Τρίτη 4 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (974-991)

ΤΕΥΚΡΟΣ
ἰώ μοί μοι.
975 ΧΟ. σίγησον· αὐδὴν γὰρ δοκῶ Τεύκρου κλύειν
βοῶντος ἄτης τῆσδ᾽ ἐπίσκοπον μέλος.
ΤΕΥ. ὦ φίλτατ᾽ Αἴας, ὦ ξύναιμον ὄμμ᾽ ἐμοί,
ἆρ᾽ ἠμπόληκας ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῖ;
ΧΟ. ὄλωλεν ἁνήρ, Τεῦκρε, τοῦτ᾽ ἐπίστασο.
980 ΤΕΥ. ὤμοι βαρείας ἆρα τῆς ἐμῆς τύχης.
ΧΟ. ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων— ΤΕΥ. ὢ τάλας ἐγώ, τάλας.
ΧΟ. πάρα στενάζειν. ΤΕΥ. ὦ περισπερχὲς πάθος.
ΧΟ. ἄγαν γε, Τεῦκρε. ΤΕΥ. φεῦ τάλας. τί γὰρ τέκνον
τὸ τοῦδε, ποῦ μοι γῆς κυρεῖ τῆς Τρῳάδος;
985 ΧΟ. μόνος παρὰ σκηναῖσιν. ΤΕΥ. οὐχ ὅσον τάχος
δῆτ᾽ αὐτὸν ἄξεις δεῦρο, μή τις ὡς κενῆς
σκύμνον λεαίνης δυσμενῶν ἀναρπάσῃ;
ἴθ᾽, ἐγκόνει, σύγκαμνε. τοῖς θανοῦσί τοι
φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν.
990 ΧΟ. καὶ μὴν ἔτι ζῶν, Τεῦκρε, τοῦδέ σοι μέλειν
ἐφίεθ᾽ ἁνὴρ κεῖνος, ὥσπερ οὖν μέλει.

***
ΤΕΥΚΡΟΣ
Αιαί, αιαί.
ΧΟ. Σώπα, μου φαίνεται ακούω του Τεύκρου τη φωνή,
κι ο θρήνος του καλά ταιριάζει σ᾽ αυτή τη συμφορά.
ΤΕΥ. Ω Αίαντα αγαπημένε, ω αίμα μου αδελφικό.
Την εξαγόρασες, λοιπόν, τη μοίρα σου, όπως το λέει
αυτή η φήμη;
ΧΟ. Είναι νεκρός ο Αίας, Τεύκρο· τώρα το ξέρεις.
980 ΤΕΥ. Ουαί κι αλίμονο, βαριά η μοίρα που με βρήκε.
ΧΟ. Είναι πια γεγονός ΤΕΥ. Οά ο δύσμοιρος, οά.
ΧΟ. Πικρά αρμόζει ο στεναγμός...
ΤΕΥ. Τί πάθος ασυγκράτητο.
ΧΟ. Και κάτι παραπάνω, Τεύκρο...
ΤΕΥ. Τί συμφορά αβάστακτη· κι ο γιος του τί απέγινε;
σε ποιά μεριά ξέμεινε της Τρωάδας;
ΧΟ. Έμεινε μόνος πλάι στις σκηνές...
ΤΕΥ. Όσο μπορείς πιο γρήγορα, δεν πας να μου τον φέρεις;
Μήπως και κάποιος απ᾽ όσους μας εχθρεύονται,
τρέξει να τον αρπάξει, σαν λιονταράκι μοναχό
μιας χήρας λέαινας.
Εμπρός λοιπόν, δώσε κι εσύ ένα χέρι,
γιατί πολλοί το συνηθίζουν να χλευάζουν τους νεκρούς,
όταν τους δουν πεσμένους καταγής.
990 ΧΟ. Κι εκείνος, Τεύκρο, όσο ζούσε, παράγγειλε
εσύ τον γιο του να φροντίσεις — το βλέπω τώρα
πως πολύ τον νοιάζεσαι.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

Εισαγωγή

0.2. Αρχαία Ελληνικά γράμματα


Είπαμε ότι η γραμματολογία «μελετά τα γράμματα μιας ορισμένης γλώσσας και εποχής». Έτσι, η δική μας Αρχαία ελληνική γραμματολογία μελετά όλα τα μνημεία του λόγου που είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, όπως τη μίλησαν και την έγραψαν όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και πολλοί ξένοι στους είκοσι και παραπάνω αιώνες της αρχαιότητας. Το αντικείμενο είναι τεράστιο: χιλιάδες κείμενα, μικρά μεγάλα, που σωστό είναι, για να τα μελετήσουμε, να τα χωρίσουμε σε κατηγορίες (α) ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενό τους, και (β) ανάλογα με την εποχή της συγγραφής τους.

Ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενο τα κείμενα κατατάσσονται, σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα. Ο πίνακας είναι σωστός· όχι όμως και ολοκληρωμένος, καθώς καθεμιά από τις κατηγορίες της τρίτης στήλης περιλαμβάνει πολλά ακόμα επιμέρους είδη, που θα τα γνωρίζουμε ένα ένα, όταν τα συναντούμε.

Κατάταξη των αρχαίων ελληνικών κειμένων ανάλογα με τη μορφή και το περιεχόμενό τους

Χρονολογικά, η αρχή της ελληνικής αρχαιότητας τοποθετείται γύρω στο 2000 π.Χ., όταν τα πρώτα ινδοευρωπαϊκά φύλα άρχισαν να διεισδύουν στον ελλαδικό χώρο· το τέλος της ορίζεται συμβατικά στο 330 μ.Χ., τότε που η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε το ξεκίνημα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Πιο δύσκολος είναι ο χωρισμός της ελληνικής αρχαιότητας σε περιόδους. Ο πρώτος χωρισμός σε μια προϊστορική και μιαν ιστορική περίοδο γίνεται συνήθως με κριτήριο τη γραφή: στην προϊστορία ανήκουν οι πολλοί αιώνες πριν από την επινόηση της γραφής, στην ιστορία οι αιώνες μετά την επινόηση και τη χρήση της. Τι να πούμε όμως, όταν η γραμμική Β γραφή των Μυκηναίων, που χρησιμοποιήθηκε από το 1600 ως το 1200 π.Χ., ξεχάστηκε, και μεσολάβησαν αρκετοί αιώνες ώσπου να σχηματιστεί μια νέα γραφή, βασισμένη στα φοινικικά γράμματα.

Γραμμένα στη γλώσσα μας, τα κείμενα των μυκηναϊκών πινακίδων ανήκουν στην ελληνική γραμματεία. Ωστόσο, όσες πινακίδες βρέθηκαν και διαβάστηκαν ως τώρα δεν περιέχουν παρά σημειώσεις για διοικητικά και οικονομικά θέματα. Έτσι, από την άποψη του απαρτισμένου ελληνικού λόγου, τα ελληνικά γράμματα και μαζί τους η ιστορική περίοδος της ελληνικής αρχαιότητας ξεκινούν τον 8ο π.Χ. αι. με τα ομηρικά έπη.

Στην ιστορική περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας ξεχωρίζουμε τις ακόλουθες εποχές:

Ομηρική εποχή: 8ος π.Χ. αι.

Αρχαϊκή εποχή: 7ος και 6ος π.Χ. αι.

Κλασική εποχή: 5ος και 4ος π.Χ. αι. - Από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας (508 π.Χ.) ως τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου (323 π.Χ.)

Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική εποχή: 3ος, 2ος και 1ος π.Χ. αι. - Από τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου (323 π.Χ.) ως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.)

Ελληνορωμαϊκή εποχή: 1ος, 2ος και 3ος μ.Χ. αι. - Από τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.) ως την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330 μ.Χ.)

Κάθε περίοδος παρουσιάζει ορισμένα κυρίαρχα χαρακτηριστικά, που θα τα μελετήσουμε στο αντίστοιχο κεφάλαιο· πρέπει όμως να τονίσουμε ότι ο διαχωρισμός μιας ιστορικής εξέλιξης σε περιόδους, σε φάσεις κλπ. είναι αυθαίρετος, όπως αυθαίρετο είναι και να καθορίζεται κάποια χρονολογία ως όριο ανάμεσα στη μία και την άλλη περίοδο. Παράδειγμα: όσο σημαντικός και να ήταν ως γεγονός ο θάνατος του Μεγαλέξανδρου, τα χαρακτηριστικά της Κλασικής εποχής δεν εξαφανίστηκαν και τα χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής εποχής δεν εμφανίστηκαν από τη μια μέρα στην άλλη. Αντίθετα: η ροή του χρόνου είναι αδιάκοπη, οι εξελίξεις αργές και κάθε εποχή διατηρεί πολλά από τα προηγούμενα και προλαβαίνει πολλά απ᾽ όσα θα ακολουθήσουν. Αν παρ᾽ όλα αυτά ξεχωρίζουμε περιόδους και ορίζουμε κάποιες σημαδιακές χρονολογίες ως όρια, είναι γιατί αυτό μας βοηθά να κατατάξουμε τα δεδομένα, να οργανώσουμε τη μελέτη και να συστηματοποιήσουμε τη γνώση μας.

Μια ονειροπαγίδα που πιαστήκαμε στα δίχτυα της

Εσύ κι εγώ. Εγώ κι εσύ. Μια σχέση που περνάει πολλά. Ένα δίδυμο που τσεκάρει τις αντοχές του τόσες φορές που απορούμε με αυτό. Και γελάμε και πεισμώνουμε. «Πάμε γι’ άλλα», μου λες. Και σε ακολουθώ μόνο με το συναίσθημα. Κι όταν το βήμα σου γίνεται πιο γρήγορο από το δικό μου, με περιμένεις στη στροφή, μου κλείνεις το μάτι κι όλα αλλάζουν όψη.

«Εμένα να ακούς» μου λες. Κι εγώ σε ακούω αλλά ξέρεις κάτι; Πιο πολύ ακούω όσα δε λες με λέξεις. Ακούω τις σιωπές σου. Ακούω το βλέμμα σου όταν με κοιτάζεις και χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Ακούω εκείνα τα αγγίγματα που προσμένω να έρθουν και με καίνε και μόνο στη σκέψη τους. Ακούω την ανάσα σου κάθε φορά που θα με καλημερίσεις ή θα με καληνυχτίσεις φανερώνοντας τόσα πολλά.

«Και τι σου λένε όλα αυτά;», μου λες και χαμογελάς. Μου λένε πόσο νοιάζεσαι, πόσο επιθυμείς και πόσο θέλεις. Σου λέω με τη σειρά μου πόσο νοιάζομαι, πόσο επιθυμώ και πόσο θέλω. Μια ονειροπαγίδα είναι ο έρωτας κι εμείς πιαστήκαμε στα δίχτυα της. Αλλά μου αρέσει και σου αρέσει. Είναι η πιο όμορφη παγίδα που έχει υπάρξει και δε θέλω να με σώσει κανείς από αυτήν. Θέλω να μείνω εκεί, να με μαγεύει ακόμη πιο πολύ. Και μέσα στη δική μας ονειροπαγίδα να κλείσουμε τα δικά μας όνειρα.

«Εμένα να ακούς», μου λες και μου χαμογελάς. Σαν να μου υπόσχεσαι μέσα από το χαμόγελό σου τα πάντα. Και το κάνεις με απίστευτη ηρεμία που ταυτόχρονα είναι δύναμη. Και νιώθω σε αυτή τη φράση σου τη σιγουριά της τρέλας σου να με κατακτήσεις και να σε κατακτήσω. Σε μαθαίνω και με μαθαίνεις. Κι όταν σου λέω πως με φοβίζουν τα μεγάλα λόγια και οι υποσχέσεις μού λες και πάλι «εμένα να ακούς» και κάθε μου ανησυχία πετάει το ερωτηματικό και βάζει τελεία.

Δυο θνητοί που βρέθηκαν ο ένας στον δρόμο του άλλου τυχαία ή μοιραία -πες το όπως θέλεις. Με ρωτάς αν το περίμενα και σου λέω με κάθε ειλικρίνεια πως όχι, δεν είχα δει τα σημάδια. Δεν είχα ιδέα πως θα ένιωθα έτσι. Δεν είχα ιδέα πως θα μπορούσα να κάνω κάποιον να νιώσει έτσι. Τα συναισθήματά μας είναι τόσο δυνατά που υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι -δε στο κρύβω- για το μέχρι πού μπορεί να φτάσει όλο αυτό.

«Εμένα να ακούς», μου λες και χαμογελάω. Κάνω εικόνα κάθε στιγμή που περιμένω να έρθει και χαμογελάω. Δεν ψάχνω για κολακείες, δεν πάω γυρεύοντας για υποσχέσεις. Το μόνο που αποζητώ είναι να το ζήσουμε μέχρι εκεί που δεν πάει. Θέλω να σε ακούω και να σε ζω. Θέλω να σε ακολουθώ στα δικά σου μονοπάτια. Ξέρεις τι κάνεις; Με μαγεύεις και με κάνεις να σε ερωτεύομαι όλο και πιο πολύ μέσα από την ελευθερία να επιλέγω όχι μόνο για εμένα αλλά για εμάς.

Σε ακούω λοιπόν και θέλω να το ξέρεις. Θέλω να βάλεις καλά στο μυαλό σου το πόσο πολύ ακούω αυτά που θέλεις να μου πεις και που ακόμη δε μου έχεις πει. Η απόσταση το δυναμώνει, το κάνει πιο έντονο. Δε σε τρομάζει μου λες η απόσταση κι ακούω τη σιγουριά σου ξεκάθαρη από τη γραμμή του τηλεφώνου. Δε βάζει εμπόδια η απόσταση για σένα και το βλέπω σε κάθε ευκαιρία που αρπάζεις για να μου το αποδείξεις. Ο έρωτας λες πως εκμηδενίζει τις αποστάσεις κι έχεις τόσο δίκιο. Το βλέπω και το νιώθω.

Τελικά δεν είναι δύσκολοι οι έρωτες, οι άνθρωποι τα κάνουμε δύσκολα. Και τώρα που στα έγραψα όλα αυτά θέλω να σου πω κι εγώ με τη σειρά μου «εμένα να ακούς, καρδιά μου». Άκουσε κάθε μου λέξη σε αυτό το κείμενο και θα καταλάβεις. Σου ανήκει κάθε λέξη, είναι δικαιωματικά δικές σου. Είσαι το πιο όμορφο υπαρκτό μου όνειρο στη δική μας ονειροπαγίδα.

Πώς ν’ αντλήσετε χαρά από κάτι που τελειώνει

Νέες έρευνες, δείχνουν ότι η αναμονή της περάτωσης μιας ευχάριστης εμπειρίας είναι ένας αποτελεσματικός – «παράδοξος» – τρόπος για να την απολαύσετε περισσότερο.

Μια τελευταία μπουκιά, ένα τελευταίο κεφάλαιο, μια τελευταία συνάντηση, ένα τελευταίο φιλί – κάθε μέρα, τα καλά πράγματα στη ζωή μας τελειώνουν…

Το τέλος είναι θλιβερό, αλλά εάν συνοδεύεται από κάποιο διαυγές καθαρκτικό αποτέλεσμα, τότε ενισχύει τα οφέλη της κάθε εμπειρίας που τελείωσε. Στις μέρες μας, οι επιστήμονες διερευνούν με ποιο τρόπο το τέλος των εμπειριών μας επηρεάζει την ευημερία μας. Προτείνουν να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας για να κατανοήσουμε ότι υπάρχει ένα τέλος – σε κάποιο στάδιο της ζωής μας, στο χρόνο που αφιερώνουμε σε ένα μέρος με κάποιους ανθρώπους, σε μια φιλία – και με αυτόν τον τρόπο να εκτιμήσουμε το καθετί περισσότερο πριν το αφήσουμε πίσω μας.

Σε μια μελέτη του 2017 που δημοσιεύθηκε στο Journal of Positive Psychology, η Kristin Layous και οι συνεργάτες της, συγκέντρωσαν περίπου 140 πρωτοετείς του πανεπιστημίου για ένα παράξενο πείραμα διάρκειας ενός μηνός. Οι μισοί από αυτούς είχαν εκπαιδευτεί να ζήσουν εκείνο το μήνα σαν να ήταν ο τελευταίος τους στην πανεπιστημιούπολη, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους καθηγητές, στους συμφοιτητές και στους τόπους που θα χάνονταν όταν έφευγαν. Το άλλο μισό, η ομάδα ελέγχου, απλώς περνούσε τις μέρες του ως συνήθως. Κάθε εβδομάδα, οι μαθητές διηγούνταν πώς είχαν περάσει το χρόνο τους.

Πριν και μετά το πείραμα, όλοι οι μαθητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σε σχέση με την ευημερία τους: πόσο ικανοποιημένοι ήταν με τη ζωή τους και πόσα θετικά και αρνητικά συναισθήματα βίωσαν. Αναφέρθηκαν επίσης, πόσο ικανοποιήθηκαν οι θεμελιώδεις ψυχολογικές ανάγκες τους για αυτονομία, αίσθηση ικανότητας και επικοινωνία, πόσο ελεύθεροι, ικανοί και συνδεδεμένοι με τους άλλους ανθρώπους αισθάνονταν. Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, η ομάδα που είχε στο μυαλό της ότι θα έφευγε σύντομα δήλωσε ότι ένιωθε περισσότερη ευεξία σε σχέση με την ικανοποίηση των ψυχολογικών αναγκών. Η προοπτική της λήξης του κολλεγίου δεν στεναχωρούσε τους συμμετέχοντες, στην πραγματικότητα έμοιαζε να εμπλουτίζει τις εμπειρίες τους.

«Η αίσθηση του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να επιδιώξουν να αυξήσουν το αίσθημα της ευημερίας στην καθημερινότητα», γράφει η Layous και οι συνάδελφοί της. «Όταν οι άνθρωποι αναλαμβάνουν δράση για να εκτιμήσουν περισσότερο την καθημερινότητα, συμπεριλαμβανομένων των κοντινών τους φίλων, της οικογένειας, των συναδέλφων τους, μπορεί να νιώσουν ότι βρίσκονται ακριβώς εκεί που θέλουν να είναι». Αυτή η μελέτη – μαζί με κάποια προηγούμενη έρευνα – αποτελούν ενδείξεις ότι η σκέψη πως όλα κάποτε τελειώνουν είναι ένας υπολανθάνον τρόπος για ν’ αυξηθεί το αίσθημα της ευτυχίας.

ΣΥΝΗΘΩΣ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΟΤΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ. ΠΩΣ, ΟΜΩΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΑΥΤΗ Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ;

Παρακάτω θα βρείτε τέσσερεις λόγους για τους οποίους οι επιστήμονες πιστεύουν πως κάτι που τελειώνει μπορεί να κάνει τη ζωή σας καλύτερη:

Το τέλος μας συνδέει περισσότερο με τον παρόντα χρόνο.

Μια εξήγηση για αυτό το αξιοπερίεργο φαινόμενο, μπορεί να προκύψει από τη «θεωρία της κοινωνικο-συναισθηματικής επιλεκτικότητας» της Laura Carstensen, η οποία εξετάζει πώς η αίσθηση που έχουμε για το πέρασμα του χρόνου επηρεάζει τους στόχους και τις σχέσεις μας.

Όταν θεωρούμε ότι ο χρόνος εκτείνεται στο άπειρο, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες από τις οποίες θα αποκτήσουμε γνώση: παρακολούθηση σχολείου, συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις, εκμάθηση νέων δεξιοτήτων. Αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν μια επένδυση στο μέλλον, η οποία συχνά συνεπάγεται κάποιο βαθμό δυσκολίας και προσπάθεια. Όταν αντιλαμβανόμαστε το χρόνο περιορισμένο – με άλλα λόγια, όταν το τέλος μοιάζει να πλησιάζει – τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες που μας κάνουν να νιώθουμε καλά ή έχουν νόημα στο παρόν, όπως η συναναστροφή με τους πιο κοντινούς μας φίλους ή η κατανάλωση των αγαπημένων μας φαγητών.

«Νέοι ή ηλικιωμένοι, όταν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρόνο ως πεπερασμένο, δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην αναζήτηση του νοήματος και ικανοποίησης από τη ζωή και επενδύουν λιγότερους πόρους στη γνώση και την διεύρυνση των οριζόντων τους», εξηγεί η Carstensen.

Με άλλα λόγια, είναι πιθανό η γνώση ότι όλα τελειώνουν κάποια στιγμή, να μας οδηγεί προς την κατεύθυνση που θα ενισχύσει το αίσθημα της ευτυχίας μας εδώ και τώρα.
 
«Το τέλος» μας φέρνει πιο κοντά.

Πώς εκδηλώνεται αυτή η επίδραση; Η μελέτη των τρόπων συμπεριφοράς σε σχέση με πράγματα που φτάνουν στο τέλος φέρνει στην επιφάνεια την προτίμησή μας να θέτουμε ως προτεραιότητα τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες, όπως δείχνουν πολλές έρευνες, μπορούν να τονώσουν το αίσθημα της ευημερίας μας.

Σε μια μελέτη, για παράδειγμα, οι ερευνητές συγκέντρωσαν περίπου 400 κατοίκους της Καλιφόρνια και τους χώρισαν σε τρεις ομάδες ανά ηλικία: νέοι (κατά μέσο όρο 23 ετών), μεσήλικες (μέσος όρος ηλικίας 46 έτη) και ηλικιωμένοι (μέσος όρος ηλικίας 72 έτη). Ρώτησαν τους συμμετέχοντες ποιον θα ήθελαν να συναντήσουν αν είχαν μισή ώρα να διαθέσουν: ένα μέλος της οικογένειας, κάποια πρόσφατη γνωριμία ή το συγγραφέα ενός βιβλίου που είχαν διαβάσει.

Ο χρόνος που περνάμε με την οικογένεια εντάσσεται στην κατηγορία του ευ ζην: μπορεί να μην αφορά σε μια νέα πρόκληση, αλλά (τουλάχιστον σύμφωνα με τις έρευνες) είναι συνήθως σχετικά ευχάριστη εμπειρία. Η συνάντηση με τον γνωστό και τον συγγραφέα, αποτελούν ευκαιρίες για μάθηση και εξέλιξη και ανήκει στην κατηγορία των δραστηριοτήτων για μάθηση.

Υπό κανονικές συνθήκες, το 65% των νέων αποφάσισαν να περάσουν χρόνο με τον γνωστό ή τον συγγραφέα, ενώ το 65% των μεγαλύτερων σε ηλικία συμμετεχόντων – με λιγότερες βλέψεις για το μέλλον τους – επέλεξε να περάσει χρόνο με μέλη της οικογένειας τους. Όταν ωστόσο, τους ζητήθηκε να φανταστούν ότι μετακόμιζαν στην άλλη άκρη της χώρας μέσα σε λίγες εβδομάδες, το 80% των νέων επιλέγει να περάσει χρόνο με ένα μέλος της οικογένειας – ενισχύοντας τη θεωρία της Carstensen, ότι αλλάζουμε τις αποφάσεις μας και θέτουμε άλλους στόχους όταν θεωρούμε ότι μια κατάσταση μπορεί να τερματιστεί. Η εισαγωγή των αναμενόμενων κοινωνικών αλλαγών αναγκάζει τους νεότερους να μιμηθούν τις κοινωνικές επιλογές των μεγαλύτερων, εξηγούν οι ερευνητές. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι, ενδιαφέρονται κυρίως για τα άμεσα (συναισθηματικά) οφέλη και το κόστος της κάθε αλληλεπίδρασης.

Σε μια άλλη μελέτη, οι ερευνητές παρατήρησαν ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία του Χονγκ Κονγκ, όπου αυτή η θεωρία είχε την ευκαιρία να δοκιμαστεί σε εθνικό επίπεδο. Το 1997 το Χονγκ Κονγκ προσαρτήθηκε στην Κίνα. Ήταν το τέλος μιας εποχής, την οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν χαρακτηρίσει ως εξαιρετικά αβέβαιη. Ένα χρόνο πριν την προσάρτηση, οι νεαροί κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ, που απαντούσαν σε ένα μισάωρο δωρεάν ερωτηματολόγιο, δήλωναν σαφή προτίμηση στη συνάντηση με το συγγραφέα ή το άτομο που είχαν γνωρίσει πρόσφατα όπως και οι Αμερικανοί συμμετέχοντες στην έρευνα. Όμως λίγους μήνες πριν από τη μετάβαση, δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να συναντήσουν ένα μέλος της οικογένειας, συμβαδίζοντας στις απαντήσεις τους με αυτές των νεαρών Καλιφορνέζων που τους είχε ζητηθεί να αντιδράσουν στο σενάριο μιας υποθετικής μετακόμισης. Ένα χρόνο μετά την προσάρτηση του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, όταν η ατμόσφαιρα δεν ήταν αυτή του «τέλους εποχής», οι νέοι επέστρεψαν στις συνήθεις προτιμήσεις τους.

Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι ακόμα και αν δεν αφορούν σε προσωπικές μεταβάσεις, κάθε είδους τέλος, ασκεί ψυχολογική επίδραση. Μια ολόκληρη ομάδα μπορεί να βιώσει ένα «τέλος» ταυτόχρονα και οι αξίες και οι συμπεριφορές της να μεταβάλλονται εξαιτίας αυτού ακόμα και αν πρόκειται για τις χαρούμενες και γιορτινές τελευταίες μέρες του χρόνου.
 
Το τέλος κάθε εμπειρίας βοηθάει να ξεπεράσουμε το παρελθόν και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στους στόχους μας.

Σύμφωνα με τη θεωρία της Carstensen, η ευτυχία μας στο παρόν έρχεται σε αντίθεση με τις μελλοντικές μας επιδιώξεις, όπως η απόκτηση γνώσης και οι νέες σχέσεις. Αλλά μπορεί επίσης, να έρχεται σε αντίθεση με τις επενδύσεις που κάναμε στο παρελθόν – και εδώ, επίσης, η έρευνα δείχνει ότι η σκέψη ενός φανταστικού επικείμενου «τέλους», θα μας έδινε κάποιες απαντήσεις.

Σε μια άλλη σειρά πειραμάτων, όταν ζητήθηκε από τους νέους να φανταστούν ότι είχαν λίγα χρόνια ζωής, μειώθηκαν οι λανθασμένες αντιλήψεις σε σχέση με τις μελλοντικές τους επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η λανθασμένη αντίληψη για το κόστος των επενδύσεων ή των αποφάσεών μας, αφορά στη λήψη αποφάσεων με γνώμονα το χρόνο ή τα χρήματα που επενδύσαμε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, ίσως συνεχίζουμε μια σχέση με έναν φίλο που δεν μας ταιριάζει ιδιαίτερα σήμερα επειδή τον γνωρίζουμε πολύ καιρό, ή διστάζουμε να αλλάξουμε σταδιοδρομία επειδή δεν θέλουμε να «ακυρώσουμε» την εκπαίδευσή μας.

Στη μελέτη αυτή, νέοι στους οποίους είχε ζητηθεί να αναλογιστούν το θάνατο ως κάτι επικείμενο, έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ευτυχία τους στο παρόν και δεν έδιναν σημασία σε πράγματα στα οποία είχαν επενδύσει χρόνο και χρήμα στο παρελθόν, σε σύγκριση με νέους ανθρώπους των οποίων οι σκέψεις δεν ήταν προσανατολισμένες στο τέλος της ζωής τους. Αναλύοντας μια σειρά σεναρίων, η πρώτη ομάδα ήταν πιο πιθανό να σταματήσει να παρακολουθεί μια κακή ταινία, ακόμη και αν είχε πληρώσει για να τη δει, για παράδειγμα. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο για τις σχέσεις στις οποίες είχαν επενδύσει χρόνο.

«Όταν οι χρονικοί ορίζοντες περιορίζονται, οι άνθρωποι παρακινούνται να μεγιστοποιήσουν τις εμπειρίες τους, εδώ και τώρα», εξηγούν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Δυτικής Βιρτζίνιας. «Ο χρόνος θεωρείται ως ένας περιορισμένος πόρος που δεν πρέπει να ξοδεύεται σε επιδιώξεις που δεν σας ικανοποιούν».

Στις περιπτώσεις που το «τέλος» παραμονεύει, το μυαλό μας εστιάζει στο παρόν, αγνοώντας περισπασμούς από το παρελθόν και το μέλλον που έχουν μικρή σημασία για την ευτυχία μας στο παρόν.

Το «τέλος» προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα και δίνει περισσότερο νόημα στις εμπειρίες.

Το τέλος μπορεί ν’ αφήσει μια γλυκόπικρη – τουλάχιστον – αίσθηση κι έτσι μπορεί να αυξήσει το αίσθημα της ευτυχίας, αλλά δεν αποτελεί συνταγή ευδαιμονίας.

Πράγματι, σε μια μελέτη του 2008 καταγράφηκε ότι το τέλος επιφέρει μεικτά συναισθήματα. Σε ένα πείραμα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες – νέους (κατά μέσο όρο 20 ετών) όσο και μεγαλύτερους ανθρώπους (κατά μέσο όρο 77 ετών) – να φανταστούν ότι βρίσκονται σε μια τοποθεσία που είχε συναισθηματική αξία για αυτούς, όπως το αγαπημένο τους καφέ. Και οι δύο ομάδες ένιωθαν ανάμεικτα συναισθήματα – λιγότερη ευτυχία και περισσότερη θλίψη – όταν φαντάζονταν ότι βρίσκονταν εκεί για τελευταία φορά, σε σύγκριση με το να βρεθούν εκεί όπως συνηθίζουν να κάνουν. Σε ένα δεύτερο πείραμα, οι φοιτητές ανέφεραν περισσότερα ανάμεικτα συναισθήματα όταν τους υπενθύμισαν, ότι αυτή ήταν η τελευταία ημέρα τους ως φοιτητές στο πανεπιστήμιο.

Το τέλος φαίνεται να εμπνέει ένα δριμύ ανάμικτο συναίσθημα. Εμφανίζεται όταν συνειδητοποιούμε ότι κάτι που είχαμε συνηθίσει, τελείωσε (ή πρόκειται σύντομα να τελειώσει) και είναι εύλογο να πιστεύουμε ότι το τέλος στ’ αλήθεια είναι ακόμα πιο πιθανό από τα σενάρια που σκεφτόμαστε. Τα ανάμεικτα συναισθήματα, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, ανοίγουν την πόρτα στο να δώσουμε περισσότερο νόημα στη ζωή μας.

«Ενδεχομένως, επειδή ο χρόνος δεν ήταν στην πραγματικότητα περιορισμένος για τους συμμετέχοντες μας, να μπορούσαν να αντλήσουν θετικά συναισθήματα από το περιβάλλον τους χωρίς τη δυσκολία ή το άγχος που συνοδεύει κάτι που πρόκειται να τελειώσει στ’ αλήθεια», σημειώνουν η Layous και οι συνεργάτες της για το πείραμα τους που διήρκεσε ένα μήνα.

Κατά μία έννοια, το να φανταζόμαστε το τέλος μιας κατάστασης, μπορεί να προσφέρει περισσότερα οφέλη και λιγότερα μειονεκτήματα, σε σχέση με την αντιμετώπιση μιας πραγματικής απώλειας.

«Η σκέψη του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να νιώσουν περισσότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους» καταλήγουν οι Kristin Layous και συνεργάτες.

Μία νοσοκόμα μοιράστηκε τις σκέψεις της για το θάνατο, με βάση τα λεγόμενα ασθενών στο τέλος της ζωής τους: «Ανάμεσά τους είναι η θλίψη τους να εργάζεται κανείς τόσο σκληρά ώστε να χάνει την επαφή με τους στενούς του φίλους. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό, αισθάνομαι σύγχυση και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν δίνουμε προτεραιότητα στα σημαντικά πράγματα στη ζωή μας. Γιατί μας καταβάλλει τόσο πολύ το άγχος και η πίεση της καθημερινότητας και δεν είμαστε ευγνώμονες για αυτά που έχουμε;»

Παρόλο που τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να προκαλούν αμηχανία, αυτή η έρευνα προτείνει τουλάχιστον μια πιθανή, λύση: Φανταστείτε πως κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εσάς σύντομα θα φτάσει στο τέλος του. Αντί να σας δυσαρεστήσει, αυτή η άσκηση μπορεί να σας δώσει την ευκαιρία να εκτιμήσετε καλύτερα το παρόν ώστε να μην έχετε απωθημένα αργότερα.

Ο φόβος για την αγάπη και η ανάγκη μας να βλέπουμε τον Άλλον ως κτήμα μας

Όλοι μας δηλώνουμε -ευκαιρίας δοθείσης- την τεράστια σημασία της αγάπης στη ζωή του καθενός μας. Δεν είναι, όμως, καθόλου, μα καθόλου, βέβαιο πως όλοι μας, έστω η μειοψηφία, εννοούμε το ίδιο πράγμα για το τι σημαίνει αγάπη.

«Κατά βάθος, το ξέρω, πως με αγαπά» ισχυρίζονται πολλές γυναίκες που κακοποιούνται βάναυσα ή απατώνται εν γνώσει τους από τους συντρόφους τους. «Το κάνει από αγάπη ή για το καλό μου» μπορεί να σκέπτεται, να λέει ή να θέλει να πιστεύει ένα παιδί που κακοποιείται συστηματικά από κάποιον γονέα του. «Ο Θεός το κάνει για να μας δοκιμάσει» μπορεί να πιστεύει κάποιος ή να λέει μετά παρρησίας ένας ιερωμένος σε κάποιον που έχασε το παιδί του, την υγειά του ή τα υπάρχοντά του. Τα παραδείγματα ατέλειωτα.

Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στην ερωτική αγάπη και, πιο συγκεκριμένα, σε μία πλευρά της που έχει να κάνει με το αν και σε ποιο βαθμό βλέπουμε το ταίρι μας ως άτομο ξεχωριστό, με δικά του θέλω και ανάγκες, που μπορεί να μην συμπίπτουν με τις δικές μας, και αν ή μέχρι ποιου σημείου σεβόμαστε αυτή του τη διαφορετικότητα και μοναδικότητα.

Εάν, σε μια σχέση ερωτική, -και όχι μόνο- δεν υπάρχει αυτού του είδους η έγνοια, ο αλτρουισμός και η άρνηση χρησιμοποίησης του Άλλου και των αισθημάτων του προς ίδιον όφελος, τότε πρόκειται για οτιδήποτε άλλο, όχι όμως για αγάπη. Η αγάπη είναι σχεδόν πάντα συνυφασμένη με τόσα άλλα ταυτόχρονα συναισθήματα, προσδοκίες και ανάγκες -συνήθως υποσυνείδητες- που όλα μαζί δημιουργούν ένα απροσδιόριστο και αδιαίρετο Όλον, εντός του οποίου η αγάπη όχι μόνον δυσδιάκριτη είναι, αλλά προϋποθέτει πολύ μεγάλη συναισθηματική και γενικότερη ωριμότητα ώστε να μπορέσει κάποιος να τη βιώσει ατόφια και να τη διατηρήσει «αμόλυντη»...

Η σχέση φόβου και ανάγκης ελέγχου

Είναι αποδεδειγμένο πως όσο περισσότερο φοβόμαστε τόσο μεγαλύτερη είναι και η ανάγκη μας για έλεγχο ώστε να μειωθεί το δυσβάσταχτο αίσθημα φόβου που μας διακατέχει, μια δεδομένη στιγμή ή μόνιμα. Ο φόβος αυτός μπορεί να αφορά σε διάφορες καταστάσεις, αντικείμενα, άτομα ή και όλα μαζί ταυτόχρονα. Κάποιος μπορεί να έχει την ανάγκη να ελέγχει δέκα ή και περισσότερες φορές αν τα «μάτια» της κουζίνας είναι κλειστά, αν η βρύση του νιπτήρα δεν στάζει, αν η πόρτα είναι κλειδωμένη, αν το παιδί του αναπνέει ενώ κοιμάται, αν ο Άλλος τον/την αγαπά κ.τ.λ.

Έτσι, λοιπόν, όταν -για δικούς μας προσωπικούς λόγους και βιώματα- νιώσουμε κάποιου είδους απειλή εγκατάλειψης, ζήλεια, ανταγωνισμό και άλλα ανάλογα επώδυνα αισθήματα, τότε η ανάγκη ελέγχου του Άλλου μπορεί να είναι το μόνο αντίδοτο, που νομίζουμε πως υπάρχει, απέναντι στο φόβο ή στην απειλή αυτή. Το μέγεθος της ανάγκης ελέγχου είναι πάντα ανάλογο του μεγέθους του φόβου μας. Σε ανάλογες καταστάσεις, μπορούμε να φθάσουμε μέχρι και του σημείου να μισούμε, στην κυριολεξία, το οτιδήποτε είναι σημαντικό για τον Άλλον, δηλαδή, πράγματα ή/και πρόσωπα στη ζωή του -εκτός από εμάς- που αγαπά και που αφιερώνει χρόνο για αυτά (π.χ. εργασία, χόμπι, φίλοι, συγγενικά πρόσωπα κ.ά.). Στην πραγματικότητα, όμως, μισούμε το ότι ο Άλλος είναι ένα άτομο αυτόνομο και ξέχωρο από εμάς.

Σε μια τέτοια περίπτωση, θέλουμε υποσυνείδητα να εξαφανίσουμε κάθε είδους απόσταση μεταξύ του Εαυτού μας και του Άλλου ως ξεχωριστού ατόμου. Αρχίζουμε, λοιπόν, να του φερόμαστε και να υιοθετούμε μια στάση απέναντί του σαν να πρόκειται, στην ουσία, για ένα «αντικείμενο» -όχι πρόσωπο- που μας ανήκει απόλυτα. Κάτι τέτοιο μπορεί να μας δίνει μια πρόσκαιρη ψευδαίσθηση κατάργησης αυτής της ανυπόφορης για εμάς απόστασης, στερεί, όμως, από την ίδια τη σχέση το απαραίτητο οξυγόνο για να μπορέσει να υπάρξει μακροπρόθεσμα ως σχέση μεταξύ δύο ισότιμων ενήλικων ατόμων που χαίρονται να συνυπάρχουν αβίαστα, χωρίς την παρεμβολή «εσωτερικών φαντασμάτων».

Η παιχνιδιάρικη έκφραση μιας μητέρας που αναφωνεί: «Θα σε φάω, παιδί μου», στην ουσία, μια ανάλογη ανάγκη εκφράζει, αλλά, στην περίπτωση αυτή, αυτό γίνεται προς χάριν του μητρικού της ρόλου και της ιδιαιτερότητας της σχέσης τους στη διάρκεια της βρεφικής, κυρίως, ηλικίας. Εδώ, δεν πρόκειται για μια σχέση μεταξύ δύο ισότιμων ενήλικων ατόμων. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως και ένας γονέας δεν μπορεί να βλέπει το παιδί του ως προέκταση του εαυτού του και να του φέρεται ανάλογα, στραγγαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τη διαφορετικότητα και τον αληθινό εαυτό του παιδιού.

Ο φόβος της εγγύτητας

Μιλάμε, συνήθως, για το φόβο μας να χάσουμε το άτομο που αγαπάμε, πολύ σπανιότερα, όμως, για το φόβο πολλών από εμάς να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Ο φόβος της εγγύτητας -τόσο της σωματικής όσο, κυρίως, αυτής του μοιράσματος συναισθημάτων- οφείλεται, συνήθως, σε εμπειρίες που έχουν τις ρίζες τους στο ξεκίνημα της ζωής μας που, αν και υποσυνείδητες, αφήνουν το αποτύπωμά τους σε σώμα και ψυχή, επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας καθοριστικά όλες τις μετέπειτα στενές μας σχέσεις.

Όπως προαναφέραμε, ο φόβος -αλλά και το αίσθημα συνειδητής ή υποσυνείδητης εχθρότητας, σε μια ερωτική σχέση- προέρχεται, κατά κύριο λόγο, από το γεγονός πως ο Άλλος είναι, και θα παραμείνει στην ουσία για πάντα, ένα άτομο που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να κατέχουμε ή του οποίου τις σκέψεις και τα αισθήματα να γνωρίζουμε πλήρως.

Αυτή η αβεβαιότητα είναι για ορισμένους δυσβάσταχτη. Στην περίπτωση αυτή, ο φόβος της ουσιαστικής εγγύτητας εξωτερικεύεται και μετατρέπεται σε μια «αρρωστημένη» εγγύτητα στην οποία και οι δύο συμβάλλουν, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό μια ψευδαίσθηση εγγύτητας και σύμπλευσης. Η εχθρότητα σεξουαλικοποιείται και αποκτά τελετουργικές διαστάσεις με σαδομαζοχιστική, συχνά, χροιά σε κάθε τομέα της σχέσης. Ο καθένας κάνει -με τον τρόπο του- δύσκολη τη ζωή του Άλλου, παραμένοντας όμως στη σχέση, ό,τι και αν συμβεί.

Οι συγκρούσεις αυτές, όσο επώδυνες ή σκληρές και αν είναι, έχουν μια προβλεψιμότητα -δηλαδή μια γνώριμη αρχή και ένα γνώριμο τέλος (αρκετές φορές στο κρεβάτι με μεγάλη ερωτική ένταση) που, όμως, δίνουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν δίνει -όπως τα άτομα αυτά την εννοούν και την επιδιώκουν- μια αυθεντική σχέση αγάπης, στην οποία ο καθένας αποδέχεται τη διαφορετικότητα και την αυτονομία του Άλλου ως ξεχωριστού ατόμου.

Το «παράδοξο» της αγάπης

Ποιος, αλήθεια, θα άντεχε να ζει σε μια συνεχή κατάσταση έντασης, πληρότητας και ευδαιμονίας, αν ήταν μόνον έτσι μια σχέση αγάπης; Αυτό θα ήταν παρόμοιο με μια μανιακή κατάσταση, δηλαδή με μια, στην ουσία, διεγερτική κατάσταση που, μετά από κάποιο διάστημα, θα εξουθένωνε πλήρως. Όταν, όμως, μια σχέση αγάπης έχει τη δυνατότητα να ενσωματώνει την αβεβαιότητα και το φόβο της απώλειας, τότε μόνο μπορεί να επιβιώσει και να διαρκέσει. Τη στιγμή που θα θεωρήσει πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος, κανενός είδους απειλητική σκιά, καμία αβεβαιότητα, πως έχει φθάσει σε έναν τελικό προορισμό, τότε, την ίδια στιγμή, είναι σαν να υπογράφει και το τέλος της...

Η σοφία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας περιγράφει αυτήν ακριβώς την κατάσταση μέσα από το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Όταν, λοιπόν, ο πρώτος θα επανέφερε την αγαπημένη του Ευρυδίκη από το βασίλειο των νεκρών στη γη, χρειάσθηκε να κάνει μια συμφωνία με τον Άδη και την Περσεφόνη πως θα προχωρούσε μπροστά χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, για να διαπιστώσει αν αυτή τον ακολουθεί, μέχρι να φθάσουν στον επάνω κόσμο. Αυτός, από την αγωνία του, δεν άντεξε, γύρισε να δει αν πράγματι η Ευρυδίκη τον ακολουθεί με αποτέλεσμα, την ίδια στιγμή, να την ξαναχάσει, αυτήν τη φορά, για πάντα...

Επίλογος

Η πιο συχνή έκβαση μιας σχέσης, όπου οι εμπλεκόμενοι δεν αντέχουν την αβεβαιότητα και το ενδεχόμενο κάποιου είδους απώλειας, είναι η αποφυγή, η άρνηση ύπαρξης σοβαρών προβλημάτων στη σχέση, ο συμβιβασμός και, τελικά, η εξεζητημένη προσαρμογή, σε βάρος μιας ειλικρινούς και αυτόνομης συνύπαρξης. Σχεδόν πάντα, ο ένας από τους δύο συμβιβάζεται περισσότερο ή, καλύτερα, παραιτείται των προσωπικών του αναγκών. Αυτός είναι, συνήθως, ο άνδρας, χωρίς όμως να συνειδητοποιεί το συμβιβασμό και την άτακτη υποχώρησή του. Και η γυναίκα, φυσικά, μπορεί να παραιτείται ή να συμβιβάζεται, έχει όμως, συνήθως, μεγαλύτερη επίγνωση πως το κάνει...

Η μόνη πιθανότητα να διαρκέσει μία σχέση αγάπης είναι η αποδοχή του Άλλου ως αυτόνομου και ξεχωριστού ατόμου και άρα ενός ενδεχομένου απώλειάς του. Να τολμούμε να βλέπουμε τις όποιες δυσκολίες χωρίς να τις παραβλέπουμε, άλλοτε εξιδανικεύοντας, άλλοτε προσαρμοζόμενοι υπέρ του δέοντος και άλλοτε προβάλλοντας προσωπικές μας δυσκολίες στον Άλλον, μετατρέποντάς τες, με τον τρόπο αυτό, από προσωπικές σε διαπροσωπικές.

Στον έρωτα γινόμαστε ένα με τον Άλλον. Στην αγάπη ξαναγινόμαστε ζευγάρι που αποτελείται και πάλι από δύο άτομα που, όμως, μοιράζονται έναν κοινό χώρο με σεβασμό του καθενός προς τη διαφορετικότητα και αυτονομία του Άλλου.

Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως το μόνο αντίδοτο στο φόβο είναι η Αγάπη. Όμως, για να φθάσουμε εκεί, θέλει δουλειά πολλή...

Όταν το Φαίνεσθαι Υπερτερεί του Είναι

Από πού πήρε το όνομά της η Ναρκισσιστική Διαταραχή

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Νάρκισσος ήταν ένας νεαρός, γιος της νύμφης Λειριώπης και του ποταμού Κηφισού, ο οποίος ήταν τόσο όμορφος ώστε όλες οι νύμφες τον ήθελαν για σύντροφό τους.

Ο ίδιος όμως ήταν τόσο υπερόπτης που τις απέρριπτε όλες μία προς μία. Λέγεται δε πως μεταξύ άλλων απέρριψε και την νύμφη Ηχώ η οποία, απελπισμένη καθώς ήταν με τον έρωτά της, τον καλούσε συνεχώς έως ότου η φωνή της έσβησε και ακούγονταν πλέον μόνο οι τελευταίες συλλαβές του ονόματός του.

Το τραγικό τέλος του Νάρκισσου όμως είναι αυτό που κάνει την ιστορία του πολύ ενδιαφέρουσα και εξαιρετικά αλληγορική.

Μια μέρα, καθώς περιφερόταν στον ποταμό ο Νάρκισσος πρόσεξε το είδωλό του στο νερό.

Ήταν το πιο όμορφο πρόσωπο που είχε δει.

Θεωρώντας πως αυτό που έβλεπε ήταν άλλη μία από τις νύμφες που τον κυνηγούσαν, ερωτεύτηκε σφόδρα το είδωλό του και καθόταν με τις ώρες και το θαύμαζε, ενώ ταυτόχρονα παραπονιόταν που το πρόσωπο μέσα στο νερό δεν του έλεγε τίποτα, αλλά μόνο τον κοιτούσε.

Ο Νάρκισσος περνούσε ώρες ή και μέρες ολόκληρες κάνοντας τίποτα άλλο πέρα από το να θαυμάζει την ομορφιά του στο ποτάμι.

Αλλά δυστυχώς αυτό του το πάθος του κόστισε την ίδια του τη ζωή, καθώς μια μέρα στην προσπάθειά του να φιλήσει αυτό που θεωρούσε πως ήταν νύμφη έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε.

Αυτός λοιπόν ήταν ο Νάρκισσος της μυθολογίας ο οποίος έδωσε -και όχι άδικα- το όνομά του σε μια σύγχρονη ψυχολογική διαταραχή προσωπικότητας.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των ατόμων με Ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας;

Τα άτομα με ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας έχουν μία εικόνα μεγαλείου σε σχέση με τις δυνατότητές τους και ασχολούνται διαρκώς με φαντασιώσεις υπέρμετρης επιτυχίας.

Απαιτούν τον θαυμασμό και την προσοχή των άλλων και εξοργίζονται όταν οι άλλοι δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τους.

Οι διαπροσωπικές τους σχέσεις διαταράσσονται εύκολα καθώς αδυνατούν να δείξουν ενσυναίσθηση, φέρονται εγωιστικά και δεν είναι λίγες οι φορές που θα φτάσουν να πληγώσουν ή ακόμη και να καταστρέψουν (π.χ. οικονομικά, κοινωνικά) τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους μόνο και μόνο για να καταφέρουν να πετύχουν τον στόχο τους.

Συνήθως δίνουν την αίσθηση ότι είναι πολύ σημαντικά άτομα απορροφημένα στις διάφορες επιτυχίες του εαυτού τους.

Οι άνθρωποι με τη διαταραχή αυτή είναι αρκετά ευάλωτοι στην κριτική ενώ συνήθως ψάχνουν συντρόφους υψηλού κύρους τους οποίους εξιδανικέυουν.

Όταν ο περίγυρός τους τους απορρίπτει και πάψει κανείς να ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες τους εκείνοι θυμώνουν και τους απορρίπτουν.

Επίσης είναι συχνό να διακόψουν μια φιλική ή ερωτική σχέση για κάποιον άλλον που θα βρεθεί στο δρόμο τους, ο οποίος θα κατέχει μεγαλύτερο κύρος.

Ποια είναι η αιτιολογία αυτής της διαταραχής και που έχει τις ρίζες της;

Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες, ο εαυτός αναδύει μία διπολική δομή, όπου από τη μία πλευρά έχουν μια αίσθηση μεγαλείου και από την άλλη μία έντονη εξάρτηση από τους άλλους και τη γνώμη τους.

Σε παιδική πλέον ηλικία όταν οι γονείς ανταποκρίνονται στις ανάγκες του παιδιού με σεβασμό, ενσυναίσθηση, και τρυφερότητα, του ενισχύουν την αυτοαξία και την αυτοεκτίμηση.

Όταν αντίθετα είναι επικριτικοί και χρησιμοποιούν το παιδί ως μέσο για να καλύψουν δικές τους ανεκπλήρωτες ανάγκες και να τονώσουν τη δική τους αυτοπεποίθηση, τότε σίγουρα εκείνο δεν αναπτύσσει μία υγιή αυτοεικόνα.

Στην ενήλικη πλέον ζωή προσπαθούν να ενδυναμώνουν την αυτοαξία τους μέσα από την αέναη αναζήτηση της αγάπης και της αποδοχής των άλλων.

Έχοντας αναπτύξει μία εύθραυστη αυτοεκτίμηση, κοπιάζουν να διατηρήσουν την πεποίθηση ότι είναι ιδιαίτερα άτομα και άκρως χαρισματικά, μέσα από την ανατροφοδότηση που λαμβάνουν από το περιβάλλον.

Με άλλα λόγια τα άτομα αυτά εγκλωβίζονται στο στόχο τους, να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την μεγαλειώδη αίσθηση που έχουν για τον εαυτό τους και όλες τους οι εμπειρίες υποκινούνται με βάση αυτό.

Τείνουν να καυχιούνται διαρκώς με αποτέλεσμα οι άλλοι να αρχίζουν να δυσανασχετούν με την πάροδο του χρόνου και να τους εγκαταλείπουν.

Επίσης όταν κάποιος είναι πιο αποτελεσματικός από αυτούς σε μία δραστηριότητα προσπαθούν με κάθε τρόπο να τον υποτιμήσουν ακόμα και μπροστά τους.

Έτσι γίνεται κατανοητό για ποιο λόγο αυτά τα άτομα προκαλούν την αποξένωση από τους άλλους.

Γιατί η λεκτική κακοποίηση είναι τόσο επικίνδυνη αλλά υποτιμάται από την κοινωνία

Τι συνιστά τελικά λεκτική κακοποίηση και γιατί υπάρχει σύγχυση αναφορικά με τη σοβαρότητα των επιπτώσεων που προκαλεί;

Παλαιότερα οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η σωματική κακοποίηση είναι χειρότερη από τη λεκτική, σα να μπορούσε η ίδια η κακομεταχείριση να μετρηθεί. Τέτοιες απόψεις μπορεί κανείς να συναντήσει ακόμα και σήμερα· οι λέξεις είναι απλώς λέξεις και η λεκτική κακοποίηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια κάπως αβλαβής ή πολύ μακρινή ξαδέρφη της σωματικής κακοποίησης. Όλα αυτά όμως δεν ισχύουν.

Για την ακρίβεια, υπάρχουν έρευνες που υποδεικνύουν ότι, στην παιδική ηλικία, η λεκτική κακοποίηση μπορεί να αλλάξει κυριολεκτικά την αναπτυσσόμενη δομή του εγκεφάλου. Γνωρίζουμε επίσης από πολυάριθμες ψυχολογικές μελέτες ότι τα παιδιά εσωτερικεύουν τα μηνύματα που ακούνε μέσω της λεκτικής κακοποίησης – ότι είναι ανόητα, ανεπαρκή, κατώτερα· ότι δεν αξίζουν, δεν θα αγαπηθούν ποτέ επειδή είναι άσχημα – και καθώς οι λέξεις αυτές ακούγονται από τον παντογνώστη γονέα/ενήλικα, γίνονται η βάση για την πεποίθηση του παιδιού ότι αυτές είναι οι θεμελιώδεις «αλήθειες» για εκείνο.

Χωρίς παρέμβαση – χωρίς δηλαδή έναν ψυχοθεραπευτή που θα μπορέσει να αντιστρέψει αυτές τις πεποιθήσεις για τον εαυτό – το παιδί κουβαλά αυτές τις υποτιθέμενες αλήθειες στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή. Τα λεκτικώς κακοποιημένα παιδιά συχνά αντιμετωπίζουν ψυχικά προβλήματα στην ενήλικη ζωή τους.

Αναγνωρίζοντας την λεκτική κακοποίηση

Εκτός από τη σοβαρότητα του φαινομένου, επικρατεί σύγχυση και για το τι συνιστά τελικά λεκτική κακοποίηση. Επειδή όλοι λίγο πολύ κάποια στιγμή θα παραφερθούμε, σωστά; Εν βρασμώ ψυχής, ποιος ανάμεσά μας μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχει ξεφουρνίσει κάποια προσβολή ή δεν προσπάθησε να υποβιβάσει τον άλλο; Υπάρχουν όμως ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στη λεκτική κακοποίηση και στο θυμό της στιγμής. Τα παρακάτω στοιχεία ίσως καθαρίσουν λίγο το τοπίο:

– Η λεκτική κακοποίηση λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας σχέσης και ο βαθμός της ζημιάς που καταφέρνει είναι ανάλογος της σημασίας της σχέσης. Μπορεί να είναι ενοχλητικό ένας άγνωστος να μας πει κάτι υποτιμητικό, αλλά δεν προκαλέσει μόνιμη ζημιά. Οι κακοποιητές από τους οποίους εξαρτόμαστε, χρειαζόμαστε ή ακόμα και αγαπάμε πληγώνουν βαθιά.

– Η λεκτική κακοποίηση ευδοκιμεί σε μια σχέση με ανισορροπία εξουσίας. Αυτή υπάρχει ανάμεσα σε έναν γονέα ή δάσκαλο και ένα παιδί ή μαθητή, αλλά επίσης μπορεί να υφίσταται και ανάμεσα σε ενήλικες, όπου ο ένας έχει εξουσία πάνω στον άλλο οικονομικά, συναισθηματικά ή με συνδυασμό και των δύο. Η λεκτική κακοποίηση είναι ένας τρόπος διατήρησης του ελέγχου και της εξουσίας.

– Η λεκτική κακοποίηση συμβαίνει με κίνητρο και είναι συνεχής. Πρόθεσή του θύτη είναι η απομόνωση και αποδυνάμωση του άλλου. Δεν είναι μια συμπεριφορά της στιγμής.

– Η λεκτική κακοποίηση συχνά κανονικοποιείται ή δικαιολογείται από το θύμα, επειδή ο θύτης του είναι συναισθηματικά σημαντικός, και, στην περίπτωση των παιδιών, δεν γνωρίζουν πώς είναι τελικά μια φυσιολογική συμπεριφορά.

Αυτός ο μηχανισμός ενδυναμώνεται από τις δικαιολογίες του ίδιου του γονέα (Προσπαθώ απλώς να σε σκληρύνω επειδή η ζωή είναι δύσκολη ή Δεν θέλω να νομίζεις ότι είσαι σημαντικός γιατί θα γίνεις ψώνιο), από τις κατηγορίες του (Δεν θα σου φώναζα αν συμπεριφερόσουν καλύτερα ή Δεν μου αρέσει να σου φωνάζω αλλά με αναγκάζεις). Άλλες φορές ο θύτης επιμένει ότι είναι για το καλό του παιδιού (ονομάζεται αγάπη επειδή πρέπει να προσέχεις για να πετύχεις ή αν δεν σε πίεζα, ποτέ δεν θα έκανες κάτι σωστά).

– Υπάρχουν κι άλλοι ενήλικες με εξουσία στα παιδιά που μπορούν να χρησιμοποιούν τις λέξεις ως όπλα, όπως δάσκαλοι, μέντορες, ιερείς.

Πόσο δύσκολο είναι ακόμα στις μέρες μας η λεκτική κακοποίηση να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τους ενήλικες και από το κοινωνικό σύστημα στο σύνολό του. Η λεκτική κακοποίηση είναι κακοποίηση. Τελεία. Τίποτα λιγότερο.

Ο δρόμος προς την προσωπική ελευθερία

Να Είστε Άμεμπτοι στη Χρήση του Λόγου Σας.

ΤΟ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΑΠΟ ΟΛΑ, αλλά και αυτό που προδίδεται πιο εύκολα. Είναι τόση η σπουδαιότητα της, ώστε με αυτήν και μόνο θα είστε σε θέση να μεταφερθείτε στο επίπεδο εκείνο της ύπαρξης που εγώ αποκαλώ παράδεισο επί της γης.

Ο λόγος δεν είναι απλά ένας ήχος ή ένα γραπτό σύμβολο. Ο λόγος είναι μια δύναμη: είναι η δύναμή σας να εκφράζεστε και να επικοινωνείτε, να σκέπτεστε κι άρα να δημιουργείτε τα γεγονότα της ζωής σας. Είστε σε θέση να μιλάτε. Ποιο άλλο ζώο πάνω στον πλανήτη έχει αυτό το χάρισμα; Ο λόγος είναι το πιο ισχυρό εργαλείο που διαθέτει ο άνθρωπος, ένα εργαλείο με μαγικές ιδιότητες.

Ωστόσο, όπως και το σπαθί με τις δύο κόψεις, ο λόγος σας μπορεί να πλάσει το πιο ωραίο όνειρο αλλά και να γκρεμίσει τα πάντα γύρω σας. Η μία κόψη είναι η κακή χρήση του λόγου, η οποία δημιουργεί μια ζωντανή κόλαση. Η άλλη κόψη είναι η άμεμπτη χρήση του λόγου, που μπορεί να δημιουργήσει μόνο ομορφιά κι αγάπη και να φέρει τον παράδεισο στη γη.

Ανάλογα με το πώς τον χρησιμοποιείτε, ο λόγος μπορεί να σας απελευθερώσει ή να σας φυλακίσει περισσότερο απ’ όσο φαντάζεστε. Όλη η δύναμη που διαθέτετε βασίζεται στο λόγο σας.

Μην Παίρνετε Τίποτα Προσωπικά.

Να μην παίρνετε τίποτε προσωπικά. Ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω σας, δεν πρέπει να το παίρνετε προσωπικά. Χρησιμοποιώντας ένα προηγούμενο παράδειγμα, αν σας συναντήσω στο δρόμο και σας πω ότι είστε βλάκας, χωρίς να σας γνωρίζω, το πρόβλημα δεν το έχετε εσείς, αλλά εγώ. Αν το πάρετε προσωπικά, τότε ίσως πιστέψετε ότι είστε βλάκας. “Πώς το ξέρει;” μπορεί να σκεφτείτε. “Έχει μαντικές ικανότητες ή είναι τόσο ολοφάνερο ότι είμαι βλάκας;”

Το παίρνετε προσωπικά επειδή συμφωνείτε με ό,τι ακούσατε. Από τη στιγμή που συμφωνείτε, το δηλητήριο σας διαποτίζει και βρίσκεστε παγιδευμένοι στο όνειρο της κόλασης. Εκείνο που σας παγιδεύει είναι αυτό που εγώ αποκαλώ προσωπική σπουδαιότητα. Η προσωπική σπουδαιότητα, το να παίρνουμε δηλαδή τα πράγματα προσωπικά, είναι η μέγιστη εκδήλωση εγωισμού, επειδή υποθέτουμε ότι τα πάντα περιστρέφονται γύρω από εμάς.

Μαθαίνουμε να τα παίρνουμε όλα προσωπικά κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης μας ή της εξημέρωσης μας. Πιστεύουμε ότι είμαστε υπεύθυνοι για τα πάντα. Το εγώ μας κυριαρχεί.

Όμως, οι άλλοι δεν κάνουν τίποτε εξαιτίας σας. Το κάνουν για δικούς τους λόγους. Όλοι οι άνθρωποι ζουν στο δικό τους όνειρο, εγκλωβισμένοι στο δικό τους νου: βρίσκονται σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο απ’ αυτόν που ζούμε εμείς. Όταν παίρνουμε κάτι προσωπικά, είναι σαν να υποθέτουμε ότι οι άλλοι γνωρίζουν από τι αποτελείται ο κόσμος μας και προσπαθούμε να επιβάλουμε αυτό τον κόσμο στον δικό τους.

Μην Κάνετε Υποθέσεις

Έχουμε την τάση να κάνουμε υποθέσεις για τα πάντα. Το πρόβλημα με αυτό είναι ότι πιστεύουμε πως οι υποθέσεις που έχουμε κάνει είναι και η αλήθεια. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ακόμα και όρκο. Κάνουμε υποθέσεις για το τι πράττουν ή σκέφτονται οι άλλοι —το παίρνουμε προσωπικά— κι έπειτα τους κατηγορούμε κι αντιδράμε ποτίζοντας τους συναισθηματικό δηλητήριο με το λόγο μας.

Γι’ αυτό, όταν κάνουμε υποθέσεις, είναι σαν να πηγαίνουμε γυρεύοντας. Υποθέτουμε κάτι, το παρεξηγούμε, το παίρνουμε προσωπικά και καταλήγουμε να δημιουργούμε ένα τεράστιο πρόβλημα από το τίποτα.

Όλος ο πόνος και η θλίψη που έχετε βιώσει στη ζωή σας είχαν τη ρίζα τους στο ότι κάνατε υποθέσεις και τα παίρνατε όλα προσωπικά. Σταθείτε για μια στιγμή και συλλογιστείτε πόσο αληθινό είναι αυτό. Όλο το σύστημα ελέγχου της ανθρωπότητας στηρίζεται στο να κάνουμε υποθέσεις και να παίρνουμε τα πράγματα προσωπικά. Σ ε αυτά βασίζεται ολόκληρο το όνειρο της κόλασης στο οποίο ζούμε.

Παράγουμε πολύ συναισθηματικό δηλητήριο μόνο και μόνο με το να κάνουμε υποθέσεις και να παίρνουμε κάτι προσωπικά, επειδή συνήθως αρχίζουμε να κουτσομπολεύουμε με βάση τις υποθέσεις μας. Μην ξεχνάτε ότι το κουτσομπολιό είναι ο τρόπος επικοινωνίας μας στο όνειρο της κόλασης και ότι μέσω αυτού μεταφέρουμε δηλητήριο ο ένας στον άλλον.

Επειδή φοβόμαστε να ζητήσουμε εξηγήσεις, κάνουμε υποθέσεις και πιστεύουμε ότι αυτές είναι απόλυτα σωστές. Το επόμενο βήμα είναι να υποστηρίξουμε αυτές τις υποθέσεις και να προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι κάποιος άλλος έχει άδικο. Είναι πάντοτε προτιμότερο να κάνουμε ερωτήσεις αντί να καταφεύγουμε σε υποθέσεις, γιατί οι υποθέσεις οδηγούν στο δρόμο του πόνου.

Δίνετε Πάντα τον Καλύτερο Εαυτό σας

Εκείνη που επιτρέπει στις προηγούμενες τρεις να γίνουν βαθιά ριζωμένες συνήθειες. 'Εχει να κάνει με την εφαρμογή των υπόλοιπων: Δίνετε πάντα τον καλύτερο εαυτό σας.

Να δίνετε πάντα τον καλύτερο εαυτό σας, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Να μην ξεχνάτε, όμως, ότι ο καλύτερος εαυτός σας δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος από τη μια στιγμή στην άλλη. Τα πάντα γύρω μας αλλάζουν διαρκώς, οπότε ο καλύτερος εαυτός σας μπορεί τη μια να είναι πραγματικά καλός και την άλλη όχι και τόσο.

Όταν ξυπνάτε το πρωί αναζωογονημένοι και γεμάτοι ενέργεια, ο καλύτερος εαυτός σας θα είναι πολύ καλύτερος απ’ ότι το απόγευμα που θα γυρίζετε κουρασμένοι από τη δουλειά. Ο καλύτερος εαυτός σας θα είναι πολύ καλύτερος όταν είστε υγιείς παρά όταν είστε άρρωστοι, όταν είστε νηφάλιοι παρά όταν είστε μεθυσμένοι. Ο καλύτερος εαυτός σας θα εξαρτάται άμεσα από το αν νιώθετε χαρούμενοι και αισιόδοξοι ή αναστατωμένοι, θυμωμένοι, πληγωμένοι.

Ο καλύτερος εαυτός σας μπορεί να αλλάζει από ώρα σε ώρα και από μέρα σε μέρα, ανάλογα με τις διαθέσεις σας. Θα αλλάζει, επίσης, με την πάροδο του χρόνου. Αποκτώντας σιγά-σιγά τη συνήθεια των τεσσάρων καινούριων συμφωνιών, ο καλύτερος εαυτός σας θα γίνεται ολοένα καλύτερος απ’ ό,τι υπήρξε στο παρελθόν.

Παρ’ όλα αυτά, εσείς θα πρέπει να εξακολουθήσετε να δίνετε τον καλύτερο εαυτό σας — ούτε λιγότερο αλλά ούτε και περισσότερο απ’ αυτό. Αν κοπιάσετε για να δώσετε κάτι παραπάνω απ’ αυτό που μπορείτε, θα σπαταλήσετε πολύτιμη ενέργεια και στο τέλος ο καλύτερος εαυτός σας δεν θα αρκεί.

Όταν το παρακάνετε, εξαντλείτε το σώμα σας και, καθώς θα πηγαίνετε ενάντια στον εαυτό σας, θα χρειάζεστε περισσότερο χρόνο για να πραγματοποιήσετε το σκοπό σας. Αν πάλι κάνετε λιγότερες προσπάθειες από όσες μπορείτε να κάνετε, υποβάλετε τον εαυτό σας σε απογοητεύσεις, τύψεις και ενοχές.

Να κάνετε πάντα ό,τι καλύτερο μπορείτε σε οποιαδήποτε περίσταση της ζωής σας. Δεν έχει σημασία αν είστε κουρασμένοι ή άρρωστοι — εάν δώσετε τον καλύτερο εαυτό σας, τότε δεν πρόκειται ποτέ να τον κρίνετε. Και όταν δεν κρίνετε τον εαυτό σας, δεν τον υποβάλλετε και σε τύψεις, ενοχές ή τάσεις αυτοτιμωρίας. Κάνοντας πάντα το καλύτερο δυνατό, θα απαλλαγείτε από ένα ισχυρό ξόρκι που σας βαραίνει.

Σημασία δεν έχει ποιος έφυγε πρώτος, αλλά ποιος θα ξεχάσει τελευταίος

Οι αποφάσεις γεννιούνται τις δύσκολες ώρες.

Είναι οι κόρες της καταιγίδας κι οι αδερφές της αστραπής.

Φωτίζουν το μυαλό μπροστά στα σταυροδρόμια.
Εκεί όπου οι επιλογές χαράζουν την ψυχή και την ματώνουν.

Ξεπλένουν δισταγμούς και καθαρίζουν τον νου από τα σκουπίδια της αναβλητικότητας.
Έρχονται πάντα στο τέλος της τραγωδίας. Την ώρα που τελειώνουν τα λόγια και δεν υπάρχουν επόμενες πράξεις.
Διότι η παράσταση έχει ήδη δοθεί.

Κάθε νικημένη αγάπη είναι μια τραγωδία που μπορεί να σε οδηγήσει στην τρέλα. Αν καθίσεις και σκεφτείς ποιος ήσουν στην αρχή της και τι κατέληξες στο τέλος.

Εκθρονισμένος βασιλιάς ή ηττημένος στρατιώτης.
Αριστοκράτης ή ζητιάνος.
Χαρισματικός προφήτης ή κοντόφθαλμος αλαζόνας.

Τότε είναι που παίρνεις την απόφαση να φύγεις από αυτό που καταστρέφεται και σε καταστρέφει.
Ν’ απομακρυνθείς από αυτό που σε πονάει χωρίς έλεος.

Άλλωστε κανείς δεν μένει σε ερείπια σκονισμένα, ούτε σε άδειους χώρους, όπου κι ο παραμικρός ψίθυρος ηχεί σαν αντίλαλος δυνατά.

Αποφασίζεις να φύγεις από κει που δεν εκτιμήθηκε η αξία σου.
Από κει που δεν βρίσκεται κανείς πια να σε κρατήσει κοντά του.
Μόνο εσύ έμεινες να παλεύεις, να στηρίζεις και να προσπαθείς.

Ο άλλος, ο άνθρωπός σου, έχει φύγει ήδη, ψελλίζοντας ασυναρτησίες.
Στρίμωξε όπως όπως καρδιά κι αναμνήσεις σε ένα σακ βουαγιάζ δευτέρας διαλογής.

Αναρωτιέσαι αν έχει σημασία, ποιος έμεινε πίσω να κοιτάει απορημένος και ποιος προχώρησε πρώτος μπροστά.

Ή νομίζει ότι προχώρησε…

Ένα να ξέρεις, σου ψιθυρίζει ο χρόνος, σκαλίζοντας το έδαφος της μνήμης.

Σημασία δεν έχει ποιος έφυγε πρώτος, αλλά ποιος θα ξεχάσει τελευταίος.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Όποιος δίνει μεγάλη αξία στη γνώμη των ανθρώπων τους τιμά περισσότερο από όσο θα ‘πρεπε

ΑΥΤΟ το πώς είμαστε κατά τη γνώμη των άλλων, εξαιτίας μιας ιδιαίτερης αδυναμίας της φύσης μας, παίρνει σε κάθε περίπτωση υπερβολική βαρύτητα, παρόλο που λίγη μόνο σκέψη και περισυλλογή θα μας δίδασκε ότι για την ευτυχία μας δεν έχει καμία σημασία. Είναι επομένως δύσκολο να εξηγηθεί το ότι κάθε άνθρωπος χαίρεται μέσα του τόσο πολύ και νιώθει να κολακεύεται η ματαιοδοξία του όταν αντιληφθεί σημάδια ευνοϊκής γνώμης από τους άλλους και αντίστροφα, είναι ν’ απορεί κανείς πόσο πολύ κάθε αμφισβήτηση της φιλοδοξίας του με οποιαδήποτε έννοια, σε οποιονδήποτε βαθμό και σχέση, κάθε υποτίμηση, υποβάθμιση, έλλειψη εκτίμησης βρίσκει τον στόχο της με βεβαιότητα, τον πληγώνει και συχνά τον πονάει βαθιά. Εφόσον σε τούτη την ανθρώπινη ιδιότητα βασίζεται το αίσθημα της τιμής, μπορεί να είναι χρήσιμη και παραγωγική για τη συμβατική καλή συμπεριφορά πολλών σαν υποκατάστατο της ηθικής τους, αλλά στην ευτυχία του ανθρώπου, και ιδίως στην τόσο ουσιαστικής σημασίας για την ευτυχία του ψυχική ηρεμία και ανεξαρτησία, δεν συμβάλει, πιο πολύ τη διαταράσσει και δημιουργεί προσκόμματα. Γι αυτό μέσα από τους ενδεδειγμένους συλλογισμούς και τη σωστή εκτίμηση των αγαθών θα συμβουλεύαμε να μετριάσει κανένας κατά το δυνατόν εκείνη τη μεγάλη ευαισθησία απέναντι στην ξένη γνώμη, τόσο εκεί που κολακεύεται όσο και εκεί που πληγώνεται γιατί και τα δύο κρέμονται από την ίδια κλωστή. Διαφορετικά μένει κανείς δούλος της ξένης γνώμης και των ξένων σκέψεων:

Sic leve, sic parvum est, animum quod laudis avarum Subruit ac reficit.

[Τόσο μικρό, τόσο ασήμαντο είναι αυτό που ρίχνει κάτω και που ανυψώνει εκείνον που διψάει για εγκώμια.] -Οράτιος, Epistulae 2, 1, 179

Εκτός αυτού, ό,τι διαδραματίζεται σε μια ξένη συνείδηση, καθαυτό, για εμάς είναι αδιάφορο, και επίσης κι εμείς σιγά σιγά θα γινόμαστε αδιάφοροι, όταν αποκτήσουμε αρκετή γνώση του επιφανειακού και ρηχού των σκέψεων, της πνευματικής στενότητας των εννοιών, της μικροπρέπειας του φρονήματος, του στρεβλού των απόψεων και του πλήθους των πλανών στα περισσότερα κεφάλια, κι ακόμα μάθουμε από προσωπική πείρα με πόση υποτίμηση μιλάει κανένας συχνά για κάποιον όταν δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από αυτόν ή νομίζει πως δεν θα φτάσει στ’ αφτιά του. Ιδιαίτερα όμως, αφού μια φορά θα ακούσουμε με πόση περιφρόνηση μιλάνε μερικοί ηλίθιοι για τους μεγαλύτερους άντρες. Τότε θα καταλάβουμε πως όποιος δίνει μεγάλη αξία στη γνώμη των ανθρώπων τους τιμά περισσότερο από όσο θα ‘πρεπε.

Πράγματι, η αξία που δίνουμε στη γνώμη των άλλων και η διαρκής έγνοια μας γι’ αυτή υπερβαίνει κατά κανόνα κάθε λογικό όριο, έτσι που να μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος γενικά εξαπλωμένης ή πιο πολύ έμφυτης μανίας. Σε όλα όσα χάνουμε ή αποφεύγουμε πρώτα πρώτα σκεφτόμαστε την ξένη γνώμη, και από την έγνοια μας γι’ αυτή, με μια ακριβέστερη εξέταση διαπιστώνουμε πώς έχει προέλθει σχεδόν το μισό από όλες τις στενοχώριες και τους φόβους που έχουμε νιώσει ποτέ. Γιατί βρίσκεται πίσω από κάθε συναίσθημα μείωσης, πίσω από όλες τις φιλαρέσκειες και τις αλαζονείες, την επιδεικτικότητα και την καυχησιολογία. Χωρίς αυτή την έγνοια και μανία η πολυτέλεια και η χλιδή θα έχαναν τα εννιά δέκατα της αξίας τους. Κάθε αλαζονική υπερηφάνεια, όσο διαφορετικού είδους και περιοχής και αν είναι, κάθε έπαρση βασίζεται σε αυτή – και τι θυσίες απαιτεί πολλές φορές!

ARTHUR SCHOPENHAUER, Το ασήμαντο αιώνια επαινούν

Το άλογο να πετάει

Ο σουλτάνος (της Περσίας) είχε καταδικάσει δύο απατεώνες άντρες σε θάνατο. 

Ο ένας απ’ αυτούς, επειδή ήξερε πόσο αγαπούσε ο σουλτάνος τα άλογα, προσφέρθηκε να διδάξει στο άλογό του να πετάει, μέσα σε ένα χρόνο, με αντάλλαγμα τη ζωή του. 

Ο σουλτάνος, που θα του άρεσε να είναι o αναβάτης του μοναδικού ιπτάμενου αλόγου στον κόσμο, συμφώνησε. 

Ο άλλος φυλακισμένος κοίταξε το φίλο του αποσβολωμένος, «Το ξέρεις πως τα άλογα δεν πετάνε. Τι σε έκανε να σκεφτείς μια τέτοια ιδέα; Απλά καθυστερείς το αναπόφευκτο», «Δεν νομίζω», είπε ο πρώτος φυλακισμένος, 
«Στην πραγματικότητα έχω δώσει στον εαυτό μου τέσσερις ευκαιρίες για να απελευθερωθώ. 
Πρώτον, μπορεί να πεθάνει ο σουλτάνος μέσα σ’ αυτό το χρόνο. 
Δεύτερον, μπορεί να πεθάνω εγώ. 
Τρίτον, μπορεί να πεθάνει το άλογο. 
Και τέταρτον… μπορεί να μάθω στο άλογο να πετάει!»

Μόνο αν ξεκινούν όλοι από το ίδιο σηµείο εκκίνησης μπορούμε να πούμε ότι οι νικητές του αγώνα, αξίζουν τα έπαθλά τους

Ο Τζων Ρωλς παρουσιάζει το επιχείρηµα της ηθικής αυθαιρεσίας συγκρίνοντας διάφορες αντίπαλες θεωρίες δικαιοσύνης, µε πρώτη τη φεουδαρχική αριστοκρατία. Στις µέρες µας κανείς δεν υπερασπίζεται τη δικαιοσύνη των φεουδαρχικών αριστοκρατιών ή του συστήµατος των καστών. Αυτά τα συστήµατα είναι άδικα, όπως παρατηρεί ο Ρωλς, γιατί κατανέµουν το εισόδημα, τον πλούτο, τις ευκαιρίες και την εξουσία µε κριτήριο τα τυχαία χαρακτηριστικά µε τα οποία γεννιόμαστε. Αν γεννηθείς αριστοκράτης, έχεις δικαιώµατα και εξουσίες που δεν διαθέτουν όσοι γεννιούνται δούλοι. Αλλά οι περιστάσεις της γέννησής σου δεν είναι δικό σου επίτευγμα. Είναι άδικο λοιπόν να εξαρτώνται οι προοπτικές της ζωής σου απὀ αυτό το αυθαίρετο γεγονός.

Οι κοινωνίες της αγοράς διορθώνουν αυτή την αυθαιρεσία, ως έναν βαθµό τουλάχιστον. Ανοίγουν ευκαιρίες σταδιοδρομίας σε όσους έχουν τα απαραίτητα ταλέντα, και διασφαλίζουν την ισότητα ενώπιον του νόµου. Κατοχυρώνονται οι ίσες βασικές ελευθερίες των πολιτών, και η κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου καθορίζεται από την ελεύθερη αγορά.

Το σύστημα αυτό -μια ελεύθερη αγορά µε τυπική ισότητα ευκαιριών- εκφράζει την ελευθεριακή θεωρία της δικαιοσύνης. Συνιστά πρόοδο έναντι των φεουδαρχικών κοινωνιών και των κοινωνιών των καστών, καθώς απορρίπτει τις παγιωμένες ιεραρχίες της γένεσης. Νομικά, επιτρέπει σε όλους να προσπαθήσουν και να ανταγωνιστούν τους άλλους. Στην πράξη, ωστόσο, οι ευκαιρίες µπορεί να απέχουν πολύ από την ισότητα.

Όσοι έχουν οικογένειες που τους υποστηρίζουν και µια καλή εκπαίδευση διαθέτουν προφανή πλεονεκτήματα έναντι των υπολοίπων. Το ότι επιτρέπεται σε όλους να λάβουν µέρος στον αγώνα είναι κάτι θετικό. Αλλά, αν οι δρομείς ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, ο αγώνας δεν είναι δίκαιος. Γι’ αυτό, όπως υποστηρίζει ο Ρωλς, η κατανομή του εισοδήµατος και του πλούτου που προκύπτει από µια ελεύθεϱη αγορά µε τυπική ισότητα ευκαιριών δεν µπορεί να θεωρήθεί δίκαια. Η εμφανέστερη αδικία του ελευθεριακού συστήµατος είναι «ότι επιτρέπει σε παράγοντες τόσο αυθαίρετους από ηθική σκοπιά να επηρεάζουν, µε ακατάλληλο τρόπο, τα διανεµητικά μερίδια».

Ένας τρόπος για να διορθώσουμε αυτή την αδικία είναι να διορθώσουμε τα κοινωνικά και οικονομικά µειονεκτήµατα. Μια δίκαιη αξιοκρατία κινείται σε αυτή την κατεύθυνση προχωρώντας πέρα απὀ την απλή τυπική ισότητα ευκαιριών. Απομακρύνει τα εµπόδια που δυσχεραίνουν την επιτυχία προσφέροντας ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες, έτσι ώστε όσοι προέρχονται από φτωχές οικογένειες να μπορούν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις όσους προέρχονται από πιο προνομιούχα περιβάλλοντα. Θεσπίζει προγράµµατα κοινωνικής πρόνοιας για τα παιδιά χαμηλόμισθων οικογενειών, προγράμματα διατροφής και υγειονομικής περίθαλψης των παιδιών, προγράµµατα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης – ό,τι είναι απαραίτητο ώστε να φτάσουν όλοι, ανεξάρτητα από την ταξική ή την οικογενειακή τους προέλευση, στο ίδιο σηµείο εκκίνησης. Σύμφωνα µε την αξιοκρατική αντίληψη, η κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου που προκύπτει από µια ελεύθερη αγορά είναι δίκαιη, αλλά µόνο αν όλοι έχουν την ίδια ευκαιρία να αναπτύξουν τα ταλέντα τους. Μόνο αν ξεκινούν όλοι από το ίδιο σηµείο εκκίνησης μπορούμε να πούμε ότι οι νικητές του αγώνα, αξίζουν τα έπαθλά τους.

Ο Ρωλς πιστεύει ότι η αξιοκρατική αντίληψη διορθώνει ορισμένα ηθικά αυθαίρετα πλεονεκτήματα, αλλά απέχει και πάλι απὀ το δίκαιο. Γιατί, ακόµη και αν κατορθώσουµε να τους φέρουμε όλους στο ίδιο σηµείο εκκίνησης, είναι λίγο πολύ προβλέψιµο ποιος θα κερδίσει τον αγώνα ταχύτεροι δροµείς. Αλλά όσοι τρέχουν γρήγορα δεν το έχουν κατορθώσει αυτό αποκλειστικά και µόνο µε τη δική τους προσπάθεια. Η ικανότητά τους αυτή είναι ηθικά τυχαία όπως και η γέννηση ενός ατόμου σε µια εύπορη οικογένεια. «[Α]κόμη και αν καταφέρει να εξαλείψει πλήρως την επίδραση των κοινωνικών τυχαιοτήτων», όπως γράφει ο Ρωλς, το αξιοκρατικό σύστηµα «εξακολουθεί να επιτρέπει τον καθορισμό της διανοµής του πλούτου και του εισοδήµατος από τη φυσική διανοµή ικανοτήτων και ταλέντων».

Αν ο Ρωλς έχει δίκιο, ακόµη και µια ελεύθερη αγορά που λειτουργεί σε µια κοινωνία µε ίσες εκπαιδευτικές ευκαιρίες δεν οδηγεί στη δίκαιη κατανομή του εισοδήµατος και του πλούτου. Ο λόγος: «[Τ]α διανεµητικά μερίδια κρίνονται απὀ την κλήρωση ενός Φυσικού λαχείου, δηλαδή από µια έκβαση πιο αυθαίρετη από ηθική σκοπιά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ο προσδιορισμός της διανομής του εισοδήματος και του πλούτου από τη διανοµή των φυσικών χαρισµάτων να επιτρέπεται περισσότερο σε σχέση με τον προσδιορισμό από την ιστορική και κοινωνική τυχαιότητα».

Ο Ρωλς συμπεραίνει ότι η αξιοκρατική αντίληψη περί δικαιοσύνης πάσχει (αλλά σε μικρότερο βαθμό) για τον ίδιο λόγο που πάσχει και η ελευθεριακή αντίληψη- και οι δύο βασίζουν τα κατανεμόµενα μερίδια σε παράγοντες που είναι ηθικά αυθαίρετοι. «Από τη στιγµή που προβληματιζόμαστε για την επιρροή είτε των κοινωνικών είτε των φυσικών τυχαιοτήτων στον καθορισµό των διανεµητικών µεριδίων, αν το καλοσκεφτούµε, εφόσον µας ενοχλεί το ένα, είµαστε υποχρεωμένοι να µας ενοχλεί και το άλλο. Από ηθική σκοπιά και τα δύο φαίνονται εξίσου αυθαίρετα».

Ο Ρωλς υποστηρίζει ότι, αν παρατηρήσουμε την ηθική αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει τόσο την ελευθεριακή όσο και την αξιοκρατική θεωρία της δικαιοσύνης, θα απαιτήσουμε οπωσδήποτε µια πιο εξισωτική αντίληψη. Αλλά ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η αντίληψη; Η διόρθωση των άνισων εκπαιδευτικών ευκαιριών διαφέρει από τη διόρθωση των άνισων έμφυτων ικανοτήτων. Αν µας ενοχλεί το γεγονός ότι ορισμένοι δρομείς είναι ταχύτεροι από άλλους, θα πρέπει να υποχρεώσουµε τους προικισµένους δρομείς να φορούν µολυβένια παπούτσια; Ορισμένοι επικριτές του εξισωτισμού πιστεύουν ότι η µόνη εναλλακτική δυνατότητα πέρα από την αξιοκρατική κοινωνία της αγοράς είναι η ισοπεδωτική ισότητα που βάζει εμπόδια στους ταλαντούχους.

Ένας εξισωτικός εφιάλτης

Ο «Harrison Bergeron», ένα διήγηµα του Kurt Vonnegut, Jr., εκφράζει αυτή την ανησυχία µέσα απὀ µια δυστοπία επιστηµονικής φαντασίας. «Ήταν το έτος 2084». ξεκινά η ιστορία.
«Και όλοι ήταν επιτέλους ίσοι… Κανείς δεν ήταν εξυπνότερος από κανέναν άλλο. Κανείς δεν ήταν ωραιότερος από τους άλλους. Κανείς δεν ήταν δυνατότερος ή γρηγορότερος από κανέναν άλλο». Αυτή η απόλυτη ισότητα επιβλήθηκε από τα ὁργανα του Στρατηγού Εμποδιστή των Ηνωμένων Πολιτειών. Όσοι πολίτες διέθεταν νοημοσύνη άνω του μέσου όρου ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ραδιοφωνικές συσκευές νοητικής παρεμπόδισης στα αυτιά τους. Κάθε είκοσι περίπου δευτερόλεπτα, ένας κυβερνητικός πομπός θα τους μετέδιδε έναν οξύ ήχο για να τους εμποδίσει “να εκμεταλλευθούν το άδικο πλεονέκτημα του μυαλού τους”.

Ο Harrison Bergeron, δεκατεσσάρων ετών, είναι ασυνήθιστα όμορφος και προικισμένος, κι έτσι έπρεπε να φέρει ισχυρότερες συσκευές παρεµπόδισης απ’ ό,τι οἱ περισσότεροι άλλοι. Αντί για το µικρό ραδιόφωνο στο αυτί, «φορούσε ένα φοβερό ζευγάρι ακουστικών και γυαλιά µε παχείς κυµατώδεις φακούς». Για να κρύβει την ωραία του εµφάνιση, ο Harrison έπρεπε να φοράει «μια κόκκινη πλαστική µπάλα στη μύτη, να έχει ξυρισμένα τα φρύδια του και να καλύπτει τα ίσια λευκά του δόντια µε μαύρα σηµάδια και κακόσχηµες προσθήκες». Και για να περιοριστεί η φυσική του δύναμη, έπρεπε να κουβαλά πάνω του, όταν βάδιζε, βαριά μέταλλα. «Στον αγώνα της ζωής, ο Harrison κουβαλούσε εκατόν πενήντα κιλά».

Μια µέρα ο Harrison πετάει τα εµπόδιά του προβαίνοντας σε µια πράξη αντίστασης κατά της εξισωτικής τυραννίας. Δεν θέλω να αποκαλύψω το τέλος της ιστορίας. Έχει γίνει σαφές ήδη ότι η ιστορία του Harrison εκφράζει γλαφυρά µια κριτική που προβάλλεται συχνά κατά των εξισωτικών θεωριών της δικαιοσύνης.

Η θεωρία περί δικαιοσύνης του Ρωλς δεν είναι ευάλωτη, ωστόσο, σε αυτή την κριτική. Δείχνει ότι µια ισοπεδωτική ισότητα δεν είναι η µόνη εναλλακτική δυνατότητα πέρα από την αξιοκρατική κοινωνία της αγοράς. Η εναλλακτική πρόταση του Ρωλς, την οποία ονομάζει αρχή της διαφοράς, διορθώνει την άνιση κατανομή των ταλέντων και των προικοδοτήσεων χωρίς να παρεμποδίζει τους ταλαντούχους. Πώς; Ενθαρρύνει τους προικισµένους να αναπτύξου και να ασκήσου τα ταλέντα τους, αλλά µε τον όρο ότι όταν οι ανταμοιβές που εξασφαλίζουν με αυτά τα ταλέντα στην αγορά θα ανήκουν σε όλη την κοινότητα. Μην εµποδίζετε τους καλύτερους δρομείς- αφήστε τους να τρέξουν και να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Αναγνωρίστε απλώς εξαρχής ότι τα κέρδη δεν ανήκουν µόνο σε αυτούς, αλλά θα πρέπει να τα μοιράζονται με όσους δεν έχουν παρόμοια χαρίσματα.

Αν και η αρχή της διαφοράς δεν απαιτεί µια ίση κατανοµή του εισοδήματος και του πλούτου, η βαθύτερη ιδέα της εκφράζει ένα ισχυρό εξισωτικό όραμα που μπορεί να εμπνεύσει.

Έχουμε ανάγκη να αποδράσουμε από την καταπίεση των πεποιθήσεών μας

ΟΛΟΙ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΠΩΣ ήταν να είμαστε έφηβοι, μπουχτισμένοι από τις ταπεινώσεις της παιδικής ηλικίας. Θέλαμε να ξεφύγουμε από τους γονείς μας, θέλαμε να δραπετεύσουμε από τη φυλακή του σπιτιού και της οικογένειας. Ίσως κάποιοι από εσάς που διαβάζετε αυτό το άρθρο να είστε ακόμα έφηβοι, όμως ακόμα και στην ενήλικη ζωή οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την παρόρμηση να ξεφύγουν από κάτι. Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία θέλουμε να ασκήσουμε την ανεξαρτησία μας. Αυτή η παρόρμηση να είμαστε ελεύθεροι είναι φυσιολογική, όμως ποιος μας εμποδίζει στ’ αλήθεια;

Ανεξαρτήτως του πόσο άδικες φαίνονται οι εξωτερικές συνθήκες, τα συναισθήματα της καταπίεσης ξεκινούν από εμάς. Μας περνούν από το μυαλό κάποιες δυσάρεστες ιδέες για τον εαυτό μας. Συντηρούμε παράλογους φόβους και δημιουργούμε αυθαίρετες δεισιδαιμονίες. Λέμε στον εαυτό μας ότι δεν μπορούμε, ότι δεν θα έπρεπε· και άλλα πολλά. Απαιτούμε κάποιου είδους μεταμέλεια όταν περνάμε πολύ καλά. Τιμωρούμε τον εαυτό μας όταν παραβαίνουμε άγραφους νόμους. Επιβάλλουμε στον εαυτό μας ποινές ακόμα και όταν αγαπάμε.

Η καταπίεση υπάρχει. Υπάρχουν στον κόσμο αληθινοί φυλακισμένοι και πραγματικές φυλακές, όμως οι περισσότεροι άνθρωποι καταπιέζονται από τις ίδιες τους, τις ιστορίες και τους φόβους τους. Οδηγούνται στην απελπισία από πεποιθήσεις που αρνούνται να εγκαταλείψουν. Βασανίζονται από φωνές που μόνο εκείνοι μπορούν να ακούσουν. Κανένας δεν μπορεί να πει τι είναι αυτό που απαιτείτε από τον εαυτό σας εκτός από εσάς. Κανένας δεν σκέφτεται τρόπους για να σας τιμωρήσει εκτός από εσάς. Αφουγκραστείτε, λοιπόν, τον εαυτό σας. Ακούστε πώς λέτε στους ανθρώπους ότι δεν κάνετε αυτό ή ότι δεν τρώτε εκείνο ή ότι δεν είστε αυτό το είδος ανθρώπου. Αφουγκραστείτε τις σκέψεις σας και ακούστε πώς πειθαναγκάζετε τον εαυτό σας. Ορισμένες φορές ίσως ακούγεστε σαν τον πατέρα σας ή σαν τη μητέρα σας ἡ τον καθηγητή των μαθηματικών σας στο πανεπιστήμιο. Κυρίως ακούγεστε σαν εκείνον τον χαρακτήρα που επινοήσατε για να κρατήσετε τον εαυτό σας υπό έλεγχο. Ακούγεστε σαν το εγώ.

Μια δυνατή επιθυμία για ελευθερία συνήθως ξεκινά στην εφηβεία. Αργά ή γρήγορα όλα τα παιδιά αρχίζουν να νιώθουν περιορισμένα και λίγο καταπιεσμένα. Οι γονείς προσπαθούν να διαπλάσουν και να προστατέψουν τα παιδιά τους, όμως τα παιδιά φτάνουν σε ένα σημείο που δυσανασχετούν μαζί τους γι’ αυτό. Επαναστατούν, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι βλάπτουν τον εαυτό τους στην πορεία. Η κοινωνία μπαίνει κι αυτή στη μέση, όμως τα παιδιά χάνουν την υπομονή τους με τους κανόνες της. Η απόδραση από όλα αυτά ακούγεται ελκυστική, όμως οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να τους δοθεί η ελευθερία. Αυτό δεν θα συμβεί. Η ελευθερία που μετράει πραγματικά είναι η ελευθερία που παραχωρούμε στον εαυτό μας.

Η τυραννία ξεκινάει από εμάς. Ποιος φτιάχνει τους κανόνες, Ποιος τους επιβάλλει; Ποιος μπορεί να αναθεωρήσει τους κανόνες; Ο καθένας από εμάς μπορεί να καταργήσει τους ίδιους του τους νόμους και να μεταρρυθμίσει το προσωπικό του σύστημα δικαιοσύνης. Μπορούμε να αποδράσουμε από τη φυλακή ανά πάσα στιγμή.

Όπως έχετε πιθανότατα καταλάβει μέχρι τώρα, το εγώ μπορεί να γίνει καλύτερο όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. Το εγώ μπορεί να γίνει καλύτερος διαχειριστής» ή το εγώ μπορεί να παραμερίσει και να γίνει φίλος. Αν υπάρχει η επιθυμία, το εγώ μπορεί να γίνει διπλωμάτης και ειρηνοποιός. Μακροπρόθεσμα, το εγώ μπορεί να γίνει ο σωτήρας που ψάχνατε.

Κοινωνική Δικαιοσύνη

Η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης έκανε την εμφάνισή της για πρώτη φορά το 19ο αιώνα και αποτέλεσε θέμα πολιτικής διαμάχης και κατά τη διάρκεια του 20ου.

Ο Αυστριακός οικονομολόγος Φρήντριχ Χάγιεκ ισχυρίζεται ότι διαπράχθηκε ένα σημαντικό σφάλμα κατά την αρχική συζήτηση περί κοινωνικής δικαιοσύνης καθώς αυτή, κατά κύριο λόγο, αποτελεί ιδιότητα των ατομικών ενεργειών. Μια πράξη, λοιπόν, είναι άδικη όταν καταπατά έναν κανονισμό που όρισε η κοινωνία, προκειμένου να μπορούν τα μέλη της να συνάψουν συνεργασίες. Έτσι για παράδειγμα, η κλοπή είναι άδικη γιατί καταστρατηγεί τον κανονισμό προστασίας της περιουσίας. Αν ερευνήσουμε, όμως, τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται οι πόροι σε μια κοινωνία –τα χρήματα, η περιουσία, οι εργασιακές προοπτικές κ.α.– δεν είμαστε σε θέση να χαρακτηρίσουμε την κατανομή αυτή ως άνιση ή δίκαιη, καθώς δεν απορρέει από τις πράξεις ή τις αποφάσεις ενός αποκλειστικού φορέα, αλλά από τις ενέργειες και τις αποφάσεις εκατομμυρίων διαφορετικών ανθρώπων, κανείς από τους οποίους δεν αποσκοπούσε σε κάποια συγκεκριμένη έκβαση σχετικά με την εν λόγω κατανομή.

Ο Χάγιεκ δικαιολογημένα επισημαίνει ότι η «κοινωνική κατανομή» δεν μπορεί να ανατεθεί σε έναν και μόνο φορέα, δεδομένης της πολυπλοκότητας της σύγχρονης κοινωνίας. Παραβλέπει, όμως, το γεγονός ότι το υπάρχον σύστημα κατανομής βασίζεται, σε γενικές γραμμές, στα ιδρύματα και τους θεσμούς που εμείς οι ίδιοι συστήνουμε, συνειδητά ή μη. Όλοι αυτοί οι θεσμοί μπορούν να αλλάξουν μέσω πολιτικής απόφασης. Από τη στιγμή, λοιπόν που δεν αλλάζουμε τα πράγματα είναι σαν να αποφασίζουμε να δεχθούμε την υπάρχουσα κατανομή των πόρων. Η κατανομή, λοιπόν, των πόρων σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι συλλογικό ζήτημα. Αυτό που μας απασχολεί είναι ο τρόπος της δίκαιης κατανομής των κοινωνικών πόρων και οι απαιτήσεις της.

Δεν θεωρούμε ότι η κοινωνική δικαιοσύνη είναι κάτι που πρέπει να επιδιώξουμε. Ο δεύτερος ισχυρισμός του Χάγιεκ είναι ότι στην προσπάθεια μας να προσαρμόσουμε την κατανομή των πόρων στην αρχή της δικαιοσύνης του καταμερισμού, θα κατακερματίζαμε την οικονομική ελευθερία και θα σκοτώναμε την «κότα με τα χρυσά αυγά». Ας υποθέσουμε πως ο ισχυρισμός του Χάγιεκ περί της οικονομικής αγοράς ως του αποτελεσματικότερου μέσου οργάνωσης της παραγωγής και των συναλλαγών είναι βάσιμος, και ότι οποιαδήποτε εναλλακτική λύση θα οδηγούσε τις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες σε μαρασμό του βιοτικού τους επιπέδου. Το ερώτημα είναι αν η επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης θα οδηγούσε σε απαξίωση της οικονομικής αγοράς, ή αν είναι πιθανό να επιδιώξει κανείς το στόχο αυτό μέσω μιας οικονομικής αγοράς, η οποία είναι σωστά διαμορφωνομένη και συνεργάζεται και με άλλα ιδρύματα.

Η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Η πιο ριζική εκδοχή, την οποία υποστηρίζουν οι οπαδοί του Μαρξισμού και ορισμένοι θεωρητικοί του κοινοτικού αναρχισμού ανάγει την κοινωνική δικαιοσύνη στις αρχές της ισότητας και της ανάγκης. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δίκαιη κοινωνία είναι εκείνη τα μέλη της οποίας μετέχουν στην καλή λειτουργία της, όπου όμως οι πόροι κατανέμονται ανάλογα με τις ανάγκες, ενώ οποιοδήποτε πλεόνασμα μοιράζεται ισομερώς. Η ιδέα ότι τα άτομα χρειάζονται κίνητρα, ή αξίζουν υλική ανταμοιβή για τη συνεισφορά της, δεν έχει καμιά θέση εδώ. Θα μπορούσε μια τέτοια κοινωνία να επιβιώσει; Έχουμε πολλά παραδείγματα κοινοτήτων τα μέλη των οποίων ασκούσαν κοινωνική δικαιοσύνη ριζικής μορφής σε μικρή κλίμακα. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις κοινότητες είχαν θεολογική βάση και στηρίζονταν στη θρησκευτική εξουσία, προκειμένου να διατηρήσουν το ήθος βάσει του οποίου κάθε μέλος εργαζόταν για το κοινό καλό της κοινότητας χωρίς να περιμένει προσωπική ανταμοιβή, αν και υπάρχουν περιστατικά – το πιο χαρακτηριστικό είναι των Κιμπούτς στο Ισραήλ – κοσμικών κοινοτήτων που επιδίωκαν την επίτευξη του στόχου αυτού. Οι κοινωνίες αυτές θεωρούσαν την εγχώρια αγορά περιττή. Βασιζόταν σε αυτό που συχνά ονόμαζαν «ηθικά κίνητρα». Σύμφωνα με αυτό οι άνθρωποι συνεισέφεραν είτε επειδή πίστευαν ότι αυτό ήταν το σωστό είτε επειδή ένιωθαν τα μάτια των γειτόνων επάνω τους.

Το ερώτημα είναι αν η κοινωνία θα μπορούσε να ασκήσει την κοινωνική δικαιοσύνη αυτής της μορφής. Φαίνεται ότι ο ανεπίσημος συγχρονισμός της ανθρώπινης συμπεριφοράς που μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο μιας μικρής κοινότητας δεν θα ήταν βιώσιμος εδώ. Η οικονομία, ως γνωστόν, πρέπει ή να βασίζεται στην αγορά, προσφέροντας στα άτομα κίνητρα προκειμένου να παράγουν τους πόρους που θα καταναλώσουν τα υπόλοιπα μέλη, ή να στηρίζεται στην πολιτεία, όπου μια κεντρική εξουσία θα σχεδιάζει την παραγωγή και θα κατευθύνει τα μέλη της προς την πραγματοποίηση του σχεδιασμού αυτού. Αν και θεωρητικά μπορεί να φανταστεί κανείς οικονομίες που εξαρτώνται αφ’ ενός από την αγορά, και αφ’ ετέρου από κάποια κεντρική εξουσία χωρίς να βασίζονται στην ισχύ των υλικών κινήτρων, στην πραγματικότητα έχει αποδειχθεί ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο (έγιναν προσπάθειες στα μέσα του 20ου αιώνα από τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Κίνας και της Κούβας αλλά το πείραμα και στις δύο περιπτώσεις αποδείχθηκε ανεπιτυχές). Η επιδίωξη της κοινωνικής δικαιοσύνης στη ριζική μορφή απαιτεί τη κατάργηση της αγοράς και την αναδιοργάνωση της κοινωνίας σε μια διαφορετική κοινοτική βάση.

Πολλοί οπαδοί του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της σύγχρονης ελευθεροκρατίας τάχθηκαν υπέρ μιας πιο μετριοπαθούς άποψης περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, η κοινωνική δικαιοσύνη απαιτεί τη δίκαιη κατανομή κάποιου κοινωνικών παροχών, ειδικά των δικαιωμάτων του πολίτη, όπως η ψήφος και η ελευθερία του λόγου. Απαιτεί, επίσης, την κατανομή κάποιων παροχών με βασικό κριτήριο την ανάγκη, έτσι ώστε να υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα μπορούν όλοι οι πολίτες να έχουν ένα εισόδημα, πρόσβαση στη στέγαση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κ.α. Επιτρέπει, όμως, και την άνιση κατανομή άλλων πόρων, με την προϋπόθεση ότι θα έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες να επιχειρήσουν να αυξήσουν το μερίδιό τους. Οι ανισότητες αυτές μπορούν να δικαιολογηθούν σε περιπτώσεις κατ’ αξίαν αμοιβής, ή υπό τη μορφή υλικών κινήτρων, προκειμένου τα άτομα να είναι πιο παραγωγικά και να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες από τις οποίες θα ωφεληθεί το σύνολο.

Η σημαντικότερη ίσως ερμηνεία αυτής της μορφής της κοινωνικής δικαιοσύνης ανήκει στον Τζον Ρόουλς, ο οποίος στο βιβλίο του Θεωρία της Δικαιοσύνης ισχυρίζεται ότι η δίκαιη κοινωνία πρέπει να πληροί τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να προσφέρει σε όλους τους πολίτες βασικές ελευθερίες (συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής ελευθερίας όπως και το δικαίωμα ψήφου). Δεύτερον, όλοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καταλαμβάνουν κοινωνικές θέσεις με πολλά πλεονεκτήματα –για παράδειγμα, εργασίες με υψηλότερη αμοιβή- βάση του δικαιώματος των ίσων ευκαιριών. Τρίτον, οι διαφορές στο εισόδημα και στην οικονομική κατάσταση δικαιολογούνται όταν αποδεδειγμένα ωφελούν τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας, με άλλα λόγια όταν προσφέρουν κίνητρα για την αύξηση, της συνολικής παραγωγικότητας της κοινωνίας, και επομένως επιτρέπουν τη διοχέτευση πόρων σε εκείνους που το έχουν ανάγκη.

Η θεωρία της κοινωνικής δικαιοσύνης του Ρόουλς δεν αποκλείει την οικονομία της αγοράς: η Τρίτη αρχή που προτείνει είναι με τέτοιο τρόπο διαμορφωμένη, ώστε να δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να καρπώνονται κάποιο μέρος των κερδών, και επομένως να προσφέρουν ανταγωνιστικά προϊόντα και καλύτερες υπηρεσίες, εφόσον έχουν κίνητρο για να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητες τους όσο το δυνατόν πιο παραγωγικά. Αυτό υπονομεύει το επιχείρημα του Χάγιεκ ότι η κοινωνική δικαιοσύνη και η ελεύθερη αγορά αποτελούν αντικρουόμενους στόχους. Από την άλλη πλευρά, η οικονομία της αγοράς, όπως αυτή ορίζεται από τις αρχές του Ρόουλς, διαφέρει από τα οικονομικά συστήματα που επικράτησαν στις πιο φιλελεύθερες κοινωνίες.

Η ιδέα του Ρόουλς περί των ίσων ευκαιριών είναι αρκετά ριζική. Δεν αρκεί να δοθούν καίριες θέσεις σε εκείνους που, τη στιγμή της επιλογής, δείχνουν να έχουν τα κατάλληλα προσόντα. Όσοι υποβάλλουν αίτηση για την κατάληψη κάποιας θέσης είχαν τις ίδιες ευκαιρίες να αποκτήσουν τα προσόντα, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι τη στιγμή της γέννησής τους τα άτομα με τις ίδιες ικανότητες και τα ίδια κίνητρα θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες εκπαίδευσης κ.α. Η προϋπόθεση αυτή, όμως, δεν είναι επιτεύξιμη σε καμιά σύγχρονη κοινωνία. Επιπλέον, η Τρίτη αρχή του Ρόουλς, η οποία καλείται και «αρχή της διαφορετικότητας» επιτρέπει την ύπαρξη ανισοτήτων μόνο όταν αυτές αποδεικνύονται ωφέλιμες στο σύνολο. Στην πράξη κάτι τέτοιο σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ρυθμίσουν τους φόρους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται διαρκής ανακατανομή των πόρων από τους εύπορους στους φτωχούς, μέχρι το σημείο που η παραγωγικότητα των πλουσίων θα μειωθεί και το ίδιο θα συμβεί και με τους φόρους. Παρόλο που οι περισσότερες δημοκρατικές πολιτείες έχουν φορολογικά συστήματα τα οποία στηρίζουν κατά κάποιον τρόπο την εν λόγω ανακατανομή, καμία δεν επιτυγχάνει το στόχο αυτό. Οι φόροι είναι ρυθμισμένοι κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προσφέρονται σε όλους τους πολίτες ορισμένες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας.

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ: Επίνικοι (3.15-3.28)

ΕΠΙΝΙΚΟΣ III
ΙΕΡΩΝΙ ΣΥΡΑΚΟΣΙΩΙ
ΙΠΠΟΙΣ [ΟΛΥ]ΜΠΙΑ

15 βρύει μὲν ἱερὰ βουθύτοις ἑορταῖς, [στρ. β]
βρύουσι φιλοξενίας ἀγυιαί·
λάμπει δ᾽ ὑπὸ μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσώς,
ὑψιδαιδάλτων τριπώδων σταθέντων

πάροιθε ναοῦ, τώθι μέγι[στ]ον ἄλσος [αντ. β]
20 Φοίβου παρὰ Κασταλίας [ῥ]εέθροις
Δελφοὶ διέπουσι. θεὸν θ[εώ]ν τις
ἀγλαϊζέθὠ γὰρ ἄριστος [ὄ]λβων·

ἐπεί ποτε καὶ δαμασίππου [επωδ. β]
Λυδίας ἀρχαγέταν,
25 εὖτε τὰν πεπ[ρωμέναν
Ζηνὸς τελέ[σσαντος κρί]σιν
Σάρδιες Περσᾶ[ν ἁλίσκοντο στρ]ατῷ,
Κροῖσον ὁ χρυσά[ορος

***
Ναοί γεμάτοι, στις γιορτές και τις θυσίες· γεμάτες
ξένους παντού οι φιλόξενες οι δημοσιές· αστράφτει
λαμποκοπά το μάλαμα
των τριποδιών, που στήθηκαν, ψηλά και πλουμισμένα,
μπρος στο ναό, στην περιοχή του τρισμεγάλου τού άλσους,
20 ιερού του Φοίβου· αυτό οι Δελφοί το κυβερνούνε, δίπλα
στης Κασταλίας τα ρέματα. Το θεό, το θεό οι ανθρώποι
να σέβονται και να τιμούν· αυτό είναι ο πρώτος πλούτος.
Όταν κάποτε της Μοίρας
τη βουλή εκτελούσε ο Δίας
και στου περσικού στρατού
έπεσαν τα χέρια οι Σάρδεις,
το ρηγάρχη αυτής της χώρας,
της Λυδίας, που ξακουσμένα δάμαζε άτια,