Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (596-645)

ΧΟ. ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σὺ μέν [στρ. α]
που ναίεις ἁλίπλακτος εὐδαίμων,
πᾶσιν περίφαντος αἰεί·
600 ἐγὼ δ᾽ ὁ τλάμων παλαιὸς ἀφ᾽ οὗ χρόνος
μίμνων ἀν᾽ Ἴδαν λειμώνι᾽ ποᾶντι μη-
νῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐ-
605 νῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος,
κακὰν ἐλπίδ᾽ ἔχων ἔτι μέ
ποτ᾽ ἀνύσειν τὸν ἀπότροπον ἀΐδηλον Ἅιδαν.

καί μοι δυσθεράπευτος Αἴ- [ἀντ. α]
610 ας ξύνεστιν ἔφεδρος, ὤμοι μοι,
θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος·
ὃν ἐξεπέμψω πρὶν δή ποτε θουρίῳ
κρατοῦντ᾽ ἐν Ἄρει· νῦν δ᾽ αὖ φρενὸς οἰοβώ-
615 τας φίλοις μέγα πένθος ηὕ-
ρηται. τὰ πρὶν δ᾽ ἔργα χεροῖν
μεγίστας ἀρετᾶς ἄφιλα
620 παρ᾽ ἀφίλοις ἔπεσ᾽ ἔπεσε μελέοις Ἀτρείδαις.

ἦ που παλαιᾷ μὲν σύντροφος ἁμέρᾳ, [στρ. β]
625 λευκῷ τε γήρᾳ μάτηρ νιν ὅταν νοσοῦν-
τα φρενοβόρως ἀκούσῃ,
αἴλινον αἴλινον
οὐδ᾽ οἰκτρᾶς γόον ὄρνιθος ἀηδοῦς
630 ἥσει δύσμορος, ἀλλ᾽
ὀξυτόνους μὲν ᾠδὰς
θρηνήσει, χερόπλακτοι δ᾽
ἐν στέρνοισι πεσοῦνται
δοῦποι καὶ πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας.

635 κρείσσων γὰρ Ἅιδᾳ κεύθων ὁ νοσῶν μάταν, [ἀντ. β] 
ὃς ἐκ πατρῴας ἥκων γενεᾶς ἄρι-
στος πολυπόνων Ἀχαιῶν,
οὐκέτι συντρόφοις
640 ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ᾽ ἐκτὸς ὁμιλεῖ.
ὦ τλᾶμον πάτερ, οἵ-
αν σε μένει πυθέσθαι
παιδὸς δύσφορον ἄταν,
ἃν οὔπω τις ἔθρεψεν
645 αἰὼν Αἰακιδᾶν ἄτερθε τοῦδε.

***
ΧΟ. Ω Σαλαμίνα ένδοξη,
θαλασσοφίλητη εσύ κι ευτυχισμένη,
η φήμη σου παντού και πάντα λάμπει.
600 Ενώ εγώ ο ταλαίπωρος, εδώ και πόσα
χρόνια στης Ίδας τις υπαίθριες πλαγιές,
μήνες αμέτρητους κουρνιάζω,
κι ο χρόνος που περνά με μαραζώνει,
με την πικρή ελπίδα πια μια μέρα στον αγύριστο,
άραχλο Άδη να βουλιάξω.

Και νά ο Αίας πλάι μου,
610 σε κάθε μου φροντίδα αντίθετος,
από θεήλατη, αλίμονο, μανία σαλεμένος.
Αυτός που έναν καιρό εσύ τον έστειλες εδώ,
ήρωα ανίκητο στη μάχη. Κι έμεινε τώρα
μόνος μέσα στη μοναξιά του, πένθος βαρύ
για φίλους και δικούς.
Όσα μεγάλα έργα και λαμπρά
κατόρθωσαν τα χέρια του, δεν βρήκαν
ανταπόκριση στους άφιλους,
620 αχάριστους Ατρείδες.

Ιώ, κι η μάνα του, με τα πολλά της
χρόνια και τα λευκά της γηρατειά,
όταν θα μάθει πόσο πάσχει ο γιος της, πως
σάλεψε ο νους του, σε μοιρολόγι θα ξεσπάσει
—όχι η δύστυχη ωσάν της αηδόνας το λυπητερό τραγούδι,
630 αλλά στριγκλίζοντας μ᾽ άγριες φωνές, σπαραχτικές,
βαριά το στήθος της χτυπώντας με τα δυο της χέρια,
μαδώντας τ᾽ άσπρα της μαλλιά.

Καλύτερα στον Άδη κάποιος να κρυφτεί,
όποιον τον βρει αρρώστια αγιάτρευτη.
Όπως αυτός, από γενιά προγονική γενναία,
άριστος έφτασε στους πολεμόφιλους
Αργίτες, μα τώρα αρνήθηκε της συντροφιάς τον κύκλο,
640 κι έμεινε απέξω, μόνος.
Ω δύσμοιρε πατέρα, τί να σε περιμένει
όταν ακούσεις του παιδιού σου την παραφορά,
τυφλή κι αβάστακτη, τέτοια που ως τώρα άλλος κανείς
δεν έζησε από τους Αιακίδες, εκτός
από τον Αίαντα.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

Οι διάλεκτοι στη λογοτεχνία


Όμηρος. Ο γιος του πολεμιστή. (Ο Όμηρος γράφει στην τεχνητή διάλεκτο του έπους, ένα κράμα αιολικών και ιωνικών στοιχείων.)

Ὥς εἰπὼν οὗ παιδὸς ὀρέξατο φαίδιμος Ἕκτωρ·

ἂψ δ' ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης

ἐκλίνθη ἰάχων, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς,

ταρβήσας χαλκόν τε ἰδὲ λόφον ἱππιοχαίτην,

δεινὸν ἀπ' ἀκροτάτης κόρυθος νεύοντα νοήσας.

Ἐκ δὲ γέλασσε πατήρ τε φίλος και πότνια μήτηρ·

αὐτίκ' ἀπὸ κρατὸς κόρυθ' εἵλετο φαίδιμος Ἕκτωρ,

καὶ τὴν μὲν κατέθηκε ἐπὶ χθονὶ παμφανόωσαν·

αὐτὰρ ὅ γ' ὃν φίλον υἱὸν ἐπεὶ κύσε πῆλέ τε χερσίν.

Αυτά είπε ο ξακουσμένος Έχτορας, κι ανοιεί στο γιο τα χέρια·

μα το παιδί στης ομορφόζωστης τον κόρφο εκρύφτη βάγιας

με δυνατές φωνές, τι ετρόμαξε τον κύρη του θωρώντας,

απ' το χαλκό που τον εσκέπαζε σκιαγμένο κι απ' τη φούντα

την αλογίσια, που άγρια σάλευε κατάκορφα στο κράνος.

Με την καρδιά τους τότε γέλασαν ο κύρης του κι η μάνα

κι ευτύς ο ξακουσμένος Έχτορας απ' το κεφάλι βγάζει

το κράνος, και στη γη το απίθωσε λαμποκοπώντας όλο.

Παίρνει μετά το γιο, τον φίλησε, τον χόρεψε στα χέρια.

Ησίοδος. Οι Μούσες. (Ο Ησίοδος, όπως και ο Όμηρος, γράφει στην τεχνητή διάλεκτο του έπους.)

Τύνη, Μουσάων ἀρχώμεθα, ταὶ Διὶ πατρί

ὑμνεῦσαι τέρπουσι μέγαν νόον ἐντὸς Ὀλύμπου,

εἴρουσαι τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα,

φωνῇ ὁμηρεῦσαι· τῶν δ' ἀκάματος ῥέει αὐδή

ἐκ στομάτων ἡδεῖα· γελᾷ δέ τε δώματα πατρός

Ζηνὸς ἐριγδούποιο θεᾶν ὀπὶ λειριοέσσῃ

σκιδναμένῃ· ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου

δώματά τ' ἀθανάτων.

Ε! συ, από τις Μούσες αρχή ας κάνουμε, που υμνούν

και τέρπουν του Δία, του πατέρα, το μέγα νου μέσα στον Όλυμπο,

και για τα τωρινά, τα μέλλοντα, τα περασμένα λεν,

με μια φωνή μιλώντας. Ρέει ακάματα η φωνή αυτών

γλυκιά απ' το στόμα. Γελούν τα δώματα του Δία,

του πατέρα, του βαρύβροντου, καθώς σκορπά λεπτή σαν κρίνο

η φωνή των θεαινών, και ηχεί η κορφή του χιονισμένου Ολύμπου

και των αθάνατων τα δώματα.

Αρχίλοχος. Πολεμιστής και ποιητής μαζί. (Ιωνική διάλεκτος, π.χ. Μουσέων = αττική Μουσῶν, ανάμεικτη με επικά στοιχεία, π.χ. Ἐνυαλίοιο= Ἐνυαλίου.)

Εἰμὶ δ' ἐγὼ θεράπων μὲν Ἐνυαλίοιο ἄνακτος

καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον ἐπιστάμενος.

Είμαι στη δούλεψη εγώ του Ενυάλιου τ' αφέντη, μα ακόμα

και των Μουσών τ' ακριβό δώρο το ξέρω καλά.

Τυρταίος. Θάνατος στη μάχη. (Ιωνική διάλεκτος, π.χ. ἀνιηρότατον = αττική ἀνιαρότατον, ανάμεικτη με επικά στοιχεία, π.χ. τεθνάμεναι = τεθνάναι.)

Τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα

ἄνδρ' ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον·

τὴν δ' αὐτοῦ προλιπόντα πόλιν καὶ πίονας ἀγρούς

πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατον,

πλαζόμενον σὺν μητρὶ φίλῃ καὶ πατρὶ γέροντι

παισί τε σὺν μικροῖς κουριδίῃ τ' ἀλόχῳ.

Για την πατρίδα στην πρώτη γραμμή πολεμώντας να πέσει

σαν παλικάρι κανείς είναι μεγάλη τιμή.

Όμως ν' αφήσει τον τόπο του, πλούσια ν' αφήσει χωράφια

και διακονιάρης να ζει, νά ο πιο μεγάλος καημός.

Με τη γυναίκα, το γέρο πατέρα, τη δόλια του μάνα

και τα μικρά του παιδιά να τριγυρνά δω κι εκεί.

Σαπφώ. Το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. (Λεσβιακή διάλεκτος, π.χ. στρότον, πέσδων, φαῖσ(ι) = αττική στρατόν, πεζῶν, φασί.)

Οἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,

οἰ δὲ νάων φαῖσ' ἐπὶ γᾶν μέλαιναν

ἔμμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν' ὄττω τις ἔραται.


Τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους πεζούς κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ' ωραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας γη· όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά ο καθένας.

Αλκαίος. Η επιστροφή του πολεμιστή. (Λεσβιακή διάλεκτος, π.χ. λάβαν, ἀπύ = αττική λαβήν, ἀπό.)

Ἦλθες ἐκ περάτων γᾶς ἐλεφαντίναν

λάβαν τὼ ξίφεος χρυσοδέταν ἔχων·

συμμάχεις δ' ἐτέλεσσας Βαβυλωνίοισ'

ἄεθλον μέγαν, εὐρύσαο δ' ἐκ πόνων

κτένναις ἄνδρα μαχαίταν βασιληίων

παλάσταν ἀπυλείποντα μόναν ἴαν

παχέων ἀπὺ πέμπων
.

Μας ήρθες απ' της γης την άκρη, με ένα

σπαθί που 'ναι χρυσόδετη η λαβή του

και φιλντισένια, αφού, της Βαβυλώνας

βοηθώντας το λαό σε πόλεμό τους,

ένα αντραγάθημα έκαμες μεγάλο.

Έναν εχθρό τους, μαχητή γιγάντιο,

που μια παλάμη του 'λειπε να φτάσει

τις πέντε πήχες, σκότωσες στη μάχη

κι έτσι απ' τα βάσανα έσωσες εκείνους.

Αλκμάν. Μακάρι να ήμουνα πουλί. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. παρσενικαί, ἱαρός = αττική παρθενικαί, ἱερός.)

Οὔ μ' ἔτι, παρσενικαὶ μελιγάρυες ἱαρόφωνοι,

γυῖα φέρην δύναται· βάλε δὴ βάλε κηρύλος εἴην,

ὅς τ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ' ἀλκυόνεσσι ποτήται

νηδεὲς ἦτορ ἔχων, ἁλιπόρφυρος ἱαρός ὄρνις.


Δε με σηκώνουν τα πόδια μου πια, κοπελιές, τραγουδίστρες

με τη μελένια φωνή, τη μαγεύτρα. Αχ και να 'μουν κηρύλος,

τ' άλικο εκείνο πουλί τ' ανοιξιάτικο, που άφοβα, πάνω

στου κυματιού τον αθέρα, πετά συντροφιά μ' αλκυόνες.

Πίνδαρος. Το ηφαίστειο της Αίτνας. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. παγαί, ἁμέραισιν = αττική πηγαί, ἡμέραις.)

Τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται

ἐκ μυχῶν παγαί· ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν

μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ

αἴθων'· ἀλλ' ἐν ὄρφναισιν πέτρας

φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖ-

αν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ.

Κείνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν

δεινοτάτους ἀναπέμπει· τέρας μὲν

θαυμάσιον προσιδέσθαι,

θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι.


Μέσ' απ' τα βαθιά της σπλάχνα ξεπετιούνται

της αζύγωτης φωτιάς οι αγνές οι βρύσες,

ποταμοί που χύνουνε, στο φως της μέρας,

κύματα καυτού καπνού, μα, σα νυχτώσει,

φλόγα κόκκινη κυλιέται κι ως την άκρη

του θαλασσινού του κάμπου κατεβάζει

βράχους βροντερά. Τις φοβερές τις βρύσες

του Ήφαιστου ψηλά τις στέλνει από τα βάθη

κείνο το θεριό· τα μάτια σου αν το δούνε,

σου σαστίζει ο νους· κι απ' άλλους αν τ' ακούσεις,

που έλαχαν εκεί, ξαφνιάζεσαι και πάλι.

Αισχύλος. Η έναρξη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. (Αττική διάλεκτος)

Ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα

πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν,

πρῶτον μὲν ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα

μολπηδὸν ηὐφήμησεν, ὄρθιον δ' ἄμα

ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας

ἠχώ· φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν

γνώμης ἀποσφαλεῖσιν· οὐ γὰρ ὡς φυγῇ

παιῶν' ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε,

ἀλλ' εἰς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει·

σάλπιγξ δ' ἀϋτῇ πάντ' ἐκεῖν' ἐπέφλεγεν.

Εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ

ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος,

θοῶς δὲ πάντες ᾗσαν, ἐκφανεῖς ἰδεῖν·

τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας

ἡγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ' ὁ πᾶς στόλος

ἐπεξεχώρει. Καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν

πολλὴν βοήν·
«Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,

ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δέ

παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρώων ἕδη

θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
»

Κι όταν η μέρα ολόφεγγη με τα λευκά

πουλάρια της ήρθε τη γη όλη να σκεπάσει,

τότε απ' τους Έλληνες τραγουδιστά

υψώθηκε μια βοή, κι οι βράχοι του νησιού

συνάμα αντιλαλήσανε, κι οι βάρβαροι όλοι

τρόμαξαν που αστοχήσαν στις προβλέψεις τους.

Γιατί δεν ήταν για φυγή ο ιερός παιάνας

που έψαλλαν τότε οι Έλληνες, μα εμπρός

γενναία στη μάχη για να ορμήσουν.

Κι όλους, ως πέρα, η σάλπιγγα τους φλόγιζε.

Κι αμέσως, με το πρόσταγμα, χτυπούν

την άρμη τη βαθιά, και τα κουπιά τους

βυθίζουνε με κρότο και ρυθμό.

Κι όλοι σε λίγο καθαρά φάνηκαν μπρος μας.

Πρώτα με τάξη πήγαινε το δεξί κέρας

κι ακολουθούσε όλος ο στόλος. Κι άκουγες

μια δυνατή κραυγή: «Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων,

ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε

τα τέκνα, τις γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών,

τους τάφους των προγόνων! Νυν υπέρ πάντων αγών!»

Σοφοκλής. Το δώρο της Αθηνάς στην Αθήνα. (Χορικό τραγωδίας, και γι' αυτό με πολλά δωρικά στοιχεία, π.χ. γᾶς, τᾷ μεγάλᾳ νάσῳ = αττική γῆς, τῇ μεγάλῃ νήσῳ)

Ἔστιν δ' οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ ἐπακούω,

οὐδ' ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος

πώποτε βλαστὸν

φύτευμ' ἀχείρωτον, αὐτοποιόν,

ἐγχέων φόβημα δαΐων,

ὅ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,

γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·

τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ

συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας·

ὁ δ' αἰὲν ὁρῶν κύκλος

λεύσσει νιν Μορίου Διός

χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.


Υπάρχει εδώ ένας βλαστός,

τέτοιος δεν άκουσα ποτέ

να βλάστησε ή στης Ασίας το χώμα

ή στο μεγάλο δωρικό νησί

του Πέλοπα, βλαστός αυτόφυτος,

αχειροποίητος, φόβητρο στων εχθρών

τα βέλη, ευδοκιμεί και θάλλει

σ' αυτή τη χώρα πιο πολύ:

η ελιά με το γλαυκό της φύλλωμα,

η παιδοτρόφος, κι αυτή κανείς,

νέος ή γέρος, δεν μπορεί

να τη χαλάσει., να την ξεριζώσει,

γιατί την προστατεύει με τ' άγρυπνο του μάτι

Μόριος Δίας κι η γλαυκώπις

Αθηνά.

Θουκυδίδης. Η φρίκη του πολέμου. (Αττική διάλεκτος.)

Ἐσπεσόντες δὲ οἱ Θρᾷκες ἐς τὴν Μυκαλησσὸν τάς τε οἰκίας καὶ τὰ ἱερὰ ἐπόρθουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐφόνευον, φειδόμενοι οὔτε πρεσβυτέρας οὔτε νεωτέρας ἡλικίας, ἀλλὰ πάντας ἑξῆς, ὅτῳ εντύχοιεν, καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας κτείνοντες, καὶ προσέτι καὶ ὑποζύγια καὶ ὅσα ἄλλα ἔμψυχα ἴδοιεν. Τὸ γὰρ γένος τὸ τῶν Θρακῶν ὁμοῖα τοῖς μάλιστα τοῦ βαρβαρικοῦ, ἐν ᾧ ἄν θαρσήσῃ, φονικώτατόν ἐστιν. Καὶ τότε ἄλλη τε ταραχή οὐκ ὀλίγη καὶ ἰδέα πᾶσα καθειστήκει ὀλέθρου, καὶ ἐπιπεσόντες διδασκαλείῳ παίδων, ὅπερ μέγιστον ἦν αὐτόθι καὶ ἄρτι ἔτυχον οἱ παῖδες ἐσεληλυθότες, κατέκοψαν πάντας· καὶ ξυμφορὰ τῇ πόλει πάσῃ οὐδεμιᾶς ἥσσων μᾶλλον ἑτέρας ἀδόκητός τε ἐπέπεσεν αὕτη καὶ δεινή.

Οι Θρακιώτες χύθηκαν μέσα στη Μυκαλησσό, διαγούμιζαν τα σπίτια και τα ιερά και σκότωναν τους ανθρώπους, χωρίς να λυπούνται ούτε τους γέρους ούτε τους νέους· έσφαζαν αράδα όποιον συναντούσαν στο δρόμο τους, παιδιά, γυναίκες, ακόμη κι υποζύγια, κι ό,τι άλλο ζωντανό έβλεπαν. Οι Θρακιώτες, όταν νομίσουν πως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε, είναι μοβόροι, ίδιοι με τους πιο αιμόχαρους βαρβάρους. Και τότε δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή και διαπράχτηκαν όλα τα είδη φόνου. Χύθηκαν και σ' ένα σχολειό, το μεγαλύτερο της πόλης, στο οποίο τα παιδιά μόλις είχαν μπει, και τα κατάσφαξαν όλα. Η συφορά που έπεσε πάνω σ' ολόκληρη την πόλη ήταν απ' όλες η πιο μεγάλη, πιο απροσδόκητη και πιο δεινή.

Θεόκριτος. Επίσκεψη στη φιλενάδα. (Δωρική διάλεκτος, π.χ. φίλα, ἦνθες, ἁ ὁδός = αττική φίλη, ἦλθες, ἡ ὁδός, με αιολικά στοιχεία, π.χ. ὔμμιν = ὑμῖν)

Γοργω: Ἔνδοι Πραξινόα;

Πραξινοα: Γοργὼ φίλα, ὡς χρόνω. Ἔνδοι.

Θαῦμ' ὅτι καὶ νῦν ἦνθες. Ὅρη δρίφον, Εὐνόα, αὐτᾷ·

ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον.

Γοργω: Ἔχει κάλλιστα.

Πραξινοα: Καθίζευ.

Γοργω: Ὦ τὰς ἀλεμάτω ψυχᾶς· μόλις ὔμμιν ἐσώθην,

Πραξινόα, πολλῶ μὲν ὄχλῳ, πολλῶν δε τεθρίππων·

παντᾷ κρηπιδες, παντᾷ χλαμυδηφόροι ἄνδρες·

ἁ δ' ὁδὸς ἄτρυτος· τὺ δ' ἑκαστέρω αἰὲν ἀποικεῖς.

Πραξινοα: Ταῦθ' ὁ πάραρος τῆνος· ἐπ' ἔσχατα γᾶς ἔλαβ' ἐνθών

ἰλεόν, οὐκ οἴκησιν, ὅπως μὴ γείτονες ὦμες

ἀλλάλαις, ποτ' ἔριν, φθονερὸν κακόν, αἰὲν ὁμοῖος.

Γοργω: Μὴ λέγε τὸν τεὸν ἄνδρα, φίλα, Δίνωνα τοιαῦτα

τῷ μικκῷ παρεόντος· ὅρη, γύναι, ὡς ποθορῇ τυ.

Θάρσει, Ζωπυρίων, γλυκερὸν τέκος· οὐ λέγει ἀπφῦν.

Γοργω: Αἰσθάνεται τὸ βρέφος, ναὶ τὰν πότνιαν.

Πραξινοα: Καλὸς ἀπφῦς.


Γοργω: Είναι μέσα η Πραξινόη;

Πραξινοη: Γοργώ, γλυκιά μου, σαν τα χιόνια! Μέσα είμαι. Πάλι καλά που ήρθες, έστω κι αργά. Ευνόη, δες για κανένα κάθισμα, βάλε και μαξιλαράκι.

Γοργω: Καλά είναι κι έτσι.

Πραξινοη: Κάτσε.

Γοργω: Αχ, η ταλαίπωρη ψυχούλα μου! Μόλις που τα κατάφερα να φτάσω σώα, Πραξινόη μου, μ' όλον αυτό τον κόσμο και τα άρματα - παντού αρβύλες και στρατιώτες με χλαίνες. Κι ο δρόμος πια είν' ατέλειωτος - αμ κι εσύ μένεις όλο και πιο μακριά.

Πραξινοη: Φταίει ο αναίσθητος εκείνος. Ήρθε στην άκρη του κόσμου κι αγόρασε ένα κουτούκι, όχι σπίτι, για να μην είμαστε γειτόνισσες - για να μου πάει κόντρα, το μοχθηρό τέρας, μια ζωή ο ίδιος.

Γοργω: Μη μιλάς έτσι για τον άντρα σου, το Δίνωνα, αγάπη μου, μπροστά στο μικρούλι. Δες, καλέ, πώς σε κοιτάει! Μη σε νοιάζει, Ζωπυρίων, γλυκό μου μωρουδάκι, δεν εννοεί τον μπαμπάκα.

Πραξινοη: Ορκίζομαι πως το μωρό καταλαβαίνει!

Γοργω: Καλός μπαμπάκας!

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙV. ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ 7. Η ρωμαϊκή ηγεμονία

7.3. Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον άγριο νικητή της


Οι παλαιότεροι Ρωμαίοι δεν διέθεταν υψηλή λογοτεχνία. Άνθρωποι πρακτικοί και ακαλλιέργητοι αρχικά, είδαν την ιστορική μοίρα να τους προορίζει για κατακτήσεις που θα έφερναν τελικά «ειρήνη και ασφάλεια» (όπως επαναλάμβανε το ρωμαϊκό σύνθημα ο απόστολος Παύλος). Ο πόλεμος τους ήταν προσφιλής και η αποτελεσματική οργάνωση των κατακτημένων περιοχών αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της κυριαρχίας. Στη δημιουργία κανόνων για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και στην απονομή της δικαιοσύνης οι Ρωμαίοι διακρίθηκαν ιδιαίτερα. (Ακόμη και σήμερα η ρωμαϊκή νομοθεσία αποτελεί πρότυπο πρακτικού δικαίου.) Στα γράμματα και τις τέχνες, όμως, χρειάστηκε να δοθεί ένα έναυσμα από αλλού για να μπορέσει η ρωμαϊκή κοινωνία να υπερβεί το όριο των αγροτικών ασμάτων και της λαϊκής τέχνης. Το έναυσμα δόθηκε από την επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό - της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας αρχικά, της κυρίως Ελλάδας και των ελληνιστικών βασιλείων στη συνέχεια.

Ο πρώτος άνδρας που έφερε, καθώς λεγόταν, σε επαφή τη Ρώμη με τον ποιητικό κόσμο της Ελλάδας ήταν ένας απελεύθερος από τον Τάραντα, που ονομαζόταν Λίβιος Ανδρόνικος. Ο άνθρωπος αυτός, ελληνικής καταγωγής τουλάχιστον κατά το ήμισυ, παρουσίασε γύρω στο μέσον του 3ου αιώνα μια διασκευή της ομηρικής Οδύσσειας στα λατινικά και δημιούργησε έναν κύκλο μαθητών, τους οποίους άρχισε να μυεί στην ποιητική παραγωγή των Ελλήνων. Ο Ανδρόνικος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ορθή μεταφορά του ελληνικού έπους στη λατινική και αναζήτησε αρχαϊκές εκφράσεις και ομόλογους θεούς των Ρωμαίων για να αποδώσει τους λεκτικούς αρχαϊσμούς και το πάνθεο του Ομήρου. Επίσης, παρουσίασε μια τραγωδία και μια κωμωδία, γραμμένες σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, σε μια μεγάλη γιορτή της Ρώμης όπου η παντομίμα και ο χορός είχαν μέχρι τότε την πρωτοκαθεδρία. Στις επόμενες δεκαετίες ο εκρωμαϊσμός της ελληνικής τραγωδίας θα ολοκληρωνόταν με τους πρώτους αμιγώς Λατίνους ποιητές.

Ωστόσο, το πλέον κατάλληλο μέσο για την έκφραση της δικής τους ιδιαίτερης φωνής στον χώρο του θεάτρου οι Ρωμαίοι το βρήκαν στην κωμωδία. Ο Πλαύτος (περ. 250-184) και ο Τερέντιος (περ. 190-159) ακολούθησαν βασικά τη γραμμή που είχε χαράξει ο Μένανδρος με τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία, αλλά εμπλούτισαν τόσο τη θεματολογία όσο και τη μορφή της. Τα έργα τους είναι τα αρχαιότερα αρτίως σωζόμενα δείγματα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας.

Η γενέθλια πράξη για την ανάπτυξη υψηλής λογοτεχνίας στον λατινόφωνο κόσμο προήλθε από έναν πρώην δούλο. Δύο αιώνες αργότερα, η λατινική ποίηση θα βρισκόταν σε τέτοια ακμή, ώστε οι θεράποντές της να συναναστρέφονται τους ανθρώπους της πολιτικής δράσης στα ανώτερα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Στον λεγόμενο «χρυσό αιώνα» των λατινικών γραμμάτων, η ποίηση βρέθηκε άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική πραγματικότητα.

Η επικράτηση του Αυγούστου, η μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή λίμνη -«η θάλασσά μας», όπως έλεγαν με υπερηφάνεια οι Ρωμαίοι- και η προσδοκία μιας γενικής ειρήνης στη ρωμαϊκή οικουμένη δημιούργησαν πρόσφορες συνθήκες για την ανάπτυξη των γραμμάτων: αφενός ελεύθερο χρόνο και αφετέρου ανάγκη εξύμνησης της νέας τάξης πραγμάτων που εκπροσωπούσε ο ισόθεος αυτοκράτορας. Το έργο ανέλαβε κατά κύριο λόγο ο Βιργίλιος (70-19), αλλά δεν ήταν ο μόνος. Η ελληνική μυθολογία είχε ήδη εμπνεύσει τους Ρωμαίους και διαποτίσει τη θρησκεία τους. Η εξύμνηση του Αυγούστου και της ενωμένης αυτοκρατορίας του έπρεπε να περάσει μέσα από ένα ηρωικό παρελθόν -σκέφτηκε ο Βιργίλιος-, όπως ο θρυλικός πόλεμος της Τροίας και οι αντίστοιχες ηρωικές περιπλανήσεις του Αινεία.

Χρονολογικά ο Βιργίλιος δεν ήταν ο πρώτος επικός ποιητής της Ρώμης. Το λατινικό έπος είχε ανθίσει νωρίτερα, αν και βρισκόταν σε φανερή παρακμή στην εποχή του. Ο Βιργίλιος όμως έγινε, από την άποψη της αξίας, ο πρώτος επικός ποιητής στη λατινική λογοτεχνία, διότι κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν αξεπέραστο μύθο για την αιώνια πόλη και την ιδέα της αυτοκρατορίας. Η μίμηση του Ομήρου προχώρησε πολύ πέρα από την απομίμηση ενός προτύπου. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα γραμματειακά είδη. Όλοι οι Ρωμαίοι ποιητές και πεζογράφοι είχαν έναν προγενέστερο Έλληνα για πρότυπό τους, συχνά και περισσότερους του ενός ταυτόχρονα. Άλλοτε ο Αλκαίος και η Σαπφώ, άλλοτε ο Πίνδαρος, άλλοτε ο Θεόκριτος, κάποτε μάλιστα και ο Καλλίμαχος, λειτούργησαν ως σημεία αναφοράς για τη λατινική λυρική, επική και βουκολική ποίηση. Η Αινειάδα του Βιργιλίου, πάντως, αποτελεί το κορυφαίο επίτευγμα στην ποιητική παραγωγή των Ρωμαίων.

Ο Πολύβιος αποτέλεσε το μεγάλο πρότυπο των Λατίνων ιστορικών, οι οποίοι διακρίθηκαν για την πραγματιστική αντίληψη των ιστορικών συμβάντων. Κάποιοι, όπως χαρακτηριστικά ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκταβιανός Αύγουστος, ήταν πρωτίστως άνθρωποι της δράσης και ενδιαφέρθηκαν να καταγράψουν γεγονότα που έζησαν οι ίδιοι. Πολλοί ήταν συγκλητικοί. Ιστοριογραφία για αρκετούς Ρωμαίους ιστορικούς σήμαινε κυρίως χρονογραφία και ηθικοπολιτική διαπαιδαγώγηση.

Απέναντι στους προγενέστερους χρονικογράφους, πρώτος ο Σαλλούστιος (86-34) είδε την εσωτερική συνοχή και το νόημα των γεγονότων. Πρότυπό του υπήρξε ο Θουκυδίδης, τον οποίο μιμήθηκε τόσο με την εισαγωγή δημηγοριών στην ιστορική αφήγηση όσο και με τον φιλοσοφικό και συχνά αρχαΐζοντα τρόπο γραφής. Ο νεότερος Λίβιος (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.), που συνέθεσε ένα τεράστιο έργο Από ιδρύσεως Ρώμης, βασίστηκε περισσότερο σε προγενέστερους ιστορικούς (και στον Πολύβιο) παρά στον έλεγχο των αρχείων και την τοπογραφική έρευνα, αλλά το επιμελημένο ύφος του προδίδει σχέση τόσο με την ποίηση όσο και με τη ρητορεία της εποχής του. Ο λίγο προγενέστερος Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.), αντίθετα, είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο, γνώριζε λατινικά και αφιέρωσε, κατά δική του μαρτυρία, τριάντα χρόνια της ζωής του στη συγγραφή μιας οικουμενικής ιστορίας σε σαράντα βιβλία, που κάλυπτε όλο το διάστημα από τις απαρχές της μυθολογίας μέχρι τη σύγχρονή του εποχή. Το έργο, γραμμένο στα ελληνικά, επιγράφεται Βιβλιοθήκη και μεγάλο τμήμα του σώζεται μέχρι σήμερα.

Κατά τον Διόδωρο, το προτέρημα της ιστορίας είναι ότι μπορεί να διδάξει χωρίς να εμπλέκει τον αναγνώστη στους κινδύνους και τους πόνους που έχει η πραγματική ζωή. Ο Διόδωρος ήταν θαυμαστής του Πολύβιου. Όσοι συνέγραψαν οικουμενικές ιστορίες -ισχυρίζεται- ενοποίησαν σαν σε μια τράπεζα (χρηματιστήριον) όλη την πολιτική οικονομία των λαών και όπως η θεία πρόνοια δημιουργεί κυκλικά επανερχόμενες αναλογίες ανάμεσα στην τάξη των άστρων και τις φύσεις των ανθρώπων (σχέσεις που μελετά η αστρολογία), έτσι και αυτοί έδωσαν νόημα στο φαινομενικά άρρυθμο και τυχαίο.

Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (περ. 56-120), πιο πολύπλοκος τόσο στη σκέψη όσο και στο εξεζητημένο ύφος από τον Λίβιο, ασχολήθηκε επίσης με την εθνογραφία και περιέγραψε τα γερμανικά φύλα απέναντι στους Ρωμαίους, με τρόπο που θυμίζει την αντιπαράθεση Ελλήνων και βαρβάρων στο έργο του Ηροδότου. Αντιλαμβανόμενος τη διάσταση ανάμεσα στις εξαγγελίες των ανθρώπων και τις κρυμμένες προθέσεις των έργων τους, ο Τάκιτος παρουσίασε μια αντίληψη της ανθρώπινης φύσης που ρέπει προς την απαισιοδοξία - όπως συμβαίνει και με τον Θουκυδίδη. Στην καταγραφή των συμβάντων του 1ου αιώνα μ.Χ., πάντως, ο Τάκιτος δεν έχανε ευκαιρία να δηλώσει ότι η μοναρχία αποτελεί προϋπόθεση της οικουμενικής ειρήνης.

Ο Κικέρων (106-43) αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή των λατινικών γραμμάτων. Δεν συνδύαζε μόνο τον άνθρωπο της δράσης με τον λόγιο διανοούμενο, δεν δημιούργησε μόνο, με πρότυπο τον Δημοσθένη, ένα σχεδόν ανυπέρβλητο ύφος στον λατινικό πεζό λόγο, αλλά υπήρξε επίσης ο πρωτεργάτης για την εισαγωγή της ελληνικής φιλοσοφίας στη Ρώμη. Για ένα μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης παράδοσης η κατανόηση των ελληνικών ρητορικών και φιλοσοφικών ιδεών ήταν διαμεσολαβημένη από σχέσεις, έννοιες και όρους που εισήγαγε αυτός στα λόγια λατινικά.

Ιδανικό του Κικέρωνα υπήρξε ο πολιτικός ρήτορας που διαθέτει εκτενέστατη παιδεία. Η καθαρότητα της σκέψης του ίδιου αποτυπώθηκε περισσότερο στους πολιτικούς λόγους, τις επιστολές και τις θεωρητικές περί ρητορικής πραγματείες παρά στα φιλοσοφικά του συγγράμματα. Ως φιλόσοφος, ο Κικέρων υπήρξε εκλεκτικός. Τα φιλοσοφικά έργα του είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή, αλλά η θεατρικότητα της σκηνοθεσίας και η ηθογράφηση των προσώπων δεν φτάνει στο επίπεδο των πλατωνικών προτύπων.

Αν και ο Κικέρων μετέφρασε στα λατινικά τον Τίμαιο, τον βασικό κοσμολογικό διάλογο του ύστερου Πλάτωνα, οι οντολογικές και μεταφυσικές θεωρήσεις των Ελλήνων φιλοσόφων δεν θα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στους πρακτικούς ορίζοντες του ρωμαϊκού νου. Όπως ακριβώς ο Σωκράτης είχε κατεβάσει τη φιλοσοφία από τον ουρανό των κοσμολογικών ενοράσεων της Ιωνίας στην εύφορη γη των καθημερινών ασχολιών της Αττικής -άποψη κικερώνεια αυτή-, έτσι και ο ίδιος ο Κικέρων θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον άνθρωπο θεωρημένο ως μέρος της κοσμικής πραγματικότητας -άποψη κοινή στις ελληνιστικές σχολές- στον αυτόνομο δημιουργό κοινωνικών κανόνων και πολιτικών θεσμών. Ακόμη και στην πραγματεία Περί της φύσης των θεών ο Κικέρων δεν χάνει την επαφή με τη γήινη πραγματικότητα. Αν εξαιρέσουμε τον Λουκρήτιο, έναν Επικούρειο που έζησε την ίδια εποχή, η ρωμαϊκή φιλοσοφία δεν ασχολήθηκε με ζητήματα κοσμολογικά ούτε με ερωτήματα που αφορούν τη μεταφυσική δομή του κόσμου. Η ηθική διάσταση της ανθρώπινης ζωής σχεδόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον της. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι αισθάνονταν έλξη προς τον στωικισμό.

Τα ελληνικά γράμματα συνέχιζαν τη δική τους πορεία, ανεπηρέαστα από τις εξελίξεις στον λατινόφωνο κόσμο. Οι Ρωμαίοι μάθαιναν ελληνικά για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας τους και για να μορφωθούν. Οι Έλληνες και οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Ασίας δεν ενδιαφέρονταν για τη λατινική γλώσσα, με εξαίρεση όσους είχαν άμεση σχέση με τη διοίκηση. Η ελληνιστική εξακολουθούσε να είναι η κοινή γλώσσα των λαών της ανατολικής Μεσογείου και παράλληλα η γλώσσα ενός κυρίαρχου και ενιαίου πολιτισμού - παρά τις έντονες τοπικές διαφοροποιήσεις.

Στους αιώνες της ρωμαϊκής κατάκτησης η ελληνική ποίηση έχανε εμφανώς έδαφος έναντι της ιστοριογραφίας και της ρητορείας. Με εξαίρεση τα ολιγόστιχα επιγράμματα και ορισμένα είδη θρησκευτικής ποίησης, κατά κύριο λόγο υμνητικής, τον έμμετρο λόγο υποκαθιστούσε ο έντεχνος πεζός. Η αυθεντική ποίηση, σε αντιδιαστολή προς τη λόγια, προϋποθέτει άφεση στον κόσμο των ενορμήσεων και του ονείρου: αποτελεί ένα είδος θεόσταλτης μανίας, που είναι δυσεύρετη σε περιόδους πνευματικής κόπωσης ή αγωνίας. Ενώ λοιπόν οι Ρωμαίοι με την ειρήνη χαλάρωναν τον δεσμό της ανάγκης και του χρέους που δημιουργούσαν παλαιότερα οι συνεχείς πολεμικές διενέξεις, κατακτητικές και εμφύλιες, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Ανατολής ένιωθαν μια αυξανόμενη τάση λύτρωσης έξω από τον παρόντα κόσμο. Η τάση αυτή θα έβρισκε έκφραση είτε στη φιλοσοφία είτε στη θρησκεία, είτε στη νέα ένωση που προήλθε από την κοινή ανάγκη για αποκάλυψη και γνώση.

Ο Επίκτητος (περ. 55-135) ήταν ένας δούλος από τη Φρυγία που βρέθηκε στο σπίτι ενός πλούσιου απελεύθερου στη Ρώμη. Το πραγματικό του όνομα δεν είναι γνωστό. Επίκτητος σημαίνει «αποκτημένος» - προσωνύμιο ταιριαστό σε σκλάβο. Αν και χωλός από παιδί, διέθετε μεγάλη διορατικότητα και έμφυτη τάση σοφίας. Κάποια στιγμή ο δεσπότης του αποφάσισε να του χαρίσει την ελευθερία. Ο Επίκτητος παρακολούθησε τα μαθήματα που έδινε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Μουσώνιος Ρούφος και έγινε ο πιο διάσημος μαθητής του.

Ο Μουσώνιος Ρούφος ήταν ένας στωικός που δίδασκε ότι η φιλοσοφία δεν είναι απλή θεωρητική ενασχόληση, αλλά η ίδια η τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης και συνεπώς παιδεία και άσκηση κατάλληλη για άνδρες και γυναίκες, δούλους και βασιλείς. Λέγεται ότι ο Μουσώνιος Ρούφος αλληλογραφούσε με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, έναν άνδρα από την Καππαδοκία που είχε ασκητικές τάσεις, ταξίδεψε ως την Ινδία, συμβούλεψε ελληνικές πόλεις, αναμετρήθηκε με αυτοκράτορες και τελικά, σύμφωνα με τον θρύλο, αναλήφθηκε στους ουρανούς. Κάποιοι θεώρησαν ότι ο Μουσώνιος Ρούφος και ο Απολλώνιος ήταν οι δύο σοφότεροι άνδρες του αιώνα τους. Σε εποχή που είχε πλέον επιβληθεί ο χριστιανισμός, ένας φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια συνέκρινε τον Απολλώνιο με τον Ιησού.

Όταν ο αυτοκράτορας Δομιτιανός (81-96) εκδίωξε όλους τους φιλόσοφους και αστρονόμους από τη Ρώμη, ο Επίκτητος αναχώρησε για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη. Η πόλη είχε ήδη πάνω από έναν αιώνα ζωής και αριθμούσε περίπου 30.000 κατοίκους. Εκεί ίδρυσε μια σχολή φιλοσοφίας και άρχισε να διδάσκει. Η φήμη του σύντομα ξεπέρασε τα στενά όρια της Ηπείρου και της ρωμαϊκής Αχαΐας. Οι μαθητές του κατάγονταν από διάφορους τόπους της Μεσογείου.

Αν και Ρωμαίος, ο Μουσώνιος Ρούφος δίδασκε στα ελληνικά. Ο Επίκτητος τον ακολούθησε σε πολλά σημεία: έμεινε πιστός στις βασικές θέσεις της στωικής ηθικής, πίστευε στη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής, δίδασκε στα ελληνικά. Όπως παλαιότερα ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο σκεπτικός Πύρρων και ο κυνικός Διογένης, έτσι και ο Επίκτητος θεώρησε ότι έργο του φιλοσόφου δεν είναι η καταγραφή θεωριών αλλά η προσωπική επαφή και η ανθρώπινη σχέση με όσους επιθυμούν να μάθουν και να βελτιωθούν. Την προφορική διδασκαλία του διέσωσε ο Αρριανός, στον οποίο χρωστούμε επίσης την εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου (Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις). Ο Αρριανός, που καταγόταν από τη Βιθυνία και ήρθε στη Νικόπολη για να μαθητεύσει, εντυπωσιάστηκε από τον Επίκτητο και κατέγραψε τα λόγια του σε οκτώ βιβλία (Διατριβαί), από τα οποία σώζονται τα μισά. Αργότερα έκανε μια επιτομή του έργου (Ἐγχειρίδιον) για τη διευκόλυνση των αναγνωστών.

Ο Επίκτητος δεν διέθετε εκτενή παιδεία. Γνώριζε βεβαίως τον Όμηρο και κάποιους τραγικούς ποιητές, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα -αυτοί εξάλλου παρουσίαζαν τη μορφή του αγαπημένου του Σωκράτη- και φυσικά τους στωικούς, ιδίως τον Ζήνωνα και τον Χρύσιππο. Αλλά μέριμνά του δεν ήταν η εξήγηση των προγενεστέρων. Ήταν η ίδια η ζωή και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ζει κανείς ανεπηρέαστος από τις μεταπτώσεις της τύχης, ελεύθερος και ευτυχισμένος.

Ο Επίκτητος προειδοποιούσε τους μαθητές του για τους κινδύνους της λογιότητας, ρωτώντας ρητορικά τον εαυτό του:

Αν θαυμάζω την ίδια την ικανότητα της ερμηνείας αυτή καθαυτή, δεν έχω γίνει, αντί για φιλόσοφος, φιλόλογος, με τη διαφορά ότι αντί για τον Όμηρο εγώ εξηγώ τον Χρύσιππο;

Ταυτόχρονα ο πρώην δούλος προέτρεπε τους πολιτικά ελεύθερους μαθητές στην ουσιαστική ελευθερία:

Όποιος θέλει να είναι ελεύθερος, ας μην επιθυμεί και ας μην αποφεύγει πράγματα που ανήκουν στη δικαιοδοσία άλλων. Αλλιώς θα είναι δούλος εκείνων.

Tο Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου

«Kι αυτοί οι ανελέητοι εχθροί ενώθηκαν στα δακρυά μου. Γλυκειά πνοή της ξάστερης νύχτας, ένα χαμόγελο πάνω στα νερά και παντού στην εξοχή. Ο σεισμός άνοιξε στο σκληρό βράχο βαθύ χάσμα που σκεπάστηκε με λουλούδια που έτρεμαν στην αύρα και στον ήλιο. Αν τύχει να γίνει κάτι απ’ αυτό που τώρα μοιάζει ανέφικτο, θα το συνοδέψει το μαρτύριο καί το αίμα. Γιατί μου φαίνεται αδύνατο να μπορέσει να περάσει απέναντι και ένας μόνο από μας. Σαν σκιά πλανιέται το κοπαδάκι μου μέσα στη νύχτα με τ’ άστρα, νύχτα δροσερή από τις προσευχές, γαλήνια σαν να είχε βρέξει ψωμί ο ουρανός» -Διονύσιος Σολωμός

Το πρωί της 10ης Απριλίου, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.

Η Έξοδος του Μεσολογγίου
(25 Απρ. 1825 – 10 Απρ. 1826)
Εμπλεκόμενες πλευρές: Έλληνες επαναστάτες vs Οθωμανική αυτοκρατορία
Ηγετικά πρόσωπα: Αλ. Μαυροκορδάτος, Κίτσος Τζαβέλλας, Νότης Μπότσαρης, Νικόλαος Στουρνάρης κ.α vs Κιουταχής, Ιμπραήμ Πασάς

Η «Έξοδος του Μεσολογγίου» ή το «Ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου» αναφέρεται στην έξοδο που πραγματοποίησαν οι πολιορκημένοι στρατιώτες και άμαχοι του Μεσολογγίου, όταν οι δυνατότητες συνέχισης της άμυνας απέναντι στα τουρκικά και αιγυπτιακά στρατεύματα είχαν χαθεί. Το γεγονός συνέβη την νύχτα μεταξύ 10ης και 11ης Απριλίου 1826 (Κυριακή των Βαΐων), κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Το Μεσολόγγι επαναστάτησε στις 20 Μαΐου του 1821. Η σημασία της θέσης έγινε γρήγορα αντιληπτή από την τοπική ηγεσία της επανάστασης.

Η Τρίτη πολιορκία του Μεσολογγίου (συχνά αναφέρεται και ως δεύτερη πολιορκία) ήταν ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Ήταν το γεγονός που έδωσε έμπνευση στο Διονύσιο Σολωμό να γράψει τους “Ελεύθερους Πολιορκημένους”. Έγινε στο διάστημα από 25 Απριλίου του 1825 έως 10 Απριλίου του 1826 οπότε και τερματίστηκε με την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου. Η πολιορκία διακρίνεται σε δύο φάσεις. Η πρώτη από τον Απρίλιο του 1825 μέχρι τον Οκτώβριο του 1825 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Κιουταχή και η δεύτερη από τον Δεκέμβριο του 1825 έως τον Απρίλιο του 1826 όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ και του Κιουταχή από κοινού.

Το Μεσολόγγι κήρυξε την επανάσταση στις 20 Μαΐου 1821 με τον οπλαρχηγό Δημήτριο Μακρή. Το 1822, μετά την ήττα των ελλήνων στη μάχη του Πέτα τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι και πολιόρκησαν την πόλη. Η Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου διήρκεσε δύο μήνες και έληξε με αποτυχία των τουρκικών δυνάμεων να κυριεύσουν την πόλη. Στα μέσα του 1823 οι τουρκικές δυνάμεις σχεδίασαν νέα εκστρατεία που περιλάμβανε πολιορκία και κατάληψη του Μεσολογγίου. Μετά από σκληρές μάχες που δόθηκαν στην περιοχή της Ευρυτανίας τα τουρκικά στρατεύματα κατευθύνθηκαν προς το Μεσολόγγι. Οι αρχές και οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάστηκαν για πολιορκία όμως τα τουρκικά στρατεύματα προτίμησαν να πολιορκήσουν το Αιτωλικό. Το γεγονός αυτό αναφέρεται συχνά ως Δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.

Στην πόλη πραγματοποιήθηκε η συνέλευση της Δυτικής Ελλάδας και στη συνέχεια έγινε έδρα της διοίκησης της Δυτικής Ελλάδας που έφερε την ονομασία Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας. Το 1822 η πόλη πολιορκήθηκε για πρώτη φορά από τα στρατεύματα του Κιουταχή που είχε νικήσει τους Έλληνες στο Πέτα, και του Ομέρ Βρυώνη που είχε ολοκληρώσει την υποταγή του Σουλίου. Μετά από δύο μήνες οι Τούρκοι έλυσαν την πολιορκία έχοντας υποστεί σοβαρές απώλειες. Την επόμενη χρονιά ένα νέο τουρκικό στράτευμα κατευθύνθηκε προς το Μεσολόγγι άλλα αναλώθηκε ανεπιτυχώς στην πολιορκία του γειτονικού Αιτωλικού. Οι Τούρκοι μετά την αποτυχία να καταλάβουν το Αιτωλικό εγκατέλειψαν το σχέδιο επίθεσης στο Μεσολόγγι και αποχώρησαν.

Μετά την καταστροφική μάχη του Πέτα για τους έλληνες επαναστάτες (4 Ιουλίου 1822) ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής, επικεφαλής 11.000 ανδρών, κατήλθαν χωρίς αντίσταση στην κοιλάδα του Μεσολογγίου, την οποία απέκλεισαν από ξηράς (25 Οκτωβρίου). Μαζί τους βρέθηκαν και οι οπλαρχηγοί Βάλτου και Ξηρομέρου, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Γιαννάκης Ράγκος, Γώγος Μπακόλας, Γεωργάκης Βαλτινός και Ανδρέας Ίσκος, που είχαν δηλώσει υποταγή στους δύο πασάδες. Ο Γιουσούφ Πασάς με τον στόλο του συμπλήρωνε τον αποκλεισμό της πόλης από τη θάλασσα. Το Μεσολόγγι εκείνα τα χρόνια ήταν το οικονομικό και πολιτικό κέντρο της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας (σημερινής Δυτικής Στερεάς Ελλάδας).

Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Μπότσαρης με τα λείψανα του εκστρατευτικού σώματος του Πέτα ανέλαβαν την υπεράσπιση της πόλης. Το Μεσολόγγι ήταν ευπρόσβλητο από ξηράς και προστατευόταν από ένα χαμηλό περιτείχισμα κατασκευασμένο στις αρχές της Επανάστασης. Η δύναμη των πολεμιστών δεν υπερέβαινε τους 700 άνδρες, ενώ χρειάζονταν τουλάχιστον επταπλάσιοι υπερασπιστές. Στους προμαχώνες δεν υπήρχαν παρά μόνο 14 πυροβόλα. Τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα μόλις έφθαναν για ένα μήνα. Η θέση των πολιορκουμένων ήταν απελπιστική.

Στο στρατόπεδο των πολιορκητών υπήρχε διχογνωμία για το σχέδιο ενεργειών. Ο Κιουταχής και ο Γιουσούφ υποστήριζαν την άμεση κατάληψη του Μεσολογγίου με έφοδο. Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν της γνώμης να το καταλάβουν δια συμβιβασμού, προκειμένου να διατηρηθεί η πόλη αλώβητη για τις ανάγκες του στρατού, μετά την ερήμωση της Αιτωλοακαρνανίας. Τελικά, επικράτησε η γνώμη του Ομέρ. Οι πολιορκούμενοι εξέλαβαν ως θείο δώρο την εξέλιξη αυτή. Άρχισαν ατέρμονες συζητήσεις περί συμβιβασμού, αναμένοντας τη βοήθεια που είχαν ζητήσει από την Πελοπόννησο και τα νησιά. Πράγματι, στα μέσα Νοεμβρίου στολίσκος από 11 πλοία υπό τον Ανδρέα Μιαούλη διέσπασε τον θαλάσσιο αποκλεισμό του Μεσολογγίου. Αποβίβασε 1000 άνδρες υπό τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Ζαΐμη και Κανέλλο Δεληγιάννη και προμήθευσε με τροφές και πολεμοφόδια τους υπερασπιστές του. Τότε, οι πολιορκούμενοι διαμήνυσαν στους Τούρκους πασάδες, ότι αν θέλουν το Μεσολόγγι να έλθουν να το πάρουν.

Η κατάσταση στο στρατόπεδο των πολιορκητών δεν ήταν καλύτερη από αυτή τον πολιορκουμένων. Τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα άρχισαν να ελαττώνονται και οι προμήθειες νέων κατέστησαν δυσχερείς. Έτσι, οι πασάδες αποφάσισαν έφοδο, αφού είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος με τις διαπραγματεύσεις. Η επίθεση προγραμματίστηκε για τη νύχτα της 24ης προς 25η Δεκεμβρίου, με την ελπίδα ότι οι μαχητές θα εγκατέλειπαν τους προμαχώνες και θα πήγαιναν στις εκκλησιές για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Όμως, το σχέδιο της επίθεσης είχε διαρρεύσει στους μαχητές του Μεσολογγίου από τον ελληνικής καταγωγής γραμματικό του Ομέρ Βρυώνη, Γιάννη Γούναρη, κι έτσι η φρουρά παρέμεινε στις θέσεις της πανέτοιμη για την επίθεση.

Κατά την έφοδο, οι Οθωμανοί υπέστησαν πανωλεθρία κι οι δύο πασάδες αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία στις 31 Δεκεμβρίου 1822, επειδή κυκλοφορούσαν έντονες φήμες ότι έφθανε εναντίον τους ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής τους στην Ήπειρο, νέα δοκιμασία περίμενε τους καταπονημένους Οθωμανούς. Στην προσπάθειά τους να διαβούν τον πλημμυρισμένο Αχελώο, πολλοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους. Τα υπολείμματα των δυνάμεων του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη έφθασαν σε κακή κατάσταση στις 21 Φεβρουαρίου 1823 στο Κραβασσαρά (σημερινή Αμφιλοχία) και στη συνέχεια πέρασαν με πλοία στην Πρέβεζα.

Η καταστροφή του οθωμανικού στρατού προκάλεσε την αποτυχία της εκστρατείας των δύο πασάδων κατά της Δυτικής Ελλάδας. Η επιτυχία των Ελλήνων έγινε μεγαλύτερη, καθώς μετά την αναχώρηση των Οθωμανών από το Μεσολόγγι, ενώθηκαν με τους επαναστάτες οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ίσκος και Γεωργάκης Βαλτινός, που είχαν προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, με νωπά τα γεγονότα στο μυαλό του, αναφέρεται στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και την καταστροφική διάβαση του Αχελώου από τους Τούρκους στο ποίημα του «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», που έγραψε το Μάιο του 1823 (στροφές 88-121).

Τρία χρόνια μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης του Μεσολογγίου από τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη, ο Σουλτάνος επανήλθε με νέο σχέδιο. Ανέθεσε και πάλι στον νικητή της Μάχης του Πέτα, Κιουταχή, να καταλάβει την πόλη, συνδυάζοντας αυτή τη φορά την επιχείρηση με την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Με μια πανίσχυρη στρατιά 20.000 ανδρών, ο Κιουταχής ξεκίνησε από τα Τρίκαλα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1825 και στις 15 Απριλίου 1825 έφθασε προ του Μεσολογγίου.

Αμέσως άρχισε την πολιορκία της πόλεως, η οποία μπορεί να χωρισθεί σε δύο περιόδους: α) 15 Απριλίου έως 12 Δεκεμβρίου 1825 και β) 25 Δεκεμβρίου 1825 έως τις 11 Απριλίου 1826. Χωρίς σημαντική βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, λόγω του εμφυλίου πολέμου κι έχοντας να αντιμετωπίσουν υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις, οι 12.000 Έλληνες του Μεσολογγίου αντιστάθηκαν καρτερικά επί ένα χρόνο. Την οργάνωση της άμυνας ανέλαβε τριμελής επιτροπή υπό τους Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, Δημήτριο Θέμελη και Γεώργιο Καναβό.

[Ο Ελληνικός εμφύλιος της περιόδου 1823 – 1825 έλαβε τόπο κατά τη διάρκεια της ελληνικής επαναστάσεως ως ανταγωνισμός ισχύος για την ηγεσία της επαναστάσεως αλλά και του υπό διαμόρφωση νέου ελληνικού κράτους. Χωρίζεται σε δύο φάσεις: η πρώτη (Φθινόπωρο 1823 – Καλοκαίρι 1824) χαρακτηρίστηκε από έντονες πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η δεύτερη (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων]

Το φρούριο της πόλεως μετά την πρώτη πολιορκία είχε βελτιωθεί, κατόπιν των προσπαθειών του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Βύρωνα και του μηχανικού Μιχαήλ Κοκκίνη. Η τάφρος έγινε βαθύτερη, ο μικρός περίβολος ενισχύθηκε με πύργους και πολύγωνα προτειχίσματα, πάνω στα οποία τοποθετήθηκαν 48 τηλεβόλα και 4 βομβοβόλα. Η νησίδα Βασιλάδι, μεταξύ της λιμνοθάλασσας και της θάλασσας, έγινε ένα είδος προκεχωρημένου οχυρού. Εκεί τοποθετήθηκαν 6 πυροβόλα και συγκεντρώθηκαν 2.000 γυναικόπαιδα για να μην επιβαρύνουν τη φρουρά της πόλης. Εντός του Μεσολογγίου υπήρχαν 10.000 άτομα, εκ των οποίων 4.000 άνδρες, άριστοι πολεμιστές από την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία και ακόμη 1.000 άνδρες, δυνάμενοι να φέρουν όπλα.

Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας (15 Απριλίου – 12 Δεκεμβρίου 1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους συντρίβονταν εύκολα ή δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης. Εξάλλου, ο από θαλάσσης αποκλεισμός δεν ήταν ισχυρός και επανειλημμένως διασπάσθηκε από τον στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους πολιορκούμενους. Στις 24 Ιουλίου, 1000 ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ανάγκασαν τον Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους Ζυγός, χαλαρώνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου. Αλλά και ο τουρκικός στόλος, παρενοχλούμενος από τον ελληνικό, αναγκάσθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία.

Στις 5 Αυγούστου ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτών πολεμιστών, εισήλθε στην πόλη, αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκουμένων. Όμως, στις αρχές Νοεμβρίου, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε 8.000 αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές.

Στις 25 Δεκεμβρίου 1825 άρχισε η δεύτερη φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου

Όπως και στην πρώτη πολιορκία, πάλι υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πασάδων. Ο αιγύπτιος Ιμπραήμ επεχείρησε με τις δικές του δυνάμεις να καταλάβει το Μεσολόγγι στις 16 Ιανουαρίου 1826. Απέτυχε, όμως, και αναγκάσθηκε να συμπράξει μετά του Κιουταχή. Οι δύο στρατοί κατέστησαν ασφυκτική την πολιορκία με ανηλεή κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου και με την κατάληψη των στρατηγικής σημασίας νησίδων Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου) και Κλείσοβας (25 Μαρτίου). Μετά την πτώση των δύο νησίδων, η θέση των πολιορκουμένων κατέστη δεινή, μετά και την αποτυχία του Μιαούλη να διασπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό.

Η κατάσταση πλέον μέσα στην πόλη είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Τρόφιμα δεν υπήρχαν και οι πολιορκούμενοι (γυναίκες, παιδιά, τραυματίες, γέροντες και μαχητές) σιτίζονταν με φύκια, δέρματα, ποντίκια και γάτες! Υπό τις συνθήκες αυτές, που καθιστούσαν αδύνατη την αποτελεσματική υπεράσπιση της πόλης, αποφασίστηκε σε συμβούλιο οπλαρχηγών και προκρίτων στις 6 Απριλίου η έξοδος και ορίστηκε γι’ αυτή, η νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων (9 προς 10 Απριλίου). Τα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το σχέδιο, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, υπό τους Δημήτριο Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσο Τζαβέλα, με την ελπίδα να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επωφελούμενοι από τον αιφνιδιασμό των πολιορκητών. Νωρίτερα είχαν σκοτώσει τους τούρκους αιχμαλώτους, ενώ στην πόλη παρέμειναν τραυματίες και γέροι. Όμως, το σχέδιο της εξόδου, είτε προδόθηκε, είτε δεν εφαρμόστηκε σωστά κι έτσι οι δυνάμεις του Ιμπραήμ κατέσφαξαν με τα γιαταγάνια τούς μαχητές της ελευθερίας. Στο μεταξύ, μέσα στο Μεσολόγγι είχαν αρχίσει οι σφαγές από τους Τουρκοαιγύπτιους, που είχαν εισβάλει από άλλο σημείο της πόλης.

Σε πολλά σημεία σημειώθηκαν δραματικές σκηνές: ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε από τους εισβολείς στο σπίτι του, όπου είχαν συγκεντρωθεί τραυματίες, γέροντες και γυναικόπαιδα, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον Ανεμόμυλο, στην τελευταία πράξη αντίστασης, όταν κυκλώθηκε από τους εχθρούς. Το πρωί της 10ης Απριλίου, η οθωμανική ημισέληνος κυμάτιζε στα χαλάσματα του Μεσολογγίου.

Οι πληροφορίες για τις απώλειες των Ελλήνων κατά την πολιορκία και την έξοδο είναι αντιφατικές. Πιθανότερο φαίνεται ότι από τους 3.000 που πήραν μέρος στην έξοδο, οι 1.700 έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι. Ανάμεσα στους νεκρούς, ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κοκκίνης, ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας, ο Νικόλαος Στορνάρης, ο γερμανός εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» Ιάκωβος Μάγιερ και άλλοι γερμανοί φιλέλληνες. Γύρω στα 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη και στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Οι απώλειες για τους τουρκοαιγύπτιους εισβολής ανήλθαν σε 5.000 άνδρες.

Η Επανάσταση μετά την πτώση του Μεσολογγίου είχε σχεδόν κατασταλεί. Η φλόγα της, όμως, παρέμεινε άσβεστη, καθώς η ήττα μετατράπηκε σε νίκη. Ένα νέο κύμα φιλελληνισμού αναδύθηκε μετά την αμαύρωση του Αγώνα, εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Αυτό με τη σειρά του επηρέασε εμμέσως την ευρωπαϊκή διπλωματία για τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων. Πολλά έργα, ζωγραφικά, λογοτεχνικά και άλλα, απαθανάτισαν τη θυσία των Μεσολογγιτών.

Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός έγραψε την ημιτελή ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» με τους γνωστούς στίχους από το Σχεδίασμα Β’:

Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
I
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε’ στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ΄έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ‘γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει»
VIII
«Άγγελε, μόνο στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Αυτού που σ’ τα ‘πλασε, τ’ αγγειό τσ’ ερμιάς τα θέλει.
Ιδού που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
χωρίς φιλί, χαιρετισμό, ματιά, βασίλισσές μου!
Τα θέλω γω, να τα ‘χω γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες».
XII
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
και αγγιζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.

Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημύρα των αρμάτων
δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν
εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το Χάρο.

Τουφέκια τούρκικα, σπαθιά
το ξεροκάλαμο περνά.

Αμέσως μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής με τον στρατό του κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Αττικής. Ο Ιμπραήμ επανήλθε στην Πελοπόννησο για να εξαλείψει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης σε Μάνη και Αργολίδα.

Το Μεσολόγγι απελευθερώθηκε στις 11 Μαΐου 1829. Το 1937 αναγνωρίστηκε ως «Ιερά Πόλις». Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε διάλυση της τρίτης εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου του 1826 και στην παραίτηση της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Στο εξωτερικό αναθέρμανε το φιλελληνικό κίνημα και επιτάχυνε τις διαδικασίες για επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για την τελική λύση του ελληνικού ζητήματος.

Το τέλος της Επαναστάσεως των Ελλήνων του 1821 δεν γράφτηκε ακόμη!

Η θλίψη στην τέχνη

«Η τέχνη είναι το υψηλότερο μέσο που βοηθάει τους ανθρώπους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Τίποτε δεν μας ενώνει καλύτερα από μια κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση.» -Γιώργος Σεφέρης

Ο αγαπημένος μου καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης και ζωγράφος Γιώργος Πανουτσόπουλος, έλεγε ότι η τέχνη είναι η επαφή της αίσθησης και των συναισθημάτων του ανθρώπου για την φύση και τον κόσμο σε μια τροποποίηση προς το εξαίσιο ή το τραγικό και συνέχιζε λέγοντας πως ο καλλιτέχνης τροποποιεί, μεταμορφώνει το αντικείμενο που θέλει όπως ο ίδιος επιθυμεί. Συμπληρωματικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η τέχνη, λοιπόν, ικανοποιεί την πνευματική ανάγκη του ανθρώπου για ελευθερία, τον εξυψώνει σε πνευματικές σφαίρες, του ανοίγει νέους ορίζοντες, τον μορφώνει προκαλώντας του αισθητική συγκίνηση. Πάνω απ΄ όλα όμως, η τέχνη είναι επικοινωνία, είναι πέρα από τη γλώσσα, τη θρησκεία, τη φυλή, την κοινωνική τάξη και γι΄ αυτό το λόγο επηρεάζει κάθε ψυχή και φέρνει κοντά λαούς και πολιτισμούς.

Όπως είναι φυσικό, ο καλλιτέχνης δέχεται πνευματικά ερεθίσματα από την εποχή του και τα εκφράζει με το δικό του τρόπο. Η εποχή που ζει κάθε καλλιτέχνης του «δίνει» τους προβληματισμούς της και τα κίνητρα για να μπορέσει ο ίδιος να εκφραστεί. Την αρχή για κάθε έργο του την δίνει η εποχή και αυτός με τη σειρά του εμβαθύνει στον τρόπο ζωής μιας εποχής, προβληματίζει, ενεργοποιεί, εκφράζει το άγχος, την αγωνία της κοινωνίας που ζει. Όπως πολύ χαρακτηριστικά το τοποθετεί ο Σεφέρης «ο δεσμός του καλλιτέχνη με την εποχή του δεν είναι μόνο διανοητικός, ούτε συναισθηματικός, είναι καθαρά βιολογικός ομφάλιος λώρος ο μεγάλος καλλιτέχνης δεν είναι της εποχής του, είναι η εποχή του». Μέσω του καλλιτέχνη και γενικότερα μέσω της τέχνης ενός λαού, διεισδύουμε στην εποχή του, γνωρίζουμε τα προβλήματα, τον πλούτο, την παιδεία, την θρησκεία, τις προκαταλήψεις, τις κοινωνικές δομές. Ο Κάρολος Κουν (2000) έλεγε ότι: «Κάθε έργο τέχνης είναι, είτε το θέλει είτε όχι, μια προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη. Ο καλλιτέχνης ζει και δέχεται τους ερεθισμούς γι’ αυτήν την έκφραση από το περιβάλλον του, και σήμερα με τα πλατιά μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας και από το διεθνή χώρο». Η τέχνη για τον καλλιτέχνη είναι τρόπος ζωής, καταφύγιο απ’ την καθημερινότητα, έκφραση του συναισθηματικού του κόσμου. Ο ίδιος διασώζει σημαντικά στοιχεία εποχής και τα αφήνει κληρονομιά στους μεταγενέστερους ώστε βλέποντας τα να μπορέσουν να κατανοήσουν τα γεγονότα. Ο ίδιος αφήνει το στίγμα του στην εποχή του, άρα ο καλλιτέχνης επηρεάζει και επηρεάζεται από την εποχή του.

Αν και η εμπειρία του θανάτου είναι καθολική, το πώς μια κοινωνία αντιλαμβάνεται το θάνατο, αναπόφευκτα επηρεάζει τον τρόπο έκφρασής της. Τόσο η τέχνη όσο και η θλίψη ορίζονται πολιτιστικά. Η έκφραση του πένθους είναι διαφορετική όταν βασίζεται όχι μόνο στις συνθήκες του θανάτου του αγαπημένου προσώπου, αλλά και ως αποτέλεσμα της δομής μιας κοινωνίας για τις κοινωνικές σχέσεις, τις πεποιθήσεις της για το θάνατο και τη μετά θάνατον ζωή, και τους κανόνες για την έκφραση του συναισθήματος (Klass and Goss, 1998). Ως εκ τούτου, η «κανονική» έκφραση της θλίψης είναι διαφορετική σε κάθε κοινωνία. Δεδομένου ότι η τέχνη είναι μόνο μια έκφανση της πολιτιστικής έκφρασης, υπάρχουν επίσης πολλές παραλλαγές για το πώς ο θάνατος παρουσιάζεται και εκφράζεται μέσω των εικαστικών τεχνών. Η τέχνη μπορεί να προσφέρει μια οπτική έκφραση της θλίψης μέσα σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο.

Ένα ενδεικτικό χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ζωγράφος Φρίντα Κάλο η οποία ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών, όταν το λεωφορείο που επέβαινε συγκρούστηκε με ένα τραμ προκαλώντας ένα τραγικό ατύχημα. Μετά από μια εκτεταμένη παραμονή στο νοσοκομείο, η Κάλο ακινητοποιήθηκε στο σπίτι σε γύψο για εννέα μήνες. Σε μια προσπάθεια να την παρηγορήσoυν, οι γονείς της, της έδωσαν μια σειρά από χρώματα και ειδικό καβαλέτο για να χωρέσει το κρεβάτι της. Μετά από αυτό, τοποθέτησαν έναν καθρέφτη στον ουρανό του κρεβατιού, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει την αντανάκλασή της και τον εσώτερο προβληματισμό της ως πρότυπο για την εικόνα της και ως μέσο σχεδίασης (Burrus, 2008). Αντανακλώντας την εικόνα της κάτω από τον καθρέφτη, η καλλιτέχνης αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την εικόνα του εαυτού της, την ταυτότητά της και τη θνησιμότητα της σε καθημερινή βάση (Burrus 2008). Η Κάλο είχε να αντιμετωπίσει τον μακροπρόθεσμο πόνο που προέκυψε από το ατύχημα, καθώς και το συναισθηματικό πόνο της απώλειας αρκετών από τα μέλη της οικογένειας της κατά τη σύντομη διάρκεια της ζωής της. Στην πραγματικότητα, το σύνολο του έργου της Κάλο μπορεί να αναγνωστεί στο πλαίσιο της σωματικής, ψυχολογικής, συναισθηματικής ταλαιπωρίας. Η ίδια η καλλιτέχνης παρατήρησε: «Η ζωγραφική μου εμπεριέχει το μήνυμα του πόνου…η ζωγραφική ολοκληρώθηκε από τη ζωή» (Burrus, 2008). Η απεικόνιση των εργασιών της Κάλο ήταν στενά συνδεδεμένη με τη σωματική, συναισθηματική και ψυχολογική κατάστασή της. Παρά το σουρεαλιστικό στυλ της, η Κάλο επέμεινε ότι αυτό που ζωγράφιζε ήταν «μόνο η δική της πραγματικότητα» (Burrus, 2008). Οι γραφικές απεικονίσεις της Κάλο του θανάτου και της θλίψης προέρχονται από ένα πολιτιστικό υπόβαθρο που περιλαμβάνει επίσης το θάνατο ως «κυριολεκτική πραγματικότητα» της (Burrus, 2008). Συγγραφείς, διανοούμενοι και καλλιτέχνες από το Μεξικό συχνά προσωποποιούν τον θάνατο, προκειμένου να εκφράσουν την εξοικείωση με την παρουσία του. Η Μεξικανική κουλτούρα του παρελθόντος και του παρόντος είναι γεμάτη με έργα τέχνης που απευθύνονται ρητά στο θέμα του θανάτου. Πολλοί Μεξικάνοι θεωρούν ως κάτι «παιχνιδιάρικο» την οικειότητα με το θάνατο αλλά και παραδόξως ως ένα σημάδι του Μεξικού (Lomnitz, 2005). Ως Μεξικανή εθνικίστρια, η Κάλο ήταν γοητευμένη από τις ιδιαιτερότητες και τις εικόνες της κληρονομιάς της. Το έργο της Κάλο ήταν εμπνευσμένο από την τέχνη του Μεξικού, κληρονομιά της και καθοδηγείτο από την προσωπική εμπειρία του θανάτου και της απώλειας.

Ένας άλλος σημαντικός σύγχρονος καλλιτέχνης ο Motoi Yamamoto γεννήθηκε στην Onomichi, στη Χιροσίμα το 1966. Αφού έχασε την αδελφή του από καρκίνο του εγκεφάλου, το 1994, ο Yamamoto, δήλωσε, «Ήθελα να κάνω κάτι για να υπενθυμίσω τις αναμνήσεις της αδελφής μου» (Reynolds, 2012). Η χρήση του αλατιού από τον Γιαμαμότο είναι η πιο στενά συνδεδεμένη ιαπωνική παράδοση του πένθος, όπου συγκρίνει το αλάτι με τις στάχτες (Truitner, 2012) Το λευκό είναι το χρώμα τόσο της καθαρότητας όσο και της θλίψης στην ιαπωνική κουλτούρα (Truitner and Truitner, 2008; Sloan, 2012). Οι στάχτες είναι εξαιρετικά σημαντικές και συμβολικές για τους πενθούντες σε μια οικογένεια. Στην Ιαπωνία, το 99% των οικογενειών επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν την αποτέφρωση, μία βουδιστική τελετουργική διαδικασία (Sitar, 2012). Η ιαπωνική κουλτούρα είναι ένα περίπλοκο μείγμα πολιτιστικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων που διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο θάνατος. Ο Yamamoto έχει κάνει μια ποικιλία σχεδίων εργασίας άλατος ως ένα τρόπο για να ενσαρκώσει ισχυρά και βαθιά τις μνήμες της αδελφής του. Σύμφωνα με τον Reynolds (2012), τα σχέδια του Yamamoto ποικίλλουν από τοποθεσία σε τοποθεσία, καθώς ο καλλιτέχνης προσαρμόζει κάθε εγκατάσταση στο συγκεκριμένο χώρο, με τις ιδιότητες των συγκεκριμένων σημάτων του αλατιού, και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η υγρασία και ο αέρας. Τόσο η καλλιτεχνική διαδικασία του Yamamoto όσο και το προϊόν του αντανακλούν την πολιτιστική κατανόηση του για τον συνεχή κύκλο του θανάτου και της αναγέννησης.

ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΖΟΥΝ, ΘΡΗΝΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ.

Το πένθος είναι μια καθολική εμπειρία μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά η θλίψη και το πένθος δεν εκδηλώνονται το ίδιο σε όλους τους πολιτισμούς. Οι πεποιθήσεις ενός πολιτισμού, οι παραδόσεις και οι κανόνες επηρεάζουν την αντίληψη του θανάτου, τη δυνατότητα μιας μετά θάνατον ζωής, την εμπειρία της θλίψης, και τις εορτές ή την διαδικασία του πένθους. Η θλίψη εξωτερικεύεται και οπτικά συλλαμβάνεται μέσα από ένα πολιτιστικό φακό. Υπάρχουν καθολικές αλήθειες για την εμπειρία της απώλειας, αλλά υπάρχουν και πολιτιστικά πρότυπα που επηρεάζουν την έκφραση της θλίψης. Το πολιτιστικό πλαίσιο για το πένθος διαφέρει από πολιτισμό σε πολιτισμό και δεν είναι πάντα ευεργετικό για τους πενθούντες. Πιστεύω ότι η θλίψη και η τέχνη μπορούν και μας συνδέουν με αυτό που είναι ουσιαστικό για την ανθρώπινη εμπειρία της απώλειας.

Η «Eπιθετική Aγάπη»

Πρόσφατα συνειδητοποίησα σε έντονο βαθμό, ένα είδος αγάπης, την οποία και αυθόρμητα ονόμασα «επιθετική αγάπη». Τι στοιχεία την καθορίζουν;

Ο άλλος θέλει το καλό σου, την ευτυχία σου, την ευημερία σου, την ευδαιμονία σου, και σου υποδεικνύει τον δικό του τρόπο για να σου συμβεί.

Ως εδώ καλά.

Σου επισημαίνει ότι έχει ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, και πέτυχε, τον ακολούθησαν και πολλοί άλλοι, επίσης ευτύχησαν, και αν δεν το κάνεις κι εσύ, θα είσαι δυστυχισμένος και θα έχεις πάρει (ούτε λίγο, ούτε πολύ) την πιο ηλίθια απόφαση της ζωής σου (ψυχολογικός εκβιασμός).

Πρόκειται λοιπόν για εκείνη την «αγάπη» που δεν σου αφήνει περιθώρια να αναπνεύσεις, νιώθεις έναν καταιγισμό βελών που θέλουν πάση θυσία αυτό το έρμο το καλό σου, και αν πεις Όχι, είσαι άξιος της μοίρας σου.

Και η υπόθεση εξελίσσεται σε ενεργειακή μάχη.

Νιώθεις μια τανάλια «αγάπης» να σου σφίγγει το λαιμό.

Σαφώς και επρόκειτο για έναν αντικατοπτρισμό δικής μου αδυναμίας να λέω «Όχι» σε ότι δεν με εκφράζει.

Και μπορεί να σηκώθηκα από το ρινγκ με μπαταρισμένο κεφάλι, αλλά τα κατάφερα!

Το δικό μου το καλό, δεν το διαπραγματεύομαι, ούτε το παζαρεύω, το καθορίζω όπως νομίζω. Κι ας πέσω κάτω.

Τουλάχιστον θα αναλάβω πλήρως την ευθύνη των επιλογών μου.

Μια τέτοια «αγάπη» λοιπόν, δεν τη θέλω.

Την αφήνω στην άκρη και προχωρώ.

Γιατί η αγάπη δεν σε πιέζει, δεν σε κρίνει, δεν σου κουνά το δάχτυλο, δεν σου θέτει εκβιαστικά διλήμματα, δεν επιβάλλεται, δεν προσπαθεί να σου δημιουργήσει τεχνηέντως ενοχές.

Σου δίνει την Ελευθερία να είσαι αυτό που είσαι.

Έτσι απλά.

Η Πύλη της Ζωής

Το Βάθος της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ είναι ΕΝΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΟ. Από αυτό το Ένα Βάθος προβάλλει η Αντίληψη, το Εγώ (το κάθε εγώ) σαν ένα σύμπλεγμα αντιλήψεων και συμπεριφορών μέσα στους διαφόρους χωροχρόνους...

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (η παρούσα συνείδησή μας) είναι η Πύλη της Ζωής και της Απώλειας. Όταν η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ απορροφιέται σε επιφανειακές δραστηριότητες οδηγεί σε μία εξωτερική ζωή και τελικά χάνεται στον «χώρο της φαντασίας»...

Όταν όλες αυτές οι δραστηριότητες απορρίπτονται αναδύεται το Άπειρο Βάθος του ΕΙΝΑΙ. Για να γίνει αυτό δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Όσο προσπαθούμε να κάνουμε κάτι τόσο μπλεκόμαστε στο δίχτυ της δραστηριότητας και βυθιζόμαστε στο χώρο της φαντασίας. Πρέπει να απορρίψουμε όλες αυτές τις προσπάθειες και να αφεθούμε σε Αυτό που Είμαστε Πραγματικά. Όταν εγκαταλειφθούμε ολοκληρωτικά θα αναδυθούμε στο ΕΙΝΑΙ.

Τότε... δεν θα υπάρχει ούτε Βάθος, ούτε επιφάνεια... ούτε τίποτα...

Μία Πραγματικότητα όλα... Από εδώ αρχίζει η Εσωτερική Πορεία, στις Εσωτερικές Καταστάσεις, κόσμους... Και πέραν Αυτών, η Αχανής Θεότητα...

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (η παρούσα συνείδηση) είναι συνεχώς σε δραστηριότητα. Είτε απορροφηθούμε σε αυτή την δραστηριότητα, είτε προσπαθούμε να την ελέγξουμε, είμαστε στην ίδια κατάσταση της δραστηριότητας. Δεν είναι αυτός ο τρόπος. Πρέπει να ατενίσουμε ήρεμα τις δραστηριότητες και να τις αφήσουμε να εξελιχθούν χωρίς να απορροφιόμαστε κάπου. Μετά από κάποιο απροσδιόριστο διάστημα όλα αυτά παύουν να έχουν σημασία. Τότε είναι η στιγμή να εγκαταλειφθούν. Η Πρώτη Έξοδος από το φανταστικό γίνεται στην Καθαρή Αντίληψη που αγκαλιάζει όλη την Ύπαρξη. Είναι το Παγκόσμιο Πνεύμα. Αλλά αυτό δεν είναι η Τελική Πραγματικότητα. Κι Αυτό θα πρέπει να εγκαταλειφθεί για να Αναδυθούμε στο ΚΑΘΕΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ.

Είμαστε Αυτό που Είμαστε για πάντα. Δεν χρειάζεται να γίνουμε κάτι. Αυτές οι αντιλήψεις (το να νομίζουμε ότι πρέπει να γίνουμε κάτι) είναι ανοησίες της σκέψης. Όταν εξαντληθούν όλες οι μάταιες δραστηριότητες του νου αποκαλύπτεται Αυτό που Είμαστε Πραγματικά. Δεν χρειάζεται να κάνουμε κάτι. Απλά πρέπει να εγκαταλειφθούμε σε Αυτό που Είμαστε Πραγματικά απορρίπτοντας την δραστηριότητα της σκέψης. Έτσι απλά, να χαλαρώσουμε, να εγκαταλειφθούμε, για να αναδυθούμε στο Άπειρο, στο Αιώνιο. Οι λανθασμένες αντιλήψεις μας ωθούν σε δραστηριότητα και νοιώθουμε αγωνία να γίνουμε κάτι. Έτσι παραμένουμε στον κύκλο της δραστηριότητας και δεν μπορούμε να «νοήσουμε» Αυτό που Είμαστε Πραγματικά. Τελικά μας φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να μην κάνουμε τίποτα. Να καθίσουμε ήσυχα, έτσι απλά, να μην κάνουμε τίποτα. Αυτή είναι η Υπέρτατη Σοφία. Κι ενώ είναι τόσο απλό, τόσο εύκολο και τόσο αναπαυτικό και πλήρες, δεν μπορούμε να το κάνουμε. Ο Διαλογισμός δεν είναι δραστηριότητα, είναι να μην κάνουμε τίποτα, το τέλος της δραστηριότητας.

Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Ο Επίκουρος, που έζησε κι έδρασε στο δεύ­τερο ήμισυ του τετάρτου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνος προ Χριστού, γεννήθηκε στην Σάμο. όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ήταν γιος φτωχού Αθηναίου, που είχε μεταβεί στην Σάμο ως άποικος. Ο Επίκουρος ήρθε στην Αθήνα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών —περίπου την εποχή του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου—, προκειμένου να εκπληρώσει την στρατιωτική θητεία του και να κατοχυ­ρώσει, έτσι, την ιθαγένεια του. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας του πήγε στην Μικράν Ασία, για να συναντήσει την οικογένεια του, όπου είχε καταφύγει, όταν οι Αθηναίοι άποι­κοι εκδιώχθηκαν από την Σάμο. Αφού έμεινε δώδεκα περίπου χρόνια στην Μικράν Ασία, πήγε στην Μυτιλήνη, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, και μετά στην Λάμψακο, και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και πέθανε τελικά. Στην Αθήνα αγόρασε κι έναν κήπο, όπου συνήθιζε να διδάσκει τους μαθητές και τους οπαδούς του. οι οποίοι, για τον λόγο αυτόν, ονομάστηκαν «οι από κήπου». Η σχολή του Επίκουρου είχε τον χαρακτήρα του κοινοβίου, στο οποίο περιλαμβάνονταν δούλοι και εταίρες, μετά των οποίων ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει μεγάλη οικειότητα και φιλία. Γενικώς, τα μέλη της σχολής δεν ησχολούντο μόνο με την σπουδή της φιλοσοφίας, αλλά προσπαθούσαν, επίσης, να δημιουργήσουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα φιλίας, ψυχαγωγίας και τέρψης. Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή, ώστε να κυκλοφορηθεί η φήμη ότι στον κήπο του Επίκουρου γινόντουσαν όργια —πράγμα ανακριβές, όμως.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτε­λούσε τον βασικό άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε. κατά κύριον λόγο. πρακτικό χαρακτήρα. Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια, μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα». Βασικό συστα­τικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση ηδονών. «Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο: «δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής». Ωστόσο, κατ' αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηνάικής Σχολής. ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη για την αναζήτηση των ηδονών. Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί ν' αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι' αυτόν καταστάσεις, και να προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή.

Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του. Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα. Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση. είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή. Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν' αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».

Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου, πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς, εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα. Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον διασφάλι­σης της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.

Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιο­τικό· οι ηδονές ιεραρχούνται από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρό­τερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή ν' απορρίπτονται. Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. Οι «κατά κίνησιν» ηδο­νές είναι ενεργές, δυναμικές ηδονές, υπό την έννοιαν ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος πληροί μιαν επιθυμία του. που. όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο· η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια «κατά κίνησιν» ηδονή». Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά. εφόσον ικανοποιηθεί πλήρως η πείνα του. αποτελεί άλλου είδους ηδονή· πρόκειται για μια στατική, παθητική μορφή ηδονής. Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικες ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία, την απονία. Αν, θέλο­ντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπο­ρεί μεν. όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πεί­νας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προ­κληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του, ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. Όταν, όμως. ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ' αποφύγει κάθε υπερβολή που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει δυστυ­χισμένο.

Έτσι. για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει ευτυ­χισμένος, δεν είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου και του άλγους. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό. ικανοποιείτο το αίτημα της εποχής του. που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του. Ο Επίκουρος ήταν φιλάσθενος και υπέφερε στον βίο του από τις ταλαιπωρίες με τις οποίες τον τροφοδοτούσε η κακή κατάσταση της υγείας του. Παρ' όλα αυτά, διατήρησε ακλόνητη την αισιοδοξία του πιστεύοντας ότι ακόμη και στον τροχό του βασανισμού του —όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος— θα μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος. Αρκεί ν' αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψο­κίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών. «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του. μ' έναν τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυπνήσεις, ν' αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πρά­ξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παι­διά ... και. προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν' αποφεύγεις τον φόβο». Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως. εφόσον μελετήσει την φύση και κατα­λάβει ότι ο θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊ­όντα υπερφυσικών δυνάμεων, που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί ν' απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους. «Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, ... δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα». Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου. Φιλοσοφούμε όχι για να ικα­νοποιήσαμε την περιέργεια μας για τα πράγματα, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, αλλά για να βοηθήσαμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει τους φόβους, τις αγωνίες και τ' άλλα δυσάρεστα συναισθήματα μας. Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπο­ρούσε ν' αναπαύσει και ν' ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανή­συχου ανθρώπου. Και ανεζήτησε την φυσική αυτή θεωρία στις επισημάνσεις του Δημόκριτου για τον φυσικό κόσμο.

Ο Επίκουρος στην νεότητα του υπήρξε μαθητής κάποιου δασκάλου ονόματι Νυσιφάντη, οπαδού του Δημόκριτου. Όσο κι αν αργότερα μιλούσε επιτιμη­τικά για τον δάσκαλο του εκείνον, εντούτοις εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Δημόκριτου.

Πίστευε κι αυτός ότι ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τ' άτομα, τις αδι­αίρετες ελάχιστες οντότητες της ύλης, που κινούνται μέσα στο κενό. Η κίνη­ση των ατόμων, εξαιτίας του βάρους των. είναι κάθετη, από πάνω προς τα κάτω. Περαιτέρω, ο Επίκουρος απέδιδε στ' άτομα ένα είδος ελεύθερης βού­λησης, η οποία έκανε ορισμένα από αυτά να παρεκκλίνουν από την κάθετη πτώση τους. Η παρέκκλιση των ατόμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την σύγκρουση τους με άλλα άτομα, από την οποία δημιουργήθηκαν οι διάφο­ροι συνδυασμοί και οι διάφορες μορφές όντων, που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο. Η ίδια η ζωή γεννήθηκε συμπτωματικά, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και συνεχείς συνδυασμούς, που προκλήθηκαν από την παρέκ­κλιση των ατόμων. Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες, καμιά υπερφυσική δύναμη πίσω από την δημιουργία της ζωής και του σύμπαντος ολόκληρου. Ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται σαν κάτι αιθέριο, είναι, τελικώς, ένα άθροισμα σωματιδίων. «Η ψυχή», έλεγε ο Επίκουρος, «είναι σώμα που απαρτίζεται από λεπτότατης υφής μέρη».

Αυτό, όταν το καταλάβαμε, μας λυτρώνει από τον φόβο και την αγωνία για το τι θα γίνει η ψυχή μας, όταν θα πεθάνομε. Μετά τον θάνατο μας, η ψυχή μας, έχοντας υλική σύσταση, διαλύεται, όπως κάθε άλλο σώμα. Κι όταν δια­λυθεί η ψυχή, θα χαθεί μαζί της, επίσης, κάθε αίσθηση που υπάρχει, όσο υπάρχει η ψυχή. Και όταν, βέβαια, δεν θα έχομε καμιάν αίσθηση και δεν θα μπορούμε να νιώσομε τίποτε ύστερα από τον θάνατο μας —ούτε λύπη ούτε πίκρα ούτε τίποτε άλλο απολύτως—, είναι καθαρή ανοησία τώρα να φοβό­μαστε και ν' αγωνιούμε για το τι θα συμβεί, και πώς θα νιώθομε για ό,τι —ανύπαρκτο, τελικώς— θα συμβεί, όταν θα πεθάναμε. «Ουδέν προς ημάς ο θάνατος» —ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση μαζί μας, για να νοιαζόμα­στε γι' αυτόν και να τον φοβόμαστε.

Αν, όμως, ο Επίκουρος τοποθέτησε ύστερα από τον θάνατο του ανθρώπου αυτήν την κατάσταση της απάθειας, της έλλειψης βίωσης εκ μέρους του ανθρώπου κάθε μορφής συναισθήματος, όπως είναι η λύπη. η αγωνία ή ο φόβος, άλλοι φιλόσοφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν την ίδια με αυτόν εποχή, προέβαλαν την απάθεια σαν ένα αίτημα που οφείλει να το ικανοποιήσει κανείς όσο ζει. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι υπέδειξαν στους ανθρώπους ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που εισηγήθηκε ο Επίκουρος, για να φτάσουν στην ευτυχία, που αποτελεί τον τελικό στόχο της ζωής των.

Ο έρωτας επιτρέπει να ζούμε στο πρόσωπο του άλλου τον δικό μας εσωτερικό κόσμο

Ο έρωτας επιτρέπει να ζούμε στο πρόσωπο του άλλου τον δικό μας εσωτερικό κόσμο.

Εξομολογούμενοι τον έρωτά μας, αποδεχόμαστε όχι μόνον αυτόν που αγαπούμε, μαζί με το ενδεχόμενο της απόρριψης, αλλά και τον εσωτερικό μας κόσμο και τον κίνδυνο να συναντήσουμε τον εαυτό μας στη σχέση.

Πρέπει, κατά κάποιο τρόπο, να είμαστε σε θέση να ρισκάρουμε την άρνηση του εσωτερικού μας κόσμου.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η γοητεία ενός ατόμου βρίσκεται στην ικανότητά του να δημιουργεί ένα φανταστικό σχήμα μέσα στο οποίο να μπορεί να βυθίζεται ολοσχερώς εκείνος τον οποίο αγαπάει.

Η δυνατότητα να φανερώσουμε τα βαθύτερα αισθήματά μας είναι μια ένδειξη ωριμότητας και θάρρους, σημαίνει ότι είμαστε σε θέση να διακινδυνεύσουμε τη θέση μας.

Αξίζει τον κόπο να επιδείξουμε μια τέτοια γενναιότητα, γιατί ακόμη κι αν ο έρωτάς μας δεν βρει την ανταπόκριση που επιθυμούμε, όλη αυτή η διαδικασία θα φέρει στην επιφάνεια άγνωστες ως εκείνη τη στιγμή πλευρές του εαυτού μας.

Αν τα πράγματα πάνε καλά και βρούμε την ανταπόκριση σ’ αυτά που θα δώσουμε, επέρχεται μια μορφή αρμονίας που καλύπτει τις παραφωνίες της προσωπικότητάς μας.

Αν πάλι όχι, η ανταμοιβή μας είναι η γνώση της δικής μας ψυχολογικής διάστασης που παραμένει μέσα μας σαν σημείο αναφοράς.

Κάθε στιγμή της ζωής μας είμαστε αυτό που είμαστε χάρη σ’ αυτό που υπήρξαμε.

Η αναζήτηση του «ιερού δεσμού», που συνδέει τα πάντα

Εμείς οι άνθρωποι του 21ου αιώνα, βιώνουμε μία παραδοξότητα. Και αυτό διότι, γνωρίζουμε περισσότερα για την επιφάνεια του Άρη, παρά για το τι κρύβεται στους ωκεανούς της Γης. Πιο συγκεκριμένα για το ένα πέμπτο (20%) των ωκεανών συνεχίζουν να μην υπάρχουν ακόμα καθόλου στοιχεία, ενώ λιγότερο από το 10% της μορφολογίας του θαλάσσιου βυθού, πέραν των 200 μέτρων βάθους, είναι γνωστή, σύμφωνα με τον Διεθνή Υδρογραφικό Οργανισμό. Και αυτό την στιγμή που τα δύο τρίτα του εδάφους της Γης καλύπτονται από νερό.
 
Κατά τον ίδιο «παράδοξο» τρόπο, έχουμε κατακτήσει τον εξωτερικό μας κόσμο, το φυσικό περιβάλλον, το έδαφος, τον αέρα, το διάστημα, δεν γνωρίζουμε όμως τι βρίσκεται στα βάθη της ύπαρξης μας. Ποιοι πραγματικά είμαστε, τι ζητάμε σε αυτή την ζωή και σε αυτόν τον πλανήτη. Ένα ερώτημα που ταλανίζει τον άνθρωπο από την αρχή της ιστορίας του, και ακόμα μένει αναπάντητο για τους περισσότερους από εμάς.
 
Ο Λάο Τσε έλεγε: «Αναζήτησε και θα χάσεις»!. Γιατί έλεγε, «αναζήτησε και θα χάσεις»; Επειδή αυτό που αναζητούμε βρίσκεται στο βάθος της ύπαρξης μας. Μπορεί να βρεθεί μόνο όταν σταματήσει κάθε «Εξωτερική αναζήτηση». Όλοι οι αρχαίοι σοφοί ανεξαιρέτως, είχαν θέσει ως μία από τις βασικότερες υποχρεώσεις του ανθρώπου κατά την διάρκεια του βίου του, το «Γνώθι Σαυτόν» - «Ένδον σκάπτε». «Εάν καταφέρεις να γνωρίσεις τον εαυτό σου – πράγμα πολύ δύσκολο- θα γνωρίσεις το σύμπαν και τους Θεούς», έλεγαν οι Πυθαγόρειοι. Ο Σωκράτης έλεγε ότι το Αληθές και το Αγαθόν είναι ταυτόσημα. Το Αγαθόν είναι να ακολουθείς την φύση με τους νόμους της.

Ο Κβαντικός Φυσικός Μηνάς Καφάτος παίρνει το νήμα από εκεί που το αφήνουν οι αρχαίοι σοφοί, και το συνδέει με τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης:

«Το σώμα μας είναι ένας μικρός πλανήτης. Είμαστε από αστρική σκόνη. Το σώμα δεν υπάρχει χωρίς νου, και ο νους δεν υπάρχει χωρίς σώμα. Φοβόμαστε τον θάνατο γιατί δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την ζωή. Ο ρυθμός που περνάει ο χρόνος εξαρτάται σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε. Η ευδαιμονία είναι πέρα από το νου.

Ο νους είναι ένα σπουδαίο εργαλείο και ταυτόχρονα μια μεγάλη παγίδα, που πιανόμαστε μόνοι μας από τις σκέψεις που κάνουμε. Ο νους όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τον εγκέφαλό μας. Ο νους έχει την ιδιότητα να μας συνδέει με το σύμπαν με τον Συμπαντικό Νου, αφού είμαστε ένα με το σύμπαν. Ο ανθρώπινος νους είναι μέρος της κοσμικής συνείδησης. Μπορεί να ταξιδέψει σε πιο μακρινά σημεία του σύμπαντος και δεν μπορούμε να τον εντοπίσουμε σε κανένα σημείο του φυσικού σώματος. Η βίωση της ζωντανής παρουσίας είναι η συνειδητότητα, η έννοια τού ότι υπάρχουμε.

Είναι το συναίσθημα που έχουμε από την στιγμή που γεννιόμαστε, μέχρι να φύγουμε από τον κόσμο αυτό. Είναι η εμπειρία πέρα από τον χρόνο και τον χώρο, πέρα από την επιστήμη. Η συνειδητότητα απελευθερώνει τον νου να ξεφύγει από τα δεσμά των ψευδαισθήσεων που μας χωρίζουν. Είμαστε όλοι το ίδιο. Έχουμε έρθει από το άπειρο, παραμένουμε στο άπειρο και θα συνεχίσουμε να υπάρχουμε στο άπειρο».

Στο σύμπαν τα πάντα βρίσκονται σε μία Ενότητα, τα πάντα είναι Ένα, τίποτα δεν είναι διαχωρισμένο. Το κάθε τι συνδέεται με κάθε τι άλλο. Υπάρχει μία αόρατη αλλά υπαρκτή συμπαντική αρμονική σύνδεση. Από το μικρότερο σωματίδιο της ύλης έως το μεγαλύτερο. Από τον μικρόκοσμο έως τον μεγάκοσμο, από το αόρατο έως το ορατό. Ο υλικός κόσμος είναι καθρέφτης των αθέατων δυνάμεων (πνευματικός κόσμος), ο Ουρανός ενυπάρχει στην Γη με ένα Ουράνιο τρόπο, και η Γη ενυπάρχει στον Ουρανό με ένα γήινο τρόπο. Οδός άνω και κάτω μία.
 
Τα πάντα βρίσκονται σε αμοιβαία αλληλεπίδραση, και αφού «όλα βρίσκονται μέσα σε όλα», το σύμπαν είναι «ένα και συνεχές», άρα το μικρότερο γεγονός έχει επίδραση στο σύνολο του κόσμου μία σταγόνα κρασιού πού ρίχνεται στη θάλασσα θα απλωθεί σε όλη τη θάλασσα, και από αυτή σε όλο το σύμπαν..!

Σύμφωνα με τον Μάρκο Αυρήλιο, το σύμπαν διέπει ένας «ιερός δεσμό», που συνδέει τα πάντα, και εξαιτίας του οποίου υπάρχει η «κράσις δι’ ὅλου», η οποία αντανακλά τη συμφωνία της θείας Πρόνοιας στον κόσμο, όπου ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα.
 
Ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με την φύση, τα ποτάμια, τα δέντρα, τη γη, τα αστέρια. Αντιστοίχως τ΄ αστέρια είναι συνδεδεμένα με εμάς, είναι συνδεδεμένα με τα δέντρα, με τα ποτάμια, με τα βουνά. Τα πάντα αλληλοσυνδέονται. Υπάρχει παντού στο σύμπαν ένα συνεχές πάρε-δώσε. Τίποτα δεν μπορεί να είναι διαχωρισμένο στη Φύση. Ο χωρισμός δεν είναι εφικτός. Απλά έχουμε την ψευδαίσθηση τού διαχωρισμού, που αποκτήσαμε σύμφωνα με αυτά που μας έμαθαν. Και όμως παρατηρήστε και διαπιστώστε τι συμβαίνει κάθε στιγμή που ζούμε. Συνεχώς υπάρχει μία γέφυρα με την ζωή την ύπαρξη μας και το περιβάλλον μας. Κάθε στιγμή αναπνέουμε, εισπνέουμε, εμπνέουμε. Όταν εισπνέουμε παίρνουμε το οξυγόνο μέσα μας, όταν εκπνέουμε δίνουμε διοξείδιο τού άνθρακα. Τα δέντρα εισπνέουν το διοξείδιο του άνθρακα και εκπνέουν οξυγόνο.
 
Μπορεί εύκολα να το διαπιστώσει κάποιος. Υπάρχει παντού στο σύμπαν μία διαρκής επικοινωνία. Είμαστε συντονισμένοι και εξαρτημένοι σε συμπαντικές δυνάμεις και ας το παραβλέπουμε. Η πραγματικότητα αφορά μία αδιάλειπτη ενότητα αλλά η επικέντρωση στο τώρα και το «Εγώ», μας δημιουργεί ένα στρεβλό κόσμο και πραγματικότητα. Και απ΄ την στιγμή που μπαίνει μέσα μας αυτή η λανθασμένη αντίληψη, τότε ολόκληρη η ύπαρξη αναποδογυρίζεται. Και τότε αρχίζει η τρέλα, αρχίζει η αρρώστια…

Και τότε έρχεται η ίδια η φύση, με τρόπο οδυνηρό να μας το υπενθυμίσει. Να μας υπενθυμίσει ότι δεν υπάρχει πιο σοβαρό ζήτημα από το να θυμόμαστε και να επιβεβαιώνουμε με τις πράξεις μας ότι υπάρχει ένας αιώνιος ιερός δεσμός ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα και στη φύση. Από αυτή την επίγνωση στην πράξη, και μόνο από αυτή, μπορεί να αναδυθεί το νόημα της ζωής, η υπευθυνότητα, η ψυχική ηρεμία και η συμπόνια.
 
Σε κάθε περίπτωση, η αυξημένη εσωτερική εργασία, συνεπάγεται αυξημένη εξωτερική ευθύνη. Συνδεόμαστε με αόρατα νήματα ο ένας με τον άλλον, με τους προγόνους μας, και βέβαια με τη φύση και τη γη. Η πραγματική Γνώση έρχεται, μόνο όταν το άτομο ολοκληρωθεί συνειδητά και αμφίδρομα μέσα στο φυσικό περιβάλλον του...!

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ: ΓΡΑΦΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α'


Εἴτε ἡ καινούρια πρόταση ἐπεδίωκε τήν θέσπιση νόμου εἴτε τήν ἔκδοση ψηφίσματος, ὁ ἴδιος ὁ προτείνων εἶχε τήν εὐθύνη νά βεβαιωθεῖ ὅτι δέν παραβίαζε κανέναν ὑπάρχοντα νόμο εἴτε στή μορφή εἴτε ἀτό περιεχόμενο. Ἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ὁ προτείνων μποροῦσε νά διωχθεῖ. Ἀμέσως μόλις ὁ μηνυτής προέβαινε σέ ἔνορκη δήλωση («ὑπομωσία» ) ὅτι προετίθετο νά ὑποβάλει «γραφή παρανόμων», ὁ προτεινόμενος νόμος ἤ ψήφισμα, εἴτε ἡ Ἐκκλησία εἶχε ψηφίσει γι' αὐτόν εἴτε ὄχι, ἀναστελλόταν μέχρι τή διεξαγωγή τῆς δίκης. Ἄν ὁ ἐναγόμενος κρινόταν ἔνοχος, τιμωρούνταν, συνήθως μέ πρόστιμο, ἐνῶ ὁ νόμος ἤ τό ψήφισμα πού πρότεινε ἀκυρωνόταν. Ἄν κάποιος καταδικαζόταν τρεῖς φορές γι’ αὐτό τό εἴδος ἐγκλήματος, ὑφίστατο ἐπιπρόσθετα καί στέρηση τών πολιτικῶν του δικαιωμάτων («ἀτιμία»).[1]

Οἱ παλιότερες γνωστές περιπτώσεις «γραφῆς παρανόμων» ἦταν ἡ μήνυση πού ὑπέβαλε ὁ Λεωγόρας κατά τοῦ Σπευσίππου τό 415 καί μία περίπτωση στήν ὁποία ἐμπλέκονταν ὁ Ἀντιφῶν καί ὁ Δημοσθένης (ὁ στρατηγός, ὄχι ὁ ρήτορας) τήν ἴδια περίπου ἐποχή[2]. Εἶναι ἄγνωστο πόσο πρίν ἀπό τήν ἐποχή αὐτή εἶχε θεσπισθεῖ αὐτή ἡ διαδικασία καί ποιός τήν πρότεινε, καί καθώς λείπουν τά στοιχεῖα, οἱ διάφορες εἰκασίες πού ἔγιναν ἀπό νεότερους φιλολόγους δέν χρειάζεται νά ἀναφερθοῦν· ὅποιος κι ἄν τήν πρότεινε ἦταν ἀναμφίβολα κάποιος πού πίστευε στή διατήρηση τοῦ νόμου καί τοῦ ὑφιστάμενου πολιτεύματος. Ἡπολιτειακή της σημασία βρίσκεται ἔξω ἀπό τό πεδίο αὐτοῦ του βιβλίου· οἱ ἀναγνῶστες πού ἐνδιαφέροντα: γιά αὐτό τό θέμα θά πρέπει νά ἀνατρέξουν σέ πρόσφατα βιβλία τῶν Η. J. Wolff καί Μ. H. Hansen.[3]

Κατά τόν τέταρτο αἰώνα ἦταν ἐπίσης δυνατόν νά μηνυθεῖ κάποιος μέ «γραφή» γιά τήν «θέσπιση ἀναρμοστου νόμου» («νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι») . Αὐτή ἡ κατηγορία ἦταν κατά ἕνα τρόπο στενότερη ἀπό τή «γραφή παρανόμων», διότι εἶχε νά κάνει μόνο μέ νέους νόμους, ὄχι μέ νέα ψηφίσματα· ἀπό μία ἄλλη ἄποψη ὅμως ἦταν εὐρύτερη, διότι ἡ λέξη «μή ἐπιτήδειος» ἀποτελεΐ ἕναν ἀόριστο ὅρο πού θά μποροῦσε νά καλύψει καί ἄλλα ἀδικήματα πέρα ἀπό τήν παραβίαση ὑφισταμένου νόμου. Ὑπῆρχε ἕνα χρονικό ὁριο: ἄν οἱ σχετικές διαδικασίες δέν ξεκινοῦσαν μέσα σέ ἕνα ἔτος, αὐτός πού πρότεινε τόν νέο νόμο δέν μποροῦσε πιά νά τιμωρηθεῖ, ἀλλά ἦταν ἀκόμη δυνατόν νά ὑποβληθεῖ «γραφή» κατά τοῦ νόμου του, ὁ ὁποῖος ἀκυρωνόταν ἄν ἡ μήνυση εἶχε ἐπιτυχή ἔκβαση· μάλιστα, ἔτσι ἀκριβῶς εἶχαν τά πράγματα ὅταν ὁ Δημοσθένης συνέθεσε τόν σωζόμενο λόγο του «Κατά τοῦ Λεπτίνου ς» τό 355/4, ὁ ὁποῖος ἀφοροῦσε «γραφή» ἐναντίον τοῦ νόμου τοῦ Λεπτίνους[4]. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ λόγος «Κατά Τιμοκράτους» (Δημοσθένης 24) βρισκόταν μέσα στά χρονικά ὅρια καί ζητοῦσε τήν τιμωρία τοῦ Τιμοκράτους. Ἡ ποινή σ’ αὐτήν τήν περίπτωση «γραφῆς» καταλογιζόταν ἀπό τό δικαστήριο καί μποροῦσε νά εἶναι πολύ αὐστηρή· μάλιστα τό 382/1 κάποιος Εὔδημος καταδικάστηκε σέ θάνατο[5].

Κατά τόν πέμπτο αἰώνα δέν ὑπάρχουν γνωστές περιπτώσεις μηνύσεως γιά τήν θέσπιση «μή ἐπιτηδείου» νόμου καί τό γεγονός ὅτι αὐτή ἡ διαδικασία ἐφαρμοζόταν μόνο γιά νόμους ὑποδηλώνει ὅτι πρέπει νά θεσπίστηκε κατά τήν ἐποχή μετά τό 403, ὅταν ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ νόμους καί ψηφίσματα ἦταν ἐπακριβῶς καθορισμένη. Ὅπως συνέβαινε μέ τό σύστημα τῆς θέσπισης νόμων διά τῶν «νομοθετῶν», ἔτσι καί αὐτή ἡ διαδικασία ἐνδέχεται νά προέκυψε ἀπό τήν ἰδιαίτερη ἀνησυχία πού ὑπῆρχε ἐκείνη τήν περίοδο, γιά τήν προστασία τοῦ κώδικα νόμων ἀπό ἀνεπιθύμητες μεταβολές. Τά ψηφίσματα ὅμως ἐξακολουθοῦσαν νά προσβάλλονται μέ τή «γραφή παρανόμων» πού φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἡ πολύ συνηθέστερη ἀπό τίς δύο κατηγορίες. Ἔγινε δημοφιλής μέθοδος ὑποβολῆς κατηγορίας ἐναντίον ἐξεχόντων πολιτικῶν ἄνδρων, οἱ ὁποῖοι ὑπέβαλλαν συχνά προτάσεις στήν Ἐκκλησία. Ὁ Κέφαλος, ἕνας πολιτικός πού ἔδρασε στήν ἀρχή τοῦ τέταρτου αἰώνα, καυχιόταν ὅτι μολονότι εἶχε προτείνει πολλά ψηφίσματα, δέν εἶχε ποτέ ὑποβληθεῖ ἐναντίον του «γραφή παρανόμων»· ἀλλά τό καύχημα τοῦ Ἀριστοφώντα ἦταν ὅτι εἶχε ἀθωωθεῖ ἑβδομήντα πίντε φορές σέ περιπτώσεις «γραφῆς παρανόμων»[6].

Ἡ πιό γνωστή ἀπ' ὅλες τίς «γραφές παρανόμων» ἦταν μία πού εἶχε πολιτικά κίνητρα, ἡ ὑπόθεση τοῦ στεφάνου τοῦ Δημοσθένη. To 336 ὁ Κτησιφῶν πρότεινε ἕνα ψήφισμα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ Ἀθηναϊκός λαός ὄφειλε νά ἀπονείμει χρυσό στεφάνι στό Δημοσθένη καί ὁ κήρυκας νά διακηρύςει τό γεγονός στό θέατρο στή γιορτή τοΰ Διονύσου, γιά νά τιμηθεῖ ἡ ἀξία καί ἡ ἀρετή τοῦ ρήτορα κι ἀκόμη ἐπειδή συνεχίζει νά λέει καί νά κάνει ὅ,τι εἶναι καλύτερο γιά τόν λαό[7]. Ὁ Αίσχίνης, ὁ παλιός πολιτικός ἀντίπαλος τοϋ Δημοσθένη, σταμάτησε τό ψήφισμα μέ τήν ὑποβολή «γραφῆς παρανόμων» κατά τοϋ Κτησιφώντα. Ἡ ὑπόθεση ἐκδικάστηκε τό 330 (δέν γνωρίζουμε γιατί καθυστέρησε ἐπί ἕξι χρόνια, ἀλλά οἱ λόγοι πρέπει νά ἦταν πολιτικοί, ὄχι νομικοί) , ἐνῶ οἱ λόγοι τοῦ Αἰσθίνη «κατά Κτησιφῶνταος» καί τοϋ Δημοσθένη «περί τοῦ στεφάνου, πού ἐκφωνήθηκε πρός ὑποστήριξη τοῦ Κτησιφώντα, σώζονται καί οἱ δύο καί ἀποτελοῦν δύο ἀπό τά ἐκτενέστερα καί πιό θαυμαστά παραδείγματα τῆς ἀρχαίας ρητορικής. Ὁ Αἰσχίνης προβάλλει τρεῖς λόγους γιά νά ὑποστηρίςει ὅτι τό ψήφισμα τοΰ Κτησιφώντα ἦταν παράνομο. Πρῶτον, ὑπῆρχε νόμος πού ἀπαγόρευε τήν ἀπονομή στεφάνου σέ ὅποιον ἀξιωματοῦχο δέν εἶχε ἀκόμη ὑποστεῖ τόν προβλεπόμενο ἔλεγχο ὡς πρός τόν τρόπο ἄσκησης τοῦ λειτουργήματος του («εὔθυνα»), καί ὁ Δημοσθένης, κατά τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ Κτησιφῶν ὑπέβαλε τήν πρότασή του, κατεῖχε πράγματι τό ἀξίωμα τοῦ «τειχοποιοῦ» (δήλ. τοϋ ὑπεύθυνου γιά τήν ἀνέγερση καί τήν ἐπιδιόρθωση τῶν τειχῶν τῆς πόλης) καί τοῦ ἀξιωματούχου τοῦ ὑπεύθυνου γιά τό «θεωρικόν ταμεῖον». Δεύτερον, λέει, ὑπῆρχε νόμος σύμφωνα μέ τόν ὁποιο ἡ ἀπονομή στεφάνου ἀπό τόν λαό ἔπρεπε νά διακηρυχθεῖ σέ συνέλευση τῆς Ἐκκλησίας καί πουθενά ἀλλοῦ, ἐνῶ ἡ πρόταση τοῦ Κτησιφώντα προέβλεπε διακήρυξη τῆς ἀπονομῆς στό θέατρο κατά τή διάρκεια τῶν Διονυσίων. Τρίτον, ἦταν παράνομο νά συμπε- ριληφθεῖ ψευδής δήλωση σέ ψήφισμα καί ἦταν ψευδές, κατά τόν Αἰσχίνη, νά ὑποστηρίζεται ὅτι οἱ λόγοι καί οἱ πολιτικές ἐπιλογές τοϋ Δημοσθένη ἦταν ὠφέλιμες γιά τήν Ἀθήνα. Τό τρίτο ἀπό τά ἐπιχειρήματα αὐτά εἶναι ἐκεῖνο πού πραγματικά ἐνδιαφέρει τόν Αἰσχίνη καί γι’ αὐτό τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ λόγου του ἀποτελεῖται ἀπό κριτική κατά τοῦ συνόλου τῆς πολιτικῆς σταδιοδρομίας τοῦ Δημοσθένη· ὁ Δημοσθένης στήν ἀπάντησή του δίνει μία λεπτομερή ἔκθεση τῶν πολιτικῶν γεγονότων, ἰδιαίτερα τῶν ἐτῶν 340-338, καί δικαιολογεῖ τήν πολιτική του τῆς ἀντίστασης κατά τοΰ Φιλίππου τῆς Μακεδονίας. Αὐτοί οἱ λόγοι ἀποτελοῦν δύο ἀπό τίς σημαντικότερες πηγές πληροφοριῶν γιά τήν πολιτική ἱστορία ταῆς Ἑλλάδος ἐκείνη τήν περίοδο, καί σημειώνουν τό ἀποκορύφωμα τῆς τάσης πού ὑπῆρχε κατά τόν τέταρτο αἰώνα νά χρησιμοποιεῖται ἡ «γραφή παρανόμων» ὡς πεδίο πολιτικοῦ ἀγώνα. Ὁ Κτησιφῶν ἀθωώθηκε λόγω τῆς δημοτικότητας καί τῆς ρητορικῆς δεινότητας τοῦ Δημοσθένη, παρά τό γεγονός ὅτι μερικά τουλάχιστον ἀπό τά ἐπιχειρήματα τοῦ Αἰσχίνη φαίνεται ὅτι ἦταν βάσιμα ἀπό νομικής πλευρᾶς. Ἦταν δύσκολο νά πείσει κανείς ἕνα ἀθηναϊκά δικαστήριο νά δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στίς ἐπιταγές τοῦ νόμου ἀπ’ ὅ,τι στίς προσωπικότητες πού ἐμπλέκονταν σέ μία ὑπόθεση.
----------------------------
[1] Ἀν­τι­φά­νης 198, Ὑπ. «Φι­λιπ­πί­δης» 11-12, Δημ. 51-12, Πλου. «Φω­κί­ων» 26.3· πβλ. Harrison «Law» II 176.

[2] Άνδ. 1.17, Πλου. «Ἠ­θι­κά» 833 d, Ἀντ. ἀπ. 8-14.

[3] H.J. Woolf «Normenkontrolle, und Gesetzesbegriff in der Attischen Demokratie (Sitzungsberichte der Heidelberger Akademie dor Wisseuschaften, Philosophisch-historische Klasse, 1970), M.IL Hanson «The Sovereignty of the People’s Court in Athens in the Fourth Century· B.C. and the Public Action against Unconstitutional Proposals» (1974).

[4] ΑΠ 59.2, Δη μ. 20.144 (μέ «ὑ­πό­θε­ση» 2.3).

[5] Δημ. 24.138.

[6] Αἰσ. 3.194, Δημ. 18,251. «Ἑ­βδο­μήν­τα πέν­τε» πρέ­πει νά εί­ναι υ­περ­βο­λή· πβλ. S.I. Oost στο CP 72 (1977) 238-40.

[7] Αἰσ. 3.49.


-----------------------------
Ένας άλλος θεσμός που επιτρέπει στο λαό να αυτοελέγχεται είναι η κατηγορία για ἀπάτην τοῦ δήμου, νομική αγωγή επίσης που είναι όμως λιγότερο γνωστή, εφαρμόζεται αν έχετε παροτρύνει το δήμο να ψηφίσει κάποιο μέτρο στη βάση απατηλών πληροφοριών: θα προσαχθείτε τότε ενώπιον του δικαστηρίου. Τα δικαστήρια έχουν επίσης αρμοδιότητα όταν επικαλείται κανείς ένα άλλο άρθρο που ονομάζεται νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι, που σημαίνει ασφαλώς δύο πράγματα. Αφενός ότι ο νόμος δεν είναι κατάλληλος για τη συγκεκριμένη περίσταση, και αφετέρου ότι ο νόμος δεν είναι καλός. Υπάρχει επομένως έλεγχος της ποιότητας του νόμου και τα δικαστήρια είναι επιφορτισμένα με αυτόν. (Κ. Καστοριάδη «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι», σελ. 206)

ΜΕΡΟΣ Β'

Η κατηγορία για παράνομη πρόταση

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Εκτός από τους άνδρες που ήταν προικισμένοι στον στρατιωτικό τομέα, οι φιλόδοξοι πολίτες είχαν την τάση κατά τον 5ο αιώνα, και ολοένα και περισσότερο κατά τον 4ο, να μην επιζητούν αξιώματα ως δικαστές ή αξιωματούχοι με ετήσια θητεία και επομένως δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Η γραφή παρανόμων, ή κατηγορία για παράνομη πρόταση, ήταν ένα μέσο αντιμετώπισης των πολιτών που πρότειναν ψηφίσματα στην Εκκλησία αλλά δεν κατείχαν επίσημη θέση και ήταν ένας τρόπος για να εφαρμοσθεί στους ρήτορες η γενική αρχή της προσωπικής ευθύνης για δημόσιες πράξεις[1]. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, επειδή κατά τον 4ο αιώνα υπήρχε μια αυξανόμενη τάση, αν και ίσως όχι τόσο γενική όσο θα ήθελε να πιστέψουμε ο Δημοσθένης, να αφήνουν οι ρήτορες ένα περιθώριο υποχώρησης σε περίπτωση που κάτι συνέβαινε. Κατά τον Δημοσθένη, κανείς από τους μεγάλους ρήτορες πριν από την εποχή του - και κατωνόμαζε τον Καλλίστρατο, τον Αριστοφώντα, τον Κέφαλο και τον Θρασύβουλο - δεν αφοσιώθηκε ποτέ σε κάποια δημόσια υπόθεση από την αρχή ώς το τέλος· εκείνος που έκανε μια πρόταση δεν πήγαινε στην πρεσβεία και εκείνος που πήγαινε στην πρεσβεία δεν έκανε την πρόταση. Γιατί ο καθένας τους συνήθιζε να αφήνει κάποιο περιθώριο και ταυτόχρονα κάποιο παραθυράκι, για την περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι[2].

Έτσι, ο πολιτικός ηγέτης μπορούσε να προσπαθήσει να προστατευτεί συμμετέχοντας είτε στη λήψη των αποφάσεων είτε στην υλοποίηση της πολιτικής, αλλά όχι και στα δύο.

Ο Δημοσθένης απέρριπτε την πρόδηλη αντίρρηση ότι έδειχνε να ισχυρίζεται ότι ήταν τόσο ισχυρότερος και τολμηρότερος από τους άλλους ώστε μπορούσε να κάνει τα πάντα μόνος του και έλεγε ότι παρέβλεπε την προσωπική του ασφάλεια λόγω του σοβαρού κινδύνου που απειλούσε την Αθήνα. Ο Αισχίνης έβλεπε το πράγμα μάλλον διαφορετικά. Υποστήριζε ότι ο Δημοσθένης, «κατάφερε να αποκτήσει τέτοια εξουσία (δυναστεία) ώστε να ανεβαίνει στο βήμα και να δηλώνει ότι θα πήγαινε ως πρέσβης όπου ήθελε, είτε τον έστελνες ή όχι»[3].

Αν και ο Δημοσθένης υπερέβαλλε στην έκταση της προσέγγισης του «παραθύρου» πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο ρόλος του πρέσβη μπορούσε να είναι επικίνδυνος. Αυτό ίσχυε ιδίως όταν η Αθήνα δεν βρισκόταν σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση και οι απεσταλμένοι ήταν πιθανόν να επιστρέψουν στην Αθήνα με προτάσεις ή εκθέσεις που ήταν απογοητευτικές ή απαράδεκτες για το σώμα των πολιτών. Ο ίδιος ο Δημοσθένης, όταν ασκούσε δίωξη κατά του Αισχίνη για κακή διαγωγή στην αποστολή προς τον Φίλιππο Β' το 346, υπενθύμισε στους ενόρκους τις ποινές που είχαν επιβληθεί σε δύο περιπτώσεις κατά τα προηγούμενα πενήντα χρόνια. Το 392/1 ο Ανδοκίδης, ο Επικράτης, ο Κρατίνος και ο Ευβουλίδης διώχθηκαν από τον Καλλίστρατο για ανυπακοή στις οδηγίες και δωροληψία κα­τά την αποστολή τους στη Σπάρτη προκειμένου να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης: καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο[4]. Το 367 δύο Αθηναίοι που στάλθηκαν ως πρέσβεις στα Σούσα απέτυχαν να πείσουν τον Πέρση βασιλέα να τροποποιήσει τους όρους της Πελοπιδείου Ειρήνης, που απαιτούσε να παροπλίσουν οι Αθηναίοι τον στόλο τους. Όταν γύρισαν στην Αθήνα, ο Λέων, υποκινούμενος πιθανόν από την επιθυμία να προστατέψει τον εαυτό του, κατηγόρησε τον συνά­δελφό του Τιμαγόρα ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί του, ότι συνεργάστηκε με τον Πελοπίδα και ότι δέχθηκε δώρα από τον Μεγάλο Βασιλέα. Ο Τιμαγόρας τιμωρήθηκε με την ποινή του θανάτου[5].

Ένας άλλος σημαντικός παράγων στην τάση να χρησιμοποιείται η γραφή παρανόμων ήταν η επίπονη διαδικασία κατά τον 4ο αιώνα για την αναθεώρηση των νόμων. Επειδή οι ρήτορες προσπαθούσαν να παρακάμψουν αυτή τη διαδικασία, οι αντίπαλοί τους προσέφευγαν στην κατηγορία για παράνομη πρόταση. Μερικές φορές ήταν απλώς ένα τέχνασμα παρακώλυσης. Πράγματι, εάν η πρόταση που προσβαλλόταν ήταν προβούλευμα που δεν είχε ψηφιστεί από την Εκκλησία, μια γραφή παρανόμων μπορούσε να εξαφανίσει εντελώς την πρόταση, αφού οι αποφάσεις της Βουλής ίσχυαν μόνο για ένα χρόνο. Έτσι οι προτάσεις του Αριστοκράτη να τιμηθεί ο Χαρίδημος (352/1) και του Κτησιφώντα να τιμηθεί ο Δημοσθένης (336) πάγωσαν[6]. Η γραφή παρανόμων κατέληξε να χρησιμοποιείται ως κύριο όπλο στον πολιτικό αγώνα και η συχνή προσφυγή σ’ αυτήν ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους τα δικαστήρια έγιναν συνηθισμένο πεδίο μάχης των Αθηναίων πολιτικών κατά τα μέσα του 4ου αιώνα. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις, πέρα από το λόγο του Αισχίνη Κατά Κτησιφώντος και του λόγου του Δημοσθένη Περί του Στεφάνου, ότι οι τεχνικοί βάσεις μιας κατηγορίας για παράνομη πρόταση ήταν πιθανόν λιγότερο σημαντικές από την πολιτική κρίση των ενόρκων - για την κατάσταση, για έναν άνθρωπο και την πολιτική του όχι μόνο κατά το παρελθόν αλλά και κατά το παρόν, και για τις πολιτικές συνέπειες της καταδίκης ή της αθώωσης - και ότι γενικά η πολιτική εξίσωση ήταν σημαντική στους διαφόρους τύπους δημόσιων υποθέσεων οι οποίες κρίνονταν από τους δικαστές καθώς και εκείνων που αποφασίζονταν από την Εκκλησία. Πράγματι, ο αληθινός στόχος πολλών γραφών παρανόμων δεν ήταν ο προτείνων, αλλά ένα διακεκριμένο άτομο το οποίο τιμούσε η προσβαλλόμενη απόφαση - είτε επρόκειτο για ρήτορα όπως ο Δημοσθένης είτε για στρατηγό όπως ο Χαβρίας.

Η συχνότητα με την οποία οι πολιτικά ενεργοί πολίτες εκμεταλλεύονταν τη γραφή παρανόμων υποδηλώνεται από την καυχησιολογία του Αριστοφώντα (που αναφέρεται από τον Αισχίνη) ότι είχε απαλλαγεί 75 φορές από την κατηγορία της υποβολής παράνομης πρότασης. Στην άλλη άκρη του φάσματος βρισκόταν ο Κέφαλος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι, αν και είχε προτείνει περισσότερα μέτρα από οποιονδήποτε άλλο, δεν είχε κατηγορηθεί ποτέ για παράνομη πρόταση. Ο Αισχίνης υποστήριζε ότι αυτό ήταν λόγος υπερηφάνειας, γιατί εκείνη την εποχή οι κατηγορίες δεν διατυπώνονταν μόνον από πολιτικούς αντιπάλους αλλά και από φίλους, εάν κάποιος είχε διαπράξει κάποιο σφάλμα εις βάρος του κράτους[7]. Αλλά δεν θα πρέπει να δεχθούμε αυτού του είδους τη ρητορεία. Και, όπως αντέκρουε αρκετά δικαιολογημένα ο Δημοσθένης, γιατί έπρεπε ένας άνθρωπος που είχε κατηγορηθεί συχνά αλλά ποτέ δεν είχε καταδικαστεί, να προσφέρεται περισσότερο σε επικρίσεις;[8] Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι, όποιοι και αν ήταν οι λόγοι για την «ανοσία» του Κεφάλου από τέτοιες διώξεις, η πολιτική του σταδιοδρομία - που όπως και εκείνη του Αριστοφώντα άρχισε γύρω στις αρχές του 4ου αιώνα - φαίνεται ότι διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 370, ενώ ο Αριστοφών εξακολουθούσε να είναι εν ενεργεία κατά τη δεκαετία του 340[9]. Η προσφυγή στη γραφή παρανόμων φαίνεται ότι ήταν συχνότερη μετά το τέλος της συμμετοχής του Κεφάλου στο δημόσιο βίο. Πράγματι, ο ίδιος ο Αισχίνης παραπονιόταν το 330 ότι η γραφή παρανόμων είχε χάσει την αποτελεσματικότητά της[10]. Αλλά ο δισταγμός που έδειχναν ο Δημοσθένης και οι υποστηρικτές του στην πρόταση μέτρων τα οποία ίσως εναντιώνονταν στον νόμο που ρύθμιζε τη διάθεση των πλεονασμάτων του κράτους αποτελεί εν μέρει μέτρο της αποτελεσματικότητας αυτού του είδους της κατηγορίας και όχι απλώς της αντιδημοτικότητας μιας πρότασης που αφαιρούσε χρήματα από το Ταμείο Εορτών.

Η καταδίκη με την κατηγορία της πρότασης παράνομου ψηφίσματος θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα μια ποινή με καταστροφικές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει κανένα γνωστό παράδειγμα επιβολής της ποινής του θανάτου και υπάρχουν μόνον υπαινιγμοί ότι θα μπορούσε να είναι κατάλληλη ποινή, αν και ο Δημοσθένης αναφέρει ότι κάποιος Εύδημος (κατά τα άλλα άγνωστος) θανατώθηκε το 382/1, όταν καταδικάστηκε βάσει της κατηγορίας της πρότασης ακατάλληλου νόμου[11]. Εκείνοι που κινούσαν τη διαδικασία της γραφής παρανόμων φαίνεται ότι είχαν στόχο να πείσουν το δικαστήριο να επιβάλει βαρύ πρόστιμο. Και κατά προτίμηση, όπως φαίνεται, ένα πρόστιμο τόσο μεγάλο ώστε ο κατηγορούμενος να μην μπορεί να το πληρώσει και, κατά συνέπεια, να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα και να διπλασιάζεται το πρόστιμο. Γιατί τότε ο εναγόμενος έχανε τα δικαιώματα του ενεργού πολίτη και βρισκόταν γενικά σε ευάλωτη θέση[12]. Οι ένορκοι, αν είχαν καταδικάσει αυτόν που πρότεινε ψήφισμα, άκουγαν τις ποινές που πρότειναν ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος. Μπορούσαν ακόμη και να αρκεστούν σε ένα συμβολικό πρόστιμο, όπως μπορεί να θεωρηθεί το πρόστιμο των 25 δραχμών που επιβλήθηκε στον Πολύευκτο (330- 324)[13]. Αλλά αυτό ήταν μάλλον σπάνιο. Ο εύπορος Απολλόδωρος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τους ενόρκους οι οποίοι το 349/8, αν και είχαν κρίνει ότι η πρότασή του να αποφασίζει η Εκκλησία κατά πόσον τα πλεονάζοντα χρήματα έπρεπε να πηγαίνουν στο Στρατιωτικό Ταμείο ή στο Ταμείο Εορτών ήταν παράνομη, όρισε τουλάχιστον την ποινή σε 1 τάλαντο και απέρριψε την πρόταση του Στεφάνου για ένα πρόστιμο 15 ταλάντων. Ο Απολλόδωρος παραπονιόταν ότι η πρόταση ήταν μια εσκεμμένη προσπάθεια να στερηθεί ο ίδιος και τα παιδιά του τα πολιτικά τους δικαιώματα, γιατί η περιουσία του άξιζε λιγότερο από 3 τάλαντα. Δεν είναι απαραίτητο να πιστέψουμε τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό. Ήταν φυσικό να ισχυριστεί ότι είχε πληρώσει με δυσκολία το πρόστιμο[14]. Ένα πρόστιμο 5 ταλάντων επιβλήθηκε (335-330) στον Αριστογείτονα, που ήταν μια μάλλον διαβόητη παρά εξέχουσα φυσιογνωμία στη δεκαετία του 330 και του 320 και τον ονόμαζαν «ο σκύλος-φύλακας του Δήμου (ή της δημοκρατίας)»· μη μπορώντας να πληρώσει, έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα[15]. Το 323 ο Δημάδης καταδικάστηκε σε πρόστιμο 10 ταλάντων για το ψήφισμά του που πρότεινε να αναγνωριστεί ο Αλέξανδρος (ο Μέγας) ως θεός· εάν, όπως φαίνεται πιθανό, κατηγορήθηκε για την υποβολή παράνομης πρότασης και όχι για ασέβεια, αυτή ήταν η μία από τις τρεις γραφές παρανόμων για τις οποίες καταδικάστηκε και είχαν ως συνέπεια να χάσει τα πολιτικά δικαιώματά του[16].

Δεν γνωρίζουμε άλλους εξέχοντες ρήτορες οι οποίοι να επηρεάστηκαν σοβαρά και άμεσα από την καταδίκη για παράνομη πρόταση. Η πρόταση του Θρασυβούλου για την απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε όσους βοήθησαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403/2 απορρίφθηκε: αναφέρεται ότι του επιβλήθηκε πρόστιμο μιας δραχμής. Η πρόταση του Υπερείδη το 338 για απονομή της ιδιότητας του πολίτη στους μετοίκους, απελευθέρωση των δούλων και απόδοση των δικαιωμάτων τους σε πολίτες που τα είχαν στερηθεί, υποστηρίχθηκε από τους δικαστές. Και οι δύο προτάσεις συνεπάγονταν τη χαλάρωση ή την εγκατάλειψη παραδοσιακών και θεμελιωδών στοιχείων του χαρακτήρα της αθηναϊκής κοινωνίας και ασφαλώς θα είχαν καταγγελθεί, όποιος και αν τις είχε υποβάλει. Στην περίπτωση του Θρασυβούλου, ο ισχυρισμός του Αισχίνη για φιλία μεταξύ του Θρασυβούλου και του Αρχίνου, που κατηγόρησε τον συμμαχητή του για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μπορεί να γίνει δεκτός εάν απορρίψουμε τη ρητορεία περί «παλιού καλού καιρού». Εάν, όπως ανέφερε ένας σχολιαστής, ο Θρασύβουλος τιμωρήθηκε με πρόστιμο μόνο μίας δραχμής, ίσως αυτή να ήταν η ποινή που πρότεινε ο Αρχίνος, αποφασισμένος να παγώσει την πρόταση αλλά αρκούμενος σε αυτό. Η επίθεση του Αριστογείτονα εναντίον της πρότασης του Υπερείδη υποδηλώνει έντονα την επιθυμία για επίθεση κατά του προτείνοντος στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο κατά της ίδιας της πρότασης[17]. Ασφαλώς λόγοι πολιτικής αντιζηλίας επικρατούσαν στην επίθεση κατά της πρότασης του Ανδροτίωνα το 356/5 για την απονομή στεφάνου στην απερχόμενη Βουλή και στην επίθεση του Υπερείδη κατά της πρότασης του Δημάδη να τιμηθεί ένας Ολύνθιος[18]. Δύο ακόμη διώξεις που ασκήθηκαν από τον Υπερείδη το 361 και το 343 - κατά του Αριστοφώντα και του Διοπείθη - ήταν πιθανόν γραφές παρανόμων: είτε επρόκειτο για κατηγορίες είτε για παραπομπές, δεν γνωρίζουμε την ουσία αυτών των διώξεων αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχαν τουλάχιστον εν μέρει ως κίνητρό τους την επιθυμία αμφισβήτησης ενός πολιτικού αντιπάλου. Το αποτέλεσμα στην περίπτωση του Διοπείθη δεν είναι γνωστό. Ο Αριστοφών αθωώθηκε - με διαφορά 2 ψήφων[19]. Στην ανεπιτυχή καταγγελία της πρότασης του Υπερείδη να τιμηθεί ο Δημοσθένης (338) και στην επιτυχή καταγγελία της πρότασης του Δημάδη να αναγνωρισθεί ο Αλέξανδρος ως θεός (323), τόσο ο προτείνων όσο και εκείνος που επρόκειτο να τιμηθεί ήταν στόχος επίθεσης[20].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αντιρρήσεις για ένα ψήφισμα κυμαίνονταν από ουσιαστικές αντιρρήσεις προς το περιεχόμενό του μέχρι μιαν απλή επιθυμία πολιτικής προβολής και οποιοσδήποτε κατήγορος ήταν πιθανό να έχει αρκετά κίνητρα για να υποβάλει τη μήνυση. Σε πολλές από τις γνωστές περιπτώσεις γραφής παρανόμων, κύριος στόχος της επίθεσης φαίνεται ότι ήταν ο έμμεσος στόχος - δηλαδή ο υποψήφιος αποδέκτης των προτεινόμενων τιμών. Έτσι, κατά τη δεκαετία του 370 τρεις εξαιρετικά επιτυχημένοι στρατηγοί δέχθηκαν ιδιαίτερες τιμές, αλλά όχι χωρίς αμφισβήτηση του ψηφίσματος με γραφή παρανόμων σε μία και πιθανόν και στις τρεις περιπτώσεις. Όπως τα ψηφίσματα που τιμούσαν τον Χαβρία (376/5), τον Τιμόθεο (375/4) και τον Ιφικράτη (371/0), ένα ψήφισμα προς τιμήν του Φωκίωνα (το 322 ή νωρίτερα) υποστηρίχθηκε από τα δικαστήρια, ενώ δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα της αμφισβήτησης ενός ψηφίσματος που τιμούσε τον Χαρίδημο (352/1)[21]. Στόχος του Αισχίνη στην κατηγορία του κατά του Κτησιφώντα το 336 ήταν σαφώς ο παλαιός του αντίζηλος Δημοσθένης, που επρόκειτο να είναι ο αποδέκτης των τιμών, ενώ ο Πολύευκτος είχε στόχο του τον Δημάδη (περ. 335) και τον Υπερείδη, στην περίπτωση των τιμών που προτάθηκαν υπέρ του Ευβούλου (343-330)[22].

Οι κίνδυνοι της μήνυσης

Η γραφή παρανόμων, όμως, εμπεριείχε κάποιο κίνδυνο και για τον κατήγορο. Για παράδειγμα, ο Λυκίνος (το 348) και ο Αισχίνης (το 330) δεν κέρδισαν το ένα πέμπτο των ψήφων και τιμωρήθηκαν με πρόστιμο 1.000 δραχμών και απώλεια του δικαιώματος για υποβολή άλλης γραφής παρανόμων. Μπορεί ο Αισχίνης μάλλον να μην ήθελε παρά να μην μπορούσε να πληρώσει το πρόστιμο, αλλά εν πάση περιπτώσει, είτε μπορούσε να πληρώσει είτε όχι, ήταν φανερό ότι είχε αποτύχει στον κύριο σκοπό του, να δυσφημίσει τον Δημοσθένη και την πολιτική του - και ταπεινωμένος αποσύρθηκε από την Αθήνα[23]. Εντούτοις, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, μια ανεπιτυχής καταγγελία δεν συνεπαγόταν μειονεκτήματα εκτός από το γεγονός της ήττας. Επιπλέον, στην περίπτωση της εισαγγελίας ο κατήγορος μπορούσε να προτείνει την ποινή του θανάτου. Και, αν και οι περισσότερες εισαγγελίες φαίνεται ότι στρέφονταν κατά στρατηγών, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απαγγελία σοβαρών κατηγοριών κατά οποιουδήποτε Αθηναίου (ή μετοίκου). Πιθανόν κατά τον 5ο αιώνα να υπήρχαν αρκετά μεγάλα περιθώρια ως προς τις πράξεις που μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εισαγγελίας, αλλά ίσως κατά την περίοδο 410-403 (και ασφαλώς περί τα μέσα του 4ου αιώνα) ψηφίστηκε ένας νόμος που προσδιόριζε τους τύπους των αδικημάτων. Ίσως να εξακολουθούσε να υπάρχει κάποιο περιθώριο ή ίσως αναπτύχθηκε και, κατά τη δεκαετία του 330, ισοδυναμούσε μ6 «τέντωμα» του νόμου[24]. Στην υπεράσπιση του Ευξενίππου, κατά την περίοδο μεταξύ 330 και 324, ο Υπερείδης ανέφερε τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η εισαγγελία.

Εάν οποιοσδήποτε [λέει ο νόμος] επιχειρήσει να ανατρέψει τη δημοκρατία των Αθηναίων, ή εάν συναντάται με άλλους σε οποιοδήποτε μέρος με σκοπό την ανατροπή της δημοκρατίας, ή σχηματίσει πολιτική λέσχη (εταιρικόν)· ή εάν οποιοσδήποτε προδώσει μια πόλη ή πλοία ή μια χερσαία ή ναυτική δύναμη, ή, ενώ είναι ρήτορας, εκφωνήσει λόγο αντίθετο προς τα συμφέροντα του αθηναϊκού Δήμου, ή δέχεται χρήματα (και δώρα από εκείνους που εργάζονται κατά του αθηναϊκού Δήμου)[25].

Αν και οι στρατηγοί μπορούσαν να κατηγορηθούν με τη δεύτερη κατηγορία της στρατιωτικής προδοσίας, οι συμβουλές κατά των συμφερόντων του Δήμου με κίνητρο τη διαφθορά ήταν η κατηγορία που απαγγέλθηκε κατά του Καλλιστράτου το 361 και πιθανόν το 366/5. Το 366/5 ο Χαβρίας, ως στρατηγός που συγκατατέθηκε στην κατάληψη του Ωρωπού από τις βοιωτικές δυνάμεις εν αναμονή διαιτησίας, και ο Καλλίστρατος, που πρότεινε αυτό το (μεταβατικό) μέτρο, διώχθηκαν για την απώλεια του Ωρωπού, αλλά αθωώθηκαν και οι δύο[26]. Δεν συνέβη το ίδιο στην περίπτωση του Καλλιστράτου το 361. Η απομάκρυνσή του από την Αθήνα εμπόδισε, ή μάλλον καθυστέρησε, την εκτέλεση της ποινής του θανάτου· όταν υπολόγισε λανθασμένα τη γενική διάθεση και επέστρεψε στην Αθήνα το 355, συνελήφθη και θανατώθηκε[27]. Το 343 ο Υπερείδης κατηγόρησε τον Φιλοκράτη για παροχή υπηρεσιών στον Φίλιππο κατά της Αθήνας και πέτυχε την καταδίκη του: η α­ποχώρησή του εμπόδισε την εκτέλεση της ποινής του θανάτου[28]. Εισαγγελία ασκήθηκε πιθανόν κατά του Θρασυβούλου από τον Κολλυτό για (δήθεν διεφθαρμένες) συμβουλές που δόθηκαν κατά την περίοδο της κατοχής της Καδμείας από τους Λακεδαιμονίους το 382, αλλά πιθανόν αθωώθηκε[29]. Μένει κανείς με την εντύπωση ότι οι ρήτορες όχι μόνο γίνονταν λιγότερο συχνά αντικείμενο επίθεσης μέσω εισαγγελίας, αλλά ήταν σε θέση να υπερασπίσουν τον εαυτό τους με μεγαλύτερη επιτυχία από όσο οι στρατηγοί. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν δύσκολο να αποδειχθεί η διαφθορά και να πεισθούν οι δικαστές ότι οι συμβουλές που είχε δώσει ο ρήτορας είχαν επηρεαστεί από την αποδοχή «δώρων». Επίσης, η αποτυχία ενός στρατηγού ήταν κάτι που μπορούσε να αποδειχθεί.

Φαίνεται ότι γινόταν όλο και μεγαλύτερη κατάχρηση της εισαγγελίας - όπως και της γραφής παρανόμων - κατά το τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα. Οι κατήγοροι χρησιμοποιούσαν την εισαγγελία κατά τις δεκαετίες του 330 και του 320, αν όχι και νωρίτερα, για να διατυπώσουν κατηγορίες που απαιτούσαν κάποιο «τέντωμα» του νόμου για να παρουσιαστούν ως αδικήματα σύμφωνα με το νόμο περί της χρήσης της εισαγγελίας. Ταίριαζε στην υπεράσπιση του Ευξενίππου από τον Υπερείδη να υπερβάλει την αντίθεση μεταξύ «σοβαρών και διαβόητων εγκλημάτων, που (περίπου το 360) οδήγησαν σε εισαγγελία» (κατά του Καλλιστράτου και τεσσάρων στρατηγών) και αυτού που περιγράφει ως πρακτική της δεκαετίας του 320 να «διατυπώνονται επιπόλαιες κατηγορίες που δεν έχουν καμία σχέση με το νόμο περί εισαγγελίας». Ο Ευξένιππος είχε κατηγορηθεί ότι είχε δεχθεί «δώρα» και ότι είχε αναφέρει ένα όνειρο που αντέκειτο στα συμφέροντα του Δήμου. Ο Υπερείδης προσπάθησε να αρνηθεί τον ορισμό του ρήτορα ως κάποιου προσώπου που μιλούσε στην Εκκλησία και προέβαλε το επιχείρημα ότι ο Ευξένιππος ήταν κοινός πολίτης (ιδιώτης) και όχι ρήτορας ή τακτικός ομιλητής, κατά του οποίου θα μπορούσε να ασκηθεί δικαίως εισαγγελία[30]. Αυτή ήταν ειδική συνηγορία. Η εισαγγελία είχε σκοπό να ρίξει ένα εκτεταμένο δίκτυ για να είναι δυνατή η γρήγορη δράση και ασφαλώς περιελάμβανε όλους τους Αθηναίους. Η προδοσία με την έννοια της εγκατάλειψης μιας πόλης ήταν σαφώς λόγος παραπομπής και το 338 όταν κατηγορούσε τον Λεωκράτη για την εγκατάλειψη της Αθήνας μετά την καταστροφική ήττα της Χαιρώνειας, ο Λυκούργος δυσκολεύτηκε για πολλούς λόγους να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι ήταν σωστό να ασκηθεί εισαγγελία κατά του ατόμου αυτού (ιδιώτη) και να παρουσιασθεί η αναχώρησή του ως προδοσία - κατά της Αθήνας[31]. Γενικά, φαίνεται να υπήρχε κάποια αλήθεια σ’ αυτό που έλεγε ο Υπερείδης για την κατάχρηση της εισαγγελίας, ιδίως αν δεχθούμε τη δήλωσή του ότι ένας πολίτης και ένας μέτοικος είχαν μηνυθεί για τον λόγο ότι είχαν προσλάβει αυλήτριες με τιμή μεγαλύτερη από εκείνη που όριζε ο νόμος (και ίσως μπορούσαν να παρουσιαστούν ως παραβάτες του νόμου και να υποστηριχθεί ότι έθεταν σε κίνδυνο τη δημοκρατία, αν και η αιτιολογία της παραπομπής μπορεί να ήταν ευρύτερη από ό,τι ανέφερε ο Υπερείδης)[32]. Η υπόθεση αυτή ανήκει στην ίδια περίοδο με την υπόθεση του Ευξενίππου και είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα υπό το φως μιας προσπάθειας να αναχαιτιστεί η κατάχρηση της εισαγγελίας, που μπορεί να χρονολογείται περίπου στο 333. Γιατί τότε είχε θεσπιστεί ότι ένας κατήγορος που κέρδιζε λιγότερο από το ένα πέμπτο των ψήφων υπέκειτο σε πρόστιμο 1.000 δραχμών αλλά όχι σε απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του[33].

Πάντως, ο πειρασμός της κατάχρησης της εισαγγελίας και της γραφής παρανόμων δεν θα έπρεπε να συσκοτίσει το γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες, κυρίως οι ρήτορες αλλά επίσης (συχνά έμμεσα) και οι στρατηγοί, αναμιγνύονταν συχνά στα δικαστήρια και στην Εκκλησία καθώς και το γεγονός ότι μια καταδίκη μπορούσε να οδηγήσει σε θάνατο, «εξορία», δήμευση περιουσίας, απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων ή βαρύ πρόστιμο, για να μην αναφέρουμε την ατίμωση. Γιατί, ενώ η εισαγγελία και η γραφή παρανόμων ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούνταν συχνότερα και μπορούσαν να εμφανιστούν ως ειδικά μέσα με τα οποία ένας ρήτορας προστάτευε τον Δήμο από πολιτικές ενέργειες που έβλαπταν τα συμφέροντά του, οι πολιτικοί ηγέτες μπορούσαν επίσης να υποχρεωθούν να λογοδοτήσουν με άλλες μεθόδους[34]. Η διαδικασία που είναι γνωστή ως απόφασις (έκθεση έρευνας), για παράδειγμα, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον εκείνων που ήταν ύποπτοι για προδοσία και δωροληψία ή (πιθανόν) για απόπειρες ανατροπής της δημοκρα­τίας[35]. Η γνωστότερη χρήση της αποφάσεως ήταν το 324/3 εναντίον εκείνων που ήταν ύποπτοι για λήψη χρημάτων από τον Άρπαλο, τον φυγάδα θησαυροφύλακα του Αλεξάνδρου του Μεγάλου. Φαίνεται ότι περίπου 350 τάλαντα έλειπαν από τα 700 τάλαντα που πιστευόταν ότι είχαν κατατεθεί από τον Άρπαλο στην Ακρόπολη, υπό τη φύλαξη ειδικά διορισμένων επιτρόπων, μεταξύ των οποίων και ο Δημοσθένης. Ακόμη και χωρίς εσωτερικές πολιτικές αντιζηλίες, οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να κάνουν τα στραβά μάτια και να αγνοήσουν το ενδιαφέρον του Αλεξάνδρου του Μεγάλου για τα χρήματα που είχε καταχραστεί ο θησαυροφύλακάς του. Μετά από έρευνα, ο Άρειος Πάγος δημοσίευσε έναν κατάλογο ονομάτων που ανέφερε χρηματικά ποσά αποδιδόμενα στον καθένα: για παράδειγμα, 20 τάλαντα στον Δημοσθένη. Το Δικαστήριο των 1.500 καταδίκασε τον Δημοσθένη, που ήταν ο πρώτος που παραπέμφθηκε σε δίκη. Ο Δημοσθένης, μη μπορώντας να πληρώσει το πρόστιμο των 50 ταλάντων φυλακίστηκε αλλά σύντομα απέδρασε. Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου λίγους μήνες αργότερα, ο Δημοσθένης ανακλήθηκε. Ο Δημάδης, που επίσης καταδικάστηκε, έμεινε στην Αθήνα[36]. Άλλες διαδικασίες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πολιτικούς σκοπούς κατά των αντιπάλων ήταν η προβολή (κατάθεση μήνυσης στην Εκκλησία) και η ένδειξις (κατάθεση πληροφοριών - που επέτρεπε, αλλά δεν απαιτούσε, ο κατήγορος να πραγματοποιήσει μια σύλληψη). Αν και η υποστήριξη μιας μήνυσης (προβολή) στην Εκκλησία μπο­ρούσε να είναι πολύτιμη αν το ζήτημα βρισκόταν υπό κρίση στα δικαστήρια, η προβολή δεν ήταν πολύ χρήσιμη για πολιτικούς σκοπούς (και φαίνεται ότι την χρησιμοποιούσαν σπάνια), γιατί η κατάθεση μήνυσης περιοριζόταν, τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του 320, στην κεντρική συνεδρίαση της έκτης πρυτανείας κάθε χρόνο. Καθιστούσε δυνατή τη λήψη μέτρων κατά συκοφαντών (όπως κατά των κατηγόρων των στρατηγών των Αργινουσών το 406), κατά αδικημάτων σχετικών με εορτές (όπως από τον Δημοσθένη κατά του Μειδιά που, παρά τις διαψεύσεις του Δημοσθένη, μπορούσε να έχει πολιτική σημασία) ή κατά «οποιουδήποτε δεν έκανε κάτι που υποσχέθηκε στον Δήμο» (όπως φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τον Εύβουλο κατά του Αριστοφώντα)[37]. Όσο για την ένδειξη, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, κατά των ατόμων τα οποία, παρά την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων τους (συχνά ως οφειλέτες του δημοσίου) αναλάμβαναν δημόσια δραστηριότητα. Αυτές οι πληροφορίες κατατέθηκαν κατά του Θεοκρίνη για άσκηση καθηκόντων κατηγόρου σε δημόσιες δίκες, κατά του Πολυεύκτου επειδή έγινε μέλος της Βουλής και κατά του Αριστογείτονα για αγόρευση στην Εκκλησία και άσκηση καθηκόντων κατηγόρου[38]. Αν και φαίνεται ότι χρησιμοποιείτο ελάχιστα, η δοκιμασία των ρητόρων χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά από τον Αισχίνη όταν εξαίρεσε τον Τίμαρχο ως πιθανό κατήγορο της δικής του συμπεριφοράς κατά την πρεσβεία προς τον Φίλιππο το 346[39]. Και στην περίπτωση των Αθηναίων αξιωματούχων και πρέσβεων, οι ευθύνες ήταν ένα σημαντικό μέσο λήψης μέτρων, αν και υπάρχουν εκπληκτικά λίγες περιπτώσεις που μπορούν να ταυτιστούν με βεβαιότητα[40].
----------------------
[1] Αριστ. Πολ. 1255a 8-9, Δείν. 1.100-1. Βλ. για την καταδίκη της πρότασης ενός ακατάλληλου νόμου.

[2] Δημ. 18.129 (τρεις από τους τέσσερις είναι γνωστό ότι έχουν ενεργήσει και με τις δύο ιδιότητες, αν και όχι στην παρούσα μαρτυρία, στο ένα ζήτημα της δημόσιας υπόθεσης)· Ισοκρ. 8.54-5, Αριστ. Ρητ. 1364al9-23· πρβλ. Θουκ. 5.46,Tod 123.7,76,Δημ. 19.10-12, Αι- σχίν. 2.18,3.63-4.

[3] Δημ. 18.220, Αισχίν. 3.145-6.

[4] Δημ. 19.276-80, Φιλόχ. FGrH328 απ. 149· πρβλ. Perlman (1976)230-1,Roberts 88-93.

[5] Ξεν. Ελλ. 7.1.33-8 (καμία αναφορά σε δωροδοκία), Δημ. 19.31, 137, 191, Πλουτ. Πελ. 30.6- πρβλ. Perlman (1976) 228-9.

[6] Δημ. 23.92-3, 18.8-9.

[7] Αισχίν. 3.194.

[8] Δημ. 18.251.

[9] Βλ. Κ. Καστοριάδη «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι»

[10] Αισχίν. 3.191-2.

[11] Δημ. 22.69, [Δημ.] 25.87· Δημ. 24.138. Η καταγγελία για την εισήγηση ακατάλληλου νόμου φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί πολύ λιγότερο συχνά από τις γραφές παρανόμων, αντανακλώντας, σε μεγάλο βαθμό, το γεγονός ότι προτείνονταν πολύ περισσότερα ψηφί­σματα από ό,τι νόμοι. Περίπου έξι πιθανές περιπτώσεις είναι γνωστές. Επιπρόσθετα στην εκτέλεση του Εύδημου, ο Δημ. 24.138 λέει ότι κάποιος Φίλιππος γλίτωσε το θάνατο με μικρή πλειοψηφία και ότι οι ένορκοι αποδέχθηκαν το επιχείρημά του για τιμωρία, ένα υψηλό πρόστιμο. Σε άλλες υποθέσεις η έκβαση είναι αβέβαιη ή άγνωστη. Λυσ. απ. 86-7, Δημ. 20.1, 92, 96, 144 (Λεπτίνης, 355), Δημ. 24.1, 17 αλλά πρβλ. 24.3 (Τιμοκράτης), Αισχίν. 1.34. Βλ. ΑΠ59.2, Wolff (1970) 28-44 και Hansen (1974) 44-8.

[12] Δημ. 18.15· [Δημ.] 59.6-8. Βλ. Αισχίν. 2.14 για μια προτεινόμενη ποινή 100 ταλάντων. Για την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, βλ. Hansen (1976) 56-60 (το τρωτό) και 90-4 (διάφορες γραφές ή καταδίκες για προσβολές, τιμωρητέες με ατιμία).

[13] Βλ. παρακάτω για το πρόστιμο της 1 δραχμής που αναφέρεται ότι έχει επιβληθεί στον Θρασύβουλο.

[14] [Δημ.] 59.6-8· πρβλ. APF438-42.

[15] [Δημ.] 25.40,60-7· [Δημ.] 25. νποθ. 2-3, Δεί,ν. 2.12- Sealey 186-99. Για πρόστιμα 10 ταλάντων, βλ. [Δημ.] 58.1-2, 30-2,66, Δημ. 21.182. Πρβλ. [Δημ.] 58.43.

[16] Αθ. 25 lb, Αιλ. 5.12· D.S. 18.18 και Πλουτ. Φωκ. 26, όπου σημειώνεται επίσης η αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων του Δημάδη από το Δήμο στην απελπιστική κατάσταση του 322. Βλ. Υπ. 2.11-12 για τον υπερβολικά μακεδονόφιλο Φιλιππίδη που είχε καταδικαστεί σε δύο τουλάχιστον περιστάσεις, επειδή διατύπωνε παράνομες προτάσεις.

[17] ΑΠ 40.2, Αισχίν. 3.187, 194-5 (και σχολιαστής, αν και δεν χρειάζεται να δεχτούμε όλες τις λεπτομέρειες του όπως την πρόταση του Θρασύβουλου για θανατική ποινή, προκειμένου να ντροπιάσει τους Αθηναίους), [Πλουτ.] Ηθ. 835f-836a.

[18] Βλ. απ. 76, Jensen.

[19] Υπ. 4.28-9 (δηλώνοντας ότι αυτός είχε «φέρει σε δίκη» (πρβλ. 4.27) τον Αριστοφώντα, τον Διοπείθη και τον Φιλοκράτη, αλλά ορίζοντας λεπτομερώς μια εισαγγελία μόνον κα­τά του Φιλοκράτη), απ. Β.15, αλλά πρβλ. Hansen (1975) 99· Υπ. απ. Β. 17 (πρβλ. απ. 40-4, Jensen· πρβλ. Hansen (1974) 31).

[20] Δημ. 18.222, Υπ. απ. Β.20· βλ. σημ. 92- πρβλ. Υπ. 4 (ο Υπερείδης το 336 κατήγγειλε τον υπερβολικά μακεδονόφιλο Φιλιππίδη, του οποίου οι αντιλήψεις αναφέρονται σε ένα ψήφισμα, που τιμούσε το βασιλιά της Μακεδονίας).

[21] Δημ. 20.146 (δηλώνει ότι ο Λεωδάμας κατήγγειλε την παραχώρηση στον Χαβρία), Αισχίν. 3.243 (λέει ότι «οι ένορκοι» έκαναν τις παραχωρήσεις και στους τρεις - βλ. Hansen (1974) 30-1)· Υπ. απ. Β. 22 ([Πλουτ.] Ηθ. 850b, πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 4)· Δημ. 23.

[22] Λυκούργ. απ. C. 14, Υπ. απ. Β. 21.

[23] Αισχίν. 2.14· πρβλ. Δημ. 18.103,222.

[24] Για συζήτηση του νόμου και άλλων αδικημάτων υποκείμενων στην εισαγγελία, βλ. MacDowell 169-70,183-6, 198-201,210- Harrison 2.50-9, Rhodes 162-71 και (1979) 103-14 και Hansen (1975) ιδίως 12-20και (1980Α) 89-95.

[25] Υπ. 4.7-8,29,39. Η φράση «απατώντας το λαό με ψεύτικες υποσχέσεις» ([Δημ.] 49.67) είναι πιθανόν μια διασάφηση στο τρίτο αίτιο αλλά, ίσως, και στο τέταρτο.

[26] Αριστ. Ρητ. 1364al9-23, 141 lb6-10, Πλουτ. Δημ. 21.64.

[27] Υπ. 4.1-2, Λυκούργ. Λεωκ. 93.

[28] Υπ. 4.29-30· βλ. Hesperia (1936) 399-400, γραμμές 46-50, 110-15 για την πώληση της δημευμένης περιουσίας του Φιλοκράτη.

[29] Λυσ. 26.23 Δημ. 24.134. Βλ. επίσης στον Κατάλογο του Hansen (1975) αρ. 116 (Πυθέας, 336-323), 126 (Μενέσαιχμος, πριν το 325) και 130 (Ιμέραιος, 336-322).

[30] Υπ. 4.1-2,4,8-9.

[31] Λυκούργ. Λεωκ. 1-10,59. Για άλλες εισαγγελίες ή πιθανές εισαγγελίες (οι περισσότερες από αυτές εναντίον ανδρών που δεν είναι γνωστό ότι είχαν διατελέσει στρατηγοί ή ρήτορες ή πρέσβεις), βλ. τον Κατάλογο του Hansen (1975) αρ. 79 (ταμίες της Αθηνάς και των άλ­λων θεών), 99, 103-8 (θεσμοθέτες το 344/3), 111, 113-15, 117-19, 122,125,127,140-4.

[32] Υπ. 4.3.

[33] Βλ. Αισχίν. 3.194.

[34] Δείν. 1.100-2- πρβλ. Λυκούργ. Λεωκ. 7-10.

[35] Η απόφασις, που πιθανόν εισήχθη περί το 350, δήλωνε την έκθεση της προκαταρκτικής έρευνας που έκανε ο Άρειος Πάγος στην Εκκλησία. Αυτοί που «ονομάσθηκαν» από την έρευνα θα μπορούσαν να προσαχθούν σε δίκη στα Δικαστήρια. Βλ. Δείν. 1.1,2.1· Hansen (1975) 39-40, MacDowell 190-1.

[36] Υπ. 5, Δείν. 1-3· βλ. σημ. 59. Για άλλες περιπτώσεις αποφάσεων, βλ. Δημ. 18.132-2, Δείν. 1.56-8,62-3, P.Oxy. 2686.

[37] ΑΠ 43.4-5, Ξεν. Ελλ. 1.7.35, Δημ. 21.8-10,218 (και σχολιαστής)· Harrison 2.59-64, Hansen (1975)38-9.

[38] [Δημ.] 58, Διον. Αλικ. 651. Δείν. 10, Δείν. 2.12-13, [Δημ.] 25-6. Για την ένδειξιν, την απα­γωγήν (ο κατηγορούμενος, που καταγγέλθηκε από τον κατήγορο, «συλλαμβάνεται» από τους άρχοντες) και την εφήγησιν, βλ. Hansen (1976) 90-8, Harrison 2.221-32.

[39] Αισχίν. 1, ιδίως 28-30,64· πρβλ. Λυσ. 10.1 και Hansen (1983Β) 153 σημ. 8.

[40] Βλ. Hansen (1983Α) 42 σημ. 32.


ΜΕΡΟΣ Γ'

Σκέψεις για την γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι»

Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία οι γραφές «παρανόμων» [1] και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» - δίκες δημοσίου δικαίου, όπως θα λέγαμε σήμερα- είχαν μεγάλη σπουδαιότητα, κα­θώς αποτελούσαν προληπτικές και συγχρόνως κα­τασταλτικές εγγυήσεις τηρήσεως του πολιτεύματος και εκδικάζονταν από το δικα­στήριο της Ηλιαίας.

Αυτή που μας ενδιαφέρει σήμερα είναι η τελευταία αναφερόμενη.

Η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι [2]ήταν δίκη δημοσίου δικαίου εναντίον της θεσπίσεως ασύμφορου νόμου, δηλαδή νόμου που θα μπο­ρούσε να βλάψει (ή είχε βλάψει) τα συμφέροντα της πόλεως. Η δια­φορά της γραφής αυτής από τη «γραφή παρανόμων» συνίστατο στο ότι αφορούσε μόνο νόμους, όχι ψηφίσματα.

Η προσωπική ευθύνη του εισηγητή και των αξιωματούχων που διηύθυναν τις εργασίες της εκκλησίας ούτε ατονούσαν ούτε μετριαζόταν επειδή ο λαός είχε επιψηφίσει την πρόταση. Δεν διαρκούσε όμως και στο διηνεκές. Ένα χρόνο μετά την υποβολή της πρότασης(ή την ψήφισή της)έπαυε να υπάρχει.

Οι ποινές επί καταδίκης εξικνούντο έως το θάνατο. Πάντως η γραφή «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι» έπρεπε, για να έχει ποινικές συνέπειες, να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την ψήφιση του νόμου. Η απειλή της μερικής ατιμίας πρέπει να λειτούργησε και να έκανε ορισμένους πιο προσεκτικούς στις εισηγήσεις τους.[3]

Η διαδικασία ξεκίνησε τον 4ο Αιώνα. Ο Δημοσθένης ανάγει τη διαδικασία στο Σόλωνα και θεωρεί ότι μη επιτήδειοι ήταν οι νόμοι που οι επιταγές τους ή δεν ήταν απλές και κατανοητές ή δεν ήσαν υλοποιήσιμες[4]. Ο Αισχίνης αφήνει να εννοήσουμε ότι έτσι χαρακτηρίζονται οι νόμοι που δεν ήταν λειτουργικοί[5]. «Φαίνεται πάντως ότι στις περιπτώσεις των γραφών για «νόμο μη επιτήδειο» , το ηλιαστικό δικαστήριο των θεσμοθετών όφειλε να εξετάσει όχι τόσο τη νομιμότητα , όσο τη σκοπιμότητα των νομοθετικών πρωτοβουλιών»[6]

Εκτός από την ατομική κύρωση της επιβολής ποινής, η συγκεκριμένη γραφή είχε και ακυρωτικό απο­τέλεσμα ως προς το νόμο ή το ψήφισμα. Η αναστολή διαρκούσε, έως την έκδοση της δικαστικής απόφασης. Εάν η από­φαση ήταν καταδικαστική για τον προτείνοντα, τότε ο νόμος ή το ψήφισμα ακυρωνόταν ή σταματούσε η περαιτέρω νομοθετική διαδικασία επί της προτάσε­ως. Η ποινή για τον ένοχο ήταν πρόστιμο και, σε πε­ρίπτωση υποτροπής για τρίτη φορά, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων («ατιμία»).

Η «γραφή» αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρι­σθεί ως διφυές ένδικο βοήθημα, τόσο ποινικού όσο και διοικητικού (ακυρωτικού) χαρακτήρα[7].

Εικάζεται ότι καταδικαστικές αποφάσεις της Ηλιαίας σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω «γραφές» σπανιότατα μόνον εκδίδονταν. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι αποφάσεις απήλλασσαν τον κατηγορούμενο και επικύρωναν το θεσπισθέντα νόμο ή το ψήφισμα. Τούτο συνέβαινε προδήλως διότι το πολυμελέστατο δικαστήριο της Ηλιαίας αποτελούσαν τα ίδια τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου που είχαν ήδη ψήφισε το νόμο ή το ψήφισμα. Δύσκολα θα μπορούσαν, επομένως, οι ίδιοι πολίτες να αναιρούν δικαστικά αυτό που είχαν αποφασίσει νομοθετικά.

Σημειώθηκε ότι οι γραφές «παρανόμων» και, δεν ήσαν μόνο κατασταλτικές αλλά και προληπτικές εγγυήσεις τηρήσεως των πολιτικών και δικαιικών θεσμών της α­θηναϊκής δημοκρατίας. Ο προληπτικός χαρακτήρας των γραφών αυτών συνίστατο στο ότι οι επαπειλούμενες βαριές ποινές λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τη θέσπιση νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που θα ήσαν «δυνάμει» επικίνδυνες για τη λειτουργία του πολιτεύματος.[8]

Όπως σημειώθηκε στα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα η συγκεκριμένη γραφή ήταν …προληπτικές εγγυήσεις τηρήσεως των πολιτικών και δικαιικών θεσμών ….και αποσκοπούσε και στην σκοπιμότητα των νομοθετικών πρωτοβουλιών.

Θα μπορούσε να ισχύσει , κατ’ αναλογία και σύμφωνα με το σύγχρονο δικαιικό πλαίσιο κάτι το παρεμφερές in senso lato ,στη σημερινή νομοθετική λειτουργία της Βουλής των Ελλήνων; Γνωρίζουμε ότι πολλά νομοθετήματα έχουν αποδειχτεί βλαπτικά εις βάρος του κοινωνικού συνόλου αλλά και του γενικά αναφερομένου εθνικού συμφέροντος. Ένα τέτοιο νομοθέτημα είναι το άρθρο 86 του Συντάγματος του 2001 και ο βασιζόμενος σε αυτό εκτελεστικός νόμος (N. 3126/2003) περί ευθύνης υπουργών. H ποινική ευθύνη των υπουργών αποτέλεσε μέλημα των ελληνικών Συνταγμάτων ήδη από το 1844, το οποίο στο άρθρο 83 προέβλεπε την έκδοση σχετικού νόμου. Ο πρώτος νόμος περί ευθύνης υπουργών ήταν ο ΦΠΣτ του 1876, όπως τροποποιήθηκε από τον N. XE του 1873. Το νομοθετικό αυτό καθεστώς διατηρήθηκε σε ισχύ για έναν αιώνα μέχρι την έκδοση του ΝΔ 802/1971. Οι ρυθμίσεις του τελευταίου, οι οποίες πάντως επαναλαμβάνουν τις ως τότε ισχύουσες αρχές, διατηρήθηκαν σε ισχύ και από το Σύνταγμα του 1975 με ρητή μεταβατική διάταξη (άρθρο 115 παρ. 1) «ώσπου να εκδοθεί ο από το άρθρο 86 παρ. 1 προβλεπόμενος νόμος». Ο νόμος αυτός εκδόθηκε μόλις τον Ιούλιο του 1997 (N. 2509/1997) μετά τις πολιτικές και νομικές περιπέτειες του τόπου την επαύριον των σκανδάλων του 1989. Οι διατάξεις όμως εκείνες είχαν επικριθεί έντονα και έτσι κρίθηκε η ανάγκη τροποποιήσεώς τους. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο το σχετικό άρθρο 86 του Συντάγματος αναθεωρήθηκε το 2001.

«Όμως και η νέα αυτή διατύπωση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης δικαιοκρατικής κοινωνίας. Διότι θεσμοθετήθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την ποινική δίωξη των υπουργών, η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να καταλήξει στην παραπομπή τους στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αποφασίσει το Κοινοβούλιο δύο φορές, με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί ποινική δίωξη. Την πρώτη φορά, για να συσταθεί η ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τη δεύτερη, όταν το πόρισμα της επιτροπής αυτής εισαχθεί στην Ολομέλεια, η οποία τελικά αποφασίζει για την άσκηση ή μη διώξεως. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού του βουλευτών, η Βουλή μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της ή να αναστείλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία, οποτεδήποτε, δηλαδή και αν ακόμη έχει περαιωθεί η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου και αναμένεται η έκδοση της αποφάσεώς του.

Το πλέον όμως σκανδαλώδες είναι το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 86Σ, σύμφωνα με το οποίο «η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της (να συστήσει δηλαδή επιτροπή και να ασκήσει δίωξη) μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Με τη διάταξη αυτή η ατιμωρησία καθίσταται σχεδόν βεβαία για τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την τελευταία σύνοδο της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου εφόσον το ίδιο κόμμα κερδίσει τις εκλογές. H προθεσμία αυτή είναι προφανές ότι είναι ασφυκτική και οδηγεί στην εξάλειψη του αξιόποινου των πράξεων μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την τέλεσή τους.»[9]

Δεν νομίζω ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ελλήνων πολιτών ότι τι συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος εμποδίζει τη Δικαιοσύνη να κατανείμουν τις ευθύνες σε πρόσωπα , κόμματα και λοιπούς φορείς για σειρά σκανδάλων που έχουν προκαλέσει ζημιά στην περιουσία του Δημοσίου (νοουμένη με όλους τους δυνατούς τρόπους). Επίσης στερεί τη δυνατότητα στους έλληνες πολίτες να γνωρίζουν και επομένως να αποφασίζουν δια της ψήφου των. Υπάρχει όμως συγκεκριμένος εισηγητής της αναθεώρησης του Συντάγματος ο οποίος πρότεινε το συγκεκριμένο άρθρο. Σε συνεργασία με το κόμμα του .βεβαίως. Και το οποίο άρθρο υπερψηφίστηκε από την πλειοψηφία της Βουλής. Βεβαίως.

Όμως αυτό δεν θα πρέπει να αθωώνει τους εισηγητές των νομοθετημάτων και η λήθη να σκεπάζει τη συμβολή τους στη ψήφιση ενός σημαντικού νόμου που προκάλεσε βλάβη. Αν ίσχυε μια ανάλογη ρύθμιση με αυτή του «νόμον μη ἐπιτήδειον θεῖναι», τα ζητήματα αυτά δεν θα οδηγούνταν στις ελληνικές καλένδες. Θα μπορούσαν να ανασυρθούν και αφού εξεταστούν να δείχνεται εις τους πολίτες ότι η συγκεκριμένη συνταγματική- νομοθετική ρύθμιση που εισηγήθηκε ο τάδε βουλευτής ή υπουργός προκάλεσε αυτά τα δεινά στον τόπο. [10]

Η μοναδική ποινή όλων όσοι εισηγήθηκαν τέτοια βλαπτικά νομοθετήματα θα είναι η ανάρτηση του ονόματός τους σε στήλες έξω από τη Βουλή και βεβαίως στο Διαδίκτυο. Η επανεκλογή τους στο Κοινοβούλιο νομίζω ότι θα ήταν …αρκετά δύσκολη.
-------------------------
[1] Η «γραφή παρανόμων» ήταν μία δημοσίου δικαί­ου δίκη εναντίον εκείνου ο οποίος είχε προτείνει νόμο ή ψήφισμα που ερχόταν σε αντίθεση με τους προϋφιστάμενους κανόνες ή που είχε θεσπισθεί κα­τά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας. Μόλις ο μηνυτής εξεδήλωνε την πρόθεση του, με δημόσιο όρκο («υπωμοσία»), να καταθέσει «γραφή παρανόμων», η συνέχιση της νομοθετικής διαδικασίας ανα­στελλόταν. Αναστελλόταν επίσης η ισχύς του νέου νόμου ή ψηφίσματος, εάν η νομοθετική διαδικασία επί της προτάσεως νόμου είχε ήδη ολοκληρωθεί.

[2] G. Glotz, Η Ελληνική «Πόλις, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994.σ. 191, Biscardi, A., Aρχαίο Eλληνικό Δίκαιο, Aθήνα 1991,σ. 121, οημ, 68.

[3] Αισχίνης, κατά Κτησιφώντος,195.

[4] Δημοσθένης, κατά Τιμοκράτους, 212.

[5] Αισχίνης, κατά Τιμάρχου, 34.

[6] Σ. Στεφανόπουλος, Ελλήνων Θέσμια, ΑΑ. Λιβάνη 2004, σ.719 -720.

[7]« Οι γραφές «παρανόμων» και «νόμον μή ἐπιτήδειον θεῖναι», καθώς και ο οστρακισμός προστάτευαν τη λειτουργία του πολιτεύματος» (Α.Μάνεσης - Φ.Σπυρόπουλος, Νομοθεσία και Προστασία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ΑΦΙΕΡΩΜΑ - Ιστορικά - Ελευθεροτυπία, 25, 06 - 04 – 2000).

[8] Α.Μάνεσης - Φ.Σπυρόπουλος, οπ.παρ.

[9] Ι. Βαρβιτσιώτης , Η Ποινική Ευθύνη των Υπουργών, Το Βήμα , Κυριακή 28 Μαΐου 2006

[10] Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν πλήθος αντιρρήσεων ως προς το ότι η φιλοσοφία λειτουργίας του πολιτεύματος είναι εντελώς διαφορετική. Όμως αυτό είναι γνωστό και δεν απαγορεύει σε κανένα αν το θελήσει να εργασθεί προς την κατεύθυνση που αναφέραμε.


ΜΕΡΟΣ Δ'

Η γραφή παρανόμων - ἀ­πό τά Μυ­κη­ναῖ­κά χρό­νι­α ὡς τό τέ­λος τῆς κλα­σι­κῆς ἐποχῆς

Πάν­τως μπο­ροῦ­με του­λά­χι­στον νά κρα­τή­σου­με ὡς δε­δο­μέ­νο ὅτι καί ἡ λαϊ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α εἶ­χε πρα­κτι­κά τά ὅρι­ά της, ἀ­κό­μη κι ἄν δέν πρέ­πει νά ὑ­περ­τι­μᾶ­με τή ση­μα­σί­α τους, πρίν ἀ­πό τήν ἑλλη­νι­στι­κή ἐποχή. Τή λαϊ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α τήν πε­ρι­ο­ρί­ζουν καί ὁ­ρι­σμέ­νες ἀρ­χές. Πά­νω ἀ­πό τή βού­λη­ση τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τοῦ λα­οῦ βρί­σκον­ται οἱ νό­μοι. Μι­ά ἁπλή ἀ­πό­φα­ση τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ δή­μου, ἕνα ψή­φι­σμα, δέν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα νό­μος. Ἄν ἕνα ψή­φι­σμα ἀν­τι­βαί­νει πρός κά­ποιο νό­μο, μπο­ρεῖ μι­ά δι­κα­στι­κή ἀ­πό­φα­ση νά δι­α­πι­στώ­σει τήν ἀ­κυ­ρό­τη­τά του. Ἡ κα­τη­γο­ρί­α γιά ὑ­πο­βο­λή πα­ρά­νο­μης πρό­τα­σης (γρα­φή πα­ρα­νό­μων), πού ὁ­δη­γεῖ σέ σχε­τι­κή δί­κη, ἔ­χει κα­ταρ­χήν σάν ἀ­πο­τέλε­σμα τήν ἀ­να­στο­λή τῆς ἰ­σχύ­ος τοῦ προ­σβαλ­λό­με­νου ψη­φί­σμα­τος. Μά­λι­στα τόν 4ο αἰώνα ἡ ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου δέν ἔ­χει κάν τήν ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα νά ψη­φί­ζει ἡ ἴδια νέ­ους νό­μους. Κά­τι τέ­τοιο μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο μέ μι­ά πο­λύ­πλο­κη δι­α­δι­κα­σί­α πού μοιά­ζει μέ δί­κη, ὁ­ρί­ζον­τας πο­λυ­με­λεῖς ἐ­πι­τρο­πές νο­μο­θε­τῶν, ἡ σύν­θε­ση τῶν ὁ­ποί­ων θυ­μί­ζει τά πο­λυ­με­λή δι­κα­στή­ρι­α (δη­λα­δή τά δι­κα­στι­κά τμή­μα­τα στά ὁ­ποῖα εἶ­χε δι­αι­ρε­θεῖ ἡ πα­λιά Ἡλιαία τοῦ Σό­λω­να). Ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα πρό­κει­ται γιά πε­ρι­ο­ρι­σμό τῆς λαϊ­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας μέ θε­με­λι­ώ­δη ση­μα­σί­α. Ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται σέ μι­ά πε­ποί­θη­ση βα­θι­ά ρι­ζω­μέ­νη στήν ἑλ­λη­νι­κή πο­λι­τι­κή σκέ­ψη, ὅτι πά­νω ἀ­πό τήν αὐ­θαι­ρε­σί­α ἐ­κεί­νου πού ἀ­σκεῖ τήν ἐ­ξου­σί­α πρέ­πει νά βρί­σκε­ται ὁ νό­μος, γιά νά ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­ται τό δί­και­ο καί ἡ ἐ­λευθε­ρί­α. Ἔ­χει ἄ­ρα­γε καί πρα­κτι­κή ση­μα­σί­α; Στήν κα­θη­με­ρι­νή πο­λι­τι­κή ναί, για­τί ἐ­πι­τρέ­πει σέ ἐ­πι­τή­δει­ους πο­λι­τι­κούς ὄ­χι μό­νο νά δη­μι­ουρ­γοῦν δυ­σκο­λί­ες στούς ἀν­τί­πα­λούς τους (ὅποιος κα­τα­δι­κά­ζε­ται γιά ὑ­πο­βο­λή πα­ρά­νο­μου ψη­φί­σμα­τος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει βα­ριές ποι­νές), ἄλ­λα καί νά ἀ­φαι­ροῦν ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου τό δι­καί­ω­μα νά ἀ­πο­φα­σί­ζει γιά πολ­λά εἰ­δι­κά ζη­τή­μα­τα, με­τα­θέ­τον­τας τήν ἀ­πό­φα­ση σέ κά­ποιο δι­κα­στή­ρι­ο πού θά κρί­νει τή γρα­φή πα­ρα­νό­μων. Μέ τόν τρό­πο αὐτό κερ­δί­ζουν πρῶ­τα πρῶ­τα χρό­νο, καί στό με­τα­ξύ κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μαν­τέ­ψει τί θά ἀ­πο­φα­σί­σει τό δι­κα­στή­ρι­ο. Αὐτή ἡ με­τά­θε­ση τῆς ἀ­πό­φα­σης ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου στό λαϊ­κό δι­κα­στή­ρι­ο (ἤ τῆς νο­μο­θε­σί­ας ἀ­πό τήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου στήν ἐ­πι­τρο­πή τῶν νο­μο­θε­τῶν) δέν ση­μαί­νει ὅμως —καί αὐτό με­τρᾶ γιά τό θέ­μα μα­ς— ὅτι ἡ ἀ­πό­φα­ση ἀ­φαι­ρεῖ­ται ἀ­πό τή δι­και­ο­δο­σί­α τῆς μά­ζας τοῦ ἁπλοῦ λα­οῦ καί γί­νε­ται προ­νό­μι­ο κά­ποιου ἄλ­λου κοι­νω­νι­κοῦ στρώ­μα­τος, ἀφοῦ καί στά δι­κα­στή­ρι­α (καί στήν ἐ­πι­τρο­πή τῶν νο­μο­θε­τῶν) συμ­με­τέ­χουν πά­λι οἱ ἁπλοί πολίτες, συ­νή­θως ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι ἄν­τρες ἀ­πό τά φτω­χό­τε­ρα στρώ­μα­τα πού ἐγ­γρά­φον­ται στούς κα­τα­λό­γους τῶν δι­κα­στῶν ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας τήν κλή­ρω­σή τους στά δι­ά­φο­ρα δι­κα­στή­ρι­α, μό­νο καί μό­νο γιά νά εἰ­σπρά­ξουν τή (μι­κρή) ἡ­με­ρή­σι­α ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση. Ἔ­τσι ἔ­χου­με ἀρκετούς λό­γους νά ἰ­σχυ­ρι­στοῦ­με ὅτι στήν αθηναϊκή δη­μο­κρα­τί­α —καί κα­τά ἀ­νά­λο­γο τρό­πο καί στίς ἄλ­λες ἑλ­λη­νι­κές δη­μο­κρα­τί­ε­ς— ἀ­κό­μα ψη­λό­τε­ρα ἀ­πό τή θε­ω­ρη­τι­κά κυ­ρί­αρ­χη λαϊ­κή συ­νέ­λευ­ση βρί­σκε­ται τό λαϊ­κό δι­κα­στή­ρι­ο.102 Ὡ­στό­σο αὐτό τό δι­κα­στή­ρι­ο εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς λαῖ­κό· ἡ ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση του δέν ἀλλάζει ἑ­πο­μέ­νως τί­πο­τα στή «λαῖ­κή κυ­ρι­αρ­χί­α», ἴ­σα ἴ­σα τήν ἐκ­φρά­ζει ἀ­κό­μα πι­ό ἔν­το­να.