Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἠλέκτρα (992-1016)

ΧΡ. καὶ πρίν γε φωνεῖν, ὦ γυναῖκες, εἰ φρενῶν
ἐτύγχαν᾽ αὕτη μὴ κακῶν, ἐσῴζετ᾽ ἂν
τὴν εὐλάβειαν, ὥσπερ οὐχὶ σῴζεται.
995 ποῖ γάρ ποτε βλέψασα τοιοῦτον θράσος
αὐτή θ᾽ ὁπλίζῃ κἄμ᾽ ὑπηρετεῖν καλεῖς;
οὐκ εἰσορᾷς; γυνὴ μὲν οὐδ᾽ ἀνὴρ ἔφυς,
σθένεις δ᾽ ἔλασσον τῶν ἐναντίων χερί.
δαίμων δὲ τοῖς μὲν εὐτυχεῖ καθ᾽ ἡμέραν,
1000 ἡμῖν δ᾽ ἀπορρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται.
τίς οὖν τοιοῦτον ἄνδρα βουλεύων ἑλεῖν
ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται;
ὅρα κακῶς πράσσοντε μὴ μείζω κακὰ
κτησώμεθ᾽, εἴ τις τούσδ᾽ ἀκούσεται λόγους.
1005 λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν οὐδ᾽ ἐπωφελεῖ
βάξιν καλὴν λαβόντε δυσκλεῶς θανεῖν.
οὐ γὰρ θανεῖν ἔχθιστον, ἀλλ᾽ ὅταν θανεῖν
χρῄζων τις εἶτα μηδὲ τοῦτ᾽ ἔχῃ λαβεῖν.
ἀλλ᾽ ἀντιάζω, πρὶν πανωλέθρους τὸ πᾶν
1010 ἡμᾶς τ᾽ ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος,
κατάσχες ὀργήν. καὶ τὰ μὲν λελεγμένα
ἄρρητ᾽ ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι,
αὐτὴ δὲ νοῦν σχὲς ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτέ,
σθένουσα μηδὲν τοῖς κρατοῦσιν εἰκαθεῖν.
1015 ΧΟ. πείθου. προνοίας οὐδὲν ἀνθρώποις ἔφυ
κέρδος λαβεῖν ἄμεινον οὐδὲ νοῦ σοφοῦ.

***
ΧΡΥ. Αλλά και πριν ανοίξει στόμα, ω φίλες,
αν είχε φρένες όχι χαλασμένες,
θα ᾽σωζε κάποια φρόνηση, που τώρα
καθόλου δεν κρατεί· γιατί, πού τάχα
ν᾽ απόβλεψες, για να οπλιστείς με τέτοιο
θράσος, και να με προκαλείς και μένα
να σε βοηθήσω; Μα δεν έχεις μάτια
να δεις; γυναίκα είσαι, δεν είσαι άντρας,
το χέρι σου πιο λίγη δύναμη έχει
απ᾽ τους εχθρούς σου, που ενώ αυτών η Τύχη
τους τα φέρνει δεξιά μέρα με μέρα,
1000 ρεύει για μας και πάει έτσι του ανέμου.
Λοιπόν, ποιός τέτοιον άντρα να ξεκάμει
αν το ᾽βαζε στο νου του, θα γλιτώσει
χωρίς να ᾽χει να κλαίει την κεφαλή του;
Πρόσεχε μη στις συφορές μας κι άλλες
πιο μεγάλες προστέσομε, αν τα λόγια
κανείς σού ακούσει αυτά· γιατί καθόλου
δεν ωφελεί κι ούτε μας χρησιμεύει
ν᾽ αποκτήσομε δόξα, όταν θα βρούμε
άδοξο θάνατο· γιατί δεν είναι
να πεθάνει κανείς το πιο μεγάλο
κακό, μα το να θέλει να πεθάνει
κι όμως να μη μπορεί ούτ᾽ αυτό να τό βρει.
Μα σου προσπέφτω, πριν κι εμείς χαθούμε
1010 κατά κράτος κι έτσι όλη πάει η γενιά μας,
συγκράτησε την τρέλα σου, κι εγώ όλα
πὄχεις ειπεί μέσα μου θα φυλάξω
ανείπωτα και χωρίς να ᾽χουν τέλος.
Και συ, καν τώρα, βάλε νου επιτέλους,
κι αφού δεν έχεις δύναμη, να κλίνεις
σ᾽ αυτούς, που εξουσιάζουν, τον αυχένα.
ΧΟΡ. Κάνε καθώς σου λέει· για τους ανθρώπους
κανέν᾽ απ᾽ την περίσκεψη δεν είναι
κι απ᾽ το φρόνιμο νου πιο καλό κέρδος.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια

1. Εισαγωγή

1.1. Τα είδη της αρχαϊκής επικής ποίησης


Οι παλαιότερες συνθέσεις της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας εντάσσονται στο γένος της αρχαϊκής επικής ποίησης. Στην ευρεία του έννοια ο όρος «αρχαϊκή επική ποίηση» αναφέρεται σε εκτενείς, έμμετρες αφηγήσεις, που εκτελούνται δημόσια από τον αοιδό με ρυθμική απαγγελία μπροστά σε ακροατήριο, και έχουν ως κεντρικό τους περιεχόμενο τα κατορθώματα ηρώων και θεών ενός απόμακρου, σχεδόν μυθικού, παρελθόντος. Το κοινωνικό πλαίσιο εκφοράς του αρχαϊκού έπους εκτείνεται από τον χώρο του αυλικού οίκου και του συμποσίου μέχρι τον χώρο της αγοράς, των αγώνων και των θρησκευτικών εορτών.

Στο κεντρικό μέρος της επικής ποίησης ανήκουν:

1) Τα δύο κατεξοχήν ηρωικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, τα οποία έχουν ως βασικό τους περιεχόμενο τα ένδοξα κατορθώματα ηρώων (κλέα ἀνδρῶν). Πρόκειται για τα μόνα ολοκληρωμένα έργα που μας σώθηκαν από το σώμα του επικού κύκλου. Κατά την αρχαία παράδοση και τα δύο έπη αποδίδονται στον Όμηρο (εξαιρούνται κάποιοι αλεξανδρινοί γραμματικοί, που επονομάστηκαν χωρίζοντες, οι οποίοι διαφοροποιούν τον ποιητή της Οδύσσειας από τον ποιητή της Ιλιάδας). 

2) Τα έπη του Ησιόδου, ειδικότερα το κοσμολογικό-θεολογικό Θεογονία, το διδακτικό Έργα και Ημέρες και εν μέρει ο αποσπασματικός Γυναικών Κατάλογος ή Ηοίαι.

Στην περιφέρεια της αρχαϊκής επικής ποίησης τοποθετούνται:

1) Ποιήματα του επικού κύκλου, που σώθηκαν σε περιλήψεις στη Χρηστομάθεια του Πρόκλου (5ος αι. μ.Χ.). Με την εξαίρεση της θεολογικής Τιτανομαχίας, μια κατηγορία ποιητικών αποσπασμάτων έχει ως θέμα της την ιστορία του Οιδίποδα (Οιδιπόδεια) και τις συγκρούσεις που ξέσπασαν στη Θήβα ανάμεσα στους επιγόνους του (Θηβαΐς, Επίγονοι). Μια δεύτερη κατηγορία (Κύπρια, Αιθιοπίς, Μικρά Ιλιάς, Ιλίου πέρσις, Νόστοι, Τηλεγονία ή Τηλεγόνεια) αναφέρεται σε επεισόδια του τρωικού κύκλου, τα οποία ωστόσο δεν περιέχονται στο βασικό αφηγηματικό υλικό της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Παραδείγματα: η αρπαγή της Ελένης από τον Πάρη, που στάθηκε η αφορμή του τρωικού πολέμου (Κύπρια)· η εξόντωση του Αχιλλέα από τον Πάρη και τον θεό Απόλλωνα (Αιθιοπίς)· η ιστορία με τον δούρειο ίππο (Μικρά Ιλιάς)· η άλωση της Τροίας (Ιλίου πέρσις)· οι νόστοι των Αχαιών, κυρίως των Αγαμέμνονα και Μενελάου (Νόστοι)· η τύχη του Οδυσσέα μετά την εξόντωση των μνηστήρων (Τηλεγονία). 

2) Οι Ομηρικοί Ύμνοι. Κατά την αρχαία συνήθεια τα έργα αυτά αποδίδονταν επίσης στον Όμηρο, υπόθεση όμως που σήμερα απορρίπτεται. Η συλλογή που έχει διασωθεί απαρτίζεται από 33 περίπου, σύντομα ή εκτενέστερα, ποιήματα (λ.χ. ο Ύμνος στην Αφροδίτη, στον Απόλλωνα, στη Δήμητρα, στον Ερμή), με τα οποία, όπως δηλώνει και ο τίτλος τους, εγκωμιάζονται η γέννηση, η νεότητα, οι δυνάμεις ή οι χαρακτηριστικές ενέργειες θεών που συνδέονται με θρησκευτικούς ή λατρευτικούς χώρους (τη Δήλο και τους Δελφούς για τον Απόλλωνα, την Ελευσίνα για τη Δήμητρα, κ.ά.).

Η σύνθεση των κεντρικών και των περιφερειακών ειδών της αρχαϊκής επικής ποίησης είναι εξαιρετικά δύσκολο να χρονολογηθεί με ακρίβεια. Σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, τα δύο ομηρικά έπη έχουν πάρει σταθερή μορφή γύρω στα μέσα με τέλη του 8ου αι. π.Χ. Προηγείται η σύνθεση της Ιλιάδας και ακολουθεί η αντίστοιχη της Οδύσσειας. Ακολουθούν, γύρω στα τέλη του 8ου με αρχές του 7ου αι. π.Χ., η Θεογονία, τα Έργα και Ημέρες και ο Γυναικών Κατάλογος του Ησιόδου. Αν και ο θεματικός πυρήνας του επικού κύκλου, που αναφέρεται στον τρωικό πόλεμο και στα παρεπόμενά του, θεωρείται κατά βάση προομηρικός, εκτιμάται ότι ολοκληρώνεται σε μεταγενέστερα χρόνια, προκειμένου να συμπληρώσει και να πλαισιώσει τη θεματογραφία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 1. Τι ήταν αυτοί οι Ρωμαίοι;

1.3. Πώς η Μεσόγειος έγινε ρωμαϊκή πισίνα


Ενωμένη υπό την ηγεσία της Ρώμης, η Ιταλία έγινε στρατιωτική υπερδύναμη στη Μεσόγειο· και οι στρατιωτικές υπερδυνάμεις υπάρχουν για να συγκρούονται με άλλες στρατιωτικές υπερδυνάμεις. Τέτοια ήταν τον 3ο αιώνα π.Χ. η Καρχηδόνα, που αναπτύχθηκε στις ακτές της Βόρειας Αφρικής (περίπου εκεί που βρίσκεται η σημερινή Τυνησία) και απέκτησε τεράστιο πλούτο επειδή μπορούσε να ελέγχει το εμπόριο στη δυτική Μεσόγειο. Από το 264 π.Χ. η ιστορία κατέγραψε τρεις Καρχηδονιακούς Πολέμους, και στον δεύτερο από αυτούς (218-201 π.Χ.) οι Ρωμαίοι είδαν τον χάρο με τα μάτια τους όταν ο ιδιοφυής καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας διέσχισε τις Άλπεις με τις ορεινές ταξιαρχίες και τους τεθωρακισμένους ελέφαντές του και βρέθηκε στην καρδιά της Ιταλίας. Αλλά το «καρχηδονιακό έπος» ανέδειξε όλες τις αρετές του ρωμαϊκού λαού. Το αίμα έρρευσε άφθονο, η αντίσταση ήταν λυσσαλέα, και ο Αννίβας, που τελικά υποχρεώθηκε από τα πράγματα να επιστρέψει στην Αφρική, νικήθηκε ολοκληρωτικά από τα ρωμαϊκά στρατεύματα το 201 π.Χ. Η Καρχηδόνα, που συνθηκολόγησε με εξουθενωτικούς όρους, ξανασήκωσε κεφάλι πενήντα χρόνια αργότερα και σβήστηκε τελικά από τον χάρτη το 146 π.Χ. Πάνω στα ερείπιά της δάκρυσε μεγαλόψυχα ο νικηφόρος στρατηγός Σκιπίωνας Αιμιλιανός - και δάκρυσε γιατί συλλογίστηκε ότι και η πανίσχυρη Ρώμη θα μπορούσε κάποτε να υποκύψει στην ίδια μοίρα. Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι όλες οι υπερδυνάμεις έχουν ημερομηνία λήξεως· αλλά λίγοι στρατηγοί έχουν τη σοφία του Σκιπίωνα όσο ακμάζει η δύναμή τους.

Μάστορες πιο τρανοί, άλλοι τον μπρούντζο θα σφυρηλατήσουν,
και θα σμιλέψουν από μάρμαρο μορφές που ζωντανές θα μοιάζουν·
ρητορική θα υψώσουν και τους δρόμους τ᾽ ουρανού με το διαβήτη
του αστρονόμου θα μετρήσουν· τους ανατέλλοντες αστέρες θα μας πουν.
Λαούς να κυβερνάς είναι ο κλήρος που σ᾽ εσένα έλαχε, Ρωμαίε:
το νόμο της ειρήνης να περνάς, τους νικημένους να τους σέβεσαι,
τους αλαζόνες να δαμάζεις - τούτη η τέχνη είναι που σου πρέπει.


Οι στίχοι αυτοί γράφτηκαν από τον μεγαλύτερο εθνικό ποιητή των Ρωμαίων, τον Βιργίλιο. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι «άλλοι» είναι οι Έλληνες. Ο ρωμαίος ποιητής φαίνεται να αναγνωρίζει την προτεραιότητα και υπεροχή των Ελλήνων στις καλές τέχνες, στην καλλιέργεια του λόγου και στις επιστήμες. Τι είναι αυτό που αποδίδει, ως αντιστάθμισμα, στο ρωμαϊκό έθνος;

Το Αληθινό Αντικειμενικό

Το Υποκείμενο, η Συνείδηση (που εκδηλώνεται από την στιγμή που έχουμε αντίληψη της ύπαρξής μας), είναι ένα καθολικό όργανο αντίληψης. Η λειτουργία του έχει πολλές διαστάσεις, συνειδησιακή (που σχετίζεται με την αντίληψη της ύπαρξης), αντιληπτική (που σχετίζεται με την αντίληψη της ύπαρξης σε ένα «χώρο» αλλά και του χώρου), νοητική (με την έννοια της σκεπτοδιαδικασίας γιά να καταλήξουμε σε μία ασφαλή αντίληψη των φαινομένων), βουλητική, συναισθηματική, υλική ( με την έννοια της αντίληψης του υλικού κόσμου και της σωματικής δράσης). Η γνωστική δραστηριότητα του κοινού ανθρώπου σχετίζεται συνήθως με την αντίληψη της ύπαρξής του μέσα στο υλικό σύμπαν, στο περιβάλλον, όπου βιώνει την ζωή και εκτελεί τις καθημερινές του δραστηριότητες, με τις σχέσεις του με το περιβάλλον, τις καθημερινές δραστηριότητες, κλπ. Με άλλα λόγια η γνωστική δραστηριότητα στρέφεται συνήθως προς τα έξω, προς το άμεσα αντικειμενικό. Ακόμα και οι εσωτερικές διεργασίες, σκέψεις κλπ. προσανατολίζονται προς τα έξω.

Για να μπορέσει το Υποκείμενο, η Συνείδηση, να αντιληφθεί την Πραγματική Ουσία Της, την Ύπαρξη (με την απόλυτη έννοια) θα πρέπει να στραφεί προς τα έσω, προς το Ίδιον Είναι, απορρίπτοντας όλες τις άλλες δραστηριότητες που την προσανατολίζουν προς τα έξω, αισθητηριακές δραστηριότητες, εξωστρεφή νόηση, εσωτερικευμένη νοητική διαδικασία, ακόμα και την ίδια την αντίληψη μίας σχετικής ύπαρξης. Μόνο έτσι μπορεί να φτάσει στην αντίληψη του Είναι, του Καθαρού Είναι, που είναι αυτή και κάθε συνείδηση στην Ουσία Της. Η Αντίληψη του Είναι (που είναι Αντικειμενικό Είναι, το Είναι όλων των υπάρξεων, η Βάση που στηρίζει τα πάντα) είναι μία εσωτερική γνωστική πράξη στην οποία η νόηση συμμετέχει ελάχιστα, το ίδιο και οι αισθήσεις. Και δυνατόν είναι αυτό και γίνεται. Αυτή η γνωστική πράξη οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα που δεν είναι μόνο υποκειμενικό. Είναι Υποκειμενική Αντίληψη Μίας Αντικειμενικής Πραγματικότητας. Κι όπως έχουμε στον φυσικό κόσμο διυποκειμενική αντίληψη μίας αντικειμενικής υλικής πραγματικότητας (πχ το χειμώνα όλοι αισθάνονται την παγωνιά) με ανάλογο τρόπο υπάρχει Διυποκειμενική αντίληψη Μίας Εσωτερικής Αντικειμενικής Πραγματικότητας. Όταν το Υποκείμενο αφυπνισθεί ολοκληρωτικά σε αυτή την κατάσταση βυθίζεται πιά στο Αντικειμενικό, αφού έχει εγκαταλείψει κάθε αντίληψη και κάθε διαδικασία σχετικής ύπαρξης (Αυτή είναι η Φώτιση, η Υπέρτατη Πραγμάτωση, η Ένωση με την Θεότητα, κλπ., για την οποία μιλούν όλες οι θρησκείες. Συμβαίνει σε όλες τις θρησκείες με τον ίδιο τρόπο και μπορούμε να το αποδείξουμε).

Σε τελευταία ανάλυση Η ΥΣΤΑΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΝΩΣΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ, (του ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ που στηρίζει τα πάντα). Η «Κατάκτηση» από το Υποκείμενο της ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, που βρίσκεται πίσω από όλα, είναι η Πλήρης Αντίληψη, η Φώτιση, η Λύτρωση. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να φτάσουμε στην ΑΛΗΘΕΙΑ. Όλοι οι Μεγάλοι Ιδρυτές Θρησκειών κι οι μεγάλοι φιλόσοφοι αυτόν τον δρόμο ακολούθησαν. Κι αν μελετήσουμε λίγο ιστορία των θρησκειών κι ιστορία φιλοσοφίας θα δούμε ότι φτάνουν όλοι στην ΙΔΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. Αυτό που λέμε το έχουν πει πολλές φορές, δεν προβάλλουμε κάποια ιδιαίτερη αποκάλυψη.

Το Αντικειμενικό και η Αντίληψή μας

Όταν λέμε ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, ΑΝΤΙΚΕΜΕΝΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, (το ΕΙΝΑΙ, η ΥΠΑΡΞΗ), εννοούμε ότι η Συνείδηση σαν φαινόμενο έχει Μία Αντικειμενική Βάση, που είναι ανεξάρτητη από τις όποιες αντιλήψεις μας, που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Πως ξέρουμε ότι υπάρχει; Επειδή δεν δημιουργούμε εμείς την ύπαρξή μας, την συνείδησή μας. Μας δίνεται, είναι αντικειμενική, ανήκει στο Αντικειμενικό. Αυτό, η Ύπαρξη, το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ, Είναι το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε με τις όποιες αντιλήψεις, με την σκέψη, την αίσθηση, την δραστηριότητα...

Δεν αναφερόμαστε στο άμεσα αντικειμενικό της αντίληψης, αυτό που συλλαμβάνουμε εμείς σαν αντικειμενικό, στο εξωτερικό, στο υλικό σύμπαν. Βεβαίως, όταν στρεφόμαστε προς το άμεσα αντικειμενικό, αυτό που εμφανίζεται άμεσα στην αντίληψή μας σαν αντικειμενικό, το εξωτερικό, το υλικό, μπορούμε να το αντιληφθούμε, να σχηματίσουμε έννοιες, να δομήσουμε γνώση. Αυτό όμως δεν είναι το ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, είναι η αντίληψή μας περί του Αντικειμενικού. Εδώ ο ορθολογισμός έχει την θέση του, εδώ υπάρχει "αντικειμενική" κατά το δυνατόν γνώση κι όλα αυτά είναι χρήσιμα για την πρακτική ζωή.

Αλλά εδώ μιλάμε για άλλο πράγμα, μιλάμε για την ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, ΣΑΝ ΥΠΑΡΞΗΣ, σαν ΕΙΝΑΙ, σαν ΑΛΗΘΙΝΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΕΙΝΑΙ, που είναι κατ’ ανάγκη ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟ. Πρόκειται για τελείως διαφορετικό πράγμα. Τοποθετούμε την Συνείδηση στο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, δεν βλέπουμε την Συνείδηση απλά σαν στοιχείο του παντός, του άμεσα αντικειμενικού, του εξωτερικού, του υλικού. Αυτό, το δεύτερο, είναι μόνο μία αντίληψη. Για να προσεγγίσουμε όμως το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ πρέπει να το κάνουμε με ένα πιο άμεσο τρόπο, χωρίς την μεσολάβηση της σκέψης ή άλλης ενέργειας. Πρέπει, στρεφόμενοι προς τον Εαυτό κι εγκαταλείποντας όλες τις δευτερεύουσες δραστηριότητες να βυθιστούμε άμεσα στο ΙΔΙΟΝ ΕΙΝΑΙ, που είναι το ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΕΑΥΤΟ, το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ. Εδώ εισερχόμαστε στον χώρο της μεταφυσικής, της υπερβατικής εμπειρίας, της μυστικής ενόρασης, κλπ. Παραμένουμε όμως πάντα στον ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΒΙΩΜΑΤΟΣ...

Όταν η σκέψη από όλα αυτά συλλαμβάνει μία θεωρία και την κηρύσσει δημιουργείται μία θρησκευτική αντίληψη, μία φιλοσοφική θεώρηση. Αν χρησιμοποιηθεί για να μας περάσει πέρα από την θεωρία στο Βίωμα μπορεί να φανεί χρήσιμη. Όταν όμως από «μικρά πνεύματα» μένει στο επίπεδο της ανεφάρμοστης θεωρίας, ή χρησιμοποιείται για άλλους σκοπούς τότε είναι άχρηστη. Οι ιστορικές θρησκείες ξεκίνησαν σαν μέσα προς το Βίωμα, τελικά όμως κατέληξαν σαν ιστορικό βάρος για τον γνήσιο άνθρωπο που αναζητά την ΑΛΗΘΕΙΑ.

Γιατί αντιστέκονται οι περισσότεροι άνθρωποι στη ζωή;

Δεν είναι ο θάνατος ο μεγαλύτερός μας φόβος, αλλά το ρίσκο της ζωής: ο κίνδυνος να είμαστε ζωντανοί και να εκφράσουμε την αληθινή μας φύση. Το να είμαστε ο εαυτός μας -να ποιος είναι ο φόβος μας.

Έχουμε μάθει να ζούμε προσπαθώντας να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις των άλλων. Έχουμε μάθει να ζούμε βάσει ξένων αντιλήψεων από φόβο ότι δεν θα γίνουμε αποδεκτοί ή άξιοι της αγάπης κάποιου άλλου.

Η πλαστή εικόνα του εαυτού μας

Κατά τη διάρκεια της εξημέρωσης σχηματίζουμε μια εικόνα της τελειότητας, την οποία κάνουμε πρότυπό μας. Δημιουργούμε αυτή την εικόνα του πώς θα έπρεπε να είμαστε ώστε να γίνουμε αποδεκτοί από όλους. Θέλουμε κυρίως να ευχαριστήσουμε αυτούς που μας αγαπούν: τη μαμά και τον μπαμπά, τα αδέλφια, τον δάσκαλο, τον ιερέα.

Προσπαθώντας να είμαστε αντάξιοί τους, πλάθουμε μια εικόνα πλαστή. Μια εικόνα τελειότητας, που όμως δεν μας ταιριάζει. Πλάθουμε αυτή την εικόνα, αλλά είναι μια εικόνα. Ποτέ δεν θα καταφέρουμε να γίνουμε τέλοιοι από αυτή την άποψη - ποτέ!

Ως ατελείς, λοιπόν, απορρίπτουμε τον εαυτό μας. Και το επίπεδο της αυτοαπόρριψης εξαρτάται από το πόσο αποτελεσματικοί ήταν οι ενήλικοι που βάλθηκαν να διαλύσουν την ακεραιότητά μας. Μετά την εξημέρωση, δεν έχει σημασία το αν είμαστε άξιοι για κάποιον άλλον.

Δεν είμαστε αρκετά άξιοι για τον εαυτό μας, επειδή δεν ταιριάζουμε με την εικόνα της τελειότητας που εμείς οι ίδιοι πλάσαμε.

Δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας, επειδή δεν είναι αυτό που θα θέλαμε να είναι ή μάλλον αυτό που πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να είναι. Δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας που δεν είναι τέλειος.

Ξέρουμε ότι δεν είμαστε εκείνο που, υποτίθεται, θα έπρεπε να είμαστε κι έτσι νιώθουμε κίβδηλοι και ανειλικρινείς. Πασχίζουμε να κρυφτούμε, παριστάνοντας κάτι που δεν είμαστε. Το αποτέλεσμα είναι να αισθανόμαστε μη αυθεντικοί και να φοράμε κοινωνικές μάσκες για να μην μπορεί να το αντιληφθεί αυτό ο περίγυρός μας. Τρέμουμε στην ιδέα ότι κάποιος ίσως καταλάβει ότι δεν είμαστε αυτό που δείχνουμε. Επίσης, κρίνουμε τους άλλους βάσει της δικής μας εικόνας περί τελειότητας και, φυσικά, αποδεικνύονται κι εκείνοι ατελείς.

Αυτοαπόρριψη

Ταπεινώνουμε τους εαυτούς μας μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε τους άλλους. Συχνά βλάπτουμε ακόμη και το ίδιο μας το σώμα, ώστε να γίνουμε αποδεκτοί. Βλέπουμε εφήβους να παίρνουν ναρκωτικά για να μην τους απορρίψουν οι συνομήλικοί τους. Δεν συνειδητοποιούν πως το πρόβλημα είναι ότι δεν αποδέχονται οι ίδιοι τον εαυτό τους.

Απορρίπτουν τον εαυτό τους επειδή δεν είναι ό,τι παριστάνουν ότι είναι. Επιθυμούν να είναι κάπως κι επειδή δεν είναι, κουβαλούν μέσα τους το φορτίο της ντροπής και της ενοχής.

Οι άνθρωποι τιμωρούν αδιάκοπα τον εαυτό τους, επειδή δεν είναι αυτό που πιστεύουν ότι θα έπρεπε να είναι. Γίνονται αυτοκαταστροφικοί και χρησιμοποιούν και άλλους άνθρωπους ως μέσα για την καταστροφή τους.

Αυτοκακοποίηση

Κανείς, όμως, δεν μπορεί να μας κακοποιήσει όσο ο ίδιος μας ο εαυτός -και αυτό το πετυχαίνουν ο Κριτής, το θύμα και το σύστημα των πεποιθήσεών μας. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν άνθρωποι που έπεσαν θύματα κακοποίησης από τον σύζυγο, τη μητέρα ή τον πατέρα τους, αλλά γνωρίζουμε καλά ότι εμείς οι ίδιοι έχουμε κακοποιήσει πολύ περισσότερο τον εαυτό μας.

Ο Κριτής μέσα μας είναι ο πιο ανελέητος που υπήρξε ποτέ. Αν κάνουμε ένα λάθος μπροστά σε άλλους, προσπαθούμε να το αρνηθούμε και να το συγκαλύψουμε. Μόλις, όμως, βρέθουμε μόνοι, ο Κριτής βγαίνει στην επιφάνεια φέρνοντας μαζί του και την ενοχή, κι εμείς νιώθουμε ηλίθιοι, ανίκανοι, απορριπτέοι.

Κάνεις δεν σας έχει κακοποιήσει ποτέ τόσο όσο έχετε κακοποίησει εσείς τον εαυτό σας. Και το όριο κακοποίησης του εαυτού μας ισούται με το όριο που θα επιτρέπατε σε κάποιον άλλον να φτάσει. Αν κάποιος σας κακοποιεί λίγο περισσότερο απ' ό,τι κακοποιείτε εσείς τον εαυτό σας, θα είστε πρόθυμοι να διατηρήσετε αιώνια αυτή τη σχέση.

Αν κακοποιείτε υπερβολικά τον εαυτό σας, μπορείτε να ανεχτείτε ακόμα και κάποιον που σας φέρεται βίαια, σας χτυπάει και σας εξευτελίζει. Γιατί; Επειδή το σύστημα των πεποιθήσεών σας λέει: «Το αξίζω. Αυτός/ή μου κάνει χάρη που είναι μαζί μου. Δεν αξίζω ούτε την αγάπη ούτε τον σεβασμό κανενός».

Νιώθουμε την ανάγκη να είμαστε αποδεκτοί κι αγαπητοί από τους άλλους, αλλά δεν μπορούμε να δεχτούμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Όσο περισσότερο αγαπάμε τον εαυτό μας, τόσο λιγότερο τον κακοποιούμε. Η αυτοκακοποίηση προέρχεται από την απόρριψη του εαυτού και αυτή με τη σειρά της προέρχεται από μια εικόνα του τέλειου και ποτέ δεν μπορούμε να φτάσουμε.

Το πρότυπο της τελειότητας που έχουμε δημιουργήσει είναι ο λόγος για τον οποίο δεν απορρίπτουμε τον εαυτό μας - ο λόγος για τον οποίο δεν αποδεχόμαστε ούτε τον εαυτό μας ούτε τους άλλους όπως πραγματικά είναι.

Ο δρόμος προς την Σχέση

Ένας είναι ο δρόμος και ένας είναι ο τρόπος προς τη σχέση: να μην φοβηθούμε. Να αντισταθούμε στην παρόρμηση να το βάλουμε στα πόδια και να διακινδυνεύσουμε την προοπτική σοβαρής εμπλοκής με έναν άλλο άνθρωπο.

Το στοίχημα είναι να μην πανικοβληθούμε, να πάρουμε το ρίσκο και να τολμήσουμε να εισέλθουμε σε άγνωστους κόσμους. Αβέβαιοι, γεμάτοι δισταγμούς και αμφιβολίες (πώς αλλιώς;) να εισέλθουμε στον τόπο του μαζί και να διαθέσουμε τον εαυτό μας στην επιρροή του άλλου. Κυρίως να ανοιχτούμε σε όλα τα ενδεχόμενα. Στη γνωριμία με το άγνωστο και στην άβολη συνάφεια με τη διαφορετικότητα.

Έτσι κι αλλιώς, όσο και να προστατευτούμε, όσα οδοφράγματα και να υψώσουμε δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τη σχέση εκείνη που ζητά να μας μεταμορφώσει – που ζητά να μας εκτρέψει από την πορεία μας. Κάποια στιγμή, όπου και να είμαστε κρυμμένοι, θα μας βρει εκείνη η συνάντηση που αναμένουμε σε όλη μας τη ζωή στην οποία, για αδιευκρίνιστους λόγους και για άγνωστο χρονικό διάστημα, ο άλλος καθίσταται ο βασικότερος συμπαίκτης και σημαντικότερος συνομιλητής μας. Δεν απομένει οδός διαφυγής παρά μόνο αναμέτρηση...

ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΥΝ: ΜΟΝΟΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΜΑ ΜΑΖΙ

Η σχέση δεν είναι απλή υπόθεση. Πρόκειται για ένα καθ’ όλα σοβαρό παιχνίδι που απαιτεί ικανούς και έτοιμους για όλα συμπαίχτες και στο οποίο οι ανάγκες και οι επιθυμίες ικανοποιούνται, ματαιώνονται ή επαναδιαπραγματεύονται. Οι κινήσεις που απαιτούνται είναι υψηλής ακρίβειας προκειμένου να μην διαταραχθεί η ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ, στο μόνος και το μαζί, ανάμεσα στη συγχώνευση και την εξατομίκευση.

Ένας τρόπος να τα βγάλουμε πέρα με τόσο υψηλές απαιτήσεις είναι να εντάξουμε στο ρεπερτόριο συμπεριφορών μας τις ψυχοθεραπευτικές συνθήκες της αποδοχής, της ενσυναίσθησης και της αυθεντικότητας ή, με άλλα λόγια, να δεσμευτεί ο καθένας στον εαυτό του για τα παρακάτω:

- Σε αποδέχομαι όπως ακριβώς είσαι αν και δεν συμφωνώ πάντα με όλα όσα κάνεις ή λες. Ακόμα και τότε πάντως προσπαθώ τουλάχιστον να καταλάβω.

- Σε βλέπω καθαρά, αναγνωρίζω ποιος είσαι, με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό μπορείς να είσαι μαζί μου και να ενδιαφέρεσαι για μένα.

- Δεν σε κριτικάρω, δεν σου ζητάω να αλλάξεις (αντί να περιμένω να αλλάξεις καλύτερα να φύγω…). Μπορείς να χαλαρώσεις και να είσαι ο εαυτός σου. Είναι εντάξει.

- Δεν ζητάω διαβεβαιώσεις για τίποτα, δεν προσπαθώ να σου αποδείξω τίποτα.

- Δεν φοβάμαι την έκφραση της επιθυμίας μου, σου λέω ακριβώς τι νιώθω για σένα. Και ακόμα δεν φοβάμαι την έκφραση του μεγέθους της επιθυμίας μου (αντί απλώς να πω: «σε συμπαθώ», ομολογώ: «έχω χάσει το μυαλό μου για σένα»).

- Δεν σου πουλάω ενδιαφέρον υπό όρους. Σου λέω απλά ότι ενδιαφέρομαι για σένα και όχι «ενδιαφέρομαι για σένα υπό τον όρο ότι θα συμπεριφέρεσαι με αυτόν ή τον άλλο τρόπο».

- Δεν φοβάμαι να σε αφήσω να γίνεις σημαντικός για μένα και (δυσκολότερο) δεν φοβάμαι ούτε να το μάθεις.

- Θα προσπαθήσω να μην σε πληγώσω αλλά δεν μπορώ να το εγγυηθώ. Και θα προτιμούσα ούτε εσύ να με πληγώσεις, αλλά αν συμβεί (άνθρωποι είμαστε…) δεν είμαι από ζάχαρη – θα επιβιώσω. Θα γρατζουνιστώ υποθέτω, αλλά θα επιβιώσω.

- Δεν χρειάζονται ατσάλινα προστατευτικά ανάμεσά μας. Μόνο απαλά αλλά ξεκάθαρα, αμοιβαία αποδεκτά όρια.

- Δεν θα γαντζωθώ από πάνω σου με την προσδοκία να με σώσεις. Δεν έχω χαθεί, δεν χρειάζομαι να σωθώ.

- Θα σου αποκαλύψω τον εαυτό μου, ακόμα και τις πιο φρικιαστικές και ντροπιαστικές πτυχές του και το μόνο που ζητάω εκ μέρους σου είναι σεβασμός, ευγένεια και διακριτικότητα.

- Μπορώ μια χαρά να φροντίσω τον εαυτό μου αλλά είναι ωραία τις φορές που με φροντίζεις εσύ.

- Αν πάψω να σε αγαπώ ή αν ερωτευτώ κάποιον άλλον θα στο πω και αναλόγως τι θέλεις και τι θέλω θα μείνω ή θα φύγω.

- Ξέρω τις διαφορές μας (τις πραγματικές και εκείνες που μας επιβάλλονται), αλλά σε λογαριάζω για ίσο. Ούτε πάνω ούτε κάτω από μένα. Ίσο.

- Δεν θα διστάσω να σου πω αυτά που σκέφτομαι. Ακόμα και αυτά που με τρομάζουν και σε τρομάζουν. Ακόμα και όσα δεν αντέχω ή δεν αντέχεις.

- Δεν φοβάμαι να συγκρουστώ ούτε να έρθω σε αντιπαράθεση μαζί σου. Δεν σε φοβάμαι.

- Αντέχω την αμφιθυμία. Επειδή, όπως λένε, η σκιά υπάρχει επειδή υπάρχει το φως. Δεν έχω ανάγκη να σε εξιδανικεύσω. Ας είσαι όπως είσαι. Καλός και κωλόπαιδο μαζί. Τα ίδια εξάλλου είμαι κι εγώ.

- Δεν θα απαρνηθώ τον εαυτό μου, δεν θα θυσιαστώ ούτε θα συμβιβαστώ. Απλώς θα είμαι δίπλα σου για όσο καιρό έχει κάποιο νόημα αυτό.

- Τις περισσότερες φορές διατηρώ την αυτοκυριαρχία και τη δύναμή μου, όμως δεν φοβάμαι να δεις τα ευάλωτα και αδύναμα κομμάτια μου. Δεν φοβάμαι ακόμα και να με δεις να χάνω τον έλεγχο.

- Έχω μέσα μου έναν χώρο κατάδικό μου με συναισθήματα, επιθυμίες και σκέψεις που γνωρίζω μόνο εγώ και στον οποίο απαγορεύεται δια ροπάλου η πρόσβαση στον οποιοδήποτε – ακόμα και σε σένα.

- Το ξέρεις ότι η πόρτα είναι ανοιχτή και είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε οποτεδήποτε θελήσουμε, έτσι δεν είναι;

- Αν χάσουμε την επαφή μας, αν η σιωπή μεταξύ μας πάψει να είναι απαλή, μεστή νοήματος και γίνει άγρια, δηλωτική του κενού, όλα θα έχουν τελειώσει και δεν θα φοβηθούμε να το παραδεχτούμε, εντάξει;

- Δεν θα καταδεχτώ να σε χειραγωγήσω. Θα είμαι ευθύς.

- Δεν επιθυμώ να γίνουμε ένα. Μόνο να στεκόμαστε σε κοντινή απόσταση και να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο.

- Δεν θα φοβηθώ τη δοκιμασία με την πεζή πραγματικότητα. Θα σε αντικρίσω στις πραγματικές, γήινες διαστάσεις σου.

- Σε γενικές γραμμές, τις περισσότερες φορές, σου έχω εμπιστοσύνη. Τόσο όσο αρμόζει.

- Θα προσπαθήσω να κρατήσω τα πράγματα εκλεπτυσμένα και αξιοπρεπή ακόμα και όταν φέρομαι αναξιοπρεπώς. Το προτιμώ έτσι.

- Ποτέ και σε τίποτα δεν θα αναλάβω εγώ το μερίδιο ευθύνης που σου αναλογεί.

- Ας μην πιεστούμε για τίποτα. Ας μην κάνουμε βεβιασμένες, απεγνωσμένες κινήσεις. Ας είναι αυτή μια σχέση μακρόσυρτη που αναπτύσσεται βήμα βήμα. Όσο αντέχουμε και όσο μπορούμε.

- Ας μην βάλουμε κανόνες και στόχους. Όσα ξέρουμε για τις σχέσεις δεν έχουν εφαρμογή εδώ. Ας επινοούμε τους κανόνες κάθε στιγμή από το μηδέν.

- Εδώ υπάρχει χώρος και χρόνος να είμαστε αυθεντικοί. Να είμαστε αυτοί που είμαστε και συγχρόνως να γίνουμε όποιοι επιθυμούμε να γίνουμε.

- Το «συμβόλαιο» που νοερά υπογράφουμε είναι δικό μας και μπορεί να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να σπάσει όποτε και όπως επιθυμούμε.

- Αν όλα πάνε κατά διαόλου, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, ας μην μας μείνει πικρία ούτε θυμός. Ας το φυλάξουμε με τρυφερότητα ως κάτι πολύτιμο. Και με ευγνωμοσύνη για όσα μας έκανε να καταλάβουμε για τους εαυτούς μας.

Θα συναντηθούμε όταν θα ξεφοβηθούμε...

Πέρα πάντως από κάθε λογιών επιμέρους οδηγίες, η βαθιά συναισθηματική εμπλοκή προϋποθέτει επαρκώς ώριμους ανθρώπους. Έτοιμους να ρισκάρουν αναλαμβάνοντας την ευθύνη των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς τους. Έτοιμους για μάθηση και αλλαγή μέσω της κάθε εμπειρίας με τρόπους που ούτε καν οι ίδιοι γνωρίζουν εκ των προτέρων.

Η σχέση δίνει την ευκαιρία να έρθουμε σε πραγματική επαφή με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα και να οικοδομήσουμε μαζί του ένα κοινό χώρο φτιαγμένο μοναδικά με τα καλύτερα και τα χειρότερα υλικά και των δύο. Έναν χώρο που μας δίνει την ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι – στην κυριολεξία να μεταμορφωθούμε.

Αντί λοιπόν να κλωτσήσουμε την ευκαιρία ας κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για όσο διάστημα οι δρόμοι μας συναντιούνται.

Έτσι κι αλλιώς η (υπαρξιακή) μοναξιά είναι ανθρωπολογικά δεδομένη.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΡΧΗ

Στη διάρκεια μιας ζωής πολλούς ανθρώπους θα συναντήσουμε, σε πλήθος σχέσεις θα βρεθούμε, πολλές φορές θα αγαπήσουμε. Το δύσκολο είναι η παραδοχή της αναπόδραστης αλλαγής και του αναπόφευκτου τέλους.

Καλώς ή κακώς, με την έναρξη της κάθε σχέσης προδιαγράφεται ήδη το τέλος της - δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό και το καταλαβαίνουμε καλύτερα όσο πληθαίνουν οι εμπειρίες μας. Συνειδητοποιούμε, συχνά με επώδυνο τρόπο, ότι οι άνθρωποι και τα συναισθήματα αλλάζουν. Ότι μπορεί να πάψουμε να αγαπούμε ή να πάψουν να μας αγαπούν. Ή ακόμα ότι εκείνος που εμείς αγαπάμε τόσο πολύ δεν θέλει ή δεν μπορεί να ανταποδώσει την αγάπη μας.

Κάποτε εμείς πάμε παρακάτω, κάποτε ο άλλος, κάποτε η σχέση τελειώνει επειδή έπαψε να υφίσταται πλέον ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε ή επειδή μια νέα σχέση γίνεται απολύτως απαραίτητη. Η παλιά σχέση εκτέλεσε τη λειτουργία της και τελείωσε. Γίνεται μέρος της ιστορίας μας και του ποιοι είμαστε. Χρέος μας είναι να μην προσπαθήσουμε να αναβάλουμε αυτό που έχει ήδη συντελεστεί. Ωριμότητα είναι να αντέξουμε το χωρισμό, τη μοναξιά, τη ματαιότητα, την παροδικότητα.

Καλό είναι επίσης να μάθουμε την παραίτηση. Ότι δεν μπορούμε να τα απαιτούμε όλα σαν κακομαθημένα παιδιά. Δεν μπορούμε να έχουμε και ένταση και τρελό πάθος και σταθερότητα και ασφάλεια την ίδια στιγμή. Δεν μπορούμε να ταιριάξουμε τα αταίριαστα. Δεν μπορούμε να μετατρέψουμε έναν ορκισμένο γυναικά σε ισόβιο πιστό σύντροφο ούτε μια ανεξάρτητη, ελεύθερη γυναίκα σε υπάκουη νοικοκυρά. Δεν γίνεται να τα έχουμε όλα πάει και τελείωσε. Αποφασίζουμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε ώστε να κάνουμε τις καλύτερες για εμάς επιλογές αφήνοντας τα υπόλοιπα πίσω και πληρώνοντας το ανάλογο τίμημα.

Έτσι κι αλλιώς, φιλοσοφικά μιλώντας, η ίδια η Συνάντηση φέρνει αναπόδραστα στην επιφάνεια την αδυνατότητα της συνάντησης. Ο άλλος οσοδήποτε κοντά παραμένει πάντοτε ξένος, πάντοτε άλλος.

Η μόνη σταθερά είναι η προσωπική μας ανάπτυξη και η δυνατότητα μάθησης μέσα από το μοίρασμα.

Η επένδυση που αξίζει το ρίσκο είναι η οικοδόμηση ενός δικού μας τρόπου σχετίζεσθαι, ενός δικού μας μοντέλου σχέσεων επαρκώς πρωτότυπου και πολύπλοκου, απολύτως ιδιοσυγκρασιακού - το μόνο που ίσως μας απομένει, ακόμα και όταν τα πάντα γύρω μας καταρρέουν.

Το κέρδος είναι να γευτούμε τη μεταμορφωτική εμπειρία της σχέση.

Οι άνθρωποι που απολογούνται υπερβολικά στους άλλους υποφέρουν

Σίγουρα σου έχει τύχει να απολογηθείς στους γονείς σου για ποιο λόγο δεν πήγες να τους δεις, ή έχεις απολογηθεί στη φίλη σου για ποιο λόγο δεν της τηλεφώνησες, ή έχεις απολογηθεί στον/τη σύντροφό για κάτι που δεν έκανες.

Πολλοί άνθρωποι ζητάνε συγγνώμη επειδή μιλάνε πολύ, επειδή σκέφτονται πολύ, επειδή κρατάνε τον άλλον πολύ ώρα στο τηλέφωνο ή στέλνουν πολλά μηνύματα, ή επειδή προσπαθούν πολύ ή επειδή ενδιαφέρονται για τον άλλον πολύ.

Η λίστα είναι ατελείωτη!

Η απολογία είναι κάτι παραπάνω από εξήγηση. Όταν δίνουμε στον άλλον μία εξήγηση αυτό γίνεται με κυριολεκτικό τρόπο, δίνουμε δηλαδή μία αντικειμενική πληροφορία σε μία ισότιμη σχέση.

Όταν όμως βρισκόμαστε στη θέση να απολογηθούμε, τότε βρισκόμαστε κατευθείαν σε θέση ανισορροπίας, δηλαδή άνισης κατανομής δυνάμεων. Είναι σαν να παίρνει ο άλλος το πάνω χέρι στη σχέση και να μας στριμώχνει στη γωνία να απολογηθούμε, να δώσουμε εξηγήσεις και ταυτόχρονα συγγνώμη για την επιλογή μας. Και τότε ακριβώς ξεκινάει το πρόβλημα!

Όταν απολογείσαι στον άλλον για κάποια επιλογή σου είναι σαν να επιτρέπεις στον άλλον να σε κρίνει. Είναι σαν να παραδέχεσαι ότι έκανες κάποιο λάθος και οφείλεις εξηγήσεις.

Για ποιους λόγους απολογείται κανείς στους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του; Φυσικά υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι! Εδώ θα παρουσιάσω τους πιο σημαντικούς λόγους.

Η επιθυμία να είσαι αρεστός και αποδεκτός

Πολλοί άνθρωποι αποκτούν τη συνήθεια να απολογούνται στους άλλους για να γίνουν αρεστοί. Έτσι, με καταναγκαστικό τρόπο μία γυναίκα απολογείται στη φίλη της γιατί δεν μπορεί να βγει για καφέ, ή στην πεθερά της για ποιο λόγο τη χρειάζεται να έρθει να μείνει με τα παιδιά, ή ο άντρας που απολογείται στους φίλους του επειδή «τον έχωσε» η σύζυγος να κάνει μία δουλειά, κοκ.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις κοινός παρονομαστής είναι στάση του ανθρώπου: αισθάνεται ότι βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Και αυτή είναι η αλήθεια! Οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις επιλογές, τις επιθυμίες, τις πράξεις τους γιατί αισθάνονται ότι ο άλλος έχει πάρει τον ρόλο του δικαστή, τον ρόλο του κριτή και τους κρίνει.

Και, φυσικά, ο άνθρωπος που αισθάνεται ότι κάποιος τον κρίνει θέλει να γίνει αρεστός και αποδεκτός.

Το τίμημα είναι ότι αυτό το άτομο διαρκώς δίνει εξηγήσεις και προσπαθεί να πείσει τους γύρω του ότι οι επιλογές του είναι σωστές. Και εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι το άτομο αυτό δεν έχει κάνει κάποιο λάθος ή κάτι κακό- απλώς επιλέγει διαφορετικά πράγματα από αυτά που θα ήθελαν τα πεθερικά, οι γονείς, ο/η σύζυγος, οι φίλοι του.

Είναι θέμα διαφοράς προτίμησης και όχι ζήτημα σωστού/λάθους.

Άγχος

Για άλλους πάλι, το γεγονός ότι διαρκώς βρίσκονται στη θέση του να δίνουν εξηγήσεις για τις επιλογές τους σχετίζεται με τον βαθμό άγχους τους.

Άνθρωποι που αγχώνονται εύκολα και αγωνιούν για το αν σκέφτηκαν σωστά, αν έπραξαν σωστά, αν θα τα καταφέρουν, αναζητούν την επιβεβαίωση από τρίτους. Έτσι, ενώ είναι φυσικό να πεις «συγγνώμη» αν άργησες σε ένα ραντεβού, δεν είναι φυσιολογικό να λες «συγγνώμη» και να απολογείσαι για τα ρούχα που φοράς, για το αν επέλεξες καφέ ή τσάι ή για το οποιοδήποτε μικροπράγμα.

Αν έχεις την ανάγκη να απολογείσαι για το κάθε τι τότε δε βοηθάς τον εαυτό σου. Είναι πολύ πιθανό ότι το «συγγνώμη» σου λειτουργεί σαν μία συμπεριφορά ασφαλείας, σαν μία υπερπροστατευτική συμπεριφορά ή μία στρατηγική για να μην εκτεθείς και να προλάβεις κάτι χειρότερο που φαντάζεσαι ότι μπορεί να ακολουθήσει.

Η συμπεριφορά αυτή είναι σχεδιασμένη για να σε προστατέψει από άλλα έντονα αρνητικά συναισθήματα ή καταστάσεις που σου φαίνονται απειλητικές για την ηρεμία σου. Αυτά όμως είναι ένδειξη άγχους- αγχώνεσαι για το πώς θα σε κρίνουν, για το πώς θα προστατέψεις τον εαυτό σου, για το τι θα γίνει στο μέλλον.

Αν διαρκώς αναρωτιέσαι αν είπες ή έκανες το σωστό και αν ζητάς συγγνώμη όλη την ώρα, αυτό έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το αναμενόμενο.

Δηλαδή αν περιμένεις ότι ζητώντας συνέχεια συγγνώμη, για το παραμικρό, οι άλλοι θα δείξουν μεγαλύτερη κατανόηση και αποδοχή, αυτό δε θα συμβεί! Ο λόγος είναι ότι όταν μπαίνεις στη θέση του να απολογείσαι, οι άλλοι θεωρούν ότι μάλλον έχεις κάνει κάτι λάθος, χωρίς καν να το καλοκοιτάξουν! Η συμπεριφορά σου τους κάνει να σκεφτούν αυτό που δε θέλεις! Σε βλέπουν ως «λιγότερο», ως ελλιπή.

Τα τρία πράγματα για τα οποία δεν πρέπει να απολογείσαι

1. Μην απολογείσαι για τον εαυτό σου.

Μη ζητάς συγγνώμη επειδή είσαι ευαίσθητος άνθρωπος, επειδή συγκινήθηκες ιδιαίτερα, επειδή έκλαψες, επειδή έχεις περισσότερα ή λιγότερα κιλά, κοκ. Δε χρειάζεται να ντρέπεσαι για το ποιος είσαι.

Αν λες «συγγνώμη» για το κάθε τι και απολογείσαι για το ποιος είσαι, καταστρέφεις την προσωπική σου ταυτότητα, την αίσθηση του εαυτού σου. Δέξου λοιπόν τον εαυτό σου όπως είσαι, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά σου.

2. Μην απολογείσαι για τις επιλογές σου.

Δε χρειάζεται να απολογείσαι στους ανθρώπους γύρω σου επειδή διάλεξες το Α και όχι το Β, επειδή έκανες κάτι με το οποίο εκείνοι δε συμφωνούν ή δε θα επέλεγαν. Να θυμάσαι ότι καθένας έχει τον δικό του γνώμονα με βάση τον οποίο διαλέγει στη ζωή του σύντροφο, φίλους, επάγγελμα, τρόπο ζωής, κλπ.

Μην αφήνεις τους άλλους να σε κρίνουν.
Κυρίως όμως, μην απολογείσαι περιμένοντας να σε «συγχωρήσουν» οι άλλοι για τις επιλογές σου.

3. Μην απολογείσαι για τα όνειρα και τους στόχους σου.

Μία μεγάλη παγίδα για πολλούς ανθρώπους είναι το να αρχίσουν να απολογούνται για τα όνειρα και τους στόχους τους.

Αυτό μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε, άντρα ή γυναίκα, μικρότερης ή μεγαλύτερης ηλικίας.

Γενικότερα ζούμε σε μία επικριτική κουλτούρα, όπου καθένας πιστεύει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια, ότι η γνώμη του είναι καλύτερη και σωστότερη από αυτή του διπλανού του. το αποτέλεσμα είναι να προσπαθεί να «καπελώσει» τον άλλον, κρίνοντας και κατακρίνοντας τα όνειρα και τους στόχους του με βάση τα δικά του κριτήρια.

Έτσι, κρίνει ο γονιός το παιδί του για τις σπουδές ή το επάγγελμα που θέλει να διαλέξει, κρίνει ο κόσμος τον άνθρωπο που θέλει να παρατήσει τη μόνιμη θέση του στο δημόσιο για να κάνει τη δουλειά που αγαπάει και τον ευχαριστεί, κρίνει αυτό που έχει μεγάλη θέση στον ιδιωτικό τομέα και φεύγει προτιμώντας τη σιγουριά του δημόσιου, κλπ.

Και φυσικά ο κόσμος κρίνει τη γυναίκα που γίνεται μητέρα σε μεγάλη ηλικία ή τη γυναίκα που γίνεται μητέρα σε μικρή ηλικία, κρίνει το αν θα παντρευτεί ή όχι, κοκ.

Κάθε στόχος και όνειρο μπορεί να μπει κάτω από το μικροσκόπιο της αρνητικής κριτικής και να απορριφθεί ως «άπιαστο» ή «χαζό». Αυτό όμως δεν ισχύει! Δεν υπάρχουν «καλά και κακά» όνειρα και στόχοι, δεν υπάρχει το απόλυτο!

Κάθε όνειρο και στόχος εξαρτώνται από τον άνθρωπο, τον χαρακτήρα του, τις συνθήκες, την προσπάθειά του. Αν δεν υπήρχαν όνειρα «τρελά» και «άπιαστοι» στόχοι δεν θα είχαμε τις σημερινές εφευρέσεις, ολυμπιακά ρεκόρ και το κάθε επίτευγμα που κάποια στιγμή έμοιαζε ανέφικτο.

Τα όνειρα και οι στόχοι δεν είναι για να απολογείσαι, αλλά για να κινητοποιείσαι να τα κυνηγήσεις!

Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς: αυθεντική πηγή απέραντου πνευματικού πλούτου

Κάθε τόσο στην Ελλάδα ανακαλύπτουμε, τις περισσότερες φορές με μεγάλη καθυστέρηση, έναν ξένο συγγραφέα, πότε Γάλλο, πότε Ιταλό, πότε Ισπανό, πότε Λατινοαμερικάνο. Τότε μεταφράζονται μανιωδώς τα έργα τους κι εμείς οι αναγνώστες τα αγοράζουμε εξίσου μανιωδώς. Και οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΛΑΣΙΚΟΙ συγγραφείς παραμένουν πάντοτε άγνωστοι. Τόσο κοντινοί μας, τόσο οικείοι, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακρινοί, πιο μακρινοί κι από τον τελευταίο Λατινοαμερικάνο συγγραφέα που ανακαλύψαμε. Ολόκληρη η αρχαιοελληνική λογοτεχνία είναι για μας τους Έλληνες άγνωστη γη. Πώς το καταφέραμε αυτό; Πώς δημιουργήθηκε αυτή η αποξένωση και το δέος; Φταίει η σχολαστική, μουχλιασμένη, αποξηραμένη από κάθε χυμό και αποστειρωμένη διδασκαλία τους στα γυμνάσια και στα πανεπιστήμια; Φταίει όλο αυτό το άγονο πνεύμα της προσπάθειας να γραπωθούμε από τους αρχαίους «ημών» προγόνους για να αποδείξουμε ότι αξίζουμε κι εμείς κάτι; Φταίνε οι ελάχιστες μεταφράσεις, πολλές από τις οποίες, πιο δυσνόητες κι από το ίδιο το πρωτότυπο, μεγάλωσαν το δέος και την απόστασή μας απ’ αυτούς; Όλα φταίνε και ίσως και άλλα.

Το γεγονός είναι πως τα έργα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας δεν τα είδαμε ποτέ ως αναγνώσματα. Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς είναι καταχωρημένοι στο μυαλό μας περίπου σαν ονόματα δρόμων. Κι όμως αντιπροσωπεύουν έναν ολόκληρο κόσμο που σφύζει από ζωή, πνεύμα, χιούμορ, κάπως αλλιώτικο, κάπως παράξενο, γοητευτικό, συγκινητικά ανθρώπινο και επίκαιρο.

Είναι σαν να γύρισε ένας διακόπτης, σαν να χάθηκε μια αίσθηση του κόσμου που υπήρχε, αλλιώτικη από τη δική μας.

Γιατί να μη γίνουν κάποτε και για μας οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ανάγνωσμα; Γιατί να μη γνωρίσουμε αυτό τον Μεγάλο κόσμο; Να τους αγαπήσουμε και να τους πλησιάσουμε. Να τους ανακαλύψουμε κι αυτούς όπως και τους ξένους (γιατί έχουν γίνει πιο ξένοι κι από τους ξένους για μας), χωρίς να ζητάμε απ’ αυτούς τίποτα περισσότερο από μια πνευματική απόλαυση. Ούτε προγονολατρείες, ούτε συντακτικές αναλύσεις.

Εκείνο που χρειάζεται είναι σύγχρονες μεταφράσεις (τόσο στη γλώσσα όσο και στο πνεύμα), που να μη βαραίνουν και να μην τρομάζουν τους αναγνώστες, μεταφράσεις σαν κι αυτές που διαβάζουν εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλον τον κόσμο εκτός από την Ελλάδα.

Σήμερα που οι κάθε είδους θεωρητικοί δογματισμοί καταρρέουν και ξαναρχίζουν έντονοι προβληματισμοί για την πορεία της Ευρώπης και του κόσμου, η ανοιχτή και ανήσυχη ελληνική σκέψη περνά πάλι σε πρώτο πλάνο, όχι για να δώσει έτοιμες λύσεις, αλλά για να μας κάνει να στοχαστούμε με φρέσκο, σύγχρονο μυαλό πάνω στα ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο και τη σχέση του με τον κόσμο.

Κάθε φορά που έρχεται κάτι, παίρνει τη θέση του προηγούμενου, που έπαψε να υπάρχει

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ… ΠΟΝΑΕΙ

Αντισταθμίζει, αλλά δεν αποτρέπει
Γλυκαίνει, αλλά δεν διαγράφει
Ενθαρρύνει να συνεχίσεις
Αλλά δεν εξαφανίζει τον πόνο.

Είμαστε εντελώς ανίκανοι να προσφέρουμε στα αγαπημένα μας πρόσωπα την προστασία που θα θέλαμε ενάντια σε κάθε κίνδυνο, σε κάθε πόνο, ενάντια στις ματαιώσεις, τον χαμένο χρόνο, τα γηρατειά και τον θάνατο.

Ο δρόμος των δακρύων μας διδάσκει να δεχόμαστε τον ζωτικό δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στις απώλειες και τις κατακτήσεις μας.

Ο δρόμος αυτός μας δείχνει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από ότι δεν υπάρχει πια. Έτσι θα κατακτήσουμε την ωριμότητα.

Οι απώλειες είναι τραυματικές και επώδυνες, όμως, μόνο μέσα από αυτές ολοκληρωνόμαστε σαν άνθρωποι.

«Να μπορούμε να ξεκινάμε πάλι από την αρχή, να αφήνουμε πράγματα πίσω μας, να μαθαίνουμε να λειτουργούμε αλλιώς, να μην εξαρτιόμαστε από το βλέμμα του άλλου, να πατάμε γερά στα πόδια μας… Αυτά είναι τα πράγματα που μας βοηθάνε να μεγαλώσουμε, που μας κάνουν αυτό που είμαστε τελικά».

«Δεν μεγαλώνει κανείς αν δεν δοκιμάσει ο ίδιος κάποια από τα συναισθήματα που ορίζουν το περιεχόμενο των παρακάτω λέξεων:

Αδυναμία να κάνεις κάτι, μη αναστρέψιμο, απογοήτευση, θυμός, πόνος, εσωτερικό κενό, απουσία, εγκατάλειψη, άγχος, σύγχυση, νοσταλγία, απελπισία, αυτοκατηγορία, θρήνος, βάσανο, μοναξιά, φόβος, θλίψη, αγωνία, αδυναμία αποδοχής, θάνατος».

«Ο πόνος της απώλειας δεν έχει τόσο να κάνει με το γεγονός ότι δεν έχω πια κάτι, όσο με το ότι δεν αντέχω την αδυναμία μου. Αυτό είναι που μένει από την απώλεια κάποιου πράγματος που, εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον, δεν ήθελα να χάσω».

«Καμιά φορά το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος. Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε. Να αφήνεις πίσω σου πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση». Κάποιες φορές από διαίσθηση ξέρουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, αλλά συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σε κάτι που δεν μας χρειάζεται πλέον, σε κάτι που δεν υπάρχει πια…

«Είναι φοβερό να παραδεχτούμε ότι σε κάθε απώλεια υπάρχει ένα όφελος. Ότι ο πόνος για την απώλεια θα τελειώσει αναγκαστικά με κάποιο κέρδος. Και βέβαια δεν υπάρχει απώλεια χωρίς ένα όφελος. Δεν υπάρχει απώλεια που δεν οδηγεί αναγκαστικά στην προσωπική ανάπτυξη».

«Υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που σε καλούν να πορευτείς τον δρόμο των δακρύων, γιατί:

Εκτός από τα πρόσωπα που χάνει κανείς
Υπάρχουν καταστάσεις που μεταβάλλονται
Υπάρχουν δεσμοί που αλλάζουν
Υπάρχουν φάσεις ζωής που ξεπερνιούνται
Υπάρχουν στιγμές που φθάνουν στο τέλος
Και το καθένα από αυτά τα πράγματα αντιπροσωπεύει μια απώλεια που πρέπει να επεξεργαστείς».

«ΑΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΩ ΟΤΙ ΟΛΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΚΑΙ ΘΑ ΦΥΓΟΥΝ, ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΩ ΝΑ ΔΕΧΤΩ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΥΘΥΝΗ ΝΑ ‘ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΟΜΑΙ’ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΑ»

Είναι οδυνηρό να αφήνουμε πίσω μας πράγματα, πρόσωπα, τόπους και καταστάσεις, είναι οδυνηρό να αφήσουμε την παιδική μας ηλικία, την εφηβεία, τα νιάτα… Συνειδητοποιούμε ότι όλα μας τα βιώματα καταλήγουν σε μια απώλεια. Χάνουμε ορισμένα πράγματα, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να κερδίσουμε κάποια άλλα. Οι απώλειες είναι αναγκαίες για την κατάκτηση της ωριμότητας. Οι απώλειες είναι αναγκαίες για να προχωρήσουμε…

«Όσο περισσότερο μαθαίνω να ξεπερνώ καταστάσεις, πρόσωπα και πράγματα, τόσο ευκολότερη γίνεται η προσωπική μου ανάπτυξη. Όσο περισσότερο αναπτύσσομαι, τόσο μικρότερη η στεναχώρια για αυτά που χάνω. Όσο λιγότερο μου ραγίζει την καρδιά αυτό που δεν υπάρχει πια, τόσο καλύτερα θα πορευτώ στον δρόμο που ακολουθεί. Ωριμάζοντας, ανακαλύπτω ότι με δική μου απόφαση και με πόνο ψυχής αφήνω κάτι πίσω δημιουργώντας χώρο για το καινούργιο που επιθυμώ».

«Υπάρχει ένα πένθος που εκ πρώτης όψεως φαίνεται διαφορετικό από τα άλλα. Πρόκειται για τον πόνο που βιώνουν όσοι φαντάζονται πως θα έρθει η μέρα να αποκτήσουν κάτι, αλλά κάποια στιγμή προσγειώνονται και συνειδητοποιούν πως αυτό το κάτι ποτέ δεν θα το έχουν». Είναι σαν να βιώνουμε μια απώλεια χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει απώλεια. Πενθούμε για κάτι που ποτέ δεν είχαμε. Κι αφού δεν το είχαμε γιατί πενθούμε; Τι είναι αυτό που χάσαμε; Είχαμε την ψευδαίσθηση, τη φαντασίωση, το όνειρο.

«Ωριμάζω σημαίνει αφήνω πίσω κάτι που χάθηκε, έστω κι αν πρόκειται για ένα φανταστικό κενό. Επεξεργάζομαι το πένθος, σημαίνει ότι εγκαταλείπω ένα προηγούμενο κενό, που μου φαινόταν πιο ασφαλές, πιο προστατευτικό, και που νόμιζα ότι μπορούσα να το προβλέψω. Το αφήνω για να πάω στο διαφορετικό. Περνάω από το γνωστό στο άγνωστο».

«Το να θυμάσαι είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεχάσεις» -Freud

«Συνειδητοποιούμε μια απώλεια από την εικόνα που αφήνει μέσα μας αυτό που χάθηκε, αν και χάθηκε πριν καλά- καλά το πάρουμε είδηση»

Κλείνοντας με τη θετική πλευρά κάθε απώλειας δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι:

«Κάθε φορά που έρχεται κάτι, παίρνει τη θέση του προηγούμενου, που έπαψε να υπάρχει».

«Κάθε φορά που φεύγει κάτι, αφήνει χώρο για αυτό που έρχεται».

«Πίσω από κάθε σημαντική αλλαγή, υπάρχει μια απώλεια που πρέπει να επεξεργαστεί κανείς. Αυτό ισχύει ακόμη και για τις αλλαγές εκείνες που επιφέρουν ‘θετικές’ μεταβολές, αν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε έτσι».

«Όσο κι αν με πονάει να το παραδεχτώ, κάθε μέρα που ξημερώνει είναι επίσης η ιστορία της απώλειας της χθεσινής μου μέρας, μέχρι την οποία ήμουν αυτός που ήμουνα. Γιατί σήμερα δεν είμαι αυτός που ήμουν χθες, και δεν θα ξαναείμαι ποτέ πια».

Τα δάκρυα είναι οι λέξεις που η καρδιά δεν μπορεί να πει.

SIMON DE BEAUVOIR: Η διαπίστωση και η βίωση των γηρατειών

Να πεθάνεις νωρίς ή να γεράσεις: δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση. ‘Ωστόσο, ό Γκαίτε είπε: «Τα γεράματα μας βρίσκουν αναπάντεχα».

Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη και συχνά εκπλήσσεται όταν ή κοινή μοίρα γίνει και δική του όταν δηλαδή αρρωστήσει ή χάσει αγαπημένα του πρόσωπα. Θυμάμαι την κατάπληξή μου όταν αρρώστησα σοβαρά για πρώτη φορά στη ζωή μου κι έλεγα στον εαυτό μου, προσπαθώντας να τον πείσω: «αυτή ή γυναίκα πού μεταφέρουν στο φορείο είμαι εγώ». Τα ατυχήματα τα αποδεχόμαστε αρκετά εύκολα, γιατί μάς αφορούν σαν μοναδικά όντα. Αλλά τα γηρατειά αποτελούν την κοινή μοίρα κι όταν μάς συμβούν δε θέλουμε να τα παραδεχτούμε. Μάς φοβίζει το γεγονός ότι ή πάροδος τού χρόνου μάς μεταμορφώνει προσωπικά. Όταν ήμουν σαράντα μόλις χρονών στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό μου και δε μπορούσα να το πιστέψω. Τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν συνείδηση της ηλικίας τους, μα οι ενήλικοι παύουμε να τη σκεφτόμαστε πια. Δυσκολευόμαστε ιδιαίτερα να δεχτούμε τα γηρατειά, γιατί τα θεωρούσαμε πάντα σαν κάτι ξένο. Αναρωτιέμαι: «Μπορεί να έχω γίνει διαφορετικό oν, ενώ παραμένω ο εαυτός μου;».

«Ο προβληματισμός σου είναι λανθασμένος», μου απαντάνε. «Όσο νιώθεις νέα, είσαι νέα». Μα ένας τέτοιος ισχυρισμός δείχνει παρεξήγηση της περίπλοκης αλήθειας του φαινομένου των γηρατειών: για τον παρατηρητή, αποτελούν μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη δική μου οντότητα, όπως την ορίζει εκείνος αντικειμενικά και στη συνειδητοποίηση τού εαυτού μου διαμέσου εκείνου. Mεσα μου, έχει γεράσει ο «Άλλος» (δηλαδή αυτό πού αντιπροσωπεύω για τον παρατηρητή) και αυτός ο Άλλος είναι ό εαυτός μου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, για τον υπόλοιπο κόσμο, ή υπόστασή μας είναι τόσο πολύπλευρη, όσο και ο ίδιος ο κόσμος. Κάθε παρατήρηση για μας μπορεί να αμφισβητηθεί με μιαν αντίθετη γνώμη. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιτρέπεται καμιά αμφισβήτηση: ή λέξη «έξηντάχρονος» έχει για όλους το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο. Αντιστοιχεί σε βιολογικά φαινόμενα πού αποδεικνύονται πρακτικά. Μα ή δική μας προσωπική εμπειρία δε μας λέει την ηλικία μας, ούτε υπάρχει τίποτε αντιληπτό πού να μας δείχνει την κατάπτωση πού συνοδεύει την πάροδο τού χρόνου. Κι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά για να διακριθεί ή αρρώστια από τα γηρατειά. Η αρρώστια μας προειδοποιεί για την παρουσία της και ό οργανισμός αμύνεται, συχνά με τρόπο πιο δυσάρεστο κι από το αρχικό ερέθισμα. Η ύπαρξη της αρρώστιας είναι πιο φανερή σ’ εκείνον πού την υφίσταται παρά στους γύρω του, πού μπορεί και να μην αντιλαμβάνονται τη σημασία της. Τα γηρατειά είναι πιο εμφανή στους άλλους παρά στο ίδιο το υποκείμενο. ’Αποτελούν μια νέα κατάσταση βιολογικής ισορροπίας κι αν το άτομο προσαρμοστεί ομαλά στη διαδικασία της, γήρανσης, δεν παρατηρεί την αλλαγή. Ή συνήθεια και διάφοροι αντισταθμιστικοί παράγοντες μπορούν να καλύψουν τα ψυχοκινητικά μειονεκτήματα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ακόμη κι αν το σώμα μας στέλνει σήματα κινδύνου, ή σημασία τους δεν είναι πάντα ξεκάθαρη. Και συχνά μπαίνουμε στον πειρασμό να συγχέουμε κάποια ανίατη νόσο με τα οριστικά γεράματα. Ό Τρότσκι πού ζούσε μόνο για την εργασία και τον αγώνα φοβόταν τα γηρατειά κι έτρεμε όταν σκεφτόταν τη φράση που επαναλάμβανε συχνά ο Λένιν: «Ξέρεις πιο είναι το χειρότερο ελάττωμα; Να έχεις περάσει τα πενήντα πέντε». Και το 1933, όταν συμπλήρωνε ο ίδιος τα 55 του χρόνια, έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του όπου παραπονιόταν για κόπωση, έλλειψη ύπνου, αμνησία. Και τού φαινόταν πως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, πράγμα πού τον ανησυχούσε. «Μπορεί να είναι αυτή ή τελευταία περίοδος της ζωής, απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή ή μήπως πρόκειται για μια προσωρινή, αν και ξαφνική κατάπτωση, από την όποια θα συνέλθω; Θα δούμε». Με λύπη θυμήθηκε το παρελθόν και ζητούσε να τού στείλει μια παλιά φωτογραφία, τότε πού ήταν και οι δύο τους νέοι. «Όμως, τα συγκεκριμένα συμπτώματα τού πέρασαν και ανέλαβε και πάλι τις δραστηριότητές του.

Ισχύει και το αντίθετο: οι ενοχλήσεις των γηρατειών περνάνε συχνά απαρατήρητες ή θεωρούνται ασήμαντες και θεραπεύσιμες ανωμαλίες. ‘Ο άνθρωπος έχει πια αντιληφθεί τον ερχομό των γηρατειών πριν τα διαπιστώσει κάποιος τρίτος από τα εξωτερικά του συμπτώματα . Αλλά και τότε ακόμα, το σώμα δε μας επιτρέπει να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Ξέρουμε, π.χ., πώς οι ρευματισμοί μας οφείλονται στα γεράματα, μα δεν καταλαβαίνουμε πως αντιπροσωπεύουν μια νέα κατάσταση. Παραμένουμε αυτό πού ήμαστε, με τούς ρευματισμούς σαν κάτι πρόσθετο.

Σιμόν Ντε Μποβουάρ, Τα γηρατειά

Τα Καβείρια Μυστήρια, η μύηση, η σπηλιά του Φιλοκτήτη και το μυητικό ταξίδι αυτογνωσίας

Τα Καβείρια μυστήρια αποτελούσαν αρχαιότατες μυστηριακές τελετές οι οποίες τελούνταν κυρίως στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, και πιο συγκεκριμένα στην Σαμοθράκη και την Λήμνο.

Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες, και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να κάποιος να ανιχνεύσει ποιοι και πόσοι ήταν οι Κάβειροι.

Για τον γράφοντα είναι εξαιρετικά πιθανό ο αριθμός των μεγάλων Θεών να διαφοροποιήθηκε συν τω χρόνω. Σίγουρο είναι πως οι Κάβειροι, προς τιμή των οποίων γίνονταν τα εν λόγω Μυστήρια, θεωρούνταν «θεότητες» του πυρός, της μεταλλοτεχνίας, της γονιμότητας, της αμπελουργίας, προστάτες της ναυσιπλοΐας αλλά και θεραπευτικοί Θεοί. Σώζεται μάλιστα μία πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία για την ιδιότητα των Καβειρίων Θεοτήτων ως προστάτες των ναυτιλομένων και όχι μόνο.

Η ιστορία έχει ως εξής. Λέγεται πως ο Διαγόρας της Μήλου, ο περιβόητος αθεϊστής, επισκεπτόμενος τη Σαμοθράκη, βρέθηκε αντιμέτωπος με το πλήθος των αναθηματικών πινακίδων στο ιερό, ευχαριστήρια τεκμήρια, στημένα από εκείνους που είχαν διασωθεί από τους κινδύνους της ναυσιπλοΐας από τους Μεγάλους Θεούς.

Ο Διαγόρας ρωτήθηκε αν αυτό δεν ήταν μια απόδειξη της δύναμης των Θεών. Ο Διαγόρας αντέστρεψε το επιχείρημα:

«Θα ήταν πολύ περισσότερα αυτά, αν εκείνοι που είχαν καταποντιστεί είχαν την ευκαιρία να κάνουν αφιερώσεις».

Οι στατιστικές θα ανασκευάσουν την ευσέβεια. Η χρονολογία θα ήταν γύρω στο 430 π.χ., αν πράγματι πήρε μέρος ο Διαγόρας. Το ανέκδοτο αποδίδεται και στο Διογένη τον Κυνικό. Ο ρόλος των ευχών στους Μεγάλους Θεούς επιβεβαιώνεται από τον Αριστοφάνη. Ένας εντυπωσιακός αριθμός αναθηματικών μνημείων δεν θα προϋπέθετε στην πραγματικότητα μυστήρια με την έννοια των ειδικών, μυστικών μυήσεων. Αναθηματική θρησκεία και μυστήρια μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο· αλλά και εύκολα μπορούν να συνυπάρχουν.

Οι Κάβειροι ήταν παιδιά του Θεού του πυρός και της μεταλλουργίας Ηφαίστου, και μίας Θεάς η οποία ταυτίζεται με την μεγάλη Θεά ή την Δήμητρα - Καβειρώ. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά καθώς η μητριαρχία προηγείται της πατριαρχίας, ενώ η καλλιέργεια της γης ως στοιχείο μόνιμης εγκατάστασης και πολιτισμού, προηγείται της μεταλλουργίας. Σε αυτό το σημείο όμως έχουμε ένα παράδοξο, που σχετίζεται με τον Θεό της φωτιάς Ήφαιστο και χρήση της φωτιάς.

Το ψήσιμο της τροφής σηματοδοτεί το πρώτο και βασικό στοιχείο ανθρώπινου πολιτισμού, το οποίο διαφοροποίησε καταλυτικά τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, θέτοντας σε κίνηση την εξελικτική πορεία του ανθρώπου, και την αύξηση του εγκεφάλου του.

Συνεπώς τα μυστήρια αυτά σηματοδοτούν την μετάδοση της αρχέγονης εκείνης γνώσης και των βασικών εκείνων στοιχείων που διαμόρφωσαν και καθόρισαν τα στοιχεία του πολιτισμού στην ανθρωπότητα.

Η φωτιά προέρχεται κυρίως από τον Ουρανό, με την μορφή κεραυνού, πολλές φορές όμως σε Ηφαιστειακά περιβάλλοντα όπως σε αυτό της Λήμνου λ.χ.  προέρχονται από τα έγκατα της Γης.

Συνεπώς είναι φυσικό να τιμώνται και οι δύο χθόνιες θεότητες στα Καβείρια μυστήρια, η μεγάλη Πότνια Θεά ή η Δήμητρα, η οποία παρέχει τους καρπούς και την καλλιέργεια και ο Ήφαιστος που παρέχει το πυρ και την τέχνη της μεταλλουργίας, των εργαλείων και του πολέμου. Χθόνιες Θεότητες και οι δύο, κάποια στιγμή τελείται ιερός γάμος και τέκνα των Θεών είναι οι επίσης χθόνιοι Κάβειροι.

Ως σύζυγος του Ηφαίστου αναφέρεται και η Καβειρώ, ενώ οι Κάβειροι αναφέρονται και ως Καρκίνοι, όρος ο οποίος παραπέμπει στις σιδηρουργικές λαβίδες (δαγκάνες).

Οι Κάβειροι παρουσιάζονται ως κακόμορφοι δαίμονες, γεγονός που δεν ξενίζει καθώς και ο πατέρας τους Ήφαιστος ήταν ο μόνος Θεός που ήταν όχι μόνο άσχημος αλλά και κουτσός, γεγονός παράδοξο για Θεό, όχι όμως για ένα μεταλλουργό. Το γεγονός πως ένας Θεός ζει σε νησί στην Λήμνο, και όχι στον Όλυμπο αλλά και κυρίως πως ασχολείται με την Ύλη συμβολίζεται από τους αρχαίους μυθαγωγούς με την χωλότητα και την ασχήμια του.

Ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 142.22 – 144.19», αναφέρει:

«Ο Ήφαιστος είναι δημιουργός των αισθητών και όχι των ψυχικών ή των νοητικών Θεϊκών έργων. Και επεξηγεί είναι χωλός - κουτσός και από τα δύο του πόδια, επειδή είναι δημιουργός των εσχάτων - τελευταίων όντων. Παρουσιάζεται να πέφτει από ψηλά στη γη, επειδή απλώνει τη δημιουργία σε ολόκληρη την αισθητή ουσία – την Ύλη. Εκείνος άλλωστε που κινείται με το είδος της κινήσεως που σχετίζεται με τον νου και τη φρόνηση δεν χρειάζεται πόδια, όπως λέει ο Τίμαιος. Αυτό το οποίο δημιουργεί η Φύση βυθιζόμενη μέσα στα σώματα, αυτό διαπλάθει και τούτος ο θεός με τρόπο θεϊκό, κινώντας τη Φύση και χρησιμοποιώντας τη σαν όργανο για την δική του δημιουργία. Γιατί και η έμφυτη θερμότητα προέρχεται από τον Ήφαιστο και παράγεται από αυτόν για την σωματική δημιουργία».

Ο Πορφύριος όμως στο έργο του «Περί αγαλμάτων» αναφέρει για τους υψηλότερους απόκρυφους συμβολισμούς που έκρυψαν οι αρχαίοι μυθαγωγοί αλληγορικά στην μορφή του Ηφαίστου, και που σχετίζονται με το κοσμογονικό αρχικό πυρ:

«Την δύναμη του πυρός την ονόμασαν Ήφαιστο και την προσομοίασαν με μορφή ανθρώπου σε άγαλμα. Φορά γαλάζιο καπέλο που συμβολίζει την περιστροφή του ουρανίου θόλου, όπου δημιουργείται το πρωταρχικό και ξεκάθαρο πυρ (κοσμική ενέργεια). Αυτό κατέρχεται στην γη από τον ουρανό και είναι κατώτερης μορφής ενώ απαιτείται βάση για στήριξη επάνω στην ύλη. Γι' αυτό και παριστάνεται κουτσός, σαν να χρειάζεται επί πλέον υποστήριξη».

Όργανο, του Ηφαίστου είναι το πυρ και ύλη η γη, η δια του πυρός κινούμενη και ζωογονούσα, ενώ η ίδια είναι «ἀπεψυγμένη» (παγωμένη). Ίσως για αυτό τον λόγο Ήφαιστος είναι ερωτευμένος με την Αθηνά, επειδή μιμείται με τα αισθητά έργα τη νοητική της ιδιότητα.

Κατά μία δε ερμηνεία των συμβόλων του Θεού, ο ακατέργαστος σίδηρος, που πιάνει με την Λαβίδα του ο Ήφαιστος, για να τον μορφοποιήσει στο Εργαστήριο του, είναι η ψυχή του ανθρώπου, η οποία πρέπει να σφυρηλατηθεί στο πυρ της γνώσεως και της αρετής, και να πετάξει από πάνω της τις σκουριές των παθών, που την διαβρώνουν, αναδεικνύοντας με Ηφαίστειο «βάπτισμα πυρός», τον ανώτερο εαυτό της, την ουσία της.

Στην Λήμνο τιμούσαν τον Ήφαιστο και ως θεό θεραπευτή. Δώρο του για την φιλοξενία των Λημνίων ήταν η περίφημη θεραπευτική Λημνία γη. Για αυτό τον λόγο, ο Φιλοκτήτης ο διάσημος τοξοβόλος των Ελλήνων κατά την εκστρατεία της Τροίας, αφέθηκε εδώ, ώστε να γιατρευτεί από η πληγή του από το δάγκωμα φιδιού με την Λημνία γη.

Ο Φιλοκτήτης περιλαμβάνεται ανάμεσα στους μνηστήρες της Ελένης και μ’ αυτή την ιδιότητα εμπλέκεται στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας με επτά καράβια.

Όταν ο στόλος των Αχαιών έπλεε προς την Τροία , αγκυροβόλησε στο νησί Χρύση, για να προσφέρουν θυσίες. Τη θυσία ανέλαβε να προσφέρει ο Φιλοκτήτης αλλά τον δάγκωσε στο πόδι ένα φίδι, ο φύλακας του ναού, τιμωρώντας έτσι τον ασεβή που τόλμησε να πλησιάσει τον ναό· είτε κατ’ εντολή της νύμφης, επειδή ο Φιλοκτήτης δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα της. Η πληγή ήταν δύσοσμη και προκαλούσε πολύ έντονους πόνους στον Φιλοκτήτη.

Οι Αχαιοί αποφάσισαν τότε να αφήσουν τον Φιλοκτήτη στην Λήμνο, τόπο λατρείας του Ήφαιστου, και των Καβείρων λόγω του ότι θα μπορούσε να θεραπευτεί η πληγή του Φιλοκτήτη με την φαρμακευτική Λημνία Γη. Ο Φιλόστρατος στο έργο του «Ηρωικός» αναφέρει πως όντως το πόδι του Φιλοκτήτη θεραπεύτηκε με την Λημνία γη.

Η Τροία όμως δεν έπεφτε. Σύμφωνα με τον μάντη Κάλχα, ο μόνος που γνώριζε την μοίρα της Τροίας ήταν ο Τρώας Μάντης Έλενος. Ο Οδυσσέας έστησε ενέδρα και συνέλαβε τον Έλενο, ο οποίος είχε καταφύγει στα βουνά μετά την άρνηση των Τρώων να του δώσουν για γυναίκα του την Ελένη Ο Τρώας μάντης αποκάλυψε ότι για την άλωση της Τροίας ήταν αναγκαία η παρουσία του Φιλοκτήτη με τα όπλα που είχε στην κατοχή του και που ήταν του Ηρακλή· με αυτά τα όπλα είχε καταλάβει ο ίδιος ο Ηρακλής την πόλη τους όταν ζούσε.

Τότε οι Αχαιοί έστειλαν τον Οδυσσέα στη Λήμνο, για να βρει τον Φιλοκτήτη και να τον πείσει να επιστρέψει στην Τροία. Σύμφωνα με τον Σοφοκλή, ο Φιλοκτήτης για όσο διάστημα έμεινε στην Λήμνο, κατοικούσε σε μία Σπηλιά. Μια δίθυρη σπηλιά απ’ όπου έμπαινε το χειμώνα ο ήλιος και το καλοκαίρι ο αέρας. Αναφέρει επίσης ότι στο δάπεδο της η σπηλιά είχε βότσαλα με τα οποία άναβε ο Φιλοκτήτης φωτιά το χειμώνα για να ζεσταθεί, και ότι την βρέχει ο Νότος και ότι το βουνό στο οποίο βρίσκεται η σπηλιά ήταν αφιερωμένο στον Ερμή και πως στα αριστερά της υπήρχε πηγαίο νερό.

Η σπηλιά αυτή βρίσκεται στο ιερό των Καβείρων, και είναι πολύ πιθανό στην σπηλιά αυτή να λάμβαναν χώρα τελετές μυήσεως. Δέκα χρόνια ήταν απομονωμένος ο Φιλοκτήτης στην σπηλιά του. Τα βέλη του όμως ήταν απαραίτητα για την κατάληψη της Τροίας, τον επίτευξη του σκοπού της εκστρατείας. Θα μπορούσαμε συνεπώς να υποθέσουμε πως υπονοείται αλληγορικά ένα εσωτερικό μακροχρόνιο ταξίδι και ενδοσκόπησης, πνευματικό ταξίδι αυτογνωσίας.

Τα βέλη είναι ένα Ηλιακό σύμβολο, το οποίο αλληγορεί πως κατά τον ίδιο τρόπο που το ημερήσιο τόξο της διαδρομής του Ήλιου στον ουρανό, φωτίζει και αναζωογονεί την Γη, κατά παρόμοιο τρόπο, το τόξο συμβολίζει το πνευματικό πυρ, τις ιδέες που οδηγούν στην αυτογνωσία και την πνευματική αφύπνιση. Η σπηλιά έχει δύο εισόδους – εξόδους. Ίσως αλληγορείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, η λογική και το παράλογο, το συνειδητό και το ασυνείδητο, η απατηλότητα των αισθήσεων και η Θεία ενόραση.

Η σπηλιά παραπέμπει στην μήτρα της ζωής. Όπως η ζωή του ανθρώπου αρχίζει στο σκοτάδι της μήτρας, έτσι και το ταξίδι προς τη γνώση αρχίζει μέσα από τη σκοτεινή σπηλιά. Ο άνθρωπος με την γέννηση του κατά την διάρκεια του βίου του (εκ της βίας), καλείται να ενεργοποιήσει τις Θεϊκές δυνάμεις τις οποίες φέρει μέσα του.

Ο Πλάτων χρησιμοποιεί αυτή την πεποίθηση για να μας υποδείξει αλληγορικά πως όπως ο άνθρωπος γεννιέται περνώντας από το σώμα της μητέρας στον εξωτερικό κόσμο, έτσι και ο δεσμώτης ξαναγεννιέται περνώντας από το σπήλαιο στο πνευματικό φως.

Η σπηλιά-μήτρα αναπολεί τη γέννηση μας από τη μητέρα και υπονοεί ότι η πνευματική μετάβαση προς τη γνώση και την αλήθεια απαιτεί την εγκατάλειψη της άγνοιας, και πως ο άνθρωπος καλείται να θεραπεύσει ότι τον κρατάει δέσμιο στα ζωικά ένστικτα και πάθη.

Από πληροφορίες που έχουν διασωθεί φαίνεται πως κατά την διάρκεια τέλεσης των Καβειρίων μυστηρίων τα οποία διαρκούσαν εννέα ημέρες (όπως και τα Ελευσίνια) έσβηναν όλα τα Φώτα στο νησί της Σαμοθράκης και της Λήμνου, επί εννέα ημέρες, μέχρι να έρθει με πλοίο από την Δήλο το άγιο φως, ίσως εις ανάμνηση της χρήσης της φωτιάς όπως περιγράφεται παραπάνω.

Για αυτόν τον λόγο και η λαμπάδα ήταν το σύμβολο των Καβείρων. Είναι επίσης σίγουρο πως η φωτιά ήταν ένα από τα στοιχεία της κάθαρσης και του εξαγνισμού των υποψηφίων προς μύηση. Της μυήσεως προηγούνταν εξομολόγηση από τον εξομολογητή «ιερέα» ο οποίος ονομαζόταν Κόης ή Κοίης.

Στα Λακωνικά Αποφθέγματα του Πλουτάρχου αναφέρεται πως ένας Σπαρτιάτης (πιθανώς κάποιος με το όνομα Λύσανδρς) ο οποίος είχε πάει να μυηθεί στα Καβείρια μυστήρια ρωτήθηκε κατά την διαδικασία της εξομολόγησης από τον Ιερέα «ποια ήταν η πιο άνομη πράξη που είχε διαπράξει στη ζωή του».

Ο Σπαρτιάτης απάντησε Λακωνικά ότι ξέρουν οι θεοί και ο ιερέας δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει. Αυτό είναι ένα από τα λίγα κείμενα, όπου αναφέρεται ένας ιερέας (ιερεύς) του Σαμοθρακικού ιερού. Μοιάζει να κάνει νύξη για μια εντελώς παράξενη, πράγματι μοναδική πρακτική στη Σαμοθρακική λατρεία, που έχει προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έχει θεωρηθεί ως ο πρωιμότερος τύπος μιας «ομολογίας αμαρτιών» στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο.

Στο ιερατείο των Καβείριων υπήρχαν επίσης οι Ανακτοτελεστές, οι δικαστές «ιερείς», που αποφάσιζαν ποιοι και ποιες θα μυηθούν, η «ιέρεια» Λουτροφόρος που μεριμνούσε για την ψυχική κάθαρση των υποψήφιων. Το νερό, το στοιχείο εκείνο που στην συνείδησή μας λειτουργεί σαν εσωτερικό καθαρτήριο σώματος και ψυχής.

Όταν άρχιζε η μύηση, ο υποψήφιος περνούσε μέσα στο σκοτάδι της νύκτας δάση και ποταμούς για να φθάσει στο «ιερό» κρατώντας στεφάνι από κλαδιά ελιάς, και έχοντας γύρω από τα μέση του πορφυρή ταινία.

Έχει έρθει η Ιερή Φλόγα, από τη Δήλο. Έχει καταφθάσει ο Θείος σπινθήρας του Πνεύματος από το νησί του Απόλλωνα, ο Ιεροφάντης καθοδηγεί τον μύστη ώστε να καθαρθεί και να περάσει όλες τις δοκιμασίες, επικαλούμενος τις δυνάμεις των Καβείρων.

Σε κάποιο σημείο της μυήσεως ο νεόφυτος οδηγούνταν μέσα από σκοτεινούς διαδρόμους να καθίσει σε έναν θρόνο. Η τελετή αυτή ονομαζόταν «θρονισμός». Μπροστά στον θρόνο έκαιγε πυρά γύρω από την οποία οι ιερείς αποκάλυπταν τις σχετικές με τα μυστήρια απόκρυφες διδασκαλίες και ιερά αντικείμενα, ψάλλοντας προφανώς Ιερούς ύμνους, υπό τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών.

Η φωτιά λειτουργεί ως σύμβολο εξαγνισμού και σύμβολο μια νέας αρχής για μια καινούργια ζωή. Μυστηριακές τελετές με κυκλικό χορό αναφέρονται σε κείμενο του Δίωνα της Προύσας:

«Εάν κανείς θα έφερνε έναν άνθρωπο, Έλληνα ή βάρβαρο, για μύηση μέσα σε ένα μυστικό σηκό, εξαιρετικής ομορφιάς και μεγέθους, όπου αυτός θα παρατηρούσε πολλές μυστικές θέες και θα άκουγε πολλούς μυστικούς ήχους, με σκοτάδι και φως να εναλλάσσονται ξαφνικά και άλλα αμέτρητα πράγματα να συμβαίνουν, και ακόμη, όπως ακριβώς συνηθίζουν να κάνουν στην καλούμενη τελετή 'θρονισμού' - όπου οι τελούντες ιερείς έχουν τους μυουμένους να κάθονται κάτω και αυτοί χορεύουν γύρω τους- εάν όλα αυτά συνέβαιναν, θα ήταν δυνατόν, ώστε αυτός ο άνθρωπος να μην δοκίμαζε τίποτα στην ψυχή του και να μην έφτανε στο σημείο να μαντεύσει ότι όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα κάτι παραπάνω από μια σοφή πρόθεση και προετοιμασία».

Ο Νεόφυτος φορούσε στο κεφάλι στεφάνι από κλαδί ελιάς, οδηγούμενος στο άβατο όπου λάμβανε χώρα το τελικό στάδιο της μυήσεως αυτό της εποπτείας. Με το πέρας των καθαρμών, κατηχήσεων, δοκιμασιών, και της εποπτείας, περνούσαν στο μύστη μια κόκκινη ταινία στην μέση του, την οποία θα έφερε μαζί του στην υπόλοιπη ζωή του, ενδεικτική της μυήσεως του

Μία σχετική πληροφορία για την κόκκινη ζώνη μυήσεως προέρχεται από τα σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο, στο πλαίσιο της Αργοναυτικής εκστρατείας

«Λένε ότι ο Οδυσσέας, όντας μύστης και χρησιμοποιώντας τον πέπλο της Λευκοθέας ως ταινία, σώθηκε από την καταιγίδα στη θάλασσα, βάζοντας το πέπλο κάτω από την κοιλιά του. Γιατί οι μύστες δένουν πορφυρές ταινίες κάτω από τις κοιλιές τους».

Αυτό είναι μοναδικό, καθώς αποκαλύπτει μια λεπτομέρεια της ιεροτελεστίας μαζί με το σκοπό της και ένα μυθικό πλαίσιο. Η ιεροτελεστία, με έκδυση και ένδυση με ένα κομμάτι υφάσματος, φαίνεται να είναι τυπική για μύηση· συνεπάγεται ότι ο μυούμενος έχει γυμνωθεί, όπως ο Οδυσσέας έχει πετάξει τα ρούχα του, προτού φορέσει τον πέπλο της Λευκοθέας.

Το «πορφυρό», δείχνει το ασυνήθιστο και πολύτιμο χαρακτήρα της ταινίας. Δυστυχώς, δεν μαθαίνουμε τίποτε που θα επέτρεπε την απόδοση της τελετής σε κάποιον ειδικό τόπο ή κτίριο μέσα στο ιερό της Σαμοθράκης.

Η ιεροτελεστία δεν μπορεί να ήταν αυστηρά μυστική, ειδάλλως δεν θα εμφανιζόταν σε ένα λόγιο κείμενο. Το κείμενο είναι σαφέστατο για το σκοπό της τελετής: διάσωση από τους κινδύνους της θάλασσας.

Ο σχολιαστής προσθέτει μια άλλη εφαρμογή της 'πορφύρας ταινίας' στον Όμηρο, όταν ο Αγαμέμνων καλεί τους πολεμιστές του σε μια πιο γενναία άμυνα κατά του Έκτορα, «κρατώντας ένα μεγάλο πορφυρό ρούχο στο δυνατό του χέρι». Η πορφυρή αυτή ζώνη των μυημένων στα Καβείρια, χρησιμοποιήθηκε από τον Αγαμέμνονα, για να γίνει ευδιάκριτος μέσα στην ταραχή, αλλά και υπονοώντας πως και μόνο η θέα της είχε τη δύναμη να ημερεύει την οχλοβοή.

Λέγεται επίσης πως ο Βασιλιάς Φίλλιπος και η Ολυμπιάδα, γνωρίστηκαν όταν πήραν και οι δύο μέρος ς στα μυστήρια των Καβείρων που τελούνταν στη Σαμοθράκη. Εκεί η Ολυμπιάδα, είδε στη διάρκεια της τελετής τον Φίλιππο και τον ερωτεύτηκε και συμφώνησε να τον παντρευτεί, αφού προσφέρει τις πρέπουσες θυσίες και προσφορές στη γαμήλια φωτιά. (Ιμέριος, Or. I, 12).

Η Ολυμπιάδα, μάλιστα, εμφανίζεται πολλές φορές με φίδια, σαν την κυρά των φιδιών της Κνωσού ή σαν Μαινάδα: Ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος 2.9.6), αναφέρει πως η Ολυμπιάδα έφερε στους βακχικούς θιάσους μεγάλα φίδια εξημερωμένα, τα οποία πολλές φορές έβγαιναν από τον κισσό και από τα κρυμμένα κάνιστρα, και καθώς τυλίγονταν γύρω από τις ράβδους των γυναικών και τα στεφάνια, τρόμαζαν τους άνδρες. Λέγεται επίσης πως λίγο πριν τη γέννηση του Αλεξάνδρου ο Φίλιππος είχε δει ένα φίδι να περιβάλλει την κοιμωμένη Ολυμπιάδα.

Οι μυημένοι της Σαμοθράκης ισχυρίζονταν ότι είχαν γίνει «πιο δίκαιοι και ευσεβείς». Το όμως πραγματικά συνέβαινε στις μυσταγωγικές και μυστηριακές τελετές κανείς δεν πρόκειται να μάθει, καθώς ήδη από την αρχαιότητα η αποκάλυψη των αρρήτων επέφερε την ποινή του θανάτου. Μία υποψία για το τι ενδεχομένως σηματοδοτούσε η Εποπτική εμπειρία μας αποκαλύπτει ο Πλάτων στον Φαίδρο 245.b-c:

«Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν τη λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέασή τους, καθώς εν χορό με τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού. Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας, και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο».

Ο Πρόκλος αναφέρει:

«Σύμφωνα με τον Πλάτωνα («Φαίδρος, 246.d), το «θείο γένος», ούτε με την αίσθηση είναι αντιληπτό αφού είναι εντελώς ξεχωριστό από όλα τα σωματικά, ούτε από την αντίληψη και την διάνοια, αφού αυτές είναι διαμοιρασμένες και έρχονται σε επαφή με το πολύμορφα πράγματα, ούτε από τη «νόηση μετά Λόγου (με λογικούς συλλογισμούς)», αφού αυτού του είδους οι γνώσεις αφορούν τα αληθινά όντα, ενώ η των θεών ύπαρξη επιβαίνει στα όντα όπως λέγει ο Πλωτίνος («Εννεάδες, 1.1.8.9, 2.5.5.10, 6.7.5.24»), και έχει προσδιοριστεί από την Ένωση των πάντων. Απομένει, λοιπόν, αν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί το όμοιο αναγνωρίζει το όμοιό του. Από την αίσθηση το αισθητό, από την αντίληψη το αντιληπτό, από την διάνοια το διανοητό και από τον νου το νοητό, ώστε και από το ένα το πιο ενιαίο από όλα και από το μυστικό το μυστικό».

Και συνεχίζει ο Πρόκλος (Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α,1.15.23 – 1.17.7»):

«Ο Πλάτων («Αλκιβιάδης, 133.b»), αναφέρει πως μόνο όταν η ψυχή στραφεί πρός τον εαυτό θα δει και όλα τα άλλα, και τον θεό. Και συγκεντρωμένη προς την ένωσή της και το κέντρο της ζωής, και ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν. Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή αυτά τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ατάραχοι και προστατευόμενοι από τις τελετές, την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς εγκολπώνονται και ‘γυμνοί’, όπως εκείνοι λένε, του θείου μεταλαμβάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο και εν τη θεωρία των όλων η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της λογικούς προσδιορισμούς – ‘εἰς ἑαυτὴν δὲ ἐπιστρεφομένην τὴν ἑαυτῆς οὐσίαν καὶ τοὺς ἑαυτῆς λόγους ἀνελίττειν’. Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί «με κλειστά τα μάτια» (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και «το γένος των θεών» και τις ενάδες των όντων. Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων. Και αυτό είναι το άριστον της ενέργειας, με ηρεμία δηλαδή των δυνάμεων να ανατείνουμε προς το ίδιο το θείο και να χορεύουμε γύρω από εκείνο, και όλο το πλήθος τη ψυχής αεί να το ‘συγκεντρώνουμε μαζί’ προς την ένωση ταύτην, αφήνοντας όλα όσα μετά το Ένα είναι προσκολλημένα σε αυτό και συνδέονται με το άρρητο και πάντων επέκεινα των όντων».

Τέλος ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος της αρχαίας Ελληνική διανόησης και ιδρυτής του Νεο Πλατωνισμού, αναφέρει σχετικά με την μυστική ένωση του σχετικά :

«Μη ζητάς να ιδείς με θνητά μάτια την δύναμη των πάντων. Κλείσε τα μάτια σου και ξύπνα σε άλλο τρόπο θέασης, που τον έχει ο καθένας αλλά λίγοι τον χρησιμοποιούν. Ποτέ η ψυχή δεν θα αντικρίσει το ωραίο αν δεν γίνει πρώτα ωραία η ίδια. Γίνε λοιπόν πρώτα όλος θεϊκός και όλος ωραίος, αν θέλεις να φτάσεις στη θέαση του Θεού και του ωραίου. Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα. Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου). Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα ‘από πού’, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου.». (Πλωτίνου Εννεάδες, IV .8.1.1-11, VI 9.10.20, vi, ix, 11,38, vi 7,34,12, VI 9.11.5, I.6. 8. 17-27).

Το Ιερό των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, όπου βρέθηκε το 1863 το περίφημο άγαλμα της Νίκης απέχει περίπου 400 μ. από τη σημερινή βορειοδυτική ακτή του νησιού και έχει έκταση περίπου 50 στρεμμάτων. Τα σημαντικότερα και αρχαιότερα κτίρια συνωστίζονται στη ομαλή πλαγιά ανάμεσα σε δυο ρέματα: το Κτίριο του Τελετουργικού Χορού (γύρω στο 340 π.Χ.), η Αυλή του Βωμού (340-330 π.Χ. περίπου), το Ανάθημα των Φιλίππου Γ΄ και Αλεξάνδρου Δ΄ (323-317 π.Χ.), η Θόλος της Αρσινόης Β΄ (288-270 π.Χ.). Στο δυτικό τμήμα του χώρου βρίσκονται η Στοά (πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.), το Νεώριον (δεύτερο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ.), το Ανάθημα της Μιλησίας (δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ.), και στην ανατολική άκρη το Πρόπυλο του Πτολεμαίου Β΄ (285-281 π.Χ.).

Οι πρωιμότερες ενδείξεις θρησκευτικής δραστηριότητας χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ., αλλά η κατασκευή μνημειακών κτιρίων άρχισε μόλις στον 4ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με τη γενναιοδωρία και τα πολιτικά ενδιαφέροντα του Μακεδονικού βασιλικού οίκου, ήδη από τη Βασιλεία του Φιλίππου Β΄. Το ιερό που γνώρισε τη μεγαλύτερή του δόξα στους 3ο και 2ο αιώνες π.Χ. εγκαταλείπεται προς το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ.

Στην Λήμνο, το ιερό Καβείρων υπαγόταν διοικητικά στην Ηφαιστία που ήταν το κέντρο της λατρείας του Ηφαίστου και η κυριότερη πόλη του νησιού. Στο νότιο πλάτωμα υπήρχε το Αρχαϊκό τελεστήριο, το οποίο ήταν ένα κτίριο ακανόνιστης ορθογώνιας κάτοψης με θρανία από διπλή σειρά πλίνθων που είχαν τελετουργική χρήση και μια ορθογώνια θεμελίωση με κυκλική προεξοχή που ήταν ένα είδος βωμού ή «Βήματος» που οικοδομήθηκε πιθανότατα στις αρχές του 7ου π.Χ αι. και καταστράφηκε, ίσως από σεισμό, στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα.

Το Ελληνιστικό τελεστήριο βρίσκεται στο βόρειο πλάτωμα. Πρόκειται για ένα πρόστυλο κτίριο με δώδεκα δωρικούς κίονες. Αποτελείται από ένα μεγάλο κεντρικό χώρο χωρισμένο κάθετα σε τρία τμήματα από δύο σειρές ιωνικών κιόνων με άνοιγμα στο Βορρά. Ένας κάθετος στο κτίριο διάδρομος χώριζε το τελεστήριο από μια σειρά δωματίων, τα άδυτα, που το έκλειναν από το Βορρά. Από τα ευρήματα επιβεβαιώθηκε η χρονολόγηση του μεγάλου τελεστηρίου γύρω στο 2ο π.Χ. αι. Λεηλατήθηκε και κάηκε κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους ανάμεσα στο 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα.

Το ύστερο Ρωμαϊκό τελεστήριο (η λεγόμενη «βασιλική») βρίσκεται στο νότιο πλάτωμα και είναι θεμελιωμένο πάνω στο Αρχαϊκό κτίριο. Η είσοδος του Ιερού βρισκόταν στη νότια πλευρά και είχε πρόναο με επτά κίονες. Η κεντρική αίθουσα, μήκους 17μ., ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη από δύο σειρές πέντε κιόνων. Τα δύο πλευρικά τμήματα είχαν μεγαλύτερο μήκος από το κεντρικό, με θρανία τουλάχιστον κατά μήκος του νότιου τοίχου. Ένας διάδρομος χώριζε την κεντρική αίθουσα από τα άδυτα που βρισκόταν στο βάθος.

ΗΡΟΔΟΤΟΣ: Σ᾽ εχθρεύονται οι γείτονες, μα οι θεοί, Αργείε, οι αθάνατοι, σε αγαπούν

[7.148.1] Λοιπόν οι κατάσκοποι, αφού μ᾽ αυτό τον τρόπο είδαν όλα τα πάντα και στάλθηκαν πίσω, γύρισαν στην Ευρώπη· τώρα, οι Έλληνες που δέθηκαν με όρκο εναντίον του Πέρση, ύστερ᾽ από την επιστροφή των κατασκόπων, έκαναν τη δεύτερη ενέργειά τους· έστειλαν απεσταλμένους στο Άργος.

[7.148.2] Κι οι Αργείοι λένε πως, σ᾽ ό,τι αφορά στην πόλη τους, τα πράγματα εξελίχτηκαν ως εξής: αμέσως από την πρώτη στιγμή έμαθαν τον κίνδυνο με τον οποίο ο βάρβαρος απειλούσε την Ελλάδα· κι όταν πήραν την πληροφορία κι αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες θα προσπαθήσουν να τους πάρουν συμμάχους εναντίον των Περσών, έστειλαν επίσημη αντιπροσωπεία στους Δελφούς, για να ρωτήσουν το θεό τί ήταν το καλύτερο που είχαν να κάνουν· γιατί πρόσφατα σκοτώθηκαν από τους Λακεδαιμονίους και τον Κλεομένη, το γιο του Αναξανδρίδα, έξι χιλιάδες δικοί τους — κι αυτός ήταν ο λόγος που τους έκανε να στείλουν για χρησμό· 

[7.148.3] και, λένε, πως στο ερώτημά τους η Πυθία αποκρίθηκε με τον εξής χρησμό:

Σ᾽ εχθρεύονται οι γείτονες, μα οι θεοί, Αργείε, οι αθάνατοι, σε αγαπούν.
Φυλάξου, μέσα κάθισε στα κάστρα σου, κρατώντας το δόρυ στο δεξί σου.
Φύλαγε το κεφάλι σου· γιατί η κεφαλή σου θα σώσει το κορμί σου.


Λένε λοιπόν πως αυτούς τους χρησμούς έδωσε πρωτύτερα η Πυθία, κι αργότερα, όταν έφτασαν οι αγγελιοφόροι στο Άργος, παρουσιάστηκαν στη βουλή κι έλεγαν αυτά που είχαν εντολή να πουν.

[7.148.4] Και πως αυτοί απάντησαν στις προτάσεις πως είναι πρόθυμοι να τις δεχτούν, αν συνομολογηθεί ειρήνη για τριάντα χρόνια με τους Σπαρτιάτες κι αν μοιραστούν μ᾽ αυτούς την ηγεμονία όλης της συμμαχίας· βέβαια, έλεγαν, η ηγεμονία δικαιωματικά ανήκει σ᾽ αυτούς, όμως θ᾽ αρκεστούν κι αν την έχουν μισή μισή.

[7.149.1] Λένε λοιπόν πως αυτή ήταν η απάντηση της βουλής, μολονότι ο χρησμός τούς απέτρεπε να κάνουν συμμαχία με τους Έλληνες. Και πως επιδίωξαν να γίνουν συνθήκες για τριάντα χρόνια, όσο κι αν τους φοβέριζε ο χρησμός, για ν᾽ αντρωθούν τα παιδιά τους μέσα σ᾽ αυτό το διάστημα· και πως έκαναν μια πρόσθετη σκέψη, μήπως, αν δεν κάνουν συνθήκες και, ύστερ᾽ από το κακό που είχαν πάθει, δεχτούν κι άλλο χτύπημα απ᾽ τον Πέρση, αποκεί και πέρα υποταχτούν στους Λακεδαιμονίους.

[7.149.2] Κι ακόμη λένε πως οι αγγελιοφόροι που εκπροσωπούσαν τη Σπάρτη έδωσαν την εξής απάντηση σε όσα άκουσαν από τη βουλή: όσο για τις συνθήκες, θα μετέφεραν το αίτημα στη συνέλευση του λαού, για την αρχηγία όμως έχουν εξουσιοδοτηθεί να δώσουν οι ίδιοι την απάντηση: δηλαδή, τους είπαν, πως αυτοί έχουν δυο βασιλιάδες, ενώ οι Αργείοι έναν· λοιπόν τους είναι αδύνατο να καθαιρέσουν από την αρχηγία τον ένα ή τον άλλο από τους βασιλιάδες της Σπάρτης, αλλά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να έχει κι ο βασιλιάς του Άργους ψήφο ισότιμη με τους δυο δικούς τους.

[7.149.3] Λοιπόν οι Αργείοι ισχυρίζονται πως ύστερ᾽ απ᾽ αυτά δεν ανέχτηκαν την πλεονεξία των Σπαρτιατών, αλλά προτίμησαν να εξουσιάζονται από τους βαρβάρους παρά να κάνουν κάποια υποχώρηση στους Λακεδαιμονίους· και πως προειδοποίησαν τους αγγελιοφόρους, πριν βασιλέψει ο ήλιος, να σηκωθούν και να φύγουν από τη χώρα των Αργείων, αλλιώς θα έχουν τη μεταχείριση που ταιριάζει σε εχθρούς.

[7.150.1] Λοιπόν γι᾽ αυτή την υπόθεση οι Αργείοι από τη μεριά τους λένε αυτά· υπάρχει όμως και μια άλλη ιστορία που διαδόθηκε σ᾽ όλη την Ελλάδα, ότι δηλαδή ο Ξέρξης, πριν ακόμα αποφασίσει να ξεκινήσει την εκστρατεία εναντίον των Ελλήνων, έστειλε κήρυκα στο Άργος. 

[7.150.2] Κι όταν αυτός έφτασε, λένε πως είπε: «Άνδρες Αργείοι, ο βασιλιάς Ξέρξης σάς λέει τα εξής: Εμείς πιστεύουμε ότι ο γενάρχης μας είναι ο Πέρσης, ο γιος του Περσέα, που τον απόχτησε από τη θυγατέρα του Κηφέα, την Ανδρομέδα. Σύμφωνα μ᾽ αυτά εμείς πρέπει να ᾽μαστε απόγονοί σας. Δεν είναι σωστό λοιπόν ούτε εμείς να εκστρατεύουμε εναντίον των προγόνων μας, ούτε εσείς, βοηθώντας άλλους, να ταχθείτε εναντίον μας, αλλά να κάθεστε στη χώρα σας ζώντας ειρηνικά. Γιατί, αν τα πράματα έρθουν όπως τα εύχομαι, θα είστε οι πρώτοι στην εύνοιά μου». 

[7.150.3] Λέγεται λοιπόν πως, όταν οι Αργείοι άκουσαν αυτή την πρόταση, τους έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά εκείνη τη στιγμή ούτε έδωσαν κάποια υπόσχεση ούτε πρόβαλαν κάποιο αίτημα· πως όμως, όταν οι Έλληνες πήγαν να τους πάρουν στη συμμαχία τους, τότε λοιπόν, ξέροντας καλά ότι οι Λακεδαιμόνιοι δε θα στρέξουν να τους κάνουν συναρχηγούς, πρόβαλαν αυτή την απαίτηση, για να έχουν πρόφαση να μείνουν στην ησυχία τους.

[7.151.1] Μερικοί Έλληνες λένε πως με την εκδοχή αυτή ταιριάζει απόλυτα ένα περιστατικό που συνέβη πολλά χρόνια αργότερα· πως, δηλαδή, έτυχε να βρίσκονται στα Σούσα, την πόλη του Μέμνονος, καθένας τους για άλλη υπόθεση, από τη μεριά τους απεσταλμένοι των Αθηναίων, ο Καλλίας, ο γιος του Ιππονίκου, κι εκείνοι που τον συνόδευαν στην αποστολή του στον βασιλιά, κι από τη δική τους τον ίδιο καιρό, Αργείοι απεσταλμένοι απ᾽ την πόλη τους στα Σούσα, που ρωτούσαν τον Αρτοξέρξη, το γιο του Ξέρξη, αν παραμένει η φιλία που τους συνέδεε με τον Ξέρξη ή τους θεωρούσε εχθρούς του· και πως ο βασιλιάς Αρτοξέρξης δήλωσε ότι μένει απόλυτα σταθερός σ᾽ αυτήν και δε θεωρεί καμιά πόλη πιο φιλική από το Άργος.

[7.152.1] Τώρα, αν ο Ξέρξης έστειλε κήρυκα στο Άργος μ᾽ αυτές τις προτάσεις κι αν απεσταλμένοι των Αργείων ανέβηκαν στα Σούσα και ρωτούσαν τον Αρτοξέρξη για τη φιλία τους, δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα ούτε να διατυπώσω γι᾽ αυτά κάποια γνώμη διαφορετική απ᾽ εκείνην που λένε οι ίδιοι οι Αργείοι. 

[7.152.2] Όμως ξέρω καλά τούτο: αν όλοι οι άνθρωποι κουβαλούσαν τις δικές του δυστυχίες ο καθένας και τις απέθεταν στον ίδιο τόπο θέλοντας να τις ανταλλάξουν με τις δυστυχίες των πλησίον τους, σκύβοντας πάνω στις δυστυχίες των πλησίον τους ο καθένας με αγαλλίαση θα σήκωνε και θα έπαιρνε πίσω τις δυστυχίες που κουβάλησε εκεί. 

[7.152.3] Με αυτό το σκεπτικό κι η συμπεριφορά των Αργείων δεν ήταν η χειρότερη που μπορούσε να γίνει. Από τη μεριά μου, έχω υποχρέωση να λέω τα λεγόμενα, δεν έχω όμως υποχρέωση να τα πιστεύω πέρα για πέρα, κι αυτή μου η διακήρυξη θα ισχύει σε όλα όσα εξιστορώ· για παράδειγμα, άκουσα να λένε κι αυτό, πως τάχα οι Αργείοι ήταν εκείνοι που προσκάλεσαν τον Πέρση εναντίον της Ελλάδας, επειδή ο στρατός τους τσακίστηκε στον πόλεμο με τους Λακεδαιμονίους· προτιμούσαν λοιπόν οτιδήποτε άλλο μπορούσε να τους έρθει παρά τη συμφορά που τους βρήκε.

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ο ΔΙΑΣ ΣΥΝΕΤΡΙΒΕ ΤΟΥΣ ΑΝΕΝΤΙΜΟΥΣ

Μία από τις γυναίκες του Δία ήταν και η Θέμις, που έκανε μαζί του παιδιά τις τρεις Μοίρες, δηλαδή τη Λάχεση, την Κλωθώ και την Άτροπο, και τις τρεις ‘Ωρες, δηλαδή τη Δίκη, την Ευνομία και την Ειρήνη.

Για τη Δίκη μάλιστα έλεγαν πως μόνο αυτή είχε το θρόνο της δίπλα στο θρόνο του πατέρα της, όταν εκείνος δίκαζε. Στον Δία κατέφευγαν οι θεοί όταν είχαν κάποια διαφορά μεταξύ τους ή βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, και τον Δία παρακαλούσαν οι άνθρωποι να προστατεύσει το δίκιο τους, κάθε φορά που δεν τα κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.

Αλλά και ο ίδιος ο Δίας, χωρίς πάντα να επικαλούνται την επέμβασή του, έμπαινε στη μέση και φανέρωνε τη βουλή του, σαν έβλεπε πως κάποιο ζήτημα έφτανε σε αδιέξοδο ή κάποια υπόθεση ακολουθούσε στραβό δρόμο και γινόταν για το κακό ενός αθώου και για το κέρδος εκείνων που καταπατούσαν το δίκιο και δεν είχαν πάνω τους τον φόβο του θεού.

Έτσι ο Δίας με την κρίση του φρόντιζε πάντα όχι μόνο να λύνει τις διαφορές, χωρίς να δυσαρεστήσει καμιά πλευρά, αλλά και να προστατεύει τους αδύναμους, να σώζει τους απελπισμένους, καμιά φορά ακόμα και να δίνει χάρη σε τιμωρημένους, που για δικό τους φταίξιμο είχαν κακοπαθήσει.

Όταν ο Ερμής έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα, ο Δίας πέτυχε όχι μόνο να πείσει τον Ερμή να τα επιστρέψει αλλά και να κάνει τους δύο αντίδικους φίλους παντοτινούς.

Όταν ο Απόλλων και ο Ηρακλής ήρθαν στα χέρια, γιατί ο Απόλλων αρνιόταν να δώσει χρησμό στον Ηρακλή και ο Ηρακλής άρπαξε τον τρίποδα της Πυθίας και πήγε να στήσει δικό του μαντείο, ο Δίας έριξε ανάμεσά τους έναν κεραυνό, τους χώρισε και έπεισε τον Απόλλωνα να δώσει χρησμό στον Ηρακλή.

Κι όταν πάλι ο Απόλλων πάλευε με τον 'Ιδα, που του είχε αρπάξει τη Μάρπησσα, την όμορφη κόρη του ποταμού Εύηνου, ο Δίας τους χώρισε και άφησε την ίδια την κοπέλα να διαλέξει όποιον από τους δυο ήθελε και τότε εκείνη προτίμησε τον 'Ιδα, γιατί σκέφτηκε πως, σαν περνούσαν τα νιάτα της, ο Απόλλων θα την παρατούσε.

Και στη διαφορά του Άδη με τη Δήμητρα, για την αρπαγή της Περσεφόνης, ο Δίας αποφάσισε να μένει η Περσεφόνη το ένα τρίτο του χρόνου στον Κάτω Κόσμο και τα δύο τρίτα κοντά στη μητέρα της.

Και στην περίπτωση του Άδωνη, που τον διεκδικούσαν η Περσεφόνη και η Αφροδίτη, γιατί και οι δυο κατά κάποιον τρόπο τον είχαν αναθρέψει, ο Δίας χώρισε το χρόνο στα τρία και είπε να μένει ο Άδωνις τη μια περίοδο κοντά στην Περσεφόνη, την άλλη κοντά στην Αφροδίτη και την τρίτη μόνος του, όπου ήθελε ο ίδιος και τότε ο Άδωνις αποφάσισε να μένει κοντά στην Αφροδίτη και στο διάστημα που θα έμενε μόνος του.

Όταν όμως μάλωσαν η Αθηνά με τον Ποσειδώνα για την εξουσία της Αθήνας, τότε ο Δίας, που δεν ήθελε να γίνει κακός με κανένα, απέφυγε να βγάλει απόφαση και τους έστειλε να τους δικάσουν οι Δώδεκα θεοί. Και εκείνοι ήταν που, όπως είδαμε, έκριναν πως η Αθήνα ανήκε στην Αθηνά.

Απ’ όλα τα παιδιά του τον Άρη μόνο, που χαιρόταν με τους τσακωμούς, τους πολέμους και τις μάχες, δεν τον χώνευε ο Δίας. Όταν στον Τρωικό Πόλεμο πήγε να παραπονεθεί του Δία πως η Αθηνά είχε βάλει τον ευνοούμενό της τον Διομήδη να εξευτελίζει στη μάχη και τους θεούς, τραυματίζοντας την Αφροδίτη και τον ίδιο, ο Δίας όχι μόνο δεν του έδωσε δίκιο αλλά και τον κατσάδιασε από πάνω.

Αντίθετα όμως, όταν ο Ήλιος, που μόνο το καλό ήξερε να κάνει σε όλους, του παραπονέθηκε πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα είχαν φάει από τα ιερά βόδια του, ο Δίας έκρινε πως αυτό δεν έπρεπε να είχε γίνει με κανέναν τρόπο, και έτσι κεραυνοβόλησε το καράβι τους και τους στέρησε τον γυρισμό στην πατρίδα.

Όταν στις Μυκήνες πήρε τη βασιλεία όχι ο Ατρέας, όπως ήταν το κανονικό, αλλά ο Θυέστης, που διατηρούσε κρυφές σχέσεις με τη γυναίκα του Ατρέα και είχε καταφέρει να πάρει με δόλο τη χρυσή προβιά, το σύμβολο της εξουσίας, ο Δίας που είδε από πάνω την αδικία, έστειλε τον Ερμή και είπε στον αδικημένο να κάνει τον αδελφό του να ομολογήσει πως θα έδινε πίσω τη βασιλεία όταν ο ήλιος θα ακολουθούσε αντίθετη πορεία. Ο Θυέστης συμφώνησε, και τότε ο Δίας πρόσταξε τον Ήλιο να δύσει από την ανατολή έτσι ο Θυέστης έχασε, και ο Ατρέας ανέβηκε στο θρόνο κανονικά.

Όταν πάλι σκότωσαν τον Αλκμαίωνα, ο Δίας έκανε τα παιδιά του μέσα σε μια μέρα από βρέφη άντρες για να εκδικηθούν τον φόνο του πατέρα τους.

Ο Δίας όχι μόνο συνέτριβε όσους καταπατούσαν το νόμο του αλλά και τιμούσε όσους είχαν μέσα τους το φόβο του θεού.

Έτσι όταν εξόντωσε τους άθεους Τελχίνες, την κόρη του βασιλιά τους τη Δεξιθέα, που του είχε δείξει όλο τον σεβασμό της, την έσωσε και την αξίωσε να ζευγαρωθεί με τον Μίνωα και να γίνει η μάνα ενός νέου λαού πάνω στο νησί της.

Και τον Κάδμο τον αξίωσε να γίνει βασιλιάς και στην Ήπειρο και, σαν γέρασε, τον έβαλε να ζήσει μακάρια, μαζί με τη γυναίκα του την Αρμονία , στα Ηλύσια Πεδία.

Και για χάρη του ευλαβικού Αμφιάραου, σαν έχασαν τη μάχη οι Επτά στη Θήβα, ο Δίας έκανε τη γη ν’ ανοίξει και να τον δεχτεί μέσα της ολοζώντανο και απείραχτο από το φονικό χέρι του εχθρού του, που ήταν έτοιμος να τον χτυπήσει πισώπλατα. Και τους γιους των Επτά, που φάνηκαν πιο φρόνιμοι και πιο δίκαιοι από τους πατεράδες τους, ο Δίας τούς βοήθησε να πάρουν τη Θήβα.

Ακόμα ο Δίας συμμεριζόταν και τον πόνο των άλλων και καμιά φορά από λύπηση άλλαζε ακόμα και τον φυσικό νόμο για να ανακουφίσει τους δυστυχισμένους.

Έτσι, όταν πέθανε ο ένας από τους δυο Διόσκουρους, ο Κάστωρ, που ήταν θνητός, ο άλλος, ο Πολυδεύκης, που ήταν αθάνατος, δεν ήθελε να ζήσει χωρίς τον αδελφό του, και τότε ο Δίας κανόνισε να ζουν κι οι δυο μαζί για πάντα, από μια μέρα μαζί με τους θεούς κι από μια μέρα μαζί με τους ανθρώπους.

Όταν πάλι ο Μέμνων έπεσε νεκρός από το χέρι του Αχιλλέα, ο Δίας σπλαχνίστηκε τη μητέρα του την Hώ στο σπαραγμό της και τον έκανε αθάνατο.

Ακόμα και για τη Νιόβη ένιωσε λύπηση στη συμφορά της ο Δίας και την έκανε πέτρα, από όπου ακόμα και τώρα τρέχουν τα δάκρυά της.

Η δικαιοσύνη του Δία ήταν τόση, που τον έκανε να δώσει χάρη ακόμα και στους εχθρούς του.

Έτσι ιστορούσαν πως στο τέλος ο Δίας απελευθέρωσε και τους Τιτάνες από τα δεσμά τους, ότι κατά κάποιον τρόπο αποκατέστησε και τον πατέρα του, τον Κρόνο, βάζοντάς τον βασιλιά στα Νησιά των Μακάρων, ότι και τον Προμηθέα αυτός συγκατατέθηκε για να τον λύσει ο Ηρακλής.

Επίσης ιστορούσαν πως όταν ο Δίας κατέστρεψε την ανθρωπότητα με τον κατακλυσμό, ο ίδιος πάλι επέτρεψε στον Δευκαλίωνα να σπείρει ένα νέο ανθρώπινο γένος. Και ο Δίας χάρισε τη μακάρια ζωή στο γένος των ηρώων, ύστερα από τους μεγάλους πολέμους στη Θήβα και στην Τροία. Και τέλος όρισε τρεις μυριάδες φύλακες δικούς του πάνω σ’ όλη τη γη, να επιβλέπουν το σωστό και το δίκαιο.

FYODOR DOSTOEVSKY: Τι ζητούμε; Ούτε και οι ίδιοι το ξέρουμε!

Όλοι έχουμε ξεσυνηθίσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή, που σε μερικές στιγμές αισθανόμαστε κάποια αηδία για την πραγματική ζωή και για τούτο την αποστρεφόμαστε όταν μας τη θυμίζουν. Καταντήσαμε να θεωρούμε την πραγματική ζωή σαν αγγαρεία, σχεδόν σαν ένα επάγγελμα, και όλοι μέσα μας είμαστε της γνώμης ότι είναι προτιμότερο να ζει κανείς τη ζωή των βιβλίων.

Και γιατί ταραζόμαστε; Γιατί κάνουμε τόσες ανοησίες; Τι ζητούμε; Ούτε και οι ίδιοι το ξέρουμε! Θα υποφέραμε περισσότερο αν οι τρελοί μας πόθοι πραγματοποιούνταν.

Σταθείτε, προσπαθήστε, για παράδειγμα, να μας δώσετε περισσότερη ανεξαρτησία∙ βγάλτε από τη μέση τα εμπόδια, μεγαλώστε τον κύκλο της δράσης σας∙ χαλαρώστε την κηδεμονία, ε, λοιπόν, ναι, σας το διαβεβαιώνω, εμείς όλοι… θα ξαναζητήσουμε αμέσως την κηδεμονία. Το ξέρω καλά πως θα φουρκιστείτε, πως θα μου βάλετε τις φωνές, πως θα χτυπήσετε τα πόδια σας στο πάτωμα. Μιλήστε λοιπόν, θα μου πείτε, για τον εαυτό σας μόνο, και για όλες σας τις αθλιότητες στο υπόγειο, μα δεν χρειάζονται δικαιολογίες, δεν έχετε το δικαίωμα να πείτε «εμείς όλοι!».
Επιτρέψετε, κύριοι, γι’ αυτό το εμείς όλοι. Όσο για μένα, στη ζωή μου έφτασα στα άκρα εκείνο που εσείς δεν τολμάτε ούτε στο μισό δρόμο να φέρετε, από δειλία∙ κι ακόμα παίρνετε τη δειλία σας για φρονιμάδα, και παρηγοριόσαστε ξεγελώντας τον εαυτό σας. Γι’ αυτό τον λόγο, ίσως να ‘μαι πιο ζωντανός από σας. Μα δώστε, παρακαλώ, περισσότερη προσοχή!

Δεν ξέρουμε ακόμη πού υπάρχει τώρα εκείνο που είναι ζωντανό, από τι είναι και πώς ονομάζεται. Αφήστε μας μόνους, χωρίς βιβλία, κι αμέσως θα πελαγώσουμε, θα τα μπερδέψουμε∙ δε θα ξέρουμε πού να στηριχθούμε και σε τι ν’ αφοσιωθούμε, δε θα ξέρουμε τι πρέπει να αγαπήσουμε ή να μισήσουμε, τι πρέπει να εκτιμήσουμε ή να περιφρονήσουμε. Βαριόμαστε ακόμη και που είμαστε άνθρωποι, άνθρωποι με σάρκα και οστά αληθινά, ντρεπόμαστε γι’ αυτό και το θεωρούμε ατιμία μας. Γυρεύουμε να γίνουμε ένας τύπος γενικού ανθρώπου που δεν υπήρξε ποτέ. Είμαστε πεθαμένοι μόλις γεννηθούμε, κι είναι χρόνια και χρόνια που μας γεννούν πατέρες που δεν είναι ζωντανοί, μια κατάσταση που μας ευχαριστεί όλο και πιο πολύ. Μας αρέσει.

Σε λίγο θα επινοήσουμε κάποιο τρόπο να γεννιόμαστε από μια ιδέα. Μα δε θέλω πια να γράφω μέσα απ’ το «υπόγειο»…

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το υπόγειο

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ: Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ

Ο Ηράκλειτος αποτελεί το κρίσιμο κομβικό σημείο στην εξέλιξη του αρχαϊκού Ελληνικού στοχασμού. Η ιωνική φυσική δέχεται δύο σοβαρά πλήγματα: Στην στατική ύλη αντιπαρατίθεται η ηρακλείτεια δυναμική σχέση ως νέα σύλληψη της πραγματικότητας. Στην αντίληψη της υπεροχής της μίας υλικής αρχής επί της ποικιλίας, που τελικά ανάγεται σε αυτήν, αντιπαρατίθεται η ισορροπία και εναλλαγή μεταξύ των δύο οντολογικά ισότιμων σκελών «ἕν» - «πάντα», τα οποία συνέχονται σε μια αφανή αρμονία μέσω της σύγκρουσης. Ο Ηράκλειτος καλεί, επομένως, τους ανθρώπους να αλλάξουν ριζικά τον τρόπο του σκέπτεσθαι. Αντί της φαινομενικής σταθερότητας του υλικού κόσμου, να δουν τη συνεχή αντιπαράθεση των αντιθέτων που εκφράζεται με την αέναη διεργασία κίνησης και εναλλαγής· και πίσω από αυτήν τη σύγκρουση των αντίθετων τάσεων να συλλάβουν την κρυμμένη δυναμική σχέση του «μέτρου», του «λόγου», της αρμογής των πάντων σε μια αρμονική «ισορροπία» που αποκλείει στον αιώνα την ολοσχερή υπεροχή του ενός και, αντιστοίχως, την τελειωτική καταστροφή του άλλου…

Για τον Ηράκλειτο, όπως θα πει ο K.Reinhardt, το γίγνεσθαι είναι στ’ αλήθεια πραγματοποιήσιμο, καθώς το Είναι καθίσταται δυνατό μόνο μέσω του γίγνεσθαι.




Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ

Ο Ηράκλειτος είναι πραγματικά ένα σπάνιο λουλούδιασμα, μια από τις διεισδυτικότερες ψυχές, μια από εκείνες τις ψυχές, που μοιάζουν με το Έβερεστ, την πιο ψηλή κορυφή των Ιμαλαΐων. Προσπάθησε να τον εννοήσεις, γιατί είναι δύσκολος. Γι’ αυτό τον ονομάζουν Σκοτεινό. Δεν είναι σκοτεινός. Η κατανόησή του είναι δύσκολη. Για να τον κατανοήσεις χρειάζεται διαφορετικό είδος ύπαρξης. Αυτό είναι το πρόβλημα. Γι’ αυτό εύκολα τον χαρακτηρίζουν σκοτεινό και τον ξεχνούν.

Για να καταλάβεις τον Αριστοτέλη δέν χρειάζεσαι καμμία αλλαγή στο είναι σου, χρειάζεσαι απλώς πληροφόρηση. Το σχολείο μπορεί να σου προσφέρει πληροφορίες για τη λογική, για τη φιλοσοφία. Μπορείς να συλλέξεις γνώσεις και μ’ αυτές να κατανοήσεις τον Αριστοτέλη.

Για να τον καταλάβεις δεν χρειάζεται ν’ αλλάξεις. Χρειάζεται να προσθέσεις απλώς μερικές γνώσεις παραπάνω. Η ύπαρξή σου μένει ίδια. Εσύ μένεις εσύ. Δεν χρειάζεσαι διαφορετικό επίπεδο συνειδητότητας. Δεν είναι αναγκαίο! Ο Αριστοτέλης είναι κρυστάλλινος. Για να τον καταλάβεις αρκεί μια μικρή προσπάθεια. Καθένας, που διαθέτει κοινό νου, μπορεί να τον καταλάβει. Αλλά η κατανόηση τού Ηράκλειτου είναι δύσκολη, γιατί οι γνώσεις, που μαζεύεις, δεν βοηθούν και πολύ. Ο καλλιεργημένος νους δεν βοηθά σ’ αυτή την περίπτωση. Θα χρειαστείς διαφορετική ποιότητα ύπαρξης κι αυτό είναι δύσκολο. Θα χρειαστεί να αλλάξεις. Γι’ αυτό τον ονομάζουν σκοτεινό. Αλλά δεν είναι!

Βρίσκεσαι χαμηλότερα από το επίπεδο, που χρειάζεται, για να μπορείς να κατανοήσεις τον Ηράκλειτο. Όταν φτάσεις σ’ αυτό το επίπεδο ύπαρξης, ξαφνικά παύει να είναι σκοτεινός. Γίνεται μια από τις πιο φωτεινές υπάρξεις. Δεν είναι ο Ηράκλειτος σκοτεινός, εσύ είσαι τυφλός. Να το θυμάσαι πάντα αυτό, γιατί αν τον πεις σκοτεινό ρίχνεις την ευθύνη σ’ αυτόν. Προσπαθείς να αποφύγεις τη μεταμόρφωση, που μπορεί να σου συμβεί, όταν τον αντιμετωπίσεις. Μην πεις, «είναι σκοτεινός», πες, «είμαι τυφλός, τα μάτια μου είναι κλειστά».

Ο Ήλιος είναι εκεί. Μπορείς να σταθείς με το πρόσωπο στον Ήλιο, με τα μάτια κλειστά και να λες, πως ο Ήλιος είναι σκοτεινός. Στέκεσαι μπροστά στον Ήλιο με τα μάτια ανοιχτά, αλλά, επειδή το φως του είναι πολύ δυνατό, τα μάτια σου τυφλώνονται προσωρινά. Τα μάτια σου είναι ανοιχτά, ο Ήλιος είναι μπροστά σου, αλλά είναι πολύ δυνατός γιά τα μάτια σου.

Αυτό συμβαίνει και με τον Ηράκλειτο. Δέν είναι σκοτεινός. Είτε είσαι τυφλός είτε τα μάτια σου είναι κλειστά. Αλλά υπάρχει και μιά τρίτη περίπτωση: Ο Ηράκλειτος είναι μιά ύπαρξη τόσο φωτεινή, που όταν τον κοιτάς, τα μάτια σου χάνουν την ικανότητα να βλέπουν, το φως είναι πάρα πολύ γιά σένα. Δέν είσαι συνηθισμένος σε τόσο φως. Γι’ αυτό, πριν ατενίσεις τον Ηράκλειτο, πρέπει να κάνεις μερικές προετοιμασίες.

Όταν μιλά ο Ηράκλειτος, φαίνεται αινιγματικός, γιατί εκφράζεται αντιφατικά. Αυτοί, που γνωρίζουν, πάντα εκφράζονται αντιφατικά. Υπάρχει λόγος, που συμβαίνει αυτό. Δεν είναι αινιγματικοί, είναι πολύ απλοί. Μα, τί να κάνουν; Αν η ζωή η ίδια είναι μιά αντίφαση, τί άλλο μπορούν να κάνουν;

Για να αποφύγεις τις αντιφάσεις, μπορείς να φτιάξεις τακτοποιημένες και ξεκάθαρες θεωρίες, αλλά θα είναι λαθεμένες θεωρίες. Δέν θα είναι αληθινές μες στην πραγματικότητα τής ζωής. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής, είναι καθαρός, μοιάζει με περιποιημένο κήπο. Ο Ηράκλειτος είναι άγριο δάσος.

Με τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει δυσκολία. Εκείνος αποφεύγει την αντίφαση. Έχει φτιάξει ένα τακτοποιημένο, ένα καθαρό δόγμα, ένα δόγμα ελκυστικό.Θα φοβηθείς, όταν έρθεις αντιμέτωπος με τον Ηράκλειτο, γιατί εκείνος ανοίγει την πόρτα τής ζωής. Και η ζωή είναι αντιφατική. Ο Βούδας είναι αντιφατικός, ο Λάο Τσου είναι αντιφατικός.

Όλοι όσοι έχουν γνωρίσει είναι σίγουρα αντιφατικοί. Και τί άλλο να κάνουν; Η ίδια η ζωή είναι αντιφατική κι αυτοί ακολουθούν τη ζωή. Η ζωή δεν είναι λογική. Είναι Λόγος, αλλά δέν είναι λογική. Είναι κόσμος, δεν είναι χάος. Δεν είναι λογική.

Πρέπει να καταλάβεις τη λέξη Λόγος, γιατί ο Ηράκλειτος τη χρησιμοποιεί συχνά. Κι επίσης πρέπει να κατανοήσεις τη διαφορά ανάμεσα στο λόγο και τη λογική. Η λογική είναι μια θεωρία για την αλήθεια. Ο λόγος είναι η ίδια η αλήθεια. Ο λόγος είναι υπαρξιακός. Η λογική δεν είναι. Η λογική είναι κατηγόρημα τής χρήσης, τής θεωρίας.

Προσπάθησε να το καταλάβεις. Αν δεις τη ζωή, θα πεις, πως υπάρχει κι ο θάνατος. Πώς μπορείς να αποφύγεις το θάνατο;

Αν κοιτάξεις τη ζωή, ο θάνατος υπονοείται. Κάθε στιγμή τής ζωής είναι επίσης και στιγμή θανάτου. Αν χωρίσεις τη ζωή από το θάνατο, τότε δέν μπορείς να καταλάβεις ούτε τη ζωή ούτε το θάνατο. Παραμένουν για σένα άλυτο αίνιγμα.

Η ζωή κι ο θάνατος δεν είναι δυό διαφορετικά φαινόμενα, μα είναι πλευρές τού ίδιου νομίσματος. Αν διεισδύσεις σε βάθος, θα δεις, πως η ζωή είναι θάνατος κι ο θάνατος είναι ζωή. Τη στιγμή, που γεννιέσαι, έχεις αρχίσει κιόλας να πεθαίνεις. Η ζωή συνεπάγεται το θάνατο κι ο θάνατος συνεπάγεται τη ζωή. Ανήκουν το ένα στο άλλο. Είναι συμπληρωματικά.

Ζωή και θάνατος είναι σαν δυό φτερούγες ή σαν δυό πόδια. Δεν μπορείς να κινηθείς μόνο με το δεξί, μόνο με το αριστερό πόδι. Στη ζωή δέν μπορείς να είσαι μόνο δεξιός ή μόνο αριστερός. Είσαι αναγκαστικά και τα δύο. Δογματικά, μπορείς να είσαι δεξιός ή αριστερός, αλλά τα δόγματα είναι έξω από την αλήθεια τής ζωής, γιατί αναγκαστικά, τα δόγματα είναι τακτοποιημένα και ξεκάθαρα, ενώ η ζωή δέν είναι. Η ζωή είναι απεριόριστη. Ο Ουΐτμαν, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στον κόσμο, λέει: «Αντιφάσκω με τον εαυτό μου, γιατί είμαι απεριόριστος».

Με τη λογική γίνεσαι στενόμυαλος. Δεν μπορείς να είσαι απέραντος. Αν φοβάσαι την αντίφαση, ποτέ δεν θα πλατύνει ο νους σου. Θα είσαι υποχρεωμένος να διαλέγεις, να συμπιέζεσαι, να αποφεύγεις την αντίφαση, να την κρύβεις. Αλλά, μήπως αν την κρύψεις, θα χαθεί; Μήπως, αν πάρεις το βλέμμα σου από το θάνατο, θα τον αποφύγεις;

Μπορείς να παρακάμψεις το θάνατο, να του γυρίσεις τις πλάτες, να τον ξεχάσεις τελείως... Γι’ αυτό δεν μιλούν οι άνθρωποι γιά το θάνατο. Είναι ένδειξη κακών τρόπων, όταν το κάνουν.

Δεν μιλάμε για το θάνατο, τον αποφεύγουμε. Ο θάνατος υπάρχει παντού, κάθε στιγμή, αλλά εμείς τον αποφεύγουμε. Από τη στιγμή, που θα πεθάνει κάποιος, βιαζόμαστε να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα μαζί του. Φτιάχνουμε τα νεκροταφεία μας έξω από τις πόλεις. Φτιάχνουμε μαρμάρινους τάφους, τους χαράζουμε με όμορφους στίχους, τους στολίζουμε με λουλούδια. Τί κάνουμε λοιπόν; Προσπαθούμε να καλλωπίσουμε λιγάκι το θάνατο.

Στη Δύση, η απόκρυψη τού θανάτου έχει γίνει επάγγελμα. Υπάρχουν επαγγελματίες, που σας βοηθούν να ξεχάσετε το θάνατο, που κάνουν το πτώμα να δείχνει όμορφο, σαν ζωντανό. Μπορεί να βοηθήσει αυτό καθόλου; Ο θάνατος υπάρχει. Για το θάνατο τραβάς κι εσύ. Όπου κι αν τον παραχώσεις, δεν υπάρχει διαφορά. Εκεί θα φτάσεις. Είσαι ήδη στο δρόμο. Στέκεσαι στην ουρά περιμένοντας να ‘ρθει η ώρα σου. Πού μπορείς να κρυφτείς, γιά να αποφύγεις το θάνατο; Η λογική προσπαθεί να είναι σαφής. Και γιά να είναι σαφής αποφεύγει το θάνατο.

Ο Ηράκλειτος είναι πραγματικά υπέροχος. Αν είχε γεννηθεί στην Ανατολή τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Στην ελληνική ιστορία, στην ελληνική φιλοσοφία όμως, ήταν ξένος, παρείσακτος. Στην Ελλάδα δέν είναι γνωστός ως φωτισμένος άνθρωπος, αλλά ως Ηράκλειτος ο Σκοτεινός, Ηράκλειτος ο Αινιγματικός.

Ο θεμελιωτής τής Ελληνικής φιλοσοφίας και τής δυτικής σκέψης, ο Αριστοτέλης, δεν θεωρούσε τον Ηράκλειτο φιλόσοφο κι έλεγε γι’ αυτόν, «το πολύ πολύ να είναι ποιητής». Αλλά κι αυτό ακόμα δύσκολα τού το αναγνώριζε. Αργότερα, σε άλλα έργα του, λέει, «κάποιο κουσούρι πρέπει να έχει ο Ηράκλειτος από γεννησιμιού του, γι’ αυτό μιλά τόσο δυσνόητα και αντιφατικά».

Ο Αριστοτέλης τον θεωρούσε λίγο εκκεντρικό, λίγο τρελό. Κι ο Αριστοτέλης δεσπόζει στη Δύση. Αν ο Ηράκλειτος είχε γίνει αποδεκτός, τότε ολόκληρη η ιστορία τής Δύσης θα ήταν ριζικά διαφορετική. Αλλά δέν κατανοήθηκε καθόλου. Όλο και περισσότερο αποχωρίστηκε από το κύριο ρεύμα τής δυτικής σκέψης, τού δυτικού πνεύματος.

Το έδαφος τής Ελλάδας ήταν τελείως ακατάλληλο γι’ αυτόν. Στην Ανατολή θα ήταν ένα μεγάλο δέντρο. Εκατομμύρια άνθρωποι θα ωφελούνταν, εκατομμύρια θα έβρισκαν το δρόμο τους μέσα απ’ αυτόν. Για τους έλληνες όμως, ήταν παράξενος, εκκεντρικός, ξένος, αλλόκοτος. Δεν ανήκε σ’ αυτούς. Γι’ αυτό και το όνομά του έμεινε στο σκοτάδι και σιγά-σιγά ξεχάστηκε.

Η κρυμμένη αρμονία είναι καλύτερη από τη φανερή

Καλύτερη, αλλά δύσκολη, γιατί θα σου δημιουργεί συνεχώς προβλήματα. Οι άνθρωποι περιμένουν από σένα συνέπεια και η κρυμμένη αρμονία δεν ανήκει στην ανθρώπινη κοινωνία. Είναι κομμάτι τού Κόσμου, αλλά όχι τής κοινωνίας.

Η κοινωνία είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα και είναι φτιαγμένη πάνω στην αντίληψη, ότι τα πάντα είναι στατικά. Η κοινωνία έχει δημιουργήσει φραγμούς, κώδικες, λες και τα πάντα να είναι αμετακίνητα. Να γιατί οι ηθικοί κανόνες ισχύουν αιώνες ολόκληρους. Τα πάντα αλλάζουν, αλλά οι νεκροί κανόνες συνεχίζουν. Καθετί αλλάζει συνεχώς και οι αποκαλούμενοι ηθικολόγοι συνεχίζουν να κηρύττουν τα ίδια και τα ίδια -εντελώς άσχετα πράγματα- αυτοί όμως, είναι συνεπείς με το παρελθόν τους.

Την εποχή τού Μωάμεθ, στους άραβες, οι γυναίκες ήταν τέσσερις φορές περισσότερες από τους άντρες, γιατί οι άραβες ήταν λαός πολεμικός και συνεχώς πολεμούσαν και αλληλοσφάζονταν. Οι γυναίκες, πιο ξύπνιες, επιζούσαν κι είχαν φτάσει να είναι τέσσερις φορές περισσότερες. Τί έπρεπε να γίνει; Σε μια κοινωνία, όπου οι γυναίκες είναι τέσσερις φορές περισσότερες από τους άντρες, καταλαβαίνετε βέβαια, ότι γίνεται προβληματική η ύπαρξη κάθε ηθικότητας και προκύπτουν πολλά προβλήματα. Έφτιαξε λοιπόν, ένα νόμο ο Μωάμεθ, ότι οι άνδρες μπορούν να παντρεύονται από τέσσερις γυναίκες... κι ακόμα τον εφαρμόζουν.

Σήμερα, η συνήθεια αυτή έχει καταντήσει ασχήμια, οι μουσουλμάνοι όμως, επιμένουν με τη δικαιολογία, ότι είναι σύμφωνη με το Κοράνι. Σήμερα, τα δεδομένα έχουν αλλάξει εντελώς. Οι γυναίκες δεν υπερτερούν αριθμητικά τόσο πολύ, αυτοί όμως, ακολουθούν το νόμο. Έτσι, εκείνο, που ήταν όμορφη ανταπόκριση σε μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, τώρα είναι άσχημο, απολύτως άσχημο. Αλλά οι μουσουλμάνοι επιμένουν, γιατί είναι λαός πολύ συνεπής. Δεν μπορούν να αλλάξουν κι ούτε μπορούν να συμβουλευτούν τον Μωάμεθ, γιατί ο Μωάμεθ δεν υπάρχει πια. Πονηροί καθώς είναι, έκλεισαν την πόρτα σε κάθε επίδοξο προφήτη, που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ίσως μια αλλαγή.

Ο Μωάμεθ είναι ο τελευταίος προφήτης. Η πόρτα είναι κλειστή, ακόμα και για τον ίδιο. Έτσι γίνεται πάντα.

Οι ηθικολόγοι κρατούν πάντα κλειστή την πόρτα, μια και κάθε καινούργιος προφήτης θα δημιουργούσε προβλήματα, καθώς θα ήταν αντίθετος με τους παλιούς νόμους. Αυτός ο προφήτης θα ζει τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Θα έχει τη δική του αντίληψη. Θα είναι συνεπής με την τωρινή πραγματικότητα. Υπάρχει όμως, εγγύηση, ότι η αντίληψή του θα συμφωνεί με το παρελθόν; Όχι, δεν υπάρχει. Γι’ αυτό κάθε ηθική παράδοση κλείνει την πόρτα στο καινούργιο.

Οι ζαϊνιστές έχουν κλείσει κι αυτοί τη δική τους πόρτα. Ο τελευταίος γι’ αυτούς είναι ο Μαχαβίρα. Οι μωαμεθανοί λένε το ίδιο για τον Μωάμεθ. Οι χριστιανοί, λένε, ότι ο Ιησούς είναι ο μονογενής υιός τού Θεού. Όλες οι πόρτες είναι κλειστές. Γιατί οι ηθικολόγοι κλείνουν πάντα τις πόρτες; Σαν μέτρο ασφάλειας.

Αν έρθει ένας προφήτης, ένας άνθρωπος, που ζει την κάθε στιγμή, θα αναποδογυρίσει το παν, θα δημιουργήσει χάος. Ο άνθρωπος βρίσκει τρόπους για να βολεύεται -Εκκλησία, ηθική, έναν κώδικα- σταθερά πράγματα.

Δεν έχεις παρά να ακολουθείς τους κανόνες. Επιφανειακά, πετυχαίνεις φανερή αρμονία. Ώσπου φτάνει ένας προφήτης και αναδημιουργεί τα πάντα, αναστατώνει τα πάντα. Φτιάχνει τα πάντα απ’ την αρχή.

Ο ηθικολόγος είναι άνθρωπος τής επιφάνειας. Ζει, γιά να υπηρετεί τους κανόνες, οι κανόνες όμως, δεν είναι γι’ αυτόν. Ζει, για τις γραφές, οι γραφές όμως, δέν είναι γι’ αυτόν. Ακολουθεί τους κανόνες, αλλά δεν ακολουθεί την πραγματικότητα.

Αν το έκανε, αν ήταν μάρτυρας όσων συμβαίνουν γύρω του, θα κέρδιζε την κρυμμένη αρμονία, όπου η αντίθεση δεν ενοχλεί, γιατί μπορείς να τη χρησιμοποιείς. Κι όταν μπορείς να χρησιμοποιείς το αντίθετο, κρατάς στα χέρια σου το μυστικό κλειδί. Μπορείς να κάνεις την αγάπη σου πιο όμορφη μέσα από το μίσος.

Το μίσος δέν αντιστρατεύεται την αγάπη. Αντίθετα, είναι το αλάτι, που τη νοστιμίζει. Είναι το φόντο της, που την προβάλλει. Τότε, μπορείς μέσα από την οργή να δώσεις ένταση στη συμπόνια σου.

Η οργή είναι εχθρός σου. Μεταμόρφωσέ την, κάνε τη φίλο σου! Το μίσος είναι εχθρός σου! Κάντο φίλο σου! Άφησε την αγάπη σου να βαθύνει μέσα στο μίσος, όπως το λουλούδι εισχωρεί μες στο χώμα. Αυτή είναι η κρυμμένη αρμονία τού Ηράκλειτου.

Ο Ηράκλειτος είναι αξεπέραστος

Η διχόνοια φέρνει τη συμφωνία

Από την ασυμφωνία βγαίνει η ομορφότερη αρμονία

Φυσικά, στον ορθολογιστή, ο Ηράκλειτος θα φανεί αινιγματικός, σκοτεινός. Είναι όμως; Αν μπορείς να δεις, είναι κρυστάλλινος, είναι λουσμένος μες στο φως. Αλλά, αν είσαι κυριευμένος από το πνεύμα τού ορθολογισμού, είναι δύσκολο να καταλάβεις γιατί ο Ηράκλειτος λέει, ότι από τη διχόνοια γεννιέται η ομορφότερη αρμονία.

Η ζωή θα ήταν τελείως άγευστη, αν δεν υπήρχε η αντίθεση. Σκέψου έναν κόσμο, όπου δεν θα υπάρχει το κακό.

Νομίζεις, πως θα υπήρχε τότε το καλό; Σκέψου έναν κόσμο χωρίς αμαρτωλούς. Πιστεύεις, πως όλοι οι άνθρωποι θα ήταν τότε άγιοι;

Ο άγιος δεν υπάρχει χωρίς τον αμαρτωλό. Ο άγιος χρειάζεται τον αμαρτωλό, όπως κι ο αμαρτωλός, για να υπάρξει, χρειάζεται τον άγιο. Υπάρχει αρμονία μεταξύ τους, μια κρυφή αρμονία. Είναι οι δύο πόλοι. Η ζωή είναι όμορφη, γιατί υπάρχουν και οι δύο. Χωρίς το Διάβολο ο Θεός δεν μπορεί να υπάρξει. Ο Θεός είναι αιώνιος, ο Διάβολος το ίδιο.

Έρχονται άνθρωποι και με ρωτούν: «Αν υπάρχει Θεός, τότε γιατί υπάρχει τόση δυστυχία, τόση κακία;» Ο Θεός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτό. Είναι το φόντο του. Χωρίς το Διάβολο, ο Θεός θα ήταν άνοστος, ανούσιος. Θα ήταν να τον ξερνάς, όχι να τον τρως. Εκείνος ξέρει την κρυμμένη αρμονία: Δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το Διάβολο, γι’ αυτό δέν τον μισεί, τον χρησιμοποιεί. Κι αν τον χρησιμοποιεί ο Θεός, γιατί να μην τον χρησιμοποιείς κι εσύ; Αν ο Θεός δέν μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτόν, πώς μπορείς εσύ;

Όταν ο Διάβολος έβαζε σε πειρασμό τον Αδάμ, ήταν ο Θεός, που τον έβαζε σε πειρασμό. Ήταν μια συνωμοσία. Ο όφις υπηρετεί το Θεό, το ίδιο κι ο Διάβολος. Η ίδια η λέξη (διάβολος) προέρχεται από τη σανσκριτική ρίζα dev, απ’ όπου και το «θεϊκός». (Σανσκριτικά deva = θεός, ελληνικά δίoς = θεϊκός, λατινικά διωινε = θεϊκός και devil = διάβολος). Και οι δύο λέξεις από την ίδια ρίζα. Μόνο τα κλαδιά αλλάζουν. Ένα κλαδί ο Θεός, άλλο κλαδί ο Διάβολος.

Πρέπει να υπάρχει προσυνεννόηση, αλλιώς το παιχνίδι δεν μπορεί να έχει συνέχεια. Πρέπει να υπάρχει βαθύτερη αρμονία κι αυτή η αρμονία είναι η συνωμοσία. Λέει ο Θεός στον Αδάμ: «Δέν πρέπει να φας από το Δέντρο τής Γνώσης». Αρχίζει η συνωμοσία, το παιχνίδι. Οι πρώτοι κανόνες έχουν κιόλας τεθεί.

Ο χριστιανισμός έχει χάσει πολλά όμορφα πράγματα, γιατί προσπάθησε να δημιουργήσει φανερή αρμονία. Επί είκοσι αιώνες, οι χριστιανοί θεολόγοι δεν βρίσκουν ησυχία με το Διάβολο: «Πώς εξηγείται ο Διάβολος;» Δεν χρειάζεται, είναι απλό. Ο Ηράκλειτος ξέρει, αλλά οι χριστιανοί ανησυχούν, γιατί αν υπάρχει ο Διάβολος, τότε θα πρέπει να τον έχει δημιουργήσει ο Θεός, αλλιώς πώς υπάρχει;

Αν υπάρχει, πρέπει να του το επιτρέπει ο Θεός. Αλλιώς, σημαίνει, πως δεν μπορεί να τον εξοντώσει. Και τότε ο Θεός είναι ανίκανος, τότε δεν μπορείς να τον λες παντοδύναμο. Αν πάλι ο Θεός δημιούργησε το Διάβολο μη ξέροντας, ότι επρόκειτο να είναι ο Διάβολος, τότε δέν είναι παντογνώστης. Δημιούργησε το Διάβολο, μη ξέροντας, ότι ο Αδάμ θα φάει τον καρπό τού απαγορευμένου δέντρου!

Αν ο Διάβολος υπάρχει, τότε ο Θεός δεν μπορεί να είναι πανταχού παρών, γιατί τότε ποιός είναι παρών στο Διάβολο; Εκείνος δεν είναι πανταχού παρών - στην καρδιά τού Διαβόλου τουλάχιστον δεν είναι παρών. Αν είναι, τότε γιατί κατηγορούμε το φτωχό Διάβολο; Υπάρχει μια συνωμοσία, μια κρυμμένη αρμονία.

Ο Θεός δεν μπορεί να λειτουργήσει μόνος του. Θα ήταν σαν να λειτουργούσε ο ηλεκτρισμός με μόνο το θετικό πόλο, χωρίς τον αρνητικό.

Έτσι, υπάρχει πολικότητα και επίσης υπάρχει ενότητα.

Ο Διάβολος ταιριάζει με το Θεό,
ο Θεός με το Διάβολο. Γι’ αυτό υπάρχει ο Διάβολος

Για το παιχνίδι υπάρχει η αντίθεση, αλλά κατά βάθος υπάρχει ενότητα. Αυτά τα δύο χρειάζονται, για να συνεχίζεται το παιχνίδι: αντίθεση κι ωστόσο αρμονία. Αν υπήρχε απόλυτη αρμονία, το παιχνίδι θα έπαυε να υπάρχει, γιατί με ποιόν θα το έπαιζε ο ένας; Κι αν υπήρχε απόλυτη διχόνοια, απόλυτη αντίθεση, απουσία αρμονίας, πάλι το παιχνίδι θα έπαυε να υπάρχει.

Η αρμονία είναι διχόνοια, η ενότητα είναι αντίθεση. Αυτό είναι το κλειδί όλων των μυστηρίων.

Υπάρχει μια αρμονία στην καμπουριασμένη ράχη,
όπως τού τόξου και τής λύρας

Ο μουσικός παίζει με το δοξάρι και τη λύρα. Η αντίθεση είναι μόνο επιφανειακή. Στην επιφάνεια υπάρχει η σύγκρουση, η πάλη, η διχόνοια, όμως απ’ αυτήν γεννιέται υπέροχη μουσική. Η διχόνοια φέρνει τη συμφωνία.

Ζωή και θάνατος δέν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα. Είσαι στη μέση, ανάμεσα στο θάνατο και στη ζωή. Τίποτα από τα δύο δέν είσαι. Μην κρεμιέσαι λοιπόν, από τη ζωή και μη φοβάσαι το θανατο. Είσαι η μουσική, που βγαίνει απ’ το δοξάρι και η λύρα. Είσαι η σύγκρουση και το σμίξιμο και η συγχώνευση και η αρμονία κι ό,τι πιο όμορφο γεννιέται απ’ αυτήν.

Μη διαλέγεις!

Αν διαλέξεις θα κάνεις λάθος. Αν διαλέξεις θα εξαρτηθείς από το ένα, θα ταυτιστείς με το ένα. Μη διαλέγεις!

Άφησε τη ζωή να ‘ναι το δοξάρι, άφησε το θάνατο να ‘ναι η λύρα και τότε θα ‘σαι εσύ η αρμονία, η κρυμμένη αρμονία!

Η κρυμμένη αρμονία είναι καλύτερη από τη φανερή.