Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1448-1499)

ΧΟ. νέα τάδε νεόθεν ἦλθέ μοι [στρ. α]
‹νέα› βαρύποτμα κακὰ παρ᾽ ἀλαοῦ ξένου,
1450 εἴ τι μοῖρα μὴ κιγχάνει.
ματᾶν γὰρ οὐδὲν ἀξίω-
μα δαιμόνων ἔχω φράσαι.
ὁρᾷ, ὁρᾷ πάντ᾽ ἀεὶ
χρόνος, †ἐπεὶ μὲν† ἕτερα,
1455 τὰ δὲ παρ᾽ ἦμαρ αὖθις αὔξων ἄνω.
ἔκτυπεν αἰθήρ, ὦ Ζεῦ.

ΟΙ. ὦ τέκνα τέκνα, πῶς ἄν, εἴ τις ἔντοπος,
τὸν πάντ᾽ ἄριστον δεῦρο Θησέα πόροι;
ΑΝ. πάτερ, τί δ᾽ ἐστὶ τἀξίωμ᾽ ἐφ᾽ ᾧ καλεῖς;
1460 ΟΙ. Διὸς πτερωτὸς ἥδε μ᾽ αὐτίκ᾽ ἄξεται
βροντὴ πρὸς Ἅιδην· ἀλλὰ πέμψαθ᾽ ὡς τάχος.

ΧΟ. ἴδε μάλα μέγας ἐρείπεται [αντ. α]
κτύπος ἄφατος ὅδε διόβολος· ἐς δ᾽ ἄκραν
1465 δεῖμ᾽ ὑπῆλθε κρατὸς φόβαν.
ἔπταξα θυμόν· οὐράνια
γὰρ ἀστραπὰ φλέγει πάλιν.
τί μὰν ἀφήσει βέλος;
δέδια τόδ᾽· οὐ γὰρ ἅλιον
1470 ἀφορμᾷ ποτ᾽, οὐδ᾽ ἄνευ ξυμφορᾶς.
ὦ μέγας αἰθήρ, ὦ Ζεῦ.

ΟΙ. ὦ παῖδες, ἥκει τῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ θέσφατος
βίου τελευτή, κοὐκέτ᾽ ἔστ᾽ ἀποστροφή.
ΑΝ. πῶς οἶσθα; τῷ δὲ τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις;
1475 ΟΙ. καλῶς κάτοιδ᾽· ἀλλ᾽ ὡς τάχιστά μοι μολὼν
ἄνακτα χώρας τῆσδέ τις πορευσάτω.

ΧΟ. ἔα ἔα, ἰδοὺ μάλ᾽ αὖ- [στρ. β]
θις ἀμφίσταται διαπρύσιος ὄτοβος.
1480 ἵλαος, ὦ δαίμων, ἵλαος, εἴ τι γᾷ
ματέρι τυγχάνεις ἀφεγγὲς φέρων.
ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοι-
μι, μηδ᾽ ἄλαστον ἄνδρ᾽ ἰδὼν
ἀκερδῆ χάριν μετάσχοιμί πως.
1485 Ζεῦ ἄνα, σοὶ φωνῶ.

ΟΙ. ἆρ᾽ ἐγγὺς ἁνήρ; ἆρ᾽ ἔτ᾽ ἐμψύχου, τέκνα,
κιχήσεταί μου καὶ κατορθοῦντος φρένα;
ΑΝ. τί δ᾽ ἂν θέλοις τὸ πιστὸν ἐμφῦναι φρενί;
ΟΙ. ἀνθ᾽ ὧν ἔπασχον εὖ, τελεσφόρον χάριν
1490 δοῦναί σφιν ἥνπερ τυγχάνων ὑπεσχόμην.

ΧΟ. ἰὼ ἰώ, παῖ, βᾶθι βᾶθ᾽ [αντ. β]
†εἴτ᾽ ἄκραν ἐπὶ† γύαλον ἐναλίῳ
Ποσειδανίῳ θεῷ τυγχάνεις
1495 βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων, ἱκοῦ.
ὁ γὰρ ξένος σε καὶ πόλι-
σμα καὶ φίλους ἐπαξιοῖ
δικαίαν χάριν παρασχεῖν παθών.
σπεῦσον, ἄισσ᾽, ὦναξ.

***
ΧΟ. Νέο το κακό, νέες οι συμφορές,
βαριές με βρίσκουν πάλι, μ᾽ αυτόν
τον ξένο, τον αόμματο, εκτός και αν
η μοίρα μάς προλάβει με το δικό της
1450 τέλος.
Γιατί το ξέρω και το λέω·
βουλή θεών καμιά δεν έμεινε
ποτέ ατέλεστη.
Βλέπει τα πάντα ο χρόνος,
βλέπει παντού με τ᾽ άγρυπνό του μάτι,
κι άλλοτε αργά, κάποτε μες στην ίδια
1455 μέρα, φτάνουν τα έργα του στο τέρμα.
Ο ουρανός βροντά, ω Δία.
ΟΙ. Παιδιά, παιδιά μου, ποιός ντόπιος μπορεί
να φέρει τον Θησέα εδώ, τον άριστό σας βασιλιά;
ΑΝ. Όμως γιατί; τί θες και τον καλείς, πατέρα;
1460 ΟΙ. Του Δία η βροντή, αυτή με τα φτερά της
στον Άδη θα με κατεβάσει. Γι᾽ αυτό στείλετε
κάποιον γρήγορα.

ΧΟ. Άκου, του Δία ο κεραυνός,
μέγας και τρομερός, τώρα
γκρεμίζεται με βρόντο.
1465 Ανατριχιάζει ο φόβος τις ρίζες
των μαλλιών μου. Σφίχτηκε η ψυχή μου.
Γιατί ουράνια η αστραπή φλέγεται
πάλι. Το αστροπελέκι πού θα πέσει;
Μάταια ποτέ δεν πέφτει, χωρίς να φέρει
1470 κάποια συμφορά.
Αιθέρα απέραντε, ω Δία.
ΟΙ. Καλές μου θυγατέρες, εμένα που με βλέπετε,
φτάνει το τέλος τώρα της ζωής μου, και δεν υπάρχει
άλλος τρόπος να το αποτρέψει.
ΑΝ. Και πώς το ξέρεις; από τί το συμπεραίνεις;
1475 ΟΙ. Καλά το ξέρω. Αλλά κάποιος να πάει να φέρει
εδώ για χάρη μου τον βασιλιά της χώρας, το ταχύτερο.

ΧΟ. Έα, έα. Να ο τριγμός, μακρόσυρτος,
με περιζώνει της βροντής.
1480 Έλεος, θε μου, έλεος. Να μη μου τύχει 
ανταμοιβή ολέθρια, που αυτόν εδώ είδα
σημαδεμένο.
1485 Άκουσε, Δία, σ᾽ εσένα υψώνω την κραυγή μου.
ΟΙ. Είναι κοντά ο βασιλιάς, παιδιά μου; Θα με προφτάσει
ζωντανό, όσο κρατούν τα λογικά μου;
ΑΝ. Μα τί γυρεύεις; ποιό μυστικό θέλεις
να εμπιστευτείς στη μνήμη του;
ΟΙ. Θέλω καλό ν᾽ ανταποδώσω τελεσφόρο για το καλό
1490 που μου έκανε, όπως το έχω υποσχεθεί.

ΧΟ. Ιώ, ιώ. Πρόφτασε, γιε μου, έλα.
Ανίσως βρίσκεσαι κάπου αλλού,
αν όχι στην άλλην άκρη της κοιλάδας, θυσία
προσφέροντας στον Ποσειδώνα,
τον θαλασσινό θεό, σφάζοντας βόδια
1495 στον βωμό του.
Έλα, Θησέα, ο ξένος θέλει σ᾽ εσένα,
στην πόλη και στους φίλους ν᾽ αντιπροσφέρει
χάρη στη χάρη σου.
Πρόφτασε, άνακτα, και μην αργείς.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 10. Οδύσσεια

10.1. Δίας - Αθηνά - Ποσειδών - Ερμής


Σε σύγκριση προς την Ιλιάδα, στην Οδύσσεια η παρουσία των ολυμπίων θεών από κάθε άποψη περιορίζεται. Στο ποιητικό παρόν του έπους συμμετέχουν ενεργώς, εκτός του Δία, μόλις τρεις ολύμπιοι θεοί: η Αθηνά, ο Ποσειδών και ο Ερμής. Στο πλαίσιο των «Απολόγων» εμφανίζονται επεισοδιακά: ο Άρης, η Αφροδίτη και ο Ήφαιστος. Ευκαιριακά μόνον αναφέρονται η Ήρα, ο Απόλλων και η Άρτεμις. Από αυτούς διακρίνονται ο Ήλιος (άλλως πως: Υπερίων), οι Μούσες, οι δαιμονικές θεές Καλυψώ και Κίρκη και οι επόμενες τερατικές μορφές: Σειρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδις.

Ποιητικό ωστόσο ρόλο αναλαμβάνουν στην Οδύσσεια ο Δίας, η Αθηνά και ο αντίπαλος Ποσειδών. Ο Δίας περισσότερο εποπτεύει και διαιτητεύει, συνήθως στο πλαίσιο της θεών αγοράς, προκειμένου να ξεκινήσει, να εξελιχθεί και να διεκπεραιωθεί το έπος. Στην Αθηνά όμως ανατίθεται από τον ποιητή πρωτεύων ποιητικός ρόλος, ανάλογος με εκείνον που ο ποιητής της Ιλιάδας είχε αναθέσει στον Δία, ως ρυθμιστή της πλοκής της. Θα έλεγε κάποιος ότι ο ιλιαδικός Δίας παραδίδει την ποιητική σκυτάλη στην κόρη του, στην οδυσσειακή Αθηνά. Η διαδοχή αυτή προγραμματίζεται και κατοχυρώνεται ήδη στην αρχή της πρώτης ραψωδίας. Θα δούμε πότε, πώς και προς τί.

Το έπος της Οδύσσειας ανοίγει με δεκάστιχο προοίμιο, στο οποίο συστήνεται (ανωνύμως προς το παρόν) ο κεντρικός ήρωας: πρώτα με λογοτυπικά στοιχεία ως πολύτροπος, πολύπλαγκτος, πτολίπορθος, πολύιδρις και πολύτλας· μετά, έμμεσα, ως φιλέταιρος αρχηγός, ο οποίος, παρά τον αγώνα του, δεν κατόρθωσε να σώσει τους εταίρους του - υπονοείται ότι ο ίδιος σώθηκε. Από την άποψη αυτή υποκείμενο θέμα του προοιμίου μπορεί να θεωρηθεί το μεγάθεμα του νόστου στις δύο βασικές του τροπές: τη θετική και την αρνητική. Στους επόμενους ωστόσο πέντε στίχους (11-15) διαφαίνεται και τρίτη τροπή: ο ασυντέλεστος νόστος ενός ήρωα, ο οποίος βρίσκεται καθηλωμένος και παγιδευμένος στο νησί της Καλυψώς. Ενδιαμέσως (στους στίχους 16-19) προλέγεται η επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, μαζί με τους νέους άθλους που τον περιμένουν. Στους στίχους όμως 19-21 επανέρχεται ο μετέωρος νόστος του, ο οποίος διασταυρώνεται τώρα αφενός με τη συμπάθεια όλων των άλλων θεών, αφετέρου με το παρατεινόμενο μένος του Ποσειδώνα, που εκπροσωπεί μέσα στο έπος το βασικό εμπόδιο του ασυντέλεστου νόστου.

Με τους όρους αυτούς μπορούμε να συμπεράνουνε ότι το έπος της Οδύσσειας εγκαινιάζεται αγκυλωμένο στην ακινησία, η οποία συμβολίζεται με την εκβιαστική καθήλωση του ίδιου του Οδυσσέα. Ζητούμενο επομένως είναι πώς και από ποιον η ακινησία αυτή θα μετατραπεί σε κίνηση. Με άλλα λόγια: χρειάζεται να ενεργοποιηθεί πρώτα ο κινητήρας του έπους, για να ξεπεραστεί η υποχρεωτική του στάση. Αυτό τον ποιητικό ρόλο αναλαμβάνει και εκπληρώνει η Αθηνά, στο πλαίσιο της πρώτης θεών αγοράς, που συγκαλείται στον Όλυμπο, όσο απουσιάζει ο Ποσειδών ακόμη στους Αιθίοπες.

Ο λόγος δικαιωματικά ανήκει στον Δία. Ο οποίος, κατά την υπόδειξη του ποιητή, αρχίζει να μιλά στους άλλους θεούς από μνήμης: φέρνει στον νου του την περίπτωση του ευπατρίδη Αιγίσθου, που βρήκε άδοξο τέλος σκοτωμένος από τον ένδοξο γιο του Αγαμέμνονα, τον Ορέστη. Προτού μάλιστα αναφερθεί συνοπτικά στη σχετική ιστορία (παράνομα και παρά την προειδοποίηση του Ερμή, ο Αίγισθος σμίγει με την Κλυταιμνήστρα και σκοτώνει τον Αγαμέμνονα, πληρώνοντας τον ανίερο γάμο και φόνο του με τη δική του δολοφονία από τον Ορέστη), προτάσσει ο ύπατος θεός μια γνώμη, σε τόνο συμπαθητικής διαμαρτυρίας. Λέει (α 32-34):

Αλίμονο, είναι αλήθεια ν᾽ απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουν
στους θεούς τα βάρη τους· έρχεται λένε το κακό από μας -
κι όμως οι ίδιοι, κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται,
και πάνω απ᾽ το γραφτό τους
.

Το μνημονικό παράδειγμα του Δία μοιάζει μάλλον φυγόκεντρο, αν υπό συζήτηση θέμα στη θεών αγορά θεωρηθεί η τύχη του καθηλωμένου Οδυσσέα. Παρά ταύτα, έστω ως αντιπαράδειγμα, τούτο το παράδειγμα δεν είναι άστοχο. Εκτός των άλλων, επειδή ο Δίας θυμάται και συνοψίζει μια πρόσφατη ιστορία (απόδειξη το νῦν του στίχου 43), που φαίνεται να είχε γίνει στο μεταξύ έπος· εννοείται η Ατρειδών Κάθοδος, για την οποία μιλήσαμε και αλλού. Πονηρά λοιπόν Δίας και ποιητής πάλι συνωμοτούν: ανακαλούν ένα συντελεσμένο ποίημα, ως αφορμή της ασυντέλεστης ακόμη Οδύσσειας, που τώρα πάει ν᾽ αρχίσει. Όσο για την προλογική γνώμη του Δία, αυτή μάλλον στρέφεται προς την Ιλιάδα, για να προδηλώσει ο ποιητής της Οδύσσειας την προχωρημένη στο δικό του έπος αντίληψη θεοδικίας και ανθρωποδικίας, όπου η συνενοχή των ανθρώπων στην ὑπὲρ μόρον δυστυχία τους προϋποθέτει, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, συμμετοχική θέληση.

Τον μνημονικό ελιγμό του Δία παρακάμπτει ως ανεπίκαιρο η Αθηνά, κρατώντας από το πρόσφατο παράδειγμα του Αιγίσθου μόνον το συμπέρασμα, ως προειδοποίηση και ευχή για το παρόν και το μέλλον, υπονοώντας τους μνηστήρες (α 46-47). Αποφαίνεται:

καλά κι όπως του ταίριαζε, εκείνος αφανίστηκε και πάει -
την ίδια μοίρα να ᾽χει κι όποιος ανάλογα κριματιστεί.


Αμέσως μετά η θεά επικεντρώνεται στο φλέγον θέμα: στον θεοσεβή Οδυσσέα, που κατακρατείται στο νησί της Ωγυγίας, ενώ, παρά τα θέλγητρα της Καλυψώς, ποθεί διακαώς τον νόστο του στην Ιθάκη, χωρίς όμως να συγκινεί τόσον καιρό τον Δία η άδικη αυτή κατακράτησή του.

Ο Δίας διαμαρτύρεται: αναγνωρίζει την ξεχωριστή θεοσέβεια του ήρωα, επικαλείται όμως ως αιτία του μετέωρου νόστου την τύφλωση του Πολύφημου και την παρεπόμενη οργή του Ποσειδώνα, ο οποίος επιμένει να κρατεί τον Οδυσσέα μακριά από την πατρίδα του. Συμφωνεί ωστόσο ότι το πράγμα δεν παίρνει αναβολή: καιρός οι άλλοι ολύμπιοι θεοί να σκεφτούν τον νόστο του ήρωα, ελπίζοντας πως η μοναχική αντίσταση του Ποσειδώνα στην κοινή τους απόφαση θα αποδειχτεί ατελέσφορη.

Σ᾽ αυτό το κρίσιμο σημείο η Αθηνά εκμεταλλεύεται την ετοιμότητα του Δία και υποβάλλει διπλή πρόταση. Συστήνει να αποσταλεί ο Ερμής στην Ωγυγία, για να μεταφέρει στην Καλυψώ, ως ανυποχώρητη βουλή των ολυμπίων θεών, την εντολή για απελευθέρωση του ήρωα, προκειμένου να νοστήσει. Η ίδια προθυμοποιείται να κατέβει πάραυτα στην Ιθάκη, για να ενεργοποιήσει τον Τηλέμαχο, εξωθώντας τον να συγκαλέσει αγορά των Ιθακησίων (όπου να καταγγείλει ως απαράδεκτη την καταχρηστική συμπεριφορά των μνηστήρων) αλλά και να ταξιδέψει στην Πύλο και στη Σπάρτη, αναζητώντας νέα του πατέρα του (ως στόχος της προτεινόμενης από τη θεά αποδημίας προβάλλεται το προσωπικό κλέος του νεαρού Τηλεμάχου).

Έτσι εξαγγέλλεται το πρόγραμμα του πρώτου μέρους του έπους (μοιρασμένο στα δύο κεφάλαιά του), το οποίο ο ποιητής το εμπιστεύεται στην Αθηνά. Με το διπλό αυτό πρόγραμμα το έπος περνά από την αρχική του στάση στην αφετηριακή του κίνηση, μοχλός της οποίας γίνεται η Αθηνά, με τη μορφή της υποκίνησης και της αυτοκίνησης. Από εδώ και πέρα ο ποιητικός ρόλος της θεάς είναι, όπως θα δούμε, να κινητοποιεί με τη δική της κίνηση πρόσωπα και δρώμενα του έπους, ώστε να προάγεται, για να φτάσει στο πέρας του.

Καθώς ωστόσο η διακίνηση του Ερμή στο νησί της Καλυψώς αναβάλλεται για την πέμπτη ραψωδία, ενώ η κίνηση της Αθηνάς προς την Ιθάκη πραγματοποιείται αμέσως, αισθανόμαστε ότι το ποιητικό πρόγραμμα της Αθηνάς πραγματοποιείται με τέτοιον τρόπο, ώστε προς το παρόν το έπος κινείται με το ένα του μόνο πόδι (με τη λεγόμενη «Τηλεμάχεια»), ενώ παραμένει μετέωρο ως προς το άλλο (ας πούμε: ως προς την «Οδύσσεια» του).

Η αναβολή ωστόσο αυτή έχει τα δικά της στηρίγματα. Πρώτα το γεγονός ότι ο Δίας δεν αντιδρά στην πρόταση της Αθηνάς για την αποστολή του Ερμή στην Ωγυγία, η οποία παραμένει προς το παρόν ακάλυπτη. Η ίδια εξάλλου η Αθηνά, στη σπουδή της να κατεβεί αμέσως στην Ιθάκη, δεν προσέχει την ενδεικτική αυτή σιωπή του πατέρα της, η οποία μοιάζει να αφήνει κάποιο περιθώριο προσαρμογής τόσο στον θυμωμένο Ποσειδώνα όσο και στην ερωτευμένη Καλυψώ. Εξάλλου, η προκείμενη καθυστέρηση, στο διάκενο της οποίας αναπτύσσεται η «Τηλεμάχεια», ευνοεί την πρόταξη της αναζήτησης του Οδυσσέα πριν από την ανακίνηση του νόστου του. Τέλος, η αναβολή αυτή αποτυπώνει την αφηγηματική συναίσθηση του ακροατή για την πολύχρονη παραμονή του ήρωα στην Ωγυγία. Τούτο σημαίνει ότι το έπος της Οδύσσειας περνά από την ακινησία στην κίνηση όχι απότομα και διαμιάς, αλλά προοδευτικά και διαβαθμισμένα· πρώτα με τον δευτεραγωνιστή γιο, μετά με τον πρωταγωνιστή πατέρα.

Η αυτόματη πάντως κάθοδος της Αθηνάς στην Ιθάκη επιβεβαιώνει τη μέθοδο τόσο της αυτοκίνησης όσο και της υποκίνησης. Η αυτοκίνηση αφορά την ίδια και θα συνεχιστεί, όπως θα δούμε, σε όλο το μήκος της «Τηλεμάχειας». Η υποκίνηση αναφέρεται στον Τηλέμαχο και συνεπάγεται τη σύγκληση πρώτα της Ιθακησίων αγοράς, και αμέσως μετά την ετοιμασία και την πραγματοποίηση της αποδημίας του νέου στην Πύλο και στη Σπάρτη. Συγκεκριμένα:

Μεταμορφωμένη η θεά σε Μέντη ενθαρρύνει και κινητοποιεί τον Τηλέμαχο στην πρώτη ραψωδία. Με τα προσωπεία εξάλλου του Τηλεμάχου και του Μέντορα εξασφαλίζει διαδοχικά καράβι και συντρόφους για το παράτολμο ταξίδι του νέου στη δεύτερη ραψωδία. Μετά η Αθηνά, ως Μέντωρ, συγκυβερνώντας το πλοίο, φτάνει μαζί του στην Πύλο και τον βοηθεί να ξεπεράσει την αμηχανία του μπροστά στον σεβάσμιο Νέστορα, προκαλώντας το θάμβος όλων, όταν πετάει σαν γυπαετός και εξαφανίζεται στην τρίτη ραψωδία. Επανέρχεται, με τη μορφή της Ιφθίμης, στο τελευταίο μέρος της τέταρτης ραψωδίας, για να κατευνάσει την άγρυπνη ταραχή της Πηνελόπης, που μαθαίνει όψιμα τη ριψοκίνδυνη αναχώρηση του γιου της και το καρτέρι που του έχουν στήσει στην Αστερίδα οι μνηστήρες. Βρισκόμαστε ήδη στα πρόθυρα του δεύτερου κεφαλαίου του συνθετικού προγράμματος, που τώρα επανέρχεται και ενεργοποιείται στο πλαίσιο πάλι μιας θεών αγοράς, η οποία μοιάζει, αλλά δεν είναι, παρτιτούρα της πρώτης.

Τον λόγο παίρνει αμέσως η Αθηνά, προκαλώντας τον Δία και τους άλλους θεούς, γιατί δεν δείχνουν ακόμη έμπρακτο ενδιαφέρον για τον νόστο του Οδυσσέα, καθώς μάλιστα απειλείται τώρα και ο γιος του, με τη στημένη ενέδρα των μνηστήρων. Ο Δίας αντιδρά πειραχτικά στο δεύτερο επιχείρημα της κόρης του: ρίχνει την ευθύνη στην ίδια, αφού δική της πρωτοβουλία υπήρξε η αποδημία του Τηλεμάχου στην Πύλο και στη Σπάρτη, δικό της καθήκον είναι και να τον σώσει. Μετά, δίχως άλλη συζήτηση και χρονοτριβή, απευθύνεται στον Ερμή και του αναθέτει την προγραμματισμένη ήδη από την πρώτη ραψωδία αποστολή, στην οποία όμως προστίθενται κάποια επιπλέον στοιχεία, που προοικονομούν τα δρώμενα της πέμπτης ραψωδίας και της συνεχόμενης «Φαιακίδας». Συμπέρασμα: η Αθηνά συμπληρώνει τον κινητικό της ρόλο: υποκινεί τον Δία και εκείνος ανταποκρίνεται, παρακινώντας τον Ερμή να μεταφέρει την εντολή του στην Ωγυγία. Έτσι μεταβαίνει το έπος από την «Τηλεμάχεια» στην «Οδύσσεια», βάσει ενός σχεδίου που το προτείνει και το χειρίζεται η Αθηνά, ως άλλοθι του ποιητή.

Languishing: Η νέα κατάσταση που γέννησαν τα τελευταία δυο χρόνια

Languishing: μια ορολογία που μάθαμε κυρίως μέσω της πανδημίας. Κύρια αιτία ο καθολικός περιορισμός κυκλοφορίας, που αποτέλεσε γόνιμο έδαφος στην έξαρση αυτής της συναισθηματικής αποδιοργάνωσης. Όπως εξηγούν οι ειδικοί, το languishing δεν αποτελεί επίσημα ψυχική διαταραχή, ωστόσο υποδεικνύει ότι υπάρχουν κάποια συμπτώματα που μπορούν να εξελιχθούν σε σοβαρότερα προβλήματα. Ο όρος αυτός είναι μια αίσθηση στασιμότητας και κενού και μπορεί να είναι το κυρίαρχο συναίσθημα του 2020-2021. Νιώθουμε μουδιασμένοι, στάσιμοι, σαν να μην έχουμε κανένα κίνητρο. Δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε και χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο για να ολοκληρώσουμε καθημερινές δραστηριότητες.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) όρισε την ψυχική υγεία ως «μια κατάσταση ευεξίας στην οποία κάθε άτομο συνειδητοποιεί τις δυνατότητές του, μπορεί να αντιμετωπίσει τις φυσιολογικές πιέσεις της ζωής, να εργαστεί παραγωγικά και γόνιμα. Τι συμβαίνει όταν αδυνατούμε να ασχοληθούμε με πολλές από τις καθημερινές μας δραστηριότητες; Όταν η επαφή με φίλους, οικογένεια και συναδέλφους περιορίζεται σε οθόνη υπολογιστή; Όταν η ψυχοκοινωνική μας λειτουργία διακόπτεται με το ζόρι; Πόσοι αναρωτηθήκαμε μέσα στην πανδημία τι μέρα έχουμε σήμερα, πόσο έχει ο μήνας;

Αυτές οι ερωτήσεις προϋποθέτουν την αποδιοργάνωση του καθημερινού προγράμματος που είχαμε την προηγούμενη μέρα. Ο ψυχίατρος David M. Reiss, MD, επισημαίνει ότι αυτή η διαταραχή των ρουτίνων και των δεικτών χρόνου ή τυπικών δραστηριοτήτων που συνήθως διαιρούν το πέρασμα του χρόνου, για παράδειγμα, να ντύνεσαι το πρωί, να πηγαίνεις στη δουλειά ή στο σχολείο, να βλέπεις φίλους και να συμμετέχεις σε κοινωνικές εκδηλώσεις, συμβάλλει σημαντικά στην αδράνεια του μυαλού. Συμπληρώνει ότι πέρα από τη διαταραχή των αναπτυξιακών καθηκόντων και τη βασική απομόνωση, η απώλεια αυτών των δεικτών μετατρέπει την αίσθηση του χρόνου, συχνά, σε μια θολούρα η οποία μπορεί να προκαλέσει μια αίσθηση σύγχυσης, πλήξης ή ακόμη κι υπαρξιακού φόβου.

Τα θετικά συναισθήματα, η ικανοποίηση από τη ζωή, η αίσθηση του νοήματος, οι αλληλεπιδράσεις με την κοινωνία και οι θετικές σχέσεις είναι όλες έννοιες που συνδέονται με την αίσθηση της ψυχικής μας ευεξίας. Ο Matthew Iasiello, MA, ερευνητής με έδρα την Αυστραλία και υποψήφιος διδάκτορας που μελετά την ευημερία, λέει στο Verywell ότι οι άνθρωποι που μαραζώνουν «σκοράρουν άσχημα σε αυτούς τους τομείς». Με την πρώτη ματιά, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να φαίνονται καταθλιπτικοί- αλλά δεν είναι.

Οι ερευνητές λένε ότι οι διευθυντές μπορούν να βοηθήσουν τους εργαζόμενους να αποφύγουν την ατονία θέτοντας σαφείς στόχους, δίνοντας στους εργαζόμενους τον χρόνο και τους πόρους που χρειάζονται ή/και αναγνωρίζοντας προφορικά τη δουλειά και την πρόοδό τους. Με προσοχή, είναι σημαντικό να θυμάστε ότι αυτό που λειτουργεί καλά για κάποιον άλλο μπορεί να μην λειτουργεί καλά για εσάς. «Σε κάποιους αρέσει να το κάνουν από τα κινητά τους τηλέφωνα, σε άλλους αρέσει η βόλτα στη φύση, σε άλλους η γιόγκα», λέει ο Iasiello. Το να αφιερώεις χρόνο στο να ηρεμείς και να είσαι ψυχικά υγιής, μόνο καλά αποτελέσματα μπορεί να σου δώσει.

Τέλος, σύμφωνα με τους ειδικούς, εάν υποπτευόμαστε ότι υποφέρουμε από languishing, το πιο σημαντικό είναι να επικοινωνούμε όσο περισσότερο μπορούμε -έστω κι από το τηλέφωνο- και να αποφεύγουμε την απομόνωση όσο αυτό είναι δυνατόν. Εκδρομές, χρόνος έξω από το σπίτι, μια απλή βόλτα, το περπάτημα, έστω και μέχρι το περίπτερο, ένας καφές μιας ώρας, μπορούν όντως να κάνουν μεγάλη διαφορά.

Αυτοδυναμία: Πού παραδίδεις την ελευθερία και τη σκέψη σου;

«
Είναι φωνές που τις ακούμε μες στη μοναξιά μας, μα ολοένα εξασθενούν και πια σχεδόν δεν μπορούμε να τις ακούσουμε όταν εισερχόμαστε στον κόσμο. Παντού, η κοινωνία συνωμοτεί εναντίον της ανθρώπινης υπόστασης του καθενός από τα μέλη της.

Η κοινωνία είναι μια μετοχική εταιρεία της οποίας τα μέλη συμφωνούν, για την καλύτερη εξασφάλιση της επιβίωσης του κάθε μετόχου, να παραδίδουν σε αυτή την ίδια την ελευθερία τους είναι ο συμβιβασμός. Η αυτοδυναμία είναι το πιο απεχθές. Δεν αγαπά τις αλήθειες και τους δημιουργούς, αλλά τα ονόματα και τα καθιερωμένα.

Όποιος θέλει να ξαναβρεί την ανθρώπινη ουσία του, πρέπει να είναι αντισυμβατικός!

Όποιος επιθυμεί αθάνατη δόξα, πρέπει να μη σταματά σε αυτό που όλοι ονομάζουν «καλό», αλλά να διερευνά ο ίδιος αν είναι πράγματι καλό.

Στο τέλος, τίποτε δεν είναι ιερό πέρα από την ακεραιότητα του ίδιου σου του νου
». -Ραλφ Γουάλντο Έμερσον

Ο Ραλφ Γουάλντο Έμερσον υπήρξε Αμερικάνός ποιητής, δοκιμιογράφος και στοχαστής, γνωστός για την ανατρεπτική στάση του απέναντι στην παραδοσιακή σκέψη, ο Έμερσον ανέπτυξε μια θεωρία σύμφωνα με την οποία ο τρόπος για την κατανόηση της πραγματικότητας είναι η διαίσθηση.

Στο παραπάνω σύντομο χωρίο του έργου του, ο Έμερσον αναφέρεται στην αναγκαιότητα να είσαι αντικομφορμιστής προκειμένου να ζεις μια πλήρη και ολοκληρωμένη ζωή και ν' αντιστέκεσαι στη διαδικασία πλύσης εγκεφάλου από την εκάστοτε επικρατούσα ιδεολογία.

Η κοινωνία απαιτεί τον κομφορμισμό, και μάλιστα, όπως παρατηρεί ο Έμερσον, με κόστος την ελευθερία του ατόμου - απαιτεί δηλαδή τη συμμόρφωση προκειμένου κάποιος να μη γίνει παρίας.

Ο Έμερσον επιμένει στο πόσο σημαντική είναι η ακεραιότητα της σκέψης του ατόμου.

Θυμηθείτε τώρα ότι ο Έμερσον μας λέει ότι ο νους είναι κάτι ιερό: όχι οι κανόνες, οι νόμοι και τα κοινωνικά ήθη, αλλά ο νους.

Στη συνέχεια του δοκιμίου του, ο Έμερσον δηλώνει ότι «Κανείς νόμος δεν μπορεί να είναι για μένα ιερός, εκτός από εκείνον που υπαγορεύει η ίδια μου η φύση».

Αυτή η γεμάτη σθένος δήλωση προέρχεται από έναν άφοβο άνθρωπο που γνώριζε καλά ότι η θεϊκότητα και η ιερότητα δεν βρίσκονται στους εκκλησιαστικούς θεσμούς αλλά στη σκέψη του ατόμου.

Η στάση μας είναι το στοιχείο που μας καθιστά θεϊκά πλάσματα, και όχι οι ομάδες των οποίων είμαστε μέλη.

Νόμοι εναντίον ανθρώπων

Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τον νου μας ως ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι είναι αυτό που μας καθιστά ιερούς, και όχι το πόσο καλά εκμεταλλευόμαστε τους νόμους για να κρύψουμε την πονηριά μας ή τη ματαιοδοξία μας.

Αν σταθείτε για λίγο και συλλογιστείτε όλα τα άσχημα πράγματα που έπληξαν την ανθρωπότητα, θα διαπιστώσετε πως όλα τους διαπράχθηκαν με την προστασία και τις ευλογίες των νόμων της εκάστοτε κοινωνίας.

Ο Σωκράτης θανατώθηκε επειδή ο νόμος όριζε πως ήταν επιτρεπτό να επιβάλλεται αυτή η τιμή στους αντιρρησίες του πνεύματος.

Η Ζαν ντ' Αρκ κάηκε στην πυρά εξαιτίας κάποιου νόμου.

Ο Ηρώδης πρόσταξε τη συστηματική θανάτωση όλων των αρρένων βρεφών σε μια ολόκληρη χώρα, επειδή το αξίωμά του του παρείχε αυτή τη δικαιοδοσία.

Και πριν κάποια χρόνια, όχι και τόσο πολλά, εκατομμύρια άνθρωποι οδηγούνταν μαζικά στον θάνατο και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με παράλληλη κατάσχεση των περιουσιών τους, και πάλι εξαιτίας απάνθρωπων νόμων.

Ήταν ο νόμος που επέβαλλε να κάθονται οι έγχρωμοι στο πίσω μέρος των λεωφορείων, να πίνουν από ξεχωριστές βρύσες και να ζουν ζωές κατώτερες όσον αφορά τα δικαιώματα και τις ευκαιρίες. Γι' αυτό, παρακαλώ, μην καταφεύγετε στους νόμους και τους κανόνες της κοινωνίας προκειμένου να δικαιολογήσετε τις πράξεις σας.

Οι άνθρωποι που κατανοούν πραγματικά το νόημα της αυτοδυναμίας γνωρίζουν ότι οφείλουν να ζουν περισσότερο με βάση την ηθική παρά με βάση τους κανόνες. Είναι πάντοτε πιθανόν να βρει κανείς κάποιο θολό σημείο σε έναν νόμο ή σε μια κοινωνική παράδοση, που να νομιμοποιεί στην κυριολεξία οτιδήποτε.

Οι άνθρωποι που δε δίνουν προτεραιότητα στην ακεραιότητα του ίδιου του νου τους, σίγουρα θα εκμεταλλευτούν τους νόμους για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους.

Το να επιζητάς να είσαι ένα ιερό ον ισοδυναμεί με το να πάψεις να επαφίεσαι στον κομφορμισμό.

Ο Έμερσον εξακολουθεί να ξετυλίγει την αντισυμβατική σκέψη του σημειώνοντας: «Μου προξενεί ντροπή όταν σκέφτομαι πόσο εύκολα συνθηκολογούμε με περιορισμούς και ονόματα, μέσα σε τεράστιες κοινωνίες και νεκρούς θεσμούς».

Εκφράστηκε ανοιχτά εναντίον του μακρόβιου αλλά ανήθικου θεσμού της δουλείας, που τον προστάτευε η νομοθεσία.

«Οφείλω να υψώσω το ανάστημά μου και να πω την ωμή αλήθεια, με όσους τρόπους μπορώ. Αν ο δόλος και η ματαιοδοξία παρουσιάζονται υπό το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, εμείς θα το αφήσουμε να περάσει έτσι;»

Θυμηθείτε, επίσης, πως ο Έμερσον μιλούσε και έγραφε αυτά τα πράγματα όταν ακόμη η δουλεία ήταν νόμιμη και προστατευμένη από την επίσημη εξουσία.
Αυτοδυναμία

Τι λέει όμως σ' εμάς σήμερα αυτό το δοκίμιο περί αυτοδυναμίας;

Μας παροτρύνει να καλλιεργούμε στη ζωή μας περισσότερο την ηθική παρά την κανονικότητα ή τη νομιμότητα, όπως δηλαδή μας καθοδηγεί κι εκείνος ο φάρος που ενυπάρχει σε όλους μας.

Αν γνωρίζουμε βαθιά μέσα μας ότι κάτι είναι σωστό και δίκαιο, τότε πράγματι θα βρίσκεται σε αρμονία με πνευματικές αρχές.

Να είσαι αυτοδύναμος σημαίνει να μη σκέφτεσαι όπως η μάζα ούτε να χρησιμοποιείς τους κανόνες της για να κρίνεις τη δική σου εσωτερική αλήθεια.

Ο Έμερσον δε ζητά από εσάς να απειθαρχείτε επίτηδες σε κανέναν νόμο, αλλά μάλλον ν' αφήνετε να διέπει τη ζωή σας η δική σας αίσθηση περί ηθικής.

Ως καλύτερο τρόπο για να εφαρμόσετε αυτή τη βαθιά αλήθεια, προτείνω να μάθετε να είστε αθόρυβα αποτελεσματικοί στη ζωή σας. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να αναλώνεστε σε δημόσιες δηλώσεις και μεγάλα λόγια σχετικά με τον αντικομφορμισμό σας, αλλά αντίθετα να βρίσκετε παρηγοριά και στήριξη στην ίδια σας την εσωτερική δύναμη και να ενεργείτε ως ένα διακριτικό και αθόρυβο άτομο που γνωρίζει να είναι αυτοδύναμο.

Οι κανόνες από μόνοι τους δεν συνιστούν λόγο να ζείτε με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο. Εκείνο το οποίο θα πρέπει να συμβουλευτείτε πρώτα αν πραγματικά θέλετε να εξυψωθείτε στο επίπεδο της αυτοδυναμίας, είναι ο ίδιος ο νους σας, που πρέπει να είναι ολοκληρωμένος και ακέραιος.

Αυτό το μάθημα ισχύει για κάθε πτυχή της ζωής σας, από τον τρόπο με τον οποίο αποφασίζετε πώς θα περάσετε τον ελεύθερο χρόνο σας ή πώς θα ντυθείτε και τι θα φάτε, μέχρι τον τρόπο με τον οποίο θα αναθρέψετε τα παιδιά σας. Μην αφήσετε να αποδυναμωθεί και να σιωπήσει η εσωτερική φωνή σας για χάρη της κοινωνικής συνωμοσίας. Να είστε ο εαυτός σας και να ζείτε τη ζωή σας με βάση αυτό που βρίσκεται σε αρμονία με τη βαθύτερη πνευματική ουσία σας και που εσείς οι ίδιοι αναγνωρίζετε ως σωστό.

Ο έρωτας είναι πράγματι μια «διαδικασία αλήθειας»

Υποστηρίζω ότι ο έρωτας είναι πράγματι αυτό που αποκαλώ στη φιλοσοφική μου ιδιόλεκτο μια «διαδικασία αλήθειας», δηλαδή μια εμπειρία όπου ένας ορισμένος τύπος αλήθειας κατασκευάζεται. Αυτή η αλήθεια είναι πολύ απλά η αλήθεια πάνω στο Δύο. Η αλήθεια της διαφοράς ως τέτοιας.

Και θεωρώ ότι ο έρωτας –αυτό που αποκαλώ η «σκηνή του Δύο»- είναι αυτή η εμπειρία. Υπό αυτή την έννοια κάθε έρωτας που αποδέχεται τη δοκιμασία, που αποδέχεται τη διάρκεια, που αποδέχεται ακριβώς αυτή την εμπειρία του κόσμου από τη σκοπιά της διαφοράς παράγει με τον τρόπο του μια νέα αλήθεια πάνω στη διαφορά.

Γι΄ αυτό ακριβώς κάθε αληθινός έρωτας ενδιαφέρει ολόκληρη την ανθρωπότητα, όσο ταπεινός κι αν είναι φαινομενικά, όσο κρυμμένος κι αν είναι. Ξέρουμε καλά ότι οι ερωτικές ιστορίες παθιάζουν όλο τον κόσμο! Ο φιλόσοφος οφείλει να ρωτήσει γιατί μας παθιάζουν.

Γιατί όλες αυτές οι ταινίες, όλα αυτά τα μυθιστορήματα, όλα αυτά τα τραγούδια εξ ολοκλήρου αφιερωμένα σε ερωτικές ιστορίες; Πρέπει σίγουρα να υπάρχει κάτι το καθολικό στον έρωτα ώστε αυτές οι ιστορίες να ενδιαφέρουν ένα τόσο μεγάλο κοινό.

Το καθολικό που υπάρχει είναι ότι κάθε έρωτας προτείνει μια καινούργια εμπειρία αλήθειας σχετικά με το να είμαστε δύο και όχι ένας.

Το ότι μπορούμε να συναντήσουμε και να αποκτήσουμε την εμπειρία του κόσμου με έναν άλλο τρόπο απ΄ ότι μέσω μιας μοναχικής συνείδησης, ιδού αυτό για το οποιοσδήποτε έρωτας μας προσφέρει μια καινούργια απόδειξη.

Και γι΄ αυτό αγαπάμε τον έρωτα, αγαπάμε να αγαπάμε, αλλά επίσης αγαπάμε να να αγαπούν και οι άλλοι.

Πολύ απλά γιατί αγαπάμε τις αλήθειες. Αυτό ακριβώς είναι που προσδίδει όλο το νόημά της στη φιλοσοφία: οι άνθρωποι αγαπούν τις αλήθειες, ακόμα κι όταν δεν ξέρουν ότι τις αγαπούν.

Ερωτεύομαι σημαίνει έρχομαι αντιμέτωπος, πέρα από κάθε μοναξιά, με ότι από τον κόσμο μπορεί να εντατικοποιήσει την ύπαρξη.

Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο βλέπω, άμεσα, την πηγή της ευτυχίας που μου προσφέρει η παρουσία του άλλου δίπλα μου.

Το «σ’ αγαπώ» γίνεται: υπάρχεις και είσαι η πηγή της ύπαρξής μου μέσα στον κόσμο.

Στο νερό αυτής της πηγής βλέπω τη χαρά μας, τη δική σου πρώτα από όλα.

Βλέπω, όπως στο ποίημα του Μαλλαρμέ:

Στον κυματισμό εσύ να γίνεσαι
Η γυμνή σου αγαλλίαση

Θρησκευτικός φονταμενταλισμός

ΕΚΤΟΣ από τους φυσικούς ιούς υπάρχουν και άλλοι. Κάποτε η θρησκεία είχε την δύναμη να κάψει βιβλιοθήκες και σκεπτόμενους ανθρώπους και δημιούργησε στρατεύματα κατά της λογικής και των επιστημών. Αλλά όλα αυτά τώρα φαίνονται σαν απομακρυσμένη ιστορία. Στην πραγματικότητα αν προσέξουμε έχει ακόμη μια μικρή δύναμη να προσελκύει τους αφελείς. Ακόμη και αν διακινδυνεύουν την ζωή τους.

Μα πώς οι ενήλικες άνθρωποι δεν έχουν την στοιχειώδη λογική;

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των ενήλικων δεν είναι τίποτα άλλο από κρίσεις πανικού στην παιδική τους ηλικία λόγω των απειλών της ''κόλασης'' ενώ η θρησκεία είναι μια ανθρώπινη επιχείρηση που αναγκάζει ένα ποσοστό πελατών να τους ακολουθούν. Μερικοί Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι:

'Εμείς οι άνθρωποι θα ήμασταν "απόλυτα κατακερματισμένοι" χωρίς την θρησκεία - ή μάλλον τον Χριστιανισμό συγκεκριμένα - και ο κόσμος μας θα υποβιβαζόταν σε αναρχία.

Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Η θρησκευτική πίστη παρακινεί ακόμη και αξιοπρεπείς ανθρώπους να κάνουν ανόητα γελοία και μερικές φορές επικίνδυνα πράγματα που δεν θα τα έκαναν διαφορετικά.

Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι μια ψυχοπαθολογία. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις όσο απίστευτες και αν σας φαίνονται συντηρούνται από ανθρώπους διαισθητικά συντονισμένους μονίμως στο παράλογο. Ενώ εξωτερικά η θρησκεία φαίνεται να φέρνει τα ''καλύτερα'' σε κάποιους ανθρώπους ενισχύοντας δήθεν τον αλτρουισμό ή παρέχοντας υποστήριξη με πράξεις γενναιοδωρίας και συμπόνιας αυτή η τακτική προσελκύει τους πιστούς που επιμένουν να βλέπουν το πρόβατο και όχι τον λύκο ακριβώς όπως και στις θεωρίες συνωμοσιολογίας.

Μερικοί επιστήμονες περιγράφουν το είδος μας ως "ειδικούς της κοινωνικής πληροφόρησης". Αυτό σημαίνει ότι είμαστε κοινωνικά ζώα και ο τρόπος με τον οποίο επιβιώνουμε και ευδοκιμούμε είναι η συλλογή πληροφοριών τις οποίες λαμβάνουμε κυρίως από άλλα ανθρώπινα όντα και μεταφέρουμε αυτές τις πληροφορίες από γενιά σε γενιά.

Και τι συμβαίνει όταν οι πληροφορίες είναι λάθος;

Εδώ ακριβώς είναι το τυφλό σημείο. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ακούσει ότι τα μάτια μας μπορούν να εξαπατηθούν. Ο εγκέφαλός μας μπορεί να εξαπατηθεί αφού ανιχνεύει ορισμένα χαρακτηριστικά και στη συνέχεια γεμίζει κυριολεκτικά τα κενά σημεία. Το ίδιο συμβαίνει και με την θρησκεία. Τα τυφλά σημεία δημιουργούν ευκαιρίες για παραπληροφόρηση και μειώνουν την λογική. Οι ψεύτικες ιδέες που συνεχίζονται μπορούν να αποφύγουν την ανίχνευση και τη διόρθωση των σφαλμάτων τους και να περάσουν από γενιά σε γενιά. Μπορούμε να θεωρήσουμε αυτές τις λανθασμένες ιδέες ως ιούς που καταστρέφουν την λογική αργά και σταθερά.

Σαν να μην αρκεί αυτό οι ιοί-μικρόβια-ιδέες είναι μεταδοτικά κάποια περισσότερο από άλλα. Αλλά οι μικροοργανισμοί όπως και οι ιδέες υπόκεινται σε φυσικές επιλεκτικές πιέσεις επιλογών που τους αναγκάζουν να ευδοκιμήσουν να εξελιχθούν ή να πεθάνουν εντελώς ανεξάρτητα από το εάν οι οικοδεσπότες τους ζουν ή πεθαίνουν. Οι άνθρωποι έχουν γνωστικό ανοσοποιητικό σύστημα. Αλλά δεν το χρησιμοποιούν. Το ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι τέλειο αλλά μπορείς να το αναβαθμίσεις με έρευνα και λογική ίσον γνώση.

Τα ανθρώπινα όντα έχουν γνωστικό ανοσοποιητικό σύστημα που επιδιώκει να εντοπίσει και να εξαλείψει τις ψευδείς ιδέες επειδή η παραπληροφόρηση τείνει να μας προκαλεί προβλήματα. Όλες οι θρησκείες αποτυγχάνουν του "δοκιμαστικού ελέγχου της πίστης" και δεν αποτελούν κριτήριο αξιοπιστίας και αυτό αρκεί. Εάν θέλουμε να προχωρήσουμε προς ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το έργο της αντιμετώπισης των θρησκευτικών βλαβών.

Χωρίς προσωπικότητα δεν υπάρχει Αγάπη

Το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Το Ασχημόπαπο, έχει ως ερμηνευτικό κλειδί για τον ενήλικο αναγνώστη την αναζήτηση του εαυτού.

Το ασχημόπαπο γεννιέται ανάμεσα σε άλλα παπάκια, όμως είναι διαφορετικό. Δεν το αναγνωρίζουν ως ίδιο με εκείνα και το απορρίπτουν.

Προσπαθεί να τα κάνει να το αγαπήσουν, ελπίζει να γίνει σαν εκείνα, αλλά δε μπορεί, γιατί στο βάθος είναι διαφορετικό.

Νιώθει κατώτερο και περιφρονημένο και πασχίζει να γίνει αποδεκτό.

Αλλά, όσο το ασχημόπαπο δεν ανακαλύπτει την ταυτότητά του, δε βρίσκει την αγάπη -όσο δεν ανακαλύπτει πως είναι κύκνος και δεν αποδέχεται αυτό που είναι, δε μπορεί να αγαπήσει αληθινά, ούτε να αγαπηθεί.

Η αναζήτηση αποδοχής από το ασχημόπαπο ξεκινάει με κατεύθυνση προς τα έξω, καθώς προσπαθεί να ενταχθεί, θέλει να είναι κάτι που δεν είναι.

Αλλά, στην περίπτωση του παραμυθιού, το ασχημόπαπο δεν ξεγελάει με τη θέλησή του, απλώς βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση χωρίς να ξέρει το γιατί.

Πρέπει να ξεκινήσει μια πορεία που θα το οδηγήσει να ανακαλύψει ποιο είναι, και αυτό θα του επιτρέψει να βρει την αγάπη των άλλων.

Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να δείχνουν κάτι που δεν είναι, είτε γιατί νομίζουν πως αυτό θέλουν οι άλλοι είτε γιατί δεν τους αρέσει το πώς είναι.

Είναι εξαρτημένοι από τη γνώμη των άλλων και χρειάζονται απελπισμένα την επιδοκιμασία τους.

Όμως, η αληθινή αγάπη δε γεννιέται από τη στέρηση, με το να περιμένουμε να καλύψει ο άλλος τα εσωτερικά μας κενά ή να μας πει τι πρέπει να κάνουμε.

Αγαπάμε κάτι αληθινά, μόνο αποδεχόμενοι αυτό που είναι.

Μόνο αν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι, συμπεριλαμβανομένων των πληγών μας, θα μπορέσουμε να είμαστε κύριοι της ζωής μας.

Και γι’ αυτό πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας.

Κι έτσι, οι άλλοι θα μπορέσουν να αγαπήσουν το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε και όχι ένα προσωπείο που έχουμε δημιουργήσει.

Ένα γνωστό τάνγκο με στίχους του Κάρλος Αντρές Μπαρ λέει:

«Δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλεις αφού με παροτρύνεις ν’ αλλάξω, δε θα μπορέσω να γίνω καλύτερος, αν και το θέλω, και για τη δική σου αγάπη και για τη δική μου.

Αγάπα με όπως είμαι, με την αγάπη μου και τα πιστεύω μου, αγάπα με όπως είμαι, με την ενοχή μου και τη μνησικακία μου, μην περιμένεις από μένα, για να μ’ αγαπήσεις, να πάψω να είμαι εγώ
».

Η φωτορύπανση από τις λάμπες του δρόμου συνδέεται με μείωση των εντόμων

Οι επιστήμονες λένε ότι η φωτορύπανση έχει συμβάλλει στην ανησυχητική μείωση των εντόμων που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες. Σε μια βρετανική μελέτη, διαπιστώθηκε ότι τα τεχνητά φώτα των δρόμων διαταράσσουν τη συμπεριφορά των νυκτόβιων εντόμων, μειώνοντας τον αριθμό των καμπιών κατά το ήμισυ. Τα σύγχρονα φώτα δρόμου LED φάνηκε να έχουν τη μεγαλύτερη επίπτωση.

Υπάρχουν ολοένα και περισσότερες ενδείξεις ότι οι πληθυσμοί των εντόμων συρρικνώνονται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, της απώλειας του οικοσυστήματος και των φυτοφαρμάκων. Οι παράγοντες είναι πολύπλοκοι και ποικίλοι, όπως η σταθερή απώλεια δασών, η ερημοποίηση λιβαδιών και ελών, η υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων, η κλιματική αλλαγή και η ρύπανση ποταμών και λιμνών.

Η χρήση τεχνητών φώτων κατά τη διάρκεια της νύχτας έχει προταθεί ως άλλος παράγοντας μείωσης των εντόμων, αν και η έκταση του προβλήματος παραμένει ασαφής. Οι ερευνητές λένε ότι η μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στο Science Advances, είναι η ισχυρότερη απόδειξη μέχρι στιγμής ότι η φωτορύπανση μπορεί να έχει επιζήμιες επιπτώσεις στους τοπικούς πληθυσμούς εντόμων, με συνέπειες για τα πουλιά και άλλα είδη άγριας ζωής που βασίζονται στις κάμπιες για τροφή.

«Σε ένα τοπικό περιβάλλον μπορούμε πλέον να είμαστε αρκετά σίγουροι ότι η φωτορύπανση είναι σημαντική, αλλά αυτό που είναι λιγότερο σαφές είναι αν εξετάσουμε τη γενική κατάσταση», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Douglas Boyes του βρετανικού Κέντρου Οικολογίας και Υδρολογίας.

«Αν τα έντομα έχουν πρόβλημα – όπως πιστεύουμε ότι έχουν, και έχουμε στοιχεία που το υποστηρίζουν – ίσως θα πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μειώσουμε αυτές τις αρνητικές επιδράσεις». Οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα φώτα των δρόμων φαίνεται ότι εμποδίζουν τα νυχτόβια έντομα από το να γεννήσουν τα αυγά τους ή τα θέτουν σε κίνδυνο κάνοντάς τα ορατά και έτσι είναι πιθανότερο να φαγωθούν από αρπακτικά όπως οι νυχτερίδες. Με τη σειρά τους, οι κάμπιες που γεννιούνται κάτω από φώτα του δρόμου, ιδίως LED, αλλάζουν τις διατροφικές τους συνήθειες.

Υπάρχουν όμως πρακτικές λύσεις που δεν θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια, λένε, όπως η μείωση της έντασης των φώτων του δρόμου τις πρώτες πρωινές ώρες, η τοποθέτηση αισθητήρων κίνησης ή η χρήση χρωματικών φίλτρων για την αποκοπή των πιο επιβλαβών μηκών κύματος. Στο πλαίσιο της μελέτης, ειδικοί από τη φιλανθρωπική οργάνωση Butterfly Conservation, το Πανεπιστήμιο του Newcastle και το Κέντρο Οικολογίας και Υδρολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασαν κάμπιες σε τμήματα χορτολιβαδικών εκτάσεων και φρακτών στις πλευρές δρόμων στη νότια Αγγλία.

Κάθε μία από τις 26 τοποθεσίες με οδικούς φωτισμούς στο Oxfordshire, το Berkshire και το Buckinghamshire συγκρίθηκε με ένα παρόμοιο τμήμα μη φωτισμένου δρόμου σε κοντινή απόσταση. Οι έρευνες έδειξαν μείωση των καμπιών κατά το ήμισυ περίπου στις φωτισμένες περιοχές (47% μείωση στους φράχτες – 33% στα περιθώρια του γρασιδιού).

Σε ένα δεύτερο πείραμα, τοποθετήθηκαν σειρές λαμπτήρων σε χωράφια. Διαπιστώθηκε μείωση των καμπιών κάτω από τα φώτα LED, γεγονός που υποδηλώνει επίδραση στη διατροφική συμπεριφορά. Οι επιστήμονες ανησυχούν όλο και περισσότερο για τη μείωση ορισμένων πληθυσμών εντόμων.

Μια επιστημονική ανασκόπηση του αριθμού των εντόμων το 2019 επισήμανε ότι το 40% των ειδών υφίσταται «δραματικούς ρυθμούς μείωσης» σε όλο τον κόσμο. Η μελέτη ανέφερε ότι οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και τα σκαθάρια εξαφανίζονται οκτώ φορές ταχύτερα από ό,τι τα θηλαστικά, τα πτηνά ή τα ερπετά, ενώ άλλα είδη, όπως οι μύγες και οι κατσαρίδες, είναι πιθανό να αυξηθούν κατά πολύ.

Η απώλεια των εντόμων έχει εκτεταμένες συνέπειες για ολόκληρα τα οικοσυστήματα. Τα έντομα αποτελούν πηγή τροφής για πολλά πουλιά, αμφίβια, νυχτερίδες και ερπετά, ενώ τα φυτά βασίζονται στα έντομα για την επικονίαση.

Οι μυστικές γνώσεις του Θιβέτ

Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι εκείνοι που στο άκουσμα και μόνο του ονόματος αυτής της «χώρας των χιονιών» δεν μένουν ασυγκίνητοι, ίσως γιατί ακούν ένα κάλεσμα, σαν να θυμούνται κάτι σημαντικό που έχουν λησμονήσει και ξαφνικά έλκει το βλέμμα του νου, το κάνει να υψώνεται και να προσπερνά τη μικρότητα και καθημερινότητα για να εστιαστεί σε κάτι πραγματικό υψηλό, άγνωστο και γνώριμο συγχρόνως κάτι περίεργο και μυστικιστικό αυτό το όνομα είναι: Θιβέτ!

Αναζητώντας κανείς τη «Στέγη του Κόσμου», όπως αποκαλείται το Θιβέτ, θα βρεθεί σε δρόμους που ανεβαίνουν μέχρι και τα 6.000 μέτρα ύψος για να φτάσει σε μια πραγματικά μοναδική στον κόσμο περιοχή, η οποία περιβάλλεται από οροσειρές που φτάνουν τα 9.000 μέτρα ύψος και που μονίμως είναι καρφωμένες στον ουρανό, όπου το λευκό του χιονιού ενώνεται με το λευκό των σύννεφων, κάτι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί για κάποιον που δεν έχει πάει σε ψηλές χιονοσκέπαστες κορφές.

Το εκπληκτικότερο είναι ότι, σύμφωνα με κάποιους γεωλόγους, το υψίπεδο του Θιβέτ κάποτε ήταν θάλασσα!

Οι άνθρωποι αυτού του τόπου – περίπου δύο εκατομμύρια- από τη στιγμή της γέννησής τους βρίσκονται στο έλεος των δυνάμεων της φύσης, μιας Φύσης σκληρής και απρόβλεπτης στις απότομες αλλαγές ήλιου-βροχής, χιονοθυελλών, παγοθυελλών ή κατολισθήσεων. Έτσι σε γενικές γραμμές, η καθημερινή ζωή αυτών των ανθρώπων ακολουθεί τους ρυθμούς της φύσης που έχουν μάθει να τη διαβάζουν και να προβλέπουν τις αλλαγές της.

Δεν πρόκειται σε αυτό το μικρό άρθρο να περιγράψουμε το κοσμικό Θιβέτ, αλλά να εισχωρήσουμε στο εσωτερικό Θιβέτ, όπως εισχώρησαν τα στοιχεία αυτής της έντονης Φύσης στην καθημερινή ζωή αυτών των ανθρώπων και που χωρίς αυτήν την εισχώρηση, εμείς δε θα μπορούσαμε να καταλάβουμε το φαινομενικό παραλογισμό της επιλογής αυτού του τόπου για ανθρώπινη κατοικία, αν δεν υπήρχε μια εσωτερική φιλοσοφία, δηλαδή μια ανώτερη δικαιολογία. Αυτοί οι άνθρωποι δε θα μπορούσαν και δε θα ήθελαν να ζήσουν σε έναν τέτοιο αφιλόξενο τόπο, εκτός κι αν δεν είναι κοινοί θνητοί. Το σίγουρο πάντως είναι ότι, τουλάχιστον, δεν είναι κοινοί επειδή μοιάζουν με τους καλύτερους αθλητές μας, με τη διαφορά ότι οι θιβετανοί καθημερινά διατηρούν τις καλύτερες επιδόσεις τους, καθώς επίσης ότι δεν υπάρχει κανείς για να τους ζητωκραυγάζει: «Αποτραβήξου από τον ήλιο στη σκιά, για να αφήσεις θέση περισσότερη στους άλλους».

Και το σημαντικότερο… δεν το κάνουν για τον εαυτό τους, δεν ζουν για τον εαυτό τους!

«Ο Ουρανός είναι αιώνιος και η Γη διαρκής. Γιατί; Δεν ζουν για τον εαυτό τους κι έτσι ζουν για πολύ».

Όπως συμβαίνει δηλαδή με τους αγωνιστές, γράφουν και γράφονται στην Ιστορία.

Εμβαθύνοντας λοιπόν στη Θιβετιανή δοξασία, καταλαβαίνουμε πως χωρίς αυτήν την ανώτερη Φιλοσοφία Ζωής, (θεωρητική και πρακτική) σε τέτοιες συνθήκες διαβίωσης, δεν θα μπορούσε να υπερνικηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη και χωρίς αυτήν τη νίκη στον κατώτερο εαυτό, το πνευματικό Άτομο δεν αφυπνίζεται.

Το φιλοσοφικό μυστικό του Θιβέτ λοιπόν βρίσκεται σε εκείνη την Διδασκαλία που μιλά για τρεις θεμελιώδεις Αρχές που εκδηλώνεται η Φύση σε όλη της την μεγαλοπρέπεια και που αυτές οι ίδιες Αρχές, με διαφορετικά ονόματα, συναντώνται στη φιλοσοφία όλων των μυητικών φιλοσόφων και Πολιτισμών.

Αυτές οι τρεις Αρχές είναι: ο Μακρόκοσμος (Ουρανός), ο Μικρόκοσμος (Γη) και ο Άνθρωπος. Οι έννοιες Κι, Σάρα και Μπάντγκαν σύμφωνα με την μετάφραση του Κόρβιν – Κρασίνσκι:

Κι, είναι «η Λογική (ΛΟΓΟΣ) που διαπερνά και στηρίζει το Σύμπαν».

Σάρα, είναι «η Αρχή που κατέχει τον κόσμο και κινεί κάθε δραστηριότητα»

Μπάντγκαν είναι «η Αρχή της Παθητικότητας», είναι η Ύλη. Η ιστορία πλέκεται από ηρωικές πράξεις όπως ήδη είπαμε, και καθώς οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις γίνονταν πάντοτε από πραγματικά μεγάλους ανθρώπους, έτσι η μεγαλύτερη αυθεντία των τελευταίων αιώνων στον χώρο του Εσωτερισμού, η Έλενα Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ, στο διάστημα 1856 – 1870 επισκέφθηκε (με τα μέσα της εποχής) το Θιβέτ τρεις φορές και μέσω αυτής της τότε νεαρής Φιλοσόφου, ανακαλύφθηκε το πιο απόκρυφο Θιβέτ καθώς σε αυτόν τον τόπο, όχι τυχαία, φυλασσόταν ένας θησαυρός, ίσως το πιο αρχαίο Βιβλίο στο οποίο κρύβονταν τρομερά μυστικά.

Στη «Μυστική Δοξασία» η Μπλαβάτσκυ εξηγεί:

«Η αποκαλυμμένη Ίσιδα» αρχίζει με την αναφορά σε ένα «αρχαίο βιβλίο». Αυτό το βιβλίο είναι η πρώτη πηγή, το αυθεντικό πρωτότυπο βάσει του οποίου δημιουργήθηκαν πολλοί από τους τόμους του Κιου-τι …

Είναι γραμμένο σε Σενζάρ, τη μυστική μυητική γλώσσα. Οι θεϊκές υπάρξεις το υπαγόρευσαν στους Γιους του Φωτός στην κεντρική Ασία, κατά ΄την αρχή της δικής μας πέμπτης φυλής. Υπήρχαν καιροί που τη Σενζάρ την γνώριζαν όλοι οι μύστες και που οι πρόγονοι των Τολτέκων την καταλάβαιναν τόσο καλά, όπως και οι χαμένοι κάτοικοι της Ατλαντίδας (Τέταρτη Φυλή), οι οποίοι με την σειρά τους την πήραν από τους σοφούς της τρίτης φυλής. Οι Μανού την κληρονόμησαν από τους Ντέβα της δεύτερης και πρώτης φυλής».

Απομνημόνευσε με ακρίβεια δύο βιβλία από τη «Στάντζα των Ντζιάν» (Στάντζα: Λόγοι των Ντζιάν: από την σανσκριτική λέξη «Ντιάνα» που σημαίνει Στοχασμός). Αργότερα κατέγραψε αυτά τα βιβλία, που αποτελούν τον κεντρικό κορμό του τεράστιου έργου της «Μυστική Δοξασία» και τα έκδωσε χωριστά.

Οι «Στάντζα των Ντζιάν» που μετέφρασε η Ε. Π. Μπλαβάτσκυ, αποτελούν ένα πολύ μικρό μέρος μιας σειράς βιβλίων με τον τίτλο «Κιού-τι», τα οποία είναι γραμμένα πάνω σε φύλλα φοινικιάς, που με κάποια άγνωστη τεχνική (αλχημική;) έχουν γίνει άφθαρτα και καμιά γνωστή δύναμη (νερό, οξέα, αέρας, φωτιά, κλπ) δεν μπορεί να τα καταστρέψει. Είναι γραμμένα σε μια πολύ αρχαία γλώσσα, την Σενζάρ. Πρόκειται για μια ιερογλυφική γλώσσα που διατηρείται ακόμα σε μερικές αδελφότητες.

Αν συνειδητοποιούμε την αυθεντικότητα αλλά και το βάθος αυτών των γραπτών, τότε, μόνο και μόνο με την σκέψη ότι έχουμε τη δυνατότητα να διαβάσουμε αυτά τα έργα που τόσο γενναιόδωρα μας προσέφεραν τον καρπό τόσο μεγάλων μόχθων, δεν θα φανεί έξυπνο να αφήσουμε να πάνε χαμένα.

Το πρώτο βιβλίο από την «Στάντζα των Ντζιάν» αναφέρεται στην Κοσμογένεση. Θυμίζει την Αριθμοσοφία του Πυθαγόρα, μεταξύ άλλων αρχαίων Δοξασιών και, όπως προαναφέραμε, οι ίδιες Γνώσεις ήταν κοινές σε όλους τους μεγάλους Μύστες.

Η πρώτη Στάντζα, μας περιγράφει (με συμβολικές εικόνες) τη διαδικασία εκδήλωσης (Μανβάνταρα) της πανταχού παρούσας, αιώνιας, απεριόριστης και αμετάβλητης ΑΡΧΗΣ (ΜΑΧΑΠΟΥΡΟΥΣΑ = ΠΑΤΕΡΑΣ) που εισχωρεί μέσα στην ΑΠΟΛΥΤΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ (ΜΟΥΛΑΠΡΑΚΡΙΤΙ = ΜΗΤΕΡΑ) και από την ένωση αυτών των Απόλυτων Αρχών, γεννιέται το Σύμπαν (το Σώμα του ΠΑΝΤΟΣ). Μετά από μια μεγάλη διάρκεια ΖΩΗΣ, θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για να επιστρέψει στην πρωταρχική, ανεκδήλωτη κατάσταση (ΠΡΑΛΑΓΙΑ =ΥΠΝΟΣ).

Το δεύτερο, ασχολείται με την Ανθρωπογένεση. Σχετικά με την εξέλιξη του ανθρώπου, οι θέσεις της Μυστικής Δοξασίας συγκρούονται τόσο με τη σύγχρονη επιστήμη όσο και με τα σύγχρονα θρησκευτικά δόγματα. Ο «μεταφυσικός» ή υπερβολικός ίσως χαρακτήρας αυτών των διδασκαλιών, αν και συμβολικός, είναι τόσο πολύ αντίθετος με το κενό γράμμα της Βίβλου ή με τις θέσεις της επίσημης Επιστήμης, ώστε να προκαλεί μια σκανδαλώδη άρνηση εκ μέρους των σημερινών «Ειδημόνων-Αρχόντων». Από την άλλη πλευρά, οι σχετικοί με τον Εσωτερισμό, γνωρίζουν ότι αυτές οι Διδασκαλίες πρέπει να είναι σωστές γιατί πρώτον είναι οι πιο λογικές και δεύτερον διευθετούν όλες τις δυσκολίες που προκύπτουν, δίνοντας πραγματικές απαντήσεις.

1η θέση: μας λέει ότι ο άνθρωπος πρώτα είναι Πνεύμα και μετά Ύλη και ότι στο σύνολό του είναι επταπλός, δηλαδή ότι εκτός από το υλικό σώμα έχει άλλα έξι «σώματα».

Ότι στη διαδικασία της γέννησής του, πρώτα αποκτά ψυχή (αστρικό σώμα) και μετά ντύνεται με υλικό σώμα, το οποίο είναι αντίγραφο του αστρικού.

Ότι η ψυχή περνάει από διαδοχικές ενσαρκώσεις – εκσαρκώσεις (μετενσάρκωση) με σκοπό την ατομικοποίηση τής κάθε ανθρώπινης ψυχής, που συνεπάγεται και την απελευθέρωσή της από το Κάρμα.

2η θέση: μας μιλάει για την ταυτόχρονη εξέλιξη επτά ανθρώπινων φυλών, στις επτά περιοχές (Μπαλόνια) των τεσσάρων επιπέδων του πλανήτη (στα μάτια του αμύητου, όπως τα σώματα του ανθρώπου, έτσι και τα επίπεδα της Γης είναι αόρατα).

3η θέση: ότι ο άνθρωπος από την εμφάνισή του πάνω στον πλανήτη, είναι προγενέστερος από κάθε άλλο θηλαστικό. (*Σε αυτό συμφωνούν οι τελευταίες μετρήσεις χρονολόγησης του ανθρώπινου DNA και δηλώνουν ότι είναι προγενέστερο από αυτό των ανθρωποειδών πιθήκων)

Επίσης, ότι η «ηλικία» του ανθρώπου είναι κατά πολύ αρχαιότερη (18.000.000 χρόνια πριν) και ο πολιτισμένος άνθρωπος επίσης είναι κατά πολύ αρχαιότερος.

4η θέση: Ότι οι πρώτοι Οδηγοί – βασιλιάδες των ανθρώπων ήταν ενσαρκωμένοι Θεοί. Φεύγοντας από αυτήν τη σύντομη αναφορά των «Στάντζα των Ντζιάν» θα καταπιαστούμε με το «Βιβλίο των Χρυσών Κανόνων», τα πρωτότυπα των οποίων είναι χαραγμένα πάνω σε ορθογώνιες πλάκες, ενώ αντίγραφά τους βρίσκονται πάνω σε δίσκους. Όμως, πρωτότυπα και αντίγραφα φυλάσσονται μέσα στους Ναούς. Η Ε. Π. Μπλαβάτσκυ μας λέει ότι αυτοί οι κανόνες έχουν ίδια προέλευση με το μεγάλο μυστικιστικό έργο που λέγεται Paramartha το οποίο είχε δοθεί στον Nagarjouna από τους Μύστες (Nagas). Η γραφή είναι συχνά στη θιβετανική γλώσσα αλλά και στην ιερατική (Σενζάρ). Λίγοι από αυτούς τους κανόνες είναι πριν από την εποχή του γνωστού Βούδα (Σιντάρτα Γκωτάμα) και οι υπόλοιποι μετά από αυτόν. Στο σύνολο είναι 90 μικρές πραγματείες από τις οποίες και πάλι η Ε. Π. Μπλαβάτσκυ είχε αποστηθίσει τις 39 και κάποιες από αυτές γνωστοποίησε στους αναζητητές της Δύσης.

Τα κείμενα αυτά έχουν εκδοθεί σε ενότητες όπως:

«Η Φωνή της Σιγής», «Οι Δύο Ατραποί», «Οι Επτά Πύλες», «Φως στην Ατραπό».

«Γιατί το νοητικό όμοιο είναι με καθρέφτη; Σκόνη μαζεύοντας, τη σκόνη καθρεφτίζει. Χρειάζεται η γλυκιά αύρα της Σοφίας της ψυχής να σκουπίσει τη σκόνη από τις πλάνες μας. Προσπάθησε, ω αρχάριε, να συγχωνέψεις το νοητικό με την ψυχή σου».

Αυτήν τη Διδασκαλία, αν και ίσως δεν τη γνωρίζουν θεωρητικά οι απλοί άνθρωποι, όπως και εμείς δεν ξέρουμε πολλά από τα πράγματα που χρησιμοποιούμε, εν τούτοις, όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι ζωτικά συνδεδεμένοι με αυτές τις Αρχές, αρχές που επιβεβαιώνονται τη στιγμή του θανάτου τους, καθώς δεν φοβούνται να πεθάνουν, επειδή έζησαν με αυτές και θα αμειφθούν για αυτήν την στάση. «Στο θάνατο φαίνεται η πραγματική σχέση του ανθρώπου με τη ζωή».

Αν μιλάμε λοιπόν για μια πραγματική Φιλοσοφία Ζωής, τότε μέσα σε αυτήν έχει θέση και ο θάνατος, τον οποίο τόσο πολύ φοβούνται οι Δυτικοί.

«Να είσαι καρτερικός ω υποψήφιε, σαν κάποιος που διαρκεί αιώνια. Οι ίσκιοι ζουν και αφανίζονται. Αυτό που μέσα σου είναι, θα ζει παντοτινά. Αυτό που μέσα σου είναι, γνωρίζει γιατί είναι η ίδια η Γνώση».

Το «Μπάρντο-Τέντολ» είναι η Βίβλος-Οδηγός, που κατανοώντας τη φιλοσοφία του κατά την διάρκεια της ζωής, ο άνθρωπος ετοιμάζεται κατάλληλα ώστε να είναι έτοιμος και άφοβος στην παρουσία του θανάτου. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνει να Ζει ουσιαστικά και ελεύθερα χωρίς το φόβο του θανάτου.

«Δείχνε τον δρόμο, έστω και αμυδρά και χαμένος μες στο πλήθος, όπως κάνει το βραδινό άστρο για εκείνους που πορεύονται μες στο σκοτάδι».

«Να ΄σαι υπομονετικός ω υποψήφιε, σαν κάποιος που ούτε την αποτυχία φοβάται, ούτε και την επιτυχία χαϊδεύει.

Κάρφωσε το βλέμμα της ψυχής σου πάνω στο αστέρι που είσαι η αχτίδα του, το φεγγοβόλο αστέρι, που λάμπει μέσα στα σκοτάδια της αιώνιας ύπαρξης, μες στις ασύνορες πεδιάδες του αγνώστου».

Πυθαγόρας: Τα πάντα είναι αριθμοί

Ο Πυθαγόρας πίστευε ότι οι αριθμοί ήταν θείες οντότητες και τους εξίσωνε με τους θεούς. Οι αριθμοί 1 έως 10, η λεγάμενη δεκάδα, είχαν υποτίθεται μια ιδιαίτερη ιερότητα. Όμως, ο Πυθαγόρας, εξισώνοντας τους θεούς με αριθμούς, αναδιάρθρωσε ριζικά το Ελληνικό πάνθεον: οι θεοί, όχι πλέον ανθρωπόμορφα όντα σε μια θεϊκή μελοδραματική παράσταση, είχαν γίνει αφηρημένες μαθηματικές οντότητες. Η πυθαγόρεια εικόνα του κόσμου δεν ήταν το συμπαντικό θέατρο του Όμηρου και του Ησίοδου, αλλά ένας μεταφυσικός χορός αριθμών.

Αυτό ωστόσο το αριθμητικό σύμπαν ήταν πλουσιότερο απ’ όσο θα μπορούσαν να φανταστούν τα περισσότερα νεότερα μυαλά, επειδή οι πυθαγόρειοι πίστευαν στα ηθικά χαρακτηριστικά των αριθμών. Έτσι, όπως στην πρώιμη ελληνική μυθολογία, η κοσμολογία τους διατήρησε μια ψυχολογική διάσταση. Σήμερα, βλέπουμε το 4απλώς σαν μια ποσότητα που μας επιτρέπει να λέμε ότι υπάρχουν τέσσερις εποχές μέσα σ’ ένα χρόνο, ή τέσσερις πλευρές σ’ ένα τετράγωνο. Για εκείνους, όμως, το 4 ήταν κάτι πολύ πιο σημαντικό από αυτό. Ήταν, λόγου χάρη, ο αριθμός της δικαιοσύνης. (Η δικαιοσύνη είναι “τετράγωνος αριθμός” και αργά ή γρήγορα, κάθε αδικία θα “τετραγωνιστεί” με αντίστοιχη τιμωρία.) Το τέσσερα είναι 2 φορές το 2, πράγμα που για εκείνους σήμαινε μια εξισορροπημένη πλάστιγγα. Ομοίως, το 6 ήταν ο αριθμός του γάμου, γιατί το 6 είναι 2 φορές το 3 και θεωρούσαν το 2 ως θηλυκό αριθμό και το 3 ως αρσενικό. Έτσι, το 6 ήταν το πρώτο αρσενικό θηλυκό γινόμενο. Η αντίληψη ότι οι αριθμοί έχουν μη ποσοτικά χαρακτηριστικά, ήταν πιθανότατα μια ακόμη πλευρά της φιλοσοφίας που ο Πυθαγόρας απέκτησε στην Αίγυπτο, γιατί αυτό ήταν χαρακτηριστικό και της αιγυπτιακής αριθμολογίας.

Για τους πυθαγόρειους, οι μη ποσοτικές ιδιότητες των αριθμών σήμαιναν ότι μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ηθικά αρχέτυπα, και έτσι η μελέτη των μαθηματικών μπορούσε να ρίξει φως στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Πάνω απ’ όλα, επειδή οι μονοί αριθμοί θεωρούνταν αρσενικοί και οι ζυγοί θηλυκοί, οι ξέχωρες ιδιότητες μονών και ζυγών είχαν ηθικές σημασίες για αμφότερα τα φύλα. Ιδιαιτέρως, η πυθαγόρεια αντίληψη ότι οι μονοί αριθμοί αντιπροσώπευαν το καλό και οι ζυγοί το κακό, έριξε τις γυναίκες μια για πάντα στην πλευρά του κακού. Βλέπουμε έτσι την ανάδυση της πυθαγόρειας δυαρχίας: από τη μια μεριά στέκονταν οι ιδιότητες του καλού (ευθύτητα και αρρενωπότητα) και από την άλλη οι ιδιότητες του κακού (δολιότητα και θηλυκός φθόνος). Κατά κανόνα, οι ιδιότητες που θεωρούνται ανώτερες ή καλύτερες ήταν από την πλευρά του άρρενος, ενώ αυτές που θεωρούνται κατώτερες ή χειρότερες ήταν από την πλευρά του θήλεος. Σε γενικές γραμμές, το καθήκον του πυθαγόρειου μαθηματικού ήταν να ανακαλύπτει τα χαρακτηριστικά των επιμέρους αριθμών (είτε μονών είτε ζυγών), και τις σχέσεις ανάμεσά τους, τόσο τις αριθμητικές όσο και τις ηθικές. Έτσι, αναπόφευκτα, ο μαθηματικός ήταν ένας σπουδαστής της ηθικής. Ο νεότερος διαχωρισμός ανάμεσα στα μαθηματικά και την ηθική, που τόσο δεδομένο τον θεωρούμε, θα είχε κάνει τον Πυθαγόρα να φρίξει, γιατί ο Πυθαγόρας ήταν από τους πρώτους που κατάλαβαν ότι τα μαθηματικά θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην ανάπτυξη καταστροφικών τεχνολογιών, και από εδώ προκύπτει μια ηθική υπευθυνότητα.

Οι πυθαγόρειοι πίστευαν ότι οι αριθμοί χρησίμευαν όχι μόνον ως ηθικά αρχέτυπα, αλλά και ως αρχέτυπα του υλικού κόσμου. Πράγματι, τους αριθμούς τους έβλεπαν ως μοντέλα για κάθε φυσική μορφή. Η έννοια των αριθμών ως πηγής μορφής προήλθε από την πυθαγόρεια ανακάλυψη ότι ο κάθε αριθμός θα μπορούσε να συσχετιστεί με ξέχωρα σχήματα. Λόγου χάρη, το 6, το 10 και το 15 ονομάζονταν τρίγωνοι αριθμοί επειδή έξι, δέκα ή δεκαπέντε κουκίδες θα μπορούσαν να διαταχθούν έτσι ώστε να σχηματίσουν ισόπλευρα τρίγωνα. Ομοίως, το 4, το 9, και το 16 ονομάζονταν τετράγωνοι αριθμοί.

Το δώδεκα το θεωρούσαν “ορθογώνιο” αριθμό, επειδή θα μπορούσε να συγκροτηθεί από τρεις σειρές με τέσσερις κουκίδες και επίσης από δύο σειρές με έξι κουκίδες. Ορισμένοι αριθμοί, όπως το 6 (που είναι και τριγωνικός και “ορθογώνιος”), θα μπορούσαν να πάρουν περισσότερα του ενός σχήματα. Οι κουκίδες θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε όποιο σχήμα θα διάλεγε κανείς: σε πεντάγωνα, σε εξάγωνα, σε οκτάγωνα και λοιπά.

Ο Πυθαγόρας υποστήριζε ότι αν οι αριθμοί είχαν μορφές, τότε ίσως, αντίστροφα, όλες οι μορφές θα μπορούσαν να συσχετιστούν με αριθμούς. Στ’ αλήθεια, θα μπορούσε άραγε ο αριθμός να είναι η ουσία της ίδιας της μορφής; Ένα απλό παράδειγμα συσχετισμού ενός αριθμού από κουκίδες με ένα περίπλοκο σχήμα θα μπορούσε να δει κανείς στους αστερισμούς. Εδώ, ένα σχήμα από μισή ντουζίνα περίπου φωτεινά σημεία έγινε κριός, ταύρος, κάβουρας ή άνθρωπος. Μερικοί ιστορικοί υποστήριξαν ότι ο Πυθαγόρας ίσως συνέλαβε τους αριθμούς ως την ουσία της μορφής λόγω των εμπειριών που απέκτησε ζώντας ανάμεσα σε αστρονόμους της Βαβυλώνας.

Οι Πυθαγόρειοι, χρησιμοποιώντας σχέδια με κουκίδες, ανακάλυψαν μαθηματικά θεωρήματα εκπληκτικής συνθετικότητας. Επιπλέον, μολονότι οι μαθηματικοί σε μεταγενέστερους αιώνες θα χρησιμοποιούσαν πολύ πιο περίτεχνες τεχνικές, η ιδέα ότι η μορφή είναι κατ’ ουσίαν μαθηματική αποδείχτηκε εξαιρετικά καρποφόρα. Οι μαθηματικοί δεν έχουν πια να κάνουν με διάταξη κουκίδων. Αντίθετα, προσπαθούν να αποδώσουν τη μορφή μέσα από εξισώσεις. Λόγου χάρη, ένας κύκλος μπορεί να αποδοθεί με την απλή εξίσωση x2+y2=r2 (όπου χ και y είναι οι αποστάσεις σ’ έναν οριζόντιο και έναν κάθετο άξονα, και r η ακτίνα του κύκλου). Μια παραλλαγή αυτής της εξίσωσης απεικονίζει μια έλλειψη, η οποία, στην πραγματικότητα, είναι ένας επιμήκης κύκλος. Αποδεικνύεται έτσι ότι οι τροχιές των πλανητών γύρω από τον ήλιο παίρνουν τη μορφή ελλείψεων, όπως η τροχιά της σελήνης γύρω από τη γη. Μία και μόνη λοιπόν εξίσωση (ένας μαθηματικός τύπος) εκφράζει το χορό του ηλιακού συστήματος.

Οι πυθαγόρειοι παρατήρησαν ότι οι αριθμοί είναι εμφανείς όχι μόνο σε χωρικά αλλά και σε χρονικά πρότυπα. Ο κάθε χρόνος αποτελείται από 4 εποχές, 13 σεληνιακούς μήνες, ή 365 μέρες. Ο ήλιος ανατέλλει και δύει σ’ ένα κανονικό κύκλο 24 ωρών, η σελήνη “γεμίζει” και “αδειάζει” κάθε 29 μέρες και ο κάθε πλανήτης έχει το δικό του μοναδικό ρυθμό. Έτσι, το σύμπαν μπορεί να φαντάζει στα μάτια μας σαν μια μεγαλειώδης σειρά αριθμητικών κύκλων. Τα χρονικά αριθμητικά πρότυπα που είναι εμφανή στον ουρανό και τα καμωμένα από αριθμούς χωρικά πρότυπα, έπεισαν τον Πυθαγόρα ότι τα πάντα, στην πραγματικότητα, ήταν αριθμοί (αριθμώ δε τε πάντ’ επέοικεν, Ιάμβλ. XXXIX, 162), και ότι ο αριθμός ήταν πράγματι η ουσία της αλήθειας.

Για τον Πυθαγόρα, και αυτό είχε τεράστια σημασία, η ανθρώπινη ψυχή ήταν μέρος του μεγάλου αριθμητικού προτύπου του σύμπαντος, επειδή πίστευε ότι όλοι μας μετενσαρκωνόμαστε κάθε 216 χρόνια. Ο αριθμός 216, γνωστός ως ψυχογονικός κύβος, είχε μια ειδική σημασία, μια και ήταν το 6 εις τον κύβο, ή 6 x 6 x 6. Πα τους πυθαγόρειους, αυτό συμβόλιζε την κυκλική επαναφορά, την έννοια ότι όλα τα πράγματα επαναλαμβάνονται. Όπως οι ινδουϊστές, έτσι και οι Πυθαγόρειοι πίστευαν ότι ήταν μοιραίο να υποταχθούν σ’ έναν ατελείωτο κύκλο ζωής μετά τη ζωή, και έτσι τις ψυχές, όπως και τους ίδιους τους αριθμούς, τις θεωρούσαν αθάνατες. Στην πραγματικότητα, η αθανασία της ψυχής και ο ατέρμων μετεμψυχωτικός της κύκλος ήταν τα πρώτιστα θρησκευτικά δόγματα του πυθαγορισμού -η μια πλευρά όπου γινόταν πασιφανής και πάλι η επίδραση της Ανατολής.

Επειδή η ψυχή βρισκόταν σε διαρκή μετενσάρκωση, κατά τον Πυθαγόρα, περνούσε ένα χρονικό διάστημα στη γη (δέσμια σ’ ένα σώμα) και ένα χρονικό διάστημα εκτός γης (ασώματη, άυλη). Έτσι, προέκυψε το ερώτημα: όποτε η ψυχή δεν είναι ενσαρκωμένη, πού ακριβώς περνά τον καιρό της και τι ακριβώς κάνει; Η απάντηση του Πυθαγόρα ήταν ότι έμενε στο ουράνιο βασίλειο των άυλων αριθμών-θεών, όπου απολάμβανε μακάρια τις μελωδίες της μαθηματικής μουσικής του σύμπαντος, της αποκαλούμενης και αρμονίας των σφαιρών. … οι πυθαγόρειοι θεωρούσαν το άκουσμα της αρμονίας των σφαιρών ως τα Θεοφάνια της ανθρώπινης εμπειρίας. Μολονότι ο κάθε άνθρωπος θα μπορούσε να προσδοκά μετά θάνατον αυτή τη θεία απόλαυση, οι πυθαγόρειοι είχαν ως στόχο να απελευθερώσουν τις ψυχές τους για να δοκιμάσουν αυτή την ευδαιμονία ενόσω ακόμα ήταν ζωντανοί. Ο πυθαγορισμός λοιπόν ήταν πρωτίστως μια θρησκεία μετουσίωσης της ψυχής, στην οποία ο σκοπός ήταν να χρησιμοποιηθούν τα μαθηματικά ως εργαλείο για να απελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα ώστε να μπορέσει να ανέβει και να μπει στο “ουράνιο” βασίλειο των αριθμών. Τα μαθηματικά, ήταν έτσι μια θρησκευτική προπάντων δραστηριότητα.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται τους άλλους. Δεν θεωρούν την ανάγκη αυτή για αγάπη και οικειότητα σαν υποχρέωση να υποβιβάζουν τον εαυτό τους, αλλά περισσότερο σαν μέσο αντανάκλασης των μεγάλων δυνατοτήτων τους και μοιράσματός τους με άλλους. Δεν αισθάνονται περιορισμένοι από την αγάπη και τις στενές σχέσεις, αλλά τις θεωρούν ιδιαίτερη ευκαιρία για ανάπτυξη. Κατανοούν πως ποτέ δεν μπορούν να κατέχουν κάποιον άλλο και δεν έχουν καμιά επιθυμία να ανήκουν σε κάποιον. Ξέρουν ότι η οικειότητα φέρνει κοντά τους ανθρώπους, αλλά ότι είναι ευθύνη του καθένα να διατηρήσει την αυτονομία του. Ότι πρέπει να αναπτύσσονται χωριστά για να εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται με άλλους. Ο έρωτας και οι στενές σχέσεις προκαλούνται, δεν απειλούνται από τις διαφορές. Οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι που ξέρουν πώς όταν δυο άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν στενή σχέση, ενώνουν, δύο διαφορετικούς κόσμους, κι έτσι, όχι μόνον φέρνουν ο ένας στον άλλον κοινά στοιχεία, αλλά και διαφορές. Οι διαφορές είναι που θα συνεχίζουν να τους κινητοποιούν ν’ αναπτυχθούν. Το βάθος της αγάπης μας μπορεί συνήθως να μετρηθεί από το βαθμό στον οποίο είμαστε διατεθειμένοι να μοιράζουμε τον εαυτό μας με άλλους. Αρχίζουμε με ξεχωριστά Εγώ. Φτιάχνουμε έναν κοινό χώρο ανάμεσα στα δύο Εγώ και τον ονομάζουμε Εμείς. Αυτός είναι ο χώρος στον οποίο αναπτύσσεται η οικειότητα. Όσο μεγαλύτερη είναι η κοινή εμπειρία, τόσο μεγαλύτερος και ο χώρος του Εμείς.

Ο έρωτας και η οικειότητα έχουν πολλά στάδια και γι’ αυτό μεταβάλλονται διαρκώς. Η οικειότητα της πρώτης συνάντησης δεν θα είναι η οικειότητα του μήνα του μέλιτος, αλλά θα υπάρξουν πολλές περίοδοι μήνα του μέλιτος. Η περίοδος του διαμερίσματος ενός δωματίου με δανεικά έπιπλα, η περίοδος του πρώτου παιδιού, η περίοδος της αγοράς του σπιτιού, η περίοδος της πρώτης σημαντικής προαγωγής, η περίοδος της ανάπτυξης με την οικογένεια, παρατηρώντας τα παιδιά να φτιάχνουν τη δική τους οικογένεια, η περίοδος των γηρατειών. Κάθε περίοδος θα είναι καινούργια και θα δημιουργεί νέες διαστάσεις στην οικειότητα. Επιβάλλεται γι’ αυτό ο ολοκληρωμένος άνθρωπος να έχει πάντα συνειδητότητα και να είναι ανοιχτός στην αλλαγή. Το πρόσωπο στα χέρια σήμερα κάποιου δεν θα είναι το ίδιο πρόσωπο αύριο, ή ακόμα για το λόγο αυτό, την επόμενη ώρα. Ο έρωτας δεν ανατρέφεται ούτε αυξάνεται κοιτάζοντας προς τα πίσω, βιώνεται πάντα στο παρόν.

Η ώριμη οικειότητα και η αγάπη δεν στηρίζονται στις προσδοκίες. Αφού κανείς, ούτε κι ένας άγιος, δεν μπορεί να ξέρει ή να εκπληρώσει όλες μας τις προσδοκίες, το να έχουμε προσδοκίες από τους άλλους σημαίνει ότι επιζητούμε τον πόνο και την απογοήτευση. Η μόνη βάσιμη προσδοκία στον έρωτά βρίσκεται στην ελπίδα ότι αυτοί που αγαπάμε θα γίνουν ο εαυτός τους, όπως κι εμείς. Η αγάπη που προσφέρεται από μια αίσθηση καθήκοντος ή υποχρέωσης είναι η μεγαλύτερη προσβολή και γι’ αυτό δεν είναι καθόλου αγάπη.

Ο αληθινός έρωτας και η οικειότητα αναπτύσσονται με τον καλύτερο τρόπο αυθόρμητα και προσφέρουν μια πληθώρα ευκαιριών για εμπειρίες χαράς, ομορφιάς και γέλιου. Όλοι έχουμε γνωρίσει τη θαυμάσια αίσθηση του κοινού βιώματος μιας έντονης εμπειρίας με κάποιον, είτε γέλιου είτε πόνου. Στιγμιαία, η κοινή εμπειρία παίρνει τους δύο και τους κάνει ένα. Οι στιγμές αυτές βαθειάς οικειότητας θα συνεχίσουν να κάνουν τον έρωτα πιο φρέσκο, γοητευτικό και αναζωογονημένο.

Η ώριμη οικειότητα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εμπεριέχει τη σωματική επαφή. Ενσωματωμένη σ’ αυτή φαίνεται να είναι μια αισθησιακή ανάγκη να βρεθούμε κοντά στους αγαπημένους μας, να έχουμε σωματική επαφή, να τους αγκαλιάζουμε και να τους κρατάμε κοντά μας. Θα χρειαστεί γι’ αυτό ο ολοκληρωμένος άνθρωπος να συμφιλιωθεί με τη σεξουαλικότητά του.

Δεν υπάρχει ίσως πιο φυσική, ούτε πιο ικανοποιητική πράξη που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος απ’ αυτή που βρίσκεται σε μια ώριμη σεξουαλική οικειότητα. Εδώ, στην υψηλότερη μορφή της, υπάρχει μια βαθειά επιθυμία ολοκληρωτικής συγχώνευσης με τον άλλο. Είναι μια έσχατη έκφραση αγάπης που συνδυάζει όλα τα θετικά της χαρακτηριστικά -φροντίδα, προσφορά, μοίρασμα. επιβεβαίωση, αποδοχή παραχώρηση και παραδοχή. Η σεξουαλικότητα, όταν είναι η έκφραση πραγματικής αγάπης, μπορεί να είναι η θεμελιώδης ανθρώπινη ένωση.

Η αγάπη και η οικειότητα απαιτούν κάποια λεκτική έκφραση. Πολύ συχνά υποθέτουμε ότι το άλλο ή τα άλλα πρόσωπα ξέρουν τι σκεφτόμαστε ή πώς αισθανόμαστε. Πολλές φορές εκπλησσόμαστε όταν ανακαλύπτουμε ότι αυτό δεν ισχύει. Είναι ευθύνη του καθένα να απλώσει το χέρι και ν’ αγγίξει την καρδιά αυτού που αγαπάει – μια κουβέντα, ένα σημείωμα, ένα λουλούδι, ένα απλό ποίημα, μπορούν να δώσουν το πολύ αναγκαίο μήνυμα της επιβεβαίωσης. Κανείς δεν κουράζεται ποτέ από την έκφραση αγάπης.

Η αγάπη και η οικειότητα απαιτούν κάποια συμπάθεια. Αν δεν μπορούμε να συναισθανόμαστε με κάποιον, δεν είμαστε ικανοί να αγαπάμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε τέλεια εμπάθεια με τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά ενός άλλου. Μου είναι οδυνηρό ν’ ακούω κάποιον να λέει, “Ξέρω ακριβώς πώς αισθάνεσαι”! Δεν ξέρει! Δεν μπορεί να ξέρει! Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να καταλάβουμε μόνον αυτό που έχουμε βιώσει πραγματικά, και κάθε εμπειρία είναι πάντα πολύ προσωπική. Όταν όμως έχουμε μια γνώση των προσωπικών μας συγκρούσεων και συναισθημάτων που στηρίζονται πάνω σε γενικές ανθρώπινες εμπειρίες μπορούμε ν’ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε πως αισθάνονται ίσως οι άλλοι. Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει η συμπάθεια.

Η αγάπη και η οικειότητα δεν έχουν καμιά σχέση με την εκμετάλλευση. Υπάρχει ένα παλιό ρητό, αλλά ισχύει ακόμα, “Χρησιμοποίησε τα πράγματα, αγάπα τους ανθρώπους”. Είναι τρομακτικό το πόσο πολλοί κάνουν ακριβώς το αντίθετο στο όνομα της αγάπης: Γονείς που χρησιμοποιούν τα παιδιά τους, σύζυγοι που χρησιμοποιούν τις/τους συζύγους τους, εκπαιδευτικοί που χρησιμοποιούν τους μαθητές τους, προοδευτικοί που χρησιμοποιούν την κοινωνία τους. Χρησιμοποιούν τη ζωή άλλων για να επιβεβαιώσουν την δική τους ύπαρξη και αξία. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που η αγάπη έχει γίνει τόσο αμφίβολη και απειλητική έννοια. Χρησιμοποιείται τόσο συχνά για να καταστρέφει παρά να προάγει. Η εκμετάλλευση σε μια σχέση, ανεξάρτητα από το πώς την δικαιολογούμε, δεν μπορεί ποτέ να είναι αγάπη!

Είναι δύσκολο να βρεθεί τέλεια ανθρώπινη αγάπη. Φαίνεται πως έχουμε λίγα πρότυπά της. Οι συμπεριφορές όμως που εμπεριέχουν αγάπη είναι σταθερές, φανερές και διαθέσιμες για μελέτη. Οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι ξέρουν ότι πρέπει κύρια να είναι αυτοδίδακτες και ότι αποκτώνται καλύτερα με το να είναι απλώς ευάλωτοι στην αγάπη και ζώντας μέσα σ’ αυτήν αφοσιωμένοι κάθε μέρα της ζωής τους.

Το συμπέρασμα αυτού του άρθρου δεν είναι ότι πρέπει να είμαστε τέλειοι για να έχουμε ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Ισχύει το αντίθετο. Η τελειότητα συνεπάγεται μια τελική κατάσταση, μια ολοκλήρωση, μια λήξη. Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος δεν επιζητεί ποτέ κάτι τέτοιο.

JOHN LOCKE: Αν αντλείς μεγαλύτερη απόλαυση από την οινοποσία σε σχέση μ’ εκείνη που αντλείς από τη χρήση της όρασής σου, τότε το κρασί είναι καλό για σένα

Τι καθορίζει τη θέλησή μας κατά το πράττειν; Μετά από επανεξέταση του ζητήματος, είμαι σε θέση να υποθέσω ότι η θέληση δεν καθορίζεται, όπως γενικώς θεωρείται, από το μέγιστο αγαθό στο οποίο αποβλέπει κανείς μελλοντικά, αλλά μάλλον από μια (και δη την πλέον επείγουσα τις περισσότερες φορές) ανησυχία, από την οποία κυριαρχείται κανείς σε παρόντα χρόνο. Αυτή η ανησυχία είναι που καθορίζει αποτελεσματικά τη θέληση και μας θέτει στην τροχιά των τελούμενων από μας πράξεων. Αυτή την ανησυχία μπορούμε να την ονομάσουμε επιθυμία. Πρόκειται για την ανησυχία, την οποία προκαλεί στο νου η έλλειψη ενός αγαθού. Η άποψη ότι το αγαθό, το μέγιστο αγαθό καθορίζει τη θέληση, φαίνεται ν’ αποτελεί τόσο καθιερωμένο και κατασταλαγμένο κανόνα, που συγκεντρώνει τη γενική συναίνεση όλων των ανθρώπων, ώστε δεν είναι καθόλου απορίας άξιον το γεγονός ότι το εξέλαβα κι εγώ ως δεδομένο όταν πρωτοδημοσίευσα τις σκέψεις μου επί του ζητήματος. Φαντάζομαι δε ότι οι περισσότεροι θα μου συγχωρήσουν ευκολότερα την παράλειψή μου εκείνη μάλλον παρά το σημερινό μου εγχείρημα να απομακρυνθώ από μια τόσο διαδεδομένη γνώμη. Είμαι όμως υποχρεωμένος, μετά από αυστηρότερη έρευνα, να συμπεράνω ότι το αγαθό, το μέγιστο αγαθό, ακόμη κι αν γίνει κατανοητό και παραδεκτό ως τέτοιο, δεν καθορίζει τη θέλησή μας παρά μόνο από τη στιγμή που η έλλειψή του θα προκαλέσει την ανησυχία μας, κάνοντάς το επιθυμητό.

Όσο κι αν πείσετε έναν άνθρωπο ότι η αφθονία πλεονεκτεί ένα ντι της φτώχειας, όσο κι αν τον κάνετε να διαπιστώσει και να εμπεδώσει το γεγονός ότι οι όμορφες απολαύσεις της ζωής είναι καλύτερες από την άθλια μιζέρια, εντούτοις, ενόσω ο άνθρωπος αυτός είναι ευχαριστημένος με τη φτώχεια και δεν βρίσκει τίποτε σ’ αυτήν που να του προκαλεί ανησυχία, δεν πρόκειται να προβεί σε καμία κίνηση, η θέληση του δεν θα προσανατολιστεί ποτέ σε κάποια πράξη, η οποία θα τον έβγαζε από την κατάσταση όπου βρίσκεται.

Όσο κι αν έχει πειστεί κάποιος για τα πλεονεκτήματα της Αρετής, ότι δηλαδή αυτή είναι αναγκαία σ’ έναν άνθρωπο με υψηλούς στόχους σ’ αυτό τον κόσμο ή προσβλέπει στον μελλοντικό κόσμο ως τροφή ζωής, εντούτοις, μέχρι να φτάσει εκείνος να πεινά και να διψά για την ηθική ακεραιότητα, μέχρι να αισθανθεί ανήσυχος από την έλλειψή της, η θέλησή του δεν θα τον προσανατολίσει σε καμία πράξη επιζήτησης αυτού του, ομολογουμένως, μέγιστου αγαθού. Οποιαδήποτε άλλη ανησυχία αισθάνεται όμως, θα οδηγήσει τη θέλησή του σε άλλες πράξεις.

Αν τεθεί ακολούθως το «τι είναι εκείνο που κινεί τη θέληση», απαντώ: η ευτυχία και μόνο. Ευτυχία και δυστυχία είναι τα ονόματα δύο άκρων, των οποίων όμως δεν γνωρίζουμε τα ακρότατα όρια, αφού πρόκειται για πράγματα που το μάτι δεν έχει δει, το αυτί δεν έχει ακούσει και η καρδιά του ανθρώπου δεν έχει συλλάβει. Έχουμε όμως πολύ ζωντανές εντυπώσεις για ορισμένους βαθμούς αμφότερων αυτών των καταστάσεων, εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν αφενός από διάφορες στιγμές απόλαυσης και χαράς, και αφετέρου βασάνων και θλίψης, τα οποία χάριν συντομίας θα συμπεριλάβω υπό τα ονόματα της ηδονής και του πόνου της οδύνης, είτε πρόκειται για ηδονές και πόνους του σώματος είτε του πνεύματος. Ή, για να πούμε την αλήθεια, είναι όλα ηδονές και πόνοι του πνεύματος, αν και μερικά γεννώνται στο νου από τη σκέψη ενώ άλλα στο σώμα από ορισμένες μεταβολές της κίνησης. Η ευτυχία επομένως, στην πληρότητά της, είναι η υπέρτατη ηδονή, την οποία μπορούμε να έχουμε και η δυστυχία, ο έσχατος πόνος. O δε ελάχιστος βαθμός αυτού, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε ευτυχία, είναι εκείνος ο βαθμός απουσίας πόνου και παρουσίας ηδονής, χωρίς τον οποίο κανείς δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένος.

Επειδή λοιπόν η ηδονή και ο πόνος προκαλούνται με την επενέργεια ορισμένων πραγμάτων είτε στο νου μας είτε στο σώμα μας και σε διαφορετικούς βαθμούς, έπεται πως οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει ηδονή είναι αυτό που ονομάζουμε καλό και οτιδήποτε είναι σε θέση να μας προκαλέσει πόνο το λέμε κακό, για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την ικανότητά του να μας προκαλεί ηδονή και πόνο, στα οποία και συνίστανται η ευτυχία και η δυστυχία μας αντιστοίχως.

Το κρίσιμο σημείο όπου διακρίνεται η ελευθερία των έλλογων όντων κατά τη συνεχή επιζήτηση και τη σταθερή επιδίωξη της αληθινής ευδαιμονίας έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να αναστείλουν την επιδίωξη αυτή σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, μέχρι να εποπτεύσουν και να διαμορφώσουν άποψη κατά πόσον το ιδιαίτερο αντικείμενο που αντιμετωπίζουν ή επιθυμούν τη δεδομένη στιγμή βρίσκεται στον δρόμο του κυρίως σκοπού τους και αποτελεί πραγματικό μέρος του μέγιστου αγαθού γι’ αυτούς. Διότι η προδιάθεση και κλίση της φύσης τους προς την ευτυχία συνιστά γι’ αυτούς υποχρέωση και κίνητρο να προσέξουν, ώστε να μην αστοχήσουν ή απολέσουν τον στόχο αυτό και μ’ αυτό τον τρόπο, η ίδια κλίση τους υπαγορεύει κατ’ ανάγκην προσοχή, περίσκεψη και επιφυλακτικότητα κατά τον προσανατολισμό των ιδιαίτερων πράξεών τους, οι οποίες αποτελούν τα μέσα για την απόκτηση της ευτυχίας. Η αυτή αναγκαιότητα που καθορίζει την επιδίωξη της πραγματικής υπέρτατης ευδαιμονίας επιβάλλει με την ίδια δύναμη και την αναστολή, τη στάθμιση και τον ενδελεχή έλεγχο της κάθε τυχόν επιθυμίας, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτή σχετίζεται ή όχι με την αληθινή ευτυχία μας ή μας αποπροσανατολίζει. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο προνόμιο των πεπερασμένων έλλογων όντων και θα επιθυμούσα να σκεφτεί κανείς καλά μήπως σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής και άσκησης όλης της ελευθερίας την οποία όντως διαθέτουν, είναι ικανοί να έχουν ή μπορούν να αξιοποιήσουν οι άνθρωποι και από την οποία εξαρτάται η έκβαση των πράξεών τους. Αυτή η ποικιλία επιδιώξεων δείχνει ότι ο καθένας δεν επενδύει την ευτυχία του στο ίδιο πράγμα ούτε επιλέγει τον ίδιο δρόμο προς αυτήν. Αν υποθέσουμε ότι όλες οι μέριμνες του ανθρώπου περιορίζονται σ’ αυτή τη ζωή, το γεγονός ότι ο ένας επιλέγει τη σπουδή και τη γνώση ενώ ο άλλος το κυνήγι, ο ένας την πολυτέλεια και την κραιπάλη ενώ ο άλλος την εγκράτεια και τον πλούτο, δεν συμβαίνει επειδή ο καθένας τους δεν επιδιώκει τη δική του ευτυχία, αλλά επειδή η ευτυχία αυτή επενδύθηκε από τον καθέναν τους σε διαφορετικά πράγματα. Ήταν επομένως ορθή η απάντηση που έδωσε ένας γιατρός στον ασθενή του, ο οποίος έπασχε από ερεθισμό των ματιών του: «Αν αντλείς μεγαλύτερη απόλαυση από την οινοποσία σε σχέση μ’ εκείνη που αντλείς από τη χρήση της όρασής σου, τότε το κρασί είναι καλό για σένα. Αν όμως η απόλαυση να βλέπεις είναι μεγαλύτερη για σένα από εκείνη του πιοτού, τότε το κρασί είναι κάτι ασήμαντο».

JOHN LOCKE, ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΝΟΗΣΗ

ΟΙ ΔΥΟ ΕΑΥΤΟΙ ΜΑΣ

Θέλω να σας παρουσιάσω δύο ανθρώπους τους οποίους γνωρίζετε, αν και όχι με αυτά τα ονόματα: ο εαυτός σας που βιώνει εμπειρία και ο εαυτός σας που θυμάται την εμπειρία.

Ο εαυτός που βιώνει είναι το κομμάτι της συνείδησής σας που βιώνει την τρέχουσα στιγμή. Για παράδειγμα, εσείς διαβάζετε τώρα αυτή την πρόταση. Σε λίγο θα βιώσετε το κλείσιμο του υπολογιστή και ίσως σηκωθείτε και πάτε να φτιάξετε καφέ. Ο εαυτός σας βιώνει όχι μόνο ό,τι κάνετε, αλλά και ό,τι σκέφτεστε και αισθάνεστε: αντιλαμβάνεται τη σωματική σας κατάσταση όπως κούραση, πονόδοντο ή ένταση. Όλα αυτά μαζί τα βιώνετε σε μια στιγμή.

Πόσο διαρκεί μια στιγμή; Οι ψυχολόγοι την υπολογίζουν σε 3 δευτερόλεπτα πάνω κάτω. Αυτό είναι το χρονικό διάστημα που αντιλαμβανόμαστε ως παρόν- με λίγα λόγια, όλα όσα βιώνουμε συμπυκνωμένα σε ένα «τώρα». Μακρύτερες χρονικές περίοδοι αντιμετωπίζονται ως ακολουθία στιγμών. Αφαιρώντας τον χρόνο του ύπνου, ζούμε περίπου 20.000 στιγμές την ημέρα – δηλαδή με μέσο προσδόκιμο ζωής κάπου μισό δισεκατομμύριο στιγμές σε ολόκληρη τη ζωή μας.

Τι συμβαίνει σε όλες τις εντυπώσεις που συνωστίζονται στο μυαλό σας κάθε στιγμή; Σχεδόν όλες χάνονται για πάντα. Κάντε αυτό το τεστ: ποια ακριβώς ήταν η εμπειρία σας πριν από 24 ώρες, 10 λεπτά και 3 δευτερόλεπτα; Ίσως ήταν μόνο ένα φτέρνισμα. Ή κοιτάξατε έξω από το παράθυρο. Ή σκουπίσατε ένα ψίχουλο από το παντελόνι σας. Όποια κι αν ήταν η εμπειρία, δεν υπάρχει πια. Δεν διασώζεται ούτε το ένα εκατομμυριοστό των εμπειριών μας. Είμαστε μια σπάταλη μηχανή εμπειριών που εξαφανίζονται.

Αυτό είναι λοιπόν ο εαυτός μας που βιώνει. Το δεύτερο άτομο που θέλω να σας παρουσιάσω είναι το εγώ σας που θυμάται- το κομμάτι της συνείδησής σας που συλλέγει, αξιολογεί και ταξινομεί τα λιγοστά πράγματα τα οποία δεν έχει πετάξει το εγώ σας που βιώνει. Αν φάγατε την καλύτερη σοκολάτα της ζωής σας πριν από 24 ώρες, 10 λεπτά και 3 δευτερόλεπτα, ίσως ο εαυτός σας που θυμάται να το έχει καταγράψει.

Μπορούμε να εικονογραφήσουμε τη διαφορά μεταξύ των δύο εαυτών με μια απλή ερώτηση: Είστε ευτυχισμένος; Σκεφτείτε λίγο προτού απαντήσετε.

Εντάξει. Τι απαντάτε; Αν συμβουλευτείτε το εγώ σας που βιώνει θα σας απαντήσει σχετικά με την παρούσα κατάσταση, την κατάσταση του νου σας στο χρονικό διάστημα των τριών δευτερολέπτων. Ως συντάκτης αυτών των προτάσεων που διαβάζετε, ελπίζω φυσικά η απάντηση να ήταν θετική. Αν, αντιθέτως, ρωτήσατε τον εαυτό σας που θυμάται, αναφέρεστε στη συνολική σας διάθεση, στο πώς αισθανθήκατε πρόσφατα σε γενικές γραμμές, στο πόσο ικανοποιημένοι είστε από τη ζωή σας.

Δυστυχώς, σπανίως οι δύο εαυτοί δίνουν την ίδια απάντηση. Σε μια μελέτη σχετικά με την ευτυχία των σπουδαστών στις διακοπές, οι ερευνητές έστελναν με γραπτά μηνύματα την ερώτηση «Πώς νιώθετε αυτή τη στιγμή;» και επαναλάμβαναν την ερώτηση στο τέλος των διακοπών. Αποτέλεσμα; Ο εαυτός που βιώνει ήταν λιγότερο ευχαριστημένος από τον εαυτό που θυμάται. Καμία έκπληξη. Έχετε σίγουρα ακούσει για τα ροζ γυαλιά της μνήμης· εκ των υστέρων, το παρελθόν φαίνεται πολύ καλύτερο. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τη μνήμη μας- είναι επιρρεπής σε συστηματικά σφάλματα.

Tι συμβαίνει; Ο Ντάνιελ Κάνεμαν το ονομάζει κανόνα αποκορυφώματος και τέλους. Ο Κάνεμαν διαπίστωσε ότι θυμόμαστε κυρίως το αποκορύφωμα ενός επεισοδίου, την πιο έντονη στιγμή του και το τέλος του. Όλα τα υπόλοιπα δεν παραμένουν στη μνήμη.

Σε γενικές γραμμές, αν το ταξίδι των διακοπών σας διαρκεί μια εβδομάδα ή τρεις εβδομάδες η ανάμνηση δεν θα διαφέρει. Το αν περάσετε έναν μήνα ή έναν χρόνο στη φυλακή δεν έχει σημασία για τη μνήμη. Θα θυμάστε τον καιρό πίσω από τα κάγκελα. Το σφάλμα αυτό ονομάζεται «διάλειψη διάρκειας», μια σοβαρή πλάνη της μνήμης μαζί με τον κανόνα αποκορυφώματος και τέλους.

Ενώ το εγώ που βιώνει είναι σπάταλο (τα πετάει σχεδόν όλα), το εγώ που θυμάται είναι εξαιρετικά επιρρεπές στο σφάλμα – και μας οδηγεί σε λανθασμένες αποφάσεις. Λόγω των λανθασμένων υπολογισμών του εγώ που θυμάται, τείνουμε να εκτιμάμε υπερβολικά τις μικρές, έντονες απολαύσεις και λιγότερο τις ήσυχες και μακροχρόνιες: το μπάντζι τζάμπινγκ αντί για τις πεζοπορίες, το σεξ της μιας βραδιάς αντί για το σεξ με τον σύντροφό σας, εντυπωσιακά βίντεο από το YouTube αντί για ένα καλό βιβλίο.

Υπάρχει ολόκληρο είδος βιβλίων που περιγράφουν τη ζωή «στα άκρα». Οι συγγραφείς τους είναι συνήθως πολεμικοί ανταποκριτές, ορειβάτες, ιδρυτές νεοφυών επιχειρήσεων ή καλλιτέχνες της περφόρμανς. Το κήρυγμά τους: η ζωή είναι πολύ μικρή για μέτριες απολαύσεις. Μόνο σε ακραίες υψηλές και ακραίες χαμηλές τιμές αισθάνεται ο άνθρωπος ότι είναι κάποιος. Μια ήρεμη ζωή χωρίς συνταρακτικά γεγονότα είναι αποτυχημένη. Αυτοί οι συγγραφείς -και οι αναγνώστες τους- έχουν πέσει θύμα των παγίδων του εγώ που θυμάται. Το να διασχίσετε ξυπόλητος τις ΗΠΑ ή να ανεβείτε στο Έβερεστ σπάζοντας το ρεκόρ είναι μεγάλη εμπειρία μόνο αναδρομικά. Τη στιγμή της εμπειρίας είναι βασανιστήριο. Τα ακραία αθλήματα τροφοδοτούν τη μνήμη εις βάρος της στιγμιαίας ευτυχίας.

Τι μετράει τελικά, ο εαυτός που βιώνει ή ο εαυτός που θυμάται; Και οι δύο φυσικά. Κανείς δεν θέλει να χάσει ωραίες αναμνήσεις. Αλλά έχουμε την τάση να υπερεκτιμάμε το εγώ που θυμάται και να ζούμε με το ένα μάτι στη συλλογή μελλοντικών αναμνήσεων, αντί να εστιάζουμε στο παρόν.

Απόφευγε να χάνεις τον χρόνο σου όπως ο όχλος

Η ζωή παραείναι σύντομη («το σώμα αυτό δεν είναι σπίτι, είναι πανδοχείο» λέει ο Σενέκας) και έχεις σημαντικά πράγματα να κάνεις. Διάλεγε με προσοχή τις εικόνες και τις ιδέες στις οποίες εκτίθεται το μυαλό σου. Αν δεν τις διαλέξεις εσύ, κάποιος άλλος θα τις διαλέξει – και τα κίνητρά του μπορεί να είναι ποταπά. Είναι εύκολο να ολισθήσει κανείς στη χυδαιότητα. Αναλογιστείτε πόσες ώρες την ημέρα χάνουν οι άνθρωποι βλέποντας ανοησίες στην τηλεόραση ή παίζοντας παιχνίδια στον υπολογιστή και στο κινητό τους. Σκοτώνοντας την ώρα τους σκοτώνουν τη ζωή τους.

Η ιστορική φράση «άρτον και θεάματα» (panem et circenses), που αποδίδεται στον Ρωμαίο ποιητή Γιουβενάλη, εικονογραφεί τη λεγόμενη τεχνική της αποβλάκωσης. Ο αυτοκράτορας προσέφερε στον λαό σιτάρι (ψωμί) και θεάματα στο αμφιθέατρο (και, στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο, στον ιππόδρομο) με σκοπό να τον αποσπά από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας. Σήμερα η έκφραση χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις πολιτιστικής εξαθλίωσης ενός λαού, που αρκείται μόνο σε εφήμερες απολαύσεις και διασκεδάσεις (π.χ. τηλεόραση, ποδόσφαιρο) τις οποίες παρέχει το πολιτικό σύστημα για να αποστρέψει την προσοχή των πολιτών (της κοινής γνώμης) από την κακή κατάσταση των πραγμάτων.

Η φιλοσοφική θέσμιση του χρόνου

Κάθε κοινωνία υπάρχει θεσμίζοντας τον κόσμο ως τον κόσμο της ή τον κόσμο της ως τον κόσμο και αυτοθεσμιζόμενη ως τμήμα αυτού του κόσμου.

Αυτής της θέσμισης, του κόσμου και της κοινωνίας από την ίδια την κοινωνία, ή θέσμιση του χρόνου είναι πάντοτε μια ουσιαστική συνιστώσα. Ξέρουμε όμως γιατί ο χρόνος θεσμίζεται ως χωριστός, και από τον χώρο και κυρίως από αυτό πού παράγεται μέσα στον χώρο;

Ο συνετός άνθρωπος κουνάει το κεφάλι του μπροστά σ’ αυτές τις φιλοσοφικές λεπτολογίες: υπάρχει χρόνος, οι άνθρωποι βλέπουν ο ένας τον άλλο να μεγαλώνουν, ν’ αλλάζουν, να πεθαίνουν, παρατηρούν τον ήλιο και τ’ άστρα που ανατέλλουν και δύουν κ.λπ. Το ξέρουμε κι εμείς το ίδιο καλά όπως κι αυτός. Αλλά γιατί λοιπόν αυτό πού « υπάρχει » τόσο αναμφισβήτητα, αυτοί οι αναμφισβήτητοι άνθρωποι το έθεσαν και το φαντάστηκαν με τρόπο τόσο αναμφισβήτητα διαφορετικό μέσα στην ιστορία; Γιατί το σκέφτηκαν σαν ανοιχτό ή κλειστό, αιωρούμενο ανάμεσα στα δύο σταθερά όρια της Δημιουργίας και της Παρουσίας, ή άπειρο, σαν χρόνο προόδου ή χρόνο πτώσης, σαν απόλυτα ομογενές ή ποιοτικά διαφοροποιημένο;

Όλα αυτά είναι ένας παραστασιακός κυκεώνας, συνεχίζει ο συνετός άνθρωπος, και η επιστημονική πρόοδος μάς απαλλάσσει βαθμηδόν από αυτόν, ξέρουμε όσο πάει και καλύτερα τι είναι ο χρόνος. Ως συνήθως, ο συνετός άνθρωπος αναφέρεται στην επιστήμη τόσο πιο εύκολα, όσο περισσότερο την αγνοεί. Θα έπρεπε να τού δώσουμε την ευκαιρία - πράγμα πού γενικά δεν δέχεται - να συναντήσει τον σύγχρονο φυσικό, πού θα τού πει πώς αυτός τουλάχιστον δεν γνωρίζει τί είναι ο χρόνος, αν πραγματικά διακρίνεται από τον χώρο και με ποιό τρόπο, αν είναι άπειρος ή πεπερασμένος, ανοιχτός ή κυκλικός, αν αντιστοιχεί σε κάτι το διαχωρίσιμο από τον παρατηρητή ή απλώς σ’ έναν υποχρεωτικό, για κάθε παρατηρητή, τρόπο επισκόπησης μιας πολλαπλότητας.

Είναι πράγματι σαφές ότι, μόλις αρχίσουμε να θέτουμε ερωτήματα, η δυνατότητα να διακρίνουμε απόλυτα «χρόνο», «χώρο» και «ότι» εκεί απαντάται γίνεται από τις πιο προβληματικές, και είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι η σχετική συζήτηση διατρέχει από τη μια άκρη στην άλλη την ιστορία της φιλοσοφίας και ακόμα και της επιστημονικής σκέψης, πού τα τελευταία της πενήντα χρόνια κονιορτοποίησαν τις βεβαιότητες πάνω σ’ αυτό το σημείο, όπως και σε πολλά άλλα. Υπάρχει πολλαπλό — ή, όπως έλεγε ό Καντ, πολυειδές· υπάρχει λοιπόν δεδομένο της διαφοράς ή της ετερότητας (όροι χρησιμοποιούμενοι εδώ προσωρινά σαν ισοδύναμοι και τούς όποιους θα οδηγηθούμε στη συνέχεια να διακρίνουμε και ν’ αντιδιαστείλουμε ριζικά). Γιατί λοιπόν αυτή η διαφορά ή ετερότητα τίθεται πάντοτε από το υποκείμενο και την κοινωνία, σαν δεδομένη μέσα σ’ ένα πρώτο περιβάλλον, τον «χώρο», όπως και μέσα σ’ ένα δεύτερο περιβάλλον, τον «χρόνο», και επίσης σαν διαχωρίσιμη από αυτό μέσα στο όποιο είναι;

Για ν’ αναμετρήσουμε το βάθος και τις λογικές συνέπειες αυτοί τού ζητήματος, θα έπρεπε να ανατρέξουμε διά μακρών στο πρώτο μεγάλο κείμενο της φιλοσοφίας, όπου «χώρος», «χρόνος» και «ότι» είναι θεματοποιήθηκαν και συζητήθηκαν ρητά στις σχέσεις τους και όπου εμφανίζονται ήδη όλες οι σχεδόν ανυπέρβλητες αναγκαιότητες πού θα κυβερνήσουν μέχρι σήμερα τη φιλοσοφική σκέψη: στον Τίμαιο τού Πλάτωνος.

Αυτό δεν μπορεί να γίνει εδώ. Πρέπει απλώς να υποδείξουμε μερικές από τις όψεις πού εμφανίζουν την δυνατότητα της κληρονομημένης σκέψης να σκεφτεί πραγματικά τον χρόνο, ένα χρόνο ουσιαστικά άλλο από τον χώρο. Δεν υπάρχει, στην αρχή, ούτε χρόνος ούτε χώρος σε αυτό πού ο Πλάτων παρέχει στον εαυτό του - παρέχει στον Δημιουργό -για να χτίσει τον κόσμο. Υπάρχει το άεϊ ον και το άει γιγνόμενον. «Πάντοτε» (άεί) είναι εδώ, το λέει ρητά ό Πλάτων, μια τερατώδης γλωσσική κατάχρηση: δεν είναι ή παγχρονικότητα, είναι η αχρονικότητα, πού τίθεται σαφώς ως αδυνατότητα, ως αδυναμία να συλληφθεί ή κίνηση και ή αλλοίωση (άκίνητον).

Ποιό είναι το προνόμιο ή απλώς το ίδιον, ή ουσία τού άεί όντος - ποιά είναι η ουσία της ουσίας; Το άεί ον είναι πάντοτε κατά τούς αυτούς καθορισμούς (άεί κατά ταυτά) αυτό σημαίνει: χρονικά, και από κάθε άποψη, είναι ταυτοτικά καθορισμένο, κατά το αυτό. Το άεί γιγνόμενον δεν γίνεται μαζί μ’ ένα χρόνο ή μέσα σ’ αυτόν - δεν υπάρχει « ακόμη » χρόνος μέσα στον όποιο θα μπορούσε να γίνει, να αλλοιωθεί. Αυτό το φαινομενικά άτοπο είναι μια καταφανής αναγκαιότητα: Το άεί γιγνόμενον, η γένεσις ως τέτοια ή αυτό πού πρέπει να τολμήσουμε να ονομάσουμε το είδος γένεσις, γένεσις απόλυτη και καθαρή, είναι αυτό πού δεν είναι « ποτέ » κατά τούς ίδιους καθορισμούς, αυτό πού είναι «πάντοτε» κατά καθορισμούς άλλους. Και, καθώς το «πάντοτε» και το «ποτέ» δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν εδώ μια χρονική σημασία, τούτο σημαίνει: αυτό πού, «σε κάθε (λογική) στιγμή και κάτω από όποια σχέση», στηρίζει αντιφατικούς καθορισμούς, πράγμα πού με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν έχει, κάτω από καμία σχέση, έναν οποιονδήποτε καθορισμό. Το άεί γιγνόμενον σημαίνει σ’ αυτό το στάδιο: το τελείως μη καθορισμένο.

Αυτό δεν ισχύει για την πραγματική γένεση, γι’ αυτό πού γίνεται μέσα στον κόσμο, μείγμα από άεί γιγνόμενον — ακαθόριστο, άπειρον θα πει ο Πλάτων — και από άεί όν, καθορισμένο, πέρας — άρα πάντοτε υποταγμένο σε μορφές, σε ορθολογικές σχέσεις «καθ' όσον ην δυνατόν» (32 b), σε επί μέρους καθορισμούς. Μέσα σ’ αυτούς πρέπει να υπολογίσουμε και τον χρόνο τού κόσμου: εάν από τη μια μεριά ό χρόνος τού κόσμου συγγενεύει με τη γένεση λόγω της κινητικότητάς του (πού, ακόμη μια φορά, σημαίνει στην πραγματικότητα: ακαθοριστία), από την άλλη μεριά σχηματίζει-εικονίζει με τη συνολική του άναλλοιωσιμότητα, με την κυκλική του επανάληψη (γιατί είναι ουσιαστικά κυκλικός), συνεπώς με την οιονεί-ταυτότητά του προς τον εαυτό του, την αιωνιότητα/άχρονικότητα, της οποίας εκτυπώνεται το ίχνος στον κόσμο και στο πραγματικό γίγνεσθαι, και έδώ ακόμη μέσα στα όρια τού δυνατού (37 d): «είκώ... κινητόν τινα αίώνος... μένοντος αίώνος εν ένί κατ’ άριθμόν ίοϋσαν αιώνιον εικόνα...» Ό χρόνος είναι εικόνα-φιγούρα του μη χρόνου: με μια έννοια, ή φιλοσοφία (και ή επιστήμη), μόλις εγκαταλείπει την έκπληξη, την απορία, και θέλει να πει κάτι, ποτέ δεν μιλάει κατά βάθος διαφορετικά για τον χρόνο.

Ό χρόνος είναι αυτό πού επιτρέπει ή πραγματώνει την επιστροφή του αυτού: δεν αλλάζει τίποτα το σημαντικό, αν αυτή η επιστροφή νοείται ως αναλλοίωτη κυκλικότητα του γίγνεσθαι (όπως στις αρχαίες κοσμολογίες αλλά επίσης και σε μερικές λύσεις των εξισώσεων της γενικής θεωρίας της σχετικότητας) ή απλώς ως επανάληψη μέσα στον αιτιώδη καθορισμό και μ’ αυτόν. Γιατί λοιπόν κύκλοι πού επαναλαμβάνονται είναι άλλοι; Δεν μπορούν να λεχθούν άλλοι λόγω της ύπαρξής τους σ’ έναν «άλλο χρόνο», γιατί ό χρόνος είναι αποκλειστικά και μόνο μέσα στον καθέναν απ’ αυτούς τούς κύκλους, δεν είναι παρά μια « τοπική ιδιότητα », όπως άλλωστε και το «μη αντιστρεπτό» του (ο θάνατός μου σ’ αυτό τον κύκλο προηγείται της γέννησής μου στον επόμενο).

Ακόμα, πάνω σε τί μπορούμε να θεμελιώσουμε μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον χρόνο και τον «χώρο»; Όχι μόνο ό χρόνος — αυτός ό χρόνος - προϋποθέτει τον «χώρο» ως κύκλο, ως καθαρή εικόνα (μια εικόνα δεν μπορεί να είναι παρά μέσα στην απόσταση και στη διαχώριση και στην ενότητα αυτού πού είναι διαχωρισμένο) και ως εικόνα τινός — συνεπώς, σε μια σχέση με αυτό τού οποίου είναι εικόνα, αλλά είναι χώρος, στο μέτρο πού τίποτα εδώ δεν επιτρέπει να διακρίνουμε τον τρόπο πού συνανήκουν τα μέρη του ή οι στιγμές, από τον τρόπο πού συνανήκουν τα μέρη ή τα σημεία τού χώρου.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.9.1-5.10.4)

[5.9.1] Καὶ Ἀλέξανδρός τε κατεστρατοπέδευσεν ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ὑδάσπου, καὶ Πῶρος κατὰ τὴν ἀντιπέρας ὄχθην ὤφθη ξὺν πάσῃ τῇ στρατιᾷ καὶ τῶν ἐλεφάντων τῷ στίφει. ταύτῃ μὲν δὴ ᾗ κατεστρατοπεδευκότα εἶδεν Ἀλέξανδρον αὐτὸς μένων ἐφύλαττε τὸν πόρον· ὅσα δὲ ἄλλα τοῦ ποταμοῦ εὐπορώτερα, ἐπὶ ταῦτα φρουρὰς διαπέμψας καὶ ἡγεμόνας ἐπιστήσας ἑκάστοις εἴργειν ἐπενόει [ἀπὸ] τοῦ πόρου τοὺς Μακεδόνας. [5.9.2] ταῦτα δὲ ὁρῶντι Ἀλεξάνδρῳ κινητέα καὶ αὐτῷ ἐδόκει ἡ στρατιὰ πολλαχῇ, ὡς τὸν Πῶρον ἀμφίβολον γίνεσθαι. διελὼν δὴ ἐς πολλὰ τὸν στρατὸν τοὺς μὲν αὐτὸς ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἦγε τῆς χώρας τὰ μὲν πορθῶν ὅσα πολέμια, τὰ δὲ σκοπῶν ὅπῃ εὐπορώτερος αὐτῷ ὁ ποταμὸς φανεῖται, τοὺς δὲ, τῶν ἡγεμόνων ἄλλοις [καὶ] ἄλλους ἐπιτάξας, καὶ αὐτοὺς πολλαχῇ διέπεμπε. [5.9.3] σῖτος δὲ αὐτῷ πάντοθεν ἐκ τῆς ἐπὶ τάδε τοῦ Ὑδάσπου χώρας ἐς τὸ στρατόπεδον ξυνεκομίζετο, ὡς δῆλον εἶναι τῷ Πώρῳ ὅτι ἐγνωκὼς εἴη προσλιπαρεῖν τῇ ὄχθῃ, ἔστε τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ μεῖον γενόμενον τοῦ χειμῶνος πολλαχῇ παραδοῦναί οἱ τὸν πόρον· τά τε πλοῖα αὐτῷ ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ παραπλέοντα καὶ αἱ διφθέραι τῆς κάρφης ἐμπιπλάμεναι καὶ ἡ ὄχθη πᾶσα πλήρης φαινομένη τῇ μὲν ἱππέων, τῇ δὲ πεζῶν, οὐκ εἴα ἠρεμεῖν τὸν Πῶρον, οὐδὲ ἕν τι ἐπιλεξάμενον ἐς φυλακὴν ξύμφορον ἐς τοῦτο ἐκ πάντων παρασκευάζεσθαι. [5.9.4] ἄλλως τε ἐν μὲν τῷ τότε οἱ ποταμοὶ πάντες οἱ Ἰνδικοὶ πολλοῦ τε ὕδατος καὶ θολεροῦ ἔρρεον καὶ ὀξέος τοῦ ῥεύματος· ἦν γὰρ ὥρα ἔτους ᾗ μετὰ τροπὰς μάλιστα ‹τὰς› ἐν θέρει τρέπεται ὁ ἥλιος· ταύτῃ δὲ τῇ ὥρᾳ ὕδατά τε ἐξ οὐρανοῦ ἀθρόα τε καταφέρεται ἐς τὴν γῆν τὴν Ἰνδικὴν καὶ αἱ χιόνες αἱ τοῦ Καυκάσου, ἔνθενπερ τῶν πολλῶν ποταμῶν αἱ πηγαί εἰσι, κατατηκόμεναι αὔξουσιν αὐτοῖς τὸ ὕδωρ ἐπὶ μέγα· χειμῶνος δὲ ἔμπαλιν ἴσχουσιν ὀλίγοι τε γίγνονται καὶ καθαροὶ ἰδεῖν καὶ ἔστιν ὅπου περάσιμοι, πλήν γε δὴ τοῦ Ἰνδοῦ καὶ Γάγγου καὶ τυχὸν καὶ ἄλλου του· ἀλλ᾽ ὅ γε Ὑδάσπης περατὸς γίνεται.
[5.10.1] Ταύτην οὖν τὴν ὥραν τοῦ ἔτους προσμένειν ἐς τὸ φανερὸν ἔφασκεν, εἰ ἐν τῷ τότε εἴργοιτο· ὁ δὲ οὐδὲν μεῖον ἐφεδρεύων ἔμενεν, εἴ πῃ λάθοι ὑφαρπάσας ὀξέως τὸν πόρον. ᾗ μὲν δὴ αὐτὸς Πῶρος κατεστρατοπεδεύκει πρὸς τῇ ὄχθῃ τοῦ Ὑδάσπου, ἔγνω ἀδύνατος ὢν περᾶσαι ὑπὸ πλήθους τε τῶν ἐλεφάντων καὶ ὅτι πολλὴ στρατιὰ καὶ αὐτὴ τεταγμένη τε καὶ ἀκριβῶς ὡπλισμένη ἐκβαίνουσιν αὐτοῖς ἐπιθήσεσθαι ἔμελλεν· [5.10.2] οἵ τε ἵπποι οὐκ ἂν ἐδόκουν αὐτῷ ἐθελῆσαι οὐδὲ ἐπιβῆναι τῆς ὄχθης τῆς πέραν, προσκειμένων σφίσιν εὐθὺς τῶν ἐλεφάντων καὶ τῇ τε ὄψει ἅμα καὶ τῇ φωνῇ φοβούντων, οὐδ᾽ ἂν ἔτι πρόσθεν μεῖναι ἐπὶ τῶν διφθερῶν κατὰ τὸν πόρον, ἀλλ᾽ ἐκπηδᾶν γὰρ ἐς τὸ ὕδωρ ἀφορῶντες πέραν τοὺς ἐλέφαντας [καὶ] ἔκφρονες γιγνόμενοι. [5.10.3] κλέψαι οὖν ἐπενόει τὴν διάβασιν ὧδε πράττων. νύκτωρ παραγαγὼν ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τῆς ὄχθης τοὺς πολλοὺς τῶν ἱππέων βοήν τε ἐποίει καὶ ἠλαλάζετο τῷ Ἐνυαλίῳ καὶ τἆλλα ὅσα ἐπὶ διαβάσει συσκευαζομένων θόρυβος παντοδαπὸς ἐγίγνετο. καὶ ὁ Πῶρός τε ἀντιπαρῄει πρὸς τὴν βοὴν ἐπάγων τοὺς ἐλέφαντας καὶ Ἀλέξανδρος ἐς ἔθος αὐτὸν τῆς ἀντιπαραγωγῆς καθίστη. [5.10.4] ὡς δὲ ἐπὶ πολὺ τοῦτο ἐγίγνετο καὶ βοὴ μόνον καὶ ἀλαλαγμὸς ἦν, οὐκέτι ὁ Πῶρος μετεκινεῖτο πρὸς τὰς ἐκδρομὰς τῶν ἱππέων, ἀλλὰ κενὸν γὰρ γνοὺς τὸν φόβον κατὰ χώραν ἐπὶ στρατοπέδου ἔμενε· σκοποὶ δὲ αὐτῷ πολλαχοῦ τῆς ὄχθης καθε‹ι›στήκεσαν. Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἐξείργαστο αὐτῷ ἄφοβον τὸ τοῦ Πώρου εἰς τὰς νυκτερινὰς ἐπιχειρήσεις μηχανᾶταί τι τοιόνδε.

***
[5.9.1] Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε στην όχθη του Υδάσπη. Από την αντικρινή όχθη έγινε ορατός και ο Πώρος με όλο τον στρατό και το πλήθος των ελεφάντων του. Εκεί που είδε τον Αλέξανδρο να έχει στρατοπεδεύσει, έμεινε ο ίδιος και φύλαγε το πέρασμα, ενώ σε όσα άλλα σημεία του ποταμού που ήταν το πέρασμα πιο ευκολοδιάβατο, απέστειλε φρουρές και τοποθέτησε στο καθένα διοικητές· σχεδίαζε να εμποδίσει το πέρασμα στους Μακεδόνες. [5.9.2] Όταν παρατήρησε αυτά ο Αλέξανδρος, έκρινε ότι έπρεπε να κινήσει και αυτός τον στρατό του προς πολλές κατευθύνσεις ώστε να κρατήσει τον Πώρο σε αβεβαιότητα. Διαίρεσε λοιπόν τον στρατό του σε πολλά τμήματα, και άλλα οδηγούσε ο ίδιος προς διάφορα μέρη της περιοχής λεηλατώντας τα εχθρικά και εξετάζοντας συγχρόνως, πού φαινόταν ο ποταμός πιο ευκολοδιάβατος· σε άλλα πάλι τμήματα του στρατού τοποθέτησε ξεχωριστούς διοικητές και τους απέστειλε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. [5.9.3] Από όλα τα μέρη που ήταν στην από δω μεριά του Υδάσπη άρχισαν να φέρνουν στο στρατόπεδό του σιτάρι, ώστε να καταστεί φανερό στον Πώρο ότι ο Αλέξανδρος είχε πάρει την απόφαση να παραμείνει στην όχθη, έως ότου λιγοστέψει το νερό του ποταμού κατά τον χειμώνα και του επιτρέψει το πέρασμα σε πολλά σημεία. Και τα πλοία του Αλεξάνδρου που αλλάζοντας κάθε τόσο πορεία έπλεαν εκεί κοντά και οι δερμάτινες σχεδίες που ήταν γεμάτες με ξερό χορτάρι, καθώς και η όχθη ολόκληρη που φαινόταν γεμάτη αλλού με ιππείς και αλλού με πεζούς, δεν επέτρεπαν στον Πώρο να ησυχάσει ούτε και να επιλέξει μια θέση κατάλληλη για να τη φυλάξει και να ετοιμασθεί σε αυτήν με όλα τα μέσα που διέθετε. [5.9.4] Άλλωστε, όλοι οι ινδικοί ποταμοί έρρεαν τότε με πολύ θολό νερό και είχαν ορμητικό το ρεύμα τους, επειδή ήταν η εποχή του έτους κατά την οποία έχει ο ήλιος τις θερινές τροπές του. Κατά την εποχή αυτή πέφτει άφθονο νερό στην ινδική γη από τον ουρανό και το χιόνι που λιώνει του Καυκάσου, από όπου πηγάζουν οι περισσότεροι ποταμοί, αυξάνει σημαντικά την υδάτινη ποσότητά τους. Αντίθετα κατά τον χειμώνα οι ποταμοί περιορίζονται, γίνονται πιο μικροί και φαίνονται καθαροί και σε μερικά μέρη διαβατοί, εκτός βέβαια από τον Ινδό και τον Γάγγη, ίσως και κανένα άλλο. Αλλά τον Υδάσπη μπορεί κανείς να τον περάσει.
[5.10.1] Αυτήν, λοιπόν, την εποχή του έτους, έλεγε απροκάλυπτα ο Αλέξανδρος ότι περίμενε, εφόσον τότε εμποδιζόταν να περάσει τον ποταμό, στην πραγματικότητα όμως καιροφυλακτούσε συνεχώς, μήπως μπορέσει να κυριεύσει γρήγορα κάποιο πέρασμα χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον εχθρό. Εκεί βέβαια όπου είχε στρατοπεδεύσει ο ίδιος ο Πώρος, κοντά στην όχθη του Υδάσπη, καταλάβαινε ότι ήταν αδύνατο να περάσει και εξαιτίας του πλήθους των ελεφάντων και επειδή εκεί πολύς στρατός και μάλιστα συνταγμένος και βαριά οπλισμένος ήταν έτοιμος να επιτεθεί στους Μακεδόνες, ενώ αυτοί θα έβγαιναν από τον ποταμό. [5.10.2] Και τα άλογα του Αλεξάνδρου έδειχναν να μη θέλουν ούτε να αποβιβασθούν καν στην απέναντι όχθη, επειδή θα τους έκαναν αμέσως επίθεση οι ελέφαντες και θα τους προξενούσαν φόβο με την εμφάνιση και με τη φωνή τους συγχρόνως. Ακόμη και πριν αποβιβασθούν τα άλογα δεν θα παρέμεναν επάνω στις δερμάτινες σχεδίες κατά τη διάπλευση του ποταμού. Θα πηδούσαν αφηνιασμένα στο νερό, επειδή θα έβλεπαν τους ελέφαντες στην απέναντι όχθη. [5.10.3] Σχεδίαζε, λοιπόν, να επιτύχει με πανουργία τη διάβαση του ποταμού ενεργώντας κατά τον ακόλουθο τρόπο.
Τη νύχτα μετακίνησε τους περισσότερους ιππείς του προς διάφορα σημεία της όχθης και τους έβαλε να φωνάζουν, να επικαλούνται με αλαλαγμούς τον Ενυάλιο και να κάνουν όλα όσα προκαλούν τους κάθε λογής θορύβους, όταν οι στρατιώτες ετοιμάζουν τις αποσκευές τους για να περάσουν έναν ποταμό. Ο Πώρος συνέχισε να μετακινεί τον στρατό του παράλληλα προς τις κραυγές, οδηγώντας τους ελέφαντες. Έτσι ο Αλέξανδρος τον άφησε να συνηθίσει σε αυτού του είδους τις μετακινήσεις. [5.10.4] Και επειδή αυτό γινόταν επί πολύ χρόνο και δεν ακούονταν παρά μόνο φωνές και πολεμικές κραυγές, έπαυσε πλέον ο Πώρος να μετακινείται προς το μέρος όπου έτρεχαν οι ιππείς του Αλεξάνδρου, αλλά παρέμενε στη θέση του στο στρατόπεδο, επειδή κατάλαβε ότι ήταν αβάσιμος ο φόβος του. Τοποθέτησε όμως φρουρούς σε πολλά μέρη της όχθης. Αφού πέτυχε ο Αλέξανδρος να κάμει τον Πώρο να μη φοβάται τις νυχτερινές επιχειρήσεις, επινόησε το εξής στρατήγημα.