Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (950-999)

950 ΟΙ. ὦ φίλτατον γυναικὸς Ἰοκάστης κάρα,
τί μ᾽ ἐξεπέμψω δεῦρο τῶνδε δωμάτων;
ΙΟ. ἄκουε τἀνδρὸς τοῦδε, καὶ σκόπει κλύων
τὰ σέμν᾽ ἵν᾽ ἥκει τοῦ θεοῦ μαντεύματα.
ΟΙ. οὗτος δὲ τίς ποτ᾽ ἐστὶ καὶ τί μοι λέγει;
955 ΙΟ. ἐκ τῆς Κορίνθου, πατέρα τὸν σὸν ἀγγελῶν
ὡς οὐκέτ᾽ ὄντα Πόλυβον, ἀλλ᾽ ὀλωλότα.
ΟΙ. τί φής, ξέν᾽; αὐτός μοι σὺ σημήνας γενοῦ.
ΑΓ. εἰ τοῦτο πρῶτον δεῖ μ᾽ ἀπαγγεῖλαι σαφῶς,
εὖ ἴσθ᾽ ἐκεῖνον θανάσιμον βεβηκότα.
960 ΟΙ. πότερα δόλοισιν, ἢ νόσου ξυναλλαγῇ;
ΑΓ. σμικρὰ παλαιὰ σώματ᾽ εὐνάζει ῥοπή.
ΟΙ. νόσοις ὁ τλήμων, ὡς ἔοικεν, ἔφθιτο.
ΑΓ. καὶ τῷ μακρῷ γε συμμετρούμενος χρόνῳ.
ΟΙ. φεῦ φεῦ, τί δῆτ᾽ ἄν, ὦ γύναι, σκοποῖτό τις
965 τὴν Πυθόμαντιν ἑστίαν, ἢ τοὺς ἄνω
κλάζοντας ὄρνεις, ὧν ὑφηγητῶν ἐγὼ
κτενεῖν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν; ὃ δὲ θανὼν
κεύθει κάτω δὴ γῆς· ἐγὼ δ᾽ ὅδ᾽ ἐνθάδε
ἄψαυστος ἔγχους, εἴ τι μὴ τὠμῷ πόθῳ
970 κατέφθιθ᾽· οὕτω δ᾽ ἂν θανὼν εἴη ᾽ξ ἐμοῦ.
τὰ δ᾽ οὖν προδόντα συλλαβὼν θεσπίσματα
κεῖται παρ᾽ Ἅιδῃ Πόλυβος ἄξι᾽ οὐδενός.
ΙΟ. οὔκουν ἐγώ σοι ταῦτα προύλεγον πάλαι;
ΟΙ. ηὔδας· ἐγὼ δὲ τῷ φόβῳ παρηγόμην.
975 ΙΟ. μή νυν ἔτ᾽ αὐτῶν μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς.
ΟΙ. καὶ πῶς τὸ μητρὸς οὐκ ὀκνεῖν λέχος με δεῖ;
ΙΟ. τί δ᾽ ἂν φοβοῖτ᾽ ἄνθρωπος ᾧ τὰ τῆς τύχης
κρατεῖ, πρόνοια δ᾽ ἐστὶν οὐδενὸς σαφής;
εἰκῇ κράτιστον ζῆν, ὅπως δύναιτό τις.
980 σὺ δ᾽ ἐς τὰ μητρὸς μὴ φοβοῦ νυμφεύματα·
πολλοὶ γὰρ ἤδη κἀν ὀνείρασιν βροτῶν
μητρὶ ξυνηυνάσθησαν. ἀλλὰ ταῦθ᾽ ὅτῳ
παρ᾽ οὐδέν ἐστι, ῥᾷστα τὸν βίον φέρει.
ΟΙ. καλῶς ἅπαντα ταῦτ᾽ ἂν ἐξείρητό σοι,
985 εἰ μὴ ᾽κύρει ζῶσ᾽ ἡ τεκοῦσα· νῦν δ᾽ ἐπεὶ
ζῇ, πᾶσ᾽ ἀνάγκη, κεἰ καλῶς λέγεις, ὀκνεῖν.
ΙΟ. καὶ μὴν μέγας ‹γ᾽› ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι.
ΟΙ. μέγας, ξυνίημ᾽· ἀλλὰ τῆς ζώσης φόβος.
ΑΓ. ποίας δὲ καὶ γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ᾽ ὕπερ;
990 ΟΙ. Μερόπης, γεραιέ, Πόλυβος ἧς ᾤκει μέτα.
ΑΓ. τί δ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνης ὑμὶν ἐς φόβον φέρον;
ΟΙ. θεήλατον μάντευμα δεινόν, ὦ ξένε.
ΑΓ. ἦ ῥητόν; ἢ οὐχὶ θεμιτὸν ἄλλον εἰδέναι;
ΟΙ. μάλιστά γ᾽· εἶπε γάρ με Λοξίας ποτὲ
995 χρῆναι μιγῆναι μητρὶ τἠμαυτοῦ, τό τε
πατρῷον αἷμα χερσὶ ταῖς ἐμαῖς ἑλεῖν.
ὧν οὕνεχ᾽ ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ πάλαι
μακρὰν ἀπῳκεῖτ᾽· εὐτυχῶς μέν, ἀλλ᾽ ὅμως
τὰ τῶν τεκόντων ὄμμαθ᾽ ἥδιστον βλέπειν.

***
950 ΟΙΔ. Ιοκάστη, αγάπη μου, μάτια μου,
γιατί με φώναξες να βγω;
ΙΟΚ. Τί λέει αυτός ο άνθρωπος ν᾽ ακούσεις
και να σκεφτείς κατόπιν
πού καταντούν των θεών οι σεβαστοί χρησμοί.
ΟΙΔ. Ποιός είν᾽ αυτός; Τί νέα φέρνει;
ΙΟΚ. Από την Κόρινθο το μήνυμα μας φέρνει
πως ο πατέρας σου ο Πόλυβος
δεν είναι ζωντανός,
πως χάθηκε.
ΟΙΔ. Τί είπες;
Ξένε.
Θέλω να τ᾽ ακούσω να το λες εσύ.
ΑΓΓ. Αν πρέπει πρώτο να το πω
χωρίς περιστροφές,
μάθε λοιπόν πως πήγε του θανάτου.
960 ΟΙΔ. Αρρώστησε βαριά ή τον δολοφόνησαν;
ΑΓΓ. Με το παραμικρό τα γέρικα κορμιά
σωριάζονται στην κλίνη.
ΟΙΔ. Αρρώστησε
κι έσβησε λίγο-λίγο.
ΑΓΓ. Λογάριασε και τα πολλά τα χρόνια
που τον βάραιναν.
ΟΙΔ. Αλίμονο!
Τί να σκεφτεί κανείς;
Τη μαντική εστία της Πυθίας;
Τους οιωνούς, τα όρνεα
που περιίπτανται στους ουρανούς
και κράζουν;
Μας γεμίσαν παραμύθια
πως ήτανε γραφτό
να θανατώσω τον πατέρα μου.
Εκείνος πέθανε και βρήκε τάφο μες στη γη
κι εγώ χωρίς ν᾽ αγγίξω ξίφος
βρίσκομαι εδώ.
Εκτός αν υποθέσουμε
πως λαχταρούσε να με δει
κι από μαράζι πέθανε
με τον καημό μου.
970 Έτσι μονάχα μπορεί να τον σκότωσα!
Ο Πόλυβος στον Άδη κείτεται·
μαζί του θάφτηκαν κι οι κούφιες προφητείες.
ΙΟΚ. Δε στα ᾽λεγα, τόσον καιρό;
ΟΙΔ. Ναι, τα ᾽λεγες.
Όμως με τύφλωνε μεγάλος φόβος.
ΙΟΚ. Τώρα θα ξαλαφρώσεις την ψυχή σου.
ΟΙΔ. Δεν πρέπει να φοβάμαι πια
μήπως με τη μητέρα μου σμίξω;
ΙΟΚ. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται.
Η τύχη κυβερνά παντού.
Και ποιός θα ριψοκινδυνεύσει
το μέλλον να προβλέψει με σαφήνεια;
Όποιος μπορεί, διακυβεύει
και τη ζωή του χαίρεται.
980 Μην τρέμεις μήπως σμίξεις
με τη μάνα σου.
Πολλά παιδιά στον ύπνο τους
μέσα στ᾽ όνειρο
κοιμήθηκαν τη μάνα τους.
Μα ποιός σκοτίζεται γι᾽ αυτά τα πράγματα,
όταν ανέφελη ζωή περνά;
ΟΙΔ. Με μία όμως προϋπόθεση
πως ζωντανή η μάνα μου δεν θα ᾽ταν.
Μα τώρα ζει
κι όσο κι αν έχεις δίκιο, ανάγκη πάντα να φυλάγομαι.
ΙΟΚ. Ο τάφος του πατέρα σου τεκμήριο δεν είναι;
ΟΙΔ. Μεγάλο· όμως φοβάμαι τη ζωντανή.
ΑΓΓ. Για ποιά γυναίκα τρέμεις τόσο;
990 ΟΙΔ. Για τη Μερόπη, γέροντα.
Ο Πόλυβος μαζί της ζούσε.
ΑΓΓ. Αυτή κι ο φόβος σου πώς δένουν;
ΟΙΔ. Με δένει μια δεινή
θεόσταλτη μαντεία, ξένε.
ΑΓΓ. Λέγεται; Ή μήπως είναι απόρρητη;
ΟΙΔ. Λέγεται. Χρησμός του Λοξία
μου μήνυσε κάποτε
πως είναι πεπρωμένο
με τη μητέρα μου να κοιμηθώ
και με τα χέρια μου
το αίμα του πατέρα μου να χύσω.
Γι᾽ αυτό έφυγα από την Κόρινθο.
Ευτύχησα σ᾽ αυτό τον τόπο.
Μα νιώθεις πάντα τρυφερότητα,
όταν τα μάτια των γονιών σου βλέπεις.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 12. Το κλέος

12.3.4. Κλέος και αρετή της Πηνελόπης


Με τον νόστο του Οδυσσέα και την εκδικητική εξόντωση των μνηστήρων συμπλέκεται και το κλέος της Πηνελόπης. Απεγνωσμένη η βασίλισσα της Ιθάκης δηλώνει δύο φορές (πρώτα προς τον μνηστήρα Ευρύμαχο και ύστερα προς τον μεταμορφωμένο ξένο της Οδυσσέα) ότι, αν επέστρεφε ο άντρας της, εκείνη θα κέρδιζε μεγαλύτερη ακόμη δόξα (τ 127-128 = σ 254-255):

Αν ήταν να γυρίσει, αν κυβερνούσε πάλι τη ζωή μου,
τότε κι η δόξα μου θ᾽ ανέβαινε ψηλότερα [μεῖζον κλέος] όλα θα πήγαιναν
καλύτερα. Μα τώρα εγώ μαραίνομαι [ἄχομαι], με τόσα βάσανα
που ο δαίμονας κακός μου φόρτωσε
.

Όπως ο γιος, έτσι και η μάνα του μετεωρίζεται ανάμεσα στην κρυφή ελπίδα και στη φανερή απογοήτευση, ενώ ο ακροατής και ο μεταμορφωμένος ξένος της Οδυσσέας γνωρίζουν ότι η απραγματοποίητη επιθυμία της βασίλισσας (ο νόστος του άντρα της) είναι ήδη πραγματικότητα και ότι οι λύπες της θα ανήκουν σύντομα στο παρελθόν. Στη δεύτερη ραψωδία ο Αντίνοος υποστήριζε ότι η Πηνελόπη, με τον αναβλητικό δόλο του ιστού, κερδίζει φήμη και καλό όνομα (μέγα κλέος, β 125) παραπλανώντας τους μνηστήρες. Τώρα η βασίλισσα της Ιθάκης εξομολογείται στον ξένο της ότι το κλέος της θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, αν με τον νόστο του ο άντρας της έβαζε τέλος στο πολύχρονο ἄχος της, εξοντώνοντας τους αλαζονικούς μνηστήρες, που όλα αυτά τα χρόνια την πολιορκούν παρά τη θέλησή της. Στο υποθετικό κλέος της Πηνελόπης εμπεριέχεται και πάλι ο δόλος, καθώς, όπως εξομολογείται στον μεταμορφωμένο ξένο της η περίφρων σύζυγος, ποθώντας τον άντρα της, αναβάλλει τον δεύτερο γάμο της με το τέχνασμα του ιστού, σκαρώνοντας κι αυτή δόλους (τ 137).

Όπως ο δόλος του Οδυσσέα έτσι και ο δόλος της Πηνελόπης στη σχέση του με το κλέος έχει αμφίσημη λειτουργία. Αν η χρήση του δόλου αντιστρατεύεται την παραδοσιακή πολεμική αρετή του ήρωα στη μάχη, ο δόλος της γυναίκας παραβιάζει την παραδοσιακή της αρετή ως πιστής και αφοσιωμένης συζύγου στα του οίκου της. Ωστόσο, η χρήση του δόλου από τις γυναίκες στο οδυσσειακό έπος, τουλάχιστον για τον νεκρό Αγαμέμνονα, θεωρείται αναμενόμενη. Παράδειγμα η δολόμητις γυναίκα του Κλυταιμνήστρα, που τον δολοφόνησε μαζί με τον Αίγισθο, με αποτέλεσμα η πράξη της να αποτελεί «ντροπή» (αἶσχος, λ 433) όχι μόνο για την ίδια αλλά και για όλες της μελλούμενες γυναίκες. Αν και ο δολοφονημένος βασιλιάς, στη συνομιλία του με τον ζωντανό Οδυσσέα στη «Μεγάλη Νέκυια», διαχωρίζει το ήθος της πανούργας γυναίκας του από αυτό της συνετής και έξυπνης Πηνελόπης, αναφερόμενος εντούτοις στον επικίνδυνο χαρακτήρα των γυναικών, προειδοποιεί τον Οδυσσέα να πάρει τα μέτρα του όταν θα συναντήσει τη γυναίκα του (λ 427-434, 441-443, 454-456). Ο δόλος παρά ταύτα των συζύγων του παλατιού της Ιθάκης, παραπέμποντας στην ομοφροσύνη τους (πρβ. ε 181-185), συνδέεται στην έξοδο του έπους με το κλέος αντί με το αἶσχος.

Η Πηνελόπη, όπως και ο Οδυσσέας (ι 19-20), εκφέρει σε πρώτο ενικό πρόσωπο το μελλοντικό της κλέος. Όμως η εξασφάλιση της φήμης της, το τέλος του ἄχους της, εξαρτάται ολότελα από τον νόστο του άντρα της. Ωστόσο, και ο Οδυσσέας πρέπει να επιστρέψει στην Πηνελόπη. Και για να το κατορθώσει αυτό, βάζοντας τέλος στα πάθη του, χρειάζεται την έμπιστη αφοσίωση και υποστήριξη της γυναίκας του. Απαραίτητη επομένως προϋπόθεση για την επανένωση του Οδυσσέα και της Πηνελόπης στον συζυγικό τους θάλαμο (ψ 330 κ.ε.) -οριακό σημείο όπου η αμοιβαία ερωτική και διηγητική τους τέρψη έχει χαρακτηριστεί τέλος (και σκοπός) της Οδύσσειας- είναι η αλληλοεξάρτηση. Ένα πρώτο σήμα της, που ανακλάται στον λόγο περί κλέους, εντοπίζεται στην απάντηση που δίνει ο μεταμορφωμένος Οδυσσέας στη γυναίκα του, όταν τον ρωτά για την ταυτότητά του (τ 107-110):

Ω δέσποινά μου, ποιος θνητός στη γη μας την ατέρμονη
ψεγάδι εσένα θα μπορούσε να σου βρει· έφτασε η δόξα σου
ψηλά κι απλώθηκε στον ουρανό [κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει], σαν κάποιου βασιλιά·
άψογος και θεοσεβής, ένα λαό μεγάλο και γενναίο κυβερνά,
με γνώμονα τη δίκαιη κρίση του.


Ο δίχως κλέος και χωρίς όνομα ξένος/άρχοντας της Ιθάκης, παρομοιάζοντας το κλέος της Πηνελόπης με εκείνο ενός άψογου και θεοσεβούς βασιλιά, μεταφέρει χαρακτηριστικά που στερείται προς το παρόν ο ίδιος στη γυναίκα του. Η απελπισμένη βασίλισσα που, δίχως τον κύριο του οίκου της, αντιστέκεται όλα αυτά τα χρόνια με τον δόλο του ιστού στους αλαζόνες μνηστήρες της, δέχεται από τον ξένο επαίτη της ένα κλέος που, όπως του εξαφανισμένου άντρα της, φτάνει μέχρι τον ουρανό. Με τη χρήση της αντίστροφης ως προς το γένος της παρομοίωσης, ο ποιητής εγκαινιάζει μια επική συνθήκη όπου οι σύζυγοι, δοκιμάζοντας ο ένας τον άλλον, αναγνωρίζουν και φέρνουν στην επιφάνεια το απωθημένο κλέος τους. Η Πηνελόπη, στο μεταξύ, εξωραϊσμένη από την πολύβουλη Αθηνά, επινοεί το αγώνισμα της τοξοθεσίας, στο οποίο βγαίνει νικητής, ως ἄριστος μνηστήρας της, ο ξένος ζητιάνος της.

Η άκρως ειρωνική, αντιθετικώς συμπληρωματική, σχέση των συζύγων εγκωμιάζεται από τον Αγαμέμνονα στη «Μικρή Νέκυια». Ενώ η σκιά του Αμφιμέδοντα εξιστορεί στον νεκρό Αγαμέμνονα τον αμοιβαίο δόλο των συζύγων (ω 128, 141, 167), που οδήγησε στον άθλιο θάνατο τους μνηστήρες, ο νεκρός βασιλιάς των Αχαιών θεωρεί τον χαμό τους μάλλον κλέος, καθώς μακαρίζει τον Οδυσσέα και επαινεί την αρετή της Πηνελόπης (ω 192-202):

Καλότυχε [ὄλβιε] γιε του Λάερτη, Οδυσσέα πολύτεχνε,
είχες την τύχη εσύ ταίρι σου ν᾽ αποκτήσεις μ᾽ αρετή μεγάλη·
άψογη η Πηνελόπη, του Ικαρίου η κόρη, με φρόνημα αγαθό,
ποτέ τον Οδυσσέα δεν λησμόνησε, ομόκλινό της σύζυγο.
Γι᾽ αυτό και δεν θα σβήσει η ενάρετή της δόξα [κλέος οὔ ποτ᾽ ὀλεῖται ἀρετῆς]·
για τους θνητούς οι αθάνατοι τραγούδι ωραίο θα στήσουν,
τιμή στη μυαλωμένη Πηνελόπη.
Όχι όπως η δική μου, η κόρη του Τυνδάρεου, που έργα φριχτά
μελέτησε, κι έσφαξε, όπως έσφαξε, τον νόμιμό της άντρα.
Αυτής της μέλλεται τραγούδι μισητό στο στόμα των ανθρώπων, που θα φορτώσει
και στο μέλλον φήμη βαριά [χαλεπὴν φῆμιν] στων γυναικών τη φύτρα,
ακόμη κι αν αποδειχτεί κάποια γυναίκα ενάρετη.


Το εγκώμιο του Αγαμέμνονα τερματίζει στη μορφή κλίμακας σειρά μακαρισμών που εμφανίστηκαν ήδη στο έπος. Στην ανώτερη σκάλα της τοποθετείται ο ὄλβιος Οδυσσέας υπερβαίνοντας, εκτός από τους μάκαρες συμπολεμιστές του, τον μακάρτατον και ὄλβιον Αχιλλέα, ο οποίος κατέκτησε κλέος ἄφθιτον πεθαίνοντας πριν την ώρα του στον πόλεμο της Τροίας. Ο μακαρισμός ωστόσο του ήρωα οφείλεται στην άψογη συμπεριφορά και το αγαθό φρόνημα της γυναίκας του. Στην Πηνελόπη αποδίδει ρητά ο δολοφονημένος βασιλιάς το αθάνατο κλέος, και μόνο μέσω αυτής μπορεί να το οικειοποιηθεί και ο σύζυγός της. Η αντίθεση προς το κλέος που κερδίζουν στον πόλεμο οι ήρωες στην Ιλιάδα είναι χαρακτηριστική, καθώς το κλέος στον επίλογο της Οδύσσειας το καρπώνεται κυρίως για την αρετή στα του οίκου της μια γυναίκα, που δεν εμφανίζεται ποτέ στην Ιλιάδα. Η Οδύσσεια στον επίλογό της πάει να γίνει και Πηνελόπεια.

Με το «ενάρετο» και αθάνατο κλέος της Πηνελόπης οι γενικόλογες προειδοποιήσεις του Αγαμέμνονα προς τον ζωντανό Οδυσσέα να φυλάγεται από το άπιστο φύλο των γυναικών ακυρώνονται. Η μοίρα των δύο αντρών αντιδιαστέλλεται μέσω των γυναικών τους. Η Κλυταιμνήστρα, μνημειωμένη σε μισητό τραγούδι εξαιτίας της φριχτής της πράξης, θα αφήσει βαριά τη φήμη της σ᾽ όλο το γυναικείο φύλο, για να αποδειχθεί όνομα και πράγμα: αυτή που φημίζεται (Κλυται-) για την ικανότητά της να μήδεται «μηχανεύεται» (-μήστρα) ανόσια έργα. Αντίθετα, η πιστή στον άντρα της Πηνελόπη θα αποκτήσει ενάρετη φήμη και άφθαρτη αναγνώριση, που θα διαιωνίζεται σε ωραίο τραγούδι, «συνθεμένο» μάλιστα από τους θεούς. Η δολόμητις σύζυγος του Αγαμέμνονα εκμεταλλεύτηκε την πονηρή της σκέψη όχι μόνο ενόψει της παρασυζυγίας της (όπως η Ελένη) αλλά και του φόνου του άντρα της - πράξεις που θα μείνουν αξέχαστες ως αἶσχος. Αντίθετα, η μυαλωμένη Πηνελόπη χρησιμοποίησε τα δολερά της τεχνάσματα ενόψει της συζυγικής της αφοσίωσης, που επιβραβεύεται με ενάρετο και αθάνατο κλέος. Και στον βαθμό που η «απογείωση» της βασίλισσας της Ιθάκης συμβαίνει μέσα στην επική αοιδή, αναρωτιέται κανείς μήπως το ωραίο τραγούδι που θα στήσουν προς δόξα της οι θεοί είναι η ίδια η Οδύσσεια· αν, κατ᾽ επέκταση, η πρόβλεψη του Αγαμέμνονα για το αθάνατο κλέος της γυναίκας του Οδυσσέα μπορεί να λειτουργήσει και ως πρόγνωση για την τύχη του ποιητή της Οδύσσειας.

Σημασία έχει ότι με τη ρευστή (συχνά αμφίσημη και ειρωνική) χρήση της γλώσσας του κλέους ο ποιητής στην Οδύσσεια κατοχυρώνει τη συνειδητή άμιλλά του με τον ποιητή της Ιλιάδας, χαρακτηρισμένη και ως δημιουργική μίμηση. Το μεταγενέστερο έπος, συνθεμένο προφανώς σε χρόνο που τα ηρωικά ιδεώδη επαναπροσδιορίζονται, φιλοξενεί τον προηγούμενο στον δικό του κόσμο, ενώ ταυτόχρονα διαφοροποιείται, κατορθώνοντας τελικά την υπέρβαση που ενυπάρχει σε κάθε μορφή δημιουργικής ζωής - όχι αποκλειστικά στην τέχνη.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 3. Αγαπημένη μου Κλεοπάτρα

3.3. Η καλή Δύση και η κακή Ανατολή


Η πρώτη ενέργεια του Οκταβιανού ήταν να καταγγείλει δημόσια τον Αντώνιο. Οι καταγγελίες, που ήταν συνεχείς και συστηματικές, στόχευαν να «δολοφονήσουν» τον χαρακτήρα του αντιπάλου του, να παρουσιάσουν την Κλεοπάτρα ως μάστιγα που απειλούσε τη Ρώμη και τις πατροπαράδοτες αξίες της και να δημιουργήσουν μια σαφή αντίθεση ανάμεσα στη «βάρβαρη και λαγγεμένη» Ανατολή του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας και στην «υγιή, πολιτισμένη» Δύση που αντιπροσώπευε ο ίδιος ο Οκταβιανός. Και ο λόγος που κυκλοφορούσε έλεγε, άλλοτε καθαρά και άλλοτε με υπονοούμενα, τα ακόλουθα:

Ρωμαίοι πολίτες, εδώ και καιρό το κράτος μας βρίσκεται σε μια πρωτόγνωρη κρίση. Ο άνθρωπος που έχει την ευθύνη του ανατολικού τμήματος της μεγάλης μας αυτοκρατορίας, ο Μάρκος Αντώνιος, έχει γίνει έρμαιο του πάθους του και διαπομπεύει με τις πράξεις του το ένδοξο όνομα του ρωμαϊκού λαού και της Συγκλήτου. Περιφρονώντας τη νόμιμη ρωμαία σύζυγό του, την Οκταβία, συνωμοτεί εναντίον της Ρώμης με μια έκλυτη ανατολίτισσα - μια βασίλισσα πόρνη που περιστοιχίζεται από άντρες που δεν είναι άντρες και που ορκίστηκε να ανέβει θριαμβεύτρια στο Καπιτώλιο. Τη σέρνει μαζί του ξεδιάντροπα σε όλη την Ανατολή και έχει κάνει έδρα του τα ανάκτορα της Αλεξάνδρειας, όπου καθισμένος δίπλα στον θρόνο της παίρνει μέρος σε ανίερες τελετές και ανακηρύσσει τα νόθα παιδιά που έκανε μαζί της βασιλείς και πρίγκιπες. Περνάει μαζί με τη βασιλική παλλακίδα του μέρες και νύχτες κραιπάλης, μεθυσμένος και παραδομένος στη λαγνεία· και ετοιμάζει μαζί της όλεθρο για τη Ρώμη. Της έχει υποσχεθεί για προίκα την περιουσία του ρωμαϊκού λαού και έχει ήδη αποφασίσει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στην Αλεξάνδρεια. Έχει απαρνηθεί για χάρη μιας διεφθαρμένης ανατολίτισσας το κύρος του ρωμαίου πολίτη· προκρίνει την ποταπή αυλή των ευνούχων από την αίθουσα της Συγκλήτου και απειλεί να εξαπολύσει τους σκοτεινούς και δύσμορφους θεούς της Ανατολής ενάντια στον Μέγιστο και Άριστο Δία.

Ρωμαίοι πολίτες, αυτό που διακυβεύεται σήμερα είναι οι μεγάλες αξίες του πολιτισμού μας, τα προγονικά ήθη, το κύρος, η αξιοπρέπεια και η σοβαρότητα του ρωμαϊκού χαρακτήρα. Η Ανατολή συνωμοτεί και ετοιμάζει επίθεση εναντίον μας. Την κρίσιμη αυτή στιγμή πρέπει όλοι να συστρατευθούμε με τις δυνάμεις του Καλού, κάτω από την ηγεσία του Οκταβιανού.

Αυτά είναι πάνω κάτω όσα μπορούμε να συμπεράνουμε από τις ιστορικές μας πηγές και τις αφηγήσεις των ιστορικών. Αλλά ποια είναι τελικά η ιστορική αλήθεια; Πού βρίσκονται τα όρια ανάμεσα στην πολιτική προπαγάνδα και το αναμφισβήτητο γεγονός; Ήταν πραγματικά ο Μάρκος Αντώνιος εχθρός της Ρώμης, και εξύφαινε πραγματικά η Ανατολή δόλια σχέδια σε βάρος της Δύσης; Και ποια είναι στο κάτω κάτω αυτή η σκοτεινή, μυστηριώδης και απειλητική Ανατολή που ενσαρκώνει η Κλεοπάτρα;

Μια πρώτη απάντηση είναι ότι η Ανατολή αυτή είναι εν μέρει αλήθεια και εν μέρει «κατασκευή». Η Κλεοπάτρα δεν ήταν απλώς μια ανατολίτισσα βασίλισσα· ήταν Μακεδόνισσα, απόγονος του Πτολεμαίου, του στρατηγού του Αλέξανδρου που, μετά τον θάνατο του στρατηλάτη, είχε πάρει για κλήρο του την Αίγυπτο με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια. Και η Αλεξάνδρεια δεν ήταν μια Βαβυλώνα της Ανατολής, αλλά το σημαντικότερο και λαμπρότερο κέντρο του ελληνόγλωσσου πολιτισμικού χώρου τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες: με τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του αρχαίου κόσμου, με ερευνητικά επιστημονικά κέντρα, με πλούσια καλλιτεχνική και πνευματική ζωή, στην οποία μάλιστα οι Ρωμαίοι όφειλαν πολλά. Και εξάλλου, ήταν άραγε ο Αντώνιος αυτός που απειλούσε να επεκταθεί στο δυτικό μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ή ο Οκταβιανός αυτός που, με πρόσχημα το διαζύγιο της αδελφής του, υπηρετούσε πιστά την προς ανατολάς επεκτατική πολιτική που είχε ακολουθήσει η Ρώμη για δυο σχεδόν αιώνες σε βάρος του ελληνικού και ελληνιστικού κόσμου; Όποια κι αν είναι η αλήθεια, οι καταγγελίες του Οκταβιανού έπιασαν τόπο και η «Δύση» αποφάσισε να πολεμήσει την «κακή Ανατολή». Κι αυτό έγινε επειδή ο Οκταβιανός, ή οι «επικοινωνιολόγοι» του, εκμεταλλεύτηκαν με δεξιοτεχνία τις στερεότυπες αντιλήψεις περί Ανατολής.

Τα εθνικά και φυλετικά στερεότυπα διαμορφώνονται από ποικίλους παράγοντες (πολιτικούς, ιδεολογικούς, θρησκευτικούς, αισθητικούς) σε μεγάλη διάρκεια χρόνου και καθορίζουν, συχνά με τον πιο ανορθολογικό τρόπο, τη στάση μας απέναντι σε άλλες εθνικές, φυλετικές ή πολιτισμικές ομάδες, όπως ακριβώς καθορίζουν και τη στάση των άλλων απέναντι σ᾽ εμάς· και ένας από τους βασικούς τους (σημειολογικούς) μηχανισμούς είναι: είμαστε ό,τι δεν είναι οι άλλοι - δεν είμαστε αυτό που είναι οι άλλοι.

Έτσι, για παράδειγμα, ο μέσος Ρωμαίος έχει μάθει να σκέφτεται ότι οι ανατολίτες είναι αναξιόπιστοι, μυστήριοι, ύπουλοι· ότι δεν είναι αρρενωποί και ρωμαλέοι αλλά διεφθαρμένοι και ηδυπαθείς· ότι είναι τόσο κατώτεροι από τους γνήσιους Ρωμαίους όσο κατώτερες είναι και οι θεότητες που λατρεύουν ότι είναι, με άλλα λόγια, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που παραδοσιακά είναι, ή πρέπει να είναι, οι Ρωμαίοι (θυμηθείτε τον γερο-Κάτωνα και τον Κικέρωνα).

Η προπαγάνδα του Οκταβιανού εκμεταλλεύεται και κάτι άλλο που σχετίζεται με αυτό που θα ονομάζαμε «κοινωνική ιδεολογία» των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι πίστευαν ανέκαθεν ότι η κοινωνική και πολιτική εξουσία είναι αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών. Έτσι, η Κλεοπάτρα, που είναι γυναίκα αλλά κατέχει εξουσία, δεν μπορεί να παρουσιαστεί παρά μόνο ως αφύσικη απόκλιση από τον «κανόνα», από τη νόρμα. Και για να εξορκιστεί πιο αποτελεσματικά αυτό το «αφύσικο κακό», η Κλεοπάτρα πρέπει να παρουσιαστεί ως έκλυτη, μέθυση, πόρνη, ανίκανη να ελέγξει τις ορέξεις και τα πάθη της, έτοιμη να εγκαταστήσει τους δαίμονες της Ανατολής πάνω στον ιερό βράχο του Καπιτωλίου, που είναι το σύμβολο της ρωμαϊκής εξουσίας.

Αν μιλούσαμε με σημερινούς όρους, θα λέγαμε σίγουρα ότι η προπαγάνδα του Οκταβιανού παραβιάζει βάναυσα την αρχή της «πολιτικής ορθότητας». Η πολιτική ορθότητα δεν έχει σχέση με αυτό που συνήθως εννοούμε όταν μιλάμε για πολιτική και πολιτικούς (αν και είναι πολλοί αυτοί που δεν το έχουν αντιληφθεί ακόμη), αλλά αναφέρεται στην ανάγκη αλληλοσεβασμού ανάμεσα στους πολίτες των δημοκρατικά οργανωμένων κοινωνιών ανεξάρτητα από το φύλο, τη φυλή, την κουλτούρα, το θρήσκευμα, τις επιλογές στην αυστηρά ιδιωτική ζωή, ακόμη και τα σωματικά χαρακτηριστικά ή τις ειδικές ανάγκες που κάνουν ορισμένους ανθρώπους «διαφορετικούς» από τους άλλους. Κατά κανόνα, η ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα παραβιάζει φανερά και ευχαρίστως αυτή την αρχή· γι᾽ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το θεώρησαν φυσιολογικό να περιορίσουν τις γυναίκες στον γυναικωνίτη, και ο Οκταβιανός το θεώρησε «παρά φύσιν» να κατέχει μια γυναίκα, όπως η Κλεοπάτρα, τόση εξουσία.

Χρήσιμο να το θυμόμαστε αυτό, αρκεί να ξέρουμε ταυτόχρονα ότι η πολιτική ορθότητα είναι τόσο πρόσφατη όσο και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές· ότι, σαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, προς το παρόν είναι διαδεδομένη μόνο στη Δύση· ότι, ακόμη και στη Δύση, την αγνοούν πολλοί, όπως ακριβώς και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές· και ότι ακόμη και αυτοί που τη γνωρίζουν καλά προτιμούν να την ξεχνούν όταν κινδυνεύουν τα συμφέροντα ή η εξουσία τους. Από την άποψη αυτή τουλάχιστον, ο Οκταβιανός και οι επικοινωνιολόγοι του ήταν πιο ειλικρινείς και δεν είχαν να δώσουν λόγο στη ρωμαϊκή κοινή γνώμη.

Και έτσι «κατασκεύασαν» μιαν Ανατολή σύμφωνα με τα ρωμαϊκά συμφέροντα. Το τελικό μήνυμα ήταν ότι αυτή η «άρρωστη» Ανατολή δεν άξιζε να έχει εξουσία· η εξουσία ταίριαζε μόνο στην «υγιή» Δύση. Η Ανατολή έπρεπε να υποκύψει στη Δύση. Από προπαγανδιστική άποψη, αυτό ήταν ασφαλώς πιο αποτελεσματικό από το «ο Οκταβιανός πρέπει να νικήσει τον Αντώνιο». Και οι αρχαίοι ιστορικοί, ακόμη και όταν νομίζουν ότι μας προσφέρουν την καθαρή ιστορική αλήθεια, απηχούν σε μεγάλο βαθμό αυτή την προπαγάνδα.

Αυτογνωσία και Αντίληψη της Αιώνιας Φύσης μας

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ Είναι η Αρχή και το Κέντρο Αναφοράς κάθε αντίληψης της Πραγματικότητας. Η Αυτογνωσία, η Γνώση του Ιδίου Είναι, του Φαινομένου της Συνείδησης, ο προσδιορισμός του... είναι μία «ανοιχτή διαδικασία» (που μπορεί να μας αποκαλύψει πλήρως την Αληθινή Φύση Μας) κι όχι μία τετελεσμένη αντίληψη και γνώση (που θεωρεί εξαρχής σαν δεδομένο ότι η Συνείδηση είναι απλό υποκείμενο, κάτι περιορισμένο, εντός του αντικειμενικού).

Με αυτή την έννοια η Αυτογνωσία, η Αντίληψη του Ιδίου Είναι, είναι μία «κίνηση της αντίληψης» κι όχι αντίληψη μίας παγιωμένης κατάστασης. Μπορεί να επεκταθεί, να ξεπεράσει τους όποιους περιορισμούς και να απλωθεί στο Καθαρό Συνειδέναι. Γίνεται τότε αντιληπτό ότι η Συνείδηση Είναι Ακατάληπτη, Απροσδιόριστη, Άπειρη, Αιώνια, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. (Ο περιορισμός της Συνείδησης σε απλό υποκείμενο και η ακινησία εντός του αντικειμενικού είναι θέμα αυτοπροσδιορισμού κι όχι φύση της Συνείδησης).

Αν είναι σωστά όλα αυτά τότε η στροφή προς τα «Έσω» οδηγεί στο Άπειρο Βάθος της Συνείδησης, στο Αδημιούργητο, σε Ό,τι ονομάζουν οι άνθρωποι Θεότητα. (Κι αυτό δεν είναι βλαστήμια. Βλαστήμια είναι να θεωρείται ο άνθρωπος απλό υποκείμενο, παγιδευμένο μέσα στο αντικειμενικό, ανίκανο να εξελιχθεί...)

Πως γίνεται;

Το Αντικειμενικό

Η Αντικειμενική Πραγματικότητα, Αυτό που Υπάρχει Πραγματικά, είναι ανεξάρτητη από την ανθρώπινη συνείδηση (τουλάχιστον την δική μας συγκεκριμένη συνείδηση).

Είναι Ένα Μυστήριο. Η ανθρώπινη συνείδηση πηγάζει από Αυτή Την Αντικειμενική Πραγματικότητα... Όταν στρέφεται προς το Αιώνιο και το Αντιλαμβάνεται, «αντικειμενικοποιείται», ξεπερνάει το υποκειμενικό, Βυθίζεται στο Μυστήριο, Εισέρχεται στον Χώρο του Αγίου, στην Θεία Ύπαρξη.

Το Άγιο το Προσεγγίζουμε μέσω της συνείδησής μας, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Το ερώτημα όμως αν το Αντικειμενικό και η ανθρώπινη συνείδηση (το εγώ) ταυτίζονται είναι ψευδοπρόβλημα. Στην πραγματικότητα η Προσέγγιση του Αντικειμενικού είναι ξεπέρασμα του υποκειμενικού, κατάργησή του. Συνεπώς μόνο το Αντικειμενικό Είναι Αληθινό. Όσο ξεχωρίζουμε τον εαυτό μας από την Αντικειμενική Πραγματικότητα βιώνουμε μία φαντασίωση...

Η Αντικειμενική Βάση της Ύπαρξης

Η Αντικειμενική Πραγματικότητα σαν Ανεξάρτητη από την ανθρώπινη συνείδηση Είναι η Βάση της ύπαρξης, της αντίληψης. Από Αυτή Την Αντικειμενικότητα αναδύεται η συνείδηση, το εγώ, ένα σύμπλεγμα αντιλήψεων και αντιδράσεων...

Η Κατάκτηση, εντός αυτού του υποκειμενικού, του Αντικειμενικού, της Αντικειμενικής Πραγματικότητας, Οδηγεί στην Πλήρη Αντικειμενικοποίησή του, στο «ξεπέρασμά» του. Ο άνθρωπος όσο εμμένει στην αντίληψη ενός εγώ, ξεχωριστού από την Αντικειμενική Πραγματικότητα, βιώνει μία ψευδαίσθηση κι αυτή είναι η πηγή όλης της δυστυχίας (του πλανήτη αυτού)...

Η στροφή προς την Αντικειμενική Βάση του υποκειμένου, το ξεπέρασμα του εγώ, μας οδηγεί στο Αληθινό, στο Παγκόσμιο, στο ΟΛΟΝ, σε Ό,τι ονομάζουν οι κάτοικοι αυτού του πλανήτη Θεό...

Η Αλήθεια Είναι Εδώ, Τώρα, κι είναι Βίωμα, είναι η ταύτιση αυτού που αντιλαμβανόμαστε με Την Αντικειμενική Πραγματικότητα...

Οι Διαβαθμίσεις της Συνειδητότητας

Η Συνειδητότητα (σαν συμβάν) δεν είναι κάτι σταθερό αλλά είναι μία συνεχής ροή (η συνέχεια δίνει την αντίληψη της σταθερότητας αλλά η ροή αποτελεί μία δυνατότητα εξέλιξης)... Το γεγονός είναι ότι η Συνειδητότητα έχει διαβαθμίσεις όχι μόνο μέσα στο ίδιο "ον" αλλά και από άνθρωπο σε άνθρωπο...

Η Δυνατότητα της ύπαρξης μίας Κατάστασης πέρα από την κοινή συνείδηση (δηλαδή το επίπεδο που λειτουργεί συνήθως ο άνθρωπος και το σύνολο της ανθρωπότητας) δεν είναι απλά θεωρητική, είναι πρακτικά επαληθεύσιμη... Αυτή η Κατάσταση που αποτελεί Αντικείμενο και Υπέρτατο Στόχο της θρησκευτικής εμπειρίας είναι εφικτή όταν η Συνειδητότητα Υπερβαίνει την νοητική αντίληψη της πραγματικότητας και συλλαμβάνει την Πραγματικότητα άμεσα, ολικά, χωρίς να αγκιστρώνεται κάπου...

Το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν βιώσει μία Τέτοια Κατάσταση δεν τους δίνει ούτε το δικαίωμα, ούτε τα επιχειρήματα να απορρίψουν Αυτή Την Κατάσταση σαν δυνατότητα...

Σε τελευταία ανάλυση το θέμα είναι πρακτικό. Αυτοί που έχουν εμπειρία Κατανοούν για τι πράγμα μιλάμε. Οι άλλοι μπορούν να δεχτούν ή να απορρίψουν διανοητικά το ζήτημα. Αλλά αυτό δεν έχει σημασία...

Ναυμαχία της Σαλαμίνας, Πώς εκκενώθηκε η Αθήνα

Η εξιστόρηση του Ηροδότου για το πώς οι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη τους λίγο πριν την έναρξη της ναυμαχίας που καθόρισε την εξέλιξη της ιστορίας της Ανθρωπότητας

Στις 28 Σεπτεμβρίου του έτους 480 π.Χ. διεξήχθη μία από τις κρισιμότερες πολεμικές συγκρούσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, η Ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Στο στενό της Σαλαμίνας οι ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων νίκησαν κατά κράτος τον κατά πολύ ισχυρότερο στόλο των Περσών.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, είχε προηγηθεί η ηρωική ήττα του Λεωνίδα και των τριακοσίων στις Θερμοπύλες και πλέον ο δρόμος για την Αθήνα ήταν για τους Πέρσες ανοιχτός.

Οι Έλληνες είχαν μια τελευταία ευκαιρία να εμποδίσουν τους πολυάριθμους Πέρσες από το να εισβάλουν και στην Πελοπόννησο και να κατακτήσουν έτσι ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.

Ύστερα από έντονες διαφωνίες στις τάξεις των Αθναίων, τελικά αποφασίστηκε να ακολουθηθεί το στρατηγικό σχέδιο του Θεμιστοκλή, σύμφωνα με το οποίο δεν υπήρχε κανένα νόημα να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στην ξηρά και ότι αυτό που ενδεχομένως να τους οδηγούσε στη νίκη θα ήταν μια ναυμαχία στα στενά της Σαλαμίνας.

Είχε προηγηθεί ο χρησμός της Πυθίας:

Μα στην Τριτογενή του ο Δίας ο βροντόλαλος τη χάρη τούτη κάνει:
σωμός το ξύλινο το τείχος για σένα και τα τέκνα σου, απόρθητο θα μείνει.
(τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεὺς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν, τὸ σὲ τέκνα τ᾽ ὀνήσει)

Οι περισσότεροι ερμήνευσαν τον χρησμό κατά κυριολεξία, προκρίνοντας ως μέσο σωτηρίας την κατασκευή ξύλινων τειχών. Ο Θεμιστοκλής όμως τούς έπεισε ότι τα «ξύλινα τείχη» ήταν τα ξύλινα πολεμικά τους πλοία.

Έτσι αποφασίστηκε η εκκένωση της Αθήνας.

Η εκκένωση

Πηγή από τον πατέρα της Ιστορίας, Ηρόδοτο, περιγράφει τον τρόπο που εκκενώθηκε η πόλη των Αθηνών.

(Ο Θεμιστοκλής) αβέβαιος διά την έκβασιν του αγώνος, έδωσε διαταγήν εις τους Αθηναίους να οδηγήσουν έξω της πόλεως της γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τους γέροντας γονείς τους, καθώς και τους δούλους.

Όσον αφορά τις γυναίκες, τους γέροντας και τα παιδιά, η απόφασις του εστηρίζετο εις την επιθυμίαν να εξασφαλίση την ασφάλειάν της.

Όσον αφορά τους δούλους, δεν ήθελε να τους αφήση μέσα εις την πόλιν διά να μη ενωθούν αυτοί με τον εχθρόν και τον βοηθήσουν εναντίον των κυρίων των. Αλλά ιδού πώς εκφράζεται ο Ηρόδοτος:

Τη αιτήσει των Αθηναίων, ο ελληνικός στόλος, που ήτο αγκυροβολημένος στο Αρτεμίσιον, ήλθε και άραξε μπροστά στη Σαλαμίνα.

Αμέσως μετά την άφιξι του οι Αθηναίοι εξέδωσαν μία διαταγή και διέτασσαν κάθε πολίτη να θέσει εν ασφαλεία τα παιδιά του και τους υπηρέτες του, πάση θυσία.

Άλλοι έστειλαν τους δικούς τους στη Θράκη, άλλοι στο νησί της Αιγίνης, και άλλοι ακόμη στη Σαλαμίνα.

Για την έξοδο αυτή έβαλαν όλοι τόσον περισσότερον ζήλον όσον επίστευαν ότι υπακούουν διαταγή των θεών.

Οι Αθηναίοι διηγούνται πραγματικώς το ακόλουθον γεγονός: Ο φρουρός της πόλεως ήταν ένας μεγάος όφις, που ζούσε στο ναό της Αθηνάς. Κάθε μήνα του προσέφεραν ένα γλύκισμα από μέλι.

Συνήθως ο όφις το έτρωγε μόλις του το έδιναν. Αυτή τη φορά δεν το άγγισε.

Όταν η ιέρεια το έκανε αυτό γνωστό στο πλήθος των πιστών, οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλι με μεγαλείτερη ακόμα σπουδή τη στιγμή που η ίδια η θέα είχεν εγκαταλείψη τον ναό.

Και αφού ωδήγησαν τους δικούς των σε ασφαλή τόπο, επανήλθον στις τάξεις του στρατού.

Οι Αθηναίοι πρόσφυγες

Επίσης ο Ηρόδοτος διηγείται ότι οι κάτοικοι της Θράκης υπεδέχθησαν τους πρόσφυγας που κατέφυγαν εκεί με απέραντη καλωσύνη. Έκαναν μάλιστα ειδικό νόμο για την ασφάλεια των προσφύγων.

Μεταξύ άλλων ο νόμος αυτός προέβλεπεν όπως τα έξοδα της διατροφής των επιβαρύνουν την πόλιν. Κάθε άνδρας και κάθε γυναίκα έπαιρνε δύο οβολούς την ημέρα.

Τα παιδιά είχαν το δικαίωμα να κόβουν στα περιβόλια όσα ήθελαν σύκα, σταφύλια και εληές. Επίσης η πόλις προσέφερε τους δασκάλους της για να μη διακοπή η εκπαίδευσις των παιδιών.

Η νεύρωση, η ψύχωση και το επώδυνο

Καταρχήν, ο όρος «επώδυνος» εκλαμβάνεται εδώ με τη μεταφορική του σημασία, δηλαδή αυτού που «επηρεάζει σοβαρά την ουσία του πράγματος στο οποίο επενεργεί».

Όπως θα καταγραφεί στη συνέχεια, ο όρος «επώδυνος» είναι ιδιαίτερα εύστοχος στην περίπτωση των ψυχώσεων, οι οποίες θεωρείται ότι διασπούν το όλον της προσωπικότητας του ατόμου, κυρίως στην περίπτωση της σχιζοφρένειας, όπως μαρτυρά και η ετυμολογία της λέξης: «σχιζοφρένεια» από το «σχίζω», χωρίζω, και το «φρένες»: ψυχή, νους, λογική.
 
Η διάκριση «ψύχωσης» και «νεύρωσης»

Η διάκριση «ψύχωσης» και «νεύρωσης» αποτελεί μία από τις βασικότερες διακρίσεις όσον αφορά στην ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών. Όπως αναφέρει ο Beer (1996), η διάκριση αυτή είναι σχετικά νέα και παγιώθηκε τα πρώτα πενήντα χρόνια μετά την εισαγωγή του όρου «ψύχωση». Πιο συγκεκριμένα, ο όρος «ψύχωση» επινοήθηκε το 1845 από τον βιεννέζο γιατρό Feuchtersleben και θεωρήθηκε αρχικά υποκατηγορία της ευρύτερης κατηγορίας των νευρώσεων.

Κατά τον Feuchtersleben, η ψύχωση δήλωνε το είδος της νοητικής διαταραχής (mental disorder) το οποίο επηρέαζε το σύνολο της προσωπικότητας του ατόμου (Beer, 1996).

Η ευρύτερη κατηγορία των νευρώσεων, στις οποίες εντάχθηκε η ψύχωση, είχε ήδη μελετηθεί από τον σκωτσέζο γιατρό Cullen, o οποίος το 1784 περιέγραψε τις νευρώσεις ως τις ασθένειες εκείνες που αφορούν συλλήβδην σε προβλήματα νεύρων και μυών (nerves and muscles).

Με άλλα λόγια, οι νευρώσεις, και συνεπώς και η ψύχωση αργότερα, θεωρήθηκε ότι οφείλονται σε οργανικά αίτια (physical causes, organic aetiology), σε αντίθεση με τις περιπτώσεις παραφροσύνης/τρέλας (insanities), οι οποίες εθεωρούντο ως ασθένειες του μυαλού (Beer, 1996).

Ωστόσο, γύρω στο 1900, η κατάσταση άλλαξε άρδην: η πλειονότητα των ψυχιάτρων πίστευε ότι οι περιπτώσεις παραφροσύνης/τρέλας (insanities) οφείλονταν σε οργανικά αίτια, ενώ οι νευρώσεις σε ψυχολογικούς λόγους (psychological origin).

Παρόλα αυτά, το κλινικό-ανατομικό πνεύμα του 19ου αιώνα οδήγησε τελικά όλο και περισσότερους γιατρούς να προσπαθούν να αποδείξουν πως οι νευρώσεις οφείλονταν όχι σε ψυχολογικούς λόγους αλλά σε οργανικές βλάβες (lesions) (Beer, 1996).

Οι παραπάνω απόψεις κλινικο-ανατομικής φύσης, σε συνδυασμό με τη θεωρία εκφυλισμού (degeneration), η οποία αναπτύχθηκε από τον αυστρο-γάλλο ψυχίατρο Morel στα μέσα του 19ου αιώνα, αποτέλεσαν την επιστημονική ορθοδοξία κατά το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα αυτού, παρόλο που οι όροι «ψύχωση» και «νεύρωση» συγχέονταν συχνά (Beer, 1996).

Ο Freud και οι ψυχώσεις, νευρώσεις

Μολονότι οι ψυχίατροι που επηρεάστηκαν από τη θεωρία του εκφυλισμού χρησιμοποίησαν, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όρους που συνέδεαν τη φυσιολογία με τις λειτουργίες (functions) του συναισθήματος, όπως ο όρος «λειτουργικός» (functional, vsorganic, οργανικός) (Trimble, 1981), ήταν ο Freud εκείνος ο οποίος επανέφερε στο προσκήνιο, μέσω των δικών του θεωριών, τους συναισθηματικούς (emotional, π.χ. το «πάθος», passion) και πνευματικούς (spiritual, π.χ. το «αμάρτημα», sin) λόγους ως αίτια των ψυχικών διαταραχών (Beer, 1996).

Πιο συγκεκριμένα, μετά τη μαθητεία του κοντά στον νευροπαθολόγο Charcot τo 1885, o Freud άρχισε να πείθεται πως οι νευρώσεις δεν οφείλονταν σε οργανικά αίτια και το 1924 έγραφε πως η νεύρωση είναι αποτέλεσμα της διαμάχης του «εγώ» και του «id», ενώ η ψύχωση αποτέλεσμα της διαταραχής ανάμεσα στο «εγώ» και τον εξωτερικό κόσμο (outside world) (Freud, 1924α, Beer, 1996).

O Freud έσπευσε να προσθέσει πως «η μη επαφή με την πραγματικότητα» (lossof reality) λάμβανε χώρα στις ψυχώσεις, μολονότι το ίδιο μπορούσε να συμβεί επιλεκτικά και στις νευρώσεις (Freud, 1924β). Δύο χρόνια αργότερα, το 1926, έγραψε πως οι νευρώσεις και οι ψυχώσεις είναι στενά συνδεδεμένες (Freudetal,1990).

Ο Jaspers (2014) προσπάθησε να διακρίνει, όχι πάντα επιτυχώς, τις ψυχώσεις από τις διαταραχές προσωπικότητας και τις νευρώσεις. Υποστήριζε πως οι ψυχικές διαταραχές οι οποίες δεν επηρεάζουν το όλον του ατόμου αποτελούν νευρώσεις, ενώ εκείνες οι οποίες κυριεύουν εξ ολοκλήρου (seizeupon) το άτομο είναι ψυχώσεις. Οι ψυχώσεις είναι σαφώς πολύ πιο σοβαρές από τις νευρώσεις.

Ανάλογα, ο Jung (2014) έγραφε το 1928 πως η διάκριση μεταξύ ψυχώσεων και νευρώσεων είχε πια παγιωθεί στην ψυχιατρική. Επίσης, το 1939 έγραφε πως η βασική διαφορά μεταξύ νευρώσεων και σχιζοφρένειας έγκειται στη διατήρηση του όλου της προσωπικότητας του ατόμου.

Υπό αυτή την άποψη, η σχιζοφρένεια δεν είναι μόνο πολύ πιο σοβαρή από τις νευρώσεις, αλλά, σε αντίθεση με τις τελευταίες, είναι πολύ συχνά μη αναστρέψιμη (Jung, 2014).

Οι σύγχρονες απόψεις περί νευρώσεων και ψυχώσεων

Μολονότι οι Freeman και Garety (2003) υποστηρίζουν πως το χάσμα μεταξύ ψυχώσεων και νευρώσεων αρχίζει να γεφυρώνεται (βλ. Επίλογο), δεν αρνούνται την αξιοπιστία ερευνητικών μελετών που καταδεικνύουν πως τα ψυχωσικά άτομα διαφέρουν από τα νευρωσικά σε σημαντικούς τομείς, όπως η πιθανοτική συλλογιστική (probabilistic reasoning), η απόδοση αιτίων (attributions) και η θεωρία του νου (theory of mind).

Πιθανοτική συλλογιστική (probabilisticreasoning)

Σε άρθρο τους το 1991, οι Garety, Hemsley και Wesseley συζητούν τα αποτελέσματα από τη διεξαγωγή ενός πειράματος σχετικά με τη δημιουργία πεποιθήσεων και την προσήλωση σε αυτές (belief formation and maint enance) από άτομα με σχιζοφρένεια ή παραληρητική διαταραχή (παράνοια, delusiona ldisorder) (Garety, Hemsley and Wesseley, 1991).

Τα ευρήματα έδειξαν πως οι ασθενείς ζητούσαν λιγότερες πληροφορίες, σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου, προκειμένου να καταλήξουν σε κάποια απόφαση και πως ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να αλλάξουν τις εκτιμήσεις τους σχετικά με την πιθανότητα ενός περιστατικού όταν έρχονταν αντιμέτωποι με δυνητικά μη επιβεβαιωτικές πληροφορίες.

Για την ακρίβεια, μετά την πρώτη πληροφορία, τα σχιζοφρενή υποκείμενα διαμόρφωσαν άποψη πολύ πιο γρήγορα από ότι τα παραληρητικά (ποσοστά 45% και 29% αντίστοιχα). Εδώ αξίζει να αναφερθεί και το πόρισμα των Slade και Bentall (1988), ότι δηλαδή όσοι υποφέρουν από ψευδαισθήσεις (hallucinations) λαμβάνουν πολύ γρήγορα αποφάσεις και είναι στην αρχή εξαιρετικά σίγουροι γι’ αυτές.

Oι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τόσο τα σχιζοφρενή όσο και τα παραληρητικά υποκείμενα παρουσίαζαν στοιχεία συλλογιστικής ανωμαλίας (reasoning abnormality), τα οποία μπορεί να συνυπήρχαν με αντιληπτικές ανωμαλίες (perceptualab normalities). Πιο επιρρεπή σε συλλογιστικές ανωμαλίες κρίθηκαν κυρίως τα σχιζοφρενή και δευτερευόντως τα μονοσυμπτωματικά παραληρητικά υποκείμενα.

Απόδοση αιτίων (attributions)

Σε άρθρο τού 1989, οι Kaney και Bentall συζητούν τα αποτελέσματα έρευνας που συνέκρινε δεκαεπτά ψυχωσικούς ασθενείς που είχαν αυταπάτες καταδίωξη με ομάδες ελέγχου καταθλιπτικών και μη (normal) υποκειμένων σε συνάρτηση με μαγικό ιδεασμό (magicalideation), έδρα ελέγχου (locusof control) και απόδοση αιτίων (attributional styles) (Kaney and Bentall, 1989).

Πολύ σημαντικές διαφοροποιήσεις, σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες ελέγχου, παρατηρήθηκαν στους ψυχωσικούς ασθενείς ως προς την έδρα ελέγχου. Πιο συγκεκριμένα, οι ψυχωσικοί ασθενείς έκαναν υπερβολική χρήση της εξωτερικής έδρας ελέγχου για τα αρνητικά γεγονότα και της εσωτερικής για τα θετικά, σε αντίθεση με τους καταθλιπτικούς ασθενείς, οι οποίοι έτειναν να κάνουν χρήση της εσωτερικής έδρας ελέγχου για τα αρνητικά γεγονότα.

Επίσης, αν και οι ψυχωσικοί ασθενείς και εκείνοι με κατάθλιψη παρουσίασαν πολλές ομοιότητες, ιδίως ως προς την ισχυρή πίστη τους στην τυχαιότητα των γεγονότων, οι ψυχωσικοί σημείωσαν ιδιαίτερα υψηλά σκορ όσον αφορά στις απόψεις τους για τον καθοριστικό ρόλο κάποιων ισχυρών «άλλων». Με άλλα λόγια, οι ψυχωσικοί ασθενείς απέδιωχναν την προσωπική ευθύνη για τις αρνητικές εμπειρίες τους και αδυνατούσαν να αντιληφθούν την αιτιότητα των καταστάσεων.

Θεωρία του Νου (theory of mind)

Στο άρθρο τους το 1995, οι Corcoran, Mercer και Frith εξετάζουν το κατά πόσο συγκεκριμένα ψυχωσικά συμπτώματα που σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια αντανακλούν έλλειμμα στην ικανότητα του ασθενούς να προβεί σε εκτιμήσεις σχετικά με την ψυχολογική και νοητική κατάσταση (mentalstates) άλλων ατόμων (Corcoran, Mercerand Frith, 1995). Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούν ένα ειδικά σχεδιασμένο για την περίπτωση τεστ, το οποίο εξετάζει την ικανότητα να αντιληφθεί κανείς τις προθέσεις του άλλου μέσω της χρήσης του πλάγιου λόγου (indirect speech).

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν είναι πως κάποιοι ασθενείς με σχιζοφρένεια αντιμετωπίζουν δυσκολίες με δεξιότητες που σχετίζονται με τη «θεωρία του νου» και πως το εν λόγω έλλειμμα αποτελεί χαρακτηριστικό της ασθένειάς τους (symptom specific).

Το έλλειμμα αυτό συναντάται σε άτομα που εμφανίζουν αρνητικά συμπτώματα χρόνιας σχιζοφρένειας (όπως κοινωνική απόσυρση, έλλειψη συναισθηματικής συμμετοχής, φτωχή παραγωγή λόγου, στερεοτυπική σκέψη, δυσκολία στoν αφηρημένο τρόπο σκέψης κ.ά.) και μπορεί να οφείλεται σε φτωχή κοινωνική λειτουργικότητα κατά την παιδική ηλικία.

Σημειωτέον ότι η ικανότητα τού ατόμου να εξάγει συμπεράσματα σχετικά με τις πεποιθήσεις και τις προθέσεις άλλων ατόμων αποκτάται, σύμφωνα με τη θεωρία του νου, στην πρώιμη παιδική ηλικία (Corcoran, Mercerand Frith, 1995).

Υπάρχουν επίσης αρκετές ενδείξεις πως στα άτομα με σχιζοφρένεια η ικανότητα αυτή επηρεάζεται αρνητικά από προβλήματα δυσλειτουργίας της επεισοδιακής μακροπρόθεσμης μνήμης, καθώς και από ατροφία του ιστού στο μετωπικό φλοιό του εγκεφάλου και στους κροταφικούς λοβούς (Corcoran, Mercerand Frith, 1995).

Ψυχικές διαταραχές

Καταλήγοντας…

Από τα προαναφερθέντα είναι εμφανείς οι λόγοι για τους οποίους οι ψυχώσεις επελέγησαν ως οι πιο «επώδυνες» ψυχικές διαταραχές. Κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, η διάκριση μεταξύ νευρώσεων και ψυχώσεων παγιώθηκε και τα δύο αυτά είδη ψυχικών διαταραχών μελετήθηκαν και αντιμετωπίστηκαν ξεχωριστά. Η ξεχωριστή μελέτη και αντιμετώπιση των εν λόγω διαταραχών δικαιολογείται από το ότι οι μεν ψυχώσεις θεωρείται ότι έχουν οργανική αιτιολογία, ενώ οι νευρώσεις ψυχολογική.

Ωστόσο, σε άρθρο τους το 2003, οι συγγραφείς Freeman και Garety επισημαίνουν πως την τελευταία δεκαετία οι επιστήμονες έχουν αποδυθεί σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσουν τις ψυχωσικές διαταραχές με ψυχολογικούς όρους (Freeman and Garety, 2003). Απώτερος σκοπός είναι φυσικά η αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ψυχώσεων, μέσω της από κοινού μελέτη τους με τις νευρώσεις σε ψυχολογικό επίπεδο.

Το εν λόγω άρθρο εστιάζει στη σχιζοφρένεια, και ειδικότερα στο ρόλο του συναισθήματος (emotion) στη δημιουργία και συντήρηση παραληρητικών ιδεών (delusions) και ψευδαισθήσεων (hallucinations), οι οποίες έχουν μελετηθεί συστηματικά μόνο σε συνάρτηση με τη σχιζοφρενική διαταραχή.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι Freemanκαι Garety είναι πως οι λόγοι για την αυστηρή διάκριση ψυχώσεων και νευρώσεων είναι αμφισβητήσιμοι και πως ο ρόλος του συναισθήματος εμφανίζεται ιδιαίτερα σημαντικός τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του ψυχωσικού φαινομένου.

Υποστηρίζουν ότι οι παραληρητικές ιδέες και οι ψευδαισθήσεις αποτελούν συχνά άμεση αντανάκλαση της συναισθηματικής κατάστασης του υποκειμένου και επισημαίνουν την ανάγκη περαιτέρω σχετικής έρευνας στον σημαντικό, αλλά παραμελημένο, ερευνητικό αυτόν τομέα.

Γνωσιοθεωρητικές ακροβασίες στον Ζήνωνα τον Ελεάτη: αλήθειες και ψέματα

Μια χελώνα πάντοτε θα ξεπερνάει έναν ωκύποδα άνθρωπο, όπως ήταν ο Αχιλλέας! Ένα ιπτάμενο βέλος βρίσκεται ταυτόχρονα και σε κίνηση και σε στάση! Ένας δρομέας ποτέ δεν θα καταφέρει να φτάσει στο τέλος της διαδρομής, την οποία ξεκίνησε να τρέχει! Υπάρχει, επίσης, περίπτωση κατά την οποία το ήμισυ ενός χρονικού διαστήματος (π.χ. 5 δευτερόλεπτα) ισούται με το όλον του χρονικού διαστήματος (π.χ. 10 δευτερόλεπτα)! Αυτό θα ήταν δυνατό να ισχύσει αν, για παράδειγμα, δύο αθλητές έτρεχαν σε αντίθετες κατευθύνσεις, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ζήνωνα του Ελεάτη, οπότε θα μοιράζονταν το συνολικό χρονικό διάστημα. Από τα παραπάνω επιχειρήματα, γνωστά ως παράδοξα του Ζήνωνος, φαίνεται γενικά ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει κίνηση. Ο Ελεάτης φιλόσοφος υποστήριζε πως η κίνηση είναι αδύνατη, διότι το κινούμενο σώμα πρέπει να διέλθει μέσα από όλα τα άπειρα σημεία, στα οποία είναι δυνατόν να διαιρείται επ’ άπειρον ένα γεωμετρικό διάστημα. Κατά συνέπεια, ούτε οι άνθρωποι κινούνται, ούτε οι πλανήτες, ούτε το νερό!

Αν και τα παραπάνω επιχειρήματα συνιστούν προφανώς σοφίσματα, τα οποία ανασκεύασε ο Αριστοτέλης, χαρακτηρίζοντάς τα παραλογισμούς και ψεύδη και αναδεικνύοντας τη σύγχυση μεταξύ του δυναμικού και του πραγματικού απείρου, χρειάζεται να σταθούμε στα γνωσιοθεωρητικά τους ερείσματα, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε αν έχει αξία ή όχι να υποστηρίζει κανείς, και δη φιλόσοφος, τέτοιου είδους σοφίσματα. Αν, δηλαδή, η διαφορά μεταξύ του δυναμικού και του πραγματικού, ή αλλιώς, εκείνου που δύναται, που θα μπορούσε «θεωρητικά», να συμβαίνει και εκείνου που πράγματι συμβαίνει, στηρίζεται σε στερεά γνωσιοθεωρητικά θεμέλια ή σε αίολα. Και αν, εν τέλει, μια τέτοια διαφορά αποβαίνει χρήσιμη σε κάτι.

Αποτελεί άραγε η σκέψη, ο ορθολογισμός, από τη μια πλευρά, ή οι αισθήσεις, από την άλλη, τον ασφαλή οδηγό στη γνώση και την αποκάλυψη των μυστηρίων του φυσικού σύμπαντος; Παράλογη, επισημαίνει ο Ζήνων, είναι «η θέση εκείνου που, εμπιστευόμενος τυφλά τις αισθήσεις του, θεωρεί την κίνηση δυνατή και νοητή». Μέσα σε τούτο το πλαίσιο, ο Ελεάτης υποστηρίζει πως «το γίγνεσθαι και η κίνηση είναι πράγματα παράλογα, εάν εξεταστούν με λογική αυστηρότητα· στο δικαστήριο του καθαρού ορθού λόγου την υπόθεση τη χάνουν αυτά [ενν. το γίγνεσθαι και η κίνηση]». Επομένως, φαίνεται πως η απάντηση στο ερώτημα περί του ασφαλούς οδηγού για την αποκάλυψη των μυστηρίων του φυσικού σύμπαντος, που τέθηκε παραπάνω, είναι ο καθαρός ορθός λόγος. Αυτός, με άλλα λόγια, αποκαλύπτει την αλήθεια ότι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε, ο κόσμος της μεταβολής, ή το αλλιώς λεγόμενο «γίγνεσθαι», καθώς και η κίνηση που υπάρχει στον κόσμο μας, είναι πράγματα παράλογα! Από την άλλη μεριά, καθίσταται επίσης σαφές πως η τυφλή εμπιστοσύνη στις αισθήσεις δεν συνιστά ασφαλή οδηγό για την αποκάλυψη της αλήθειας που επικρατεί στο φυσικό σύμπαν.

Κατ’ επέκταση, διατυπώνεται από τον Ζήνωνα μια θέση, σύμφωνα με την οποία η καθαρή νόηση, η καθαρή λογική, ο καθαρός ορθολογισμός που δεν στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα, που λαμβάνει χώρα ανεπηρέαστος από τις εμπειρικές παραστάσεις, αποτελεί το μόνο ασφαλές γνωσιοθεωρητικό μέσο. Τούτος ο ορθός λόγος, μια τέτοιου τύπου νοησιαρχία και διανοητική ενόραση, ένας τέτοιος θεωρητικός ή νοησιαρχικός δογματισμός, αναδεικνύεται νικητής έναντι της αισθησιοκρατίας και του εμπειρισμού. Έχουμε, όμως, σκεφτεί ποτέ τι θα σήμαιναν όλα αυτά για τον Newton ο οποίος διατύπωσε στην τελική τους μορφή τους νόμους της κίνησης στο φυσικό σύμπαν; Ίσως έπρεπε να του «απαγορευτεί» να στηριχτεί και στην εμπειρική παρατήρηση στο πλαίσιο της πειραματικής μεθοδολογίας του και της πειραματικής φιλοσοφίας.

Μολαταύτα, με βάση έναν παρόμοιο ορθό λόγο –με το ελαφρυντικό ότι στα θεμέλιά του βρίσκονταν περιορισμένα και ανεπαρκή εμπειρικά δεδομένα­ λόγω της μη προηγμένης επιστημονικής εξέλιξης κατά την κλασική αρχαιότητα– ο Αριστοτέλης, ο οποίος ανασκεύασε τα επιχειρήματα του Ζήνωνα –όπως αναφέρθηκε ανωτέρω–, είχε προβεί σε εσφαλμένες τοποθετήσεις περί της ανυπαρξίας μεταβολής στο υπερσελήνιο στερέωμα, όπως και στο σημαντικό σφάλμα στο πεδίο της κοσμολογίας περί της ύπαρξης του γεωκεντρικού συστήματος. Ο Tycho Brahe το 16ο αιώνα παρατήρησε εκρηκτικές μεταβολές και στην υπερσελήνια περιοχή, προχωρώντας στην ανατροπή της αϊδιότητας και της αιώνιας κίνησης της αριστοτελικής κοσμολογίας στη σφαίρα αυτή. Ο δε Newton διατύπωσε νόμους της κίνησης για ολόκληρο το σύμπαν: α) το νόμο της αδράνειας, β) το νόμο της αναλογικότητας της δύναμης προς την επιτάχυνση, η οποία ερμηνεύει την αλλαγή στην κίνηση ενός σώματος, και γ) το νόμο της ισότητας δράσης και αντίδρασης. Ο εν λόγω Άγγλος νεωτερικός, φυσικός φιλόσοφος αποκατέστησε την ενότητα του σύμπαντος, το οποίο δεν χωριζόταν σε υποσελήνιο και υπερσελήνιο στερέωμα, όπως υποστήριζε ο Σταγειρίτης, και προχώρησε, ασφαλώς, στη διατύπωση της συμπαντικής αλήθειας περί της βέβαιης ύπαρξης του ηλιοκεντρικού συστήματος.

Επιπλέον, εν αναφορά προς τον αστήρικτο σε εμπειρικά θεμέλια ορθολογισμό, αξίζει να επισημανθεί ότι η καθαρή νόηση, ο καθαρός ορθός λόγος, είχε οδηγήσει τον Καρτέσιο σε ακρότητες, αλλά και σε σφάλματα στη φυσική του. Έτσι, δεν χρειαζόταν στη νεωτερική φιλοσοφία (17ος-18ος αιώνας) το καρτεσιανό κόγκιτο («σκέπτομαι (αμφιβάλλω), άρα υπάρχω») για να διασφαλιστεί μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια, δηλαδή η «βεβαιότητα που μπορεί ο καθένας μας να έχει για την ύπαρξη του εαυτού του». Δεν χρειαζόταν, με άλλα λόγια, η καρτεσιανή μέθοδος της καθολικής αμφιβολίας, η αμφισβήτηση για τα πάντα, απόρροια της οποίας είναι η πεποίθηση ότι «για ένα πράγμα όμως δεν μπορώ να αμφιβάλλω –για το γεγονός ότι αμφιβάλλω. Το γεγονός, όμως, ότι αμφιβάλλω σημαίνει ότι υπάρχω· γιατί, πώς θα μπορούσα να αμφιβάλλω αν δεν υπήρχα;». Ήταν, πλέον, ισχυρός ο εμπειρισμός της νεωτερικής φιλοσοφίας και αρκούσε για να αποδείξει με βεβαιότητα ότι υπάρχουμε οι άνθρωποι και ότι υπάρχει ο εαυτός μας. Αλλά και τα σφάλματα του Ντεκάρτ στη φυσική φιλοσοφία είναι αξιοσημείωτα και συνιστούν αποτέλεσμα της νοησιαρχίας του, καθώς ο εν λόγω Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός δεν στράφηκε να ερευνήσει το φυσικό σύμπαν μέσα από την αναζήτηση αποδείξεων, πειραματικών και εμπειρικών. Κατά συνέπεια, οδηγήθηκε σε εσφαλμένες πεποιθήσεις (όπως, για παράδειγμα, περί της ανυπαρξίας κενού, περί του ηλιακού φωτός ως αποκλειστικά λευκού φωτός, περί της σταθερής ποσότητας στην κίνηση). Γι’ αυτό, είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του νεοέλληνα λογίου και φιλοσόφου Ιώσηπου Μοισιόδακα το 18ο αιώνα ότι ο Καρτέσιος δεν παρατήρησε τη φύση, αλλά τη μετάλλαξε κατά κάποιον τρόπο: «Ὁ Ρενάτος Καρτέσιος φαίνεται πὼς ἠβουλήθη, τρόπον τινά, νὰ μεταποιήσῃ, οὐχὶ νὰ θεωρήσῃ τὴν φύσιν, ἢ πὼς ἐφιλοσόφησε περὶ φύσεως ἑτέρας, οὐχὶ ὅμως περὶ τῆς ὑπαρχούσης». Υπό το ίδιο, επίσης, πρίσμα ο Μοισιόδαξ καταδίκασε την καρτεσιανή φιλοσοφία περί της φύσης ως εικονική πραγματικότητα, ως «μίαν ἐπίνοιαν πλαστικήν». Συνεπώς, είναι εμφανές πως η καθαρή και αστήρικτη σε εμπειρικά δεδομένα νόηση, ένας τέτοιου τύπου ορθός λόγος, είχε ως αποτέλεσμα τη διατύπωση ψευδο-φιλοσοφιών περί του φυσικού σύμπαντος.

Ασφαλώς, ο ορθολογισμός του Αριστοτέλη τον είχε οδηγήσει στα προαναφερθέντα σφάλματα, αλλά ο Σταγειρίτης δεν είχε στα χέρια του ούτε τα εμπειρικά δεδομένα, ούτε τα παρατηρησιακά όργανα (τηλεσκόπια κ.λπ.) της νεωτερικής φιλοσοφίας –τα οποία αξίζει να επισημανθεί πως νεοέλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Καταρτζής και ο Μοισιόδαξ, αποκαλούσαν «όργανα φιλοσοφίας» και «μηχανήματα φιλοσοφίας» αντίστοιχα–, ούτε, βέβαια, είχε φτάσει στο σημείο να αμφισβητεί την κίνηση, όπως έκανε ο Ζήνων ο Ελεάτης. Τουναντίον, μάλιστα, δόμησε τη φιλοσοφία του πάνω σε αυτήν. Είχε ελαφρυντικά ο Σταγειρίτης, τα οποία αναγνώρισε ο Γαλιλαίος επισημαίνοντας ότι, αν ο Αριστοτέλης ζούσε το 16ο-17ο αιώνα, θα αναθεωρούσε οπωσδήποτε τις κοσμολογικές θέσεις του.

Όμως, η αντι-εμπειρική ατραπός του Ζήνωνα στο πεδίο της κίνησης, όσα ελαφρυντικά και να της αναγνωρίσει κανείς, είναι γενικότερα προκλητική. Πέραν πάσης αμφιβολίας, είχε λογικό υπόβαθρο (ελαφρυντικό στοιχείο), καθώς ο Ελεάτης φιλόσοφος αποδείκνυε, κατά τη γνώμη του, ότι «δεν ήταν καθόλου απλό να αποδεχτεί κανείς αυτήν την έννοια [ενν. της κίνησης], ιδιαίτερα καθώς ήταν γεμάτη αντιφάσεις». Τα λεγόμενα «παράδοξά» του λειτουργούσαν, ακριβώς, ως αποδείξεις των αντιφάσεων αυτών και, βέβαια, της ανυπαρξίας της κίνησης. Σκόπιμο, ασφαλώς, στο σημείο αυτό είναι να τονιστεί το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα από το οποίο αναδύθηκε η σχετική φιλοσοφία του Ζήνωνα, διότι μέσα σε τούτο το πλαίσιο παρατηρείται αλυσιδωτή επιχειρηματολογία που άπτεται γνωσιοθεωρητικών ζητημάτων και παρέχει ελαφρυντικά στην κινησιακή θεώρηση του Ελεάτη. Συγκεκριμένα, ο «πλησιέστερος μαθητής του Παρμενίδη, ο Ζήνων, ανέλαβε να υπερασπίσει τις θέσεις του δασκάλου του μέσω μιας αυστηρής λογικής». Αν και το εν λόγω γεγονός συνιστά ελαφρυντικό, καθώς ο Ζήνων επέλεξε να συνεχίσει μια φιλοσοφική παράδοση, φέρει, ωστόσο, σημαντική γνωσιοθεωρητική βαρύτητα. Ειδικότερα, οι θέσεις του Παρμενίδη του Ελεάτη αφορούσαν στον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε ως αποτέλεσμα της πλάνης των αισθήσεών μας, ως «προϊόν της παραίσθησης που ζουν οι θνητοί οι αμύητοι στην αλήθεια, οι ανόητοι». Υπό αυτό το πρίσμα, ο κόσμος, σύμφωνα με τον Παρμενίδη, είναι μια φαινομενικότητα, την οποία μπορεί να υπερκεράσει ο ορθός λόγος που προσπορίζει την, κρυμμένη πίσω από τη μεταβλητότητα και τη φαινομενικότητα του κόσμου μας, αλήθεια. Μόνο με τούτον τον ορθό λόγο, επισημαίνεται από τον εν λόγω Ελεάτη φιλόσοφο, καθίσταται δυνατή η επιβολή της τάξης στον κόσμο του φαίνεσθαι.

Αναμφίβολα, ο ψόγος των αντιπάλων του Παρμενίδη και του Ζήνωνα για παραλογισμό σχετικά με την ερμηνεία της κίνησης, που μας αφορά εν προκειμένω, δεν είναι αβάσιμος, καθόσον έρχεται σε προφανή αντίθεση με τα δεδομένα της εμπειρίας μας –στοιχείο που καθιστά την κινησιακή θεωρία του Ζήνωνα προκλητική. Όσο κι αν οι αισθήσεις μας δεν αποτελούν, πράγματι, αλάθητο οδηγό, παρά ταύτα συνιστά φαντασιοκοπία και παραλογισμό να ισχυριστούμε ότι η κίνηση δεν είναι δυνατή και νοητή! Γιατί, άραγε, έπρεπε ο Ζήνων να παραμείνει δέσμιος ενός καθαρού από εμπειρικά δεδομένα ορθού λόγου, μιας τέτοιας διανοητικής ενόρασης ή λογικού ενορατισμού; Είναι τούτη η νοησιαρχική απομόνωση μονόδρομος για την αποκάλυψη της αλήθειας που υποκρύπτεται του κόσμου των φαινομένων, της ροής και της μεταβλητότητας; Αποτελεί, επιπροσθέτως, ένας τέτοιος γνωσιοθεωρητικός δυϊσμός (αισθήσεις από το ένα στρατόπεδο, ορθός λόγος από το άλλο) αδιάφευκτη φιλοσοφική ατραπό;

Το «όχι» που ορθώνεται ως ευκρινής απάντηση στο τελευταίο ερώτημα αποτυπώνεται ανάγλυφα κατά το 17ο αιώνα της Επιστημονικής Επανάστασης στη Δύση, κατά το 18ο αιώνα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, καθώς και από το 1750 έως το 1821, περίπου, του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Τα διανοητικά και φιλοσοφικά αυτά ρεύματα κυριαρχούνται από τη θέση ότι ο «νεότερος ὀρθολογισμὸς ἀφορμᾶται θεωρητικὰ ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ ἀνατίμηση τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου». Τούτο απλά σημαίνει ότι ο ατεκμηρίωτος σε εμπειρικά δεδομένα ορθολογισμός καθίσταται ανεδαφικός στην προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος, και μάλιστα ο φιλόσοφος, να ανακαλύψει τα μυστήρια του φυσικού σύμπαντος. Από την άλλη πλευρά, σημαίνει απλά ότι επιβάλλεται η συνεργασία του εμπειρισμού και του ορθολογισμού, προκειμένου ο άνθρωπος, και μάλιστα ο φιλόσοφος, να γνωρίσει όσα δύναται, σύμφωνα με το ανθρώπινο μέτρο, αλλά και με τις γνωσιακές παρακαταθήκες που παραλαμβάνει μέσα στους αιώνες από τις παλαιότερες γενεές και που τις παραδίδει ποιοτικά βελτιωμένες, ώστε να τις αξιοποιήσουν οι επερχόμενες γενεές, για να πλησιάσουν ακόμη πιο κοντά στη φυσική αλήθεια –και στην αλήθεια εν γένει­– και να δημιουργήσουν εν τέλει νέα δεδομένα στην εσαεί ανωφερή πορεία του ανθρώπου προς την ανακάλυψη του αληθούς.

Σε μια τέτοια διαδρομή επί ασπαλάθων, οι επισφαλείς ανθρώπινες αισθήσεις οπωσδήποτε δεν αρκούν. Οι «αισθήσεις μας συχνά μας παραπλανούν· βλέπομε, παραδείγματος χάριν, τις παράλληλες γραμμές του τρένου και σχηματίζομε, εσφαλμένα, την εντύπωση ότι κάπου στο βάθος ενώνονται». Η αποφυγή αυτής της αφελούς και επισφαλούς εμπειρικής παρατήρησης κατέστη δυνατή (κατά το 17ο-18ο αιώνα) μέσω της διά των επιστημονικών οργάνων εμπειρικής παρατήρησης (πβ. παραπάνω τα «όργανα» και «μηχανήματα» φιλοσοφίας), στα εμπειρικά δεδομένα των οποίων ο ορθολογισμός έκτισε στερεές γνωσιακές βάσεις. Ή, ακόμη και με τη διατύπωση επιστημονικών υποθέσεων, ο νεωτερικός ορθολογισμός (του 17ου-18ου αιώνα) επιχειρούσε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις υποθέσεις μέσα από ακριβείς, κατά το δυνατόν, παρατηρήσεις. Μπορεί ο γυμνός οφθαλμός και μια τέτοια «αφελής» αισθησιοκρατία, την οποία αποστρέφεται ο Ζήνων, να μην επαρκεί, αλλά τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι δεν μπορεί να συνεισφέρει στην αποκάλυψη του επιστητού. Οι νόμοι της κίνησης που κατατέθηκαν κατά το 17ο -18ο αιώνα ήταν απόρροια μιας τέτοιας συνεισφοράς, και δη μέσα από την εξέλιξή της υπό τη μορφή των επιστημονικών οργάνων (τηλεσκόπια κ.λπ.). Κατά συνέπεια, η οντολογική ανατίμηση του αισθητού κόσμου, που προαναφέρθηκε και που θέτει τον εμπειρισμό σε περίοπτη θέση εγκαταλείποντας την απαξίωσή του, οδηγεί στο νέου τύπου ορθολογισμό, ο οποίος μπορεί να καταγραφεί ως «κριτικός» ορθός λόγος, με την έννοια ότι οι αποφάνσεις του βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα που έχουν παρατηρηθεί κατά το δυνατόν ακριβώς. Συνεπώς, μονόδρομος γενικότερα αναδεικνύεται η στροφή προς τη γνωσιοθεωρητική ολότητα του ανθρώπου, και όχι ο γνωσιολογικός δυϊσμός που παίρνει τη μορφή της μονομέρειας είτε στις αισθήσεις, είτε στον ορθολογισμό.

Επομένως, τα παράδοξα του Ζήνωνα σχετικά με τη δυνατότητα της κίνησης ενέχουν ψευδή γνωσιακά δεδομένα, διότι απαξιώνουν τη γνωσιοθεωρητική ολότητα του ανθρώπου. Αν ο Ζήνων παρέμεινε δέσμιος ενός καθαρού από εμπειρικά δεδομένα ορθού λόγου, μιας τέτοιας διανοητικής ενόρασης ή λογικού ενορατισμού, τούτο οφείλεται πρωτίστως στη φιλοσοφική παράδοση της ελεατικής σχολής την οποία επέλεξε να συνεχίσει. Κατά τον τρόπο αυτό, όμως, η ερμηνεία της κίνησης κατέληξε να γίνει σόφισμα. Η διαφορά μεταξύ του δυναμικού και του πραγματικού, ή αλλιώς, εκείνου που δύναται, που θα μπορούσε «θεωρητικά», να συμβαίνει και εκείνου που πράγματι συμβαίνει, οδηγεί σε αναληθή στοιχεία κατά την προσπάθεια του ανθρώπου, και βεβαίως του φιλοσόφου, να γνωρίσει τι πραγματικά λαμβάνει χώρα στο φυσικό σύμπαν, διότι διαρρηγνύει την οργανισμική ενότητα του φαίνεσθαι και γίγνεσθαι με το είναι που υποκρύπτεται αυτών. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί εμφατικά πως οι γνωσιοθεωρητικές ακροβασίες που ενυπάρχουν στα παράδοξα του Ζήνωνα του Ελεάτη, αν και δεν απέβησαν χρήσιμες στο παραπάνω ερμηνευτικό πλαίσιο, απεδείχθησαν παρά ταύτα ωφέλιμες, και έφεραν στο προσκήνιο αλήθειες, στο πεδίο των Μαθηματικών. Συγκεκριμένα, με τα τέσσερα επιχειρήματα του Ελεάτη φιλοσόφου τέθηκαν για πρώτη φορά υπό συζήτηση τα συναφή με τη μελέτη των συνεχών και ασυνεχών ποσών προβλήματα, τα οποία οδήγησαν εν τέλει τους μαθηματικούς στην ανακάλυψη του απειροστικού λογισμού. Το κεντρικό ζήτημα στα επιχειρήματα αυτά εστιάζεται στην «έλλειψη της δυνατότητας να νοηθεί ένα συνεχόμενο μέγεθος χώρου ή χρόνου σαν να αποτελείται από ξεχωριστά αναμεταξύ τους τμήματα». 

Τα παράδοξα του Ζήνωνα «έθεσαν ερωτήματα θεμελιώδους σημασίας για την ανάπτυξη της λογικής και μαθηματικής σκέψης, τόσο στο επίπεδο της μεθόδου (απόδειξη διά της εις άτοπον απαγωγής) όσο και επειδή έστρεψαν με τρόπο επιτακτικό το στοχασμό στα προβλήματα που σχετίζονται με το άπειρο». Με την υιοθέτηση της μεθόδου της απόδειξης διά της εις άτοπον απαγωγής, η οποία βασίζεται στην υπόθεση ότι μια θέση είναι αληθής, ο Ζήνων επιχειρούσε μέσα από λογικά (προερχόμενα από την καθαρή νόηση) συμπεράσματα να αποδείξει το αβάσιμο της θέσης. Από αυτήν την οπτική γωνία, ο καθαρός ορθός λόγος αναδείχτηκε σε πολύτιμο αρωγό της προαγωγής των Μαθηματικών και της γνώσης μας σχετικά με το άπειρο.

Σουκρού Ιλιτζάκ: Ο μέσος Τούρκος δεν γνωρίζει ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας

Σουκρού Ιλιτζάκ, ο ιστορικός πίσω από την έκδοση «“Αυτοί οι Άπιστοι Έλληνες”: Η Ελληνική Επανάσταση μέσα από τα Οθωμανικά Αρχεία» μιλάει για τα κενά της ιστοριογραφίας στις δύο γείτονες χώρες

Η μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης υπό το βλέμμα των Οθωμανών – που ήταν και το θέμα της διδακτορικής του διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ – θα αποτελούσε πιθανόν πρόσφορο έδαφος.

Όπως επίσης το έργο που μόλις ολοκλήρωσε και έδωσε την αφορμή για αυτή τη συζήτηση: μία δίτομη έκδοση 1.700 σελίδων που περιλαμβάνει τη μεταγραφή σε λατινικούς χαρακτήρες, την αγγλική μετάφραση και τον πλήρη σχολιασμό 700 οθωμανικών εγγράφων τα οποία αφορούν την Επανάσταση και βρίσκονται στα κρατικά οθωμανικά αρχεία στην Κωνσταντινούπολη. Τα έγγραφα αυτά βρίσκονται βιβλιοδετημένα σε 33 τόμους και αριθμούν 4.352 σελίδες με περίπου 8.000 εντολές που αρχειοθετούνταν στο γραφείο του Μεγάλου Βεζίρη. «Πρόκειται για μια θάλασσα πληροφοριών μέσα από τις οποίες μπορούμε να δούμε τις εξελίξεις στο οθωμανικό κράτος σχεδόν σε καθημερινή βάση» εξηγεί τη σημασία των εγγράφων ο Σουκρού Ιλιτζάκ. Στις αρχές του 2016, όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, πρότεινε στο Iδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη το συγκεκριμένο διεθνών προδιαγραφών εγχείρημα ενόψει της επετείου για τα 200 χρόνια από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η ανταπόκριση εκ μέρους της ηγεσίας του ελληνικού φορέα υπήρξε άμεσα θετική και το αποτέλεσμα εκτός από την έντυπη έκδοση υπό τον τίτλο «"Αυτοί οι Άπιστοι Έλληνες": Η Ελληνική Επανάσταση μέσα από τα Οθωμανικά Αρχεία» (εκδ. Brill) είναι αναρτημένο στο Διαδίκτυο με δωρεάν πρόσβαση για όλους (https://brill.com/view/title/60933).

Αλλάζει το αφήγημα της Επανάστασης μετά τη μελέτη αυτών των εγγράφων;

Δεν μας αλλάζουν την κοσμοθεωρία, αλλά διευρύνουν και εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας, επειδή καταλαβαίνουμε τι συνέβαινε στην αυτοκρατορία την εποχή της Επανάστασης και εν τέλει για ποιον λόγο πέτυχε. Στην κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία, ξέρετε, λείπει η γενική εικόνα. Η επανάσταση δεν έγινε σε άλλον πλανήτη, αλλά στην επαρχία μιας αυτοκρατορίας. Η ιστοριογραφία όμως μοιάζει σαν να μετατοπίζει την Ελληνική Επανάσταση σε μία άλλη σφαίρα, που έχει δικό της χωροχρόνο. Η κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφία μάς δείχνει γραμμικά την πορεία του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Όμως υπήρχαν πολλές παρενθέσεις σε αυτή τη διαδρομή και πολλά σκαμπανεβάσματα, τα οποία έχει παραβλέψει.

Κατά συνέπεια οι Έλληνες έχουμε μια διαστρεβλωμένη εικόνα για την Ιστορία;

Εθνοκεντρική θα έλεγα. Αποοθωμανοποιημένη. Αυτή η εθνική/εθνικιστική προσέγγιση στην Ιστορία είναι ένα σύνηθες φαινόμενο και το συναντάμε κυρίως σε έθνη που είναι σε αντιπαράθεση.

Οι Τούρκοι τι γνωρίζουν για την Ελληνική Επανάσταση;

Δεν έχουν καμία ιδέα. Όταν ξεκίνησα την έρευνά μου δεν θυμόμουν να την έχουμε διδαχθεί στο σχολείο. Αναζήτησα τα σχολικά βιβλία και της εποχής μου και τα σημερινά και διαπίστωσα ότι μόνο μιάμιση σελίδα είναι αφιερωμένη στην Ελληνική Επανάσταση. Δεν βρίσκεται στην ατζέντα των Τούρκων. Ο μέσος Τούρκος θα δυσκολευόταν να απαντήσει στην ερώτηση «Ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας;». Ο μέσος Έλληνας έχει μια ισχυρή γνώμη για την Τουρκία, την Ιστορία και τον Ερντογάν. Ο μέσος Τούρκος δεν ενδιαφέρεται για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.

Πού οφείλεται αυτή η στάση;

Δεν έχω συγκεκριμένη απάντηση. Ίσως η Επανάσταση έχει διαγραφεί από την τουρκική ιστορική μνήμη επειδή οι εθνοκεντρικές αφηγήσεις δεν δέχονται ευγενικά τις ήττες.

Για ποιον λόγο, λοιπόν, ξέσπασε η Επανάσταση τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;

Πρέπει να πάμε μία δεκαετία πίσω. Τον Φεβρουάριο του 1813 μια φατρία στην Υψηλή Πύλη βρήκε την ευκαιρία για να εκτοπίσει τους επαρχιακούς «ηγεμόνες», τους Αγιάνηδες. Επρόκειτο για τεράστιες οικογένειες, φανταστείτε τους σαν τους δούκες της Αγγλίας, που κρατούσαν την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική δύναμη σε κάθε γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ένας από αυτούς – και ο μεγαλύτερος στόχος της κεντρικής εξουσίας επειδή κατείχε μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών εδαφών – ήταν ο Αλή Πασάς.

Χωρίς τη βοήθεια των Αγιάνηδων η Υψηλή Πύλη δεν είχε ελπίδα επιβίωσης και χωρίς τη βοήθειά τους δεν μπορούσε ούτε να συγκεντρώσει στρατό, ούτε να συλλέξει φόρους. Μετά τον Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1806-1812) η Υψηλή Πύλη βρήκε τις κατάλληλες συνθήκες για να συγκεντρώσει την εξουσία στο κέντρο. Η εξόντωση των Αγιάνηδων εξελίχθηκε όμως σε έναν κανονικό εμφύλιο μιας δεκαετίας στο πλαίσιο του οποίου καταστράφηκαν μεγάλα τμήματα της αυτοκρατορίας. Πολεμούσαν στρατοί με χιλιάδες άνδρες: Κούρδοι, Λαζοί, Γεωργιανοί, Άραβες, Αλβανοί… Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση η Υψηλή Πύλη είχε ήδη εξαντληθεί και δεν μπορούσε να στρατολογήσει. Η αυτοκρατορία ήταν πλέον ένας χάρτινος πύργος.

Αυτός ήταν και ο λόγος της αίσιας έκβασής της;

Σαφώς έπαιξε ρόλο το ότι δεν υπήρχε ικανή στρατιωτική δύναμη να αντιμετωπίσει τους Έλληνες αλλά σημαντικό μερίδιο στην εξέλιξη των γεγονότων είχε και η υποστήριξη των Αλβανών στους Έλληνες επαναστάτες, όπως προκύπτει μέσα από τη μελέτη των οθωμανικών εγγράφων. Εκεί βλέπουμε ξεκάθαρα ότι η Υψηλή Πύλη ήταν στο έλεος των Αλβανών μισθοφόρων. Μια ισχυρή ομάδα πρώην αυλικών του Αλή Πασά είχε, μετά τον θάνατό του, τη μεγαλύτερη δύναμη στην περιοχή και υποστήριξαν την Ελληνική Επανάσταση για τα δικά τους συμφέροντα.

Στο σχολείο μαθαίνουμε ότι ο Ομέρ Βρυώνης σούβλισε τον Αθανάσιο Διάκο. Εσείς υποστηρίζετε ότι του οφείλεται μέρος της επιτυχούς έκβασης της Επανάστασης;

Κι όμως. Αν δεν ήταν ο Ομέρ Βρυώνης και οι άλλοι Αλβανοί πολέμαρχοι, πολύ πιθανόν δεν θα είχε πετύχει η Ελληνική Επανάσταση ή ίσως θα είχε μπορέσει να επιτευχθεί μόνο με ασύγκριτα μεγαλύτερες απώλειες των Ελλήνων. Τα δύο πρώτα χρόνια της καριέρας του ως Οθωμανού πασά και όχι ως Αλβανού αξιωματικού όντως ήταν μαζί με τον οθωμανικό στρατό. Όταν διορίστηκε νομάρχης των Ιωαννίνων άρχισε να ακολουθεί τη δική του πολιτική και δεν υπάκουε τις εντολές της Υψηλής Πύλης για την καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης. Οι Αλβανοί πολέμαρχοι είχαν δει τι συνέβη την προηγούμενη δεκαετία, ποια ήταν η κατάληξη του Αλή Πασά κι έτσι υποστήριξαν την Επανάσταση. Στα έγγραφα βλέπουμε πως ο Σουλτάνος αποκαλεί τον Ομέρ Βρυώνη «προδότη» κι «αχαΐρευτο».

Δεδομένου, όπως προανέφερα, ότι η Υψηλή Πύλη είχε σοβαρό ζήτημα στη στρατολόγηση –οι Γενίτσαροι αρνούνταν να στρατολογηθούν και οι χωρικοί που επιστρατεύονταν δεν είχαν γνώση πολέμου. Την άνοιξη του 1822 το οθωμανικό κράτος δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναθέσει τον πόλεμο σε Αλβανούς στρατιωτικούς «εργολάβους». Εκείνοι όμως από την πλευρά τους, και για ποικίλους λόγους, αναζητούσαν συνεχώς αφορμές για να εξεγείρονται. Μεταξύ άλλων, έλεγαν, για παράδειγμα, ότι δεν έφτασε εγκαίρως ο μισθός ή το συσσίτιο τους, με αποτέλεσμα να μην πολεμούν εναντίον των Ελλήνων, κατάσταση που ο Άγγλος πρόξενος στην Πρέβεζα, Ουίλιαμ Μέγερ, χαρακτήρισε ως «ένοπλη ουδετερότητα».

Για ποιον λόγο προβάλλονται οι ηρωικές σελίδες της Ιστορίας και μένουν στη σκιά ορισμένες άλλες πτυχές της;

Πρώτα από όλα διότι είναι ηρωικές! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάτοικοι περιοχών συσπειρώθηκαν και αντιστάθηκαν. Ο ουσιαστικός όμως λόγος είναι ότι κάθε έθνος έχει ανάγκη από ηρωικά στοιχεία στην Ιστορία του. Μια από τις χρήσεις της Ιστορίας είναι να σε κάνει να αισθάνεσαι καλά με τον εαυτό σου. Αυτή είναι άλλωστε μια πολύ γνωστή διαδικασία στους ιστορικούς. Όλα τα έθνη αρέσκονται σε μυθολογίες.

Πρέπει να ξαναγραφούν τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας;

Ναι. Και εδώ και στην Τουρκία. Τη δεκαετία του ’90 είχε δημιουργηθεί μια ομάδα ιστορικών κι από τις δύο χώρες με στόχο να ξαναγραφούν τα σχολικά βιβλία, κάτι που όμως δεν προχώρησε. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται πολιτική θέληση. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Ο λόγος που πρέπει να γίνει αυτό δεν είναι μόνο για να έρθουν πιο κοντά οι γείτονες, αλλά για να υπάρξει μία σωστότερη ανάγνωση του ιστορικού χρόνου.

Η επέτειος των 200 ετών από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης αποτελεί μια χαμένη ευκαιρία για να «ξαναδιαβάσουμε» την Ιστορία;

Δεν θα το έλεγα. Διαπιστώνω ότι αλλάζει η εθνοκεντρική προσέγγιση και ότι έχουν γίνει αρκετά βήματα στον ακαδημαϊκό χώρο. Όσον αφορά τους μη ειδικούς, λόγω της πανδημίας, είχαν χρόνο να ξαναδιαβάσουν την Ιστορία. Μακάρι να το έκαναν.

Υπάρχει αντικειμενική Ιστορία;

Όχι, διότι πάντα κάποιος τη γράφει που κουβαλά τις δικές του αποσκευές.

Πόσο επηρέασε η καταγωγή σας τον τρόπο που προσεγγίσατε τη μελέτη των οθωμανικών εγγράφων;

Είμαι αποστασιοποιημένος. Προσεγγίζω το θέμα ως ιστορικός. Δεν αισθάνομαι κομμάτι αυτής της διαμάχης λόγω της εθνικότητάς μου. Ξέρω ότι έχει συμβεί πριν από 200 χρόνια. Τελεία.

Για ποιον λόγο ενώ οι Τούρκοι, όπως λέτε, αδιαφορούν για την Ελλάδα, για τους Έλληνες η Τουρκία παραμένει μια ανοιχτή πληγή; Μήπως δεν οφείλεται στα 200 χρόνια που μας χωρίζουν από την Επανάσταση, αλλά στα σχεδόν 100 από τη Μικρασιατική Καταστροφή;

Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Κατά κάποιον τρόπο πρέπει να κλείσουν αυτές οι πληγές και γι’ αυτό έχει σημασία να ξαναγραφούν τα σχολικά βιβλία. Φέτος οι Έλληνες γιορτάζουν τις πληγές που άνοιξαν στους Τούρκους και του χρόνου οι Τούρκοι θα γιορτάσουν τις πληγές που άνοιξαν στους Έλληνες. Και κάθε φορά υπάρχει ένα πρόβλημα μεταξύ των δύο χωρών: για την υφαλοκρηπίδα, την Κύπρο ή την Ανατολική Μεσόγειο, ξύνουμε αυτές τις «ιστορικές πληγές». Πρέπει να μπει ένα τέλος.

Για ποιον λόγο ο Ερντογάν είναι τόσο επιθετικός απέναντι στην Ελλάδα;

Είναι επιθετικός απέναντι σε όλους. Πρώτα απ’ όλα στους δικούς του υπηκόους. Εξυπηρετεί την εσωτερική πολιτική του ατζέντα. Πέρυσι χρειαζόταν έντονα έναν εχθρό για να αλλάξει το καθεστώς στο εσωτερικό της χώρας μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές στις οποίες έχασε σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Ό,τι κι αν έκανε δεν κατάφερε να πάρει την Κωνσταντινούπολη παρά το ότι προσπάθησε με ευτελή τρόπο. Για να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο χρειαζόταν μια κρίση και τη δημιούργησε στο Αιγαίο. Κατόπιν είδε ότι η Ευρώπη και η Αμερική συμπαραστάθηκαν στην Ελλάδα και «πάτησε φρένο».

Πώς μπήκε η Ελλάδα στη ζωή σας;

Εντελώς τυχαία. Τον χειμώνα του 1991, σπούδαζα Διεθνείς Σχέσεις στο αντίστοιχο Πάντειο της Τουρκίας και με μια ομάδα φίλων πήγαμε να δούμε το «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη. Άλλαξε η ζωή μου. Μου προκάλεσε φοβερή περιέργεια για την Ελλάδα. Έκλαιγα συνέχεια. Το καλοκαίρι του 1992 ο Θεοδωράκης με τον Χατζιδάκι παρουσία του Λιβανελί έδωσαν μια συναυλία στην Έφεσο. Γνώρισα τη μουσική του Χατζιδάκι και την ερωτεύτηκα. Και έπρεπε να έρθω εδώ. Πήρα το λεωφορείο από την Άγκυρα και ύστερα από ταξίδι 30 ωρών ήμουν στην Αθήνα. Πήγα στο τουριστικό γραφείο στο Σύνταγμα και ρώτησα αν υπάρχει κάποιο φροντιστήριο ελληνικών για ξένους. Δεν ήξερα να πω ούτε «γεια». Έκανα έναν μήνα εντατικά μαθήματα και από τότε ερχόμουν κάθε χρόνο. Σε κάποιο επόμενο ταξίδι μου προέκυψε και η Ελληνίδα σύντροφός μου, σύζυγός μου πλέον.

Αισθάνεστε πρόσφυγας στην Ελλάδα;

Πού και πού, παρόλο που ζω μόνιμα εδώ από το 2016 και νιώθω ότι έχω ρίζες σε αυτή τη χώρα. Οι φίλοι μου δεν μου επιτρέπουν να αισθάνομαι ότι είμαι επισκέπτης και η Τουρκία που ήξερα δεν υπάρχει πλέον για να μου λείπει. Νοσταλγώ μόνο ορισμένους ανθρώπους και ορισμένα στέκια. Έχω κάνει αίτηση για υπηκοότητα, η οποία ελπίζω να ευοδωθεί σύντομα. Εδώ είναι πλέον η ζωή μου, εδώ εργάζομαι, εδώ κατοικώ. Δεν θα ήθελα να φύγω από τη χώρα για να συνεχίσω την ακαδημαϊκή μου καριέρα.

Έχετε βιώσει ρατσισμό;

Σχεδόν καθόλου. Ίσως είμαι τυχερός. Δεν μου έχει πει κανείς κάτι άσχημο.

Τι αγαπάτε στην Ελλάδα;

Την ελευθερία, το γλέντι, την παρέα, τον τρόπο που διασκεδάζουν οι Έλληνες.

Και τι δεν αντέχετε;

Υπάρχει περιττή γραφειοκρατία. Τα πράγματα θα έπρεπε να ήταν αλλιώς στον 21ο αιώνα.

Πώς βλέπετε την επόμενη μέρα στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας;

Είμαι γενικά απαισιόδοξος άνθρωπος. Πιστεύω ότι δεν πάμε καλά ως ανθρωπότητα και υποθέτω ότι η γενικότερη κατάσταση θα επηρεάσει και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά δεν θέλω να κάνω προφητείες.

Το παιχνίδι της συναισθηματικής απόστασης στις ερωτικές σχέσεις

Στην ερωτική μας σχέση χρειαζόμαστε να νιώθουμε ασφαλείς. Να νιώθουμε ότι είμαστε σημαντικοί για το σύντροφό μας, ότι νοιάζεται για τις ανάγκες μας, ότι μας αποδέχεται όπως είμαστε. Επιθυμούμε να δεσμεύεται και να ναι δίπλα μας όχι μόνο στη χαρά αλλά και στις δυσκολίες της ζωής.

Τι γίνεται όμως όταν νιώθουμε ανασφάλεια; Όταν νιώθουμε ότι ο σύντροφός μας είναι κάτι άπιαστο; Κάποιος που προσπαθούμε να φτάσουμε αλλά συνεχώς μας ξεφεύγει. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν μας θέλει, νιώθουμε ότι προτιμά να κρατά μια συναισθηματική απόσταση, ότι χρειάζεται την αυτονομία και την ανεξαρτησία του και αποφεύγει να αφεθεί πλήρως στη σχέση και να μοιραστεί τη ζωή του μαζί μας. Αυτό μπορεί να κρατά τον έρωτά μας σε εγρήγορση, αλλά μετά από λίγο καιρό μετατρέπεται σε πόνο, και δυσκολευόμαστε να βρούμε γαλήνη και ισορροπία στη σχέση.

Αν κάποια στιγμή κουραστούμε και απομακρυνθούμε συναισθηματικά, ανακαλύπτουμε ότι ο σύντροφός μας αλλάζει, κι αρχίζει να μας αναζητά. Όσο μας νιώθει πιο αυτόνομους, τόσο πιο πολύ ενδιαφέρον δείχνει. Αν εμείς ανταποκριθούμε, τότε εκείνος ξαναγίνεται πιο ψυχρός και απόμακρος. Έτσι παίζεται το παιχνίδι που κρατά τους συντρόφους στην ίδια συναισθηματική απόσταση.

Αν αυτή η απόσταση ανακουφίζει το ζευγάρι επειδή την θέλουν και οι δύο, τότε η σχέση είναι λειτουργική. Αν ο ένας σύντροφος δεν καλύπτεται συναισθηματικά, ίσως φύγει απ’ τη σχέση για ν’ αναζητήσει έναν άλλον σύντροφο που θα του καλύψει καλύτερα τις συναισθηματικές του ανάγκες. Αν όμως ο σύντροφος που δεν καλύπτεται, παραμένει στη σχέση ενώ πονάει, τότε αυτό δείχνει ότι ίσως να μην είναι και ο ίδιος έτοιμος για μια σχέση αγάπης και αφοσίωσης.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι δεν επιλέγουμε τυχαία κάποιο σύντροφο. Μας ελκύει πάντα αυτό που μας μοιάζει. Επιλέγουμε δηλαδή συντρόφους που επιθυμούν και αντέχουν την ίδια συναισθηματική σύνδεση. Αν δηλαδή φοβόμαστε τη δέσμευση θα επιλέξουμε κάποιον ώστε να χορέψουμε τον ίδιο χορό… it takes two to tango, λένε οι αγγλοσάξονες εννοώντας ότι το παιχνίδι παίζεται από δύο παίκτες. Επιλέγουμε λοιπόν ασυνείδητα τον άνθρωπο που θα μας βοηθήσει ν’ αποφύγουμε τη βαθιά συναισθηματική επαφή.

Η έλλειψη της βαθιάς σύνδεσης και της αγάπης στη συντροφική σχέση και στη ζωή γενικότερα, μας δημιουργεί πόνο. Ο πόνος αυτός μπορεί να γίνει το όχημα προς την ωριμότητα. Εκτός κι αν τον καταχωνιάσουμε σ’ ένα κουτάκι και αρνηθούμε να έρθουμε σ’ επαφή μαζί του. Αυτός βέβαια θα βρίσκει διόδους διαφυγής και θα δηλώνει την παρουσία του με άγχος, κατάθλιψη… Θα σωματοποιείται με διάφορα συμπτώματα που ίσως προσπαθούμε να καταστείλουμε με ουσίες, όπως αλκοόλ, παυσίπονα, ψυχοφάρμακα και παντός είδους γιατρικά.

Είναι πολύ βασικό να αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας ότι δεν φταίμε που δυσκολευόμαστε να δημιουργήσουμε συντροφικές σχέσεις που βασίζονται στην αγάπη. Τα βιώματά μας είναι αυτά που μας έχουν δημιουργήσει φόβο προς τη δέσμευση. Έχουμε πληγωθεί, προδοθεί και πονέσει από πολύ μικρή ηλικία. Έτσι έχουμε περιχαρακώσει την καρδιά μας για να την προστατεύσουμε.

Ούτε ο σύντροφός μας φταίει, διότι κι αυτός έχει ζήσει παρόμοιες καταστάσεις που τον οδήγησαν ν’ αποφεύγει την ουσιαστική συναισθηματική σύνδεση. Το να ρίχνουμε σ’ εκείνον το φταίξιμο, απλά αποφεύγουμε να δούμε τον εαυτό μας και να αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί.

Όταν αναφερόμαστε στη συναισθηματική σύνδεση, μιλάμε για σχέσεις αγάπης. Αγάπη σημαίνει να προσφερόμαστε ο ένας στον άλλον χωρίς να προσμένουμε αντάλλαγμα, να νοιαζόμαστε για τις ανάγκες του άλλου, να ενωνόμαστε μπροστά στις δυσκολίες της ζωής, να νιώθουμε ότι ο πόνος του άλλου είναι και δικός μας πόνος, να αποδεχόμαστε ο ένας τον άλλον όπως είναι, με τα καλά και τα δύσκολά του.

Τότε ο σύντροφός μας γίνεται ο άνθρωπός μας, ο σύμμαχος, ο συνοδοιπόρος. Ξεπερνάμε την υπαρξιακή μοναξιά μας. Δίνουμε και παίρνουμε αγάπη. Κι όταν ζούμε μέσα στην αγάπη κλείνουν οι πληγές μας. Γαληνεύουμε, ισορροπούμε, γινόμαστε δημιουργικοί και εξελισσόμαστε σαν άνθρωποι, βάζοντας έτσι το λιθαράκι μας στην ψυχοπνευματική εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν να φτάσουν σ’ αυτό το επίπεδο της συντροφικής σχέσης που βασίζεται στην αγάπη. Αν δεν είχαμε την τύχη να γεννηθούμε σε μια οικογένεια όπου βιώσαμε την αγάπη, τότε χρειάζεται κόπος, χρόνος και πόνος για να καταφέρουμε να την βρούμε, να την αντέξουμε και να την βιώσουμε. Όμως μπορούμε να τα καταφέρουμε μέσα απ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας και θεραπείας. Άλλωστε η ίδια η αγάπη είναι αυτή που τελικά θα μας θεραπεύσει…

Τέταρτη διάσταση: Τα μυστικά των παράλληλων κόσμων

Τι γνωρίζουμε για την Τέταρτη Διάσταση; Μετά από την πρόσφατη ανακάλυψη που φέρνει την επιβεβαίωση των παράλληλων κόσμων και διαστάσεων ένα βήμα πιό κοντά, αναρωτιόμαστε πως θα αλλάξει η θέασή μας για τον κόσμο και το σύμπαν μετά την αποκάλυψη των άλλων διαστάσεων.

«Tο σύμπαν μας δεν είναι παρά μία από τις «φυσαλίδες» που δημιουργήθηκαν, πέρα από την οποία υπάρχουν άλλες «φυσαλίδες», όπως επίσης και περιοχές που βρίσκονται στη διαδικασία πληθωρισμού. Παρόλο που δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε τι συμβαίνει έξω από τη δική μας «φυσαλίδα», αν δύο «φυσαλίδες» δημιουργήθηκαν αρκετά κοντά, ώστε να βρίσκονται σε επαφή πριν απομακρυνθούν με τη διαστολή του χώρου, τότε η μία θα έχει αφήσει κάποιο «αποτύπωμα» στην άλλη. Έτσι, αυτό που υποστηρίζει πως ανακάλυψε ο Τσάρι είναι ουσιαστικά το «αποτύπωμα» μιας γειτονικής «φυσαλίδας» στο σύμπαν μας.»

Ποιές είναι όμως οι ιδιότητές τους; Πως μπορεί ο άνθρωπος να ανακαλύψει τα μυστικά τους με τις φυσικές τρισδιάστατες αισθήσεις του; Μπορούμε να κάνουμε μερικές ανακαλύψεις αν αναζητήσουμε την θεωρία της κοντινότερης διάστασης πέρα από τις δικές μας, την Τέταρτη Διάσταση, μέσα από το πέρασμα των αιώνων, την Φανταστική Λογοτεχνία και τον Κόσμο της Τέχνης που έριξαν φως στο ζήτημα. Ας δούμε παρακάτω:

«Η Τέταρτη Διάσταση έχει γίνει γνώριμη έννοια από το 1910.Κυμαίνται από την Πλατωνική ιδέα ως την θεωρία του Παραδείσου, και είναι η απάντηση σε όλα τα προβλήματα που ζορίζουν την σύγχρονη Επιστήμη. Η Τέταρτη Διάσταση θα μπορούσε να είναι τα πάντα για τον Κόσμο» Linda Dalrymple Henderson

Με τα πάθη που διέγειρε η διαμάχη του “Notorious Mr.Slade” ήταν μάλλον αναπόφευκτο πως η αντιπαράθεση θα γεννούσε εν τέλει ένα μυθιστόρημα Best Seller. To 1884, μετά από μία δεκαετία οξείας αντιπαράθεσης , ο Κληρικός Edwin Abbot που ήταν Διευθυντής του London School έγραψε το αιφνιδίως επιτυχημένο Flatland: A Romance of Many Dimensions by a Square”.

Λόγω του αυξημένου θαυμασμού του κόσμου για τις ανώτερες διαστάσεις, το βιβλίο έγινε αμέσως επιτυχία στην Αγγλία με εννιά επιτυχημένες επανεκτυπώσεις από το 1915 και άπειρες εκδόσεις. Το συνταρακτικό στοιχείο για το Flatland ήταν πως ο Abbot για πρώτη φορά χρησιμοποίησε τις αντιπαραθέσεις που υπήρχαν σχετικά με την τέταρτη διάσταση ως ένα όχημα για γίνει δηκτικός στην κοινωνική κριτική και την σάτιρα και έθεσε «παιχνιδιάρικες» απορίες σε ανθρώπους που αρνούταν να υποστηρίξουν την ύπαρξη άλλων κόσμων.

Το Flatland του Abbot είναι η μεταμφιεσμένη κριτική στην μισαλλοδοξία και την αποπνικτική προκατάληψη της Βικτοριανής Αγγλίας. Ήρωας του βιβλίου είναι ο Κύριος Square, ένας συντηρητικός κύριος που ζεί σε μία κοινωνικά διαχωρισμένη δυσδιάστατη γη όπου οι κάτοικοι της είναι όλοι γεωμετρικά σχήματα. Οι γυναίκες που κατέχουν την χαμηλότερη βαθμίδα της κοινωνικής Ιεραρχίας είναι απλές γραμμές, οι ευγενείς είναι πολύγωνα ενώ οι Αρχιερείς είναι κύκλοι. Όσες περισσότερες πλευρές έχουν, τόσο μεγαλύτερη είναι και η κοινωνική βαθμίδα.

Οποιαδήποτε συζήτηση για την 3η Διάσταση απαγορεύεται και οποιοσδήποτε την αναφέρει υποβάλλεται σε τιμωρίες διαφόρων ειδών. Ο Κύριος Square είναι ένας αγαθός άνθρωπος που δεν θα σκεφτόταν ποτέ να προκαλέσει με τις πράξεις του. Ώσπου μία μέρα η ζωή του θα αλλάξει όταν τον επισκέπτεται ο μυστηριώδης Άρχοντας Sphere, μία τρισδιάστατη σφαίρα. Εμφανίζεται στον Κύριο Square σαν κύκλος που αλλάζει σχήματα με ένα μαγικό τρόπο και προσπαθεί υπομονετικά να εξηγήσει πως προέρχεται από έναν άλλο κόσμο που ονομάζεται Spaceland όπου όλα τα αντικείμενα έχουν τρεις διαστάσεις. Όμως ο Κύριος Square είναι αμετάπειστος και υποστηρίζει πεισματικά πως μία Τρίτη διάσταση δεν γίνεται να υπάρχει.

Έτσι ο Άρχοντας Sphere νευριασμένος αποφασίζει να προχωρήσει σε πράξεις αποσύροντας τον Κύριο Square από την δισδιάστατη Flatlant και τον μεταφέρει στην Spaceland. Αυτή είναι μία φανταστική, σχεδόν μυστικιστική εμπειρία που αλλάζει για πάντα την ζωή του Κυρίου Square. Βλέποντας μόνο τις παρυφές των τρισδιάστατων όντων ανακαλύπτει έναν φανταστικό κόσμο μέσα στον οποίο τα αντικείμενα αλλάζουν μορφές, εμφανίζονται και εξαφανίζονται ως δια μαγείας. Όμως όταν προσπαθεί να εξηγήσει στους φίλους του στην Flatland τα θαύματα που βίωσε κατά την επίσκεψή του στην Τρίτη διάσταση οι Αρχιερείς τον θεωρούν αντάρτη και Μανιακό. Ο Κύριος Square έτσι μετατρέπεται σε απειλή για τους αρχιερείς γιατί τολμά να προκαλέσει την εξουσία τους και την ιερή πίστη τους πως μπορούν να υπάρχουν μονάχα δύο διαστάσεις.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με κάπως πεσιμιστικό ύφος. Αν και είναι πεπεισμένος πως όντως επισκέφθηκε τον τρισδιάστατο κόσμο της Spaceland ο Κύριος Square φυλακίζεται και καταδικάζεται να περάσει το υπόλοιπο των ημερών του στην απομόνωση.

Η Νουβέλα του Abbot είναι σημαντική γιατί ήταν η πρώτη που διαδόθηκε στο ευρύ αναγνωστικό κοινό και αφορούσε την θέαση ενός υπερ-διαστατικού κόσμου. Η αντίληψή του για το Ψυχεδελικό ταξίδι του Κυρίου Square στην Spaceland είναι μαθηματικά σωστό. Σε δημοφιλείς σειρές και ταινίες το υπερδιαστατικό ταξίδι απεικονίζεται συχνά με φώτα που αναβοσβήνουν και σκοτεινά φιδογυριστά σύννεφα. Όμως τα μαθηματικά ενός τέτοιου εξωδιαστατικού ταξιδιού είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα από την φαντασία των Συγγραφέων του Φανταστικού.

Τετάρτη Διάσταση: Η μάχη των Τάξεων

Η έννοια της Τέταρτης Διάστασης επηρέασε τόσο πολύ το κλίμα των Διανοούμενων στα τέλη του 19ου αιώνα που ακόμα και θεατρικά έργα το διακωμώδησαν. Το 1891 ο Όσκαρ Γουάιλντ χλεύασε την ιδέα μέσα από τις ιστορίες φαντασμάτων «The Canterville Ghost» που σατιρίζουν την εκμετάλλευση μιας συγκεκριμένης εύπιστης «Ψυχικής Κοινότητας». Ο Γουάιλντ έγραψε για ένα φάντασμα που υπέφερε και είχε να αντιμετωπίσει τους άρτι αφιχθείς ενοικιαστές του Canterville, σημειώνοντας: «Προφανώς και δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, οπότε χρησιμοποιώντας την τέταρτη διάσταση του Χώρου για να επιτύχει την δραπέτευσή του, το φάντασμα εξαφανίστηκε μέσα από το επισανίδωμα και το σπίτι επιτέλους ησύχασε»

Μία σημαντικότερη συνεισφορά στην λογοτεχνία της τέταρτης διάστασης αποτέλεσε η δουλειά του H.G.Wells. Αν μνημονεύεται για την δουλειά του στον τομέα της επιστημονικής φαντασίας, υπήρξε μία κυρίαρχη φιγούρα στην Διανοούμενη ζωή της κοινωνίας του Λονδίνου με αξιοσημείωτες εκδόσεις στην Λογοτεχνική κριτική και το οξύ πνεύμα του.

Στο μυθιστόρημα που έγραψε το 1894 με τίτλο “The Time Machine” συνδύασε διάφορες μαθηματικές, φιλοσοφικές και Πολιτικές ιδέες. Έκανε δημοφιλή μία νέα ιδέα στην επιστήμη – πως η Τέταρτη Διάσταση μπορεί να γίνει αντιληπτή και ως χρόνος, όχι μόνο απαραίτητα ως χώρος.

Προφανώς ένα σώμα θα πρέπει να επεκτείνεται στις τέσσερις κατευθύνσεις. Θα πρέπει να έχει μήκος, πλάτος, πάχος και διάρκεια. Υπάρχουν πραγματικά τέσσερις διαστάσεις. Οι τρείς αποκαλούνται “μονοπάτια του Χώρου” και η τέταρτη που είναι ο χρόνος. Υπάρχει όμως η τάση για μία ψευδή διάκριση ανάμεσα στις τρεις διαστάσεις και την τέταρτη και αυτό γιατί η συνειδητότητά μας κινείται σε μία κατεύθυνση σε σχέση με το χρόνο απο την αρχή ως το τέλος της ζωής μας.

Ο Γουέλς δεν ήταν ο πρώτος που υπέθεσε πως ο χρόνος μπορεί να θεαθεί ως ένας νέος τύπος της τέταρτης διάστασης που είναι διαφορετική από την χωρική τέταρτη διάσταση. Ο Jean D’alemberthad θεώρησε τον χρόνο ως τέταρτη διάσταση στο άρθρο που δημοσίευσε το 1754 με όνομα “Dimention”. Όπως το Flatland, αυτό που κάνει το μυθιστόρημα “The Time Machine” να διαρκεί στο χρόνο ακόμα και έναν αιώνα μετά την σύλληψή του είναι η αιχμηρή κοινωνική και πολιτική κριτική που ασκεί.

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου βρίσκεται στην Φουτουριστική Αγγλία του 802,701. Μα δεν βρίσκεται στην αστραφτερή Μητρόπολη με τα μοντέρνα Επιστημονικά θαύματα που είχαν προβλέψει οι Θετικιστές. Αντιθέτως, βρίσκεται σε μία περιοχή όπου η ταξική αντιπαράθεση πήγε εντελώς στραβά. Η Εργατική τάξη υποχρεώθηκε να ζεί υπογείως ώσπου οι εργάτες μεταλλάχθηκαν σε μία νέα μορφή ζωής, τους μόρλοκς ενώ η άρχουσα τάξη με τις αχαλίνωτες ακολασίες της εξελίχθηκε στην άχρηστη φυλή ξωτικόμορφων πλασμάτων με όνομα Eloi. Ο Wellls, εξέχων σοσιαλιστής χρησιμοποιούσε την Τέταρτη Διάσταση για να αποκαλύψει την υπέρτατη ειρωνεία της Αστικής Πάλης. Το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων πήγε στράφι. Οι Άχρηστοι Eloi τρέφονται και Ντύνονται από τους κόπους της σκληρής δουλειάς των Eloi αλλά οι εργάτες παίρνουν την τελική εκδίκηση και κατασπαράζουν τους Eloi.

Με άλλα λόγια η Τέταρτη Διάσταση έγινε το ξίφος της Μαρξιστικής κριτικής πάνω στην σύγχρονη κοινωνία με μία μυθιστορική χροιά. Σε μία σύντομη ιστορία του με τίτλο “The Plattner Story” ο Wells «έπαιξε» με το παράδοξο της υπόθεσης. O Gottfried Plattner, καθηγητής Επιστημών πραγματοποιεί ένα επεξεργασμένο χημικό πείραμα που εκρήγνυται και τον στέλνει σε ένα διαφορετικό σύμπαν. Όταν επιστρέφει στον πραγματικό κόσμο ανακαλύπτει πως το σώμα του μεταλλάχτηκε. Η καρδιά του βρισκόταν στα δεξιά και είχε γίνει αριστερόχειρας. Όταν οι γιατροί τον εξέτασαν διαπίστωσαν έκπληκτοι πως ολόκληρο το σώμα του είχε αντιστραφεί, επιβεβαιώνοντας μία βιολογική παραδοξότητα για τα δεδομένα του φυσικού μας κόσμου. Αυτή η αντιστροφή του Σώματος του Plattner ήταν μία απόδειξη του ταξιδιού του στην Τέταρτη Διάσταση.

Στο κλασικό πλέον έργο «The Invisible Man» ο Wells υπέθεσε πως ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει αόρατος με «κάποια φόρμουλα, μία γεωμετρική έκφραση που περιλαμβάνει τέσσερις διαστάσεις».

Με λίγα λόγια κάποιος μπορούσε να γίνει αόρατος αν εισχωρούσε με κάποιον τρόπο στην Τέταρτη Διάσταση. Στην σύντομη ιστορία “The Remarkable Case of Davidson’s Eyes” ο Wells εξερεύνησε την ιδέα πως ένας «κόμβος στο διάστημα» μπορεί να επιτρέψει σε κάποιον άνθρωπο να δει σε τεράστιες αποστάσεις. Ο Davidson, ήρωας της ιστορίας, ανακαλύπτει μία μέρα πως έχει την δυνατότητα να δεί γεγονότα που συμβαίνουν σε κάποιο μακρινό Νησί. Αυτός ο «Κόμβος στον Χώρο» είναι μία διαστημική δίνη που ανοίγει μέσα από το Υπερσύμπαν και επικοινωνεί με τα μάτια του στην Αγγλία. Φαίνεται πως ο Wells χρησιμοποίησε την ιδέα των σκουληκότρυπων του Riemann για να κατασκευάσει τη ιστορία του.

Στο The Wonderful Visit ο Wells επεξεργάζεται την πιθανότητα της ύπαρξης του Παραδείσου σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ή Διάσταση. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την δύσκολη θέση ενός Αγγέλου που πέφτει καταλάθος από τον Παράδεισο και προσγειώνεται σε κάποιο Αγγλικό επαρχιακό χωριό. Η δημοτικότητα των έργων του Wells ξεκίνησε μία εντελώς νέα κατηγορία Φανταστικής Λογοτεχνίας. Ο George McDonald, φίλος του Μαθηματικού Lewis Carroll υπέθεσε την πιθανότητα της ύπαρξης του Παράδεισου στην Τέταρτη Διάσταση. Στο φανταστικό Lilith του McDonald που γράφτηκε το 1895 ο ήρωας δημιουργεί ένα υπερδιαστατικό παράθυρο μεταξύ του σύμπαντός μας και άλλων κόσμων με την χειραγώγηση αντικατοπτρισμών που δημιουργούσαν καθρέπτες.

Η Τέταρτη Διάσταση στην Τέχνη

Η εικοσαετία 1890 με 1910 θεωρούνται ως Η Χρυσή εποχή της Τέταρτης Διάστασης. Ήταν μία εποχή κατά την διάρκεια της οποίας οι ιδέες που δημιουργήθηκαν από τους Gauss & Riemann διείσδυσαν στους Λογοτεχνικούς Κύκλους και τις σκέψεις της κοινής γνώμης και επηρέασαν τις τάσεις των Τεχνών, της Λογοτεχνίας και της Φιλοσοφίας. Το νέο για την εποχή παρακλάδι της Φιλοσοφίας, η Θεοσοφία επηρεάστηκε βαθιά από τις ανώτερες Διαστάσεις. Από την μία σοβαροί καλλιτέχνες μετάνιωσαν για αυτή την εξέλιξη λόγω του γεγονότος πως τα αυστηρά αποτελέσματα του Riemann έγιναν πρωτοσέλιδα στα ταμπλόιντς. Από την άλλη η δημοφιλία της Τέταρτης διάστασης είχε και την θετική της πλευρά. Όχι μόνο έκανε γνωστά τα μαθηματικά επιτεύγματα στο ευρύ κοινό αλλα λειτούργησε και ως μεταφορά που θα εμπλούτιζε τις πολιτιστικές σταθερές.

Η Ιστορικός Τέχνης Linda Dalrymple Henderson γράφοντας για την Τέταρτη Διάσταση και την Μη Ευκλείδεια Γεωμετρία, εξηγεί πως η Τέταρτη διάσταση επηρέασε το κίνημα του Κυβισμού και του Εξπρεσιονισμού στον κόσμο της Τέχνης. Αναλύει πως «Οι νέες γεωμετρίες ανακαλύφθηκαν μέσα στο Κίνημα του Κυβισμού» Για την Avant Garde η τέταρτη διάσταση συμβόλιζε την εξέγερση ενάντια στις υπερβολές του Καπιταλισμού.

Οι Κυβιστές για παράδειγμα εξεγέρθηκαν ενάντια στην ανυπόφορη αλαζονεία των Ζηλωτών της Επιστήμης που αποκτήνωσε την δημιουργική διαδικασία. Η Τέταρτη Διάσταση ήταν το όχημά τους και πίεσε την σύγχρονη επιστήμη πέρα από τα όριά της. Ήταν περισσότερο επιστημονική από τους ίδιους τους επιστήμονες. Απο την άλλη η θεωρία της ήταν μυστηριώδης και πυροδότησε την καλλιτεχνική εξέγερση ενάντια στους μέχρι τότε νόμους της προοπτικής

Στον Μεσαίωνα η Θρησκευτική τέχνη ήταν διαδεδομένη για την έλλειψη προοπτική της. Δούλοι, αγρότες και Βασιλείς απεικονίζονταν λες και ήταν επίπεδοι πρακτικά με τον ίδιο τρόπο που τα παιδιά ζωγραφίζουν τις φιγούρες. Αυτοί οι πίνακες αντικατόπτριζαν την άποψη της Εκκλησίας πως ο Θεός ήταν Παντοδύναμος και έτσι μπορούσε να δει όλα τα μέρη του κόσμου ίσα. Η Τέχνη έπρεπε να απεικονίζει αυτή την κοσμοθεωρία οπότε ο κόσμος απεικονιζόταν δυσδιάστατα. Για παράδειγμα η ταπετσαρία του Bayeux απεικονίζει τους προκατηλειμένους στρατιώτες του Βασιλιά Χάρολντ της Αγγλίας του Δεύτερου, που δείχνουν κατατρομαγμένοι κάποιον κομήτη τον Απρίλιο του 1066 πεπεισμένοι πως είναι οιωνός μίας επικείμενης ήττας. Ο Χάρολντ ακολούθως έχασε την κρίσιμη μάχη του Hastings από τον Κατακτητή Γουίλιαμ και ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Αγγλίας ξεκινούσε.

Η Τέχνη της Αναγέννησης ήταν μία επανάσταση ενάντια σε αυτή την επίπεδη Θεοκεντρική προοπτική και ο Ανθρωποκεντρισμός ξεκίνησε να ανθεί με περιεκτικά τοπία και ρεαλιστικούς τρισδιάστατους ανθρώπους να απεικονίζονται από μία οπτική που αρμόζει στο μάτι του ανθρώπου. Στις μελέτες του Da Vinci πάνω στο ζήτημα της προοπτικής βλέπουμε της γραμμές στα σκαριφήματα να εξαφανίζονται σε ένα συγκεκριμένο σημείο του ορίζοντα. Η Αναγεννησιακή τέχνη αντανακλούσε τον τρόπο που το μάτι έβλεπε τον κόσμο από την οπτική γωνία του παρατηρητή. Με λίγα λόγια η Αναγέννηση ανακάλυψε την Τρίτη διάσταση.

Με την Έναρξη της Βιομηχανικής Εποχής και του Καπιταλισμού ο Κόσμος της τέχνης επαναστάτησε ενάντια στον Ψυχρό Υλισμό που φαίνεται πως κυριαρχούσε την Βιομηχανική Κοινωνία. Για τους Κυβιστές ο Θετικισμός ήταν ένας ζουρλομανδύας που μας περιόριζε μονάχα σε αυτά που μπορούμε να μετρήσουμε σε κάποιο εργαστήριο περιορίζοντας τα «φρούτα» της φαντασίας μας. Και αναρωτήθηκαν: Γιατί πρέπει η τέχνη να είναι Κλινικά Ρεαλιστική;

Αυτή η Κυβιστική «Επανάσταση ενάντια στην Προοπτική» έριξε φως στην Τέταρτη Διάσταση γιατί άγγιξε την Τρίτη από όλες τις πιθανές προοπτικές. Για να το θέσουμε απλούστερα η Τέχνη του Κυβισμού ασπάζεται την Τέταρτη Διάσταση. Οι Πίνακες του Πικάσο είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα, απεικονίζοντας μία καθαρή απόρριψη της προοπτικής, με γυναικεία πρόσωπα να φαίνονται ταυτόχρονα από διαφορετικές γωνίες. Αντί για μία και μοναδική οπτική σκοπιά του παρατηρητή, οι Πίνακες αυτοί δείχνουν πολλαπλές προοπτικές, σαν να σχεδιάστηκαν από κάποιο τεταρτοδιαστατικό ον που είναι ικανό να δει όλες τις προοπτικές ταυτόχρονα. Για τον Πικάσο κάθε εικόνα, ανεξάρτητα από το πόσο ρεαλιστική ήταν εξαρτιόταν από την προοπτική του παρατηρητή. Οι ζωγράφοι της Αφαίρεσης προσπάθησαν όχι μόνο να απεικονίσουν τεταρτοδιαστατικά τα ανθρώπινα πρόσωπα αλλά να χρησιμοποιήσουν και τον χρόνο ως τέταρτη διάσταση.

Στον πίνακα του Marcel Duchamp «Nude Descending a Staircase» βλέπουμε μία θολή αναπαράσταση μιας γυναίκας με ένα απροσδιόριστο αριθμό απεικονίσεών της να εξελίσσεται μέσα στο χρόνο καθως κατεβαίνει τις σκάλες. Κάπως έτσι ένα τεταρτοδιαστατικό ον θα έβλεπε τους ανθρώπους, παρατηρώντας όλες τις χρονικές συχνότητες συγχρόνως.

Ο Αριστοτέλης και η ισότητα ως αδιαπραγμάτευτο κριτήριο της φιλίας

Το δεδομένο ότι τα κριτήρια για τη φιλία είναι η χρησιμότητα, η ευχαρίστηση και η αρετή, και η επίγνωση της ανωτερότητας που έχουν οι φιλίες της αρετής δεν αποκλείει το ενδεχόμενο της φιλίας ανάμεσα στον ενάρετο και τον κακό: «Ενδέχεται να είναι κι ένας καλός άνθρωπος φίλος με έναν κακό. Μπορεί να είναι χρήσιμος ο ένας στον άλλο, και να επιλέγει ο μεν εξαιρετικός άνθρωπος έναν κακό για φίλο, γιατί αυτός ο κακός τού ταιριάζει σε μια συγκεκριμένη πρόθεση, ενώ ο κακός επιλέγει τον καλό για την ίδια την καλοσύνη του» (1238b 1-4).

Τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων αποτελούν αδιαπραγμάτευτο κριτήριο για την επιλογή των συναναστροφών. Ο ενάρετος μπορεί να συναναστρέφεται ακόμη και τον κακό, αν υπάρχει κάτι που τους ενώνει.

Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να είναι φίλοι ακόμη και δύο κακοί: «Δεν αποκλείεται, όμως, να είναι ηδείς ο ένας στον άλλο και άνθρωποι κακοί· όχι όμως με αυτή τους την ιδιότητα, την κακία και των δύο, αλλά π.χ. να είναι μουσικοί και οι δύο, ή φιλόμουσος ο ένας, τραγουδιστής ο άλλος. Ή και κάτι άλλο: με το αγαθό που έχει κάθε άνθρωπος, με αυτό να δένουν μεταξύ τους» (1238a 46-50).

Το ενδιαφέρον για τη μουσική (ή οποιοδήποτε άλλο τέτοιου είδους) είναι σε θέση να φέρει κοντά ανθρώπους που διαφέρουν στην άσκηση της αρετής. Ο φιλόμουσος μπορεί να απολαμβάνει τη συντροφιά του τραγουδιστή, ακόμη κι αν ο τελευταίος είναι κατάφωρα ευτελής.

Όμως, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση υπάρχουν όρια στη συναναστροφή, αφού οι σχέσεις καθορίζονται επακριβώς από το κοινό ενδιαφέρον. Η γνώση ότι πέραν αυτού δεν υπάρχει επικοινωνία καθορίζει και τα όρια των σχέσεων. Ο ενάρετος ξέρει ότι δεν μπορεί να υπολογίζει στην ουσιαστική φιλία του άλλου ούτε στο επίπεδο της συναισθηματικής μοιρασιάς ούτε της βοήθειας, αν αυτό χρειαστεί. Κι αν ο κακός επιχειρήσει να τον βλάψει, είναι βέβαιο ότι οι σχέσεις θα σταματήσουν. Οι φιλικές επαφές που δεν επισφραγίζονται από την αρετή είναι καταδικασμένες στη ρηχότητα της ευχαρίστησης που προσφέρουν.

Από κει και πέρα, η φιλία μεταξύ κακών ανθρώπων μπορεί να έχει κι ένα επιπλέον κίνητρο: «Μπορεί, ακόμα, να είναι χρήσιμοι και ωφέλιμοι ο ένας στον άλλο, όχι βέβαια με τη γενική χρησιμότητα και ωφέλεια αλλά με εκείνες που αντιστοιχούν στις προθέσεις τους, τις κοινές τους κακές προθέσεις» (1238a 50-51).

Κι αυτή ακριβώς είναι η οπτική της συνέργειας. Η επιδίωξη του ίδιου κακού μπορεί να φέρει κοντά τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο που το κοινό έγκλημα ενώνει τους δράστες. Οι φιλίες αυτού του είδους είναι οι ευτελέστερες που μπορεί να συμβούν. Στην καλύτερη περίπτωση είναι εφήμερες, αφού διαρκούν όσο μπορεί να διαρκέσει η επίτευξη του επιδιωκόμενου κακού. Αν, όμως, τα πράγματα δεν παν όπως τα είχαν σχεδιάσει, οι συνεργοί ενδέχεται να φτάσουν στα πιο ακραία μίση εκβιάζοντας ή και εξοντώνοντας ο ένας τον άλλο.

Το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι εκδοχές της φιλίας (είτε στα ανώτερα επίπεδά της είτε στα πιο ευτελή) εμπεριέχουν κατ’ ανάγκη την έννοια της ισότητας. Ακόμη και οι πιο εφήμερες προϋποθέτουν την ισότητα, έστω για το λίγο χρόνο που θα διαρκέσουν: «Τρία, λοιπόν, είναι τα είδη της φιλίας. Σε όλα πρόκειται για φιλία βασισμένη σε κάποια μορφή ισότητας – έτσι λέγεται τουλάχιστον. Όσον αφορά τους φίλους λόγω αρετής, αυτοί βασίζουν τη φιλία τους ακριβώς στην ισότητά τους στην αρετή» (1238b 18-21).

Το ανώτερο είδος φιλίας απαιτεί ισότητα ως προς την αρετή, αφού, αν αυτή δεν υπάρχει, δημιουργούνται σχέσεις ανισότητας που είναι αδύνατο να ικανοποιήσουν εκείνον που υπερέχει. Ο ενάρετος ικανοποιείται μονάχα με αντίστοιχης ποιότητας αρετή, καθώς σε περίπτωση που αυτό δε συμβαίνει οι σχέσεις υποβιβάζονται στα κατώτερα είδη της χρησιμότητας και της ευχαρίστησης. Γι’ αυτό και η πρωταρχική φιλία με τον ενάρετο είναι δύσκολη. Γιατί πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκριθεί κανείς στο ύψος της αρετής του.

Κι όσο μεγαλύτερο είναι αυτό το ύψος, τόσο ποιοτικότερη είναι και η φιλία που θα επέλθει. Από αυτή την άποψη, κάθε άνθρωπος θα απολαύσει την ποιότητα της φιλίας για την οποία κρίνεται άξιος, ή, αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, η ποιότητα των σχέσεων κάθε ανθρώπου αντικατοπτρίζει το ύψος της αρετής στο οποίο μπορεί να ανταποκριθεί.

Οι σχέσεις ισότητας εξασφαλίζουν την άνεση της συναναστροφής ως υπέρτατη σύμπνοια. Κανείς δεν μπορεί να γίνει αληθινός φίλος με κάποιον που είναι ανώτερος, καθώς οι σχέσεις που θα διαμορφωθούν είναι αδύνατο να βασιστούν στην άνεση και τον αυθορμητισμό της ισοτιμίας. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την ψευδαίσθηση που μπορεί να έχει κάποιος θεωρώντας τον εαυτό του ανώτερο ενώ δεν είναι (που επίσης υπονομεύει τις σχέσεις, αφού κανείς δεν μπορεί να ανεχτεί έναν φαντασμένο), αλλά για την πραγματική κι αναγνωρισμένη από όλες τις πλευρές ανωτερότητα που καθιστά τις σχέσεις απόμακρες.

Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Μπορεί, βέβαια, η αρετή να είναι ανισοβαρής, όπως ξεχωρίζει η αρετή του θεού έναντι της αρετής του ανθρώπου. Εδώ πρόκειται για διαφορετικό είδος φιλικής σχέσης, ανάλογης με τη σχέση άρχοντος και αρχομένου, και υπόκειται σε διαφορετικές αρχές δικαιοσύνης. Η ισότητα είναι αναλογική και όχι αριθμητική. Τέτοιου είδους σχέση φιλίας και αγάπης είναι του πατέρα με το γιο, και του ευεργέτη με τον ευεργετημένο» (1238b 21-27).

Η αδιαπραγμάτευτη ανωτερότητα του θεού καθιστά αδύνατη τη σύναψη αληθινής φιλίας μαζί του. Η σχέση αγάπης που μπορεί να υπάρχει δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως φιλία, αφού φιλία με τέτοια ανισοβαρή κατάθεση αρετής κρίνεται ανέφικτη. Με τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να γίνουν πραγματικοί φίλοι ο πατέρας με το γιο και ο ευεργέτης με τον ευεργετούμενο.

Κι όχι μόνο αυτό: «Αλλά και εδώ συναντώνται περαιτέρω διακρίσεις: διότι άλλη είναι η σχέση πατέρα-γιου και άλλη άνδρα-γυναίκας· η πρώτη είναι σχέση ευεργέτη-ευεργετημένου, ενώ η δεύτερη άρχοντος-αρχομένου» (1238b 28-31).

Το ότι ο γιος κρίνεται ευεργετούμενος από τον πατέρα έχει να κάνει με το ότι του οφείλει την ύπαρξή του. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια σχέση αιώνιας υποτέλειας, αφού ο γιος πρέπει οπωσδήποτε, σταδιακά, να αποκτήσει σχέσεις ανεξαρτησίας.

Εκείνο που θέλει να τονίσει ο Αριστοτέλης είναι ότι όσο κι αν αλλάξουν οι εποχές μεταβάλλοντας τους συσχετισμούς ανάμεσα στο γιο και τον πατέρα, δεν πρέπει να εκλείψει ο σεβασμός του πρώτου προς το δεύτερο. Είναι αλήθεια ότι η περιουσία του πατέρα θα περάσει στο γιο κι ότι η συνέχεια της εκμετάλλευσής της (από ένα σημείο και μετά) θα αφορά περισσότερο το γιο και λιγότερο τον πατέρα. Ο πατέρας, όταν φτάσει στα γηρατειά, είναι πιθανό να μην κατανοεί πλήρως τις επιταγές της νέας εποχής και να διατυπώνει εσφαλμένες κρίσεις που θα οδηγήσουν σε κακές επιλογές.

Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση ο γιος, όσο δίκαια κι αν απορρίπτει τις προτροπές του πατέρα, δεν έχει το δικαίωμα να φερθεί χωρίς σεβασμό. Ο πατέρας, αν άθελά του αδικήσει σε κάτι το γιο μπορεί να συγχωρεθεί. Ο γιος, όμως, αν φερθεί αχάριστα στον πατέρα θα γνωρίσει σαφώς εντονότερη κοινωνική επίκριση. Το ενδεχόμενο του κακού πατέρα που αδικεί συστηματικά το γιο προκειμένου να ικανοποιήσει προσωπικά του πάθη δε λαμβάνεται υπόψη, αφού μια τέτοια συμπεριφορά ακυρώνει την ίδια την έννοια της πατρότητας.

Ο επαίσχυντος πατέρας δεν είναι πατέρας, αφού θυσίασε τη σχέση του με το γιο αδυνατώντας να εκπληρώσει την αρετή που επιβάλλει ο ρόλος του. Όμως, και σε αυτό ακόμη το ενδεχόμενο, ο γιος, όσο κι αν έχει απομακρυνθεί από τον πατέρα, όταν εκείνος γεράσει κι είναι αδύνατο να ζήσει χωρίς φροντίδα, θα δεχτεί επίσης πικρά σχόλια από τον περίγυρο, αν δε δείξει ούτε την ελάχιστη μέριμνα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι σχέσεις του πατέρα με το γιο δεν μπορούν να είναι φιλικές, αφού δεν εκπληρώνεται το κριτήριο της ισότητας. Ο πατέρας θα είναι πάντα πατέρας νιώθοντας ότι πρέπει να συμβουλέψει και να προστατέψει το γιο κι από την άλλη ο γιος είναι αδύνατο να απαλλαχτεί από το δικό του ρόλο δείχνοντας πάντα τον πρέποντα σεβασμό. Κι αυτή ακριβώς είναι η σχέση του ευεργέτη με τον ευεργετούμενο.

Αντιστοίχως, κατά τον Αριστοτέλη πάντα, είναι αδύνατο να υπάρξει αληθινή φιλία ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Ο άντρας, ως φύση ανώτερος της γυναίκας, δεν μπορεί να αναπτύξει ισότιμες σχέσεις μαζί της. Δεν υπονοείται, όμως, και η σχέση του αφέντη με το δούλο. Ο προσδιορισμός των σχέσεων άντρα-γυναίκας ως άρχοντος και αρχόμενου υποδεικνύει την ανωτερότητα του άντρα που όμως δεν πρέπει να εκδηλωθεί δεσποτικά. (Η δεσποτική εξουσία αρμόζει στο δούλο, που πρέπει να τον διατάζει κανείς).

Ο άντρας πρέπει να κατευθύνει τη γυναίκα βοηθώντας τη να αναγνωρίσει το σωστό κι εκείνη, φυσικά, να τον υπακούει βελτιώνοντας τον εαυτό της. Αυτός είναι και ο λόγος που για τον Αριστοτέλη άλλες είναι οι δραστηριότητες που αρμόζουν στη γυναίκα κι άλλες στον άντρα. Αντίστοιχα, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να αναπτυχθεί φιλία ανάμεσα σε αφέντη και σε δούλο.

Κι εδώ δε χρειάζεται να γίνει λόγος για τις πάγιες θέσεις του Αριστοτέλη που ασφαλώς υποτιμούν τη γυναίκα (οι θέσεις αυτές έχουν αναλυθεί στο έργο του «Πολιτικά») ούτε και για τις απόψεις του περί δουλείας (που επίσης αναπτύσσονται στα «Πολιτικά»). Το ζήτημα εδώ είναι η φιλία και η προϋπόθεση της ισοτιμίας για την ύπαρξή της. Το ότι σήμερα οι απόψεις που θέλουν τη φιλία μεταξύ ανδρών και γυναικών ανέφικτη (λόγω της φυσικής υπεροχής των πρώτων) κρίνονται σεξιστικές κι απαράδεκτες δεν αναιρεί ότι και σε αυτές τις σχέσεις προϋπόθεση είναι ξανά η ισοτιμία στην αρετή.

Διορθώνοντας τον Αριστοτέλη θα έλεγε κανείς σήμερα ότι μπορεί να υπάρχει αληθινή φιλία ανάμεσα στα δύο φύλα αρκεί να μην υπάρχει ερωτική έλξη (η φιλία του έρωτα είναι μια υπόθεση εντελώς διαφορετική) και να πληρούνται όλα τα αριστοτελικά κριτήρια της αρετής που έχουν ήδη διατυπωθεί. Μια ενάρετη γυναίκα δεν μπορεί να είναι φίλη παρά με έναν αντίστοιχης αρετής άντρα και το αντίστροφο. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε η φιλία τους υποβαθμίζεται στα κατώτερα είδη της χρησιμότητας και της ευχαρίστησης και κρίνονται επισφαλείς.

Στην ουσία, οι σχέσεις ανισότητας εκμηδενίζουν τη φιλία λόγω της ανισοτιμίας στην εκδήλωση της αγάπης, όσο κι αν κρίνεται δικαιολογημένη: «Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να λειτουργεί άνισα η ανταπόδοση της αγάπης ή και να μην υπάρχει καθόλου ανταπόδοση. Θα ήταν γελοίο να κατηγορούσε κανείς το θεό ότι δεν ανταποδίδει την αγάπη όπως τη δέχεται» (1238b 31-33).

Η παραδοξολογία να απαιτεί κανείς την ανταπόδοση της αγάπης από το θεό καθιστά σαφές ότι σε τελική ανάλυση είναι αδύνατο να γίνει φίλος του. Υπό αυτή την έννοια, η φιλία υφίσταται μονάχα από τη δυνατότητα της ισότιμης ανταπόδοσης αγάπης (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ισχύει και το αντίστροφο, αφού κάθε ανταπόδοση αγάπης δε συνιστά κατ’ ανάγκη φιλία).

Αυτός είναι και ο λόγος που η μάνα δεν μπορεί να έχει φιλία με το παιδί (είναι αδύνατο να ανταποδοθεί η αγάπη που έχει γι’ αυτό), ο πατέρας με το γιο κλπ. Αν κάποιος δεχτεί αγάπη που δεν μπορεί να ανταποδώσει καθίσταται ευεργετούμενος και η φιλία του προς τον ευεργέτη καταδικάζεται στο ανολοκλήρωτο, ως σχέση ανισοτιμίας. Γι’ αυτό ο ευεργετούμενος θα νιώσει ιδιαίτερα ευτυχής αν καταφέρει να ανταποδώσει την ευεργεσία. Γιατί αποκαθιστά την ισοτιμία στη σχέση εκπληρώνοντας τις προϋποθέσεις της φιλίας.

Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Το ίδιο και για έναν άρχοντα· διότι ίδιον του άρχοντος είναι να αγαπιέται και όχι να αγαπά, ή έστω να αγαπά με άλλον τρόπο» (1238b 34-35).

Το ότι ο άρχοντας οφείλει περισσότερο να αγαπιέται παρά να αγαπά ή ότι η αγάπη του γίνεται με άλλο τρόπο (σαν να επρόκειτο για επίγειο θεό) είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Αυτό που θεωρείται, όμως, βέβαιο είναι ότι η αδυναμία ανταπόδοσης της αγάπης με ισότιμο τρόπο υποβαθμίζει τη φιλία μετατρέποντάς τη σε φιλία της ευχαρίστησης (ή και της χρησιμότητας).

Και βέβαια υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που μπορούν να επιφέρουν σχέσεις ανισοτιμίας: «Άλλοτε πάλι η διαφορά ηλικίας καθιστά ανάξια την ισότιμη φιλία, όπως συμβαίνει και με διαφορές στην αρετή, στην καταγωγή ή σε κάποια άλλη ανισότητα των φίλων» (1239a 11-13).

Η ανισότητα για λόγους καταγωγής μπορεί σήμερα να μην είναι τόσο έκδηλη (ασφαλώς στην εποχή του Αριστοτέλη ήταν εντονότερη), αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχει εκλείψει εντελώς. Στα σύγχρονα δεδομένα μια αναφορά στην ταξική ανισότητα θα ήταν περισσότερο κατανοητή.

Ο παράγοντας του χρόνου παραμένει αναλλοίωτος, αφού όλοι κατανοούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ισότιμη φιλία ανάμεσα σε έναν ενήλικο και ένα παιδί. Οι σχέσεις αυτές μπορεί να εμπεριέχουν την αμοιβαία αγάπη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ισότιμες. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι φίλοι είναι μόνο με ισότητα, ενώ η ανταπόδοση φιλίας και αγάπης δε συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι διαμείβεται μεταξύ ανθρώπων φίλων» (1239a 23-25).

Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει φιλία χωρίς ισότιμη ανταπόδοση αγάπης δε σημαίνει ότι η ανταπόδοση της αγάπης εξασφαλίζει κατ’ ανάγκη και τη φιλία. Η φιλία, πέρα από τη δυνατότητα της ανταπόδοσης της αγάπης προϋποθέτει και την εκπλήρωση όλων των συνθηκών (αρετής, ηλικίας, καταγωγής, ακόμη και οικονομικής ισχύος) που εξασφαλίζουν την ισότητα

Όμως, το κριτήριο της ισότητας δεν αφορά μονάχα τη φιλία της αρετής: «Ό,τι ισχύει στη φιλία λόγω αρετής, ισχύει και στις φιλίες λόγω χρησιμότητας ή λόγω ηδονής: άλλες βασίζονται στην ισότητα, άλλες είναι ανισοβαρείς. Γι’ αυτό και όσοι τέτοιοι φίλοι νομίζουν ότι οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει ισότητα, αρχίζουν τις αντεγκλήσεις όποτε δε βρίσκουν ισοδύναμη χρησιμότητα ή ευεργεσία» (1238b 38-42).

Η παραδοχή ότι η ανισότητα υποβαθμίζει τις φιλίες της αρετής καθιστά σαφές και το μέγεθος της υποβάθμισης που θα έχουν τα άλλα είδη φιλίας υπό τη συγκεκριμένη προϋπόθεση. Οι φιλίες της χρησιμότητας και της ευχαρίστησης ως από θέση αρχής κατώτερες και περισσότερο ευάλωτες, αν κριθεί ότι δεν υπάρχει ισοτιμία στην προσφορά, είναι βέβαιο ότι θα διαλυθούν.

Ο άνθρωπος που συνάπτει σχέσεις λόγω χρησιμότητας είναι αδύνατο να τις διατηρήσει όταν κρίνει ότι η άλλη πλευρά κερδίζει απείρως περισσότερα, τα οποία δε θα του ανταποδοθούν, έστω και στο υποθετικό επίπεδο μιας καλύτερης μελλοντικής συνθήκης. Η αίσθηση ότι βγαίνει ζημιωμένος καθιστά αδύνατη την περαιτέρω συναναστροφή. Η συνέχιση μιας τέτοιας σχέσης τον καθιστά περισσότερο θύμα παρά ευεργέτη.

Όμως και στις σχέσεις ευχαρίστησης τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά: «Τα ίδια και στη φιλία λόγω ηδονής, πράγμα προφανές κατεξοχήν στα ερωτικά, όπου μάλιστα γίνεται συχνά και αιτία συγκρούσεων μεταξύ των εραστών. Διότι αγνοεί ο εραστής ότι έχουν διαφορετικούς λόγους για να συμβάλουν στη σχέση αυτοί έρχονται σε σύγκρουση με την ιδέα ότι πρόκειται για μια ισοδύναμη σχέση» (1238b 43-49).

Ο εραστής που αντιλαμβάνεται ότι δεν εισπράττει εξίσου την αγάπη που προσφέρει αισθάνεται προδομένος. Μοιραία, η ευχαρίστηση που νιώθει υποβαθμίζεται. Ως ένα βαθμό μπορεί να νιώθει ότι τον εκμεταλλεύονται. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του. Μια τέτοια ερωτική σχέση δεν μπορεί να έχει ευοίωνο μέλλον.

Αυτό που μένει είναι η διατύπωση του τελικού συμπεράσματος: «Είναι πλέον δεδομένο ότι τρία είναι τα είδη της φιλίας, φιλία κατά την αρετή, κατά τη χρησιμότητα και κατά την ηδονή. Η καθεμιά τους, τώρα, διαιρείται σε δύο υποκατηγορίες και έτσι έχουμε φιλίες με ισότητα ανάμεσα στα μέλη τους και φιλίες με ανισότητα (ανισοβαρείς φιλίες). Μολονότι είναι φιλίες, τόσο η μία όσο και η άλλη, φίλοι είναι μόνο όσοι έχουν ισότητα στη σχέση τους· γιατί δε στέκει να πούμε ότι ένας άντρας είναι φίλος με ένα παιδί, έστω κι αν όντως το αγαπά και αγαπιέται από αυτό. Σε κάποιες, πάλι περιπτώσεις, το πρέπον είναι να δέχεται ο ανώτερος την αγάπη του κατώτερου, ενώ αν δείχνει και αυτός αγάπη, τον ονειδίζουν που αγαπά έναν ανάξιό του. Διότι η αξία των φίλων του γίνεται μέτρο με το οποίο συγκρίνεται και με κάποιον ίσο του» (1239a 1-10).

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια