Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (839-882)

ΑΝ. οἴμοι γελῶμαι. τί με, πρὸς [στρ. β]
θεῶν πατρῴων,
840 οὐκ οἰχομέναν ὑβρίζεις,
ἀλλ᾽ ἐπίφαντον;
ὦ πόλις, ὦ πόλεως
πολυκτήμονες ἄνδρες·
ἰὼ Διρκαῖαι κρῆ-
845 ναι Θήβας τ᾽ εὐαρμάτου ἄλ-
σος, ἔμπας ξυμμάρτυρας ὔμμ᾽ ἐπικτῶμαι,
οἵα φίλων ἄκλαυτος, οἵοις νόμοις
πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔρ-
χομαι τάφου ποταινίου·
850 ἰὼ δύστανος, βροτοῖς
οὔτε ‹νεκρὸς› νεκροῖσιν
μέτοικος, οὐ ζῶσιν, οὐ θανοῦσιν.

ΧΟ. προβᾶσ᾽ ἐπ᾽ ἔσχατον θράσους
ὑψηλὸν ἐς Δίκας βάθρον
855 πολὺ προσέπαισας, ὦ τέκνον.
πατρῷον δ᾽ ἐκτίνεις τιν᾽ ἆθλον.

ΑΝ. ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας [ἀντ. β]
ἐμοὶ μερίμνας,―
πατρὸς τριπόλιστον οἶτον
τοῦ τε πρόπαντος
860 ἁμετέρου πότμου
κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν.
ἰὼ ματρῷαι λέ-
κτρων ἆται κοιμήματά τ᾽ αὐ-
865 τογέννητ᾽ ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου ματρός,
οἵων ἐγώ ποθ᾽ ἁ ταλαίφρων ἔφυν·
πρὸς οὓς ἀραῖος ἄγαμος ἅδ᾽
ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι.
ἰὼ δυσπότμων κασί-
870 γνητε γάμων κυρήσας,
θανὼν ἔτ᾽ οὖσαν κατήναρές με.

ΧΟ. σέβειν μὲν εὐσέβειά τις,
κράτος δ᾽, ὅτῳ κράτος μέλει,
παραβατὸν οὐδαμᾷ πέλει,
875 σὲ δ᾽ αὐτόγνωτος ὤλεσ᾽ ὀργά.

ΑΝ. ἄκλαυτος, ἄφιλος, ἀνυμέναι- [ἐπῳδ.]
ος ταλαίφρων ἄγομαι
τὰν ἑτοίμαν ὁδόν.
οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν
880 ὄμμα θέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ·
τὸν δ᾽ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον
οὐδεὶς φίλων στενάζει.

***
ΑΝΤ. Οϊμένα, με γελούνε· για τ᾽ όνομα των θεών,
840 γιατί πριν να πεθάνω και βλέπω ακόμα φως
με βρίζεις έτσι; ω πόλη κι αρχοντολόι εσείς
της χώρας, ω της Δίρκης τρεχάμενα νερά,
οϊμένα άλσος της Θήβας της πολυξακουστής,
μα εσάς μαρτύρους παίρνω,
πως άκλαυτη από φίλους, με νόμους ποιούς εγώ
στην πετροστοιβαγμένη πηγαίνω φυλακή
του ανήκουστού μου τάφου·
850 και η άμοιρη, οϊμέ,
ούτε στη γης επάνω ούτε κάτω απ᾽ τη γη
συγκάτοικη θενά ᾽μαι
ούτε με πεθαμένους κι ούτε με ζωντανούς.

ΧΟΡ. Μα ως τ᾽ ακρόκορφα του θράσους προχωρώντας
στο ψηλό θρονί της Δίκης
σκόνταψες πολύ
και πλερώνεις κάποιο κρίμα, κόρη, πατρικό.

ΑΝΤ. Μ᾽ άγγιξες την έγνοια την πικρότατή μου,
τον τρισόργωτο καημό μου για τη μοίρα
860 του πατέρα μου, και για όλης της γενιάς μας,
των κλεινών Λαβδακιδών, τη μοίρα.
Οϊμένα, ο μητρικός ο ανίερος γάμος,
ω κοιμήματα της άθλιάς μου της μητέρας
με την ίδια της τη γέννα,
το δικό μου τον πατέρα·
ω από ποιούς γονιούς, η μαύρη, πὄχω γεννηθεί
που η καταραμένη τώρα πάω να τους βρω
έτσι ανύπαντρη να κάθουμαι μαζί τους·
870 κι εσύ αδερφέ μου, ω γάμο που ᾽λαχες πικρό,
αχ, θανάτωσες και μένα ζωντανή νεκρός.

ΧΟΡ. Καλός κι άγιος είν᾽ αυτός σου ο σεβασμός,
μα τη δύναμη και κείνου που την εξουσία κρατά
ν᾽ αψηφάς δεν είναι τρόπος·
κι έτσι η αυτόγνωμή σου εσένα
σε κατέστρεψε βουλή.

ΑΝΤ. Αθρήνητη, άφιλη, χωρίς
τραγούδια της χαράς μου,
σέρνομαι η άμοιρη σ᾽ αυτόν
τον αναπόφευγο το δρόμο.
Κι αυτό του ήλιου το μάτι το ιερό
880 να βλέπω δε μου συχωριέται πια
κι ουδέ κανείς από δικούς
τη μοίρα μου δεν κλαίει, δε στενάζει.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 3. Κλασική εποχή (508-323 π.Χ.)

3.5.Γ.ii. Τραγωδία και σατυρικό δράμα ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα

«Τραγωδία», ορίζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική 1449b), «είναι η μίμηση μιας σημαντικής και ολοκληρωμένης πράξης που να έχει έκταση.» Κατά κανόνα, αυτή η πράξη, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, δεν ήταν πρωτότυπη, επινοημένη από τον ποιητή, αλλά δάνεια από τη μυθική παράδοση. Ο ποιητής διάλεγε να παρουσιάσει ένα μύθο, π.χ. τη θυσία της Ιφιγένειας, την αυτοκτονία του Αίαντα, τη δολοφονία του Αγαμέμνονα κλπ. Από κει και πέρα ήταν ελεύθερος να διαμορφώσει τη σκηνική παρουσίαση των γεγονότων, τα λόγια που έλεγαν οι ήρωες και πολλά ακόμα θεατρικά χαρακτηριστικά. Ακόμα, μπορούσε να παραλλάξει κάπως την πλοκή και ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία του μύθου· όμως σε γενικές γραμμές ο μύθος έπρεπε να μείνει αναλλοίωτος, όπως ήταν από παλιά γνωστός.

Φαίνεται σήμερα παράδοξη αυτή η έλλειψη πρωτοτυπίας, αυτή η εμμονή στους παραδοσιακούς μύθους· πρέπει όμως να δεχτούμε ότι για την εποχή της είχε πλεονεκτήματα: οι υποθέσεις, τοποθετημένες στο μυθικό πλαίσιο του ηρωικού κόσμου, γνωστού και οικείου από το έπος, αποκτούσαν αυτόματα το απαραίτητο μέγεθος· οι θεατές δε συγκέντρωναν την προσοχή τους στο τι θα συμβεί, αλλά στο πώς θα παρουσιαστούν τα δεδομένα του μύθου, δηλαδή στην τέχνη και στην τεχνική του ποιητή, στο ήθος των ηρώων, στις ιδέες που ακούγονταν (διάνοια) και στη γενικότερη ερμηνεία του μύθου - όλα στοιχεία που συχνά ο ποιητής φρόντιζε να τα συσχετίσει, διακριτικά, με τον ιστορικό περίγυρο της παράστασης, σχολιάζοντας έμμεσα την πολιτική κατάσταση και τα προβλήματα της επικαιρότητας.

«Η μίμηση», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «γίνεται σε ευχάριστο λόγο (λόγο με ρυθμό και αρμονία και μελωδία), χώρια τα ομιλητικά, και χώρια τα τραγουδιστά μέρη.» Και πραγματικά, ο τραγικός λόγος ήταν έμμετρος και η γλώσσα του ποιητική, ιδιαίτερα στα χορικά τραγούδια, που είχαν και το παραδοσιακό δωρικό διαλεκτικό χρώμα. Όσο για τον χωρισμό των ομιλητικών από τα τραγουδιστά μέρη, οι τραγωδίες ακολουθούσαν όλες ένα σχήμα όπου οι δύο τρόποι εκφοράς εναλλάσσονταν: απαγγελτικά μέρη ήταν ο Πρόλογος και τα Επεισόδια· τραγουδιστά μέρη ήταν η Πάροδος του Χορού, τα Στάσιμα και η Έξοδος.[1]

«Στην τραγωδία η μίμηση πραγματοποιείται έμπρακτα, όχι μόνο περιγραφικά με τον λόγο» (Αριστοτέλης, ό.π.), πράγμα που σημαίνει ότι την τραγωδία δεν την αποτελούν μόνο όσα ακούει ο θεατής αλλά και όσα βλέπει, η όψη της παράστασης: η σκηνική δράση, η σκηνογραφία, η όρχηση, τα προσωπεία, τα ρούχα κλπ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι για πολλούς τραγικούς ποιητές παραδίδεται ότι κάτι πρόσθεσαν, κάτι βελτίωσαν στις παραστάσεις: ο Θέσπης, λέγαν, επινόησε τα προσωπεία, ο Χοιρίλος πρόσεξε ιδιαίτερα τις ενδυμασίες, ο Φρύνιχος πρωτοπαρουσίασε γυναικεία πρόσωπα, ο Αισχύλος αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από ένα σε δύο, ο Σοφοκλής πρόσθεσε έναν ακόμα υποκριτή και ανακαίνισε τη σκηνογραφία· τέλος, για τον Πρατίνα θα μάθουμε ότι πρώτος ανέβασε σατυρικό δράμα. Κάπως σχηματικά όλα αυτά· επιβεβαιώνουν όμως τον λόγο του Αριστοτέλη, που έγραψε ότι «η τραγωδία λίγο λίγο μεγάλωσε και πέρασε πολλές αλλαγές, ώσπου βρήκε τη φύση της και σταμάτησε» (ό.π.).

Ένα από τα στοιχεία που άλλαζαν, ακολουθώντας την εξέλιξη της τραγωδίας, ήταν ο θεατρικός χώρος. Αρχικά οι θεατές κάθονταν πρόχειρα σε μια πλαγιά, να βλέπουν τον θίασο που έπαιζε και χόρευε στο ίσωμα.[2] Αργότερα, όταν επισημοποιήθηκαν στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες, ως χώρος των παραστάσεων ορίστηκε, πολύ φυσικά, η νότια πλαγιά της Ακρόπολης κοντά στον ναό του Διονύσου. Εκεί στήνονταν κάθε χρόνο από τη μια μεριά πρόχειροι πάγκοι σε ημικύκλιο (εδώλια) για τους θεατές, από την άλλη μια εξίσου πρόχειρη παράγκα, η σκηνή, και μπροστά της μια χαμηλή εξέδρα για τους υποκριτές, το λογείο - όλα ξύλινα. Με τα χρόνια οι κατασκευές συμπληρώνονταν και βελτιώνονταν για να προσαρμοστούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις της θεατρικής τέχνης και στον ολοένα μεγαλύτερο αριθμό θεατών. Προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα οι αλλαγές λιγόστεψαν, και ο οργανωμένος θεατρικός χώρος έτεινε να παγιωθεί· πάλι όμως, στο μεγαλύτερο μέρος τους οι κατασκευές έμειναν ξύλινες.

Είδαμε πως οι τραγωδοδιδάσκαλοι παρουσίαζαν καθένας μια τετραλογία, δηλαδή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Τα σατυρικά δράματα είχαν κάποια κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες από τις τραγωδίες. Παρουσίαζαν και αυτά ένα μύθο, όχι απαραίτητα σχετικό με τον Διόνυσο, όπου όμως στην πλοκή του έπρεπε να μετέχει υποχρεωτικά ένας Χορός Σατύρων. Οι Σάτυροι και ο κορυφαίος τους Σειληνός ήταν ακόλουθοι του Διονύσου, κακόμορφοι, τραγοπόδαροι, με ουρές αλόγων, μέθυσοι, αθυρόστομοι, φοβητσιάρηδες, χαζοχαρούμενοι και αχόρταγοι ερωτύλοι. Με τέτοιο Χορό τα σατυρικά δράματα φυσικό ήταν να έχουν κεφάτο, κωμικό χαρακτήρα, να γελοιογραφούν τα πρόσωπα και να παρωδούν τις μυθολογικές διηγήσεις.[3]

Τις τρεις τραγωδίες ακολουθούσε το σατυρικό δράμα, και τις τρεις μέρες για τις τραγωδίες ακολουθούσε μια μέρα για τις κωμωδίες. Έτσι, στο πρόγραμμα των δραματικών αγώνων εφαρμοζόταν δύο φορές ένας γενικός κανόνας που ορίζει ότι τα σοβαρά και λυπητερά θεάματα σωστό είναι να τα ακολουθεί ως κατακλείδα κάτι πιο ελαφρό και χαρούμενο, για να μη φεύγει ο θεατής με βαριά καρδιά.

Και το σατυρικό δράμα πιστεύουμε ότι ξεκίνησε από τον διθύραμβο, όπως η τραγωδία· από μια διαφορετική μορφή διθυράμβου, υποθέτουμε, όπου ο Χορός, μεταμφιεσμένος σε Σατύρους, χόρευε και τραγουδούσε ζωηρά και ξέγνοιαστα τραγούδια για το κρασί και τον έρωτα - όλα στοιχεία ταιριαστά με τον Διόνυσο. Με αυτή τη μορφή ο διθύραμβος είχε, φαίνεται, καλλιεργηθεί περισσότερο από τους Δωριείς. Προς το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα ο Πρατίνας τον μεταφύτεψε στην Αθήνα, όπου γρήγορα βρήκε τη θέση του ως σατυρικό δράμα δίπλα στην αδελφή του την τραγωδία.

ΠΡΑΤΙΝΑΣ (6ος/5ος π.Χ. αιώνας)

Γεννήθηκε στον δωρικό Φλειούντα, κοντά στο Άργος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου κατά την παράδοση πρώτος έγραψε και παρουσίασε σατυρικά δράματα. Δεν ξέρουμε με πόση επιτυχία συναγωνιζόταν με τον Χοιρίλο και τον Αισχύλο· μία του όμως παράσταση άφησε εποχή, όχι γιατί βραβεύτηκαν τα έργα του, αλλά γιατί τη μέρα εκείνη έτυχε να γκρεμιστούν από το βάρος τα ἴκρια, οι σκαλωσιές όπου πάνω τους κάθονταν οι θεατές.

Από τις πολλές τραγωδίες και σατυρικά που ξέρουμε πως έγραψε δε σώζονται παρά ελάχιστα αποσπάσματα. Στο μεγαλύτερο, που παραδίδεται ως υπόρχημα, ένας Χορός κατηγορεί έναν άλλο Χορό επειδή ανέχεται η αυλωδία να σκεπάζει αντί να υπηρετεί τα λόγια του τραγουδιού, και καλεί τον Διόνυσο να ακούει τη δική του μόνο δωρική χορωδία.

Γνωστός μετά τον Θέσπη τραγωδοδιδάσκαλος ήταν και ο Χοιρίλος ο Αθηναίος (6ος/5ος π.Χ. αι.), που παραδίδεται ότι παρουσίασε 160 δράματα και βραβεύτηκε 13 φορές. Από τα έργα του μας σώζεται ένας τίτλος, Ἀλόπη, και δύο μικρά αποσπάσματα όπου ο ποιητής ονομάζει μεταφορικά γῆς ὀστᾶ τις πέτρες και γῆς φλέβες τα ποτάμια.

ΦΡΥΝΙΧΟΣ (περ. 530-470 π.Χ.)

Αθηναίος τραγικός ποιητής, ο πρώτος που παρουσίασε γυναικεία πρόσωπα στη σκηνή, και ο πρώτος που τόλμησε να θεματοποιήσει σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα, κρίνοντας ότι ως «έργα μεγάλα και θαυμαστά» (Ηρόδοτος) τα Περσικά εξισώνονταν με τους μυθικούς πολέμους.

Την πρώτη φορά, γύρω στα 490 π.Χ., όταν δίδαξε την τραγωδία Μιλήτου ἅλωσις, με θέμα την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες (499 π.Χ.), η παράσταση είχε δυσάρεστες συνέπειες καθώς «όλοι έκλαψαν στο θέατρο, και οι Αθηναίοι τιμώρησαν τον ποιητή με χίλιες δραχμές πρόστιμο, γιατί τους θύμισε οικεία κακά· και όρισαν κανείς πια να μην παρουσιάσει αυτό το δράμα» (Ηρόδοτος 6.21.2). Όμως τη δεύτερη φορά, το 476 π.Χ., όταν με χορηγό τον Θεμιστοκλή ανέβασε τις Φοίνισσες, οι Αθηναίοι τού έδωσαν το πρώτο βραβείο - και δίκαια, γιατί ήταν λαμπρό θεατρικό εύρημα η πανωλεθρία του Ξέρξη να παρουσιαστεί από τη μεριά των νικημένων, στο παλάτι του, όταν έφτασε η είδηση της καταστροφής του στόλου στη Σαλαμίνα.

Από τα 9 δράματα που ξέρουμε πως έγραψε δε σώζονται παρά οι τίτλοι και ελάχιστα αποσπάσματα· γνωρίζουμε όμως από άλλες πηγές ότι ο Φρύνιχος είχε επινοήσει πλήθος χορευτικά σχήματα, και ότι ήταν τόσο καλός μελοποιός, ώστε δεκαετίες αργότερα οι Αθηναίοι να θυμούνται, να επαινούν και να τραγουδούν τα χορικά του.

Πενήντα έξι χρόνια (η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, η Ιωνική επανάσταση και όλα τα Περσικά) χωρίζουν την καθιέρωση των δραματικών αγώνων από το πρώτο δράμα που μας σώζεται ολόκληρο, την τραγωδία Πέρσαι του Αισχύλου, που παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια, το 472 π.Χ.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ (525-455 π.Χ.)

Ζεύς ἐστιν αἰθήρ, Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ᾽ οὐρανός,
Ζεύς τοι τὰ πάντα χὤ τι τῶνδ᾽ ὑπέρτερον.

Απόσπ. 70 R.

Γεννήθηκε στην Ελευσίνα από αρχοντικό και πλούσιο σπίτι. Ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε χρονών, όταν άρχισε να παίρνει μέρος στους δραματικούς αγώνες, αλλά την πρώτη του νίκη την πέτυχε το 484 π.Χ., όταν είχε φτάσει τα σαράντα. Βραβεύτηκε συνολικά δεκατέσσερις φορές όσο ζούσε, και ακόμα περισσότερες μετά τον θάνατό του, καθώς οι Αθηναίοι αναγνώρισαν την ξεχωριστή του αξία και όρισαν να γίνεται δεκτός στους αγώνες όποιος ήθελε να παρουσιάσει δράματα του Αισχύλου.

Πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, όπου βρήκε ηρωικό θάνατο ο αδελφός του Κυνέγειρος, και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Οκτώ χρόνια αργότερα, με χορηγό τον Περικλή, παρουσίασε τη μόνη του τραγωδία με ιστορικό θέμα, τους Πέρσες. Όπως ο Φρύνιχος, έτσι και ο Αισχύλος τοποθέτησε το δράμα στο ανάκτορο του Ξέρξη, στα Σούσα. Το μεγαλείο της ελληνικής νίκης συνάγεται έμμεσα από την περιγραφή του περσικού εκστρατευτικού σώματος και την απελπισία που προκαλεί η καταστροφή του στον Ξέρξη και στους δικούς του - εχθρούς που όμως ο ποιητής τούς αντιμετωπίζει με σεβασμό και ανθρώπινη κατανόηση.

Το 470 π.Χ. ο Αισχύλος βρέθηκε στην αυλή του Ιέρωνα, τύραννου των Συρακουσών, όπου παρουσίασε πάλι τους Πέρσες και το Αἰτναῖαι (ή Αἶτναι ή Αἴτνα), έργο πανηγυρικό για την ίδρυση της πόλης Αίτνας, όπου ο Ιέρωνας είχε ορίσει βασιλιά τον γιο του. Μιαν ακόμα φορά, δεν ξέρουμε γιατί, ο ποιητής ταξίδεψε στη Σικελία, στη Γέλα, όπου και τον βρήκε ο θάνατος.

Από τα 90 δράματα που παραδίδεται ότι έγραψε και παρουσίασε ο Αισχύλος, μας σώζονται 7 τραγωδίες ολόκληρες, πολλά αποσπάσματα και 79 τίτλοι. Παραθέτουμε σε πίνακα μόνο τις τετραλογίες όπου ανήκουν οι τραγωδίες που έχουν σωθεί (με όρθια γράμματα αναγράφονται οι τίτλοι των χαμένων έργων):



Προσέχουμε ότι, εκτός από την πρωιμότερη τετραλογία, όλες οι άλλες απαρτίζονται από δράματα που θεματικά ανήκουν στον ίδιο μυθολογικό κύκλο και κατά κάποιον τρόπο αποτελούν το ένα συνέχεια του άλλου: η τετραλογία των Ἑπτά ἐπὶ Θήβας παρουσιάζει τον μύθο του Οιδίποδα, η τετραλογία των Ἱκετίδων τον μύθο του Δαναού και των θυγατέρων του, η Ὀρέστεια τον μύθο των Ατρειδών, και η Προμήθεια[4] τον μύθο του Προμηθέα. Αυτό το σχήμα της μυθολογικά ενιαίας τετραλογίας πιστεύουμε πως το επινόησε ο Αισχύλος, θέλοντας να ξεδιπλώνει το θέμα του σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Το μέγεθος, ο ὄγκος, χαρακτηρίζει και ολόκληρο το έργο του, από κάθε άποψη: η ποιητική του γλώσσα είναι κατάφορτη από εντυπωσιακές εικόνες, τολμηρές μεταφορές και σύνθετα· τα χορικά του τραγούδια μακρόσυρτα, οι χαρακτήρες και τα πάθη τους υπερβαίνουν τα κοινά μέτρα, και η Ορέστεια, όπως την επισκοπούμε στο σύνολό της, είναι δομημένη με ογκόλιθους, ως μνημειακό τρίπτυχο: στο πρώτο δράμα συντελείται η συζυγοκτονία της Κλυταιμνήστρας, στο δεύτερο η μητροκτονία του Ορέστη, στο τρίτο η δίκη και η αθώωση του μητροκτόνου με παράλληλη εγκαθίδρυση της αθηναϊκής λατρείας των Ευμενίδων.

«Ο Αισχύλος», γράφει ο Αριστοτέλης, «αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από έναν σε δύο, λιγόστεψε τα χορικά τραγούδια και έκανε να υπερτερεί ο (απαγγελτικός) λόγος» (Ποιητική ό.π.)· και από τον Βίο του Αισχύλου μαθαίνουμε ότι «πρώτος στόλισε τη σκηνή και εντυπωσίασε τους θεατές με τη λαμπρότητα του θεάματος: με ζωγραφιές και μηχανές, με βωμούς και τάφους, με σάλπιγγες και φαντάσματα νεκρών και Ερινύες.»

Αν όμως ο Αισχύλος θαυμάστηκε, και αν τον ονόμασαν πατέρα της τραγωδίας, δεν είναι μόνο για τη γλώσσα, τους χαρακτήρες, τις μνημειακές συνθέσεις και τις εντυπωσιακές σκηνοθετικές του καινοτομίες. Περισσότερο βαραίνει ότι αυτός πρώτος εδίδαξε με τα έργα του την ουσία του τραγικού: τον δρόμο από την περισσή δύναμη στην ύβρη, από την ύβρη στην άτη και στην καταστροφή, την αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στους θεούς, πώς παγιδεύεται από την ίδια του την ελευθερία όποιος αντιστρατεύεται τις θεϊκές βουλήσεις, πώς υπερβαίνει τα όριά του, πώς τελικά συντρίβεται όταν με τις πράξεις του ταράξει την παγκόσμια τάξη. Υπέρτατος ρυθμιστής και φύλακας της παγκόσμιας τάξης ο Δίας, που ο Αισχύλος, ολοκληρώνοντας τη σκέψη του Ησιόδου και του Σόλωνα, τον ταυτίζει όχι μόνο με την απόλυτη δύναμη αλλά και με τη δικαιοσύνη.

Θα γελαστεί όποιος ύστερα από όλα αυτά φανταστεί έναν Αισχύλο αυστηρό και σκυθρωπό, παραδομένο αποκλειστικά στους θεολογικούς και ανθρωπολογικούς στοχασμούς του. Παπυρικά ευρήματα μας διασώσαν αποσπάσματα από δύο σατυρικά δράματα, τον Προμηθέα πυρκαέα και τους Δικτυουλκούς («Ψαράδες που τραβούν τα δίχτυα»), όπου διαπιστώνουμε ότι ο Αισχύλος είχε και γνήσια κωμική φλέβα.

«Όποιος πιστεύει ότι ως τραγωδοποιός ο Σοφοκλής ήταν τελειότερος από τον Αισχύλο, έχει δίκιο· όμως ας σκεφτεί ότι ήταν πολύ δυσκολότερο να καταστήσει κανείς μεγάλη και τρανή την τραγωδία τον καιρό του Θέσπη, του Φρύνιχου και του Χοιρίλου, παρά να φτάσει, μετά τα επιτεύγματα του Αισχύλου, στην τελειότητα του Σοφοκλή» (Βίος του Αισχύλου).

ΣΟΦΟΚΛΗΣ (496-406 π.Χ.)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν.[5]
Αντιγόνη 523

Ο Σοφοκλής ήταν ευνοημένος από κάθε άποψη. Γεννήθηκε και ανατράφηκε σε εύπορη και αρχοντική οικογένεια, στον Κολωνό. Ως έφηβος, όμορφος και λυγερός, χόρεψε στη γιορτή για τη νίκη της Σαλαμίνας και αργότερα, όταν υποκρίθηκε τη Ναυσικά στο ομώνυμο δράμα του, χόρεψε πάλι με τη μπάλα και θαυμάστηκε. Στους δραματικούς αγώνες πήρε πρώτη φορά μέρος το 468 π.Χ. και αμέσως αξιώθηκε το πρώτο βραβείο, αν και στον διαγωνισμό μετείχε και ο Αισχύλος. Το κοινό τον αγάπησε και του χάρισε δεκαοκτώ πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια και μερικές ακόμα στα Λήναια.

Τιμώντας τις ποιητικές επιδόσεις του, αλλά και τη γενικά γοητευτική του προσωπικότητα,[6] οι Αθηναίοι τού ανάθεσαν σημαντικά πολιτικά, στρατιωτικά και ιερατικά αξιώματα. Αντίστοιχα, ο ίδιος αποδείχτηκε φιλαθηναιότατος, δε θέλησε ποτέ να απομακρυνθεί από τον τόπο του, και στο τελευταίο του έργο, το Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ,[7] φρόντισε να καλοτυχίσει για μιαν ακόμα φορά την Αθήνα και να παινέσει την περιοχή όπου γεννήθηκε. Πέθανε τιμημένος σε βαθιά γεράματα, και ο τάφος του έγινε προσκύνημα.

Ως δραματουργός ο Σοφοκλής φρόντισε ιδιαίτερα τη σκηνογραφία και αύξησε τον αριθμό των χορευτών από δώδεκα σε δεκαπέντε και των υποκριτών από δύο σε τρεις. Στη σύνθεση των τετραλογιών δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Αισχύλου, αλλά προτίμησε το παλαιότερο σχήμα, όπου οι τετραλογίες απαρτίζονταν από θεματικά ανεξάρτητα μεταξύ τους έργα.

Μορφολογικά, το ύφος του Σοφοκλή χαρακτηρίστηκε «βέλτιστο και εκφραστικό του ήθους» (Πλούταρχος, Ηθικά 79b). Πραγματικά, το μέσο ύφος του ισορροπεί ανάμεσα στο εξαιρετικά μεγαλόπρεπο του Αισχύλου και το εξαιρετικά απλό του Ευριπίδη, και η γλώσσα του ρέει αβίαστα, προσαρμοσμένη στο ήθος των προσώπων. Παρόμοια μέση θέση κρατά και στο θέμα της αναλογίας των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη. Τα χορικά είναι στα έργα του μικρότερα από του Αισχύλου αλλά εκτενέστερα από τα χορικά του Ευριπίδη.

Το έργο του Σοφοκλή, μορφή και περιεχόμενο, εκφράζει και γενικότερα το κλασικό πνεύμα στις καλύτερες στιγμές του - τη χρυσή τομή ανάμεσα στην παράδοση και τον ριζοσπαστικό διαφωτισμό. Ο Σοφοκλής από τη μια συντηρεί και προασπίζει, από την άλλη προάγει και ανανεώνει την παράδοση. Ξεκινά από συντηρητικές θέσεις, υπογραμμίζει την αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί στις βουλήσεις των θεών (Οιδίποδας) και αποδέχεται ανεπιφύλακτα την προτεραιότητα των θεϊκών νόμων απέναντι στους ανθρώπινους (Αντιγόνη)· ωστόσο, σταδιακά ο Σοφοκλής παραμερίζει τους θεολογικούς προβληματισμούς για να προσεγγίσει, όπως ολόκληρη η εποχή του, τον άνθρωπο: οι χαρακτήρες του είναι διαφοροποιημένοι, και στα δράματά του κάθε πρόσωπο παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο και υπεύθυνο άτομο - συχνά μοναχικό, όπως ο Αίαντας και ο Φιλοκτήτης στις ομώνυμες τραγωδίες.

Από τα 120 και παραπάνω δράματα που παραδίδεται πως έγραψε σώζονται 7 τραγωδίες (Αἴας, Ἠλέκτρα, Οἰδίπους τύραννος, Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Φιλοκτήτης, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ), πλήθος αποσπάσματα, και 400 πάνω κάτω στίχοι από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί, όπου οι Σάτυροι βοηθούν, ως ανιχνευτές, τον Απόλλωνα να ανακαλύψει τα βόδια που του είχε κλέψει ο Ερμής. Ο Σοφοκλής ξέρουμε πως είχε γράψει και ελεγείες, παιάνες, μιαν ωδή για τον φίλο του τον Ηρόδοτο και ένα θεωρητικό έργο πεζό, το Περὶ Χοροῦ.

Σχεδόν σύγχρονοι ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης· όμως οι διαφορές τους ήταν μεγάλες, αρχίζοντας από μία που επισήμανε ήδη ο Σοφοκλής όταν «είπε ότι ο ίδιος παρουσίαζε στα έργα του τους ανθρώπους όπως πρέπει να είναι, ενώ ο Ευριπίδης τους παρουσίαζε όπως είναι πραγματικά» (Αριστοτέλης, Ποιητική 1460b).

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (485-406 π.Χ.)

Ο Ευριπίδης ήταν Αθηναίος από τη Φλύα, το σημερινό Χαλάντρι· γεννήθηκε όμως στη Σαλαμίνα, όπου ο πατέρας του είχε κτήματα. Στη Σαλαμίνα, «λένε πως ταχτοποίησε αργότερα μια σπηλιά με άνοιγμα στη θάλασσα και περνούσε εκεί τις ημέρες του αποφεύγοντας το πλήθος»[8](Βίος). Για την προσωπικότητά του παραδίδεται ότι «έδειχνε σκυθρωπός και συλλογισμένος και αυστηρός και αγέλαστος» (ό.π.), και ακόμα ότι ήταν άνθρωπος του βιβλίου και είχε, σπάνιο στην εποχή του, αξιόλογη ιδιωτική βιβλιοθήκη.

Γέρος πια, το 408 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην αυλή του Αρχέλαου, στην Πέλλα, όπου έγραψε και δίδαξε τα τελευταία του έργα.[9] Πέθανε το 406 π.Χ., και όταν η είδηση του θανάτου του έφτασε στην Αθήνα, «ο Σοφοκλής εμφανίστηκε στον προαγώνα φορώντας γκρίζο πένθιμο χιτώνα και παρουσίασε τους χορευτές και τους υποκριτές του χωρίς στεφάνια - και το πλήθος εδάκρυσε» (ό.π.).

Από τα τουλάχιστον 88 έργα που έγραψε σώθηκαν 17 τραγωδίες (Ἄλκηστις, Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος, Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς μαινόμενος, Τρῳάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἑλένη, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι), ένα σατυρικό δράμα, ο Κύκλωψ, και πολλά μικρά και μεγάλα αποσπάσματα. Μόνο τέσσερις φορές αξιώθηκε το πρώτο βραβείο όσο ζούσε, και μιαν ακόμα, μετά τον θάνατό του, όταν ένας γιος του παρουσίασε στην Αθήνα την Ιφιγένεια στην Αυλίδα.

Ο Ευριπίδης παραδίδεται ότι είχε τρεις δασκάλους: τον Αναξαγόρα, τον Πρόδικο και τον Πρωταγόρα. Μπορεί πραγματικά ο Αναξαγόρας να του άνοιξε με τη διδασκαλία του τον δρόμο προς την αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και τον ορθολογισμό· όμως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος ήταν συνομήλικοι του ποιητή, και είναι πιο πιθανό να τον επηρέασαν ως φίλοι παρά ως δάσκαλοι.

Στη δραματουργία ο Ευριπίδης δεν πρόσθεσε τίποτα καινούργιο, ίσως γιατί με τις καινοτομίες του Σοφοκλή η τραγωδία είχε ολοκληρώσει την πορεία της· όσοι νεωτερισμοί τού αποδίδονται αφορούν τον χειρισμό στοιχείων που προϋπήρχαν. Έτσι, ο Ευριπίδης παράλλαξε ή συμπλήρωσε με περισσή ελευθερία τους παραδοσιακούς μύθους τόσο τολμηρά ώστε συχνά οι θεατές χρειάζονταν ειδική κατατόπιση για να κατανοήσουν την υπόθεση και να παρακολουθήσουν το έργο. Για να τους βοηθήσει, ο Ευριπίδης έδινε βάρος στους προλόγους, όπου ένα σημαντικό πρόσωπο, όχι σπάνια θεός, ιστορούσε τη συγκυρία του μύθου και τις πιθανές εξελίξεις. Με τη νέα της μορφή η πορεία του μύθου οδηγούσε συχνά σε αδιέξοδο, που ο ποιητής το ξεπερνούσε παρουσιάζοντας έναν ἀπὸ μηχανῆς θεόν[10] να επιβάλλει αυθαίρετα τη λύση και να προδιαγράφει τα μελλούμενα.[11]

Ο Ευριπίδης μείωσε ακόμα περισσότερο την έκταση των χορικών τραγουδιών, που μερικές φορές μπορούν να χαρακτηριστούν απλά εμβόλιμα (παρένθετα), καθώς το περιεχόμενό τους χαλαρά, ή μόνο έμμεσα, συνδέεται με την υπόθεση της τραγωδίας. Από την άλλη όμως μεριά, ο Ευριπίδης συνήθιζε να παρεμβάλλει στα διαλογικά μέρη λυρικές μονωδίες (εκρήξεις λύπης ή χαράς) συνθεμένες, όπως και τα χορικά, με τους επαναστατικούς μουσικούς τρόπους του νέου διθυράμβου.

Οι χαρακτήρες του Ευριπίδη δεν έχουν ούτε το μεγαλείο των ηρώων του Αισχύλου ούτε την έμφυτη αρετή των ηρώων του Σοφοκλή. Τα μυθολογικά πρόσωπα παρουσιάζονται ως κοινοί άνθρωποι, ρεαλιστικά, με τα πάθη και τις ψυχικές τους μεταστροφές, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούν γλώσσα απλή, αλλά το ύφος και η συλλογιστική τους είναι περίτεχνα, καθώς ο ποιητής γνώριζε και αξιοποιούσε στις ρήσεις και στις αντιλογίες τους όλα τα μυστικά της ρητορικής τέχνης. Σωστά ο βιογράφος διαπιστώνει πως ο ποιητής ήταν ρητορικότατος στη σύνθεση του λόγου, ποικίλος στην έκφραση, και ικανός στο να ανατρέπει επιχειρήματα.

Μεταγενέστεροι συγγραφείς χαρακτήρισαν τον Ευριπίδη σοφό και σκηνικό φιλόσοφο. Αλήθεια, ο ποιητής μελέτησε και συζήτησε σε βάθος τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα, κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά κ.ά. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να αναζητήσουμε στα έργα του κάποιο ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα. Προσαρμοσμένος στο σοφιστικό κλίμα, ο Ευριπίδης θέτει τα ερωτήματα, αμφισβητεί τις παραδοσιακές απαντήσεις, ξεσκεπάζει τις εσωτερικές αντιφάσεις τους, υποστηρίζει, με το προσωπείο των ηρώων του, εξίσου πειστικά πότε μιαν άποψη και πότε την αντίθετή της.

Αυτό ισχύει και για τις απόψεις του στο θέμα των θεών, όπου αμφιβάλλουμε αν είχαν δίκιο όσοι στα χρόνια του τον θεώρησαν άθεο. Είναι αλήθεια πως έγραψε πολλά αμφισβητώντας την ύπαρξή τους, και σε ορισμένες τραγωδίες του η θεά Τύχη συναγωνίζεται τις θεϊκές βουλήσεις· όμως στα έργα του συναντούμε και αντίθετες γνώμες, και οπωσδήποτε η τελευταία του τραγωδία, οι Βάκχες είναι ένα βαθύτατα θρησκευτικό δράμα όπου κυριαρχούν οι θεοτικές δυνάμεις, και η μόνη τραγωδία που μας σώθηκε με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον θεό Διόνυσο.

Η ιδεολογία του Ευριπίδη επηρεάστηκε, όπως ήταν φυσικό, από τα βιώματα του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο φιλειρηνισμός του είναι ολοφάνερος σε έργα όπως οι Τρωάδες και η Εκάβη, όπου η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία των νικημένων και η ύβρη των νικητών παρουσιάζονται ανάγλυφα, όπως τα έζησαν οι τρωαδίτισσες αιχμάλωτες μετά την άλωση. Παράλληλα, οι ηρωικές και πατριωτικές εξάρσεις είναι ορισμένες φορές τόσο υπερβολικές, ώστε να γεννούν υποψίες ότι στο βάθος ο Ευριπίδης ειρωνεύτηκε κάποιες ιδέες που σε καιρό πολέμου δε θα μπορούσε ανοιχτά να τις καταγγείλει.

Στον Ευριπίδη ανήκει το μόνο σατυρικό δράμα που μας σώθηκε ολόκληρο, ο Κύκλωπας, όπου ο Χορός των Σατύρων βρίσκεται παγιδευμένος, μαζί με τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, στη σπηλιά του Πολύφημου. Το έργο έχει κάποιες επιτυχημένες σκηνές, αλλά γενικά είναι μέτριο, και δεν απορούμε βλέποντας ότι σε ορισμένες τετραλογίες του ο ποιητής προτίμησε στη θέση του σατυρικού δράματος να παρουσιάσει μια τραγωδία με διάσπαρτα κωμικά στοιχεία και ευχάριστο τέλος, όπως η Ελένη και η Άλκηστη.

Η επιτυχία του Ευριπίδη στο κοινό πρέπει να ήταν μεγαλύτερη απ᾽ όσο φανερώνουν οι λιγοστές του νίκες στους αγώνες. Είναι αποκαλυπτική η πληροφορία ότι στον Πελοποννησιακό πόλεμο, μετά την αποτυχία της Σικελικής εκστρατείας, μερικοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι «σώθηκαν χάρη στον Ευριπίδη: άλλοι διηγόνταν ότι οι Σικελοί τούς ελευθέρωσαν, όταν τους μετάδωσαν όσα θυμόνταν από τα δράματά του, άλλοι ότι τους έδιναν τροφή και νερό, όταν τους τραγουδούσαν τα τραγούδια του» (Πλούταρχος, Νικίας 29.2).

Τον 5ο π.Χ. αιώνα έδρασαν στην Αθήνα πλήθος ακόμα τραγωδοδιδάσκαλοι, γνωστοί μόνο από τις καταγραφές των δραματικών αγώνων, από σκόρπιες πληροφορίες και λιγοστά αποσπάσματα. Σημαντικότεροι ανάμεσά τους, ο Αχαιός από την Ερέτρια, που διακρίθηκε για τα σατυρικά του δράματα, ο αθηναίος Αγάθων, που αποδέσμευσε τελείως τα εμβόλιμα χορικά τραγούδια από τις υποθέσεις των δραμάτων και πρώτος έγραψε τραγωδία με υπόθεση φανταστική, επινοημένη από τον ίδιο, και ο Ίων από τη Χίο, που εκτός από τραγωδίες και σατυρικά δράματα είχε γράψει κωμωδίες, λυρικά τραγούδια (παιάνες, ύμνους, εγκώμια, ελεγείες, επιγράμματα, σκόλια) και πεζά.
-----------------------
1. Τα διαλογικά μέρη μπορούσαν ακόμα να διακοπούν από ξεχωριστά τραγούδια: μονωδίες, διωδίες και κομμούς (θρήνους).

2. Ιδιαίτερα εξυπηρετικά για τον σκοπό αυτό ήταν βέβαια τα καλοστρωμένα αλώνια στις πλαγιές των λόφων.

3. Παρά την εννοιολογική συγγένεια, σωστό είναι να ξεχωρίζουμε το επίθετο σατυρικός (με ύψιλον), που σχετίζεται με τους Σατύρους, από το επίθετο σατιρικός (με γιώτα), που σχετίζεται με τη σάτιρα, δηλαδή με τον πειρακτικό, δηκτικό και όχι πάντα καλοπροαίρετο λόγο.

4. Η Προμήθεια γράφτηκε και παρουσιάστηκε πιθανότατα μετά την Ορέστεια· υπάρχουν όμως φιλόλογοι που αμφισβητούν όχι μόνο τη χρονολόγηση αλλά και την πατρότητα της τετραλογίας, υποστηρίζοντας ότι ανήκει σε κάποιον άλλον, τέταρτο μεγάλο τραγικό ποιητή του 5ου π.Χ. αιώνα.

5. «Δε γεννήθηκα να μοιράζομαι το μίσος αλλά την αγάπη.»

6. «Για να το πούμε απλά: ήταν ο χαρακτήρας του τόσο γεμάτος χάρες, ώστε όλοι και με κάθε τρόπο να τον αγαπούν» (Βίος).

7. Ο Σοφοκλής πέθανε πριν προλάβει να διδάξει τον Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ. Πέντε χρόνια αργότερα, το 401 π.Χ., τον παρουσίασε ο ομώνυμος εγγονός του, που και ο ίδιος ήταν δραματικός ποιητής.

8. Αυτή η σπηλιά, που οι ντόπιοι την έδειχναν ως τα ρωμαϊκά χρόνια ως αξιοθέατο, εντοπίστηκε πρόσφατα στον όρμο Περιστέρια και ερευνήθηκε από τους αρχαιολόγους. Ανάμεσα στα ευρήματα, ένας σκύφος (κούπα) των κλασικών χρόνων έχει χαραγμένο πάνω του το όνομα ΕΥΡΙΠ[ΙΔΗΣ].

9. Ανάμεσά τους μια τραγωδία με τον τίτλο Αρχέλαος, όπου ο Ευριπίδης επινοεί και δοξάζει έναν Αρχέλαο, απόγονο του Ηρακλή και ιδρυτή της πόλης των Αιγών (της Βεργίνας), πρώτης πρωτεύουσας του βασιλείου της Μακεδονίας.

10. Μηχανή ήταν ένα είδος γερανού που κρυμμένος πίσω από τη σκηνή έδινε τη δυνατότητα στους υποκριτές να εμφανίζονται μετέωροι, σαν να πετούνε.

11. Χαρακτηριστικό ότι πέντε σωζόμενες τραγωδίες του Ευριπίδη (π.χ. Ελένη 1688-91) κλείνουν με τους στίχους:

Έχουν πολλές μορφές τα θεοτικά·
πολλά κι ανέλπιστα οι θεοί τελειώνουν.
Όσα θα πρόσμενε κανείς δεν έγιναν·
κι εκείνα που δεν πρόσμενε κανείς
άνοιξαν δρόμο οι θεοί να γίνουν.

Το χαμόγελό σου, να είναι πιο φωτεινό από τα σκοτάδια των ανθρώπων

Να χαμογελάς, ακόμα και αν οι άλλοι σε σκοτεινιάζουν! Να χαμογελάς με όλο το φως της ψυχής σου! Είναι σκληρός ο κόσμος μάτια μου. Την ευαισθησία και την καλοσύνη δεν την αντέχει.
Δεν έχει μάθει να σηκώνει το κεφάλι και να κοιτάει τα άστρα. Του είπαν να κοιτάει στο βάλτο και εκείνος υπάκουσε. Και εσένα σε περνάνε για τρελό που αντιστάθηκες.

Τους μιλάς για αξίες και σε περνάνε για οπισθοδρομικό. Τους μιλάς για σχέσεις αληθινές και σε θεωρούν έναν ονειροπόλο – ρομαντικό που ξέμεινε από μία άλλη εποχή. Τους μιλάς για έρωτα σωμάτων και ψυχών και είναι σαν να μην έχουν ακούσει ποτέ ξανά αυτή την λέξη, που είναι τόσο τρυφερή! Τους μιλάς για πράξεις αγάπης και σου απαντούν για πράξεις εγωισμού.

Προσφέρεις, είσαι το κορόιδο τους. Βοηθάς και νοιάζεσαι, έχεις ενσυναίσθηση και ευγένεια, σε περνούν για κατώτερό τους. Διαπρέπεις και ξεχωρίζεις από εκείνους και προσπαθούν να σε θάψουν με όλες τους τις δυνάμεις. Γιατί δεν αντέχουν κάτι που εκείνοι δεν κατάφεραν.

Γι’ αυτό σου λέω, να χαμογελάς, ακόμα και αν οι άλλοι σε σκοτεινιάζουν. Να παίρνεις ανάσες ζωής, να φέρεις ανθρωπιά και να μην τους αφήσεις να σε αλλάξουν σε κάτι απρόσωπο, άκαρδο και απάνθρωπο. Και θα το δεις, θα αλλάξει ετούτος ο κόσμος. Απλά θέλει προσπάθεια και πίστη.

Εσύ όμως να χαμογελάς!

Σε κάθε προσβολή και προσπάθεια μείωσης του «είναι» σου, να χαμογελάς. Όπως σου είπα, είναι βαρύ φορτίο για τον κόσμο η καλοσύνη και η ευαισθησία. Δεν γίνεται να το φορέσουν – αντέξουν όλοι αυτό το ρούχο. Δεν σημαίνει όμως πως χρειάζεται να το πετάξεις από πάνω σου, επειδή κάποιους τους τυφλώνει το φως σου!

Εσύ, είσαι εσύ(!) και εκείνοι, είναι εκείνοι. Με τη μόνη διαφορά, πως εσύ δεν έχεις μάθει να πληγώνεις! Και αυτό είναι παράσημο ψυχής! Να χαμογελάς και να σε αγαπάς! Το αξίζεις! Ακόμα και αν οι άλλοι, θέλουν να σε κάνουν να πιστέψεις, πως δεν αξίζεις! Εσύ αξίζεις! Πολέμα την μαυρίλα και την κακία που σου προσφέρουν, με μπόλικη δόση από το φως που έχεις μέσα σου!

Ζήλεια κι έρωτας, συγκοινωνούντα δοχεία

Γίνεται άραγε να είσαι ερωτευμένος και να μην ζηλεύεις; Γίνεται να μην φοβάσαι μην χάσεις τον άνθρωπό σου; Γίνεται να μην σε τρομάζει η σκέψη πως μπορεί να φύγει από κοντά σου;

Μάλλον η ζήλια είναι αλληλένδετη με τον έρωτα, μάλλον αυτά τα συναισθήματα “πρέπει” να συνυπάρχουν για να κρατούν την φλόγα αναμμένη, μάλλον “χρειάζεται” να βασανίζουν ταυτόχρονα την καρδιά σου για να χτυπά στο κόκκινο, το χρώμα του έρωτα.

Πόσο εύκολα όμως η ζήλια, αυτό το κατά έναν τρόπο φυσιολογικό συναίσθημα, μπορεί να ξεπεράσει τα όρια και να γίνει αρρωστημένο; Πόσο εύκολα μπορούν να ξεπεραστούν οι κόκκινες γραμμές κι από “αλατοπίπερο” της σχέσης, να γίνει δηλητήριο;

Αν η ζήλια συναντηθεί με την ανασφάλεια, γίνεται εμμονή κι η εμμονή σαν μικρόβιο μολύνει ψυχές, μολύνει ανθρώπους, μολύνει σχέσεις. Σαν μικρόβιο πολλαπλασιάζεται και σιγά σιγά καταστρέφει κάθε τι όμορφο, κάθε τι σημαντικό. Αν η ζήλια συναντηθεί με την ανασφάλεια, σαν χημική ένωση δημιουργεί έκρηξη και καταστρέφει τα πάντα γύρω της. Κι εκεί που φοβάσαι μην χάσεις τον άνθρωπό σου, είσαι εσύ ο ίδιος που τον διώχνεις με την συμπεριφορά σου, είσαι εσύ ο ίδιος που τον σπρώχνεις μακριά.

Αν αγαπάς κάτι, άφησέ το ελεύθερο λένε κι ίσως εκεί ακριβώς να βρίσκεται το μυστικό μιας ουσιαστικής σχέσης που θ’ αντέξει στον χρόνο. Από ένα ερμητικά κλειδωμένο σπίτι, όλοι θέλουν να δραπετεύσουν. Φυλακή μοιάζει όσο όμορφα κι αν είναι στολισμένο. Ανοιχτά θα πρέπει να είναι τα παράθυρα, να ξέρει ο άλλος πως μπορεί να φύγει αν το θελήσει. Μα να είναι γεμάτο αγάπη για να μην το θελήσει, αυτό είναι το στοίχημα.

Μυθικά πρόσωπα που ενέπνευσαν συμπλέγματα περί σχέσεων

Ο έρωτας –με μικρό γιατί με κεφαλαίο είναι πάντα το αντικείμενο του πόθου μας- έχει απασχολήσει αρκετά την επιστήμη της ψυχολογίας. Οι επιστήμονες προσπαθούν να εντοπίσουν, να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν το γιατί ερωτευόμαστε, γιατί αντιδρούμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και γιατί οι ερωτικές σχέσεις είναι δύσκολες για κάποιους. Σ’ αυτήν την αναζήτηση, οι φίλοι μας οι ψυχολόγοι και ψυχαναλυτές, τιμώντας τη λαϊκή σοφία του «όποιος ψάχνει, βρίσκει», ανακάλυψαν αρκετά ευρήματα και σε κάποια απ’ αυτά έδωσαν ονομασίες εμπνευσμένες από τη μυθολογία κι άλλους φανταστικούς χαρακτήρες.

1. Οιδιπόδειο σύμπλεγμα

Το γνωστότερο ίσως σύμπλεγμα οφείλει την ονομασία του στον Φρόιντ. Είναι εμπνευσμένο από τον μύθο του Οιδίποδα ο οποίος εν αγνοία του θανάτωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του, Ιοκάστη. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, μέχρι την ηλικία των περίπου 5 ετών (γνωστή κι ως φαλλική φάση) όλοι νιώθουμε έλξη προς τον γονέα του αντίθετου φύλου. Αυτή η παρόρμηση υποχωρεί για να αναζωπυρωθεί περίπου στην εφηβεία και τελικά να ξεπεραστεί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, όταν το παιδί παραιτηθεί απ’ την ερωτική του επιθυμία προς τους γονείς.

Στην καθημερινότητά μας το «οιδιπόδειο» είναι μια συχνή «κατηγορία» απέναντι σε άντρες που αναζητούν σύντροφο στα πρότυπα της μητέρας τους κι όπως είναι λογικό, έχει καταλήξει να αποτελεί ένα είδος χλεύης, ωστόσο, υπάρχει και θετική πλευρά. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα αποτελεί κομβικό κι αναγκαίο σημείο στη ζωή του παιδιού καθώς το βοηθά να αντιληφθεί πώς οι επιθυμίες του δεν μπορούν να απαντώνται όλες, αλλά ούτε και να τις εκφράζει πάντα ανοιχτά. Επιπλέον, το παιδί μέσω του οιδιπόδειου κατορθώνει να έρθει σε επαφή με τη σεξουαλικότητά του, πράγμα απολύτως υγιές κι επιθυμητό.

Από φεμινιστική σκοπιά η Shulamith Firestone, συγγραφέας κι ακτιβίστρια, σημειώνει πως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι αποτέλεσμα της πατριαρχικής κοινωνίας καθώς μέσα σ’ αυτήν, η γυναίκα έχει έναν συγκεκριμένο ρόλο, να φροντίζει, ενώ ο άντρας να παρέχει, γεγονός που ωθεί τα παιδιά να συνδέονται με τη μητέρα και στη συνέχεια να ανταγωνίζονται τον πατέρα. Έχοντας αυτό κατά νου, εύκολα ξεπηδά η ερώτηση: «μήπως με τη απαλοιφή της πατριαρχίας καταφέρει το σύνδρομο να εκλείψει»

2. Σύμπλεγμα της Ηλέκτρας

Το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας φέρει αρκετές ομοιότητες με το οιδιπόδειο και εισήχθη ως θεωρία στην ψυχολογία από τον Carl Jung, ωστόσο σήμερα δεν είναι ευρέως αποδεκτό. Εμπνευσμένη από τον μύθο της Ηλέκτρας που δολοπλοκεί με τον αδερφό της ώστε να εκδικηθούν για τον θάνατο του πατέρα τους, αφαιρώντας τη ζωή της μητέρας τους και του εραστή της, το ομώνυμο σύμπλεγμα έρχεται να επεξηγήσει την κτητική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της κόρης και του πατέρα.

Εδώ η κόρη ανταγωνίζεται τη μητέρα και τη μιμείται με στόχο να κερδίσει την επιβεβαίωση και την αποδοχή του πατέρα. Αυτό περιγράφεται κι από τον Φρόιντ ως «φθόνος του φαλλού» -όρος που σήμερα θεωρείται σεξιστικός. Τόσο στο οιδιπόδειο όσο και στο σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, το άτομο που δεν έχει ξεπεράσει πλήρως ή επιτυχώς αυτό το στάδιο βρίσκεται να ερωτεύεται ως ενήλικο μια εκδοχή του γονέα του. Και κάπου εδώ, δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ έχω βγάλει λίστα και σημειώνω ομοιότητες και διαφορές του συντρόφου μου με τον πατέρα μου για να τα συζητήσω εκτενώς με τον ψυχολόγο μου.

3. Σύνδρομο της Μήδειας

Σύμφωνα με τον μύθο, η Μήδεια ερωτεύτηκε τον Ιάσονα και του προσέφερε την τέχνη της ώστε να μπορέσει να αποκτήσει το χρυσόμαλλο Δέρας. Μάλιστα, ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του που κατέληξε να θυσιάσει τον αδερφό της για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τον Αιήτη που τους καταδίωκε. Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως μετά απ’ όλα αυτά θα ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, ο Ιάσονας, αφού έχουν αποκτήσει και δυο παιδιά, την άφησε για να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα, Γλαύκη, κάτι που η Μήδεια δεν πήρε και τόσο καλά.

Επειδή τότε δεν υπήρχε Σουηδία για να παραδειγματιστούν να το λύσουν πολιτισμένα, η Μήδεια προσέφερε στη Γλαύκη ως δώρο γάμου έναν δηλητηριασμένο χιτώνα που την έκανε αυτό που λέμε σήμερα «φλαμπέ». Ήταν αυτό όμως αρκετό; Προφανώς όχι για τη Μήδεια. Αποσκοπώντας να πληγώσει κι άλλο τον Ιάσονα στράφηκε εναντίον των παιδιών τους, στερώντας τη ζωή τους.

Το σύνδρομο της Μήδειας λοιπόν πηγάζει από τον προδομένο έρωτα και είναι μια μετάθεση της επιθετικότητας και του μίσους από τον πρώην ερωτικό σύντροφο στα παιδιά μέσω διαρκούς σύγκρισης με τον έτερο γονέα. Μπορεί η Μήδεια να ήταν παιδοκτόνος, όμως τα άτομα που πάσχουν από το ταυτώνυμο σύνδρομο δεν είναι βέβαιο πως θα εγκληματήσουν. Συχνά οι φέροντες το σύνδρομο χρησιμοποιούν τα παιδιά ως όπλο εναντίον του άλλου γονέα και υιοθετούν μια μη υγιή συμπεριφορά στιγματίζοντας τα παιδιά τους.

4. Σύνδρομο του Κανδαύλη ή Κανδαυλισμός

Ο μύθος πίσω από το σύνδρομο του Κανδαύλη είναι κάπως kinky κι ελάχιστα διαδεδομένος. Ο βασιλιάς της Λυδίας, Κανδαύλης, όντας πολύ περήφανος για την όμορφη σύζυγό του, Νισία, μιλούσε παντού για τα κάλλη της και δεν έπαυε παρά μόνο όταν γινόταν αποδεκτό το πόσο ωραία ήταν. Το ίδιο λοιπόν έκανε και σε έναν πιστό ακόλουθό του τον Γύγη, ο οποίος όμως δε σχολίαζε από φόβο απ’ τη μία μη θεωρηθεί πως την ποθεί κι απ’ την άλλη για να μην την προσβάλλει.

Έτσι, ο Κανδαύλης κανόνισε να τη δει ο Γύγης γυμνή στα κρυφά ώστε να πειστεί για την απαράμιλλη ομορφιά της διαβεβαιώνοντάς τον πως δε θα υπάρχουν επιπτώσεις, όμως λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Long story short, η Νισία που κατάλαβε τι παίχτηκε έπεισε τον Γύγη πως αφού την ατίμασε βλέποντάς τη γυμνή θα πρέπει να σκοτώσει τον Κανδαύλη και να την παντρευτεί, όπως κι έγινε τελικά. Ο Κανδαυλισμός ή σύνδρομο του Κανδαύλη είναι η επίδειξη από τον σύντροφο, της αγαπημένης του, όταν εκείνη είναι γυμνή.

Βέβαια, μη νομίζετε πως αυτή η παθογένεια υπήρχε μόνο στην Ελληνική μυθολογία. Το όνομά τους σε συμπλέγματα έχουν δώσει επίσης φανταστικοί χαρακτήρες του Σαίξπηρ όπως ο Οθέλος όπου πρόκειται για σοβαρή ψυχοπαθολογική κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από ένδειξη χαμηλής αυτοπεποίθησης, ανικανότητας κι επιθυμίας για ερωτική και κοινωνική υπεροχή, αλλά και ο βασιλιάς Λήαρ που είχε εμμονή με την μικρότερη κόρη του και το σύνδρομο με το όνομά του περιγράφει την έλξη του πατέρα προς την κόρη. Στο κλαμπ των φανταστικών ηρώων που περιγράφουν συμπλέγματα όμως υπάρχουν κι άλλα φαινομενικά «αθώα» ονόματα όπως αυτό του Πίτερ-Παν, της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, της Σταχτοπούτας αλλά και του Σούπερμαν. Φοβάμαι κιόλας πως αν το ψάξουμε λίγο, ίσως να μην ξαναδούμε κανένα φανταστικό ήρωα με τον ίδιο τρόπο.

Τι θα πει ο κόσμος; Ο φόβος της κριτικής

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονος ποιος από τους δύο ήταν πιο κοντά στην αλήθειαΜία από τις πιο συχνές φράσεις που ακούμε όσο είμαστε παιδιά, αλλά και μεγαλώνοντας είναι “Μα τι θα πει ο κόσμος;“. Πολλοί ενήλικες κουβαλούν αυτή την φράση ως φορτίο, ως εμπόδιο στις αλλαγές τους, ακόμη και ως κριτήριο για τις επιλογές της ζωής τους.

Μήπως και εσύ ανήκεις σ’ αυτήν την κατηγορία; Μήπως κάθε φορά που θέλεις να κάνεις μία αλλαγή, μία μετάβαση, κάτι το διαφορετικό, σκέφτεσαι την γνώμη των άλλων, καταπιέζοντας την δική σου επιθυμία και στέλνοντας παράλληλα ένα τεράστιο “όχι” στον εαυτό σου;

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Η ανάγκη να ικανοποιούμε πρώτα τους άλλους και ύστερα τον εαυτό μας καθοδηγεί τις επιλογές μας, την ποιότητα των σχέσεων μας, ακόμα και την ίδια μας τη ζωή. Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον, κάτι που σημαίνει πως θέλει να ανήκει κάπου και πως έχει ενδιαφέρον για την γνώμη των άλλων. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που ζητάμε την γνώμη των σημαντικών άλλων, τόσο για να πάρουμε επιβεβαίωση όσο και για να διαμορφώσουμε μία τελική, δική μας γνώμη που θα κουμπώνει με το μέσα μας, που θα μας ταιριάζει.

Τι γίνεται όμως, όταν οι επιλογές μας έχουν ως στόχο να ικανοποιούν τους άλλους; Γιατί μας είναι τόσο σημαντικό να αποφύγουμε την αρνητική κριτική και να γίνουμε αρεστοί;

Ο φόβος της κριτικής καθώς και η έλλειψη αυτοεκτίμησης αποτελούν δύο από τις βασικές αιτίες μέσα μας που συντηρούν το “τι θα πει ο κόσμος”. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι μία έννοια εύθραυστη και ευμετάβλητη και αναπτύσσεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου. Σε αυτήν παίζουν σημαντικό ρόλο οι γονείς ή οι σημαντικοί άλλοι, που γίνονται ο καθρέφτης του ατόμου. Αν νιώθω πως αρέσω σε αυτούς, αν αισθάνομαι την πλήρη αποδοχή, τότε με αποδέχομαι και νιώθω εμπιστοσύνη ως προς τις επιλογές μου. Αν συμβεί όμως το αντίθετο, αν νιώθω πως δεν αξίζω, αν δεν παίρνω την αγάπη και την αποδοχή όπως την φανταζόμουν, απομακρύνομαι τόσο από την υψηλή αυτοεκτίμηση όσο και από τις πραγματικές μου επιθυμίες. Αυτό σημαίνει πως μπορώ ακόμα και να προδώσω τις προσωπικές μου αξίες, αρκεί “να μη πει τίποτα κακό ο κόσμος για εμένα”. Και όταν προδώσουμε τις προσωπικές μας αξίες, η ζωή μας πλέον δεν είναι στα χέρια μας και αισθανόμαστε πως έχουμε χάσει την “πυξίδα” μας.

ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΑΛΙ Η ΦΩΝΟΥΛΑ “ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ”, ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΕ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΜΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΜΕΝΗ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΣΥΝΗΘΙΖΑΜΕ ΝΑ ΑΚΟΥΜΕ ΙΣΩΣ ΑΠΟ ΜΙΚΡΗ ΗΛΙΚΙΑ.

Μία φωνή της μαμάς, του μπαμπά, της γιαγιάς, της δασκάλας. Όλες αυτές τις φωνές που στην ενήλικη ζωή φοβόμαστε να εγκαταλείψουμε, ακόμα και αν δεν λειτουργούν σε εμάς.

Τρόποι για να ξεπεράσεις τον φόβο κριτικής και να έρθεις πιο κοντά με τον εαυτό σου

1. Ξεχώρισε τι έχεις πραγματικά ανάγκη τη δεδομένη στιγμή και τι όχι. Ποιες είναι οι πραγματικές σου επιθυμίες, καθώς και ποιες αξίες δεν θέλεις να προδώσεις στη ζωή σου. Ποιες αξίες και ιδανικά δεν θα πρόδιδες ακόμα και για ένα αγαπημένο σου πρόσωπο;

2. Κάνε την διάκριση μέσα σου. Με ποιόν θέλεις να μοιράζεσαι, τι και γιατί; Δεν χρειάζεται οι άλλοι να ξέρουν τα πάντα για εμάς. Επέλεξε με προσοχή τα υποστηρικτικά σου δίκτυα.

3. Θυμήσου περιστατικά αρνητικής κριτικής που έχεις δεχθεί και “ξόρκισέ” τα. Το να θυμηθούμε περιστατικά που μας πλήγωσαν, περιστατικά όπου βιώσαμε την απόρριψη και την μη αποδοχή, μας κάνουν να τα δούμε με μία διαφορετική οπτική, με μία ματιά ενήλικη που μπορεί να αγκαλιάσει ζεστά τον πληγωμένο εαυτό μας.

4. Θέσε ρεαλιστικές προσδοκίες από εσένα και από τους άλλους. Μη περιμένεις από τους άλλους να κατανοούν και να αποδέχονται όλες σου τις κινήσεις. Μην έχεις απαιτήσεις από τον ίδιο σου τον εαυτό να τα κάνεις όλα σωστά.

5. Κράτησε κάποια κομμάτια αποκλειστικά για τον εαυτό σου. Είναι εκείνα που δεν θα μοιραστείς με κανέναν, όλα εκείνα που και εσύ κάποιες φορές τα απωθείς στο ασυνείδητο και απλά σε καθοδηγούν, χωρίς να τα ελέγχεις.

6. Εντόπισε τις φωνές των άλλων μέσα σου και αποφάσισε ποιες από αυτές θέλεις να κρατήσεις και ποιες να εγκαταλείψεις. Επέλεξε να κρατήσεις τις φωνές που ταιριάζουν με τα πιστεύω σου, όλες εκείνες τις θετικές φωνές που σε εξελίσσουν.

7. Άρχισε να μιλάς όμορφα τόσο για τον εαυτό σου όσο και για τις πράξεις σου. Αν θεωρείς πως αυτό είναι δύσκολο να γίνει πράξη, μπορεί να δοκιμάσεις για αρχή δύο απλούς τρόπους : – προσπάθησε να μιλάς κάθε μέρα για πέντε λεπτά μπροστά στον καθρέφτη και να εκφράζεις θετικά σχόλια, – Γράψε ένα γράμμα αγάπης προς τον εαυτό σου.

Εύχομαι να επιλέγεις καθημερινώς να κάνεις αυτό που πραγματικά θέλεις, εύχομαι να νιώθεις με αυτή σου την επιλογή ελεύθερος και ουσιαστικά ευτυχισμένος!

Κάποιοι άνθρωποι σου δείχνουν ακριβώς τι δεν θέλεις να είσαι

Στην Ζωή μας έχουμε φωτεινά παραδείγματα, αλλά έχουμε και κακά παραδείγματα, για να ερευνήσουμε και να επιλέξουμε τον προσωπικό μας Δρόμο.

Κάποιοι άνθρωποι σου δείχνουν ακριβώς τι δεν θέλεις να είσαι… Και ίσως αυτοί είναι οι καλύτεροι δάσκαλοι, πριν έρθουμε σε επαφή με τον εσωτερικό μας Εαυτό.

Τούτη η συμπεριφορά που, τάχα αθώα και προσβλητικά χωρίς πρόθεση, προκαλεί πόνο και απόγνωση στους άλλους, είναι μια καλή ευκαιρία να ανακαλύψουμε το δικό μας ασυνείδητο και τα δικά μας «δήθεν» και να αποθεραπευτούμε μεταξύ συνειδητής και ασυνείδητης πρόθεσης.

Σημασία έχει να ανακαλύψουμε με ποιόν τρόπο μας διδάσκουν οι άλλοι.

Υπάρχουν αυτοί που μας δείχνουν που μπορούμε να φτάσουμε και εκείνοι που μας δείχνουν τι είναι οι ίδιοι σε σχέση με αυτό που νομίζουν ότι είμαστε εμείς…

Και το κάνουν τάχα αθώα και τάχα χωρίς επίκριση, ενώ όλο τους το χέρι κουνιέται μπροστά μας, για να μας δείξουν το λάθος μας.

Και επειδή αυτό το δώρο της Ελεύθερης Βούλησης ακόμα και αν δεν το ξέρουμε, μας δίνει πάντα ευκαιρίες να επιλέγουμε, ας προσπαθήσουμε να μην πάρουμε τον εύκολο δρόμο του «μου τραβάς και σου τραβάω τα σχοινάκια»…

Ας αφήσουμε το σχοινάκι στον άλλον να το τραβάει μόνος του και να τσακώνεται όσο θέλει με τον εαυτούλη του. Έτσι κι αλλιώς με τον Εαυτό του είναι ήδη τσακωμένος!

Και επειδή πάντα υπάρχουν ευκαιρίες να αποκτήσουμε αυτοσυνείδηση, ας δούμε τι γίνεται μέσα μας, όταν αυτό που έγινα δεν το αντέχει η καρδιά μου και αυτό που θέλω να είμαι δεν το αντέχει ο νους μου, για να αντιληφθούμε ποιος τσακώνεται με ποιόν.

Έτσι αλλάζουν και οι επιλογές μας και οι προτεραιότητές μας

Φωτεινή την ημέρα να κάνουμε.

Οι ανήθικοι άνθρωποι κατά βάση είναι δυστυχισμένοι

Σε αντίθεση με τις περισσότερες θρησκείες και άλλα ηθικά συστήματα, η αριστοτελική ηθική είναι εκπληκτικά μη επικριτική απέναντι στους ανήθικους ανθρώπους, γιατί ο Αριστοτέλης βλέπει ότι κατά βάση είναι δυστυχισμένοι. Οι ανήθικοι άνθρωποι βιώνουν πάντα εσωτερική σύγκρουση. Κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί, αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι η επιδίωξη της ευχαρίστησης αυτής καθαυτήν δεν οδηγεί στην ευτυχία. Εσωτερικές συγκρούσεις βιώνουν και οι άνθρωποι που γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό, αλλά παρεμποδίζονται στην εφαρμογή του «από δειλία ή οκνηρία».

Ο Αριστοτέλης, ο οποίος στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του ζούσε πολύ κοντά στη δεσποτική οικογένεια του Μακεδόνα βασιλιά, του αδίστακτου Φιλίππου Β και των δολοπλόκων συζύγων, των παλλακίδων και των υπασπιστών που τον πλαισίωναν, παλεύοντας όλοι για μια θέση στην αυλή του, φαίνεται ότι είχε παρατηρήσει ενδελεχώς τη δυστυχία των ανήθικων ανθρώπων. Γνώριζε κατά συρροή εγκληματίες που απλώς αυτοκτονούσαν. Παρακολουθούσε κακούς ανθρώπους «που αναζητούν ανθρώπους τους οποίους μπορούν να συναναστραφούν και αποφεύγουν τη συντροφιά του εαυτού τους, επειδή όταν είναι μόνοι τους θυμούνται πολλά και φοβερά πράγματα του παρελθόντος και αναμένουν τα ίδια για το μέλλον, ενώ με τη συντροφιά άλλων ανθρώπων μπορούν να ξεχάσουν». Αυτοί οι δυστυχισμένοι διεφθαρμένοι άνθρωποι, που δεν αντέχουν να μείνουν μόνοι, με τον εαυτό τους, δεν μπορούν να βιώσουν απόλυτα «τις χαρές και τις λύπες τους, καθώς η ψυχή τους επαναστατεί». Νιώθουν λες και το σώμα τους είναι κομμένο στα δύο. Απολαμβάνουν να υπερηφανεύονται για τα κατορθώματά τους για λίγα λεπτά, αλλά «αμέσως μετά το μετανιώνουν και εύχονται να μην είχαν δοκιμάσει την ευχαρίστηση. Γιατί οι κακοί άνθρωποι πάντα αλλάζουν γνώμη». 

Ο Λέων Τολστόι, που είχε μελετήσει την αρχαιοελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία, μάλλον είχε διαβάσει Αριστοτέλη, όπως φαίνεται στην αρχή του έργου του Άννα Καρένινα (1877) από την παρατήρηση: “Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους· αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο.” Γιατί ο Αριστοτέλης είχε υποστηρίξει ότι το “καλό είναι απλό, ενώ το κακό έχει πολλές μορφές και επίσης ο καλός άνθρωπος είναι πάντα ίδιος και δεν αλλάζει χαρακτήρα, ενώ ο κακός και ο ανόητος είναι αρκετά διαφορετικοί το βράδυ από ό,τι ήταν το πρωί”. Δεν έχει γίνει ποτέ καλύτερη ανατομή της ποικιλόμορφης ψυχολογικής δυστυχίας που οι ανήθικοι προκαλούν στον εαυτό τους λόγω της ασυνέπειας στην ίδια τη συμπεριφορά τους.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ώστε να μπορούν οι άνθρωποι -που μέχρι τότε βυθισμένοι στην αμάθεια διαχειρίζονταν άσχημα και βίαια τις ζωές τους- να ζουν καλύτερα

Μια άποψη για την αρχαία φιλοσοφία, ενός διανοούμενου που γράφει από τη σκοπιά κάποιου που βρίσκεται έξω από τον χώρο της φιλοσοφίας – του Λουκιανού από τα Σαμόσατα. 

Ο σατιρικός αυτός συγγραφέας του 2ου αιώνα μ.Χ., στον διάλογό του Δραπέται, βάζει τη Φιλοσοφία να υπενθυμίζει στον πατέρα της Δία τον λόγο που την έστειλε στη Γη: ώστε να μπορούν οι άνθρωποι -που μέχρι τότε βυθισμένοι στην αμάθεια διαχειρίζονταν άσχημα και βίαια τις ζωές τους- να ζουν καλύτερα. Αρχικά, λέει, επισκέφθηκε την Ινδία, τους Βραχμάνες, κατόπιν την Αιθιοπία, την Αίγυπτο, τη Βαβυλώνα και τέλος τη Θράκη, τον άγριο Βορρά. Τελικά έφθασε στους Έλληνες, όπου πίστευε πως θα εκτελούσε με ευκολία την αποστολή της. Όπως αποδείχτηκε όμως, τα πράγματα ήταν δυσκολότερα από ό,τι περίμενε.

Ύστερα από ένα ενθαρρυντικό ξεκίνημα, εμφανίστηκαν οι Σοφιστές και ανακάτεψαν τη φιλοσοφία με τις σοφιστείες. Στη συνέχεια, οι Αθηναίοι εκτέλεσαν τον Σωκράτη! H Φιλοσοφία συνέχισε παραπονούμενη για την όχι και τόσο υπέροχη διαμονή της στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι άνθρωποι, λέει, την εκτιμούν αν και δεν την πολυκαταλαβαίνουν. και υπάρχουν γνήσιοι φιλόσοφοι που αγαπούν και αναζητούν την αλήθεια, κι έτσι το όλο εγχείρημά της αξίζει τον κόπο. Υπάρχουν όμως και ψευτοφιλόσοφοι, που στοχεύουν μόνο στα λεφτά και τη φήμη, κι αυτοί την καθιστούν ανυπόληπτη και την κάνουν έξω φρένων. Και τώρα χρειάζεται λίγη θεϊκή βοήθεια για να βελτιώσει την κατάσταση.

Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο η φιλοσοφία, καλώς ή κακώς, καθιερώθηκε ως ξεχωριστό γνωστικό πεδίο, με τις δικές του πρακτικές, τα δικά του κείμενα, τους δικούς του θεσμούς. Για τους λειτουργούς και για το ακροατήριό της είχε πολύ πιο επιτακτικό χαρακτήρα από ό,τι έχει για μας σήμερα. Η φιλοσοφία ήταν τότε για τον κόσμο μια φυσική προέκταση της συνηθισμένης καλής εκπαίδευσης, δεδομένης της σπουδαιότητας του καλώς ζήν και του σημαντικού ρόλου της φιλοσοφίας ως προς αυτό. Σε εμάς σήμερα -σε αντίθεση με τους αρχαίους— υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στην ιδέα ότι η φιλοσοφία μάς δίνει τη δυνατότητα να καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο και στην ιδέα ότι η φιλοσοφία είναι μια αυστηρή και διανοητικά απαιτητική ενασχόληση. O σημαντικός ρόλος στη ζωή τον οποίο κατείχε η φιλοσοφία στην αρχαιότητα έχει υποκατασταθεί από μια ποικιλία ενδιαφερόντων και επιδιώξεων· όμως η φιλοσοφία μετράει ακόμη, εξακολουθεί να έχει σημασία, και μπορούμε ακόμη με πολλούς τρόπους να συσχετίσουμε τα ενδιαφέροντά μας με εκείνα των αρχαίων και να διαπιστώσουμε πως η μελέτη τους οδηγεί με τον φυσικότερο τρόπο σε άμεση δέσμευση. Το παλιό πρόβλημα της Φιλοσοφίας παραμένει και, ελλείψει θεϊκής βοήθειας, θα πρέπει τη δουλειά να την κάνουμε εμείς και, για χάρη μας, να αναζητούμε την αλήθεια και να ξεσκεπάζουμε το ψεύδος.

HERMANN HESSE: Παντού τα ίδια! Παντού γύρευαν την “ελευθερία” και την “ευτυχία”, από φόβο και έλλειψη ευθύνης

Στεκόμουν σε μια γωνία του δρόμου κι άκουγα ν’ αντηχούν από τις ταβέρνες οι εύθυμες φωνές των νέων- είχαν κάτι το οργανωμένο και το ομαδικό. Παντού συντροφιές, παντού ενώσεις- προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη μοίρα και να βρουν καταφύγιο μέσα σε μιαν αγέλη!

Πίσω μου βάδιζαν δύο άντρες με αργό ρυθμό.

Άκουσα κάτι από τη συζήτηση. Ο ένας έλεγε:

“Δεν είναι το ίδιο πράγμα με τις συνάξεις των νέων στα χωριά των νέγρων; Όλα συμφωνούν, ακόμη και το τατουάζ. Κοιτάξτε λοιπόν, αυτή είναι η νέα Ευρώπη!”

Η φωνή χτυπούσε στα αυτιά μου μ’ έναν γνώριμο τόνο. Τους ακολούθησα και τους δύο στο στενό σοκάκι. Ο ένας ήταν Γιαπωνέζος, μικρόσωμος και κομψός- κάτω από το φως ενός φαναριού είδα το κίτρινο χαμογελαστό πρόσωπό του να αστράφτει.

Ο άλλος εξακολούθησε να μιλά.

“Και σε σας, στην Ιαπωνία, δεν είναι τα πράγματα καλύτερα. Οι άνθρωποι που δεν καταφεύγουν σε μιαν αγέλη, είναι σπάνιοι. Κι εδώ βρίσκονται μερικοί”.

Κάθε λέξη με διαπερνούσε μ’ ένα χαρούμενο και φοβισμένο σκίρτημα. Αναγνώρισα το συνομιλητή. Ήταν ο Ντέμιαν.

Στη νύχτα με το αεράκι και μέσα στα σκοτεινά σοκάκια τους ακολουθούσα, άκουγα τη συνομιλία τους και χαιρόμουν τη φωνή του Ντέμιαν. Είχε τον παλιό τόνο- την παλιά όμορφη σιγουριά και τη γαλήνη· είχε τη δύναμη να επιδρά πάνω μου. Όλα λοιπόν ήταν ωραία. Τον είχα ξαναβρεί.

Στο τέρμα ενός συνοικιακού δρόμου, ο Γιαπωνέζος τον χαιρέτησε και μπήκε σε μια πόρτα. Ο Ντέμιαν γύρισε πίσω- ήμουν ακίνητος στη μέση του δρόμου και τον περίμενα. Με καρδιοχτύπι τον είδα να με πλησιάζει, στητός και λυγερός· φορούσε καφέ πανωφόρι και είχε ένα λεπτό μπαστούνι περασμένο στο χέρι του. Προχωρούσε χωρίς ν’ αλλάξει βηματισμό- με πλησίασε, έβγαλε το καπέλο του, δείχνοντάς μου το παλιό φωτεινό του πρόσωπο με το αποφασιστικό στόμα και την ιδιότυπη αγιότητα στο μεγάλο μέτωπό του.

“Ντέμιαν!”, φώναξα.

Μου έδωσε το χέρι.

“Είσαι συ λοιπόν, Σίνκλερ; Σε περίμενα”.

Με πήρε από το μπράτσο και βαδίζαμε μαζί. Γαλήνη έβγαινε από μέσα του και με τύλιγε. Μιλήσαμε όπως πρώτα.

Μίλησε για το πνεύμα της Ευρώπης και για τα χαρακτηριστικά της εποχής μας. Παντού, είπε, επικρατεί το μαζικό πνεύμα της αγέλης· πουθενά ελευθερία και αγάπη. Όλες αυτές οι κοινότητες, από τους φοιτητικούς συλλόγους με τα εμβατήριά τους ως την οργάνωση των κρατών, είναι ομάδες που γίνονται από καταναγκασμό- πρόκειται για μια κοινότητα αγωνίας, φόβου, αμηχανίας. Μέσα στο εσωτερικό της βρίσκονται τα σπέρματα της φθοράς και της κατάρρευσης.

“Η κοινότητα” είπε ο Ντέμιαν, “είναι κάτι ωραίο. Αλλά αυτές οι κοινότητες, που κάθε τόσο ανθίζουν, είναι ψεύτικες. Μια νέα και αληθινή κοινότητα θα προέλθει από την αμοιβαία συνεννόηση των ατόμων, και μόνο αυτή θα ξαναπλάσει τον κόσμο. Αυτό που σήμερα περνά για κοινότητα, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά αγέλη. Οι άνθρωποι ενώνονται γιατί ο ένας νιώθει φόβο μπροστά στον άλλο. Τα αφεντικά για τον εαυτό τους, οι εργάτες το ίδιο, οι μορφωμένοι το ίδιο! Και γιατί φοβούνται; Έχει κανείς φόβο, αν δε συμφωνεί με τον εαυτό του. Φοβούνται λοιπόν, γιατί δεν έχουν γνωρίσει τον εαυτό τους. Συγκεντρώνονται όλοι μαζί, γιατί τους τρομάζει το άγνωστο που έχουν μέσα τους! Νιώθουν όλοι πως οι παλιοί νόμοι δεν ισχύουν πια- ζουν με τα παλιά ήθη, αλλά ούτε οι θρησκείες ούτε η ηθική μπορούν να τους χρησιμέψουν. Περισσότερο από εκατό χρόνια η Ευρώπη σπουδάζει και χτίζει εργοστάσια! Ξέρουν καλά πόσα γραμμάρια μπαρούτι χρειάζεται για να σκοτώσουν έναν άνθρωπο, αλλά δεν ξέρουν πώς να προσευχηθούν και πώς να περάσουν μια πραγματικά, ευχάριστη ώρα. Πήγαινε να δεις σε μια ταβέρνα πώς διασκεδάζουν οι φοιτητές. Ή σε μια συγκέντρωση πλουσίων, όπου διασκεδάζουν! Παντού απελπισία! Αγαπητέ Σίνκλερ, από όλ’ αυτά δεν μπορεί να βγει τίποτε το καθαρό. Οι άνθρωποι αυτοί, που ενώνονται μεταξύ τους από φόβο, είναι γεμάτοι άγχος και κακία, κανείς δεν εμπιστεύεται τον άλλο. Γαντζώνονται από ιδεώδη που δεν υφίστανται πια, και λιθοβολούν οποιονδήποτε επιχειρεί να προσφέρει ένα καινούριο ιδεώδες.

Χαρούμενος μέσα στην ψυχρή νύχτα γύριζα σπίτι. Εδώ κι εκεί στους δρόμους της πόλης περιφέρονταν φοιτητές μεθυσμένοι, τρικλίζοντας και κάνοντας θόρυβο. Πολλές φορές αισθάνθηκα την αντίθεση ανάμεσα στον κωμικό τρόπο της χαρούμενης ζωής τους και της δικής μου μοναξιάς. Συχνά ένιωθα στέρηση κι άλλοτε διάθεση ειρωνείας.

Αλλά ποτέ δεν ένιωσα, όπως σήμερα, με γαλήνη και απόλυτη σιγουριά, πόσο ξένος και αταίριαστος ήταν αυτός ο κόσμος για μένα. Θυμόμουν μερικούς υπαλλήλους της πατρίδας μου, ηλικιωμένους, αξιοσέβαστους κυρίους, που νοσταλγούσαν τα φοιτητικά τους χρόνια με τις ελευθερίες και τις ασωτείες, σα να ‘ταν ο παράδεισος της ευτυχίας, όπως ακριβώς ποιητές και ρομαντικοί υμνούν τα παιδικά τους χρόνια. Παντού τα ίδια! Παντού γύρευαν την “ελευθερία” και την “ευτυχία”, από φόβο και έλλειψη ευθύνης- γιατί θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το δρόμο που τους έδειχνε η ευθύνη τους. Μερικά χρόνια λοιπόν γλεντοκοπούν και ασωτεύουν κι έπειτα γίνονται σοβαροί, δημόσια πρόσωπα. Ναι, όλα ήταν σάπια, σάπια πέρα για πέρα, κι αυτές οι ανοησίες των φοιτητών χίλιες φορές χειρότερες από πολλές άλλες.

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, ΝΤΕΜΙΑΝ

ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ: Δεν πρέπει να λέμε πάντα τα πάντα, γιατί θα ήταν ανοησία· αυτό όμως που λέμε, πρέπει να είναι εκείνο που σκεφτόμαστε, διαφορετικά είναι κακία

Ακόμα και τα χαρίσματα που έχω και που δεν είναι αξιόμεμπτα, τα βρίσκω άχρηστα σε ετούτο τον αιώνα. Την ευπροσηγορία των τρόπων μου θα την ονόμαζε κανείς ανανδρία και αδυναμία· την πιστότητα και την ευσυνειδησία θα τις έβρισκε τραβηγμένες και δεισιδαίμονες· την ειλικρίνεια και την ανεξαρτησία οχληρές, απερίσκεπτες και ριψοκίνδυνες. Σε κάτι χρησιμεύει η κακοτυχία: καλό κάνει να γεννιέσαι σε έναν πολύ διεφθαρμένο αιώνα, γιατί – σε σύγκριση με άλλους καιρούς – θεωρείσαι ενάρετος δίχως να σου στοιχίζει ακριβά.

Αν στις μέρες μας ένας φίλος δεν αρνιέται ότι του εμπιστεύτηκες χρήματα, αν το παλιό σου πορτοφόλι σου επιστρέφει γεμάτο σκουριασμένα νομίσματα, θαύμα εμπιστοσύνης είναι κι άξιο στις δέλτους των Ετρούσκων να γραφεί, και του πρέπει θυσία στεφανοφόρας προβατίνας. (ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ)

Τίποτα δεν είναι τόσο δημοφιλές όσο η καλοσύνη. (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Με τέτοιο μέτρο σύγκρισης θα είχα βρει τον εαυτό μου σπουδαίο και σπάνιο, όπως τον βρίσκω πυγμαίο και κοινότατο σε σύγκριση με μερικούς περασμένους αιώνες, όπου ήταν σύνηθες (αν άλλα ισχυρότερα γνωρίσματα δεν συνέβαλαν), να βλέπεις έναν άνθρωπο συγκρατημένο στην εκδίκηση, αργό στην αδικοπραγία, ευλαβή στην τήρηση του λόγου του, ούτε διπρόσωπο ούτε ευεπηρέαστο ούτε ικανό να συμβιβάσει τις πεποιθήσεις του με τη θέληση άλλων και με τις περιστάσεις. Θα άφηνα μάλλον τα εκκρεμή ζητήματα να σπάσουν τα μούτρα τους, παρά να στρεβλώσω την αξιοπιστία μου προς εξυπηρέτησή τους. Όσο για ετούτη τη νεόφερτη αρετή της προσποίησης και της συγκάλυψης, που είναι αυτήν εδώ την ώρα σε τόσο μεγάλη εκτίμηση, τη μισώ θανάσιμα· και από όλα τα ελαττώματα, δεν βρίσκω κανένα άλλο που να μαρτυράει τόση ανανδρία και πνευματική χαμέρπεια. Είναι δειλό και δουλοπρεπές χαρακτηριστικό να μεταμφιέζεται κανείς και να κρύβεται κάτω από ένα προσωπείο και να μην τολμάει να εμφανιστεί όπως είναι. Με αυτό τον τρόπο οι σύγχρονοί μας εκπαιδεύονται στη δολιότητα: μαθημένοι να παράγουν ψεύτικους λόγους, δεν το θεωρούν θέμα συνείδησης αν παραβαίνουν το λόγο τους. Ένα ανώτερο μυαλό δεν πρέπει διόλου να διαψεύδει τις σκέψεις του: θέλει τα εσώτερα μέρη του να είναι ορατά. Εκεί, είτε κάθε τι είναι καλό είτε τουλάχιστον κάθε τι είναι ανθρώπινο.

Η αλήθεια είναι το πρώτο και βασικό μέρος της αρετής.

Πρέπει να την αγαπάει κανείς για αυτή την ίδια. Εκείνος που λέει την αλήθεια, επειδή είναι υποχρεωμένος από εξωτερικούς λόγους και επειδή τον εξυπηρετεί, και που δεν φοβάται διόλου να πει ένα ψέμα, όταν αυτό δεν έχει σημασία για κανέναν, δεν είναι επαρκώς φιλαλήθης. Από την ίδια της τη φύση, η ψυχή μου αποφεύγει το ψέμα και μισεί ακόμα και να το σκέφτεται.

Νιώθω μια εσωτερική ντροπή και μια αιχμηρή τύψη, αν καμιά φορά [το ψέμα] μου ξεφεύγει – όπως καμιά φορά μου ξεφεύγει – όταν οι περιστάσεις με αιφνιδιάζουν και με ταράζουν απρομελέτητα.

Δεν πρέπει να λέμε πάντα τα πάντα, γιατί θα ήταν ανοησία· αυτό όμως που λέμε, πρέπει να είναι εκείνο που σκεφτόμαστε, διαφορετικά είναι κακία. Δεν ξέρω τι πλεονέκτημα περιμένουν [οι ηγεμόνες] από τη συνεχή προσποίηση και παραποίηση, εκτός αν είναι να μη γίνονται πιστευτοί, ακόμα και όταν λένε την αλήθεια.

Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να πλανέψει τους ανθρώπους μια ή δύο φορές· να ομολογεί όμως κανείς ότι κρύβεται και να καυχιέται, όπως έκαμαν ορισμένοι ηγεμόνες μας, ότι “θα έριχναν το πουκάμισό τους στη φωτιά, αν ο κόσμος ήταν κοινωνός των αληθινών τους προθέσεων” (το οποίο είναι ρήση ενός αρχαίου, του Μέτελλου του Μακεδονικού) και ότι “όποιος δεν ξέρει να υποκρίνεται, δεν ξέρει να βασιλεύει” (ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΙΑ’), αποτελεί προειδοποίηση προς εκείνους που έχουν να κάμουν μαζί τους ότι όλα όσα λένε δεν είναι άλλο από κοροϊδία και ψέμα.

Όσο πιο πανούργος και πολύπειρος, τόσο πιο μισητός και ύποπτος είναι κανείς, όταν χάσει τη φήμη της τιμιότητας (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Θα ήταν μεγάλη αφέλεια, αν αφηνόταν κανείς να τον αποκοιμίσουν η όψη ή τα λόγια εκείνου που έχει την πρόθεση να είναι πάντα διαφορετικός εξωτερικά από ό,τι είναι μέσα του, όπως έκανε ο Τιβέριος.

Εκείνοι οι συγγραφείς της εποχής μας, που όταν όρισαν τις υποχρεώσεις ενός ηγεμόνα, (αναφορά στον Ν. ΜΑΚΙΑΒΕΛΛΙ), έλαβαν υπόψη τους μόνο τι είναι καλό για τις υποθέσεις του κράτους και το έθεσαν πριν από την πιστότητα και τη συνείδησή του, θα είχαν κάτι να πουν σε έναν ηγεμόνα, που η τύχη θα του είχε τακτοποιήσει σε τέτοιο βαθμό τις υποθέσεις, ώστε θα μπορούσε να τις ορίσει μια για πάντα με μια μόνη παράλειψη και παράβαση του λόγου του. Όμως, το πράγμα δεν πάει έτσι.

Οι ηγεμόνες σκοντάφτουν συχνά σε παζαρέματα που δεν διαφέρουν το ένα από το άλλο: κάνουν ειρήνη περισσότερο από μία φορά, κάνουν περισσότερες από μία συνθήκες στη διάρκεια της ζωής τους.

Το κέρδος τούς προτρέπει, όταν για πρώτη φορά εμφανίζονται δόλιοι. Και πάντα σχεδόν εμφανίζεται κάποιο κέρδος, όπως συμβαίνει με όλες τις ανομίες (ανοσιουργήματα, φονικά, στάσεις, προδοσίες γίνονται για κάποιου είδους όφελος).

Αυτό το πρώτο κέρδος όμως κουβαλάει πίσω του αμέτρητες απώλειες, ρίχνοντας αυτό τον ηγεμόνα, εξαιτίας της πρώτης αθέτησης εμπιστοσύνης, έξω από κάθε διαπραγμάτευση και κάθε τρόπο συμφωνίας.

ΜΙΣΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝΤΑΙΝΙ, ΔΟΚΙΜΙΑ

ΒΙΛΧΕΜ ΡΑΪΧ: Γιατί πάντα έπαιρνες, πάντα κατάπινες αμάσητο ό,τι σου έφερνε κάποιος άλλος σερβιρισμένο στο πιάτο

Αυτός είσαι, Ανθρωπάκο. Είσαι καλός για να καταβροχθίζεις και να καταπίνεις, αλλά δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Γι’ αυτό είσαι αυτό που είσαι, χαραμίζοντας τη ζωή σου σε κάποιο βαρετό γραφείο, ή σε κάποιο σχεδιαστήριο, ή στα δεσμά του γάμου, ή σαν δάσκαλος που μισεί τα παιδιά. Δεν έχεις καμία εξέλιξη και καμία δυνατότητα για καινούριες σκέψεις, γιατί πάντα έπαιρνες, πάντα κατάπινες αμάσητο ό,τι σου έφερνε κάποιος άλλος σερβιρισμένο στο πιάτο.

Δεν καταλαβαίνεις γιατί τα πράγματα είναι έτσι, γιατί δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά; Θα σου πω, Ανθρωπάκο, γιατί σε έχω μάθει, όπως ένα πεισματάρικο ζώο, όταν ήρθες σ’ εμένα με το εσωτερικό σου κενό, ή τη σεξουαλική σου ανικανότητα, ή την ψυχική σου διαταραχή. Μπορείς μόνο να καταπίνεις αμάσητα και να παίρνεις, και δεν μπορείς να δημιουργήσεις ή να δώσεις, διότι η βασική σου σωματική στάση είναι η δειλία και η κακεντρέχεια- γιατί, όταν το αρχέγονο συναίσθημα της αγάπης και της προσφοράς αρχίζει να αναδύεται μέσα σου, σε καταλαμβάνει πανικός. Γι’ αυτό φοβάσαι να δώσεις. 

Το γεγονός ότι παίρνεις έχει βασικά ένα νόημα: Εξαναγκάζεσαι να καταβροχθίζεις συνεχώς χρήματα, ευτυχία, γνώση διότι αισθάνεσαι τον εαυτό σου κενό, πεινασμένο, δυστυχισμένο, χωρίς αυθεντικές γνώσεις ή όρεξη για γνώση. Για τον ίδιο λόγο αποφεύγεις συστηματικά την αλήθεια, Ανθρωπάκο: γιατί φοβάσαι να απελευθερώσεις το αντανακλαστικό της αγάπης που κρύβεται μέσα σου; Θα σου αποδείκνυε ξεκάθαρα αυτό που προσπαθώ ανεπαρκώς να σου αποδείξω εδώ. Πράγμα που δεν θες, Ανθρωπάκο.

Θες να αντικρίζεις την αλήθεια μέσα από έναν καθρέφτη, όπου δεν μπορείς να την αγγίξεις.

ΒΙΛΧΕΜ ΡΑΪΧ, Άκου, Ανθρωπάκο!

Συνήθως ο μεγαλομανής είναι προϊόν κάποιας μεγάλης ταπείνωσης

Ο μεγαλομανής διαφέρει από το Νάρκισσο στο ότι η επιθυμία του είναι μάλλον να εξουσιάζει, παρά να γοητεύει, να τον φοβούνται παρά να τον αγαπούν. Στον τύπο αυτό ανήκουν πολλοί παράφρονες και οι περισσότεροι από τους μεγάλους άνδρες της Ιστορίας. Η θέληση της δύναμης, όπως και η ματαιοδοξία, είναι ένα στοιχείο που κατέχει σημαντική θέση στη φύση του ανθρώπου και πρέπει να το αντικρίζουμε σαν τέτοιο. Γίνεται βλαβερό και ολέθριο όταν ξεπερνάει τα λογικά όρια ή συνδεθεί με μια λαθεμένη αίσθηση της πραγματικότητας. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο άνθρωπος είναι δυστυχισμένος ή γελοίος, αν δεν είναι και τα δυο μαζί. Ο ψυχοπαθής που πιστεύει ότι είναι αυτοκράτορας ή βασιλιάς, είναι με κάποια έννοια ευτυχισμένος. Αλλά η ευτυχία του δεν είναι από κείνες που θα μπορούσε κανείς να ζηλέψει. Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν άνηκε ψυχολογικά στον ίδιο τύπο με τους ψυχοπαθείς, μόλο που κατείχε το ταλέντο να πραγματοποιήσει το όνειρο του ψυχοπαθούς. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του, που ο ορίζοντας τους όλο και πλάταινε στο βαθμό που τις πραγματοποιούσε. Όταν είδε πως είχε γίνει ο μεγαλύτερος καταχτητής της Ιστορίας, θέλησε να γίνει Θεός. Ήταν ευτυχισμένος;

Τα μεθύσια του, οι εκρήξεις του θυμού του, η αδιαφορία του απέναντι στις γυναίκες μας κάνουν να πιστέψουμε το αντίθετο. Δεν υπάρχει ολοκληρωτική ικανοποίηση όταν καλλιεργούμε ένα στοιχείο της ανθρώπινης φύσης σε βάρος όλων των άλλων, και δεν υπάρχει ολοκληρωτική ικανοποίηση όταν αντικρίζουμε τον κόσμο σαν μια πρώτη ύλη για τη δόξα του εγώ μας.

Συνήθως ο μεγαλομανής, είτε είναι ανώμαλος, είτε κατ’ όνομα ομαλός, είναι προϊόν κάποιας μεγάλης ταπείνωσης. Ο Ναπολέων, στα μαθητικά του χρόνια υπέφερε από σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους συμμαθητές του, που ήταν πλούσιοι αριστοκράτες, ενώ εκείνος ήταν ένα φτωχόπαιδο που σπούδαζε με υποτροφία. Όταν επέτρεψε στους εμιγκρέδες να επαναπατριστούν είχε την ικανοποίηση να δει τους πρώην συμμαθητές του να υποκλίνονται μπροστά του. Τι ευτυχία! Ωστόσο, αυτό τον οδήγησε στην επιθυμία να χαρεί μια ανάλογη ικανοποίηση σε βάρος και αυτού του τσάρου και η κατάληξη ήταν το νησί της Αγίας Ελένης. Αφού κανένας άνθρωπος δεν ήταν παντοδύναμος, μια ζωή κυριαρχούμενη από τη δίψα της εξουσίας δεν μπορεί παρά να συναντήσει εμπόδια, αργά ή γρήγορα, που δε θα είναι σε θέση να τα υπερπηδήσει. Μόνο ένα είδος ψυχοπάθειας μπορεί να εμποδίσει τη συνείδηση να το καταλάβει αυτό. Αλλά και πάλι όταν ο μεγαλομανής είναι αρκετά ισχυρός δε θα διστάσει να στείλει στη φυλακή ή στο εκτελεστικό απόσπασμα εκείνους που θα τολμήσουν να του πουν την απλή αυτή αλήθεια. Οι καταπιέσεις στην πολιτική και στην ψυχαναλυτική έννοια, βαδίζουν έτσι πλάι-πλάι. Και όταν υπάρχει μια ψυχαναλυτική καταπίεση, με τη μία ή την άλλη μορφή, αληθινή ευτυχία είναι αδύνατο να υπάρχει. Η θέληση της δύναμης, όταν περιορίζεται σε λογικά όρια, μπορεί να συντελέσει πολύ στην ευτυχία ενός ανθρώπου. Αλλά όταν γίνει ο μοναδικός σκοπός της ζωής, οδηγεί στην ηθική, αν όχι στην υλική, καταστροφή.

Νιώθουμε κουρασμένοι

Όπως η καινούρια βία είναι «χωρίς αντικείμενο», έτσι και αυτή η κούραση είναι «χωρίς αιτία». Δεν έχει καμία σχέση με την μυϊκή και ενεργειακή κούραση. Δεν προέρχεται από σωματικό ξόδεμα. Μιλούνε βέβαια αυθόρμητα για «νευρικό ξόδεμα», για «κατάθλιψη» και για ψυχοσωματική μεταστροφή. Αυτού του τύπου η εξήγηση αποτελεί τώρα μέρος της μαζικής κουλτούρας: υπάρχει σε όλες τις εφημερίδες (και σε όλα τα συνέδρια). Ο καθένας μπορεί να οχυρωθεί πίσω της σαν πίσω από μια καινούρια προδηλότητα, με την κατηφή χαρά ότι τον πρόδωσαν τα νεύρα του. Βέβαια, αυτή η κούραση σημαίνει τουλάχιστον ένα πράγμα (ίδια λειτουργία αποκαλυπτική όπως η βία και η μη βία): ότι αυτή η κοινωνία που προβάλλεται και βλέπει τον εαυτό της πάντα σε συνεχή πρόοδο προς την κατάργηση της προσπάθειας, τη λύση των εντάσεων, προς μεγαλύτερη ευκολία και αυτοματισμό, είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνία του stress, της έντασης, του doping, στην οποία ο συνολικός ισολογισμός ικανοποίησης δίνει ένα ολοένα μεγαλύτερο έλλειμμα, στην οποία η ατομική και συλλογική ισορροπία καταστρέφεται ολοένα περισσότερο όσο πολλαπλασιάζονται οι τεχνικές προϋποθέσεις της πραγματοποίησής της.

Οι ήρωες της κατανάλωσης είναι κουρασμένοι. Μπορούμε να προβάλλουμε διάφορες ερμηνείες στο ψυχο-κοινωνιολογικό επίπεδο. Αντί να εξισώνει τις ευκαιρίες και να ειρηνεύει τον κοινωνικό (οικονομικό, κύρους) ανταγωνισμό, η καταναλωτική διαδικασία κάνει πιο βίαιο, πιο οξύ τον ανταγωνισμό σε όλες του τις μορφές. Με την κατανάλωση, είμαστε επιτέλους μόνο μέσα σε μια κοινωνία γενικευμένου, ολοκληρωτικού ανταγωνισμού, που παίζει σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, γνώση, πόθο, σώμα, σημεία και ενορμήσεις, και όλα τα πράγματα στο εξής παράγονται ως ανταλλακτική αξία σε μιαν ακατάπαυστη διαδικασία διαφοροποίησης και υπερ-διαφοροποίησης.

Μαζί με τον Chobart de Lawe, μπορούμε να δεχτούμε και ότι, αντί να συνταιριάζει, όπως προσποιείται πως κάνει, «τις βλέψεις, τις ανάγκες και τις ικανοποιήσεις», η κοινωνία αυτή δημιουργεί ολοένα μεγαλύτερες διαστρεβλώσεις, στα άτομα καθώς και στις κοινωνικές κατηγορίες, που διαφωνούν με την επιταγή του ανταγωνισμού και της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, και συγχρόνως με την στο εξής σφόδρα εσωτερικευμένη επιταγή να μεγιστοποιήσουν τις απολαύσεις.

Με τόσους αντίθετους καταναγκασμούς, το άτομο διαλύεται. Η κοινωνική διαστρέβλωση των ανισοτήτων προστίθεται στην εσωτερική διαστρέβλωση ανάμεσα σε ανάγκες και βλέψεις, για να κάνει αυτήν την κοινωνία μια κοινωνία ολοένα περισσότερο ασυμφιλίωτη, αποσυντεθειμένη, σε κατάσταση «δυσφορίας». Η κούραση (ή «ασθένεια») θα ερμηνευτεί τότε σαν απάντηση, με μορφή παθητικής άρνησης, του σύγχρονου ανθρώπου σ’ αυτές τις συνθήκες ύπαρξης. Αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι αυτή η «παθητική άρνηση» είναι στην πραγματικότητα λανθάνουσα βία, και ως τέτοια, είναι μια μόνον από τις εφικτές απαντήσεις, που οι άλλες μορφές της είναι της ανοιχτής βίας. Και εδώ πάλι, πρέπει να ανασυστήσουμε την αρχή της αμφισημαντότητας. Κούραση, κατάθλιψη, νεύρωση μπορούν πάντα να μετατραπούν σε ανοιχτή βία, και αντιστρόφως. Η κούραση του πολίτη της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας δεν απέχει πολύ από την καλυμμένη απεργία, το φρενάρισμα, το «slowing down» των εργατών στα εργοστάσια, ούτε από την «ανία» του σχολείου. Όλα αυτά είναι μορφές παθητικής αντίστασης, «εσωστρεφούς» με την έννοια που μιλούμε για «εσωστρεφές νύχι», που αναπτύσσεται μέσα στην σάρκα, προς το εσωτερικό.

Πράγματι, θα πρέπει να αντιστρέψουμε όλους τους όρους της αυθόρμητης όρασης: η κούραση δεν είναι η παθητικότητα ως αντίθεση στην εξωτερική κοινωνική υπερκινητικότητα· είναι, απεναντίας, η μοναδική μορφή δραστηριότητας που μπορεί να εναντιωθεί, σε ορισμένες συνθήκες, στον καταναγκασμό της γενικής παθητικότητας που είναι ο καταναγκασμός των παρουσών κοινωνικών σχέσεων. Ο κουρασμένος μαθητής είναι εκείνος που υφίσταται παθητικά τον λόγο του καθηγητή. Ο κουρασμένος εργάτης, ο κουρασμένος γραφειοκράτης είναι εκείνοι που από τη δουλειά τους έχει αφαιρεθεί κάθε υπευθυνότητα. Η πολιτική «αδιαφορία», αυτή η κατατονία του σύγχρονου πολίτη, είναι η αδιαφορία του ανθρώπου που δεν λαμβάνει καμία απόφαση και διατηρεί μόνο την κοροϊδία του καθολικού δικαιώματος ψήφου. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό συμβαίνει σήμερα με την σωματική και ψυχική μονοτονία της δουλειάς στον ιμάντα μεταφοράς και στο γραφείο, με την μυϊκή, αγγειακή, φυσιολογική καταληψία των επιβεβλημένων όρθιων ή καθιστών στάσεων, των στερεότυπων κινήσεων, όλης της χρόνιας αδράνειας και υποαπασχόλησης του σώματος στις κοινωνίες μας. Αλλά δεν είναι αυτό η ουσία, γι’ αυτό και ποτέ δεν θα γιατρέψουν την «παθολογική» κούραση με την άθληση και την μυϊκή άσκηση, όπως λένε οι απλοϊκοί ειδήμονες (ούτε με τα ηρεμιστικά ή τα διεγερτικά). Γιατί η κούραση είναι μια καλυμμένη αμφισβήτηση, που στρέφεται εναντίον του εαυτού της και «εσωστρέφεται» στο σώμα της επειδή, σε ορισμένες συνθήκες, είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κάνει το στερημένο άτομο. Όπως οι Μαύροι που εξεγείρονται στις πόλεις της Αμερικής ξεκινούν καίγοντας τις δικές τους συνοικίες. Η αληθινή παθητικότητα υπάρχει στη χαρούμενη συμμόρφωση στο σύστημα, στο «δυναμικό» στέλεχος, με το ζωηρό μάτι και τους φαρδιούς ώμους, που είναι τέλεια προσαρμοσμένο στην συνεχή του δραστηριότητα. Η κούραση είναι μια δραστηριότητα, μια λανθάνουσα, ενδημική, χωρίς αυτοσυνειδησία εξέγερση. Έτσι διασαφηνίζεται η λειτουργία της: το «slowing down» σε όλες του τις μορφές είναι (όπως η νεύρωση) η μοναδική διέξοδος για ν’ αποφύγουμε την πλήρη και γνήσια «break down». Και επειδή ακριβώς είναι μια (λανθάνουσα) δραστηριότητα μπορεί ξαφνικά να μετατραπεί σε ανοιχτή εξέγερση, όπως έδειξαν παντού τα γεγονότα του Μάη [του 1968]. Η αυθόρμητη, ολική μόλυνση, η «έκρηξη» του κινήματος του Μάη γίνεται κατανοητή μόνο με την ακόλουθη υπόθεση: αυτό που εκλαμβάναμε για ατονία, για απόλυτη αδράνεια, για γενικευμένη παθητικότητα ήταν στην πραγματικότητα ένα δυναμικό δυνάμεων ενεργώνως και μες στην παραίτησή τους, στην κούρασή τους, στην αμπωτίδα τους και άρα αμέσως διαθέσιμων δυνάμεων. Δεν έγινε θαύμα. Και η αμπωτίδα από τον Μάη και μετά δεν είναι, ούτε αυτή, μια ανεξήγητη «αντιστροφή» της διαδικασίας, είναι η μεταστροφή μιας μορφής ανοιχτής εξέγερσης σ’ έναν τρόπο λανθάνουσας αμφισβήτησης (και άλλωστε ο όρος «αμφισβήτηση» θα ίσχυε αυστηρά μόνο για τούτη την τελευταία μορφή: ορίζει τις πολλαπλές μορφές άρνησης που στιγμιαία διακόπτονται από μια πρακτική ριζικής αλλαγής).

Οπότε, για να συλλάβουμε το νόημα της κούρασης πρέπει, πέρα από τις ψυχο-κοινωνιολογικές ερμηνείες, να την ξανατοποθετήσουμε μέσα στη γενική δομή των καταθλιπτικών καταστάσεων. Αϋπνίες, ημικρανίες, κεφαλαλγίες, παθολογική βουλιμία ή ανορεξία, ατονία ή καταναγκαστική υπερδραστηριότητα: τυπικά διαφορετικά ή αντίθετα, τα συμπτώματα αυτά μπορούν στην πραγματικότητα να εναλλαγούν, να αντικαταστήσουν τα μεν τα δε –καθώς η σωματική «μεταστροφή» συνοδεύεται πάντα, και φτάνει μάλιστα να ορίζεται από την δυνητική «μετατρεψιμότητα» όλων των συμπτωμάτων. Ε λοιπόν –κι αυτό ακριβώς είναι το κεφαλαιώδες– αυτή η λογική της κατάθλιψης (δηλαδή, το ότι τα συμπτώματα «περιφέρονται», καθώς πια δεν συνδέονται με οργανικές βλάβες ή με πραγματικές δυσλειτουργίες) απηχεί τη λογική της κατανάλωσης (δηλαδή, το ότι, καθώς πια δεν συνδέονται με την αντικειμενική λειτουργία των αντικειμένων, ανάγκες και ικανοποιήσεις διαδέχονται άλληλες, παραπέμπουν οι μεν στις δε, αντικαθιστούν οι μεν τις δε σε συνάρτηση με μια θεμελιώδη ανικανοποίηση). Ο ίδιος ασύλληπτος, απεριόριστος χαρακτήρας, η ίδια συστηματική μετατρεψιμότητα διέπει την πλημμυρίδα των αναγκών και την «ρευστότητα» των συμπτωμάτων κατάθλιψης. Θα επανέλθουμε εδώ στην αρχή της αμφισημαντότητας, για να συνοψίσουμε την ολική, δομική εμπλοκή του συστήματος της κατανάλωσης και του συστήματος της σωματοποίησης (που μόνο μια πτυχή του αποτελεί η κούραση). Όλες οι διαδικασίες των κοινωνιών μας πηγαίνουν προς την κατεύθυνση μιας αποδόμησης, μιας διάλυσης της αμφισημαντότητας του πόθου. Καθώς ολοκληρώνεται στην ηδονή και στη συμβολική λειτουργία, η αμφισημαντότητα αυτή ξεφορτώνεται, αλλά με την ίδια λογική στις δυο έννοιες: όλη η θετικότητα του πόθου περνά μέσα στην αλυσίδα των αναγκών και των ικανοποιήσεων, όπου μεταβάλλεται σύμφωνα με έναν κατευθυνόμενο στόχο –όλη η αρνητικότητα του πόθου περνά στην ανεξέλεγκτη σωματοποίηση ή στην acting out της βίας. Έτσι φωτίζεται η βαθιά ενότητα όλης της διαδικασίας: καμία άλλη υπόθεση δεν μπορεί να εξηγήσει την πολλαπλότητα ξεκάρφωτων φαινομένων (αφθονία, βία, ευφορία, κατάθλιψη) που χαρακτηρίζουν όλα μαζί την «καταναλωτική κοινωνία» και που τα νιώθουμε πως όλα αναγκαστικά συνδέονται, αλλά που η λογική τους μένει ανεξήγητη στην οπτική μιας κλασικής ανθρωπολογίας.

Θα έπρεπε –αλλά δεν είναι εδώ το κατάλληλο μέρος– να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο την ανάλυση:

1.Της κατανάλωσης ως συνολικής διαδικασίας «μετατροπής», δηλαδή «συμβολικής» μεταβίβασης μιας έλλειψης σε μιαν ολόκληρη αλυσίδα σημαινόντων/αντικειμένων, που επενδύονται διαδοχικά ως επιμέρους αντικείμενα.

2.Να γενικεύσουμε τη θεωρία του επιμέρους αντικειμένου στις διαδικασίες σωματοποίησης –κι εδώ συμβολική μετατόπιση και επένδυση– πάνω στη βάση μιας θεωρίας του σώματος και της θέσης που αυτό κατέχει ως αντικείμενο στο σύστημα της νεοτερικότητας. Έχουμε δει ότι αυτή η θεωρία του σώματος είναι ουσιώδης για τη θεωρία της κατανάλωσης –αφού το σώμα είναι μια συνόψιση όλων αυτών των αμφισήμαντων διαδικασιών: επενδύεται ναρκισσιστικά ως αντικείμενο εξερωτισμένης μέριμνας και συγχρόνως επενδύεται «σωματικά» ως αντικείμενο ανησυχίας και επιθετικότητας.

«Είναι εντελώς κλασικό, σχολιάζει ένας ψυχο-σωματολόγος: βρίσκετε καταφύγιο στην κεφαλαλγία σας. Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο: λόγου χάρη μια κολίτιδα, αϋπνίες, διάφορα εξανθήματα ή εκζέματα, σεξουαλικές διαταραχές, βουλιμία, διαταραχές αναπνευστικές, πεπτικές, καρδιοαγγειακές…ή απλούστατα και το πιο συχνό: μια ακαταμάχητη κούραση».

Η κατάθλιψη ξεπροβάλλει, και έχει σημασία αυτό, εκεί που παύουν οι εργασιακοί καταναγκασμοί και αρχίζει (θα έπρεπε να αρχίζει) ο χρόνος της ικανοποίησης (ημικρανίες των γενικών διευθυντών από την Παρασκευή το βράδυ μέχρι τη Δευτέρα το πρωί, αυτοκτονίες ή γρήγορος θάνατος «συνταξιούχων» κτλ.). Είναι διαβόητο και ότι ο «χρόνος της σχόλης» βλέπει να αναπτύσσεται, πίσω από την θεσμική, τελετουργική σήμερα ζήτηση ελεύθερου χρόνου, μια αύξουσα ζήτηση για εργασία, για δραστηριότητα, μια καταναγκαστική ανάγκη να «κάνουμε», να «πράξουμε», πράγμα που έκαμε τους ευσεβείς ηθικολόγους μας να δουν σ’ αυτό μιαν απόδειξη ότι η εργασία είναι μια «φυσική τάση» του ανθρώπου. Πρέπει μάλλον να πιστέψουμε ότι σ’ αυτήν την μη οικονομική ζήτηση για εργασία εκφράζεται όλη η επιθετικότητα που μένει ανικανοποίητη στην ικανοποίηση και τη σχόλη. Αλλά δεν θα μπορούσε να λυθεί μ’ αυτό, αφού, καθώς έρχεται από το βάθος της αμφισημαντότητας του πόθου, αναδιατυπώνεται μ’ αυτό σε απαίτηση, σε «ανάγκη» για εργασία, και συνεπώς επανολοκληρώνει τον κύκλο των αναγκών, που ως γνωστόν είναι αδιέξοδος για τον πόθο.

Όπως η βία μπορεί να γίνει οικιακής χρήσεως, για να εξυμνήσει την ασφάλεια, έτσι και η κούραση καθώς και η νεύρωση μπορούν να ξαναγίνουν πολιτισμικό γνώρισμα διάκρισης. Κινητοποιείται τότε όλο το τελετουργικό της κούρασης και της ικανοποίησης, κατά προτίμηση στους καλλιεργημένους και τους προνομιούχους (μα η διάχυση αυτού του πολιτισμικού «άλλοθι» γίνεται πολύ γρήγορα). Στο στάδιο αυτό, η κούραση δεν είναι πια καθόλου ανομική, και τίποτε από τα όσα έχουμε πει δεν ισχύει γι’ αυτήν την «υποχρεωτική» κούραση: είναι κούραση «καταναλωνόμενη» και επιστρέφει στο κοινωνικό τελετουργικό ανταλλαγής ή standing.

Επιστήμονες υποστηρίζουν ότι υπάρχει και πέμπτος ωκεανός στον πλανήτη!

Ο παγκόσμιος μη κερδοσκοπικός οργανισμός National Geographic «τίμησε» την Παγκόσμια Ημέρα των Ωκεανών την Τρίτη, δηλώνοντας πως τα νερά γύρω από την Ανταρκτική θα λέγονται πλέον «Νότιος Ωκεανός», δηλαδή θα είναι ο πέμπτος ωκεανός του πλανήτη!

«Ο Νότιος Ωκεανός έχει αναγνωριστεί εδώ και καιρό από επιστήμονες, αλλά επειδή δεν υπήρξε ποτέ συμφωνία διεθνώς, δεν το αναγνωρίσαμε ποτέ επίσημα» αναφέρει ο ειδικός του National Geographic, Άλεξ Τέιτ, όπως μεταδίδει η "New York Post".

Το National Geographic έχει καταγράψει τέσσερις ωκεανούς στη γη από όταν η ανθρωπότητα ξεκίνησε να δημιουργεί χάρτες το 1915 - τον Ατλαντικό, τον Ειρηνικό, τον Ινδικό και τον Αρκτικό.

Ιστορικά, τα νερά που περιβάλλουν τη νοτιότερη ήπειρο θεωρούνταν ως προέκταση του Ατλαντικού, του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού.

Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι επιστήμονες έχουν εστιάσει στη μοναδική φύση των νερών της Ανταρκτικής -κυρίως λόγω των ρευμάτων που ρέουν εκεί- γνωστά ως Ανταρκτικό Περιπολικό Ρεύμα (Antarctic Circumpolar Current).

Το ρεύμα αυτό κάνει τα νερά πιο κρύα και ελαφρώς λιγότερο αλμυρά, κάτι που βοηθά στην αποθήκευση άνθρακα στα βάθη του ωκεανού και έχει σημαντικό αντίκτυπο στο κλίμα της γης.

«Όποιος έχει βρεθεί θα δυσκολευτεί να εξηγήσει τι είναι το τόσο σαγηνευτικό, αλλά θα συμφωνήσει ότι οι παγετώνες είναι πιο μπλε, ο αέρας πιο κρύος, τα βουνά πιο επιβλητικά και το τοπίο γενικότερα πιο μαγευτικό από όλα τα μέρη που μπορείτε να ταξιδέψετε» εξηγεί επιστήμονας και εξερευνητής του National Geographic.

Το μικροσκοπικό ζώο που «αναστήθηκε» μετά από 24.000 χρόνια απόψυξης

Ένα μικροσκοπικό ζώο που λέγεται βδελλοειδές τροχοφόρο, παρέμεινε σε συνθήκες κατάψυξης στη Σιβηρία για 24.000 χρόνια και «αναστήθηκε», αφού κατάφερε να κλωνοποιήσει τον εαυτό του.

Η σημαντική αυτή ανακάλυψη προκάλεσε ταυτόχρονα και πολλά ερωτήματα, κυρίως για τους μηχανισμούς που επιστράτευσε ο πολυκύτταρος αυτός οργανισμός ώστε να αντέξει τόσα χιλιάδες χρόνια νάρκης. Αυτό ανέφερε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Στας Μαλαβίν, ένας από τους συγγραφείς του άρθρου που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Current Biology».

«Η έκθεσή μας είναι η πιο ισχυρή απόδειξη μέχρι σήμερα ότι τα πολυκύτταρα ζώα μπορούν να αντέξουν δεκάδες χιλιάδες χρόνια σε συνθήκες κρυπτοβίωσης, μια κατάσταση κατά την οποία ο μεταβολισμός τους σταματά σχεδόν ολοσχερώς» εξηγεί ο Μαλαβίν.

Οι επιστήμονες συνέλεξαν δείγματα με ένα γεωτρύπανο στη ρωσική Αρκτική και ύστερα μέσω της ραδιοχρονολόγησης έφτασαν στο συμπέρασμα πως η ηλικία του δείγματος ήταν μεταξύ 23.960 - 24.485 ετών. Στο παρελθόν είχαν εντοπιστεί και μονοκύτταρα μικρόβια που είχαν καταφέρει το ίδιο.

Στους πολυκύτταρους οργανισμούς πάλι, έχει αναφερθεί η περίπτωση ενός νηματώδους 30.000 ετών που επίσης «αναστήθηκε», ενώ βρύα και άλλα φυτά έχουν αναγεννηθεί κάτω από πάγους μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια. Τώρα, τα τροχοφόρα είναι μεταξύ των μικροοργανισμών που φαίνεται ότι μπορούν να επιβιώσουν επ’ αόριστον, όπως αναφέρει ο Μαλαβίν. Μετά την απόψυξη του, ο οργανισμός αναπαράχθηκε με τον μηχανισμό της παρθενογένεσης. Τα βδελλοειδή τροχοφόρα φτάνουν το μισό χιλιοστό σε μήκος και ζουν κυρίως σε γλυκό νερό.

«Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον οργανισμό ως μοντέλο για να μελετήσουμε την επιβίωση στην ψύξη και την ξήρανση σε αυτήν την ομάδα ζώων και να την συγκρίνουμε με άλλα ανθεκτικά ζώα, όπως είναι τα νηματώδη, τα βραδύπορα και άλλα» προσέθεσε ο Μαλάβιν.

Karl Jaspers: Προϋποθέσεις για μια φιλοσοφική κατανόηση του Nietzsche (8)

Εξάρτηση της κατανοήσεως από την φύση του νοούντος (γ)

Πώς θέλει ο Nietzsche τη μετάδοσή του.— Τι ζητάει ακριβώς ο Nietzsche μ’ αυτήν την συμπλοκή μεταξύ του προφητικού κηρύγματος και της αποκρούσεως εκείνων, που τον ακολουθούν τυφλά, μεταξύ του νομοθέτη και εκείνου που κηρύσσει την αντίσταση κατά των νόμων του, μεταξύ διδασκάλου και εκείνου,που όλα τα βάζει σε αμφιβολία, τί ζητάει, όταν αφήνει ν’ αναιρούνται μονάχοι τους oι λόγοι του, που φθάνουν σε ό,τι υπάρχει πιο εσωτερικό, τι είναι εκείνο που αντικαθιστά τον ιδρυτή θρησκείας, τι θα ήθελε να σημαίνει για τους άλλους, αυτό μας το εζωγράφισε σε μιαν αόριστη εικόνα κάτω από τον τίτλο «génie της καρδιάς»˙ «Το génie της καρδιάς,... που η φωνή του ξέρει να κατεβαίνει ως τον κάτω κόσμο κάθε ψυχής και που ταιριάζει με τη μαστοριά του να ξέρει να φωτίζει έτσι, που για όσους το ακολουθούν είναι ένας εξαναγκασμός περισσότερος για να το ακολουθούν όλο και πιο εσωτερικά, όλο και πιο βαθειά: -το génie της καρδιάς, που κάνει να βουβαθεί καθετί το ηχηρό και αυτάρεσκο και σε μαθαίνει ν’ ακούς, που λειαίνει τις άγριες ψυχές και τους δίνει να δοκιμάσουν μια νέα επιθυμία, την επιθυμία να μένουν ήρεμες σαν ένας καθρέπτης, για να καθρεφτίζεται μέσα τους ο βαθύς ουρανός˙ το génie της καρδιάς, που μαντεύει κι ανακαλύπτει τον κρυμένο και ξεχασμένο θησαυρό... κάτω από θολό και παχύ στρώμα πάγου, αποτελώντας έτσι μια ράβδο μαγική για κάθε κόκκο χρυσαφιού... το génie της καρδιάς, που αγγίζοντάς το φεύγει ο καθένας πιο πλούσιος, πιο πλούσιος, πιο πλούσιος σε ότι απαρτίζει τον εαυτό του,... ξανοιγμένος έτσι, που θάλεγε κανείς πως τον εφύσηξε κάποιος από τους ανέμους εκείνους που λυώνουν τα χιόνια, πιο αβέβαιος ίσως, μα γεμάτος ελπίδες, που δεν έχουν πάρει ακόμα ονόματα, γεμάτος από νέα θέληση-» (7, 271).

Βρήκε ο Nietzsche τους αναγνώστες του;— Όταν ήταν ο ίδιος νέος, επίστευε ακόμα στους νέους: «Γι’ αυτούς τους ελπιδοφόρους ξέρω, ότι νοιώθουν σαν δικές τους όλες αυτές τις γενικότητες και ότι θα τις μεταφράσουν με την απολύτως δική τους πείρα σε μια θεωρία, που έχει νόημα προσωπικό˙ στους άλλους ας μη γίνουν εν τω μεταξύ αντιληπτές παρά μερικές σκεπασμένες πιατέλες που άλλως τε είναι δυνατό να είναι κι' αδειανές...» (1,381). Λιγάκι αργότερα όμως ζητάει κι’ όλας να υποδείξει «στους θερμούς και διψασμένους για πεποιθήσεις νέους, ότι δεν πρέπει να παίρνουν αμέσως τις διδασκαλίες του σαν ένα κριτήριο για τη ζωή, αλλά πρέπει να τις παίρνουνε σαν θέσεις, που έχουν ανάγκη να σταθμισθούν καλά...» (11,398). Στο τέλος του γίνονται oι νέοι, στον θαυμασμό τους για τα έργα του, βάρος: «γιατί είναι ολοφάνερο, ότι αυτά δεν είναι βιβλία, για νέους ανθρώπους» (προς τον Overbeck, 13,5,87).

Απογοητευμένος πια ζητάει τον σύντροφό του˙ θεωρεί τα συγγράματά του αγκίστρια ικανά να ψαρέψουν τους ανθρώπους, που πρέπει. Αλλά oι αληθινοί αναγνώστες δεν έρχονται: ο Nietzsche, αποκρούοντας κάθε προσαρμογή, ξεγυμνώνοντας κάθε επίφαση, βλέπει τον εαυτό του μέσα στην αληθινότητά του όλο και πιο μόνον. Δίνοντας πια στην όψη του το πιο ισχυρό πάθος, χάνει συνειδητά κάθε προϋπόθεση για να γίνει νοητός στήν εποχή του.

Ήρθε βέβαια η δόξα, που ο Nietzsche με βεβαιότητα προέβλεψε, αλλά που δεν την έζησε ούτε καν στις πρώτες της αρχές. Κατανοήθηκε έκτοτε ο Nietzsche, όπως ήθελε ο ίδιος; Δεν έχει ακόμα κανείς το δικαίωμα ν’ απαντήσει στην ερώτηση αυτή μ’ ένα Ναι ή Όχι.

Ο σκοπός είναι, να γίνη κανείς ο ίδιος ο εαυτός του, αφομοιώνοντας τον Nietzsche. Αντί να υποκύψουμε στην πλάνη να αποδεχθούμε θεωρίες και νόμους στο φαινομενικά μονοσήμαντο νόημά τους σαν κάτι, που ισχύει γενικά, η απαίτηση του Nietzsche είναι να μας οδηγήσει στο δυνατό ύψος του εαυτού μας του ίδιου. Αντί να υποταχθούμε σε απλοποιημένα αιτήματα και φράσεις, πρέπει να βρούμε μέσω του Nietzsche τη γνήσια απλότητα του αληθινού.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (1.22.4-1.23.8)

[1.22.4] Τοῖς δὲ κατὰ τὸ Τρίπυλον ἐκδραμοῦσιν ἀπήντα Πτολεμαῖος ὁ σωματοφύλαξ ὁ βασιλικός, τήν τε Ἀδαίου καὶ Τιμάνδρου ἅμα οἷ τάξιν ἄγων καὶ ἔστιν οὓς τῶν ψιλῶν· καὶ οὗτοι οὐδὲ αὐτοὶ χαλεπῶς ἐτρέψαντο τοὺς ἐκ τῆς πόλεως. [1.22.5] ξυνέβη δὲ καὶ τούτοις ἐν τῇ ἀποχωρήσει κατὰ στενὴν γέφυραν τὴν ἐπὶ τῆς τάφρου πεποιημένην φεύγουσι τήν τε γέφυραν αὐτὴν ὑπὸ πλήθους ξυντρῖψαι καὶ πολλοὺς αὐτῶν ἐς τὴν τάφρον ἐμπεσόντας τοὺς μὲν ὑπὸ σφῶν καταπατηθέντας διαφθαρῆναι, τοὺς δὲ καὶ ἄνωθεν ὑπὸ τῶν Μακεδόνων βαλλομένους. [1.22.6] ὁ πλεῖστος δὲ φόνος περὶ ταῖς πύλαις αὐταῖς ξυνέβη, ὅτι ἡ ξύγκλεισις τῶν πυλῶν φοβερά τε καὶ πρὸ τοῦ καιροῦ γενομένη, δεισάντων μὴ συνεισπέσοιεν τοῖς φεύγουσιν ἐχόμενοι αὐτῶν οἱ Μακεδόνες, πολλοὺς καὶ τῶν φιλίων τῆς εἰσόδου ἀπέκλεισεν, οὓς πρὸς αὐτοῖς τοῖς τείχεσιν οἱ Μακεδόνες διέφθειραν. [1.22.7] καὶ παρ᾽ ὀλίγον ἧκεν ἁλῶναι ἡ πόλις, εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἀνεκαλέσατο τὸ στράτευμα, ἔτι διασῶσαι ἐθέλων τὴν Ἁλικαρνασσόν, εἴ τι φίλιον ἐνδοθείη ἐκ τῶν Ἁλικαρνασσέων. ἀπέθανον δὲ τῶν μὲν ἐκ τῆς πόλεως ἐς χιλίους, τῶν δὲ ξὺν Ἀλεξάνδρῳ ἀμφὶ τοὺς τεσσαράκοντα, καὶ ἐν τούτοις Πτολεμαῖός τε ὁ σωματοφύλαξ καὶ Κλέαρχος ὁ τοξάρχης καὶ Ἀδαῖος ‹ὁ› χιλιάρχης, οὗτοι καὶ ἄλλοι τῶν οὐκ ἠμελημένων Μακεδόνων.
[1.23.1] Ἔνθα δὴ ξυνελθόντες οἱ ἡγεμόνες τῶν Περσῶν, Ὀροντοβάτης τε καὶ Μέμνων, καὶ ἐκ τῶν παρόντων γνόντες σφᾶς τε οὐ δυναμένους ἐπὶ πολὺ ἀντέχειν τῇ πολιορκίᾳ καὶ τοῦ τείχους τὸ μέν τι καταπεπτωκὸς ἤδη ὁρῶντες, τὸ δὲ καὶ κατασεσεισμένον, πολλοὺς δὲ τῶν στρατιωτῶν ἐν ταῖς ἐκδρομαῖς τοὺς μὲν διεφθαρμένους, τοὺς δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ τετρῶσθαι ἀπομάχους ὄντας, [1.23.2] ταῦτα ἐν νῷ λαβόντες ἀμφὶ δευτέραν φυλακὴν τῆς νυκτὸς τόν τε ξύλινον πύργον, ὃν αὐτοὶ ἀντῳκοδόμησαν ταῖς μηχαναῖς τῶν πολεμίων, ἐμπιπρᾶσι καὶ τὰς στοάς, ἐν αἷς τὰ βέλη αὐτοῖς ἀπέκειτο. ἐνέβαλον δὲ καὶ ταῖς οἰκίαις πῦρ ταῖς πλησίον τοῦ τείχους· [1.23.3] τῶν δὲ καὶ προσήψατο ἡ φλὸξ ἀπό τε τῶν στοῶν καὶ τοῦ πύργου πολλὴ ἀπενεχθεῖσα καί τι καὶ τοῦ ἀνέμου ταύτῃ ἐπιφέροντος· αὐτῶν δὲ οἱ μὲν ἐς τὴν ἄκραν τὴν ἐν τῇ νήσῳ ἀπεχώρησαν, οἱ δὲ ἐς τὴν Σαλμακίδα, ἄκραν οὕτω καλουμένην. [1.23.4] Ἀλεξάνδρῳ δὲ ὡς ἐξηγγέλθη ταῦτα πρός τινων αὐτομολησάντων ἐκ τοῦ ἔργου καὶ τὸ πῦρ πολὺ καθεώρα αὐτός, καίτοι ἀμφὶ μέσας που νύκτας ἦν τὸ γιγνόμενον, ὁ δὲ καὶ ὣς ἐξαγαγὼν τοὺς Μακεδόνας τοὺς μὲν ἔτι ἐμπιπράντας τὴν πόλιν ἔκτεινεν, ὅσοι δὲ ἐν ταῖς οἰκίαις καταλαμβάνοιντο τῶν Ἁλικαρνασσέων, τούτους δὲ σώζειν παρήγγειλεν.
[1.23.5] Ἤδη τε ἠὼς ὑπέφαινε καὶ κατιδὼν τὰς ἄκρας, ἃς οἵ τε Πέρσαι καὶ οἱ μισθοφόροι κατειλήφεσαν, ταύτας μὲν ἀπέγνω πολιορκεῖν, τριβήν τε ἐπινοῶν οὐκ ὀλίγην ἔσεσθαί οἱ ἀμφ᾽ αὐτὰς τῇ φύσει τῶν χωρίων καὶ οὐ παρὰ μέγα εἶναι ἐξελόντι οἱ τὴν πόλιν ἤδη πᾶσαν. [1.23.6] θάψας δὲ τοὺς ἀποθανόντας ἐν τῇ νυκτὶ τὰς μὲν μηχανὰς ἐς Τράλλεις ἀπαγαγεῖν ἐκέλευσε τοὺς ἐπ᾽ αὐταῖς τεταγμένους, αὐτὸς δὲ τὴν πόλιν ἐς ἔδαφος κατασκάψας αὐτῆς τε ταύτης καὶ τῆς ἄλλης Καρίας φυλακὴν ἐγκαταλιπὼν ξένους μὲν πεζοὺς τρισχιλίους, ἱππέας δὲ ἐς διακοσίους καὶ Πτολεμαῖον ἡγεμόνα αὐτῶν ἐπὶ Φρυγίας ἐστέλλετο. [1.23.7] τῆς δὲ Καρίας ξυμπάσης σατραπεύειν ἔταξεν Ἄδαν, θυγατέρα μὲν Ἑκατόμνω, γυναῖκα δὲ Ἱδριέως, ὃς καὶ ἀδελφὸς αὐτῇ ὢν κατὰ νόμον τῶν Καρῶν ξυνῴκει. καὶ ὁ μὲν Ἱδριεὺς τελευτῶν ταύτῃ ἐπέτρεψε τὰ πράγματα, νενομισμένον ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἔτι ἀπὸ Σεμιράμεως καὶ γυναῖκας ἄρχειν ἀνδρῶν. Πιξώδαρος δὲ τὴν μὲν ἐκβάλλει τῆς ἀρχῆς, αὐτὸς δὲ κατεῖχε τὰ πράγματα. [1.23.8] τελευτήσαντος δὲ Πιξωδάρου Ὀροντοβάτης τὴν Καρῶν ἀρχὴν ἐκ βασιλέως πεμφθεὶς εἶχε, γαμβρὸς ὢν Πιξωδάρου. Ἄδα δὲ Ἄλινδα μόνον κατεῖχε, χωρίον τῆς Καρίας ἐν τοῖς ὀχυρώτατον, καὶ ἐσβαλόντι Ἀλεξάνδρῳ ἐς Καρίαν ἀπήντα, τά τε Ἄλινδα ἐνδιδοῦσα καὶ παῖδά οἱ τιθεμένη Ἀλέξανδρον. καὶ Ἀλέξανδρος τά τε Ἄλινδα αὐτῇ ἐπέτρεψε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ παιδὸς οὐκ ἀπηξίωσε, καὶ ἐπειδὴ Ἁλικαρνασσόν τε ἐξεῖλε καὶ τῆς ἄλλης Καρίας ἐπεκράτησεν, αὐτῇ ἄρχειν ἁπάσης ἔδωκε.

***
[1.22.4] Εκείνους πάλι που εξόρμησαν από το Τρίπυλο τους αντιμετώπισε ο Πτολεμαίος, ο βασιλικός σωματοφύλακας, οδηγώντας τα τάγματα του Αδαίου και Τιμάνδρου καθώς και μερικούς ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες· και αυτοί χωρίς δυσκολία έτρεψαν σε φυγή όσους εξόρμησαν από την πόλη. [1.22.5] Κατά την αποχώρησή τους έτυχε να βρεθούν και αυτοί σε ένα στενό γεφύρι που είχε κατασκευαστεί πάνω από την τάφρο, το οποίο κατά τη φυγή τους υποχώρησε εξαιτίας του μεγάλου αριθμού τους και πολλοί έπεσαν στην τάφρο· άλλοι από αυτούς καταπατήθηκαν από τους δικούς τους και άλλοι εξοντώθηκαν από τους Μακεδόνες που τους χτυπούσαν από ψηλά. [1.22.6] Η μεγαλύτερη όμως σφαγή έγινε γύρω από τις ίδιες τις πύλες, γιατί τις έκλεισαν νωρίτερα από ό,τι έπρεπε μέσα στον πανικό τους, επειδή φοβήθηκαν μήπως μαζί με αυτούς που υποχωρούσαν μπουν στην πόλη τους και οι Μακεδόνες που τους ακολουθούσαν από κοντά· έτσι όμως απέκλεισαν την είσοδο και σε πολλούς δικούς τους στρατιώτες, τους οποίους σκότωσαν οι Μακεδόνες κοντά στα ίδια τα τείχη τους. [1.22.7] Λίγο μάλιστα έλειψε να κυριευτεί τότε η πόλη, αν δεν απέσυρε τον στρατό του ο Αλέξανδρος, γιατί ήθελε και τώρα ακόμη να σώσει την Αλικαρνασσό, αν οι Αλικαρνασσείς έδειχναν κάποια φιλική υποχωρητικότητα. Από τους πολιορκούμενους σκοτώθηκαν χίλιοι περίπου, ενώ από τους στρατιώτες του Αλεξάνδρου γύρω στους σαράντα. Ανάμεσά τους ήταν ο Πτολεμαίος, ο σωματοφύλακας, ο Κλέαρχος, ο αρχηγός των τοξοτών, ο χιλίαρχος Αδαίος καθώς και άλλοι επιφανείς Μακεδόνες.
[1.23.1] Τότε λοιπόν συναντήθηκαν οι αρχηγοί των Περσών Οροντοβάτης και Μέμνων και έκριναν ότι, όπως είχαν τα πράγματα, δεν μπορούσαν να αντέξουν για πολύ χρόνο την πολιορκία· ένα μέρος του τείχους είχε γκρεμιστεί, όπως έβλεπαν, και ένα άλλο ήταν ετοιμόρροπο· από τους στρατιώτες τους πολλοί είχαν σκοτωθεί κατά τις εξορμήσεις από την πόλη και άλλοι πάλι εξαιτίας των τραυμάτων ήταν ανίκανοι για μάχη. [1.23.2] Λογαριάζοντας όλα αυτά, γύρω στη δεύτερη νυχτερινή φρουρά, βάζουν φωτιά στον ξύλινο πύργο που οι ίδιοι είχαν κατασκευάσει για την αντιμετώπιση των εχθρικών μηχανημάτων, καθώς και στις στοές τους, όπου φύλαγαν τα βέλη. [1.23.3] Έβαλαν επίσης φωτιά και στα σπίτια, που ήταν κοντά στο τείχος· σε άλλα όμως σπίτια η φλόγα μεταδόθηκε από τις στοές και από τον ξύλινο πύργο, γιατί και δυνατή ήταν και ο άνεμος φυσούσε προς εκείνο το μέρος· από τους πολιορκούμενους άλλοι αποσύρθηκαν στην ακρόπολη που υπήρχε στο νησί και άλλοι κατέφυγαν στο ύψωμα που ονομάζεται Σαλμακίδα. [1.23.4] Μόλις ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε τα νέα από μερικούς αυτόμολους που διέφυγαν από την πυρπολούμενη πόλη και είδε και ο ίδιος ότι η φωτιά είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις, μολονότι ήταν περίπου μεσάνυχτα όταν γίνονταν αυτά, οδήγησε από το στρατόπεδο τους Μακεδόνες στην πόλη και σκότωσε όσους εξακολουθούσαν ακόμη να την πυρπολούν· όσους όμως από τους Αλικαρνασσείς συνελάμβαναν μέσα στα σπίτια τους, αυτούς έδωσε εντολή να μην τους σκοτώνουν.
[1.23.5] Άρχιζε πια να ξημερώνει, όταν παρατήρησε ο Αλέξανδρος τα υψώματα που είχαν καταλάβει οι Πέρσες και οι μισθοφόροι και αποφάσισε να μην επιχειρήσει την πολιορκία τους· καταλάβαινε ότι μια τέτοια επιχείρηση θα τον καθυστερούσε πολύ εξαιτίας της φυσικής οχυρότητας των τόπων· και ούτε άλλωστε είχε μεγάλη σημασία η κατάληψή τους, μιας και κατείχε ήδη ολόκληρη την πόλη. [1.23.6] Αφού λοιπόν έθαψε όσους σκοτώθηκαν τη νύχτα, διέταξε τους υπεύθυνους των πολιορκητικών μηχανών να τις μεταφέρουν στις Τράλλεις, ενώ ο ίδιος κατέσκαψε την πόλη και, αφήνοντας τρεις χιλιάδες πεζούς μισθοφόρους και διακόσιους περίπου ιππείς με αρχηγό τον Πτολεμαίο, για να φρουρούν την Αλικαρνασσό και την υπόλοιπη Καρία, ξεκίνησε για τη Φρυγία. [1.23.7] Ως σατράπη ολόκληρης της Καρίας διόρισε την Άδα, την κόρη του Εκατόμνωα και γυναίκα του Ιδριέα· αυτός, αν και ήταν αδελφός της, συγκατοικούσε μαζί της σύμφωνα με τα έθιμα των Καρών. Ο Ιδριέας πεθαίνοντας άφησε την εξουσία στην Άδα, επειδή από την εποχή της Σεμίραμης συνηθιζόταν στην Ασία και γυναίκες να κυβερνούν τους άνδρες. Ο Πιξώδαρος όμως της αφαίρεσε την εξουσία και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση. [1.23.8] Μετά τον θάνατο του Πιξώδαρου την εξουσία στην Καρία κατείχε ο Οροντοβάτης, που ήταν γαμπρός του Πιξώδαρου και τον είχε στείλει εκεί ο βασιλιάς της Περσίας. Η Άδα εξουσίαζε μόνον τα Άλινδα, έναν από τους πιο οχυρούς τόπους της Καρίας, και όταν ο Αλέξανδρος εισέβαλε στην Καρία, πήγε να τον συναντήσει, για να του παραδώσει τα Άλινδα και να τον ονομάσει θετό παιδί της. Ο Αλέξανδρος της έδωσε τα Άλινδα και δέχθηκε να ονομαστεί θετό παιδί της· και αφού κυρίευσε την Αλικαρνασσό και έγινε κύριος της υπόλοιπης Καρίας, της ανέθεσε να την διοικεί ολόκληρη.