Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (1446-1477)

ΟΙ. καὶ σοί γ᾽ ἐπισκήπτω τε καὶ προστρέψομαι,
τῆς μὲν κατ᾽ οἴκους αὐτὸς ὃν θέλεις τάφον
θοῦ· καὶ γὰρ ὀρθῶς τῶν γε σῶν τελεῖς ὕπερ·
ἐμοῦ δὲ μήποτ᾽ ἀξιωθήτω τόδε
1450 πατρῷον ἄστυ ζῶντος οἰκητοῦ τυχεῖν,
ἀλλ᾽ ἔα με ναίειν ὄρεσιν, ἔνθα κλῄζεται
οὑμὸς Κιθαιρὼν οὗτος, ὃν μήτηρ τέ μοι
πατήρ τ᾽ ἐθέσθην ζῶντε κύριον τάφον,
ἵν᾽ ἐξ ἐκείνων, οἵ μ᾽ ἀπωλλύτην, θάνω.
1455 καίτοι τοσοῦτόν γ᾽ οἶδα, μήτε μ᾽ ἂν νόσον
μήτ᾽ ἄλλο πέρσαι μηδέν· οὐ γὰρ ἄν ποτε
θνῄσκων ἐσώθην, μὴ ᾽πί τῳ δεινῷ κακῷ.
ἀλλ᾽ ἡ μὲν ἡμῶν μοῖρ᾽, ὅποιπερ εἶσ᾽, ἴτω·
παίδων δὲ τῶν μὲν ἀρσένων μή μοι, Κρέον,
1460 προθῇ μέριμναν· ἄνδρες εἰσίν, ὥστε μὴ
σπάνιν ποτὲ σχεῖν, ἔνθ᾽ ἂν ὦσι, τοῦ βίου·
ταῖν δ᾽ ἀθλίαιν οἰκτραῖν τε παρθένοιν ἐμαῖν,
οἷν οὔποθ᾽ ἡμὴ χωρὶς ἐστάθη βορᾶς
τράπεζ᾽ ἄνευ τοῦδ᾽ ἀνδρός, ἀλλ᾽ ὅσων ἐγὼ
1465 ψαύοιμι, πάντων τῶνδ᾽ ἀεὶ μετειχέτην·
τοῖν μοι μέλεσθαι· καὶ μάλιστα μὲν χεροῖν
ψαῦσαί μ᾽ ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά.
ἴθ᾽ ὦναξ,
ἴθ᾽ ὦ γονῇ γενναῖε. χερσί τἂν θιγὼν
1470 δοκοῖμ᾽ ἔχειν σφας, ὥσπερ ἡνίκ᾽ ἔβλεπον.
τί φημί;
οὐ δὴ κλύω που πρὸς θεῶν τοῖν μοι φίλοιν
δακρυρροούντοιν, καί μ᾽ ἐποικτίρας Κρέων
ἔπεμψέ μοι τὰ φίλτατ᾽ ἐκγόνοιν ἐμοῖν;
1475 λέγω τι;
ΚΡ. λέγεις· ἐγὼ γάρ εἰμ᾽ ὁ πορσύνας τάδε,
γνοὺς τὴν παροῦσαν τέρψιν, ἥ σ᾽ εἶχεν, πάλαι.

***
ΟΙΔ. Σ᾽ εκλιπαρώ και σ᾽ εξορκίζω,
δώσε στην πεθαμένη τάφο.
Έχεις το θλιβερό προνόμιο
την αδελφή σου να κηδέψεις.
Εγώ να μην αξιωθώ
να κατοικήσω ζωντανός
1450 στην πατρική μου πόλη.
Άσε με στα βουνά να κατοικώ
και στο δικό μου Κιθαιρώνα.
Η μάνα κι ο πατέρας μου
τότε που ζούσαν ευτυχείς
τον Κιθαιρώνα διάλεξαν
για τάφο μου,
όταν σχεδίαζαν κρυφά το χαλασμό μου.
Ξέρω, δεν ήτανε γραφτό
να με θερίσει αρρώστια·
ο Χάρος με σεβάστηκε και σώθηκα,
γιατί το πεπρωμένο μου αγάπησε τη φρίκη.
Η μοίρα μου το δρόμο της πορεύεται
και πάει χωρίς επιστροφή
στο τέρμα.
Μη μεριμνήσεις, Κρέων, για τ᾽ αγόρια μου·
1460 άντρες στην ωριμότητά τους πια,
όπου κι αν βρεθούν, δε θα διψάσουν.
Όμως τις δυο παρθένες μου,
τις δύστυχες, τις άμοιρες,
που δεν καθίσανε ποτέ τους να γευτούνε
χωρίς τη συντροφιά μου
στο τραπέζι τους,
που μοιραζόμαστε το κάθε τι,
ό,τι κι αν είχα και δεν είχα,
να τις γνοιαστείς.
Άσε με τώρα να τις χαϊδέψω
και να χορτάσω μοιρολογώντας τη συμφορά μου.
Εμπρός, βασιλιά μου,
εμπρός, ευγενική ψυχή,
θα τις αγγίξω με τα χέρια μου
και θα ᾽ναι σα να τις κρατώ,
όπως τις έσφιγγα στην αγκαλιά μου,
1470 τότε που λάμπρυνε το φως τα μάτια μου.
Τί λέω;
Ακούω, θε μου, τις λαχτάρες μου να κλαίνε;
Ο Κρέων με λυπήθηκε
και μου ᾽στειλε
τις δυο μου λατρεμένες θυγατέρες;
Να το πιστέψω;
ΚΡΕ. Να το πιστέψεις.
Το φρόντισα κι αυτό.
Ήξερα τη λαχτάρα σου
και θέλησα να τη χορτάσω.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (2.76-2.141)

Ἤτοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
Νέστωρ, ὅς ῥα Πύλοιο ἄναξ ἦν ἠμαθόεντος·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
εἰ μέν τις τὸν ὄνειρον Ἀχαιῶν ἄλλος ἔνισπε, 80
ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον·
νῦν δ᾽ ἴδεν ὃς μέγ᾽ ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι·
ἀλλ᾽ ἄγετ᾽, αἴ κέν πως θωρήξομεν υἷας Ἀχαιῶν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας βουλῆς ἐξ ἦρχε νέεσθαι,
οἱ δ᾽ ἐπανέστησαν πείθοντό τε ποιμένι λαῶν 85
σκηπτοῦχοι βασιλῆες· ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί.
ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων,
πέτρης ἐκ γλαφυρῆς αἰεὶ νέον ἐρχομενάων,
βοτρυδὸν δὲ πέτονται ἐπ᾽ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσιν·
αἱ μέν τ᾽ ἔνθα ἅλις πεποτήαται, αἱ δέ τε ἔνθα· 90
ὣς τῶν ἔθνεα πολλὰ νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων
ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης ἐστιχόωντο
ἰλαδὸν εἰς ἀγορήν· μετὰ δέ σφισιν Ὄσσα δεδήει
ὀτρύνουσ᾽ ἰέναι, Διὸς ἄγγελος· οἱ δ᾽ ἀγέροντο.
τετρήχει δ᾽ ἀγορή, ὑπὸ δὲ στεναχίζετο γαῖα 95
λαῶν ἱζόντων, ὅμαδος δ᾽ ἦν· ἐννέα δέ σφεας
κήρυκες βοόωντες ἐρήτυον, εἴ ποτ᾽ ἀϋτῆς
σχοίατ᾽, ἀκούσειαν δὲ διοτρεφέων βασιλήων.
σπουδῇ δ᾽ ἕζετο λαός, ἐρήτυθεν δὲ καθ᾽ ἕδρας
100 παυσάμενοι κλαγγῆς· ἀνὰ δὲ κρείων Ἀγαμέμνων
ἔστη σκῆπτρον ἔχων, τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων.
Ἥφαιστος μὲν δῶκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι,
αὐτὰρ ἄρα Ζεὺς δῶκε διακτόρῳ Ἀργειφόντῃ·
Ἑρμείας δὲ ἄναξ δῶκεν Πέλοπι πληξίππῳ,
105 αὐτὰρ ὁ αὖτε Πέλοψ δῶκ᾽ Ἀτρέϊ ποιμένι λαῶν,
Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ,
αὐτὰρ ὁ αὖτε Θυέστ᾽ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι,
πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν.
τῷ ὅ γ᾽ ἐρεισάμενος ἔπε᾽ Ἀργείοισι μετηύδα·
110 «ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοὶ, θεράποντες Ἄρηος,
Ζεύς με μέγα Κρονίδης ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ,
σχέτλιος, ὃς πρὶν μέν μοι ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν
Ἴλιον ἐκπέρσαντ᾽ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι,
νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο, καί με κελεύει
115 δυσκλέα Ἄργος ἱκέσθαι, ἐπεὶ πολὺν ὤλεσα λαόν.
οὕτω που Διὶ μέλλει ὑπερμενέϊ φίλον εἶναι,
ὃς δὴ πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα
ἠδ᾽ ἔτι καὶ λύσει· τοῦ γὰρ κράτος ἐστὶ μέγιστον.
αἰσχρὸν γὰρ τόδε γ᾽ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι,
120 μὰψ οὕτω τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν
ἄπρηκτον πόλεμον πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι
ἀνδράσι παυροτέροισι, τέλος δ᾽ οὔ πώ τι πέφανται·
εἴ περ γάρ κ᾽ ἐθέλοιμεν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε,
ὅρκια πιστὰ ταμόντες, ἀριθμηθήμεναι ἄμφω,
125 Τρῶας μὲν λέξασθαι ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν,
ἡμεῖς δ᾽ ἐς δεκάδας διακοσμηθεῖμεν Ἀχαιοί,
Τρώων δ᾽ ἄνδρα ἕκαστοι ἑλοίμεθα οἰνοχοεύειν,
πολλαί κεν δεκάδες δευοίατο οἰνοχόοιο.
τόσσον ἐγώ φημι πλέας ἔμμεναι υἷας Ἀχαιῶν
130 Τρώων, οἳ ναίουσι κατὰ πτόλιν· ἀλλ᾽ ἐπίκουροι
πολλέων ἐκ πολίων ἐγχέσπαλοι ἄνδρες ἔασιν,
οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ᾽ ἐθέλοντα
Ἰλίου ἐκπέρσαι εὖ ναιόμενον πτολίεθρον.
ἐννέα δὴ βεβάασι Διὸς μεγάλου ἐνιαυτοί,
135 καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν καὶ σπάρτα λέλυνται·
αἱ δέ που ἡμέτεραί τ᾽ ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα
ἥατ᾽ ἐνὶ μεγάροις ποτιδέγμεναι· ἄμμι δὲ ἔργον
αὔτως ἀκράαντον, οὗ εἵνεκα δεῦρ᾽ ἱκόμεσθα.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες·
140 φεύγωμεν σὺν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν·
οὐ γὰρ ἔτι Τροίην αἱρήσομεν εὐρυάγυιαν.»

***
Αυτά είπε κι εκάθισε και ο Νέστωρ εσηκώθη
ο γέρος που εβασίλευεν εις την αμμώδη Πύλον·
κι είπε καλοπροαίρετα: « Ω φίλοι πολεμάρχοι,
ω των Αργείων αρχηγοί, αν τ᾽ όνειρον απ᾽ άλλον
80 των Αχαιών ακούαμεν, θα λέγαμε πως είναι
μύθος να τ᾽ αψηφήσομεν· αλλά το είπε ο πρώτος,
ο υπέρτατος των Αχαιών, κι ελάτε ας κινηθούμε,
αν γίνεται, να οπλίσομεν των Αχαιών τα πλήθη».
Είπε κι εβγήκε απ᾽ την βουλήν πρώτος αυτός κι οι άλλοι
85 εις του ποιμένος των λαών τον λόγον υπακούσαν
οι σκηπτροφόροι βασιλείς κι ετάραξαν τα πλήθη
και ωσάν μελίσσια στριμωκτά μέσ᾽ από κούφιον βράχον
βλέπεις να βγαίνουν άπειρα και πάντοτε αναβρύζουν
κι εδώ πολλά κι εκεί πολλά, πετώντας τριγυρίζουν
90 και στ᾽ άνθη τ᾽ ανοιξιάτικα σταφυλωτά κρεμιώνται,
ομοίως από τες σκηνές τα πλήθη κι απ᾽ τα πλοία
να μυρμηγκιάζουν έβλεπες στ᾽ απέραντο ακρογιάλι
και αυτού μηνύτρα του Διός τούς άναβεν η Φήμη,
όσον οπού στην σύνοδον συναθροισθήκαν όλοι.
95 Τάραχον είχε η σύνοδος, κ εβόγγα η γη στον κρότον
καθώς τα πλήθη εκάθιζαν και κήρυκες εννέα
βροντόφωνοι δεν πρόφθαναν να τους ειπούν να παύσουν
την χλαλοή για ν᾽ ακουσθούν οι βασιλείς οι θείοι·
τέλος τα πλήθ᾽ ησύχασαν κι εκάθισαν τριγύρω
100 και ο κραταιός σηκώθηκεν Ατρείδης κι εφορούσε
το σκήπτρον, έργο θαυμαστό του φιλοτέχνου Ηφαίστου.
Πρώτα το εδώρησε ο θεός στον ύψιστον Κρονίδην,
ο Δίας το ᾽δωσε του Ερμή και ο μέγας Αργοφόνος
του ιπποδάμου Πέλοπος, και ο Πέλοψ στον Ατρέα,
105 καλόν ποιμένα των λαών, και τούτος, πριν πεθάνει,
το ᾽δωσε στον πολύαρνον Θυέστην, και ο Θυέστης
τ᾽ αφήκε του Αγαμέμνονος να το κρατεί στο χέρι,
να βασιλεύει στα πολλά νησιά και στ᾽ Άργος όλο·
σ᾽ αυτό επάνω στέκονταν ο Ατρείδης και τους είπε:
110 «Ήρωες φίλοι Δαναοί, θεράποντες του Άρη,
βαριά πολύ μ᾽ ετύφλωσε και μ᾽ έμπλεξε ο Κρονίδης.
Μου υποσχέθηκε ο σκληρός την πυργωμένην Τροίαν
πως θα πορθήσω κι ένδοξος θα γύρω στην πατρίδα
και δόλον τώρα εσκέφθηκε και αδόξως εις το Άργος
115 θέλει να γύρω, αφού πολύς λαός εδώ μου εχάθη·
ναι, τούτο αρέσει, ως φαίνεται, του υπερηφάνου Δία,
οπού πολλών πολιτειών η άκρα δύναμίς του
τες κορυφές εξέκαμε και θα ξεκάμει ακόμα·
είν᾽ εντροπή μας κι άκουσμα κακό στους απογόνους,
120 τόσος λαός των Αχαιών και τόσο ανδρειωμένος
πόλεμον ανωφέλευτον μ᾽ εχθρούς ολιγοτέρους
τόσους καιρούς να πολεμά και να μη φαίνετ᾽ άκρη·
ότι τωόντι αν θέλαμεν, οι Αχαιοί και οι Τρώες,
δεμένοι μ᾽ όρκους ιερούς εδώ να μετρηθούμε,
125 εκείνοι να ξεδιαλεχθούν οι κάτοικοι της Τροίας,
και εις δεκάδες οι Αχαιοί να διαιρεθούμεν όλοι
και από τους Τρώας κεραστή να πάρ᾽ η καθεμία,
θα έλειπεν ο κεραστής από πολλές δεκάδες·
τόσα ᾽ναι τ᾽ Αχαιόπαιδα πλειότερα των Τρώων,
130 όσοι στην πόλιν κατοικούν· αλλ᾽ από χώρες άλλες
πολλές τους ήλθαν σύμμαχοι κονταροσείστες άνδρες,
εκείνοι με οπισθοδρομούν πολύ και δεν μ᾽ αφήνουν
την πόλιν την περήφανην των Τρώων να πατήσω.
Κι εννέα τώρα διάβηκαν χρόνια του υψίστου Δία
135 και τα καράβια σάπισαν, τα ξάρτια τους ελιώσαν
και κάθονται οι γυναίκες μας με τα μικρά παιδιά μας
στα σπίτια μας και καρτερούν και αυτό που εμείς με πόθον
ήλθαμ᾽ εδώ να κάμομεν ποσώς δεν κατορθώθη·
αλλά δεχθείτε ό,τι θα ειπώ· να φύγομεν σας λέγω
140 όλοι με τα καράβια μας για την γλυκιά πατρίδα,
ότι δεν γίνεται ποτέ να πάρομε την Τροίαν».

Διεκδικητικές συμπεριφορές

Τελευταία ακούμε συνεχώς προτροπές για το πώς να μιλάμε για αυτά που μας δυσαρεστούν, να εκφράζουμε τα θέλω μας και να βάζουμε όρια σε κακοποιητικές συμπεριφορές. Παρόλο που οι περισσότεροι νομίζω είμαστε υπερ αυτής της λογικής, εντούτοις πολλές φορές αντιμετωπίζουμε δυσκολίες και διστάζουμε να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας διαιωνίζοντας ένα μοτίβο κακής- επικοινωνίας και δυσλειτουργικών σχέσεων.

Πώς να είστε διεκδικητικοί

Διεκδικητικότητα δεν είναι απλά μια λέξη. Είναι ένας τρόπος επικοινωνίας που μας βοηθάει να εκφράζουμε τις επιθυμίες μας, να υπερασπιζόμαστε τα συμφέροντα μας, να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας, να είμαστε ειλικρινείς και άμεσοι στην άσκηση των προσωπικών μας δικαιωμάτων χωρίς παράλληλα να αρνούμαστε τα δικαιώματα των άλλων.

Φανταστείτε το ακόλουθο, γνώριμο σε κάποιους, σενάριο:

Είστε παντρεμένη/ος δέκα χρόνια και τους τελευταίους δύο μήνες ο/η σύντροφος σας επιμένει ότι είστε υπέρβαρη/ος και πρέπει να χάσετε βάρος. Το θέμα επαναλαμβάνεται πολύ συχνά με υπαινιγμούς, πειράγματα, έκφραση θαυμασμού για πιο αδύνατες γυναίκες/άνδρες, συμβουλές και υποδείξεις για υιοθέτηση υγιεινότερου τρόπου ζωής. Έχετε προσπαθήσει πολλές φορές να χάσετε κιλά αλλά χωρίς επιτυχία.

Σε μια πρόσφατη συνηθισμένη κριτική του/της συντρόφου αποφασίζετε να αντιδράσετε.

Ποια στάση από τις παρακάτω αποφασίζετε να υιοθετήσετε:

α) απολογείστε για το πάχος σας, λέγοντας χαμηλόφωνα κάποιες δικαιολογίες. Αποφεύγετε να απαντήσετε σε τυχόν επαναλαμβανόμενα σχόλια του/της συζύγου.

β) ανταποδίδετε την κριτική θίγοντας θέματα όπως, ότι και αυτός δεν είναι και ο καλύτερος και ελκυστικότερος σύζυγος. Είναι κακός εραστής, δεν βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού, είναι προσβλητικός/η μπροστά στους κοινούς σας φίλους.

γ) πλησιάζετε τον/την σύζυγο σε μια στιγμή που είστε οι δυό σας και του/της λέτε με ήρεμη σταθερή φωνή, ζητώντας του/της ευγενικά να μην σας διακόψει και κοιτάζοντας τον/την στα μάτια του/της επισημαίνετε ότι έχει δίκιο να σας προτρέπει να χάσετε βάρος, ότι και εσείς θέλετε πολύ να χάσετε βάρος για να είστε υγιής αλλά ότι ο τρόπος που επιλέγει να το κάνει, σας κάνει να αισθάνεστε άσχημα και για να νιώσετε καλύτερα να καταφεύγετε στο φαγητό και να έχετε το αντίθετο αποτέλεσμα. Τέλος, του/της λέτε ότι κάνετε ό,τι καλύτερο μπορείτε.

Διεκδικητική στάση

Σκεφτείτε λίγο πώς θα αντιδράσετε. Ανάλογα με τη στάση που θα κρατήσετε στο παραπάνω σενάριο θα έχετε και ανάλογα αποτελέσματα. Ποια στάση κατά τη γνώμη σας πρέπει να κρατήσετε για να είστε αποτελεσματικοί και να έχετε ένα σύμμαχο στην προσπάθειά σας να χάσετε βάρος αν αυτό είναι που επιθυμείτε;

α) Αν επιλέξετε την πρώτη στάση το πιθανότερο είναι να νιώσετε θυμό και εχθρικότητα για τον/την σύζυγο αλλά και ενοχή για την αδυναμία να χάσετε βάρος. Με τη σειρά τους αυτά τα αρνητικά συναισθήματα θα σας φέρουν άγχος που σαν συνέπεια θα έχει να καταφύγετε πάλι στο φαγητό για να νοιώσετε καλύτερα και έτσι να διαιωνιστεί ο φαύλος κύκλος.

β) αν πάλι επιλέξετε τη δεύτερη αντίδραση θα νοιώσετε, πιθανά, καλά στην αρχή, αφού καταφέρατε να αντιδράσετε αλλά σε δεύτερο χρόνο θα νοιώσετε ενοχή για τα λόγια που είπατε και άγχος μήπως έτσι μεγαλώσει το χάσμα και απομάκρυνσης με τον/την σύζυγο. Η ενοχή και το άγχος θα φέρει πάλι την ανάγκη να νοιώσετε καλύτερα και να καταφύγετε πάλι στο φαγητό διατηρώντας έτσι το φαύλο κύκλο.

γ) επιλέγοντας το τρίτο σενάριο το πιο πιθανό είναι να αφοπλίσετε τον/την σύζυγο λέγοντας του/της ότι έχει δίκιο και παράλληλα, εκφράζοντας τα συναισθήματά σας και την δυσκολία που βιώνετε στην προσπάθεια σας, τον/την κάνετε σύμμαχο έτσι ώστε και αυτός/αυτή με τη σειρά του/της να νοιώθει χρήσιμος/η. Το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον θετικό αφού θα καταλήξετε σύμμαχοι και όχι αντίπαλοι.

Επίσης, θα αισθανθείτε καλά με τον εαυτό σας αφού εκφραστήκατε και έτσι θα νοιώσετε δυνατοί. Αυτό θα βοηθήσει να παλέψετε περισσότερο και να τα καταφέρετε. Θα είστε με άλλα λόγια διεκδικητικοί!

Δέκα τρόποι να διεκδικήσετε

Παρακάτω ακολουθούν δέκα βασικοί τρόποι συμπεριφοράς για να εκφραστείτε διεκδικητικά:

1. Διατηρείτε βλεμματική επαφή όταν απευθύνεστε στον συνομιλητή σας. Κοιτάτε τον άλλον στα μάτια όταν του απευθύνετε τον λόγο.

2. Σταθείτε δυναμικά ευθυτενώς απέναντι στον άλλον. Όταν πρέπει να υπερασπίσετε τον εαυτό σας επιλέξτε να είστε όρθιος απέναντι στον άλλον.

3. Προσεγγίστε τον συνομιλητή σας με σεβασμό στο πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο από το οποίο προέρχεται. Η απόσταση που κρατάω από τον άλλον επηρεάζει την επικοινωνία.

4. Χαλαρώστε τις χειρονομίες. Η χαλαρή χρήση χειρονομιών προσθέτει βάθος και ισχύ. Οι χωρίς δισταγμό κινήσεις δείχνουν ευθύτητα, εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και αυθορμητισμό.

5. Εκφραστείτε με το πρόσωπο: η έκφραση του προσώπου πρέπει να συμφωνεί με το μήνυμα. Όταν π.χ θέλω να επικοινωνήσω ότι είμαι θυμωμένη το πρόσωπο μου είναι συνοφρυωμένο.

6. Μιλήστε με σιγουριά. Ο τόνος, ο χρωματισμός, η ένταση της φωνής και η ευχέρεια ομιλίας είναι καθοριστικά για την διεκδικητικότητα. Προτιμάτε να μιλάτε χαμηλόφωνα σε μια συζήτηση αν θέλετε να πείσετε. Χρωματίστε τα λόγια σας τονίζοντας κάποιες συλλαβές και δίνοντας έμφαση σε λέξεις. Τέλος, μιλάτε με ευχέρεια αλλά όχι γρήγορα, αποφεύγοντας τις μεγάλες περιόδους δισταγμών και διακοπών.

7. Συγχρονιστείτε στο κανάλι επικοινωνίας του συνομιλητή. Αφουγκραστείτε την κατάλληλη στιγμή για να εκφράσετε τα συναισθήματα σας. Δεν είναι πάντα εφικτό να δηλώσουμε τη δυσφορία μας σε κάποιον όταν π.χ είναι μπροστά σε άλλους, γιατί μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα (θυμός, ντροπή κ.λ.π). Επιλέξτε τις κατάλληλες συνθήκες για να το κάνετε.

8. Ακούστε με προσοχή: αποκλείστε οποιαδήποτε παρεμβολή στην επικοινωνία με τον άλλο π.χ κλείνω την τηλεόραση και δείχνω στον άλλον με οποιονδήποτε τρόπο ότι τον ακούω και κυρίως ότι τον προσέχω χωρίς να βιάζομαι να ερμηνεύσω ή να απαντήσω. Δίνω χρόνο στον άλλον να ολοκληρώσει αυτό που έχει να πει και στον εαυτό μου να σκεφτώ.

9. Σκεφτείτε τι σημαίνει για εσάς να γίνετε διεκδικητικοί: Πριν αποφασίσω να γίνω διεκδικητικός/η επεξεργάζομαι για λίγο τι σημαίνει για μένα να το κάνω. π.χ αν πω σε κάποιον ότι ενοχλήθηκα, είμαι εγωιστής; μήπως δεν πρέπει να φανερώνω τα συναισθήματα μου; Αυτά είναι παραδείγματα σκέψεων που μας εμποδίζουν να γίνουμε διεκδικητικοί. Νοιώστε σίγουροι για τη διεκδικητικότητά σας και αν όχι, τότε «δουλέψτε» πάνω σε αυτό.

10. Να είστε αυθεντικοί με την έννοια της ειλικρίνειας και της αμεσότητας στο λόγο σας προσέχοντας όμως το περιεχόμενο των λόγων σας ώστε να μην προσβάλλετε η θίξετε τον άλλον με χαρακτηρισμούς.

Όλα εδώ πληρώνονται (;)

«Ο καθένας τελικά παίρνει αυτό που του αξίζει», λέμε συχνά, θεωρώντας πως σε αυτόν τον κόσμο ο κακός θα τιμωρηθεί και ο καλός θα ανταμειφθεί για τις πράξεις ή τη συμπεριφορά του.

Είναι πράγματι δίκαιος ο κόσμος στον οποίο ζούμε;

Σαφώς όχι.

Τα παραδείγματα αναρίθμητα σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο και είναι περιττό να επαναληφθούν εδώ.

Παρ' όλα αυτά, βαθιά μέσα μας, έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο δίκαιο, όπου αργά ή γρήγορα, ο καθένας ανταμείβεται ή τιμωρείται για τις πράξεις και την συμπεριφορά του.

Η πίστη σε ένα δίκαιο κόσμο είναι μία καλά ριζωμένη πεποίθηση του ανθρώπου, που τον βοηθάει να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον του, φυσικό και κοινωνικό, ως σταθερό, ελεγχόμενο, ασφαλές και οργανωμένο με τάξη.

Τον βοηθάει να λειτουργήσει μέσα σε αυτό, να προβλέψει συμπεριφορές και καταστάσεις, να προετοιμαστεί για αυτές και εν τέλει, να ανταπεξέλθει καλύτερα στις καθημερινές δυσκολίες ή προκλήσεις της ζωής.

Τον βοηθάει επίσης να κατανοήσει και να νοηματοδοτήσει γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του.

Για να γίνει καλύτερα κατανοητό αυτό, αρκεί να φανταστούμε για μία στιγμή πώς θα νιώθαμε αν κάποιος μας έλεγε πως οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο γύρω μας, είναι τυχαίο, χαοτικό και χωρίς κανέναν απολύτως σκοπό ή λόγο.

Πως, το να κάνεις σήμερα μία καλή πράξη δεν θα επιστρέψει αύριο ως καλό σε εσένα, αλλά θα χαθεί στο χάος του κόσμου.

Πως, αν κάποιος διαπράξει ένα έγκλημα εις βάρος σου, μπορεί και να μην συλληφθεί, να μην καταδικαστεί, να μην τιμωρηθεί.

Η ανασφάλειά μας θα εκτινάσσονταν στα ύψη και θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να προσαρμοστούμε σε μία τυχαία, ανεξέλεγκτη και χωρίς δικαιοσύνη κοινωνική ζωή.

Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτή η πεποίθηση εξυπηρετεί μία πολύ σημαντική, προσαρμοστική λειτουργία για το άτομο, είναι και πολύ δύσκολο να την εγκαταλείψει.

Φυσικά δεν ερχόμαστε στον κόσμο με αυτή την πεποίθηση.

Το βρέφος θα απαιτήσει άμεσα να φάει, να παρηγορηθεί, να απασχοληθεί από τον περίγυρό του.

Σταδιακά, όμως, τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν από τους γονείς και το σχολείο ότι, αν κάνουν αυτό που «πρέπει», τότε θα έχουν και μία ανταμοιβή.

Φυσικά μαθαίνουν και το αντίθετο: αν δεν κάνουν αυτό που πρέπει, θα τιμωρηθούν.

Παράλληλα μαθαίνουν πως η ανταμοιβή ή η τιμωρία, έρχεται ως κάτι που τους «αξίζει» για την συμπεριφορά που έδειξαν: Ένα άτακτο παιδί αξίζει την τιμωρία, διότι έκανε φασαρία –έκανε κάτι που «δεν έπρεπε». Ένα ήσυχο παιδί αξίζει την ανταμοιβή γιατί έκανε «αυτό που έπρεπε».

Και κάπως έτσι, ήδη από την παιδική ηλικία, διαμορφώνεται μία βάση πάνω στην οποία το άτομο, στη μετέπειτα εφηβική και ενήλικη ζωή του, θα στηριχθεί για να επιδιώξει τους προσωπικούς του στόχους και θα εξασφαλίσει μία ψυχολογική σταθερότητα και ασφάλεια.

Τι κερδίζουμε από αυτή την πεποίθηση, όμως;

Διότι προφανώς, για να ζούμε σε έναν κόσμο καταφανώς άδικο και να συνεχίζουμε, έστω και ασυνείδητα, να πιστεύουμε πως «δεν πειράζει, όλοι αργά ή γρήγορα, θα έχουν αυτό που τους αξίζει», κάτι κερδίζουμε.

Συνήθως, αυτό που κερδίζουμε είναι η συνοχή. Δεν ανατρέπεται η εικόνα του κόσμου, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα μας.

Για να καταλάβουμε πώς ακριβώς το κάνουμε αυτό, θα δούμε ορισμένα παραδείγματα, τα οποία έχουν προκύψει από πολυάριθμες έρευνες.

Στην περίπτωση μίας καταφανούς αδικίας, που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να την αναστρέψουμε, προσπαθούμε, με διάφορους τρόπους να την εκλογικεύσουμε.

Πώς;

Στην περίπτωση των παιδιών, για παράδειγμα, η «τιμωρία» δεν εκλαμβάνεται από τον γονιό ως αδικία.

Δεν σκεφτόμαστε δηλαδή, ως γονείς, ότι αδικούμε το παιδί μας βάζοντάς το τιμωρία για κάτι «κακό» που έκανε. Θεωρούμε ότι πράττουμε στα πλαίσια της ορθής διαπαιδαγώγησης των παιδιών.

Εκλογικεύουμε την αδικία (και την παρουσιάζουμε και στο παιδί μας έτσι) ως μέσον καλύτερης προετοιμασίας του παιδιού για τον κόσμο.

Άλλες φορές, επειδή δεν μπορούμε να αλλάξουμε την αδικία που βλέπουμε να συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλάζουμε την ίδια την πραγματικότητα, διαστρεβλώνοντας τα αίτια της αδικίας: ο απολυμένος φταίει ο ίδιος για την απόλυσή του, η γυναίκα ήταν προκλητικά ντυμένη και φέρει ευθύνη για τον βιασμό της, ο οδηγός δεν πρόσεχε και προκάλεσε ο ίδιος το ατύχημα, ο φίλος μας που διαγνώστηκε με καρκίνο φταίει ο ίδιος που δεν πρόσεχε τη διατροφή του, κάπνιζε, δεν αθλούνταν, κλπ.

Η ιδέα ότι μπορεί να μας συμβεί κάτι αρνητικό καθαρά και μόνο λόγω τύχης, μας είναι σχεδόν αδιανόητη, μας πανικοβάλει. Άλλωστε το βλέπουμε και στον εαυτό μας.

Όταν εμείς οι ίδιοι βιώνουμε κάποια αδικία (πέσαμε θύμα ληστείας, κακοποίησης, αρρωστήσαμε, κλπ) συχνά σπεύδουμε να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας: «Τα ήθελα και τα 'παθα», «δεν πρόσεχα όσο έπρεπε», «δεν έκανα όλα όσα έπρεπε και να τώρα» – «μου άξιζε ό,τι μου συνέβη».

Άλλες φορές πάλι, δείχνουμε υπερβολικά μεγάλη (μεγαλύτερη απ' ότι δικαιολογεί η ίδια η πραγματικότητα) εμπιστοσύνη στους θεσμούς: μιλάμε για «δίκαιη» καταδίκη ενός εγκληματία, λέμε «δεν μπορεί, για να μου έβαλε αυτόν τον βαθμό ο καθηγητής, θα έχει δίκιο» ή δικαιολογούμε τις απολύσεις ως «ανάγκη να επιβιώσει η επιχείρηση».

Από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος μας επιτρέπει να βλέπουμε το μέλλον με αισιοδοξία και πως οι εξελίξεις τελικά θα είναι προβλέψιμες, ελεγχόμενες και σταθερές.

Δεν θα έρθουν ανατροπές στη ζωή μας. Κάπως έτσι, ωθούμαστε στο να συμπεριφερόμαστε στους άλλους τίμια, ειλικρινά, θετικά, πιστεύοντας πως, «αφού του συμπεριφέρομαι σωστά, θα μου συμπεριφερθεί κι αυτός έτσι».

Στη βάση της δικής μας «ορθής» συμπεριφοράς, διαμορφώνουμε προσδοκίες για την συμπεριφορά του άλλου.

Για αυτό και νιώθουμε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μας όταν αντιλαμβανόμαστε πως ο άλλος μας εξαπάτησε ή μας παραπλάνησε.

Ανατρέπονται οι πυρηνικές πεποιθήσεις μας γύρω από το πώς (νομίζουμε ότι) λειτουργεί ο κόσμος.

Τέλος, κάποιοι άνθρωποι έχουν έντονο μέσα τους το κίνητρο για διατήρηση, ενίσχυση ή αποκατάσταση της δικαιοσύνης. Εδώ εντάσσονται οι άνθρωποι που σπεύδουν να βοηθήσουν τα θύματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, που συμμετέχουν σε εθελοντικές οργανώσεις, που εργάζονται σε υπηρεσίες είναι τόσο ισχυρή η αίσθηση του δικαίου μέσα τους, που οδηγούνται στην αυτοθυσία προκειμένου να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη του κόσμου που μας περιβάλλει.

Η πεποίθηση ότι ο κόσμος είναι δίκαιος είναι ένα από τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της σύγχρονης εποχής.

Ως τέτοιο, έχει τις θετικές και τις αρνητικές του διαστάσεις.

Έχει αποδειχθεί πως η δοξασία του δίκαιου κόσμου είναι εξαιρετικά λειτουργική για τον άνθρωπο, διότι αποτελεί ένα είδος άμυνας απέναντι στο στρες που βιώνει, ενώ παράλληλα αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης συμπεριφορών που προσανατολίζονται στην προσπάθεια, την επιτυχία, τον προγραμματισμό και την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής.

Ταυτόχρονα, συμβάλλει σε ένα αυξημένο αίσθημα προσωπικής ευεξίας, καθώς, όσο περισσότερο ένας άνθρωπος πιστεύει ότι ζει σε έναν δίκαιο κόσμο, τόσο περισσότερο δίκαιη θα φροντίζει να είναι η συμπεριφορά του, θα δείχνει εμπιστοσύνη στο μέλλον του και θα κρίνει ως δίκαια τα όσα του συμβαίνουν, με αποτέλεσμα να νιώθει μεγαλύτερη ισορροπία στη ζωή του.

Επίσης, άνθρωποι με ισχυρή πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου φέρουν περισσότερες πιθανότητες να βοηθήσουν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη, έχουν υψηλότερο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, παραμένουν προσηλωμένοι στη χρήση δίκαιων και θεμιτών μέσων, αποφεύγουν συμπεριφορές που παραβιάζουν τους κανόνες και αρνούνται να υποθάλψουν μία απάτη, ένα ψέμα ή κάποια άλλη συμπεριφορά εκμεταλλευτικού τύπου (ακριβώς επειδή φοβούνται τις αρνητικές συνέπειες των πράξεών τους σε έναν κόσμο που είναι δίκαιος).

Από την άλλη πλευρά, μελέτες έχουν δείξει πως οι άνθρωποι, που πιστεύουν σταθερά και έντονα ότι ο κόσμος που ζούμε είναι δίκαιος, τείνουν να είναι πιο συντηρητικοί και αυταρχικοί, πιο πλούσιοι, πιο θρήσκοι αλλά και πιο αυτάρκεις έναντι όσων διατηρούν ασθενέστερη πίστη στην δικαιοσύνη του κόσμου.

Σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, η πίστη στη δικαιοσύνη του κόσμου συνοδεύεται από κάποιους κινδύνους που αξίζουν περαιτέρω προβληματισμού:

Για παράδειγμα, θεωρώντας πως, «όπου φτωχός και η μοίρα του», ωθούμαστε στο να κανονικοποιήσουμε την αδικία, να την εκλογικεύσουμε, να την δούμε ως κάτι φυσικό και αναπότρεπτο, για το οποίο δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα.

Άμεση απόρροια αυτού, είναι η αδράνεια σε κοινωνικό επίπεδο:

Αφού δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για την αδικία, αφού ο καθένας λαμβάνει στη ζωή αυτό που του αξίζει («για να είναι φτωχός θα φταίει αυτός, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο»), μειώνεται το κίνητρο για κοινωνική αλλαγή, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι κάτι, κάποιος, κάπου, λογικά, θα φροντίσει ώστε το μέλλον να είναι καλύτερο για αυτούς τους ανθρώπους.

Τέλος, στενεύει το πεδίο της ατομικής δράσης μας, με την έννοια ότι μας αρκεί να ξέρουμε πως εμείς κάνουμε αυτό το λίγο, το ελάχιστο, καλό που μπορούμε και περνάει από το χέρι μας, χωρίς να είναι απαραίτητα ανάγκη να γίνουν αλλαγές σε ευρύτερο κοινωνικό ή θεσμικό επίπεδο.

Το αν πιστεύει κανείς ότι ο κόσμος είναι δίκαιος ή όχι δεν εντάσσεται σε αξιολογικές κρίσεις του τύπου «καλό» ή «κακό».

Είναι μία από τις κυρίαρχες ιδεολογίες της σύγχρονης κοινωνίας και μεγαλώνουμε, λιγότερο ή περισσότερο, στην βάση αυτής της πεποίθησης.

Όπως κάθε ιδεολογία όμως, έτσι και αυτή έρχεται να μειώσει και να υποτιμήσει οτιδήποτε δεν είναι σύμφωνο με τον τρόπο που αυτή εκλαμβάνει την πραγματικότητα.

Επιπλέον, το αν και το κατά πόσο ένας άνθρωπος θα υιοθετήσει τελικά αυτή την άποψη, εξαρτάται από τον ίδιο και τις ψυχικές του αντοχές.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, το θέμα προσφέρει γόνιμο έδαφος για προβληματισμό, αυτοπαρατήρηση και αυτοκριτική, καθώς και για προσεκτική παρατήρηση των μηνυμάτων που εκφράζονται διαμέσου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν σήμερα η κοινωνία και οι θεσμοί της.

Φταίνε πάντα οι άλλοι;

Πόσο εύκολο είναι τελικά να αναλαμβάνει κανείς την προσωπική του ευθύνη σε όσα βιώνει;

Οι καταστάσεις δημιουργούνται από μόνες τους ή τις δημιουργούμε εμείς;

Φταίει η μοίρα, το πεπρωμένο, η τύχη ή οι επιλογές που κάνουμε;

Άνδρες και γυναίκες που νιώθουν ότι οι σύντροφοί τους δεν τους καταλαβαίνουν, γονείς που αισθάνονται ότι τα παιδιά τους δεν τους υπολογίζουν, φιλίες που χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, αφού ο ένας περιμένει από τον άλλο κάποια κίνηση προσέγγισης, άνθρωποι που ταλαιπωρούνται και εγκλωβίζονται στις ίδιες τους τις επιλογές ή σε επιλογές που έχουν επιτρέψει σε άλλους να τους επιβάλλουν.

Συντροφικές σχέσεις

Συχνά στις συντροφικές σχέσεις ο ένας ρίχνει το «φταίξιμο» στον άλλο, χωρίς να αναρωτηθεί ποια είναι η συμμετοχή του σε όλο αυτό. Είναι πιο εύκολο ή πιο οικείο να στρέφουμε την προσοχή μας στο τι πρέπει να αλλάξει ο άλλος και όχι τι πρέπει να αλλάξουμε εμείς. Αυτό όμως αν και φαίνεται εύκολο, τελικά θα μας εγκλωβίσει.

Δε μπορούμε να ορίσουμε τι θα κάνει ο άλλος, αλλά μόνο τι θα κάνουμε εμείς σε σχέση με τον άλλο. Και αν υπάρχει κάποια πιθανότητα για αλλαγή και μετακίνηση, μόνο έτσι θα γίνει, αν καταφέρουμε να συνεπάρουμε και να εμπνεύσουμε τον σύντροφό μας στην αλλαγή, αλλάζοντας πρώτα εμείς οι ίδιοι.

Διαφορετικά, όσο ο άλλος δεν αλλάζει, εμείς θα «βουλιάζουμε», θα κλεινόμαστε όλο και περισσότερο στον εαυτό μας, θα θυμώνουμε και τελικά θα τον χρεώνουμε για τη δυστυχία μας, ενώ στην πραγματικότητα εμείς δεν θα έχουμε κάνει τίποτα παρά μόνο να περιμένουμε και να υπομένουμε. Ρόλος του συντρόφου δεν είναι να μας κάνει ευτυχισμένους ούτε ολοκληρωμένους ανθρώπους, αυτός είναι ο ρόλος του εαυτού μας, της προσωπικής μας ύπαρξης.

Σχέσεις γονέων-παιδιών

Υπάρχουν γονείς που νιώθουν ότι τα παιδιά τους δεν τους σέβονται, δεν τους υπολογίζουν, δεν τους ακούνε και πιστεύουν ότι δε μπορούν να κάνουν τίποτα σε σχέση με αυτό. Ίσως με έκπληξη θα άκουγαν από τα ίδια τους τα παιδιά ότι κι εκείνα έτσι νιώθουν.

Έχουν λοιπόν να αναρωτηθούν αν είναι πραγματικά κοντά στα παιδιά τους, αν ακούνε τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους ή προσπαθούν να τους επιβληθούν, αν παίρνουν στα σοβαρά όσα λένε τα παιδιά ή δεν τους δίνουν μεγάλη σημασία («εντάξει, σιγά, παιδιά είναι, δεν ξέρουν»).

Έχουν να ρωτήσουν τα παιδιά τους πώς νιώθουν, πώς μπορούν να τα βοηθήσουν, τι θα ήθελαν να αλλάξουν, τι τα ενοχλεί και να βρουν ένα νέο τρόπο επικοινωνίας. Με αυτό τον τρόπο, ο γονέας ορίζει τη σχέση που θέλει να έχει με το παιδί του, αντί να το «ανέχεται» και να νιώθει ανήμπορος.

Τα παιδιά, όταν αντιδρούν, θέλουν να περάσουν ένα μήνυμα στους γονείς που είναι πολύ σημαντικό να καταφέρουν να αποκωδικοποιήσουν.

Πίσω από τη σκέψη «δε με σέβεται το παιδί μου», έχει να μπει το ερώτημα «πόσο τελικά το σέβομαι εγώ;» ή και «πόσο σέβομαι τον/την σύντροφό μου;

Τι μηνύματα του έχω περάσει για το σεβασμό μέσα στην οικογένειά μας;». Για να αλλάξει το πρότυπο επικοινωνίας γονέα-παιδιού, χρειάζεται ο ενήλικας να καθοδηγήσει και να διδάξει το παιδί μέσα από το προσωπικό του παράδειγμα.

Η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης όσο δύσκολη μπορεί να είναι ταυτόχρονα είναι και ανακουφιστική, λυτρωτική.

Μόνο τότε νιώθουμε ελεύθεροι και ικανοί να αλλάξουμε αυτά που θέλουμε.

Περνάμε από το ρόλο του ηθοποιού που παίζει με δοσμένο σενάριο στο ρόλο του σεναριογράφου της ζωής μας.

Αν θέλουμε να εξελίξουμε τις σημαντικές σχέσεις της ζωής μας, έχουμε να μετακινηθούμε από το «γιατί μου συμβαίνει αυτό;» στο «τι μπορώ να κάνω, για να το αλλάξω;»

Το θάρρος της γνώμης και η ελεύθερη έκφραση

Είναι σημαντικό στην επικοινωνία μας με τους άλλους να μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά. Να μπορούμε να εκφραζόμαστε όπως νιώθουμε, χωρίς φυσικά να προσβάλουμε και να υποτιμούμε τους άλλους...

Η ελευθερία στην έκφραση σημαίνει αυτοσεβασμό, αξιοπρέπεια, διεκδικητικότητα... ένα σωρό αρετές, απαραίτητες για μια καλή ψυχική υγεία.

Ωστόσο πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να τα καταφέρουν. Αδυνατούν να μιλήσουν ανοιχτά, να εκφράσουν τη γνώμη τους, να διεκδικήσουν τα θέλω τους. Αντιθέτως παραμένουν σιωπηλοί, παραμένουν παρατηρητές της ζωής τους, συχνά στην σκιά των επιθυμιών τους κι ενίοτε των προσταγών των άλλων, επιδιώκοντας πάνω απ’ όλα την αποφυγή της σύγκρουσης.

Είναι αυτοί που προσπαθούν να κρατήσουν ισορροπίες προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί... Ακόμη κι αν χρειαστεί να υπομείνουν δυσάρεστες συμπεριφορές, άσχημα λόγια, υποτιμητικά σχόλια, μόνο και μόνο για να αποφύγουν το άγχος μιας επικείμενης σύγκρουσης, κάνουν στην άκρη τον εγωισμό και τις πεποιθήσεις τους, υποτάσσοντας τον εαυτό τους.

Έτσι όμως, βιώνουν την απόρριψη την οποία τόσο πολύ θέλουν εξ’ αρχής να αποφύγουν. Γιατί έτσι τελικά καταλήγουμε να είμαστε αδύναμοι, ανήμποροι να διαχειριστούμε και την παραμικρή σχέση με οποιονδήποτε άλλον... τόσο ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας όσο και στον χώρο της εργασίας, στους φίλους – ανεχόμαστε τόσα πολλά που στο τέλος χωρίς καλά-καλά να το έχουμε καταλάβει, σχηματίζουμε ένα βουνό από δυσάρεστα συναισθήματα.

Πως μπορούμε όμως να αναχαιτίσουμε μια τέτοια στάση από τον ίδιο μας τον εαυτό; Τι πρέπει να κάνουμε για να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της δυσθυμίας και τις (αυτό)υποτίμησης; Σίγουρα δεν χρειάζεται να πάει κανείς στο άλλο άκρο.

Δεν χρειάζεται να πληγώσουμε τους άλλους, ούτε να καταφύγουμε στα κλάματα ή σε κακούς τρόπους... Αυτό που χρειάζεται πάνω απ’ όλα είναι να είμαστε άμεσοι και ειλικρινείς. Να είμαστε αυθεντικοί και αυτοαναφορικοί.

Δηλαδή να μιλήσουμε για τον εαυτό μας, γι’ αυτό που νιώθουμε, γι’ αυτό που θέλουμε, γι’ αυτό που εν τέλει είμαστε! Χωρίς το φόβο ότι είναι ένας κακώς νοούμενος εγωισμός. Δεν είναι εγωιστικό να εκφράζουμε τον εαυτό μας. Εγωιστικό είναι να θέλουμε να τον επιβάλουμε.

Η βλακεία είναι η πιο επικίνδυνη δύναμη του κόσμου

Η βλακεία είναι η πιο επικίνδυνη δύναμη του κόσμου – Δεν μπορούμε να την εξαλείψουμε, αλλά μπορούμε να την αναγνωρίσουμε – Αν και, κάποιες φορές, μας βοηθά να προοδεύσουμε – Οι ηλίθιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι και επιβλαβείς!

Οι ηλίθιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι και επιβλαβείς επειδή οι λογικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να συλλάβουν και να κατανοήσουν την παράλογη, απρόκλητη κι αναίτια συμπεριφορά. Το βαρύ φορτίο των συμφορών και των αθλιοτήτων που πρέπει να υποφέρουν τα ανθρώπινα όντα, είτε σαν άτομα, είτε σαν μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας, είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα του εντελώς απίθανου – και θα τολμούσα να πω βλακώδους – τρόπου με τον οποίο οργανώθηκε η ζωή από τις απαρχές της.

Η βαθύτερη αιτία της βλακείας, είναι η δυσανεξία της απέναντι στο δικό της Απύθμενο Εσωτερικό Κενό. Ο Βλάκας αυτό το εσωτερικό του κενό, το υποψιάζεται, κι αν είναι λίγο καλλιεργημένος βλάκας το γνωρίζει καλά, αλλά καθώς αδυνατεί, φοβάται, δειλιάζει, να το παραδεχτεί, το απωθεί. Το παραγεμίζει είτε σωματικά με σεξ και λαιμαργία- είτε στρεφόμενος προς τον εξωτερικό κόσμο με μοχθηρία και κακία.

Είναι γνωστόν πως το ον που έχει ως υπέρτατο σκοπό ζωής τα κατώτερα ενεργειακά κέντρα, τροφή-σεξ είναι, εκτός από Οργανική Πύλη, συναισθηματικά νεκρός και βλάκας, όσο πιο βλάκας είναι τόσο πιο πολύ θέλει να πείσει τον εαυτό του πως είναι σωστός αλλά και μοναδικός, ο όποιος, σκοπός του. Αυτή την γελοιότητα την αποκαλεί “μοναδική αλήθεια” και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να την επιβάλει στους υπόλοιπους. Προσπαθώντας να επιβάλλει την σαθρή –το γνωρίζει πως είναι σαθρή κι αυτό τον κάνει βλάκα- εξουσία του, ελπίζει να αντέξει την εσωτερική του κενότητα, αλλά εκείνη επιστρέφει τα βραδιά καθώς ετοιμάζεται να κοιμηθεί ή τα πρωινά λίγα δευτερόλεπτα πριν ανοίξει τα ματιά του. Φαύλος παρανοϊκός κύκλος.

“Δύο πράγματα είναι άπειρα, το σύμπαν και η βλακεία του ανθρώπου, όμως για το σύμπαν δεν είμαι ακόμα σίγουρος” είπε, πιθανόν, ο Αϊνστάιν περιγράφοντας θαυμάσια τον εαυτό του. Ο αριθμός των βλακών όμως δεν μπορεί να είναι άπειρος, γιατί ο αριθμός των ζώντων ανθρώπων είναι πεπερασμένος.

Το θέμα της βλακείας ερευνήθηκε από στατιστικής πλευράς σε μεγάλα πανεπιστήμια και εντόπισαν το ίδιο ακριβώς ποσοστό «βλακών» ανάμεσα στις καθαρίστριες, τους διοικητικούς υπαλλήλους, τους φοιτητές και τους καθηγητές. Προφανώς, αν η έρευνα στρεφόταν και προς τους ίδιους τους ερευνητές θα ανακάλυπταν και το δικό τους ποσοστό βλακών. Άρα βλάκες υπάρχουν παντού και δεν έχει σχέση με την νοητική ή συναισθηματική ευφυία, αλλά με την δομή του χαρακτήρα, με το DNA.

«Η Γη έχει τα όριά της, όμως η ανθρώπινη βλακεία δεν έχει όρια» έγραψε ο Γκιστάβ Φλομπέρ. Το γεγονός αυτό τον εξόργιζε. Παραστατικές περιγραφές των ανόητων συγχρόνων του γέμιζαν τα πολυάριθμα γράμματά του προς την Λουίζ Κολέ, την γαλλίδα ποιήτρια που είχε εμπνεύσει το μυθιστόρημά του «Μαντάμ Μποβαρί». Έβλεπε την βλακεία παντού, από τα κουτσομπολιά των «ανακατώστρων» της μεσαίας τάξης ως τις διαλέξεις των ακαδημαϊκών.

Ούτε καν ο Βολταίρος δεν ξέφυγε από την κριτική ματιά του. Κυριευμένος από αυτή την εμμονή αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο να συγκεντρώσει χιλιάδες παραδείγματα σε ένα είδος εγκυκλοπαίδειας της ανοησίας, στο «Μπουβάρ και Πεκισέ». Πέθανε προτού ολοκληρώσει το έργο αυτό το οποίο θεωρούσε ότι θα αποτελούσε το αριστούργημά του και ορισμένοι αποδίδουν τον ξαφνικό θάνατό του, σε ηλικία 58 ετών, στην απογοήτευση που του προκάλεσε η έρευνα για αυτό το βιβλίο.

Η καταγραφή της έκτασης της ανθρώπινης βλακείας ακούγεται ενδεχομένως σαν μια βλακώδης ενασχόληση, κάτι το οποίο ίσως μπορεί να εξηγήσει γιατί οι μελέτες σχετικά με την ανθρώπινη νοημοσύνη έτειναν κυρίως στο να εστιάζουν στην ανώτερη κλίμακα του φάσματος της ευφυΐας. Παρ’ όλα αυτά αυτό καθαυτό το εύρος αυτού του φάσματος εγείρει πολλά ενδιαφέροντα ερωτήματα. Αν το να είναι κάποιος έξυπνος αποτελεί ένα τόσο σημαντικό πλεονέκτημα, για παράδειγμα, γιατί δεν είμαστε όλοι έξυπνοι; ‘Η υπάρχουν μειονεκτήματα στο να πιάνει κάποιος πουλιά στον αέρα τα οποία μερικές φορές δίνουν το πάνω χέρι σε εκείνους που έχουν βραδύτερη σκέψη; Και γιατί ακόμη και οι εξυπνότεροι άνθρωποι έχουν μερικές φορές μια ροπή προς την βλακεία;

Ποιές δραστηριότητες επιλέγει συνήθως ο Βλάκας; Επειδή είναι φοβισμένος, δειλός, ανασφαλής κι ανήθικος επιλεγεί συνήθως δραστηριότητες που του δίνουν μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. Καθώς είναι περιορισμένος στην βλακεία του, διαθέτει και ορισμένα πλεονεκτήματα. Οργανωτικότητα, επιμονή κι υπομονή. Τα καταφέρνει να οικειοποιείται δουλειές άλλων. Εξάλλου διαθέτει κι ένα σπάνιο χάρισμα. Δεν έχει καθόλου την αίσθηση της ηθικής, της λογικής, της ευγνωμοσύνης, της αναγνώρισης, της διαφοροποίησης… Για τον βλάκα όλα = όλα ίδια. Το άλογο στο λιβάδι, η βρύση που τρέχει, ο πολιτικός που ψήφισε, η γκόμενα που τον παράτησε και η φορολογική του δήλωση είναι όλα ίδια και στρέφονται αποκλειστικά εναντίον του.

Είναι απόλυτα, απόλυτος σε οτιδήποτε πρεσβεύει. Το αγαπημένο του εργαλείο της νέας τεχνολογίας, το copy-paste. Είναι ο μετρ της αντιγραφής. Με απύθμενο θράσος θα κοπιάρει, θα αντιγράψει, θα διαστρεβλώσει την δουλειά κάποιου και θα την παρουσιάσει για δική του, εμφανέστατα και βλακωδώς ΟΛΟΙΔΙΑ. Πείθει, επειδή απευθύνεται σε βλάκες.

Επίσης ποτέ μα ΠΟΤΕ, δεν πιστεύει πως είναι ο ίδιος βλάξ. Όχι, δα! Οι άλλοι είναι πάντα. Έτσι γίνεται αδίσταχτα θρασύς, θανάσιμα επικίνδυνος, ανυπέρβλητα αλαζονικός …και πείθει, γιατί πάντα υπάρχουν ομοϊδεάτες του βλάκες για να σχηματίσουν μια πλειοψηφία. Αυτό είναι το μυστικό όπλο του βλάκα. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να εξολοθρεύουμε την βλακεία, τουλάχιστον από τον εαυτό μας κι από το κοντινό περιβάλλον μας, γιατί βλακοποιεί αυτούς που την συναναστρέφονται.

Φυσικά ο βλάκας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κάνει κάτι κακό, καρπούμενος τον πνευματικό ή μη, μόχθο, άλλων.

Η ανικανότητα διανόησης και η απουσία ηθικής, είναι από τα βασικά όπλα του βλάκα.

Κύριο χαρακτηριστικό που περιγράφει τον βλάκα είναι ο τρόπος σκέψης … “Ο ήλιος βγαίνει όταν λαλεί ο κόκορας.” …άρα, λέει ο βλάξ “ο κόκορας βγάζει τον ήλιο”. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα για να αντιληφθείς πως μπροστά σου έχεις έναν βλάκα εν πλήρη δράση, όταν προσπαθεί με σθένος, επιμονή και εμπάθεια να σου πλασάρει τις εμφυτεύσεις του σαν την μοναδική αλήθεια που μόνο αυτός κατέχει. Αν σκαλίσεις επιφανειακά τις θεωρήσεις του -ο θείος Γούγλης είναι χρήσιμος σ’ αυτό- θα βρεις πολύ εύκολα συνήθως, από που τις έχει αντιγράψει και σου τις πουλάει σαν δικές του, ως σωστό μιμίδι.

Η ιδέα ότι η ευφυΐα και η βλακεία αποτελούν απλώς τα αντίθετα άκρα ενός ενιαίου φάσματος είναι παραδόξως σύγχρονη. Ο αναγεννησιακός ανθρωπιστής και θεολόγος Έρασμος περιέγραφε την Μωρία – ή Stultitia στα λατινικά – ως μια ξεχωριστή οντότητα η οποία καταγόταν από τον Θεό του πλούτου και την Νύμφη της νεότητας. 'Αλλοι την είδαν ως έναν συνδυασμό της ματαιοδοξίας, της ξεροκεφαλιάς και της μίμησης. Μόλις στα μέσα του 18ου αιώνα η ανοησία συγχωνεύθηκε με την μέτρια νοημοσύνη, λέει ο Ματέις φαν Μπόξσελ, Ολλανδός ιστορικός ο οποίος έχει γράψει πολλά βιβλία σχετικά με τη βλακεία. «Περίπου εκείνη την εποχή η αστική τάξη ανήλθε στην εξουσία και η λογική αποτέλεσε έναν νέο κανόνα με τον Διαφωτισμό κι αυτό έκανε τον καθένα κύριο της μοίρας του». αναφέρει.

Από που προέρχεται η βλακεία;

Οι Βασικοί Νόμοι της Ανθρώπινης Ηλιθιότητας γράφτηκαν αρχικά στα αγγλικά και εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1976 ιδιωτικά, σε περιορισμένο αριθμό αντίτυπων, με την ασυνήθιστη εκδοτική επωνυμία «Mad Millers». Ο συγγραφέας πίστευε ότι το μικρό δοκίμιό του θα μπορούσε να εκτιμηθεί πλήρως μόνο στην γλώσσα στην οποία είχε συνταχθεί, με αποτέλεσμα να αρνείται για μεγάλο χρονικό διάστημα κάθε πρόταση μετάφρασής του. Μόλις το 1988 συναίνεσε στην ιδέα της έκδοσής του στα ιταλικά, ως μέρος μιας συλλογής με τον τίτλο Allegro ma non troppo, η οποία περιείχε και το δοκίμιο “Πιπέρι, Κρασί (και Μαλλί) ως Κινητήριοι Μοχλοί της Κοινωνικής και Οικονομικής Ανάπτυξης τον Μεσαίωνα”, το οποίο επίσης είχε γραφτεί στα αγγλικά και εκδόθηκε ιδιωτικά από τους Mad Millers τα Χριστούγεννα του 1973. To “Allegro ma non troppo” έγινε ανάρπαστο τόσο στην Ιταλία όσο και σε όλες τις χώρες στις οποίες κυκλοφόρησε μεταφρασμένο. Ωστόσο, κατά ειρωνεία της τύχης, την οποία ο συγγραφέας αυτών των νόμων θα εκτιμούσε, δεν είχε εκδοθεί ποτέ στην γλώσσα στην οποία γράφτηκε. Έτσι, σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά την έκδοση του “Allegro ma non troppo”, αυτή, στην πραγματικότητα, είναι η πρώτη έκδοση που καθιστά το “Οι Βασικοί Νόμοι της Ανθρώπινης Ηλιθιότητας” διαθέσιμο στην αυθεντική του μορφή.

Οι Mad Millers προς τον αναγνώστη: Η ιδιωτική έκδοση του 1976 συνοδευόταν από το ακόλουθο εκδοτικό σημείωμα, που συντάχθηκε από τον ίδιο το συγγραφέα:

Οι Mad Millers τύπωσαν έναν περιορισμένο αριθμό αντιτύπων αυτού του βιβλίου, το οποίο δεν απευθύνεται σε χαζούς ανθρώπους, αλλά σε όσους αναγκάζονται να συνδιαλεχθούν περιστασιακά με τέτοιους ανθρώπους. Αν πρόσθετα πως κανένας από όσους πρόκειται να παραλάβουν αυτό το βιβλίο δεν θα ήταν δυνατό να εμπίπτει στην περιοχή Η του βασικού διαγράμματος (διάγραμμα 1), θα ήμουν υπεραναλυτικός. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι καλύτερο να αναλύεις υπερβολικά παρά να υπάρχουν παρανοήσεις. Γιατί, όπως είπε και ο Κινέζος φιλόσοφος, «Η φιλομάθεια είναι η πηγή της οικουμενικής σοφίας· αλλά αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ότι περιστασιακά αποτελεί αφορμή παρεξηγήσεων μεταξύ φίλων». -Carlo M. Cipolla

Οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται ομολογουμένως σε οικτρή κατάσταση. Αυτό ωστόσο δεναποτελεί καινοφανές γεγονός. Όσο πίσω κι αν ανατρέξουμε, οι ανθρώπινες σχέσεις πάντοτε ήταν σε οικτρή κατάσταση. Το άχθος των προβλημάτων και της δυστυχίας που τα ανθρώπινα όντα πρέπει να υπομείνουν ως άτομα και ως μέλη οργανωμένων κοινωνιών είναι ουσιαστικά ένα υποπροϊόν του παντελώς απίθανου -και τολμώ να πω ανόητου- τρόπου με τον οποίο οργανώθηκε η ζωή από τις απαρχές της.

Μετά τον Δαρβίνο γνωρίζουμε πως έχουμε κοινή καταγωγή με τα κατώτερα μέλη του ζωικού βασιλείου – και τα σκουλήκια, όπως και οι ελέφαντες, αναγκάζονται να υπομείνουν το καθημερινό τους μερίδιο από δοκιμασίες, παθήματα και κακουχίες. Τα ανθρώπινα όντα όμως έχουν το προνόμιο να είναι υποχρεωμένα να υπομείνουν ένα επιπλέον φορτίο -ένα πλεόνασμα βασάνων που δημιουργούνται καθημερινά από μία ομάδα ατόμων μέσα στο ίδιο τοανθρώπινο είδος. Αυτή η ομάδα είναι πολύ πιο ισχυρή από τη Μαφία, το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα ή το διεθνή κομμουνισμό – είναι μία ανοργάνωτη και αχαρτογράφητη ομάδα που δεν διαθέτει αρχηγό ή πρόεδρο, δεν διέπεται από κανονισμούς καιωστόσο κατορθώνει να δρα με άψογο συντονισμό, σαν να κατευθύνεται από κάποιο αόρατο χέρι, κατά τρόπο που η δράση του κάθε μέλους συμβάλλει δραματικά στην ενίσχυση και στην αύξηση της αποδοτικότητας των δραστηριοτήτων όλων των άλλων μελών.

Η φύση, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά αυτής της ομάδας είναι το θέμα που πραγματεύονται οι ακόλουθες σελίδες. Ας μου επιτραπεί να σημειώσω σε αυτό το σημείο, όσο πιο κατηγορηματικά γίνεται, πως αυτό το μικρό βιβλίο ούτε αποτελεί προϊόν κυνισμού, ούτε διατριβή στην ηττοπάθεια – όχι περισσότερο από ένα βιβλίο μικροβιολογίας. Οι ακόλουθες σελίδες αποτελούν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας εποικοδομητικής απόπειρας αναγνώρισης, κατανόησης και συνεπώς πιθανής εξουδετέρωσης μιας από τις πλέον ισχυρές, σκοτεινές δυνάμεις που παρεμποδίζουν την ευημερία του ανθρώπου και την ευτυχία.

Η βλακεία επίσης δεν έχει κοινωνική τάξη. Την συναντάς παντού. Όμως όσο πιο ισχυρό είναι ένα άτομο, όσο μεγαλύτερη εξουσία έχει κοινωνικά τόσο πιο επικίνδυνο μπορεί να αποδειχθεί.«Ηλίθιους συναντά κάποιος και μεταξύ γραφειοκρατών, πολιτικών, στρατηγών ή ιερωμένων. Οι εκλογές είναι ένας πολύ αποτελεσματικός θεσμός, ο οποίος εξασφαλίζει τη διατήρηση σταθερού ποσοστού ηλιθίων ανάμεσα στους ισχυρούς».

Α. Η “Προέλευση των Βλακών”

Στην αυγή της ιστορίας, στα πρώτα βήματα του ανθρώπου ως είδος ο αγώνας για επιβίωση υπήρξε ανελέητος. Ο πανίσχυρος νόμος της Φυσικής επιλογής εξαφάνιζε χιλιάδες είδη που δεν κατόρθωναν να επιζήσουν (το 99,9% όλων των ειδών που υπήρξαν ποτέ έχουν εξαφανιστεί). Και οι ανθρώπινες φυλές που χάθηκαν από διάφορες αιτίες είναι αναρίθμητες. Κυρίως αφανίστηκαν από τον συνεχή μεταξύ τους ανταγωνισμό και τις άγριες συγκρούσεις: «Η πάλη της επιβίωσης ανάμεσα σε έμβια του ίδιου είδους είναι απείρως σκληρότερη αφού συχνάζουν στις ίδιες περιοχές και αναζητούν την ίδια τροφή» Δαρβίνος. Αυτοί που κυριάρχησαν δεν ήταν οι πιο μπρατσωμένοι αλλά οι πιο έξυπνοι και επιδέξιοι, που με την σειρά τους κληροδότησαν αυτές τις ιδιότητες στους απογόνους τους. Δίχως αυτό το διαρκές μακελειό κι αλληλοφάγωμα θα ήταν αδύνατον να φτάσει ο άνθρωπος στο σημερινό επίπεδο “ευφυΐας” και πολιτισμού.

Πριν από κάμποσα χρόνια, μια μεγαλειώδης βιολογική έκρηξη στην κρανιακή κάψα του δίποδου ζώου που λέγεται άνθρωπος, ένα νοητικό Big Bang, του άνοιξε τα παράθυρα στον μετωπικό φλοιό (νεοφλοιός), εκεί που είναι η έδρα της σκέψης και του αναστοχασμού. Αυτό ήταν και το τελευταίο του μεγάλο και αποφασιστικό απόκτημα. Ο άνθρωπος κυριολεκτικά «άλλαξε μυαλά». Το μέγεθος και οι αυλακώσεις του εγκεφάλου που χώρισαν τους ανθρώπους από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο χωρίζουν και τους ίδιους ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, φύλου, πλούτου, σπουδών, ιδεολογίας και άλλων ταξικών διακρίσεων σε δύο βασικές κατηγορίες, στους ΕΞΥΠΝΟΥΣ και στους ΒΛΑΚΕΣ. Αν και η μεταξύ τους διάκριση δεν είναι δύσκολη, όσοι ανήκουν στην πρώτη κατηγορία δεν το λένε και όσοι ανήκουν στην δεύτερη δεν το ξέρουν.

Β. Οι Βλάκες & Οι Έξυπνοι

Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, η επίδρασή τους όμως επάνω μας είναι ανάλογη με την κοινωνική ισχύ που διαθέτουν. Διαφορετικά, λόγου χάρη, αισθανόμαστε την βλακεία ενός πολιτικού ή ενός επιχειρηματία από την ηλιθιότητα ενός αγρότη ή εργάτη. Εν πάση περιπτώσει, η αρνητική αυτή ιδιότητα ενδημεί σε όλες τις εποχές και σε όλους τους λαούς, είναι δε αδύνατο να εξαλειφθεί εξαιτίας της μοναδικής ικανότητας των βλακών να συσπειρώνονται και να επιβιώνουν, κάθε φορά που οι κοινωνίες κάνουν προσπάθειες να τους θέσουν στο περιθώριο.

Τι εννοούμε με την λέξη «βλακεία» Η έννοια, αν και είναι ενστικτωδώς γνωστή σε όλους, μοιάζει να ξεφεύγει από οποιονδήποτε θεωρητικό ορισμό. Δεν είναι απλώς το αντίθετο της εξυπνάδας, γιατί υπάρχουν έξυπνοι άνθρωποι που, κάποιες φορές, συμπεριφέρονται σαν βλάκες. Ο μοναδικός που κατάφερε να δώσει έναν πειστικό ορισμό στη βλακεία ήταν, το 1988, ο ιστορικός και οικονομολόγος Κάρλο Τσιπόλα: “Βλάκας είναι αυτός που με τις ενέργειές του προκαλεί ζημιά σε κάποιον άλλο, αλλά παράλληλα δεν πετυχαίνει κάποιο πλεονέκτημα για τον εαυτό του ή ακόμα υφίσταται ζημιά κι ο ίδιος.”

Η ζωή μας είναι γεμάτη απώλειες χρήματος, χρόνου, ενέργειας, ησυχίας και καλής διάθεσης, λόγω των απίθανων πράξεων κάποιου παράλογου όντος που μας τυχαίνει τις πιο απρόσμενες στιγμές και ζημιώνει, ακυρώνει και δυσκολεύει την ζωή μας, χωρίς να έχει απολύτως τίποτα να κερδίσει από τις πράξεις του. Ένα πράγμα είναι λοιπόν ξεκάθαρο: η βλακεία έχει μια ευκρινή κλίση να μετασχηματίζεται σε πράξεις κι αυτό την καθιστά επικίνδυνη. Η δε προαναφερθείσα μοναδική ικανότητα των βλακών να συσπειρώνονται και να επιβιώνουν την καθιστά ανίκητη.

Οι πέντε θεμελιώδεις νόμοι της ανθρώπινης βλακείας

1. Ο Πρώτος Νόμος: Πάντα και νομοτελειακά όλοι υποτιμούν τον αριθμό των ηλίθιων ατόμων που κυκλοφορούν στην κοινωνία.

Ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο μέγεθος εκτιμά κάποιος ότι έχει η ανθρώπινη βλακεία, επανειλημμένα και κατ’ εξακολούθηση θα ξαφνιάζεται από το γεγονός της ύπαρξης της. Άνθρωποι που κάποτε θεωρούσες λογικούς και νοήμονες αποδεικνύονται αναίσχυντα ηλίθιοι. Μέρα με την μέρα οι ανθρώπινες δραστηριότητες σου παρενοχλούνται από όντα που εμφανίζονται ξαφνικά και απρόσμενα στα πιο ακατάλληλα μέρη και στις πιο απίθανες στιγμές για να υπονομεύσουν και να καταστρέψουν, έτσι χωρίς λόγο και χωρίς κανένα όφελος.

Ο Πρώτος Βασικός Νόμος δεν μου επιτρέπει να παραθέσω μία συγκεκριμένη αριθμητική αξία στο ποσοστό των ηλίθιων ατόμων μέσα στο συνολικό πληθυσμό: κάθε αριθμητική προσέγγιση θα αποδεικνύονταν μικρότερη της πραγματικής. Κατά συνέπεια, στις επόμενες σελίδες, θα συμβολίζω το ποσοστό των ηλίθιων ατόμων μέσα σε έναν πληθυσμό με το γράμμα η.

2. Ο Δεύτερος Νόμος: Η πιθανότητα να είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ηλίθιο, είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του ίδιου προσώπου.

Οι πολιτισμικές τάσεις που στις μέρες μας είναι δημοφιλείς στην Δύση προκρίνουν μία ισότιμη προσέγγιση στην ζωή. Οι άνθρωποι αρέσκονται να θεωρούν τα ανθρώπινα όντα ως προϊόν μιας άρτια σχεδιασμένης μηχανής μαζικής παραγωγής. Ειδικά οι γενετιστές και οι κοινωνιολόγοι δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο στην προσπάθειά τους να αποδείξουν, με έναν εντυπωσιακό εξοπλισμό επιστημονικών δεδομένων και διατυπώσεων, πως όλοι οι άνθρωποι είναι από φυσικού τους ίσοι και πως, αν κάποιοι είναι περισσότερο ίσοι από τους άλλους, αυτό οφείλεται στην ανατροφή και όχι στη φύση.

Διαχωρίζω τη θέση μου από αυτή την γενικευμένη άποψη. Η εδραιωμένη πεποίθησή μου, που ενισχύεται από χρόνια παρατηρήσεων και πειραματισμών, είναι πως οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, πως ορισμένοι είναι ηλίθιοι και άλλοι όχι, και πως η διαφορά καθορίζεται από την φύση και όχι από πολιτισμικούς συσχετισμούς ή παράγοντες. Κάποιος είναι ηλίθιος ακριβώς με τον τρόπο που κάποιος έχει κόκκινα μαλλιά· ένας άνθρωπος ανήκει στο σύνολο των ηλιθίων, όπως ο καθένας ανήκει σε μία ομάδα αίματος. Ο ηλίθιος γεννιέται ηλίθιος λόγω Θείας Πρόνοιας.

Παρότι είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει το ποσοστό η των ανθρώπων που είναι ηλίθιοι και πως αυτό ισχύει λόγω γενετικών χαρακτηριστικών, δεν είμαι ένας αντιδραστικός ο οποίος προσπαθεί να επανεισαγάγει συγκαλυμμένα τον ταξικό ή φυλετικό διαχωρισμό. Πιστεύω ακράδαντα πως η ηλιθιότητα είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων των ανθρώπινων ομάδων και κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλη την κοινωνία σύμφωνα με μία σταθερή αναλογία. Αυτό το γεγονός εκφράζεται επιστημονικά με το Δεύτερο Βασικό Νόμο που αναφέρει πως:

«Η πιθανότητα να είναι ηλίθιο ένα συγκεκριμένο άτομο είναι ανεξάρτητη από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό αυτού του ατόμου».

Σε αυτό τον τομέα, φαίνεται πως η Φύση όντως ξεπέρασε τον εαυτό της. Είναι ευρέως γνωστό πως η Φύση κατορθώνει, μάλλον μυστηριώδους, να διατηρεί σταθερή την σχετική συχνότητα ορισμένων φυσικών φαινομένων. Για παράδειγμα, είτε οι άνθρωποι πολλαπλασιάζονται στον Βόρειο Πόλο ή στον Ισημερινό, είτε τα ζευγάρια είναι από αναπτυγμένες ή υπανάπτυκτες χώρες, είτε είναι μαύρα, κόκκινα, λευκά ή κίτρινα, ο λόγος θηλυκών προς αρσενικά μεταξύ των νεογέννητων είναι σταθερός, με ένα πολύ μικρό προβάδισμα στα αρσενικά. Δεν γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο η Φύση επιτυγχάνει αυτό το εκπληκτικό αποτέλεσμα, αλλά ξέρουμε πως, για να επιτευχθεί αυτό, η Φύση πρέπει να λειτουργεί με μεγάλους αριθμούς.

Το πιο αξιοσημείωτο γεγονός σχετικά με την συχνότητα της ηλιθιότητας είναι πως η Φύση επιτυγχάνει να εξισώσει αυτή την συχνότητα με την πιθανότητα η, τελείως ανεξάρτητα από το μέγεθος της ομάδας. Συνεπώς ένας παρατηρητής ανακαλύπτει το ίδιο ποσοστό ηλιθίων είτε εξετάζει πολύ μεγάλα σύνολα ανθρώπων είτε έχει να κάνει με πολύ μικρές ομάδες ανθρώπων. Κανένα άλλο σύνολο μετρήσιμων φαινομένων δεν παρέχει τόσο εντυπωσιακές αποδείξεις για την δύναμη της Φύσης.

Οι αποδείξεις ότι η μόρφωση είναι ανεξάρτητη της πιθανότητας η προέκυψαν από πειράματα που διεξήχθησαν σε μεγάλο αριθμό πανεπιστημίων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο πληθυσμός τους μπορεί να χωριστεί σε πέντε βασικές ομάδες: τους εργάτες, που δουλεύουν με μεροκάματο και κάνουν χειρωνακτικές εργασίες, τους καταρτισμένους υπαλλήλους, τους φοιτητές, το διοικητικό προσωπικό και τους καθηγητές.

Κάθε φορά που εξέταζα τους εργάτες, ανακάλυπτα ότι ένα κλάσμα η του πληθυσμού τους ήταν ηλίθιοι. Καθώς η τιμή του η ήταν μεγαλύτερη από αυτή που περίμενα (Πρώτος Νόμος), και συντασσόμενος με την επικρατούσα αντίληψη, αρχικά θεώρησα πως ο αποκλεισμός, η φτώχεια και η έλλειψη εκπαίδευσης ευθύνονταν γι’ αυτό. Όμως, ανεβαίνοντας τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας, ανακάλυψα πως το ίδιο ποσοστό υπήρχε και μεταξύ των ειδικευμένων υπαλλήλων και των φοιτητών. Ακόμη πιο εντυπωσιακά ήταν τα αποτελέσματα στην ομάδα των καθηγητών. Είτε εξέταζα ένα μεγάλο πανεπιστήμιο ή ένα μικρό κολέγιο, ένα φημισμένο ίδρυμα ή ένα άσημο, ανακάλυπτα πως το ίδιο κλάσμα η του πληθυσμού των καθηγητών ήταν ηλίθιοι. Τόσο κατάπληκτος έμεινα με τα αποτελέσματα, που φρόντισα να επεκτείνω την έρευνά μου σε μία ειδικά επιλεγμένη ομάδα, την πραγματική ελίτ, τους βραβευμένους με Νομπέλ. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε την παντοδυναμία της Φύσης: ένα κλάσμα η των κατόχων του βραβείου Νομπέλ είναι ηλίθιοι.

Αυτή ήταν μία ιδέα που δύσκολα μπορούσα να αποδεχτώ και να αφομοιώσω, αλλά πολλά πειραματικά δεδομένα απέδειξαν το αληθές της θεμελιώδους πρότασης. Ο Δεύτερος Βασικός Νόμος είναι απαράβατος κανόνας και δεν επιδέχεται εξαιρέσεις. Το Κίνημα Ισότητας των Γυναικών θα παράσχει επιχειρήματα υπέρ του Δεύτερου Βασικού Νόμου, καθώς αποδεικνύει ότι τα ηλίθια άτομα έχουν την ίδια αναλογία τόσο στον αντρικό όσο και στον γυναικείο πληθυσμό. Οι κάτοικοι των υπανάπτυκτων χωρών του Τρίτου Κόσμου μπορούν να παρηγορηθούν με την απόδειξη πως τελικά οι κάτοικοι των αναπτυγμένων χωρών δεν είναι και τόσο αναπτυγμένοι.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από το πόσο αρεστός είναι ο Δεύτερος Βασικός Νόμος, τα συμπεράσματά του είναι τρομακτικά: από το Νόμο εξάγεται το συμπέρασμα πως, είτε συναναστραφείς διακεκριμένα άτομα είτε αποσυρθείς στην Πολυνησία με τους κυνηγούς κεφαλών είτε κλειστείς σε μοναστήρι ή αποφασίσεις να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου συντροφιά με πανέμορφες και αισθησιακές γυναίκες, έχεις να αντιμετωπίσεις πάντα το ίδιο ποσοστό ηλίθιων ανθρώπων – το οποίο ποσοστό (σύμφωνα με τον Πρώτο Νόμο) πάντα θα υπερβαίνει τις εκτιμήσεις σου.

3. Ο Τρίτος (και Χρυσός) Βασικός Νόμος: Ηλίθιο άτομο είναι εκείνο που προκαλεί κάποια βλάβη σ’ ένα άλλο άτοµο ή οµάδα ατόµων, χωρίς παράλληλα να εξασφαλίζει κανένα όφελος για τον εαυτό του, αντιθέτως μπορεί να υφίσταται και ο ίδιος ζημιά.

Όταν έρχονται αντιμέτωποι για πρώτη φορά με τον Τρίτο Βασικό Νόμο, οι λογικοί άνθρωποι ενστικτωδώς αντιδρούν με αισθήματα σκεπτικισμού και δυσπιστίας. Είναι γεγονός πως οι λογικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να συλλάβουν και να κατανοήσουν την παράλογη συμπεριφορά. Αλλά ας αφήσουμε για λίγο το ευγενές πεδίο της θεωρίας και ας εξετάσουμε πραγματιστικά την καθημερινή μας ζωή. Όλοι μπορούμε να θυμηθούμε περιστατικά στα οποία η δράση ενός προσώπου είχε αποτέλεσμα αυτός να κερδίσει και εμείς να ζημιωθούμε – έχουμε έρθει σε επαφή με κακοποιούς.

Μπορούμε επίσης να θυμηθούμε περιπτώσεις στις οποίες ένα πρόσωπο προέβη σε μία πράξη, με αποτέλεσμα εκείνος να ζημιωθεί και εμείς να αποκομίσουμε όφελος – έχουμε έρθει σε επαφή με ανήμπορους. Θυμόμαστε περιστατικά που μία πράξη ενός προσώπου είχε αποτέλεσμα αμοιβαίο όφελος και για τους δύο συναλλασσόμενους – ήταν ευφυής. Τέτοια περιστατικά πράγματι συμβαίνουν. (Προσέξτε την αναγκαία συνθήκη «ένα πρόσωπο προέβη σε μία πράξη». Το γεγονός ότι αυτός έπραξε είναι καθοριστικό στην τεκμηρίωση της ανικανότητάς του. Αν εγώ είχα προβεί στην πράξη που είχε ως αποτέλεσμα δικό μου κέρδος και δική του ζημία, τότε η ετυμηγορία θα ήταν διαφορετική: θα σήμαινε πως εγώ είμαι κακοποιός.)

Αλλά, αν το συλλογιστείτε προσεκτικά, πρέπει να παραδεχτείτε ότι αυτά τα γεγονότα δεν είναι εκείνα που διανθίζουν με μεγαλύτερη συχνότητα την καθημερινή μας ζωή. Η καθημερινότητα μας απαρτίζεται συνήθως από περιστάσεις στις οποίες χάνουμε χρήματα και/ή χρόνο και/ή ενέργεια και/ή όρεξη, ευδιαθεσία και ευεξία λόγω των απροσδόκητων ενεργειών κάποιου παράλογου πλάσματος που δεν έχει τίποτα να κερδίσει και όντως δεν κερδίζει τίποτα προκαλώντας μας ταπείνωση, δυσκολίες ή βλάβες. Κανείς δεν ξέρει, καταλαβαίνει ή μπορεί να εξηγήσει γιατί αυτό το παράλογο πλάσμα κάνει τα όσα κάνει. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει εξήγηση – ή μάλλον, υπάρχει μία και μοναδική εξήγηση: το εν λόγω άτομο είναι ηλίθιος.

4. Ο Τέταρτος Νόμος: Τα μη ηλίθια άτομα υποτιμούν πάντα την βλαπτική ενέργεια των ηλίθιων ατόμων. Ιδίως οι μην ηλίθιοι ξεχνούν διαρκώς ότι σε οποιαδήποτε στιγμή και τόπο και σε οποιαδήποτε περίσταση η συναναστροφή και/ή ο συγχρωτισμός με ηλίθια άτομα αποδεικνύεται ασφαλώς ένα σοβαρότατο σφάλμα.

Το γεγονός πως οι ανήμποροι άνθρωποι, δηλαδή αυτοί που στην μέθοδο υπολογισμού μας εντάσσονται στην περιοχή Α, συνήθως δεν αντιλαμβάνονται πόσο επικίνδυνοι είναι οι ηλίθιοι δεν προκαλεί και μεγάλη έκπληξη. Η αδυναμία τους είναι απλά μία ακόμη εκδήλωση της ανημπόριας τους. Το πραγματικά εκπληκτικό γεγονός ωστόσο είναι πως και οι ευφυείς άνθρωποι και οι κακοποιοί συχνά παραγνωρίζουν την καταστρεπτική δύναμη η οποία είναι σΰμφυτη της ηλιθιότητας. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξηγηθεί γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο, και το μόνο που μπορούμε να σχολιάσουμε είναι πως οι ευφυείς άνθρωποι, αλλά και οι κακοποιοί, συχνά όταν έρχονται αντιμέτωποι με ηλίθια άτομα κάνουν το λάθος να ενδίδουν σε αισθήματα αυταρέσκειας και περιφρόνησης, αντί να εκκρίνουν άμεσα επαρκείς ποσότητες αδρεναλίνης και να οργανώσουν τις άμυνές τους.

Είναι εύκολο κάποιος να μπει στον πειρασμό και να θεωρήσει ότι ο ηλίθιος άνθρωπος βλάπτει μόνο τον εαυτό του, αλλά έτσι συγχέει την ηλιθιότητα με την ανημπόρια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιος μπορεί να μπει στον πειρασμό να σχετιστεί με ένα ηλίθιο άτομο ώστε να το χρησιμοποιήσει για την επίτευξη των στόχων του. Ένας τέτοιος χειρισμός δεν μπορεί παρά να έχει καταστροφικές συνέπειες γιατί α) βασίζεται σε μία απόλυτη παρεξήγηση της στοιχειώδους φύσης της ηλιθιότητας και β) παρέχει στο ηλίθιο άτομο διευρυμένο πεδίο δράσης για την εξάσκηση των χαρισμάτων του. Ορισμένοι τρέφουν ελπίδες πως μπορούν να χειραγωγήσουν τους ηλίθιους και ως ένα βαθμό κάποιοι μπορεί και να το κατορθώσουν. Όμως, λόγω της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς των ηλιθίων, είναι αδύνατον να προβλεφθούν όλες οι πράξεις και οι αντιδράσεις ενός ηλίθιου ατόμου και αργά ή γρήγορα θα συντρίβουν από τις απρόβλεπτες ενέργειες του ανόητου συνεταίρου.

Τα παραπάνω συνοψίζονται σαφώς στον Τέταρτο Βασικό Νόμο που δηλώνει πως: «Οι μη ηλίθιοι άνθρωποι πάντα υποτιμούν την καταστροφική ισχύ των ηλίθιων ατόμων. Συγκεκριμένα, οι μη ηλίθιοι άνθρωποι συνέχεια παραβλέπουν πως η συναναστροφή και/ή ο συγχρωτισμός με ηλίθια άτομα απαρέγκλιτα αποδεικνύεται μοιραίο λάθος, ανεξάρτητα από την χρονική στιγμή, την τοποθεσία και τις συνθήκες».

Μέσα στους αιώνες και στις χιλιετίες, στην δημόσια και στην ιδιωτική ζωή, αναρίθμητα άτομα δεν έδωσαν την δέουσα σημασία στον Τέταρτο Βασικό Νόμο και αυτή η αβλεψία έχει στοιχίσει στην ανθρωπότητα ανυπολόγιστες απώλειες.

5. Ο Πέμπτος Νόμος: Το ηλίθιο άτομο είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος που υπάρχει.

Ο προβληματισμός στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου προσφέρεται για μία μακροσκοπικού τύπου ανάλυση όπου, αντί να εξετάζουμε το ατομικό συμφέρον, εξετάζουμε το συμφέρον της κοινωνίας, που σε αυτό το πλαίσιο εκλαμβάνεται ως το αλγεβρικό άθροισμα των προσωπικών περιπτώσεων. Η πλήρης κατανόηση του Πέμπτου Βασικού Νόμου είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση της ανάλυσης. Ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε παρενθετικά σε αυτό το σημείο πως, από τους Πέντε Βασικούς Νόμους, ο Πέμπτος είναι ο γνωστότερος και το συμπέρασμά του παρατίθεται πολύ συχνά.

Ο Πέμπτος Βασικός Νόμος δηλώνει πως: «Ο ηλίθιος άνθρωπος είναι το πιο επικίνδυνο είδος ανθρώπου».

Το πόρισμα που προκύπτει από τον Πέμπτο Βασικό Νόμο είναι ότι: «Ο ηλίθιος άνθρωπος είναι πιο επικίνδυνος από τον κακοποιό».

Η διατύπωση του Νόμου και του πορίσματος του βρίσκονται ακόμα ατό στάδιο της μικροανάλυσης. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως όμως, ο Νόμος και το πόρισμά του έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις μακροσκοπικού τύπου. Το βασικό σημείο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι αυτό: το αποτέλεσμα της δράσης ενός απόλυτου κακοποιού (που παριστάνεται στη γραμμή ΟΜ της εικόνας 2) είναι καθαρά και απλά μία αναδιανομή πλούτου και/ή ευδαιμονίας.

Ύστερα από την πράξη ενός τέλειου κακοποιού, ο κακοποιός έχει ένα θετικό πρόσημο στο λογαριασμό του που είναι ευθέως ανάλογο με την αρνητική απόλυτη τιμή που προκάλεσε σε ένα άλλο άτομο. Η κοινωνία, ως σύνολο, ούτε ωφελείται ούτε ζημιώνεται. Αν όλα τα μέλη μίας κοινωνίας ήταν απόλυτοι κακοποιοί, τότε η κοινωνία θα παρέμενε στάσιμη, αλλά δεν θα υπήρχαν μεγάλες καταστροφές. Όλη η ενέργεια θα αναλωνόταν σε μαζικές αναδιανομές πλούτου και ευδαιμονίας προς όφελος εκείνων που θα επέλεγαν να δράσουν. Αν όλα τα μέλη μιας κοινωνίας δρούσαν τακτικά με μία σειρά, τότε όχι μόνο η κοινωνία ως σύνολο αλλά και τα άτομα που την αποτελούν θα βρίσκονταν σε μία απόλυτα σταθερή κατάσταση χωρίς αλλαγές.

Όταν έχουμε να κάνουμε με ηλίθιους ανθρώπους, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Οι ηλίθιοι άνθρωποι προκαλούν ζημίες σε άλλους ανθρώπους, χωρίς αντιστάθμιση κερδών στο δικό τους λογαριασμό. Συνεπώς η κοινωνία ως σύνολο ζημιώνεται.


Το σύστημα αναφοράς, όπως αποτυπώνεται στα βασικά διαγράμματα, δείχνει πως ενώ όλες οι πράξεις των ατόμων που τοποθετούνται δεξιά της γραμμής ΠΟΜ (βλέπε εικόνα επάνω) συνεισφέρουν, αν και σε διαφορετικό βαθμό, στην ευημερία μιας κοινωνίας, οι πράξεις όλων των ατόμων που τοποθετούνται αριστερά της ίδιας γραμμής ΠΟΜ επιφέρουν την παρακμή της.

Με άλλα λόγια οι ανήμποροι με στοιχεία ευφυΐας (περιοχή A H) οι κακοποιοί με στοιχεία ευφυΐας (περιοχή ΚΕ) και πάνω από όλους οι ευφυείς (περιοχή Ε) όλοι συμβάλλουν, αν και σε διαφορετικό βαθμό, στην περαιτέρω βελτίωση των συνθηκών μίας κοινωνίας. Αντίθετα, οι κακοποιοί με χαρακτηριστικά ηλιθιότητας (περιοχή ΚH) και οι ανήμποροι με χαρακτηριστικά ηλιθιότητας (περιοχή ΑH) καταφέρνουν να προσθέτουν στις απώλειες που προκαλούν οι ηλίθιοι άνθρωποι, αυξάνοντας έτσι την εκφυλιστική και καταστροφική δύναμη της τελευταίας ομάδας.

Όλα αυτά οδηγούν σε ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την αποδοτικότητα των κοινωνιών. Σύμφωνα με το Δεύτερο Βασικό Νόμο, το ποσοστό των ηλίθιων ανθρώπων είναι μία σταθερά η που δεν εξαρτάται από τον χώρο, τον χρόνο, την φυλή, την τάξη ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνικο-πολιτισμική ή ιστορική μεταβλητή. Θα ήταν σοβαρό σφάλμα να θεωρήσουμε πως ο αριθμός των ηλίθιων ανθρώπων σε μία φθίνουσα κοινωνία είναι μεγαλύτερος από εκείνον σε μία κοινωνία που προοδεύει. Και οι δυο τύποι των κοινωνιών μαστίζονται από το ίδιο ποσοστό ηλίθιων ατόμων.

Η διαφορά μεταξύ των δυο κοινωνιών είναι πως σε μία κοινωνία που δεν αποδίδει: α) παρέχεται η δυνατότητα στα ηλίθια μέλη της κοινωνίας να αναλάβουν περισσότερες δραστηριότητες και να προβοΰν σε περισσότερες ενέργειες. β) μετατρέπεται η σύνθεση του μη ηλίθιου τομέα, με μείωση του πληθυσμού στις περιοχές Ε’ ΑΕ και ΚΕ και ανάλογη αύξηση του πληθυσμού των περιοχών ΑΗ και ΚΗ. Αυτή η θεωρητική υπόθεση επιβεβαιώνεται επαρκώς με διεξοδική ανάλυση περιπτώσεων από την Ιστορία. Μάλιστα η ιστορική ανάλυση μας επιτρέπει να επαναδιατυπώσουμε τα θεωρητικά συμπεράσματα με πιο αντικειμενικό τρόπο και πιο παραστατικές λεπτομέρειες.

Είτε εξετάσουμε την κλασική, την μεσαιωνική, την σύγχρονη ή την τωρινή εποχή, το εντυπωσιακό γεγονός είναι πως οποιαδήποτε χώρα, η οποία προοδεύει, διαθέτει το αναπόφευκτο ποσοστό η ηλίθιων ατόμων. Ωστόσο οι χώρες που προοδεύουν διαθέτουν επίσης και ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό ευφυών ατόμων, τα οποία κατορθώνουν να κρατούν το ποσοστό η υπό έλεγχο και παράλληλα παράγουν αρκετά κέρδη για τον εαυτό τους και για τα άλλα μέλη του κοινωνικού συνόλου ώστε να διασφαλίζεται η πρόοδος.

Σε μία χώρα που έχει πάρει την κάτω βόλτα, το ποσοστό των ηλίθιων ανθρώπων εξακολουθεί να ισούται με η· ωστόσο στον υπόλοιπο πληθυσμό παρατηρείται μεταξύ αυτών που κατέχουν την εξουσία μία δραματική εξάπλωση του πληθυσμού των κακοποιών με καλπάζουσα ηλιθιότητα (υποπεριοχή ΚΗ του τεταρτημόριου Κ στην εικόνα επάνω) και μεταξύ όσων δεν μετέχουν στην εξουσία μία εξίσου ανησυχητική αύξηση του πληθυσμού των ανήμπορων ατόμων (περιοχή Λ στο βασικό διάγραμμα). Τέτοιες μεταβολές στην σύνθεση του μη ηλίθιου πληθυσμού αναπόφευκτα ενισχύουν την καταστροφική δύναμη του ποσοστού η και καθιστούν την παρακμή αναπόφευκτη. Και η χώρα πάει κατά διαόλου.

Οι μη ηλίθιοι έχουν την τάση να ΜΗΝ λαμβάνουν σοβαρά υπ όψιν τους τις ενέργειες των ηλιθίων και να τις γελοιοποιούν βλέποντάς τες ως συμβάντα που “βγάζουν γέλιο” ή ως ανέκδοτα” . Όταν όμως γελάμε με την βλακεία, μπορούμε να την κάνουμε «συμπαθητική» και συνεπώς να την υποτιμήσουμε περαιτέρω. Αν και στην τέχνη ο βλάκας είναι (εντελώς) αναγνωρίσιμος, δεν ισχύει το ίδιο για την αληθινή ζωή. Έχει βασική σημασία να συνειδητοποιήσουμε περί τίνος πρόκειται, για να μπορέσουμε να ελέγξουμε καλύτερα τις συνέπειες. Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την νικήσουμε ολοκληρωτικά, όμως τα αποτελέσματά της μπορούν να είναι λιγότερο βαριά αν καταλάβουμε πώς λειτουργεί.
Άλλωστε η βλακεία έχει τρία χαρακτηριστικά.

1) Η βλακεία είναι ασυναίσθητη και υποτροπιάζει. «Ο κίνδυνος της βλακείας προέρχεται από τον βλάκα που δεν ξέρει ότι είναι βλάκας», εξηγεί ο Τσιπόλα. «Αυτό δίνει μεγαλύτερη δύναμη και αποτελεσματικότητα στην καταστρεπτική δράση της». Ο βλάκας δε γνωρίζει τα όριά του, παραμένει προσκολλημένος στις πεποιθήσεις του και δεν ξέρει πώς να αλλάξει, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνει επ’ άπειρον τα ίδια λάθη.

Σε κλινικό επίπεδο, η βλακεία είναι η χειρότερη ασθένεια, γιατί είναι αθεράπευτη. Ο βλάκας έχει την τάση να επαναλαμβάνει πάντα την ίδια συμπεριφορά, γιατί δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη ζημιά που προκαλεί και συνεπώς δεν μπορεί να αυτοδιορθωθεί. Ο βλάκας είναι σαν τα διαμάντια: παντοτινός. Η βλακεία είναι η χειρότερη ασθένεια, γιατί είναι αθεράπευτη. Ο βλάκας έχει την τάση να επαναλαμβάνει πάντα την ίδια συμπεριφορά, γιατί δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την ζημιά που προκαλεί και συνεπώς δεν μπορεί να αυτοδιορθωθεί. Αυτός είναι και ο ορισμός της σχιζοφρένειας, η επανάληψη της βλακείας

2) Η βλακεία είναι μεταδοτική. Το πλήθος, δηλαδή, συμπεριφέρεται με περισσότερο βλακώδη τρόπο από τα μεμονωμένα άτομα που το συνθέτουν. Αυτό εξηγεί γιατί ολόκληροι λαοί (όπως η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία) μπορούν εύκολα να χειραγωγηθούν, ώστε να επιδιώκουν τρελούς σκοπούς. Αυτό το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα γνωστό στην ψυχολογία. Η συναισθηματική μετάδοση, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομάδας, μειώνει την κριτική ικανότητα. Παρατηρείται τότε η «πόλωση της λήψης αποφάσεων»: επιλέγεται η πιο απλή λύση, που συνήθως είναι και η λιγότερο έξυπνη.

3) Εκτός από το πλήθος, υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που γιγαντώνει τη βλακεία: η εξουσία. «Η εξουσία αποβλακώνει», έγραψε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε. Τα άτομα που έχουν εξουσία τείνουν να πιστεύουν ότι, ακριβώς επειδή έχουν εξουσία, είναι οι καλύτεροι, οι πιο ικανοί, οι πιο έξυπνοι, οι πιο σοφοί από όλη την ανθρωπότητα. Εξάλλου, περιστοιχίζονται από αυλικούς, οπαδούς και κερδοσκόπους, που ενισχύουν διαρκώς αυτή την ψευδαίσθηση. Με αυτό τον τρόπο όποιος βρίσκεται στην εξουσία καταλήγει να διαπράττει κατά γενική ομολογία τις μεγαλύτερες ανοησίες.

Άλλωστε η εξουσία (πολιτική, οικονομική ή γραφειοκρατική) αυξάνει το βλαπτικό δυναμικό ενός βλάκα. Το πιο ακραίο παράδειγμα έρχεται από την ταινία S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, όπου μια ομάδα ηλιθίων φτάνει στο σημείο να πυροδοτήσει μια συσκευή που θα φέρει το τέλος του κόσμου, αφανίζοντας τον πλανήτη.

Δε χρειάζεται όμως να ανατρέξουμε στην επιστημονική φαντασία, καθώς η ιστορία βρίθει περιστατικών με συγκλονιστικά λάθη εκτίμησης. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ στις 14 Ιουλίου του 1789 (την ημέρα της κατάληψης της Βαστίλης, το γεγονός με το οποίο ξεκίνησε η Γαλλική Επανάσταση) σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Σήμερα τίποτα καινούριο».

Η ίδια ανόητη αίσθηση του ανίκητου ίσως οδήγησε τον Τζορτζ Άρμστρογκ Κάστερ να επιτεθεί στους Ινδιάνους της Μοντάνα το 1876 (κοντά στον πύργο Λιτλ Μπιγκ Χορν εκατοντάδες άντρες του αμερικανικού στρατού κατασφάχτηκαν από τη συμμαχία των Ινδιάνων Σιου με τους Σεγιέν) ή τον Ναπολέοντα να εισβάλει στη Ρωσία το χειμώνα του 1812 (κατά τη διάρκεια του οποίου η Μεγάλη Στρατιά της Γαλλίας αποδεκατίστηκε από το κρύο και την ανέχεια). Χωρίς να υπολογίσουμε τις –προβλεπόμενες– πανωλεθρίες στο Βιετνάμ και το σημερινό Ιράκ.

Σε αυτό το σημείο, όμως, ήρθε η ώρα για ένα συλλογισμό.

Δεδομένου ότι το χαρακτηριστικό του βλάκα είναι ότι δε γνωρίζει πως είναι βλάκας, αν πιστεύουμε ότι δεν είμαστε βλάκες, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι δεν είμαστε. Τουλάχιστον κάποιες φορές ή σε κάποιες περιπτώσεις. Έχουμε την τάση να χαρακτηρίζουμε βλακεία όλες τις συμπεριφορές που δεν εντάσσονται στα δικά μας νοητικά σχήματα. Όμως το να πιστεύουμε πως μόνο οι άλλοι είναι βλάκες είναι ένας φαύλος κύκλος και… μεγάλη βλακεία. Σε καθένα από εμάς υπάρχει ένας παράγοντας βλακείας που είναι πάντα μεγαλύτερος απ’ όσο πιστεύουμε. Το οποίο δεν είναι υποχρεωτικά μπελάς. Ίσως μάλιστα η βλακεία να έχει εξελικτική λειτουργία: μας αναγκάζει να κάνουμε ριψοκίνδυνες πράξεις, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να είναι περισσότερο χρήσιμες από την απραξία. Η βλακεία, καθώς είναι μια παράλογη συμπεριφορά, επιτρέπει στον άνθρωπο να δέχεται προκλήσεις που διαφορετικά δε θα δεχόταν. Και η παρεκτροπή λόγω της βλακείας οδηγεί στην πρόοδο και την ανεύρεση καινοτόμων λύσεων.

Η βλακεία, λοιπόν, μας επιτρέπει να κάνουμε λάθη, και από την εμπειρία του λάθους έρχεται πάντα η πρόοδος της γνώσης. Συνεπώς ένα σημείο-κλειδί για να εξαλείψουμε τη βλακεία είναι να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας και να διορθωθούμε. Όπως έλεγε ο Γάλλος συγγραφέας Πολ Βαλερί: «Υπάρχει ένας βλάκας μέσα μου. Πρέπει να επωφεληθώ από τα λάθη του». Με ποιον τρόπο όμως; Μια μελέτη του Πανεπιστημίου του Έξετερ στη Μεγάλη Βρετανία, που δημοσιεύτηκε στο Journal of Cognitive Neuroscience, εντόπισε μια περιοχή του εγκέφαλου, στον κροταφικό φλοιό, που ενεργοποιείται κάθε φορά που πρόκειται να διαπράξουμε το ίδιο λάθος: ένας συναγερμός μας εμποδίζει να πέσουμε στα ίδια σφάλματα. Αν λοιπόν η βλακεία οφείλεται σε μια ανωμαλία σε αυτή την περιοχή, ίσως μια μέρα καταφέρουμε να τη διορθώσουμε με μια χειρουργική επέμβαση. Αρκεί να μην πέσουμε στα χέρια ενός βλάκα γιατρού.

Tο απλό μυστικό για την ευτυχία

Η ζωή είναι γεμάτη με εμπόδια, αλλά πολλοί σοφοί του παρελθόντος έχουν περάσει από αυτές τις προκλήσεις και μπορούν να μας βοηθήσουν στο ταξίδι μας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το διάβασμα αποσπασμάτων παλιών σοφών και μυστικιστών μπορεί να είναι τόσο πολύτιμο.

Αυτό είναι το απλό μυστικό της ευτυχίας. Ό, τι κι αν κάνετε, μην αφήνετε το παρελθόν να κινεί τον νου σας. Επίσης, μην αφήνετε το μέλλον να σας ενοχλεί. Επειδή το παρελθόν δεν βρίσκεται πια εδώ και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμα. Όταν βρίσκεσαι στο παρελθόν ή στο μέλλον, ζεις στην μη-ύπαρξη. Και όταν ζεις στην μη-ύπαρξη, σου λείπει η ύπαρξη. Και τότε φυσικά, θα είσαι δυστυχισμένος γιατί θα σου λείπει ολόκληρη η ζωή σου.

Η δήλωση αυτή απηχεί τις συμβουλές του Eckhart Tolle:

“Πάντα πες “ναι “στην παρούσα στιγμή. Τι θα μπορούσε να είναι περισσότερο μάταιο, περισσότερο τρελό, από το να δημιουργήσεις εσωτερική αντίσταση σε αυτό που ήδη υπάρχει; τι θα μπορούσε να είναι πιο τρελό από το να αντιστέκεσαι στην ίδια την ζωή, η οποία είναι τώρα και πάντα θα είναι τώρα; Παραδοθείτε σε αυτό που είναι. Πείτε “ναι” στη ζωή – και θα δείτε πώς η ζωή ξαφνικά θα αρχίσει να δουλεύει για σας και όχι εναντίον σας”.

Η παρούσα στιγμή είναι το μόνο που έχουμε. Το ερώτημα λοιπόν είναι, πώς μπορούμε να αρχίσουμε να ζούμε περισσότερο στο τώρα;

Διαβάστε τα 7 βήματα

1) Κάντε ένα πράγμα την φορά

Μην φορτώνετε τους εαυτούς σας με πολλαπλά καθήκοντα. Όταν ποτίζεις, απλά πότισε. Όταν τρως, απλά φάε.

2) Κάν ‘το αργά

Δεν χρειάζεται να βιάζεστε για τίποτα. Κάντε τις πράξεις σας σκόπιμες, όχι τυχαίες.

3) Κάνε λιγότερα

Μπορείτε να επικεντρωθείτε σε αυτό που κάνετε αργά, πλήρως και με μεγαλύτερη συγκέντρωση.

4) Περάστε χρόνο να μην κάνετε τίποτα

Καθίστε στη σιωπή και παρατηρείστε τις σκέψεις σας. Μην προσπαθήσετε να τις αλλάξετε ή να τις κρίνετε. Απλά να υπάρχετε.

5) Όταν μιλάτε με κάποιον, να είστε παρόντες

Επικεντρωθείτε σε αυτό που σας λένε, χωρίς κρίση, και προσπαθήστε να αποφύγετε να σκέφτεστε κάτι άλλο.

6) Να τρώτε αργά και να απολαμβάνετε το φαγητό σας

Δεν υπάρχει καμία απόλαυση όταν τρώμε γρήγορα. Να απολαμβάνετε πραγματικά την γεύση και την υφή των γευμάτων σας.

7) Απολαύστε την κάθε στιγμή

Σκόπιμα επικεντρωθείτε στις εικόνες και στους ήχους γύρω σας. Αξιοποιήστε τις αισθήσεις σας.

Η Eλληνίδα Γεωμετρία και η διαδρομή της

Έχει ιστορικά καταγραφεί ότι οι αρχαίοι λαοί της Βαβυλώνας, της Αιγύπτου και της Κίνας ήξεραν να υπολογίζουν τα εμβαδά των ορθογώνιων σχημάτων. Οι φόρμουλες για τους υπολογισμούς των εμβαδών παραλληλογράμμων και τριγώνων ήταν γνωστές στους Βαβυλώνιους. Όσο για το εμβαδόν του κύκλου κάθε πολιτισμός είχε τις δικές του προσεγγίσεις, ήταν όμως όλες μεταξύ τους διαφορετικές.

Οι Βαβυλώνιοι και οι Κινέζοι είχαν βρει μια σχέση ανάμεσα στο εμβαδόν Α ενός κύκλου και στο μήκος C της περιφέρειας.

A = Cd/4 όπου d η διάμετρος

Οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τη φόρμουλα για την πυραμίδα αλλά δεν είχαν κανενός είδους αυστηρή ΑΠΟΔΕΙΞΗ και οι μέθοδοι ήταν σχετικά ανακριβείς.

Τα ελληνικά μαθηματικά δεν είναι μόνο Γεωμετρία. Οι Έλληνες είχαν βέβαια εντυπωσιακή πρόοδο στη Γεωμετρία αλλά και κυρίως άλλαξαν τον τρόπο σκέψης των μυημένων στα μαθηματικά. Έδωσαν πρωταρχικό ρόλο στις ΑΦΗΡΗΜΕΝΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ. Ο Θαλής εισήγαγε τη χρήση της λογικής απόδειξης σε έναν επαγωγικό συλλογισμό ενώ ο Ευκλείδης αξιοποίησε τις δικές του ιδέες για την οικοδόμηση των αξιωμάτων και των πορισμάτων.

Ο Θαλής πρέπει να διδάχθηκε Γεωμετρία από τους Αιγυπτίους ανακάλυψε πολλές γεωμετρικές ιδιότητες.

Ο Πυθαγόρας δημιούργησε τη περίφημη σχολή με πολιτικούς, φιλοσοφικούς και θρησκευτικούς στόχους. Οι μαθητές της Σχολής διδάσκονταν Αριθμητική, Μουσική, Γεωμετρία και Αστρονομία.

Οι μουσικές οκτάβες και οι νότες κατάγονται από εκείνους τους λεγόμενους πυθαγόρειους οι οποίοι ερεύνησαν και τη θεωρία των αριθμών.

Ο Ιπποκράτης ο Χίος ήταν ο πρώτος που ερεύνησε το πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου και του διπλασιασμού ενός κύβου.

Ο Πλάτων ήταν εκείνος που έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε θεωρητική και πρακτική Γεωμετρία, θεωρώντας μάλιστα την πρώτη – τη θεωρητική Γεωμετρία – ως ΙΔΕΑΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ενώ η πρακτική Γεωμετρία είναι τα εξαιρετικά σχήματα που φτιάχνουν οι άνθρωποι. Κινήθηκε επίσης και στην περιοχή της Γεωμετρίας των στερεών. Ο Αριστοτέλης συνέβαλλε στην οικοδόμηση των ελληνικών μαθηματικών με την διεξοδική έρευνά του στα θεμέλια της Λογικής πάνω στην οποία στηρίζονται.

Το «Στοιχεία Γεωμετρίας» του Ευκλείδη θεωρείται το σημαντικότερο κείμενο των Ελλήνων μαθηματικών. Το έργο αναπτύσσεται σε 13 βιβλία. Αν και προέρχεται από διάφορες πηγές η όλη οργάνωση του έργου είναι του Ευκλείδη. 2300 χρόνια αργότερα μπορούμε να πούμε ότι μόνο η Βίβλος έχει περισσότερες εκδόσεις από τα Στοιχεία.

Η παρουσίαση των Στοιχείων βασίζεται σε μια αυστηρή οικοδόμηση θεωρημάτων τα οποία αποδεικνύονται βάσει ενός συνόλου ΟΡΙΣΜΩΝ, ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ και ΑΞΙΩΜΑΤΩΝ χωρίς να είναι ιδιαίτερα σαφής η σημασιακή διαφορά των εννοιών αίτημα και αξίωμα.

Ο Ευκλείδης προσπαθεί να ΟΡΙΣΕΙ τις έννοιες που εμφανίζει αν και οι ορισμοί του είναι περισσότερο διευκρινίσεις και εξηγήσεις.

Οι Άραβες μαθηματικοί ενδιαφέρθηκαν και για τη Γεωμετρία. Η παλαιότερη αραβική Γεωμετρία είναι το έργο του al-Khwarizmi. Εμπεριείχε τις φόρμουλες για τον υπολογισμό του εμβαδού και της περιφέρειας του κύκλου δίδοντας στο π την τιμή 22/7.

Τα Στοιχεία του Ευκλείδη έφθασαν στην Ευρώπη και έκαναν αίσθηση.

Τον 16ο αιώνα η Ελληνίδα Γεωμετρία έχει ήδη ανθίσει κυρίως στα μοναστήρια των γαλλόφωνων Ιησουητών.

Το μεγάλο γεγονός του 17ου αιώνα είναι το Philosophiae Naturalis Principia Mathematica του Newton που κυκλοφορεί το έτος 1687. Εκτός από τη σημασία που έχει για τη γέννηση του ευρωπαϊκού Calculus το Principia, ευαγγέλιο της νεογέννητης Φυσικής, είναι και μία «χωρίς προηγούμενο συνάντηση» της εμπειρίας με τη Γεωμετρία. Ο Isaac Newton δεν υπήρξε βέβαια κάποιος μεγάλος γεωμέτρης – εξάλλου το είδος μεγάλος γεωμέτρης στην Αγγλία είναι σπάνιο. Ωστόσο η νεογέννητη Φυσική είναι πριν από όλα μία συγκρυστάλλωση της ανθρώπινης «αριστοτελικής» εμπειρίας με την «πλατωνική» Γεωμετρία.

Στο μεταξύ την εποχή εκείνη – 17ος αιώνας – η Γεωμετρία έχει ήδη συνδεθεί με την Άλγεβρα και με τον Calculus, αφού είχε προηγηθεί η «εμφάνιση» της Γαλλίδας Αναλυτικής Γεωμετρίας. Ο Descartes ο Fermat o Desargues ήταν εκείνοι που τη θεμελίωσαν και συγχρόνως εμπλούτισαν τις ιδέες του Ευκλείδη και προσπάθησαν να καλύψουν τις αδυναμίες του. Στο πεδίο της ανάπτυξης τον 18ο αιώνα τον ρόλο του πρωταγωνιστή τον έπαιξαν και πάλι κυρίως οι Γάλλοι.

Ο Monge δημιούργησε την παραστατική Γεωμετρία, o Poncelet και o Chasles συνέβαλαν στην οικοδόμηση της προβολικής, o Legendre υπήρξε ένας μεγάλος γεωμέτρης, o Clairaut συνέβαλε στη οικοδόμηση της διαφορικής Γεωμετρίας.

Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο μεγάλος γεωμέτρης είναι Ελβετός. Ο Jacob Steiner.

Κατά τον δέκατο ένατο αιώνας η ευκλείδεια Γεωμετρία θα γνωρίσει την αμφισβήτηση της μοναδικότητάς της και οι γερμανόφωνοι – κυρίως ο Gauss και o Rieman – θα είναι τώρα οι πρωταγωνιστές. Στο μεταξύ ο Ρώσος Lobatchevsi και ο Ούγγρος Bolyai θα έχουν διατυπώσει και εκείνοι την αμφισβήτηση τους.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις μεγάλοι γεωμέτρες δεν υπήρξαν ποτέ.

Στη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα – λίγο πριν ο Einstein παρουσιάσει τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητα- ο μεγαλύτερος μαθηματικός της εποχής, ο David Hilbert, είχε συμβουλεύσει του φυσικούς ότι «εάν θέλουν να προχωρήσουν πρέπει να πάψουν να βλέπουν τα πράγματα μόνο σαν φυσικοί και να γίνουν λίγο περισσότερο γεωμέτρες».

Η ομορφιά μας γεμίζει με δύναμη για ζωή

Πρόκειται για μια εμπειρία που βιώνουμε τακτικά. Περπατάμε στην εξοχή και ξαφνικά μας παρασύρει η ομορφιά ενός τοπίου. Χανόμαστε κοιτάζοντας τον ουρανό, που είναι παράξενα λαμπερός. Ακούμε στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι που μας συγκινεί βαθιά. Κι όλα αυτά τα βρίσκουμε όμορφα. Δεν λέμε ότι “μας ευχαριστούν”, αλλά ότι “είναι όμορφα”, σαν να πρέπει όλοι να συμφωνήσουν ότι είναι.

Επομένως πόση αυτοπεποίθηση έχουμε για να τολμήσουμε να ξεστομίσουμε μια τόσο γενική αλήθεια;

Έχουμε τόση εμπιστοσύνη στην κρίση μας, που δεν νιώθουμε καν την ανάγκη να επιχειρηματολογήσουμε. Κρίνουμε ελεύθερα, χωρίς να μας εμποδίζει οποιοδήποτε κριτήριο. Είναι όμορφο, έτσι απλά. Δεν είναι όμορφο γιατί. Είναι όμορφο επειδή δεν υπάρχει γιατί. Εμείς που αμφιβάλλουμε τόσο συχνά για τον ίδιο μας τον εαυτό να που τελικά δεν αμφιβάλλουμε: η παρατήρηση της ομορφιάς μάς επιτρέπει ν’ ακούσουμε επιτέλους τον εαυτό μας.

Θυμάμαι μια καλοκαιρινή βραδιά. Περπατώ σε μια παραλία και σκέφτομαι τη ζωή που φεύγει. Αμφιβάλλω σχεδόν για τα πάντα. Πρέπει να ξαναπιάσω τα ηνία, όμως δεν ξέρω πώς. Πρέπει να πάρω μια απόφαση, όμως δεν τα καταφέρνω. Ξαφνικά βλέπω αυτό το φως στη θάλασσα, αυτό το ασημένιο λαμπύρισμα. Το φως αρχίζει να χάνεται, κι όμως μοιάζει πιο έντονο. Ξαφνικά όλα γίνονται πιο πραγματικά, πιο παρόντα. Μπροστά σ’ αυτό το τόσο σαγηνευτικό θέαμα όλα δημιουργούν, παραδόξως, την αίσθηση της αιωνιότητας. Δεν αμφιβάλλω ούτε μία στιγμή: αυτό που βλέπω είναι όμορφο.

«Είναι όμορφο»: μια τόσο απλή φράση, γεμάτη από δύναμη.

Αυτή τη δύναμη την έχει ίσως γιατί το αισθητικό συναίσθημα περιλαμβάνει το σύνολο του εαυτού μας. Όταν κρίνω όμορφο το τοπίο, δεν σημαίνει ότι είμαι απλώς ευαίσθητος. Φυσικά ευαισθητοποιούνται οι αισθήσεις μου, όμως η αισθητική ευχαρίστησή μου δεν περιορίζεται σε μια αισθησιακή ευχαρίστηση, σε μια απόλαυση για τα μάτια και τα αφτιά. Αυτό το τοπίο έχει αξίες, έχει σημασία. Με κάνει να σκέφτομαι το άπειρο, την ελευθερία… Επομένως η ευχαρίστησή μου έχει, πέρα από μια αισθησιακή, και μια διανοητική διάσταση. Με τον ίδιο τρόπο έχω συνείδηση ότι μου αρέσει αυτό το τοπίο, όμως με σαγηνεύει, επίσης, και για λόγους που σχετίζονται με το ασυνείδητο και αφυπνίζουν το πιο κρυφό μέρος του εαυτού μου. Όταν είμαστε ευαίσθητοι απέναντι στην ομορφιά, δεν ακούμε, λοιπόν, μόνο ένα μέρος του εαυτού μας, αλλά εμπιστευόμαστε την αρμονία όλων των ιδιοτήτων μας: ευαισθησία, ευφυΐα ασυνείδητο, φαντασία… Αυτή η αρμονία μάς επιτρέπει να μιλάμε για αυτοπεποίθηση κι όχι απλώς για εμπιστοσύνη στην ευαισθησία ή στη λογική μας.

Παρατηρώντας το έργο ενός καλλιτέχνη μπαίνουμε μερικές φορές στον πειρασμό ν’ αναρωτηθούμε «τι εννοεί». Η σκέψη ενδέχεται να μας παρασύρει και να μας στερήσει την εσωτερική αρμονία που προσφέρουν τόσο απλά τα όμορφα τοπία: προσπαθώντας να βρούμε τι εννοεί ο καλλιτέχνης, δεν καταφέρνουμε να αισθανθούμε αυτό που προκαλεί το έργο του σ’ εμάς τους ίδιους. Σημαίνει όμως και να παρατηρήσουμε ένα έργο τέχνης ακριβώς όπως ένα τοπίο της φύσης, χωρίς να θέσουμε το ερώτημα της σκοπιμότητας που κρύβεται πίσω του. Τότε μας αρκεί να το κοιτάζουμε ή να το ακούμε, γιατί μας γεμίζει με βαθιά χαρά και μας βοηθάει ν’ ανακαλύψουμε αυτό που αισθανόμαστε. Πόσοι έφηβοι που αμφέβαλλαν για τον εαυτό τους ανακάλυψαν για πρώτη φορά, ακούγοντας τον Ντέιβιντ Μπόουι ή τον Τζον Λένον, ότι μπορούσαν να νιώσουν ασφάλεια και να εμπιστευτούν την κρίση τους; Σίγουρα αυτό είναι όμορφο. Το να βρίσκεται κανείς κοντά στην ομορφιά σημαίνει ότι έρχεται κοντά στον εαυτό του. Δεν θέλει να «ξεφύγει», αλλά να βυθιστεί στον εαυτό του και να συναντήσει το ενδεχόμενο της αυτοπεποίθησης.

Γι’ αυτό ευγνωμονούμε τους καλλιτέχνες που μας συγκινούν. Νιώθουμε την ανάγκη να τους ευχαριστήσουμε για τη δύναμη που μας δίνουν.

Όταν δηλώνουμε ότι κάτι «είναι όμορφο», τελικά ίσως μιλάμε τόσο για ένα τοπίο ή ένα τραγούδι όσο και για την ακαταμάχητη αυτοπεποίθηση που νιώθουμε ξαφνικά. Κάθε φορά που η ομορφιά μάς αγγίζει, μας δίνει τη δύναμη να τολμήσουμε να γίνουμε ο εαυτός μας.

Θυμάμαι πώς ένιωσα την πρώτη φορά που βρέθηκα μπροστά σ’ ένα έργο του Ρόθκο. Ένας τεράστιος καμβάς με πορτοκαλί και κίτρινο. Βρέθηκε ξαφνικά εκεί, μπροστά μου. Η απόλυτη αγνότητα. Η ομορφιά είναι μια παρουσία που καλεί μια άλλη. Κοιτούσα ένα έργο του Ρόθκο κι ένιωθα όπως τότε που κοιτούσα τη θάλασσα στην Κορσική: σίγουρα ήταν όμορφο, υπήρχε μέσα σ’ αυτή τη δόνηση του φωτός κάτι αιώνιο, κάτι αληθινό. Μια ανήκουστη πυκνότητα πνεύματος στην καρδιά της ύλης. Κι όμως δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό, δεν ήξερα καν ποιος ήταν ο Ρόθκο. Ωστόσο δεν είχα καμία αμφιβολία. Ένιωσα απόλυτη εμπιστοσύνη στο συναίσθημά μου, στην κρίση μου, σ’ εμένα και ταυτόχρονα σ’ αυτόν τον καλλιτέχνη που δεν ήξερα, στην τέχνη, στην ομορφιά, στη ζωή.

Όμως η ομορφιά μάς προσφέρει κάτι ακόμα. Μας γεμίζει με δύναμη για ζωή, μας βοηθάει ν’ αποκτήσουμε ξανά θάρρος. Το έχουμε ήδη ζήσει όλοι, ίσως σε μουσεία, ίσως ακούγοντας μουσική, σίγουρα κοντά στη φύση. Εξαντλημένοι από τις έννοιες, δύσθυμοι από τις αμφιβολίες μας, πεπεισμένοι ότι δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε, θα περπατήσουμε στην εξοχή, θα δούμε τις χιονισμένες βουνοκορφές ή απλώς τις ακτίνες του ήλιου να χορεύουν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων και τότε, ξαφνικά, θα νιώσουμε ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον.

Κάπως έτσι έμοιαζε η εμπειρία που είχα, κάτι τέτοιο περιγράφει και ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρο, στενός φίλος του Έμερσον, στο αριστούργημά του Walden ή Η Ζωή στο Δάσος: “Αυτός που ζει κοντά στη φύση και νιώθει τις αισθήσεις του ζωντανές δεν θα είναι ποτέ μελαγχολικός. Δεν υπήρξε ποτέ καταιγίδα που να μη συνοδεύεται από αιολική μουσική για τα αθώα αφτιά ενός αγνού πλάσματος. Όσο οι εποχές είναι φίλες μου, τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη ζωή βάρος”.

Εδώ η ομορφιά της φύσης κάνει κάτι περισσότερο από το να μας επιτρέψει να την κρίνουμε. Μας πλημμυρίζει από την ουσία της σε τέτοιο βαθμό, που μας δίνει δύναμη να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Είναι αρκετά δύσκολο να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Τι είναι αυτό που στην απλή παρατήρηση της ομορφιάς της φύσης μάς κάνει να νιώθουμε εμπιστοσύνη; Όπως και να ’χει, αυτές οι όμορφες εικόνες είναι εξ ορισμού επιφανειακές. Τότε γιατί μας αγγίζουν τόσο βαθιά, μας ηρεμούν και τρέφουν την εμπιστοσύνη μας;

Η παρατήρηση μας επιτρέπει να σχετικοποιούμε, να αλλάζουμε οπτική γωνία, προοπτική. Μπροστά σε τόση ομορφιά, μπροστά στο θαύμα της μέρας που ξημερώνει, του κόσμου που μοιάζει να γεννιέται μπροστά στα μάτια μας, παίρνουμε απόσταση από τα προβλήματά μας. Μπροστά στο μυστήριο του φωτός, ξαφνικά οι προβληματισμοί μάς βαραίνουν λιγότερο.

Όμως υπάρχει και κάτι ακόμα. Νιώθουμε ότι στην καρδιά αυτής της ομορφιάς υπάρχει μια δύναμη που μας ξεπερνά και την οποία εμπιστευόμαστε. Δεν παρατηρούμε απλώς την εξωτερική ομορφιά, νιώθουμε ταυτόχρονα μια δύναμη να μας διαπερνά τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Έτσι δεν είμαστε πια απλώς θεατές της ομορφιάς του κόσμου. Βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο, κάτι που είχαμε ξεχάσει και μας το θυμίζει η ομορφιά. Ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι κάτι που πρέπει να εκμεταλλευτούμε ή κάτι στο οποίο πρέπει να επενδύσουμε. Είναι το σπίτι μας. Είναι πιο εύκολο να έχουμε αυτοπεποίθηση όταν νιώθουμε ότι ο κόσμος είναι το σπίτι μας.

Η Αρχή της Βλάβης ή Αρχή της Ελευθερίας

Το 1776, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ κατοχύρωσε το δόγμα «Ζωή, ελευθερία και επιδίωξη της ευτυχίας», μια τριάδα φυσικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων κάθε λαού και κάθε ατόμου. «Δώστε μου ελευθερία ή θάνατο», είχε διακηρύξει έναν χρόνο νωρίτερα ο Αμερικανός επαναστάτης Πάτρικ Χένρι. Από τότε η ελευθερία ή/και η ανεξαρτησία θεωρείται το πιο σημαντικό ανθρώπινο δικαίωμα, ένα ιδανικό για το οποίο αξίζει να πολεμάμε και, αν χρειαστεί, να πεθάνουμε γι’ αυτό. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν παλέψει σκληρά για να την αποκτήσουν αποδεικνύει την ανυπολόγιστη αξία της.

Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η αξία της ελευθερίας/ανεξαρτησίας είναι τόσο ιερή ώστε δεν θα έπρεπε να θεωρείται ούτε εξειδικευμένη ούτε περιορισμένη. Εντούτοις δεν χρειάζεται παρά μόνο ένα λεπτό για να σκεφτούμε ότι τελικά η ελευθερία δεν μπορεί να είναι ούτε απεριόριστη ούτε απόλυτη. Όπως παρατήρησε ο Άγγλος ιστορικός Ρ. X. Τάουνι, «η ελευθερία κάποιων πρέπει να βασίζεται στη στέρηση της ελευθερίας κάποιων άλλων». Αν, δηλαδή, εγώ εξασκώ την ελευθερία μου τραγουδώντας δυνατά στο μπάνιο, με την πράξη μου σου στερώ την ελευθερία να περάσεις ένα ήσυχο βράδυ στο σπίτι σου. Κανένας, λοιπόν, δεν μπορεί να απολαμβάνει απεριόριστη ελευθερία χωρίς να περιορίζει κατά κάποιο τρόπο την ελευθερία των άλλων. Το ερώτημα, επομένως, είναι πώς και πού πρέπει να θέσουμε κάποια όρια.

Από μιας μορφής φιλελεύθερη άποψη, η τυπική απάντηση σε αυτή την ερώτηση μπορεί να δοθεί με αυτό που ονομάζουμε «αρχή της βλάβης» (ή αρχή της ελευθερίας) η οποία ορίζει ότι τα άτομα πρέπει να αφήνονται ελεύθερα από την κοινωνία να ενεργούν με οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί οι πράξεις τους να μην υπονομεύουν τα συμφέροντα των άλλων. Αυτή η αρχή βρίσκεται στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», μία από τις θεμελιώδεις διακηρύξεις η οποία καθόρισε με γενναιότητα τη «διατήρηση όλων των φυσικών και αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου» στο ξεκίνημα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789:

«Η ελευθερία συνίσταται στο να μπορείς να κάνεις κάτι το οποίο όμως δεν μπορεί να βλάψει κάποιον άλλον. Επομένως, η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων του κάθε ανθρώπου δεν έχει όρια εκτός από εκείνα που εξασφαλίζουν ότι τα άλλα μέλη της κοινωνίας θα μπορούν να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα. Άρθρο 4, Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη».

Αυτή η αρχή όμως είναι ευρύτερα γνωστή από το έργο Για την Ελευθερία (1859) του βικτωριανού φιλοσόφου Τζον Στιούαρτ Μιλ: «Ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να εξασκηθεί εξουσία δικαίως και νομίμως σε ένα μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας, αντίθετα με τη θέλησή του, είναι για να εμποδιστεί η βλάβη ή η ζημιά σε κάποιο άλλο άτομο. Το δικό του προσωπικό όφελος, είτε φυσικό είτε ηθικό, δεν είναι ικανοποιητική δικαιολογία».

Ο Μπερλίν και η αρνητική ελευθερία

Η αρχή της ανεξαρτησίας η οποία δημιουργήθηκε από την εφαρμογή της αρχής της βλάβης, είναι ένα είδος ελευθερίας που χαρακτηρίστηκε αργότερα από τον φιλόσοφο Αϊζάια Μπερλίν, στο περίφημο δοκίμιο Δύο Αντιλήψεις για την Ελευθερία (1958) «αρνητική ελευθερία». Μια τέτοια ελευθερία είναι αρνητική υπό την έννοια ότι καθορίζεται από κάτι που είναι απόν – από οποιαδήποτε μορφή εξωτερικού εξαναγκασμού ή περιορισμού. Με απλά λόγια, είστε ελεύθεροι να πράττετε οτιδήποτε επιθυμείτε, εφόσον δεν υπάρχει κάτι που να σας εμποδίζει να το κάνετε.

Σύμφωνα με την άποψη του Μπερλίν, θα έπρεπε να υπάρχει ένα πεδίο προσωπικής ελευθερίας απαραβίαστο και απρόσβλητο από οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση και εξουσία, ένα πεδίο όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να αφεθεί «να πράττει ή να είναι οτιδήποτε ικανός να κάνει ή να είναι». Και υπ’ αυτή την έννοια, τα άτομα θα έπρεπε να αφήνονται να ικανοποιούν τις προσωπικές τους επιθυμίες και τάσεις χωρίς εμπόδια και φραγμούς, υπό την προϋπόθεση ότι, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, οι πράξεις τους δεν θα βλάπτουν τους άλλους ανθρώπους ή δεν θα τους εμποδίζουν να απολαμβάνουν παρόμοιες ελευθερίες. Συνεπώς, η «αρχή της βλάβης» είναι στενά συνδεδεμένη με έναν άλλο σπουδαίο πυλώνα της ελευθερίας/ανεξαρτησίας, αυτόν της ανεκτικότητας.

Από τον πατερναλισμό στην τυραννία

Οι άνθρωποι που κριτικάρουν την «αρχή της βλάβης» μπορεί να εστιάσουν στην πρακτική ανεπάρκεια της ανεξαρτησίας την οποία υποτίθεται ότι προστατεύουν. Είναι αλήθεια όλοι οι πολίτες των ΗΠΑ έχουν το δικαίωμα να γίνουν Πρόεδροι. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κανένα νομικό ή συνταγματικό κώλυμα στη διεκδίκηση του ανώτατου αυτού αξιώματος. Υπάρχει όμως πραγματικά η ευχέρεια να γίνει κάτι τέτοιο, αν η έλλειψη δεδομένων στοιχείων, όπως είναι οι απαραίτητοι πόροι από την άποψη των χρημάτων, της κοινωνικής θέσης, της μόρφωσης ή του χαρακτήρα, καθιστούν κάτι τέτοιο εντελώς αδύνατον; Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι άνθρωποι φαίνεται να μην έχουν την ουσιώδη ελευθερία να εξασκήσουν τα δικαιώματα που έχουν τυπικά. Το τι δεν υπάρχει εδώ, είναι αυτό που ο Μπερλίν ονομάζει «θετική ή ρητή ελευθεριά», δηλαδή όχι απλώς ελευθερία από εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά ένα είδος «ενεργητικής» ελευθερίας που μας επιτρέπει να φτάσουμε σε συγκεκριμένους στόχους- ένα είδος δύναμης, η οποία επιτρέπει στα άτομα να ξεδιπλώσουν τις δυνατότητές τους, να εκπληρώσουν το όνειρά τους, να δρουν αυτόνομα και να ελέγχουν το πεπρωμένο τους.

Για εκείνους, συμπεριλαμβανομένου του Μπερλίν, οι οποίοι υποστηρίζουν την «αρχή της βλάβης», η θεωρία τους στηρίζεται στην παρατήρηση του τι μπορεί να συμβεί όταν η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται. Σε αυτή την περίπτωση, ίσως υπάρξει ένα είδος πατερναλισμού, κατά τον οποίο οι άνθρωποι θα αναλαμβάνουν από μόνοι τους να προωθήσουν (αυτό που θεωρούν ότι είναι) θετική ελευθερία στη ζωή των άλλων. Πολλές φορές, ξεκινώντας με τις καλύτερες προθέσεις, οι άνθρωποι φτάνουν σε γρήγορα συμπεράσματα, ότι υπάρχει πραγματικά ένα σωστό μονοπάτι, το οποίο οι άνθρωποι θα ήταν έτοιμοι να επιλέξουν εάν μόνο ήξεραν καλύτερα – αν, δηλαδή, η “καλύτερη πλευρά” τους κυριαρχούσε, ή ίσως αν η χειρότερη πλευρά τους καταπιεζόταν. Από εδώ, όπως παρατήρησε δυστυχώς και ο Μπερλίν, υπάρχει τελικά πολύ μικρή απόσταση για τους κατέχοντες την εξουσία να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι έχουν το δικαίωμα να αγνοήσουν τις πραγματικές επιθυμίες των ανθρώπων ή των κοινωνιών και να εκφοβίσουν, να καταπιέσουν, να βασανίσουν εν ονόματι και από μέρους των “πραγματικών” εαυτών των ανθρώπων».

Σε πολύ ακραίες περιπτώσεις, ό,τι αρχίζει σαν κοινωνική μεταρρύθμιση μπορεί να μετατραπεί πολύ εύκολα σε φανατισμό, δικαιολογώντας, όπως τουλάχιστον φαίνεται, ένα είδος τυραννίας η οποία αυτό που ουσιαστικά διεκδικεί είναι η συμμόρφωση στην επιδίωξη των στόχων της κοινωνίας και αποκτηνώνει τους πολίτες στην πορεία της. Εμφανώς, η βαθύτερη δυσπιστία του Μπερλίν για τη θετική ελευθερία, τροφοδοτήθηκε κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος από τις τερατωδίες του εικοστού αιώνα. Και συμπεραίνει ο Μπερλίν, «το να επιτίθεσαι, το να προσπαθείς να προσηλυτίσεις στις δικές σου απόψεις ενάντια στις απόψεις των άλλων, όλος αυτός ο έλεγχος και η υποχρεωτική αλλαγή σκέψης, είναι ένα είδος άρνησης αυτού που υπάρχει στους ανθρώπους και κάνει και αυτούς και τις αξίες τους θεμελιώδη».

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι

Αν μας ζητούσαν να περιγράψουμε πώς ακριβώς φανταζόμαστε ότι είναι και φέρεται ένας σοφός άνθρωπος, είναι πολύ πιθανό οι περιγραφές των περισσοτέρων από εμάς να συνέπιπταν σε πολλά σημεία: θα μιλούσαμε μάλλον για έναν άνθρωπο κάπως μεγάλης ηλικίας, που ζει ουσιαστικά μόνος σ’ ένα μέρος μακριά από τη βουή της πόλης μια λιτή ζωή χωρίς πολυτέλειες και περιττά αντικείμενα, με ελάχιστες ή καθόλου ανέσεις και ευκολίες.

Γνωρίζουμε – χωρίς να μπορούμε να πούμε πώς – ότι αν είμαστε σοφότεροι, δεν θα είχαμε τέτοια εξάρτηση από τα υλικά πράγματα, δεν θα χρειαζόταν να περιστοιχιζόμαστε απ’ αυτά ούτε και θα τους αφιερώναμε τόσο χρόνο. Διαισθανόμαστε ότι αν μπορούσαμε να εξυψωθούμε σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, δεν θα χρειαζόμαστε πια να βλέπουμε διαρκώς τους άλλους γύρω μας να μας χειροκροτούν, να μας επιδοκιμάζουν, να μας λένε πόσο πολύ μας αγαπάνε ή πόσο μας χρειάζονται. Δεν θ’ αφιερώναμε καθόλου χρόνο ή κόπο στην προσπάθειά μας να γίνουμε κάτι που δεν είμαστε.

Κάτι μας λέει μέσα μας πως η αδυναμία, η άγνοια, η νεύρωση ή η πνευματική μας πενία (μπορούμε να το πούμε με πολλούς τρόπους) είναι που μας ωθεί προς αυτά τα – στην πραγματικότητα επιφανειακά – πράγματα, και μας κάνει να τα θεωρούμε απαραίτητα.

Αν η λέξη προσκόλληση αναφέρεται στην κυριολεξία σε μια κατάσταση έντονου ενδιαφέροντος, κλίσης, συμπάθειας ή στενής σχέσης με κάτι (ή κάποιον), αυτή η σχέση είναι πάντα πολύ ιδιαίτερη και αρρωστημένη, γιατί περιλαμβάνει μια αφοσίωση που σκλαβώνει, μια ευχαρίστηση που πονάει, μια προτίμηση που δεσμεύει. Είναι αυτή η σχέση που μας κρατάει δεμένους και εξαρτημένους απ’ αυτό που αγαπάμε ή έχουμε επιλέξει, και που περιλαμβάνει τον φόβο της απώλειας, τη δυσκολία του αποχωρισμού και την υποκειμενική αδυναμία μας να το αφήσουμε να φύγει.

Μετά απ’ όσα είπαμε, ίσως και να ξεκαθαρίζουν οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται να μάθει κάποιος να βαδίζει στο μονοπάτι της αποστασιοποίησης. Το να “παρατάμε” κάτι, λοιπόν, είναι σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν επιτακτική ανάγκη (είναι εμφανές πως ούτε τώρα τολμώ να χρησιμοποιήσω αβασάνιστα τη λέξη επιτακτική).

Ωραία λοιπόν… Πώς μπορούμε να μεταφέρουμε αυτήν την ιδέα στη ζωή μας;

Στην πρόκληση να διασχίσουμε και να εξερευνήσουμε το επίπεδο της πνευματικότητάς μας, μαθαίνουμε, όπως είπαμε, πως στο ταξίδι αυτό παίρνουμε ελάχιστες αποσκευές· τα απολύτως απαραίτητα. Για να ξεκινήσει κανείς τον πνευματικό δρόμο, το μόνο που είναι απολύτως αναγκαίο είναι ν’ αρχίσει να βαδίζει. Από την αρχή καταλαβαίνεις μόνος σου ότι θα πρέπει ν’ απαλλαγείς απ’ όλα τα περιττά, από πράγματα που δεν είναι αναγκαία και, αργά ή γρήγορα, θα σου γίνουν μάλλον βάρος παρά βοήθεια.

Η καταναλωτική κοινωνία μετατρέπει το προαιρετικό σε αναγκαίο και το αναγκαίο σε ζωτικό και σπάνιο (καθιστώντας το έτσι ακόμα πιο επιθυμητό και διευκολύνοντας τη δουλειά των πωλητών και των διαφημιστών).

Για πολλούς, ζωτικά είναι τα λεφτά ή τα υλικά αγαθά· γι’ άλλους, οι ανέσεις που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο μιας ευτυχισμένης ζωής· για μερικούς, τέλος, η απαγκίστρωση από μια σχέση στην οποία έχουν εγκλωβιστεί.

Όπως και να ’χει, στο καινούργιο επίπεδο ο καθένας μπορεί να συνειδητοποιήσει, λίγο μετά το ξεκίνημά του, τι του περισσεύει, τι τον βαραίνει περισσότερο, τι περιττό φορτίο κουβαλάει.

Είναι κλασική η ιστορία ζεν που μιλάει για έναν ταξιδιώτη που τον βρήκε η νύχτα στη μέση του δρόμου και χτύπησε την πόρτα ενός σοφού για να του ζητήσει να τον φιλοξενήσει ως το επόμενο πρωί. Ο σοφός δέχεται και καλεί τον ταξιδιώτη να περάσει μέσα. Μπαίνει εκείνος, και έκπληκτος βλέπει την καλύβα του σοφού τελείως άδεια, εκτός από ένα ράντσο από καραβόπανο που είχε για κρεβάτι, κι ένα – δυο πήλινα κανάτια με νερό.

“Που είναι τα πράγματά σου;” ρωτάει τον σοφό ο ταξιδιώτης.
“Τα δικά σου που είναι;” απαντάει ο σοφός.
“Μα εγώ είμαι περαστικός!” αναφωνεί ο ταξιδιώτης.
Τότε ο σοφός λέει χαμογελώντας:
“Κι εγώ το ίδιο!”.

Όλοι περαστικοί είμαστε σ’ αυτήν τη ζωή. Ιδιαίτερα όσοι δεν το ξέρουν.

Προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουμε ή να γίνουμε εκείνο που δεν είμαστε, ακόμη κι αν αυτό που επιθυμούμε δεν είναι αναγκαίο, κι ακόμη κι αν η φιλοδοξία μας είναι ανέφικτη ή άδικη.

Εμείς οι προνομιούχοι που δεν πεινάσαμε ποτέ, που βρήκαμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και δεν κοιμηθήκαμε έξω στο κρύο, εμείς που – καλώς ή κακώς -, έχουμε ακόμα δουλειά, που δεν περπατήσαμε ποτέ ξυπόλυτοι παρά μόνο στην παραλία, εμείς, πάντα κάτι επιθυμούμε.

Επιθυμούμε αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο, γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τα πράγματα όπως είναι.
Λένε πως η επιθυμία σέρνει μονίμως απ’ το χέρι την απογοήτευση, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η απογοήτευση είναι που τραβάει απ’ το χέρι την επιθυμία. Γι’ αυτό, ακόμα κι όταν η επιθυμία έχει ικανοποιηθεί, η πιο πρωτόγονη και βαθιά απογοήτευση εξακολουθεί – ακόρεστη – να υπάρχει.

Αν δεν απαλλαγούμε απ’ αυτήν την ενδογενή αίσθηση ανικανοποίητου, ακόμη κι αν καταφέρουμε κάτι απ’ όσα ποθούμε, θα διαπιστώσουμε ότι το επίτευγμά μας δεν είναι ποτέ πλήρες, ποτέ όπως το φανταζόμαστε, ποτέ αρκετό.

Συνεπώς, η μόνη λύση αν θέλει κάποιος να αποφύγει τη ματαίωση και τη δυστυχία, είναι να εγκαταλείψει εξαρχής την επιθυμία.

Μ’ άλλα λόγια: να φτάσει στην απόλυτη αποδοχή, σε μια χαλαρή και διόλου απαιτητική σχέση με τα πράγματα που είναι όπως είναι, και βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.