Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Φιλοκτήτης (135-168)

ΧΟΡΟΣ
135 τί χρὴ τί χρή με, δέσποτ᾽, ἐν ξένᾳ ξένον [στρ. α] 
στέγειν, ἢ τί λέγειν πρὸς ἄνδρ᾽ ὑπόπταν;
φράζε μοι·
τέχνα γὰρ τέχνας ἑτέρας
προύχει καὶ γνώμα παρ᾽ ὅτῳ τὸ θεῖον
140 Διὸς σκῆπτρον ἀνάσσεται.
σὲ δ᾽, ὦ τέκνον, τόδ᾽ ἐλήλυθεν
πᾶν κράτος ὠγύγιον· τό μοι ἔννεπε
τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν.

ΝΕ. νῦν μέν, ἴσως γὰρ τόπον ἐσχατιᾶς
145 προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται,
δέρκου θαρσῶν· ὁπόταν δὲ μόλῃ
δεινὸς ὁδίτης, τῶνδ᾽ ἐκ μελάθρων
πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν
πειρῶ τὸ παρὸν θεραπεύειν.

150 ΧΟ. μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις, ἄναξ, [ἀντ. α] 
φρουρεῖν ὄμμ᾽ ἐπὶ σῷ μάλιστα καιρῷ·
νῦν δέ μοι
λέγ᾽ αὐλὰς ποίας ἔνεδρος
ναίει καὶ χῶρον τίν᾽ ἔχει. τὸ γάρ μοι
155 μαθεῖν οὐκ ἀποκαίριον,
μὴ προσπεσών με λάθῃ ποθέν,
τίς τόπος, ἢ τίς ἕδρα, τίν᾽ ἔχει στίβον,
ἔναυλος, ἢ θυραῖος.

[ΝΕ. οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ᾽ ἀμφίθυρον
160 πετρίνης κοίτης.
ΧΟ. ποῦ γὰρ ὁ τλήμων αὐτὸς ἄπεστιν;]
ΝΕ. δῆλον ἔμοιγ᾽ ὡς φορβῆς χρείᾳ
στίβον ὀγμεύει τῇδε πέλας που.
ταύτην γὰρ ἔχειν βιοτῆς αὐτὸν
165 λόγος ἐστὶ φύσιν, θηροβολοῦντα
πτηνοῖς ἰοῖς σμυγερὸν σμυγερῶς,
οὐδέ τιν᾽ αὑτῷ
παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν.

***
ΧΟΡΟΣ
Τί πρέπει ή τί δεν πρέπει, αφέντη μας,
ξένος σε ξένον τόπο
να λέω ή τί να κρύβω εγώ
μπρος σ᾽ άνθρωπο υποψιάρη;
οδήγησέ με εσύ· γιατί
κάθ᾽ άλλη γνώμη πάει πίσω
μπροστά στη γνώμη και το νου
εκείνου που, με του Θεού τη χάρη,
140 τα σκήπτρα τα βασιλικά κρατεί·
όπως εσύ, που η πάσα αυτή εξουσία
στα χέρια σου έχει, βασιλιά μου, ερθεί
από πανάρχαια χρόνια πίσω·
γι᾽ αυτό και πρόσταξε σε τί
θενά ᾽χω να σε υπηρετήσω.

ΝΕΟ. Τώρα —γιατ᾽ ίσως θα θέλεις να δεις
το μέρος που μένει σ᾽ αυτές τις ερμιές—
δίχως φόβο πλησίασε· μα όταν φανεί
από κάπου ο τρομερός οδοιπόρος τοξότης,
να τραβιέσαι απ᾽ αυτή τη σπηλιά
προς το χέρι μου πάντα, που ευθύς
να μπορείς να βοηθάς
σ᾽ ό,τι η ανάγκη της ώρας καλέσει.

ΧΟΡ. Αυτ᾽ ήταν από μιας αρχής
150 η μόνη μου έγνοια πάντα, βασιλιά μου,
να ᾽χω το μάτι μου ανοιχτό
απάνω σου κι όσο μπορώ
σ᾽ όποια σου ανάγκη της στιγμής
να κάνω τα καλύτερά μου.
Μα τώρα λέγε μου σε ποιά
να κάθεται λημέρια; σε ποιά μέρη
να βρίσκεται; δε θα ᾽ναι αχρείαστο
το καθετί κανείς να ξέρει,
μην έξαφνα μπροστά μου βγει από πουθενά.
Πού να ᾽ναι; μέσα να ησυχάζει
ή κάπου κι όξω να γυρνά;

ΝΕΟ. Φανερό είναι σε μένα πως γι᾽ ανάγκη τροφής
παίρνει τούτη τη στράτα γραμμή και γυρνά
εδώ κάπου κοντά·
γιατί, λέγουν, δεν έχει άλλο τρόπο να ζει,
165 παρά κυνηγώντας, κακός του κακού,
με τα βέλη του ο τρισάθλιος αγρίμια,
και κανένα δεν έχει κοντά του, για μια
στα δεινά του βοήθεια.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (5.778-5.845)

Αἱ δὲ βάτην τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ᾽ ὁμοῖαι,
ἀνδράσιν Ἀργείοισιν ἀλεξέμεναι μεμαυῖαι·
780 ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκανον ὅθι πλεῖστοι καὶ ἄριστοι
ἕστασαν, ἀμφὶ βίην Διομήδεος ἱπποδάμοιο
εἰλόμενοι, λείουσιν ἐοικότες ὠμοφάγοισιν
ἢ συσὶ κάπροισιν, τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν,
ἔνθα στᾶσ᾽ ἤϋσε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
785 Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ,
ὃς τόσον αὐδήσασχ᾽ ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα·
«αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, εἶδος ἀγητοί·
ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς,
οὐδέ ποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων
790 οἴχνεσκον· κείνου γὰρ ἐδείδισαν ὄβριμον ἔγχος·
νῦν δὲ ἑκὰς πόλιος κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ μάχονται.»
Ὣς εἰποῦσ᾽ ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
Τυδεΐδῃ δ᾽ ἐπόρουσε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
εὗρε δὲ τόν γε ἄνακτα παρ᾽ ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν
795 ἕλκος ἀναψύχοντα, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ.
ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν ὑπὸ πλατέος τελαμῶνος
ἀσπίδος εὐκύλου· τῷ τείρετο, κάμνε δὲ χεῖρα,
ἂν δ᾽ ἴσχων τελαμῶνα κελαινεφὲς αἷμ᾽ ἀπομόργνυ.
ἱππείου δὲ θεὰ ζυγοῦ ἥψατο φώνησέν τε·
800 «ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς.
Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν ἔην δέμας, ἀλλὰ μαχητής·
καί ῥ᾽ ὅτε πέρ μιν ἐγὼ πολεμίζειν οὐκ εἴασκον
οὐδ᾽ ἐκπαιφάσσειν, ὅτε τ᾽ ἤλυθε νόσφιν Ἀχαιῶν
ἄγγελος ἐς Θήβας πολέας μετὰ Καδμείωνας·
805 δαίνυσθαί μιν ἄνωγον ἐνὶ μεγάροισιν ἕκηλον·
αὐτὰρ ὁ θυμὸν ἔχων ὃν καρτερόν, ὡς τὸ πάρος περ,
κούρους Καδμείων προκαλίζετο, πάντα δ᾽ ἐνίκα
ῥηϊδίως· τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα.
σοὶ δ᾽ ἤτοι μὲν ἐγὼ παρά θ᾽ ἵσταμαι ἠδὲ φυλάσσω,
810 καί σε προφρονέως κέλομαι Τρώεσσι μάχεσθαι·
ἀλλά σευ ἢ κάματος πολυᾶϊξ γυῖα δέδυκεν,
ἤ νύ σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον· οὐ σύ γ᾽ ἔπειτα
Τυδέος ἔκγονός ἐσσι δαΐφρονος Οἰνεΐδαο.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
815 «γιγνώσκω σε, θεά, θύγατερ Διὸς αἰγιόχοιο·
τῶ τοι προφρονέως ἐρέω ἔπος οὐδ᾽ ἐπικεύσω.
οὔτε τί με δέος ἴσχει ἀκήριον οὔτε τις ὄκνος,
ἀλλ᾽ ἔτι σέων μέμνημαι ἐφετμέων, ἃς ἐπέτειλας·
οὔ μ᾽ εἴας μακάρεσσι θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι
820 τοῖς ἄλλοις· ἀτὰρ εἴ κε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη
ἔλθῃσ᾽ ἐς πόλεμον, τήν γ᾽ οὐτάμεν ὀξέϊ χαλκῷ.
τοὔνεκα νῦν αὐτός τ᾽ ἀναχάζομαι ἠδὲ καὶ ἄλλους
Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνδάδε πάντας·
γιγνώσκω γὰρ Ἄρηα μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα.»
825 Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«Τυδεΐδη Διόμηδες, ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ,
μήτε σύ γ᾽ Ἄρηα τό γε δείδιθι μήτε τιν᾽ ἄλλον
ἀθανάτων· τοίη τοι ἐγὼν ἐπιτάρροθός εἰμι·
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐπ᾽ Ἄρηϊ πρώτῳ ἔχε μώνυχας ἵππους,
830 τύψον δὲ σχεδίην μηδ᾽ ἅζεο θοῦρον Ἄρηα
τοῦτον μαινόμενον, τυκτὸν κακόν, ἀλλοπρόσαλλον,
ὃς πρῴην μὲν ἐμοί τε καὶ Ἥρῃ στεῦτ᾽ ἀγορεύων
Τρωσὶ μαχήσεσθαι, ἀτὰρ Ἀργείοισιν ἀρήξειν,
νῦν δὲ μετὰ Τρώεσσιν ὁμιλεῖ, τῶν δὲ λέλασται.»
835 Ὣς φαμένη Σθένελον μὲν ἀφ᾽ ἵππων ὦσε χαμᾶζε,
χειρὶ πάλιν ἐρύσασ᾽, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐμμαπέως ἀπόρουσεν·
ἡ δ᾽ ἐς δίφρον ἔβαινε παραὶ Διομήδεα δῖον
ἐμμεμαυῖα θεά· μέγα δ᾽ ἔβραχε φήγινος ἄξων
βριθοσύνῃ· δεινὴν γὰρ ἄγεν θεὸν ἄνδρά τ᾽ ἄριστον.
840 λάζετο δὲ μάστιγα καὶ ἡνία Παλλὰς Ἀθήνη·
αὐτίκ᾽ ἐπ᾽ Ἄρηϊ πρώτῳ ἔχε μώνυχας ἵππους.
ἤτοι ὁ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν,
Αἰτωλῶν ὄχ᾽ ἄριστον, Ὀχησίου ἀγλαὸν υἱόν·
τὸν μὲν Ἄρης ἐνάριζε μιαιφόνος· αὐτὰρ Ἀθήνη
845 δῦν᾽ Ἄϊδος κυνέην, μή μιν ἴδοι ὄβριμος Ἄρης.

***
Κι εκείνες με το βάδισμα πόχει δειλή τρυγόνα
πηγαίναν ολοπρόθυμες να σώσουν τους Αργείους·
780 αλλ᾽ ότε εις μέρος έφθασαν που ᾽σαν πολλοί και ανδρείοι
συμπυκνωμένοι ολόγυρα του τρομερού Διομήδη,
οπού στην όψιν όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,
ή αγριοχοίρων φοβερών που αδάμαστά ᾽χουν στήθη,
εστάθη αυτού κι εκραύγασεν η Ήρα η λευκοχέρα,
785 με την φωνήν του Στέντορος που χάλκιν᾽ είχε στόμα·
κι εφώναζ᾽ όσο δεν μπορούν άνδρες ομού πενήντα:
«Αίσχος, Αργείοι θαυμαστοί στην όψιν, αλλ᾽ αχρείοι·
στον πόλεμον όσο έρχονταν ο θείος Αχιλλέας,
την πύλην την Δαρδανικήν δεν διάβαιναν οι Τρώες
790 ποτέ· τόσο της λόγχης του το βάρος ετρομάζαν·
τώρ᾽ απ᾽ την πόλιν τους μακράν σάς πολεμούν στα πλοία».
Αυτά ᾽πε· και όλων των ανδρών εμψύχωσε το στήθος.
Και στον Τυδείδην έδραμεν η γλαυκομάτ᾽ Αθήνη
και αυτού σιμά στ᾽ αμάξι του τον ήβρε να δροσίζει
795 το λάβωμα που του άνοιξε το βέλος του Πανδάρου·
τον έκαιεν ο ίδρωτας απ᾽ τον πλατύν ζωστήρα
της κυκλωτής ασπίδος του· κι είχε βαρύ το χέρι·
και τον ζωστήρα εσήκωσε κι εσφόγγιζε το αίμα·
και τον ζυγόν των ίππων του πιάν᾽ η θεά και λέγει:
800 «Υιόν που ολίγον του ᾽μοιασεν εγέννησε ο Τυδέας.
Ήτ᾽ ο Τυδέας μαχητής, αν και μικρός το σώμα·
και ότ᾽ εγώ τον ᾽μπόδιζα να δείξει την ανδρειά του
εις τον καιρόν που μηνυτής επήγεν εις τες Θήβες
μόνος μακράν των Αχαιών στα πλήθη των Καδμείων,
805 να ησυχάζει του ᾽λεγα στην τράπεζαν μαζί τους.
Και αυτός οπού ᾽χε την ψυχήν ως πρότερα γενναίαν,
προκάλεσε κι ενίκησε τ᾽ αγόρια των Καδμείων
ευκόλως· ότι βοηθός ευρέθην στο πλευρό του.
Και ομοίως συ μ᾽ έχεις κοντά και σε περιφυλάγω
810 και σε κεντώ με προθυμιά να κυνηγείς τους Τρώας.
Αλλ᾽ ή ο κόπος ο βαρύς σού μούδιασε τα μέλη
ή φόβος σ᾽ απονέκρωσε και γόνος του Οινείδη
Τυδέως του πολεμικού τωόντι συ δεν είσαι».
Εκείνης τότε απάντησεν ο δυνατός Διομήδης:
815 «Καλώς γνωρίζω σε, θεά, σεπτή του Δία κόρη,
όθεν προθύμως θα σου ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω.
Ο κόπος δεν μ᾽ εμούδιασεν, ούτε ποσώς ο φόβος,
αλλ᾽ ενθυμούμαι ακόμη εγώ τι μόχεις παραγγείλει·
μ᾽ εμπόδιζες άλλους θεούς στην μάχην ν᾽ αντικρίσω·
820 αλλά την κόρην του Διός, στον πόλεμον αν έλθει,
την Αφροδίτην μου ᾽λεγες με λόγχῃν να κτυπήσω.
Δια τούτο ατός μου ανάμερα καθίζω και των άλλων
Αργείων είπα να σταθούν εδώ συγκεντρωμένοι,
ότι τον Άρην αρχηγόν στην μάχην τώρα βλέπω».
825 Τότε η Γλαυκόφθαλμη θεά του απάντησε και του ᾽πε:
«Ω της καρδιάς μου αγαπητέ Τυδείδη, δια την ώραν
τον Άρην συ μη φοβηθείς μήτε των αθανάτων
κανέναν· αφού βοηθός σου είμαι· κι έλα σπρώξε
τα στερεόποδ᾽ άλογα στον Άρην εναντίον
830 και κτύπα τον από κοντά, σέβας ποσώς μην έχεις
στον μανιακόν, τον πάγκακον, τον άστατον, που πρώτα
της Ήρας έλεγε κι εμού πως θέλει πολεμήσει
τους Τρώας τάχα και βοηθός θα γίνει των Αργείων,
και τώρα τα λησμόνησε κι επήγε με τους Τρώας».
835 Και με το χέρι ετράβηξε τον Σθένελον και τούτος
από τ᾽ αμάξι επήδησε και ανέβηκε αναμμένη
στον θρόνον η Αθηνά σιμά στον θεϊκόν Τυδείδην.
Από το βάρος βρόντησε το δρύινον αξόνι,
ότ᾽ είχε επάνω τρομεράν θεάν κι εξαίσιον άνδρα.
840 Την μάστιγα, τους χαλινούς έχ᾽ η θεά και σπρώχνει
τα στερεόποδ᾽ άλογα στον Άρη εναντίον,
εκεί που τον θεόρατον Περίφαντα Οχησίδην
εγύμνωνε, των Αιτωλών εξαίσιον πολεμάρχον.
Τότε, να γίνει αόρατη στον ανδροφόνον Άρη,
845 στου Άδη εκρύφθη η θεά την περικεφαλαία.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 4. Πώς να γίνετε πλανητάρχης

4.5. Δυο Ιταλοί στην Αθήνα


Τον 1ο αιώνα π.Χ., στη Ρώμη, δύσκολα έβρισκες άνθρωπο των γραμμάτων και των τεχνών που να μην είχε κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα. Στα χρόνια των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, το «κλεινόν άστυ», που είχε χάσει από πολύ καιρό την παλιά πολιτική και στρατιωτική αίγλη του, δεν ήταν παρά μια ήσυχη πανεπιστημιούπολη που όφειλε το κύρος της στις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές, στους διανοούμενους και στους συνεχιστές της μεγάλης καλλιτεχνικής της παράδοσης. Σ᾽ αυτό το «Παρίσι» της αρχαιότητας έρχονταν για παρακολούθηση μαθημάτων, σεμιναρίων και πνευματικών εκδηλώσεων όσοι Ρωμαίοι διέθεταν την οικονομική άνεση. «Έχει κάνει σπουδές στην Αθήνα!» έλεγαν με θαυμασμό οι Ρωμαίοι· και για όσους είχαν το σχετικό «πιστοποιητικό» οι πόρτες για δημόσια σταδιοδρομία και αξιώματα ήταν διάπλατα ανοιχτές.

Πρέπει να ήταν κάπου είκοσι χρόνων ο Οράτιος όταν βρέθηκε στην Αθήνα. Και εκεί, στον «Σύλλογο Ρωμαίων Φοιτητών», συνάντησε πολλούς άλλους συμπατριώτες του, ανάμεσά τους και τον γιο ενός διάσημου πολιτικού, ρήτορα και φιλόσοφου, τον Μάρκο Κικέρωνα. Η συζήτηση ανάμεσα στους δυο γίνεται στο δωμάτιο του Οράτιου. Τέλος Αυγούστου του 44 π.Χ.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Σε ψάχνω τρεις μέρες τώρα, φίλε· πέρασα πολλές φορές από το σπίτι σου, αλλά εσύ πουθενά. Τι γίνεσαι;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Βασικά έρχομαι σπίτι αργά, μόνο για ύπνο. Έχω πολλές παρακολουθήσεις, Μάρκο, και τρέχω συνέχεια από την Ακαδημία στον Περίπατο.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Βάζω στοίχημα ότι στον Περίπατο πηγαίνεις βασικά για τον Κράτιππο, έτσι;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Φοβερός ο τύπος, δε συμφωνείς; Κρατάω συνέχεια σημειώσεις από τα μαθήματά του, αν και ορισμένες φορές ο λόγος που χρησιμοποιεί είναι ιδιαίτερα περίπλοκος και με δυσκολεύει.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Αυτός είναι ο λόγος που σταμάτησα να τον παρακολουθώ εγώ - τουλάχιστον προς το παρόν και μέχρι να βελτιωθούν κι άλλο τα ελληνικά μου. Εσύ με τη γλώσσα πώς τα πας;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Από ό,τι μου λένε οι έλληνες γνωστοί μου, έχω κάνει φοβερή πρόοδο. Με την προφορά υπάρχουν κάποια προβλήματα, αλλά είμαι σίγουρος ότι με τον καιρό θα τα ξεπεράσω κι αυτά. Φοβερά μουσική και απαλή γλώσσα· συνήθως εκεί που τα σκατώνω είναι ο τονισμός.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Άσε, μην το συζητάς. Αλλά τώρα μη μου πεις, ρε συ, ότι τρως όλη σου τη μέρα σε παρακολουθήσεις. Κάπου αλλού είσαι μπλεγμένος και κάνεις το κορόιδο…

ΟΡΑΤΙΟΣ: Μάρκο, είσαι μεγάλη μάρκα… το ᾽πιασες. Ναι, υπάρχει και κάτι άλλο, πολύ, πολύ σημαντικό.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Ε, απ᾽ τον Μάρκο δεν μπορείς να κρυφτείς… Για λέγε, για λέγε…

ΟΡΑΤΙΟΣ: Είσαι έτοιμος να ακούσεις;

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Πεθαίνω από περιέργεια.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Λοιπόν - μαζεύω χειρόγραφα· έχω κάνει ολόκληρη βιβλιοθήκη.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Ε, δεν είμαστε καλά! Τι είδους χειρόγραφα μαζεύεις, δηλαδή;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Θες να σου δείξω; Έχω βρει σπάνιες, σπανιότατες, εκδόσεις από ποιήματα του Αλκαίου, της Σαπφώς και του Ανακρέοντα - πράγματα που δε βρίσκεις στη Ρώμη με καμιά κυβέρνηση. Και σήμερα μόλις παράγγειλα σε ένα γραφέα να μου ετοιμάσει τους Ολυμπιόνικους και τους Πυθιόνικους του Πίνδαρου.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Καλά, ρε φίλε, εσύ πρέπει να ξοδεύεις όλα σου τα λεφτά σε χειρόγραφα. Δεν τρως;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Όχι ακριβώς· αλλά όπως βλέπεις, η κοιλίτσα δε λέει να πέσει.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Ξέρω ότι σε ενδιέφεραν πάντα οι έλληνες λυρικοί, αλλά δε φανταζόμουν ότι είχες τέτοια τρέλα.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Τρέλα που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, φίλε μου Μάρκο. Έχω ήδη αρχίσει να σχεδιάζω ορισμένα λυρικά ποιήματα στα λατινικά, χρησιμοποιώντας ελληνικά λυρικά μέτρα. Δύσκολη ιστορία, αλλά μ᾽ έχει απορροφήσει πλήρως. Αυτή τη στιγμή, όπως δε θα ξέρεις μάλλον, στα λατινικά δεν υπάρχει καθαρόαιμη λυρική ποιητική συλλογή - εκτός από μερικά σκόρπια που έγραψε πριν από μερικά χρόνια ο Κάτουλλος, και κάτι άλλα παλιότερα, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Μάρκο, θα σου πω κάτι και ας με θεωρήσεις μεγαλομανή. Θέλω να γίνω ο Ρωμαίος Αλκαίος-Πίνδαρος-Ανακρέων-Σαπφώ…

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Τέσσερα σε συσκευασία ενός, δηλαδή.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Τέσσερα και βάλε. Είναι ανεξάντλητος ο πλούτος και η ομορφιά της ελληνικής λυρικής ποίησης· και όλος αυτός ο πλούτος περιμένει να διασχίσει την Αδριατική για να φθάσει στη Ρώμη. Αναλαμβάνω να το κάνω εγώ, και θα το κάνω.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Καλό κουράγιο και καλό αέρα στα πανιά σου, Οράτιε - τι άλλο να πω;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Καλά το είπες αυτό. Ευχήσου μου να γίνω ο δέκατος λυρικός στον «κανόνα» των εννιά λυρικών ποιητών.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Να στρογγυλέψει και το νούμερο, εδώ που τα λέμε.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Ελπίζω να μη με δουλεύεις.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Καθόλου, άλλωστε σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και το ταλέντο σου το ξέρω καλά. [αλλάζοντας ύφος] Αλλά να πούμε και κάτι άλλο τώρα;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Εννοείς κάτι σημαντικότερο από τον Αλκαίο και τον Πίνδαρο;

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Εννοώ κάτι που μας αφορά άμεσα και επειγόντως όλους μας.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Όλους μας; Ποιους όλους μας;

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Όλους τους Ρωμαίους. Λοιπόν, άκου - γιατί μάλλον δεν έχεις πάρει μυρουδιά εσύ. Εδώ και τρεις μέρες βρίσκεται στην Αθήνα ο Βρούτος. Τι σου λέει αυτό;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Μιλάμε για το γνωστό Βρούτο, που ανέκοψε την πορεία του Ιουλίου Καίσαρα κλπ.;

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Ποιον άλλον; [πιο χαμηλόφωνα] Κλείσε την πόρτα μην τυχόν και ακουγόμαστε. Είναι εδώ για να οργανώσει όλους τους δημοκρατικούς Ρωμαίους που ζουν αυτή τη στιγμή στην Αθήνα και στην Ελλάδα γενικότερα.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Ναι, εντάξει, αλλά-

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Άσε να τελειώσω πρώτα. Καταλαβαίνεις ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για την οργάνωση του αντιστασιακού αγώνα. Από όσο ξέρω, πάμε για ένοπλη σύγκρουση με τη μαφία Αντώνιου και Οκταβιανού. Μου λένε ότι η ανταπόκριση, όπου κι αν πήγε ως τώρα ο Βρούτος, είναι ενθουσιώδης, κυρίως από τους φοιτητές. Δεν πρέπει να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια, Οράτιε. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον Αντώνιο και τον Οκταβιανό να πετύχουν σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών αυτό που άρχισε ο Καίσαρ.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Να σε ρωτήσω κάτι-

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ [κόβοντας τον συνομιλητή του ανυπόμονα]: Δεν τέλειωσα ακόμα. Το άλλο νέο είναι ότι τις επόμενες μέρες αναμένεται στην Αθήνα και ο Κάσσιος. Έχω πληροφορίες ότι οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να τους υποδεχτούν με δόξες και τιμές, και περνάει ήδη μια πρόταση να στηθούν μπρούντζινοι ανδριάντες και των δύο δίπλα στα αγάλματα των τυραννοκτόνων, του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Δηλαδή η κοινή γνώμη στην Αθήνα είναι υπέρ των δημοκρατικών;

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Αυτό είναι δεδομένο· γουστάρουν τους τυραννοκτόνους, έχουν παράδοση οι άνθρωποι.

ΟΡΑΤΙΟΣ: Να σε ρωτήσω τώρα κάτι; Εμείς, χωρίς εκπαίδευση, όπλα κλπ., τι ρόλο θα παίξουμε;

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Όλα αυτά θα κανονιστούν. Σημασία έχει να δείξουμε τη διάθεση μας και να βοηθήσουμε με όλη μας τη δύναμη την οργάνωση της αντίστασης στην αρχική της φάση. Δεν πρέπει να απουσιάσει κανένας μας από αυτό το προσκλητήριο, Οράτιε. Ο Πίνδαρος και η Σαπφώ μπορούν να περιμένουν, η Δημοκρατία όχι. Τι σκέφτεσαι;

ΟΡΑΤΙΟΣ: Σκέφτομαι αν θα προλάβει ο γραφέας να μου τελειώσει τα κείμενα του Πίνδαρου - και, βεβαίως, σκέφτομαι ότι μπαίνουμε σε κρίσιμη περίοδο. Φίλε μου, παραβλέποντας το σχόλιό σου για το αν και κατά πόσο μπορεί να περιμένει ο Πίνδαρος και η Σαπφώ, θα συμφωνήσω μαζί σου ότι έχουμε όλοι την υποχρέωση να βάλουμε το χέρι μας για την υπόθεση της Δημοκρατίας.

Μ. ΚΙΚΕΡΩΝ: Έτσι, μπράβο. Λοιπόν, θα περάσω και από τους υπόλοιπους γνωστούς μέχρι το βράδυ. Ίσως μάθω περισσότερα. Πρέπει να είμαστε σε συνεχή επαφή. Κοίτα μη χαθείς πάλι, έτσι;

Ο ΘΕΟΣ Είναι Πέραν του Σκοτεινού Ορίου

Αν ο Θεός Είναι Μία Αντικειμενική Πραγματικότητα, πως μπορούμε να τον Προσεγγίσουμε; Ας μην Τον Ονομάσουμε, ας μην Τον Αναζητήσουμε, ούτε μέσω κάποιας θρησκείας, ούτε μέσω της φιλοσοφίας... Ας πούμε μόνο πως Είναι η Αντικειμενική Πραγματικότητα, Αυτό που Υπάρχει, ο Άγνωστος Θεός.


Ο ΘΕΟΣ Είναι Πέραν του Σκοτεινού Ορίου

Το Αντικειμενικό μπορεί να γίνει Αντιληπτό μόνο σαν Είναι (Αυτό που υπάρχει ανεξάρτητα από την δική μας αντίληψη). Αυτό το Είναι, είναι η Βάση για κάθε ύπαρξη, το Θεμέλιο, κάθε Οντολογίας. Σαν υπάρξεις (συνειδήσεις) ανήκουμε στο Είναι (ανεξάρτητα το τι αντιλαμβανόμαστε). Πως μπορούμε λοιπόν να Αντιληφθούμε το Είναι;

Αν ο Θεός Είναι Μία Αντικειμενική Πραγματικότητα, πρέπει να Τον Προσεγγίσουμε σαν το Αντικειμενικό, το Αληθινά Αντικειμενικό που στηρίζει τα πάντα. Αυτό δεν μπορούμε να Το συλλάβουμε με την νόηση, γιατί τότε καθίσταται «έννοια», ούτε με την αισθητήρια δραστηριότητα, γιατί δεν είναι εξωτερικό αντικείμενο. Το Αντικειμενικό μπορεί να συλληφθεί Εντός της Συνείδησης σαν Είναι, όταν εγκαταλειφθούν όλες οι εξωτερικές δραστηριότητες, νόηση, αίσθηση... σαν Αυτό που Μένει, σαν Καθαρό Είναι (σαν το Πραγματικό Είναι μας, που είναι το Είναι των πάντων). Σαν Είναι, δεν μπορεί λοιπόν να ταυτιστεί με κανένα περιεχόμενο της συνείδησης, καμία αντίληψη. Είναι το Άπειρο, το Απροσδιόριστο, το Αιώνιο (το Μηδέν, από την άποψη της περιορισμένης ανθρώπινης συνείδησης). Αυτό το Αληθινά Αντικειμενικό δεν είναι μία υποκειμενική αντίληψη, γιατί συλλαμβάνεται σαν το Είναι, σαν Μία Αντικειμενική Πραγματικότητα. Αλλά δεν είναι και το άμεσα αντικειμενικό, το εξωτερικό, το υλικό, γιατί συλλαμβάνεται μόνο Εντός της Συνείδησης (σαν το Είναι).

Η Αντικειμενική Πραγματικότητα, Αυτό που Είναι, που Στηρίζει τα πάντα, Είναι Εδώ. Ζωντανή Πραγματικότητα, κι είμαστε σε σχέση μαζί Της. Πρόκειται για Πρόσωπο; Πως το Ορίζουμε; Είναι Άπειρη Αντίληψη, άρα Είναι Πρόσωπο, το Κατ’ εξοχήν Πρόσωπο. Αλλά δεν είναι ένα σύμπλεγμα αντιλήψεων, άρα δεν είναι «πρόσωπο». Τι σχέση έχουμε με Αυτή την Πραγματικότητα; Αποκαλύπτεται σαν Αντικειμενική Πραγματικότητα, σαν Αντικειμενικό Είναι, έξω από εμάς (την περιορισμένη συνείδηση), άρα είμαστε διαφορετικοί... Αλλά ταυτόχρονα Αποκαλύπτεται Εντός της Συνείδησης, σαν Είναι, άρα Είμαστε της Ίδιας Ουσίας. Σε όλα τα ερωτήματα μπορούν να δοθούν διπλές απαντήσεις. Η Πραγματικότητα Αποκαλύπτεται ταυτόχρονα και Υποκειμενική και Αντικειμενική. Δεν έχει νόημα λοιπόν να χρονοτριβούμε εδώ.

Το αληθινό ζήτημα είναι Πως να Βιώσουμε Αυτή την Πραγματικότητα, όχι να την περιγράψουμε. Όλες οι θρησκείες μιλούν για Αυτή την Ίδια Πραγματικότητα. Μόνο οι επιφανειακοί γνώστες μίας θρησκείας νομίζουν ότι οι θρησκείες τους μόνο κατέχουν την αλήθεια. Ας έρθει ένας αληθινός πιστός που ακολουθεί την θρησκεία του κι έχει βιώσει την Πραγματικότητα όπως την Ορίζει η παράδοσή του, να μας αποδείξει ότι Βίωσε κάτι διαφορετικό από την Πραγματικότητα όπως την περιγράψαμε.

Αγαπητοί φίλοι, ο Άγνωστος Θεός Είναι ο Θεός που λατρεύουνε, που λατρεύουν όλοι. Αλλά όπως κι αν Τον Ονομάζουμε ας Τον Προσεγγίσουμε αληθινά... Δεν χρειάζεται να μαλώνουμε για λέξεις...

Σύγκριση: Στο κρεβάτι του Προκρούστη

Η σύγκριση είναι μια ύπουλη μολυσματική νόσος που διαβρώνει την προσωπικότητα. Ξεκινά από την παιδική ηλικία. Οι γονείς προκειμένου να παραδειγματίσουν και να κινητοποιήσουν τα παιδιά τους, διαρκώς τα συγκρίνουν με άλλα παιδιά.

Το παιδί, ακόμη κι αν πετύχει τον στόχο, νιώθει ευάλωτο. Ο γονιός δεν συνειδητοποιεί τον πόνο που δημιουργεί στο παιδί του. Μπορεί άραγε η αγάπη του γονιού να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια συμμόρφωσης και απόδοσης;

Η σύγκριση αποτελεί μια μόνιμη διαρροή της χαράς και της ικανοποίησης από κάθε επιτυχία. Παραμένει μόνο η κούραση και η πίκρα. Ζητάει να καλύψει κενά του παρελθόντος και έτσι δεν επιτρέπει την ευτυχία στις μικρές πολύτιμες στιγμές του παρόντος.

Η σύγκριση απαγορεύει την ισότιμη λειτουργική σχέση. Αναζητεί κατώτερους, για να καθησυχάζονται και να επιβεβαιώνονται εκείνοι που την οικειοποιούνται.

Η σύγκριση ζει ισόβια με το άγχος των εξετάσεων. Είναι ισόβιος πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό. Η χαρά της επιτυχίας χάνεται την αμέσως επόμενη στιγμή, καθώς επικρέμαται διαρκώς η επιβουλή κάποιου αντιπάλου.

Η σύγκριση αρρωσταίνει τους υγιείς. Δημιουργεί ντοπαρισμένους άρρωστους πρωταθλητές. Όταν κανείς μετρά τη ζωή του με γνώμονα την σύγκριση, τότε το βλέμμα του είναι μόνιμα στραμμένο προς τους άλλους. Δεν ικανοποιείται από τα όποια δικά του επιτεύγματα, καθώς το σημαντικό δεν είναι το ίδιο το γεγονός, αλλά η επικράτηση.

Το νερό της όποιας επιτυχίας δεν τον ξεδιψά, γιατί είναι γλυφό. Τελικά ο ανταγωνισμός που δημιουργεί η σύγκριση λειτουργεί ως εθισμός. Ως ναρκωτικό προσωρινά προσφέρει ικανοποίηση, αλλά αμέσως μετά δημιουργεί στερητικά συμπτώματα.

Η αίσθηση αδικίας είναι μονίμως παρούσα στις συγκρίσεις. Από την βαθμολογία και την κατάταξη των παιδιών στο σχολείο, μέχρι την κατάληψη μιας ανώτατης επαγγελματικής θέσης. Η γενικευμένη αυτή στάση βασίζεται στην αντίληψη που ορίζει ότι αν δέχεσαι την καλύτερη αξιολόγηση, το αξίζεις. Αν είναι κάποιος άλλος που αναγνωρίζεται, τότε αδικείσαι, αφού κάτι ύποπτο συνέβη.

Αυτοί που διψούν για αναγνώριση δεν νιώθουν ότι κρίνεται ένα έργο τους, αλλά εισπράττουν την αξιολόγηση ως κρίση του ίδιου του εαυτού τους. Επομένως μια δυσμενής κρίση τους καταρρακώνει και θα πρέπει υποχρεωτικά να την αρνηθούν για ν’ αντέξουν.

Είναι σαν τα μικρά παιδιά που πηγαίνουν χαρούμενα να αναγγείλουν τον καλό βαθμό στους γονείς τους και αυτοί ρωτούν για τους βαθμούς των συμμαθητών, για να κρίνουν αν θα πρέπει να επαινέσουν τα παιδιά τους. Είναι οι ανασφαλείς γονείς που φοβούνται να εκφράσουν απλόχερα τα θετικά τους συναισθήματα προς τα παιδιά τους, με τον φόβο μήπως εκείνα εφησυχάσουν και δεν συνεχίσουν να προσπαθούν.

Πίσω από τις συγκρίσεις μεταξύ αδελφών, ξαδελφών και γνωστών εκφράζονται οι προσωπικές άλυτες εμπλοκές των γονιών. Ο στόχος μπορεί να είναι καλοπροαίρετος, αλλά η μέθοδος απάνθρωπη και τις περισσότερες φορές αναποτελεσματική.

Αν η σύγκριση γίνει στοιχείο της ζωής του παιδιού, τότε μπορεί να του διασφαλίσει σημαντικές διακρίσεις, αλλά και μια βασανιστική ζωή. Η ένταξη των παιδιών στον ανηλεή ανταγωνισμό και επαχθή πρωταθλητισμό δημιουργεί στρέβλωση στην διαμορφούμενη προσωπικότητά τους.

Πολλοί γονείς φορτώνουν τα παιδιά τους. Τα θέλουν πρώτα. Ίσως γιατί αυτοί δεν έγιναν πρώτοι. Τα πιέζουν διαρκώς να διαβάζουν για να πετύχουν. Αλλά όχι μόνο στα μαθήματα.

Όταν το παιδί δέχεται να παίξει τον ρόλο του κυνηγού της πρωτιάς, υφίσταται τέτοια εσωτερική πίεση που πολλές φορές το καταβάλλει. Θυμάμαι τις έντονες φοβίες και τους τρομερούς νυχτερινούς εφιάλτες κάποιου νεαρού πρωταθλητή γυμναστικής, που κάθε βράδυ έβλεπε ότι έπεφτε από την δοκό.

Ακόμα κι αν τα παιδιά πετυχαίνουν να γίνουν πρωταθλητές, αναπτύσσονται μονομερώς, όπως πχ. συμβαίνει με τις παγκόσμιες πρωταθλήτριες γυμναστικής , που δεν προλαβαίνουν να χαρούν σαν παιδιά, αφού ζουν σε μια ατσάλινη απάνθρωπη πειθαρχία, όπου κάθε επιπλέον θερμίδα είναι απαγορευμένη και το παγωτό ή η σοκολάτα ένα άπιαστο όνειρο.

«Η ισότητα της διαφοράς» ήταν ο τίτλος ενός σημαντικού δοκιμίου, που αναφερόταν στους ισότιμους μα διακριτούς ρόλους της γυναίκας και του άντρα. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο της ανατροφής των παιδιών. Όχι μόνο ως προς το φύλο , αλλά και ως προς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις διαφορετικές ικανότητες. Κάθε παιδί δικαιούται αναγνώριση και εκτίμηση κι αυτό δεν προϋποθέτει σε καμία περίπτωση την ύπαρξη κάποιων μετρήσιμων αντικειμενικών επιτυχιών.

Αυτός που κάνει συγκρίσεις για να νιώσει καλά, δεν συνειδητοποιεί ότι θέτει τον εαυτό του σε διαρκή ανασφάλεια. Η σύγκριση είναι μια πληγή διαρκώς ανοιχτή και δεν επουλώνεται. Ανεξάρτητα από το όποιο αποτέλεσμα, αξιολογείται ως βλαπτική.

Το να είσαι καλύτερος από κάποιον άλλο δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είσαι και όντως καλός. Το να είσαι ο καλύτερος όλων δεν σημαίνει ότι αυτή την ιδιότητα θα την έχεις και την αμέσως επόμενη στιγμή.

Ο στόχος είναι να είσαι καλός σύμφωνα με τον εαυτό σου. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να σου το αμφισβητήσει κανείς. Η αίσθηση αδικίας και η διαμάχη είναι άμεσα συνδεδεμένες με την σύγκριση. Αντιλήψεις για τον μοναδικό περιούσιο λαό ή για την μία εκλεκτή φυλή προκάλεσαν καταστροφικούς πολέμους και δημιούργησαν μεγάλες δυστυχίες και αφόρητους πόνους.

Οι οδυνηρές συνέπειες της σύγκρισης δεν περιορίζονται μόνο στο κοινωνικό πεδίο, αλλά δηλητηριάζουν και τις προσωπικές σχέσεις. Όταν η σύγκριση παρεισδύει στις συντροφικές σχέσεις, αυτές μεταβάλλονται σε πεδία άγονων αντιπαραθέσεων και πολεμικών συγκρούσεων. Ο σύντροφος γίνεται ανταγωνιστής, αντίπαλος, εχθρός. Αναλώνονται τεράστια ποσά ενέργειας και επιχειρημάτων προκειμένου να μειωθεί το όποιο χάρισμα, η όποια ικανότητα ή επιτυχία του συντρόφου.

Το πεδίο συγκρούσεων τότε περιλαμβάνει τα πάντα. Την πατρική οικογένεια, τον τόπο καταγωγής, την οικονομική κατάσταση, την εργασία, την εμφάνιση, την ενδυμασία, τη διατροφή, το είδος διασκέδασης, τον τρόπο ανατροφής των παιδιών, το κοσμοείδωλο του άλλου, που ξαφνικά κρίνεται ως ελλιπές κι ανεπαρκές.

«Υπάρχουν και χειρότερα…». Η μίζερη αμήχανη συμπαράσταση στις δύσκολες στιγμές ενός ανθρώπου, που προτείνει την παρηγοριά βάσει του ότι κάποιος άλλος μπορεί να υποφέρει περισσότερο, είναι μία αντίστροφη σύγκριση που περικλείει όμως όλη τη δυναμική της ανταγωνιστικότητας.

Ένας αυθεντικά ώριμος άνθρωπος που βρίσκεται σε δύσκολες στιγμές, δεν αποζητάει να δυσκολεύονται κι οι άλλοι. Προτιμά να πληροφορείται ευτυχή γεγονότα από τη ζωή τους. Δεν αποζητάει μια ροζ πλασματική πραγματικότητα, όπως σε κάποιες χολιγουντιανές ταινίες, αλλά αυθεντικές στιγμές χαράς που του υπενθυμίζουν αντίστοιχες δικές του.

Η υγιής άρνηση της σύγκρισης δεν αντιστοιχεί στον εφησυχασμό και την μετριότητα. Δεν στοχεύει στην ισοπέδωση και στην απουσία φιλοδοξιών. Δεν κολακεύει τους ράθυμους διεκδικητές της διαρκούς ευχαρίστησης. Δεν ευνοεί την άκοπη απολαβή, την απουσία της αξιοκρατικής κρίσης, την διαρκή αναζήτηση της αλήθειας, την δημιουργική εργασία.

Η υγιής άρνηση της σύγκρισης αντιστοιχεί στην επίτευξη υγιούς άμιλλας σε συνεργατικές σχέσεις. Τα πρόσωπα είναι ανοιχτά να κερδίσουν από τον άλλο. Διαπνέονται από την επιθυμία και την τρυφερή ζήλεια που λαχταρά, δίχως να επιζητεί το κακό του άλλου. Η διαρκής αμοιβαία ανατροφοδότηση με την έκφραση των θετικών συναισθημάτων επιτρέπει το άνοιγμα προς τον άλλο, τη θαυμαστή ευρυχωρία που μόνο κέρδος δύναται να αποφέρει.

Η σύγκριση απαγορεύει την ανάδειξη των διαφορετικοτήτων, καθώς υπάρχει μόνο μια θέση. Τελικά κάθε φορά που υπεισερχόμαστε σε συγκρίσεις, χάνουμε το θεϊκό στοιχείο της μοναδικότητας του προσώπου μας.

Οι εγκλωβιστικοί ρόλοι

Στα πλαίσια μιας ομάδας είναι αναγκαίο να εκχωρούνται στα μέλη ρόλοι, που να συμβάλλουν στη λειτουργία της. Η κατανομή των ρόλων είναι μια σημαντική λειτουργία για την επιβίωση της ομάδας και την εύρυθμη λειτουργία της.

Οι διακριτοί ρόλοι επιτρέπουν την ανάληψη υπευθυνότητας στην ολότητα της ομάδας, αλλά και στις επιμέρους λειτουργίες της.

Ένας ικανός άνθρωπος γνωρίζει να αφουγκράζεται τη διαφορετικότητα κάθε ομάδας στην οποία μετέχει. Αναλόγως καταλαμβάνει άλλοτε την ηγετική θέση και άλλοτε του απλού μέλους.

Τα κλειστά άκαμπτα συστήματα και οι δυσλειτουργικές οικογένειες δεν επιτρέπουν διαφοροποίηση των ρόλων. Αναθέτουν ένα ρόλο σε κάθε μέλος τον οποίο θα πρέπει να το φέρει πάντα, σε βαθμό που να ταυτίζεται με αυτόν.

Η ανάθεση ρόλου δεν σχετίζεται τόσο με την προσωπικότητα του παιδιού, όπως δικαιολογείται εκ των υστέρων, αλλά κυρίως με την φάση της οικογένειας ή της γονικές ανάγκες. Ο ρόλος του μικρού ή του μεγάλου, του αδύνατου ή του δυνατού, του ικανού ή του ανίκανου, του ευαίσθητου ή του αναίσθητου, του αποδιοπομπαίου τράγου ή του διαιτητή.

Η δυσλειτουργία της συντροφικής σχέσης μπορεί να παράγει το παιδί σύντροφο, το παιδί υπεργονιό ή το παιδί εκδικητή. Τότε οι ρόλοι γίνονται έναν καλούπι που σε εγκλωβίζει και σου απαγορεύει να διαφοροποιηθείς και να αναπτυχθείς.

Η ανάθεση ρόλου στο οικογενειακό σύστημα γίνεται με ασυνείδητους μηχανισμούς και επομένως δεν κατανοείται. Ως εκ τούτου ενεργοποιείται η σύγκριση και η υποτίμηση των μελών που έχουν αναλάβει τους πιο δυσλειτουργικούς ρόλους, που θεωρούνται ως δική τους επιλογή.

Οι ταμπέλες καταγράφονται με ανεξίτηλο μελάνι. Παιδιά που έχουν προσλάβει τις φανερές και τις αφανείς αγωνίες της οικογένειας, καταγράφονται ως φοβικά. Παιδιά που έχουν εξαφανίσει τις επιθυμίες τους, προκειμένου να μη δυσκολεύουν τους γονείς τους κατακρίνονται ως δειλά ή ψυχαναγκαστικά. Παιδιά που έχουν απορροφήσει τις οικογενειακές εντάσεις, κατατάσσονται ως διαταρχτικά.

Είναι άδικο κάποιος να παραμένει για πάντα μικρός και ανώριμος για τους δικούς του, ενώ εξίσου άδικο είναι κάποιος άλλος να έχει αναλάβει να είναι μεγάλος από τη νηπιακή του ηλικία.

Είναι άδικο κάποιος να καταγράφεται ως αδιάφορος και να το αποδέχεται, ενώ είναι επίσης άδικο κάποιος άλλος να χρεώνεται το ευαίσθητος.

Η αδικία από την ταύτιση με τους άκαμπτους ρόλους είναι συγκλονιστική, καθώς , αν δεν αμφισβητηθούν, θα οδηγήσουν σε ισόβια δεσμά.

Καθοριστικό στοιχείο μιας ψυχοθεραπείας αποτελεί η κατανόηση του ρόλου που το πρόσωπο είχε αναλάβει στα πλαίσια του οικογενειακού του συστήματος και η απελευθέρωσή του από αυτόν.

Αντίθετα, η μη αναγνώριση του ρόλου οδηγεί στην αναπαραγωγή του και εκτός οικογενειακού πλαισίου. Επομένως τείνει να ταυτίζεται με την προσωπικότητα. Το προσωπείο δηλαδή απορροφά το πρόσωπο. Η μονομερής ταύτιση με ένα ρόλο αποτελεί αδικία, γιατί ταυτίζεσαι μόνο με κάποιες πλευρές σου, ενώ οι άλλες παραμένουν απαγορευμένες.

Α-δυναμίες

Η αδυναμία σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο συνιστά μια ξεχωριστή σχέση που το διακρίνει από τους άλλους. Η αδυναμία εκφράζεται με μια ειδική μεταχείριση και με την παροχή ιδιαίτερης φροντίδας.

Οι λόγοι που ένας γονιός έλκεται από κάποιο παιδί ιδιαίτερα και το ξεχωρίζει από τα άλλα, αφορούν ασυνείδητες εμπλοκές που δεν έχει επιτύχει να επιλύσει στην προσωπική του ζωή.

Η επιλογή μπορεί να έχει να κάνει με το φύλο. Με την αισθητική. Με την εξυπνάδα. Με την ομοιότητα με κάποιο συγγενικό ή άλλο πρόσωπο. Με προσωπικές ταυτίσεις. Με κάποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας.

Τα στοιχεία που οδηγούν στην αίσθηση αδυναμίας ποικίλλουν, αλλά η εμπλοκή είναι πάντα παρούσα, καθώς περιέχει ταυτίσεις που απαγορεύουν την διαφοροποίηση του παιδιού.

Η αδυναμία κατανοείται ως μια ιδιαίτερη προστασία, ώστε το παιδί να διευκολυνθεί, να μην έλθει σε επαφή με τα δύσκολα. Πρόκειται για μια καλοπροαίρετη αλλά μυωπική θεώρηση, που δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της βλάβης που προκαλεί στο αντικείμενο της αγάπης. Η στάση αυτή είναι οφθαλμοφανώς αντιληπτή από τους τρίτους , αλλά δύσκολα αναστρέψιμη.

Ο γονιός , για δικούς του ασυνείδητους λόγους, μεγαλώνει το παιδί του κατά τρόπο που να μη δυσκολευτεί, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται όταν είναι ενήλικος.

Μια πιο προσεκτική μελέτη αποδεικνύει ότι ο γονιός που υπερπροστατεύει, είναι ο ίδιος που δυσκολεύεται σε αντίστοιχες καταστάσεις και επομένως προστατεύει ένα δικό του ανασφαλές στοιχείο. Ο γονιός που συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο είναι πεπεισμένος ότι μια διαφορετική στάση, πιο ισορροπημένη, ισοδυναμεί με συναισθηματική εγκατάλειψη του παιδιού του.

Στην προσπάθειά μου να εξηγήσω σε κάποιους γονείς την αναγκαιότητα να αναπτύξει το παιδί τις δεξιότητες, ώστε να αντιπαρέρχεται μόνο του, από μικρό, τις δύσκολες καταστάσεις, τους παραθέτω το παράδειγμα του εμβολιασμού.

Τους ρωτώ αν έκαναν εμβόλια στα παιδιά τους από την βρεφική ηλικία. Οι γονείς απαντούν, βεβαίως, καταφατικά. Στη συνέχεια τους ρωτώ ποια στοιχεία περιέχει το εμβόλιο με κοιτούν με βεβαιότητα κι απαντούν ‘’αντισώματα’’. Άνθρωποι με καλή μόρφωση, παρασυρμένοι από το συναίσθημά τους, ξεχνούν την στοιχειώδη γνώση ότι τα εμβόλια περιέχουν εξασθενημένα μικρόβια. Οι γονείς οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι σημαντικός στόχος στην ανατροφή του παιδιού τους είναι ή ανάπτυξη ενός ικανού ψυχικού ανοσοποιητικού συστήματος.

Την ίδια ώρα που κάποιοι γονείς παιδιών με σωματική ή νοητική αναπηρία τα ασκούν ασταμάτητα, ώστε να αναπτύξουν τις όποιες ικανότητες τους και να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στη ζωή, κάποιοι άλλοι γονείς υπερπροστατεύουν ένα υγιές παιδί με αποτέλεσμα να το μεταλλάσσουν σε ένα τραγικά ανάπηρο άτομο.

Το παιδί τελικά πληρώνει την αδυναμία των γονιών του προς αυτό, με το να αδυνατεί να σχετισθεί ισότιμα με συμμαθητές, φίλους και αδέλφια. Αυτή η αδυναμία επεκτείνεται αργότερα στη σχέση με τον σύντροφο και με τους συναδέλφους. Τελικά, μη μπορώντας να κατανοήσει την δική του ανεπάρκεια, κατηγορεί όλους τους άλλους ότι δήθεν τον αδικούν.

Είναι εκπληκτικά εντυπωσιακός ο τρόπος, με τον οποίο κάποιος που έχει βιώσει αυτή τη χαριστική στάση, τη θεωρεί ως δεδομένη και αυτονόητη. Θεωρεί ότι όλοι θα πρέπει να του συμπεριφέρονται όπως η μαμά του και να του χαρίζονται. Επομένως απαιτεί την ίδια χαριστική συμπεριφορά απ’ όσους σχετίζονται μαζί του. Διαφορετικά, νιώθει ριγμένος, αδικημένος και αγανακτισμένος με τους άλλους που δεν καταλαβαίνουν.

Η στάση αυτή είναι ένα μαρτύριο για τα αδέλφια τους. Αφενός μεν υπέστησαν την στέρηση και την αδικία από τους γονείς τους στο παρελθόν, αφετέρου θα πρέπει να ανέχονται τις απαιτήσεις των αδελφών τους, όταν οι γονείς τους δεν θα είναι στη ζωή. Τότε ωθούνται είτε στην επανάληψη της γονικής στάσης με το να βρίσκονται στην διαρκή υπηρεσία του αδελφού τους, είτε στη διακοπή της ανυπόφορης αδελφικής σχέσης.

Οι εκφράσεις «καλομαθημένο» και «κακομαθημένο» παιδί αντιστοιχούν ακριβώς στο ίδιο περιεχόμενο, αλλά σε διαφορετική χρονική περίοδο.

Το παιδί της γονικής αδυναμίας είναι αυτός που τελικά θα πάρει τα περισσότερα στην κληρονομιά, αλλά επίσης αυτό που θα έχει εφοδιαστεί με τις λιγότερες δεξιότητες για να μπορεί να διαχειριστεί τη ζωή του. Του έχουν κλέψει τα παιδικά του χρόνια. Έχει μάθει να υπάρχει στο περιβάλλον του προστατευμένου θερμοκηπίου. Όταν έρχεται κάποια στιγμή που εκείνοι που το προσέφεραν παύουν να υφίστανται, νιώθει ανίκανος να αντεπεξέλθει στις νέες καταστάσεις.

Είναι η κατηγορία των τραγικών ξεπεσμένων ευγενών. Έχουν απολέσει τις περιουσίες τους, αλλά περιφέρονται στις δεξιώσεις με επιτηδευμένο ύφος που προσπαθεί να περισώσει τα ράκη της τραγικής τους ανεπάρκειας. Αντίστοιχοι ξεπεσμένοι πρίγκιπες μπορεί να προέρχονται από χαμηλότερες οικονομικά τάξεις.

Η υπαρξιακή προσέγγιση που καταγράφει την ανθρώπινη πορεία στο βάθος του χρόνου σημειώνει ότι τραγικά χαμένος δεν είναι αυτός που οι γονείς και η ζωή δεν του χαρίστηκαν στο ξεκίνημά του, αλλά το αντίθετο.

Με μια αντιστροφή της συνήθους αντίληψης φανερώνεται ότι ο δήθεν ευνοημένος έχει ουσιαστικά αδικηθεί. Αντίθετα, ο αδικημένος από τους γονείς –αν ο ίδιος δεν αδικήσει τον εαυτό του με το να επιτρέψει το παράσιτο του παράπονου να του στερήσει τη ζωή- θα είναι ο ικανός για το όμορφο, αλλά απαιτητικό παιγνίδι της ζωής.

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ανεξάρτητες από την πραγματικότητα

Ο Απόστολος Παύλος, πραγματικός ιδρυτής της χριστιανικής θρησκείας, είναι αυτός που όρισε και την πίστη: «Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».

Κατά τον Απόστολο Παύλο δηλαδή, πίστη (=υπόθεση) είναι η βεβαιότητα για την ύπαρξη πραγμάτων τα οποία ούτε βλέπουμε, ούτε υπάρχει καμία απόδειξη ότι υπάρχουν.

Πρόκειται για περιγραφή, που περιέχει όλη την χριστιανική θρησκεία: Από τη γέννηση του Χριστού και την Σταύρωση, μέχρι την Δευτέρα Παρουσία και την Ανάσταση των νεκρών.

Που πάει να πει πως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ανεξάρτητες από την πραγματικότητα, τα γεγονότα και τον ορθό λόγο. Είναι δηλαδή «ακοσμικές».

Παρ’ ότι όμως «ακοσμικές», οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ταυτόχρονα η κληρονομημένη παράδοση κάθε κοινότητας. Πρόκειται δηλαδή για δημιουργία των ανθρώπων που πέρασαν πριν από εμάς. Γι’ αυτό άλλωστε, κάθε κοινότητα έχει διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις από όλες τις άλλες.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Χριστιανική θρησκεία, από την εποχή του Θεοδοσίου, οπότε επιβλήθηκε με τη βία ως κρατική θρησκεία, ενώ στην ρητορική της διατήρησε την αρχική «ακοσμικότητα», ως δημιούργημα του ανθρώπινου κόσμου προσαρμόστηκε σ’ αυτόν.

Έτσι, όταν ο φόνος εξυπηρετούσε τα κρατικά συμφέροντα με τα οποία η θρησκεία ταυτιζόταν, μέχρι και το βιβλικό «ου φονεύσεις» αγνόησε, αφού «ευλόγησε» τον θάνατο των «άλλων».

Με τον ίδιο τρόπο ανέχτηκε ακόμη και την επιστήμη, παρ’ ότι η τελευταία, στηριζόμενη στην «εγκόσμια» απόδειξη, ήταν ασύμβατη με τις αναπόδεικτες και «ακοσμικές» παραδοχές της.

Που πάει να πει πως η θρησκεία, όπως όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα, βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη κατάσταση, άρα και στην ανθρώπινη αντιφατικότητα.

Είναι η αντιφατικότητα, με την οποία παρουσιάζεται σήμερα το ορθόδοξο ρεύμα, καταφεύγει στη δεισιδαιμονία.

Διότι δεισιδαιμονία είναι οι κυρίαρχες στους ορθόδοξους εκκλησιαστικούς κύκλους δοξασίες, σε σχέση με την πίστη ότι με την θεία κοινωνία ή το προσκύνημα των εικόνων ή πτωμάτων, κάθε τι επιστημονικό, διώχνει η ιερότητά τους και την ζωντανή τους πίστη.

Και ναι μεν, με βάση την εγκόσμια εμπειρία της επιστήμης και της λογικής, αυτές οι δοξασίες είναι απολύτως παράλογες. Όμως αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίον είναι και παντοδύναμες.

Αφού οι πεποιθήσεις που διαμορφώνονται εκτός πραγματικότητας και εκτός των κανόνων της λογικής, είναι απρόσβλητες και από τη λογική και από την πραγματικότητα. Μια και «η πραγματικότητα ελάχιστα αντιστέκεται και στην πιο τρελή θεωρία, που θα μπορούσε να σκαρφιστεί κάποιος απατεώνας». (Hannan Arendt, «Υπόσχεση πολιτικής»).

Και όλα αυτά είναι απολύτως ανθρώπινα. Αφού «…ο άνθρωπος είναι ζώον που επιθυμεί την πίστη και όχι την γνώση». (Κ. Καστοριάδης, «Η άνοδος της ασημαντότητας»).

Και ότι έχει και αυτός τον τρόπο του να γίνει διακριτός και να συγκεντρώσει πάνω του το φως της δημόσιας σφαίρας.

Έτσι αποφάσισε ότι απέκτησε την υπεράνθρωπη ικανότητα να αντιληφθεί αυτό, που όλη η ανθρωπότητα είναι «ανίκανη» να δει: ότι η επιστήμη είναι μία «παγκόσμια συνωμοσία».

Ζώντας μάλιστα σε έναν μονωμένο από την πραγματικότητα και τη λογική κόσμο, όπου «δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στα γεγονότα και την φαντασία», εκλαμβάνει σαν εχθρική επίθεση κάθε διάψευση του παραλογισμού του.

Είναι ο λόγος για τον οποίο προτού ακόμη πεθάνουν, «είναι περισσότερο αποκομμένοι από τον κόσμο των ζωντανών, απ’ όσο αν ήταν νεκροί».

ΔΕΣ:

Χριστιανισμός και επιστήμη

Τo Internet και η Χαμένη Τέχνη της Συζήτησης

Ο Cass Sunstein είναι καθηγητής στο τμήμα Νομικών σπουδών του Harvard. Ο Sunstein έχει περάσει πολλά χρόνια εξετάζοντας πως σκέφτονται και ενεργούν οι ομάδες ανθρώπων, κυρίως στον τομέα των επιχειρήσεων. Η έρευνα του "ακουμπάει" πολλούς διαφορετικούς άξονες καλύπτοντας ένα φάσμα από οργανωσιακή συμπεριφορά και ψυχολογία έως οικονομικά και μάνατζμεντ. Στο Harvard Business Review, έγραψε ένα μακροσκελές άρθρο εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους οι ανθρώπινες ομάδες είναι ως επί το πλείστον χαζές και παίρνουν λανθασμένες αποφάσεις.

Διαβάζοντας τις σημειώσεις του, κατάλαβα πως τα συμπεράσματα του, εκτός από τον κόσμο των επιχειρήσεων, θα μπορούσαν να έχουν απόλυτη εφαρμογή στο ψηφιακό κόσμο και τις ομάδες (groups) που δημιουργούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξηγώντας σε μεγάλο βαθμό ένα φαινόμενο που προσωπικά παρατηρώ σε όλα τα timelines τα οποία χρησιμοποιώ. Αυτό της παντελούς έλλειψης ουσιαστικών και δομημένων συζητήσεων. Οπότε στις επόμενες παραγράφους, θα προσπαθήσω να εξετάσω αν τα έμφυτα στοιχεία του Διαδικτύου συμβαδίζουν με τις επιστημονικά ευρήματα του Sunstein.

Η αποτυχημένη μετάβαση της συζήτησης στο ψηφιακό κόσμο

Αν ανατρέξετε σε αναλύσεις και ακαδημαϊκές έρευνες σχετικά με την επιρροή που έχει ασκήσει το Διαδίκτυο σε όλες τις εκφάνσεις μιας κοινωνίας θα παρατηρήσετε πως θα βρείτε πληροφορίες για πολλά πεδία όπως η εκπαίδευση, η οικονομία, η επιχειρηματικότητα και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Απόλυτα λογικό καθώς όντως το Διαδίκτυο έχει αλλάξει ριζικά όλα τα προαναφερθέντα επίπεδα αλλά αν εξετάσουμε το Internet και τα social media σε ένα πιο φιλολογικό επίπεδο θα παρατηρήσουμε πως δημιουργούν ένα περιβάλλον που όχι μόνο δεν είναι ιδανικό αλλά αντιθέτως εμποδίζει τη δημιουργία ενός πλαισίου που θα επιτρέψει δομημένες συζητήσεις που ακολουθούν τους βασικούς κανόνες ανταλλαγής επιχειρημάτων, το σεβασμό του συνομιλητή και την εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων.
 
Ενώ ζούμε στην εποχή της απόλυτης εκδημοκρατικοποίησης του λόγου, της αμεσότητας και της ταχύτητας έκφρασης της σκέψης, της συμμετοχής μας σε δεκάδες δίκτυα που ζουν από την παραγωγή γραπτού υλικού παράλληλα παρατηρείται όλο και περισσότερο μια ένδεια στον ιντερνετικό τρόπο γραφής, μια πολύ περιορισμένη ανταλλαγή απόψεων και μια τάση στην αποφυγή συζητήσεων για σοβαρά θέματα που χρήζουν ανάλυσης και μελέτης. Θα ήταν απόλυτα ασφαλές να πούμε πως το Διαδίκτυο δεν έχει μπορέσει να δημιουργήσει ούτε στο ελάχιστο ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την προώθηση τέτοιων συζητήσεων. Αν χρησιμοποιήσουμε το επιχείρημα που θέλει το Διαδίκτυο να μεταφέρει σε έναν ψηφιακό κόσμο όλες τις βασικές ενέργειες των ανθρώπων που ήδη προϋπήρχαν, η μετάβαση της ενέργειας που λέγεται "συνομιλία" έχει αποτύχει πλήρως.

Οι λόγοι που έχουν οδηγήσει στο συγκεκριμένο φαινόμενο είναι πολλοί και κάποιοι από αυτούς απόλυτα αναμενόμενοι καθώς μιλάμε για ένα τελείως διαφορετικό πεδίο. Η επικράτηση του γραπτού λόγου σαν κύριο όχημα για την έναρξη μιας συζήτησης, η δημιουργία της απροσωποποίησης λόγω της ύπαρξης μιας οθόνης και ενός ανώνυμου avatar, η πολλές φορές αναγκαστικά αποσπασματική έκφραση απόψεων και η ύπαρξη ενός άτυπου βαθμολογικού συστήματος είναι μερικοί απ' αυτούς. Παράλληλα, το περιεχόμενο των απόψεων που εκφράζονται διαμορφώνεται από ένα ελαττωματικό σύμπλεγμα πληροφοριών το οποίο προσπάθησα να αναλύσω σε προηγούμενο άρθρο μου.

Γιατί οι ομάδες δεν λειτουργούν αποτελεσματικά

Ας εστιάσουμε όμως στους αποτρεπτικούς λόγους που δημιουργούνται εξαιτίας της τάσης των ανθρώπων/χρηστών να σχηματίζουν ομάδες, κάτι που προφανώς ισχύει και στη καθημερινότητα μας αλλά και στο Διαδίκτυο. Η αλήθεια είναι πως στο Διαδίκτυο βρισκόμαστε πάντα σε ένα πλαίσιο ευρύτερης ομάδας είτε αυτή λέγεται λίστα Twitter, είτε group στο Facebook είτε πιο γενικά ο κύκλος των φίλων ή ακολούθων που έχουμε. Ότι γράφουμε ή διαβάζουμε, διαβάζεται παράλληλα και από μια ομάδα ανθρώπων που έχουμε επιλέξει εμείς οι ίδιοι ή έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Sunstein λοιπόν βρήκε πως 2 είναι οι βασικοί λόγοι που οι ομάδες δεν κάνουν σωστές επιλογές. Ο πρώτος είναι οι πληροφορίες που αναπαράγονται και το δεύτερο η διαχείριση της φήμης. Ας εστιάσουμε στο δεύτερο, καθώς ο πρώτος έχει ήδη αναλυθεί.

Η διαχείριση της φήμης

Θεωρώ πως το συγκεκριμένο συμπέρασμα αποκαλύπτει τη καρδιά του "προβλήματος" που παρουσιάζει το Διαδίκτυο στο θέμα της συζήτησης. Η επίγνωση του ότι γράψουμε ανήκει στη δημόσια σφαίρα μας κάνει να αλλάζουμε πολύ του τι θα επικοινωνήσουμε. Επειδή τα κοινωνικά δίκτυα έχουν χτισθεί πάνω σε μια κεντρική ιδέα, αυτής της συνεχούς επιτήρησης τόσο από το αόρατο μάτι των απρόσωπων δικτύων όσο και από τους φίλους μας αλλά και της ύπαρξης μιας λεπτομερούς βαθμολόγησης, είναι λογικό να ρέπουμε προς απόψεις που θα μας χαρίσουν likes και κοινωνική αναγνώριση από τους υπόλοιπους χρήστες.

Το Διαδίκτυο δηλαδή έχει δημιουργήσει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει πολύ περισσότερη σημασία να είσαι κοινωνικά αποδεκτός και αρεστός παρά να εκφράζεις απόψεις που ίσως είναι αντίθετες από τις ήδη υπάρχουσες. Είναι κάπως άτοπο αλλά σκεφτείτε για μια στιγμή πως θα λειτουργούσαμε αν κάναμε μια συζήτηση με έναν φίλο μας μπροστά σε χιλιάδες θεατές οι οποίοι ζητωκραυγάζουν κάθε φορά που η άλλη πλευρά διατυπώνει μια άποψη. Τα λεγόμενα metrics των κοινωνικών δικτύων, δηλαδή η καθολική επικράτηση ποσοτικών μονάδων για τη μέτρηση ποιοτικών στοιχείων, έχουν αντιστρέψει βασικούς τρόπους λειτουργίας των μέσων. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως the metric is the message καθώς πια έχει πιο πολλή σημασία το πόσες φορές άρεσε κάτι που έγραψες, παρά το τι έγραψες.

Οι προαναφερθείσες καταστάσεις δημιουργούν, σύμφωνα με τον Sunstein, τα εξής προβλήματα στις ομάδες: την πόλωση και το "φαινόμενο καταρράκτη".

Πόλωση

Έρευνες έχουν αποδείξει ότι είναι μαθηματικά βέβαιο πως οι ομάδες έχουν μια φυσική τάση να οδηγούνται στα άκρα φτάνοντας στην απόλυτη πόλωση. Ο λόγος είναι πως τα άκρα, όποια κι αν είναι αυτά, προσφέρουν ένα εξαιρετικό υπόβαθρο πίσω από το οποίο όχι μόνο μπορούν να δικαιολογηθούν οι Χ αποφάσεις αλλά επίσης να δημιουργηθεί και μια εκ διαμέτρου αντίθετη πλευρά την οποία ορίζουμε ως παράδειγμα προς αποφυγή. Ο ψηφιακός κόσμος είναι ένα απόλυτα πρόσφορο έδαφος για αυτό το φαινόμενο για διάφορους λόγους. Έρευνα της Pew Research, βρέθηκε πως 55% των χρηστών του Internet θεωρεί πως τα social media αυξάνουν στο μέγιστο την επιρροή ομάδων με ακραίες πολιτικές θέσεις ενώ 4 στους 10 επιλέγουν να διαβάζουν ειδήσεις που συμβαδίζουν με τις απόψεις τους.

Αρχικά, η ανάγκη για ένταξη σε κάποια ομάδα είναι πολύ μεγάλη καθώς μόνο έτσι μπορούμε να φιλτράρουμε αποτελεσματικά τον τεράστιο αριθμό πληροφοριών που μας κατακλύζουν καθημερινά ενώ παράλληλα είναι ο μοναδικός τρόπος να βρούμε ομοϊδεάτες μας μέσα από χιλιάδες χρήστες εκεί έξω. Επιπλέον, η έκφραση απόψεων που δεν ανήκουν αντικειμενικά στα άκρα, χρειάζονται συνήθως αρκετή ώρα για να αποτυπωθούν σωστά, απαιτούν την απόλυτη προσοχή του ακροατή και τέλος διαμορφώνονται μέσα από τη συνεχή ανταλλαγή επιχειρημάτων των συνομιλητών. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί στο Διαδίκτυο καθώς ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς κάνει παράλληλα ο συνομιλητής σου, υπάρχει ο "θόρυβος" των υπόλοιπων χρηστών που μπορούν να προσθέσουν κάτι άσχετο με το θέμα ενώ τέλος υπάρχει είτε η ανάγκη για λακωνική διατύπωση (Twitter) είτε η γενική αποφυγή για μακροσκελή κείμενα.

Cascade Effect - Φαινόμενο Καταρράκτη

Σίγουρα θα υπάρχει μια καλύτερη και πιο ακαδημαϊκή απόδοση του όρου αλλά ας κρατήσουμε τη λέξη καταρράκτης γιατί επικοινωνεί αποτελεσματικά το νόημα της φράσης. Το φαινόμενο καταρράκτη στις ομάδες είναι αυτό σύμφωνα με το οποίο κάποιος διατυπώνει μια Χ άποψη πριν από οποιαδήποτε άλλον και η άποψη αυτή λειτουργεί σαν πυξίδα για όλα τα άλλα μέλη με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας καταρράκτης όμοιων απόψεων που στο πέρασμα του δεν επιτρέπει να ακουστεί με προσοχή οτιδήποτε άλλο. Είναι ακόμα ένα φαινόμενο που βρίσκει απόλυτη εφαρμογή στο χώρο των social media, στα οποία μάλιστα συναντάται πολύ έντονα το φαινόμενο του διαχωρισμού των χρηστών σε κάστες επιρροής με όρους όπως connectors, mavens και salesmen. Επειδή λοιπόν το διαδίκτυο λειτουργεί βάσει κυρίως της ταχύτητας έκφρασης απόψεων και επειδή πολύ συχνά (και λογικά) δεν προλαβαίνουμε να έχουμε άποψη για ότι απασχολεί την ευρύτερη κοινωνία, βρίσκουμε χρήστες οι οποίοι εκφράζουν απόψεις με τις οποίες συμφωνούμε έχοντας ως αποτέλεσμα να δημιουργούμε ένα καταρράκτη απόψεων που σχεδόν πάντα μονοπωλεί το ιντερνετικό ενδιαφέρον. Είναι πολύ σύνηθες οι αρχικές απόψεις που δημιουργούν τον καταρράκτη να μην είναι ούτε μελετημένες, ούτε σωστά διατυπωμένες φθάνοντας σε ένα σημείο που τα γεγονότα διαστρεβλώνονται για να ταιριάζουν στην άποψη και όχι το αντίστροφο.

Σε αναζήτηση μιας νέας μορφής επικοινωνίας

Υπάρχουν και άλλα συμπεράσματα από την έρευνα του Sunstein που συγκεντρώνουν μεγάλο ενδιαφέρον όπως ότι οι ομάδες συνήθως εστιάζουν στη γνώση που ήδη υπάρχει χωρίς να 'παράγουν" καινούργια δεδομένα και πως συνήθως αμβλύνουν τα προβλήματα τους και όχι το αντίστροφο. Θεωρώ πως ο τρόπος με τον οποίον έχουν χτισθεί τα υπάρχοντα κοινωνικά δίκτυα και παράλληλα η δομή στην οποία βασίζεται το Internet σαν επιχείρηση δεν μπορούν να δημιουργήσουν κανένα πλαίσιο που να ευνοεί την έννοια της συζήτησης όπως τουλάχιστον την έχουμε διδαχθεί.

Ακόμα και βίντεο υπηρεσίες όπως το Skype που επιτρέπουν στους χρήστες να έχουν οπτική επαφή με τον συνομιλητή περισσότερο δυσκολεύουν παρά διευκολύνουν την εξέλιξη μιας πραγματικής συνομιλίας. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του συγκεκριμένου φαινομένου είναι το ποια ακριβώς μορφή θα πάρει η τέχνη της συζήτησης στα επόμενα χρόνια από τη γενιά των millennials και μετά που δεν διδάχθηκαν τους παραδοσιακούς κανόνες συνομιλίας όπως έγινε με ανθρώπους γεννηθέντες πριν το 1990. Ίσως στο κοντινό μέλλον παρατηρήσουμε την επικράτηση μιας νέας μορφής επικοινωνίας η οποία θα μπορεί να μεταδίδει παράλληλα τόσο ψηφιακά όσο και φυσικά στοιχεία.

Ένα εύκολα κατανοητό παράδειγμα θα ήταν να διεξάγεται μια συνομιλία μεταξύ 2 ανθρώπων στο ίδιο φυσικό περιβάλλον ενώ ταυτόχρονα φοράνε google glasses τα οποία κατά τη διάρκεια της συνομιλίας θα προβάλλουν πληροφορίες όπως το κοινωνικό προφίλ του συνομιλητή, την θερμοκρασία του σώματος του. Αυτόματα περνάμε σε μια τελείως διαφορετική μορφή επικοινωνίας που θα διέπεται από κανόνες άγνωστους σε εμάς αυτή τη στιγμή.

ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ: ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ TOY ΣΟΦΟΥ ME ΤΙΣ ΜΟΥΣΕΣ

Μετά τον Παρμενίδη, ο στοχαστής που πρώτος εισηγήθηκε μια νέα πρακτική του μύθου υπήρξε ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα (490-430). Από το έργο του διασώζονται πολυάριθμα αποσπάσματα, εκατόν πενήντα περίπου, τετρα­κόσιοι πενήντα στίχοι στο σύνολό τους, στους οποίους πρέπει στο εξής να προ­σθέτουμε εβδομήντα επιπλέον στίχους τους οποίους ανακάλυψε πρόσφατα ο συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών Alain Martin και βρίσκονται υ­πό έκδοση. Πρόκειται για μια σημαντική ανακάλυψη που συμπληρώνει λεπτο­μερώς ορισμένες ιδέες σχετικά με το γίγνεσθαι. Παρόλο που ο πάπυρος δεν προβλέπεται να αλλάξει την οπτική μας πάνω στη σκέψη του Εμπεδοκλή, θα μπορούσε να μας διαφωτίσει σχετικά με τη δική του πρακτική του μύθου.

Ο Εμπεδοκλής ανέτρεξε στις Μούσες που τον ενέπνεαν και ακόμη αντιστρατεύτηκε τον Παρμενίδη προσπαθώντας να εδραιώσει τη δυνατότητα ενός λόγου «μη απατηλού» (fr. 17, 25). Η πεποίθηση ότι ο τρόπος με τον οποίο α­σκούσε τη σοφία προσιδίαζε σε αυτόν των Ιώνων, παρακάμπτοντας τον εκκο­λαπτόμενο φιλόσοφο και στηρίζοντας το μυθικό του έργο στις Μούσες, εγείρει μια σειρά ερωτημάτων. Η πρώτη διαπίστωση απορρέει σαφώς από το έργο του: ο Εμπεδοκλής, αντίθετα από τον Παρμενίδη, παρουσιάζεται ως σοφός που μεταδίδει στον μαθητή του Παυσανία μια γνώση χάρη στην οποία κανείς δεν θα μπορέσει να τον ξεπεράσει (fr. 1· 2, 9· 3, 8· 15). Στο ίδιο πλαίσιο, κάνει επί­σης την απολογία της τεχνικής, την οποία ασκεί ως μηχανικός (είχε κατα­σκευάσει συστήματα άρδευσης και αντιανεμικά φράγματα) και ιατρός (καυ­χιόταν ότι είχε αναστήσει έναν νεκρό). Η πρακτική αυτή σκοπιά, ξένη στον Παρμενίδη, τον ώθησε να συμπληρώσει το ποίημά του Περί Φύσεως με ένα άλ­λο, που έμεινε γνωστό ως Καθαρμοί. Τίποτε ωστόσο δεν μας διαβεβαιώνει ότι τα δύο αυτά ποιήματα δεν αποτελούν ένα μοναδικό, αν τουλάχιστον δεχτούμε ότι η φυσική του Εμπεδοκλή εγκρύπτει πυθαγόρειες δομές που παραπέμπουν στην αρχή της μετενσάρκωσης. Εν πάση περιπτώσει, αυτό μοιάζει να είναι το συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε υστέρα από τις πρόσφατες ανακαλύψεις, που ερμηνεύονται υπό ένα νέο πρίσμα (βλ. A. Martin). Εάν δε προσθέσουμε την οπτική που υποστηρίζω, σύμφωνα με την οποία ο μύθος δύναται να συνενώσει πράγματα που δεν έχουν απαραιτήτως αντικειμενικούς δε­σμούς μεταξύ τους, η ενότητα του κειμένου δεν θα έπρεπε ουσιαστικά να αποτελεί ζήτημα. Εάν η σκηνοθεσία του καθαρμού δεν είναι ανεξάρτητη από την τοποθέτηση υπέρ της μετενσάρκωσης, τότε οι κύκλοι της ζωής δεν είναι λιγότερο φυσικοί, με αποτέλεσμα η μυθική προσέγγιση του γίγνεσθαι να μπορεί να συμπλησιάσει τη φύση με τον καθαρμό, όπως ήδη συμβαίνει στον πυθαγορισμό. Εντούτοις ο πυθαγορισμός του Εμπεδοκλή μοιάζει περιορισμένος: συμ­φωνεί περισσότερο με τη σοφία παρά με τη φιλοσοφία. Τούτο εξηγεί μάλλον γιατί επανέρχεται στις Μούσες, όπως ορισμένοι πυθαγόρειοι, με σκοπό όμως να προαγάγει τον «σοφό» που διδάσκει στον μαθητή του (Παυσανία). Εξ ου και η νέα αυτή εναλλακτική της επανεφαρμογής του μύθου, κατά το παράδειγ­μα του Παρμενίδη, τροποποιώντας όμως ριζικά τα δεδομένα του.

Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ο θαυμασμός του Εμπεδοκλή για την τεχνική, μιας και η «σοφία» με την αρχαϊκή σημασία του όρου συμπεριλάμβανε και την τεχνική, και μάλιστα εξέφραζε πρώτα από όλα την τεχνική επιδεξιότητα. Φτά­νει κατά πάσα πιθανότητα στο αποκορύφωμά της με τον μύθο των αυτομάτων, που επανεμφανίζεται στη ραψωδία Ρ της Ιλιάδας, όπου περιγράφεται το εργα­στήρι του Ήφαιστου με τα τελειοποιημένα αυτόματά του: τους φυσητήρες, τους τρίποδες που κατασκευάζει ώστε να μεταφέρουν από μόνοι τους τα μηνύματα στις συνελεύσεις των θεών, και τις θεραπαινίδες από χρυσό που, προικισμένες με ανθρώπινο νου, κατέχουν τον λόγο. Ο Ήφαιστος, η Αθηνά, ακόμη και ο Προμηθέας, φωτίζονται στην Αρχαιότητα από την άλω της σοφίας, συνήθως ό­μως σε σχέση με τεχνικά και σπανιότερα με θεωρητικά επιτεύγματα. Την προ­αγωγή της τεχνικής, που ενισχύεται εκείνα τα χρόνια από τον μύθο του Προμη­θέα, την ξαναβρίσκουμε αργότερα στους σοφιστές, οι οποίοι συστήνονται ως σοφοί - ο Πρωταγόρας θεωρούνταν εφευρέτης του σαμαριού για τη διευκόλυν­ση των αχθοφόρων (τύλη), ενώ ο Ιππίας καυχιόταν συνεχώς ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα με τα χέρια του - ή σε ορισμένους ατομικούς, όπως ο Δημόκρι­τος, που πίστευε ότι τα αντικείμενα που κατασκεύαζε η τεχνολογία ήταν αντι­κείμενα της φωτιάς. Σε κάποια χωρία που αποδίδονται στους Καθαρμούς ο Ε­μπεδοκλής κάνει επίσης νύξη για τη δόξα που έχει κερδίσει χάρη στα τεχνολο­γικά επιτεύγματα και τη σοφία του, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να τον θεω­ρούν ικανό να επιλύει κάθε τους πρόβλημα και να τους παρέχει τρόπους να α­ποκτήσουν πλούτη. Παραδέχεται ωστόσο ότι ορισμένοι κερδίζουν τιμές που δεν τους αξίζουν, εκμεταλλευόμενοι τον πόνο και την εξαθλίωση που μαστί­ζουν τους ανθρώπους. Γι’ αυτό μας προειδοποιεί ότι ο λόγος του δεν θα είναι ευχάριστος, μια και η αλήθεια είναι πάντοτε επώδυνη. Όμως για ποια αλήθεια πρόκειται άραγε;

Υπάρχει, ισχυρίζεται ο Εμπεδοκλής, ένα αρχαίο διάταγμα των θεών το ο­ποίο εξαγγέλλει η Ανάγκη, σύμφωνα με το οποίο ορισμένες πράξεις -όπως η αι­ματοχυσία, η επιορκία και άλλες ομοειδείς- εξορίζουν τον δράστη τους ανάμεσα στους φριχτούς δαίμονες και τον υποχρεώνουν να περιπλανάται «δέκα χιλιάδες εποχές» (ώραι) μακριά από τους μακάριους θεούς και να υφίσταται τους κύ­κλους της μετενσάρκωσης παίρνοντας κάθε λογής θνητή μορφή, από την απλού­στερη έως την πιο τερατώδη. Η εικόνα όμως που έχουν διαμορφώσει οι θνητοί για τον «σοφό» που είναι ο ίδιος δείχνει πως αγνοούν ότι ανήκει στο είδος των εξόριστων που εμπιστεύτηκαν το μανιασμένο μίσος, καθώς και ότι είχε υπάρξει αγόρι, κορίτσι, φυτό, πουλί και βουβό ψάρι, θρηνώντας τη μοίρα που του έλαχε στον παράξενο τόπο τον ερημωμένο από κάθε χαρά. Εφεξής το ερώτημα που τί­θεται είναι να μάθουμε ποιες γνήσιες τιμές και ποια ευτυχία στερήθηκε για να ακολουθήσει τον δρόμο της εξορίας. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της μετενσάρ­κωσης, την οποία καταφανώς παραδέχεται ο Εμπεδοκλής και μάλιστα ομολογεί ότι την έχει βιώσει, αποτελεί σημάδι κάποιου κακού και μάρτυρα της δυστυχίας, δύο συνθηκών με τις οποίες ο άνθρωπος υποχρεούται να έρθει αντιμέτωπος.

Προκειμένου να επιτύχει αυτόν τον καθαρμό, ο Εμπεδοκλής ακολουθεί το πρότυπο ενός ανθρώπου (ενδεχομένως του Πυθαγόρα) ο οποίος διέθετε απε­ριόριστες γνώσεις και ήταν ικανός να πράττει σοφά σε όλους τους τομείς, σε βαθμό που πέτυχε με τη δύναμη της σκέψης του να συλλάβει γεγονότα του πα­ρελθόντος που εκτείνονταν σε πολλές ανθρώπινες γενιές. Έτσι διανοίγεται η οδός της Αγάπης, η οποία νοείται μονάχα εάν κανείς κατακτήσει τη γονιμότητα των θείων σκέψεων και μπορεί να διακρίνει την πραγματική τους φύση. Καθώς όμως δεν είναι δυνατόν να έχουμε άμεση πρόσβαση στη θεία γνώση, δέον είναι αρχικά να απελευθερωθούμε από τον ανθρωπομορφισμό που είχε ήδη στηλιτεύσει ο Ξενοφάνης, με σκοπό να δούμε ότι ο Θεός μοιάζει με νόηση που δια­τρέχει τον πραγματικό κόσμο στο σύνολό του (fr. 134).

Ο Εμπεδοκλής στηρίζει την ιδέα αυτήν στον πυρήνα του ποιήματος του Πε­ρί Φύσεως, που διαγράφει τις φυσικές συνθήκες της βασιλείας της Αγάπης. Χά­ρη σε αυτήν ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τις συνθήκες υπό τις οποίες πράτ­τει και να καταφέρει να απαλλαγεί από τη βίαιη ζωή που κυβερνά το Μίσος και ωθεί τους ανθρώπους στον αλληλοσπαραγμό. Η Αγάπη βοηθά στην εξύψω­ση του ανθρώπου μέσω της σοφίας, και άλλους τους κάνει μάντεις, άλλους ρα­ψωδούς, άλλους ιατρούς, ούτως ώστε να βρεθούν στην πρώτη γραμμή επί Γης και εν συνεχεία να ξαναγεννηθούν ως τιμημένοι θεοί (fr. 146). Η εξύμνηση του σοφού περνά, συνεπώς, μέσα από την ενεστώσα δράση, αλλά καθαιρείται μετά θάνατον, προκειμένου η επιστροφή του στη ζωή να του προσδώσει μια δόξα α­γνότερη, όχι πλέον κερδίζοντας μάταιες τιμές, αλλά επιτυγχάνοντας μια εγγύ­τητα μεταξύ των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, όταν πια θα μοιράζονται την εστία και την τράπεζα των άλλων αθανάτων μακριά από τις δυστυχίες, δεν θα έχουν πλέον τίποτε να φοβηθούν (fr. 147). Ενώ αυτό το συμπέρασμα του Εμπεδοκλή οδηγεί σε σχάση με τον πυθαγορισμό, ταυτόχρονα πραγματοποιεί μια σύνθεση του πυθαγορισμού και της νόησης των σοφών, ακριβώς επειδή παραδέχεται την πιθανότητα μιας σοφίας που θεοποιεί τον άνθρωπο. Σύμφωνα δηλαδή με τον Εμπεδοκλή, ο άνθρωπος δύναται μέσω της σοφίας να διανύσει τον κύκλο της μετενσάρκωσης φτάνοντας ως τη θέωση. Η σοφία αυτή, που πραγματώνε­ται με τον έλεγχο της Φύσης στο σύνολό της, εξασφαλίζει στον γνώστη την οδό της σωτηρίας. Εάν αυτή η παρατήρηση αποδεικνυόταν ορθή, θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μια απόπειρα του σοφού να προσδώσει στη σοφία τη δύναμη που της είχε αποστερήσει ο πυθαγορισμός: να μην αρκεστεί να γίνει ένας δαί­μονας στο παιχνίδι της ζωής. αλλά να φτάσει, ει δυνατόν, στη θέωση. Στην εν λόγω αποκατάσταση της σοφίας των Ιώνων φαίνεται πως οδηγεί η πίστη του Ε­μπεδοκλή στην τεχνολογία, περνώντας όμως μέσω της πυθαγόρειας εναλλακτι­κής διάστασης. Ο μύθος ξαναδίνει νόημα σε ό,τι είναι θείο.

Ωστόσο την ανάλυση του Εμπεδοκλή διέπει λιγότερο το σχήμα της αγάπης και περισσότερο η αντικειμενοποίησή του ως υπόβαθρου του πραγματικού - που βρίσκεται σε εξέλιξη και άρχεται από τις τέσσερις θεϊκές ρίζες: τον Δία (φωτιά), την Ήρα (γη), τον Αϊδωνέα (αέρα) και τη Νήστη (νερό). Οι δρόμοι των παραπάνω διασταυρώνονται διαρκώς και περιπλέκονται μεταξύ τους, μένο­ντας όμως αναλλοίωτοι, και άρα λόγω της διαρκούς τους κίνησης μοιάζουν «α­κίνητοι», καθώς ούτε τους προστίθεται ούτε τους λείπει κάτι ώστε να υποστούν κάποια αλλαγή. Αυτή η σταθεροποίηση του υπόβαθρου, που εντούτοις εγκρύπτει την αυτονομία καθεμιάς από τις οντότητες που βρίσκονται στη ρίζα κάθε πράγματος, θα έπρεπε θεωρητικά να ευνοεί τη διάκρισή τους και να καταλήγει σε έναν κόσμο χαοτικό -απότοκο του Μίσους εάν δεν υπάκουε στον νόμο του Ενός- όπου κυριαρχεί ο Σφαίρος, που κινείται όμοια με τον εαυτό του μέσα στη μοναχική του επανάσταση και εμφανίζεται ως ο κοσμογονικός εγγυητής της Α­γάπης. Αρνούμενος τη φύση ως άνθηση που ξεκινά από μια ενική βάση και θεω­ρώντας την απλώς ένα «όνομα» που το εμπνεύστηκαν οι Ίωνες στοχαστές, ο σο­φός από τον Ακράγαντα εξετάζει τη δημιουργία του Ενός με αφετηρία το πολ­λαπλό και τον διαχωρισμό του Ενός ως δημιουργό του πολλαπλού. Ο κύκλος του γίγνεσθαι κατά πάσα πιθανότητα πραγματοποιείται στον Σφαίρο, ο τελευ­ταίος όμως εμφανίζεται στην πληρότητά του μονάχα όταν είναι Εν, όταν ορίζε­ται από την καθαρή ενότητα πέρα από κάθε διαχωρισμό. Επομένως, έρχεται σε αντίθεση με την οριακή κατάσταση όπου οι τέσσερις ρίζες διαχωρίζονταν εντε­λώς, με αποτέλεσμα η γένεση των πραγμάτων να επισυμβαίνει μονάχα σε ένα ενδιάμεσο διάστημα, όπου η κυριαρχία της Αγάπης και του Μίσους καταφέρνει να ισορροπήσει, παρόλο που το καθένα άρχει εναλλάξ.

Οι ερμηνευτές συνεχίζουν ακόμη να συζητούν έντονα περί της σημασίας του γίγνεσθαι, κυρίως θέλοντας να μάθουν εάν υπάρχουν ή όχι ακραίες σφαιρικές φάσεις, καθώς και ποιες είναι οι ενδιάμεσες καταστάσεις του γίγνεσθαι. Η α­πάντηση είναι δύσκολη, μιας και τα υπάρχοντα αποσπάσματα δεν επεξηγούν σχετικά. Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μύθο, γεγονός που στη συνέχεια επέτρεψε στους νεοπλατωνικούς να επανεντάξουν τη σκέψη του Εμπεδοκλή σε ένα αιώνιο σύστημα, όπου η Αγάπη αντιστοιχούσε σε έναν ιδανι­κό και νοητό κόσμο και το Μίσος στον αισθητό και εν τω γίγνεσθαι κόσμο που μας περιβάλλει. Γι’ αυτό πιστεύω πως μια ουσιαστική απάντηση θα δοθεί μονά­χα όταν θα έχουμε διαφωτίσει τις διαφορετικές αρχαϊκές πρακτικές του μύθου. Ωστόσο μπορούμε να πούμε ήδη ότι με την παρώθηση της Αγάπης, που αναφύε­ται από το κέντρο, όλα τα πράγματα συνενώνονται στο Εν, ενώ όταν κυβερνά το Μίσος, που ξεκινά από την περιφέρεια και επεκτείνεται προς το κέντρο, όλα διασκορπίζονται, τα πράγματα και οι άνθρωποι απομονώνονται, προκαλώντας αντιθέσεις, βιαιότητες και πολέμους. Στο μεταξύ τους διάστημα, θα μπορούσα­με να πούμε, οι επιμέρους κύκλοι του γίγνεσθαι υπαγορεύονται από τη συμφω­νία ή την ασυμφωνία, ανάλογα με τη δύναμη που κυριαρχεί κάθε φορά. Μπο­ρούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η σοφία συνίσταται στην κατανόηση της πραγ­ματικής υπόστασης αυτών των γίγνεσθαι, προκειμένου να καταλάβουμε τον ε­νεργητικό ρόλο της Αγάπης και την ικανότητα που έχει ο άνθρωπος να εναρμο­νίζεται με την Αγάπη και να μην επιτρέπει να παρεισφρέουν στη ζωή του άν­θρωποι «εφήμεροι» που άγονται και φέρονται από το μίσος, ζουν δίχως να σκέ­φτονται την επαύριον και υπομένουν τα πλήγματα της μοίρας. Έτσι, επικαλού­μενος τις Μούσες, ο σοφός παρακαλεί να του φανερώσουν τους νόμους που θα βοηθήσουν τον άνθρωπο να εξυψωθεί προς τη σοφία. Επανέρχεται, άρα, στην ησιοδική αντίληψη της δυνατής για τον άνθρωπο ανάτασης, όχι πια δουλεύο­ντας τη γη, αλλά με την πράξη που εμπνέει η αγάπη εις βάρος του μίσους.

Το μήνυμα είναι νέο: ολοκληρώνει το κίνημα που εγκαινίασε η δελφική ιδεο­λογία, το οποίο ο Εμπεδοκλής επιχείρησε να ξαναθέσει όχι πλέον στον στενό πολιτικό τομέα αλλά και στο πλαίσιο της ατομικής δράσης, για να μπορέσει ο άνθρωπος να φτάσει τη θέωση. Βλέποντας στην ύπαρξή τους μονάχα ένα μέρος της Ζωής, οι άνθρωποι, υποστηρίζει ο Εμπεδοκλής, κινούνται και σκορπίζονται σαν καπνός, αφήνονται να βουτηχτούν στο κακό που τους παρασύρει στους ζο­φερούς κύκλους της μετενσάρκωσης, χωρίς καμία ελπίδα σωτηρίας. Διατρέχουν έτσι τον κίνδυνο να μη δουν ότι υπάρχει η δυνατότητα ενός άλλον τρόπου ζωής, όπου μπορεί κανείς, ακολουθώντας τους δρόμους της Αγάπης, να εντάξει τους κύκλους της ζωής όπως οι θεοί, ακολουθώντας την κίνηση του Σφαίρου.

Η γενική ανάλυση του Εμπεδοκλή εμπνέεται σαφώς από τον Παρμενίδη, μιας και εισάγει -όπως και εκείνος- μια φυσική της ανάμιξης και του διαχωρι­σμού, συμπληρώνοντας τις θεμελιώδεις οντότητες και συγκεντρώνοντάς τις σε τέσσερις θεϊκές ρίζες: Γη, Νερό, Αέρα, Φωτιά. Οι τέσσερις αυτές οντότητες θα μετεξελιχθούν στα τέσσερα στοιχεία της αρχαίας και μεσαιωνικής φυσικής, γε­γονός που καθιστά αδιαμφισβήτητη την ιστοριακή σημασία της σκέψης του. Α­πό την άλλη όμως, η ανάλυσή του απομακρύνεται σαφώς από εκείνη του Ελεάτη και περισσότερο ασπάζεται τα ηθικά διδάγματα του πυθαγορισμού, όπου ε­πανέρχεται για να εξασφαλίσει εγκυρότητα στις αρχές του, καθώς τοποθετεί τον κύκλο της μετενσάρκωσης στην τάξη μιας πιθανής μεταμόρφωσης του σο­φού σε θεό και υποθέτει, μέσω της αντικειμενοποίησης της Αγάπης, το ενδεχό­μενο μιας κοινωνικής και πολιτικής ειρήνης. Θεωρώντας, σε αντιδιαστολή με τον Παρμενίδη, ότι ο λόγος του δεν είναι απατηλός, εξαλείφει την ανθρώπινη περατότητα, την οποία παραδεχόταν ο Ελεάτης, καθώς και τη θεμελίωση του Είναι στον άνθρωπο ως προϋπόθεση της νόησης (το Είναι καθίσταται άχρηστο, μιας και την ακινησία εξασφαλίζει η κυκλική και διαρκής κίνηση των τεσσά­ρων στοιχείων). Φέρνοντας, από την άλλη, σε πρώτο πλάνο την Αγάπη ως προϋπόθεση μιας ενότητας, ο Εμπεδοκλής δρομολογεί μια ιδέα που θα κυριαρ­χήσει στο πνεύμα των μεταπλατωνικών φιλοσόφων, και συγκεκριμένα την ιδέα μιας εμμενούς πραγματικότητας όπου βασιλεύει η ενότητα και η ομόνοια. Εάν αληθεύει ότι τα τεχνολογικά επιτεύγματα για τα οποία επαίρεται -των οποίων το εύρος προβλήθηκε ανεπαρκώς- συνηγορούν υπέρ της επιστροφής στη «σο­φία» και ορίζουν ιστοριακά τη μοντερνικότητα, τότε η προαγωγή του θέματος της αγάπης ανοίγει τον δρόμο στην πλατωνική και χριστιανική σκέψη, που θα την αναγάγουν σε κεντρική τους έννοια. Στο μεταξύ η αραβική σκέψη, που α­ντλεί από τις πηγές μιας απόκρυφης ιστορίας, της αλχημείας, εκλαμβάνει τον Εμπεδοκλή ως κορυφαία μορφή - γεγονός που δίνει την ευκαιρία στους εξηγη­τές να μιλήσουν για τη νεοεμπεδόκλεια σκέψη, την οποία και θεωρούν ληξιαρ­χική πράξη γέννησης της ισλαμικής φιλοσοφίας στην Ισπανία.

Οι παράγοντες που θεωρούνται ως «συνταγή της ευφυΐας»

Στο βιβλίο “Η ιδιοφυΐα είναι μέσα μας (Τhe Genius in all of us)”, ο Αμερικανός γενετιστής David Shenk, υποστηρίζει πως η ευφυΐα θέλει την εξάσκησή της. Και ότι υπάρχουν έξι παράγοντες που θεωρούνται ως «συνταγή της ευφυΐας», καθώς ενισχύουν τη νοημοσύνη και οξύνουν τον νου.

Μέχρι τώρα πιστεύαμε ότι οι μεγαλοφυΐες γεννιούνται, δεν γίνονται, και ότι το ταλέντο είναι χάρισμα εκ φύσεως που δεν διδάσκεται, γιατί είναι συνυφασμένο με τα γονίδιά μας.

Ο David Shenk όμως τα ανατρέπει όλα αυτά, υποστηρίζοντας πως η μετριότητα δεν αποτελεί αμετάκλητη καταδίκη. Ο γνωστός γενετιστής ισχυρίζεται ότι, ελέγχοντας τις επιδράσεις του περιβάλλοντος, μπορούμε να ξεπεράσουμε τα όρια που πιστεύουμε ότι μας έχει θέσει η φύση.

Όσοι λοιπόν πιστεύουν ότι οι ιδιοφυΐες γεννιούνται και δεν γίνονται, πρέπει να το ξανασκεφτούν.

Από πού προέρχονται όμως οι αθλητικές ή καλλιτεχνικές ικανότητες;

Με φράσεις όπως “χαρισματικός μουσικός”, “φυσικός αθλητής” και “έμφυτη ευφυΐα”, έχουμε υποθέσει εδώ και καιρό ότι το ταλέντο είναι ένα γενετικό πράγμα που κάποιοι από εμάς έχουν και άλλοι όχι.

Αλλά η νέα επιστήμη προτείνει ότι η πηγή των ικανοτήτων είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και αυτοσχεδιαστική. Αποδεικνύεται ότι όλα όσα είμαστε στη ζωή, είναι μια αναπτυξιακή διαδικασία και αυτό περιλαμβάνει και ό,τι παίρνουμε από τα γονίδιά μας.

Πριν από έναν αιώνα, οι γενετιστές έβλεπαν τα γονίδια ως ηθοποιούς ρομπότ, που έλεγαν πάντα τις ίδιες γραμμές με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και μεγάλο μέρος του κοινού εξακολουθεί να είναι κολλημένο με αυτήν την παλιά ιδέα. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι επιστήμονες έχουν δει μια δραματική αναβάθμιση στην κατανόησή τους για την κληρονομικότητα.

Τώρα γνωρίζουν ότι τα γονίδια αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον τους, ενεργοποιούμενα και απενεργοποιούμενα ανάλογα συνεχώς. Στην πραγματικότητα, τα ίδια γονίδια έχουν διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με το περιβάλλον που αλληλοεπιδρούν.

«Δεν υπάρχουν γενετικοί παράγοντες που να μπορούν να μελετηθούν ανεξάρτητα από το περιβάλλον», λέει ο Michael Meaney, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο McGill στον Καναδά.

“Και δεν υπάρχουν περιβαλλοντικοί παράγοντες που να λειτουργούν ανεξάρτητα από το γονιδίωμα. Ένα χαρακτηριστικό προκύπτει μόνο από την αλληλεπίδραση γονιδίου και περιβάλλοντος.”

Αυτό σημαίνει ότι τα πάντα για εμάς – οι προσωπικότητες μας, η ευφυΐα μας, οι ικανότητές μας – καθορίζονται στην πραγματικότητα από τη ζωή που κάνουμε. Η ίδια η έννοια του «έμφυτου» δεν είναι πλέον κυρίαρχο.

Ο Robert Siegler, καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Carnegie Mellon και ειδικευμένος στην εκπαίδευση των παιδιών, μας λέει πως τα γονίδια με τα οποία γεννιέται κανείς παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, όμως εξίσου σημαντικό είναι να δουλέψει κανείς σκληρά.

Ο Siegler λέει χαρακτηριστικά: «Τα παιδιά της μεσαίας τάξης, πριν ξεκινήσουν το Νηπιαγωγείο, προηγούνται σε πολλές, διαφορετικές μορφές γνώσεων από τα παιδιά φτωχών οικογενειών, γιατί οι γονείς τους τους αφιερώνουν περισσότερο χρόνο. Μιλούν περισσότερο στα παιδιά τους, χρησιμοποιούν ευρύτερο λεξιλόγιο, τους διαβάζουν περισσότερα βιβλία πριν πέσουν για ύπνο, συζητούν μαζί τους θέματα που σχετίζονται με αριθμούς συχνότερα, παίζουν επιτραπέζια παιχνίδια που τα βοηθούν να κατανοήσουν τους αριθμούς».

Επίσης, ο Siegler μάς λέει πως οι μαθηματικές γνώσεις είναι δείκτης της εξυπνάδας του παιδιού. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το πόσο καλά Μαθηματικά ξέρει ένα παιδί, όταν ξεκινά το Νηπιαγωγείο -στα 5 του χρόνια-, αποτελεί πρόβλεψη για τις επιδόσεις του κατά την επόμενη οκταετία. Ακόμη και τα πιο απλά, κλασικά παιχνίδια, όπως το «φιδάκι», που περιλαμβάνουν αριθμούς, είναι πολύ βοηθητικά για τα παιδιά, όπως επίσης κάθε επιτραπέζιο.

Πέρα όμως από τις ειδικές συνθήκες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, υπάρχουν και έξι γενικοί παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν «συνταγή της ευφυΐας», καθώς ενισχύουν τη νοημοσύνη και οξύνουν τον νου.

1. Η μουσική. Η επιστήμη έχει αποφανθεί ότι τα παιδιά πρέπει να εισάγονται εξ απαλών ονύχων στον κόσμο των ήχων. Τα μαθήματα μουσικής είναι ένας πολύ ευχάριστος τρόπος για να εξασκήσει σωστά ένα παιδί τον εγκέφαλό του και, όπως φαίνεται, τα οργανωμένα μαθήματα όχι μόνο ενισχύουν τον δείκτη νοημοσύνης, αλλά συμβάλλουν και στη μετέπειτα ακαδημαϊκή απόδοση τού παιδιού. Ερευνα του Πανεπιστημίου του Τορόντο έδειξε ότι τα παιδιά που διδάσκονται μουσική έχουν πολύ ψηλότερο ΙQ στην ενήλικη ζωή τους.

2. Ο θηλασμός. Το μητρικό γάλα αποτελεί βασική τροφή του εγκεφάλου και η σημασία του είναι τεράστια σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής του μωρού. Δανοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο θηλασμός κάνει τα μωρά όχι υγιέστερα, αλλά και πιο έξυπνα: μωρά που θήλασαν για εννέα μήνες είχαν υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης.

3. Η σωστή διατροφή. Ως μηχανή, και μάλιστα η τελειότερη της φύσης, ο εγκέφαλος δεν μπορεί να λειτουργήσει σε πλήρη απόδοση χωρίς σωστά καύσιμα. Η υγιεινή διατροφή μπορεί να κάνει θαύματα για την πνευματική και διανοητική ανάπτυξη, ειδικά στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής που τα παιδιά χρειάζονται σίδηρο.

4. Η γυμναστική. Έρευνες του Πανεπιστημίου του Ιλινόις (ΗΠΑ) σε παιδιά δημοτικού δείχνουν ισχυρή σχέση ανάμεσα στις αθλητικές επιδόσεις και στην ακαδημαϊκή απόδοση. Διότι η συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα ενισχύει την αυτοπεποίθηση, το ομαδικό πνεύμα και τις ηγετικές ικανότητες.

5. Η περιέργεια είναι λέξη-«κλειδί». Οι ειδικοί λένε ότι γονείς που δείχνουν την περιέργειά τους για πράγματα, γεγονότα και καταστάσεις μαθαίνουν στα παιδιά τους να αναζητούν νέες ιδέες, δηλαδή τη γνώση και τη σημασία της. Το διάβασμα, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται, και το παιδί πρέπει να εντρυφήσει από νωρίς στη μαγεία του.

6. Το παιχνίδι. Όλως παραδόξως, διαπιστώνεται ότι ακόμα και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια μπορούν να οξύνουν το πνεύμα, όχι βέβαια τα βίαια που κάνουν το παιδί μοναχικό και αφηρημένο, αλλά εκείνα που απαιτούν στρατηγική σκέψη, αναπτύσσουν οργανωτικές ικανότητες και ενισχύουν το ομαδικό πνεύμα και τη δημιουργικότητα. Ομοίως και τα εγκεφαλικά παιχνίδια, όπως το σκάκι, το sudoku, τα σταυρόλεξα, κτλ., αποτελούν μια πολύ καλή γυμναστική του εγκεφάλου, αφού ο παίκτης λύνει προβλήματα και παίρνει αποφάσεις.

Προτιμούμε να καταστραφούμε παρά να αλλάξουμε.

Θα προτιμούσαμε να πεθάνουμε μέσα στον φόβο μας, παρά να κουβαλήσουμε την ευθύνη της στιγμής
και να αφήσουμε τις ψευδαισθήσεις μας να πεθάνουν.

Έχουμε πει πολλές φορές ότι αναπαράγουμε το οικείο κι όχι το ευχάριστο. Προτιμούμε το οικείο έχοντας την αίσθηση, ή την ψευδαίσθηση, ότι ασκούμε ένα είδος ελέγχου πάνω του. Άλλωστε ως σήμερα με αυτό το οικείο, έχουμε καταφέρει να επιβιώσουμε, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι επαναλαμβάνοντάς το θα επιβιώσουμε και αύριο. Τι γίνεται λοιπόν στην περίπτωση που το οικείο είναι δυσάρεστο, απειλητικό και προκαλεί δυσφορία;

Δυστυχώς ο ψυχισμός μας έχει την τάση να προτιμάει να το αναπαράγει ακριβώς γιατί προτιμά το γνωστό από το άγνωστο.

Σε επίπεδο ατομικής ψυχολογίας αναφέρω το παράδειγμα ενός ανθρώπου που έχει ζήσει την σωματική βία μέσα στην πατρική οικογένεια ως παιδί κι ενώ, σε επίπεδο συνειδητό, γνωρίζει ότι αυτό ήταν πηγή μεγάλου πόνου και δυστυχίας κι επιθυμεί να μεγαλώσει ώστε να μπορέσει να ξεφύγει από αυτή την βίαιη οικογένεια, όταν μεγαλώνει ξαναδημιουργεί ή ξανασυναινεί στην ίδια κατάσταση διαιωνίζοντας τη βία μέσα στη γενεολογική αλυσίδα-εφόσον δεν την σταματήσει.

Ο φόβος για το άγνωστο υπάρχει πίσω από κάθε αντίσταση στην θεραπεία και συντηρεί για καιρό τον άνθρωπο στην ψυχική ασθένεια. Και αυτό γίνεται παρόλο που η θεραπεία είναι επιθυμητή γιατί ο άνθρωπος υποφέρει και θέλει να αλλάξει. Για να επέλθει η αλλαγή χρειάζεται να συνειδητοποιήσει το ότι είναι ανώφελο να ζει με μάταιο πόνο και να πάρει αυτό το ρίσκο της αλλαγής.

Άλλωστε σε κάθε ανθρώπινο επίτευγμα προηγείται η ανάληψη κάποιου μικρότερου ή μεγαλύτερου ρίσκου.

Δεν νοείται πρόοδος και εξέλιξη χωρίς ρίσκο.

Ο φόβος για το άγνωστο είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Είναι θα λέγαμε ο πιο παράλογος φόβος της ανθρώπινης φύσης. Φοβόμαστε το άγνωστο σημαίνει φοβόμαστε το αύριο, το επόμενο λεπτό, το επόμενο δευτερόλεπτο. Φοβόμαστε την ζωή μας μετά. Και φυσικά στην ρίζα του φόβου για το άγνωστο είναι ο φόβος του θανάτου, που εξίσου είναι παράλογος, αφού αυτή είναι η κοινή μας μοίρα.

Με την μελέτη της ανθρώπινης ανάπτυξης και την μυθολογία συνειδητοποίησα ότι το μυστικό του μεγαλείου του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την επεξεργασία του φόβου του θανάτου.

Σε κάθε μυστήριο, σε κάθε τελετή και σε κάθε γιορτή των αρχαίων Ελλήνων ο στόχος είναι να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με την θνητότητά του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο άνθρωπος σε όλα τα αρχαία κείμενα αποκαλείται «θνητός» για να μην ξεχνά την μοίρα του. Σε όλες τις πηγές βλέπουμε ότι όποιος περνούσε από τα Ελευσίνια μυστήρια γινόταν ευτυχέστερος και σοφότερος και δεν ήταν λίγοι οι μεγάλοι ηγέτες όλου του κόσμου τότε που περνούσαν από αυτή τη μύηση.

Το άγνωστο δεν μπορούμε να το αποφύγουμε καθώς δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε να ελέγξουμε το επόμενο δευτερόλεπτο. Άρα ο φόβος για το άγνωστο πέρα από τον φόβο του θανάτου αφορά και τον φόβο για την μελλοντική ζωή.

Τι γίνεται όμως όταν καλούμαστε να πάρουμε μία απόφαση να μείνουμε ή να φύγουμε από μία γνωστή κατάσταση;

Σε μία τέτοια περίπτωση, χρειάζεται να έχουμε γνώση του παράλογου φόβου για το άγνωστο, να τον παραμερίσουμε προς στιγμή και να επιστρατεύσουμε όσο μπορούμε τον ορθολογισμό. Η λογική χρειάζεται να μπει μπροστά και να κάνουμε έναν απολογισμό της υπάρχουσας κατάστασης για να δούμε αν πράγματι μένουμε ή φεύγουμε. Η βιολογία μιλά γι΄αυτό το δίλημμα με όρους «to fight or to fly». Είναι μία διαδικασία έμφυτη στην ζωή. Και η απόφαση πάντα πρέπει να γίνεται μετά από νοητική επεξεργασία της κατάστασης.

Θα ξαναπάω στο προαναφερθέν παράδειγμα της κακοποίησης στην οικογένεια.

Ας υποθέσουμε ότι είναι μία γυναίκα που μπορεί να έχει και παιδιά και που κακοποιείται καθημερινά από τον βίαιο άντρα της. Η βία συμβαίνει κατ? εξακολούθηση κι όλα δείχνουν ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Μένει στο γνωστό και το οικείο ή παίρνει το ρίσκο να φύγει; Τι θα κάνατε στην θέση της;

Φοβούμενη το άγνωστο και μην παίρνοντας την απόφαση να φύγει (μπορεί να επικαλεσθεί αφορμές που έχουν να κάνουν με την πρακτική πλευρά της ζωής-όπως π.χ. την απουσία πόρων κ.ά. αλλά στην ρίζα κάθε οικονομικής εξάρτησης βρίσκεται πάντα η συναισθηματική) μένει στον καταστροφικό αυτό γάμο. Με τον ίδιο τρόπο φοβούμενη το άγνωστο και μένοντας με τον βίαιο σύντροφό της Bertrand Cantat (τραγουδιστή του γνωστού γαλλικού συγκροτήματος «Noir Desir») η Marie Trintignan, (κόρη του διάσημου Γάλλου ηθοποιού Jean Louis Trintignan) χάνει την ζωή της τελικά έπειτα από πτώση μετά από ένα βίαιο σπρώξιμο του από ένα μοιραίο χτύπημα στο κεφάλι…

Στο δίλημμα «μένω ή αλλάζω» η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων θα απαντήσουν το πρώτο.

Είναι λέξεις κλειδιά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε καμπάνιες για να μιλήσουν με το ασυνείδητο του υποκειμένου- που ναρκωμένο και τυφλό δεν σκέφτεται. Ωστόσο, όταν όλα συνάδουν ότι πρέπει κανείς να μετακινηθεί από το οικείο, γιατί αυτό στρέφεται εναντίον του, και δεν το κάνει, τότε μιλάμε για ψυχική αγκύλωση που μπορεί να σχετίζεται με πλήθος ψυχικών αμυνών με κυρίαρχη την πολύ πρωτόγονη ψυχική άμυνα της άρνησης.

«Όχι δεν συμβαίνει κάτι κακό, όχι δεν καίγεται το σπίτι μου για να το εγκαταλείψω (και άρα μένω να καώ)»..

Το ασυνείδητο είναι τυφλό. Δεν μπορεί κανείς να το γνωρίσει σε όλο του το μεγαλείο. Όσα χρόνια ψυχανάλυσης κι αν κάποιος κάνει, πάντα κάτι ασυνείδητο θα του διαφεύγει. Μοιάζει με την ίριδα του ματιού που όσο μικρή κι αν γίνεται παραμένει σκοτεινή.

Από την άλλη, η αλλαγή για την αλλαγή είναι το ίδιο ανόητη όσο η παραμονή στο οικείο, μόνο και μόνο επειδή είναι οικείο. Η αλλαγή που χρειάζεται ανάληψη ρίσκου μπορεί να είναι προϊόν τυχοδιωκτισμού (εφόσον βέβαια διώχνει κανείς μία καλή τύχη ανατρέχοντας στην ετυμολογία της σύνθετης αυτής λέξης τύχη+διώχνω) ή μπορεί να είναι σωτήρια ακόμη και απαραίτητη για την ζωή και την επιβίωση του ανθρώπου.

Υπάρχουν αρκετές μέθοδοι αποχαύνωσης του κριτικού νου. Και όλες στηρίζονται στην ενεργοποίηση του ασυνειδήτου και του αρχέγονου περιεχομένου του. Οι διαφημιστικές καμπάνιες και χειραγωγούμενα μέσα ενημέρωσης έχουν αυτόν τον σκοπό νάρκωσης της κριτικής σκέψης.

Στην επιστράτευση του ορθολογισμού χρειάζεται κάποιος να έχει καθαρή σκέψη έχοντας επίγνωση των λιγότερο ή περισσότερο παράλογων φόβων. Να εξετάσει λογικά κάθε παράμετρο στην υπάρχουσα κατάσταση που είναι γνωστή και εφόσον η κατάσταση δεν είναι ωφέλιμη να πάρει το ρίσκο του αγνώστου με στόχο την βελτίωση (ή και την διατήρηση πολλές φορές) της ζωής του.

Σε κάθε περίπτωση η διατήρηση του παραλόγου προς χάρην του φόβου του αγνώστου το μόνο που κάνει είναι να τρέφει το παράλογο στο διηνεκές και να το μεγαλώνει.

Ο βίαιος σύζυγος θα γίνεται όλο και πιο βίαιος όσο η γυναίκα του παραμένει φοβούμενη το άγνωστο.

Ο τοξικομανής γιος θα γίνεται όλο και πιο ακραίος στην συμπεριφορά του, εφόσον το οικογενειακό σύστημα είναι αγκυλωμένο και αρνείται την οποιαδήποτε αλλαγή.

Κάθε ανοχή μας στην οποιαδήποτε μορφή βίας συμβάλλει στην ενδυνάμωσή της. Και τότε μπαίνουμε σε ένα σαδομαζοχιστικό παιχνίδι εξάρτησης από το οποίο μοιάζει (δεν είναι) αδύνατο να ελευθερωθεί το υποκείμενο.

Μήπως θα έπρεπε να σκεφτούμε με τους ίδιους όρους και σε θέματα περισσότερο συλλογικά; Σε αποφάσεις και διλήμματα που σχετίζονται με το «Μένω» ή «Αλλάζω»;

Μήπως ενίοτε το άγνωστο είναι πιο ελπιδοφόρο από το οικείο, αν το οικείο γίνεται όλο και πιο δύσκολο για την επιβίωση;

Κ. Καστοριάδης: ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ

Ἀναξίμανδρος ἀρχήν εἴρηκε τῶν ὄντων τό ἄπειρον, ἐξ ὧν δε ἡ γένεσίς έστι τοῖς οὖσι, καί τήν φθοράν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατά τό χρεών διδόναι γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατά τήν τοῦ χρόνου τάξιν, ποιητικωτέ ροις οὕτως ὀνόμασιν αὐτά λέγων[1].

Πριν περάσουμε στην εξέταση του αποσπάσματος του Αναξίμανδρου, θα ήθελα να σας θυμίσω το πλαίσιο στο οποίο τοποθετούμαστε. Μιλήσαμε για δύο ζεύγη σημασιών: χάος και κόσμος από τη μια πλευρά, ύβρις και δίκη από την άλλη, τα οποία, όπως σας είπα, παρουσιάζουν κατ’ εμέ μεγάλη συνάφεια. Αν και δεν υφίσταται ταυτότητα ή αυστηρή ισοδυναμία μεταξύ τους, υπάρχει ωστόσο πολύ βαθιά συγγένεια. Συγγένεια που δεν εκφράζεται, ως τέτοια, πουθενά - μόνο υπόρρητα στο παραπάνω απόσπασμα του Αναξίμανδρου, τουλάχιστον όπως το ερμηνεύω εγώ - αλλά εμπεριέχεται σε όλα όσα γνωρίζουμε για τη φαντασιακή σύλληψη του κόσμου από τους Έλληνες.

Και η διασαφήνιση αυτής της μη αυστηρής αντιστοιχίας μας επιτρέπει να διακρίνουμε, στο ανθρωπολογικό πεδίο, δύο επίπεδα νοήματος του ζεύγους ύβρις/δίκη. Στο βαθύτερο επίπεδο, η ίδια η αντίθεση εξαφανίζεται και παραχωρεί τη θέση της σε κάτι που είναι απλώς χάος, σ’ ένα νόμο εξουδετέρωσης που βασιλεύει στον κόσμο. Σύμφωνα με την πρωταρχική ελληνική σύλληψη του κόσμου, δεν υπάρχει καμία δίκη για τον άνθρωπο, καμιά επιβράβευση, καμία σχέση μεταξύ των πράξεών του, των αρετών του και του πεπρωμένου του. Ποιος αναγνώστης, ποιος ακροατής της Ιλιάδας θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ αυτού που είναι ο Έκτωρ και η Ανδρομάχη - κυρίως η Ανδρομάχη - και αυτού που αναπόφευκτα θα τους συμβεί; Στο επίπεδο αυτό, ο άνθρωπος είναι ένα ον σαν όλα τα άλλα, και υπόκειται στους ίδιους καθορισμούς με αυτά. Και δεν υφίσταται κοσμική «διατύπωση» που υπαγορεύει το δίκαιο, εκτός από τη διατύπωση που αναγνωρίζει μια για πάντα ένα και μόνο δικαίωμα: το θάνατο, ο οποίος δεν αποτελεί βέβαια δικαίωμα. Πρέπει να το συγκρατήσετε αυτό αν θέλετε να κατανοήσετε τη ρήση του Αναξίμανδρου, που δεν γράφει εν κενώ και δεν πέφτει από τον ουρανό, σε αντίθεση με ό, τι θα ήθελε ο Heidegger. Ο Αναξίμανδρος γράφει σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, και οι ιδέες του ριζώνουν σε αυτές τις φαντασιακές σημασίες.

Τώρα, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, κοινωνικό και πολιτικό, υπάρχει βέβαια δίκη, που τίθεται εξαρχής από τον Όμηρο και που θα αναπτυχθεί σημαντικά από τον Ησίοδο, κυρίως στο Έργα και Ημέραι. Αυτή ακριβώς η δίκη ρυθμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, και θα καταλήξει στη σύλληψη ενός νόμου από την πόλη και για την πόλη[2]. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ο Σοφοκλής θα μιλήσει για «θεσμίζοντα πάθη» σ’ εκείνο το περίφημο χορικό της Αντιγόνης, όπου ο ποιητής υμνεί τη δημιουργική δύναμη του ανθρώπινου όντος, το οποίο διδάσκεται μόνο του τη γλώσσα, τη σκέψη και τους νόμους που εγκαθιδρύουν τις πόλεις[3]. Όταν έρθει η ώρα, θα μιλήσουμε για την τραγωδία αυτή, οφείλουμε όμως να δούμε ότι αυτό το εγκώμιο του ανθρώπου, αυτή η σύλληψη του ανθρώπινου όντος ως δημιουργού είναι το ίχνος, η σαφέστερη κατάθεση του στοιχείου που εκκολάπτεται στις πόλεις και στον ελληνικό κόσμο τουλάχιστον από τις αρχές του 7ου αιώνα. Ιδού λοιπόν το δεύτερο νόημα - ίσως πιο περιορισμένο αλλά σίγουρα σημαντικότερο από την άποψη της πολιτικής δράσης- της δίκης και της αντίθεσης δίκης/ὕβρεως.

Μερικές διευκρινίσεις για το γενικό πλαίσιο πριν περάσουμε στο απόσπασμα μας. Ο Αναξίμανδρος θεωρείται ότι υπήρξε φίλος και μαθητής του Θαλή, του πρώτου από τους μιλήσιους φιλοσόφους, του πρώτου φιλοσόφου. Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε εδώ ένα από τα βασικά σημεία που σημαδεύουν τη γέννηση της φιλοσοφίας και την τομή που αντιπροσωπεύει. Με τους Μιλήσιους εγκαταλείπονται οι κοσμογονικές ιστορίες που παρέπεμπαν σε «εποπτεύσιμες», παρατηρήσιμες, ορατές ενότητες και ο στοχασμός αφιερώνεται στην έρευνα και στη θέση αυτού που ο Αναξίμανδρος, κατά τον Σιμπλίκιο, αποκαλεί ἀρχήν ή στοιχεῖον. Δηλαδή, μια καταγωγή, μια αρχή, ένα στοιχείο που βρίσκεται πέραν των δεδομένων, πέραν του φαίνεσθαι, των φαινομένων, όπως θα λέγαμε σε σύγχρονη γλώσσα, και που διακρίνεται από όλες τις θεογονίες και τις μυθικές αντιλήψεις από το γεγονός ότι δεν είναι αναπαραστάσιμο. Η ρήξη αυτή είναι τόσο μεγάλη ώστε θα διεξαχθεί σε δύο στάδια. Πρώτα με τον Θαλή, σύμφωνα με τον οποίο η αρχή, ο κανόνας, η καταγωγή των όντων είναι το ύδωρ - ένα ύδωρ όμως οντολογικά βαρύ, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ένα Urwasser, ένα ύδωρ πρωταρχικό, του οποίου η τρέχουσα πόσιμη εμπειρική μορφή αποτελεί κακέκτυπο. Και αμέσως μετά, με τον Αναξίμανδρο, για τον οποίο η αρχή των πάντων είναι ακριβώς το άπειρον, το απροσδιόριστο/μη προσδιορίσιμο και μη αναπαραστάσιμο. Και το άπειρον, αυτό που δεν έχει όρια (πείρατα), είναι επίσης αυτό που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε εμπειρικά (πείρα, λέξη συγγενική με το πεῖρας/πέρας).

Δεν έχει διασωθεί κανένα κείμενο των συγγραφέων αυτών. Μας είναι γνωστοί χάρη σε αποσπάσματα, παραπομπές ή αναφορές σχολιαστών και δοξογράφων. Όσον αφορά τον Ανα­ξίμανδρο, το βασικό απόσπασμα που θα μας απασχολήσει σήμερα προέρχεται από το σχόλιο του Σιμπλίκιου (6ος μ.Χ. αιώνας) στο έργο Φυσική Ακρόασις του Αριστοτέλη, το οποιο δανείζεται και ο ίδιος από τον Θεόφραστο, μαθητή του Αριστοτέλη. Μας παρουσιάζει τον Αναξίμανδρο ως διάδοχο και μαθητή του Θαλή, τον πρώτο που ονόμασε ἄπειρον την ἀρχήν τῶν ὄντων, τον κανόνα και την καταγωγή των πάντων. Όχι «το ύδωρ ούτε και κανένα άλλο από τα στοιχεία για τα οποία λέγεται ότι υπάρχουν», αλλά ἑτέραν τινά φύσιν ἄπειρον «μια άλλη φύση ατελείωτη και ακαθόριστη», από την οποία προήλθαν τα πάντα. Ο Σιμπλίκιος σχολιάζει: ο Αναξί­μανδρος δεν μπορούσε να θεωρήσει ως υπόστρωμα, υποκείμε­νον, ένα από τα τέσσερα κλασικά στοιχεία, το ύδωρ, τη γη, τη φωτιά ή τον αέρα, διότι αυτά είναι δεδομένα και μετατρέπονται το ένα στο άλλο. Του χρειαζόταν ἄλλο τί παρά ταῦτα, «κάτι άλλο εκτός αυτών», πέραν του φυσικού και του αισθητού, δηλαδή το άπειρον, το απροσδιόριστο. Τα στοιχεία θα προκύψουν από τη διαίρεση αυτού του άπειρου. Στο τέλος του αποσπάσματος ο Σιμπλίκιος ή ο Θεόφραστος προσθέτει ότι ο Αναξίμανδρος εκφράζει τη σκέψη του με «λέξεις μάλλον ποιητικές», έχοντας ίσως κατά νου εκφράσεις όπως δί­κην καί τίσιν τῆς ἀδικίας.

Διαθέτουμε επίσης ένα απόσπασμα του ΨευδοΠλουτάρχου[4], κι αυτό από τον Θεόφραστο, το οποίο λέει σαφώς ότι το άπειρον αποτελεί την αιτία της γένεσης και της φθοράς των πάντων. Και βεβαιώνει παρακάτω ότι ο χρόνος είναι ατέλειωτος κατά τον Αναξίμανδρο με την ποσοτική έννοια: ἐξ ἀπείρου αἰῶνος ἀνακυκλουμένων, τα πάντα υπόκεινται σε κυκλική κίνηση γένεσης και φθοράς προ πάντων των αιώνων και αναμφίβολα επ’ άπειρον. Και η αρχή αυτή, το άπειρον, είναι επίσης «αθάνατη και ακατάλυτη (ή αδιάφθορη)», όπως την αποκαλεί ο Αριστοτέλης στο Φυσική Ακρόασις[5]. Ιδού λοιπόν το πλαίσιο.

Όπως είχα αρχίσει να σας λέω την περασμένη φορά[6], μπορούμε, αποσιωπώντας αρκετά στοιχεία, να δώσουμε μια επιφανειακή, κατά κάποιο τρόπο θετικιστική ερμηνεία της φράσης αυτής του Αναξίμανδρου. Στην περίπτωση αυτή το ἄπει­ρον θα ήταν ένα είδος δεξαμενής της ύλης, απ’ όπου θα αναδυόταν και όπου θα επέστρεφαν όλα τα φαινόμενα και οι οντότητες. Μπορούμε επίσης να τη διαβάσουμε, με μεγαλύτερο σεβασμό και πιο εξευγενισμένο τρόπο, όπως κάνει π.χ. ο Jae­ger, του οποίου η ερμηνεία είναι, κατά μία έννοια, αρκετά κοντινή ή τουλάχιστον δεν είναι ξένη ως προς αυτή που θα σας προτείνω σήμερα, αλλά που κατά τη γνώμη μου δεν είναι αρκετά ριζοσπαστική. Τέλος βέβαια, υπάρχει και ο Heidegger ο οποίος ξαναμεταφράζει το απόσπασμα λέξη προς λέ­ξη. Τα σχόλιά του είναι, κατ' εμέ, περισσότερο σχόλια για τον Heidegger από τον Heidegger παρά σχόλια για τον Αναξίμανδρο από τον Heidegger. Θα σας παρουσιάσω - πολύ συνοπτικά - τη μετάφραση στην οποία καταλήγει, φοβάμαι όμως ότι θα σας φανεί ακατανόητη, αν είστε ήδη κάπως εξοικειωμένοι με το συγγραφέα.

Καταρχάς απορρίπτει ως πιθανά μη αυθεντικό, ακλουθώντας τον Burnet, το τμήμα της φράσης που φθάνει μέχρι το εἰς ταῦτα γίνεσθαι - παραδεχόμενος εξάλλου ότι ο Αναξίμανδρος ήθελε αναμφίβολα να πει κάτι παρόμοιο - και καταλήγει, μετά από πολλές περιστροφές, στην εξής μετάφραση αυτού που, κατά τη γνώμη του, απομένει από το αυθεντικό κείμενο του Αναξίμανδρου: «κατά τη διάρκεια της διατήρησης· αφήνουν έτσι να επέλθει συμφωνία, επομένως δε και σεβασμός του ενός από το άλλο (υπερβαίνοντας) τη διαφωνία[7]». Το χρεών μετα­φράζεται ίος Brauch, πράγμα το οποίο δημιουργεί ήδη πολλαπλά προβλήματα. Στα Γερμανικά ich brauche σημαίνει χρησιμοποιώ, έχω ανάγκη κάποιου πράγματος. Ο Heidegger συνδέει το Brauch με το αρχαίο γερμανικό bruchen και το λατινικό frui, που σημαίνουν «απολαμβάνω» κάποιο πράγμα, και καταλήγει τελικά στην εξής ερμηνεία του χρεών: «να αφήσεις κάτι να εξακολουθήσει το δικό του ξεδίπλωμα και να το διατηρήσεις ως έχει παρόν, μέσα σ' αυτή τη διασώζουσα διατήρηση». Πρόκειται για ατόφιο Heidegger είκοσι τεσσάρων καρατίων! Όσο για την έκφραση διδόναι δίκην, που σημαίνει την απόδοση δικαιοσύνης σε κάποιον, μεταφράζεται «να αφήσεις να επέλθει συμφω­νία». Για να φθάσει εκεί, ο Heidegger πραγματοποιεί συντακτική αποσύνδεση στοιχείων που πάνε μαζί. Έτσι το ἀλλήλοις (μεταξύ τους), που εξαρτάται από το διδόναι δίκην, το συνδέει αποκλειστικά με τη λέξη τίσιν, που μεταφράζει - φιλολογικό σφάλμα - ως «σέβας» (θα επανέλθω σε λίγο στην ετυμολογία του τίσις). Εν ολίγοις, στη χαϊντεγκεριανή απόδοση, τα πάντα συμβαίνουν σε κλίμα συμφωνίας των όντων μεταξύ τους. Και τούτο χάρη στην εισαγωγή μιας έκφρασης που δεν απαντά στο πρωτότυπο κείμενο. Πρόκειται ακριβώς για το «υπερβαίνοντας», στα γερμανικά ini Verwinden, όρος που, ό, τι κι αν λέει ο γάλλος μεταφραστής δεν έρχεται σε αντίθεση με το Ciberwinden, αλλά σημαίνει στην ουσία το ίδιο πράγμα, δηλαδή «υπερβαίνω». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα όντα οφείλουν να αποδεχθούν και να εκτιμήσουν ακριβώς την ύπαρξη του άλλου, υπερβαίνοντας την ἀδικίαν. Δηλαδή, παρά τις αντίθετες ενδείξεις του συγγραφέα, βρισκόμαστε εν μέσω χαϊντεγκεριανού βουκολικού τοπίου. Τι κάνουν τα όντα; Βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους, αλληλοαναγνωρίζονται, και έχουν ορθή εκτίμηση όχι της αδικίας αλλά της διαφωνίας. Το αυθαίρετο εύρημα του Heidegger γίνεται ολοφάνερο από την προσθήκη μιας λέξης που δεν υπάρχει στο απόσπασμα και λέει ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που τα συμφραζόμενα μας επιτρέπουν να εννοήσουμε: «υπερβαίνοντας» την ἀδικίαν. Σε μια φράση που λέει Α, παρεμβάλλεται ένα σημείο που λέει «μη-Α». Μυστήρια της σύγχρονης ερμηνευτικής...

Ας επανέλθουμε στον Αναξίμανδρο. Ένα πρώτο πράγμα που εκπλήσσει, και το οποίο, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει αρκετά υπογραμμιστεί, είναι το γάρ. Γάρ, που σημαίνει διότι, car στα Γαλλικά, for στα Αγγλικά, denn στα Γερμανικά, αλλά η ελληνική λέξη μπορεί να σημαίνει επίσης «πράγματι». Εν πάση περιπτώσει, παραμένουμε στο πεδίο της εξήγησης ή της δικαιολόγησης. Στα Γαλλικά αν πούμε «α διότι β», μπορούμε να πούμε επίσης και «β άρα α». Η λογική συνέπεια παραμένει η ίδια: έφαγε διότι πεινούσε, πεινούσε άρα έφαγε. Η λογική όμως τάξη ακολουθίας συντάσσεται με το «άρα». Θα πρέπει επομένως να διαβάσουμε τη φράση του Αναξίμανδρου πηγαίνοντας από το δεύτερο σκέλος προς το πρώτο: τα όντα απονέμουν μεταξύ τους τη δικαιοσύνη (δίκην) και το τίμημα της αδι­κίας (ἡ τίσις τῆς ἀδικίας), και για το λόγο αυτό (αντιστρέφουμε τη θέση τού γάρ στη λογική ακολουθία) από τα ίδια και προς τα ίδια (εἰς ταῦτα) η γέννηση και η καταστροφή - ή η γένεσις και η φθορά - υπάρχουν για τα όντα. Επειδή, στη συνέχεια θα κάνουμε πολλές παλινδρομήσεις μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου σκέλους της φράσης, σας ζητώ να έχετε σαφώς κατά νου αυτή τη λογική διάρθρωση, αυτή την εξάρτηση, την οιονεί εξάρτηση του δεύτερου τμήματος από το πρώτο.

Το υποκείμενο του δεύτερου σκέλους της φράσης είναι αυτά, δηλαδή τα όντα. Πώς χαρακτηρίζονται τα όντα στο υπόλοιπο τμήμα του αποσπάσματος; Ως εκείνα στα οποία ανήκει η γένεσις και η φθορά, η γέννηση και η καταστροφή. Πρόκειται για το βασικό τους κατηγόρημα. Τα όντα αυτά εμφανίζονται επίσης και στο πρώτο τμήμα της φράσης στη δοτική πληθυντικού, τοῖς οὖσι - όλοι αυτοί οι τύποι είναι διάφορες πτώσεις της λέξης όν, μετοχής ενεστώτος του περίφημου, φοβερού και ολέθριου ρήματος εἰμί. Μπορούμε βέβαια να μεταφράσουμε στα Γαλλικά τη λέξη όν με το etant, όπως κάνει ο Heidegger, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ποτέ πως στη λέξη αυτή συμπτύσσονται και οι δύο σημασίες τόσο του όντος όσο και του είναι. Αυτή δε η αμφισημία είναι ουσιώδης για ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας, συμπεριλαμβανομένου του Heidegger. Όταν οι κλασικοί φιλόσοφοι, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, θέτουν το οντολογικό ερώτημα, το διατυπώνουν ως τί τό ὄν, τι είναι το είναι/ον. Δεν ερωτούν: τί τό εἶναι. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί συχνά τη μορφή του έναρ- θρου απαρεμφάτου, το είναι, ως υποκείμενο σε πολλές διατυπώσεις, αλλά το οντολογικό του ερώτημα, όπως και του Πλάτωνα, είναι τί τό ὄν, τι είναι το είναι/ον. Έχουμε λοιπόν στη φράση αυτή μια υπόρρητη αντίθεση μεταξύ των όντων, από τη μια, που παρουσιάζονται ως πολλαπλά, και είναι πράγμα - τι, αφού πάνε κι έρχονται, εμφανίζονται και εξαφανίζονται, δεν υπάρχει ένα μόνο. Και, από την άλλη, έχουμε κάτι που δεν είναι παρόν, το ον, το οποίο κατά τον Αναξίμανδρο - ή σύμφωνα με ό, τι πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε γι' αυτόν - είναι η ἀρχή, το στοιχεῖον, τό ἀληθές ὄν, τό ἀνόλεθρον, ἀΐδιον, διαρκές, αιώνιο και αδιάφθορο, που το ονομάζει άπειρον.

Αν και δεν θα εξετάσουμε εδώ καθαυτό το πρόβλημα του ρήματος εἰμί, χρειάζεται, παρ’ όλ’ αυτά, να ειπωθούν ακόμα λίγα λόγια γι’ αυτό. Άλλωστε, στο απόσπασμα που μας απασχολεί το ρήμα αυτό γίνεται ακόμα πιο αινιγματικό, καθώς εμφανίζεται σε τρεις διαφορετικούς τύπους. Πρώτα, τοῖς οὖσι, όπως είδαμε δοτική του όν. Ύστερα, ἔστι, τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτος της οριστικής, est στα Λατινικά, is στα Αγ­γλικά. Και τέλος, έμμεσα, υπό τη μορφή του γίνεσθαι, «επέρχεται», «λαμβάνει χώρα», που είναι ομόλογο του έστι και δεν μπορεί να σημαίνει εν προκειμένω κάτι διαφορετικό: γένεσις έστί καί φθοράν γίνεσθαι αποτελούν ταυτόσημες κατασκευές, πρόκειται για δύο αποδόσεις κατηγορημάτων. Όταν μάθαινα γραμματική στο γυμνάσιο, το τοῖς οὖσι ήταν παράδειγμα δοτικής χαριστικής, δηλαδή κάτι που γίνεται για κάποιον, χάριν κάποιου. Εκφράζει μια κτητική σχέση, που μπορεί να είναι α­πλώς περιγραφική - est mihi puer, θα λέγαμε στα Λατινικά, υ­πάρχει ένα δικό μου παιδί, έχω ένα παιδί-, στο απόσπασμα όμως αυτό αποτελεί ουσιώδες κατηγόρημα. Ο Αναξίμανδρος εκφράζει εδώ την ύστατη αλήθεια γι’ αυτό που είναι και για το πώς είναι: ἐστι τοῖς οὖσι γένεσις, η γένεση ανήκει στα όντα, τα όντα γεννώνται και σε όλο το υπόλοιπο τμήμα της φράσης θα αναπτύξει τον ουσιώδη αυτό χαρακτηρισμό.

Ας σταθούμε τώρα στο ρήμα εἰμί. Έστω και μόνο προκειμένου να απαντήσουμε σε κάποιους ελληνιστές που διατείνονται ότι αποδίδουμε σε λέξεις των αρχαίων κειμένων μεταγενέστερες σημασίες, όπως υποστηρίζει ο Havelock στο βιβλίο του The Greek Concept of Justice, το οποίο ήδη σας ανέφερα, και όπου λέγεται ότι το ρήμα εἰμί βρίσκει την ολοκληρωμένη σημασία του μόνο από τον Πλάτωνα και μετά. Εγώ πιστεύω πως ήδη από τον Όμηρο μπορούμε να διακρίνουμε τρία σημασιολογικά επίπεδα της λέξης. Πρώτον, αυτό που θα λέγαμε, σε σύγχρονη ορολογία, λογικο-μαθηματικές σημασίες, δηλαδή το ανήκειν. όπως στο «οι Γάλλοι είναι άνθρωποι». Το σύνολο «Γάλλοι» ανήκει και περιλαμβάνεται στο υπερσύνολο των «ανθρώπων». Επίσης σημασίες ταυτότητας: δύο όροι ή έννοιες αναφέρονται σε ένα μόνο πράγμα - παρέλκει να δώσουμε παραδείγματα. Οι σημασίες αυτές είναι οφθαλμοφανείς και απαντούν συχνά. Έχει όμως κανείς την εντύπωση, διαβάζοντας μερικούς σύγχρονους φιλολόγους, ότι οι Έλληνες της ομηρικής εποχής δεν ήξεραν ούτε να πουν ούτε και να σκεφτούν πως κάποιος είναι κάτι, ότι κάποιος ανήκει σε μια τάξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει στον κόσμο φυλή, όσο άγρια και αρχαϊκή κι αν είναι, που να μην μπορεί να πει και να σκεφτεί κάτι τέτοιο.

Δεύτερον, «εἶναι» σημαίνει υπάργειν: κάτι είναι, αυτό είναι. Και δεν νομίζω ότι μπορούμε να διακρίνουμε αυτό το υπαρξιακό νόημα από το νόημα που οι σύγχρονοι φιλόλογοι, όπως ο Kahn, αποκάλεσαν veridical νόημα <«veritatifi> ή νόημα διατύπωσης της αλήθειας κάποιου πράγματος, οι δύο όροι είναι ταυτόσημοι. Στον Όμηρο βέβαια διατυπώσεις ύπαρξης βρίσκονται παντού, στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον. Συναντάμε εκφράσεις όπως ἔσοεται ἦμαρ, «θα έρθει η ημέρα», ή «η Τροία θα καταστραφεί» κ.λπ. Και θυμάστε σίγουρα την περίφημη περιγραφή του μάντη Κάλχα, για τον οποίο ο Όμηρος λέει ότι γνωρίζει τά ἐόντα, τά παρόντα, τα ἐσσόμενα, τα επερχόμενα όντα, καί τά πρό ἐόντα, τά προϋπάρξαντα ὄντα, - περιγραφή που έχει άλλωστε σχολιάσει εκτενώς ο Heidegger.

Ορισμένοι φιλόλογοι θα ήθελαν να διαχωρίσουν από το υπαρξιακό νόημα ένα νόημα τοπικού προσδιορισμού: κάτι είναι εκεί -και βρίσκουμε εδώ όλη σχεδόν τη χαϊντεγκεριανή ερμηνεία του όντος ως παρουσίας. Νομίζω ότι. τόσο από λογική όσο και από φιλολογική άποψη, δεν υπάρχει ανεξάρτητο νόημα τοπικού προσδιορισμού, εκτός από τους σύνθετους τύπους. Όταν το ρήμα εἰμί δίνει τοπικούς προσδιορισμούς, το υπαρξιακό του νόημα πάντοτε προϋποτίθεται. Όταν λέει κανείς πως ένα πράγμα είναι εκεί, λέει αναγκαστικά συγχρόνως ότι είναι εκεί με την έννοια του υπάρχειν. Το κατά πόσο μπορούμε να πούμε ότι κάτι υπάρχει χωρίς να είναι κάπου παρόν αποτελεί βαθύτατο φιλοσοφικό ερώτημα που δεν εμπίπτει στην τωρινή μας συζήτηση.

Ο Havelock διαχωρίζει από το υπαρξιακό νόημα ένα νόημα ιδιότητας: π.χ. «είναι πιο γενναίος από». Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, περί λογικού λάθους: αυτό το νόημα ιδιότητας είναι στην πραγματικότητα νόημα κατηγορήματος, το οποίο μπορούμε να διατυπώσουμε λογικο-μαθηματικά τοποθετώντας το στις τρεις αυτές παραλλαγές του είναι ως καθοριστικού, κατηγορηματικού (determinative, attributive) συνδέσμου. Η συζήτηση περιπλέκεται επειδή ορισμένοι επιμένουν να βρουν, πάση θυσία, περιπτώσεις όπου το «είναι» αποτελεί μόνο απλό λογικό σύνδεσμο, πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ. Ο τύπος «είναι» παραμένει πάντα στα όρια των τριών υπο-σημασιών ή επιμέρους χρήσεων του ανήκειν, του περιέχεσθαι και του ταυτίζεσθαι. Το «είναι» στη φράση «Α είναι Β» μόνο στα πλαίσια ασαφών σκέψεων είναι δυνατό να αποτελέσει λογικό σύνδεσμο. Μόλις περάσουμε στο πεδίο του συλλογισμού, τα περιεχόμενα αμέσως διαφοροποιούνται.

Η τρίτη σημασία του «είναι» - η οποία σημαδεύει τη γένεση της φιλοσοφίας - είναι η ουσία. To essence στα Γαλλικά, από το λατινικό essentia του ρήματος esse, και η ουσία - λέξη στην οποία ο Πλάτων έδωσε αυτό το νόημα - και που προέρχεται από το ρήμα εἰμί, εκφράζουν την ίδια ακριβώς σχέση. Το νόημα αυτό εμφανίζεται όταν ρωτάμε π.χ. τι είναι η δικαιοσύνη. Δεν διερωτόμαστε πλέον για την ύπαρξη και αναζητούμε πέραν των λογικών κατηγορημάτων. Σ' αυτή όμως την περίπτωση, πρόκειται άραγε για νόμιμο ερώτημα, για ερώτημα που είναι δυνατό να τεθεί; Ίσως όχι, Ίσως δεν θα καταφέρουμε ποτέ να πούμε ποια είναι η ουσία ενός πράγματος. Ίσως θα πρέπει να αρκεστούμε στο να δείξουμε ότι περιλαμβάνεται ή ότι ανήκει σε κάτι άλλο ή ότι ταυτίζεται με αυτό[Εν: [πάση περιπτώσει, αυτό το έργο ανέθεσε στον εαυτό της η φιλοσοφία ή τουλάχιστον το κύριο ρεύμα της: να μιλήσει περί της ουσίας, να πει ποια είναι η ουσία των πραγμάτων. Μέχρι που έφθασε να στρέψει το ερώτημα προς τον ίδιο της τον εαυτό -απίθανη αναδίπλωση, την οποία ορισμένοι θα θεωρή­σουν παραληρηματική-, για να διερωτηθεί τί ἐστί το είναι του ὄντος, η ουσία της ουσίας, δηλαδή τι θέλει να πει κανείς, όταν λέει πως κάτι «είναι» πέραν της απλής ύπαρξης;

Αυτό όμως το είδος στροφής του ερωτήματος προς τον εαυτό του δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ούτε αποκλειστικά ούτε καν ουσιαστικά συνδεδεμένο με την εξέλιξη, τον εμπλουτισμό ή την αλλοίωση του νοήματος του είναι στην ελληνική φιλοσοφία. Πράγματι, αναδύεται σε μια συγκυρία όπου η λέξη είναι ίσως δεν παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Η παραγνώριση του γεγονότος αυτού παραπέμπει στην ενοχλητική τάση των φιλολόγων και των φιλοσόφων να θεωρούν πως οι σημαντικότερες λέξεις της γλώσσας είναι τα ουσιαστικά και δευτερευόντως τα ρήματα. Το παρατηρούμε και στην περίπτωση του αποσπάσματος μας με το ιδιαίτερα παραμελημένο γάρ, και θα το ξαναδούμε με το ἐξ και το εἰς. Ομοίως και με το κατεξοχήν φιλοσοφικό ερώτημα: τί τό ὄν; Εδώ η αντωνυμία τί είναι αυτή που εκφράζει την ουσία του ερωτήματος και παίρνει αίφνης εξαιρετικό βάθος. Γιατί είναι τελείως άλλο πράγμα να ρωτήσει κανείς με το τις: «ποιος» είναι ο τάδε; Είναι ο κύριος X ή Ψ. Το τί είναι κατά μια έννοια απροσδιόριστο. Προκειμένου το διευκρινίσει ή να το διαυγάσει κανένας, οφείλει να επανέλθει στο ίδιο το οντολογικό ερώτημα. Η γαλλική γλώσσα είναι εν προκειμένω παραπλανητική, διότι μεταφράζει το ερώτημα τί τό ὄν, ως «τι είναι το είναι» (qu'est-ce que l'etre?). Το αγγλικό όμως what is? ή το γερμανικό was ist?μας επαναφέρουν πλήρως στο ελληνικό αίνιγμα και μας αναγκάζουν να διευκρινίσουμε το οντολογικό ερώτημα.

Ας επανέλθουμε τώρα στη φράση, και μάλιστα στο δεύτερο σκέλος της. Ο Αναξίμανδρος μας λέει ότι τα όντα διδόναι ἀλλήλοις, δίνουν το ένα στο άλλο, δίκην και τίσιν. Δίκη είναι η δικαιοσύνη, που μπορούμε επίσης να μεταφράσουμε ως «προσαρμογή» ή, σε χαϊντεγκερίζουσα ορολογία, ως «αποκατάσταση της διασαλευθείσης τάξεως». Ο Heidegger όμως μεταφράζει τη λέξη τίσις ως «σεβασμό», ισχυριζόμενος ότι η πρωτογενής και ουσιαστική σημασία της είναι η «εκτίμηση)» Θεωρεί ότι προέρχεται από το ρήμα τίω, τιμώ (απ’ όπου προκύπτει η τιμή). Αλλά εδώ ακριβώς συγχέει κακώς δύο λέξεις. Όταν ο Heidegger συντάσσει το κείμενό του για τον Αναξίμανδρο, έχουν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια από τότε που ο φιλόλογος Schulze επισήμανε ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ετυμολογικής οικογένειας από την οποία προέρχονται το τίω και η τιμή, όπου η βασική σημασία είναι «σεβασμός, εκτίμηση» και μιας άλλης οικογένειας από την οποία προέρχονται τα τίνω τίσις. όπου η βασική σημασία είναι «τιμωρία». Υπάρχουν παραδείγματα τέτοιας χρήσης της λέξης τίσις στον Όμηρο, ιδίως σε σχέση με την «τοῦ Ἀτρείδου τίσιν», την επανορθωτική κύρωση με την οποία εκδικείται ο Ορέστης τον πατέρα του, αλλά και στον Ησίοδο. Στον δε Ηρόδοτο τα παραδείγματα αυτά αφθονούν.

Για ποιο πράγμα όμως τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και τιμωρία; Για την αδικίαν. Κι εδώ πάλι ο Αναξίμανδρος δεν γράφει εν κενώ, δεν χρησιμοποιεί αυθαίρετα τις λέξεις, αλλά με ένα νόημα ήδη διαμορφωμένο από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Όπως είδαμε, και οι δυο τους μιλούν για δίκην. Ωστόσο, ασφαλώς η δίκη αντιτίθεται μερικές φορές στην αδικίαν, πολύ συχνότερα όμως αντιτίθεται στην ύβριν. Οι δύο λέξεις σχετίζονται στενά, αν δεν είναι απολύτως ταυτόσημες. Η αδικία παραπέμπει στην ύβριν και αντίστροφα. Έτσι. λοιπόν, τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και τιμωρία για την αδικία ή για την ύβριν τους. Αλλά ποια ὕβρις; Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα. Θυμηθείτε ότι, σχετικά με τον Όμηρο, κάναμε ήδη λόγο για τη μοίραν, το πεπρωμένο, το μερίδιο κάθε ανθρώπου και κάθε όντος, του οποίου τα όρια δεν πρέπει να υπερβεί κανείς. Όταν ο Πάτροκλος προελαύνει κατά των τειχών της Τροίας, ο Απόλλων τον σταματά: δεν μπορείς να κάνεις τίποτα ὑπέρ μοῖραν, πέραν του μεριδίου σου, δεν μπορείς να υπερβείς τα όρια που σου έχουν παραχωρηθεί. Και στην ελληνική μυθολογία, στον Όμηρο, εν συνεχεία δε στην τραγωδία για ποια όντα γίνεται λόγος, αν όχι γι’ αυτά τα κατεξοχήν όντα που είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι προσπαθούν συνεχώς να υπερβούν τη μοίραν τους, να πορευθούν υπέρ μοίραν, πέραν του μεριδίου τους; Δεν νομίζω ότι βιάζουμε την ερμηνεία, αν δούμε την ανθρώπινη ὕβριν ως έμφυτη, σχεδόν ομοούσια, τάση. Από αυτό δεν μπορούμε να συνάγουμε ότι η ὕβρις, η αδικία του Αναξίμανδρου αποτελεί και αυτή φυσικό και κοινό χαρακτηριστικό όλων των όντων. Θα επανέλθουμε όμως στη σημασία της ύβρεως.

Ας συνεχίσουμε την ανάγνωση του δευτέρου σκέλους της φράσης. Η απονομή της δικαιοσύνης και η πληρωμή για την ἀδικίαν και την ὕβριν γίνεται κατά την του χρόνου τάξιν. Για πολλούς, το κομμάτι αυτό είναι μεταγενέστερο του Αναξίμανδρου διότι έχει αποχρώσεις Στωικισμού. Ίσως πρόκειται πράγματι για μεταγενέστερη προσθήκη, που εκφράζει όμως κάτι το αυτονόητο, το πολύ κοινότοπο μάλιστα. Σίγουρα υπάρχει τάξη στο χρόνο. Η διευκρίνιση όμως αυτή παίρνει άλλη διάσταση αν τη συνδέσουμε με το κατά το χρεών, «κατά το δέον», «σύμφωνα με το χρωστούμενο» του πρώτου σκέλους της φράσης. Τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και πληρωμή για την αδικία τους, για την ύβριν τους, κατά την τάξιν του χρόνου, γι’ αυτό - το γάρ ανεστραμμένο -, κατά το χρεών, κατά το δέον, γένεσις και φθορά, η γέννηση και η καταστροφή, επέρχονται προερχόμενες από το ίδιο και προς το ίδιο. Βρισκόμαστε εδώ στο επίκεντρο του μυστηρίου αυτής της φράσης. Η λέξη χρεών - που δεν είναι το Brauch του Heidegger, και ακόμα λιγότερο η «διατήρηση» του γάλλου μεταφραστή του - προέρχεται από την ίδια οικογένεια με το απρόσωπο ρήμα χρή («πρέπει»), με το οποίο συνδέεται και η χρεία, η «χρήση», η «ανάγκη», σχετίζεται όμως και με το χρέος, την «αποζημίωση», την «οφειλή». Ο Αναξίμανδρος φαίνεται έτσι να σχολιάζει, σ’ αυτό το σκέλος της φράσης, τη σημασία της λέξης χρεών, που εξασφαλίζει το σύνδεσμο μεταξύ των δίκη-τίσις-ἀδίκία, από τη μια μεριά, και γένεσις-φθορά, από την άλλη. Αυτό για το οποίο οφείλουμε να πληρώσουμε είναι η γένεσις και η οφειλή είναι η φθορά, ο θάνατος. Θα ξαναγυρίσουμε όμως εδώ στη συνέχεια.

Φθάνουμε έτσι στα ουσιαστικά και τελικά ερωτήματα. «Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με το χρέος, σύμφωνα με ό, τι πρέπει να πληρωθεί, υπάρχει γένεσις για τα όντα και έρχεται γι’ αυτά φθορά, ἐξ ὧν εἰς ταῦτα, από αυτά και εις αυτά τα ίδια». Το ἐξ και το εἰς παραπέμπουν στο ίδιο πράγμα, σε κάποιο πράγμα, που διατυπώνεται όμως στον πληθυντικό. Και ο πληθυντικός αυτός δημιουργεί πρόβλημα. Ας μεταφράσουμε κατά λέξη: τα «πράγματα» από τα οποία υπάρχει γένεση στα όντα, προς αυτά τα πράγματα επίσης επέρχεται και η φθορά τους. Το απόσπασμα του Ψευδο-Πλουτάρχου είναι, όπως είδαμε, πολύ πιο σα­φές: από το άπειρον προέρχονται τα πάντα και στο άπειρον τα πάντα ξαναγυρίζουν. Εάν όμως επρόκειτο εδώ για το άπειρο, θα είχαμε ενικό: ἐξ οὗ και όχι ἐξ ὧν, καθώς και εις τοῦτο και όχι εις ταῦτα. Μπορεί βέβαια να πλανήθηκε ο Σιμπλίκιος, αυτό όμως που μας μετέφερε έχει νόημα. Και πολύ πιο αινιγματικές από το ὧν και το ταῦτα είναι οι προθέσεις έξ και εις. Σας είπα ήδη ότι υπάρχει πάρα πολύ συχνά η τάση να υποτιμάται η σπουδαιότητα των προθέσεων, να θεωρείται δεδομένη η σημασία τους. Είναι λάθος: αποτελούν ίσως το πιο μυστηριώδες κομμάτι της γλώσσας. Τι θα πουν το «έ» και το «de» στα Γαλλικά; Είναι πολύ ευκολότερο να δώσουμε παραδείγματα χρήσης τους παρά να τα ορίσουμε. Το ίδιο δύσκολη είναι και η μετά­φρασή τους. Μεταξύ δύο γλωσσών, οι παραπλήσιες ισοτιμίες για τα ουσιαστικά, τα επίθετα και τα ρήματα είναι συνήθεις, για τις προθέσεις όμως είναι σπανιότατες. Συνεπώς, το ἐξ του Αναξίμανδρου, που συγγενεύει με το λατινικό ex, και πιθανότατα με το de, έχει συγχρόνως τοπική και χρονική σημασία, καθώς και σημασία «καταγωγής». Πρόκειται για τον τόπο απ’ όπου, για το χρόνο από τον οποίο, για την αρχή, για τους προγόνους. Όσο για το εις, που ισοδυναμεί με το λατινικό ad, με το a ή το vers στα Γαλλικά, με το ελληνικό «προς» έχει επίσης ταυτόχρονα τοπικό και χρονικό νόημα, εκφράζει όμως επιπλέον και μια ιδέα ορίου, μέτρου: μέχρι εκεί, για τόσο καιρό, επίσης δε και σημασία σχέσης, πρόθεσης.

Οι διευκρινίσεις αυτές μας επιτρέπουν να δώσουμε στο τέλος του αποσπάσματος μια πρώτη ερμηνεία, που είναι σίγουρα συμβατή με τα όσα γνωρίζουμε εκ παραλλήλου για τον Αναξίμανδρο. Το ἐξ ὧν εἰς ταῦτα θα μπορούσε να είναι η προαναφερθείσα μεγάλη οντολογική δεξαμενή, ένας άλλος τρόπος ονομασίας του άπειρου, απ’ όπου όλα προέρχονται και όπου όλα επιστρέφουν. Άλλωστε, ο Αναξίμανδρος έχει ήδη ανακηρυχτεί ένα είδος πατέρα της αρχής της διατήρησης της ύλης... Κατ’ αναλογία με αυτά που είπαμε στα προηγούμενα σεμινάρια, το άπειρον θα έπαιζε το ρόλο του χάους, και τα όντα θα ήσαν εκείνο το στοιχείο που διαμορφώνει τον κόσμον, ένα ταξινομημένο σύμπαν μέσα στο οποίο υπάρχουν διαφορές, υπάρχουν όντα, καθώς και μια κάποια χρονική τάξη (είτε είναι αυθεντικό είτε όχι το σχετικό τμήμα της φράσης). Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται τόσο στο ίδιο το κείμενο, σε αυτό το σκέλος της φράσης, όσο και στα όσα γνωρίζουμε για το άπειρον του Αναξίμανδρου, ως ἀρχή, στοιχεῖον και κανόνα των πάντων. Το άπειρον είναι η δεξαμενή, το οντολογικό απόθεμα από το οποίο μπορεί να αναδυθεί ένας κόσμος που θα καταστραφεί και πάλι μέσα στο χάος, από όπου ένας νέος κόσμος κ.ο.κ. Θα είχαμε έτσι ένα είδος διαρκούς στιγμιαίας και κυκλικής κίνησης, όπου το χάος θα μετατρεπόταν σε κόσμον και ο κόσμος σε χάος. Αν όμως μείνουμε εδώ, το σύνολο της φράσης δεν έχει πλέον νόημα. Δεν κατανοούμε καθόλου γιατί το γάρ θα συνέδεε το γεγονός ότι τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και πληρωμή για την ύβριν τους με το γεγονός ότι οφείλουν να επιστρέψουν στο άπειρον από το οποίο προήλθαν. Το γάρ χάνει έτσι το νόημά του, όπως και το χρεών. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να παρεμβληθεί η ύβρις και η δίκη για να εκφραστεί είτε η αρχή της οικουμενικής διατήρησης της ύλης-ενέργειας είτε η ιδέα ότι υφίσταται ένα στοιχείο ή μία αρχή από την οποία προέρχονται τα πάντα και στην οποία επιστρέφουν τα πάντα. Δεν είναι αναγκαίο να επικαλεστεί κανείς αυτή την ιδέα για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Το συμπέρασμα στέκει αφ’ εαυτού ή μπορεί να υποστηριχθεί με διαφορετικά επιχειρήματα, δεν μπορεί όμως να υποστηριχτεί με τα επιχειρήματα αυτά. Η ύλη δεν διατηρείται επειδή υπό ή επειδή η ύβρις πληρώνεται.

Θα σας προτείνω συνεπώς μια άλλη ερμηνεία η φαίνεται πως ανταποκρίνεται καλύτερα σε αυτό το σκέλος της φράσης και κυρίως επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση του συνόλου του αποσπάσματος. Προς τούτο, μου χρειάζεται να μεταφράσω το ἐξ και το εἰς ως «σύμφωνα με»: σΐ την ίδια αρχή ή εκκινώντας από την ίδια αναγκαιότητα μπορούσα να σας πω, φυσικά, ότι τίποτα δεν μας πως ο Σιμπλίκιος μεταφέρει με ακρίβεια τα λόγια του Αναξίμανδρου, ότι τα Ελληνικά που έχουμε εδώ είναι το αιώνα. Το πρώτο μέρος της φράσης είναι γραμμένο διαχρονικά Ελληνικά, που παραμένουν αναλλοίωτα από τον Πλάτωνα μέχρι τον Σιμπλίκιο, όμορφο ελληνικό φιλοσοφικό ιδίωμα, με τη συμμετρία του κ.λπ. Πρόκειται άραγε για τα Ελληνικά του Αναξίμανδρου; Κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει. Δεν πρέπει ωστόσο να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι η επιλογή μου ενέχει στοιχεία αυθαιρεσίας. Αλλά με την αυτή το νόημα του αποσπάσματος φωτίζεται, Τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και πληρωμή για την ὕβριν τους και για το λόγο αυτόν, κατά το δέον, σύμφωνα με την ίδια αναγκαιότητα, την ίδια αρχή, γεννιούνται και καταστρέφονται. Ποια είναι λοιπόν αυτή η αρχή; Απλούστατα - και εδώ έγκειται η τελική αντιστροφή - η ίδια η ύπαρξη αποτελεί, κατά μία έννοια, ἀδικίαν ή ὕβριν, παράβαση. Η αδικία δεν είναι, όπως ειπώθηκε, το εμμένειν στην ύπαρξη πέραν του καθορισμένου χρόνου, το ἁπλό ὑπέρ μοῖραν. Εδώ ο Αναξίμανδρος πηγαίνει πιο μακριά από τον Όμηρο: αδικία είναι η ίδια ύπαρξη. Και αυτή η ύπαρξη πρέπει να καταστραφεί σύμφωνα με την ίδια την αρχή που τη γεννά. Επικρατεί τελικά ένα είδος οντολογικής δικαιοσύνης, η οποία την ὕβριν την προερχόμενη από κάθε ιδιαίτερη ύπαρξη. Ίσως εδώ ακριβώς να βρίσκεται η πρωταρχική σημασία, διότι. δεδομένου ότι κάθε ιδιαίτερη ύπαρξη υπόκειται σε περιορισμό, πέρας, τέλος, οφείλει να επιστρέφει πάντα στο απροσδιόριστο.

Αν πάρουμε τώρα το σύνολο του αποσπάσματος, θα δούμε ότι έχουμε ένα πρώτο μέρος που σχολιάζει απλά τη γενική θέση του Αναξίμανδρου: όλα έρχονται από το άπειρον και επιστρέφουν στο άπειρον. Και πέρα από τα συγκεκριμένα ό- ντα υπάρχει ον που είναι άπειρον, ένα ον μη αναπαραστάσιμο, απροσδιόριστο κ.λπ. Η πρώτη όμως αυτή σημασία αναμειγνύεται και εμπλέκεται με μία δεύτερη &χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους ταυτότητα, αντίθεση ή αντίφαση-, που μόνο αυτή μπορεί να δώσει νόημα στη διάρθρωση της φράσης - με το γάρ και το κατά το χρεών. Και η οποία μας λέει ότι η ὕβρις και η ἀδικία, για τις οποίες τα όντα καλούνται να πληρώσουν το τίμημα, είναι η ίδια τους η ύπαρξη. Διότι η ίδια ακριβώς αρχή, υπάρχειν και μηδενισμός του υπάρχειν, καθορίζει τη γένεση και τη φθορά τους.

Μιλάμε από την αρχή των σεμιναρίων για τη σχέση της πρωταρχικής φαντασιακής σύλληψης του κόσμου από τους Έλληνες με την καταγωγή της φιλοσοφίας. Ελπίζω ότι η συζήτηση του αποσπάσματος του Αναξίμανδρου σας βοήθησε να κατανοήσετε καλύτερα τι εννοώ μ’ αυτό: τη γένεση και τη ρήξη, τη συγγένεια και την απόσταση μεταξύ φιλοσοφικών και μυθολογικών σημασιών.

Συμπερασματικά, για να σας δώσω την ευκαιρία να πάρετε ανάσα, και για να στηρίξω την τελική ερμηνεία που σας έδωσα, θα σας διηγηθώ την ιστορία του τυράννου Πολυκράτη του Σαμίου, που πέθανε στο σταυρό, όπως τη μεταφέρει ο Ηρόδοτος[8]. Δεν πρόκειται βέβαια για «αληθινή» ιστορία, επινοήθηκε όμως μέσα σ' ένα συγκεκριμένο ιστορικό πολιτισμικό πλαίσιο, γι’ αυτό και η αλήθεια της είναι ακόμα πιο βαθιά. Πρόκειται για μια θεώρηση του κόσμου. Σκεφτείτε τη σταύρωση του Χριστού. Το αν είναι ή όχι ιστορικό γεγονός δεν είναι τόσο σημαντικό· αυτό που μετράει είναι ότι τη διηγούνται, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τη διηγούνται. Ο Πολυκράτης παίρνει την εξουσία γύρω στο 540 και πεθαίνει το 522 π.Χ., ζει δηλαδή μια γενιά αργότερα από τον Αναξίμανδρο. Ήταν εξαίρετος άνθρωπος, προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, ιδιαίτερα δε του ποιητή Ανακρέοντα. Αν πιστέψουμε τον Ηρόδοτο, κανένας άλλος τύραννος δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του σε μεγαλοπρέπεια. Μην ξεχνάτε ότι στην αρχαία Ελλάδα τύραννος δεν είναι ο καταπιεστής, ο σύγχρονος δικτάτορας, αλλά ο ηγέτης -γενικώς, ο ηγέτης του δήμου- που κατακτά την εξουσία δια της βίας στην ιστορική εκείνη φάση κατά την οποία η αριστοκρατία ταλαντεύεται και ο δήμος δεν είναι ακόμα σε θέση να εγκαθιδρύσει τη δική του εξουσία. Χαριτολογώντας, θα μπορούσε κανείς να τον συγκρίνει με ό, τι η μαρξιστική-λενινιστική-τροτσκιστική παράδοση αποκαλεί «βοναπαρτισμό». Ο Πολυκράτης είναι λοιπόν ο τύραννος της Σάμου, και όλα βαίνουν κατ’ ευχήν γι’ αυτόν: η αυλή του είναι λαμπρή, ο στόλος του έχει αναδείξει το νησί σε ναυτική δύναμη, συμμαχεί με τον Φαραώ της Αιγύπτου, Άμασι. Ωστόσο, αυτή η απόλυτη επιτυχία ανησυχεί τον Άμασι, κάτι που εκμυστηρεύεται στον Πολυκράτη. Όλα του πηγαίνουν τόσο καλά, ώστε η ζωή του φαίνεται σαν υπέρ μοίραν, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει το φθόνο των θεών. Ο Πολυκράτης θορυβείται και αποφασίζει, προκειμένου να τον εξορκίσει, να θυσιάσει ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά του, ένα υπέροχο σμαράγδι δεμένο σε δαχτυλίδι: το πετά στη θάλασσα, μακριά από την ακτή. Μερικές μέρες αργότερα κάποιος ψαράς του προσφέρει ένα τεράστιο ψάρι. Οι υπηρέτες του το ανοίγουν και βρίσκουν το δαχτυλίδι. Όταν μαθαίνει τα καθέκαστα ο Αμασις, καταλαβαίνει ότι ο Πολυκράτης είναι καταδικασμένος, ότι οι θεοί απέρριψαν την προσφορά του, και διακόπτει κάθε σχέση μαζί του, για να μη στενοχωρηθεί από την πτώση ενός φίλου όταν θα επέλθει η αναπότρεπτη συμφορά. Και πράγματι, ύστερα από λίγο καιρό επέρχεται η καταστροφή, κατά τό χρεών. Ο Πολυκράτης πέφτει θύμα ενέδρας ενός Πέρση διοικητή και βρίσκει, λέει ο Ηρόδοτος, «άθλιο τέλος». Ωραία ιστορία θα μου πείτε, αλλά γιατί μας ενδιαφέρει; Μας ενδιαφέρει το εξής ερώτημα: ποιο είναι το λάθος του Πολυκράτη; Πού βρίσκεται η ὕβρις σε όλα αυτά; Διότι, εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχει τίποτα το υβριστικό στη συμπεριφορά του ή, αν προτιμάτε, τίποτα το ιδιαίτερα υβριστικό για έναν έλληνα τύραννο εκείνης της εποχής. Η ὕβρις του υπήρξε απλούστατα το ότι έφερε την ύπαρξή του σε πλήρη ολοκλήρωση, σε απόλυτη επιτυχία, χωρίς εναλλαγή καλών και κακών στιγμών. Και όλα αυτά είναι αντίθετα προς το χρεών, αντίθετα προς το οφειλόμενο. Πρέπει να πληρώσει για την αδικία αυτή, συνεπώς καταστρέφεται.

Κ. Καστοριάδης, Από το «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ»
(Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο Σεμινάρια 1982-1983)
----------------------
[1] <Πρόκειται για το απόσπασμα DK 12 A 9 και Β 1 (περιλαμβάνεται στο σχόλιο της Φυσικής Ακροάσεως του Αριστοτέλη από τον Σιμπλίκιο, που αντιγράφει τον Θεόφραστο). «Ο Αναξίμανδρος είπε ότι η αρχή και το στοιχείο των όντων ήταν το άπειρον (το απροσδιόριστο ή το ατέρμον), υπήρξε έτσι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο αυτό σε σχέση με την αρχή της ύλης. Λέει ότι η αρχή αυτή δεν είναι ούτε το νερό ούτε κανένα από τα υπόλοιπα πράγματα που αποκαλούνται στοιχεία, αλλά ότι είναι άλλης φύσεως, ἄπει­ρον, από το οποίο εκπηγάζουν όλοι οι ουρανοί όπως και ο κόσμος που ο καθένας τους περικλείει. Και η πηγή της ύπαρξης των όντων είναι αυτή η ίδια μέσα στην οποία καταστρέφονται “κατά την αναγκαιότητα, διότι επιβάλλουν αμοιβαίως κύρωση και τιμωρία λόγω των αδικιών τους σύμφωνα με μια κατανομή που καθορίζεται από το Χρόνο”, όπως το περιγράφει με καθαρά ποιητικούς όρους.» (γαλλ. μτφρ. Kirk/de Week, στο G.S. Kirk/J.E. Raven/M. Schofield, Les Philosophes presocratiques. Une histoire critique avec un choix de textes, Fribourg, Suisse, Editions universitaires et Paris, Cerf 1995, γαλλ. μτφρ. του Η.-Α. de Week, υπό τη διεύθυνση του D. J. O'Meara, 2η έκδ. 1984 (με τη συνεργασία του Μ. Schofield) της κλασικής μελέτης των Kirk και Raven (1η έκδ. 1957(α)).> [Ελλ. έκδ. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μτφρ.: Δ. Κούρτοβικ, 3η έκδ., Αθήνα, ΜΙΕΤ 1998.]

[2] <Βλ. σεμινάριο VII, σ. 240 κ.εξ.>

[3] <Σοφοκλής, Αντιγόνη, 332-375, κυρίως 353-375. Βλ. «Anthro- pogonie...» (1991), στο C. Castoriadis, Figures du pensable, Paris, Seuil 1999, σ. 31 κ.εξ. [«Αισχύλεια ανθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ανθρώπου» στο Αφιέρωμα στον Κων. Δεσποτόπουλο, Αθήνα, Παπαζήσης 1991, σ. 221 κ.εξ. (ΣτΕ)]>

[4] <Ψευδο-Πλσύταρχος, Στρωματείς 2 (DK 12 A 10).>

[5] < Αριστοτέλης, Φυσική Ακρόασις 203b 10-13 (DK 12 A 15).>

[6] <Στο Σεμινάριο IX που χάθηκε.>

[7] <Βλ., Heidegger ό.π., σ. 448. «κατά τό χρεών διδόναι γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας».>

[8] <Ηρόδοτος, Γ, 39-47 και 120-125.>