Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (1147-1185)

ΟΙ. ἆ, μὴ κόλαζε, πρέσβυ, τόνδ᾽, ἐπεὶ τὰ σὰ
δεῖται κολαστοῦ μᾶλλον ἢ τὰ τοῦδ᾽ ἔπη.
ΘΕ. τί δ᾽, ὦ φέριστε δεσποτῶν, ἁμαρτάνω;
1150 ΟΙ. οὐκ ἐννέπων τὸν παῖδ᾽ ὃν οὗτος ἱστορεῖ.
ΘΕ. λέγει γὰρ εἰδὼς οὐδέν, ἀλλ᾽ ἄλλως πονεῖ.
ΟΙ. σὺ πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλαίων δ᾽ ἐρεῖς.
ΘΕ. μὴ δῆτα, πρὸς θεῶν, τὸν γέροντά μ᾽ αἰκίσῃ.
ΟΙ. οὐχ ὡς τάχος τις τοῦδ᾽ ἀποστρέψει χέρας;
1155 ΘΕ. δύστηνος, ἀντὶ τοῦ; τί προσχρῄζων μαθεῖν;
ΟΙ. τὸν παῖδ᾽ ἔδωκας τῷδ᾽ ὃν οὗτος ἱστορεῖ;
ΘΕ. ἔδωκ᾽· ὀλέσθαι δ᾽ ὤφελον τῇδ᾽ ἡμέρᾳ.
ΟΙ. ἀλλ᾽ ἐς τόδ᾽ ἥξεις μὴ λέγων γε τοὔνδικον.
ΘΕ. πολλῷ γε μᾶλλον, ἢν φράσω, διόλλυμαι.
1160 ΟΙ. ἁνὴρ ὅδ᾽, ὡς ἔοικεν, ἐς τριβὰς ἐλᾷ.
ΘΕ. οὐ δῆτ᾽ ἔγωγ᾽, ἀλλ᾽ εἶπον ὡς δοίην πάλαι.
ΟΙ. πόθεν λαβών; οἰκεῖον, ἢ ᾽ξ ἄλλου τινός;
ΘΕ. ἐμὸν μὲν οὐκ ἔγωγ᾽, ἐδεξάμην δέ του.
ΟΙ. τίνος πολιτῶν τῶνδε κἀκ ποίας στέγης;
1165 ΘΕ. μὴ πρὸς θεῶν, μή, δέσποθ᾽, ἱστόρει πλέον.
ΟΙ. ὄλωλας, εἴ σε ταῦτ᾽ ἐρήσομαι πάλιν.
ΘΕ. τῶν Λαΐου τοίνυν τις ἦν γεννημάτων.
ΟΙ. ἦ δοῦλος, ἢ κείνου τις ἐγγενὴς γεγώς;
ΘΕ. οἴμοι, πρὸς αὐτῷ γ᾽ εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν.
1170 ΟΙ. κἄγωγ᾽ ἀκούειν· ἀλλ᾽ ὅμως ἀκουστέον.
ΘΕ. κείνου γέ τοι δὴ παῖς ἐκλῄζεθ᾽· ἡ δ᾽ ἔσω
κάλλιστ᾽ ἂν εἴποι σὴ γυνὴ τάδ᾽ ὡς ἔχει.
ΟΙ. ἦ γὰρ δίδωσιν ἥδε σοι; ΘΕ. μάλιστ᾽, ἄναξ.
ΟΙ. ὡς πρὸς τί χρείας; ΘΕ. ὡς ἀναλώσαιμί νιν.
1175 ΟΙ. τεκοῦσα τλήμων; ΘΕ. θεσφάτων γ᾽ ὄκνῳ κακῶν.
ΟΙ. ποίων; ΘΕ. κτενεῖν νιν τοὺς τεκόντας ἦν λόγος.
ΟΙ. πῶς δῆτ᾽ ἀφῆκας τῷ γέροντι τῷδε σύ;
ΘΕ. κατοικτίσας, ὦ δέσποθ᾽, ὡς ἄλλην χθόνα
δοκῶν ἀποίσειν, αὐτὸς ἔνθεν ἦν· ὁ δὲ
1180 κάκ᾽ ἐς μέγιστ᾽ ἔσωσεν. εἰ γὰρ οὗτος εἶ
ὅν φησιν οὗτος, ἴσθι δύσποτμος γεγώς.
ΟΙ. ἰοὺ ἰού· τὰ πάντ᾽ ἂν ἐξήκοι σαφῆ.
ὦ φῶς, τελευταῖόν σε προσβλέψαιμι νῦν,
ὅστις πέφασμαι φύς τ᾽ ἀφ᾽ ὧν οὐ χρῆν, ξὺν οἷς τ᾽
1185 οὐ χρῆν ὁμιλῶν, οὕς τέ μ᾽ οὐκ ἔδει κτανών.

***
ΟΙΔ. Γιατί τον απειλείς; Εσύ
χρειάζεσαι φοβέρες, γέροντα,
κι όχι τα λόγια τα δικά του.
ΘΕΡ. Τί λάθος έκανα, μεγαλειότατε;
1150 ΟΙΔ. Δε μαρτυράς για το μωρό
που σου θυμίζει.
ΘΕΡ. Δεν ξέρει τί του γίνεται· μιλάει στο βρόντο.
ΟΙΔ. Ό, τι δεν πεις με το καλό,
θα το ξεράσεις κλαίγοντας.
ΘΕΡ. Για το θεό,
δε θα σηκώσεις χέρι
σ᾽ ένα γέρο.
ΟΙΔ. Δε θα τον δέσει κάποιος
γρήγορα πισθάγκωνα;
ΘΕΡ. Ο δόλιος, γιατί;
Τί θες να μάθεις παραπάνω;
ΟΙΔ. Του ᾽δωσες το παιδί που μολογάει;
ΘΕΡ. Του το ᾽δωσα που να μην έσωνα.
ΟΙΔ. Και δε θα σώσεις, αν δεν πεις την αλήθεια.
ΘΕΡ. Κι αν θα μιλήσω, χάθηκα.
1160 ΟΙΔ. Αυτός ο άνθρωπος, θαρρώ,
βάλθηκε να γλιστράει.
ΘΕΡ. Καθόλου. Σου το ᾽πα· του το ᾽δωσα.
ΟΙΔ. Το πήρες από πού;
Ήταν δικό σου;
Ήτανε ξένο;
ΘΕΡ. Δεν ήτανε δικό μου.
Άλλος μου το ᾽δωσε.
ΟΙΔ. Κάποιος πολίτης από δω;
Από ποιό σπίτι;
ΘΕΡ. Για το θεό, μην επιμένεις να ρωτάς.
ΟΙΔ. Αν σε ρωτήσω δεύτερη φορά,
θα μετανιώσεις.
ΘΕΡ. Ήταν απ᾽ το παλάτι κάποιος· του Λαΐου.
ΟΙΔ. Δούλος; Ή κάποιος συγγενής;
ΘΕΡ. Αλίμονο, το φοβερό θα ξεστομίσω λόγο.
1170 ΟΙΔ. Κι εγώ θα τον ακούσω.
Κι έχω βαρύ το χρέος να τον ακούσω.
ΘΕΡ. Λέγαν πως ήταν γιος του.
Μα θα στο πει καλύτερα
η σύζυγός του μέσα στο παλάτι.
ΟΙΔ. Μήπως εκείνη στο ᾽δωσε;
ΘΕΡ. Μάλιστα, βασιλιά μου.
ΟΙΔ. Για να το κάνεις τί;
ΘΕΡ. Να το ξεκάνω.
ΟΙΔ. Μάνα; και πώς το μπόρεσε;
ΘΕΡ. Τη στοίχειωναν απαίσιες μαντείες.
ΟΙΔ. Ποιές;
ΘΕΡ. Προφήτευαν πως θα σκοτώσει τους γονιούς του.
ΟΙΔ. Και πώς σ᾽ αυτόν τον γέροντα
τόλμησες να τ᾽ αφήσεις;
ΘΕΡ. Το πόνεσα και νόμισα
πως σ᾽ άλλη χώρα θα το ταξίδευε· στα μέρη του.
Το ᾽σωσε και το βύθισε στη συμφορά.
1180 Αν είσαι αυτός που λέει πως είσαι,
τώρα το ξέρεις πια:
γεννήθηκες καταραμένος.
ΟΙΔ. Ιού, ιού,
τα πάντα γίναν διαυγή!
Ω φως,
για τελευταία σε βλέπω φορά.
Εγώ,
περίοπτος και διαφανής.
Απ᾽ αυτούς που δεν έπρεπε φύτρωσα,
μ᾽ αυτούς που δεν έπρεπε πλάγιασα
κι αυτούς που δεν έπρεπε σκότωσα.

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (1.245-1.303)

245 Ὣς φάτο Πηλεΐδης, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ
χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον, ἕζετο δ᾽ αὐτός·
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἑτέρωθεν ἐμήνιε· τοῖσι δὲ Νέστωρ
ἡδυεπὴς ἀνόρουσε, λιγὺς Πυλίων ἀγορητής,
τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή·
250 τῷ δ᾽ ἤδη δύο μὲν γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων
ἐφθίαθ᾽, οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ᾽ ἐγένοντο
ἐν Πύλῳ ἠγαθέῃ, μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσεν·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὦ πόποι, ἦ μέγα πένθος Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει·
255 ἦ κεν γηθήσαι Πρίαμος Πριάμοιό τε παῖδες
ἄλλοι τε Τρῶες μέγα κεν κεχαροίατο θυμῷ,
εἰ σφῶϊν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιϊν,
οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν, περὶ δ᾽ ἐστὲ μάχεσθαι.
ἀλλὰ πίθεσθ᾽· ἄμφω δὲ νεωτέρω ἐστὸν ἐμεῖο·
260 ἤδη γάρ ποτ᾽ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν
ἀνδράσιν ὡμίλησα, καὶ οὔ ποτέ μ᾽ οἵ γ᾽ ἀθέριζον.
οὐ γάρ πω τοίους ἴδον ἀνέρας οὐδὲ ἴδωμαι,
οἷον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε, ποιμένα λαῶν,
Καινέα τ᾽ Ἐξάδιόν τε καὶ ἀντίθεον Πολύφημον,
265 Θησέα τ᾽ Αἰγεΐδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν·
κάρτιστοι δὴ κεῖνοι ἐπιχθονίων τράφεν ἀνδρῶν·
κάρτιστοι μὲν ἔσαν καὶ καρτίστοις ἐμάχοντο,
φηρσὶν ὀρεσκῴοισι, καὶ ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν.
καὶ μὲν τοῖσιν ἐγὼ μεθομίλεον ἐκ Πύλου ἐλθών,
270 τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης· καλέσαντο γὰρ αὐτοί·
καὶ μαχόμην κατ᾽ ἔμ᾽ αὐτὸν ἐγώ· κείνοισι δ᾽ ἂν οὔ τις
τῶν οἳ νῦν βροτοί εἰσιν ἐπιχθόνιοι μαχέοιτο·
καὶ μέν μευ βουλέων ξύνιεν πείθοντό τε μύθῳ·
ἀλλὰ πίθεσθε καὶ ὔμμες, ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον·
275 μήτε σὺ τόνδ᾽ ἀγαθός περ ἐὼν ἀποαίρεο κούρην,
ἀλλ᾽ ἔα, ὥς οἱ πρῶτα δόσαν γέρας υἷες Ἀχαιῶν·
μήτε σύ, Πηλείδη, ἔθελ᾽ ἐριζέμεναι βασιλῆϊ
ἀντιβίην, ἐπεὶ οὔ ποθ᾽ ὁμοίης ἔμμορε τιμῆς
σκηπτοῦχος βασιλεύς, ᾧ τε Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν.
280 εἰ δὲ σὺ καρτερός ἐσσι, θεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ,
ἀλλ᾽ ὅ γε φέρτερός ἐστιν, ἐπεὶ πλεόνεσσιν ἀνάσσει.
Ἀτρεΐδη, σὺ δὲ παῦε τεὸν μένος· αὐτὰρ ἔγωγε
λίσσομ᾽ Ἀχιλλῆϊ μεθέμεν χόλον, ὃς μέγα πᾶσιν
ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο.»
285 Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, γέρον, κατὰ μοῖραν ἔειπες·
ἀλλ᾽ ὅδ᾽ ἀνὴρ ἐθέλει περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων,
πάντων μὲν κρατέειν ἐθέλει, πάντεσσι δ᾽ ἀνάσσειν,
πᾶσι δὲ σημαίνειν, ἅ τιν᾽ οὐ πείσεσθαι ὀΐω·
290 εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι;»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑποβλήδην ἠμείβετο δῖος Ἀχιλλεύς·
«ἦ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην,
εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅττι κεν εἴπῃς·
295 ἄλλοισιν δὴ ταῦτ᾽ ἐπιτέλλεο, μὴ γὰρ ἔμοιγε
σήμαιν᾽· οὐ γὰρ ἔγωγ᾽ ἔτι σοὶ πείσεσθαι ὀΐω.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
χερσὶ μὲν οὔ τοι ἔγωγε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης
οὔτε σοὶ οὔτε τῳ ἄλλῳ, ἐπεί μ᾽ ἀφέλεσθέ γε δόντες·
300 τῶν δ᾽ ἄλλων ἅ μοί ἐστι θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ,
τῶν οὐκ ἄν τι φέροις ἀνελὼν ἀέκοντος ἐμεῖο·
εἰ δ᾽ ἄγε μὴν πείρησαι, ἵνα γνώωσι καὶ οἷδε·
αἶψά τοι αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί.»

***
245 Είπε και χάμω επέταξε το χρυσοκαρφωμένο
σκήπτρο και πάλι εκάθισε˙ και από το άλλο μέρος
του Ατρείδη έβραζε η χολή· τότ᾽ εσηκώθη ο Νέστωρ,
ο γλυκολόγος, λιγυρός ομιλητής της Πύλου
που ωσάν το μέλι η λαλιά του εκύλ᾽ από τα χείλη·
250 δυο γενεές είχαν σβησθεί των πρόσκαιρων ανθρώπων,
στην Πύλον, συνομήλικοι και συνανάστροφοί του,
τώρα εις την τρίτην γενεάν βασίλευεν ο γέρος·
αυτός τότε καλόγνωμα σ᾽ εκείνους ομιλούσε:
«Ωιμέ! στην γην των Αχαιών μεγάλη θλίψις ήλθε
255 πόσην θα είχε ο Πρίαμος χαρά και τα παιδιά του
και πόσον όλος ο λαός θα ευφραίνονταν της Τροίας,
που μάχεσθε αν εμάθαιναν οι δύο σεις που είσθε
οι κορυφές των Δαναών στην γνώση και στα όπλα.
Και ακούσετέ με, ότ᾽ είσθε σεις κι οι δυο νεότεροί μου,
260 ότι με άνδρες έσμιξα πολύ καλύτερούς σας,
σ᾽ άλλους καιρούς και αυτοί ποσώς δεν μ᾽ εκαταφρονούσαν.
Άνδρες δεν είδα ή θα ιδώ ποτέ μου ωσάν εκείνους,
Πειρίθοον και Δρύαντα, καλόν λαών ποιμένα,
Καινέα και Εξάδιον, Πολύφημον τον θείον
265 και ακόμα τον ισόθεον Θησέα τον Αιγείδην,
ωσάν αυτούς ανίκητοι θνητοί δεν γεννηθήκαν,
σφόδρ᾽ ανδρειωμένοι εμάχονταν με σφόδρ᾽ ανδρειωμένους,
μ᾽ άγρια θεριά βουνίσια, και, ω θαύμα, τ᾽ αφανίσαν·
και εγώ με κείνους έσμιγα φερμένος απ᾽ την Πύλον
270 μέσ᾽ από μέρη μακρινά, και αυτοί με προσκαλέσαν
κι έκαμνα εγώ το μέρος μου στες μάχες, πλην κανένας
απ᾽ όσους τώρα τρέφ᾽ η γη μ᾽ αυτούς δεν θα μετριόνταν·
και όμως εκείνοι πρόθυμοι στες συμβουλές μου εκλίναν·
αλλά και σεις ακούτε με για το καλύτερό σας·
275 μήτε συ, μεγαλόψυχε, την κόρην του αφαιρέσεις
που του εδωρήσαν οι Αχαιοί, και μήτε συ, Πηλείδη,
θελήσεις ν᾽ αντιμάχεσαι στον μέγαν βασιλέα,
διότι κάτι ανώτερα τιμάται ο σκηπτροφόρος
εκείνος οπού ευδόκησε να τον δοξάσει ο Δίας·
280 δυνατός είσαι και θεά σ᾽ εγέννησε μητέρα,
αλλ᾽ είναι αυτός ανώτερος για τους πολλούς που ορίζει·
και συ να σβήσεις τον θυμόν, Ατρείδη, σ᾽ εξορκίζω·
μη του Πηλείδη οργίζεσαι, που ασάλευτ᾽ είναι σ᾽ όλους
τους Αχαιούς προφυλακή του φθαρτικού πολέμου».
285 Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Όλα τα είπες, γέροντα, καλά και μετρημένα·
αλλ᾽ αυτός θέλει ανώτερος να είναι και όλων πρώτος
να ᾽χει όλους αποκάτω του, να βασιλεύει σ᾽ όλους,
όλους να ορίζει αυτό κανείς δεν θα δεχθεί, πιστεύω·
290 κι εάν οι αθάνατοι θεοί πολεμιστήν τον κάμαν
με τούτο και τον έβαλαν ονειδισμούς να λέγει;
Εκεί τον λόγον του ᾽κοψεν ο ισόθεος Πηλείδης:
«Αληθινά δειλόψυχον θα μ᾽ έλεγαν και αχρείον,
αν σ᾽ ό,τ᾽ ειπείς θα έστεργα την κεφαλήν να κλίνω·
295 αυτά στους άλλους πρόσταζε, και διαταγές εμένα
μη δίδεις, ότι στο εξής ποτέ δεν θα σ᾽ ακούσω·
κι έν᾽ άλλο ακόμα θα σου ειπώ, και ας το φυλάξει ο νους σου·
με σε ή μ᾽ άλλους πόλεμον να στήσω για την κόρην
δεν θέλω, σεις την δώσατε, σεις μου την αφαιρείτε·
300 αλλ᾽ από τ᾽ άλλα όσα ᾽χω εγώ σιμά στο μαύρο πλοίον
τίποτε δεν θα δυνηθείς να πάρεις άβουλά μου.
Και αν αγαπάς, δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι·
ευθύς το μαύρο αίμα σου στην λόγχην μου θα τρέξει».

Η πραγματική ευτυχία είναι σιωπηλή

Η ευτυχία είναι σιωπηλή. Περπατάει αθόρυβα και μιλάει ψιθυριστά. Δε θέλει να την ακούσει και να τη δει κανείς. Δεν αποζητά το θαυμασμό των αγνώστων, δεν επιδιώκει να τραβάει το θαυμασμό των ανθρώπων. Ζει για εκείνη, υπάρχει για εκείνη και για τον άνθρωπο που τη βιώνει. Δεν έχει αγωνία αν θα την πιστέψει κάποιος, δεν αγχώνεται προκειμένου να πείσει τους άλλους για την ύπαρξή της.

Η ευτυχία, η πραγματική ευτυχία, είναι σιωπηλή. Δε θέλει να επιδεικνύεται μέσα από φωτεινές φωτογραφίες, δεν προσπαθεί να δημιουργήσει αυταπάτες και χαμόγελα για να πείσει τους άλλους πως υπάρχει. Υπάρχει για εκείνη, ζει για εκείνη και θέλει να βιώνει τη χαρά της για εκείνη. Οι στιγμές θέλει να είναι δικές της, να μην ανήκουν σε κανέναν άλλον.

Η ευτυχία, η πραγματική ευτυχία, είναι εκείνη που δεν την έχει δει κανείς. Είναι εκείνη που δεν έχει απαθανατιστεί σε καμία φωτογραφία που δημοσιεύεται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι εκείνη που παραμένει άγνωστη, αφανής, εκείνη που την αισθάνονται μόνο εκείνοι που τη βιώνουν.

Είναι κρυμμένη σε μία στιγμή που δεν την είδε ποτέ η δημοσιότητα, σε μία φωτογραφία που την κράτησε ένας άνθρωπος για τον εαυτό του και την έκρυψε σε ένα βιβλίο για να μείνει αληθινή και μοναδική στη μνήμη του. Είναι σε εκείνο το βραχάκι που έκλεισε μέσα του την ανάμνηση μίας αγκαλιάς, ενός χαδιού που κανένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης δε φωτογράφισε ποτέ.

Η πραγματική ευτυχία δεν έχει το άγχος της επιβεβαίωσης από κανέναν. Ξέρει πως ισχύει ακόμα και αν δεν τη γνωρίζει κανείς, γιατί ο άνθρωπος τη βιώνει για τον εαυτό του. Και σημασία έχει πως γνωρίζει εκείνος αν είναι αληθινή και όχι oι άνθρωποι έξω από αυτόν.

Η πραγματική ευτυχία μένει σιωπηλή. Δεν έχει την ανασφάλεια της επιβεβαίωσης, την αλαζονεία της επίδειξης. Ζει κάθε στιγμή, ελεύθερα και αληθινά για εκείνη και ξέρει πως υπάρχει, είτε χίλιοι άνθρωποι, είτε κανείς.

Fernando Pessôa: Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες

Να ταξιδέψω; Για να ταξιδέψω φτάνει να υπάρχω: πηγαίνω από μέρα σε μέρα, σαν από σταθμό σε σταθμό στο σιδηρόδρομο του κορμιού μου, ή του πεπρωμένου μου, σκυμμένος πάνω από τους δρόμους και τις πλατείες, πάνω από τα πρόσωπα και τις χειρονομίες, πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά, όπως, τελικά, είναι και τα τοπία.

Εάν φαντάζομαι, βλέπω. Τι παραπάνω κάνω ταξιδεύοντας;

Μόνο μια αδυναμία ακραία της φαντασίας δικαιολογεί τη μετακίνηση σαν μέσο πλήρωσης των αισθήσεων.

"Κάθε δρόμος θα σε οδηγήσει στην άκρη του κόσμου".

Αλλά η άκρη του κόσμου, από τότε που ο κόσμος εξαντλήθηκε όταν τον φέραμε βόλτα, είναι το ίδιο το μέρος απ' όπου έφυγες.

Στην πραγματικότητα, η άκρη του κόσμου, όπως και η αρχή του, είναι προσωπική μας σύλληψη του κόσμου.

Μέσα μας είναι που τα τοπία έχουν τοπίο. Γι' αυτό, όταν τα φαντάζομαι, τα δημιουργώ. Αν τα δημιουργώ, υπάρχουν. Κι εφόσον υπάρχουν, τα βλέπω όπως βλέπω και τα άλλα.

Γιατί να ταξιδέψω; Στη Μαδρίτη, στο Βερολίνο, στην Περσία, στην Κίνα, στον καθένα από τους δύο Πόλους - πού αλλού θα βρισκόμουνα παρά μέσα σε μένα τον ίδιο, με τη δική μου ιδιαιτερότητα και το δικό μου τρόπο να αισθάνομαι.

Η ζωή είναι αυτό που εμείς την κάνουμε να είναι.

Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες.

Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι αυτό που βλέπουμε, είναι αυτό που είμαστε.

Φερνάντο Πεσσόα, Tο Βιβλίο της ανησυχίας

Σοπενχάουερ: Η ζωή είναι μια αποστολή πού πρέπει να την εκπληρώσουμε με μόχθο

Μπορούμε να πούμε πώς, αν η ζωή μας δεν έχει για άμεσο σκοπό της την οδύνη, δεν έχει κανένα λόγο να υπάρχει. Γιατί είναι παράλογο να παραδεχτούμε πώς ό ατέλειωτος πόνος πού γεννιέται από την σύμφυτη με τη ζωή δυστυχία και πού γεμίζει τον κόσμο, είναι καθαρά τυχαίο γεγονός και όχι σκοπός αυτός καθ’ αυτός. Ειν’ αλήθεια πώς κάθε Ιδιαίτερη δυστυχία φαίνεται σαν εξαίρεση· αλλά, γενικός κανόνας, είναι η δυστυχία.

Όπως κυλάει το ποτάμι χωρίς στροβιλίσματα όσο δεν συναντάει εμπόδια, έτσι και στην ανθρώπινη φύση, όπως και στη ζωική φύση, η ζωή κυλάει ασυνείδητα και απρόσεκτα σαν δεν αντιτίθεται τίποτα στη βούληση. Κι’ αν ξυπνάει η προσοχή, είναι γιατί κάποιο εμπόδιο βρήκε μπροστά της η βούληση και δημιουργήθηκε κάποιος κλονισμός. Κάθε τι πού ορθώνεται απέναντι στη βούλησή μας, κάθε τι που την διασχίζει ή της αντιστέκεται, δηλαδή κάθε τι το δυσάρεστο και το οδυνηρό, το συναισθανόμαστε αμέσως, και πολύ καθαρά. Δεν παρατηρούμε την γενική υγεία του σώματός μας, άλλα μονάχα το ελαφρό σημείο όπου μας πληγώνει το παπούτσι μας: δεν εκτιμούμε το ανθηρό σύνολο των υποθέσεων μας, και σκεπτόμαστε μόνο ένα ασήμαντο μικροπράγματα που μας θλίβει. — η ευεξία λοιπόν και η ευτυχία είναι εντελώς αρνητικά, και μόνο ο πόνος είναι θετικός.

Δεν ξέρω τίποτα πιο παράλογο από τα περισσότερα μεταφυσικά συστήματα πού εξηγούν το κακό σαν κάτι το αρνητικό· ενώ αντίθετα, μόνο αυτό είναι θετικό, αφού αυτό γίνεται αισθητό... Κάθε αγαθό, κάθε ευτυχία, κάθε ικανοποίηση είναι αρνητικά, γιατί δεν κάνουν άλλο παρά να καταργούν μιαν επιθυμία και να τελειώνουν μια θλίψη.

Προσθέστε σ’ αυτά, πώς γενικά βρίσκομε τις χαρές μικρότερες απ’ ότι τις περιμέναμε, ενώ οι οδύνες ξεπερνούν κατά πολύ την προσμονή μας.

Αν θέλετε να διαφωτιστείτε στη στιγμή σ’ αυτό το σημείο, και να δείτε αν ξεπερνάει η ευχαρίστηση τη θλίψη, η αν συμψηφίζονται μοναχά, συγκρίνετε την εντύπωση τού ζώου πού καταβροχθίζει ένα άλλο, με την εντύπωση εκείνου πού καταβροχθίζεται.

Σε κάθε δυστυχία, σε κάθε πόνο, η πιο αποτελεσματική παρηγοριά είναι να στρέφουμε τα μάτια μας προς εκείνους πού είναι ακόμα πιο δυστυχισμένοι από μάς : αυτό το φάρμακο είναι προσιτό στον καθένα. Τί προκύπτει όμως για το σύνολο;

Σαν τα πρόβατα πού παίζουνε στο λιβάδι, ενώ, με το βλέμμα του, ο χασάπης κάνει την εκλογή του μέσα στο κοπάδι, έτσι και μείς δεν ξέρουμε, στις ευτυχισμένες μέρες μας, τί καταστροφή μάς ετοιμάζει η μοίρα μας αυτήν ακριβώς την ώρα, — αρρώστια, διωγμό, καταστροφή, ακρωτηριασμό, τύφλωση, τρέλα κλπ.

Κάθε τί πού γυρεύουμε ν’ αρπάξουμε, μάς αντιστέκεται· το κάθε τί έχει την εχθρική του βούληση πού πρέπει να νικήσουμε. Στη ζωή των λαών, η ιστορία δεν μάς δείχνει άλλο από πολέμους και επαναστάσεις· τα ειρηνικά χρόνια δεν μοιάζουν με τίποτε’ άλλο παρά με μικρές παύσεις, με διαλείμματα που γίνονται τυχαία κάπου - κάπου. Και όμοια, η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαρκής μάχη, όχι μονάχα εναντίον των αφηρημένων δεινών, της δυστυχίας και της πείνας, αλλά και εναντίον των άλλων ανθρώπων. Παντού βρίσκεις έναν αντίπαλο: η ζωή είναι ένας ασταμάτητος πόλεμος, και πεθαίνουμε με τα όπλα στο χέρι.

Στο μαρτύριο της ζωής προστίθεται ακόμα η ταχύτητα τού χρόνου πού μάς πιέζει, που δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσες και στέκει πίσω απ’ τον καθένα μας σαν δεσμώτης κάτεργου με το μαστίγιο. Λυπάται μόνο όσους έχει παραδώσει στην ανία.

Κι’ όμως, όπως θα έπρεπε να έσκαγε το σώμα μας, αν βρισκόταν κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση, έτσι κι’ αν αφαιρούσαν το βάρος της δυστυχίας, της θλίψης, των αντιξοοτήτων και των μάταιων προσπαθειών από τη ζωή τού ανθρώπου, η υπερβολή της αλαζονείας του θα ήταν τόσο άμετρη, πού θα τον έσπαζε σε κομμάτια, η τουλάχιστον θα τον έσπρωχνε στην πιο άτακτη παραφροσύνη, ως τη μανιακή τρέλα.

Πάντα, χρειάζεται στον καθένα μια ορισμένη ποσότητα φροντίδων, πόνων, ή δυστυχίας, όπως χρειάζεται η σαβούρα στο πλοίο για να του δίνει ευστάθεια και να προχωρεί ίσια.

Δουλειά, μαρτύριο, θλίψη και αθλιότητα• αυτός είναι σ’ όλη τη ζωή ο κλήρος όλων σχεδόν των ανθρώπων.

Αλλά αν όλες οι επιθυμίες εκπληρώνονταν μόλις σχηματίζονταν, με τι θα γέμιζε η ανθρώπινη ζωή; και σε τι θα χρησιμοποιούσαμε τον καιρό μας; Αν βάζαμε αυτή τη ράτσα σε μια γη της επαγγελίας, όπου όλα ν’ αναπτύσσονται μόνα τους, όπου να πετούσαν οι κορυδαλλοί ψημένοι κοντά στα στόματα, κι’ όπου ο καθένας να έβρισκε αμέσως την αγαπημένη του και να την κατακτούσε χωρίς δυσκολία.

Τότε θα βλέπαμε τούς ανθρώπους να πεθαίνουν από ανία, η να απαγχονίζονται, κι’ άλλους να τσακώνονται, να στραγγαλίζουν ο ένας τον άλλο και να προκαλούν στον εαυτό τους περισσότερα βάσανα απ’ όσα τούς επιβάλλει σήμερα η φύση.

Έτσι, σε μια τέτοια ράτσα, δεν είναι δυνατόν να ταιριάζει κανένα άλλο θέατρο, καμιά άλλη ζωή...

Στην πρώτη νεότητα, στεκόμαστε μπροστά στη μοίρα που θ' ανοίξει μπροστά μας, όπως στέκουν τα παιδιά μπροστά σε μιαν αυλαία θεάτρου, με τη χαρούμενη κι’ ανυπόμονη προσμονή για τα πράγματα πού θα συμβούν πάνω στη σκηνή: είναι μια ευτυχία πού δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα γι’ αυτήν εκ των προτέρων. Στα μάτια εκείνου που ξέρει τι θα συμβεί πραγματικά, τα παιδιά είναι αθώοι ένοχοι, καταδικασμένοι όχι στο θάνατο, αλλά στη ζωή, και πού ωστόσο δεν ξέρουν ακόμα το περιεχόμενο της καταδικαστικής τους απόφασης.— Αυτό όμως δεν σημαίνει πώς ο καθένας δεν παύει να επιθυμεί για τον εαυτό του να γεράσει, δηλαδή μια κατάσταση πού θα μπορούσαμε να την εκφράσουμε ως έξης: «Σήμερα είναι άσχημα, και κάθε μέρα θα ναι πιο άσχημα — ώσπου να φτάσει το χειρότερο».

— Ο κόσμος, τόπος τιμωρίας.

Αν φανταστούμε, όσο είναι δυνατόν να το κάνουμε αυτό κατά προσέγγιση, το ποσό της αθλιότητας, τού πόνου, και της κάθε λογής οδύνης, πού φωτίζει ο ήλιος στην πορεία του, θα συμφωνήσουμε πώς θα ήταν πολύ καλλίτερα να μην είχε το αστέρι αυτό περισσότερη δύναμη για να δημιουργήσει το φαινόμενο της ζωής, απ’ όση έχει στο φεγγάρι, και πώς θα ήταν προτιμότερο να ήτανε και η επιφάνεια της γης, όπως και της σελήνης, στην κατάσταση τού παγωμένου κρύσταλλου.

Μπορούμε ακόμα να θεωρήσουμε τη ζωή μας σαν ένα επεισόδιο πού διαταράζει ανώφελα την ευδαιμονία και τη γαλήνη του χάους. Όπως κι’ αν έχει το πράγμα, ακόμα κι’ εκείνος πού είναι σχεδόν υποφερτή η ζωή του, όσο προχωρεί η ηλικία του αποκτά όλο και σαφέστερα τη συνείδηση πώς στο κάθε τί υπάρχει ένα desappointment; nay, a cheat, με άλλα λόγια, πως έχει το χαρακτήρα ενός μεγάλου εμπαιγμού, για να μην πούμε μιας απάτης...

Όποιος έχει επιζήσει σε δύο-τρεις γενεές, βρίσκεται στην ίδια πνευματική διάθεση με τον θεατή πού είναι καθισμένος σε ένα παράπηγμα σαλτιμπάγκων στο πανηγύρι, όταν βλέπει τις ίδιες φάρσες να επαναλαμβάνονται αδιάκοπα δύο-τρεις φορές: επειδή τα πράγματα ήταν υπολογισμένα μόνο για μια παράσταση, δεν κάνουν πια καμιά εντύπωση σαν χαθούν η ψευδαίσθηση και ο νεωτερισμός.

Θάνε να χάσουμε το νου μας, αν παρατηρήσουμε πόσο σπάταλα μέτρα λαμβάνονται, αυτούς τούς απλανείς αστέρες πού λάμπουν αναρίθμητα στο άπειρο διάστημα, και δεν έχουν άλλο· να κάνουν παρά να φωτίζουν τούς κόσμους, θέατρα βόγγων και αθλιότητας, κόσμους πού, στην πιο ευτυχή περίπτωση, δεν φέρνουν παρά την ανία· αν κρίνουμε τουλάχιστον από το δείγμα πού μάς είναι γνωστό.

Κανένας δεν είναι πραγματικά αξιοζήλευτος, και πόσοι είναι οι αξιολύπητοι!

Η ζωή είναι μια αποστολή πού πρέπει να την εκπληρώσουμε με μόχθο και απ’ αυτή την έννοια, η λέξη defunctus είναι ωραία έκφραση.

Φαντασθείτε για μια στιγμή αν η πράξη της γέννησης δεν ήταν ούτε ανάγκη ούτε ηδονή, αλλά μια υπόθεση καθαρής σκέψης: θα μπορούσε τότε να εξακολουθεί να υφίσταται το ανθρώπινο είδος; Δεν νομίζετε πώς θα λυπόταν μάλλον ο καθένας την επερχόμενη γενεά, και θα φρόντιζε να την γλυτώσει από το βάρος της ζωής, η τουλάχιστον πώς θα δίσταζε να της το επιβάλει ψύχραιμα;

Μα ο κόσμος είναι κόλαση και οι άνθρωποι χωρίζονται σε βασανισμένες ψυχές και σε βασανιστές διαβόλους.

Σίγουρα θα χρειαστεί να ξανακούσω να λένε πώς η φιλοσοφία μου είναι χωρίς παρηγοριά· — κι’ αυτό, μόνο και μόνο γιατί λέω την αλήθεια, ενώ οι άνθρωποι θέλουν ν’ ακούν να λένε μπούρδες. Πηγαίνετε στην εκκλησία και αφήστε ήσυχους τούς φιλοσόφους. Η τουλάχιστον μην απαιτείτε να προσαρμόζουν τις θεωρίες τους στην κατήχησή σας: αυτά τα κάνουν οι αλήτες, οι φιλοσοφίσκοι: σ’ αυτούς μπορείτε να παραγγείλετε ότι λογής θεωρίες θέλετε. Το να ταράζεις την υποχρεωτική αισιοδοξία των καθηγητών της φιλοσοφίας, είναι τόσο εύκολο, όσο και ευχάριστο.

Σοπενχάουερ, Οι οδύνες του κόσμου

Η ψυχανάλυση και η ελευθερία της βούλησης

Η ανατροπή τού «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» του Καρτέσιου

Η ελευθερία της βούλησης προϋποθέτει ένα ανθρώπινο υποκείμενο ενσυνείδητο, το οποίο σκέπτεται ορθολογικά και είναι αυτόνομο.

Προγραμματικά η ψυχανάλυση ισχυρίστηκε ότι ψυχισμός δεν είναι μόνο η συνείδηση και ότι ο ασυνείδητος ψυχισμός είναι διαχωρισμένος του συνειδητού και έχει τους δικούς του νόμους, όπως επίσης ότι οι σκέψεις και οι πράξεις των ανθρώπων είναι τελικό προϊόν μιας συγκρουσιακής διαδικασίας του ψυχισμού στην ολότητά του και όχι μόνο του συνειδητού.

Με άλλα λόγια, δίπλα στον συνειδητό ντετερμινισμό η ψυχανάλυση τοποθέτησε έναν ασυνείδητο ντετερμινισμό και επικέντρωσε το ενδιαφέρον της σε αυτόν, χωρίς όμως να διακηρύξει ότι είναι το μοναδικό στοιχείο που προσδιορίζει κατά τρόπο απόλυτο την ανθρώπινη ύπαρξη.

Η παραπάνω διαπίστωση που ισχύει για τον Φρόιντ εάν λάβουμε υπόψη το σύνολο του έργου του, με μόνη εξαίρεση κάποιες δηλώσεις του στα πρώτα βήματά του εμφορούμενες από έναν ενθουσιώδη θετικισμό, αφορά πολύ περισσότερο μεταγενέστερους ψυχαναλυτές.

Πράγματι υπάρχει ήδη στο έργο του Φρόιντ πλήθος στοιχείων που είτε έκαναν πιο σύνθετη την έννοια της αιτιότητας, όπως λόγου χάρη το μεθ' ύστερο, είτε εισήγαγαν την έννοια του τυχαίου στη συγκρότηση της ψυχικής ζωής, όπως συνέβη με το τραύμα ή το αντικείμενο.

Αυτό που μάλλον ερμηνεύεται από κάποιους πολέμιους του Φρόιντ ως απόλυτος ντετερμινισμός οι ψυχαναλυτές θα το αποκαλούσαμε εσωτερικό ντετερμινισμό, δηλαδή την αποδοχή μιας εσωτερικής πραγματικότητας σε αντίθεση με τη γνωστή σε όλους μας εξωτερική πραγματικότητα (κοινωνική και υλική).

Η εσωτερική πραγματικότητα έχει τη δική της ύπαρξη, οικοδομείται εκ των έσω με αφετηρία αυτό που ονομάζουμε συνεχή ώση των ενορμήσεων, αρχίζει με τη γέννηση του παιδιού και δυνητικά συνεχίζεται κατά κάποιον τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου.

Στην εσωτερική, λοιπόν, πραγματικότητα θεωρούμε ότι οι κανόνες του παιχνιδιού καθορίζονται από τη δραστηριότητα των ενορμήσεων και όχι από διεγέρσεις της εξωτερικής πραγματικότητας οι οποίες υποβάλλονται στη λειτουργία της βούλησης.

Ο ψυχισμός του ανθρώπου, όπως τον αντιλαμβάνεται η ψυχανάλυση, είναι ένα οικοδόμημα φαινομενικά μόνο ενιαίο, γιατί είναι ετερογενές στην «καταγωγή» του και εν τέλει υπερσύνθετο.

Ένα κομμάτι του που στην ψυχανάλυση αποκαλούμε αυτό αποτελείται από τις ενορμήσεις που ήδη αναφέραμε παραπάνω, τις οποίες θα περιγράφαμε ως δυνάμεις, ορμές εντός μας οι οποίες «σπρώχνουν» από μέσα απαιτώντας κάτι να πραγματωθεί ή κάτι να ικανοποιηθεί και μας είναι ασυνείδητες.

Ένα άλλο κομμάτι, που ονομάζουμε υπερεγώ, είναι αυτό που αντιστοιχεί στις ηθικές επιταγές που έχουμε μέσα μας και είναι εν μέρει ασυνείδητο. Αυτό απαιτεί «συμμόρφωση» του εγώ του ατόμου, μερικές φορές άμεση, γιατί αντιπροσωπεύει δικαστή και δήμιο απαγορεύοντας την ικανοποίηση των ορμών και ταυτόχρονα τυραννώντας. Αν πάλι το άτομο ικανοποιήσει τις ορμές του, τότε το υπερεγώ του επιβάλλει ως τιμωρία την ενοχή ακόμα και όταν η ικανοποίηση αφορά τις φαντασιώσεις του. Επιπλέον το υπερεγώ μπορεί να μαγεύει το άτομο με τη μεγαλοσύνη του.

Αυτό που στην ψυχανάλυση αποκαλούμε εγώ και κατά κάποιον τρόπο αντιστοιχεί στο όργανο της βούλησης ή στο «κυβερνείο» του ατόμου βρίσκεται σ’ ένα πεδίο αντικρουόμενων, «αντιφατικών» δυνάμεων των οποίων προσπαθεί να αποτελέσει τον διαμεσολαβητή, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη τις ανελαστικές απαιτήσεις της εξωτερικής πραγματικότητας.

Επίσης, το εγώ είναι κατά ένα μεγάλο μέρος προϊόν ταυτίσεων, άρα ο αλλότριος είναι μέσα του και έχει προκύψει, με διαφοροποίηση λόγω της επαφής του αυτό με την εξωτερική πραγματικότητα.

Για τον λόγο τούτο ένα μέρος του εγώ είναι και αυτό ασυνείδητο.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα πως αν επιχειρήσουμε να ορίσουμε τον τρόπο συγκρότησης της υποκειμενικότητας θα οδηγηθούμε στον ισχυρισμό ότι το υποκείμενο σύμφωνα με την ψυχανάλυση δεν είναι ένα υποκείμενο ουδέτερο, αποστασιοποιημένο από τον εαυτό του, χωρίς πάθος και κύριο του πεπρωμένου του.

Επίσης δεν είναι μια ενότητα σταθερή και μόνιμη, αλλά αντίθετα είναι ένα αποτέλεσμα προσωρινό, άλλοτε κυρίαρχο και άλλοτε πιο συχνά υποτελές στον «διάλογο» που έχει με τις ενορμήσεις.

Το υποκείμενο τούτο μόνο σχετική αυτονομία και ορθολογισμό διαθέτει, για να μην πούμε χωρίς περιστροφές ότι είναι ετερόνομο. Θυμίζουμε ότι πρόκειται για την ανατροπή του cogito του Καρτέσιου «σκέπτομαι, άρα υπάρχω».

Η ετερογένεια του υποκειμένου άλλωστε είναι και η αιτία των διαφόρων ψυχικών διαταραχών που η ψυχανάλυση εξερευνά για πάνω από εκατό χρόνια.

Ο Φρόιντ επινόησε και εγκαθίδρυσε μια θεραπευτική πρακτική πρωτότυπη, με σκοπό τη θεραπεία αυτών των διαταραχών και αναπόσπαστη από τη θεωρία του ψυχισμού που μικρό μέρος του σκιαγραφήσαμε, η οποία περιλαμβάνει τις ιδανικές συνθήκες για την «ανάδυση» της ψυχικής πραγματικότητας, όπου η ασυνείδητη αιτιοκρατία ή εσωτερικός ντετερμινισμός είναι σε πλήρη ισχύ.

Τούτο συμβαίνει γιατί η θεραπευτική μέθοδος επιτάσσει και χρησιμοποιεί τον ελεύθερο συνειρμό του αναλυόμενου και την απροκατάληπτη κυμαινόμενη προσοχή του ψυχαναλυτή με στόχο και αποτέλεσμα την παράκαμψη των δεσμεύσεων του ορθού λόγου ώστε να ανιχνευθούν οι δεσμεύσεις της ασυνείδητης «λογικής».

Βλέπουμε εδώ την απόσταση που χωρίζει την οιονεί πειραματική διάταξη της ψυχαναλυτικής συνθήκης που αποκαλύπτει το «βασίλειο» της ψυχικής πραγματικότητας από τον έξω κόσμο, κοινωνικό και υλικό, μέσα στον οποίο κινείται, δρα και αποφασίζει το άτομο.

Το ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης αφορά κυρίως την εξωτερική πραγματικότητα, εφόσον αναγνωρίζουμε ότι αποτελεί τη μόνη νοητή θεμελίωση της έννοιας της κοινωνικής ηθικής ευθύνης. Αν και θεωρούμε ότι όσο ο ψυχαναλυτής απομακρύνεται από την ψυχική πραγματικότητα τόσο η ισχύς του λόγου του μεθοδολογικά αδυνατίζει, εν τούτοις μπορούμε να εκφέρουμε ένα σχόλιο αν σκεφτούμε σε τι στοχεύει η ψυχαναλυτική θεραπεία.

Κατά την άποψή μας, η ανίχνευση της ασυνείδητης λογικής και η ερμηνεία της οδηγεί στην αναγνώριση και στην οικειοποίηση από το άτομο στοιχείων του ψυχισμού του που μέχρι τότε ήταν ξεχασμένα, απόβλητα, εξοστρακισμέ να ή ακόμη σε εμβρυϊκή ή άμορφη κατάσταση.

Δεν πρόκειται απλά για άρση της λησμονιάς ή της απώθησης και επαναφορά στη μνήμη κάποιων τραυμάτων σύμφωνα με τις αρχικές ιδέες του Φρόιντ, αλλά πρόκειται μάλλον για κάτι ευρύτερο που αναφέρεται σε ένα είδος αυτο-οικειοποίησης του υποκειμένου, σε μια καλλιέργεια και ώθηση της αναζήτησης της ανάληψης εαυτού, σε μια ώθηση της διαδικασίας μέσω της οποίας το άτομο αναγνωρίζει τον εαυτό του στον τρόπο που δίνει νόημα στην πραγματικότητα και σε μια ανάπτυξη της δυνατότητας που έχει ο ψυχισμός αναπαράστασης της αναπαράστασης.

Όλες αυτές οι εκφράσεις που αναφέρουμε σήμερα σχετικά με τους στόχους ή τα αποτελέσματα της ψυχανάλυσης δεν έχουν ως άμεση συνέπεια τη διεύρυνση της αυτονομίας του εγώ και του υποκειμένου και την απελευθέρωση της βούλησης;

Αν σκεφτούμε την έννοια που είχε η ελευθερία στον Αριστοτέλη, η οποία διέφερε από τη σημερινή της ελευθερίας της βούλησης, στο μέτρο που συγχεόταν με τη σωφροσύνη και με την κατανόηση και αγάπη της τάξης του κόσμου, θα συμφωνήσουμε ίσως πως το ιδεώδες «ψυχαναλυτικό υποκείμενο» συγγενεύει περισσότερο με κάτι από την αρχαία κληρονομιά.

Αυτό δεν αναιρεί ότι η ψυχανάλυση, κατά παράδοξο τρόπο, από αμφισβητίας της ελευθερίας της βούλησης γίνεται διαμέσου της ψυχαναλυτικής θεραπείας αναπάντεχος συνοδοιπόρος της.

Ποιος είναι υπεύθυνος γι΄αυτό το χάος;

Τι είναι σύγκρουση;

Mην περιμένετε εμένα να σας πω την απάντηση.

Κάντε αυτή την ερώτηση στον εαυτό σας, και δώστε όλο σας τον νου στο να βρείτε ποια είναι η φύση της σύγκρουσης.

Σύγκρουση υπάρχει σίγουρα, όταν υπάρχει διττότητα: «εγώ» και «εσύ», η γυναίκα μου – ή ο άντρας μου- ως κάτι χωριστό από μένα· ο διαχωρισμός σε διαλογιζόμενο και διαλογισμό.

Όσο, λοιπόν, θα υπάρχει διαίρεση ανάμεσα σε εθνικότητες, ανάμεσα σε θρησκείες, ανάμεσα σε ανθρώπους, ανάμεσα στο ιδανικό και στο πραγματικό, ανάμεσα σε «εκείνο που είναι γεγονός» και στο «πώς θα έπρεπε να είναι», δεν μπορεί παρά να υπάρχει σύγκρουση.

Αυτό είναι νόμος.

Όπου υπάρχει διαχωρισμός, η αίσθηση της διαίρεσης σαν Άραβας και Εβραίος, Ινδουιστής και Μουσουλμάνος, πατέρας και γιος, και λοιπά, δεν μπορεί παρά να υπάρχει σύγκρουση.

Αυτό είναι γεγονός.

Ποιος έχει δημιουργήσει αυτή τη διαίρεση ανάμεσα σε «εκείνο που είναι γεγονός» και στο «πώς θα έπρεπε να είναι»;

Και τη διαίρεση ανάμεσα στον αποκαλούμενο «Θεό» – αν υπάρχει τέτοια οντότητα – και στον εαυτό σας;

Όπως και τη διαίρεση ανάμεσα στην επιθυμία σας για γαλήνη και στο να είστε σε σύγκρουση;

Αυτή είναι η αληθινή πραγματικότητα της καθημερινής μας ζωής.

Και ο ομιλητής αναρωτιέται — όπως θα έπρεπε να αναρωτιέστε κι εσείς: Ποιος έχει δημιουργήσει αυτή τη διαίρεση — όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά;

Σας παρακαλώ, κάντε στον εαυτό σας αυτή την ερώτηση.

Ποιος είναι υπεύθυνος για όλο αυτό το χάος που υπάρχει στον κόσμο, την ατέλειωτη πάλη ανάμεσα στους ανθρώπους και μέσα τους, την μοναξιά, την απελπισία, τον ατέλειωτο πόνο και μια αίσθηση θλίψης, από την οποία ο άνθρωπος μοιάζει να μην έχει ξεφύγει ποτέ.

Ποιος είναι υπεύθυνος για όλο αυτό;

Ποιος είναι υπεύθυνος για την κοινωνία όπου ζούμε, για την τεράστια φτώχεια που υπάρχει εδώ, σ’ αυτή τη χώρα;

Τα καταλαβαίνετε όλα αυτά ή δεν τα έχετε σκεφτεί ποτέ και καθόλου;

Ή είστε πάρα πολύ απασχολημένοι με τις δικές σας σκέψεις, τους δικούς σας θεούς, με τα δικά σας προβλήματα, έτσι ώστε να μην τα έχετε κοιτάξει ποτέ όλα αυτά, να μην έχετε ποτέ αναρωτηθεί;

Οι κοινωνίες στις οποίες ζούμε έχουν δημιουργηθεί από το κάθε ανθρώπινο πλάσμα, με την απληστία του, το φθόνο του, την επιθετικότητά του και την αναζήτησή του για ασφάλεια.

Εμείς έχουμε δημιουργήσει την κοινωνία στην οποία ζούμε κι έχουμε γίνει μετά και σκλάβοι αυτής της κοινωνίας. Το καταλαβαίνετε όλο αυτό;

Εμείς οι άνθρωποι, μέσα από φόβο, μέσα από μοναξιά και την αναζήτηση ασφάλειας – χωρίς ποτέ να κατανοούμε τι είναι ανασφάλεια, αλλά θέλοντας πάντα ασφάλεια – έχουμε δημιουργήσει τον πολιτισμό μας, την κοινωνία μας, τις θρησκείες μας, τους θεούς μας.

Και για να επιστρέψουμε στο ερώτημα: Ποιος έχει δημιουργήσει τη διαίρεση;

Επειδή όπου υπάρχει διαίρεση, είτε μέσα μας είτε έξω – υπάρχει και σύγκρουση. Αυτό είναι απολύτως σίγουρο.

Σκεφτείτε το.

Δεν είναι η σκέψη που έχει διαιρέσει τους ανθρώπους;

Η σκέψη δεν είναι, που το έχει κάνει αυτό;

Και μετά έρχεται το ερώτημα: Τι είναι η σκέψη;

Οι ανόητοι άνθρωποι

Ο κόσμο μας κατοικείται από εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι έχουν διαφορετικό δείκτη ευφυΐας ο καθένας και προφανώς οι περισσότεροι θεωρούν ότι ως ένα βαθμό είναι έξυπνοι, ενώ είναι σχεδόν απίθανο κάποιες από τις σκέψεις τους στο δικό τους μυαλό, να μην θεωρούνται έξυπνες και πρωτότυπες από τους ίδιους.

Η πραγματική ευφυΐα όμως και η ευελιξία που τη συνοδεύει, ιδιαίτερα σε επαγγελματικό επίπεδο είναι κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό, σύμφωνα με τον Independent και μπορεί να αποδειχθεί σε προνόμιο γι’ αυτόν που επέλεξε πραγματικά έξυπνους συνεργάτες.

Συχνά όμως, αυτοί που είναι λιγότερο έξυπνοι, έχουν κάποιες αντιδράσεις και κάποιες συνήθειες, οι οποίες μπορούν ν’ αποδειχθούν καταστροφικές σε συγκεκριμένες περιστάσεις.

Αυτές είναι οι θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ έξυπνων και ανόητων ανθρώπων.

1. Οι ανόητοι άνθρωποι κατηγορούν τους άλλους για τα δικά τους λάθη

Είναι κάτι το οποίο είναι μη επαγγελματικό και κάτι που οι έξυπνοι άνθρωποι ποτέ δεν κάνουν. Όταν κάθε φορά επιχειρείς να φορτώσεις τα λάθη σου σε άλλους, γίνεται εμφανές σε όλους ότι δεν διαθέτεις το βαθμό ευφυίας που θα περίμεναν.

Στους ανόητους ανθρώπους δεν αρέσει ν’ αναλαμβάνουν την ευθύνη για τα λάθη τους και βρίσκουν πιο εύκολο να βυθίζονται στην μεμψιμοιρία και να κατηγορούν τους άλλους.

»Δεν είναι ποτέ καλή ιδέα να κατηγορείς τους άλλους. Γίνε υπεύθυνος. Αν είχες οποιαδήποτε ευθύνη σε κάτι που πήγε στραβά, αναγνώρισέ το.

Οι έξυπνοι άνθρωποι αναγνωρίζουν και καταλαβαίνουν ότι κάθε λάθος ή μια αποτυχία, είναι μια καλή ευκαιρία για να μάθουν να το κάνουν καλύτερα την επόμενη φορά».

Σύμφωνα με μια νευρολογική μελέτη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στην Αμερική, ο καθηγητής Τζάισον Μόσερ απέδειξε ότι τα μυαλά έξυπνων ανθρώπων αντιδρούν διαφορετικά στα λάθη.

2. Οι ανόητοι πρέπει πάντα να έχουν δίκαιο

Σε μια σύγκρουση ή μια διαφωνία, οι έξυπνοι άνθρωποι, πιο γρήγορα κατανοούν και συναισθάνονται τη θέση των άλλων και μπορούν να αξιολογήσουν σωστά τα επιχειρήματά τους, αν αυτά είναι σωστά να τα ενσωματώσουν στις σκέψεις τους και να ξανασκεφτούν τις απόψεις τους ανάλογα.

Ένα σίγουρο σημάδι ευφυίας είναι η ικανότητα να βλέπεις και να καταλαβαίνεις πράγματα από μια διαφορετική οπτική γωνία, καθώς οι έξυπνοι άνθρωποι έχουν ανοιχτό μυαλό προς νέες πληροφορίες και εναλλασσόμενες παραμέτρους. Ενώ οι ανόητοι συνεχίζουν να επιχειρηματολογούν με τις ίδιες απόψεις, χωρίς να μετακινούνται καθόλου από την αρχική τους θέση, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ισχυρά επιχειρήματα τους έχουν παρουσιαστεί. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να παρατηρήσουν, ότι ο άλλος άνθρωπος μπορεί να είναι πιο έξυπνος και πιο ικανός.

Αυτή η υπερεκτίμηση ονομάζεται Dunning Kruger effect «η αυτοπεποίθηση των ανεπαρκών» δηλαδή ο ανόητος δεν καταλαβαίνει ότι είναι ανόητος και είναι «μια γνωστική διαταραχή, όπου άνθρωποι που γνωρίζουν ελάχιστα για ένα συγκεκριμένο θέμα πιστεύουν πως έχουν περισσότερες γνώσεις από τους πραγματικούς γνώστες».

Σύμφωνα με τη μελέτη των καθηγητών Ντάνινγκ και Κρούγκερ του Πανεπιστημίου Κορνέλ, για την οποία κέρδισαν το βραβείο ΙgNobel του 2000:

-Τα ανίκανα άτομα τείνουν να υπερτιμούν το επίπεδο της ικανότητάς τους.
-Τα ανίκανα άτομα δεν αναγνωρίζουν την πραγματική ικανότητα των άλλων ατόμων.
-Τα ανίκανα άτομα δεν αναγνωρίζουν το μέγεθος της ανικανότητάς τους.

Μόνο όταν εκπαιδευτούν ώστε να βελτιώσουν ουσιαστικά το επίπεδο ικανότητάς τους, τα άτομα αυτά αναγνωρίζουν και παραδέχονται το πόσο άσχετοι ήταν προηγουμένως.

Τα τεστ στα οποία υπέβαλαν φοιτητές του Πανεπιστημίου Κορνέλ (στους τομείς των γραμματικών δεξιοτήτων, της λογικής και του χιούμορ) κατέδειξαν επίσης ότι εκείνοι που διαθέτουν πραγματικές ικανότητες έχουν και την τάση να υποτιμούν το επίπεδο των δεξιοτήτων τους.

Ο Ντάνιγκ επίσης έγραψε, ότι αν είσαι ανίκανος δεν μπορείς να ξέρεις ότι είσαι ανίκανος. Οι ικανότητες που χρειάζονται για να δώσεις την σωστή απάντηση, είναι ακριβώς οι ίδιες που χρειάζονται για να καταλάβεις, τι είναι μια σωστή απάντηση, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις παραμέτρους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι έξυπνοι άνθρωποι πρέπει να θεωρούν ότι οι άλλοι έχουν πάντα δίκαιο, αλλά ν’ ακούν προσεκτικά και εκτιμούν όλα τα επιχειρήματα πριν πάρουν κάποια απόφαση.

3. Οι ανόητοι άνθρωποι σε συγκρούσεις αντιδρούν με θυμό και επιθετικότητα

Πολλές φορές ακόμη και οι πολύ έξυπνοι άνθρωποι, μπορεί να βρεθούν σε κατάσταση έντονου θυμού. Αλλά για τους ανόητους αυτό είναι απλά καθημερινότητα όταν τα πράγματα δεν γίνονται ακριβώς όπως θα ήθελαν. Όταν αισθάνονται ότι χάνουν τον έλεγχο στον βαθμό που εκείνοι θα ήθελαν να έχουν, θυμώνουν και γίνονται επιθετικοί για να διασφαλίσουν τη θέση τους. Μάλιστα ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν διαπίστωσαν την στενή σχέση επιθετικής συμπεριφοράς και χαμηλού σκορ σε τεστ IQ. Έγραψαν στα συμπεράσματά τους, ότι η ανικανότητα κάνει τους ανθρώπους να δίνουν βιαστικές και επιθετικές απαντήσεις, όπως ακριβώς στην παιδική ηλικία και κάνει τη διαρκή διανοητική ανάπτυξη πολύ πιο δύσκολη.

4. Οι ανόητοι αγνοούν τις ανάγκες και τα συναισθήματα των άλλων

Οι έξυπνοι άνθρωποι είναι πολύ καλοί στη συναναστροφή με τους άλλους και αυτό τους κάνει να καταλαβαίνουν πιο εύκολα τις απόψεις των άλλων. Ο καθηγητής Ράσελ Τζέιμς από το Πανεπιστήμιο του Τέξας, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι με υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης προσφέρουν στους άλλους, χωρίς να περιμένουν να τους το ανταποδώσουν, μπορούν πιο εύκολα να καταλάβουν τις ανάγκες τους και να τους προσφέρουν τη βοήθειά τους.

Οι λιγότερο έξυπνοι δεν μπορούν να φανταστούν ότι κάποιοι άνθρωποι μπορούν να σκέφτονται διαφορετικά από τους ίδιους και συνήθως πάντα διαφωνούν μαζί τους. Επίσης το να προσφέρουν κάτι χωρίς αντάλλαγμα είναι μια έννοια που τους είναι εντελώς άγνωστη.

Όλοι είναι εγωιστές, τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το εγώ τους και το θεωρούν απόλυτα φυσιολογικό και ανθρώπινο. Όμως είναι σημαντικό να μπορούμε να κρατάμε την ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη να επιδιώκουμε να πραγματοποιούμε τους στόχους μας και στο να μπορούμε να σκεφτούμε και τα συναισθήματα των άλλων.

5. Οι ανόητοι θεωρούν ότι είναι καλύτεροι από οποιονδήποτε άλλον

Οι έξυπνοι άνθρωποι προσπαθούν να εμπνεύσουν να παρακινήσουν και να βοηθήσουν τους άλλους χωρίς να φοβούνται ότι θα τους επισκιάσουν. Έχουν μια υγιή αυτοπεποίθηση και είναι αρκετά έξυπνοι για να εκτιμήσουν με ακρίβεια τις δικές τους ικανότητες.

Ενώ οι ανόητοι διαρκώς κακολογούν και δυσφημίζουν τους άλλους για να φαίνονται αυτοί καλύτεροι. Θεωρούν ότι είναι παραπάνω απ’ όλους και πολύ γρήγορα κρίνουν τους άλλους. Η προκατάληψη δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση στοιχείο ευφυίας.

Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα το πιο βασικό στοιχείο εξυπνάδας είναι, να είσαι καλός στο να συνεργάζεσαι σωστά με τους άλλους.

Η σημασία του να «αφήνεις»

Ίσως ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα που πρέπει να κάνουμε είναι να αφήσουμε σκέψεις, συναισθήματα, καταστάσεις, ανθρώπους.

Το παρελθόν, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, επιλογές που δεν είχαν την επιθυμητή κατάληξη, στόχοι που δεν επετεύχθησαν, αδικίες και προδοσίες που βιώσαμε, μας στενοχωρούν, μας πονάνε και όμως μένουμε στη σκιά τους πεισματικά μερικές φορές.

Το «να αφήσω πίσω» κάτι είναι μια αλλαγή και συνήθως οι άνθρωποι δυσκολεύονται όταν υπάρχουν αλλαγές, πολλές φορές ακόμη και αν πρόκειται για μια θετική αλλαγή.

Η συνήθεια και η αδράνεια είναι στη φύση του ανθρώπου και όταν προκύπτει μια αλλαγή συχνά υπάρχει μια αντίσταση.

Οι αλλαγές όμως συμβαίνουν για κάποιο λόγο, στη ζωή υπάρχει μια συνέχεια, τίποτα δεν σταματά.

Όταν έχουμε παγιδευτεί σε σκέψεις, συναισθήματα, καταστάσεις που πονάνε έχουμε την επιλογή, είτε να συνεχίσουμε να «βουτάμε» σε αυτά, είτε να τα αφήσουμε και να προχωρήσουμε παρακάτω.

Τι κάνει τόσο δύσκολο να αφήσουμε κάτι πίσω

– Η δυσκολία να αφήσουμε κάτι πίσω δε σχετίζεται τόσο με τις ίδιες τις καταστάσεις, τα γεγονότα, αλλά κυρίως με τη θέληση κάποιου να το κάνει, τις αιτίες που τον κρατάνε εκεί, τις δεξιότητες που έχει και την προσπάθεια που καταβάλλει.

– Το να μπορώ να «αφήνω πίσω» ίσως είναι και αυτό μια δεξιότητα, που μπορεί να μην έχουμε, αλλά όπως κάθε δεξιότητα μπορεί να μαθευτεί, έτσι μπορεί και αυτή και μέσα από αυτό να αλλάξουμε τη ζωή μας.

– Πολλές φορές πίσω από τη δυσκολία να αφήνουμε πίσω ό,τι δε μας κάνει καλό είναι κάποιες παραποιήσεις στη σκέψη, όπως η καταστροφοποίηση («αν συμβεί αυτό θα είναι καταστροφικό, δεν θα το αντέξω»), το άσπρο- μαύρο («ή θα έχω αυτό ή τίποτα») και άλλες παραποιήσεις που μας κρατάνε παγιδευμένους.

– Πίσω από τη δυσκολία να αφήνουμε μια κατάσταση μπορεί να υπάρχει ένα συναίσθημα που δε μπορούμε να διαχειριστούμε ή ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας που μας δυσκολεύει αντί να μας βοηθά. Μπορεί να υπάρχει μια ψευδής ελπίδα η οποία μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα συμβεί αυτό που επιθυμούμε.

Ο φόβος της επόμενης μέρας, της νέας κατάστασης, ο φόβος για το άγνωστο που μας κρατά στο γνωστό και ας πονάει, ο φόβος για μια νέα απώλεια. Μπορεί να είναι ο θυμός για μια αδικία που βιώσαμε και η πεποίθηση ότι αν το αφήσω πίσω, σταματήσω να το σκέφτομαι ξανά και ξανά μέχρι να υπάρξει εκδίκηση με κάποιο τρόπο, θα έχει κερδίσει ο άλλος. Μπορεί να υπάρχει η τελειομανία, που δεν επιτρέπει να μην έχουμε την κατάληξη, το ακριβές αποτέλεσμα που θέλουμε.

Θα βοηθούσε:

– Να εξετάσουμε μήπως μείναμε πολύ καιρό σε μια κατάσταση που τελικά είναι τοξική και χρειάζεται να πάμε παρακάτω. Να παραιτηθούμε από ανθυγιεινές καταστάσεις, δεσμεύσεις, ιδέες, συναισθήματα. Τα παρατάω για να αρχίσω να ζήσω.

– Να δεχθούμε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει, να δούμε πόσο ανοιχτοί είμαστε στην αλλαγή αυτή και τι μπορεί να μας δυσκολεύει να προχωρήσουμε σε αυτή.

– Να εστιαζόμαστε στο παρόν και το μέλλον και όχι στο παρελθόν. Αυτό μας δίνει την δύναμη να ξεκολλήσουμε από παρελθόν ή από μια κατάσταση και να προχωρήσουμε παρακάτω.

– Να κάνουμε ένα ξεκαθάρισμα, να εξετάσουμε τι χρειαζόμαστε τελικά στη ζωή μας και αν έχει νόημα να κρατάμε ακόμη κάτι που δεν μας ωφελεί. Ίσως θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με τα ντουλάπια μας. Αν έχουν γεμίζει άχρηστα πλέον πράγματα δεν υπάρχει χώρος για καινούρια χρήσιμα. Έτσι και στη ζωή ίσως χρειάζεται ένα ξεκαθάρισμα για να ανοίξει ο χώρος για καινούριες εμπειρίες.

– Να παρατηρήσουμε, να δεχθούμε τα συναισθήματα μας, να τα βιώσουμε αντί να προσπαθούμε να αποφύγουμε και αν χρειάζεται να τα αφήσουμε πια. Να αφήσουμε τη ματαίωση και την απογοήτευση. Αντί να μένουμε κολλημένοι και απογοητευμένοι σε έναν στόχο που δεν πετύχαμε, να δούμε μήπως μείναμε αρκετά σε αυτό, να διαλέξουμε έναν καινούριο στόχο και να προχωρήσουμε προς αυτόν.

Μήπως ο θυμός κράτησε πολύ. Ο θυμός μας κάνει πολλές φορές να πονάμε περισσότερο από ότι αυτό ή αυτός που μας θύμωσε.

– Να σκεφτούμε πόσο καιρό θα ζούμε με μια ψευδή ίσως ελπίδα, πόσο καιρό θα δηλητηριαζόμαστε και θα ζούμε με την εικόνα του θύματος οι ίδιοι κρατώντας τον θυμό περιμένοντας την εκδίκηση, πόσο καιρό θα ζούμε δυστυχισμένοι φοβούμενοι το επόμενο βήμα που μπορεί να οδηγήσει σε κάτι πιο ευτυχές.

– Να αναζητήσουμε στη σκέψη μας τις παραποιήσεις που μας κρατάνε εγκλωβισμένους σε καταστάσεις που μας βλάπτουν και να τις αλλάξουμε.

– Να αφήσουμε την ασφαλή μας ζώνη και να τολμήσουμε κάτι καινούριο. Μέσα από αυτό έρχεται η προσωπική ανάπτυξη και η επίτευξη των στόχων.

Μερικές φορές εκτός από το να προσθέτουμε κάτι καινούριο στη ζωή μας, μια καινούρια συνήθεια, έναν καινούριο άνθρωπο, μια καινούρια συνθήκη, ίσως είναι καλό να αφήνουμε κάτι ή κάποιον που μας κρατά πίσω.

Το να αφήσεις πίσω πράγματα που σε κρατάνε εγκλωβισμένο ίσως είναι η λύση στο να προχωρήσεις σε κάτι καλύτερο ή έστω να προχωρήσεις τουλάχιστον την παρούσα στιγμή ενώ έχεις μείνει κολλημένος σε ένα παρελθόν που δεν έχει να προσφέρει καμία δυνατότητα για τίποτα πια.

HEGEL – KANT: Η εικόνα του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται απ’ τη φύση του νου μας και δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό κόσμο

Λίγοι φιλόσοφοι θα διαφωνήσουν ότι οι άνθρωποι είμαστε, σε μεγάλο βαθμό, ιστορικές οντότητες, με την έννοια ότι κληρονομούμε πράγματα από το παρελθόν, τα αλλάζουμε, και έπειτα τα κληροδoτούμε στις μελλοντικές γενιές. Η γλώσσα, για παράδειγμα, είναι κάτι που μαθαίνουμε και αλλάζουμε καθώς το χρησιμoποιούμε, ενώ το ίδιο ισχύει και για την επιστήμη -οι επιστήμονες ξεκινούν με μια θεωρία, και στη συνέχεια είτε την επαληθεύουν είτε τη διαψεύδουν. Το ίδιο ισχύει για τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως είναι η οικογένεια, το κράτος, οι τράπεζες, οι εκκλησίες, και ούτω καθεξής, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι τροποποιημένες μορφές προγενέστερων πρακτικών ή θεσμών. Συνεπώς, η ύπαρξη των ανθρώπινων όντων ποτέ δεν ξεκινά από το μηδέν, αλλά πάντοτε εντός κάποιου πλαισίου -το οποίο μερικές φορές μεταβάλλεται έτσι ριζικά κατά τη διάρκεια μίας μόνο γενιάς. Ωστόσο, μερικά πράγματα, δεν φαίνεται να έχουν ιστορικό χαρακτήρα ή να υπόκεινται σε αλλαγές.

Ένα παράδειγμα μιας τέτοιας οντότητας είναι η συνείδηση. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι όλα αυτά που συνειδητοποιούμε θα αλλάξουν, αλλά τείνουμε να πιστεύουμε ότι η σημασία της συνείδησης-τι σημαίνει είμαι σε εγρήγορση, έχω επίγνωση, μπορώ και σκέφτομαι και αποφασίζω- ήταν πάντοτε ίδια για όλους. Παρομοίως, είναι εύλογο να ισχυριστούμε ότι οι συλλογιστικές δομές δεν έχουν ιστορικό χαρακτήρα -ότι η συλλογιστική δραστηριότητα, και οι διανοητικές λειτουργίες στις οποίες βασίζεται (μνήμη, αντίληψη, κατανόηση, και ούτω καθεξής), ήταν πάντοτε ίδιες για όλους τους ανθρώπους σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι αυτά πίστευε ο μεγάλος ιδεαλιστής προκάτοχος του Χέγκελ, ο Ιμάνουελ Καντ -και για να κατανοήσουμε τον Χέγκελ, είναι απαραίτητο να δούμε τι πίστευε για το φιλοσοφικό έργο του Καντ.

Οι κατηγορίες του Καντ

Σύμφωνα με τον Καντ, οι θεμελιώδεις τρόποι λειτουργίας της σκέψης, και οι βασικές δομές της συνείδησης, είναι a priori -δηλαδή, υφίστανται πριν από την εμπειρία (και, άρα, δεν προκύπτουν από αυτήν). Αυτό σημαίνει ότι υφίστανται ανεξάρτητα από οτιδήποτε σκεφτόμαστε ή συνειδητοποιούμε, αλλά και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ιστορική επίδραση ή εξέλιξη.

Ο Καντ ονομάζει αυτές τις νοητικές δομές «κατηγορίες», και σε αυτές περιλαμβάνονται οι έννοιες της «αιτίας», της «ουσίας», της «ύπαρξης», και της «πραγματικότητας». Για παράδειγμα, η εμπειρία μας παρέχει γνώσεις για τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν μπορεί να μας διδάξει ότι ο εξωτερικός κόσμος περιλαμβάνει, για παράδειγμα, αιτίες και αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Καντ, η γνώση της φυσικής δομής του εξωτερικού κόσμου είναι a priori. Αυτό συμβαίνει επειδή όλοι γεννιόμαστε με ορισμένες έμφυτες κατηγορίες, οι οποίες παρέχουν το πλαίσιο που καθιστά δυνατή την εμπειρία -ένα μέρος του οποίου είναι η υπόθεση ότι υπάρχει εξωτερικός κόσμος. Ωστόσο, συνεχίζει ο Καντ, η ύπαρξη, αυτού του «a priori» πλαισίου σημαίνει ότι η εικόνα του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται απ’ τη φύση του νου μας, και δεν αντιπροσωπεύει τον πραγματικό κόσμο- δηλαδή τον κόσμο «αυτόν καθ’ εαυτόν». Ο Καντ ισχυρίζεται ότι ο κόσμος «αυτός καθεαυτόν» -τον οποίο ονομάζει «νοητό κόσμο»-είναι ακατάληπτος. Σύμφωνα με τον Καντ, οι μόνες γνώσεις που μπορούμε να απoκομίσουμε είναι αυτές για τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε μέσω του πλαισίου των κατηγοριών -αυτός ο αντιληπτός κόσμος είναι ο κόσμος που βιώνουμε καθημερινά και που ο Καντ ονομάζει «φαινομενικό».

Η κριτική του Χέγκελ για τον Καντ

Ο Χέγκελ πιστεύει ότι μολονότι ο Καντ κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απαλλάξει τη φιλοσοφία από αφελείς απόψεις, οι αναφορές του στον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» και στις κατηγορίες μαρτυρούν
επιπόλαιες υποθέσεις. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ανάλυση του Καντ είναι ανεπαρκής σε τουλάχιστον δύο σημεία. Καταρχήν, ο Χέγκελ θεωρεί άτι η ιδέα του Καντ για τον «κόσμο αυτόν καθεαυτόν» είναι κενή νοήματος. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, οτιδήποτε υπάρχει εκδηλώνεται στη συνείδηση -για παράδειγμα, ως κάτι αισθητό ή ως κάτι νοητό. Ο Χέγκελ υποστηρίζει επίσης ότι ο Καντ κάνει πάρα πολλές υποθέσεις σχετικά με τη φύση και την προέλευση των κατηγοριών. Στόχος του Χέγκελ είναι να κατανοήσει αυτές τις κατηγορίες χωρίς να κάνει καμία απολύτως υπόθεση ο Χέγκελ θεωρεί άτι η χειρότερη υπόθεση που πραγματοποιεί ο Καντ αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κατηγοριών. Ο Καντ υποθέτει ότι οι κατηγορίες είναι πρωτογενείς και διακριτές ωστόσο, σύμφωνα με τον Χέγκελ οι κατηγορίες είναι «διαλεκτικές» οντότητες, δηλαδή, υπόκεινται σε αλλαγές. Ο Καντ πιστεύει σε ένα αμετάβλητο βιωματικό πλαίσιο, αλλά ο Χέγκελ πιστεύει ότι αυτό το βιωματικό πλαίσιο μεταβάλλεται, και μάλιστα στον βαθμό που μεταβάλλεται και ο κόσμος που βιώνουμε. Άρα, η συνείδηση – και όχι απλώς όλα όσα συνειδητοποιούμε – αποτελεί μέρος μιας εξελικτικής διαδικασίας. Αυτή η διαδικασία είναι “διαλεκτική” -μια έννοια που έχει πολύ συγκεκριμένη σημασία στη φιλοσοφική σκέψη του Χέγκελ.

Η διαλεκτική του Χέγκελ

Η έννοια της διαλεκτικής κατέχει κεντρικό ρόλο σε αυτά που ο Χέγκελ αποκαλεί εγγενή (εσωτερική) ερμηνεία της εξέλιξης των πραγμάτων. Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι με την ερμηνεία του εξασφαλίζει τέσσερα πράγματα. Πρώτον, την αποφυγή υποθέσεων. Δεύτερον, την υιοθέτηση όσο γίνεται γενικότερων εννοιών, ώστε να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητοι ισχυρισμοί. Τρίτον, εξηγεί πώς μια γενική έννοια δημιουργεί άλλες, ειδικότερες, έννοιες. Τέταρτον, δείχνει ότι αυτή η διαδικασία συμβαίνει «εντός» της ίδιας της έννοιας. Αυτός ο τέταρτος περιορισμός αποκαλύπτει τον πυρήνα της λογικής του Χέγκελ -δηλαδή, ότι κάθε έννοια, ή “θέση”, ενέχει μια αντίφαση, ή “αντίθεση”, η οποία αίρεται μόνο με την ανάδειξη από την αρχική έννοια μιας νέας, περιεκτικότερης έννοιας, η οποίο ονομάζεται “σύνθεση”. Μια συνέπεια αυτής της εγγενούς διαδικασίας είναι ότι η σύνθεση μας κάνει να συνειδητοποιούμε πως αυτά που αρχικά θεωρούσαμε ως αντίφαση της θέσης είναι απλώς μια φαινομενική αντίφαση, η οποία προκαλείται από ελλιπή κατανόηση της αρχικής έννοιας.

Η διαλεκτική του Χέγκελ δείχνει πώς αίρονται οι αντιθέσεις. Για παράδειγμα, ένα τυραννικό καθεστώς δημιουργεί την ανάγκη για ελευθερία -αλλά από τη στιγμή που θα επιτευχθεί ελευθερία, δεν μπορεί παρά να υπάρξει αναρχία έως ότου η ελευθερία συνδυαστεί με ένα στοιχείο τυραννίας για να δημιουργηθεί η σύνθεση “νόμος”.

Οι απολαύσεις όμως εξαρτώνται κυρίως, από τη δύναμη του πνεύματος

To μέτρο της δυνατής ευτυχίας του καθενός είναι προκαθορισμένο από την ατομικότητά του. Ιδιαίτερα οι πνευματικές δυνάμεις του είναι εκείνες που καθορίζουν μια για πάντα την ικανότητά του για υψηλού επιπέδου απολαύσεις. Εάν η πνευματική του δυνατότητα είναι περιορισμένη, οποιαδήποτε προσπάθεια έξω από τον ίδιο, οτιδήποτε κι αν κάνουν οι άνθρωποι ή η μοίρα γι’ αυτόν, δεν θα καταφέρει να τον ανυψώσει πάνω από το συνηθισμένο επίπεδο της ανθρώπινης ευτυχίας και απόλαυσης – που έχει μέσα της και κάτι το ζωώδες. Το μόνο πράγμα που τον ευχαριστεί είναι η ικανοποίηση των αισθήσεων -στην καλύτερη περίπτωση μια άνετη και χαρούμενη οικογενειακή ζωή- χαμηλού επιπέδου παρέα και χυδαία διασκέδαση. Ακόμα και η εκπαίδευση, γενικά, λίγα μπορεί να προσφέρει -αν όχι τίποτα- για τη διεύρυνση των οριζόντων του. Διότι οι απολαύσεις που είναι ανώτερες, πιο ποικίλες και διαρκούν περισσότερο είναι οι πνευματικές, όσο και εάν τα νιάτα μάς οδηγούν παραπλανητικά προς άλλη κατεύθυνση. Οι πνευματικές απολαύσεις όμως εξαρτώνται κυρίως, από τη δύναμη του πνεύματος. Επομένως, είναι σαφές ότι η ευτυχία μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό που είμαστε, από την ατομικότητά μας, ενώ η τύχη και η μοίρα μας, σε γενικές γραμμές, σηματοδοτούν μόνο αυτό που έχουμε, ή αυτό που είμαστε για τους άλλους. Με την έννοια αυτή, η τύχη μας μπορεί να βελτιωθεί· όμως δεν περιμένουμε και πολλά από αυτήν αν έχουμε εσωτερικό πλούτο. Από την άλλη, ένας ανόητος θα παραμείνει ανόητος και χοντροκέφαλος μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη και εάν έζησε περιστοιχισμένος από ουρί του παραδείσου.

Η κοινή εμπειρία αποδεικνύει πως για την ευτυχία και την ικανοποίησή μας το υποκειμενικό στοιχείο στη ζωή είναι ασύγκριτα πιο σημαντικό από το αντικειμενικό – αυτό επιβεβαιώνεται. Η υγεία βαραίνει περισσότερο απ’ όλα τα άλλα αγαθά, σε βαθμό που μπορεί να πει κανείς πως ένας υγιής ζητιάνος είναι πιο ευτυχισμένος από έναν φιλάσθενο βασιλιά. Ένας ήσυχος και πρόσχαρος χαρακτήρας που χαίρεται και απολαμβάνει ένα εύρωστο σώμα, ένας καθαρός νους που διεισδύει στα πράγματα και τα προσλαμβάνει ως έχουν, μια μετρημένη και ευγενική βούληση, και συνεπώς μια καλή συνείδηση: αυτά είναι προνόμια που καμία κοινωνική θέση και καμία περιουσία δεν μπορούν να αναπληρώσουν ή να αντικαταστήσουν. Διότι αυτό που είναι ένας άνθρωπος μέσα του, αυτό που τον συνοδεύει ακόμη και όταν είναι μόνος του, αυτό που κανένας δεν μπορεί να του προσφέρει ή να του στερήσει είναι δίχως άλλο πιο σημαντικό για εκείνον από οτιδήποτε έχει σχέση με υλικά αγαθά, ακόμα και από το τι πιστεύουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Ένας διανοούμενος σε πλήρη μοναξιά ψυχαγωγείται θαυμάσια με τη δική του σκέψη και φαντασία, τη στιγμή που καμία ποικιλία στην κοινωνική ζωή —τα θέατρα, οι εκδρομές και οι ψυχαγωγίες – δεν μπορούν να διώξουν την ανία από έναν αμβλύνου. Ένας καλός, ήπιος και ευγενικός χαρακτήρας μπορεί να είναι ικανοποιημένος ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες, ενώ ένας άπληστος, ζηλόφθονος και κακεντρεχής άνθρωπος, ακόμα και με όλα τα πλούτη του κόσμου, θα είναι δυστυχισμένος.

Επομένως, ο πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας στηv ευτυχία μας είναι αυτό που είμαστε – η προσωπικότητά μας- καθώς έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Άλλωστε, η προσωπικότητά μας δεν είναι παιχνίδι της μοίρας, ούτε κανείς μπορεί να μας τη στερήσει. Έτσι, η αξία της είναι απόλυτη, και όχι σχετική. Συνεπώς, είναι πολύ πιο δύσκολο απ’ ό,τι φανταζόμαστε να επηρεαστεί ένας άνθρωπος από τις εξωτερικές συνθήκες. Εδώ, όμως, ο πανίσχυρος παράγοντας, ο Χρόνος, έρχεται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του- υπό τη δική του επήρεια τα σωματικά και πνευματικά χαρίσματα αρχίζουν σταδιακά να φθίνουν. Μόνο ο ηθικός χαρακτήρας μένει απρόσβλητος από τον χρόνο.

Οι ώριμοι άνθρωποι

Όλες οι θεωρίες της ωριμότητας κάνουν νύξεις για τις χαρακτηριστικές συνήθειες και ενέργειες ενός ώριμου ατόμου. Παρ’ όλο που υπάρχουν μερικές διενέξεις μεταξύ των θεωρητικών, όπως για το σε τι πραγματικά συνίσταται η πλήρης ωριμότητα, υπάρχουν επίσης πολλά ουσιαστικά κοινά σημεία.

Υπάρχει γενική συμφωνία, ότι τα ώριμα πρόσωπα έχουν την αίσθηση της ταυτότητας, την αίσθηση του “Εγώ” ( “I” ), την αίσθηση του ποιοι είναι, ξεχωριστά από τους άλλους στη ζωή τους. Τα ξεχωριστά όμως αυτά πρόσωπα κατανοούν επίσης την ανάγκη και για τη σωματική και για την ψυχολογική οικειότητα – μια ανάγκη να σχετιστούν σ’ ένα βαθύ, μεστό νοήματος επίπεδο με άλλους.

Οι ώριμοι άνθρωποι έχουν ειλικρινή διάθεση να είναι παραγωγικοί και να προσφέρουν στους άλλους. Θέλουν να δημιουργούν και να μοιράζονται τα δημιουργήματα τους. Δέχονται τη ζωή και την εργασία τους με ικανοποίηση και χαρά. Ζουν τη ζωή σαν με τα λόγια του Ότο Ρανκ, “καλλιτέχνες” (όχι απαραίτητα σαν καλλιτέχνες που γράφουν ή ζωγραφίζουν, αλλά σαν καλλιτέχνες της ζωής). Αφιερώνουν το ταλέντο τους στις επιδιώξεις τους και τη φαντασία τους, στη δημιουργία της ζωής τους κάθε μέρα. 

Οι ώριμοι καλλιτέχνες της ζωής είναι αυθόρμητοι, ανεκτικοί, ευέλικτοι, δεκτικοί σε καινούργιες εμπειρίες, και αμφισβητούν την πραγματικότητα. Έχουν αρμονία με τις εξωτερικές επιδράσεις, αλλά είναι αυτόνομοι και απασχολημένοι με τη διαδικασία σύνθεσης της δικής τους ζωής. Θεωρούν την ύπαρξη μια σειρά επιλογών, τις οποίες πρέπει να αποφασίσουν, και για τις οποίες είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι. Ενδιαφέρονται, σέβονται και εκτιμούν τον κόσμο, την κοινωνία μέσα στην οποία ζουν και τους άλλους που βρίσκονται σ’ αυτήν, ακόμα και αν δεν συμφωνούν εντελώς με αυτούς. Πιστεύουν στις προσωπικές τους ανάγκες και δυνατότητες και αντιλαμβάνονται, ότι αυτές μπορεί να συγκρουσθούν πολλές φορές με των άλλων, αλλά αναγνωρίζουν ότι η σύγκρουση μπορεί ν’ αποτελέσει θετικό παράγοντα ανάπτυξης και αλλαγής.

Οι ώριμοι άνθρωποι έχουν μια βαθειά πνευματική αίσθηση ως προς τη σχέση τους με τη φύση και τους άλλους ανθρώπους και αναγνωρίζουν το διαρκές θαύμα της ζωής και του να ζουν. Κάνουν πλήρη χρήση των δυνατοτήτων τους, αποδέχονται τον εαυτό τους ως μέρος του μεγαλύτερου μυστηρίου της ζωής, και μοιράζονται την αγάπη, τη χαρά και τη γνώση τους μ’ έναν ανοιχτό, ανιδιοτελή, υπεύθυνο τρόπο.

Στην ουσία, λοιπόν, οι ολοκληρωμένοι, ώριμοι άνθρωποι αναπτύσσονται συνεχούς, γιατί αντιλαμβάνονται, ότι η ωριμότητα δεν είναι ένας στόχος, αλλά μια διαδικασία, ότι η ουσία της ωριμότητας βρίσκεται στις δημιουργικές και υπεύθυνες επιλογές. Έχουν μια ευέλικτη, όχι όμως συμβατική αίσθηση ταυτότητας, μια ανεκτική και ζωντανή αίσθηση του ποιοι είναι, τι μπορούν να γίνουν και πού βρίσκονται οι δυνάμεις τους.

Στον ώριμο άνθρωπο είναι θεμελιακή η ικανότητα να δημιουργήσει βαθειές, οικείες, γεμάτες νόημα σχέσεις που βασίζονται πάνω στην “ασυμβίβαστη εκτίμηση” της μοναδικότητας των άλλων. Είναι στοργικοί, ερωτικοί και ανταποκρίνονται σεξουαλικά. Είναι κοινωνικοί, έχουν φίλους και αίσθηση της κοινωνικότητας. Είναι παραγωγικοί και αφοσιωμένοι στην εργασία τους. Αποδέχονται την αλλαγή για τη βελτίωση του εαυτού τους και των άλλων, όπως επίσης και της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Είναι επινοητικοί, έχουν αυτοπεποίθηση, χιούμορ και άνεση μέσα στο περιβάλλον τους, με τον εαυτό τους και με τους άλλους.

ΑΙΩΝΙΑ ΣΠΑΡΤΗ: Παιδεία και Γράμματα - Περί παίδων αγωγής εν Σπάρτη

Οι Λακεδαιμόνιοι ενδιαφέρθησαν πολύ και διά την παιδείαν και τα γράμματα.

Πρώτοι εξ όλων των Ελλήνων και εξ όλων των αρχαίων λαών επεμελήθησαν της ομαδικής και καθολικής ανατροφής και αγωγής των παίδων, υπό μορφήν, σκοπούς και σύστημα καθωρισμένον υπό της πολιτείας.

Βασικόν νόμον της Λακεδαιμονίων Πολιτείας απετέλουν αι διατάξεις “περί παίδων αγωγής” Ευθύς από της πρώτης παιδικής ηλικίας (του εβδόμου έτους) και της εφηβικής συμπεριλαμβανομένης ήρχιζεν η επιμεμελημένη εκπαίδευσις και ανατροφή των παίδων δι’ ειδικών διδασκάλων, των βιδαίων και άλλων, υπό της πολιτείας προς τούτο καθωρισμένων. Η αυστηρά τήρησις των εκπαιδευτικών όρων και διατάξεων και η ευδόκιμος φοίτησις και ανατροφή εκάστου παιδός έδιδε το δικαίωμα να τύχη του αξιώματος του Σπαρτιάτου πολίτου και να ανέλθη εις την τάξιν των “ομοίων”. Η εκπαίδευσις ήτο ελευθέρα και ηδύναντο να τύχουν αυτής πάντες οι βουλόμενοι των Λακεδαιμονίων.

Πρώτοι και μόνοι οι Λακεδαιμονίοι ενομοθέτησαν, ότι η εκπαίδευσις θα παρείχετο δωρεάν - δημοσία δαπάνη - και ανεγνώρισαν προσόντα και δικαιώματα εις τους τυχόντας της οικείας ανατροφής. Προς τούτο είχε καθορισθή αυστηρόν πρόγραμμα εκπαιδεύσεως και το κατάλληλον διδακτικόν προσωπικόν. Διά της αγωγής εκείνης, οι Λακεδαιμόνιοι επεδίωκον την ανάπτυξιν ψυχής και σώματος. Εφρόντιζον διά την μόρφωσιν του ήθους και την ανάδειξιν των πνευματικών και σωματικών δυνάμεων.

Κατηγορούνται υπό τινων οι Λακεδαιμόνιοι, ότι έθετον εις ήσσονα της σωματικής μοίραν την πνευματική και γνωσσικήν μόρφωσιν των παίδων. Τούτο δεν είναι αληθές και λησμονείται το “λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν”. Ο Πλούταρχος, εις τον Βίον Λυκούργου, γράφει “εδίδασκον δε τους παίδας και λόγω χρήσθαι, πολλήν από βραχείας, λέξεως έχοντι αναθεώρησιν” Και αλλαχού εις τα Ηθικά του, Περί Αδολεσχίας (Carrulitata C ΧΙΙΙ), αναφέρει: “ούτως ο λακωνικός λόγος ουκ έχει φλοιόν, αλλ’ εις αυτό το δραστήριον αφαιρέσει του περιττού διωκόμενος στομούται. Το γαρ αποφθεγματικόν αυτοίς τούτο και το μετ’ ευστροφίας οξύ προς τας απαντήσεις, εκ της πολλής περιγίγνεται σιωπής και δη τα τοιαύτα τοις αδολέσχοις προβάλλειν, όση χάριν έχει και δύναμιν: οίον εστί, το Λακεδαιμόνιοι Φιλίππω. Διονύσιος εν Κορίνθω. Και πάλιν γράψοντος αυτοίς του Φιλίππου. Αι εμβάλλω εις την Λακωνική αναστάτους υμάς ποιήσω. Αντέγραψαν Αίκα - Δημητρίου δε του βασιλέως αγανακτούντος και βοώντος. Ένα πρεσβευτήν προς εμέ Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν. Ου καταπλαγείς ο πρευσβευτής, Ένα (είπε) ποτί ένα”.

Προς τούτοις οι νέοι εδιδάσκοντο την εκμάθησιν και απαγγελίαν των αρίστων ποιητών της αρχαιότητος και ετύγχανον επιμεμελημένης ανατροφής εις την μουσικήν, προς ηθικήν ανύψωσιν και μόρφωσιν. Η εκπαίδευσις εξηκολούθη και μέχρι της ανδρικής ηλικίας και ακόμη διά της εισαγωγής των νέων εις τα κοινά συσσίτια, τα οποία κυρίως είχον εκπαιδευτικόν σκοπόν. Εις ταύτα οι έφοροι εβράβευον δι’ ειδικής μερίδος φαγητού τους διακρινόμενους των νέων εις την απαγγελίαν σπανίων περικοπών εξαιρέτων ποιητών.

Επί πλέον ειδικώς εδιδάσκοντο και ανεπτύσσοντο οι νόμοι και η υπακοή εις τούτους. Εάν η υπακοή εις τους νόμους, γράφει ο Durant, είναι αρετή, οι Σπαρτιάται υπήρξαν οι πλέον ενάρετοι υπέρ πάντα άνθρωπον. Η αυτοκυριαρχία, η μετριοπάθεια, η ψυχραιμία κατά τας επιτυχίας ή αποτυχίας - αρεταί, τας οποίας τόσον επήνουν οι Αθηναίοι, αλλά σπανίως επεδείκνυον - ήσαν δεδομέναι διά πάντα πολίτην Σπαρτιάτην. Ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Πλούταρρχος ουδέποτε έπαυσαν να επαινούν τους σπαρτιατικούς τρόπους.
 
Ομοίως εις τηνΛακεδαίμονα αι γυναίκες ετύγχανον επεμεμελημένης ανατροφής και εκπαιδεύσεως ασκούμεναι εις την μουσικήν και την γυμναστικήν πολλάκις μετά των νέων.

Η γυνή απήλαυνεν ελευθερίας εις την Σπάρτην και ετύγχανε σεβασμού όσον εις ουδεμίαν άλλην πόλιν της αρχαιότητος.

Αι Λάκαιναι μητέρες διεκρίνοντο διά την σύνεσιν, το θάρρος και το φρόνημα, καθώς και την μεγάλην των φιλοπατρίαν. Είναι γνωστή η σύστασις η οποία εδίδετο υπό της μητρός εις τον εκστρατεύοντα υιόν όταν παρέδιδεν εις τούτον την ασπίδα: “ή ταν ή επί τας”.

Αι Λάκαιναι τροφοί και παιδαγωγοί ήσαν περιζήτητοι κατά την αρχαιότητα (Πλούτ.).

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.29.9-6.30.3)

[6.29.9] Ἀλέξανδρος δὲ (ἐπιμελὲς γὰρ ἦν αὐτῷ, ὁπότε ἕλοι Πέρσας, παριέναι ἐς τοῦ Κύρου τὸν τάφον) τὰ μὲν ἄλλα καταλαμβάνει ἐκπεφορημένα πλὴν τῆς πυέλου καὶ τῆς κλίνης· οἱ δὲ καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κύρου ἐλωβήσαντο ἀφελόντες τὸ πῶμα τῆς πυέλου καὶ τὸν νεκρὸν ἐξέβαλον· αὐτὴν δὲ τὴν πύελον ἐπειρῶντο εὔογκόν σφισι ποιήσασθαι καὶ ταύτῃ εὔφορον τὰ μὲν παρακόπτοντες, τὰ δὲ ξυνθλῶντες αὐτῆς. ὡς δὲ οὐ προ‹ὐ›χώρει αὐτοῖς τοῦτο τὸ ἔργον, οὕτω δὴ ἐάσαντες τὴν πύελον ἀπῆλθον. [6.29.10] καὶ λέγει Ἀριστόβουλος αὐτὸς ταχθῆναι πρὸς Ἀλεξάνδρου κοσμῆσαι ἐξ ὑπαρχῆς τῷ Κύρῳ τὸν τάφον. καὶ τοῦ μὲν σώματος ὅσαπερ ἔτι σῶα ἦν καταθεῖναι ἐς τὴν πύελον καὶ τὸ πῶμα ἐπιθεῖναι, ὅσα δὲ λελώβητο αὐτῆς κατορθῶσαι· καὶ τὴν κλίνην ἐντεῖναι ταινίαις καὶ τἆλλα ὅσα ἐς κόσμον ἔκειτο κατὰ ἀριθμόν τε καὶ τοῖς πάλαι ὅμοια ἀποθεῖναι καὶ τὴν θυρίδα δὲ ἀφανίσαι τὰ μὲν αὐτῆς λίθῳ ἐνοικοδομήσαντα, τὰ δὲ πηλῷ ἐμπλάσαντα, καὶ ἐπιβαλεῖν τῷ πηλῷ τὸ σημεῖον τὸ βασιλικόν. [6.29.11] Ἀλέξανδρος δὲ ξυλλαβὼν τοὺς Μάγους τοὺς φύλακας τοῦ τάφου ἐστρέβλωσεν, ὡς κατειπεῖν τοὺς δράσαντας, οἱ δὲ οὐδὲν οὔτε σφῶν οὔτε ἄλλου κατεῖπον στρεβλούμενοι, οὐδὲ ἄλλῃ πῃ ἐξηλέγχοντο ξυνειδότες τῷ ἔργῳ· καὶ ἐπὶ τῷδε ἀφείθησαν ἐξ Ἀλεξάνδρου.
[6.30.1] Ἔνθεν δὲ ἐς τὰ βασίλεια ᾔει τὰ Περσῶν, ἃ δὴ πρόσθεν κατέφλεξεν αὐτός, ὥς μοι λέλεκται, ὅτε οὐκ ἐπῄνουν τὸ ἔργον· ἀλλ᾽ οὐδ᾽ αὐτὸς Ἀλέξανδρος ἐπανελθὼν ἐπῄνει. καὶ μὲν δὴ καὶ κατὰ Ὀρξίνου πολλοὶ λόγοι ἐλέχθησαν πρὸς Περσῶν, ὃς ἦρξε Περσῶν ἐπειδὴ Φρασαόρτης ἐτελεύτησε. [6.30.2] καὶ ἐξηλέγχθη Ὀρξίνης ἱερά τε ὅτι σεσυλήκει καὶ τάφους βασιλικούς, καὶ Περσῶν πολλοὺς ὅτι οὐ ξὺν δίκῃ ἀπέκτεινε. τοῦτον μὲν δὴ οἷς ἐτάχθη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐκρέμασαν, σατράπην δὲ Πέρσαις ἔταξε Πευκέσταν τὸν σωματοφύλακα, πιστόν τέ οἱ ἐς τὰ μάλιστα τιθέμενος τά τε ἄλλα καὶ ἐπὶ τῷ ἐν Μαλλοῖς ἔργῳ, ἵνα προεκινδύνευσέ τε καὶ συνεξέσωσεν Ἀλέξανδρον, καὶ ἄλλως τῷ βαρβαρικῷ τρόπῳ τῆς διαίτης οὐκ ἀξύμφορον· [6.30.3] ἐδήλωσε δὲ ἐσθῆτά τε εὐθὺς ὡς κατεστάθη σατραπεύειν Περσῶν μόνος τῶν ἄλλων Μακεδόνων μεταβαλὼν τὴν Μηδικὴν καὶ φωνὴν τὴν Περσικὴν ἐκμαθὼν καὶ τἆλλα ξύμπαντα ἐς τρόπον τὸν Περσικὸν κατασκευασάμενος. ἐφ᾽ οἷς Ἀλέξανδρός γε ἐπῄνει αὐτὸν καὶ οἱ Πέρσαι ὡς τὰ παρὰ σφίσι πρὸ τῶν πατρίων πρεσβεύοντι ἔχαιρον.

***
[6.29.9] Ο Αλέξανδρος (γιατί μέλημά του ήταν να επισκεφθεί τον τάφο του Κύρου, όταν θα νικούσε τους Πέρσες) βρήκε όλα τα άλλα μετακινημένα εκτός από τη σαρκοφάγο και την κλίνη. Οι τυμβωρύχοι είχαν κακοποιήσει ακόμη και το πτώμα του Κύρου, αφού αφαίρεσαν το κάλυμμα της σαρκοφάγου και έριξαν έξω τον νεκρό. Είχαν προσπαθήσει να κάμουν μικρή σε όγκο την ίδια τη σαρκοφάγο και έτσι εύκολη γι᾽ αυτούς στη μεταφορά, άλλα μέρη της αποκόβοντας και άλλα συντρίβοντας. Καθώς όμως η προσπάθειά τους αυτή δεν προχωρούσε, άφησαν τη σαρκοφάγο και έφυγαν. [6.29.10] Ο Αριστόβουλος αναφέρει ότι διατάχθηκε από τον Αλέξανδρο να διακοσμήσει από την αρχή τον τάφο του Κύρου, ότι τοποθέτησε μέσα στη σαρκοφάγο όσα μέρη του σώματος ήταν ακόμη ακέραια και έβαλε επάνω το κάλυμμα και αποκατέστησε όσα μέρη της σαρκοφάγου είχαν πάθει ζημιές· ότι άπλωσε ταινίες στην κλίνη, και όσα άλλα είχαν τοποθετηθεί σε αυτήν για διακόσμηση, τα αποκατέστησε και αριθμητικά και έτσι που να μοιάζουν με παλαιά. Εξαφάνισε επίσης τη μικρή πόρτα, άλλα μέρη της κλείνοντας με πέτρες και άλλα αποφράζοντας με πηλό, επάνω στον οποίο έβαλε τη βασιλική σφραγίδα. [6.29.11] Ο Αλέξανδρος συνέλαβε τους Μάγους που φύλαγαν τον τάφο και τους υπέβαλε σε βασανιστήρια, για να φανερώσουν τους δράστες· αλλά αυτοί, αν και βασανιζόμενοι, δεν φανέρωσαν κανέναν ούτε από τους δικούς τους ούτε άλλον. Επειδή αποδείχθηκε ότι δεν είχαν οποιαδήποτε γνώση του πράγματος, ο Αλέξανδρος τους άφησε ελεύθερους.
[6.30.1] Από εκεί ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τα ανάκτορα των Περσών, τα οποία πρωτύτερα ο ίδιος πυρπόλησε, όπως ανέφερα τότε που κατέκρινα την πράξη· αλλά ούτε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος την ενέκρινε, όταν επέστρεψε. Κυκλοφορούσαν, λοιπόν, πολλά από τους Πέρσες και εναντίον του Ορξίνη, ο οποίος τους διοικούσε αφού πέθανε ο Φρασαόρτης. [6.30.2] Αποδείχθηκε πράγματι ότι ο Ορξίνης είχε συλήσει ναούς και βασιλικούς τάφους και ότι θανάτωσε άδικα πολλούς Πέρσες. Αυτόν, λοιπόν, τον κρέμασαν εκείνοι που όρισε ο Αλέξανδρος. Σατράπη της Περσίας όρισε τον Πευκέστα τον σωματοφύλακα, και επειδή τον θεωρούσε πολύ έμπιστό του, εξαιτίας κυρίως του κατορθώματος στη χώρα των Μαλλών, όπου διακινδύνευσε και έσωσε μαζί με άλλους τον Αλέξανδρο, και επειδή ο Πευκέστας κατά τα άλλα δεν διαφωνούσε με τον βαρβαρικό τρόπο ζωής. [6.30.3] Το απέδειξε αμέσως μόλις έγινε σατράπης των Περσών, οπότε μόνος από τους άλλους Μακεδόνες φόρεσε τη μηδική στολή, έμαθε τέλεια την περσική γλώσσα και σε όλα τα άλλα συμμορφώθηκε με τους περσικούς τρόπους. Για τους λόγους αυτούς βέβαια και ο Αλέξανδρος τον επαινούσε και οι Πέρσες χαίρονταν, επειδή προτιμούσε τα δικά τους έθιμα από τα έθιμα των προγόνων του.