Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (540-567)

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ Αλήθεια540 (ΔΗ.) τί τὸ πάθος δ᾽ ἐστίν; ΝΙ. διδοῦσαν τιτθίον τῷ παιδίῳ
ἀρτίως ἔνδον κατέλαβον τὴν ἐμαυτοῦ θυγατέρα.
(ΔΗ.) τυχὸν ἔπαιζεν. (ΝΙ.) οὐκ ἔπαιζεν. ὡς γὰρ εἰσιόντα με
εἶδεν, ἐξαίφνης κατέπεσεν. (ΔΗ.) τυχὸν ἴσως ἔδοξέ [σοι.
(ΝΙ.) παρατενεῖς «τυχὸν» λέγων μοι πάντα. (ΔΗ.) τούτων αἴτιος
545 εἴμ᾽ ἐγώ. (ΝΙ.) τί φῄς; (ΔΗ.) ἄπιστον πρᾶγμά μοι δοκεῖς λέγειν.
(ΝΙ.) ἀλλὰ μὴν εἶδον. (ΔΗ.) κορυζᾷς; (ΝΙ.) οὗτος οὐκ ἔστιν λόγος.
ἀλλὰ πάλιν ἐλθών— (ΔΗ.) τὸ δεῖνα· μικρόν, ὦ τᾶν — οἴχεται.
πάντα πράγματ᾽ ἀνατέτραπται, τέλος ἔχει. νὴ τὸν Δία,
οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ᾽ ἀκούσας χαλεπανεῖ, κεκράξεται·
550 τραχὺς ἅνθρωπος, σκατοφάγος, αὐθέκαστος τῷ τρόπῳ.
ἐμὲ γὰρ ὑπονοεῖν τοιαῦτα τὸν μιαρὸν ἐχρῆν, ἐμέ;
νὴ τὸν Ἥφαιστον, δικαίως ἀποθάνοιμ᾽ ἄν. Ἡράκλεις,
ἡλίκον κέκραγε. τοῦτ᾽ ἦν· πῦρ βοᾷ· τὸ παιδίον
φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν· ὑιδοῦν ὀπτώμενον
555 ὄψομαι. πάλιν πέπληχε τὴν θύραν. στρόβιλος ἢ
σκηπτὸς ἅνθρωπός τις ἐστί. ΝΙ. Δημέα, συνίσταται
ἐπ᾽ ἐμὲ καὶ πάνδεινα ποιεῖ πράγμαθ᾽ ἡ Χρυσίς. (ΔΗ.) τί φῄς;
(ΝΙ.) τὴν γυναῖκά μου πέπεικε μηθὲν ὁμολογεῖν ὅλως
μηδὲ τὴν κόρην, ἔχει δὲ πρὸς βίαν τὸ παιδίον
560 οὐ προήσεσθαί τε φησίν· ὥστε μὴ θαύμαζ᾽, ἐὰν
αὐτόχειρ αὐτῆς γένωμαι. ΔΗ. τῆς γυναικὸς αὐτόχειρ;
(ΝΙ.) πάντα γὰρ σύνοιδεν αὕτη. (ΔΗ.) μηδαμῶς, Νικήρατε.
(ΝΙ.) σοὶ δ᾽ ἐβουλόμην προειπεῖν. (ΔΗ.) οὑτοσὶ μελαγχολᾷ.
εἰσπεπήδηκεν. τί τούτοις τοῖς κακοῖς τις χρήσεται;
565 οὐδεπώποτ᾽ εἰς τοιαύτην ἐμπεσών, μὰ τοὺς θεούς,
οἶδα ταραχήν. ἔστι μέντοι τὸ γεγονὸς φράσαι σαφῶς
πολὺ κράτιστον. ἀλλ᾽, Ἄπολλον, ἡ θύρα πάλιν ψοφεῖ.

***
ΔΗΜ. Τί έπαθες; ΝΙΚ. Πριν από λίγο έπιασα την κόρη μου να βυζαίνει το παιδί.
ΔΗΜ. Ίσως έπαιζε. ΝΙΚ. Δεν έπαιζε, γιατί μόλις με είδε ξαφνικά να μπαίνω,
λιποθύμησε. ΔΗΜ. Ίσως σου φάνηκε. ΝΙΚ. Θα με πεθάνεις με τα «ίσως»
που μου λες. ΔΗΜ. Εγώ φταίω για αυτά. ΝΙΚ. Τί λες; ΔΗΜ. Μου φαίνονται
545 απίστευτα αυτά που λες. ΝΙΚ. Αλλά τα είδα με τα μάτια μου. ΔΗΜ. Βλέπεις καλά;
ΝΙΚ. Αυτός δεν είναι λόγος. Αλλά πηγαίνω πάλι— ΔΗΜ. Μια στιγμή, στάσου,
ε, συ — χάθηκε. Όλα αναποδογυρίστηκαν, ήρθε το τέλος.
Μα τον Δία, αυτός εδώ, αν μάθει τί έγινε, θα εξαγριωθεί,
550 θα βάλει τις φωνές. Ο άνθρωπος είναι τραχύς, αγροίκος,
απλοϊκός. Έπρεπε εγώ να υποψιαστώ τέτοια πράγματα;
Εγώ ο σιχαμένος; Μά τον Ήφαιστο μου αξίζει να πεθάνω.
Ηρακλή μου, πώς φωνάζει! Αυτό ήταν· ζητά φωτιά· απειλεί
555 να κάψει το παιδί. Το εγγονάκι μου θα δω να ψήνεται.
Βγαίνει πάλι έξω. Ο άνθρωπος είναι τυφώνας, κεραυνός.

ΝΙΚ. Δημέα, η Χρυσίς τα ᾽χει βάλει μαζί μου και κάνει
πράγματα φοβερά. ΔΗΜ. Τί λες; ΝΙΚ. Έχει πείσει τη γυναίκα μου
και την κόρη μου να μην ομολογήσουν τίποτε,
και κρατάει διά της βίας το παιδί. Λέει ότι δεν θα το αφήσει.
560 Ώστε μην απορείς αν τη σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
ΔΗΜ. Θα σκοτώσεις τη γυναίκα μου; ΝΙΚ. Γιατί σ᾽ όλα μέσα είναι
κι αυτή. ΔΗΜ. Μη, Νικήρατε, όχι. ΝΙΚ. Ήθελα να σε προειδοποιήσω.
ΔΗΜ. Αυτός εδώ τρελάθηκε! Όρμησε μέσα. Τί να κάνω τώρα;
Ποτέ μου δεν θυμάμαι, μα τους θεούς, να βρέθηκα
565 σε τέτοια ταραχή. Όμως το καλύτερο είναι να του πω
καθαρά τί έγινε. Απόλλωνά μου, βγαίνει πάλι.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Προς τα νέα ελληνικά

12.1 Ας ξαναθυμηθούμε την κοινή

Στα προηγούμενα κεφάλαια παρακολουθήσαμε την ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας μέχρι τη δημιουργία της κοινής. 

Η κοινή ήταν, όπως δηλώνει και η ίδια η λέξη, το κοινό γλωσσικό εργαλείο που δημιουργείται ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. με βάση τη διάλεκτο της ισχυρότερης πόλης-κράτους, της Αθήνας, και κυριαρχεί σε όλο τον Ελληνικό κόσμο και στη συνέχεια, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, σε όλο το τεράστιο γεωγραφικό εύρος της Ελληνικής κυριαρχίας και επιρροής που άνοιξαν οι κατακτήσεις αυτές. 

Στην κοινή γράφτηκαν τα Ευαγγέλια, όπως τα ακούμε και σήμερα στην εκκλησία, και αυτή τη μορφή γλώσσας μίλησαν αλλόγλωσσοι που είτε έγιναν δίγλωσσοι είτε εγκατέλειψαν τη μητρική τους γλώσσα για να γίνουν ελληνόφωνοι. 

Η κυριαρχία της κοινής οδήγησε σιγά σιγά τις αρχαίες διαλέκτους σε εξαφάνιση με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους, βασικά, λόγους που αργότερα, τον 19ο αιώνα, η δημιουργία μιας νέας κοινής, της κοινής νέας ελληνικής που μιλάμε σήμερα, θα αρχίσει να οδηγεί προς την εξαφάνισή τους τις νεότερες διαλέκτους που γεννήθηκαν από τη διάσπαση της παλιάς κοινής της ελληνιστικής εποχής.

Από γενιά σε γενιά περνάνε όλα όσα παλεύουμε να σβήσουμε

Λένε πως ο άνθρωπος και το κάθε έμβιο ον γεννιέται σαν ένας λευκός καμβάς ο οποίος σύμφωνα με τις προσωπικές εμπειρίες και το περιβάλλον του, εξελίσσεται. Τα προσωπικά βιώματα του κάθε ανθρώπου μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά για τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το πώς, το πότε και το γιατί ένας άνθρωπος αναπτύσσει το αίσθημα του μίσους και πέφτει στην παγίδα αυτού του ανθρώπινου πάθους. Ποια η στιγμή που σηματοδοτεί την αλλαγή και πώς καταφέρνουμε να αφεθούμε να μας παρασύρουν τόσο αρνητικά συναισθήματα; Η μεταλαμπάδευση του μίσους από γενιά σε γενιά έχει δυστυχώς ολέθρια αποτελέσματα που διευρύνονται σιγά-σιγά, όσο τροφοδοτούνται.

Όλοι έχουμε υπάρξει μάρτυρες συμπεριφορών και πράξεων που πολλές φορές αδυνατούσαμε να κατανοήσουμε. Από κάπου όμως πρέπει να απορρέουν τα απεχθή αισθήματα προς ένα λαό του οποίου εκπροσώπους πιθανόν να μη γνωρίσαμε ποτέ, η αντιπάθεια και το κουτσομπολιό προς τον γείτονά μας με τον οποίο ενδεχομένως να μην έχουμε ανταλλάξει ούτε μία κουβέντα -αλλά για κάποιο λόγο μας ενοχλεί η παρουσία του- ή ο σχολικός εκφοβισμός, που πια έχει γίνει ένας ακόμη τίτλος στις μεσημεριανές ειδήσεις και πλέον ούτε που μας συγκινεί όταν τον ακούμε. Όλα αυτά τα συμβάντα συνθέτουν την κοινωνία μας, η οποία έχει κάνει αξιοσημείωτες προσπάθειες για να εκπολιτιστεί και να σβήσει τέτοιες συμπεριφορές. Είτε μέσα από τη συνεχή ενημέρωση, είτε προσπαθώντας να δαμάσει τις ίδιες τις πράξεις. Δεν κατάφερε ακόμη να κατανοήσει όμως πόσο μάταιες φαίνεται να είναι οι προσπάθειες αυτές. Σαν να ψεκάζεις μια κατσαρίδα με σπρέι για τα τζάμια. Λίγο την ενοχλείς, λίγο την αναγκάζεις να κρυφτεί, να την εξουδετερώσεις όμως δεν καταφέρνεις. Πάντα ξαναεμφανίζεται και συνήθως λιγάκι χειρότερη, με μεγαλύτερη αντοχή. Έτσι και το μίσος. Επιβιώνει κι ας μας έχει δείξει η ανθρώπινη ιστορία πως ποτέ δεν οδήγησε σε κάτι ωφέλιμο.

Εξ’ όσων φαίνεται, το μίσος, η απέχθεια, η αντιπάθεια, η αντιπαλότητα και όλες οι μεταλλάξεις τους, έχουν βασίσει όλες τις ελπίδες της επιβίωσής τους στον τρόπο που μεταφέρονται από τη μία γενιά στην άλλη. Όσο είμαστε παιδιά τα δύο πρότυπα τα οποία ακολουθούμε κι αποτελούν για εμάς «ήρωες» είναι οι γονείς μας, οπότε φυσικό είναι να πιστεύουμε πως ό,τι κάνουν κι όσα λένε είναι σωστά και πρέπει να τα ακολουθούμε. Είναι λυπηρό όμως να βλέπουμε «καμβάδες» να βάφονται με τα πιο σκούρα χρώματα. Να καθρεφτίζουν κάθε είδους προκαταλήψεις σε συνανθρώπους που από τύχη γεννήθηκαν είτε διαφορετικοί, είτε μερικά χιλιόμετρα μακριά, είτε χωρίς κάποια εφόδια που -έτυχε πάλι- να δοθούν απλόχερα σε εμάς.

Πόσο πια θα διαιωνίζουμε τέτοιες αντιλήψεις όταν έχουμε τόσα παραδείγματα γύρω μας που μας δείχνουν πως αυτή η στάση ποτέ δεν οδήγησε σε κάτι ευεργετικό για κανέναν; Πόσο πια θα παρασύρουμε τα παιδιά μας στο να ακολουθήσουν ένα μονόδρομο του οποίου η έννοια δίνεται με ακριβέστερη απόδοση στα αγγλικά ως «dead end»; Γιατί πρέπει να γεμίζουμε το μυαλό μας αντιλήψεις και στερεότυπα για ανθρώπους που δε γνωρίσαμε ποτέ; Και στην τελική, εάν οι σκέψεις μας έμεναν περιορισμένες σε κάποια σκοτεινή γωνία του κεφαλιού μας και δεν πασχίζαμε τόσο να τις περάσουμε και στους γύρω μας, τα πράγματα ίσως να ήταν όντως λίγο καλύτερα. Τέτοιες σκέψεις όμως έχουν την τάση να μοιάζουν στο μουντό φως μιας λάμπας φθορίου, που αντανακλά σε όποια επιφάνεια βρίσκει και κάνει τους πάντες και τα πάντα πιο ψυχρούς.

Μια μητέρα έχει αντιπαλότητα με την αδερφή της και δημιουργείται μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα ανάμεσά τους, αναγκάζοντας τα παιδιά τους να βρεθούν στη μέση. Να πρέπει να πάρουν μέρος, κοιτώντας ξαφνικά τη θεία με μισό μάτι και τα ξαδέρφια τους σαν αντίπαλους. Γείτονες οι οποίοι μπορεί να έρθουν σε ρήξη κι ενώ τα παιδιά τους είναι οι καλύτεροι φίλοι, να αναγκάζονται να διακόψουν την αρμονική τους σχέση, χωρίς τα ίδια να καταλαβαίνουν τους λόγους. Γονείς, δάσκαλοι, ή άτομα με κάποια επιρροή, οι οποίοι βρισκόμενοι μπροστά σε ένα πρόβλημα ψάχνουν να βρουν τον υπαίτιο και όλως τυχαίως τον εντοπίζουν πάντα στο πρόσωπο ατόμων με κάποιες διαφορές από τους ίδιους. Είτε εκείνων που ανήκουν σε κάποια μακρινή χώρα, είτε σε κάποια γειτονική που στο μακρινό παρελθόν ίσως αποτελούσε κάποιου είδους απειλή, είτε σε όσους δείχνουν λίγο διαφορετικοί όταν τους κοιτάξεις, είτε είναι διαφορετικού ερωτικού προσανατολισμού, είτε για τον οποιονδήποτε άλλο γελοίο λόγο μπορεί να σκαρφιστεί ανθρώπινος νους. Και ξαφνικά οι άνθρωποι χωριζόμαστε σε κύκλους. Σε «εμείς» και «οι άλλοι». Και η κοινωνία καταλήγει σε μια αρένα μίσους, εμπάθειας και πικρίας, η οποία όλο λέμε πως θα διαλυθεί και όλο βρίσκει τρόπο να περνάει στις επόμενες γενιές. Και αν ρωτήσεις φυσικά γιατί αυτός ο διαχωρισμός, πέρα από το προφανές και τόσο επιφανειακό, κανείς δεν έχει να σου δώσει στα αλήθεια επιχείρημα. Είναι σαν να ακολουθούμε τυφλά μία επίπλαστη ιδεολογία, μία σκευωρία, μία συνωμοσία, ένα αέναο «διαίρει και βασίλευε» που μας σκουριάζει τα σωθικά και μας διαβρώνει την ψυχή. Ακολουθούμε αντιλήψεις με την ίδια λογική που ακολουθεί και το κουνούπι τη λάμπα που μέλει να το ψήσει.

Το μίσος είναι σαν μια αρρώστια της ψυχής που μας τρώει από μέσα και μας ρίχνει σε ένα σκοτάδι από το οποίο το φως έσβησε, επειδή ποτέ δεν μπήκαμε στον κόπο να ψάξουμε να βρούμε πού είναι ο διακόπτης και να τον κρατήσουμε αναμμένο. Από ένα σημείο της ζωής μας και μετά παίρνουμε την κατάσταση στα χέρια μας κι αποκτούμε -θέλω να πιστεύω- μια κάποια ανεπτυγμένη νοημοσύνη σύμφωνα με την οποία και καλούμαστε να δράσουμε στη ζωή και να αλληλοεπιδρούμε με τους συνανθρώπους μας. Παίρνουμε εμείς τα πινέλα του καμβά και είναι στο χέρι μας το αν θα καθόμαστε να κοιτάμε τα γκρίζα που κάποιος άλλος ζωγράφισε, ή αν θα βάψουμε από πάνω με παχύρευστη μπογιά που μπορεί να καλύψει τα πάντα. Είναι αδιανόητο, ρε φίλε, να ζεις μέσα στο μίσος ξέροντας πως δεν είσαι τίποτα σε αυτήν τη γη παρά μόνο αυτό που αφήνεις πίσω σου, πέρα από αυτό που περνάς κι εσύ στις επόμενές σου γενιές μέσα από καθαρά δικές σου επιλογές.

Μία αλήθεια μας συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή κι αυτή είναι η ιδέα της ανυπαρξίας οποιαδήποτε στιγμή και ώρα. Είναι παράλληλα τόσο ελκυστικό να μη γνωρίζεις πότε τελειώνει η παραμονή σου εδώ γύρω, πότε λήγει η γήινη βίζα της ύπαρξής σου, αλλά και πάλι βλέπω γύρω μου Θεούς και δαίμονες να συνυπάρχουν και να νομίζουν πως ανήκουν σε κάτι ξεχωριστό πέρα από το προφανές και φοβάμαι. Περισσότερο βέβαια θα έπρεπε να μας τρομάζουν αυτοί που νομίζουν πως έχουν όντως λόγους να μισούν κι ας μην μπορούν ούτε οι ίδιοι να απαντήσουν στα περιβόητα «γιατί». Γελοίο είναι. Ίσως και να μισούν απλώς για να νιώθουν πως αισθάνονται -αφού έτσι έμαθαν να αισθάνονται από κάπου άλλου- και πάλι όμως στα χέρια τους πλέον ο καμβάς τους, δικές τους λοιπόν οι επιλογές τους. Κι επειδή είναι γνωστό πως οι άνθρωποι είμαστε αδύναμοι και δύσκολα ελέγχουμε τα ανεπτυγμένα ένστικτά μας, ψάξε τον τρόπο να τα μετριάσεις περνώντας λίγο περισσότερο χρόνο με τον εαυτό σου. Ίσως τελικά έτσι να δεις κατάματα αυτό που πραγματικά φοβάσαι, την πηγή του κακού.

Η αγάπη και η χαρά είναι το λίπασμα της ανάπτυξης του ανθρώπου

Μοιράζομαι, χαμογελώ, γελώ, φωνάζω, αναφωνώ, φιλώ, αγκαλιάζω, αυτά είναι τα ρήματα της χαράς.

Μη φοβάστε να κάνετε φασαρία. Δείξτε τη χαρά σας με πολύ θόρυβο, φωνάζοντας, πηδώντας, σηκώνοντας τα παιδιά ψηλά. Η χαρά είναι μια σωματική ανταλλαγή.

Μπορούμε ακόμα να ξυπνήσουμε στα παιδιά τη χαρά της αισθητικής, να τους μάθουμε να βλέπουν την ομορφιά: «Κοίτα, μαμά, το φεγγάρι τι όμορφο που είναι!»

Είναι τόσο γλυκό να το ακούει κανείς από το στόμα ενός μικρού παιδιού.

Να λέτε με τ΄ όνομά του ό,τι βλέπετε γύρω σας. Μοιραστείτε. Θα πετύχετε ως αμοιβή ερωτήσεις παράξενες, αλλά αστείες και χαριτωμένες.

Η αγάπη και η χαρά είναι το λίπασμα της ανάπτυξης του ανθρώπου. Όσα «σ΄ αγαπώ» και «είμαι ευτυχισμένος που ζω μαζί σου» κι αν πει κανείς, ποτέ δεν είναι αρκετά. Μην υποτιμάτε αυτά τα γλυκά λόγια, να τους τα λέτε όσο συχνά θέλετε, πολλές φορές τη μέρα, πάντα όμως κοιτώντας το αγαπημένο σας στα μάτια, δημιουργώντας μια φυσική επαφή, ενώ νιώθετε το συναίσθημα της αγάπης και της τρυφερότητας.

Ένα «ναι, σ΄ αγαπώ» χωρίς να σηκώσετε τα μάτια από τα πιάτα δεν γεμίζει με χαρά την καρδιά του παιδιού που το ακούει. Βέβαια, δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς συνέχεια χαρούμενος και, κυρίως, δεν χρειάζεται να προσποιείται. Αν όμως δεν είστε χαρούμενοι τουλάχιστον ένα 80% του χρόνου που είστε ξύπνιοι, θα πρέπει να αλλάξετε κάτι στη ζωή σας.

Συναισθηματικά προβλήματα σάς απαγορεύουν την ευτυχία;

Λύστε τα! Είναι ευθύνη σας ως γονιός. Διαφορετικά τα παιδιά σας θα τεθούν ασυνείδητα στην υπηρεσία των κρυφών σας καημών, έστω (και κυρίως τότε) κι αν δεν τους μιλήσετε ποτέ για αυτούς.

Τα παιδιά είναι έτοιμα να αποκηρύξουν πολλά στοιχεία της προσωπικότητάς τους προκειμένου να ξαναφέρουν το χαμόγελο στο πρόσωπο ενός γονιού που είναι πολύ λυπημένος ή θυμώνει συχνά.

Ας αναζητήσουμε μέσα μας πηγές ενδόμυχης χαράς. Ας μην αφήσουμε να μας κυριεύσει η κατάθλιψη, η ρουτίνα, η σοβαρότητα. Δεν είναι τόσο περίπλοκο να είναι χαρούμενος κανείς. Μπορεί να το καταφέρει παρά τις δύσκολες εξωτερικές συνθήκες. Αν δεν τα καταφέρνουμε μόνοι, μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια.

Ένας γονιός γεμάτος εσωτερική χαρά τη μεταδίδει στα παιδιά του και αυτή είναι η πιο ωραία κληρονομιά που μπορούν να λάβουν.

Μόνο αν αυξήσουμε το επίπεδο της χαράς μέσα στις οικογένειες και μέσα στα σχολεία θα μπορέσουμε να συμπαρασταθούμε στα παιδιά μας στο δρόμο της ανάπτυξής και της ευχαρίστησης τού να ζει κανείς. Αρκεί κάτι ασήμαντο. Μια πασχαλιά, ένα κάστανο, μια πίτα από άμμο, ένα μικρό δώρο έκπληξη, κεριά για το δείπνο, ένα πέταγμα μπαλονιού, φυσαλίδες… Αγάπη, τρυφερότητα.

Ώριμος στην αγάπη είναι εκείνος που μπορεί να ενδιαφέρεται για την ανάγκη του αγαπημένου του

Επειδή δεν είναι αγάπη ο έρωτας, μπορεί να μιμείται θαυμάσια την αγάπη όσο διαρκεί.

Είναι το μέγιστό του άλλοθι.

Και μια και μιμείται την αγάπη, οφείλει να τηρεί τους όρους της.

Η αγάπη λοιπόν έχει πρώτο μέλημα την επιθυμία και την ανάγκη του αγαπημένου.

Την επιθυμία του και τη δυνατότητα για το πόσες προσφορές αντέχει να δέχεται.

Σημασία έχει ο άλλος πράγματι να χαίρεται.

Όχι να τον βιάζεις να χαίρεται – διότι επικρατεί το κλισέ πως «τα δώρα δίνουν χαρά».

Η υπερ-δόση φέρνει τα εντελώς αντίθετα από τη δόση αποτελέσματα, κάνει το φάρμακο φαρμάκι, την ευφροσύνη του οίνου αλκοολισμό, την έκπληξη πλήξη.

Μόνο στο μέτρο ισορροπεί και ανθεί η ουσία, στο κέντρο του κονταριού, που μας βοηθά να προχωράμε σχοινοβάτες στους δεσμούς∙ στα άκρα γέρνει και γκρεμίζεται.

Δεν είναι τεχνική η διακριτικότητα, είναι καλλιτεχνία, είναι καλοσύνη, ευγένεια ψυχής, γενναιότητα και αρχοντική αγάπη.

Γυρεύει την άνεση της ψυχής του αγαπημένου, τιμάει την ελευθερία του, προσέχει να μην του εκβιάζει το φιλότιμο.

Η υπερπροσφορά είναι στο βάθος πολύ μεγάλος εγωισμός, το ίδιο μίζερη όσο και η τσιγκουνιά.

Αν αξίζεις ν’ αγαπηθείς, θα σ’ αγαπήσουν θες δε θες, θέλουν δε θέλουν θα σ’ αγαπήσουν.

Πάντα θα το λέω σε όσους δε βρίσκουν να ζευγαρώσουν και ρίχνουν το φταίξιμο στην εποχή, στη σημερινή κοινωνία, στους σημερινούς άντρες, στις σημερινές γυναίκες, στο άγχος, στους ρυθμούς της καθημερινότητας, στην υλόφρονα γενική τάση.

Ο μόνος τρόπος, η μοναδική συνταγή που υπάρχει είναι να ομορφύνεις τον εαυτό σου, να γίνεις ελκυστικός, εφόσον έχεις μέσα σου ομορφιά και ελευθερία και περιεχόμενο, κυρίως είσαι έτοιμος στην αγάπη, ώριμος για κάτι τέτοιο.

Όλα τ’ άλλα τεχνάσματα θα σε ρίχνουν, αργά ή γρήγορα, από απογοήτευση σε απογοήτευση.

Και ώριμος στην αγάπη είναι εκείνος που μπορεί να ενδιαφέρεται για την ανάγκη του αγαπημένου του, που μοιράζεται την ευθύνη, που δεν ασχολείται μόνο με τις δικές του ευαισθησίες αλλά αναρωτιέται για τις ευαισθησίες εκείνου με τον οποίο σχετίζεται.

Και όταν του ζητάει αλλά και όταν του δίνει, το δεύτερο είναι το λεπτότερο.

Όχι, δε στέρεψε η αγάπη σήμερα, ποτέ όσο υπάρχει ζωή δε στερεύει.

Ακόμη κι αν ο κανόνας είναι πως «οι άντρες στον καιρό μας δεν αξίζουν» ή «οι γυναίκες χάλασαν», εσύ να γυρέψεις το εξαιρετικό, γιατί έρωτας είναι η ανακάλυψη του εξαιρετικού.

Η αποκάλυψη του εξαιρετικού, λένε κάποιοι, και ίσως να είναι το ίδιο∙ η πρώτη πείθει τη δεύτερη να δεχθεί να συμβεί.

Του εξαιρετικού λοιπόν, εκείνου που θα ανατρέψει με χάρη τον άχαρο κανόνα.

Jean Genet: Ο σχοινοβάτης

Ο ποιητής μπορεί να διακινδυνέψει τα πάντα για να κατακτήσει την απόλυτη μοναξιά, που είναι απαραίτητη για να πραγματοποιήσει το ποιητικό του έργο—να το αποσπάσει από το κενό για να του δώσει ζωή.

Αποδιώχνει περίεργους και φίλους, ή συμβουλές που θα έκαναν το έργο του προσιτό στον κόσμο.

Μπορεί, ίσως, να επιλέξει την εξής μέθοδο: αφήνει γύρω του μια δυσωδία τόσο αηδιαστική, τόσο ρυπαρή, που κι ο ίδιος λιποθυμά και παθαίνει ασφυξία.

Τον αποφεύγουν. Είναι μόνος.

Η ολοφάνερη συμφορά του θα του επιτρέψει κάθε λογής θρασύτητα, αφού κανένα βλέμμα δεν τον ενοχλεί.

Κλυδωνίζεται ανάμεσα στη ζωή και την ερημιά του θανάτου. Η φωνή του δεν ξυπνά καμία ηχώ.

Γιατί αυτά που έχει να πει δεν απευθύνονται πια σε κανέναν, κι ούτε χρειάζεται να τα καταλάβουνε οι ζωντανοί—δεν τα υπαγορεύει εξάλλου η ζωή, παρά τα επιβάλει η εξουσία του θανάτου.

«θανάσιμη μοναξιά»

Στον πάγκο του μπαρ μπορείς ν' αστειευτείς με οποιονδήποτε, να τσουγκρίσεις το ποτήρι σου με όποιον θέλεις.

Μα ο άγγελος αναγγέλλει τον ερχομό του. Μείνε μονάχος να τον υποδεχτείς.

Και άγγελος μας είναι η νύχτα που πέφτει στην εκθαμβωτική πίστα.

Ακόμα κι αν η δική σου μοναξιά είναι πλημμυρισμένη στο φως ενώ σκοτάδι τα χιλιάδες μάτια που σε κρίνουν, που φοβούνται και προσδοκούν τη πτώση σου, θα χορέψεις πάνω και μέσα στην άνυδρη μοναξιά, με τα μάτια δεμένα και εί δυνατόν τα βλέφαρα ραμμένα.

Τίποτε όμως δε θα σε εμποδίσει να χορέψεις για την εικόνα σου, και προπαντός χειροκροτήματα ή γέλια.

Αλίμονο, είσαι καλλιτέχνης, και δε γίνεται πια να αγνοήσεις την ανελέητη άβυσσο των ματιών σου.

Νάρκισσος χορεύει;

Δεν είναι ωστόσο φιλαρέσκεια, εγωισμός και φιλαυτία, μα κάτι άλλο.

Χόρευε λοιπόν ολομόναχος. Χλωμός, πελιδνός, γεμάτος αγωνία αν θα αρέσεις στην εικόνα σου—δηλαδή θα χορέψει η εικόνα σου για σένα.

Ποιος φυσιολογικός, γνωστικός άνθρωπος περπατά πάνω σε συρματόσκοινο ή εκφράζεται με στίχους;

Ο έρωτας, σχεδόν απελπισμένος αλλά γεμάτος τρυφερότητα, ο έρωτας που οφείλεις να δείχνεις στο σκοινί σου πρέπει να είναι δυνατός όσο και το συρματόσκοινο που κρατά το βάρος σου.

Γνωρίζω τα αντικείμενα, τη μοχθηρία και τη σκληρότητα τους, αλλά και την ευγνωμοσύνη τους. Το σκοινί ήταν νεκρό—ή έστω, βουβό και τυφλό. Με την εμφάνιση σου θα ζωντανέψει και θα μιλήσει.

Θα το ερωτευτείς—με έναν έρωτα, θα έλεγα, σαρκικό.

Τη νύχτα, καθώς είναι ακόμα κουλουριασμένο στο κουτί του, πήγαινε να το δεις, να το χαϊδέψεις, να ακουμπήσεις το μάγουλο σου στο δικό του.

Ωστόσο πρέπει να εκθέτεις τον εαυτό σου στον κίνδυνο του σωματικού, του οριστικού θανάτου. Το απαιτεί η δραματουργία του Τσίρκου. Το τσίρκο, όπως η ποίηση, ο πόλεμος και η ταυρομαχία είναι από τα λίγα σκληρά παιχνίδια που επιζούν.

Αν πέσεις, θα σου εκφωνήσουν τον πιο συμβατό επικήδειο: βάλτος από χρυσάφι κι αίμα, τέλμα όπου το ηλιοβασίλεμα... μην περιμένεις τίποτ' άλλο. Το τσίρκο είναι όλο συμβατικότητες.

- Κοίτα να γίνεις διάσημος...

- Γιατί;

- Για να προξενείς το κακό.

- Πρέπει οπωσδήποτε να βγάλω λεφτά;

- Απαραιτήτως. θα εμφανίζεσαι στο συρματόσχοινό σου και θα σε ραντίζει μια χρυσή βροχή.

Κι επειδή θα σε ενδιαφέρει μονάχα ο χορός , τη μέρα θα σαπίζεις.

Το κοινό – που χάρη σ' αυτό υπάρχεις, γιατί χωρίς το κοινό δε θα καταχτούσες ποτέ τη μοναξιά – είναι το κτήνος που εσύ στο τέλος θα το εξοντώσεις. Η τελειότητα κι η τόλμη σου όση ώρα εμφανίζεσαι το εκμηδενίζουν.

Μάταιες οι συμβουλές μου και άστοχες. Δεν είναι δυνατόν να τις ακολουθήσει κανείς. Ήθελα μόνο να γράψω για την τέχνη σου ένα ποίημα που θα σε θερμάνει ολόκληρο, απ' την κορφή ως τα νύχια. Ν' αναφλεγείς ήθελα, όχι να σε διδάξω.

Jean Genet, Ο σχοινοβάτης

Το αίσθημα της εγκατάλειψης: Μη μ' αφήνεις

«Σε παρακαλώ μη μ’ αφήνεις»

Βασικές σκέψεις:

Ανησυχώ μήπως οι άνθρωποι που αγαπάω πεθάνουν ή μ’ εγκαταλείψουν.

Προσκολλώμαι στους ανθρώπους γιατί φοβάμαι μήπως μ’ εγκαταλείψουν.

Δεν έχω κάποιον να μου συμπαραστέκεται σταθερά.

Ερωτεύομαι συνεχώς ανθρώπους που δεν μπορούν να μου αφοσιωθούν.

Οι άνθρωποι πάντα έρχονται και φεύγουν στη ζωή μου.

Με πιάνει απόγνωση όταν κάποιος που αγαπώ με αφήνει.

Με πιάνει απόγνωση κάθε φορά που σκέφτομαι ότι κάποιος που αγαπώ με αφήνει.

Έχω τόσες έμμονες ιδέες ότι ο/η σύντροφός μου θα με εγκαταλείψει, που τελικά τον διώχνω από κοντά μου.

Έχω μεγάλη ανάγκη τους ανθρώπους.

Στο τέλος, θα μείνω τελείως μόνος μου.

Θα με εγκαταλείψουν και αυτό θα κρατήσει για πάντα.

Πώς κάποιος που έχει τόση ανάγκη από κάποιο σύντροφο και βιώνει το φόβο της εγκατάλειψης καταλήγει να τον διώξει από κοντά του;

Το άτομο έχει μια βασική πεποίθηση και τον ακολουθεί η σκέψη ότι χάσει τους ανθρώπους που αγαπά και θα μείνει για πάντα συναισθηματικά απομονωμένος. Ένας από τους ανθρώπους για τον οποίο φοβάται ότι θα χάσει είναι ο σύντροφός του.

Το άτομο βιώνει ένα αίσθημα απόγνωσης για την αγάπη. Όπως και να ξεκινήσει μια σχέση η κατάληξη είναι πάντα η ίδια, ο φόβος του ατόμου επιβεβαιώνεται.

Συνήθως, το άτομο ενθουσιάζεται εύκολα και γρήγορα και μπλέκεται πολύ έντονα συναισθηματικά μέσα σε μια νέα σχέση. Από την αρχή σχεδιάζει το μέλλον μαζί με το άλλο άτομο και ο παρορμητισμός που το διακρίνει αποτελεί έναν από τους παράγοντες που διώχνει τον άλλο από κοντά του.

Στις ερωτικές σχέσεις το άτομο φαίνεται πως χάνει κάθε αίσθηση λογικής και χάνεται στα συναισθήματά του. Κάθε ένδειξη απομάκρυνσης του άλλου πυροδοτεί έντονα συναισθήματα και φόβους εγκατάλειψης, ενώ το άτομο κατηγορεί τον άλλο πως θέλει να το εγκαταλείψει. Πολλές φορές μπορεί να υποβάλλει το σύντροφο σε δοκιμασίες για να δει σε ποιο σημείο μπορεί να φτάσει πριν εκείνος εγκαταλείψει αυτή τη σχέση.

Το τέλος κάθε σχέσης συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα μοναξιάς και κενού, ενώ το άτομο βιάζεται να δημιουργήσει μια νέα σχέση, ουσιαστικά να προσκολληθεί σε μια νέα σχέση.

Το άτομο εμφανίζει δυσκολίες στο να πιστέψει ότι οι άνθρωποι θα είναι στο πλευρό του ακόμη κι όταν απουσιάζουν από κοντά του. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναστατώνονται από τους σύντομους αποχωρισμούς με τα αγαπημένα τους άτομα.

Ξέρουν ότι η σχέση τους θα επιβιώσει και θα παραμείνει ανέπαφη. Αλλά με την παγίδα της εγκατάλειψης αυτή η ασφάλεια χάνεται. Το άτομο εμφανίζει έντονη προσκόλληση από τους άλλους, που φτάνει στα όρια της υπερβολής. Συχνά φοβάται ή θυμώνει αδικαιολόγητα μπροστά στην πιθανότητα του αποχωρισμού. Ιδιαίτερα στις ερωτικές σχέσεις, νιώθει συναισθηματικά εξαρτημένος από τον σύντροφο, ενώ συγχρόνως φοβάται την απώλεια αυτής της επαφής.

Ο φόβος της εγκατάλειψης δημιουργείται από τα πρώτα χρόνια της ζωής, πριν ακόμα το παιδί μάθει να μιλά. Επίσης, είναι ένας φόβος που μπορεί να δημιουργηθεί από πρόωρες απώλειες στη ζωή του ατόμου, όπως είναι η απώλεια ενός γονιού κατά την παιδική ηλικία.

Όσο πιο νωρίς δημιουργηθεί αυτός ο φόβος στο παιδί τόσο πιο δύσκολο είναι να ξεπεραστεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις το συναίσθημα της εγκατάλειψης δημιουργείται νωρίς, πριν το παιδί μάθει να χρησιμοποιεί λέξεις για να περιγράψει τι ακριβώς συμβαίνει.

Βασικές αιτίες για την εμφάνιση του αισθήματος της εγκατάλειψης είναι ο πρόωρος θάνατος ενός γονιού, το διαζύγιο των γονέων, το μεγάλωμα σε ίδρυμα, μια ασταθής μητέρα, η απώλεια της προσοχής του γονέα προς το παιδί, μια υπερβολικά περιοριστική ή υπερπροστατευτική οικογένεια.

Ο βαθμός στον οποίο το παιδί επηρεάζεται από την απώλεια του γονιού εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων, όπως την ποιότητα των στενών σχέσεων με τους σημαντικούς άλλους. Σημαντικό ρόλο παίζει η απουσία μιας μόνιμης μητρικής φιγούρας για το παιδί.

Ο γονιός έρχεται και φεύγει απρόβλεπτα, ενώ είναι συναισθηματικά ανεπαρκής για το παιδί. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει μια μόνιμη μητρική φιγούρα, η οποία όμως έχει ασταθή συμπεριφορά, τη μια στιγμή δηλαδή στοργική και ευχάριστη και την άλλη εντελώς αδιάφορη. Το παιδί μπορεί επίσης να αναπτύξει το φόβο διάλυσης της οικογένειάς του, μέσα στην οποία νιώθει ότι υπάρχει μια αστάθεια και μια αβεβαιότητα.

Το άτομο βιώνει το αίσθημα της εγκατάλειψης κυρίως στις στενές σχέσεις. Ο αποχωρισμός από ένα αγαπημένο άτομο αποτελεί ένα έντονο και ισχυρό ερέθισμα. Το άτομο είναι υπερβολικά ευαίσθητο και βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια να ανιχνεύσει τα σημάδια για την πρόθεση του άλλου για εγκατάλειψη.

Ισχυρά ερεθίσματα είναι η πραγματική απώλεια ή ο αποχωρισμός, το διαζύγιο, η απομάκρυνση, η εγκατάλειψη, ο θάνατος και πυροδοτούν έντονα συναισθήματα εγκατάλειψης. Το άτομο αντιδρά έντονο σε κάθε ένδειξη αποστασιοποίησης του άλλου. Κάθε φορά δηλαδή που νιώθει ότι άλλος σκοπεύει να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και κατ’ επέκταση να απομακρυνθεί.

Ο κύκλος της εγκατάλειψης

Το άτομο με το αίσθημα της εγκατάλειψης μετά από ένα αποχωρισμό βιώνει έντονα αρνητικά συναισθήματα, όπως φόβο, λύπη και θυμό. Είναι ένας κύκλος αρνητικών συναισθημάτων που αφορά την εγκατάλειψη.

Συγκεκριμένα, το άτομο νιώθει αρχικά ένα αίσθημα πανικού σαν μικρό παιδί που είναι ολομόναχο και χαμένο, ενώ ακολουθεί έντονο άγχος που διαρκεί για ώρες ή και μέρες.

Το άτομο δυσκολεύεται να αποδεχτεί την εγκατάλειψη. Νιώθει λύπη για τη μοναξιά του, και σκέφτεται ότι ποτέ δεν πρόκειται να ξεπεράσει το άτομο που έχασε.

Υπάρχουν δύο τύποι εγκατάλειψης: η εγκατάλειψη που βασίζεται στην εξάρτηση και η εγκατάλειψη που βασίζεται στην αστάθεια ή στην απώλεια.

Όσοι κάνουν σχέσεις εξάρτησης βιώνουν το φόβο της εγκατάλειψης, όμως, δεν συμβαίνει το αντίστροφο.

Κάποια άτομα δηλαδή βιώνουν το φόβο της εγκατάλειψης λόγω ασταθών συναισθηματικών δεσμών του παιδιού με τους στενούς του ανθρώπους, τους σημαντικούς άλλους.

Η κύρια διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους εγκατάλειψης είναι ότι στην περίπτωση της εξάρτησης το άτομο έχει ανάγκη από κάποιον να τον φροντίζει όπως ένα παιδί χρειάζεται το γονιό του, ενώ στην περίπτωση της αστάθειας ή απώλειας αποζητά κυρίως καθοδήγηση, συμπαράσταση και βοήθεια, αλλά και στοργή, αγάπη και ένα αίσθημα συναισθηματικής επαφής.

Ένα χαρακτηριστικό των ατόμων με το φόβο της εγκατάλειψης μπορεί να επιλέγουν να μένουν μόνοι τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή να διακόπτουν στενές σχέσεις επειδή πληγώθηκαν ή επειδή φοβούνται μήπως πληγωθούν ξανά. Πρόκειται για άτομα που έχουν ήδη βιώσει τη μοναξιά σαν παιδιά και ξέρουν πως μπορούν να επιβιώσουν. Η διαδικασία της απώλειας οδηγεί το άτομο στην απόγνωση. Αυτό που κυρίως φοβάται το άτομο είναι ξαφνικά να χάσει μια σχέση και να μείνει μόνο του.

Τι ερωτικούς συντρόφους επιλέγει συνήθως το άτομο με το φόβο της εγκατάλειψης;

Επιλογή ενός συντρόφου που δεν μπορεί να δημιουργήσει μια μακροχρόνια σχέση γιατί είναι παντρεμένος ή έχει μια άλλη σχέση.

Επιλογή ενός συντρόφου που δεν μπορεί να δοθεί απόλυτα ώστε να είστε συνέχεια μαζί (π.χ. ένα άτομο που ταξιδεύει πολύ, ζει μακριά ή είναι εργασιομανής).

Επιλογή ενός συντρόφου που είναι συναισθηματικά ασταθής (πίνει, κάνει χρήση ναρκωτικών, έχει κατάθλιψη, δεν μπορεί να μείνει σε μια μόνιμη δουλειά) και δεν μπορεί να σας συμπαρασταθεί σε μόνιμη βάση.

Επιλογή ενός συντρόφου με το σύνδρομο του Πίτερ Παν, που απαιτεί την ελευθερία του να πράττει όπως αυτός θέλει, δε θέλει να δεσμευτεί ή θέλει την ελευθερία να έχει πολλούς συντρόφους.

Επιλογή ενός συντρόφου που έχει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά –με θέλει, αλλά δε δένεται και δίνεται συναισθηματικά ή τη μια στιγμή φαίνεται πολύ ερωτευμένος και την επόμενη συμπεριφέρεται σαν μην υπάρχω καν...

Ουσιαστικά, το άτομο με το φόβο της εγκατάλειψης νιώθει έλξη από άτομα που το κάνουν να ελπίζει μέχρι ένα σημείο, αλλά όχι απόλυτα- άτομα δηλαδή που του δημιουργούν ένα ανάμεικτο αίσθημα ελπίδας και αμφιβολίας. Το άτομο νιώθει σαν να υπάρχει μια πιθανότητα να κερδίσει τον άλλο μόνιμα ή τουλάχιστον να τον κάνει να είναι πιο σταθερός.

Το γοητεύουν περισσότερο εκείνοι που εκφράζουν κάποιο βαθμό αφομοίωσης και συμπαράστασης, αλλά για τους οποίους δεν είναι σίγουρο πως θα μείνουν σταθερά μαζί του. Η δημιουργία μιας ασταθούς ερωτικής σχέσης του φαίνεται μια οικεία κατάσταση και το άτομο νιώθει άνετα. Αυτή η αστάθεια εντείνει στο άτομο ακόμη περισσότερο το φόβο της εγκατάλειψης.

Βασικά χαρακτηριστικά μιας ερωτικής σχέσης όπου το άτομο βιώνει την παγίδα της εγκατάλειψης

Αποφεύγει τις στενές σχέσεις ακόμη και με ανθρώπους που ταιριάζει επειδή φοβάται μήπως τους χάσει ή μήπως δεθεί παρά πολύ και πληγωθεί.

Ανησυχεί υπερβολικά για την πιθανότητα να πεθάνει ή να χαθεί ο σύντροφος και για το τι θα κάνει...

Υπεραντιδρά απέναντι στα ασήμαντα πράγματα που λέει ή κάνει ο σύντροφος και τα ερμηνεύει ως ενδείξεις εγκατάλειψης.

Είναι υπερβολικά ζηλιάρης ή κτητικός.

Προσκολλάται στο σύντροφο. Όλη του η ζωή έχει να κάνει με το πώς θα τον κρατήσει κοντά του.

Δεν μπορεί να αντέξει να είναι μακριά από το σύντροφο ούτε για λίγες μέρες.

Δεν είναι απόλυτα σίγουρος ότι ο σύντροφος θα μείνει μαζί του.

Θυμώνει και κατηγορεί το σύντροφο ότι δεν είναι πιστός ή αφοσιωμένος.

Ορισμένες φορές απομονώνεται, φεύγει ή απομακρύνεται για να τιμωρήσει το σύντροφο που σκοπεύει να τον αφήσει μόνο.

Η απομόνωση, η άρνηση για επαφή είναι μια άμυνα του τύπου «Δε σ’ έχω ανάγκη».

Η αποστασιοποίηση ενέχει μια μορφή θυμού και είναι εν μέρει τιμωτητική. Τιμωρεί το σύντροφο που δεν προσφέρει αυτό που χρειάζεται το άτομο. Το άτομο καταλήγει να απαρνιέται τα συναισθήματά του και βιώνει μια ψυχρή συναισθηματική ουδετερότητα.

Μια πραγματική απώλεια, όπως η διάλυση μιας σχέσης, του φαίνεται καταστροφική. Επιβεβαιώνει την πεποίθησή του και πιστεύει πως όσο κι αν ψάξει δεν θα μπορέσει να βρει μια σταθερή σχέση. Νιώθει μια έντονη αμφιθυμία για το ξεκίνημα νέων σχέσεων.

Ένα μέρος του εαυτού του επιθυμεί την επαφή κι ένα άλλο περιμένει την εγκατάλειψη. Ένα μέρος θέλει την αφομοίωση κι ένα άλλο μέρος είναι θυμωμένο πριν καλά- καλά συμβεί κάτι που να δικαιώνει αυτό το θυμό. Το άτομο μπορεί να σκέφτεται τη φυγή ενώ η σχέση ακόμη βρίσκεται σε αρχικό στάδιο.

Το άτομο θα πρέπει να αποφεύγει επιπόλαια, ασταθή και αμφίθυμα άτομα για συντρόφους ακόμη κι αν αυτά τον ελκύουν.

Είναι σημαντικό να αναπτύξει την εμπιστοσύνη σε μια πιστή και σταθερή σχέση, δείχνοντας εμπιστοσύνη στον άλλο, έχοντας την πεποίθηση ότι θα είναι μαζί για πάντα και πως δεν θα τον εγκαταλείψει ο άλλος.

Επίσης, το άτομο προσπαθεί να μην προσκολληθεί στο σύντροφο, και να ελέγχει τη ζήλεια και τις αντιδράσεις του σε φυσιολογικούς αποχωρισμούς μιας υγιούς σχέσης.

Η γενεαλογία του φανατισμού

Καθ’ εαυτή η κάθε ιδέα είναι ουδέτερη, ή θα έπρεπε να είναι- αλλά ο άνθρωπος την εμψυχώνει, προβάλλει πάνω της τις φλόγες και τις παραφροσύνες του’ μιαρή, μεταμορφωμένη σε πίστη, εισδύει στο χρόνο, παίρνει τη μορφή γεγονότος: το πέρασμα από τη λογική στην επιληψία έχει συντελεστεί... Έτσι γεννιούνται οι ιδεολογίες, οι θεωρίες και οι αιμοσταγείς φάρσες.

Εξ ενστίκτου ειδωλολάτρες, μετατρέπουμε σε απόλυτο τα αντικείμενα των ονείρων και των συμφερόντων μας. Η ιστορία δεν είναι παρά μια παρέλαση ψεύτικων Απολύτων, μια διαδοχή ναών που αφιερώθηκαν σε προσχήματα, ένας εξευτελισμός του πνεύματος μπροστά στο Απίθανο. Ακόμα κι όταν απομακρύνεται από τη θρησκεία, ο άνθρωπος παραμένει υποτελής της· αφού πρώτα κάνει τα πάντα για να χαλκεύσει είδωλα των θεών, στη συνέχεια τους παραδίδεται πυρετικά: η ανάγκη του για το πλασματικό, για τη μυθολογία θριαμβεύει σε βάρος του προφανούς και του γελοίου. Η ικανότητά του να λατρεύει ευθύνεται για όλα τα εγκλήματά του: όποιος αγαπά με τρόπο ανάρμοστο ένα θεό, εξαναγκάζει τους άλλους να τον αγαπήσουν, έτοιμος να τους εξοντώσει αν αρνηθούν.

Δεν υπάρχει μισαλλοδοξία, ιδεολογική αδιαλλαξία ή προσηλυτισμός, που να μην αποκαλύπτει το κτηνώδες βάθος του ενθουσιασμού. Αν ο άνθρωπος χάσει την ικανότητα της αδιαφορίας: γίνεται δυνάμει φονιάς· αν μετατρέπει την ιδέα τον σε θεό: οι συνέπειες είναι ανυπολόγιστες. Σκοτώνουμε πάντα εν ονόματι ενός θεού ή εν ονόματι των δόλιων παραποιήσεων του: οι υπερβολές που προκάλεσε ο θεός Λόγος, η ιδέα του έθνους, της τάξης ή της φυλής συγγενεύουν με τις υπερβολές της Ιεράς Εξετάσεως ή της Μεταρρύθμισης.

Οι εποχές της θεοσέβειας διαπρέπουν σε αιμοσταγείς άθλους: η αγία Τερέζα δεν μπορούσε παρά να είναι συγκαιρινή με τους επί της πυράς θανάτους, και ο Λούθηρος με τη σφαγή των χωρικών. Στις μυστικιστικές κρίσεις, οι οιμωγές των θυμάτων ακούγονται παράλληλα με τις οιμωγές της έκστασης…

Αγχόνες, μπουντρούμια, κάτεργα ευημερούν μόνο υπό τη σκέπη κάποιας πίστης, – από την ανάγκη του πνεύματος να πιστεύει η οποία το μόλυνε για πάντα. Ο διάβολος ωχριά μπροστά στον άνθρωπο που κατέχει μιαν αλήθεια, την αλήθεια του. Είμαστε άδικοι απέναντι στους Νέρωνες και τους Τιβέριους: δεν επινόησαν αυτοί την έννοια του αιρετικού: υπήρξαν απλώς διεφθαρμένοι ονειροπόλοι που διασκέδαζαν με τις σφαγές. Οι αληθινοί εγκληματίες είναι εκείνοι που εγκαθιδρύουν μιαν θρησκευτική ή πολιτική ορθοδοξία και έτσι διακρίνουν τον πιστό από τον σχισματικό.

Όταν αρνούμαστε να δεχτούμε τον εναλλάξιμο χαρακτήρα των ιδεών, το αίμα ρέει…

Κάτω από τις σταθερές αποφάσεις λάμπει ένα μαχαίρι- τα φλογισμένα μάτια ψυχανεμίζονται το φόνο. Το δισταχτικό πνεύμα, που έχει προσβληθεί από αμλετισμό, ποτέ δεν ήταν ολέθριο: η αρχή του κακού έγκειται στην ένταση της βούλησης, στην ανικανότητα για ησυχασμό, στην προμηθεϊκή μεγαλομανία μιας φυλής που δίνει τα πάντα για το ιδεώδες, που συντρίβεται από το βάρος των πεποιθήσεων της και, επειδή έμαθε να τέρπεται χλευάζοντας την αμφιβολία και την οκνηρία, – ελαττώματα που είναι πιο ευγενικά από όλες τις αρετές της – έχει ακολουθήσει μιαν οδό απώλειας, μέσα στην ιστορία, μέσα σε αυτό το ανάξιο φύραμα από κοινοτοπία και αποκάλυψη…

Εκεί οι βεβαιότητες αφθονούν: καταργήστε τες, καταργήστε προπαντός τις συνέπειές τους: θα επαναφέρετε τον παράδεισο. Τι άλλο είναι η Πτώση αν όχι η αναζήτηση μιας αλήθειας και η βεβαιότητα της εύρεσής της, το πάθος για ένα δόγμα, η εγκατάσταση μέσα σε ένα δόγμα;

Ο φανατισμός έρχεται ως συνέπεια, – κεφαλαιώδης φύρα που χορηγεί στον άνθρωπο τη γεύση της αποτελεσματικότητας, της προφητείας, του τρόμου, – λυρική λέπρα με την οποία μολύνει τις ψυχές, τις υποτάσσει, τις συντρίβει ή τις εξάπτει...

Από αυτό ξεφεύγουν μόνο οι σκεπτικιστές (ή οι μίσεργοι και οι αισθητές), επειδή δεν προτείνουν τίποτα, επειδή – αληθινοί ευεργέτες της ανθρωπότητας – καταστρέφουν τις ειλημμένες θέσεις και αναλύουν το παραλήρημά τους.

Αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια κοντά σε ένα Πύρρωνα παρά σε έναν απόστολο Παύλο, επειδή μια σκωπτική σοφία είναι πιο ήπια από μιαν αποχαλινωμένη αγιότητα. Μέσα σε ένα φλογερό πνεύμα ξαναβρίσκουμε μεταμφιεσμένο το αρπαχτικό ζώο· δεν είναι εύκολο να γλυτώσει κανείς από τα νύχια ενός προφήτη…

Είτε επικαλείται το θεό, είτε επικαλείται την πόλη ή άλλα προσχήματα, απομακρυνθείτε: σάτυρος της μοναξιάς σας, δε σας συγχωρεί να ζείτε εντεύθεν των αληθειών και των παραφορών του- θέλει να σας κάνει μέτοχο της υστερίας και του αγαθού του, να σας το επιβάλει και να σας παραμορφώσει. Ένα ον ιδεόληπτο που δεν θα επιζητούσε να μεταδώσει την πίστη του στους άλλους, – είναι ένα φαινόμενο ξένο στη γη μας, όπου η δαιμονοπληξία της σωτηρίας καθιστά τη ζωή αποπνιχτική.

Κοιτάχτε γύρω σας: παντού Μορμόνες που κάνουν κήρυγμα- κάθε θεσμός μεταφράζει μιαν αποστολή- τα δημαρχεία έχουν το απόλυτό τους όπως και οι εκκλησίες- η διοίκηση με τους διακανονισμούς της, – μεταφυσική προς χρήση πιθήκων…

Όλοι πασχίζουν να βελτιώσουν τη ζωή όλων: οι ζητιάνοι, ακόμα και οι ανίατοι αυτό ποθούν: οι πάροδοι του κόσμου και τα άσυλα βρίθουν από αναμορφωτές. Η λαχτάρα να προκαλεί γεγονότα επιδρά πάνω στον καθένα σαν μια διανοητική διαταραχή ή σαν μια ηθελημένη κατάρα. Τι είναι η κοινωνία; – μια κόλαση από σωτήρες! ο Διογένης με το φανάρι του έψαχνε να βρει κάποιον αδιάφορο…

Μου αρκεί να ακούσω κάποιον να μιλάει με ειλικρίνεια για ιδεώδες, για μέλλον, για φιλοσοφία, να τον ακούσω να λέει «εμείς» με μια λιγυρότητα που την δίνει η βεβαιότητα, να επικαλείται τους «άλλους», και να αυτοχειροτονείται εκφραστής τους για να τον θεωρήσω εχθρό μου. Στο πρόσωπό του βλέπω έναν ελαττωματικό τύραννο, έναν παρ’ ολίγο δήμιο, αξιομίσητο όσο και οι τύραννοι, όσο και οι δήμιοι πρώτης κατηγορίας.

Κάθε πίστη ασκεί ένα είδος τρόμου, τόσο πιο φριχτού όσο υποκινητές του είναι οι «άσπιλοι». Δυσπιστούμε για τους μικροπόνηρους, για τους δόλιους, για τους περιγελαστές- εντούτοις δεν θα μπορούσαμε να τους καταλογίσουμε καμιάν από τις μεγάλες ταραχές της ιστορίας- απιστώντας στα πάντα, δεν αναδιφούν την καρδιά σας, ούτε τις υστεροβουλίες σας· σας εγκαταλείπουν στη νωθρότητά σας, στην απελπισία και στην αχρηστία σας· η ανθρωπότητα τους οφείλει τις λίγες στιγμές ευδαιμονίας που έχει γνωρίσει: αυτοί σώζουν τους λαούς που βασανίζονται από τους φανατικούς και καταστρέφονται από τους «ιδεαλιστές».

Χωρίς οργανωμένη διδασκαλία, έχουν μόνο ιδιοτροπίες και ενδιαφέροντα, ελαττώματα ευσυμβίβαστα, χίλιες φορές πιο ανεχτά από τις καταστροφές που προκαλεί ο δεσποτισμός με αρχές· γιατί όλα τα δεινά της ζωής προέρχονται από μιαν «άποψη για τη ζωή». Ένας ολοκληρωμένος πολιτικός ανήρ θα έπρεπε να εμβαθύνει στους αρχαίους σοφιστές και να πάρει μαθήματα ωδικής· – και διαφθοράς…

Όσο για τον φανατικό, είναι αδιάφθορος: αν σκοτώνει για μιαν ιδέα, μπορεί κάλλιστα να σκοτωθεί γι’ αυτήν και στις δύο περιπτώσεις, τύραννος ή μάρτυρας, είναι ένα τέρας.

Δεν υπάρχουν πιο επικίνδυνοι άνθρωποι από εκείνους που υπόφεραν για μια πίστη: οι μεγάλοι διώκτες στρατολογούνται ανάμεσα στους μάρτυρες που δεν τους έκοψαν το κεφάλι. Αντί να μειώνει τη λαχτάρα για δύναμη, η οδύνη την εκτραχύνει- επίσης το πνεύμα νιώθει πιο άνετα μαζί με κάποιον καυχηματία παρά με έναν μάρτυρα· και τίποτα δεν απεχθάνεται τόσο όσο το θέαμα ενός ανθρώπου που θυσιάζεται για μιαν ιδέα…

Σκοτισμένο από τις μεταρσιώσεις και τα σφαγεία, ονειρεύεται μιαν επαρχιακή ανία σε συμπαντική κλίμακα, μιαν Ιστορία που η στασιμότητά της θα ήταν τέτοια ώστε ή αμφιβολία θα εσκιαγραφείτο μέσα της σαν ένα συμβάν και η ελπίδα σαν μια θεομηνία…

Είναι στη φύση μας να πληγωνόμαστε, αλλά είναι και στη φύση μας να το ξεπερνάμε

Είναι στην ανθρώπινη φύση να βιώνουμε συναισθήματα απόγνωσης και απελπισίας, αλλά είναι επίσης στη φύση μας η ικανότητα να ξεπερνάμε αυτά τα συναισθήματα και να προσεγγίζουμε υψηλότερα επίπεδα ευτυχίας στη ζωή μας. Αν και αυτό είναι πιο εύκολο να το λέμε, παρά να το κάνουμε, τα πιο πολύτιμα πράγματα στη ζωή θέλουν κόπο. Η στεναχώρια και η θλίψη είναι μέρος της ζωής, αλλά εμείς εδώ θέλουμε να σας βοηθήσουμε να μπορείτε να τα ξεπερνάτε πιο εύκολα.

8 πράγματα για να θυμάστε όταν νιώθετε πληγωμένοι

1. Τα ραγίσματα είναι η αρχή μιας μεγαλύτερης ζημιάς

Όταν αρχίζετε να αναρωτιέστε αν έχετε ή όχι πληγωθεί, μάλλον αρχίζετε ήδη να πονάτε. Είναι ακριβώς η στιγμή που χρειάζεται να ανοιχτείτε σε κάποιον- και να ανοίξετε τα μάτια σας- σε ό,τι θετικό υπάρχει στη ζωή σας. Αν μπορέσετε να αρχίσετε να αναγνωρίζετε τις πιο διασκεδαστικές πλευρές της ζωής, σε αντίθεση με εκείνες που σας πονάνε, τότε τα ραγίσματα στην καρδιά σας θα αρχίζουν να επουλώνονται, πριν επέλθει η κατάρρευση.

2. Αποδεχτείτε τα συναισθήματα αντί να τα αγνοείτε ή να τα θάβετε

Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα κλάψετε, ότι θα ουρλιάξετε ή ότι θα ξημεροβραδιαστείτε στο κρεβάτι σας, είναι σημαντικότατο να αποδεχτείτε την πραγματικότητα, αντί να προσπαθείτε να πείσετε τους εαυτούς σας ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική απ’ ότι τελικά είναι. Μόνο μέσω της αποδοχής της , μπορείτε να απελευθερώσετε την αρνητικότητα που έχει προκαλέσει στη ζωή σας και να προχωρήσετε μπροστά.

3. Θυμηθείτε να μαθαίνετε, να εξελίσσεστε και να δυναμώνετε

Όπως προαναφέραμε, είναι αναπόφευκτο ότι όλοι οι άνθρωποι θα βιώσουμε την απογοήτευση, την αποτυχία και τη στεναχώρια στη ζωή. Ωστόσο, είναι κρίσιμης σημασίας να μαθαίνουμε από αυτές τις εμπειρίες και τα συναισθήματα, ώστε να είμαστε καλύτερα εξοπλισμένοι να αντιμετωπίσουμε τις μελλοντικές δοκιμασίες και τις ταλαιπωρίες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Γι’ άλλη μια φορά, πρέπει να πούμε ότι είναι ευκολότερο να το λέμε, παρά να το κάνουμε, αλλά είναι επιτακτική ανάγκη να βλέπουμε τα πράγματα όσο πιο θετικά και παραγωγικά μπορούμε.

4. Διατηρήστε την πρακτική ματιά απέναντι στα πράγματα

Όλοι έχουμε ακούσει τη φράση «μην συμπεριφέρεσαι σαν να γυρνά όλος ο κόσμος γύρω από εσένα», αλλά, όπως με τα περισσότερα κλισέ και αυτό ισχύει πέρα για πέρα. Ακόμα κι αν το πρόβλημα ή τα προβλήματά σας είναι εξαιρετικά σοβαρά, υπάρχουν αμέτρητοι άνθρωποι πάνω σε αυτό τον πλανήτη που είναι πολύ χειρότερα από εσάς- και τα παγκόσμια προβλήματα είναι προφανώς πιο απειλητικά για τη ζωή από το σύνολο των δικών σας ζητημάτων. Δεν θα σας χαροποιήσει να σκέφτεστε τέτοιες αλήθειες, αλλά θα σας δώσει μια μεγάλη ώθηση για να αλλάξετε τη ματιά σας ως προς την κατάσταση.

5. Διατηρήστε ένα πλαίσιο στήριξης γύρω σας

Όλοι έχουμε ανάγκη από τη βοήθεια των φίλων μας, της οικογένειας και των άλλων αγαπημένων μας. Βεβαιωθείτε ότι είστε παρόντες όταν αυτοί οι άνθρωποι σας χρειαστούν και σίγουρα κάποιος θα είναι εκεί για εσάς, όταν θα τον χρειαστείτε.

6. Εστιάστε στα θετικά

Κάθε κατάσταση, κάθε αλλαγή έχει τόσο τις αρνητικές, όσο και τις θετικές εκφάνσεις της, ακόμα κι αν νιώθετε την εμπειρία περισσότερο αρνητική. Αν δυσκολεύεστε να δείτε τα θετικά στη ζωή, συχνά βοηθά απλά το να βγείτε έξω, να περπατήσετε υπό το φως του ήλιου και να επανασυνδεθείτε με τη φύση. Έτσι είναι αδύνατο να χάσετε την ομορφιά και τη θετική αύρα της φύσης γύρω σας.

7. Μην υποθέτετε ότι όλες οι σκέψεις ή τα συναισθήματα είναι αληθινά ή ακριβή

Οι σκέψεις και τα συναισθήματα έρχονται και φεύγουν γρήγορα, αλλά δεν παράγονται από κάποια μηχανή αλήθειας ή από κάποια εσώτερη διαίσθηση. Σίγουρα μπορεί να υπάρχουν φορές που έχετε ένα συναίσθημα για κάτι, το οποίο βγαίνει αληθινό, αλλά αυτές οι στιγμές δεν είναι και ιδιαίτερα συνηθισμένες. Οι περισσότερες σκέψεις και συναισθήματα είναι είτε τυχαία είτε πραγματικά αδύνατο να κατανοηθούν άμεσα. Γι’ αυτό, μην αφήνετε αυτές τις «ψεύτικες» διαισθήσεις να σας εμποδίσουν από το να μιλάτε, να σχεδιάζετε και να βιώνετε την ευτυχία, όπως σας αξίζει.

8. Η ζωή δεν είναι μια ευθεία, αλλά μια περιπετειώδης διαδρομή

Η ζωή είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια ήρεμη και σχεδιασμένη πορεία. Για την ακρίβεια, μάλλον μοιάζει περισσότερο με μια απότομη, γεμάτη στροφές και απρόβλεπτη περιπετειώδη διαδρομή. Το μόνο κοινό με μια σχεδιασμένη εκδρομή είναι ότι αλλιώς περιμένουμε ότι θα είναι κι αλλιώς μας βγαίνει. Όμως αυτό είναι και το πιο γοητευτικό της στοιχείο.

Ένα γραμμάριο δράσης ισούται με έναν τόνο θεωρίας

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε τι έχουν οι άλλοι που δεν έχουμε εμείς. Γιατί οι άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα από μας, ενώ θεωρούμε τον εαυτό μας πιο ικανό και με περισσότερα προσόντα; Τι είναι τελικά αυτό που καθιστά επιτυχημένο κάποιον άλλον και όχι εμάς;

Η απάντηση είναι η πράξη. Η πράξη είναι εκείνη που μας κάνει να διαφέρουμε, να πετυχαίνουμε, να θέτουμε σε εφαρμογή τις ιδέες μας και τα σχέδια μας. Η πράξη είναι εκείνη που φέρνει σε πέρας τους στόχους μας. Μπορεί αντικειμενικά να είμαστε ευφυείς, να έχουμε πολλές δημιουργικές ιδέες, οι θεωρίες που γυροφέρνουν στο μυαλό μας να είναι άκρως ενδιαφέρουσες και δυνητικά επωφελείς για εμάς και τους γύρω μας. Όμως από τη στιγμή που όλα αυτά τα αφήνουμε μέσα στο μυαλό μας και δεν τα υλοποιούμε μεταμορφώνοντάς τα με το μαγικό ραβδί της πράξης, τότε ουσιαστικά κάνουμε μια τρύπα στο νερό και παραμένουμε στάσιμοι, ενώ την ίδια στιγμή παρακολουθούμε τους άλλους να προπορεύονται γιατί έκαναν το αυτονόητο. Έπραξαν. Έβαλαν σε εφαρμογή τις ιδέες τους και υλοποίησαν τα όνειρά τους. Τόλμησαν. Ρίσκαραν. Πήραν την πρωτοβουλία και δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους να μείνει αδρανής και αμέτοχος στο πανηγύρι της δημιουργίας και της εξέλιξης.

Ένα γραμμάριο δράσης ισούται με έναν τόνο θεωρίας, έλεγε ο Friedrich Engels και είχε απόλυτο δίκιο, διότι αυτό που σε διαφοροποιεί τελικά από έναν άλλο, είναι η ενεργητική συμμετοχή σου στο παιχνίδι της ζωής. Είναι καλό να έχουμε στο μυαλό μας ότι τα μαργαριτάρια βρίσκονται στο βυθό της θάλασσας, αλλά θαυμάζονται όταν κάποιος τα φέρνει στην επιφάνεια και τα παρουσιάζει. Έτσι και εμείς μπορεί να κρύβουμε έναν θησαυρό στο μυαλό μας και την ψυχή μας, αν όμως δεν τον βγάλουμε προς τα έξω πράττοντας, πώς περιμένουμε να εκτιμηθεί η αξία του;

Ας κάνουμε το μεγάλο βήμα λοιπόν χωρίς να φοβόμαστε, με θάρρος, πείσμα και υπομονή και το μόνο σίγουρο είναι ότι το ταξίδι που θα κάνουμε θα μας γεμίσει με εμπειρίες, οφέλη και πλεονεκτήματα.

ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ: Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 86

Του Κράτη είναι και το εξής: “Τούτα είναι δικά μου: ό,τι έμαθα, ό,τι στοχάστηκα, ό,τι πλάι στις Μούσες διδάχτηκα· τα πολλά της τύχης είναι μάταια”.

(Ἔστιν αὐτοῦ [sc. Κράτητος] καί τόδε· ταῦτ’ ἔχω ὅσσ’ ἔμαθον καί ἐφρόντισα καί μετά Μουσῶν σέμν’ ἐδάην· τά δέ πολλά καί ὄλβια τῦφος ἔμαρψεν.)

Το επίγραμμα αυτό είναι η απάντηση του Κράτη στο περίφημο επιτύμβιο του βασιλιά των Ασσυρίων Σαρδανάπαλλου (7ος αι. π.Χ.), στο οποίο εκφράζεται μια “εντελώς μη ελληνική” βιοθεωρία τρυφηλότητας, μαλθακότητας και φιληδονίας :

“Δικά μου είναι αυτά: ό,τι έφαγα, οι βρισιές που ξέρασα, ό,τι χάρηκα στον έρωτα”

(ταῦτ’ ἔχω, ὅσσ’ ἔφαγον καί ἐφύβρισα καί μετ’ ἔρωτος τέρπν’ ἔπαθον, τά δέ πολλά καί ὄλβια πάντα λέλειπται· Παλατινή Ανθολογία 7,325).

Όπως σημειώνει ο H. Heusch, ὅ.π.σ. 254 κε., ο Κράτης δεν επιχειρεί να δώσει απλώς μια διασκεδαστική παρωδία του παραπάνω επιτύμβιου επιγράμματος αλλά αντιπαραθέτει στη “σοφία” της απόλαυσης το ηθικό ιδεώδες μιας πνευματικής τελείωσης.

Κι ο Κράτης, κατ’ απομίμηση του “Δικά μου είναι αυτά: ό,τι έφαγα, οι βρισιές που ξέρασα, ό,τι χάρηκα στον έρωτα” έγραψε το εξής: “Δικά μου είναι αυτά: ό,τι έμαθα, ό,τι στοχάστηκα, ό,τι πλάι στις Μούσες διδάχτηκα”.

(ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Περί τοῦ ἑαυτόν ἐπαινεῖν ἀνεπιφθόνως 17 p.546 a-b

Πάνυ δέ χαριέντως καί ὁ Κράτης πρός τό· “ταῦτ’ ἔχω, ὅσσ’ ἔφαγον καί ἐφύβρισα καί μετ’ ἔρωτος τέρπν’ ἔπαθον” ἀντέγραψε το· “ταῦτ’…..ἐδάην”.).

Συγχωρήστε τους. Όχι γιατί το αξίζουν, αλλά για το δικό σας καλό

Το άτομο που σας πρόδωσε και έφυγε, το άτομο που σας καταλήστεψε κι εξαφανίστηκε, το άτομο που σας φέρθηκε ύπουλα και αδιαφόρησε – συγχωρήστε το. Όχι επειδή του αξίζει, αλλά για το δικό σας καλό – αποκλειστικά και μόνο. Δεν του αξίζει· αλλά είστε άνθρωποι.

Συγχωρήστε.
Για να ελευθερωθείτε. Για να γίνετε χαρούμενοι.

Δεν είναι εύκολο, και σίγουρα μοιάζει άδικο. Μπορεί ξαφνικά να νιώσετε πολύ μεγάλο θυμό. Μπορεί να κυλήσουν δάκρυα στο πρόσωπό σας. Επιτρέψτε στα συναισθήματά σας να αναδυθούν κι αφήστε τα να εκδηλωθούν. Αποδεχτείτε τα ευγενικά και εγκάρδια.

Όταν τα δάκρυα στερέψουν, κάντε στον εαυτό σας μια ερώτηση με ήρεμο τρόπο: «Θέλω στ’ αλήθεια να κουβαλώ την πίκρα αυτή μες στην καρδιά μου; Θέλω να ζω για πάντα σαν θύμα;».

Όταν βρείτε τη δύναμη, πάρτε την απόφαση. Η καρδιά δεν υπακούει στις βουλές του νου, όμως εσείς πάρτε την απόφαση να συγχωρήσετε και να ελευθερώσετε τον εαυτό σας από τη συναισθηματική σκλαβιά.

Έπειτα παρατηρήστε ξανά τα συναισθήματα του θυμού και της πίκρας. Αφήστε τα να εκφραστούν πιο ελεύθερα. Πώς εκδηλώνονται μέσα στο σώμα σας; Γίνονται μήπως μυϊκά πιασίματα, ξαφνικές ταχυκαρδίες ή κοκκινίλες στο δέρμα; Ή μήπως δύσπνοια και βάρος στο στήθος;

Αφήστε τα συναισθήματα να βγουν στην επιφάνεια κι έπειτα να καταλαγιάσουν. Συνοδέψτε τα μέσα στο σώμα σας.

Όταν ηρεμήσετε, κοιτάξτε λίγο βαθύτερα και δείτε τι βρίσκεται εκεί. Μήπως υπάρχουν κι άλλα συναισθήματα κρυμμένα πίσω από τον θυμό και την πίκρα;

Μήπως υπάρχει φόβος, ντροπή και θλίψη; Μοναξιά και ανασφάλεια; Αντί να πνίγεστε σε αυτά, παρατηρήστε τα.

Όσο η καρδιά σας ανοίγει και μαλακώνει, στρέψτε την προσοχή σας στο άτομο που ενήργησε εναντίον σας. Μπορείτε να δείτε πίσω από τη μάσκα του και να νιώσετε τι είναι κρυμμένο πίσω από τόση βία και εχθρότητα;

Μπορείτε να νιώσετε τον φόβο, την ανασφάλεια και την ανικανότητα, τη μοναξιά και τη ντροπή που υπάρχουν κάτω από την επιφάνεια; Αντί να παραδοθείτε σε όλα αυτά, παρατηρήστε τα με συμπόνια.

Μέσα μας υπάρχει το απόκρημνο βουνό του φόβου και το βαθύ ποτάμι της θλίψης. Υπάρχει και ο συμπονετικός παρατηρητής που παρακολουθεί τις κινήσεις στο εσωτερικό τοπίο. Μακάρι να βρείτε τον εσωτερικό σας παρατηρητή, αυτή την πηγή ελευθερίας και ίασης.

Ένας δάσκαλος βουδισμού μού είπε κάποτε ότι υπάρχουν δύο ειδών παιδιά στον κόσμο: εκείνα που ανταποδίδουν την ευγένεια στους γονείς τους κι εκείνα που γεννιούνται μονάχα για να αποκτήσουν όσα έχουν οι γονείς τους.

Ρωτήστε τον εαυτό σας: Τι είδους γιος ή κόρη είμαι;

Άραγε, η μοναξιά που λέτε ότι νιώθετε οφείλεται στο ότι είστε πραγματικά μόνοι;

Λουκρήτιος: Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του

Αν μπορούσαν οι άνθρωποι, εκεί που νιώθουν ένα βάρος να τους πλακώνει την ψυχή και να τους εξουθενώνει, να συλλάβουν τα αίτιά του και να μάθουν από τι προέρχεται τούτος ο όγκος του κακού που τους έχει κάτσει στο στήθος, τότε δεν θα έκαναν τη ζωή που τόσο συχνά τους βλέπουμε να κάνουν τώρα, όπου δεν ξέρουν τι θέλουν, και πάντα αναζητούν ν’ αλλάξουν τόπο, θαρρείς και μπορούν έτσι να ρίξουν χάμω το φορτίο τους. 

Να, κάποιος που βαριέται να μένει μες στο σπίτι και βγαίνει έξω συχνά. Ξαφνικά κάτι τον πιάνει και ξαναγυρνάει σπίτι, γιατί έξω δε νιώθει καλύτερα. Ξεκινάει μετά για την εξοχική του βίλα, με την άμαξα και τα’ αλογάκια του, τρέχοντας σαν τρελός θαρρείς κι έχει πιάσει φωτιά η έπαυλη και πάει να προλάβει. Με το που φτάνει στο κατώφλι, αρχίζει να χασμουριέται ή πέφτει βαρύς να κοιμηθεί ζητώντας λησμονιά στον ύπνο` ή πάλι, δεν βλέπει την ώρα να επιστρέψει στην πόλη.

Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του` μα παρά τις προσπάθειες, ξέρουμε ότι δεν κατορθώνει ποτέ να δραπετεύσει, μένει δεμένος με τον εαυτό του και τον μισεί` κι αυτό γιατί είναι ένας άρρωστος που δεν ξέρει την αιτία της αρρώστιας του.

Λουκρήτιος, Για τη φύση των πραγμάτων

Ξεχάστε την εποχή της πληροφορίας – Όλα πλέον έχουν να κάνουν με τη φήμη

Η μετάβαση από την “εποχή της πληροφορίας” στην “εποχή της φήμης”. Πώς η γνώση μας εξαρτάται από τις αναπόφευκτα προκατειλημμένες κρίσεις άλλων ανθρώπων, τους περισσότερους από τους οποίους δεν γνωρίζουμε.

Υπάρχει ένα υποτιμημένο παράδοξο γνώσης που παίζει καθοριστικό ρόλο στις προηγμένες υπερ-συνδεδεμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες μας: όσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα των πληροφοριών που κυκλοφορούν, τόσο περισσότερο στηριζόμαστε στις λεγόμενες τεχνικές φήμης για την αξιολόγησή τους. Αυτό που το κάνει αυτό παράδοξο είναι ότι η εξαιρετικά αυξημένη πρόσβαση στις πληροφορίες και τις γνώσεις που έχουμε σήμερα δεν μας ενδυναμώνει ή δεν μας καθιστά αυτόνομα πιο γνωστικούς. Μάλλον, μας καθιστά περισσότερο εξαρτημένους από τις κρίσεις και τις αξιολογήσεις άλλων ανθρώπων σχετικά με τις πληροφορίες που αντιμετωπίζουμε.

Βιώνουμε μια θεμελιώδη αλλαγή της σχέσης μας με τη γνώση. Από την “εποχή της πληροφορίας”, προχωράμε προς την “εποχή της φήμης”, στην οποία οι πληροφορίες θα έχουν αξία μόνο εάν έχουν ήδη φιλτραριστεί, αξιολογηθεί και σχολιασθεί από άλλους. Υπό αυτό το πρίσμα, η φήμη έχει γίνει ένας κεντρικός πυλώνας της συλλογικής νοημοσύνης σήμερα. Είναι ο φύλακας της γνώσης και τα κλειδιά της πύλης κρατούνται από άλλους. Ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται τώρα η εξουσία της γνώσης μας εξαρτάται από τις αναπόφευκτα προκατειλημμένες κρίσεις άλλων ανθρώπων, τους περισσότερους από τους οποίους δεν γνωρίζουμε.

Επιτρέψτε μου να δώσω μερικά παραδείγματα αυτού του παράδοξου. Εάν ερωτηθείτε γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνουν μεγάλες αλλαγές στο κλίμα που μπορούν να βλάψουν δραματικά τη μελλοντική ζωή στη Γη, η πιο λογική απάντηση που είναι πιθανό να δώσετε είναι ότι εμπιστεύεστε τη φήμη των πηγών πληροφοριών στις οποίες συνήθως στρέφεστε για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση του πλανήτη. Στο βέλτιστο σενάριο, εμπιστεύεστε τη φήμη της επιστημονικής έρευνας και πιστεύετε ότι η αξιολόγηση από ομότιμους είναι ένας λογικός τρόπος διαλογής “αληθειών” από ψευδείς υποθέσεις και πλήρεις “ανοησίες” για τη φύση. Στο μέσο σενάριο, εμπιστεύεστε εφημερίδες, περιοδικά ή τηλεοπτικά κανάλια που υποστηρίζουν μια πολιτική άποψη, η οποία στηρίζει την επιστημονική έρευνα για να συνοψίσει τα ευρήματά της για εσάς. Σε αυτήν την τελευταία περίπτωση, απομακρύνεστε δύο φορές από τις πηγές: εμπιστεύεστε την εμπιστοσύνη άλλων ανθρώπων στην αξιόπιστη επιστήμη.

Ή, πάρτε μια ακόμη πιο αδιαμφισβήτητη αλήθεια, μία από τις πιο περιβόητες θεωρίες συνωμοσίας είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν περπάτησε στη Σελήνη το 1969 και ότι ολόκληρο το πρόγραμμα του Apollo (συμπεριλαμβανομένων έξι προσγειώσεων στη Σελήνη μεταξύ 1969 και 1972) ήταν ένα σκηνοθετημένο ψέμα. Ο εμπνευστής αυτής της θεωρίας συνωμοσίας ήταν ο Bill Kaysing, ο οποίος εργάστηκε σε δημοσιεύσεις στην εταιρεία Rocketdyne – στην οποία κατασκευάστηκαν οι πυραυλοκινητήρες του Apollo Saturn V. Με δικά του έξοδα, ο Kaysing δημοσίευσε το βιβλίο We Never Went to the Moon: America’s $30 Billion Swindle (1976). Μετά τη δημοσίευση, ένα κίνημα σκεπτικιστών μεγάλωσε και άρχισε να συλλέγει στοιχεία σχετικά με την υποτιθέμενη απάτη.

Σύμφωνα με την Flat Earth Society, μία από τις ομάδες που εξακολουθούν να αρνούνται τα γεγονότα, οι προσγειώσεις στη Σελήνη πραγματοποιήθηκαν από το Χόλιγουντ με την υποστήριξη της Walt Disney και υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Στάνλεϊ Κούμπρικ. Οι περισσότερες από τις “αποδείξεις” που προωθούν βασίζονται σε μια φαινομενικά ακριβής ανάλυση των φωτογραφιών των διαφόρων προσγειώσεων. Οι γωνίες των σκιών δεν ταιριάζουν με το φως, η σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών κουνιέται ακόμα και αν δεν υπάρχει άνεμος στη Σελήνη, τα ίχνη των σκαλοπατιών είναι πολύ ακριβή και καλά διατηρημένα σε ένα έδαφος στο οποίο δεν υπάρχει υγρασία. Επίσης, δεν είναι ύποπτο ότι ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε περισσότερα από 400.000 άτομα για έξι χρόνια τερματίστηκε απότομα; Και ούτω καθεξής.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, τους οποίους θα θεωρούσαμε λογικούς και υπεύθυνους θα απέρριπταν αυτούς τους ισχυρισμούς γελώντας με τον ίδιο τον παραλογισμό της υπόθεσης (αν και υπήρξαν σοβαρές και τεκμηριωμένες απαντήσεις από τη NASA κατά αυτών των ισχυρισμών). Ωστόσο, αν αναρωτηθώ σε ποια αποδεικτική βάση πιστεύω ότι υπήρξε προσγείωση στη Σελήνη, πρέπει να παραδεχτώ ότι τα αποδεικτικά στοιχεία μου είναι αρκετά φτωχά και ότι δεν έχω επενδύσει ποτέ ούτε ένα δευτερόλεπτο προσπαθώντας να καταρρίψω τις αντενδείξεις που συσσωρεύονται από αυτούς τους συνωμοσιολόγους. Αυτό που γνωρίζω προσωπικά για τα γεγονότα συνδυάζει μπερδεμένες παιδικές αναμνήσεις, ασπρόμαυρες τηλεοπτικές ειδήσεις, και σεβασμό σε όσα μου είπαν οι γονείς μου για την προσγείωση τα μεταγενέστερα χρόνια. Ωστόσο, η απόλυτα έμμεση και προσωπικά ανεπιβεβαίωτη ποιότητα αυτών των στοιχείων δεν με κάνει να διστάζω για την αλήθεια των πεποιθήσεών μου επί του θέματος.

Οι λόγοι για τους οποίους πιστεύω ότι η προσγείωση στη Σελήνη έγινε, είναι πολύ πιο πέρα από τα στοιχεία που μπορώ να συγκεντρώσω και να ελέγξω ξανά για το ίδιο το γεγονός. Εκείνα τα χρόνια, εμπιστευτήκαμε μια δημοκρατία όπως οι ΗΠΑ να έχουν μια δικαιολογημένη φήμη για ειλικρίνεια. Χωρίς αξιολογητική κρίση σχετικά με την αξιοπιστία μιας συγκεκριμένης πηγής πληροφοριών, αυτές οι πληροφορίες είναι, για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, άχρηστες.

Η αλλαγή του προτύπου από την εποχή της πληροφορίας στην εποχή της φήμης πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν προσπαθούμε να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας από “ψεύτικες ειδήσεις” και άλλες τεχνικές παραπληροφόρησης που πολλαπλασιάζονται μέσω των σύγχρονων κοινωνιών. Σε αυτό που πρέπει να είναι ικανός ένας ώριμος πολίτης της ψηφιακής εποχής δεν είναι να εντοπίζει και να επιβεβαιώνει την αλήθεια των ειδήσεων. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι ικανός να ανακατασκευάσει τη φήμη της εν λόγω πληροφορίας, να αξιολογήσει τις προθέσεις εκείνων που την κυκλοφόρησαν και να καταλάβει τις ατζέντες των αρχών που της έδωσαν αξιοπιστία.

Όποτε βρισκόμαστε στο σημείο αποδοχής ή απόρριψης νέων πληροφοριών, πρέπει να αναρωτηθούμε: Από πού προέρχονται; Η πηγή έχει καλή φήμη; Ποιες είναι οι αρχές που την πιστεύουν; Ποιοι είναι οι λόγοι μου για αποδοχή αυτών των αρχών; Τέτοιες ερωτήσεις θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα την πραγματικότητα από το να προσπαθήσουμε να ελέγξουμε άμεσα την αξιοπιστία των εν λόγω πληροφοριών. Σε ένα υπερ-εξειδικευμένο σύστημα παραγωγής γνώσης, δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε να ερευνήσουμε μόνοι μας, για παράδειγμα, την πιθανή συσχέτιση μεταξύ εμβολίων και αυτισμού. Θα ήταν χάσιμο χρόνου και πιθανώς τα συμπεράσματά μας δεν θα ήταν ακριβή. Στην εποχή της φήμης, οι κρίσιμες εκτιμήσεις μας δεν πρέπει να κατευθύνονται στο περιεχόμενο των πληροφοριών, αλλά στο κοινωνικό δίκτυο των σχέσεων που έχει διαμορφώσει αυτό το περιεχόμενο και του έχει δώσει μια συγκεκριμένη “ανεπιθύμητη” κατάταξη στο σύστημα γνώσης μας.

Αυτές οι νέες ικανότητες αποτελούν ένα είδος επιστημολογίας δεύτερης τάξης. Μας προετοιμάζουν να αναρωτηθούμε και να εκτιμήσουμε τη φήμη μιας πηγής πληροφοριών, κάτι που οι φιλόσοφοι και οι δάσκαλοι πρέπει να δημιουργούν για τις μελλοντικές γενιές.

Σύμφωνα με το βιβλίο του Frederick Hayek, Law, Legislation and Liberty (1973), “ο πολιτισμός στηρίζεται στο γεγονός ότι όλοι επωφελούμαστε από τη γνώση που δεν έχουμε”. Ένας πολιτισμένος κόσμος στον κυβερνοχώρο θα είναι αυτός όπου οι άνθρωποι ξέρουν πώς να αξιολογούν σοβαρά τη φήμη των πηγών πληροφοριών, και μπορούν να ενισχύσουν τις γνώσεις τους μαθαίνοντας πώς να εκτιμούν κατάλληλα την κοινωνική “κατάταξη” κάθε σημείου πληροφορίας που εισέρχεται στο γνωστικό τους πεδίο.

Η αθανασία της ψυχής στον Πλάτωνα: 6. Η απόδειξη της αθανασίας από την ουσία της ψυχής

[Φαίδων 102a-107b]

Το ότι η ψυχή είναι αθάνατος, ότι δεν μπορεί να καταστραφεί, μας ωθεί στην αναζήτηση των αιτίων της γένεσης και της φθοράς. Από τον Αναξίμανδρο και ύστερα οι φυσικοί φιλόσοφοι, προσπάθησαν να προσδιορίσουν τα αίτια αυτά, τα προσδιόρισαν ως υλικά αίτια. Πίστευαν ότι με τα υλικά αυτά αίτια μπορούν να εξηγήσουν καθετί που συμβαίνει στον κόσμο, τόσο τη ζωή, τη νοητική γνώση, όσο και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Επαρκούν όμως για τούτο τα υλικά αίτια; Ας επιχειρήσουμε να δώσουμε μ’ αυτά μια εξήγηση γιατί ο Σωκράτης (κατά την παρουσίαση στον Φαίδωνα) κάθεται στη φυλακή και περιμένει το θάνατο και δεν δραπέτευσε όταν του δόθηκε η ευκαιρία, εδώ μια ερμηνεία βάσει υλικών αιτίων αποτυγχάνει. Ένα άλλο παράδειγμα: για ποιο λόγο είναι ωραίο ένα λουλούδι; Επειδή έχει ετούτο κι εκείνο το χρώμα κι αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη μορφή; Ή δεν είναι μάλλον ωραίο δια της παρουσίας, της κοινωνίας ή της μεθέξεως του καθαυτό ωραίου ή, όπως πάντα, το είδος προσέρχεται στο εκάστοτε ωραίο (Φαίδ. 100b κ.ε.);

Αναμφίβολα δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι υπάρχουν υλικά αίτια και ότι έχουν μεγάλη σημασία. Αυτά όμως δεν αποτελούν τα πραγματικά αίτια, όπως είδαμε στα παραδείγματα. Δεν είναι υλικά αίτια που κάνουν τα πράγματα να είναι αυτό που είναι, αλλά η παρουσία του είδους, η κοινωνία με το είδος ή η μέθεξις σ’ αυτό είναι που συγκροτεί τα πράγματα. Μόνο δια της παρουσίας του είδους συγκροτούνται και τα δεύτερα αίτια.

Αφού λοιπόν έγινε η διάκριση αυτών των αιτίων και τα υλικά αίτια αποδείχτηκαν δεύτερα αίτια, μπορεί να ακολουθήσει η αναίρεση της αντίρρησης. Ταυτόχρονα προκύπτει μια τρίτη και τελευταία απόδειξη για την αθανασία της ψυχής. Η απόδειξη αυτή είναι συνδεδεμένη πολύ στενά με τη θεωρία των πραγματικών αιτίων, των ειδών.

Κατά την ανάλυση της θεωρίας των ιδεών μάθαμε ότι κάθε είδος αποτελεί μια αυθύπαρκτη ουσία και ότι τα πράγματα είναι αυτό που είναι δια της μεθέξεως τους στα είδη. Το εκάστοτε πράγμα μπορεί να προσδιορίζεται από πλήθος ειδών. Ας γυρίσουμε πάλι στο παράδειγμά μας: Ο Σιμμίας είναι μεγαλύτερος από τον Σωκράτη αλλά μικρότερος από τον Φαίδωνα. Τι συμβαίνει λοιπόν εδώ; Ο Σωκράτης μετέχει στη μικρότητα, ο Φαίδων στο μέγεθος. Επιτρέπει λοιπόν το μέγεθος στον Σιμμία την προέλαση της μικρότητας και είναι το μέγεθος σ’ αυτόν μεγάλο και μικρό συγχρόνως ή επιτρέπει η προέλαση της μικρότητας στον Σιμμία το μέγεθος και είναι η μικρότητα σ’ αυτόν μικρή και μεγάλη συγχρόνως; Ούτε το ένα ούτε το άλλο συμβαίνει. Διασάφηση του θέματος παίρνουμε αν ξεκινήσουμε από το ερώτημα αν μπορεί ποτέ το μέγεθος καθαυτό (αυτό το μέγεθος) να είναι μεγάλο και μικρό συγχρόνως. Αυτό είναι αδύνατον. Το μέγεθος καθαυτό δεν μπορεί ποτέ να γίνει εκείνο που είναι αντίθετο προς αυτό. Τι γίνεται όμως με το μέγεθος σε μας; Ο Σιμμίας έχει ένα συγκεκριμένο μέγεθος. Γίνεται το μέγεθος αυτό μικρότερο, όταν το συγκρίνουμε με τον μεγαλύτερο Φαίδωνα; Όχι. Το μέγεθος στον Σιμμία, όταν εκείνος συγκριθεί με τον Φαίδωνα, δεν προσλαμβάνει τη μικρότητα, γιατί το μέγεθος ως μεγάλο δεν μπορεί να είναι μικρό. Παρ’ όλα αυτά όμως σε σύγκριση με τον Φαίδωνα ο Σιμμίας είναι μικρός· και αφού η αιτία αυτού είναι η παρουσία του είδους «μικρότητα», θα πρέπει ο Σιμμίας, όταν συγκρίνεται με τον Φαίδωνα, να μετέχει στο είδος «μικρότητα». Που έχει όμως τότε παραμείνει το μέγεθός του; Εφόσον το μέγεθος του Σιμμία δεν μπορεί να έχει γίνει μικρό – το μέγεθος σε μας δεν επιδέχεται τη μικρότητα -, θα πρέπει ή να έχει υποχωρήσει, όταν προήλασε η αντίθεσή του μικρότητα, ή το μέγεθος έχει καταστραφεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μικρότητα και με όλα τα αντίθετα. Το αντίθετο δεν γίνεται ποτέ από το αντίθετο· αλλά όταν το αντίθετο πλησιάζει το αντίθετό του, τότε εκείνο είτε υποχωρεί είτε καταστρέφεται. Στο πρώτο επιχείρημα για την αθανασία είχε ειπωθεί μόνο και μόνο ότι το αντίθετο πράγμα μετατρέπεται στο αντίθετο πράγμα.

Ότι συμβαίνει στα είδη συμβαίνει και στα πράγματα, για τα οποία η συμμετοχή σ’ ένα συγκεκριμένο είδος είναι ουσιώδης. Αυτό θα το διασαφηνίσουμε με το παράδειγμα του χιονιού και της φωτιάς. Για το χιόνι είναι ουσιώδης ο προσδιορισμός του με το «ψύχος», όπως η φωτιά προσδιορίζεται ουσιωδώς με τη «θερμότητα». Για να το καταλάβουμε αυτό ας θυμηθούμε ό,τι είπαμε για τη μέθεξη των αισθητών πραγμάτων στις ιδέες. Κάθε αισθητό πράγμα προσδιορίζεται από τόσες ιδέες όσες είναι και οι ιδιότητες οι αποδείξιμες στο αισθητό πράγμα. Από τις ιδιότητες μερικές είναι έτσι που το πράγμα μπορεί να τις έχει ή όχι, που πάντως δεν χρειάζεται να τις έχει (το να είναι, λ.χ., μεγάλο σε σχέση με κάτι ή μικρό σε σχέση με κάτι). Άλλες ιδιότητες πάλι είναι πάντα συνδεδεμένες με το εκάστοτε πράγμα και δεν μπορούν να χωρισθούν από αυτό· παρ’ όλα αυτά όμως δεν είναι ουσιώδεις για το πράγμα (π.χ., τα κόκκινα μαλλιά για τον άνθρωπο). Άλλες πάλι ιδιότητες μοιάζουν να προκύπτουν άμεσα από την ουσία του πράγματος (η γλώσσα του ανθρώπου συνάγεται από τη λογικότητά του). Άλλοι προσδιορισμοί διακρίνονται από τους προαναφερθέντες κατά το ότι είναι ουσιώδεις για το πράγμα, στον άνθρωπο, λ.χ., η λογικότητα. Από τα παραπάνω προκύπτουν για τη θεωρία της μέθεξης τα ακόλουθα:

(1) Το πράγμα ενίοτε μετέχει σε είδη ενίοτε όχι (χωριζόμενα συμβεβηκότα).

(2) Το πράγμα μετέχει πάντα σε ορισμένα είδη, χωρίς η συμμετοχή του σ’ αυτά τα είδη να το προσδιορίζει ουσιωδώς (αχώριστα συμβεβηκότα).

(3) Το πράγμα μετέχει πάντα σε συγκεκριμένα είδη, αλλά η συμμετοχή σ’ αυτά τα είδη δεν συγκροτεί το πράγμα στην ουσία του, αλλά προκύπτει από την ουσία του.

(4) Το πράγμα μετέχει σε συγκεκριμένα είδη και με τη συμμετοχή του σ’ αυτά τα είδη συγκροτείται στην ουσία του.

Ας γυρίσουμε τώρα στο παράδειγμα του χιονιού και της φωτιάς. Είπαμε ότι το χιόνι προσδιορίζεται στην ουσία του με το είδος του «ψύχους», η φωτιά με το είδος της «θερμότητας». Από αυτό συνάγεται ότι το χιόνι δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ δίχως το ψύχος, όπως και η φωτιά δεν υπάρχει ποτέ δίχως τη θερμότητα, χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτό. Τι θα συμβεί αν στο χιόνι, που στην ουσία του προσδιορίζεται από το ψύχος, πλησιάσει η θερμότητα; Και τι συμβαίνει αν στη φωτιά, που στην ουσία της προσδιορίζεται από τα θερμότητα, πλησιάσει το ψύχος; Υπάρχουν δύο δυνατότητες: Ή θα υποχωρήσει ή θα καταστραφεί. Ένα παράδειγμα για την τελευταία περίπτωση είναι το ακόλουθο: Το χιόνι λειώνει, η φωτιά σβήνει. Ένα παράδειγμα για την περίπτωση της υποχώρησης είναι το ακόλουθο: Η φωτιά μεταπηδά σε κάτι άλλο όταν πιεστεί από το ψύχος, αναζητά καινούργια καύσιμη ύλη. Ποτέ όμως δεν μπορεί το πράγμα να εγκαταλείψει τη μέθεξη στο είδος, η οποία και είναι ουσιώδης γι’ αυτό, και να δεχτεί το αντίθετο είδος ως ουσιώδη του μορφή. Από αυτό συνάγουμε ότι τα αντίθετα είδη (π.χ. η «θερμότητα» και το «ψύχος») δεν μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους. Αλλά ούτε και τα πράγματα που στην ουσία τους προσδιορίζονται από ένα είδος μπορούν να δεχθούν το αντίθετο είδος.

Τα συμπεράσματα της παραπάνω έρευνας πρέπει να εφαρμοστούν στην ψυχή. Όταν ένα σώμα είναι ζωντανό, πρέπει να υπάρχει σ’ αυτό ζωή, όπως ακριβώς πρέπει να υπάρχει θερμότητα σε κάτι που είναι θερμό. Η «θερμότητα» όμως, το είδος «θερμότητα», δεν υπάρχει καθεαυτή σ’ αυτό που είναι θερμό. Έτσι και το είδος «ζωή» δεν υπάρχει καθεαυτό στο σώμα που είναι ζωντανό. Όταν ένα σώμα είναι θερμό, πρέπει στο σώμα αυτό να υπάρχει εκείνο για το οποίο η μέθεξη στη «θερμότητα» είναι ουσιώδης, δηλαδή η φωτιά. Κι όταν ένα σώμα είναι ζωντανό, πρέπει στο σώμα αυτό να υπάρχει εκείνο για το οποίο η μέθεξη στο είδος «ζωή» είναι προσδιοριστική της ουσίας του. Αυτό είναι η ψυχή που, όπως ξέρουμε από όσα αναπτύχθηκαν πρωτύτερα, είναι εκείνο που δίνει ζωή στο σώμα. Επομένως, όταν η ψυχή εισέρχεται σ’ ένα σώμα, φέρνει πάντοτε μαζί της τη ζωή, όπως και η φωτιά φέρνει πάντοτε μαζί της τη θερμότητα. Φωτιά χωρίς θερμότητα δεν υπάρχει· κατ’ αναλογίαν, δεν υπάρχει και ψυχή χωρίς ζωή. Όπως η φωτιά δεν ταυτίζεται με το είδος «θερμότητα», έτσι και η ψυχή δεν ταυτίζεται με το είδος «ζωή». «Θερμότητα» είναι το ανώτερο είδος, με το οποίο το είδος «φωτιά» είναι πάντοτε συνδεδεμένο.

Και ποια είναι η σχέση της ψυχής με τη ζωή; Η ζωή είναι το ανώτερο είδος στο οποίο η ψυχή, καθ’ όσον είναι ψυχή, πάντοτε μετέχει. Ποιο είναι το αντίθετο αυτού του ανώτερου είδους; Αντίθετο της ζωής είναι ο θάνατος. Το είδος «ζωή» δεν δέχεται ποτέ το θάνατον, όπως και το είδος «θερμότητα» δεν δέχεται ποτέ το ψύχος». Μπορεί να εφαρμοστεί η σχέση αυτή και στην ψυχή, για την οποία η μέθεξη στη ζωή είναι ουσιώδης; Όπως η φωτιά δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει χωρίς τη θερμότητα, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ζωή. Η φωτιά είναι ένα άψυκτον, η ψυχή είναι ένα αθάνατον. Μ’ αυτό δεν έχει ακόμη αποδειχθεί ότι η ψυχή είναι άφθαρτη, παρά μόνο ότι όσο είναι ψυχή, όσο δηλαδή προσδιορίζεται στην ουσία της από το είδος «ζωή», δεν επιτρέπει καθόλου πρόσβαση στο θάνατο, είναι «χωρίς θάνατο», όπως πρέπει να μεταφράσουμε εδώ τη λέξη αθάνατον. Εκείνο που πρέπει ακόμη να αποδειχθεί είναι ότι η ψυχή είναι άφθαρτη, ακατάστρεπτη.

Στα προηγούμενα μάθαμε ότι, όταν το ψύχος πλησιάσει τη φωτιά, η φωτιά ποτέ δεν το δέχεται και παραμένει αυτό που ήταν, δηλαδή φωτιά. Η φωτιά είτε υποχωρεί, όταν την πλησιάσει το ψύχος, είτε καταστρέφεται. Αν το εφαρμόσουμε αυτό στην ψυχή, προκύπτουν τα ακόλουθα: όταν ο θάνατος πλησιάσει την ψυχή, τότε αυτή είτε υποχωρεί –τότε η ψυχή θα ήταν άφθαρτη- είτε καταστρέφεται. Το ότι όμως δεν καταστρέφεται θα πρέπει να αποδειχθεί. Πρέπει λοιπόν να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: Το αθάνατον είναι και ανώλεθρον; Το «χωρίς θάνατο» είναι και ακατάστρεπτο (= άφθαρτο); Ή το αθάνατον, όταν το πλησιάσει ο θάνατος, μπορεί μεν ως αθάνατον να μη γίνει θνητόν –το τρία δεν γίνεται βέβαια ζυγός αριθμός, όταν το πλησιάσει ζυγός αριθμός-, αλλά να καταστραφεί ως αθάνατον, έτσι ώστε στη θέση του να μπει το θνητόν;

Η δυνατότητα αυτή δεν υφίσταται. Εκείνο που στην ουσία του προσδιορίζεται από την ζωήν, σε τέτοιο βαθμό ώστε το ουσιώδες του χαρακτηριστικό να είναι το γεγονός ότι είναι ζωντανό, δεν μπορεί να χάσει αυτό το ουσιώδες χαρακτηριστικό. Η ψυχή καθεαυτήν είναι ζωντάνια, ό,τι αποτελεί τη βάση του είδους «ζωή». Όπως το είδος «ζωή» δεν δέχεται το θάνατο, έτσι και ο φορέας του είδους «ζωή» δεν δέχεται το θάνατο. Όπως το τρία δεν μπορεί να χωριστεί από το περιττό και η φωτιά από τη θερμότητα, ούτε και η ψυχή μπορεί να χωριστεί από τη ζωή. Οι συγκρίσεις αυτές όμως παραποιούν μάλλον την κατάσταση παρά την φωτίζουν. Αν η θερμότητα ήταν ταυτόσημη με το ακατάστρεπτο (ανώλεθρον), τότε η φωτιά ως φορέας της θερμότητας δεν θα μπορούσε να καταστραφεί. Η ζωή καθεαυτήν είναι ταυτόσημη με το άφθαρτο. Η ψυχή ως φορέας του είδους «ζωή» δεν μπορεί να δεχτεί αυτό που είναι αντίθετο στη ζωή. Επομένως, είναι το ίδιο άφθαρτη όπως και το είδος «ζωή». Γι’ αυτό αθάνατος δεν είναι μόνο εφόσον υποχωρεί ή καταστρέφεται όταν την πλησιάζει ο θάνατος, αλλά επίσης είναι αθάνατος εφόσον δεν μπορεί ποτέ να χωριστεί από τη ζωή. Όταν τη πλησιάζει ο θάνατος, η ψυχή δεν καταστρέφεται, αλλά υποχωρεί. Είναι άφθαρτη.

Όσον αφορά τώρα το ερώτημα αν ο ίδιος ο Πλάτων θεωρούσε τα επιχειρήματα αυτά, όπως τα γνωρίσαμε, συνεπή επιχειρήματα, μπορεί να δοθεί η ακόλουθη απάντηση: τα δύο πρώτα επιχειρήματα, συμπεριλαμβανομένης της απόδειξης με βάση τη θεωρία της αναμνήσεως, αποτελούν κατά τον Πλάτωνα πιθανολογικές αποδείξεις. Η ψυχή είναι πιθανώς αθάνατη· αυτό όμως δεν είναι σίγουρο.

Ποια είναι η στάση του ίδιου του Πλάτωνα απέναντι στην Τρίτη και τελευταία απόδειξη του Φαίδωνα; Ένας από τους συνομιλητές, ο Κέβης, που έφερε την αντίρρηση για τον υφαντή και το ιμάτιο, λέει ότι έχει πειστεί εντελώς (Φαιδ. 107a). Ο Σιμμίας όμως, που διατύπωσε την αντίρρηση για το όργανο και την αρμονία, λέει ότι πιστεύει μεν πως τα πράγματα σχετικά με την ψυχή έχουν όπως υπέδειξε ο Σωκράτης· αλλά εξαιτίας της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης του γεννήθηκαν αμφιβολίες (Φαιδ. 107a-b). Επ’ αυτού απαντά ο Σωκράτης (Φαιδ. 107 b): Τούτο είναι ορθό, εκτός απ’ αυτό θα πρέπει ίσως ακόμη να διερευνηθούν ακριβέστερα οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις (τας υποθέσεις τας πρώτας). Αν γίνει αυτό, θα επιτύχουμε τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει τα εξής:

(1) Η απόκτηση πλήρους γνώσης σ’ αυτή τη ζωή είναι κάτι απαγορευμένο για τον άνθρωπο. Τούτο συμφωνεί με το ότι η πλήρης γνώση περιέχεται στην ψυχή όταν εκείνη έχει χωριστεί εντελώς από το σώμα.

(2) Οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις της απόδειξης δεν έχουν ακόμη διασφαλιστεί στο βαθμό που θα μπορούσαν να διασφαλιστούν.

Ποιες είναι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις; Το ερώτημα αυτό μπορεί να διατυπωθεί και με τον ακόλουθο τρόπο: Κάτω από ποιες προϋποθέσεις είναι ορθή η τελευταία απόδειξη στον Φαίδωνα; Προφανώς, η απόδειξη είναι ορθή α) αν η ψυχή δεν είναι μια λειτουργία του σώματος, αλλά είναι αυτή καθεαυτήν ένα όν, αν είναι δηλαδή, όπως είπαν αργότερα οι μεσαιωνικοί στοχαστές, μια ουσία. Και παραπέρα: β) αν γίνει δεκτό αυτό, η δεύτερη προϋπόθεση είναι τα είδη, οι καθεαυτές υφιστάμενες ουσίες, να αποτελούν το πραγματικό αίτιο της υφής των πραγμάτων που μετέχουν στις ουσίες και συνεπώς, όσον αφορά την ψυχή, το είδος «ζωή» να αποτελεί το αίτιο της αφθαρσίας της ψυχής, η οποία μετέχει στο είδος «ζωή». Ως προς το α) ας σημειωθούν τα ακόλουθα: Το ότι η ψυχή είναι ουσία δεν το αμφισβητεί ο Πλάτων· ο ίδιος εξάλλου, κατά την αναίρεση της αντίρρησης ότι η ψυχή είναι αρμονία, προσπάθησε να αποδείξει ότι η ψυχή υφίσταται καθεαυτήν, ότι άρα είναι ουσία. Από τον Καντ και έπειτα λέγεται συχνά ότι μια τέτοια απόδειξη αποτελεί έναν υπερβατολογικό παραλογισμό, δηλαδή ένα εσφαλμένο συμπέρασμα, που οφείλεται στη φύση του ανθρώπινου λογικού και που συνοδεύεται από μιαν αναπόφευκτη, αν και όχι αδιάλυτη, αυταπάτη. Ως προς το β) ας σημειωθούν τα ακόλουθα: Η θεωρία των ιδεών είχε γίνει όσο ήδη ζούσε ο Πλάτων αντικείμενο ζωηρών συζητήσεων· ο Πλάτων την διασαφήνισε επανειλημμένα. Στη συνέχεια προπάντων ο Αριστοτέλης αμφισβήτησε ότι οι ουσίες υφίστανται χωριστά από τα πράγματα και ότι σχηματίζουν ένα δικό τους ξεχωριστό κόσμο· ο Νεοπλατωνισμός είδε τις ουσίες ως περιεχόμενα του νου. Όταν λοιπόν ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να λέει ότι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις της απόδειξης πρέπει να ελεγχθούν ακριβέστερα, καθίσταται προφανές ότι ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά κάτω από ποιες προϋποθέσεις είναι συνεπής η τελευταία απόδειξη. Μόνο αν η ψυχή είναι ουσία και μόνο αν οι ουσίες αποτελούν το πραγματικό αίτιο εκείνου που πραγματώνεται σε κάθε πράγμα, μπορεί να αποδειχτεί ότι η ψυχή είναι άφθαρτη. Αν όμως οι προϋποθέσεις τεθούν υπό αμφισβήτηση, τότε η απόδειξη είναι αδύναμη. Και παραπέρα: Μέχρι τώρα δεν ειπώθηκε από τον Πλάτωνα με αρκετή πληρότητα τι τέλος πάντων είναι πράγματι η ψυχή.

Η προσπάθεια να διαμορφώσει την απόδειξη της αθανασίας με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί να αναιρεθεί ούτε να αμφισβητηθεί, προπαντός ως προς τις προϋποθέσεις της, ώθησε τον Πλάτωνα να ανασχηματίσει στον Φαίδρο το τελευταίο επιχείρημα του Φαίδωνα. Όταν λέω ότι ανασχηματίζει το επιχείρημα στον Φαίδρο, εννοώ ότι ο Φαίδρος δεν προσφέρει ένα εντελώς νέο επιχείρημα της αθανασίας, αλλά ότι χρησιμοποιεί την ιδέα που αναπτύσσεται στο τελευταίο μέρος του Φαίδωνα και της δίνει νέα μορφή. Από αυτό μπορούμε παραπέρα να συμπεράνουμε ότι στο τελευταίο αυτό επιχείρημα του Φαίδωνα ο Πλάτων αποδίδει τη μεγίστη αποδεικτική ισχύ, καθώς τα δύο πρώτα επιχειρήματα παύουν να τον απασχολούν. Εκτός απ’ αυτό τώρα λέγεται τι είναι η ψυχή.

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.27.1-2.30.5)

[2.27.1] «Ὦ πάντων ἀνοσιώτατοι καὶ ἀσεβέστατοι, τί ταῦτα μαινομέναις φρεσὶν ἐτολμήσατε; Πολέμου μὲν τὴν ἀγροικίαν ἐνεπλήσατε τὴν ἐμοὶ φίλην, ἀγέλας δὲ βοῶν καὶ αἰγῶν καὶ ποιμνίων ἀπηλάσατε τὰς ἐμοὶ μελομένας· [2.27.2] ἀπεσπάσατε δὲ βωμῶν παρθένον, ἐξ ἧς Ἔρως μῦθον ποιῆσαι θέλει· καὶ οὔτε τὰς Νύμφας ᾐδέσθητε βλεπούσας οὔτε τὸν Πᾶνα ἐμέ. Οὔτ᾽ οὖν Μήθυμναν ὄψεσθε μετὰ τοιούτων λαφύρων πλέοντες, οὔτε τήνδε φεύξεσθε τὴν σύριγγα τὴν ὑμᾶς ταράττουσαν· [2.27.3] ἀλλὰ ὑμᾶς βορὰν ἰχθύων θήσω καταδύσας, εἰ μὴ τὴν ταχίστην καὶ Χλόην ταῖς Νύμφαις ἀποδώσεις καὶ τὰς ἀγέλας Χλόης καὶ τὰς αἶγας καὶ τὰ πρόβατα. Ἀνάστα δὴ καὶ ἐκβίβαζε τὴν κόρην μεθ᾽ ὧν εἶπον. Ἡγήσομαι δὲ ἐγὼ καὶ σοὶ τοῦ πλοῦ κἀκείνῃ τῆς ὁδοῦ.»
[2.28.1] Πάνυ οὖν τεθορυβημένος ὁ Βρύαξις —οὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ στρατηγὸς— ἀναπηδᾷ καὶ τῶν νεῶν καλέσας τοὺς ἡγεμόνας ἐκέλευσε τὴν ταχίστην ἐν τοῖς αἰχμαλώτοις ἀναζητεῖσθαι Χλόην. [2.28.2] Οἱ δὲ ταχέως καὶ ἀνεῦρον καὶ εἰς ὀφθαλμοὺς ἐκόμισαν· ἐκαθέζετο γὰρ τῆς πίτυος ἐστεφανωμένη. Σύμβολον δὴ καὶ τοῦτο τῆς ἐν τοῖς ὀνείροις ὄψεως ποιούμενος ἐπ᾽ αὐτῆς τῆς ναυαρχίδος εἰς τὴν γῆν αὐτὴν κομίζει. [2.28.3] Κἀκείνη ἄρτι ἀποβεβήκει καὶ σύριγγος ἦχος ἀκούεται πάλιν ἐκ τῆς πέτρας, οὐκέτι πολεμικὸς καὶ φοβερός, ἀλλὰ ποιμενικὸς καὶ οἷος εἰς νομὴν ἡγεῖται ποιμνίων. Καὶ τά τε πρόβατα κατὰ τῆς ἀποβάθρας ἐξέτρεχεν ἐξολισθαίνοντα τοῖς κέρασι τῶν χηλῶν, καὶ αἱ αἶγες πολὺ θρασύτερον, οἷα καὶ κρημνοβατεῖν εἰθισμέναι.
[2.29.1] Καὶ ταῦτα μὲν περιίσταται κύκλῳ τὴν Χλόην ὥσπερ χορός, σκιρτῶντα καὶ βληχώμενα καὶ ὅμοια χαίρουσιν· αἱ δὲ τῶν ἄλλων αἰπόλων αἶγες καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βουκόλια κατὰ χώραν ἔμενεν ἐν κοίλῃ νηΐ, καθάπερ αὐτὰ τοῦ μέλους μὴ καλοῦντος. [2.29.2] Θαύματι δὲ πάντων ἐχομένων καὶ τὸν Πᾶνα εὐφημούντων ὤφθη τούτων ἐν τοῖς στοιχείοις ἀμφοτέροις θαυμασιώτερα. [2.29.3] Τῶν μὲν Μηθυμναίων, πρὶν ἀνασπάσαι τὰς ἀγκύρας, ἔπλεον αἱ νῆες καὶ τῆς ναυαρχίδος ἡγεῖτο δελφὶν πηδῶν ἐξ ἁλός· τῶν δὲ αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων ἡγεῖτο σύριγγος ἦχος ἥδιστος, καὶ τὸν συρίττοντα ἔβλεπεν οὐδείς, ὥστε τὰ ποίμνια καὶ αἱ αἶγες προῄεσαν ἅμα καὶ ἐνέμοντο τερπόμεναι τῷ μέλει.
[2.30.1] Δευτέρας που νομῆς καιρὸς ἦν, καὶ ὁ Δάφνις ἀπὸ σκοπῆς τινος μετεώρου θεασάμενος τὰς ἀγέλας καὶ τὴν Χλόην, μέγα βοήσας «ὦ Νύμφαι καὶ Πὰν» κατέδραμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ περιπλακεὶς τῇ Χλόῃ καὶ λιποθυμήσας κατέπεσε. [2.30.2] Μόλις δὲ ἔμβιος ὑπὸ τῆς Χλόης φιλούσης καὶ ταῖς περιβολαῖς θαλπούσης γενόμενος ἐπὶ τὴν συνήθη φηγὸν ἔρχεται· καὶ ὑπὸ τῷ στελέχει καθίσας ἐπυνθάνετο πῶς ἀπέδρα τοσούτους πολεμίους. [2.30.3] Ἡ δὲ αὐτῷ κατέλεξε πάντα, τὸν τῶν αἰγῶν κιττόν, τὸν τῶν προβάτων ὠρυγμόν, τὴν ἐπανθήσασαν τῇ κεφαλῇ πίτυν, τὸ ἐν τῇ γῇ πῦρ, τὸν ἐν τῇ θαλάσσῃ κτύπον, τὰ συρίσματα ἀμφότερα, τὸ πολεμικὸν καὶ τὸ εἰρηνικόν, τὴν νύκτα τὴν φοβεράν, ὅπως αὐτῇ ὁδὸν ἀγνοούσῃ καθηγήσατο τῆς ὁδοῦ μουσική. [2.30.4] Γνωρίσας οὖν ὁ Δάφνις τὰ τῶν Νυμφῶν ὀνείρατα καὶ τὰ τοῦ Πανὸς ἔργα, διηγεῖται καὶ αὐτὸς ὅσα εἶδεν, ὅσα ἤκουσεν· ὅτι μέλλων ἀποθνῄσκειν διὰ τὰς Νύμφας ἔζησε. [2.30.5] Καὶ τὴν μὲν ἀποπέμπει κομίσουσαν τοὺς ἀμφὶ τὸν Δρύαντα καὶ Λάμωνα καὶ ὅσα πρέπει θυσίᾳ· αὐτὸς δὲ ἐν τούτῳ τῶν αἰγῶν τὴν ἀρίστην συλλαβὼν καὶ κιττῷ στεφανώσας, ὥσπερ ὤφθησαν τοῖς πολεμίοις, καὶ γάλα τῶν κεράτων κατασπείσας, ἔθυσέ τε ταῖς Νύμφαις καὶ κρεμάσας ἀπέδειρε καὶ τὸ δέρμα ἀνέθηκεν.

***
[2.27.1] «Άνθρωποι δίχως ιερό και όσιο! Τρελαθήκατε να τολμήσετε τέτοια πράματα; Φέρατε πόλεμο σε περιοχή που μου είναι αγαπητή, αρπάξατε κοπάδια από αγελάδες, γίδες και πρόβατα που προστάτευα. [2.27.2] Σύρατε από βωμό ένα κορίτσι, που ο Έρωτας θέλει να την κάνει θρύλο, δίχως να ντραπείτε μήτε τις Νύμφες που σας έβλεπαν μήτε εμένα τον Πάνα. Όσο λοιπόν ταξιδεύετε με τέτοια λάφυρα, ούτε τη Μήθυμνα θα ξαναδείτε, ούτε από τούτη τη φλογέρα θα γλιτώσετε που σας έβαλε σε τέτοια ταραχή· [2.27.3] θα σας βουλιάξω να σας φάνε τα ψάρια, αν δε δώσεις αμέσως πίσω στις Νύμφες και τη Χλόη και τα κοπάδια της, γίδες και πρόβατα. Σήκω λοιπόν και βγάλε στη στεριά το κορίτσι μαζί μ᾽ αυτά που είπα, και τότε θα σε οδηγήσω και σένα στο ταξίδι σου κι εκείνη στο δρόμο της».
[2.28.1] Ο Βρύαξις (έτσι λεγόταν ο στρατηγός) πετάχτηκε πολύ ταραγμένος, σύναξε τους κυβερνήτες των καραβιών και πρόσταξε ν᾽ αποζητήσουν αμέσως τη Χλόη ανάμεσα στους αιχμαλώτους. [2.28.2] Εκείνοι δεν άργησαν να τη βρουν και να του τη φέρουν, γιατί καθόταν στεφανωμένη με την κουκουναριά. Κρίνοντας πως και τούτο ήταν σημάδι, σχετικό μ᾽ αυτά που ᾽χε δει στ᾽ όνειρό του, την έβγαλε στη στεριά πάνω στην ίδια τη ναυαρχίδα του. [2.28.3] Ευθύς ως πάτησε η Χλόη τη γης, ακούστηκε και πάλι από το βράχο ήχος φλογέρας — όχι όμως πια πολεμόχαρος και τρομαχτικός, αλλά τσοπάνικος σαν εκείνον που οδηγεί τα κοπάδια στη βοσκή. Τότε τα πρόβατα βγήκαν τρεχάτα, δίχως να γλιστράνε τα πόδια τους πάνω στη σανίδα, κι οι γίδες μ᾽ ακόμα μεγαλύτερη σιγουριά μιας κι ήταν συνηθισμένες να σκαρφαλώνουν στα κατσάβραχα.
[2.29.1] Τα ζώα περικύκλωσαν τη Χλόη σα χορός, πηδώντας και βελάζοντας, λες κι ήθελαν να δείξουν τη χαρά τους. Ωστόσο οι γίδες των άλλων βοσκών, καθώς και τα πρόβατα κι οι αγελάδες, έμεναν στις θέσεις τους στ᾽ αμπάρια των πλοίων, σα να μην τα φώναζεν εκείνα η μελωδία. [2.29.2] Την ώρα που όλοι ζητωκραύγαζαν τον Πάνα, κατάπληκτοι με το θαύμα, είδαν τα μάτια τους ακόμα πιο απίστευτα πράματα και στη στεριά και στη θάλασσα: [2.29.3] τα πλοία των Μηθυμνιωτών να ξεκινάνε πριν ακόμα σηκωθούν οι άγκυρες, και μπροστά στη ναυαρχίδα να προχωράει ένα δελφίνι πηδηχτό μέσ᾽ απ᾽ τα κύματα· ταυτόχρονα, μπροστά στις γίδες και τα πρόβατα πήγαινε γλυκύτατος σκοπός φλογέρας, δίχως κανένας να βλέπει ποιός έπαιζε — και τα γιδοπρόβατα, χαρούμενα με το τραγούδι, περπατούσαν κι έβοσκαν συνάμα.
[2.30.1] Ήταν πάνω-κάτω η ώρα για τη δεύτερη βοσκή όταν ο Δάφνης αντίκρισε, από ένα ψηλό παρατηρητήριο, τα κοπάδια και τη Χλόη. Βγάζοντας τότε μεγάλη φωνή «Ω Νύμφες! Ω Παν!» όρμησε κάτω στην πεδιάδα, αγκάλιασε τη Χλόη κι έπεσε λιπόθυμος· [2.30.2] χρειάστηκαν τα φιλιά της Χλόης κι η ζεστή αγκαλιά της για να τον συνεφέρουν. Κατόπι πήγε στη συνηθισμένη του βελανιδιά, κάθισε στον κορμό και τη ρώτησε πώς κατάφερε να ξεφύγει από τόσους εχθρούς. [2.30.3] Τότε εκείνη του τα διηγήθηκε όλα: πώς οι γίδες εμφανίστηκαν στεφανωμένες με κισσό, πώς τα πρόβατα ούρλιαξαν, πώς στο κεφάλι της άνθισε κουκουναριά· τί νύχτα τρόμου πέρασε με την πυρκαγιά στη στεριά, τον κρότο στη θάλασσα, τη φλογέρα με τους δυο ήχους — τον πολεμικό και τον ειρηνικό· και πώς, ενώ δεν ήξερε το δρόμο, την οδήγησε μουσική. [2.30.4] Ο Δάφνης κατάλαβε, χάρη στ᾽ όνειρο που του ᾽χαν στείλει οι Νύμφες, ότι στον Πάνα τα χρωστούσαν τούτα, και με τη σειρά του της διηγήθηκε κι αυτός όσα είχε δει κι ακούσει και πώς, ενώ κόντευε να πεθάνει, τον έσωσαν οι Νύμφες. [2.30.5] Έπειτα την έστειλε να φέρει τον Δρύα, το Λάμωνα και τους άλλους, καθώς κι ό,τι χρειάζεται για θυσία. Στο μεταξύ ο ίδιος έπιασε την καλύτερη απ᾽ όλες τις γίδες, τη στεφάνωσε με κισσό —έτσι όπως τις είχαν δει οι εχθροί— κι αφού έχυσε γάλα στα κέρατά της τη θυσίασε στις Νύμφες· κατόπι την κρέμασε, την έγδαρε και τους αφιέρωσε την προβιά.