναι, από τη μια μεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για μας η παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη μεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισμός αυτός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε μια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.

Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση μεταξύ τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσής τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμισυ σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου. Καθ’ όσο ξέρω, είμαστε ο μόνος λαός με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη, στους δυο περασμένους αιώνες εγέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, μόνο τρία ονόματα έχουμε που μπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή – τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το μίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστημίου. Περηφανευόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να μάθουμε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες.

Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδείας, με εμφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσμητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.

Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, με τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κλπ, κλπ, χωρίς να μιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και τους βρίζουμε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η Δύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνοορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια.

Φαντάζομαι ότι δεν περιμένετε από μένα να δώσω συνταγές για το πώς θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη δραματική βουβαμάρα που πολιτισμικά μας χαρακτηρίζει σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: αυτό που από την ελληνική ιστορία διαδόθηκε, γονιμοποίησε τον κόσμο και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης είναι η αρχαία ελληνική δημιουργία και η ανάδυση μέσα από αυτήν των ιδεών της αυτονομίας και της ελευθερίας. Αν η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε, με τη σειρά της, να μεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες, είναι και διότι μπόρεσε να συγκροτήσει μέσα από τις δυο Αναγεννήσεις, την κλασσική εποχή, το Διαφωτισμό και τις μετέπειτα εξελίξεις, μια σχέση δημιουργικού διαλόγου κι όχι μιμητικής επανάληψης με τα αρχαία ελληνικά σπέρματα. Για μας σήμερα, αν είμαστε ικανοί να τον συγκροτήσουμε, ένας τέτοιος διάλογος που προϋποθέτει και τη βαθειά γνώση και το σεβασμό της λαϊκής μας παράδοσης δεν μπορεί παρά να είναι διπλός: και με τους αρχαίους και με την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της Δυτικής Ευρώπης. Όπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο δυτικός πολιτισμός περνάει σήμερα μια βαθειά κρίση που δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, στο ίδιο καράβι είμαστε μπαρκαρισμένοι κι εμείς και δεν εννοώ τις οικονομικές και διπλωματικές διασυνδέσεις. Αν μπορέσουμε να αφομοιώσουμε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο που δημιούργησε η Δύση -και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά-θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε μια πραγματικά δική μας γλώσσα και να παίξουμε την παρτίδα μας σε μια νέα πολιτιστική συμφωνία. Αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί μας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή μας ασημαντότητα.

Κορνήλιος Καστοριάδης, Διάλεξη στον Τριπόταμο της Τήνου στις 20/8/1994

Μη θυμώνετε. Ξεπεράστε το

Είναι πολύ όμορφο να μένετε σιωπηλοί όταν οι άλλοι περιμένουν να είστε εξοργισμένοι.

Οι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν το πραγματικό νόημα, συχνά λένε τη λέξη «κάρμα» σαν κάτι αρνητικό. Από τη δική μου εμπειρία, το κάρμα λειτουργεί και θετικά και αρνητικά.

Η λέξη κάρμα δηλώνει τον κύκλο του αιτίου και του αιτιατού, κάτι που σημαίνει πως κάθε πράξη που κάνει κάποιος στη ζωή του θα τον επηρεάσει σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Αυτός ο κανόνας ισχύει επίσης για τις σκέψεις και τα λόγια κάποιου.

Στη ζωή σας έχετε απίστευτη δύναμη να δημιουργήσετε καλές και άσχημες εμπειρίες που θα βασίζονται στα λόγια και τις πράξεις σας. Αν και έχετε όλη την καλή διάθεση να κάνετε το καλύτερο που μπορείτε ανά πάσα στιγμή, μερικές φορές το «καλύτερο που μπορείτε» προκαλεί πόνο και στενοχώρια σε κάποιον άλλον.

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κάνει κακές επιλογές για χάρη κάποιου άλλου για τις οποίες αργότερα έχουν μετανιώσει. Μερικές φορές οι δικές μας ανάγκες παρεμποδίζουν αυτό που ξέρουμε στην καρδιά μας πως είναι το σωστό.

Το Σύμπαν θα φέρει πίσω σε εσάς όλα όσα κάνατε ή όσα συναισθήματα προκαλέσατε σε κάποιον άλλον. Αυτό το καρμικό μπούμερανγκ σας βοηθάει να πάρετε ένα μάθημα για το πώς οι πράξεις σας επηρεάζουν τους άλλους και πώς να είστε πιο συμπονετικοί.

Αντί να ελπίζετε πως ο προκλητικός άνθρωπος θα εισπράξει τα καρμικά χρωστούμενα, προσπαθήστε να έχετε μια πιο συμπονετική οπτική. Τι θα θέλατε να εύχονται οι άλλοι για εσάς;

Ακολουθήστε τα πέντε βήματα που ακολουθούν ώστε να κάνετε ένα καρμικό καθάρισμα στον εαυτό σας:

1. Να νιώθετε ευγνωμοσύνη για κάθε εμπειρία, είτε καλή είτε κακή.

2. Να ενεργείτε από αγάπη προς όλους, άσχετα με τι έχουν κάνει εκείνοι.

3. Ελέγξτε τα κίνητρά σας και βεβαιωθείτε πως προέρχονται από αγάπη προς εσάς και τους άλλους.

4. Προσέξτε τη συμπεριφορά σας γιατί οι αρνητικές σκέψεις δημιουργούν αρνητική ενέργεια η οποία κατευθύνεται σε εσάς.

5. Συγχωρήστε. Μπορεί να είναι το δυσκολότερο πράγμα αλλά και το πιο σημαντικό ώστε να δημιουργήσετε ένα όμορφο κάρμα.

Την επόμενη φορά που ένας φίλος, ένας ξένος ή ένα μέλος της οικογένειάς σας πει ή κάνει κάτι κακό σε εσάς ή σε άλλους, πείτε στον εαυτό σας να του στείλει αγάπη και φως. Θυμηθείτε πως οι περισσότεροι άνθρωποι συμπεριφέρονται άσχημα όταν βρίσκονται κάτω από πίεση ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη ζωή τους. Δεν έχει να κάνει με εσάς αλλά με τους άλλους. Πάντα έχει να κάνει με τους άλλους.

Αυτό λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο αν εσείς είστε εκείνοι που μοιράζετε την αρνητικότητα. Έχει να κάνει με εσάς, όχι με τους άλλους.

Θα σας συμβούν μερικές εκπληκτικές και θετικές εξελίξεις όταν θα σταματήσετε να εύχεστε άσχημο κάρμα στους ανθρώπους που σας έχουν πληγώσει.

Για εμένα λειτούργησε. Η συγγραφική μου σταδιοδρομία άνθισε και η σχέση μου με τα παιδιά μου βελτιώθηκε επειδή σταμάτησα να είμαι σκληρή με τον εαυτό μου. Άρχισα να λαμβάνω γενναιοδωρία και αφθονία.

Αν είστε γενναιόδωροι αλλά έχετε ατυχίες, δεν σας τιμωρεί το Σύμπαν. Το κάρμα δεν ακολουθεί τον χρόνο. Υποχωρεί και έρχεται ξανά αλλά όχι σύμφωνα με τον δικό μας χρόνο. Έρχεται όμως.

Μη θυμώνετε. Μην ανταποδίδετε. Κάντε κάτι καλύτερο. Ξεπεράστε το. Απορροφηθείτε τόσο από τη δική σας επιτυχία ώστε να ξεχάσετε ότι σας συνέβη.

Ο τρόπος ντυσίματος των προγόνων μας

Γένια και μουστάκια

Οι περισσότεροι Έλληνες της κλασικής εποχής συνήθιζαν να αφήνουν μουστάκια και γένια. Οι πιο πολλοί ήταν «πωγωνοφόροι», δηλαδή άφηναν γένια μόνο στο πιγούνι, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής. Ωστόσο, κάποτε έπρεπε να τα κόβουν, κυρίως για τις ανάγκες του πολέμου, αφού κινδύνευαν να προσφέρουν πρόχειρη λαβή στον εχθρό. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που απέφευγαν τα γένια για λόγους καλαισθησίας. Αυτοί χαρακτηρίζονταν θηλυπρεπείς και αποτελούσαν πάντοτε στόχο για ειρωνικά σχόλια εκ μέρους των φιλοσόφων.

Μακριά μαλλιά ή «γουλί»

Οι νεαροί Αθηναίοι του 5ου αιώνα συνήθιζαν να κόβουν τα μαλλιά τους σχετικά κοντά, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που τα άφηναν μακριά ή, αντίθετα, τα κούρευαν «γουλί». Οι μεγαλύτεροι είχαν συνήθως μακριά μαλλιά, ενώ άφηναν και γένια. Οι γυναίκες συνήθιζαν να πιάνουν τα μαλλιά τους σε αλογοουρά που την έδεναν με μία κορδέλα, ή σε κότσο πιασμένο με κορδέλες, ή τα σκέπαζαν με μαντίλι για το κεφάλι. Μόνο όταν πενθούσαν έκοβαν τα μαλλιά τους.

Βιοτεχνία ενδυμάτων

Το μαλλί των προβάτων ήταν η βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή των ενδυμάτων στην Αττική. Τα καλοκαιρινά ρούχα έπρεπε να είναι λεπτοϋφασμένα, ώστε απλώς να καλύπτουν το σώμα και να μην είναι ζεστά, ενώ τα χειμερινά ήταν πυκνοϋφασμένα και βαριά, για να προφυλάσσουν από το κρύο και τον αέρα. Το έργο της ύφανσης αναλάμβαναν οι γυναίκες του σπιτιού, η μητέρα και οι θυγατέρες, μαζί με τις δούλες. Η τέχνη του αργαλειού, μάλιστα, ήταν βασικό προσόν για τα κορίτσια που επρόκειτο να παντρευτούν.

Ανδρική κολεξιόν

Οι Έλληνες φορούσαν ρούχα κυρίως από μαλλί αλλά και από λινάρι, καθώς και ένα ρούχο κατασκευασμένο από ύφασμα τριχών ζώων, τον «σάκκο». Το βασικό ρούχο τους ήταν ο χιτώνας, που ήταν δύο ειδών: η «εξωμίς», που τη φορούσαν οι δούλοι και οι χειρώνακτες ριχτή στον αριστερό ώμο, ενώ ο δεξιός ώμος παρέμενε ελεύθερος. Ο χιτώνας ήταν μια πιο ραφινάτη εκδοχή, κάλυπτε και τους δύο ώμους και έφερε και ζώνη. Τα παιδιά φορούσαν κοντό χιτώνα χωρίς ζώνη. Οι άνδρες φορούσαν επίσης και ιμάτιο, ένα μεγάλο ορθογώνιο μάλλινο ύφασμα, που το έριχναν στον αριστερό τους ώμο και κάλυπτε το σώμα ως τα πόδια. Συχνά χρησιμοποιούσαν κι ένα είδος παλτού, τη χλαμύδα, η οποία κατασκευαζόταν από πιο χοντρό ύφασμα. Εσώρουχα δεν χρησιμοποιούσαν. Παπούτσια φορούσαν διαφόρων ειδών. Από ελαφρά σανδάλια μέχρι πολύ καλής ποιότητας μπότες.

Γυναικεία κολεξιόν

Οι γυναίκες φορούσαν συνήθως έναν μάλλινο χιτώνα που έφτανε ως τους αστραγάλους ή έναν λινό, που ήταν πιο πολυτελής απ’ τον μάλλινο. Το φόρεμά τους το συγκρατούσαν με δύο καρφίτσες στους ώμους ή σε διαφορετικές θέσεις, ανάλογα με τα μανίκια. Φορούσαν και οι γυναίκες ιμάτιο, που συνήθως ήταν παρόμοιο με το ανδρικό. Σε διάφορες αρχαίες παραστάσεις απεικονίζονται με γυμνά πόδια, αλλά αυτό δεν φαίνεται να ήταν ο κανόνας, αφού επίσης εικονίζονται να φορούν ελαφρά σανδάλια.

Το μακρύ και το κοντό τους…

Στην αρχαία Αθήνα υπήρχαν ειδικοί υπάλληλοι, οι «γυναικονόμοι», που επέβλεπαν την τήρηση των κανονισμών σχετικά με τα φορέματα των γυναικών, ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολές. Αλλά και ο κοινωνικός έλεγχος για την εμφάνιση των ανδρών δεν ήταν λιγότερο αυστηρός. Το μήκος του ανδρικού χιτώνα μπορούσε να δώσει αφορμή για δυσμενή σχόλια: ένας χιτώνας υπερβολικά κοντός συνιστούσε απρέπεια, ενώ όταν ήταν υπερβολικά μακρύς, ώστε να σέρνεται στο έδαφος, θεωρείτο στοιχείο επίδειξης αμφίβολης αρετής, ακόμα και θηλυπρέπειας.

Στην Αθήνα η ροπή των γυναικών στην πολυτελή εμφάνιση είχε βρει μιμητές μεταξύ των ανδρών. Δεν ήταν λίγοι οι γνωστοί άνδρες που φορούσαν πολύχρωμα και πολυτελή ενδύματα, καθώς και πολύτιμα κοσμήματα. Ο Αλκιβιάδης κυκλοφορούσε με πορφυρόχρωμα ενδύματα και έσφιγγε τις μπότες του με επιχρυσωμένους ιμάντες. Ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης φορούσαν μακριά και λεπτά πολυτελή ενδύματα, ενώ ο Γοργίας και ο Ιππίας πορφυρόχρωμα. Λένε ότι ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα φορούσε παπούτσια από ορείχαλκο, ενώ ο ζωγράφος Ζεύξις εμφανίστηκε στην Ολυμπία με ένα φόρεμα στο οποίο ήταν κεντημένο το όνομά του με χρυσά γράμματα. Ωστόσο, οι άνδρες που από ματαιοδοξία μιμούνταν τη μόδα των γυναικών ήταν εκτεθειμένοι στη χλεύη των κωμικών ποιητών.

Γυναικεία «όπλα»

Οι Αθηναίες ενδιαφέρονταν πολύ για την εμφάνισή τους. Της μόδας ήταν οι «εσθήτες» και οι χιτώνες με έντονα χρώματα, ειδικά μάλιστα οι κίτρινοι χιτώνες θεωρούνταν ιδιαίτερα προκλητικοί. Στα μαλλιά μπορούσαν να φορούν μαντίλι, τον «κεκρύφαλον», στους ώμους ένα είδος εσάρπας, το «επώμιον», ενώ για το στήθος είχαν το «στρόφιον», ένα είδος στηθόδεσμου. Οι περούκες, επίσης, δεν ήταν άγνωστες, ενώ ο καθρέφτης ήταν μόνιμο αξεσουάρ, όπως και το ξυράφι για την αφαίρεση των ενοχλητικών τριχών.

Τον «περόνιασαν»

Κάποτε οι Επιδαύριοι, για να καρποφορήσει η γη τους, είχαν λάβει χρησμό να κατασκευάσουν δύο αγάλματα από ξύλο ελιάς. Οι Αθηναίοι τους επέτρεψαν να κόψουν ένα από τα δέντρα τους, με τον όρο να στέλνουν κάθε χρόνο προσφορές στην Πολιάδα Αθηνά και στον Ερεχθέα. Αργότερα, οι Αιγινήτες άρπαξαν τα αγάλματα αυτά και οι Επιδαύριοι σταμάτησαν να στέλνουν τις προσφορές. Για να τα πάρουν πίσω, οι Αθηναίοι έστειλαν στρατό στην Αίγινα. Οι Αιγινήτες εξολόθρευσαν το εκστρατευτικό αυτό σώμα, από το οποίο μόνο ένας στρατιώτης κατόρθωσε να σωθεί και να επιστρέψει στην Αθήνα. Όταν γύρισε και ανήγγειλε την καταστροφή, οι γυναίκες όσων είχαν εκστρατεύσει μαζί του, και είχαν χαθεί, στάθηκαν γύρω του και, ρωτώντας η καθεμία πού ήταν ο άντρας της, τον κεντούσε με την περόνη που συγκρατούσε το φόρεμά της. Με αυτόν τον τρόπο τον σκότωσαν. Ύστερα από το έγκλημα αυτό, επιβλήθηκε στις γυναίκες της Αθήνας η υποχρέωση να φορούν ιωνικά φορέματα αντί για δωρικά, ώστε να μη μεταχειρίζονται περόνες.

Τα ξύλινα παπούτσια

Στην αρχαία Αθήνα ένα είδος γυναικείων παπουτσιών ήταν οι «κόθορνοι». Είχαν το ίδιο σχήμα, με αποτέλεσμα να ταιριάζουν και στα δύο πόδια, ενώ οι σόλες τους ήταν κατασκευασμένες από ξύλο αρκετά παχύ, ώστε να αυξάνεται το ύψος αυτών που τα φορούσαν. Φαίνεται ότι για τον ίδιο λόγο στο εσωτερικό τμήμα της φτέρνας υπήρχε πρόσθετο υλικό. Οι «κόθορνοι» φοριούνταν από τους ηθοποιούς στο θέατρο, κυρίως γιατί έτσι οι ηθοποιοί φαίνονταν ψηλότεροι. Ωστόσο, επειδή ταίριαζαν και στα δύο πόδια, θεωρούνταν σύμβολο άστατου χαρακτήρα.

Για τα κακά πνεύματα…

Η συνήθεια να τρυπούν οι γυναίκες τον λοβό του αυτιού για να κρεμάσουν από εκεί σκουλαρίκια επικρατούσε και στην αρχαία Ελλάδα. Οι Ελληνίδες της εποχής του Περικλή δεν φορούσαν τα βαριά και περίπλοκα σκουλαρίκια της μυκηναϊκής χρυσοχοΐας, αλλά συνήθως μικρούς μεταλλικούς δίσκους, με μια τρύπα στη μέση, πλούσια στολισμένους, π.χ. με έναν ρόδακα. Μπορούσαν επίσης να φορούν μικρά αγαλματάκια ζώων, σαν φυλαχτά. Η μόδα να περνούν «δαχτυλίδια» στον αστράγαλο ή τη γάμπα ήταν πολύ διαδεδομένη και ήταν συνέπεια πεποιθήσεων που σχετίζονταν με δεισιδαιμονίες για αποτροπή του κακού.

Εφεύρεση 2.500 ετών!

Στους αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστή η βεντάλια, δηλαδή το «ριπίδιον», ωστόσο αυτό δεν έμοιαζε καθόλου με τη σημερινή βεντάλια, καθώς δεν ήταν πτυσσόμενο. Αντίθετα, η ομπρέλα, το «σκιάδιον», ήταν σχεδόν ίδιο με τη σημερινή ομπρέλα. Κατασκευαζόταν από ένα κομμάτι στρογγυλό ύφασμα, που το κρατούσαν τεντωμένο μεταλλικές βέργες, οι οποίες συμπιέζονταν από έναν κρίκο που γλιστρούσε ελεύθερα κατά μήκος ενός ραβδιού.

Χρώματα και αρώματα…

Τέλος, στην Αθήνα της κλασικής εποχής η χρήση των αρωμάτων, τόσο από τους άνδρες όσο και από τις γυναίκες, ήταν συνήθεια καθημερινή. Η περιποίηση του προσώπου, όμως, με την προσθήκη διαφόρων υλικών, ήταν αποκλειστικά έργο των γυναικών.

Υπήρχε μεγάλη ποικιλία από ουσίες κατάλληλες για να βάφονται τα μάγουλα, τα χείλη και τα μάτια: πούδρες και διάφορα έλαια, αναμεμειγμένα με χρωστικές ουσίες σε όλες τις δυνατές αποχρώσεις. Το ψιμύθιο έδινε λευκό χρώμα και ο μίλτος κόκκινο, για τα μάγουλα και τα χείλια, ενώ με το φούμο βάφονταν τα βλέφαρα και τα φρύδια. Όλα αυτά απλώνονταν στο πρόσωπο με σπάτουλες, κουτάλια και ραβδάκια από ξύλο και άλλα υλικά. Το βάψιμο των μαλλιών ήταν συνήθεια των εταίρων (σ.σ. οι πόρνες της αρχαιότητας), ενώ τα τατουάζ φαίνεται ότι συνηθίζονταν από δούλες βαρβαρικής προέλευσης.

Ο θάνατος του άλλου είναι και δικός μας θάνατος

Όταν θνήσκει ο άλλος, θνήσκει και ένα κομμάτι του εαυτού μας. Θνήσκει το κομμάτι της τρέχουσας καθημερινότητας και ο μελλοντικός εαυτός μας, δηλαδή οι προσδοκίες που είχαμε για όσα θα ζούσαμε μαζί και αυτοί που θα γινόμασταν μαζί, ο ένας για χάρη του άλλου. Γι’ αυτούς τους λόγους με κάθε απώλεια απομένουμε λιγότεροι. Η οδύνη της απώλειας δεν μεταστοιχειώνεται ποτέ πλήρως σε σοφία, πράγμα που σήμερα παραγνωρίζεται σε ένα καθεστώς επιβεβλημένης διαρκούς αυτοβελτίωσης.

Ο έρωτας έχει πάντοτε ημερομηνία λήξης; Είναι μια αμοιβαία παρεξήγηση με ημερομηνία λήξης που ενίοτε οδηγεί στο θαύμα. Συνήθως αναζητούμε στον άλλον κάτι που έχουμε απολέσει ή κάτι που ποτέ δεν είχαμε ή κάτι που νομίζουμε ότι θα θέλαμε να έχουμε. Υπάρχει όμως μια διαφορά μεταξύ αυτού που χρειάζεται κανείς και αυτού που επιθυμεί. Συχνά θεωρούμε ότι χρειαζόμαστε αυτό που επιθυμούμε, γι’ αυτό η επιθυμία απολήγει στην οδύνη.

Και η αγάπη τι περιεχόμενο έχει; Δεν γνωρίζω, όμως έχει μεγαλύτερη χωρητικότητα από τον έρωτα, διότι προσφέρεται δίχως αντάλλαγμα ή απαιτήσεις. Η αγάπη δεν ελπίζει σε τίποτα. Δεν την ενδιαφέρει ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Είναι εντός του χρόνου, αλλά συνάμα τον υπερβαίνει.

Τελικά είναι πιο χρήσιμο να θυμόμαστε ή να ξεχνάμε; Όταν ήμουν νεότερος προέκρινα τη μνήμη έναντι της λήθης. Μεγαλώνοντας, πιστεύω ότι είναι εξίσου σημαντικό να λησμονούμε. Απώλειες, τραύματα, διαψεύσεις, δεν χρειάζεται να τα μνημονεύουμε διαρκώς και με συγκινησιακή ένταση. Παρεξηγήσεις της καθημερινότητας, ένας φίλος που μας απογοήτευσε, μια σύντροφος που μας πλήγωσε ή ένας οικογενειακός καβγάς είναι πράγματα που συχνά είναι φρονιμότερο να λησμονούμε.

Ακόμη και στο επίπεδο της κοινωνίας η ιστορική μνήμη συνυπάρχει με τη λήθη, η μία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως την άλλη. Η σημασία της λήθης είναι σημαντικότερη στην εποχή μας όπου όλα αποθηκεύονται ψηφιακά. Το δικαίωμα στη λήθη βαραίνει ιδιαίτερα σε ένα διηνεκές παρόν, όπου το παρελθόν δεν παρέρχεται. Οι απόγονοί μας θα διατρέχουν τα ψηφιακά χρονολόγιά μας στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, γνωρίζοντας ασυγκρίτως περισσότερα για εμάς απ’ ό,τι εμείς για τους δικούς μας προγόνους.

Και στην επιλογή ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική; Εξίσου και τα δύο. Αλλά προτιμώ το πάθος να καίει όπως ο πάγος και όχι όπως η φωτιά.

Και πράγματι, οι διαδρομές που κάνουμε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ένα ταξίδι στον χρόνο. Παιδιά που είχαν σχολάσει, παντοπωλεία μιας άλλης εποχής, διαρκής κίνηση, στάσεις αναψυχής και ατμόσφαιρα γειτονιάς που σε εντυπωσιάζει.

Βέβαια, δεν μπορώ να μη ρωτήσω έναν άνθρωπο του οποίου η σκέψη κυριαρχείται από υπαρξιακά ερωτήματα τι εκείνος κρίνει ως σημαντικό στον βίο μας; Για μένα, είναι η ικανότητα να συμπάσχουμε και να αγαπάμε που καθορίζει, μαζί με τη φαντασία, την ανθρωπινότητά μας.

Για το τέλος έχω κρατήσει ένα τελευταίο ερώτημα. Ακόμα και όλα να τα έχουμε, πάντα κάτι λείπει. Το ανικανοποίητο είναι ίδιον του ανθρώπου, όπως και η διαρκής επιδίωξη της ευτυχίας. Ωστόσο νομίζω ότι είναι προτιμότερη η ελευθερία από την ευτυχία, διότι η τελευταία είναι φευγαλέα, εύθραυστη και καθορίζεται σημαντικά και από την τύχη. Ενώ η ελευθερία εξαρτάται περισσότερο από εμάς τους ίδιους, λαμβάνοντας υπόψη και τους άλλους, διότι, δίχως τους άλλους, παύει να υφίσταται.

Πλούταρχος: Η θέση της φιλοσοφίας στην παιδεία

Θα πρέπει ο ελεύθερος νέος να μπορεί να παρακολουθήσει και τα άλλα, τα λεγόμενα «εγκύκλια» μαθήματα, έτσι για να πάρει μια γεύση θα έλεγα (γιατί είναι αδύνατο να τελειοποιηθεί σε όλα), τη φιλοσοφία όμως θα πρέπει να τη λατρεύει.

Και για να διατυπώσω την γνώμη μου ετούτη κάπως παραστατικά: το να ταξιδέψεις σε πολλές πόλεις είναι καλό, όμως το να κατοικήσεις στην καλύτερη είναι χρήσιμο. Αλλά και ο Βίων ο φιλόσοφος, κάνοντας μια χαριτωμένη παρομοίωση έλεγε ότι, όπως οι μνηστήρες της Πηνελόπης, μη μπορώντας να συνουσιαστούν μαζί της, τα έφτιαχναν με τις υπηρέτριες της, έτσι και όσοι δεν μπορούν να τα βρουν με τη φιλοσοφία, χαραμίζονται σε άλλους τομείς της γνώσης που δεν αξίζουν τον κόπο.

Η φιλοσοφία, λοιπόν, θα πρέπει να είναι η κεφαλή της παιδείας. Για τη φροντίδα του σώματος οι άνθρωποι εφεύραν δυο επιστήμες, την ιατρική και τη γυμναστική’ η πρώτη τού δίνει υγεία κι η δεύτερη το μπολιάζει με ευεξία. Όμως για τις αρρώστιες και τα πάθη της ψυχής το μόνο φάρμακο είναι η φιλοσοφία.

Χάρη σ’ αυτήν και μέσω αυτής μπορούμε να γνωρίζουμε τι είναι καλό και τι αισχρό, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, και γενικά τι επιλογές να κάνουμε στη ζωή και τι να αποφεύγουμε. Τι στάση να τηρούμε προς τους θεούς, προς τους γονείς, προς τους γεροντότερους, προς τους νόμους, προς τους ξένους, τους κυβερνήτες, τους φίλους, τις γυναίκες και τα παιδιά μας, τους δούλους. Ότι πρέπει να λατρεύουμε τους θεούς, να τιμούμε τους γονείς, να σεβόμαστε τους ηλικιωμένους, να πειθαρχούμε στους νόμους και στους κυβερνήτες, ν’ αγαπάμε τους φίλους, να είμαστε συνετοί με τις γυναίκες, στοργικοί με τα παιδιά, και να μη φερόμαστε προσβλητικά στους δούλους.

Και κυρίως, το να μην χαιρόμαστε υπερβολικά όταν όλα μας πάνε καλά μήτε να μας πιάνει θλίψη όταν μας τυχαίνουν συμφορές μήτε να κάνουμε έκλυτη ζωή μήτε να οργιζόμαστε και να γινόμαστε θηρία. Αυτά κρίνω πως είναι τα μεγαλύτερα αγαθά που έχει να προσφέρει η φιλοσοφία. Το να ευτυχείς με τρόπο αξιοπρεπή, είναι ένδειξη ανδρείας, όμως το να ευτυχείς με τρόπο που να μη προκαλείς το φθόνο δείχνει άνθρωπο που δεν έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα’ κι αν δεν είσαι σοφός δεν μπορείς να υποτάσσεις τις ηδονές στη λογική’ όπως και το να συγκρατείς την οργή σου είναι κάτι που δεν μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε.

Τέλειους ανθρώπους θεωρώ εκείνους που μπορούν και συνδυάζουυ την πολιτική με την φιλοσοφία, κατέχοντας και τα δύο μέγιστα αγαθά: το να ’ναι η ζωή τους ωφέλιμη για την κοινωνία, καθώς θ’ ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα, και συνάμα γαλήνια και ατάραχη, καθώς θα καταγίνονται με τη φιλοσοφία.

Υπάρχουν τρεις τρόποι ζωής: ο πρακτικός, ο θεωρητικός και ο απολαυστικός. Ο τελευταίος τρόπος, το να ζεις έκλυτα και να ’σαι δούλος των ηδονών, είναι ζωώδης και μικροπρεπής’ ο δεύτερος τρόπος, ο θεωρητικός, είναι ανώφελος γιατί χωλαίνει στην πράξη’ ενώ ο πρακτικός τρόπος, επειδή είναι άμοιρος φιλοσοφίας, είναι αγροίκος και πλανημένος. Πρέπει λοιπόν να καταβάλλει κανείς τη μεγαλύτερη προσπάθεια, και να μετέχει στα κοινά και να καταγίνεται με τη φιλοσοφία, όσο το επιτρέπουν ot περιστάσεις.

Έτσι έζησαν μες στην κοινωνία ο Περικλής και ο Αρχύτας ο Ταραντίνος’ όπως και ο Δίων ο Συρακούσιος και ο Επαμεινώνδας ο Θηβαίος, που κι οι δυο τους υπήρξαν φίλοι του Πλατωνα. (Περί παίδων αγωγής, αποσπ.).

Πατέρες και γιοι

Αυτά που θα πω τώρα, θίγουν την ανθρώπινη πλευρά του ζητήματος: το ξαναλέω, δεν έχω καμιά αξίωση να δείχνουν οι πατεράδες σκληρό και άκαμπτο χαρακτήρα’ αντίθετα, να θυμίζουν στον εαυτό τους πως και αυτοί υπήρξαν νέοι, και συχνά να συγχωρούν κάποια σφάλματα του παιδιού. Κι όπως οι γιατροί ανακατεύουν τα πικρά φάρμακα με γλυκούς χυμούς, επινοώντας έτσι έναν τρόπο να πετύχουν το ωφέλιμο μέσω της ευχαρίστησης, έτσι θα πρέπει και οι πατέρες την αυστηρότητα της επιτίμησης να την συνδυάζουν με την πραότητα, και πότε να χαλαρώνουν τα ηνία και να κάνουν παραχωρήσεις στις επιθυμίες των παιδιών, και άλλοτε πάλι να σφίγγουν τα λουριά’ και πάνω απ’ όλα να αντιμετωπίζουν τα σφάλματα των παιδιών με ηρεμία —κι αν όχι, η οργή τους ας είναι προσωρινή κι ας μαλακώνει γρήγορα.

Καλύτερα ένας οξύθυμος πατέρας παρά ένας μονίμως δύσθυμος’ γιατί ο εχθρικός πατέρας που δεν σηκώνει κουβέντα, με τον τρόπο του αποδεικνύει ότι αντιπαθεί το παιδί του. Καλό είναι, καμιά φορά να προσποιείται ότι δεν τα βλέπει μερικά στραβοπατήματα, ότι δήθεν λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν καλοβλέπει και δεν ακούει καλά, ακριβώς όπως και σε άλλες περιπτώσεις κάποια πράγματα τα βλέπει κι είναι σα να μη τα βλέπει ή τα ακούει και κάνει πως δεν τ’ ακούει. Των φίλων μας τα λάθη τα δεχόμαστε’ τι το παράδοξο, να δεχτούμε και των παιδιών μας; Εδώ, τόσες και τόσες φορές παραβλέψαμε το ότι ένας δούλος μας ήταν τύφλα στο μεθύσι, και δεν τον μαλώσαμε.

Κατά καιρούς είσαι σφιχτοχέρης με το γιο σου’ όμως δίνε του κιόλας. Κάποτε αγανακτάς’ μάθε και να υποχωρείς. Εκείνος χρησιμοποίησε τον υπηρέτη για να σε ξεγελάσει’ εσύ δώσε τόπο στην οργή. Πήρε την άμαξα από το χωράφι’ όταν γύρισε σπίτι μύριζε κρασί από το χθεσινοβραδυνό μεθύσι’ αγνόησέ το. Βρωμοκοπάει αρώματα’ τσιμουδιά εσύ. Η νιότη που σκιρτάει, μόνο έτσι δαμάζεται.

Και όσους είναι πλέον υποταγμένοι στις ηδονές και κωφεύουν στις επιπλήξεις, ας επιχειρήσουμε να τους δεσμεύσουμε παν-τρεύοντάς τους, γιατί ο γάμος είναι το πιο σίγουρο χαλινάρι της νιότης. Και μάλιστα, θα πρέπει η γυναίκα που θα πάρει να μην είναι ανώτερή του, μήτε στην καταγωγή μήτε στα πλούτη’ είναι σοφή η συμβουλή που λέει, «πάρε γυναίκα στα μέτρα σου». Όποιος παίρνει γυναίκα πολύ καλύτερή του δεν είναι σύζυγος γυναίκας μα δούλος της προίκας χωρίς να το ξέρει.

Θα προσθέσω εν συντομία λίγα ακόμα και θα τελειώσω με τις συμβουλές: Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει οι πατέρες όχι μόνο να αποφεύγουν τα σφάλματα, αλλά να κάνουν ό,τι χρειάζεται για να αποτελέσουν οι ίδιοι ζωντανό παράδειγμα για τα παιδιά τους, κι ο τρόπος ζωής τους να γίνει ένας καθρέφτης που κοιτώντας τον τα παιδιά τους να αποστρέφονται τα αισχρά έργα και λόγια.

Γιατί κάποιοι που επιτιμούν τους γιους τους τη στιγμή που κι οι ίδιοι πέφτουν στα ίδια σφάλματα, δεν το καταλαβαίνουν πως στην πραγματικότητα επιτιμούν τον ίδιο τον εαυτό τους. Κι αν η ζωή τους είναι γενικά φαύλη, τότε δεν έχουν δικαίωμα ούτε τους δούλους τους να επιτιμήσουν, πόσο μάλλον τους γιους τους. Για να μη πω ότι γίνονται οι ίδιοι δάσκαλοι και σύμβουλοι του κακού.

Βέβαια, το να εφαρμοστούν όλες οι παραπάνω συμβουλές είναι περισσότερο ευχής έργον παρά κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με παραινέσεις’ όμως οι περισσότερες -αν και χρειάζεται καλή τύχη και πολλή προσοχή- δεν είναι ακατόρθωτες για την ανθρώπινη φύση.

Ανεξαρτησία της εκπαίδευσης

Το μυαλό δεν είναι ένα βάζο που πρέπει να γεμίσει. Είναι σαν ένα δεμάτι ξύλα, που θέλει ένα προσάναμμα μόνο για ν’ ανάψει η φλόγα της αναζήτησης κι η λαχτάρα για την αλήθεια. Όπως όταν πάει κανείς να ζητήσει φωτιά από τον γείτονα, και βρίσκοντας εκεί στο τζάκι αναμμένη μια μεγάλη και λαμπρή φωτιά, κάθεται για ώρα και ζεσταίνεται, με τον ίδιο τρόπο, πηγαίνοντας κανείς σε κάποιον άλλο για να «μεταλάβει τον λόγο», δεν αντιλαμβάνεται ίσως ότι πρέπει ο ίδιος να ανάφει ένα δικό του φως και να διαμορφώσει δική του σκέψη, παρά κάθεται χαρούμενος και ακούει, επειδή τον θέλγει η ακρόαση.

Κι αυτά που διδάσκεται του δίνουν εξωτερικά μια λάμψη’ όμως τη μούχλα εντός του και το σκοτάδι της ψυχής δεν τα ’χει θερμάνει ούτε τα ’χει αποδιώξει με τη δύναμη της φιλοσοφίας. Αν λοιπόν χρειάζεται μια συμβουλή για το πώς να ακούει κανείς τη διδασκαλία, η συμβουλή είναι, να θυμάται ότι ταυτόχρονα με τη μάθηση πρέπει να ασκείται στην έρευνα και ανακάλυψη (την ευρεσιν), έτσι ώστε να μη γίνεται κάτοχος γνώσεων πληροφοριακού ή σοφιστικού χαρακτήρα, αλλά γνώσεων που τις οφείλει στη δική του νόηση και στη φιλοσοφία, έχοντας ως βασική αρχή για το καλώς ζην το καλώς ακούειν. (Περί του ακούειν, απόσπ.)