Σάββατο 3 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (465-491)

465 (ΔΗ.) Μοσχίων, ἔα μ᾽, ἔα με, Μοσχίων· τρίτον λέγω
τουτογί· πάντ᾽ οἶδα. (ΜΟ.) ποῖα πάντα; (ΔΗ.) μή μοι διαλέγου.
(ΜΟ.) ἀλλ᾽ ἀνάγκη, πάτερ. (ΔΗ.) ἀνάγκη; τῶν ἐμῶν οὐ κύριος
ἔσομ᾽ ἐγώ; (ΜΟ.) ταύτην ἐμοὶ δὸς τὴν χάριν. (ΔΗ.) ποίαν χάριν;
οἷον ἀξιοῖς μ᾽ ἀπελθεῖν αὐτὸν ἐκ τῆς οἰκίας
470 καταλιπόνθ᾽ ὑμᾶς δύ᾽ ὄντας; τοὺς γάμους ἔα ποεῖν,
τοὺς γάμους ἔα με ποιεῖν, ἂν ἔχῃς νοῦν. (ΜΟ.) ἀλλ᾽ ἐῶ·
βούλομαι δὲ συμπαρεῖναι Χρυσίδ᾽ ‹ἡμῖν›. (ΔΗ.) Χρυσίδα;
(ΜΟ.) ἕνεκα σοῦ σπεύδω μάλιστα τοῦτο. (ΔΗ.) ταῦτ᾽ οὐ γνώριμα,
οὐ σαφῆ; μαρτύρομαί σε, Λοξία, συνόμνυται
475 τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς τις, οἴμοι, καὶ διαρραγήσομαι.
(ΜΟ.) τί δὲ λέγεις; (ΔΗ.) βούλει φράσω σοι; (ΜΟ.) πάνυ γε. (ΔΗ.) δεῦρο δή. (ΜΟ.) λέγε.
(ΔΗ.) ἀλλ᾽ ἐγώ. τὸ παιδίον σόν ἐστιν, οἶδ᾽, ἀκήκοα
τοῦ συνειδότος τὰ κρυπτὰ Παρμένοντος· ὥστε μὴ
πρὸς ἐμὲ παῖζ᾽. (ΜΟ.) ἔπειτά σ᾽ ἀδικεῖ Χρυσίς, εἰ τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐμόν;
480 (ΔΗ.) ἀλλὰ τίς σύ; (ΜΟ.) τί γὰρ ἐκείνη γέγονεν αἰτία; (ΔΗ.) τί φῄς;
(ΜΟ.) οὐδέν. (ΔΗ.) ἐνθυμεῖσθε; (ΜΟ.) τί βοᾷς; (ΔΗ.) ὅ τι βοῶ, κάθαρμα σύ;
τοῦτ᾽ ἐρωτᾷς; εἰς σεαυτὸν ἀναδέχει τὴν αἰτίαν,
εἰπέ μοι, καὶ τοῦτο τολμᾷς ἐμβλέπων ἐμοὶ λέγειν;
παντελῶς οὕτως ἀπεγνωκώς με τυγχάνεις; (ΜΟ.) ἐγώ;
485 διὰ τί; (ΔΗ.) διὰ τί, φῄς; ἐρωτᾶν δ᾽ ἀξιοῖς; (ΜΟ.) τὸ πρᾶγμα γάρ
ἐστιν οὐ πάνδεινον, ἀλλὰ μυρίοι δήπου, πάτερ,
τοῦτο πεποήκασιν. (ΔΗ.) ὦ Ζεῦ, τοῦ θράσους. ἐναντίον
δή σ᾽ ἐρωτῶ τῶν παρόντων· ἐκ τίνος τὸ παιδίον
ἐστί σοι; Νικηράτῳ τοῦτ᾽ εἶπον, εἰ μή σοι δοκεῖ
490 δεινὸν ‹εἶναι›. (ΜΟ.) νὴ Δί᾽, ἀλλὰ δεινὸν οὕτω γίγνεται
τοῦτο πρὸς τοῦτον λέγειν με· χαλεπανεῖ γὰρ πυθόμενος.

***
ΔΗΜ. Μοσχίων, άφησέ με, άφησέ με, Μοσχίων· για τρίτη
φορά το λέω. Τα ξέρω όλα. ΜΟΣ. Ποιά όλα; ΔΗΜ. Μη μου μιλάς.
ΜΟΣ. Μα είναι ανάγκη, πατέρα. ΔΗΜ. Ανάγκη; Δεν θα είμαι κύριος
του σπιτιού μου εγώ; ΜΟΣ. Κάνε μου αυτήν τη χάρη.
ΔΗΜ. Ποιά χάρη; Έχεις την αξίωση, δηλαδή, να φύγω
εγώ από το σπίτι αφήνοντας εσάς τους δύο;
470 Άφησέ με να κάνω τον γάμο σου, άφησέ με,
αν έχεις μυαλό. ΜΟΣ. Μα σε αφήνω. Θέλω όμως μαζί μας
να είναι κι η Χρυσίς. ΔΗΜ. Η Χρυσίς; ΜΟΣ. Για σένα το θέλω πιο πολύ.
ΔΗΜ. Δεν είναι αυτά γνωστά, δεν είναι φανερά; Απόλλων,
είσαι μάρτυρας, κάποιος έκανε συνωμοσία
475 με τους εχθρούς μου. Αχ, θα σκάσω απ᾽ το κακό μου.
ΜΟΣ. Μα τί λες; ΔΗΜ. Θέλεις να σου πω; ΜΟΣ. Και πολύ μάλιστα. ΔΗΜ. Γιά πλησίασε.
ΜΟΣ. Λέγε. ΔΗΜ. Λέω. Το παιδί είναι δικό σου, το ξέρω, το είπε
ο Παρμένων που τα ξέρει όλα. Ώστε μην αστειεύεσαι
με μένα. ΜΟΣ. Κι ύστερα σου φταίει η Χρυσίς, αν είναι
480 αυτό δικό μου; ΔΗΜ. Αλλά ποιός; Εσύ; ΜΟΣ. Τί φταίει λοιπόν αυτή;
ΔΗΜ. Τί λες; ΜΟΣ. Τίποτε. ΔΗΜ. Είσαστε στα καλά σας; ΜΟΣ. Τί φωνάζεις;
ΔΗΜ. Τί φωνάζω, βρε κάθαρμα; Αυτό ρωτάς; Παραδέχεσαι
την ενοχή σου, δε μου λες, και τολμάς να μου το λες
αυτό κατάμουτρα; Δεν είμαι τίποτε για σένα;
485 ΜΟΣ. Για μένα; Γιατί; ΔΗΜ. Λες γιατί; Έχεις την αξίωση να ρωτάς;
ΜΟΣ. Δεν έκανα δα και τίποτε τρομερό. Το έχουν κάνει
χιλιάδες άλλοι, πατέρα. ΔΗΜ. Ω Δία, τί θράσος! Σε ρωτώ
λοιπόν μπροστά στους παρόντες: με ποιά έκανες
το παιδί; Πες το στον Νικήρατο, αν νομίζεις ότι
490 δεν είναι φοβερό. ΜΟΣ. Μα τον Δία, αλλά έτσι γίνεται φοβερό,
αν εγώ το πω σ᾽ αυτόν. Γιατί θα εξαγριωθεί, όταν το μάθει.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Αττικισμός, η «καλή» και η «κακή» γλώσσα

11.3 Αττικισμός: η προϊστορία της καθαρεύουσας

Η αξιολόγηση της αρχαίας γλώσσας ως «καλής» γλώσσας και η υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας έχει μια πολύ παλιά ιστορία. Αρχίζει στα χρόνια αμέσως πριν από τη γέννηση του Χριστού και κορυφώνεται στην περίοδο από τον Ιο έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. Το κίνημα αυτό ονομάστηκε αττικισμός, γιατί υποστήριζε την επιστροφή στην αττική διάλεκτο του 5ου-4ου αιώνα π.Χ., στην οποία είχαν γραφτεί τα μεγάλα έργα της κλασικής αρχαιότητας. Ο αττικισμός δεν γεννήθηκε τυχαία την εποχή αυτή. Η αρχαία Ελλάδα με τις πόλεις-κράτη, με σημαντικότερη την Αθήνα, δεν υπάρχει πια. Κυρίαρχοι είναι πλέον οι Ρωμαίοι. Η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, έχει δημιουργήσει σημαντικές αλλαγές μέσω της επαφής με άλλες γλώσσες αλλά και με τη δημιουργία δίγλωσσων πληθυσμών. Για τους αττικιστές οι αλλαγές αυτές και η εισροή δανείων δεν αποτελούσαν αλλαγές αλλά φθορά, αλλοίωση, παρακμή. Το «φάρμακο» ενάντια στην πολιτική, κοινωνική και γλωσσική παρακμή θεωρούσαν ότι ήταν η επιστροφή στην αττική διάλεκτο, που «γέννησε» τη μεγάλη γραμματεία της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι οι αττικιστές δίνουν οδηγίες για την ανόρθωση της «χαλασμένης» γλώσσας, της κοινής: «Μη λες βρέχει, λέγε ὕει· μη λες κράββατος ('κρεβάτι', σημιτικό δάνειο) αλλά σκίμπους· μη χρησιμοποιείς το ρήμα φάγομαι ('τρώω') αλλά το ρήμα ἔδομαι, γιατί αυτό είναι το αττικό» (από το ἔδομαι βγαίνουν οι λέξεις έδεσμα, εστιατόριο). Και πολλές άλλες οδηγίες που προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν την ευκτική, το απαρέμφατο, τη δοτική, που είχαν υποχωρήσει στην κοινή για να αντικατασταθούν από περιφράσεις (θυμηθείτε τί λέγαμε στο σχετικό κεφάλαιο). Για τους αττικιστές οι ομιλητές της κοινής ήταν «αγοραίοι», «αμαθείς», «συρφετός».

Ο αττικισμός θα συνεχιστεί στα βυζαντινά χρόνια (από τον 4ο αιώνα μ.Χ. έως το 1453). Οι βυζαντινοί συγγραφείς γράφουν σε αρχαΐζουσα γλώσσα. Έτσι π.χ. οι ιστορικοί Προκόπιος και Αγαθίας, του 6ου αιώνα μ.Χ., γράφουν τα ιστορικά τους έργα στη γλώσσα του Θουκυδίδη και του Ηρόδοτου. Στα νεότερα χρόνια ο αττικισμός θα συνεχιστεί με τη μορφή της καθαρεύουσας, μια «ηπιότερη» αρχαΐζουσα γλώσσα, αλλά πάντα στην παράδοση που ξεκίνησε με το αττικιστικό κίνημα του 1ου-3ου αιώνα μ.Χ. Η μακρόχρονη αυτή γλωσσική περιπέτεια θα τελειώσει το 1976 με την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Αλλά στα ζητήματα αυτά θα ξαναγυρίσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.

Σχέσεις δίχως τέλος

Έχουν πάψει από καιρό να είναι ερωτικές. Συχνά είναι αδύνατον να θεωρηθούν έστω συντροφικές. Γιατί όμως τόσοι άνθρωπο δεν χωρίζουν; Οι ατέρμονες σχέσεις ουσιαστικά εκφράζουν την ανάγκη μας για το μαζί. Παρ' όλο που συνήθως λέμε «δυνατός είναι αυτός που συμβιώνει», δηλαδή αυτός που καταφέρνει να ζει το μαζί, πολλές φορές δυνατός είναι εκείνος που καταφέρνει να λύσει μια σχέση. Όμως πώς επιλέγουμε τον σύντροφό μας;

Πότε μια σχέση δυσλειτουργεί και ποιο είναι τότε το κόστος για τα μέλη της; Τι σημαίνει «είμαστε καλά μαζί» και πόσο μύθος είναι το σεξ μέσα στη μακροχρόνια σχέση;

Η σχέση του ζευγαριού είναι ένα καζάνι που βράζει και που τα τελευταία χρόνια εκρήγνυται όλο και πιο συχνά, όλο και πιο νωρίς», λέει η ψυχολόγος. «Παράλληλα, έρευνες αποδεικνύουν ότι το οικογενειακό πλαίσιο προσφέρει ασφάλεια και ψυχοκοινωνικά στηρίγματα απέναντι στη μοναξιά και στην κοινωνική απομόνωση, ότι ενίοτε προσφέρει ακόμη και καλή υγεία. Έτσι το ερώτημα είναι με ποια κριτήρια επιλέγουμε συγκεκριμένες σχέσεις και συντρόφους.

Το άτυπο συμβόλαιο

Υπάρχουν συνειδητές αλλά κυρίως ασυνείδητες σκέψεις και αντιλήψεις για τον άνθρωπο που επιλέξαμε. Σε κάθε σχέση υπάρχει ένα άτυπο συμβόλαιο που συνυπογράφουμε με τον σύντροφό μας.  Στο συνειδητό κομμάτι του καταγράφονται επιλογές όπως: "Θέλω έναν σύντροφο για να πορεύομαι μαζί του στη ζωή. Επιλέγω τον συγκεκριμένο γιατί είναι ειλικρινής, έχει χιούμορ, είναι αισιόδοξος". Στην πράξη όμως λειτουργούν ασυνείδητα μέρη του συμβολαίου και αυτά αφορούν ό,τι κουβαλάει ο καθένας μαζί του μέσα στη σχέση. Δηλαδή τα βιώματα και οι καταβολές του.

Μια μορφή ατέρμονης σχέσης συχνά είναι εκείνη στην οποία ο άντρας έχει επιλέξει μια γυναίκα πολύ νωρίς, στα 19 του. Και ενώ τα μέλη του ζευγαριού έχουν φτάσει σε ηλικία 50 ετών και ζουν σε μια σχέση διόλου λειτουργική, παραμένουν σε αυτή και αποκλείουν το ενδεχόμενο του χωρισμού. Ειδικότερα, ο άντρας της σχέσης είναι εγκλωβισμένος επειδή ως παιδί βίωσε την εγκατάλειψη από τον πατέρα, ταυτίστηκε με τα συναισθήματα της μητέρας και είπε "εγώ δεν θα εγκαταλείψω ποτέ την οικογένειά μου". Η γυναίκα, από την άλλη μεριά, που επίσης επέλεξε να μπει στη συγκεκριμένη σχέση, έχασε τον πατέρα της νωρίς και γρήγορα έψαξε για ένα υποκατάστατό του. Αυτό είναι λοιπόν το ασυνείδητο κομμάτι του συμβολαίου που ενώνει τους δύο συγκεκριμένους ανθρώπους.

Η σχέση τους είναι βέβαια δυσλειτουργική για τους ίδιους ασυνείδητους λόγους που οδήγησαν στη δημιουργία της. Σε καθημερινή βάση η γυναίκα εκφράζει το άγχος της απώλειας που έχει βιώσει, με ανασφάλειες του τύπου "άργησες, πού ήσουν, κοίταξες άλλη γυναίκα, δεν με βοηθάς στο σπίτι". Ο άντρας, από την πλευρά του, βλέποντας τη γυναίκα του να υποφέρει, αναβιώνει τα συναισθήματα της εγκαταλελειμμένης μητέρας του και νιώθει ένοχος ή θυμώνει ή κάνει και τα δύο μαζί. Σε μια τέτοια σχέση η ενοχή δημιουργεί θυμό και ο θυμός ενοχή· τα μέλη του ζευγαριού δεν καταλαβαίνουν γιατί τσακώνονται. Από την άλλη, πολλά ζευγάρια με άλλου τύπου βιώματα επιβιώνουν με συγκρούσεις, με καθημερινούς τσακωμούς – με τέτοιον τρόπο σχετίζονται. 'Αρα το θέμα δεν είναι το αν διαρκεί μια σχέση ή όχι, αλλά το κόστος που απαιτείται γι' αυτή η διάρκεια.

Σχέσεις χωρίς σεξ

Συμβόλαιο σχέσης δεν υπάρχει χωρίς ερωτική επιθυμία. Ωστόσο, η σεξουαλική δυσλειτουργία μέσα στη σχέση είναι μια διαδεδομένη πραγματικότητα.

Είναι εντυπωσιακό πόσο πολλά ζευγάρια διατηρούνται ενωμένα χωρίς ερωτική σχέση. Είναι καιρός να το πούμε ξεκάθαρα: η πλειονότητα των ζευγαριών δεν έχει σεξουαλικές επαφές στο πλαίσιο της σχέσης. Το σώμα δεν λέει ψέματα· αν δεν αισθάνεσαι καλά, δεν λειτουργείς στο σεξ. Έτσι, όσοι δεν μπορούν να χωρίσουν, μένουν μαζί χωρίς σεξ. Επιπλέον, πολλά ζευγάρια εκτονώνονται με εξωσυζυγικές σχέσεις αλλά δεν χωρίζουν, γιατί μέσω της δέσμευσης διατηρούν πράγματα που τα θεωρούν πολύ σημαντικά. 'Αλλωστε αυτό που λέμε οικογένεια, το να είμαστε μαζί -από τα τραπέζια μέχρι τις διακοπές- έχει μεγάλη σημασία. Ειδικά για εμάς τους Έλληνες. Γι' αυτό πολλά ζευγάρια συνεχίζουν την κοινή πορεία ασχέτως κόστος. Όχι ότι δεν υπάρχουν και ζευγάρια με ισχυρό σεξουαλικό δεσμό. Όπως και άλλα με ισχυρή συντροφικότητα, η οποία καλύπτει τις όποιες ανάγκες και ελλείψεις. 'Απειρα τα μοτίβα των σχέσεων.

Ξέρουμε τι θέλουμε;

Η συντροφικότητα, το μοίρασμα, η συμπαράσταση, η τρυφερότητα είναι σημαντικοί παράγοντες για να είμαστε καλά με κάποιον. Όμως ξέρουμε να αναγνωρίζουμε πότε είμαστε καλά με κάποιον;
Ξέρουμε τι δεν θέλουμε σε μία σχέση, αλλά δεν ξέρουμε τι θέλουμε γι' αυτό είναι τόσο δύσκολες οι σχέσεις μας: δεν συνεννοούμαστε επειδή δεν επικοινωνούμε. Για την ακρίβεια, τα ζευγάρια κυρίως λύνουν πρακτικά προβλήματα καθημερινότητας. 'Οσο για την ουσιαστική διαπραγμάτευση μεταξύ των μελών τους, αυτή γίνεται με προβληματισμούς του τύπου: «Πόσο σημαντικός είμαι άραγε για σένα;». Ωστόσο, σήμερα είναι δύσκολο να αισθανθείς σημαντικός για τον άλλον. Τις περισσότερες ώρες της μέρας ο καθένας μας βρίσκεται με άλλους ανθρώπους, ο καθένας κάνει πράγματα που αφορούν τον εαυτό του. Και όταν φύγουν τα παιδιά από το προσκήνιο, τα οποία λειτουργούν για πολλούς ως βασικό συγκολλητικό στοιχείο της σχέσης, το ζευγάρι μένει μόνο και κυριαρχείται από τον φόβο και την ανασφάλεια. Ο δε φόβος να αποχωρήσεις από μία σχέση είναι αυτός που τελικά πυροδοτεί τις συγκρούσεις.

Η σχέση ως τραμπάλα

Το μόνο σίγουρο είναι ότι τέλεια σχέση δεν υπάρχει. Στις μέρες μας, ωστόσο, δεν είναι αδικαιολόγητη μια κάποια αισιοδοξία. «Το αισιόδοξο είναι ότι σήμερα συνειδητοποιούμε ευκολότερα τις προσωπικές μας ευθύνες στη σχέση μας. Αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή, ότι δεν φταίει πάντα ο άλλος. Όταν μάλιστα βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια του άλλου, συνειδητοποιούμε ότι η σχέση είναι μια διαδικασία αλληλοκαθορισμού, ότι σε αυτή ο ένας καθορίζει τη συμπεριφορά του άλλου σαν να βρισκόμαστε πάνω σε τραμπάλα. Επίσης, σημαντικό είναι και το γεγονός ότι σήμερα οι άνθρωποι είναι πιο αυτόνομοι μέσα στη σχέση – διόλου τυχαία, λέμε πια "ο σύντροφός μου" και όχι "ο σύζυγός μου". Σήμερα οι σύντροφοι καθορίζουν λοιπόν την απόσταση που επιθυμούν να έχουν μεταξύ τους, τις μεταξύ τους δοσοληψίες, τους κοινούς στόχους και τον βαθμό ελευθερίας κινήσεων. Αισιοδοξία προκαλεί και κάτι ακόμη: οι άντρες λένε πλέον "θέλω επαφή, συναίσθημα, αγκαλιές". Παλεύουν εξίσου για τη σχέση τους και τολμούν να πουν "εγώ είμαι το πρόβλημα". Εν κατακλείδι, σε μεγάλο βαθμό ξέρουμε πια ότι η σχέση του ζευγαριού είναι η πιο δύσκολη διότι δεν υπάρχει τρίτος να τη ρυθμίζει. Εκτός ίσως από τα παιδιά. Ωστόσο βλέπω συχνά παιδιά χωρισμένων γονιών με λιγότερα προβλήματα σε σύγκριση με παιδιά που οι γονείς τους μένουν μαζί. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν...

ΔΑΝΤΗΣ: Η ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ

Η ζωή του Δάντη

Ο Ντάντε Αλιγκέρι (1265 – 1321) γεννήθηκε στη Φλωρεντία, από αρχοντική οικογένεια. Πολύ νέος οργάνωσε το λογοτεχνικό ρεύµα Dolce Stil Nuovo (Ήπιο Νέο Ύφος) µαζί µε τους Guido Cavalcanti, Lapo Gianni, Cino da Pistoia και Brunetto Latini. Ο ∆άντης αναμείχτηκε στις πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές της πόλης του, µε συνέπεια να περάσει µεγάλο µέρος της ζωής του εξόριστος. Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε στη Ραβέννα όπου ολοκλήρωσε και την Θεία Κωμωδία. Πέθανε το 1321 και θάφτηκε µε τιµές στον Άγιο Πέτρο όπου βρίσκεται έως σήμερα ο τάφος του.

Η ολοκληρωτική αφοσίωσή του στα γράµµατα οφείλεται στην απώλεια του παιδικού του έρωτα, της Βεατρίκης, στην οποία αφιέρωσε το έργο του Vita Nuova και η οποία έγινε κεντρικός χαρακτήρας της Divina Commedia.

Η Θεία Κωµωδία

Το έργο εκδόθηκε στις αρχές του 14ου αι. και δίνει πλήρη εικόνα της εποχής, αφού αναφέρεται στην πολιτική και κοινωνική κρίση της και εκφράζει την ανάγκη για αλήθεια και δικαιοσύνη. Ο χαρακτήρας του έργου, επομένως, είναι διδακτικός, θρησκευτικός, ηθικός και φιλοσοφικός.

H Θεία Κωµωδία, γραµµένη στο μεταίχμιο Μεσαίωνα και Αναγέννησης, σκιαγραφεί το πέρασµα από τη µια εποχή στην άλλη. Ο κόσµος του ∆άντη έχει ως βασικές αξίες τη θρησκευτικότητα και το Θεϊκό ∆ίκαιο, ενώ ο άνθρωπος µπορεί να λυτρωθεί από τις αµαρτωλές απολαύσεις της επίγειας ζωής µε την υπέρτατη κι αγνή αγάπη της Παναγίας. Από την άλλη, ενδεικτική της νέας εποχής είναι η θέση που επιφυλάσσει ο ποιητής στο αντικείµενο του έρωτά του, τη Βεατρίκη, την οποία τοποθετεί στον επίγειο Παράδεισο, εκεί όπου ο µεσαιωνικός άνθρωπος είχε την Εκκλησία. Η εναρμόνιση του ιερού και του κοσµικού πραγµατοποιείται στο σημείο όπου ο άγιος Βερνάρδος και άλλοι παρακαλούν µαζί µε τη Βεατρίκη, να παραµερισθούν τα ανθρώπινα πάθη και να γίνει δεκτό το Αιώνιο Φως της αλήθειας, που θα βοηθήσει τον ποιητή και τους άλλους ανθρώπους να γνωρίσουν τη µόνη αλήθεια, αυτή του Θεού.

Η λέξη Κωµωδία σήµαινε «την ενέργεια της κινήσεως προς ευτυχισμένο τέλος», και το έργο ονοµάστηκε αρχικά έτσι, επειδή ξεκινάει µε την περιγραφή θλιβερών πραγµάτων και οδηγείται σε χαρμόσυνο τέλος. Η μετονομασία του σε Θεία Κωµωδία έγινε από το Βοκκάκιο, που θέλησε να εκφράσει την υψηλή ποιητική αξία του έργου.

Το θέµα του είναι ένα φανταστικό ταξίδι του συγγραφέα στο βασίλειο των νεκρών, µε οδηγό αρχικά τον επικό ποιητή Βιργίλιο και έπειτα τη Βεατρίκη. Ο ποιητής και µαζί µε αυτόν ο κάθε αναγνώστης οδηγείται από την Κόλαση στο Καθαρτήριο για να φτάσει τελικά στον Παράδεισο. Πρόκειται για ένα ταξίδι γνώσης και «άσκησης» που οδηγεί την ανθρώπινη ψυχή από το κακό και την αµαρτία στον εξαγνισµό, στην αλήθεια και τη σωτηρία.

Η Κόλαση

Η Κόλαση έχει στη φαντασία του ∆άντη σχήµα αναποδογυρισµένου κώνου, του οποίου το στόµιο βρίσκεται το βόρειο ηµισφαίριο, κάτω από την Ιερουσαλήµ, και η άκρη του στο κέντρο της γης.

Αποτελείται συνολικά από εννέα κύκλους, οι οποίοι στενεύουν διαδοχικά καθώς κινείται κανείς κατηφορικά. Κάθε κύκλος αντιστοιχεί σε συγκεκριµένες αµαρτίες και τιµωρίες, οι οποίες είναι και βαρύτερες, όσο ο βαθαίνει ο κύκλος. Στο σηµείο αυτό είναι αδιαµφισβήτητη η επίδραση του Αριστοτέλη, ο οποίος κατατάσσει τις αµαρτίες σε πράξεις ακράτειας, όπως είναι φιληδονία, η λαιμαργία και η φιλαργυρία και σε πράξεις κακίας, όπως είναι η βία και ο δόλος. Το ταξίδι του ποιητή ξεκινάει όταν ο Χάροντας µεταφέρει τον ποιητή στην απέναντι όχθη του ποταµού Αχέροντα. Στη συνέχεια συναντά τον Βιργίλιο, που τον οδηγεί διαδοχικά µέσα από τους εννέα κύκλους αµαρτιών.

Στον 1ο κύκλο βρίσκονται τα αβάφτιστα µωρά και οι ενάρετοι (αλλά αβάπτιστοι) ειδωλολάτρες, στον 2ο κύκλο οι φιλήδονοι, στον επόµενο οι λαίµαργοι, οι ψυχές των οποίων κατασπαράζονται από τον Κέρβερο, ενώ στον 4ο οι άπληστοι, και στον 5ο οι µνησίκακοι. Τότε, οι δύο τους περνούν µε τη βάρκα του δαίµονα Φλεγύα µπροστά στις κλειδωµένες πόρτες του κάστρου της Κόλασης, τις οποίες ανοίγει ένας άγγελος.

Στη συνέχεια βρίσκονται στον 6ο κύκλο, όπου είναι οι αιρετικοί, εγκλωβισμένοι µέσα σε πύρινους τάφους, στον 7ο, οι βίαιοι απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους, στον εαυτό τους και στο Θεό και την φύση. Για κάθε µία από αυτές τις 3 οµάδε βίαιων ανθρώπων, επιφυλάσσεται µια ξεχωριστή τιµωρία. Οι δύο τελευταίοι κύκλοι της Κόλασης αφορούν στις ενσυνείδητες αµαρτίες παραπλάνησης, Πιο συγκεκριµένα, στον 8ο κολάζονται οι απατεώνες (αποπλανητές, κόλακες, σιµωνιακοί, µάγοι ή ψευδοπροφήτες, διεφθαρµένοι πολιτικοί, υποκριτές, κλέφτες, κακοί σύµβουλοι, αιρετικοί και κιβδηλοποιοί), ενώ ο γίγαντας Ανταίος µεταφέρει τους δύο ποιητές στον 9ο κύκλο, όπου τιµωρούνται οι προδότες των συγγενών, της πατρίδας, των φίλων των ευεργετών τους (Ιουδαία). Στο βαθύτερο σηµείο του Άδη, στο κέντρο της Γης, οι δύο περιπλανώµενοι συναντούν τον γίγαντα Εωσφόρο, που τυραννά αιώνια τους προδότες του Ιουλίου Καίσαρα.

Το Καθαρτήριο

Στο Καθαρτήριο, ακολουθώντας τις μεσαιωνικές αντιλήψεις, ο ∆άντης περιγράφει την κάθαρση της ανθρώπινης ψυχής από τις αµαρτίες της. Το Καθαρτήριο βρίσκεται στο νότιο ηµισφαίριο της Γης. Βρίσκεται σε ένα θεόρατο βουνό, το υψηλότερο της γης και φρουρείται από τον σεβάσµιο Κάτωνα, που υποδεικνύει στους επισκέπτες την ανηφορική οδό. Έχει και αυτό σχήµα κωνικό και αποτελείται από εφτά κύκλους, που συµβολίζουν τα εφτά θανάσιµα αµαρτήµατα: τον εγωισµός, το φθόνο, την οργή, την οκνηρία, τη φιλαργυρία, τη λαιµαργία, και τη λαγνεία. Η ταξινόµηση που ακολουθεί εδώ ο ποιητής παραπέµπει στον Πλάτωνα, που υποστήριξε ότι κάθε αµαρτία είναι αποτέλεσµα µιας αγάπης που είτε είχε ανάξιο αντικείµενο, είτε υπήρξε λίγη, ή ακόµη και υπερβολική.

Πάνω από τον τελευταίο κύκλο βρίσκεται ο επίγειος παράδεισος, η Εδέµ µε τους Πρωτόπλαστους. Οι αµαρτωλοί µετανιώνουν για ένα ορισµένο διάστηµα ώσπου να εξαγνιστούν και να τους επιτραπεί τελικά η ανάβαση στην κορυφή του βουνού, όπου βρίσκεται η Εδέµ, ο επίγειος Παράδεισος. Ο ∆άντης από το σηµείο εκείνο και έπειτα έχει ως οδηγό του τη Βεατρίκη, καθώς ο Βιργίλιος, ως ειδωλολάτρης, δεν έχει δικαίωµα να εισέλθει στον Παράδεισο. Το ανέβασµα στους ουρανούς θα πραγµατοποιηθεί αφού ο ποιητής πρώτα εξαγνιστεί στον ποταµό της Λήθης και µετά στον ποταµό της καλής Μνηµοσύνης.

Ο Παράδεισος

Στον Παράδεισο, ο ∆άντης περιγράφει την συνάντησή του µε τους Αγίους, που είναι οργανωµένοι σε τάγµατα, και τους µεγάλους διανοητές. Αποτελείται από εννέα οµόκεντρες σφαίρες (ουρανούς), κατά τα πρότυπα του Πτολεµαϊκού κοσµολογικού µοντέλου, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την ακίνητη Γη. Αυτές είναι η Σελήνη, που αντιστοιχεί σε όσους δεν τήρησαν υποσχέσεις, ο Ερµής, για όσους έκαναν το καλό από φιλοδοξία, η Αφροδίτη, για όσους έκαναν καλό από αγάπη, ο Ήλιος, για τους σοφούς, ο Άρης, για όσους υπερασπίστηκαν τη θρησκεία, ο ∆ίας, για τους δίκαιους, ο Κρόνος, για τους οραµατιστές, τα Άστρα, για τους ευλογηµένους, και τελικά οι Άγγελοι που κινούνται γύρω από το Θεό. Πάνω από την 9η Σφαίρα βρίσκεται ο Πύρειος Ουρανός, όπου η Βεατρίκη παραδίδει τον ποιητή στον Άγιο Βερνάρδο, που παρακαλεί την Παναγία να τον πάρει υπό την προστασία της. Όταν ο ποιητής θεάται το µυστήριο της Αγίας Τριάδας και πέφτοντας σε έκσταση αντιλαμβάνεται µε ποιο τρόπο είναι εναρµονισµένες η θεία και η ανθρώπινη φύση, ολοκληρώνεται το ταξίδι του και το έργο.

Ερµηνεία του έργου

Η Θεία Κωµωδία είναι ένα ποίηµα σαφώς αλληγορικό, µε αναφορές κυρίως πολιτικές και ευρύτερα ηθικές. Γενικά θεωρείται αποδεκτό ότι το έργο παραπέµπει στην πολιτική κατάσταση της Ιταλίας, που είναι γεµάτη από τη διαφθορά και τους αλληλοσπαραγµούς, τον καιρό που ο ίδιος, όντας εξόριστος, περιµένει να δοθεί µια λύση από έναν αυτοκρατορικό θεσµό που θα τηρεί την αρχή της δικαιοσύνης και θα οδηγήσει τους ανθρώπους στην επίγεια ευτυχία. Το ενδιαφέρον του ποιητή για την πολιτική εκφράστηκε και από τη συµµετοχή του στα πολιτικά δρώµενα της Φλωρεντίας και από το έργο του για τη θέση και λειτουργία της µοναρχίας.

Με µια ευρύτερη οπτική, µπορούµε να ερµηνεύσουµε το έργο ως αναπαράσταση της επίπονης πορείας του ανθρώπου να υποτάξει όλες τις αµαρτίες και τα πάθη του και να φτάσει στο δρόµο της τελειοποίησης του, το µεγάλο ζητούµενο του ουµανιστικού ρεύµατος, αλλά και της Αναγέννησης γενικότερα.

Για να μπεις μέσα σε μια ερωτική σχέση πρέπει να υπάρχει μια κάποια ωριμότητα, μια κάποια ακεραιότητα. Τότε ο έρωτας είναι πραγματικά όμορφος

Δεν είμαι εναντίον του έρωτα, είμαι απολύτως υπέρ του, αλλά για να μπεις μέσα σε μια ερωτική σχέση πρέπει να υπάρχει μια κάποια ωριμότητα, μια κάποια ακεραιότητα. Τότε ο έρωτας είναι πραγματικά όμορφος και σε βοηθάει να ωριμάσεις, αλλιώς γίνεται πολύ σακάτης και σε καταστρέφει εντελώς.

Ο έρωτας καταστρέφει εκατομμύρια ανθρώπους. Στο όνομα του έρωτα καταστρέφονται πολύ περισσότεροι άνθρωποι από ό,τι στον πόλεμο.

Ποτέ δεν το συνειδητοποιούμε αυτό, επειδή δεν αναφέρεται ποτέ στις εφημερίδες, όμως στο όνομα του έρωτα υπάρχει τόση ασχήμια, τόση ζήλια, θυμός και συνεχείς καυγάδες. Ο πόλεμος δεν είναι τίποτα, συγκρινόμενος με τον έρωτα.

Έτσι όμως πρέπει να είναι αυτό, επειδή οι άνθρωποι που μπαίνουν στον έρωτα, δεν τον αξίζουν. Πριν μπεις μέσα στο ιερό του έρωτα, πρέπει να τον αξίζεις. Αυτή η ποιότητα έρχεται μόνο όταν η φλόγα σου είναι κεντραρισμένη κι εσύ έχεις γίνει σιωπηλός.

Αυτό που εννοώ μ’ αυτό είναι πως όταν είσαι ικανός να είσαι απολύτως μόνος σου κι όταν δεν έχεις καμία ανάγκη να μπεις μέσα στον έρωτα, τότε ο έρωτας είναι όμορφος. Όταν δεν υπάρχει ανάγκη ούτε εμμονή, τότε δεν υπάρχει ούτε εξάρτηση, οπότε όταν μπαίνεις μέσα στον έρωτα, θα είναι ένα μοίρασμα. Θέλεις να μοιραστείς, επειδή έχεις τόσα πολλά και θέλεις να μοιραστείς με κάποιον με τον οποίο αισθάνεσαι συντονισμένος.

Αν όμως μπεις μέσα στον έρωτα για να αναζητήσεις ευτυχία, τότε κάνεις λάθος. Τότε ο έρωτας θα σου δώσει μόνο δυστυχία. Αν μπεις μέσα στον έρωτα για να μοιραστείς ευτυχία, τότε ο έρωτας είναι τρομερά όμορφος, η μεγαλύτερη εμπειρία που υπάρχει.

Μπορείς να δεις τη διαφορά; Αν πηγαίνεις για να βρεις ευτυχία, θα βρεις μόνο δυστυχία, επειδή ήσουν ήδη δυστυχισμένος. Ο δυστυχισμένος άνθρωπος που μπαίνει μέσα στον έρωτα, θα μπει σε ακόμη βαθύτερες δυστυχίες – κι ο άλλος βρίσκεται επίσης στην ίδια δυσάρεστη θέση. Ο άλλος ψάχνει επίσης κάποιον που θα του δώσει ευτυχία. Και οι δύο είναι δυστυχισμένοι και συναντιούνται σε αναζήτηση ευτυχίας. Μπορείς να δεις τον παραλογισμό του πράγματος; Η δυστυχία δεν θα διπλασιαστεί απλώς, θα πολλαπλασιαστεί.

Πρώτα λοιπόν γίνε ευτυχισμένος και ευδαιμονικός, ύστερα μπες μέσα στον έρωτα. Ο έρωτας είναι μια λειτουργία της ευδαιμονίας.

Η ευδαιμονία δεν είναι αποτέλεσμα του έρωτα. Αντίθετα, ο έρωτας είναι αποτέλεσμα της ευδαιμονίας.
Πρώτα λοιπόν γίνε έτοιμος, άξιος και γεμάτος ευδαιμονία κι ύστερα προχώρα.

ΟΙ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ

Οι αρετές, οι οποίες απορρέουν από τη βούληση – ως διανοητική όρεξη – και εγγυώνται τη σωστή χρήση των πράξεων, είναι οι ηθικές. Θεωρούνται κυρίως και απολύτως αρετές (virtutes simpliciter), εν αντιθέσει προς τις διανοητικές, οι οποίες είναι σχετικές αρετές (virtutes secundum quid), εξαιτίας του ότι απλά και μόνο παρέχουν την ικανότητα της σωστής πράξης.

Oι ηθικές αρετές αναφέρονται σε μια σταθερή και εγκατεστημένη ετοιμότητα, ώστε να μετασχηματίζονται σε λογικές κρίσεις που αφορούν στα συναισθήματα. Από τη στιγμή που το αγαθό αποτελεί το αντικείμενο της διανοητικής όρεξης, δηλαδή της βούλησης, οι αρετές που τελειοποιούν την έλλογη δραστηριότητα του ατόμου είναι τα συναισθήματα που διέπονται από το λόγο, o οποίος αξιολογεί κάθε φορά το ηθικά καλό ή κακό. Οι ηθικές αρετές, ως έξεις, κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο, εφόσον συμβάλλουν στη διαμόρφωση της προδιάθεσης του χαρακτήρα του ατόμου. Αποτελούν σταθερές προδιαθέσεις προς το αγαθό και επιπρόσθετα προδιαθέτουν το άτομο για τη σωστή χρήση και των διανοητικών αρετών. Συνεπώς, οι ηθικές αρετές εξασφαλίζουν μια «ορεκτική» διάθεση προς συγκεκριμένους σκοπούς, συστατικούς του τελικού σκοπού.

Υπ’ αυτό το αρετολογικό πρίσμα αποδεχόμαστε την πλατωνική -αριστοτελική θέση για τις τέσσερις ηθικές αρετές, από τις οποίες εξαρτώνται ο ηθικός βίος και οι άλλες αρετές: τη σωφροσύνη, την ανδρεία, τη δικαιοσύνη και τη φρόνηση.

Αναλυτικότερα, η σωφροσύνη παρέχει την ετοιμότητα και τη διάθεση να συγκρατούνται τα πάθη σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην αποτρέπεται ο άνθρωπος από τις ορθολογικές επιλογές του. Κείται στο μέσο μεταξύ λαγνείας και ψυχρότητας ή απάθειας. Η ανδρεία ομοίως συγκρατεί και ενισχύει το άτομο στο να ελέγχει τους φόβους και τις αναστολές του, ώστε να μην υποχωρεί σε καταστάσεις κινδύνου ή αντίθεσης στις ηθικές του υποχρεώσεις. Τίθεται μεταξύ απερισκεψίας ή αναίδειας και δειλίας ή ηττοπάθειας. Η δικαιοσύνη ασχολείται με την εθελοντική επιλογή όσον αφορά στις ενέργειες που δείχνουν ότι τα συναισθήματα συναίνεσαν με τη λογική. Οι ηθικές αρετές πρέπει να συνδεθούν με τον ορθό λόγο. Έργο της δικαιοσύνης είναι να «ἀποδίδη ἑκάστω τὸ ὀφειλόμενον». Με άλλα λόγια, το έργο της έγκειται στην αξιολόγηση των ορθών εξωτερικών ενεργειών, αποδίδοντας ό,τι οφείλεται στον καθένα. Λειτουργεί με βάση την αρχή: κάνε στους άλλους ό,τι θα ήθελες να κάνουν και εκείνοι σε σένα. Με δεδομένο ότι το ατομικό καλό δύναται να πραγματωθεί αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο μιας συλλογικής ευδαιμονίας, η τέλεια κοινότητα (civitas) αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το ενδιαφέρον των ατόμων για το ατομικό αλλά και το συλλογικό καλό .

Απαραίτητος όρος, για την απόκτηση της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης και της ανδρείας, θεωρείται η αρετή που καλείται φρόνηση. Οι ηθικές αρετές προϋποθέτουν τη φρόνηση και η φρόνηση τις ηθικές αρετές. Αποκτώνται ταυτόχρονα και αλληλεξαρτώνται. Η φρόνηση οδηγεί στην αναγνώριση των ηθικών κανόνων και των αρχών κάθε αρετής, κατευθύνει τις ηθικές αρχές στην επιλογή των αιτίων και στον καθορισμό των σκοπών τους. Κατά συνέπεια, αυτό που κινεί τη φρόνηση είναι η βαθειά κατανόηση των πρώτων πρακτικών αρχών και των αγαθών που αυτές επιφέρουν και όχι τα πάθη. Η φρόνηση, η οποία κυριαρχεί στον αρετολογικό του κατάλογο, είναι ορθός λόγος για πράγματα που γίνονται όχι γενικά αλλά συγκεκριμένα, μιας και οι πράξεις είναι συγκεκριμένες. Διακρίνονται πολλές φάσεις ή μέρη στη φρόνηση. Απέχει όμως πολύ από μια λογική ιδιοτέλεια, γιατί, όντας έμφρων ο άνθρωπος, συνειδητοποιεί ότι η ιδιοτέλεια μπορεί να αποβεί αυτοκαταστροφική, εκτός αν υπερβεί τον εαυτό του με επιθυμίες και πράξεις δικαιοσύνης, φιλίας και αγάπης.

Θέλουμε στ’ αλήθεια ό,τι νομίζουμε πως επιθυμούμε;

Σλοβένος, ο φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ είναι ένας κοινωνικός κριτικός και κοινωνιολόγος που δε μασάει τα λόγια του όταν μιλάει για τις αιτίες των δεινών στον σύγχρονο κόσμο.

Σχετικά με την ευτυχία, έχει δώσει μια διάλεξη την οποία αξίζει τον κόπο να σκεφτεί κανείς: «Η κλασική ιστορία, το παραδοσιακό σκηνικό: “Έχω σύζυγο αλλά οι σχέσεις μαζί της είναι ψυχρές, και γι’ αυτό έχω μια ερωμένη”. Ξέρεις τι θα σου έλεγε οποιοσδήποτε ψυχαναλυτής, πράγμα που συμβαίνει πολύ συχνά; Ότι έτσι, αν για οποιονδήποτε λόγο εξαφανιστεί η σύζυγός σου, θα χάσεις και την ερωμένη σου. Γιατί όταν πραγματικά έχεις αυτό που νόμιζες πως ήθελες, αντιλαμβάνεσαι ότι η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη κι εκείνο που πραγματικά θέλεις δεν είναι να ζήσεις με την ερωμένη σου, αλλά να την έχεις σαν ένα μακρινό αντικείμενο πόθου που το ονειρεύεσαι. Σε βεβαιώ πως έτσι λειτουργούν τα πράγματα: Δε θέλουμε στ’ αλήθεια ό,τι νομίζουμε πως επιθυμούμε».

Προκλητικός από επιλογή, ο Ζίζεκ έφτασε να θέσει, το ενδεχόμενο ο θάνατος του Χριστού να είναι ο τρόπος που βρήκε ο πατέρας Θεός για να ξοφλήσει το χρέος του απέναντι μας, από τότε που μας κληροδότησε εν αν κόσμο τόσο «προχειροφτιαγμένο» και γεμάτο οδύνες κι αδικίες.

Ερωτώμενος ποιος είναι στην πραγματικότητα, ο φιλόσοφος αυτός, που ποτέ δε σε αφήνει αδιάφορο, δήλωσε: «Κατά βάθος, είμαι το αντίθετο από εκείνα τα κακά παιδιά του γυμνασίου, που μέσα στο βιβλίο της φιλοσοφίας έκρυβαν ένα πορνοπεριοδικό. Είμαι το αντίστροφο. Μέσα στα πορνοπεριοδικά κρύβω τη φιλοσοφία. Απολαμβάνω τον Χέγκελ και παριστάνω ότι απολαμβάνω το Χόλυγουντ. Οι συνάδελφοί μου απολαμβάνουν το Χόλυγουντ και παριστάνουν ότι απολαμβάνουν τον Χέγκελ».

Αυτό βεβαίως σημαίνει να αντιμετωπίζεις τη ζωή φιλοσοφημένα και, επιπλέον, να περνάς καλά.

Η επιδεικτική κατανάλωση είναι πανθομολογούμενο χαρακτηριστικό των νεόπλουτων όλων των χωρών και όλων των ηλικιών

Οι οικονομολόγοι και οι κοινωνιολόγοι έχουν εντοπίσει τρεις τύπους καταναλωτικής δαπάνης που αποσκοπούν στην ενίσχυση του κοινωνικού κύρους. Οι λεπτομέρειες είναι τεχνικές αλλά οι μηχανισμοί γνωστοί. Τα «αγαθά του συρμού» ή «αγαθά του μιμητισμού» είναι τα αγαθά που είναι επιθυμητά επειδή οι άλλοι ήδη τα έχουν. Η επιθυμία για τα εν λόγω αγαθά μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στα αισθήματα ζηλοφθονίας που γεννιούνται στα άτομα, μπορεί όμως να εκφράζει και τη θέλησή τους να εναρμονιστούν με το σύνολο. Και οι δύο αυτές επιθυμίες είναι ιδιαίτερα έντονες στα παιδιά, προκαλώντας τους γονείς να εργάζονται σκληρότερα από ό,τι θα δούλευαν, για να τα ικανοποιήσουν. Τα «αγαθά του σνομπισμού» είναι τα αγαθά που είναι επιθυμητά, επειδή οι άλλοι δεν τα έχουν. Τα αγαθά αυτά καλύπτουν την επιθυμία των ανθρώπων να είναι διαφορετικοί, εκλεκτοί, να ξεχωρίζουν από «το πλήθος». Δεν είναι κατ’ ανάγκην τα πιο ακριβά αγαθά, αλλά είναι ενδεικτικά της ανώτερης καλαισθησίας των κατόχων τους. Στα σύγχρονα παραδείγματα μπορεί να περιλαμβάνονται σκοτεινά αντεργκράουντ συγκροτήματα, καλτ κινηματογραφικές ταινίες και έθνικ εστιατόρια. Οι δύο παραπάνω κατηγορίες αγαθών δεν αποκλείουν φυσικά η μια την άλλη: πολλά αγαθά του σνομπισμού μεταλλάσσονται συν τω χρόνω σε αγαθά του συρμού με αποτέλεσμα να εγκαταλείπονται από τους πραγματικά σνομπ. Η τέχνη και η μόδα είναι δύο χώροι όπου ο αέναος αυτός κύκλος κάνει αισθητή την παρουσία του.

Σχέση αλληλοεπικάλυψης τόσο με τα αγαθά σνομπισμού όσο και με αυτά του συρμού έχουν τα λεγάμενα «αγαθά Veblen», που οφείλουν το όνομά τους στον μεγάλο αμερικανό θεωρητικό της επιδεικτικής κατανάλωσης Thorstein Veblen. Πρόκειται για πανάκριβα αγαθά, ευρέως γνωστά με την ιδιότητά τους αυτή, στην πραγματικότητα δεν αποτελούν παρά διαφήμιση του πλούτου. Στον ιεραρχικό ακόμη κόσμο των επιχειρήσεων, η θέση στην οποία ταξιδεύει ένα άτομο -στην πρώτη θέση, την επιχειρηματική ή την οικονομική- σηματοδοτεί τη βαθμίδα του ατόμου στην εταιρεία. Ένα άλλο βεμπλενικό φαινόμενο είναι το λεγόμενο «φαινόμενο του εντυπωσιασμού». Η απήχηση που έχουν οι επώνυμες φίρμες που προτιμούν οι διασημότητες οφείλεται κατά μεγάλο μέρος (αν όχι εξ ολοκλήρου) στο ότι είναι ευρέως γνωστό ότι κοστίζουν πολλά χρήματα: όσο υψηλότερη η τιμή μιας φίρμας τόσο λιγότεροι αυτοί στους οποίους απευθύνεται. Αν μειωθεί η τιμή της, ενδεχομένως θα μειωθεί και η ζήτηση για αυτή. Η όλη κατάσταση περιγράφεται εύστοχα σε ένα ρωσικό ανέκδοτο: Συναντιούνται δύο νεόπλουτοι. «Πόσο κόστισε η γραβάτα σας;» ρωτά ο ένας. «Χίλια δολάρια» απαντά ο άλλος. «Κρίμα» λέει ο πρώτος, «η δική μου κόστισε δύο χιλιάδες». Η επιδεικτική κατανάλωση είναι πανθομολογούμενο χαρακτηριστικό των νεόπλουτων όλων των χωρών και όλων των ηλικιών.

Η επιτυχία στον ανταγωνισμό για κοινωνική άνοδο σηματοδοτείται συνήθως από περισσότερο αφειδή κατανάλωση, αυτό όμως δεν είναι κατ’ ανάγκην, αλλά ούτε και χρειάζεται να είναι, το κίνητρο για τη δημιουργία ανταγωνισμού. Στις μέρες μας δεν είναι απαραίτητο να επιδεικνύει κανείς τα χρήματά του αγοράζοντας πανάκριβα αγαθά, μιας και ο πλούτος θεωρείται από μόνος του επαρκής ένδειξη της επιτυχίας ενός ατόμου. Σε παλαιότερες εποχές ο βασικός τρόπος που διέθετε κάποιος για να γνωστοποιήσει στους άλλους τον πλούτο του ήταν να ξοδεύει χρήματα, όταν όμως άρχισαν να δημοσιεύονται λίστες κατάταξης των πλουσίων, όπως η Sunday Times Rich List, που περιλαμβάνουν αναλυτικές καταστάσεις των εισοδημάτων και των περιουσιακών τους στοιχείων, ο ανταγωνισμός για τα χρήματα απαγκιστρώθηκε από τον ανταγωνισμό για τα αγαθά. Στα ανώτερα κλιμάκια του επιχειρηματικού κόσμου, τα χρήματα επιζητούνται όχι μόνο ως μέσο για την προαγωγή της κατανάλωσης αλλά και ως ένδειξη ενός κορυφαίου επιτεύγματος. Όπως έχει πει ο Η. L Hunt, στην εποχή του ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, το χρήμα είναι «απλώς ένας τρόπος για να κρατάει κανείς το σκορ».

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι μερικές μορφές συσχετιστικής κατανάλωσης μπορεί να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα. Μεγάλο μέρος της φιλανθρωπικής δράσης απορρέει από την επιδεικτική κατανάλωση. Η επιθυμία εντυπωσιασμού των άλλων με τον πλούτο, τη δύναμη ή την καλαισθησία έχει κοσμήσει τις πόλεις μας με σημαντικά κτίρια και έχει υπαγορεύσει την ανάθεση στους δημιουργούς τους των περισσότερων έργων τέχνης που βλέπουμε στα μουσεία μας. Στις μέρες μας, η ίδια κινητήρια ώθηση είναι εμφανής στον ανταγωνισμό μεταξύ των αμερικανικών δισεκατομμυριούχων στο επίπεδο των φιλανθρωπικών δωρεών. Ωστόσο, όπως έχει επισημάνει ο φίλος του Keynes τεχνοκριτικός Roger Fry, μόνο σε περιόδους υψηλού πολιτισμικού επιπέδου ο σνομπισμός έχει παραγάγει μα κρίσιμη μάζα αντικειμένων επιθυμητών γι’ αυτό που αντιπροσωπεύουν και μόνο. Οι περισσότερες ευεργεσίες της εποχής μας οφείλουν να δικαιολογούνται επί τη βάσει ωφελιμιστικών σκοπών.

Θα πρέπει όχι μόνο να ανέχεσθε την ύπαρξη ηλιθίων που επιτίθενται, αλλά και να ξεπερνάτε τα συναισθήματα που σας προκαλούν

Μεταξύ των ηλιθίων συγκαταλέγονται εκείνοι που εκτονώνουν τις συσσωρευμένες απογοητεύσεις τους επάνω στους άλλους, που κατηγορούν ολόκληρο το Σύμπαν, που σας κατακλύζουν με κουτσομπολιά, που γοητεύονται από καθετί κακό, από τις ατελείωτες κακίες τις οποίες καταφέρνουν να λένε για τους άλλους, και που μόνο και μόνο επειδή δεν είπατε ούτε μία κουβέντα καταλήγουν να σας χαρακτηρίσουν απολύτως αξιολάτρευτους. Αργότερα, όταν θα είναι έτοιμοι να χύσουν πάλι τη χολή τους, θα αναζητήσουν έναν άλλο συνομιλητή στον οποίο θα φορτώσουν όλα τα κακά πράγματα, τα ατελείωτα κακά πράγματα που σκέφτονται για τους άλλους και στον οποίο θα μπορούν να διηγηθούν γιατί και σε ποιον βαθμό εσείς τους απογοητεύσατε.

Η αντίστασή σας είναι δικαιολογημένη. Το παραδέχομαι ότι σαφέστατα ο ηλίθιος είναι ηθικά υπεύθυνος για την ηλιθιότητα που τον διακρίνει. Εξάλλου, ναι. Στους ηλίθιους οφείλονται πάντοτε οι διαμάχες.

Πρώτα απ’ όλα, οφείλετε να παραδεχτείτε ότι, παρόλο που τα συναισθήματα που ονομάζονται γενικώς αρνητικά, ο φόβος, η θλίψη, ο θυμός, το μίσος, δεν μπορούν να κάνουν ποτέ λάθος, δε συνιστούν με τη σειρά τους λάθος, με άλλα λόγια, δεν είναι ξεκάθαρα λογικά συμπεράσματα. Προσδιορίζονται από έντονα φορτισμένα στάδια που είναι συχνά ευδιάκριτα και μετρήσιμα (αύξηση των παλμών, εφίδρωση, κοκκίνισμα, δάκρυα κ.λπ.). Κατά συνέπεια, τα συναισθήματα πρέπει να γίνουν αποδεκτά με τη σειρά τους σαν συμβάντα, δηλαδή σαν προκλήσεις δεύτερου βαθμού. Όπως ακριβώς η ύπαρξη των ηλιθίων, η ύπαρξη του μίσους, του θυμού κ.λπ. πρέπει να θεωρηθεί όχι σφάλμα αλλά γεγονός. Άρα, θα πρέπει όχι μόνο να ανεχτείτε την ύπαρξη του ηλίθιου που αρνείται να αναγνωρίσει τις προσπάθειες σας με μια χειρονομία που δε θα του στοίχιζε τίποτε, αλλά και να ξεπεράσετε τα συναισθήματα που σας προκαλεί. Προκειμένου να εργαστείτε σωστά, πρέπει ν’ αντιστρέψετε τα πράγματα: πρώτα να μετριάσετε την επίδραση του ηλίθιου στα συναισθήματά σας• και στη συνέχεια, να ασχοληθείτε με τον ίδιο τον ηλίθιο.

Αφού παραδεχτούμε την κυρίαρχη ύπαρξη των συναισθημάτων σε κάθε συμβάν, μπορούμε να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ότι αυτά είναι σχεδόν πάντα υπερβολικά, συνεπώς τοποθετούνται σαφέστατα στην πλευρά της αταξίας. Αν το σκεφτούμε πιο προσεκτικά όμως, η άποψη αυτή δεν ισχύει. Διότι τα συναισθήματα καθίστανται υπερβολικά (εξ ορισμού) εφόσον περάσουν ένα όριο• όμως, για να υπάρχει ένα όριο, είναι απαραίτητο κάποιος ή κάτι να το έχει θέσει εκ των προτέρων, χωρίς να λάβει υπόψη το συναίσθημα• άρα, το ίδιο το όριο προϋποθέτει μια εξωτερική παρουσία. Αυτό μας δείχνει ότι τα συναισθήματα γίνονται υπερβολικά κάθε φορά που (και εάν και μόνο εάν) μια παρουσία ελέγχου ερεθίσει και μεγεθύνει την κυρίαρχη ισχύ τους. Εξηγούμαι με ένα παράδειγμα. Γνωρίζετε ότι είναι καλό για εσάς τους ίδιους να μην προσβάλλετε κανέναν – ούτε καν τους ηλίθιους. Έτσι, το συναίσθημα που νιώθετε τη στιγμή που έχετε απέναντί σας έναν κακοήθη προσκρούει όπως είναι φυσικό στην πνευματική ιδέα της υποχρέωσής σας να επιδείξετε εγκράτεια, την οποία επιθυμείτε να τηρήσετε. Όσο πιο μεγάλη αντίσταση από εσάς βρίσκει η δύναμη αυτή, τόσο περισσότερο μετατρέπεται σε βία . Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει ν’ αφήσετε τον εαυτό σας ελεύθερο και να προσβάλετε όλους τους ηλίθιους που συναντάτε, αλλά πως πρέπει να βρείτε ένα μέσο έκφρασης κατάλληλο για τη δύναμη που σας διαπερνά, κάθε φορά που αυτή σας διαπερνά.

Το σημαντικό εδώ είναι να κατανοήσουμε ότι ο άμεσος συσχετισμός μεταξύ του συναισθήματος και της αταξίας, του συναισθήματος και της απερισκεψίας, του συναισθήματος και της υπερβολής, δε βασίζεται στη φύση του συναισθήματος, αλλά σε μια εξωτερική παρέμβαση σε αυτή, έτσι ώστε τίποτε από όλα αυτά (αταξία, απερισκεψία, υπερβολή) δεν προκύπτει άμεσα. Για να δώσουμε μια εικόνα, όσο περισσότερο εκθέτετε τον φράχτη σας στον άνεμο, τόσο περισσότερο αυξάνετε τις πιθανότητες να καταστραφεί ο φράχτης από αυτόν• αυτό δε θα συμβεί λόγω της καταστροφικής ισχύος του ανέμου, αλλά λόγω της καταστροφικής ισχύος του βλάκα που τοποθέτησε τον φράχτη.

Αντί να ενοχοποιείτε τα συναισθήματά σας, καλύτερα ν’ αντιμετωπίσετε την αληθινή δυσκολία, δηλαδή, το να βρείτε τον σωστό τρόπο έκφρασής τους. Με τη λέξη «σωστό» εννοώ ότι οι χειρονομίες και τα λόγια σας πρέπει να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της εξάντλησης της δύναμης των συναισθημάτων εκφράζοντάς τη συνολικά, μέχρι τέλους. Θα πρέπει, επίσης, η έκφραση αυτή να προσαρμοστεί στο περιβάλλον ώστε να πάρει μια μορφή που να μην επιτρέπει ούτε την απόρριψη ούτε την άρνηση των συναισθημάτων σας εξωτερικά, αλλά την αποδοχή και την κατανόησή τους και, εάν αυτό είναι δυνατό να βελτιώνει τις αλληλεπιδράσεις σας στο μέλλον.

Δημιούργησαν τεχνητό κύτταρο που αναπτύσσεται και διαιρείται κανονικά

Πριν από πέντε χρόνια επιστήμονες δημιούργησαν έναν μονοκύτταρο συνθετικό οργανισμό που, με μόλις 473 γονίδια, ήταν το απλούστερο γνωστό ζωντανό κύτταρο. Ωστόσο ο οργανισμός αυτός συμπεριφερόταν περίεργα όταν αναπτυσσόταν και διαιρείτο, παράγοντας κύτταρα με πολλά διαφορετικά σχήματα και μεγέθη.

Το JCVI-syn3A αναπτύσσεται και χωρίζεται κάτω από ένα μικροσκόπιο (NIST / MIT)

Επιστήμονες ήταν σε θέση να εντοπίσουν επτά γονίδια που μπορούν να προστεθούν ώστε να «δαμάσουν» αυτή την «άτακτη» φύση του κυττάρου, κάνοντάς τα να χωρίζονται τακτικά σε ομοιόμορφα κομμάτια. Το επίτευγμα αυτό είναι μια συνεργασία μεταξύ του J. Craig Venter Institute (JCVI), του National Institute of Standards and Technology (NIST) και του ΜΙΤ Center for Bits and Atoms.

O εντοπισμός αυτών των γονιδίων αποτελεί σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας συνθετικών κυττάρων που κάνουν χρήσιμα πράγματα: Τέτοια κύτταρα θα μπορούσαν να λειτουργούν σαν μικρά εργοστάσια που παράγουν φάρμακα, τρόφιμα και καύσιμα, που εντοπίζουν ασθένειες και παράγουν φάρμακα για την αντιμετώπισή τους ενώ ζουν μέσα στο σώμα και λειτουργούν σαν μικροσκοπικοί υπολογιστές.

Ωστόσο ο σχεδιασμός και η δημιουργία ενός κυττάρου που κάνει ακριβώς αυτό που θέλεις να κάνει είναι δύσκολη υπόθεση, οπότε είναι χρήσιμο να έχει κάποιος μια λίστα των απαραίτητων τμημάτων και να ξέρει πώς ταιριάζονται μεταξύ τους.

Επιστήμονες στο JCVI δημιούργησαν το πρώτο κύτταρο με συνθετικό γονιδίωμα το 2010. Δεν το έφτιαξαν εξαρχής από το μηδέν, μα άρχισαν με κύτταρα από ένα απλό είδος βακτηρίου ονόματι μυκόπλασμα. Κατέστρεψαν το DNA σε αυτά τα κύτταρα και το αντικατέστησαν με DNA που ήταν σχεδιασμένο σε υπολογιστή και είχε συντεθεί σε εργαστήριο. Αυτός ήταν ο πρώτος οργανισμός στην ιστορία της ζωής στη Γη που είχε ένα εντελώς συνθετικό γονιδίωμα, και ονομάστηκε JCV1-syn1.0.

Έκτοτε προσπαθούν να αποσυνθέσουν τον οργανισμό αυτόν στα μίνιμουμ γενετικά του τμήματα, ωστόσο το κύτταρο που δημιούργησαν πέντε χρόνια πριν, το JCVI-syn3.0, ήταν πολύ «μινιμάλ». Οπότε πρόσθεσαν 19 γονίδια, μετξαύ των οποίων τα επτά που χρειάζονταν για κανονική διαίρεση κυττάρου, δημιουργώντας τη νέα παραλλαγή, JCVI-syn3A. Η παραλλαγή αυτή έχει λιγότερα από 500 γονίδια: Συγκριτικά, τα βακτήρια E.coli έχουν περίπου 4.000, ενώ ένα ανθρώπινο κύτταρο 30.000.

Εν τέλει, οι επιστήμονες δημιούργησαν ένα «μίνι ενυδρείο» όπου τα κύτταρα μπορούσαν να τρέφονται και να ζουν κάτω από ένα μικροσκόπιο- και το αποτέλεσμα ήταν ένα βίντεο που έδειξε τα κύτταρα να μεγαλώνουν και να διαιρούνται. Όλα αυτά τα κύτταρα ήταν γενετικά όμοια.

«Σκοπός μας είναι να γνωρίζουμε τη λειτουργία του κάθε γονιδίου, ώστε να μπορέσουμε να αναπτύξουμε ένα πλήρες μοντέλο ως προς το πώς λειτουργεί ένα κύτταρο» είπε ένας εκ των ερευνητών. Ωστόσο ο στόχος αυτός δεν έχε επιτευχθεί ακόμα, καθώς από τα επτά γονίδια που προστέθηκαν σε αυτόν τον οργανισμό για κανονική διαίρεση, οι επιστήμονες ξέρουν μόνο τι κάνουν τα δύο από αυτά. Οι ρόλοι που παίζουν τα άλλα πέντε παραμένουν άγνωστοι.

Η μνήμη κατά τον Σοπενχάουερ

Με τη συνηθισμένη παρουσίαση της μνήμης σαν ενός δοχείου στο οποίο έχουμε ένα απόθεμα έτοιμων παραστάσεων – τις οποίες επομένως τις είχαμε πάντα, μόνο χωρίς να μας είναι συνειδητές – δεν μπορώ να συμφωνήσω. Η ηθελημένη επανάληψη παραστάσεων που μας έχουν γίνει συνειδητές, γίνεται με την εξάσκηση τόσο εύκολη, ώστε μόλις συνειδητοποιήσουμε ένα μέλος μιας σειράς παραστάσεων, καλούμε αμέσως και τις υπόλοιπες, συχνά ενάντια στη βούλησή μας φαινομενικά. Αν θέλει κανείς μια εικόνα αυτής της ιδιαιτερότητας της παραστατικής μας ικανότητας (όπως δίνει μια ο Πλάτων, παρομοιάζοντας τη μνήμη με μια μαλακή μάζα, η οποία δέχεται και διαφυλάσσει εντυπώσεις), μου φαίνεται πως η πιο σωστή θα ήταν αυτή ενός πανιού, οι ζαρωματιές του οποίου, μετά εμφανίζονται ξανά, κατά κάποιο τρόπο από μόνες τους. Όπως το σώμα, μέσα από την εξάσκηση, μαθαίνει να υπακούει στη βούληση, το ίδιο και η παραστατική ικανότητα. 

Μια ανάμνηση δεν είναι καθόλου, όπως υποθέτει η συνηθισμένη παρουσίαση, πάντα η ίδια παράσταση, την οποία, κατά κάποιο τρόπο τη βγάζουμε πάλι από το δοχείο, παρά κάθε φορά δημιουργείται πράγματι μια νέα, με ιδιαίτερη ευκολία μέσα από την εξάσκηση: γι’ αυτό συμβαίνει και φαντασίες που νομίζουμε πως έχουμε διαφυλάξει στη μνήμη, στην πραγματικότητα όμως εξασκούμε μέσα από συχνή επανάληψη, αλλάζουν απαρατήρητα, κάτι που συνειδητοποιούμε, αν ξαναδούμε μετά από πολύ καιρό ένα παλιό, γνωστό αντικείμενο και διαπιστώσουμε ότι δεν αντιστοιχεί εντελώς στην εικόνα που είχαμε από αυτό. Κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε, αν είχαμε διαφυλάξει εντελώς έτοιμες παραστάσεις. Για αυτό το λόγο, όλες οι γνώσεις που είχαμε αποκτήσει, αν δεν τις εξασκούμε, σιγά – σιγά εξαφανίζονται από τη μνήμη μας. Γιατί αυτή είναι κομμάτια άσκησης που εμφανίζονται μόνο μέσα από τη συνήθεια: έτσι π.χ. ξεχνούν οι πιο πολλοί λόγιοι τα ελληνικά τους, και οι καλλιτέχνες που επέστρεψαν από την Ιταλία τα ιταλικά τους. Από αυτό εξηγείται, επίσης, το ότι, αν γνωρίζουμε ένα όνομα, έναν στίχο ή κάτι παρόμοιο, αλλά για πολλά χρόνια δεν το είχαμε σκεφτεί, το ξαναφέρνουμε στη μνήμη μας με πολύ κόπο. Αν όμως αυτό έχει επιτυχία, το έχουμε στη διάθεσή μας πάλι για πολλά χρόνια, γιατί τώρα η άσκηση ανανεώθηκε. Γι’ αυτό, όποιος καταλαβαίνει πολλές γλώσσες, πρέπει από καιρό σε καιρό να διαβάζει κάτι σε αυτές τις γλώσσες, για να διατηρήσει τις γνώσεις του.

Από αυτό εξηγείται, επίσης γιατί το περιβάλλον και τα γεγονότα της παιδικής μας ηλικίας αποτυπώνονται στη μνήμη τόσο έντονα: γιατί σαν παιδιά έχουμε λίγες παραστάσεις, και κυρίως παραστάσεις από παρατήρηση, τις οποίες, για να έχουμε μια ασχολία, τις επαναλαμβάνουμε συνέχεια. Με ανθρώπους που δεν έχουν πολλές ικανότητες για νοητικές εμβαθύνσεις, αυτό συμβαίνει σε όλη τους τη ζωή (και μάλιστα όχι μόνο με παραστάσεις από παρατήρηση, αλλά και με έννοιες και λέξεις). Γι’ αυτό τέτοιοι άνθρωποι, αν δεν είναι απαθείς ή πνευματικά εμποδισμένοι, έχουν μια πολύ καλή μνήμη. Αντίθετα, η μεγαλοφυΐα καμιά φορά δεν έχει εξαιρετική μνήμη, όπως το αναγνωρίζει ο Ρουσσώ για τον εαυτό του: αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι στη μεγαλοφυΐα, εξαιτίας της πληθώρας νέων σκέψεων και συνδυασμών, δεν μένει καιρός για πολλές επαναλήψεις. Παρά ταύτα, στη μεγαλοφυΐα τις πολλές επαναλήψεις αντικαθιστά η μεγαλύτερη ενέργεια και η κινητικότητα της όλη νοητικής δύναμης, έτσι που να μην έχει πάντα μια πολύ κακή μνήμη. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η Μνημοσύνη είναι η μητέρα των Μουσών.

Μπορεί επομένως να πει κανείς: η μνήμη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μεταξύ τους ανταγωνιστικές επιδράσεις: αυτήν της ενέργειας της παραστατικής ικανότητας από την μια πλευρά, και αυτήν της πληθώρας των παραστάσεων που απασχολούν την παραστατική ικανότητα από την άλλη. Όσο πιο μικρός είναι ο πρώτος παράγοντας, τόσο πιο μικρός πρέπει να είναι ο άλλος, και όσο πιο μεγάλος είναι ο δεύτερος, τόσο πιο μεγάλος πρέπει να είναι και ο άλλος. Έτσι εξηγείται, επίσης, γιατί οι άνθρωποι που διαβάζουν αδιάκοπα μυθιστορήματα χάνουν τη μνήμη τους, γιατί σε αυτούς, όπως συμβαίνει και με τη μεγαλοφυΐα, η πληθώρα των παραστάσεων, οι οποίες όμως εδώ εν είναι δικές τους σκέψεις και συνδυασμοί παρά ξένες που περνάνε μπροστά τους, δεν τους αφήνει χρόνο και υπομονή για επανάληψη: και ότι στη μεγαλοφυΐα αντικαθιστά την άσκηση, δεν το έχουν αυτοί. Εξ’ άλλου, η όλη υπόθεση χαρακτηρίζεται και από το γεγονός πως καθένας έχει τη καλύτερη μνήμη για αυτό που τον ενδιαφέρει, τη χειρότερη για τα υπόλοιπα. Γι’ αυτό κάποιο μεγάλο πνεύμα ξεχνάει απίστευτα γρήγορα τις μικρές υποθέσεις και συμβάντα της καθημερινής ζωής, όπως και τους ασήμαντους ανθρώπους που είχε γνωρίσει, ενώ περιορισμένα μυαλά όλα αυτά τα διατηρούν εξαιρετικά· το μεγάλο πνεύμα όμως για τα πράγματα που είναι σε αυτόν ή καθαυτά σημαντικά, θα έχει μια καλή, μάλιστα μια εκπληκτική μνήμη.

Γενικά είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι πιο εύκολα διατηρούμε τέτοιες σειρές από παραστάσεις οι οποίες συνδέονται με ένα ή περισσότερα από τα είδη αιτιών και συνεπειών που έχουμε αναφέρει, πιο δύσκολα όμως εκείνες που δεν συνδέονται μεταξύ τους παρά με τη βούληση μας και τον νόμο του κινήτρου, έχουν δηλαδή σχηματιστεί ηθελημένα. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή, το σε μας a priori συνειδητό μορφικό μας γλυτώνει από το μισό κόπο: αυτό όπως γενικά κάθε a priori γνώση, υπάρχει στη διδασκαλία του Πλάτωνα, ότι δηλαδή η μάθηση είναι μόνο μια ανάκληση στη μνήμη.

Άρθουρ Σοπενχάουερ, Περίτης τετραπλής ρίζας του αποχρώντος λόγου

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (2.20.1-2.23.5)

[2.20.1] Ὁ δὲ εὐθὺς τῆς ἐπιούσης ἀναγόμενος αὐτερέταις στρατιώταις ἐπέπλει τοῖς παραθαλασσίοις τῶν Μιτυληναίων ἀγροῖς. Καὶ πολλὰ μὲν ἥρπαζε ποίμνια, πολὺν δὲ σῖτον καὶ οἶνον, ἄρτι πεπαυμένου τοῦ τρυγητοῦ, καὶ ἀνθρώπους δὲ οὐκ ὀλίγους, ὅσοι τούτων ἐργάται. [2.20.2] Ἐπέπλευσε καὶ τοῖς τῆς Χλόης ἀγροῖς καὶ τοῦ Δάφνιδος, καὶ ἀπόβασιν ὀξεῖαν θέμενος λείαν ἤλαυνε τὰ ἐν ποσίν. Ὁ μὲν Δάφνις οὐκ ἔνεμε τὰς αἶγας ἀλλ᾽ ἐς τὴν ὕλην ἀνελθὼν φυλλάδα χλωρὰν ἔκοπτεν, ὡς ἔχοι τοῦ χειμῶνος παρέχειν τοῖς ἐρίφοις τροφήν· ὥστε ἄνωθεν θεασάμενος τὴν καταδρομὴν ἐνέκρυψεν αὑτὸν στελέχει κοίλῳ ξηρᾶς ὀξύης· [2.20.3] ἡ δὲ Χλόη παρῆν ταῖς ἀγέλαις καὶ διωκομένη καταφεύγει πρὸς τὰς Νύμφας ἱκέτις καὶ ἐδεῖτο φείσασθαι καὶ ὧν ἔνεμε καὶ αὐτῆς διὰ τὰς θεάς. Ἀλλ᾽ ἦν οὐδὲν ὄφελος· οἱ γὰρ Μηθυμναῖοι πολλὰ τῶν ἀγαλμάτων κατακερτομήσαντες καὶ τὰς ἀγέλας ἤλασαν κἀκείνην ἤγαγον ὥσπερ αἶγα ἢ πρόβατον παίοντες λύγοις.
[2.21.1] Ἔχοντες δὲ ἤδη τὰς ναῦς παντοδαπῆς ἁρπαγῆς μεστάς, οὐκέτ᾽ ἐγίνωσκον περαιτέρω πλεῖν, ἀλλὰ τὸν οἴκαδε πλοῦν ἐποιοῦντο καὶ τὸν χειμῶνα καὶ τοὺς πολεμίους δεδιότες. Οἱ μὲν οὖν ἀπέπλεον εἰρεσίᾳ προσταλαιπωροῦντες· ἄνεμος γὰρ οὐκ ἦν· [2.21.2] ὁ δὲ Δάφνις ἡσυχίας γενομένης ἐλθὼν εἰς τὸ πεδίον ἔνθα ἔνεμον, καὶ μήτε τὰς αἶγας ἰδὼν μήτε τὰ πρόβατα καταλαβὼν μήτε Χλόην εὑρὼν ἀλλὰ ἐρημίαν πολλὴν καὶ τὴν σύριγγα ἐρριμμένην, ᾗ συνήθως ἐτέρπετο ἡ Χλόη, [2.21.3] μέγα βοῶν καὶ ἐλεεινὸν κωκύων ποτὲ μὲν πρὸς τὴν φηγὸν ἔτρεχεν ἔνθα ἐκαθέζοντο, ποτὲ δὲ ἐπὶ τὴν θάλασσαν ὡς ὀψόμενος αὐτήν, ποτὲ δὲ ἐπὶ τὰς Νύμφας, ἐφ᾽ ἃς διωκομένη κατέφυγεν. Ἐνταῦθα καὶ ἔρριψεν ἑαυτὸν χαμαὶ καὶ ταῖς Νύμφαις ὡς προδούσαις κατεμέμφετο.
[2.22.1] «Ἀφ᾽ ὑμῶν ἡρπάσθη Χλόη, καὶ τοῦτο ὑμεῖς ἰδεῖν ὑπεμείνατε; ἡ τοὺς στεφάνους ὑμῖν πλέκουσα, ἡ σπένδουσα τοῦ πρώτου γάλακτος, ἧς καὶ ἡ σῦριγξ ἥδε ἀνάθημα; [2.22.2] Αἶγα μὲν οὐδὲ μίαν μοι λύκος ἥρπασε, πολέμιοι δὲ τὴν ἀγέλην ‹ὅλην› καὶ τὴν συννέμουσαν. Καὶ τὰς μὲν αἶγας ἀποδεροῦσι καὶ τὰ πρόβατα καταθύσουσι, Χλόη δὲ λοιπὸν πόλιν οἰκήσει. [2.22.3] Ποίοις ποσὶν ἄπειμι παρὰ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα ἄνευ τῶν αἰγῶν, ἄνευ Χλόης, λιπεργάτης ἐσόμενος; ἔχω γὰρ νέμειν ἔτι οὐδέν. [2.22.4] Ἐνταῦθα περιμενῶ κείμενος ἢ θάνατον ἢ πόλεμον δεύτερον. Ἆρα καὶ σύ, Χλόη, τοιαῦτα πάσχεις; ἆρα μέμνησαι τοῦ πεδίου τοῦδε καὶ τῶν Νυμφῶν τῶνδε κἀμοῦ; ἢ παραμυθοῦνταί σε τὰ πρόβατα καὶ αἱ αἶγες αἰχμάλωτοι μετὰ σοῦ γενόμεναι;»
[2.23.1] Τοιαῦτα λέγοντα αὐτὸν ἐκ τῶν δακρύων καὶ τῆς λύπης ὕπνος βαθὺς καταλαμβάνει. Καὶ αὐτῷ αἱ τρεῖς ἐφίστανται Νύμφαι, μεγάλαι γυναῖκες καὶ καλαί, ἡμίγυμνοι καὶ ἀνυπόδετοι, τὰς κόμας λελυμέναι καὶ τοῖς ἀγάλμασιν ὅμοιαι. [2.23.2] Καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐῴκεσαν ἐλεοῦσαι τὸν Δάφνιν· ἔπειτα ἡ πρεσβυτάτη λέγει ἐπιρρωννύουσα· «Μηδὲν ἡμᾶς μέμφου, Δάφνι· Χλόης γὰρ ἡμῖν μᾶλλον ἢ σοὶ μέλει. Ἡμεῖς τοι καὶ παιδίον οὖσαν αὐτὴν ἠλεήσαμεν καὶ ἐν τῷδε τῷ ἄντρῳ κειμένην αὐτὴν ἀνεθρέψαμεν. [2.23.3] Ἐκείνῃ ‹καὶ› πεδίοις κοινὸν οὐδὲν καὶ τοῖς προβατίοις τοῦ Δρύαντος. Καὶ νῦν δὲ ἡμῖν πεφρόντισται τὸ κατ᾽ ἐκείνην, ὡς μήτε εἰς τὴν Μήθυμναν κομισθεῖσα δουλεύοι μὴτε μέρος γένοιτο λείας πολεμικῆς. [2.23.4] Καὶ τὸν Πᾶνα ἐκεῖνον τὸν ὑπὸ τῇ πίτυϊ ἱδρυμένον ὃν ὑμεῖς οὐδέποτε οὐδὲ ἄνθεσιν ἐτιμήσατε, τούτου ἐδεήθημεν ἐπίκουρον γενέσθαι Χλόης; συνήθης γὰρ στρατοπέδοις μᾶλλον ἡμῶν καὶ πολλοὺς ἤδη πολέμους ἐπολέμησε τὴν ἀγροικίαν καταλιπών· καὶ ἄπεισι τοῖς Μηθυμναίοις οὐκ ἀγαθὸς πολέμιος. [2.23.5] Κάμνε δὲ μηδέν, ἀλλ᾽ ἀναστὰς ὄφθητι Λάμωνι καὶ Μυρτάλῃ, οἳ καὶ αὐτοὶ κεῖνται χαμαί, νομίζοντες καὶ σὲ μέρος γεγονέναι τῆς ἁρπαγῆς· Χλόη γάρ σοι τῆς ἐπιούσης ἀφίξεται μετὰ τῶν αἰγῶν, μετὰ τῶν προβάτων, καὶ νεμήσετε κοινῇ καὶ συρίσετε κοινῇ· τὰ δὲ ἄλλα μελήσει περὶ ὑμῶν Ἔρωτι.»

***
[2.20.1] Ο στρατηγός ξεκίνησεν ευθύς την άλλη μέρα, χρησιμοποιώντας τους ίδιους τους στρατιώτες του στα κουπιά, κι έβαλε πλώρη για τα παραθαλάσσια κτήματα των Μυτιληνιών. Εκεί άρχισαν ν᾽ αρπάζουν πλήθος κοπάδια και στάρι, καθώς και κρασί, μιας κι είχε μόλις τελειώσει ο τρύγος· έπιαναν και κάμποσους ανθρώπους που δούλευαν στα χωράφια. [2.20.2] Τράβηξαν και προς τα υποστατικά του Δάφνη και της Χλόης, αποβιβάστηκαν αιφνιδιαστικά και βάλθηκαν να κουρσεύουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο Δάφνης δεν έβοσκε εκείνη την ώρα τις γίδες, παρά είχε ανεβεί στο δάσος να κόψει φρέσκες φυλλωσιές να τις έχει τροφή, το χειμώνα, για τα γίδια· έτσι είδε από ψηλά την επιδρομή και κρύφτηκε στον κούφιο κορμό μιας ξερής οξιάς. [2.20.3] Η Χλόη πάλι, που ήταν με τα κοπάδια, έτρεξε κυνηγημένη να ζητήσει καταφύγιο στις θεές της σπηλιάς, ικετεύοντας τους διώκτες της να λυπηθούν, για χάρη των Νυμφών, και κείνη και τα ζώα που έβοσκε. Του κάκου όμως: οι Μηθυμνιώτες κατακορόιδεψαν τ᾽ αγάλματα, πήραν τα κοπάδια κι έσυραν και την ίδια τη Χλόη σα να ᾽ταν γίδι ή πρόβατο, χτυπώντας τη με βέργες.
[2.21.1] Καθώς είχαν πια γεμίσει τα καράβια με κάθε λογής πλιάτσικο, αποφάσισαν να μην προχωρήσουν πιο πέρα, παρά να γυρίσουν στον τόπο τους, γιατί φοβόνταν και την κακοκαιρία και τους εχθρούς. Έτσι ξεκίνησαν, λάμνοντας με κόπο μιας και δε φυσούσε αγέρας. [2.21.2] Ο Δάφνης ωστόσο, όταν έγινε ησυχία, κατέβηκε στον κάμπο όπου έβοσκαν, αλλά μήτε γίδες είδε, μήτε πρόβατα απάντησε, μήτε τη Χλόη βρήκε: παντού ερημιά, κι η φλογέρα που έπαιζε συνήθως η Χλόη ήταν ριγμένη καταγής. [2.21.3] Τότε έσυρε ο Δάφνης μεγάλη φωνή, και θρηνώντας αξιολύπητα άρχισε να τρέχει πότε στη βελανιδιά όπου κάθονταν, πότε προς τη θάλασσα μήπως και τη δει, πότε στις Νύμφες όπου εκείνη είχε καταφύγει όταν την τραβούσαν. Εκεί έπεσε κατάχαμα, κατηγορώντας τις Νύμφες ότι τον είχαν προδώσει:
[2.22.1] «Από σας άρπαξαν τη Χλόη, και δεχτήκατε να γίνει τέτοιο πράμα μπρος στα μάτια σας; Αυτήν που σας έπλεκε στεφάνια, που σας έφερνε σπονδή το πρώτο γάλα, που σας είχε αφιερώσει τούτη δω τη φλογέρα; [2.22.2] Οι λύκοι δε μου άρπαξαν ποτέ ούτε μια γίδα, κι οι εχθροί παίρνουν ολόκληρο το κοπάδι και τη βοσκοπούλα μαζί! Και καλά, τις γίδες θα τις γδάρουν και τα πρόβατα θα τα σφάξουν — η Χλόη όμως θα ζει από δω κι εμπρός σε πόλη. [2.22.3] Με τί μούτρα θα παρουσιαστώ στον πατέρα και στη μάνα δίχως γίδες, δίχως Χλόη, που θα ᾽μαι και χωρίς δουλειά; Γιατί τίποτα δεν έχω τώρα πια να βόσκω. [2.22.4] Κάλλιο να μείνω εδώ κατάχαμα προσμένοντας ή το θάνατο, ή άλλον πόλεμο. Άραγε και συ, Χλόη, να υποφέρεις το ίδιο; Θυμάσαι τούτο τον κάμπο, και τις Νύμφες, κι εμένα; Ή σε παρηγορούν τα γιδοπρόβατα που ᾽ναι μαζί σου στη σκλαβιά;»
[2.23.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια έπεσε, τσακισμένος από τη λύπη και το κλάμα, σ᾽ ύπνο βαθύ. Και στ᾽ όνειρό του είδε τις τρεις Νύμφες — ψηλές κι όμορφες γυναίκες, μισόγυμνες και ξυπόλητες, με λυμένα τα μαλλιά κι όμοιες με τ᾽ αγάλματα. [2.23.2] Στην αρχή φάνηκαν να συμπονάνε τον Δάφνη, και κατόπι η πιο μεγάλη του ᾽δωσε θάρρος: «Μη μας κατηγορείς, Δάφνη. Νοιαζόμαστε για τη Χλόη πιο πολύ κι από σένα. Εμείς τη λυπηθήκαμε κι όταν ήταν μωρό, παραριγμένο σε τούτη τη σπηλιά, και τη θρέψαμε — [2.23.3] γιατί καμιά σχέση δεν έχει αυτή με τους κάμπους και τα πρόβατα του Δρύα. Αλλά και τώρα έχουμε φροντίσει, ώστε μήτε στη Μήθυμνα να πάει σκλάβα μήτε σε κανενός το πλιάτσικο να λάχει μερδικό. [2.23.4] Παρακαλέσαμε εκείνον κει τον Πάνα, που είναι στημένος κάτω απ᾽ την κουκουναριά, να βοηθήσει τη Χλόη — κι ας μην τον έχετε τιμήσει ποτέ σας ούτε με λουλούδια. Και τούτο, γιατί εκείνος ξέρει από στρατιωτικά πράματα πιο πολύ από μας και πολλές φορές κιόλας έχει φύγει από την περιοχή να πάει να πολεμήσει. Θα πάει και τώρα, επίφοβος εχθρός για τους Μηθυμνιώτες. [2.23.5] Μην απελπίζεσαι λοιπόν, παρά σήκω και σύρε να σε δουν ο Λάμων και η Μυρτάλη που ᾽χουν πέσει κι αυτοί κατάχαμα νομίζοντας ότι σ᾽ άρπαξαν και σένα οι εχθροί. Αύριο θα σου ᾽ρθει η Χλόη, καθώς κι οι γίδες και τα πρόβατα, και μαζί θα βοσκήσετε και θα παίξετε φλογέρα. Για τα υπόλοιπα θα σας φροντίσει ο Έρωτας».