Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Τραχίνιαι (225-290)

225 ΔΗ. ὁρῶ, φίλαι γυναῖκες, οὐδέ μ᾽ ὄμματος
φρουρὰν παρῆλθε, τόνδε μὴ λεύσσειν στόλον·
χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προυννέπω, χρόνῳ
πολλῷ φανέντα, χαρτὸν εἴ τι καὶ φέρεις.
ΛΙΧΑΣ
ἀλλ᾽ εὖ μὲν ἵγμεθ᾽, εὖ δὲ προσφωνούμεθα,
230 γύναι, κατ᾽ ἔργου κτῆσιν· ἄνδρα γὰρ καλῶς
πράσσοντ᾽ ἀνάγκη χρηστὰ κερδαίνειν ἔπη.
ΔΗ. ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, πρῶθ᾽ ἃ πρῶτα βούλομαι
δίδαξον, εἰ ζῶνθ᾽ Ἡρακλέα προσδέξομαι.
ΛΙ. ἔγωγέ τοί σφ᾽ ἔλειπον ἰσχύοντά τε
235 καὶ ζῶντα καὶ θάλλοντα κοὐ νόσῳ βαρύν.
ΔΗ. ποῦ γῆς; πατρῴας, εἴτε βαρβάρου; λέγε.
ΛΙ. ἀκτή τις ἔστ᾽ Εὐβοιίς, ἔνθ᾽ ὁρίζεται
βωμοὺς τέλη τ᾽ ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί.
ΔΗ. εὐκταῖα φαίνων, ἢ ᾽πὸ μαντείας τινός;
240 ΛΙ. εὐχαῖς, ὅθ᾽ ᾕρει τῶνδ᾽ ἀνάστατον δορὶ
χώραν γυναικῶν ὧν ὁρᾷς ἐν ὄμμασιν.
ΔΗ. αὗται δέ, πρὸς θεῶν, τοῦ ποτ᾽ εἰσὶ καὶ τίνες;
οἰκτραὶ γάρ, εἰ μὴ ξυμφοραὶ κλέπτουσί με.
ΛΙ. ταύτας ἐκεῖνος Εὐρύτου πέρσας πόλιν
245 ἐξείλεθ᾽ αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν.
ΔΗ. ἦ κἀπὶ ταύτῃ τῇ πόλει τὸν ἄσκοπον
χρόνον βεβὼς ἦν ἡμερῶν ἀνήριθμον;
ΛΙ. οὔκ, ἀλλὰ τὸν μὲν πλεῖστον ἐν Λυδοῖς χρόνον
κατείχεθ᾽, ὥς φησ᾽ αὐτός, οὐκ ἐλεύθερος,
250 ἀλλ᾽ ἐμποληθείς. τοῦ λόγου δ᾽ οὐ χρὴ φθόνον,
γύναι, προσεῖναι, Ζεὺς ὅτου πράκτωρ φανῇ.
κεῖνος δὲ πραθεὶς Ὀμφάλῃ τῇ βαρβάρῳ
ἐνιαυτὸν ἐξέπλησεν, ὡς αὐτὸς λέγει,
χοὕτως ἐδήχθη τοῦτο τοὔνειδος λαβὼν
255 ὥσθ᾽ ὅρκον αὑτῷ προσβαλὼν διώμοσεν,
ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους
ξὺν παιδὶ καὶ γυναικὶ δουλώσειν ἔτι.
κοὐχ ἡλίωσε τοὔπος, ἀλλ᾽ ὅθ᾽ ἁγνὸς ἦν,
στρατὸν λαβὼν ἐπακτὸν ἔρχεται πόλιν
260 τὴν Εὐρυτείαν. τόνδε γὰρ μεταίτιον
μόνον βροτῶν ἔφασκε τοῦδ᾽ εἶναι πάθους·
ὃς αὐτὸν ἐλθόντ᾽ ἐς δόμους ἐφέστιον,
ξένον παλαιὸν ὄντα, πολλὰ μὲν λόγοις
ἐπερρόθησε, πολλὰ δ᾽ ἀτηρᾷ φρενί,
265 λέγων χεροῖν μὲν ὡς ἄφυκτ᾽ ἔχων βέλη
τῶν ὧν τέκνων λείποιτο πρὸς τόξου κρίσιν,
φωνῇ δέ, δοῦλος ἀνδρὸς ὡς ἐλευθέρου,
ῥαίοιτο· δείπνοις δ᾽ ἡνίκ᾽ ἦν ᾠνωμένος,
ἔρριψεν ἐκτὸς αὐτόν. ὧν ἔχων χόλον,
270 ὡς ἵκετ᾽ αὖθις Ἴφιτος Τιρυνθίαν
πρὸς κλιτύν, ἵππους νομάδας ἐξιχνοσκοπῶν,
τότ᾽ ἄλλοσ᾽ αὐτὸν ὄμμα, θατέρᾳ δὲ νοῦν
ἔχοντ᾽, ἀπ᾽ ἄκρας ἦκε πυργώδους πλακός.
ἔργου δ᾽ ἕκατι τοῦδε μηνίσας ἄναξ,
275 ὁ τῶν ἁπάντων Ζεὺς πατὴρ Ὀλύμπιος,
πρατόν νιν ἐξέπεμψεν, οὐδ᾽ ἠνέσχετο,
ὁθούνεκ᾽ αὐτὸν μοῦνον ἀνθρώπων δόλῳ
ἔκτεινεν. εἰ γὰρ ἐμφανῶς ἠμύνατο,
Ζεύς τἂν συνέγνω ξὺν δίκῃ χειρουμένῳ.
280 ὕβριν γὰρ οὐ στέργουσιν οὐδὲ δαίμονες.
κεῖνοι δ᾽ ὑπερχλίοντες ἐκ γλώσσης κακῆς
αὐτοὶ μὲν Ἅιδου πάντες εἴσ᾽ οἰκήτορες,
πόλις δὲ δούλη· τάσδε δ᾽ ἅσπερ εἰσορᾷς
ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον
285 χωροῦσι πρὸς σέ· ταῦτα γὰρ πόσις τε σὸς
ἐφεῖτ᾽, ἐγὼ δέ, πιστὸς ὢν κείνῳ, τελῶ.
αὐτὸν δ᾽ ἐκεῖνον, εὖτ᾽ ἂν ἁγνὰ θύματα
ῥέξῃ πατρῴῳ Ζηνὶ τῆς ἁλώσεως,
φρόνει νιν ὡς ἥξοντα· τοῦτο γὰρ λόγου
290 πολλοῦ καλῶς λεχθέντος ἥδιστον κλύειν.

***
ΔΗΙ. Βλέπω, καλές μου, κι ουδέ ξέφυγε
τη φρουρά του ματιού μου ο ερχομός της.
Μ᾽ όλη μου την καρδιά καληνορίζω
τον κήρυκα, που φάνηκε από τόσο
πολύν καιρό — αν έρχεσαι να φέρεις
κάτι που να ᾽ναι κι άξιο να χαρούμε.
ΛΙΧΑΣ
Μα ευτυχισμένος είναι ο γυρισμός μας
κι αξίζουμε τους καληνορισμούς σου,
230 κερά, για κείνα πὄχουμε αποχτήσει·
γιατ᾽ είναι δίκιο, όποιος γυρνά από νίκη
να βρίσκει υποδοχή μ᾽ εγκάρδια λόγια.
ΔΗΙ. Ω εσύ, πιο αγαπημένε μας απ᾽ όλους,
πρώτα ό,τι πρώτα λαχταρώ ν᾽ ακούσω
πε μου, ζει ο Ηρακλής; και θα τον δω;
ΛΙΧ. Εγώ τον άφησα γερό, μες σ᾽ όλη
της ζωής του τη δύναμη ν᾽ ανθίζει
κι ουδέ καμιά να τον βαραίνει αρρώστια.
ΔΗΙ. Και σε ποιό μέρος; σε δικούς μας τόπους,
ή αλλού στα ξένα; ΛΙΧ. Σ᾽ ένα ακροθαλάσσι
της Εύβοιας, όπου στον Κηναίο το Δία
βωμούς και πάγκαρπες θυσίες ταιριάζει.
ΔΗΙ. Για να ξοφλήσει τάμα, ή από κάποιο
χρησμό που πήρε; ΛΙΧ. Τάμα το ᾽χε κάμει
240 σαν έπαιρνε κονταροκουρσεμένη
τη χώρ᾽ αυτών των γυναικών που βλέπεις.
ΔΗΙ. Μα αυτές, πε μου, να ζεις, ποιού και ποιές να ᾽ναι;
γιατ᾽ είναι αξιολύπητες, αν κρίνω
τις συφορές των δίχως να γελιούμαι.
ΛΙΧ. Αυτές εκείνος τις ξεχώρισε, όταν
πήρε την πόλη του Εύρυτου, για να ᾽ναι
του ίδιου και των θεών διαλεχτό κτήμα.
ΔΗΙ. Γύρω λοιπόν στην πόλη αυτή είχε μείνει
αυτό όλο τον ατέλειωτο καιρό
και τις αμέτρητες τις μέρες; ΛΙΧ. Όχι·
μα ήτανε στη Λυδία κρατημένος
αυτό τον πιότερο καιρό, όπως λέει
250 ο ίδιος, κι όχι λεύτερος μα σκλάβος
πουλημένος. Αλλά, κερά, δεν πρέπει
να ᾽χει κατηγορία κανείς για πράμα
που ο Δίας θε να φανεί πως το ᾽φερε έτσι.
Πουλημένος λοιπόν στη βάρβαρη
Ομφάλη εκείνος, πέρασε κοντά της
ολάκερο ένα χρόνο, καθώς λέει
ο ίδιος· μα πήρε έτσι κατάκαρδα
το ντρόπιασμά του αυτό, πὄβαλεν όρκο
στον εαυτό του με φριχτές κατάρες
να τον κάμει κι αυτός σκλάβο μια μέρα
τον αίτιο γι᾽ αυτό το πάθημά του,
συφάμελο με παιδί και γυναίκα.
Και δεν πήρε τον όρκο του στο βρόντο,
μα μόλις καθαρίστηκε, μαζεύει
ξένο στρατό κι έρχεται καταπάνω
στην πόλη του Εύρυτου· γιατί, έλεγε,
260 πως αυτός μόνο ήτανε η αιτία
να πάθει εκείνο το ρεζίλεμά του·
αυτός, που όταν στ᾽ αρχοντικό του πήγε
να ξενιστεί, σαν αδερφοποιτός του
πού ηταν παλιός, άρχισε να τον ψέλνει
με πολλές προσβολές κι εχθρική γνώμη,
λέγοντας πως, ενώ στα χέρια του είχε
τάχα αλάθευτα βέλη, δε θα τα ᾽βγαζε
πέρα σε αγώνες τόξου με τους γιους του
κι ότι είναι ξεγραμμένος, αφού σκλάβος
από λεύτερος δέχτηκε να γίνει·
τέλος, ενώ ήταν κάποτε πιωμένος
σε τραπέζι, τον πέταξε στους δρόμους.
Γι᾽ αυτά λοιπόν και κείνος μανιωμένος,
270 όταν στην ψηλή Τίρυνθα κατόπι
ήρθε να ψάξει ο Ίφιτος για νά ᾽βρει
σκορπισμένες φοράδες του, ενώ ειχε
αλλού τα μάτια του κι αλλού το νου του,
τον πετά κάτω απ᾽ την κορφή του βράχου.
Μα για την πράξη αυτή βαριά οργισμένος
ο Ολύμπιος Δίας ο πατέρας όλων
τον έστειλε να πουληθεί στα ξένα,
κι ουδέ του το συχώρεσε, που μόνον
αυτόν στον κόσμο σκότωσε με δόλο·
γιατ᾽ αν γδικιόταν φανερά, κι ο Δίας
θα συχωρούσε φόνο με το δίκιο,
280 γιατ᾽ ουδέ κι οι θεοί στρέγουν τά τέτοια.
Κι έτσι κείνοι, περνώντας κάθε μέτρο
με την κακιά τη γλώσσα τους, είναι όλοι
κάτω στον Άδη τώρα κι έχει πέσει
στη σκλαβιά κι η πατρίδα των· και τούτες
που βλέπεις, από ευτυχισμένες πρώτα,
σε τέτοια θέση αζήλευτη πεσμένες
έρχουνται να παραδοθούν σε σένα·
γιατ᾽ έτσι πρόσταξε ο άντρας σου, κι εγώ
πιστός σε κείνον κάνω αυτό που μου ᾽πε.
Ο ίδιος, αφού προσφέρει για τη νίκη
θυσίες αγνές στον πατρικό του Δία,
δίχως άλλο θα ᾽ρθει· και βέβαια απ᾽ όλα
τα ωραία τα λόγια που είπαμε, κανένα
290 δε θα ᾽κουσες πιο ευχάριστα από τούτο.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (2.653-2.710)

Τληπόλεμος δ᾽ Ἡρακλεΐδης ἠΰς τε μέγας τε
ἐκ Ῥόδου ἐννέα νῆας ἄγεν Ῥοδίων ἀγερώχων,
655 οἳ Ῥόδον ἀμφενέμοντο διὰ τρίχα κοσμηθέντες,
Λίνδον Ἰηλυσόν τε καὶ ἀργινόεντα Κάμειρον.
τῶν μὲν Τληπόλεμος δουρικλυτὸς ἡγεμόνευεν,
ὃν τέκεν Ἀστυόχεια βίῃ Ἡρακληείῃ,
τὴν ἄγετ᾽ ἐξ Ἐφύρης ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος
660 πέρσας ἄστεα πολλὰ διοτρεφέων αἰζηῶν.
Τληπόλεμος δ᾽ ἐπεὶ οὖν τράφ᾽ ἐνὶ μεγάρῳ εὐπήκτῳ,
αὐτίκα πατρὸς ἑοῖο φίλον μήτρωα κατέκτα
ἤδη γηράσκοντα Λικύμνιον, ὄζον Ἄρηος·
αἶψα δὲ νῆας ἔπηξε, πολὺν δ᾽ ὅ γε λαὸν ἀγείρας
665 βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον· ἀπείλησαν γάρ οἱ ἄλλοι
υἱέες υἱωνοί τε βίης Ἡρακληείης.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος, ἄλγεα πάσχων·
τριχθὰ δὲ ᾤκηθεν καταφυλαδόν, ἠδ᾽ ἐφίληθεν
ἐκ Διός, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀνάσσει,
670 καί σφιν θεσπέσιον πλοῦτον κατέχευε Κρονίων.
Νιρεὺς αὖ Σύμηθεν ἄγε τρεῖς νῆας ἐΐσας,
Νιρεὺς Ἀγλαΐης υἱὸς Χαρόποιό τ᾽ ἄνακτος,
Νιρεύς, ὃς κάλλιστος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλεΐωνα·
675 ἀλλ᾽ ἀλαπαδνὸς ἔην, παῦρος δέ οἱ εἵπετο λαός.
Οἳ δ᾽ ἄρα Νίσυρόν τ᾽ εἶχον Κράπαθόν τε Κάσον τε
καὶ Κῶν Εὐρυπύλοιο πόλιν νήσους τε Καλύδνας,
τῶν αὖ Φείδιππός τε καὶ Ἄντιφος ἡγησάσθην,
Θεσσαλοῦ υἷε δύω Ἡρακλεΐδαο ἄνακτος·
680 τοῖς δὲ τριήκοντα γλαφυραὶ νέες ἐστιχόωντο.
Νῦν αὖ τοὺς ὅσσοι τὸ Πελασγικὸν Ἄργος ἔναιον,
οἵ τ᾽ Ἄλον οἵ τ᾽ Ἀλόπην οἵ τε Τρηχῖνα νέμοντο,
οἵ τ᾽ εἶχον Φθίην ἠδ᾽ Ἑλλάδα καλλιγύναικα,
Μυρμιδόνες δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί,
685 τῶν αὖ πεντήκοντα νεῶν ἦν ἀρχὸς Ἀχιλλεύς.
ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο·
οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο·
κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς,
κούρης χωόμενος Βρισηΐδος ἠϋκόμοιο,
690 τὴν ἐκ Λυρνησσοῦ ἐξείλετο πολλὰ μογήσας,
Λυρνησσὸν διαπορθήσας καὶ τείχεα Θήβης,
κὰδ δὲ Μύνητ᾽ ἔβαλεν καὶ Ἐπίστροφον ἐγχεσιμώρους,
υἱέας Εὐηνοῖο Σεληπιάδαο ἄνακτος·
τῆς ὅ γε κεῖτ᾽ ἀχέων, τάχα δ᾽ ἀνστήσεσθαι ἔμελλεν.
695 Οἳ δ᾽ εἶχον Φυλάκην καὶ Πύρασον ἀνθεμόεντα,
Δήμητρος τέμενος, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων,
ἀγχίαλόν τ᾽ Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην,
τῶν αὖ Πρωτεσίλαος ἀρήϊος ἡγεμόνευε
ζωὸς ἐών· τότε δ᾽ ἤδη ἔχεν κάτα γαῖα μέλαινα.
700 τοῦ δὲ καὶ ἀμφιδρυφὴς ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο
καὶ δόμος ἡμιτελής· τὸν δ᾽ ἔκτανε Δάρδανος ἀνὴρ
νηὸς ἀποθρῴσκοντα πολὺ πρώτιστον Ἀχαιῶν.
οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ οἳ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν·
ἀλλά σφεας κόσμησε Ποδάρκης, ὄζος Ἄρηος,
705 Ἰφίκλου υἱὸς πολυμήλου Φυλακίδαο,
αὐτοκασίγνητος μεγαθύμου Πρωτεσιλάου
ὁπλότερος γενεῇ· ὁ δ᾽ ἅμα πρότερος καὶ ἀρείων
ἥρως Πρωτεσίλαος ἀρήϊος· οὐδέ τι λαοὶ
δεύονθ᾽ ἡγεμόνος, πόθεόν γε μὲν ἐσθλὸν ἐόντα·
710 τῷ δ᾽ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.

***
Και ο Τληπόλεμος τρανός και ωραίος Ηρακλείδης
εννέα πρύμνες έφερνε Ροδίων περηφάνων
655 που εις τρεις μοιράσαν το νησί της Ρόδου χώρες όλο
της Λίνδου, της Ιαλισού και της λευκής Καμείρου˙
και τον λαμπρόν Τληπόλεμον από τον Ηρακλέα
η Αστυόχη εγέννησε, που απ᾽ όπου την Εφύραν
βρέχει ο Σελλήεις ποταμός, την είχε πάρει εκείνος,
660 αφού πολλές ξολόθρευσε χώρες ανδρών ηρώων·
και τούτος ο Τληπόλεμος, άμα στο σπίτι ανδρώθη,
ξάφνου τον θείον μητρικόν φονεύει του πατρός του
τον γέροντα Λικύμνιον· κι ευθύς κατασκευάζει
καράβια και αφού σύναξε πολλά μαζί του πλήθη
665εις τα πελάγη ερίχθηκεν, ότι του Ηρακλέους
οι άλλ᾽ υιοί και έγγονοι δεινά τον φοβερίζαν.
Και αφού πολύ παράδειραν εφθάσαν εις την Ρόδον
και τριμερώς κατοίκησαν κατά φυλές την νήσον,
και τους αγάπησε ο θεός που σ᾽ όλους βασιλεύει
670 και πλουτισμού τους έχυσε πλημμύραν, ο Κρονίδης.
Από την Σύμην ο Νιρεύς καράβια φέρνει τρία,
της Αγλαΐας ο Νιρεύς και του Χαρόπου αγόρι,
οπού στο κάλλος, ο Νιρεύς, αν έλειπε ο Πηλείδης,
θα επρώτευε των Δαναών όσ᾽ ήλθαν εις την Τροίαν·
675 αλλά ήταν απόλεμος και ολίγους είχεν άνδρες.
Τους άνδρες απ᾽ την Νίσυρον, την Κάρπαθον, την Κάσον,
και απ᾽ τες Καλύδνες και απ᾽ την Κων την πόλιν του Ευρυπύλου
εδιοικούσε ο Άντιφος και ο Φείδιππος, βλαστάρια
του βασιλέως Θεσσαλού του γόνου του Ηρακλέους·
680 κι είχαν τριάντα βαθουλά κατόπι τους καράβια.
Και απ᾽ τ᾽ Άργος το Πελασγικόν όσ᾽ ήλθαν και απ᾽ την Άλον
και απ᾽ την Τρηχίνα πληθυσμοί και απ᾽ την Αλόπην όσοι
κι όσοι απ᾽ την καλλιγύναικα Ελλάδα και την Φθίαν,
και Μυρμιδόνες και Αχαιοί και Έλληνες λεγόνταν,
685 πενήντα πλοία και αρχηγός εις όλους, ο Πηλείδης.
Από τον φρικτόν πόλεμον εσχόλαζαν εκείνοι,
ότι δεν είχαν αρχηγόν να τους συντάξ᾽ εις μάχην,
ως έμενεν ο Αχιλλεύς στες πρύμνες χολωμένος,
αφ᾽ ότου την καλόκομην του επήραν Βρισηίδα,
690 οπού μ᾽ αγών᾽ απόκτησεν ότ᾽ έριξε τα τείχη
της Θήβης και της Λυρνησσού και τ᾽ ανδρειωμέν᾽ αγόρια
Επίστροφον και Μύνητα του Ευήνου βασιλέως
Σεληπιάδη ενίκησεν· με αυτόν τον πόνον στέκει
αργός, αλλά τα άρματα να πιάσει δεν θ᾽ αργήσει.
695 Άνδρες η Πύρασος χλωρή, που η Δήμητρα έχει δάσος,
η Ίτων η πολύαρνη και η Φυλάκη εστείλαν,
και της Αντρώνος οι γιαλοί και η Πτελεός χλοώδης·
ο ανδρείος Πρωτεσίλαος ήτο αρχηγός τους πρώτα·
τότε τον είχε η μαύρη γη, και έρμη στην Φυλάκην
700 τον ᾽μοιρολόγα η χήρα του στο άκλερό του σπίτι·
Δαρδάνου ακόντι ενέκρωσεν αυτόν κει που πηδούσε
πρώτος των άλλων Αχαιών από την πλώρην μόνος·
και αυτόν ποθούσεν ο λαός, αν κι ήταν αρχηγός τους
άλλο του Άρη βλάστημα, ο ανδράγαθος Ποδάρκης,
705 υιός του πολυπρόβατου Ιφίκλου Φυλακίδη
και αυτάδελφος του ήρωος λαμπρού Πρωτεσιλάου·
αλλά στα χρόνι᾽ ανώτερος, καθώς και στην ανδρείαν
ήταν ο Πρωτεσίλαος και αν αρχηγόν ελάβαν,
όμως εκείνον τον καλόν μες στην καρδιά τους είχαν·
710 κι είχαν σαράντα ολόμαυρα κατόπι τους καράβια.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 4. Πώς να γίνετε πλανητάρχης

4.1. Απ᾽ έξω δημοκρατία και από μέσα Αύγουστος

Το 30 π.Χ. ο Οκταβιανός ήταν 33 χρόνων και ο πιο ισχυρός άνδρας της οικουμένης. Ματωμένη από μισό αιώνα εμφύλιου σπαραγμού, η Ρώμη τον υποδέχτηκε ως σωτήρα και εγγυητή της ειρήνης· και εκείνος υποσχέθηκε στους Ρωμαίους μια Νέα Τάξη πραγμάτων. Το νεαρό παλληκαράκι που το 44 π.Χ. ορκίστηκε να εκδικηθεί τον θάνατο του θετού πατέρα του, του Ιουλίου Καίσαρα, δεν έδινε την εντύπωση ότι μια μέρα θα γινόταν πλανητάρχης. Ήταν φιλάσθενος, και το 42 π.Χ., όταν ο Μάρκος Αντώνιος κατατρόπωνε στους Φιλίππους τα στρατεύματα του Βρούτου και του Κάσσιου, ο Οκταβιανός ήταν κρυολογημένος, είχε έναν άσχημο βήχα και δεν ξεμύτισε από τη σκηνή του. Αν τη χρονιά εκείνη γινόταν δημοσκόπηση με το ερώτημα: «Ποιος πιστεύετε ότι θα είναι ο επόμενος ισχυρός άνδρας της Ρώμης, ο Μάρκος Αντώνιος ή ο Οκταβιανός;», ελάχιστοι θα πόνταραν στον δεύτερο. Ο Αντώνιος ήταν αρχαιότερος, διέθετε πολύ μεγαλύτερο κύρος, πολύ περισσότερες στρατιωτικές περγαμηνές, και ήταν γενικά πολύ πιο δημοφιλής. Ήταν όμως και παρορμητικός - ακριβώς αυτό που δεν ήταν ποτέ ο νεότερος συνεταίρος του στην εξουσία. Ο Οκταβιανός ήξερε να περιμένει, ήξερε να προβλέπει τις περιστάσεις, ασκούσε έλεγχο στις ανθρώπινες αδυναμίες του και είχε από πολύ νωρίς τη βαθιά βεβαιότητα ότι το πεπρωμένο τού είχε αναθέσει να λυτρώσει τη Ρώμη - είχε, δηλαδή, οξύ πολιτικό ένστικτο και αυτό που θα λέγαμε όραμα.

Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να υλοποιήσει το όραμά του· και από το χέρι του περνούσαν σχεδόν τα πάντα. Είχε τον απόλυτο έλεγχο της Συγκλήτου και, στα πρώτα χρόνια τουλάχιστο, τη συναίνεση τόσο της ανώτερης τάξης όσο και των λαϊκότερων στρωμάτων. Και σαν γνήσιος πολιτικός που ήταν, ήξερε πολύ καλά ότι η ρητορική του δεν ήταν απαραίτητο να συμπίπτει με την πολιτική του πρακτική: διακήρυσσε σε όλους τους τόνους και σε όλες τις κατευθύνσεις ότι σκοπός του ήταν να αποκαταστήσει τους θεσμούς της Δημοκρατίας, που είχαν τραυματιστεί βαριά από τους παρατεταμένους εμφύλιους πολέμους· αλλά ταυτόχρονα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να διαχειρίζεται την εξουσία ως απόλυτος μονάρχης. Διατήρησε όλα τα πολιτικά όργανα και σώματα της Δημοκρατίας, αλλά όλοι οι πολιτειακοί παράγοντες ήταν εξαρτημένοι από την προσωπική του βούληση· δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι ήταν απλώς ο «πρώτος μεταξύ ίσων» αλλά δεν έστερξε ποτέ να είναι και ίσος μεταξύ των πρώτων: ήταν το αδιαμφισβήτητο πολιτικό και στρατιωτικό αφεντικό - και κάποια στιγμή, στα κατοπινότερα χρόνια της εξουσίας του, έγινε και θρησκευτικό αφεντικό.

Το 27 π.Χ. πήρε τον τιμητικό τίτλο «Αύγουστος» (augustus σημαίνει «σεβαστός» στα λατινικά), ενώ τον είπαν και «πατέρα της πατρίδας» την ώρα που οι διαφημιστές του γέμιζαν την αυτοκρατορία με μνημεία, βωμούς και επιγραφές για να υπενθυμίζουν την ανδρεία, την επιείκεια, την ευσέβεια και τη δικαιοσύνη του. Για ένα μεγάλο διάστημα ο Αύγουστος έκανε συλλογή από τιμητικούς τίτλους, τιμητικές διακρίσεις και μετάλλια· πού και πού, όμως, έλεγε «όχι, ευχαριστώ», και αυτό ο κόσμος το εκτιμούσε ιδιαίτερα.

Έχοντας εξασφαλίσει την ειρήνη στο εσωτερικό της απέραντης αυτοκρατορίας του, ο Αύγουστος φρόντισε να οχυρώσει και τα εξωτερικά σύνορά της πολεμώντας, όπου το επέβαλλαν οι περιστάσεις, με εξωτερικούς εχθρούς. Αλλά η κυριότερη μέριμνά του ήταν να επαναφέρει τα προγονικά χρηστά ήθη - εκείνα που είχε εξυμνήσει ο γερο-Κάτωνας και που, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πατριδογνωσία, είχαν κάνει τη Ρώμη μεγάλη και τρανή. Έτσι, εγκαινίασε ένα πρόγραμμα ηθικής ανασύνταξης: από τη μια πλευρά ήθελε να προβάλει τα επιτεύγματα του παρελθόντος και να τιμήσει όλους εκείνους που μόχθησαν ανά τους αιώνες για το μεγαλείο της Ρώμης· και από την άλλη επιδίωκε να πατάξει την ανηθικότητα, την αδιαφορία για τα κοινά, τη χαλάρωση του θεσμού της οικογένειας και τον ευδαιμονισμό που χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά των κοινωνικά ανώτερων τάξεων.

Τι τρόπους και μέσα διέθετε ο αυτοκράτορας για να επιτύχει τους στόχους του; Μια μέθοδος ήταν το «αποφασίζουμε και διατάζουμε». Δεν παντρεύεται, για παράδειγμα, ο κόσμος; Η λύση είναι η παντρειά με το ζόρι. Παντρεύονται, αλλά αποφεύγουν να κάνουν παιδιά; Ε, τότε να τιμωρούνται όσοι δεν θέλουν να τεκνοποιήσουν.

Ποια άλλα μέσα έχει στη διάθεσή του ο καλός Αύγουστος;

Η Απόλυτη Πραγματικότητα

Η Συνείδηση Είναι η Αρχή, η Βάση, και το Όριο της Αντίληψης της Ύπαρξης, της Πραγματικότητας. Για την Συνείδηση υπάρχουν θεωρητικά δύο Κατευθύνσεις Αντίληψης:

Η Πραγματικότητα είναι Κάτι πολύ Ανώτερο, Βαθύτερο, Πλατύτερο, από αυτό που αντιλαμβάνεται, πληροφορείται ή μαθαίνει ο άνθρωπος!

Α) Να θεωρήσει την Συνείδηση, το Ίδιο Είναι, Καθαρή Συνειδητότητα, Αιώνια, Άπειρη, Ελεύθερη, σαν το Όλον, Εντός του Οποίου αναδύονται όλα τα φαινόμενα, τα οποία δεν είναι κάτι «ξεχωριστό».

Β) Να θεωρήσει την Συνείδηση «εντός» (σαν την Βαθύτερη Ουσία της), και «απέναντι» στο αντικειμενικό...

Και στις δύο περιπτώσεις η Συνείδηση, αναζητώντας την Πραγματική Ουσία Της, είτε σαν την Αληθινή Φύση Της, πέρα από τα επιφαινόμενα (πρώτη περίπτωση), είτε σαν Εσωτερική, Βαθύτερη Ουσία, πέρα από τον εξωτερικό κόσμο (δεύτερη περίπτωση), Βιώνει το Καθαρό Είναι, το Άπειρο, το Αιώνιο, την Ελευθερία...

(Από αυτές τις δύο Κατευθύνσεις της Συνείδησης, δημιουργούνται δύο τύποι θρησκείας, δύο τύποι Προσέγγισης, και Βίωσης της Πραγματικότητας, δύο τύποι Διαλογισμού, δύο τύποι «Πνευματικής Ολοκλήρωσης»).

Η Βίωση της Αληθινής Φύσης μας, είναι Βίωση της Απόλυτης Πραγματικότητας, του Καθαρού Είναι, του Αιώνιου, του Άπειρου, του Χωρίς Όρια, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.

Η Αληθινή Φύση μας Είναι Έμφυτη.

Δεν υπάρχουν δρόμοι, μέθοδοι... Ακόμα κι όταν χρησιμοποιούνται μέθοδοι – όπως στο Βουδιστικό ντυάνα, στο τζνάνα της Βεδάντα, στο σαμκύα γιόγκα του Πανταζάλι, στο φανάφι΄λλαχ του Σουφισμού, στην καθαρά προσευχή των νηπτικών του Χριστιανισμού, κλπ. Στα ανώτερα επίπεδα της πνευματικής δράσης, όλα εγκαταλείπονται.

Πως μπορούμε λοιπόν να Βιώσουμε την Απόλυτη Πραγματικότητα μέσα μας; (και γιατί τόσο λίγοι άνθρωποι το κάνουν; – όλη σχεδόν η ανθρωπότητα είναι μέσα στην φρεναπάτη, στην τρέλα, στην κόλαση...).

Η Νευροβιολογία της εξάρτησης

Η λέξη «εθισμός» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «ἔθος» και αναφέρεται στην προοδευτική απώλεια αντιδραστικής συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα συνεχούς και επαναλαμβανόμενης διέγερσης.

Εθισμός

Κύριο χαρακτηριστικό της αποτελεί η φαινομενική απώλεια ελέγχου αυτονομίας στη συμπεριφορά του ατόμου. Σε αρκετές περιπτώσεις άτομα εθισμένα σε χρήση ουσιών, αντιλαμβανόμενα τις σοβαρές επιπτώσεις σε κοινωνικό, ψυχολογικό και σωματικό επίπεδο έχουν την επιθυμία να απεξαρτηθούν αλλά οι προσπάθειες τους αποβαίνουν άκαρπες.

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDΑ) εκτιμάται ότι το τελευταίο χρόνο 17,4 εκατομμύρια νεαροί ενήλικες (ηλικίας 15-34 ετών) έκαναν χρήση ουσιών.

Ο αριθμός των ανδρών (21,6%) είναι σχεδόν διπλάσιος εκείνου των γυναικών (12,1%). Η κατάχρηση ουσιών χαρακτηρίζεται ως ένα περίπλοκο, πολυεπίπεδο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο καθώς εμπλέκονται ψυχοκοινωνικοί, γενετικοί και νευροβιολογικοί παράγοντες.

Οι Volkow, Michaelides και Baler (2019) αναφέρουν ότι έρευνες με εφαρμογή νευροεπιστημονικών τεχνολογιών στον άνθρωπο αλλά και σε ζώα έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η μελέτη και κατανόηση των νευροβιολογικών βάσεων του εθισμού.

Νευροβιολογική ματιά στην εξάρτηση

Νευροβιολογικά μοντέλα υποδεικνύουν ότι η εξάρτηση είναι αποτέλεσμα αλλαγών στη λειτουργία νευρικών κυκλωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, μελέτες σε άτομα εξαρτημένα από ουσίες έχουν δείξει απορρυθμισμένη έκκριση ντοπαμίνης στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με το αίσθημα ανταμοιβής και τη λήψη αποφάσεων, τον επικλινή πυρήνα και προμετωπιαίο φλοιό, αντίστοιχα (Volkow, et al., 2019).

Η ντοπαμίνη αποτελεί έναν από τους βασικότερους νευροδιαβιβαστές στον ανθρώπινο εγκέφαλο και δρα σαν μια ουσία που χρησιμοποιείται από τα νευρικά κύτταρα για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Η ντοπαμίνη παράγεται στους ντοπαμινεργικούς νευρώνες οι οποίοι ξεκινούν κυρίως από περιοχές του μέσου εγκέφαλου και των βασικών γαγγλίων και φτάνουν έως το προμετωπιαίο φλοιό (Wise, 2008).

Οι ντοπαμινεργικοί νευρώνες εμπλέκονται σε πολλές σημαντικές λειτουργίες του ατόμου. Κάποιες από αυτές είναι η προσοχή, η μνήμη εργασίας, η συμπεριφορά, η κίνηση, τα κίνητρα, ο ύπνος, τα όνειρα, η διάθεση, και φυσικά η ανταμοιβή.

Η απορρύθμιση που προκαλείται από τη χρήση ουσιών οδηγεί σε αυξημένη δραστικότητα των ντοπαμιενεργών νευρώνων στον επικλινή πυρήνα, ο οποίος αποτελεί μια μικρή εγκεφαλική δομή και είναι τμήμα των βασικών γαγγλίων του εγκεφάλου. Ο επικλινής πυρήνας βρίσκεται στα «κέντρα επιβράβευσης» του εγκεφάλου και παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη εθιστικών συμπεριφορών.

Η ντοπαμίνη εκλύεται στις περιοχές του εγκεφάλου όταν μια εμπειρία ανταμοιβής μία απρόσμενη ευφορία. Η έκλυση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να βοηθήσει το άτομο να διατηρήσει στη μνήμη του τα σημάδια που αναγγέλλουν την ανταμοιβή αυτή. Με τη χρήση ουσιών το σύστημα ντοπαμίνης υπερδιεγείρεται και έτσι η επιθυμία επανάληψης της συγκεκριμένης εμπειρίας κυριαρχεί (Vοlkow, Fowler, Wang, Telang & Baler, 2010)

Εκτός από τον επικλινή πυρήνα, οι εξαρτησιογόνες ουσίες προκαλούν και παρόμοιες αλλοιώσεις, που εκφράζονται όμως ως μειωμένη νευρωνική δραστηριότητα στον προμετωπιαίο φλοιό και στο πρόσθιο τμήμα της έλικας του προσαγωγίου.

Εκτελεστικές λειτουργίες εγκεφάλου και εξαρτησιογόνες ουσίες

Οι περιοχές αυτές είναι υπεύθυνες για τις αποκαλούμενες «εκτελεστικές λειτουργίες».

Στις εκτελεστικές λειτουργίες συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων ο αυτοέλεγχος (αντίσταση σε παρορμήσεις και πειρασμούς), η επιλεκτική προσοχή και γνωσιακή αναστολή, η μνήμη εργασίας, καθώς και η γνωσιακή ευελιξία (συμπεριλαμβανομένης της αντίληψης ερεθισμάτων και γεγονότων από διαφορετικές σκοπιές καθώς και της ταχείας προσαρμογής σε αλλαγές) (Diamond, 2013).

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο προμετωπιαίος φλοιός είναι εκείνος που βάζει «φρένο» στις παρορμητικές συμπεριφορές του ατόμου. Οι εκτελεστικές λειτουργίες βοηθούν γενικά στην λήψη αποφάσεων που απαιτούν υπολογισμό των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών της συμπεριφοράς (Goldstein, R. Z., & Volkow, 2011).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η συνεχής χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών οφείλεται τόσο σε μια αυξημένη ευαισθησία του συστήματος της ευχαρίστησης (επικλινής πυρήνας) όσο και σε μια ελαττωμένη δραστηριότητα του συστήματος ελέγχου (προμετωπιαίος φλοιός), καταστάσεις που τελικά εκφράζονται ως διαταραχή της ισορροπίας ανάμεσα στο σύστημα ανταμοιβής.

Η σύγχρονη έρευνα με τη χρήση νευροαπεικονιστικών τεχνικών του εγκεφάλου, όπως αυτή της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων [ΡΕΤ] και της λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας [fMRI], σε εξαρτημένα άτομα αποδεικνύει ότι οι διαταραχές της νευρομεταβίβασης της ντοπαμίνης στον επικλινή πυρήνα και η μειωμένη δραστηριότητα του προμετωπιαίου φλοιού όχι μόνο συνυπάρχουν αλλά έχουν και μία σχέση αιτίου αποτελέσματος (Vοlkow et al., 2010).

Στους χρήστες ουσιών παρατηρήθηκαν λιγότεροι υποδοχείς ντοπαμίνης στον επικλινή πυρήνα γεγονός που οδηγεί σε υπερευαισθησία στην ντοπαμίνη, καθώς και σε μειωμένη δραστηριότητα του προμετωπιαίου φλοιού, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε απώλεια του ανασταλτικού ελέγχου (Βolloni, Badas, Corona, & Diana, 2018).

Συμπερασματικά, οι παθολογικές αυτές αλλοιώσεις στον εγκέφαλο που σχετίζονται με τη μακροχρόνια χρήση των εξαρτησιογόνων ουσιών έχουν εδραιώσει την άποψη ότι η εξάρτηση αποτελεί μια ασθένεια του εγκεφάλου, όπως ακριβώς αποτελούν οι υπόλοιπες ασθένειες που δημιουργούν αλλοιώσεις σε άλλα όργανα τους ανθρώπινου σώματος (Leshner, 1997).

Όμως, το γεγονός ότι οι ανωτέρω εγκεφαλικές δυσλειτουργίες σε επικλινή πυρήνα και προμετωπιαίο φλοιό, έχουν παρατηρηθεί σε άτομα ήδη εξαρτημένα, μας οδηγεί στο εύλογο ερώτημα αν οι σχετικές βλάβες οφείλονται στη δράση των ουσιών ή προϋπάρχουν της εξάρτησης και αποτελούν παράγοντες ευπάθειας (Παπάντος & Καφετζόπουλος, 2019).

Αυτοέλεγχος και εξαρτήσεις

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η συνεχής και επαναλαμβανόμενη χρήση ναρκωτικών ουσιών προκαλεί ελλείμματα στον ανασταλτικό έλεγχο. Αποτελέσματα όμως από μελέτες σε οικογένειες δείχνουν ότι ο μειωμένος ανασταλτικός έλεγχος μπορεί να προϋπάρχει και να αποτελεί γενετικό παράγοντα κινδύνου του εθισμού.

Πιο συγκεκριμένα, παιδιά που είναι λιγότερο ικανά να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους φαίνεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν μια διαταραχή χρήσης ουσιών αργότερα στη ζωή τους.

Αγόρια τριών ετών που χαρακτηρίστηκαν ως μη-ελεγχόμενα, ευερέθιστα και παρορμητικά είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με εξάρτηση από το αλκοόλ στην ηλικία των 21 ετών από τα «καλά προσαρμοσμένα» παιδιά (Caspi, Moffitt, Newman & Silva, 1996).

Επίσης, η αδυναμία αυτοελέγχου αγοριών στην ηλικία 10-12 ετών αποδεικνύεται ότι μπορεί να προβλέψει διαταραχές χρήσης ουσιών στην ηλικία των 19 ετών (Tarter et al., 2003). Τέλος, οι Ersche et al. (2012) σε πρόσφατη μελέτη τους χρησιμοποίησαν τεχνικές απεικονίσεις εγκεφάλου σε 50 ζεύγη διδύμων που σε κάθε ζεύγος ο ένας ήταν χρήστης κοκαΐνης ενώ ο άλλος δεν είχε ιστορικό χρήσης.

Τα αποτελέσματά υπέδειξαν εγκεφαλικές ανωμαλίες που σχετίζονται με τον αυτοέλεγχο και στους δύο διδύμους σε σχέση με ένα φυσιολογικό πληθυσμό ελέγχου, γεγονός που υποστηρίζει την ύπαρξη γενετικών παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα, οι ανωμαλίες αυτές καθιστούσαν λιγότερο αποτελεσματική την επικοινωνία ανάμεσα στις συναισθηματικές περιοχές και στις περιοχές του ανασταλτικού ελέγχου του εγκεφάλου.

Συνοψίζοντας, λοιπόν, όλα τα παραπάνω δεδομένα που αφορούν τους νευροβιολογικούς μηχανισμούς της εξάρτησης, είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι η μακροχρόνια χρήση των εξαρτησιογόνων ουσιών προκαλεί σημαντικές αλλοιώσεις σε περιοχές του εγκεφάλου, που συνδέονται με το σύστημα ανταμοιβής και τον αυτοέλεγχο (Ersche et al, 2020).

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η συμπεριφορά να κλίνει υπέρ της ευχαρίστησης/ανταμοιβής και κατά του ανασταλτικού ελέγχου της παρόρμησης για χρήση της ουσίας.

Έτσι, το άτομο συνεχίζει να λαμβάνει την ουσία παρά τις αρνητικές συνέπειες που γνωρίζει, βιώνει ή φαντάζεται (Παπάντος & Καφετζόπουλος, 2019).

Τέλος, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η μείωση της δραστηριότητας του προμετωπιαίου φλοιού μπορεί να προϋπάρχει της εξάρτησης και σε συνδυασμό με ψυχοκοινωνικούς παράγοντες μπορεί να αποτελεί παράγοντες πρόβλεψης εθιστικών συμπεριφορών.

Ο Θεομάχος Επίκουρος

Κατά τη μεγαλύτερη περίοδο της αρχαιότητας, αν ρωτούσες κάποιον: «ποιοι είναι οι άθεοι;», θα σου απαντούσε αμέσως: «οι επικούρειοι!». Η σημερινή λέξη στα εβραϊκά για τον άθεο, apikoros, μαρτυρά τη διάρκεια του εν λόγω συσχετισμού.

Γύρω στο 360 π.Χ. ο Επίκουρος (το όνομά του σημαίνει «βοηθός») πήγε από το νησί της Σάμου στην Αθήνα, όπου και αγόρασε ένα κομμάτι γης έξω ακριβώς από τα τείχη της πόλης, όχι πολύ μακριά από την Ακαδημία του Πλάτωνα. Το κομμάτι αυτό γης θα γινόταν γνωστό ως Κήπος, και έγινε σύμβολο της φιλοσοφίας του Επίκουρου. Στόχος του επικουρισμού ήταν να αφαιρέσει από τις ζωές των ανθρώπων την ψυχική ενόχληση και να επιτύχει την αταραξία. Οι επικούρειοι δεν επεδίωκαν τη σωματική ηδονή, όπως δηλώνει σήμερα η αγγλική λέξη epicurean, αν και πολλοί από τους εχθρούς τους στην αρχαιότητα τους κατηγορούσαν ακριβώς γι’ αυτό. Αντιθέτως, επεδίωκαν να αποφεύγουν κάθε δραστηριότητα που επέφερε άγχος και οδηγούσε στη σύγκρουση -λάθε βιώσας ήταν το διάσημο μότο τους-, καθώς και να προσαρμόζουν τις συνήθειές τους ώστε να απομακρύνουν από την ψυχή τους κάθε είδους όχληση και φόβο. Οι έγνοιες και τα άγχη, όπως δίδασκε ο Επίκουρος, είχαν ως πηγή τους τις κενοδοξίες, τις κενές ουσίας αντιλήψεις μας για τον κόσμο.

Κεντρική θέση ανάμεσα σε αυτές τις λαθεμένες απόψεις έχουν για τον Επίκουρο οι εσφαλμένες μας αντιλήψεις για το υπερφυσικό. Οι επικούρειοι ήταν αυστηρά προσκολλημένοι σε φυσικές αρχές. Αναπτύσσοντας τα διδάγματα των ατομικών φιλοσόφων του 5ου αιώνα π.Χ., Λεύκιππου και Δημόκριτου, διατείνονταν ότι τα πάντα στο σύμπαν αποτελούνται από έναν άπειρο αριθμό άφθαρτων και αδιάσπαστων σωματιδίων, τα άτομα, τα οποία βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση -αν και η κίνηση αυτή δεν μπορεί πάντοτε να προβλεφθεί (εξαιτίας της γνωστής αρχής της «παρέκκλισης»)- καθώς και από άπειρο κενό. Δεν υπάρχει κάτι πέραν του σύμπαντος (καθώς το σύμπαν δε γνωρίζει όρια). Η ανθρώπινη ψυχή, επίσης, αποτελείται από άτομα, λεπτεπίλεπτα σωματίδια που μοιάζουν με φωτιά και αέρα. Όταν πεθαίνουμε, οι ψυχές μας αποσυντίθενται κατευθείαν, όπως και το σώμα μας με τον καιρό. Επομένως, δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή.

Η συγκεκριμένη θεωρία της ύλης συνδέεται με τον ευρύτερο στόχο του επικουρισμού να εξασφαλίσει αταραξία, καθώς οι παρανοήσεις των ανθρώπων σε ό,τι αφορά τη φύση του θανάτου αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή άγχους στη ζωή μας. «Ο θάνατος δεν μας αφορά» έγραψε ο Επίκουρος «καθώς ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται, και αυτό που παύει να αισθάνεται δεν μας αφορά». Ο θάνατος δεν προκαλεί πόνο, εφόσον οι νεκροί δεν είναι σε θέση να αισθανθούν τίποτε. Ο θάνατος είναι απλώς η αποσύνθεση ενός συγκεκριμένου συνόλου ατόμων.

Και τι συμβαίνει με τους θεούς; Εκ πρώτης όψεως, η επικούρεια αντίληψη του κόσμου δεν έχει ανάγκη από την έννοια της θεότητας, καθώς τα πάντα μπορούν να εξηγηθούν με απόλυτα υλιστικούς όρους. Παρ’ όλα αυτά, ο Επίκουρος επέμενε ότι οι θεοί υπάρχουν και ασκούσε δριμεία κριτική στους άθεους. «Πρώτα απ’ όλα, να έχεις στον νου σου ότι ο θεός είναι μία άφθαρτη και ευτυχισμένη οντότητα... μην του αποδίδεις καμιά ιδιότητα που αντιφάσκει με τις έννοιες της αφθαρσίας και της ευτυχίας». (Ο «θεός», για την ακρίβεια, δεν υποδηλώνει μονοθεϊσμό σε αυτό το σημείο. Πρόκειται απλά για μία συνηθισμένη φιλοσοφική συντόμευση για την αναφορά στο θείο εν γένει.).

Αλλά, συνεχίζει, οι θεοί δεν είναι αυτό που οι περισσότεροι νομίζουν. Ουσιαστικά, είναι περισσότερο ασεβές να πιστεύει κανείς στους θεούς της λαϊκής παράδοσης από το να αρνείται την ύπαρξή τους. Η πλέον καταστροφική παρανόηση έχει να κάνει με την πεποίθηση ότι οι θεοί αναμειγνύονται στις υποθέσεις των ανθρώπων. Δεν ήταν οι θεοί αυτοί που δημιούργησαν το σύμπαν και αυτοί που το κυβερνούν. Μπορούμε να καταλάβουμε τη φύση μόνο εφόσον αντιληφθούμε τους φυσικούς νόμους που διέπουν τον κόσμο. Και όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι περνούν τη ζωή τους, θα πρέπει να αναλαμβάνουμε την αποκλειστική ευθύνη των επιλογών που κάνουμε, χωρίς να κρυβόμαστε πίσω από την δικαιολογία ότι μία εξωτερική δύναμη ήταν αυτή που μας ανάγκασε να δράσουμε όπως δράσαμε. Οι θεοί ζουν μακριά μας και δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τη ζωή μας.

Ο Επίκουρος πίστευε ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας είναι ακριβής. Οι αισθήσεις μας οφείλονται στη ροή ατόμων που καταλήγουν στα αισθητηριακά μας όργανα και τα άτομα, μαζί με το κενό, συνιστούν την πραγματικότητα.

Η απώλεια βασικών έργων του Επίκουρου καθιστά δύσκολη οποιαδήποτε βεβαιότητα σχετικά με τις απόψεις του. Από τα πολλά γραπτά του, τα μόνα που διασώζονται είναι τρεις συνοπτικές επιστολές και ένα εγχειρίδιο «βασικών αρχών» (κύριαι δόξαι), καθώς και παραθέματα και αναφορές σε ύστερους συγγραφείς. Ακόμη κι έτσι, μας σώζεται αρκετός Επίκουρος για να μπορέσουμε να ανασυγκροτήσουμε μία γενική εικόνα των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Σίγουρα πίστευε ότι οι συμβατικές θρησκευτικές τελετουργίες ήταν χάσιμο χρόνου. Η λατρεία των θεών, η προσευχή, το να ορκίζεσαι στο όνομά τους και να τους κάνεις αγάλματα πίστευε ότι δεν οδηγούσαν πουθενά. Πρέπει να τα κάνουμε αυτά τα πράγματα διότι, εν μέρει, η ευτυχία μας εξαρτάται από την αγαστή συνύπαρξη με τους συμπολίτες μας, αλλά δεν πρέπει να ξοδεύουμε πάρα πολλή από την πολύτιμη συναισθηματική μας ενέργεια γι’ αυτά τα ζητήματα. Ο Επίκουρος, επομένως, φαίνεται να πίστευε ότι οι λαϊκές δοξασίες περί θείου είναι ακίνδυνες, αν και εσφαλμένες. Οι σοφότεροι από εμάς, λέει, έχουν κατακτήσει την πραγματική αλήθεια για τους θεούς - αλλά, δυστυχώς, δεν μας λέει ποια είναι αυτή η αλήθεια.

Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι τα γραπτά του Επίκουρου υπήρξαν διφορούμενα πάνω στο ζήτημα των θεών, σε βαθμό ασάφειας. Η συμβατική θρησκεία είναι εσφαλμένη, αλλά πρέπει να την ακολουθούμε. Πρέπει να πιστεύουμε στους θεούς, αλλά όχι έτσι όπως τους εννοούν οι πολλοί. Οι θεοί υπάρχουν αλλά όχι στον φυσικό κόσμο, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Παραμένει, επομένως, μυστήριο ο λόγος για τον οποίο ο Επίκουρος επιμένει να διατείνεται ότι οι θεοί υπάρχουν, τη στιγμή που οι θεωρίες του για την πραγματικότητα όχι μόνο δεν τους έχουν ανάγκη, αλλά δυσκολεύονται κιόλας να τους εντάξουν στο σύστημά τους.

Μέρος της εξήγησης μπορεί να σχετίζεται με το πολιτισμικό πλαίσιο. Ακόμη και έναν αιώνα μετά, η δίκη του Σωκράτη δεν είχε ξεχαστεί. Η κατηγορία της «μη πίστης στους θεούς» θα μπορούσε να βλάψει έναν φιλόσοφο, όπως διαπίστωσε και ο Θεόδωρος από την Κυρήνη όταν εξορίστηκε από την Αθήνα προς τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Ίσως να είναι τόσο απλό: διακρίνοντας τις πιθανές θεολογικές επιπτώσεις του υλιστικού μοντέλου του για τον κόσμο, ο Επίκουρος διαπίστωσε ότι θα ήταν καλύτερο να προστατεύσει τον εαυτό του από αντιδράσεις όπως αυτές που είχαν προηγουμένως εξοντώσει στοχαστές όπως ο Διαγόρας από τη Μήλο και ο Σωκράτης.

Οι ιστορικοί της κλασικής φιλοσοφίας έχουν την τάση να απορρίπτουν εξηγήσεις αυτού του είδους, εν μέρει επειδή παραμένουν υποθετικές και δεν σχετίζονται ιδιαιτέρως με διανοητικά κίνητρα και εν μέρει επειδή υπονοούν ότι η πεζή πολιτική πραγματικότητα είχε μολύνει τον κόσμο του πνεύματος. Οι κλασικοί φιλόλογοι έχουν επενδύσει πολύ στην ιδέα ότι τα κείμενα που εξετάζουν είναι προϊόντα καθαρής σκέψης και ότι οι αρχαίες πόλεις αποτελούσαν χώρους ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Ακούγεται πολύ παράταιρο σε αυτό το πλαίσιο να υποστηρίξει κανείς ότι ο μεγάλος Επίκουρος μπορεί και να είχε ως κίνητρό του τον φόβο της δίωξης, αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο να αποκλείσουμε αυτήν την πιθανότητα.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος να ερμηνεύσει κανείς τις θεωρίες του Επίκουρου περί του θείου. Σύμφωνα με μία σύγχρονη σχολή κριτικής, οι θεοί στους οποίους πίστευε δεν ήταν πραγματικές θεότητες, αλλά εξιδανικευμένες αφαιρέσεις που συμβόλιζαν την ευτυχία στην οποία όλοι στοχεύουμε. Το θείο αντιπροσωπεύει μία νοητή εικόνα αταραξίας και ηρεμίας, την οποία ο φιλόσοφος φιλοδοξεί να εξασφαλίσει και ο ίδιος - και τίποτα παραπάνω. Σίγουρα η άποψη αυτή δεν ήταν αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι μεταγενέστεροι οπαδοί του Επίκουρου, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν τους θεούς ως υπαρκτά όντα που ζούσαν σε χώρους μεταξύ των διαφόρων κόσμων. Μπορεί όμως και να παρερμήνευσαν τα λόγια του ηγέτη τους.

Ο Επίκουρος φαίνεται να αντιλαμβανόταν τη θεϊκή υπόσταση ως κάτι που μπορεί να κατακτηθεί απ’ τους θνητούς.

Αλλά φαίνεται, τελικά, μάλλον απίθανο ο Επίκουρος να πίστευε ότι οι θεοί δεν είναι τίποτα παραπάνω από παραδείγματα προς μίμηση για τους θνητούς. Όταν γράφει ότι «ο θεός είναι ένα άφθαρτο και ευλογημένο ον», η διατύπωση αυτή υπαινίσσεται κάτι το υπεράνθρωπο, κάτι το θεϊκό με τη συμβατική σημασία του όρου. Θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι ο ρόλος του θείου στη σκέψη του ήταν μάλλον αμφίσημος - ίσως πράγματι, όπως είπαμε, επειδή είχε προβλέψει τις δοκιμασίες που περίμεναν κάθε φιλόσοφο που θα τολμούσε να αρνηθεί κατηγορηματικά την ύπαρξη των θεών.

Παρά την ασάφειά του, όμως, πάνω στο θέμα των θεών, υπήρχαν αρκετά σημεία στη σκέψη του Επίκουρου που τον κατέστησαν διάσημο κατά την αρχαιότητα για την αθεΐα του. [...]Όπως ο Σαλμονέας και ο Κήυκας στον επικό Κατάλογο γυναικών, ή ο Βελλεροφόντης στο δράμα του Ευριπίδη, ο Επίκουρος θεωρούνταν θεομάχος, «πολεμιστής ενάντια στους θεούς».

Πουθενά δεν εμφανίζεται περισσότερο έντονα με αυτήν του την ιδιότητα απ’ ό,τι στο μεγάλο έργο του Λουκρήτιου "Περί της φύσεως των πραγμάτων". Γραμμένο στη Ρώμη την εποχή των εμφυλίων πολέμων του 1ου αιώνα π.Χ., το έργο αυτό αποτελεί το πιο πρώιμο, πλήρως σωζόμενο επικό ποίημα που γράφτηκε στα λατινικά (επικό με την έννοια ότι ο Λουκρήτιος κάνει χρήση του εξάμετρου στίχου). Άσκησε τεράστια επιρροή, ήδη από την αρχαιότητα, όχι μόνο εξαιτίας της υψηλής ποιητικής του τέχνης, αλλά και για το πώς ενσωματώνει τα διδάγματα της επικούρειας φιλοσοφίας.

Ο Stephen Greenblatt έχει κάνει την περίφημη δήλωση ότι η ανάκτηση του χειρογράφου του ποιήματος είναι υπεύθυνη για την εκκοσμίκευση και την Αναγέννηση στην Ευρώπη. Κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα αναγνωριζόταν ως ο θεμέλιος λίθος της ευρωπαϊκής διανοητικής παράδοσης, καθώς στηριζόταν στην επιστήμη και στην παρατήρηση και όχι σε προτάγματα θεοκρατικού χαρακτήρα.

Ο Επίκουρος κάνει μία εντυπωσιακή είσοδο στο ποίημα του Λουκρήτιου, και περιγράφεται με τρόπο που θα έκανε τους παλμούς κάθε ανθρωπιστή αναγνώστη να ανέβουν:

Ενώ η ανθρώπινη ζωή σερνόταν άθλια πάνω στη γη
μπροστά στα μάτια όλων,
τσακισμένη από το βάρος της θρησκείας
που έδειχνε το πρόσωπό της πάνω από τον ουρανό
με όψη φριχτή και απειλούσε τους θνητούς,
τότε πρώτος ένας Έλληνας τόλμησε να της αντισταθεί.
Δεν τον σταμάτησαν ούτε οι θρύλοι των θεών,
ούτε οι βροντές, ούτε ο ουρανός με το απειλητικό του μούγκρισμα. Αντίθετα, δυνάμωσαν το θάρρος της ψυχής του, ώστε να επιθυμήσει να παραβιάσει, πρώτος αυτός, τις κλειδαριές από τις θύρες της φύσης.
Έτσι η ζωντανή δύναμη του πνεύματός του νίκησε και προχώρησε μακριά, πέρα από τα φλεγόμενα τείχη του ουρανού,
και με το πνεύμα και τη σκέψη διέσχισε το απέραντο σύμπαν.
Από εκεί επέστρεψε νικητής, για να μας πει τι μπορεί να γεννηθεί, τι δεν μπορεί, τέλος, με ποιον τρόπο καθορίζεται η δύναμη στο καθετί και τα ακλόνητα όριά του.
Έτσι, η θρησκεία, με τη σειρά της, ποδοπατημένη συντρίβεται, κι εμάς η νίκη μάς ανεβάζει στον ουρανό.


Όπως ακριβώς ο Βελλεροφόντης του Ευριπίδη, ο Λουκρήτιος φαντάζεται τον Επίκουρο να ηγείται μίας στρατιωτικής επίθεσης κατά της θρησκείας (religio). Η εικονοποιία σε αυτό το σημείο στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε έργα σχετικά με την πολιορκητική τέχνη. Στο πρώτο μισό του κειμένου, η θρησκεία περιγράφεται να ορθώνεται πάνω από την καταπιεσμένη ανθρωπότητα, σαν ένα τρομακτικό οχυρό, όπως αυτά που έχτιζαν οι Ρωμαίοι για να εμπνεύσουν φόβο στους υποτελείς τους. Τα όπλα που χρησιμοποιεί για να κρατήσει τους ανθρώπους υπό τον έλεγχό της είναι οι μύθοι, τα τελετουργικά και οι συμβάσεις. Σε αυτό το σημείο η εικόνα αντιστρέφεται και ο Επίκουρος απεικονίζεται όχι σαν επιτιθέμενος αλλά σαν πολιορκούμενος, που ηγείται της απόδρασης από τα «στενά όρια» και προελαύνει πέρα από τα «φλεγόμενα τείχη του κόσμου».

Τι εννοεί ο Λουκρήτιος με τη λατινική λέξη religio; Σίγουρα όχι τη θρησκεία όπως την εννοούμε εμείς, δηλαδή το θεσμικό πλαίσιο μέσα από το οποίο προάγεται ένας συγκεκριμένος τρόπος λατρείας των θεών. Η σημασία της λέξης φαίνεται να έχει να κάνει περισσότερο με την έννοια της ευσεβούς αφοσίωσης, μιας ηθικής ποιότητας. Ο Λουκρήτιος θεωρεί ότι ο εχθρός της ανθρώπινης ελευθερίας είναι τα ψυχολογικά δεσμά. (Η λέξη δεσμά πράγματι αρμόζει στα συμφραζόμενα: σε άλλο σημείο, ο Λουκρήτιος κάνει λόγο για την «απελευθέρωση του μυαλού από τα πιεστικά δεσμά της θρησκείας», υπαινισσόμενος προφανώς ότι το religio προέρχεται από το religare, «δένω».)

Ο Επίκουρος του Λουκρήτιου δεν είναι τόσο ένας σταυροφόρος ενάντια στις τελετουργίες και στους κρατικούς θεσμούς, όσο ενάντια στις εσφαλμένες αντιλήψεις που μας καταπιέζουν με τον φόβο του θανάτου, την τιμωρία, και τη μετά θάνατον ζωή. Η απελευθέρωση από αυτόν τον φόβο δε θα προκύψει, από την απόρριψη της οργανωμένης θρησκείας (κανείς επικούρειος δεν ισχυρίστηκε ποτέ κάτι τέτοιο), αλλά από την άρνηση της παραδεδομένης, μυθικής αντίληψης για πράγματα που δεν ασκούν απολύτως καμία επιρροή στις ζωές μας.

Ο πόλεμος του Επίκουρου ενάντια στη θρησκεία δεν είχε στόχο να προωθήσει την εκκοσμίκευση σε κρατικό επίπεδο. Αλλά, ακόμη κι έτσι, η ριζοσπαστικότητά του είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι συχνά του αναγνωρίζεται. Η άρνηση της έννοιας της θρησκευτικής αλήθειας έχει βαθιές και σημαντικές συνέπειες. Ο Λουκρήτιος, μετά την περιγραφή του Επίκουρου, συνεχίζει με ένα παράδειγμα των καταστροφικών συνεπειών που μπορεί να έχουν αυτού του είδους οι θρησκευτικές αντιλήψεις. «Η θρησκεία στάθηκε η αφορμή για εγκληματικές και ανόσιες πράξεις» ισχυρίζεται (δίνοντας, περιπαιχτικά, άλλο νόημα στη λέξη «ανόσιος», προκειμένου να περιγράψει τις πράξεις εκείνων που πιστεύουν, και όχι των εχθρών τους).

Ως παράδειγμα χρησιμοποιεί τη μυθολογική ιστορία του Αγαμέμνονα και της θυσίας της κόρης του Ιφιάνασσας (περισσότερο γνωστής με το όνομα Ιφιγένεια) προς τιμή της Άρτεμης στην Αυλίδα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο στόλος του είχε καθηλωθεί από την άπνοια -τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Αγαμέμνονα επειδή είχε σκοτώσει ένα ελάφι σε έναν χώρο αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη. «Τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή της θρησκείας σε πράξεις φριχτές» καταλήγει ο Λουκρήτιος: Tantum religio potuit suadere malorum, ένας από τους πιο διάσημους στίχους του ποιητή (ο Βολταίρος, για παράδειγμα, τον έστειλε στον Φρειδερίκο Β' της Πρωσίας το 1737 για να τονίσει την ανάγκη για εκκοσμίκευση).

Αυτό που θέλει να τονίσει ο Λουκρήτιος είναι ότι η εσφαλμένη αντίληψη μας για τη μεταβαλλόμενη φύση του ανέμου (την οποία εξηγεί σε άλλο σημείο με καθαρά υλιστικούς όρους) δεν είναι απλώς ένα λάθος. Όταν αποτυγχάνουμε να αντιληφθούμε την αλήθεια για τη φύση, και πιο συγκεκριμένα όταν υποκαθιστούμε την επιστημονική με τη θρησκευτική εξήγηση, αυτό μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι ο Λουκρήτιος επιλέγει ως παράδειγμά του μία θυσία - το βασικό συστατικό του θρησκευτικού τελετουργικού στην αρχαιότητα: αν και φυσικά η απεχθής διάσταση της συγκεκριμένης θυσίας έχει να κάνει με το ότι το θύμα είναι άνθρωπος, οι επιπρόσθετες συνδηλώσεις είναι ότι οποιοδήποτε είδος αιματηρής θυσίας δεν είναι απλώς αναποτελεσματική αλλά ενδέχεται επίσης να προκαλεί σωματικό και ψυχικό πόνο. Χωρίς να το λέει ξεκάθαρα, ο Λουκρήτιος αφήνει να φανεί ότι καταστροφικές πράξεις που επιτελούνται στο όνομα των θεών θα ήταν ολωσδιόλου καταδικαστέες σε άλλες εκφάνσεις της ζωής μας.

Επομένως, το διακύβευμα των ορθών και των εσφαλμένων αντιλήψεων δεν περιορίζεται στον ψυχολογικό πόνο. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις έχουν συνέπειες, μερικές φορές αιματηρές. Ο Λουκρήτιος γνωρίζει καλά ότι με το να επισημαίνει την ασέβεια που χαρακτηρίζει τις συμβατικές δοξασίες περί θεών αντιπαραθέτει τη δική του αλήθεια, με τρόπο δυναμικό, απέναντι σε μία εδραιωμένη θεολογία. Καθώς απευθύνεται στον αποδέκτη του ποιήματος του Μέμμιο, προβλέπει ότι:

Θα έρθει μια μέρα που κι εσύ ο ίδιος,
επηρεασμένος από τα τρομακτικά λόγια των ιερέων,
θα ζητήσεις να αποσυρθείς από την κοινότητά μας.
Γιατί, πραγματικά, πολλές ονειροφαντασίες
μπορούν να επινοήσουν, ικανές να ανατρέψουν
τον ρυθμό της ζωής σου και να ταράξουν με τον φόβο
κάθε σου ευτυχία. Και δικαιολογημένα.
Γιατί αν οι άνθρωποι έβλεπαν πως υπάρχει ένα καθορισμένο τέλος
στα βάσανά τους, θα είχαν τη δύναμη να αντισταθούν
με κάποιον τρόπο στις προβλέψεις και στις απειλές των ιερέων.


Το διακύβευμα εδώ είναι ποιος μπορεί να μιλάει με εγκυρότητα για τους θεούς. Ποιος λέει την αλήθεια, οι ιερείς ή οι φιλόσοφοι; Η λέξη ιερέας (vates) στα λατινικά καλύπτει σημασιολογικά ως όρος τόσο εκείνους που εξειδικεύονται σε μια συγκεκριμένη λατρεία όσο και τους παραδοσιακούς ποιητές. Η επίθεση του Λουκρήτιου, επομένως, έχει ως στόχο τόσο τις εδραιωμένες δομές της κρατικής θρησκείας όσο και το σύνολο των παραδοσιακών μύθων. Οι ιστορίες είναι όπλα που «απειλούν τις θρησκευτικές δοξασίες» στις οποίες ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει να «εναντιώνεται». Ο Λουκρήτιος εδώ ακούγεται πιο μοντέρνος από ποτέ, καθώς παρουσιάζει τον επιστημονικό υλισμό ως μία πιο ακριβή και περισσότερο ανοιχτόμυαλη από κοινωνική άποψη εναλλακτική σε σύγκριση με τα «όνειρα» που επινοεί η παραδοσιακή θρησκεία.

Ο Λουκρήτιος ήταν διάσημος στην αρχαιότητα για τις μεγαλειώδεις αποτυπώσεις της επιβλητικής δύναμης της φύσης (όπως αυτές του Turner), αλλά αυτό που βρίσκει κανείς σε αυτά τα φανταχτερά αποσπάσματα δεν είναι απλώς μία ζωηρή επίδειξη των ποιητικών του ικανοτήτων: ήθελε με τον στίχο του να συλλάβει τη μαγεία του κόσμου γύρω μας και να μας διδάξει ότι πρέπει να αναζητήσουμε το «θείο» στην ύλη και όχι σε κάποιον φανταστικό θεό.

Ήταν άθεοι οι επικούρειοι, όπως τους θεωρούσαν οι αντίπαλοί τους; Σίγουρα η αθεΐα αποτελούσε τη λογική εξέλιξη της κοσμοθεωρίας τους και σίγουρα αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με τη συμβατική θρησκεία. Αλλά για κάποιον λόγο αδυνατούσαν να απελευθερωθούν πλήρως από τα δεσμά της.

Αλλάζοντας τις έννοιες

Ό,τι κι αν αποφασίσουμε να κάνουμε, χρειάζεται να ξεκινάμε από μέσα, από τον Εαυτό μας.

Για τους περισσότερους, αυτό δεν σημαίνει τίποτ’ άλλο από το να «σκέφτονται» τα διάφορα θέματα που τους παρουσιάζονται, προσπαθώντας να καταλήξουν σε μια «σωστή» απόφαση, ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα, το οποίο θα τους επιτρέψει την επόμενη δράση τους, με σιγουριά κι εμπιστοσύνη. Δεν υπάρχει κάτι «άλλο», κανένα άλλο γνώριμο επίπεδο νου ή οποιοσδήποτε άλλος τρόπος αντίληψης, πέρα από την παράλληλη «μη σκέψη», που κατακτιέται... κυρίως ως διέξοδος από τον επιβλητικό νου.

Και οι κύκλοι συνεχίζονται, ο χρόνος κυλάει, μα η σιγουριά δεν έρχεται, ενώ η αμφιβολία ή αντίστοιχα η εμμονή σε στερεότυπες ιδέες κατακτούν το νου. Και είναι εδώ που αρχίζουν να δυσκολεύουν τα πράγματα.

Γιατί έχουμε μάθει να θέλουμε εξηγήσεις. Περιμένουμε μακρές αναλύσεις επί του θέματος. Θέλουμε να καταλάβουμε διαβάζοντας βιβλία, ακούγοντας ή ακολουθώντας άλλους, με προτεραιότητα αυτούς που πιστεύουμε πως τα’ χουν καταφέρει. Για μένα, όλ’ αυτά δεν έχουν λειτουργήσει.

Σίγουρα βοηθάνε, δείχνουν κατεύθυνση και ωθούν τη θέληση όλο και περισσότερο. Διατηρούν άσβεστη την εσωτερική φλόγα της αλήθειας. Συντείνουν και συμβάλλουν στο αρχικό στάδιο της αναζήτησής μας. Αυτό το «αρχικό στάδιο» δεν μετριέται με γραμμικό χρόνο, όπως και πάλι εκπαιδευτήκαμε να μετράμε. Για κάποιους αυτό μπορεί να διαρκέσει μήνες, για κάποιους άλλους χρόνια, για κάποιους μια ολόκληρη ζωή και για πολλούς, να μην ξεκινήσει καν ποτέ. Δεν έχει σημασία ο γραμμικός χρόνος, και δεν ορίζεται ο χρόνος με την επιφανειακή μας γραμμική συνείδηση.

Όμως κάποια στιγμή, που μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να το αποφασίσουμε, χρειάζεται να τα’ αφήσουμε όλ’ αυτά πίσω μας ή τουλάχιστον, με ακόμα περισσότερη αφοσίωση, να πειθαρχήσουμε στο ν’ αναλάβουμε τον δικό μας, κατάδικό μας, εσωτερικό, βιωματικό δρόμο. Συνήθως χρειαζόμαστε (και έχουμε) τη βοήθεια της ίδιας της ζωής σε αυτό, που με τη σοφία της σύνθεσής της, μας δίνει τα κατάλληλα βιώματα που μας οδηγούν σε αδιέξοδα, μεγάλο πόνο, εξαφανίζοντας κάθε πιθανότητα ελέγχου, γνώσης και διεξόδων… όλα όσα νομίζαμε πως είχαμε κατακτήσει, ενδυναμώνοντας μόνο τον εγωισμό μας.

Και πάλι, μιλώντας για τη δική μου εμπειρία αλλά και των πλείστων ανθρώπων γύρω μου, αυτός ο εσωτερικός, βιωματικός δρόμος χρειάζεται – μέχρι ενός σημείου του τουλάχιστον – ένα ζωντανό, αληθινό, δάσκαλο/καθοδηγητή, στο εδώ και τώρα μας. Δεν γίνεται κάποιος να μας υποδείξει αυτόν τον «κατάλληλο» για μας δάσκαλο. Χρειάζεται να τον βρούμε μόνοι μας, να τον εμπιστευθούμε και να ακολουθήσουμε την καθοδήγησή του, μέχρι να βρούμε τον μοναδικό, δικό μας εσωτερικό Δάσκαλο, που δεν ακυρώνει όλους τους άλλους, οτιδήποτε έχουμε κάνει πριν από αυτό, αλλά τα συνθέτει όλα, σε ένα μοναδικό μοτίβο ζωής με νόημα και σκοπό.

Πριν από αυτό, πλανιόμαστε, γυρνάμε στα τυφλά και ερωτοτροπούμε με τη γνώση, μα δεν δεσμευόμαστε. Αναβάλλουμε επειδή φοβόμαστε, παρασυρόμαστε επειδή δεν είμαστε ξεκάθαροι στις επιθυμίες και τις ανάγκες μας. Αναλωνόμαστε, γεμίζοντας το νου μας με πληροφορίες, που από μόνες τους δεν μας μετακινούν, δεν έχουν τη δύναμη να φανερώσουν την αλήθεια που ψάχνουμε… να δώσουν αληθινή πνοή στη ζωή μας.

Ο Αριστοτέλης και τα πολιτεύματα ως εκδοχές φιλίας

Η άποψη του Αριστοτέλη ότι ο ευεργέτης αγαπά περισσότερο τον ευεργετούμενο ενδεχομένως να φαίνεται παράδοξη. Θα έλεγε κανείς ότι είναι λογικό αυτός που ευεργετείται, λόγω της ευγνωμοσύνης που πρέπει να αισθάνεται, να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα γι’ αυτόν που τον ευεργέτησε. Το ζήτημα όμως τίθεται εξαρχής αντίστροφα: «Έχει διατυπωθεί και η εξής απορία: γιατί αγαπούν πιο πολύ οι ευεργέτες τους ευεργετημένους και όχι το αντίστροφο, που φαίνεται και πιο δίκαιο;» (1241a41-45)

Η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «Κάποιος θα μπορούσε να δώσει μια πρώτη εξήγηση βασισμένος στη χρησιμότητα και την ατομική ωφέλεια: ο ένας περιμένει τα οφειλόμενα, ενώ ο άλλος έχει την υποχρέωση της ανταπόδοσης» (1241a 45-47).

Η ερμηνεία που ανάγει τις σχέσεις της ευεργεσίας σε ζήτημα υποχρέωσης που πρέπει να εξοφληθεί, σαν να πρόκειται για γραμμάτιο –ο δανειστής ενδιαφέρεται για το δανειζόμενο περισσότερο από ότι ο δανειζόμενος για το δανειστή λόγω της προσδοκίας χρημάτων–, στην ουσία ακυρώνει την ίδια την έννοια της ευεργεσίας προσδίδοντας διαστάσεις συναλλαγής. Μια τέτοια εκδοχή δεν μπορεί να κριθεί ικανοποιητική.

Το δεδομένο ότι ο ευεργετούμενος αισθάνεται υποχρεωμένος στον ευεργέτη και (προφανώς) θέλει να ανταποδώσει (αλλιώς θα χαρακτηριστεί αχάριστος), ως ένα βαθμό, μπορεί να δικαιολογήσει την επικρατούσα αντίληψη (της ανεξόφλητης υποχρέωσης), αλλά σίγουρα δεν αποτελεί ολοκληρωμένη απάντηση. Ο Αριστοτέλης αισθάνεται ότι το ζήτημα έχει βαθύτερες διαστάσεις: «Αλλά και πέρα από αυτό: είναι κάτι φυσικό. Διότι η ενέργεια αποτελεί ανώτερη επιλογή, και η σχέση ευεργέτη-ευεργετημένου είναι ίδια με τη σχέση ενέργεια-έργο της ενέργειας· δηλαδή, ο ευεργετημένος μοιάζει με έργο του ευεργέτη» (1241a 47-49 και 1241b 1-2).

Με άλλα λόγια, κατά τον Αριστοτέλη, αυτός που ενεργεί βρίσκεται από θέση αρχής σε θέση ανωτερότητας, αφού μπορεί να επιλέγει και να πράττει, σε αντίθεση με το ρόλο του ευεργετούμενου που είναι περισσότερο παθητικός. Ο άνθρωπος προτιμά να ενεργεί από το να είναι αντικείμενο της ενέργειας άλλου, έστω κι αν αυτή τον ευεργετεί.

Αυτός είναι και λόγος που ο ευεργέτης αγαπά περισσότερο τον ευεργετούμενο ως φυσική παρουσία που του υπενθυμίζει τη χαρά της ενέργειάς του. Κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με τον εγωισμό ούτε με τον κομπασμό της μικροπρέπειας που θα τραφεί από το αίσθημα της υπεροχής, αλλά με τη φυσιολογική χαρά του ενεργείν που αφορά όλους τους ανθρώπους.

Ο Αριστοτέλης θα φέρει παραδείγματα: «στα ζώα υπάρχει η φροντίδα για τα τέκνα τους: τόσο να τα γεννήσουν, όσο και να κρατήσουν στη ζωή τα γεννήματά τους. Επίσης, οι πατέρες αγαπούν τα τέκνα τους πιο πολύ από όσο τους αγαπούν αυτά (και οι μητέρες πιο πολύ από τους πατέρες)· αλλά και τα τέκνα αγαπούν τα δικά τους παιδιά πιο πολύ από τους γονείς τους» (1241b 3-7).

Η αγάπη των γονιών προς τα παιδιά ερμηνεύεται σύμφωνα με τη σχέση του ευεργέτη προς τον ευεργετούμενο, δηλαδή την αγάπη που δείχνουν όλα τα έμβια να ενεργήσουν. Είναι σαφές ότι όσο υψηλότερο είναι το δημιούργημα, τόσο περισσότερη αγάπη θα δείξει κανείς γι’ αυτό, αφού τόσο περισσότερο θα πιστοποιεί τη δύναμη της ενέργειάς του.

Ο αθλητής αγαπάει τις νίκες του, ο συγγραφέας το έργο του, κάθε άνθρωπος οτιδήποτε θεωρεί πως έχει δημιουργήσει. Αποδεχόμενοι ότι το παιδί αποτελεί την ύψιστη δυνατή δημιουργία γίνεται σαφές ότι και η αγάπη του γονιού είναι η μέγιστη δυνατή: «Η αιτία είναι πως η ενέργεια είναι το ανώτερο από όλα» (1241b 7-8).

Με τον ίδιο τρόπο ερμηνεύεται και το γεγονός ότι (κατά τον Αριστοτέλη πάντα) οι μητέρες αγαπούν τα παιδιά περισσότερο: «Όσο για τις μητέρες, που αγαπούν τα παιδιά τους πιο πολύ από τους πατέρες, αυτό συμβαίνει επειδή φαντάζονται ότι τα παιδιά είναι πιο πολύ δικό τους έργο· κρίνουν, βέβαια, το έργο με βάση τη δυσκολία του, και ασφαλώς η μητέρα είναι που βιώνει πιο πολύ τον πόνο της γέννησης των παιδιών» (1241b 8-11).

Το ότι η μητέρα αγαπά περισσότερο τα παιδιά από τον πατέρα είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Όμως, η αγάπη των ανθρώπων να πράττουν κρίνεται αδιαπραγμάτευτη. Η παθητικότητα καταδεικνύει την αδυναμία (ή την έλλειψη βούλησης). Ο άνθρωπος αγαπά τα επιτεύγματά του επειδή μόχθησε γι’ αυτά, κι ο μόχθος είναι η ασφαλέστερη κατάδειξη της ενεργητικότητας.

Αρκεί βέβαια να έχει καταβληθεί με ιδία θέληση, γιατί αν είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού το πράγμα αλλάζει. Ο εξαναγκασμός οδηγεί και πάλι στην παθητικότητα, αφού καθιστά όλες τις ενέργειες ξένες. Ο δούλος δεν ενεργεί, απλώς εκτελεί τις ενέργειες των άλλων.

Η σχέση του ευεργέτη με τον ευεργετούμενο δεν είναι μια σχέση ισότητας, αφού ο ευεργέτης υπερτερεί έχοντας το προνόμιο να απολαμβάνει τη χαρά που δίνει η επίγνωση της ενέργειας. Ο ευεργετούμενος, όσο κι αν απολαμβάνει την ωφέλεια που εισέπραξε, νιώθει υποχρέωση που τον φέρνει σε θέση κατωτερότητας. Ακόμη κι αν αυτό δεν έχει κανένα πρακτικό αντίκρισμα, ακόμη κι αν κανείς δεν του ζητάει ποτέ τίποτε ως αντάλλαγμα, και μόνο το αίσθημα της οφειλής (με την αφηρημένη σημασία της ηθικής υποχρέωσης) λειτουργεί δεσμευτικά.

Στην ουσία πρόκειται για το αίσθημα της επίγνωσης ότι σε μία σχέση η πρωτοβουλία της πράξης ανήκει στον άλλο. Οι σχέσεις θα γίνουν ίσες μονάχα αν καταφέρει να ανταποδώσει την ευεργεσία (ενέργεια). Και βέβαια, το μέγεθος της ευεργεσίας θα καταδείξει και το μέγεθος της ανισότητας.

Το δεδομένο ότι φιλία μπορεί να υπάρξει μονάχα ανάμεσα σε ίσους καταδεικνύει ότι ο ευεργέτης και ο ευεργετούμενος είναι αδύνατο να γίνουν φίλοι, τουλάχιστον με την πρωταρχική έννοια της αρετής: «… η φιλία αναπτύσσεται μέσα στην ισότητα, εκτός αν με την παροιμία “ισότης φιλότης” δεν ξέρουμε τι λέμε» (1241b 15-16).

Επιπλέον, αποδεχόμενοι ότι η ισότητα καθορίζεται από το δίκαιο («το δίκαιο θεωρείται μια μορφή ισότητας» 1241b 14) γίνεται αντιληπτό ότι σε τελική ανάλυση ο ευεργέτης με τον ευεργετούμενο δεν έχουν σχέση δικαίου. Το δίκαιο αποκαθιστά το ίσο (όπως στην περίπτωση της αξίας), πράγμα που στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται αμφίβολο (εκτός αν ο ευεργετούμενος ανταποδώσει την ευεργεσία, πράγμα όχι αυτονόητο).

Η επιθυμία του ευεργετούμενου να ανταποδώσει την ευεργεσία δεν είναι τίποτε άλλο από την επιθυμία να αποκαταστήσει την ισότητα, δηλαδή να επαναφέρει τη σχέση δικαίου με τον ευεργέτη του. Από αυτή την άποψη, η ισότητα, ως πραγμάτωση του δικαίου στις σχέσεις, καταδεικνύει και την ποιότητά τους, δηλαδή το είδος της φιλίας που μπορεί να αναπτυχθεί. Όμως, το δίκαιο είναι ο συνδετικός κρίκος της κοινωνίας, η πραγμάτωση της συνοχής σε κάθε πολιτεία.

Κι αυτή ακριβώς είναι η λειτουργία των πολιτευμάτων που αποτελούν έκφραση-οπτική (καθένα έχει τη δική του) της πραγμάτωσης του δικαίου στις σχέσεις των ανθρώπων: «… όλα τα πολιτεύματα είναι μορφές δικαίου, αφού προϋποθέτουν την κοινωνία, και το κοινό σε όλες τις εκδοχές του συνίσταται μέσω του δικαίου. Κατά προέκταση, όσα είναι τα είδη φιλίας, τόσα είναι και τα είδη δικαίου και κοινωνίας» (1241b 16-19).

Εφόσον το δίκαιο, ως αποκατάσταση της αξίας καθορίζει τις σχέσεις (φιλίες) των ανθρώπων, τότε και τα πολιτεύματα, ως κύριος εκφραστής του δικαίου, δηλαδή των σχέσεων των πολιτών σε κοινωνικό επίπεδο, δεν μπορούν παρά να εκφράζουν με τρόπο αντίστοιχο τις μορφές φιλίας (σχέσεις) που δημιουργούνται μέσα από τον τρόπο λειτουργίας της πόλης. Με άλλα λόγια, αν τα είδη της φιλίας καθορίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων σε επίπεδο ατομικό, τα πολιτεύματα εκφράζοντας το δίκαιο της πολιτείας καθορίζουν τις σχέσεις σε συλλογικό επίπεδο, καθρεφτίζοντας, όμως, (κατ’ αναλογία) τον τρόπο και την ποιότητα των σχέσεων που συνάπτονται στο ατομικό επίπεδο.

Υπό αυτή την έννοια «όσα είναι τα είδη φιλίας, τόσα είναι και τα είδη δικαίου και κοινωνίας» (1241b 18-19), αφού τα είδη δικαίου και κοινωνίας (πολιτεύματα) επί της ουσίας διαμορφώνουν τις σχέσεις (φιλίες) ανάμεσα στους πολίτες με τον ίδιο τρόπο που εκείνοι συνάπτουν φιλίες στην ιδιωτική τους ζωή. Το άριστο πολίτευμα θα επιφέρει και τις άριστες σχέσεις κατ’ αναλογία με το ύψιστο είδος φιλίας που ορίζεται από την αρετή.

Αντίστοιχα, το χείριστο (πολίτευμα) παραπέμπει στις χείριστες (φιλίες), που ορίζονται από το συμφέρον και την εξαπάτηση, ακυρώνοντας όλες τις επιταγές της αρετής. Κι όπως οι χείριστες φιλίες καταλήγουν σε φιλονικίες και δυσαρέσκεια (που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε πράξεις βίας) έτσι και τα χείριστα πολιτεύματα καταλήγουν σε διχόνοια και πόλωση (που μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε επαναστάσεις και σφαγές).

Ο Αριστοτέλης θα παραθέσει όλα τα πολιτεύματα κατ’ αντιστοιχία με τις ανθρώπινες σχέσεις: «όλες οι μορφές πολιτικής κοινωνίας συναντώνται και συνυπάρχουν εντός της ευρύτερης οικογένειας, τόσο οι ορθές όσο και οι εκτροπές τους (ό,τι ακριβώς συμβαίνει με τις αρμονίες, ισχύει και για τις πολιτικές κοινωνίες). Βασιλεία, δηλαδή, είναι η σχέση του γεννήτορα με τα τέκνα, αριστοκρατία η σχέση του άντρα με τη γυναίκα, και ισοπολιτεία η σχέση μεταξύ αδερφών. Εκτροπές τους αποτελούν η τυραννία, η ολιγαρχία και η δημοκρατία (οχλοκρατία). Αντίστοιχες προς τα πολιτεύματα είναι και οι μορφές δικαίου» (1241b 32-39).

Κι εδώ βέβαια, δε χρειάζεται να εκληφθούν κατά γράμμα οι αριστοτελικές πεποιθήσεις. Ο παραλληλισμός των σχέσεων γονιού-παιδιού με βασιλιά-υπηκόου και η αναγνώριση του αρίστου στο πρόσωπο του άντρα (στον οποίο η γυναίκα δεν πρέπει να φέρνει αντιρρήσεις) προφανώς μπορούν να αμφισβητηθούν.

Αυτό που έχει σημασία είναι η τοποθέτηση του ευρύτερου πλαισίου των σχέσεων που ανταποκρίνονται στον τρόπο που δομείται το πολίτευμα. Ένα αυταρχικό-άδικο πολίτευμα διαμορφώνει και αυταρχικές-άδικες σχέσεις. Όπως οι διαπροσωπικές σχέσεις χρειάζονται αρετή για να οικοδομηθούν ποιοτικά, έτσι και τα πολιτεύματα πρέπει να εκπληρώνουν το ποιοτικό κριτήριο για να καταστήσουν τις σχέσεις των πολιτών αρμονικές. Και με τον όρο ποιοτικό κριτήριο εννοείται η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του συνόλου της πόλης κι όχι μιας συγκεκριμένης ομάδας που ευνοείται συστηματικά σε βάρος των υπολοίπων.

Ο Αριστοτέλης διαβλέποντας τα είδη της ισότητας μέσα στην πόλη τα θέτει, επίσης, κατ’ αντιστοιχία με τις διαπροσωπικές σχέσεις: «Εφόσον, πάλι, υπάρχουν δύο μορφές ισότητας, η αριθμητική και η αναλογική, αντίστοιχα θα είναι και τα είδη του δικαίου και της φιλίας της κοινωνίας. Η αριθμητική ισότητα χαρακτηρίζει την κοινωνία των πολιτών και τη φιλία μεταξύ των μελών κάποιου συλλόγου, καθώς σ’ αυτές ισχύει το ίδιο μέτρο. Η αναλογική ισότητα χαρακτηρίζει την αριστοκρατική κοινωνία και τη βασιλεία στην ύψιστη εκδοχή τους, καθώς σ’ αυτές δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα ο ανώτερος με τον κατώτερο, αλλά αναλογικά. Το αυτό ισχύει και για τις οικογενειακές σχέσεις, π.χ. του πατέρα με τα παιδιά του, αλλά και για τις ευρύτερες κοινωνικές ομάδες» (1241b 39-47).

Η έννοια της αριθμητικής ισότητας απευθύνεται σε αξιακά ίσους ανθρώπους, όπου η πλειοψηφία θα καθορίσει τις αποφάσεις. (Είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στα αδέρφια). Η αναλογική ισότητα αφορά εκείνους που δεν έχουν την ίδια αξία και που (κατ’ επέκταση) οι απόψεις δεν έχουν το ίδιο κύρος. (Είναι η σχέση του πατέρα προς τα παιδιά).

Όμως, για μια ακόμη φορά η συζητήσιμη αριστοτελική θέση για τις σχέσεις του πατέρα με τα παιδιά ή της γυναίκας δεν πρέπει να λειτουργεί αποπροσανατολιστικά από το βασικό θέμα της διαμόρφωσης των σχέσεων. Ενώ οι φίλοι που μετέχουν στο υψηλότερο είδος φιλίας που ορίζει η αρετή έχουν ξεκάθαρα σχέση αριθμητικής ισότητας (αφού είναι ισότιμοι στην αρετή), οι φιλίες των ανθρώπων στο σύνολό τους καταλήγουν να είναι ξεκάθαρα αναλογικές, καθώς διαμορφώνονται κατ’ αναλογία με το ηθικό βάρος εκείνων που τις συνάπτουν.

Το δεδομένο ότι μόνο οι ανώτεροι στην αρετή θα απολαύσουν την ύψιστη εκδοχή της φιλίας καθιστά σαφές ότι οι κατώτεροι θα περιοριστούν στις ευτελέστερες εκδοχές της. Από αυτή την άποψη, η σύναψη της φιλίας αποτελεί μια μορφή δικαίου αποδίδοντας στον καθένα αυτό που του αξίζει, αφού η ποιότητά της θα είναι ανάλογη με την αξία του.

Γι’ αυτό και η έρευνα περί φιλίας ουσιαστικά είναι έρευνα περί δικαίου: «Η έρευνα, τώρα, για τον τρόπο συμπεριφοράς στους φίλους είναι έρευνα περί δικαίου: τι σημαίνει δίκαιο. Διότι το δίκαιο εν γένει, άσχετα από την όποια μορφή του, συναντάται ακριβώς στη σχέση των φίλων: προϋποθέτει τη σχέση κάποιων ανθρώπων, και οι φίλοι ασφαλώς και έχουν μία σχέση, είτε συγγένειας είτε βίου. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ζώο πολιτικό αλλά και ζώο δεμένο με τον οίκο του, και δεν ζευγαρώνει περιστασιακά, όπως τα άλλα ζώα, και με όποιο θηλυκό ή αρσενικό τύχει, πλην όμως και στην ιδιωτική του ζωή δε μένει στην αυλή του, αλλά είναι ζώο κοινωνικό και διατηρεί σχέσεις με τους φυσικούς του συγγενείς. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι σχέσεις κοινωνίας και μορφές δικαίου υπάρχουν και ανεξάρτητα από την ύπαρξη πόλης. Η οικογένεια, λόγου χάρη, είναι μια μορφή φιλίας» (1242a 23-33).

Κατόπιν αυτών, με βάση τις σχέσεις που διαμορφώνονται μέσα από το ίδιο το κοινωνικό γίγνεσθαι (πολιτικές σχέσεις) ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη φιλίας: «Διακρίνουμε διάφορα είδη φιλίας: τη συγγενική, τη συντροφική και την κοινωνική φιλία, τη λεγόμενη και πολιτική. Η συγγενική φιλία περιλαμβάνει πολλά επιμέρους είδη που ομαδοποιούνται σε όσες φιλίες είναι σαν τη φιλία των αδερφών και σε όσες είναι σαν τη φιλία πατέρα με τους γιους (όσες είναι σαν την πατρική βασίζονται στην αναλογική ισότητα, ενώ όσες σαν την αδερφική στην αριθμητική· μ’ αυτές μοιάζει πολύ και η συντροφική φιλία, διότι συναντώνται και σ’ αυτήν τα προνόμια των παλαιότερων μελών» (1242a 1-7).

Αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι η έννοια της φιλίας του πατέρα προς τους γιους ή τη γυναίκα τίθεται με εντελώς συμβατική σημασία, αφού η σχέση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των σχέσεων ευεργέτη και ευεργετούμενου. Από αυτή την άποψη δεν πρέπει να εκληφθεί ως καθαρά φιλική σχέση, αφού δεν υπάρχει ισοτιμία, αλλά περισσότερο ως σχέση αμοιβαίας αγάπης (αν και όχι ισότιμης, αφού ο πατέρας ως ευεργέτης-ενεργών αγαπά περισσότερο το γιο από ότι ο γιος τον πατέρα). Πρόκειται για σχέση που καταδεικνύει τις πηγές και τις αρχές της φιλίας κι όχι την καθαυτό πραγμάτωσή της.

Όσο για την πολιτική φιλία: «Η πολιτική φιλία συστήθηκε με κριτήριο, ή μάλλον κύριο κριτήριο, τη χρησιμότητα. Διότι φαίνεται ότι οι άνθρωποι συγκρότησαν κοινωνία διότι δε διέθεταν ατομικά ο καθένας την αυτάρκεια, και λιγότερο διότι απέβλεπαν στη συμβίωση. Πάντως, μόνο στην πολιτική φιλία (όπως και στην εκτροπή της) ισχύει τόσο το να αποτελεί φιλία, όσο και το να είναι τα μέλη φίλοι μεταξύ τους. Αντίθετα, στις άλλες μορφές φιλίας δεν υπάρχει ισότιμη, αλλά ανισοβαρής σχέση» (1242a 8-13).

Η φράση «φαίνεται ότι οι άνθρωποι συγκρότησαν κοινωνία διότι δε διέθεταν ατομικά ο καθένας την αυτάρκεια, και λιγότερο διότι απέβλεπαν στη συμβίωση» δίνει την εντύπωση ότι έρχεται σε αντίφαση με την πάγια αριστοτελική θέση ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ον. Αν ο άνθρωπος απέβλεπε αποκλειστικά στην αυτάρκεια και όχι στη συμβίωση, τότε δικαιώνονται οι σοφιστές που αντιλαμβάνονταν την πόλη σαν σύμβαση ανάγκης για να μην αφανιστούν από τα θηρία κι όχι ως φυσική επιταγή.

Το δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε ίσως ο κυριότερος αντίπαλος αυτής της θέσης θεωρώντας ότι η πόλη έγινε από τη φυσική τάση του ανθρώπου να ζει με άλλους ανθρώπους (φύσει πολιτικό ον) κι ότι, ακόμη κι αν δεν κινδύνευε από τα θηρία, πάλι πόλεις θα έκανε καθιστά σαφές ότι το χρησιμοθηρικό πρόταγμα του συγκεκριμένου αποσπάσματος δε διατίθεται να ακυρώσει αυτή τη θέση. Η αποδοχή της βεβαιότητας ότι η πόλη έγινε από τη φύση δεν αναιρεί το χρησιμοθηρικό της περιεχόμενο, αφού μόνο μέσα στην πόλη ο άνθρωπος αποκτά αυτάρκεια.

Η προβληματική έγκειται κυρίως στη φράση «και λιγότερο διότι απέβλεπαν στη συμβίωση» που φαίνεται ότι καθιστά τη συνύπαρξη δευτερεύουσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρωτότυπο κείμενο η συγκεκριμένη φράση καταγράφεται ως «επεί συνήλθον γ’ αν και του συζήν χάριν», που κατά λέξη θα μπορούσε να αποδοθεί ως «αφού συγκεντρώθηκαν και για χάρη της συνύπαρξης».

Από αυτή την άποψη, το ότι αντιλήφθηκαν τη φυσική ανάγκη για τη δημιουργία της πόλης, αφού τη δημιούργησαν, το ότι δηλαδή χρονικά (κι όχι αξιολογικά) προηγήθηκε η ανάγκη για πόλη κι ακολούθησε η συνείδηση της έμφυτης ροπής προς αυτό δεν αλλάζει την ουσία της αριστοτελικής θέσης που θέλει την πόλη ως ξεκάθαρη φυσική επιλογή. Το δεδομένο ότι μόνο μέσα στην πόλη μπορεί ο άνθρωπος να ικανοποιήσει τις ανάγκες του καταδεικνύει και το (επιπλέον) χρησιμοθηρικό περιεχόμενό της δημιουργίας της, που επίσης θα παίξει το ρόλο του στη δημιουργία των σχέσεων.

Οι λεγόμενες πολιτικές φιλίες βασίζονται πολύ στον παράγοντα της χρησιμότητας, αφού η συνύπαρξη επιφέρει αυτάρκεια. Η αναγνώριση, όμως, ότι σε αυτού του είδους τις φιλίες (τις πολιτικές) μπορεί κανείς να συναντήσει σχέσεις ισότητας καθιστά σαφές ότι οι φιλίες της αρετής προέρχονται από αυτού του είδους τις σχέσεις.

Οι συναναστροφές των ανθρώπων μέσα στην πόλη μπορεί να ξεκινούν από μια χρησιμοθηρική αφορμή, αλλά αν καταδείξουν ισοτιμία στην αρετή, οι σχέσεις θα εξελιχθούν στην ανώτερη μορφή φιλίας. Αν όχι, θα παραμείνουν στο επίπεδο της χρησιμότητας που στοιχειοθετεί φιλία κατώτερου είδους.

Αυτός είναι και ο λόγος που το πολιτικό δίκαιο θεμελιώνεται πάνω στην έννοια της χρησιμότητας (ή της ζημίας): «κατεξοχήν δίκαιο είναι αυτό που εφαρμόζεται σε μια φιλία βασισμένη στη χρησιμότητα, και αυτό δεν είναι άλλο από το πολιτικό δίκαιο» (1242a 13-15).

Σχέσεις ισότητας μέσα στην οικογένεια δεν υπάρχουν εκτός από τα αδέρφια. Όλες οι άλλες κρίνονται ανισοβαρείς, αφού ο πατέρας στέκεται ανώτερος από όλους. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι μέσα στην οικογένεια βρίσκει κανείς τις αρχές και τις πηγές της φιλίας: «η σχέση άνδρα και γυναίκας είναι μια μορφή φιλίας ή κοινωνίας βασισμένη στη χρησιμότητα. Η σχέση πατέρα με γιο είναι ίδια με τη σχέση θεού με άνθρωπο, και ευεργέτη με ευεργετημένο, και γενικά με τη σχέση του εκ φύσεως άρχοντος με τον εκ φύσεως αρχόμενο. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι καταρχάς στην οικογένεια συναντώνται οι αρχές και οι πηγές τόσο της φιλίας όσο και της πολιτικής κοινωνίας του δικαίου» (1242a 3742 και 1242b 1-2).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του

Δεν διδάσκω Γιόζεφ, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν' αντέχει το θάνατο ή να «συμβιβάζεται» μαζί του.

Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση προδίδεις τη ζωή σου!

Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!

"Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!"

Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στο Μπρόιερ. Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα.

-Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ' το 'χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό;

-Θέτεις δυο ερωτήματα. Σε ποιό από τα δυο να απαντήσω;

-Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή.

-Ζήσε όταν ζεις!

Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του!

Αν ο άνθρωπος δε ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή.

-Και τι σημαίνει αυτό; ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος.

-Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου;

-Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση. Φρήντριχ!

-Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους" αντέκρουσε ο Νίτσε.

-Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω;

-Για ν' αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!

-Γιόζεφ, προσπάθησε να καθαρίσεις το μυαλό σου. Φαντάσου το ακόλουθο διανοητικό πείραμα!

Τι θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή -όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές;

Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούριο;

Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ό,τι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου θα επιστρέφει σε σένα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία -ακόμα κι αυτός ο άνεμος και τα δέντρα κι αυτά τα γλιστερά βράχια, ακόμα και το νεκροταφείο κι ο τρόμος, ακόμα κι αυτή η γλυκιά στιγμή κι εσύ κι εγώ, πιασμένοι απ' το μπράτσο, μουρμουρίζοντας αυτά τα λόγια;

Καθώς ο Μπρόιερ έμεινε σιωπηλός, ο Νίτσε συνέχισε:

-Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν' αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ κι εγώ, απλοί κόκκοι στη διαδικασία.

Ο Μπρόιερ έκανε μια προσπάθεια να τον καταλάβει.

-Αυτή η -η- η φαντασίωση, πώς-;

-Είναι κάτι παραπάνω από φαντασίωση.

Είναι κάτι παραπάνω από ένα νοητικό πείραμα.

Άκου μόνο τα λόγια μου! Άσε απ' έξω όλα τ' άλλα!

Σκέψου την αιωνιότητα. Δες πίσω σου -φαντάσου- να κοιτάζεις ατέλειωτα πίσω στο παρελθόν.

Ο χρόνος εξαπλώνεται προς τα πίσω για όλη την αιωνιότητα.

Και, αν ο χρόνος εξαπλώνεται συνεχώς προς τα πίσω, οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί δεν έχει ήδη συμβεί;

Οτιδήποτε γίνεται τώρα δεν θα έχει γίνει έτσι παλιά;

Οτιδήποτε περπατάει εδώ δεν έχει περπατήσει το ίδιο μονοπάτι στο παρελθόν;

Ίρβιν Γιάλομ, Όταν έκλαψε ο Νίτσε

Πότε δυο άνθρωποι ερωτεύονται;

Όλη μας η ζωή περιστρέφεται γύρω από σχέσεις και η πραγματική ευτυχία αφορά το πόσο κοντά και αγαπημένα νιώθουμε όταν είμαστε μαζί με τους άλλους, είτε είναι φίλοι, είτε ερωτικοί σύντροφοι είτε οι γονείς μας.

Ο έρωτας, το απόλυτο συναίσθημα. Ο Νίτσε είχε πει πως «οι ερωτευμένοι είναι τρελοί» και κατά μία έννοια είχε δίκιο. Όταν είμαστε ερωτευμένοι αλλάζει ο τρόπος που νιώθουμε και αντιλαμβανόμαστε τη ζωή. Όμως πότε δυο άνθρωποι ερωτεύονται;

Υπάρχουν συνθήκες που βοηθούν το να ερωτευτούμε; Άραγε τα ετερώνυμα πραγματικά έλκονται;

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τον έρωτα

Ας δούμε ποιοι παράγοντες παίζουν ρόλο και βοηθούν ώστε να ερωτευτούν δυο άνθρωποι:

1ος Παράγοντας: Ο Συγχρονισμός (timing)

Κανείς μπορεί να ερωτευθεί όταν δεν το περιμένει καθόλου, από απλή τύχη ή σύμπτωση. Ένας ιδανικός σύντροφος μπορεί να κάθεται δίπλα σου στο πάρτι αλλά να μην τον προσέξεις αν είσαι απασχολημένος/-η με θέματα της δουλειάς, ή αν είσαι ήδη σε μια άλλη σχέση ή με κάποιο άλλο τρόπο συναισθηματικά μη διαθέσιμος/-η.

Αν όμως μόλις μπήκες στο κολλέγιο ή μετακόμισες μόνος/-η σε άλλη πόλη, αν πρόσφατα βγήκες από μια μη ικανοποιητική σχέση, αν άρχισες να βγάζεις αρκετά λεφτά για να κάνεις οικογένεια, αν είσαι μόνος-η ή πέρασες μια δύσκολη δοκιμασία ή τέλος αν έχεις παρά πολύ ελεύθερο χρόνο τότε έχεις τις «προδιαγραφές» για να ερωτευθείς.

Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι που είναι σε συναισθηματική ένταση, είτε από χαρά, άγχος, φόβο, περιέργεια, λύπη είτε από οποιαδήποτε άλλο συναίσθημα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ερωτευθούν, είναι πιο ευάλωτοι στο πάθος.

2ος Παράγοντας: Η Κοντινότητα

Η κοντινότητα μπορεί να παίξει και αυτή τον ρόλο της. Τείνουμε να επιλέγουμε ανθρώπους που είναι κοντά μας.

3ος Παράγοντας: Το Μυστήριο

Ένας άλλος παράγοντας στην επιλογή συντρόφου είναι το μυστήριο. Έχει φανεί πως και τα δυο φύλλα έλκονται από ανθρώπους τους οποίους βρίσκουν μυστηριώδεις. Όπως είχε γράψει και ο Μπωντλαίρ: «Η αγάπη μας για τις γυναίκες είναι σε αναλογία με το βαθμός της ανοικειότητας (strangeness) προς εμάς».

Το αντίθετο είναι επίσης αλήθεια. Η οικειότητα μπορεί να απομακρύνει τις σκέψεις για μια ρομαντική σχέση. Σχεδόν όλα τα άτομα έχουν μια σεξουαλική αποστροφή σε πάρα πολύ οικεία πρόσωπα. Προτιμούν να σχετίζονται με ξένους.

4ος Παράγοντας: Τα ετερώνυμα έλκονται;

Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι ανά τον κόσμο που νιώθουν ερωτική έλξη για «αγνώστους» μη οικείους, επιλέγουν να έχουν αυτούς που έχουν την ίδια εθνότητα, το ίδιο κοινωνικό, θρησκευτικό και οικονομικό υπόβαθρο, ίδιο βαθμό νοημοσύνης και παρόμοιες συμπεριφορές, προσδοκίες, αξίες, ενδιαφέροντα και παρόμοιες κοινωνικό- επικοινωνιακές δεξιότητες.

5ος Παράγοντας: Η Συμμετρία

Η τάση μας να επιλέγουμε ανθρώπους με «καλές» αναλογίες είτε στο πρόσωπο είτε στο σώμα.

6ος Παράγοντας: «Μου θυμίζεις κάποιον που ήξερα όταν ήμουνα παιδί…»

Άνθρωποι που αγαπήσαμε και μας φρόντισαν καταγράφονται ως θετικά μοντέλα και πολλές φορές στην ενήλικη ζωή μας ο/η σύντροφος μας μπορεί να έχει στοιχεία αυτού του ανθρώπου πχ ενός αδελφού που μας φρόντιζε, του πατέρα, της γυναίκας που μας κρατούσε όταν ήμασταν παιδιά κτλ.

Κλείνοντας, ας μην ξεχνάμε πως η πλειοψηφία των παραπάνω παραγόντων, μας επηρεάζουν χωρίς να τους αντιλαμβανόμαστε και όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, έτσι και ο έρωτας έρχεται χωρίς να τον περιμένουμε γιατί στον έρωτα όλα είναι πιθανά!

Η μεταφυσική, η φιλοσοφία, η νέα εποχή (new age) και η επιστήμη

Ο απατηλός καθρέφτης, Ρενέ Μαγκρίτ, 1915. Ο Μαγκρίτ παίζει το δικό του παιχνίδι της αντιστροφής και αμφισβητεί τι είναι "έξω" και τι είναι "μέσα". Το υπερμέγεθες ανθρώπινο μάτι, αντί να μας επιτρέπει να δούμε τι βρίσκεται μέσα στο εσωτερικό της ανθρώπινης ψυχής, αντανακλά αυτό που βρίσκεται έξω, δηλαδή έναν ουρανό με σύννεφα.

Ο όρος «Μεταφυσική» έχει προκύψει από το έργο «Μετά τα Φυσικά» του Αριστοτέλη. Πρώτος ο Αβερρόης, άραβας φιλόσοφος του 12ου μ.Χ. αιώνα χρησιμοποιεί τον όρο «μεταφυσική». Πολύ όμως νωρίτερα ο Ανδρόνικος ο Ρόδιος ( 1ος π.Χ. αι. ) με τον όρο «Μετά τα Φυσικά» δήλωνε τα συγγράμματα του Αριστοτέλη που ακολουθούσαν εκείνα που ασχολούνταν με τη φύση. Ήταν δηλαδή στη σειρά συγγράμματα μετά τα «φυσικά.»

Στα κείμενα αυτά από την εποχή των νεοπλατωνικών κιόλας αποδόθηκε μια μεταφορική σημασία, που υπαινισσόταν τις Αριστοτελικές έρευνες τις αναφερόμενες σε στοιχεία και φαινόμενα πέρα ή πάνω από τα φυσικά φαινόμενα. Τα «Μετά τα Φυσικά» δηλαδή ερευνούσαν τον υπεραισθητό κόσμο και τις αρχές των όντων.

Αυτήν την καινούργια πνευματική επίδοση ο Αριστοτέλης την ονομάζει «Πρώτη φιλοσοφία», γιατί θεωρούσε ότι αναφορικά με όλες τις άλλες επιστήμες κατείχε την αξιωματική προτεραιότητα. Ο σκοπός και ο λόγος της «πρώτης φιλοσοφίας» ήταν να εξετάζει τις αρχές και τα αίτια του όντος από την άποψη ότι είναι το ουσιαστικά και κατ’ αλήθειαν όν:

«σκεπτέον δέ του όντος αυτού τα αίτια και τάς αρχάς ή όν» .

Η εξακρίβωση λοιπόν των κοινών γνωρισμάτων όλων των όντων, και πιο πέρα η διείσδυση στις αρχές και τις αιτίες, από τις οποίες πηγάζει η οντολογική πραγματικότητα, είναι τα προβλήματα της πρώτης φιλοσοφίας: Γνωσιολογία, λογική, οντολογία και θεολογική αναζήτηση συνιστούν επομένως τις ατραπούς της έρευνας εκείνης της μάθησης που ο Αριστοτέλης αποκαλεί «πρώτη φιλοσοφία» και οι μεταγενέστεροι ονόμασαν «μεταφυσική».

Ό,τι καλείται Μεταφυσική, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το πρόβληµα του όντος γενικά και του λόγου για το Ον, δηλαδή του τι µπορεί να χαρακτηρίζει το Ον. Το παρακάτω χωρίο (Μετά τα Φυσικά, Γ1, 1003a 21-32.) του Αριστοτέλη το µαρτυρά:

«Υπάρχει µια επιστήµη που ερευνά το ον ως ον και ό,τι ανήκει σε αυτό σύµφωνα µε τη φύση του. Η επιστήµη αυτή δεν µοιάζει µε καµία από τις επονοµαζόµενες ειδικές επιστήµες, δεδοµένου ότι καµιά από αυτές τις άλλες δεν εξετάζει συνολικά το ον ως ον. Αυτές αποκόπτουν ένα µέρος του όντος και µελετούν το τι συµβαίνει σε αυτό, όπως κάνουν, για παράδειγµα, οι µαθηµατικές επιστήµες.

Αφού, λοιπόν, εµείς αναζητούµε τις αρχές και τις απώτατες αιτίες, είναι φανερό ότι πρέπει αναγκαστικά να υπάρχει κάποιο ον, στο οποίο αυτές να ανήκουν σύµφωνα µε τη φύση του. Αν, λοιπόν, αυτοί που αναζητούσαν τα στοιχεία των όντων αναζητούσαν αυτές ακριβώς τις αρχές, τότε και τα στοιχεία αναγκαστικά είναι του όντος όχι συµπτωµατικά, αλλά ενόσω είναι ον. Για τον λόγο αυτό και εµείς πρέπει να συλλάβουµε τις πρώτες αρχές του όντος ως ον.»

Έκτοτε, ο όρος αυτός (μεταφυσική) χρησιμοποιείται για τις μελέτες εκείνες που πιστεύεται ότι υπερβαίνουν τα όρια του υλικού κόσμου της φυσικής, φτάνοντας στην ουσία ή στον πυρήνα μιας υποτιθέμενης απόλυτης και τελικής πραγματικότητας η οποία υπάρχει βαθύτερα απ’ τα φαινόμενα.

Η Μεταφυσική αναζητά τη γνώση του επέκεινα, πασχίζει να φωτίσει την περιοχή που είναι δυσπρόσιτη στις αισθήσεις µας. Εξετάζει τα όρια του ανθρώπινου λόγου και όλους εκείνους τους νόµους που διατάσσουν και καθορίζουν τους μηχανισμούς της ανθρώπινης νόησης, ώστε η γνώση να έχει αξιοπιστία και εγκυρότητα.

Μεταφυσική ότι δεν μπορεί να παρατηρήσει το ανθρώπινο μάτι, και δεν μπορεί να ακούσει το ανθρώπινο αυτί. Είναι ο χώρος που βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη, και περιέχει όσα μεσολαβούν ανάμεσα στον άνθρωπο και στην πηγή που τον δημιούργησε.

Η Μεταφυσική έχει και ένα δεύτερο πιο προσιτό πεδίο, αφορά άλλες δυνάµεις της ανθρώπινης φύσης, όπως την ενόραση, την έκσταση, τις υπερβατικές καταστάσεις. Επίσης, άλλα ζητήµατα που περιλαµβάνονται στο πεδίο της Μεταφυσικής είναι η έρευνα για την ουσία του κόσµου και τον καθορισµό της υφής της πραγµατικότητας στην ολότητά της, για τον χαρακτήρα των καθόλου, για τον προσδιορισµό του χρόνου και του χώρου, για τη σχέση σώµατος και ψυχής.

Αιώνες μετά τον Αριστοτέλη από την Ευρωπαϊκή αναγέννηση και μετά οι φυσικές επιστήμες ανέλαβαν τα ηνία στην έρευνα και στο φωτισμό του άγνωστου. Στους νεότερους καιρούς αρχίζει η επικράτηση των θετικών επιστημών και ο διαμελισμός των επιστημών βάσει ειδικής μεθοδολογίας. Ακόμα και τότε όμως οι βάσεις της κλασσικής φυσικής φάνηκαν ανεπαρκείς.

Η επιστήμη τεμαχίζοντας την φύση χάνει την αίσθηση του «Όλου», κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις αρχαίες παραδόσεις και την μεταφυσική φιλοσοφία, όπως αυτή έφτασε έως εμάς δια μέσου των αιώνων. Κατά κάποιο τρόπο αυτή η ακρίβεια της έγινε η μεγάλη της δύναμη και ταυτόχρονα η μεγάλη αδυναμία της.

Η σύγχρονη κβαντική φυσική σήμανε την εγκατάλειψη των βασικών θέσεων της κλασσικής φυσικής ακύρωσε το σταθερό συνεχές των ενεργειακών λειτουργιών και προσανατόλισε την κατεύθυνσή της σε τάξη επιμέρους μεγεθών.

Οι φυσικοί στην αρχή του εικοστού αιώνα, µελέτησαν τις κινήσεις των σωµατι δίων της ύλης. Από τις παρατηρήσεις και τα πειράµατα τους δηµιουργήθηκε η επιστήµη του µικρόκοσµου, η Κβαντοµηχανική. Μέχρι τότε, επικρατούσε η αιτιοκρατία και το µηχανιστικό µοντέλο της φύσης. Τα πειράµατα όµως της Κβαντοµηχανικής έδιναν διαφορετικά αποτελέσµατα µε τις ίδιες συνθήκες. Δηλαδή, καταργούσαν την αιτιοκρατία και το µηχανιστικό µοντέλο της φύσης.

Αυτό γιά τους φυσικούς ήταν ένα µυστήριο. Η λύση του µυστηρίου ήρθε από τον Werner Karl Heisenberg, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η παρατήρηση των σωµατιδίων από ένα ον µε συνείδηση, τα επηρεάζει και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το αποφύγουµε αυτό. Ο Frijof Capra στο «Τάο και ή Φυσική» αποκαλύπτει τη σχέση κβαντομηχανικής και βουδισμού χωρίς την παραμικρή αμφιβολία γι' αυτό.

«Ή θεωρία των κβάντα εξαφάνισε την κλασική έννοια των χωριστών αντι­κειμένων, εισήγαγε την έννοια του συμμέτοχου στη θέση του παρατηρητή, και πιθανότητα κάποια στιγμή θ' αναγκαστεί να συμπεριλάβει και την ανθρώπινη συνείδηση στην περιγραφή του κόσμου. Ό Βουδιστής δεν πιστεύει στην ύπαρξη ενός ανεξάρτητου ή ξεχωριστού εξωτερικού κόσμου, όπου ανάμεσα στις δυνάμεις πού τον ορίζουν θα μπορούσε να εισάγει και τον εαυτό του. Τόσο ο εξωτερικός όσο και ο εσωτερικός κόσμος είναι για το Βουδιστή οι δύο όψεις του ίδιου υφάσματος».

H σύγχρονη φυσική έρχεται να συναντήσει αρχαίες πεποιθήσεις. Και αυτό διότι έως τώρα η επιστήμη μελετούσε την ύλη με αναλυτικό τρόπο τεμαχίζοντας τα σε διαρκώς μικρότερα τμήματα.

Οι βιολόγοι, που κάποτε αξίωναν για την ανθρώπινη νόηση μια προνομιούχο θέση μέσα στην ιεραρχία της φύσης, έχουν προσεγγίσει αμετάκλητα τις θέσεις του σκληροπυρηνικού υλισμού που χαρακτήριζε τη φυσική του 19ου αιώνα. Παράλληλα, οι φυσικοί, αντιμετωπίζοντας ακαταμάχητες πειραματικές αποδείξεις, άρχισαν να απομακρύνονται από τα αυστηρά μηχανιστικά μοντέλα του σύμπαντος, υιοθετώντας μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία η νόηση παίζει ουσιαστικό ρόλο σε όλα τα φυσικά συμβάντα.

Από την αρχαιότητα έως σήμερα μικρές «κλειστές» ομάδες διαφύλαξαν αυτή τη γνώση μέσα από τις τελετές μυήσεων, τις προφορικές παραδόσεις, τις διδασκαλίες και ενίοτε τις εκστατικές ή υπερβατικές εμπειρίες.

Στην αρχαία Ελλάδα η «μεταφυσική», «μυστικιστική» υπερβατική εμπειρία, βρήκε διέξοδο δια μέσω της ανάπτυξης των «μυστηρίων», όπου ο υποψήφιος μύστης, θα κατανοήσει την «μυστικιστική κατάσταση», ως μια εξαιρετικά έκτακτη κατάσταση, που αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ζωής του ανθρώπου σε αυτή την ζωή, (όχι στην μετά θάνατον), κατά την οποία επιτυγχάνεται δια μέσου των εκστατικών τελετών, λατρείας και μυήσεων, η ένωση της ανθρώπινης ψυχής με τον Θεό (Θέωση).

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, υπάρχει η εξωτερική γνώση, που προσλαμβάνει ο άνθρωπος με τις αισθήσεις και τη λογική του, αλλά υπάρχει και η εσωτερική γνώση που δίνεται στον άνθρωπο με την «μύηση», όταν ωριμάζει ηθικά και νοητικά.

Ο άνθρωπος αποκτά την εσωτερική γνώση πολύ πιο δύσκολα, διότι για την κατάκτησή της, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σταθερή ενατένιση της εσωτερικής ζωής, η υπέρβαση των αισθήσεων και ο απόλυτος έλεγχος του νου. Συνεπώς, σοφός είναι αυτός που έχει υπερβεί τον κόσμο των αισθήσεων και των επιθυμιών, επειδή γι’ αυτόν ανασηκώθηκε το πέπλο της πλάνης και της λήθης, και αντίκρισε την αιώνια Αλήθεια.

Είναι αυτός που κατέκτησε την γνώση που αφορά στις εσωτερικές αιτίες των φαινομένων, στους παγκόσμιους νόμους, και στις εφαρμογές αυτών των νόμων, ως αιώνιες Σταθερές στη Φύση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλάτωνας (πολιτεία , 518 b-d):

«Στο εσωτερικό της ψυχής του, καθένας έχει την ικανότητα να μαθαίνει και το όργανο που του επιτρέπει να αποκτά την μόρφωση είναι η ψυχή. Και, καθώς δεν μπορούμε να στρέψουμε το μάτι μας από το σκοτάδι στο φως, χωρίς να γυρίσουμε ταυτόχρονα όλο μας το σώμα, έτσι ακριβώς πρέπει με ολόκληρη την ψυχή να πραγματοποιηθεί η στροφή αυτού του οργάνου, ως τη στιγμή που θα είναι ικανό, στραμμένο προς το πραγματικό να σηκώσει το βάρος της ενατένισης εκείνου, που είναι το πιο φωτεινό μέσα στο πραγματικό. Εκείνου, που ονομάζομε Αγαθό.»

Σήμερα λοιπόν ως «εσωτερική φιλοσοφία» ή «μεταφυσική», θα μπορούσαμε να πούμε πως ορίζεται το σύνολο των αναπόδεικτων στις περισσότερες περιπτώσεις πεποιθήσεων (που οφείλεται ενίοτε και στην «μυστικιστική υπερβατική ενόραση»,), μιας κοινωνίας, για την φύση του ανθρώπου και του κόσμου, οι οποίες φαίνονται στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας να είναι ορθές. Κάποιοι ταυτίζουν την μεταφυσική με τον όρο «New Age» ή «Νέα Εποχή».

Ο όρος όμως από μόνος του είναι προβληματικός, καθώς η μεταφυσική δεν είναι ένα νέο φαινόμενο ως όρος και ως μεθοδολογία, αυτογνωσίας και έρευνας του σύμπαντος. Σύμφωνα με τους επικριτές του υποτιθέμενου κινήματος «new age», αυτό αποτελεί ένα συγκρητιστικό σύστημα, στις διδασκαλίες του οποίου συναντούμε ένα πλήθος από δοξασίες αρχαίων και σύγχρονων θρησκειών και φιλοσοφιών, όπου παράλληλα με σύγχρονες διδασκαλίες εφαρμόζονται αρχαίες πρακτικές και αντιλήψεις, όπως ο ο πνευματισμός, ο αποκρυφισμός, η μαγεία, η γόγκα και ο διαλογισμός. Αν σε αυτό προσθέσουμε και θεωρίες συνωμοσίας, και της νέας τάξης πραγμάτων τότε σίγουρα έχουμε ξεφύγει από τον ορισμό της μεταφυσικής ως την έρευνα της αρχής του όντος και της φύσεως του ανθρώπου.

Ας επανέλθουμε όμως στην μεταφυσική. Για την μεταφυσική ο χώρος του άγνωστου ήταν πάντα είναι άπειρος, και άχρονος, πέρα από δόγματα και ανθρώπινες προκαταλήψεις. Τόσο όμως στην μεταφυσική όσο και στην επιστήμη κατανοούμε πως όσο πιο πολύ γνωρίζουμε, τόσο πιο πολύ διαπιστώνουμε ότι αγνοούμε. Ίσως για αυτό ο φυσικός Max Plank να είπε:

«Δεν υπάρχει φυσική χωρίς κάποια δόση μεταφυσικής...».

Η Σωκρατική πρόταση ότι γνώση είναι η συνειδητοποίηση της άγνοιάς μας εμφανίζεται ως ένα αξίωμα απρόσβλητο, που δεν μπορεί να ακυρωθεί από κάτι γνωστικά υπέρτερο, όπως λ.χ. η Νευτώνεια μηχανική ακυρώνεται ή παροπλίζεται σε μια ανώτερη σφαίρα παρατήρησης των φυσικών φαινομένων - τη σφαίρα δηλαδή της τάξης των μεγάλων αποστάσεων και των υψηλών ταχυτήτων - από τη θεωρία της σχετικότητας και την κβαντομηχανική.

Συνοψίζοντας, αν η επιστήμη αναζητά τα όρια της φύσης, η Φιλοσοφία και η μεταφυσική την έλλειψη αυτών των ορίων. Αν η επιστήμη είναι η σταγόνα του ωκεανού, η Φιλοσοφία το κύμα του. Αν η επιστήμη εργάζεται για να ερμηνεύσει πειραματικά το μυστήριο της ύπαρξης, η Φιλοσοφία και η μεταφυσική για την αληθινή φύση της πραγματικότητας.

Με διαφορετικές αφετηρίες και μεθοδολογίες, τόσο η επιστήμη όσο και η Φιλοσοφία ψάχνουν για την βασική αλήθεια γύρω από την ύλη και την πηγή της. Σε αυτή την αναζήτηση όμως φαίνεται πως η επιστήμη αμέλησε εντελώς το πνεύμα μία λεπτοφιότερης μορφή της ύλης που μελετούσε.

Ο σύγχρονος τεχνολογικός πολιτισμός έχει δημιουργήσει ένα κόσμο πολύπλοκο, ένα κόσμο αποξένωσης, ατομισμού, αλλοτρίωσης, ένα κόσμο στον οποίο επιδιδόμαστε σε ένα ατέρμονο αγώνα δρόμου επαγγελματικής επιτυχίας, κοινωνικές καταξίωσης, ναρκισσισμού, ξεχνώντας να επενδύσουμε στον πυρήνα των αναγκών της ύπαρξης μας.

Ίσως για αυτό τον λόγο, η κατάθλιψη είναι η δεύτερη πιο σοβαρή νόσος παγκοσμίως, μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Ο Ακαδημαϊκός και συγγραφέας Λου Μαρίνοφ στο βιβλίο του «Πλάτωνας όχι Πρόζακ», προτείνει να διαβάζουμε Πλάτωνα, αντί να παίρνουμε αντικαταθλιπτικά χάπια Πρόζακ!

«Η αγωνία ή το άγχος που εμφανίζεται προ της ιδέας του θανάτου ή πριν από μια δραστική αλλαγή, μας κάνει να αναρωτιόμαστε για ένα σωρό ζητήματα. Δεν είμαστε τόσο πρωτότυποι, αφού τα ερωτήματα αυτά έχουν τεθεί πολύ πριν και οι μεγάλοι φιλόσοφοι τα έχουν απαντήσει/ίσως οι απαντήσεις τους να μην είναι αυτές που ψάχνουμε, αλλά μπορούν να μας βοηθήσουν να βρούμε τη δική μας εξήγηση και παρηγοριά. Αν διαβάζουμε Πλάτωνα, και άλλους κλασσικούς είναι εύκολο να αντιληφθούμε πως εμείς οι άνθρωποι είμαστε ικανοί για κάτι παραπάνω…Κανένα φάρμακο δεν μπορεί να κάνει κάποιον να μάθει τον εαυτό του κι ούτε μπορεί να τον κάνει να πετύχει τους στόχους του ή να κατανοήσει την κοινωνία που τον περιβάλλει.»

O Μαρίνοφ όμως αναγνωρίζει παράλληλα:

«Mπορεί ο φιλοσοφικός διάλογος να προσφέρει ηρεμία και χαλάρωση αλλά για εκείνους που έχουν ανάγκη ιατρικής παρακολούθησης δεν μπορεί να κάνει τίποτε παραπάνω από το να τους παραπέμψει στους κατάλληλους γιατρούς».

Και όσο για τα δικαιώματα των «φιλοσόφων», ο καθηγητής είναι σαφής:

«Εφόσον η Πολιτεία αναγνωρίζει τους ψυχολόγους και τους ψυχιάτρους, θα πρέπει, λογικά, να αναγνωρίσει και τη δική μας ιδιότητα ως φιλοσόφων.»

Καταλήγοντας ίσως η επιστήμη και η τεχνολογία οφείλουν να αποκαταστήσουν μια γόνιμη σύζευξη με τα κελεύσματα της αρχαίας σοφίας, της θεολογίας και της μεταφυσικής, ώστε να αντικρίσουν τον άνθρωπο ως ένα ψυχοσωματικό ον. Εξάλλου, η κατάκτηση της εξωτερικής φύσης από την Επιστήμη είναι σίγουρα κάτι ωραίο και σπουδαίο, αλλά σπουδαιότερη ακόμα είναι η κατάκτηση της εσωτερικής μας φύσης.

Οδός άνω και κάτω μία, ή μήπως όχι;

Παραπομπή.

Ο απατηλός καθρέφτης, Ρενέ Μαγκρίτ, 1915. Ο εξωτερικός κόσμος. Αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε έστω κι ένα πράγμα που βρίσκεται έξω από εμάς, δεν θα βρούμε ούτε ένα. Οτιδήποτε γνωρίζουμε για τον έξω κόσμο βρίσκεται αποτυπωμένο μέσα στο μυαλό μας. Επιπλέον είναι φιλτραρισμένο από τις αισθήσεις μας, καθώς και από τις πεποιθήσεις μας. Δηλαδή όχι μόνο ο έξω κόσμος είναι εξολοκλήρου μια απεικόνιση του εσωτερικού μας κόσμου αλλά επιπλέον αυτή η απεικόνιση είναι παραμορφωμένη και ατελής.

Ο εσωτερικός κόσμος. Αν όμως ο έξω κόσμος αποτελεί μία ψευδαίσθηση, με την έννοια ότι είναι μια αντιγραφή πάνω στη συνείδησή μας και σύμφωνα με τις δικές μας δομές και λειτουργίες, τότε ο εσωτερικός κόσμος καταρρέει, γίνεται απατηλός, αφού όλα τα πράγματα του έξω κόσμου αποτελούν τις προβολές του.

Ο καθρέφτης. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τον εαυτό μας χωρίς εσωτερικές αξίες, ιδιότητες, και χωρίς εξωτερικά ορόσημα, συντεταγμένες, καθώς και ιδιότητες των λοιπών πραγμάτων και όντων. Έτσι λοιπόν ο μέσα κόσμος και ο έξω κόσμος αποτελούν τις δύο εκδοχές αντικριστά στις δυο πλευρές ενός καθρέφτη. Ο εξωτερικός κόσμος είναι απειλητικός και ψεύτικος. Ο εσωτερικός κόσμος ακαθόριστος και απατηλός. Ο εξωτερικός κόσμος αποτελείται από τις προβολές του εσωτερικού κόσμου. Ο εσωτερικός κόσμος αποτελεί μια έκφανση του εξωτερικού κόσμου. Το μέσα και το έξω αναπηδούνε διαρκώς κάπου ανάμεσα στις αντανακλάσεις. Αυτό που μένει είναι ένας καθρέφτης που μας δίνει τον εαυτό μας και τον κόσμο μας.

Μαθαίνουμε περισσότερα από τα λάθη ή από τις επιτυχίες μας;

«Ο κόσμος εκτιμά την ειλικρινή ανατροφοδότηση, ώστε να γνωρίζει το πού βρίσκεται. Η ανατροφοδότηση είναι απαραίτητη για την πρόοδο. Οι άνθρωποι μαθαίνουν από τις αποτυχίες τους». Αυτές οι διαπιστώσεις όμως είναι μόνο κατά ένα μέρος σωστές. Η ανατροφοδότηση κάποιες φορές δεν λειτουργεί. Είναι επικίνδυνο να πιστεύουμε ότι οι συμβουλές και η ανατροφοδότηση αποτελούν τους μόνους καλύτερους τρόπους για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να εξελίσσονται.

Η ανατροφοδότηση μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη όταν κάποιος επιθυμεί να επιτύχει έναν στόχο, αλλά η συμπεριφορά του παρακωλύει την πρόοδό του. Ωστόσο, αν οι άνθρωποι αυτοί δεν ζητήσουν την καθοδήγησή σας ή δεν επιθυμούν να τους δείξετε τον τρόπο, οι «χρήσιμες» πληροφορίες που τους δίνετε προς διόρθωση των λαθών τους συχνά γεννούν άμυνες ή μειώνουν την αυτοπεποίθησή τους. Πιθανώς να σας αντιπαθήσουν ή θα διστάσουν να πάρουν ρίσκο στο μέλλον, μειώνοντας την ικανότητά τους να φτάσουν στον στόχο τους.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να βελτιώνονται. Είναι πρόθυμοι να συζητούν τις προκλήσεις και τους διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης μελλοντικών καταστάσεων. Αλλά αυτό που δεν θέλουν είναι κατευθυντήριες μίας μόνο κατεύθυνσης, που να εστιάζουν επίσης μόνο στο τι πήγε στραβά.

Η επίδραση της αρνητικής ανατροφοδότησης

Η ανατροφοδότηση δεν λειτουργεί, αν το άτομο δεν μπορεί να επεξεργαστεί και απορροφήσει αυτό που του λέτε. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν εκπαιδεύονται από την παιδική τους ηλικία να δέχονται με άνεση την κριτική. Όταν τους δίνεται αρνητική ανατροφοδότηση, μετακινούνται προς μια ψυχική και συχνά σωματική αμυντική στάση. Αυτό κλείνει, αντί να ανοίγει, τους ορίζοντες του νου τους. Μπορεί να δέχονται αυτό που προσφέρετε, αλλά ο εγκέφαλός τους δεν απορροφά πλήρως, ούτε και χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Ακόμα και η πιο καλοπροαίρετη των κριτικών πυροδοτεί μια συναισθηματική αντίδραση, εισάγει την ένταση στη σχέση και βαλτώνει την επικοινωνία, παρά τη θέση ή τα χρόνια εμπειρίας του αποδέκτη της εκάστοτε ανατροφοδότησης. Οι άνθρωποι θέλουν να μάθουν και να εξελιχθούν, αλλά έχουν επίσης μια βασική ανθρώπινη ανάγκη για αποδοχή. Η ανεπιθύμητη, μονόδρομη κριτική λοιπόν πληγώνει. Η κριτική που έχει ζητηθεί μπορεί επίσης να είναι επώδυνη, αν δεν βοηθήσετε το ίδιο το άτομο να κατανοήσει την οπτική του, τις επιλογές και να αναγνωρίσει τις καλές τους προθέσεις.

Θετική ενίσχυση και μάθηση

Ο καθηγητής Adam Kepecs (ερευνητής στο εργαστήριο Cold Spring Harbor των ΗΠΑ) υποστηρίζει ότι οι αισθητήριες πληροφορίες επιδρούν στο πώς μαθαίνουμε. Όταν ανακαλούμε νίκες που καταφέραμε από δικές μας στρατηγικές, η θετική συμπεριφορά ενισχύεται. Η απελευθέρωση της ντοπαμίνης οικοδομεί την αυτοπεποίθηση και αυξάνει τις πιθανότητες ένα άτομο να πάρει γρήγορες, ξεκάθαρες αποφάσεις, όταν έρθει αντιμέτωπο ξανά με παρόμοιες καταστάσεις.

Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι μαθαίνουν πιο αποτελεσματικά από τις επιτυχίες τους, παρά από τις αποτυχίες τους. Η απελευθέρωση της ντοπαμίνης σε συνδυασμό με τη θετική ενίσχυση αυξάνουν την ικανότητα της μάθησης και την πρακτική εφαρμογή της. Όσο πιο συχνά πετυχαίνετε, τόσο μεγαλύτερη η επιθυμία σας να ρισκάρετε.

Ο εγκέφαλος χρειάζεται αποδείξεις αυτής της επιτυχίας για να ενισχύσει την μετέπειτα προσπάθεια. Ο πρωταρχικός στόχος του είναι η επιβίωσή σας, η προστασία από το κακό, που συμπεριλαμβάνει και την αίσθηση ντροπής. Αν δέχεστε μόνο αρνητικές κριτικές, θα γίνετε διστακτικοί στο μέλλον. Μπορεί ακόμα και να τα παρατήσετε.

Αν κάποιος έχει έναν στόχο που θέλει να επιτύχει, αλλά οι πράξεις του τον οδήγησαν σε ανεπιθύμητα αποτελέσματα, η συζήτηση μαζί του για την επίδραση των αποφάσεων του μπορεί να αποδειχθούν βοηθητικές. Η εστίαση χρειάζεται να μείνει στο στόχο και χρειάζεται να συνδυαστεί με άλλες συζητήσεις που να εστιάζουν στις καλές ποιότητες του ατόμου. Και μην επαναλαμβάνετε τη λέξη «αποτυχία» κατά τη συζήτησή σας. Ο εγκέφαλος μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα λάθη παρά τις αποτυχίες.

Συζητήσεις ανάπτυξης αντί για κριτική

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει με το ζόρι να πιέσετε κάποιον να συζητήσει. Εντούτοις, αν υπάρχει θέληση και πρόθεση, εδώ σας παρουσιάζουμε 7 στάδια που καλό είναι να λάβετε υπόψη σας.

1. Συζητήστε τακτικά. Γιατί έτσι θα έχετε μεγαλύτερες πιθανότητες να αναγνωρίσετε τις νίκες και την καλή προσπάθεια, όταν αυτές υπάρχουν.

2. Δημιουργήστε ένα ασφαλές περιβάλλον. Πριν μπείτε στο δωμάτιο, υπενθυμίστε στον εαυτό σας τις επιθυμίες και τις ελπίδες τους για το μέλλον. Αν είστε εκνευρισμένος/η , προσπαθήσετε να νιώσετε αισιόδοξοι και πρόθυμοι για συζήτηση. Να θυμάστε επίσης ότι κάνουν ό,τι μπορούν με ό,τι γνωρίζουν. Χρειάζονται να ακουστούν με σεβασμό.

3. Ξεκινήστε τη συζήτηση. Ξεκινήστε, ρωτώντας τους σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Ακούστε και συνοψίστε. Μοιραστείτε κι εσείς αυτό που έχετε βιώσει ως επίδραση της συμπεριφοράς τους και πώς αυτό επηρεάζει την επίτευξη των στόχων τους. Ρωτήστε πώς μπορείτε να στηρίξετε τη μάθηση και ανάπτυξή τους. Ζητήστε τους να κάνουν διάφορες προτάσεις για τη βελτίωσή τους, πριν κάνετε και εσείς.

4. Μην εστιάζετε στο τι πήγε λάθος. Ανακαλύψτε τους επιθυμητούς τους στόχους και εστιάστε στο τι χρειάζεται για να τους φτάσουν. Προσέξτε να μην λέτε στους άλλους ότι εσείς θα το κάνατε διαφορετικά, αν εκείνοι τα πάνε ήδη μια χαρά.

5. Προσφέρετε ξεκάθαρες προσδοκίες για τα αποτελέσματα. Όσο δουλεύουν για αποτελέσματα, να είστε ξεκάθαροι για το τι εσείς και οι άλλοι αναμένετε ότι θα γίνει. Να είστε πρόθυμοι να συζητάτε καθ’ όλη τη διάρκεια. Ύστερα θυμηθείτε να αναγνωρίσετε τις προσπάθειές τους, όπως και τα αποτελέσματα.

6. Να είστε άνετοι με τις αρνητικές αντιδράσεις. Αν εσείς είστε παρόντες, προσγειωμένοι και πρόθυμοι, εκείνοι θα μπορέσουν να επεξεργαστούν τα συναισθήματά τους. Δώστε τους την ευκαιρία να μάθουν και να εξελιχθούν, πριν τους σταματήσετε ή τους «σώσετε».

7. Να είστε υπομονετικοί. Ο αναστοχασμός, η αυτοανάλυση και η εγκαθίδρυση νέων τρόπων σκέψης χρειάζονται χρόνο.